Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014

Κάτω ἀπό τό φέρετρο τοῦ Γέροντος Σωφρονίου ἔγινε τό θαῦμα…

Κάτω ἀπό τό φέρετρο τοῦ Γέροντος Σωφρονίου ἔγινε τό θαῦμα…

Οἱ τελευταῖες μέρες του γέροντος Σοφρωνίου τοῦ Ἁγιορείτου, τῆς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου Ἔσσεξ Ἀγγλίας (+11 Ἰουλίου 1993)
  Τέσσερις μέρες πριν πεθάνει έκλεισε τα μάτια του και δεν ήθελε να μας μιλήσει περαιτέρω. Το πρόσωπό του ήταν φωτεινό κι όχι θλιμμένο, αλλά γεμάτο ένταση. Είχε την ίδια έκφραση, όπως όταν θα τελούσε τη λειτουργία. Δεν άνοιγε τα μάτια του, ούτε πρόφερε λέξεις αλλά σήκωνε το χέρι του ευλογώντας μας.
Μας ευλογούσε χωρίς λόγια κι εγώ κατάλαβαινα ότι θα έφευγε. Έτσι δεν ήθελα να τον απασχολώ. Προηγουμένως συνήθιζα να προσεύχομαι ώστε ο Θεός να επεκτείνει το γήρας του, όπως λέμε στη λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου «το γήρας περικράτησον». Αλλά κατά τη διάρκεια εκείνων των ημερών είδα ότι έφευγε κι έτσι άρχισα να λέγω: «Κύριε δώρισε στο δούλο σου πλουσίαν είσοδον στη βασιλεία σου». Προσευχόμουν χρησιμοποιώντας τα λόγια του αποστόλου Πέτρου, όπως διαβάζουμε στη Β’ Επιστολή του (Β’ Πέτρου α’ 11).
Έτσι έλεγα επιμόνως :«Θεέ μου, δώρισε πλουσίαν είσοδον στο δούλο σου και τοποθέτησε την ψυχή του μαζί με τους Πατέρες του» και ονόμαζα όλους τους συντρόφους του ασκητές πού ήξερα ότι είχε στο Αγιον Όρος, αρχίζοντας από τον Άγιο Σιλουανό και μετά όλους τους άλλους.
Την τελευταία μέρα πήγα να τον δω στις έξι το πρωΐ. Ηταν Κυριακή και τελούσα την πρωϊνή λειτουργία, ενώ ο πάτερ Κύριλλος μαζί με τους άλλους ιερείς θα τελούσαν τη δεύτερη. Αντιλήφθηκα ότι επρόκειτο να μας αφήσει τη μέρα εκείνη.
Πήγα και άρχισα την Πρόθεση. Οι Ώρες άρχισαν στις εφτά και μετά ακολούθησε η λειτουργία. Είπα μόνο τις ευχές της Αναφοράς, διότι στο μοναστήρι μας έχουμε τη συνήθεια να τις διαβάζουμε εκφώνως. Για τις υπόλοιπες η προσευχή μου ήταν συνεχώς: «Κύριε, δώρισε πλουσίαν είσοδο στη βασιλεία σου στο δούλο σου».
Η λειτουργία εκείνη ήταν διαφορετική απ΄όλες τις άλλες. Τη στιγμή που είπα «Τα άγια τοις αγίοις» ο πάτερ Κύριλλος εισήλθε το ιερό. Κοιτάξαμε ο ένας τον άλλο, άρχισε να κλαίει κι εννόησα ότι ο πάτερ Σωφρόνιος είχε φύγει. Ρωτώντας ποιά ώρα είχε αναχωρήσει ήξερα ότι ήταν η ώρα πού διάβαζα το ευαγγέλιο.
Πήγα παράμερα, διότι ο πάτερ Κύριλλος ήθελε να μιλήσει μαζί μου και μου είπε: «Μετάδωσε την Κοινωνία στους πιστούς και μετά ανακοίνωσε την αναχώρηση του πατρός Σωφρονίου και κάνε το πρώτο Τρισάγιο θα κάνω το ίδιο στη δεύτερη λειτουργία». Έτσι διαμοίρασα τον Αμνό και μετάλαβα μετέδωσα στους πιστούς τη Θεία Κοινωνία και τελείωσα τη Θεία Λειτουργία.
Δεν γνωρίζω πώς τα κατάφερα. Μετά βγήκα έξω και είπα στον κόσμο: «Αγαπητοί μου αδελφοί, ο Χριστός ο Θεός μας είναι το σημείο του Θεού για όλες τις γενεές αυτής της εποχής, διότι στα λόγια του βρίσκουμε τη σωτηρία και τη λύση κάθε ανθρώπινου προβλήματος. Και τώρα πρέπει να κάνουμε όπως μας διδάσκει η λειτουργία, δηλαδή να ευχαριστήσουμε, να ικετεύσουμε, να παρακαλέσουμε. Έτσι ας ευχαριστήσουμε το Θεό πού μας έχει δώσει τέτοιο πατέρα κι ας προσευχηθούμε για την ανάπαυση της ψυχής του».
«Ευλογητός ο Θεός ήμων…», κι άρχισα το Τρισάγιο. Τον βάλαμε στην εκκλησία για τέσσερις μέρες, διότι η Κρύπτη δεν ήταν ακόμη τελειωμένη κι ο τάφος δεν είχε ακόμην κτισθεί.
Τον αφήσαμε ακάλυπτο στην εκκλησία για τέσσερι μέρες και συνεχώς διαβάζαμε τα άγια Ευαγγέλια από την αρχή ως το τέλος, ξανά και ξανά, όπως είναι το έθος για ιερείς. Διαβάζαμε τα άγια ευαγγέλια και διαβάζαμε Τρισάγια καιι άλλες προσευχές. Είχαμε τις ακολουθίες, τη λειτουργία αυτός ήταν εκεί, στη μέση της εκκλησίας για τέσσερεις μέρες Ήταν σαν Πάσχα, ήταν τέτοια όμορφη κι ευλογημένη ατμόσφαιρα!
Κανένας δεν έδειξε οποιανδήποτε υστερία, καθένας προσευχόταν με έμπνευση. Είχα ένα φίλο αρχιμανδρίτη πού συνήθιζε να έρχεται στο Μοναστήρι κάθε χρόνο και να περνά λίγες εβδομάδες κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, τον πατέρα Ιερόθεο Βλάχο, ο οποίος έγραψε το βιβλίο «Μια βραδιά στην έρημο του Αγίου Όρους». Τώρα είναι μητροπολίτης Ναυπάκτου.
Έφτασε μόλις έμαθε ότι ο πάτερ Σωφρόνιος πέθανε. Αισθάνθηκε την ατμόσφαιρα και μου είπε: «Αν ο πάτερ Σωφρόνιος δεν είναι άγιος, τότε δεν υπάρχουν άγιοι». Έτυχε να έχουμε μερικούς μοναχούς από το Άγιον Όρος, οι οποίοι ήρθαν για να δουν τον πάτερ Σωφρόνιο, μα δεν τον βρήκαν ζωντανό. Ο πάτερ Τύχων από τη Σιμωνόπετρα ήταν ένας από αυτούς.
Κάθε φορά πού έρχονταν Έλληνες στην Αγγλία για ιατρικούς λόγους είχαν την συνήθεια να έρχονται στο Μοναστήρι για να τους διαβαστεΐ μια προσευχή από τον πάτερ Σωφρόνιο, διότι πολλοί είχαν θεραπευθεί. Την τρίτη ή την τέταρτη μέρα μετά το θάνατο του πάτερ Σωφρονίου ήρθε μια οικογένεια με ένα παιδί δεκατριών χρονών. Είχε όγκο στον εγκέφαλο κι η εγχείρηση του ήταν καθορισμένη για την επόμενη μέρα.
Ο πάτερ Τύχων ο Σιμωνοπετρίτης ήλθε και μου είπε: «Αυτοί οι άνθρωποι είναι πολύ λυπημένοι ήρθαν και δεν βρήκαν τον πάτερ Σωφρόνιο. Γιατί δεν διαβάζεις μερικές προσευχές για το παιδί»; Του είπα: «ας πάμε μαζί. Έλα και κάνε μου τον αναγνώστη. Θα διαβάσουμε μερικές προσευχές στο άλλο παρεκκλήσι». Πήγαμε και διαβάσαμε τις προσευχές για το παιδί και στο τέλος ο πάτερ Τύχων είπε: «Ξέρεις, γιατί δεν περνάτε το παιδί κάτω από το φέρετρο του πάτερ Σωφρονίου; Θα θεραπευθεί. Χάνουμε το χρόνο μας διαβάζοντας προσευχές».
Του απάντησα ότι δεν μπορούσα να το κάνω αυτό, διότι ο κόσμος μπορούσε να πει ότι μόλις έχει πεθάνει και ήδη προσπαθούμε να προωθήσουμε την αγιοποίηση του. «Να το κάνεις εσύ», του είπα. «Είσαι Αγιορείτης μοναχός. Δεν θα πει κανένας τίποτε». Πήρε το αγόρι από το χέρι και το πέρασε κάτω από το φέρετρο.
Την επομένη έκαναν εγχείρηση στο παιδί και δεν βρήκαν τίποτε. Έκλεισαν το κρανίο και είπαν: «Λανθασμένη διάγνωση. Θα ήταν πιθανώς φλόγωση». Έτυχε το παιδί να συνοδεύεται από ένα γιατρό από την Ελλάδα, πού είχε τις πλάκες ακτίνων Χ πού έδειχναν τον όγκο, πού τους είπε: «Ξέρετε καλά τί σημαίνει αυτή η “λανθασμένη διάγνωση”». Το παιδί μεγάλωσε. Τώρα είναι 27 χρονών και είναι πολύ καλά.
Αρχ. Ζαχαρίας – Μετάφραση Θ. Κυριάκου.
Πηγή: Οι τελευταίες μέρες του Γέροντος Σωφρονίου (+11 Ιουλίου 1993), Περιοδικό «Παρά την Λίμνην», Μηνιαία έκδοση Εκκλησίας Αγίου Δημητρίου Παραλιμνίου, περίοδος β΄, έτος ιη΄, αρ. 7, Ιούλιος 2008

Μέ τή ματιά ἑνός Ἁγίου.

Άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης

" Όλη μου η ευτυχία ή η δυστυχία εξαρτάται από τους λογισμούς μου και από τις διαθέσεις της καρδιάς μου. Αν οι λογισμοί κι οι διαθέσεις μου είναι σύμφωνα με την αλήθεια του Θεού, με το θέλημά Του, τότε είμαι αναπαυμένος, γεμάτος θείο φως, χαρά κι ευλογία. Αν όχι, τότε είμαι ανήσυχος, γεμάτος με πνευματικό και ψυχοφθόρο σκότος, νιώθω να με βαραίνει η απόγνωση.

Αν μεταβάλλω τελείως τους απατηλούς κι ακάθαρτους λογισμούς και τις διαθέσεις της καρδιάς μου και τους κάνω αληθινούς και θεάρεστους, τότε αποκτώ πάλι ανάπαυση κι ευλογία.
Ο πλησίον μου είναι μια ύπαρξη με ίσα δικαιώματα μαζί μου. Είναι ένας άνθρωπος σαν και μένα, πλασμένος κατ’ εικόνα Θεού. Κι αφού είναι σαν και μένα, πρέπει να τον αγαπώ όπως αγαπώ και τον εαυτό μου. «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Ματθ. κβ΄ 39). Πρέπει να τον φροντίζω και να τον προσέχω όπως προσέχω τη σάρκα και το αίμα μου, να του φέρομαι στοργικά, ευγενικά, καλοσυνάτα, να του συγχωρώ τις αστοχίες όπως θα συγχωρούσα και τις δικές μου, όπως θα ‘θελα να συγχωρήσουν κι οι άλλοι τα σφάλματά μου και να μου φέρονται με συγκατάβαση. Δηλαδή, όπως θα ‘θελα οι άλλοι άνθρωποι να μην παρατηρούν τα λάθη μου, σαν να μην υπάρχουν, ή να τα αγνοούν με ευγένεια, με καλοσύνη και μεγαλοψυχία, το ίδιο πρέπει να κάνω κι εγώ στον αδελφό μου.
Ο σαρκικός άνθρωπος δεν μπορεί να καταλάβει την ευλογία και την πνευματική ευφροσύνη που απολαμβάνουμε με την προσευχή και την άσκηση της αρετής. Ούτε στο ελάχιστο δεν μπορεί να κατανοήσει τι ευλογία και ποια μακαριότητα μάς περιμένει στον άλλο κόσμο. Δε γνωρίζει τίποτα υψηλότερο από την επίγεια σαρκική χαρά. Τις μέλλουσες ευλογίες τις λογαριάζει φαντασίες. Ο πνευματικός άνθρωπος όμως γνωρίζει εμπειρικά την ευλογία που νιώθει η ενάρετη ψυχή, γιατί η καρδιά του προγεύεται από τώρα τη μέλλουσα μακαριότητα.
Όσο περισσότερο προοδεύει στην πνευματική ζωή ο άνθρωπος, τόσο περισσότερο πνευματοποιείται. Αρχίζει σιγά σιγά να βλέπει παντού το Θεό, την ύπαρξη της δύναμής Του σε όλα τα πράγματα. Βλέπει παντού και πάντα τον εαυτό του να κατοικεί στο Θεό, να εξαρτάται απ’ Αυτόν ακόμα και στα πιο παραμικρά πράγματα. Αντίθετα, όσο περισσότερο ο άνθρωπος είναι δοσμένος στο σαρκικό τρόπο ζωής, τόσο περισσότερο σαρκικός γίνεται. Δε βλέπει παντού το Θεό. Δεν Τον βλέπει ούτε και στα πιο θαυμαστά επιτεύγματα της θείας Του δύναμης. Το μόνο που βλέπει παντού είναι σάρκα και ύλη. Στα δικά του μάτια ο Θεός δεν υπάρχει ποτέ και πουθενά. (πρβλ. Ψαλμ. 35: 2). ".

Άγιος Νικόλαος από τη Χίο ο Νεομάρτυρας

Ο Άγιος Νεομάρτυς Νικόλαος μαρτύρησε στις 31 Οκτωβρίου 1754 μ.Χ. και ώρα έκτη, στη θέση Βουνάκι της Χίου.

Ο Άγιος Νικόλαος γεννήθηκε στις Καρυές της Χίου από γονείς ευσεβείς χριστιανούς, τον Πέτρο και την Σταματού. Από μικρό παιδί ήταν χαριτωμένος όχι μόνο στο σώμα αλλά και στην ψυχή. Ζούσε χριστιανικά με πολλή ευλάβεια και εγκράτεια, παρόλο που μεγάλωνε χωρίς νουθεσίες, καθώς ήταν ορφανός από πατέρα. Πάνω απ’ όλα ήταν απλός, άκακος και όλοι θαύμαζαν την υπομονή του.

Σε ηλικία είκοσι ετών συμφώνησε μ’ ένα συμπατριώτη του χτίστη να πάνε μαζί στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας, να εργαστούν. Εκεί στη Μαγνησία ο Άγιος συνέχιζε τον χριστιανικό τρόπο ζωής και πρόκοβε στην αρετή.

Κάποια μέρα όμως σαν κάτι να έπαθε ο νους του και έμεινε παραλογισμένος, χωρίς ωστόσο να κάνει τρελά πράγματα. Βλέποντάς τον οι Τούρκοι σ’ αυτή την κατάσταση τον έφεραν στους αρχηγούς τους με σκοπό να τον εξισλαμίσουν. Όταν εκείνοι τον εξέταζαν ο Άγιος δεν τους αποκρινόταν αλλά έμενε σιωπηλός, σαν να μην άκουγε τι του έλεγαν. Οπότε οι αγάδες αγανακτισμένοι, χτυπώντας τον, τον έδιωξαν ως τρελλό και ήλεγξαν εκείνους που τους τον πήγαν.

Οι συμπατριώτες του, βλέποντας την κατάστασή του, φοβήθηκαν μη διαταραχθεί ψυχικά και τον πήγαν στη Χίο, στην αδελφή του, στην οποία και είπαν τα καθέκαστα. Εκείνη, από αφροσύνη, δεν τα φύλαξε μυστικά και κυκλοφόρησε φήμη ότι ο Νικόλαος είχε εξισλαμισθεί. Τα έμαθαν οι αγάδες του νησιού και τον πήραν, τον ονόμασαν Μεϊμέτη (Μεχμέτ) και τον έντυσαν τούρκικα, χωρίς να του κάνουν όμως περιτομή. Για να ζήσει έβοσκε τα ζώα των χασάπηδων.

Εκεί, στα βουνά της Αγίας Υπομονής, τον συνάντησε κάποιος αρχιμανδρίτης που ονομαζόταν Κύριλλος. Συζήτησε μαζί του, είδε την απλότητά του και του έδωσε κάποιες συμβουλές. Αυτό ήταν και η αρχή της αλλαγής του Νικολάου.

Κάποια νύχτα κοιμήθηκε σ’ ένα μισογκρεμισμένο ναό της Αγίας Άννης και εκεί είδε στο όνειρό του μια ωραιότατη κόρη που του είπε: να πας στον ιερέα του ναού του Υιού μου να σε λούσει, να γίνεις καλά για να σε πάρω γαμπρό.

Σηκώθηκε και έτρεξε στην αδελφή του και της διηγήθηκε το όνειρο. Πήγαν μαζί στον ιερέα του χωριού αλλά εκείνος δεν τους έδωσε σημασία. Τότε προσέτρεξαν στον ναό του Σωτήρος, όπου εφημέρευε ο αρχιμανδρίτης Κύριλλος, ο οποίος του έκανε αγιασμό, του διάβασε τις σχετικές ευχές και ο νέος ήρθε στα συγκαλά του. Ύστερα τον κατήχησε και τον δίδαξε. Από τότε ο Νικόλαος άρχισε να ζει με μεγάλη μετάνοια, με προσευχή, αγρυπνία και αυστηρή νηστεία. Επειδή όμως είχε ακουστεί ότι είχε τουρκέψει, οι συγχωριανοί του φοβόντουσαν την οργή των Τούρκων και δεν τον δέχονταν στην εκκλησία, παρόλα τα δάκρυα και την διαμαρτυρία του.

Πράγματι κάποια μέρα έφτασαν απεσταλμένοι από τον δικαστή και τον συνέλαβαν σαν να ήταν ληστής. Μαζί του συνέλαβαν και τον ιερέα του χωριού με δύο προεστούς. Εκείνον τον οδήγησαν στον δικαστή ενώ τους άλλους απλώς τους φυλάκισαν. Ο δικαστής τον ρώτησε γιατί, ενώ προηγουμένως ήταν μουσουλμάνος, τώρα έγινε πάλι χριστιανός. Ο άγιος απάντησε: Επειδή εγώ από Χριστιανούς γεννήθηκα και Χριστιανός ανατράφηκα και είμαι Χριστιανός και τον Χριστό μου ποτέ δεν Τον αρνήθηκα ούτε έγινα μουσουλμάνος ούτε πρόκειται να Τον αρνηθώ ποτέ αλλά Χριστιανός πρόκειται να πεθάνω.

Ο δικαστής και οι δικοί του προσπαθούσαν με κολακείες και διάφορες υποσχέσεις να τον πείσουν να εξισλαμιστεί. Δεν κατάφεραν τίποτε παρά να ανάψουν τον ζήλο του. Χωρίς να φοβηθεί το πλήθος των Τούρκων, ήλεγξε την αμάθειά τους και την πλάνη τους χωρίς να μπορέσει κάποιος να αντιτάξει κάποιο αντιρρητικό λόγο. Επειδή λοιπόν εκείνοι ντροπιάστηκαν από ένα απλό και αγράμματο νεαρό Ρωμιό, άλλαξαν στάση, άρχισαν τις απειλές και τον έδειραν σκληρότατα, με πεντακόσιους ραβδισμούς στα πόδια. Στη συνέχεια τον έριξαν στη φυλακή σφίγγοντας τα καταπληγιασμένα πόδια του στο τιμωρητικό ξύλο. Σαν να μην έφταναν τα βασανιστήρια, είχε και τους συμπατριώτες του και μάλιστα τον ιερέα που τον παρακινούσαν να τουρκέψει για να απαλλαγούν από τη φυλάκιση λέγοντάς του ότι μ’ ένα Χριστιανό λιγότερο δεν κινδυνεύει η Χριστιανοσύνη.

Μετά από κάποιες ημέρες τον οδήγησαν και πάλι στο δικαστήριο. Εκεί άρχισαν πάλι τις κολακείες, τις προτάσεις για αξιώματα, πλούτη και τιμές αλλά και τις απειλές για βάσανα και θάνατο. Ο άγιος και πάλι με γενναιότητα και θάρρος τους απάντησε: Ούτε τις κολακείες σας δέχομαι ούτε τις τιμωρίες και το θάνατο φοβούμαι. Χριστιανός είμαι και από την αγάπη του Χριστού τίποτα δεν θα με χωρίσει. Όμως αν με ακούσετε εσείς πρώτα σε κάτι που θα σας ζητήσω, θα σας υπακούσω κατόπιν και εγώ.

Μη γνωρίζοντας τι θα τους ζητήσει του απάντησαν ναι, μετά χαράς. Λοιπόν τους λέει δεχθείτε εσείς πρώτα να σας βαπτίσω εγώ Χριστιανούς και κατόπιν κάντε με κι εσείς ό,τι θέλετε. Τόσο πολύ θύμωσαν ώστε επινόησαν δεινά βασανιστήρια. Έχυσαν στη φυλακή νερά, έβαλαν ύστερα κάτω μια σανίδα με καρφιά και ξάπλωσαν επάνω τον μάρτυρα και τοποθέτησαν πάνω στο στήθος και την κοιλιά του μια βαριά πλάκα. Έδεσαν τον λαιμό του με αλυσίδα και τα πόδια του πάντα στο τιμωρητικό ξύλο. Ο άγιος τα δεχόταν όλα υπομονετικά δοξάζοντας τον Θεό.

Τη νύχτα έγινε σεισμός, έπεσε η πλάκα από πάνω του και διαπιστώθηκε ότι ούτε του είχε σπάσει τα κόκαλα ούτε τα καρφιά είχαν μπηχτεί στη ράχη του. Η φυλακή δε είχε πλημμυρήσει από ευωδία. Όλοι οι φυλακισμένοι εξεπλάγησαν και φώναζαν ότι είναι άγιος ο άνθρωπος, ο δε ιερέας του ζητούσε συγγνώμη για τα βλάσφημα λόγια του.

Ύστερα απ’ όλα αυτά αποφυλάκισαν τους συγχωριανούς του αγίου, για να μη βλέπουν και διαδώσουν τα θαύματα, τον ίδιο δε τον έδεσαν χειροπόδαρα και τον έριξαν στον σταύλο των αλόγων, για να μην τον βλέπουν οι άλλοι φυλακισμένοι και επηρεάζονται αλλά και για να τον σκοτώσουν τα άλογα καταπατώντας τον. Ο άγιος όμως με τη χάρη του Θεού διαφυλάχτηκε σώος και αβλαβής, όπως και ο Δανιήλ στο λάκκο των λεόντων. Όλες τις ημέρες στον σταύλο νήστευε, σχεδόν άσιτος και προσευχόταν.

Αντιλαμβανόμενοι οι Τούρκοι ότι δεν κατάφερναν τίποτε τον καταδίκασαν σε θάνατο. Τον οδήγησαν έξω από τα τείχη της Σούδας του κάστρου όπου τον ρώτησαν ξανά αν τουρκεύει κι εκείνος ο μακάριος εξουθενωμένος τους απάντησε όχι, μόνο με κίνηση της κεφαλής. Τότε ο δήμιος τον γονάτισε και του έδωσε μια μπηχτή μαχαιριά στην πλάτη, ύστερα τον σήκωσε και τον ρώτησε αν τουρκεύει και στην αρνητική απάντησή του τον γονάτισε δεύτερη φορά και τον έκοψε λίγο στο λαιμό. Τον σήκωσε πάλι επάνω και τον ρώτησε αν τουρκεύει, λέγοντάς του: μη στεναχωριέσαι οι πληγές σου γιατρεύονται. Ο άγιος μεγαλομάρτυρας από τον μεγάλο του πόθο να μαρτυρήσει έτρεξε και γονάτισε φωνάζοντας τρεις φορές: Παναγία, βοήθει μοι. Τότε ο δήμιος τον χτύπησε με όλη του την δύναμη, ξανά και ξανά, για να τον αποκεφαλίσει αλλά η πάντιμη κεφαλή δεν κοβόταν, οπότε πιάνοντάς τον από τα μαλλιά τον έσφαξε σαν το πρόβατο.

Τότε συνέβη ένα συγκλονιστικό φαινόμενο. Ενώ ήταν μεσημέρι, πυκνότατο σκοτάδι κάλυψε όλο το νησί, σε σημείο που ο ένας δεν έβλεπε τον άλλο ούτε τον δρόμο για να πάνε στα σπίτια τους. Στο υπόλοιπο νησί όπου οι κάτοικοι δεν γνώριζαν την αιτία έλεγαν ότι σίγουρα είναι οργή Θεού. Μέχρι και σήμερα διηγούνται για το φοβερό εκείνο σκοτάδι. Και ενώ παντού επικρατούσε σκοτάδι το πρόσωπο του αγίου μάρτυρος έλαμπε σαν τον ήλιο. Ουράνιο δε φως έλουζε τρεις νύχτες το άγιο λείψανο. Μη υποφέροντας οι Τούρκοι τα θεϊκά αυτά σημεία έλεγαν ότι ο Θεός ρίχνει φωτιά να τον κάψει και πήγαν με δαδιά και μαύριζαν το πρόσωπο του αγίου για να μη φαίνεται λαμπρό. Πολλοί Χριστιανοί δωροδοκούσαν τους φύλακες να τους δώσουν κομμάτια από τα ρούχα του ή χώμα βρεγμένο από το αίμα του ή να του κόψουν κάποιο από τα δάχτυλά του. Τα μαρτυρικά του λείψανα του στη συνέχεια έκαναν παράδοξα θαύματα, όπως αναφέρει το συναξάρι του.

Τέλος για να μην πάρουν οι Χριστιανοί το λείψανό του και το τιμήσουν το έριξαν οι ασεβείς στη θάλασσα και κανείς δεν έμαθε που έφτασε.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τῆς Χίου ἀγλάϊσμα, καὶ Ἀθλητῶν μιμητῆς, ἐδείχθης Νικόλαε, ὁμολογήσας Χριστόν, τυράννων ἐνώπιον· ὅθεν τῶν σῶν αἱμάτων, οἱ κρουνοὶ Ἀθλοφόρε, δρόσος ὤφθησαν θεία, τῇ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ· ἐντεῦθεν πανευχαρίστως, μέλπει τοὺς ἄθλους σου.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Φερωνύμως γέγονας, νίκη λαοῦ Ὀρθοδόξου, ἱερὲ Νικόλαε, ὑπὲρ Χριστοῦ ἐναθλήσας· ὅθεν σοι, ἐν κατανύξει ψυχῆς βοῶμεν· Δώρησαι, ἡμῖν τὴν νίκην ταῖς σαῖς πρεσβείας, κατ’ ἐχθρῶν τῶν ὁρωμένων, καὶ ἀοράτων, τοῖς σὲ τιμῶσι πιστῶς.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις ὁ τῆς Χίου θεῖος βλαστός, καὶ Νεομαρτύρων, ἐγκαλώπισμα ἱερόν· χαίροις ὁ ἀθλήσας, ὑπὲρ Χριστοῦ νομίμως, Νικόλαε τρισμάκαρ, Μαρτύρων σύσκηνε.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιοι Στάχυς, Απελλής, Αμπλίας, Ουρβανός, Νάρκισσος και Αριστόβουλος οι Απόστολοι από τους Εβδομήκοντα

Οι Άγιοι Στάχυς, Απελλής, Αμπλίας, Ουρβανός, Νάρκισσος και Αριστόβουλος άνηκαν στους εβδομήκοντα Αποστόλους του Κυρίου και όλοι τους υπήρξαν «Χριστοῦ εὐωδία τῷ Θεῷ ἐν τοῖς σωζομένοις» (Β' προς Κορινθίους, Β' 15). Δηλαδή ευωδιά Χριστού, ευχάριστη στο Θεό, και ευωδία μεταξύ των σωζόμενων πυύ άκουγαν απ' αυτούς το σωτήριο μήνυμα του Ευαγγελίου.

Ο Άγιος Στάχυς έγινε πρώτος επίσκοπος Βυζαντίου, και αφού διάνυσε 16 χρόνια στο αποστολικό κήρυγμα, ειρηνικά αναπαύθηκε εν Κυρίω.

Ο Άγιος Απελλής έγινε επίσκοπος Ηράκλειας και πολλούς έφερε στη χριστιανική πίστη.

Ο Άγιος Αμπλίας έγινε επίσκοπος Οδυσσουπόλεως και ο Ουρβανός, επίσκοπος Μακεδονίας. Επειδή και οι δύο γκρέμιζαν τα είδωλα, θανατώθηκαν μαρτυρικά.

Ο Άγιος Νάρκισσος χειροτονήθηκε επίσκοπος Αθηνών. Η αλήθεια, όμως, του Ευαγγελίου, την οποία δίδασκε με ζήλο, εξήγειρε τους ειδωλολάτρες, με αποτέλεσμα να τον βασανίσουν και να παραδώσει την ψυχή του μαρτυρικά.

Ο Άγιος Αριστόβουλος, και αυτός υπήρξε επίσκοπος και πέθανε ειρηνικά, κηρύττοντας μέχρι τέλους της ζωής του το Χριστό.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’.
Ἀπόστολοι Ἅγιοι, πρεσβεύσατε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὴν κιθάραν τοῦ Πνεύματος τὴν ἑξάχορδον, τὴν μελῳδήσασαν κόσμῳ τὰς ὑπὲρ νοῦν δωρεάς, ὡς ἐκφάντορας Χριστοῦ ἀνευφημήσωμεν, Στάχυν Ἀμπλίαν Ἀπελλῆν σὺν Ναρκίσσῳ Οὐρβανόν, καὶ Ἀριστόβουλον ἅμα· ὡς γὰρ Ἀπόστολοι θεῖοι, χάριν αἰτοῦνται ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς ἱερὰ κειμήλια, τοῦ Παναγίου Πνεύματος, καὶ τοῦ Ἡλίου τῆς δόξης αὐγάσματα, χρεωστικῶς ὑμνήσωμεν, τοὺς σοφοὺς Ἀποστόλους, Ἀπελλῆν Οὐρβανόν τε καὶ Ἀριστόβουλον, Ἀμπλίαν Νάρκισσον καὶ Στάχυν, οὓς ἡ χάρις συνήγαγε τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοῖς τῶv αἱμάτων σου.
Εἰς τὰ τοῦ κόσμου δραμόντες πληρώματα, θεογνωσίας τὸν λόγον ἐσπείρατε, καὶ στάχυν πολύχουν δρεψάμενοι, Βασιλεῖ τῶν ἁπάντων προσήξατε, Ἀπόστολοι Χριστοῦ παναοίδιμοι.

Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Εἰς ἅπασαν τὴν γῆν, ὁ σοφὸς ὑμῶν φθόγγος, ἐξῆλθεν ἀληθῶς, τοῦ Κυρίου αὐτόπται, Ἀπόστολοι ἔνδοξοι, Οὐρβανὲ σὺν Ἀμπλίᾳ τε, Ἀριστόβουλε, καὶ Ἀπελλῆ σὺν Ναρκίσσῳ, μετὰ Στάχυος, ὑπὲρ ὑμῶν τὸν Σωτῆρα, ἀπαύστως πρεσβεύσατε.

Ὁ Οἶκος
Τῶν Ἀποστόλων τὴν μνήμην πάντες, ὡς σωτηρίας ἡμέραν εὐφημήσωμεν νῦν, καὶ εὐσεβῶς μακαρίσωμεν. Αὕτη γὰρ πάσῃ τῇ οἰκουμένῃ ὥς περ ἥλιος λάμπει, φωτὸς ἀκτῖσι πᾶσαν ἀχλὺν ἐκδιώκουσα, καὶ καταλάμπουσα τοὺς πόθῳ ταύτην ἐκτελοῦντας, καὶ πίστει γεραίροντας· διὸ προθύμως συνδράμωμεν, ἀνυμνοῦντες αὐτοὺς καὶ κραυγάζοντες· Ἐκ τῶν κινδύνων ῥύσασθε ἡμᾶς, Ἀπόστολοι Κυρίου παναοίδιμοι.

Μεγαλυνάριον
Δῆμος Ἀποστόλων θεοφεγγής, Νάρκισσος Ἀμπλίας, Ἀριστόβουλος Οὐρβανός, Ἀπελλῆς καὶ Στάχυς, ἀνέτειλαν ὡς ἄστρα· δεῦτε οὖν καὶ θαλφθῶμεν, τούτων τῇ χάριτι.


Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

᾿Ἄν ὁ Θεός ἄφηνε τήν τύχη τοῦ ἔθνους στούς πολιτικούς θά καταστρεφόμασταν᾿'

Γέροντας Παΐσιος

Ὅταν ἡ Πατρίδα περνοῦσε περίοδο πολιτικῆς ἀστάθειας, λόγω σχηματισμοῦ κυβερνήσεως , ὁ Γέροντας πονοῦσε καὶ εὐχόταν πολύ. Τὴν Τρίτη φορὰ ποὺ θὰ γίνονταν ἐκλογὲς σὲ μικρὸ χρονικὸ διάστημα συνέβη τὸ ἑξῆς, ὅπως διηγήθηκε: «Ἦταν παραμονὴ ἐκλογῶν. Καθόμουν στὸ ξυλοκρέββατο στὸ Ἀρχονταρίκι καὶ ἔλεγα τὴν εὐχή.

Ξαφνικὰ παρουσιάστηκε ὁ διάβολος μὲ τὴν μορφή του… (ἀνωτάτου πολιτικοῦ προσώπου τῆς ἐποχῆς ἐκείνης τοῦ ὁποίου κατέκρινε ἐνέργειες καταστρεπτικὲς) καὶ μὲ ἀπειλοῦσε. Ἀλλὰ δὲν μποροῦσε νὰ πλησιάση. Ἦταν σὰν δεμένος, κάτι τὸν κρατοῦσε καὶ σφιγγόταν».
Τὸ ἴδιο βράδυ ὁ Γέροντας παρουσιάσθηκε σὲ ἕναν ἔγγαμο ἱερέα στὸν ὕπνο του. Τοῦ εἶπε αὐστηρά: «Πάπα-… τί κοιμᾶσαι; Σήκω νὰ κάνης προσευχή, γιατί ἡ πατρίδα...
κινδυνεύει».Τὴν σωτηρία τοῦ Ἔθνους τὴν περίμενε ἀπὸ τὸν Θεό. Ἔλεγε: «Ἂν ὁ Θεὸς ἄφηνε τὴν τύχη τοῦ ἔθνους στοὺς πολιτικοὺς θὰ καταστρεφόμασταν. Ἀλλὰ ἀφήνει λίγο τὰ πράγματα, γιὰ νὰ φανοῦν οἱ διαθέσεις τοῦ καθενός».
Γιὰ τούς πολιτκοὺς ποὺ ἔκαναν κακὸ στὸ Ἔθνος ἔλεγε: «Μὲ ἀναπαυμένη συνείδηση παρακαλῶ τὸν Θεὸ νὰ τοὺς δίνη μετάνοια καὶ νὰ τοὺς παίρνη, γιὰ νὰ μὴν κάνουν μεγαλύτερο κακό, καὶ νὰ ἀναστήση Μακκαβαίους».
Πίστευε ὅτι ἕνας μοναχὸς μπορεῖ νὰ βοηθήση ὁλόκληρο τὸ ἔθνος. «Ἄλλον ὁ Θεὸς τὸν κάνει μοναχὸ γιὰ νὰ βοηθήση μία οἰκογένεια καὶ ἄλλον γιὰ νὰ βοηθήση ὁλόκληρο Ἔθνος. Τὸ Ἅγιον Ὅρος πολλὰ μπορεῖ νὰ προσφέρη. Μπορεῖ νὰ δημιουργήση πάλι τὸ Βυζάντιο ἀπὸ τὸ ὁποῖο προῆλθε».

(Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἱερομονάχου Ἰσαάκ, βίος Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου)

Το να κατακρίνουμε τον άλλο είναι πολύ εύκολο..

Κάποτε είχε πάει ένας κοσμικός στην Σκήτη των Καυσοκαλυβίων, για να γίνη Μοναχός.

Οι Πατέρες όμως της Σκήτης δεν τον δέχονταν, γιατί, εκτός που τήταν ράθυμος και αμελής, ήταν και πολύ σκανδαλοποιός και δημιουργούσε συνέχεια θέματα. Επειδή εκείνος αναπαυόνταν στην Σκήτη, παρακάλασε τους Πατέρες να τον αφήσουν να μένη ως λαϊκός και να εργάζεται καμιά φορά.

Έτσι λοιπόν πέρασε την ζωή του με ραθυμία και αμέσως μέχρι την ώρα του θανάτου του που έπεσε πιά στο κρεβάτι και ψυχοραγούσε. Οι Πατέρες όμως του συμπαραστέκονταν και βρίσκονταν συνέχεια κοντά του.

Μια μέρα ο ετοιμοθάνατος είχε έρθει σε έκσταση και έκανε νοήματα. Οι Πατέρες απορούσαν τι να συμβαίνη ! Όταν συνήλθε τους διηγήθηκε το εξής φοβερό:

Είδα τον Αρχάγγελο Μιχαήλ μ’ ένα χαρτί στα χέρια του, που είχε όλες τις αμαρτίες μου, και μου είπε:

«Βλέπεις, αυτά εδώ τα έκανες όλα , γι’ αυτόν ετοιμάσου να πας στην κόλαση».

Τότε εγώ του λέω:«Για κοίταξε, ανάμεσα σ’ αυτά τα αμαρτήματα, υπάρχει το αμάρτημα της κατακρίσεως».

Ψάχνει ο Αρχάγγελος και μου λέει :«Όχι , δεν υπάρχει»«Οπότε, του λέω, δεν πρέπει να πάω στην κόλαση, σύμφωνα με αυτό που είπε ο Κύριος . «Μη κρίνετε και ου μη κριθήτε»

Τότε ο Αρχάγγελος Μιχαήλ έσχισε το χαρτί με τα αμαρτήματά μου. Έτσι, Πατέρες μου, θα πάω στον Παράδεισο . Όταν μου είχατε πει ότι δεν κάνω για Μοναχός στην Σκήτη και εργαζόμουν ως λαϊκός και εκκλησιαζόμουν στον Κυριακό τις εορτές, είχα ακούσει τα λόγια του Ευαγγελίου «Μη κρίνετε , ίνα μη κριθήτε» και είπα : «Ταλαίπωρε , τουλάχιστον αυτό να εφαρμόσης», και αυτό με έσωσε δίχως άλλον κόπο». Μόλις τελείωσε αυτά τα λόγια, παρέδωσε την ψυχή του στον Αρχάγγελο Μιχαήλ.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιοι Ζηνόβιος και Ζηνοβία τα αδέλφια

Οι Άγιοι Ζηνόβιος και Ζηνοβία έζησαν και μαρτύρησαν την εποχή του Διοκλητιανού. Τα δύο αδέρφια κατάγονταν από τις Αίγες της Κιλικίας και προέρχονταν από οικογένεια πλούσια και ευσεβή. Ο Ζηνόβιος ήταν ιατρός και εξασκούσε την επιστήμη του αφιλοκερδώς. Τα δύο αδέρφια ασκούσαν μεγάλο φιλανθρωπικό έργο και αυτό προκάλεσε την οργή των ειδωλολατρών και συγκεκριμένα του ηγεμόνα Λυσία, ο οποίος διέταξε τη σύλληψη του Ζηνόβιου. Κατά τη διάρκεια της φυλάκισης του προσήλθε οικειοθελώς στις αρχές και η αδερφή του η Ζηνοβία με την επιθυμία να συμμαρτυρήσει με τον αδελφό της. Και οι δύο θανατώθηκαν με αποκεφαλισμό κατόπιν βασανιστηρίων το 285 μ.Χ.

Σημείωση: Κατ, άλλη εκδοχή ο Ζηνόβιος μαρτύρησε επί Διοκλητιανού. Γεννήθηκε από γονείς ευσεβείς τον Ζηνόδοτο και τη Θέκλα, και πως, όταν μεγάλωσε έγινε επίσκοπος Αιγών, επιτελώντας πολλά θαύματα.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς θεῖοι αὐτάδελφοι ὁμονοοῦντες καλῶς, Ζηνόβιε ἔνδοξε καὶ Ζηνοβία σεμνή, συμφώνως ἠθλήσατε· ὅθεν καὶ τῶν στεφανῶν τῶν ἀφθάρτων τυχόντες, δόξης ἀκαταλύτου ἠξιώθητε, ἅμα ἐκλάμποντες τοῖς ἐν κόσμῳ χάριν ἰάσεων.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς.
Τοὺς ἀληθείας Μάρτυρας, καὶ εὐσεβείας κήρυκας, τῶν ἀδελφῶν τὴν δυάδα τιμήσωμεν, ἐν θεοπνεύστοις ᾄσμασι, τὸν Zηvόβιοv ἅμα τῇ σεπτῇ Zηνοβία, ὁμοῦ βιώσαντας, καὶ διὰ μαρτυρίου τευξαμένους στέφος ἄφθαρτον.

Ὁ Οἶκος
Τὸν γενναῖον καὶ μέγαν Ζηνόβιον, ἐν ᾀσμάτων ᾠδαῖς εὐφημήσωμεν, καὶ σὺν αὐτῷ τὴν παρθένον καὶ ἄσπιλον Ζηνοβίαν· ὑπάρχει γὰρ σύναθλος. Οὗτοι καθεῖλον ἐχθροῦ φρυάγματα, τὴν δὲ πίστιν Χριστοῦ κατετράνωσαν· διὸ περιφανῶς ἐκομίσαντο, οὐρανόθεν ἀξίως παρὰ Θεοῦ, στέφος ἄφθαρτον.

Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2014

Η αμέλεια, ο ακοίμητος κίνδυνος του πιστού

Σε σχετικές ερωτήσεις μας, απαντούσε ότι η αμέλεια είναι η κύρια αιτία της αποτυχίας του ανθρώπου στον πνευματικό σκοπό του. Τον ρώτησα κάποτε. πώς οι Πατέρες προβάλλουν ως αφορμή την κενοδοξία;



Και απάντησε «ναι και αυτή μας επιβουλεύεται, αλλά όχι όλους παρά μόνο όσους ξεγελάσει. και πάλι λίγους, γιατί η κενοδοξία φθείρει τους συγκεντρωμένους θησαυρούς, ενώ η αμέλεια δεν αφήνει να τους συνάξεις.

Η αμέλεια μοιάζει με ανομβρία, που δεν αφήνει να φυτρώσει τίποτε. Η κενοδοξία βλάπτει όσους έχουν καρπό, όσους έχουν προχωρήσει, ενώ η αμέλεια ζημιώνει όλους. Εμποδίζει αυτούς που θέλουν να ξεκινήσουν και σταματά αυτούς που προχώρησαν. Δεν επιτρέπει την μάθηση σε αυτούς που αγνοούν και εμποδίζει την επιστροφή σε αυτούς που πλανήθηκαν. Δεν αφήνει να σηκωθούν όσοι έπεσαν και γενικά είναι όλεθρος για όσους αιχμαλωτίζονται από αυτήν.

Με πρόφαση τις φυσικές ανάγκες και τον κόπο που προέρχεται από τον αγώνα, γίνεται η απατληή πιστευτή και ως καλός αγωγός -η ακηδία- μας μεταφέρει και μας παραδίνει στην φιλαυτία, τον γενικότερο εχθρό. Μόνο η ανδρεία ψυχή, με βάση την πίστη και την ελπίδα προς τον Θεό, ανατρέπει αυτήν την επιβουλή. διαφορετικά, γλυτώνει δύσκολα όποιος έχει άγνοια από αυτά τα δίχτυα. Ταλαιπωρεί πολύ αυτούς που μένουν μόνοι και όσους αποφεύγουν την προγραμματισμένη ζωή, ενώ αδυνατεί να βλάψει τους υποτακτικούς και αυτούς που διακονούν.

Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΙΩΣΗΦ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ - ΒΙΟΣ -ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ - «Η ΔΕΚΑΦΩΝΟΣ ΣΑΛΠΙΓΞ»
ΨΥΧΩΦΕΛΗ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΑ 1

Πατερικές συμβουλές για την αντιμετώπιση του πλησίον

Αν ένας αδελφός σού κάνει κακό και τον κατηγορήσει κάποιος μπροστά σου, φύλαξε την καρδιά σου, για να μην ανανεωθεί μέσα σου η κακία. Θυμήσου αμέσως τις αμαρτίες που έχεις κάνει ενώπιον του Θεού και που θέλεις να σού συχγωρεθούν, και μην ανταποδώσεις (το κακό) στον πλησίον σου.

Αν ακούσεις ότι κάποιος είπε κακό λόγο για σένα, και τον συναντήσεις κάπου η σε επισκεφθεί, δώσε, όσο μπορείς, στο πρόσωπό σου έκφραση πρόσχαρη και καλωσυνάτη και μην του πείς τίποτε απ΄ όσα άκουσες. Γιατί είναι γραμμένο: «Ος μνησικακεί παράνομος» (Παροιμ. 21:24).

*Από τον Μικρό Ευεργετινό, της Ιεράς Μονής Παρακλήτου

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Αγία Αναστασία η Ρωμαία, η Οσιομάρτυς

Η όσια Αναστασία έζησε στα χρόνια του Δεκίου (κατ' άλλους του Διοκλητιανού) και Bαλλεριανού και καταγόταν από τη Ρώμη. Όταν πέθαναν οι πλούσιοι γονείς της, διαμοίρασε την περιουσία που κληρονόμησε στους φτωχούς και αποσύρθηκε σε μοναστήρι.

Όταν τη συνέλαβε ο ηγεμόνας Πρόβος (περί το 256 μ.Χ.), υπενθύμισε στην Αναστασία την ανθηρή νεότητα της, για την οποία θα έπρεπε να αρνηθεί το Χριστό. Τότε, δυναμική υπήρξε η απάντηση της Αναστασίας: «Εγώ, είπε, μία ωραιότητα και νεότητα γνωρίζω, εκείνη που δίνει ο Χριστός στις πιστές και γενναίες ψυχές, που προτιμούν γι’ Αυτόν το θάνατο αντί άλλων εγκόσμιων αγαθών, όταν αυτά προτείνονται για την προδοσία του Θεού τους. Πλούτη είχα άφθονα. Δεν τα θέλησα. Αλλά το Χριστό μου τον θέλω και απ' Αυτόν καμία δύναμη δε θα μπορέσει να με χωρίσει. Αν αμφιβάλλεις, δοκίμασε». Εξαγριωμένος από την απάντηση ο Πρόβος, τη μαστίγωσε στο πρόσωπο και την άπλωσε σε αναμμένα κάρβουνα. Έπειτα, την κρέμασε και της έσκισε το σώμα. Μετά έκοψε τους μαστούς της, ξερίζωσε τα νύχια της και τελικά την αποκεφάλισε. Έτσι, η Αναστασία πήρε τον αμαράντινο στέφανο του μαρτυρίου.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε
Ἀσκήσει ἐκλάμψασα ὥσπερ παρθένος σεμνή ἀθλήσεως αἵμασι τὴν τῆς ἁγνείας στολὴν ἐνθέως ἐφοίνιξας· ὅθεν, Ἀναστασία, ὡς ὁσία καὶ μάρτυς, χάριτας ἰαμάτων ἀποστράπτεις ἐν κόσμῳ πρεσβεύουσα τῷ Σωτῆρι ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Παρθενίας vάμασι, καθηγvισμέvη ὁσία, μαρτυρίου αἵμασιν, Ἀvαστασία πλυθεῖσα, παρέχεις τοῖς ἐν ἀνάγκαις τῶν νοσημάτων, ἴασιν καὶ σωτηρίαν τοῖς προσιοῦσιν, ἐκ καρδίας, ἰσχὺν γᾶρ νέμει, Χριστὸς ὁ βρύωv, χάριν ἀέναον.

Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ἐκ βρέφους τῷ Θεῷ, ἀνετέθης Ὁσία, νεκρώσασα σαρκός, ἐγκρατείᾳ τὰ πάθη, εἰς ὕψος δ' ἀνέδραμες, μαρτυρίου περίδοξον, ἐναθλήσασα, Ἀναστασία νομίμως, καὶ τόν δράκοντα, καταβαλοῦσα εἰς χάος, δυνάμει τοῦ Πνεύματος.

Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

Ο Αρχιεπίσκοπος του ΟΧΙ Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος Φιλιππίδης

του Ιγνάτιου Γκ.

«Δεν μπορώ να ορκίσω Κυβέρνηση προβληθείσα από τον εχθρό,

εμείς γνωρίζουμε ότι τις Κυβερνήσεις τις ορίζει ο λαός ή ο Βασιλεύς.

Εδώ τώρα ούτε ο λαός εψήφισε την Κυβέρνηση, ούτε ο Βασιλεύς την όρισε.

Πως ζητάτε να ορκίσω Κυβέρνηση υποδειχθείσα υπό του εχθρού; Δια να είναι όργανό των;»

"Αυτός ο τόπος βγάζει δύο πράγματα ελιές και παλικαριά."

Στα 1881 γεννήθηκε στην σκλαβωμένη Κομοτηνή, η ζωή του πέρασε μέσα από συμπληγάδες μα θα μείνει βαθειά στην μνήμη της ιστορία το βήμα του, γιατί ο ιεράρχης των Ποντίων ο Μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος στήθηκε στητός και είπε ΟΧΙ, όταν όλοι λέγανε ΝΑΙ απ’ άκρου σ’ άκρου στην Ευρώπη.

Τιμημένος όσο κανένας Μητροπολίτης Τραπεζούντας (1913-1938) στα δύσκολα χρόνια, στάθηκε στον Ελληνισμό της Μαύρης θάλασσας και στις πατρογονικές εστίες αλλά και μετά στην προσφυγιά. Πρωταγωνίστησε για την σωτηρία του Ελληνισμού στην Μακεδονία. Αποκρισάριος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Αθήνα, υπεύθυνος σε πολλές αποστολές εθνικής σημασίας στην Τιφλίδα, την Αλβανία, το Βελιγράδι, την Συρία και αλλού. Λόγιος και γλωσσομαθής, αφιέρωσε το ταλέντο του σε μελέτες για την εκκλησία της Τραπεζούντας το 1933, το 1937 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου των Αθηνών και το 1940 ονομάστηκε Ακαδημαϊκός. Από το 1938 – 1941 ήταν Αρχιεπίσκοπος Αθηνών. Ο Αρχιεπίσκοπος του 40.

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ 40

Ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος σ’ αυτόν τον πόλεμο πολέμησε μαζί με το μαχόμενο έθνος από την πρώτη στιγμή και κατά του Ιταλού αλλά και κατά του Γερμανού εισβολέα, δεν υπήρξε ενέργεια πού πρέπει να κάνει Ορθόδοξος Ιεράρχης που να μη την έκανε, δίπλα στον μαχητή αλλά και δίπλα στον τραυματία. Παρηγορητής της χήρας και εμψυχωτής του πολεμιστή, ακούραστα στήριξε τον άνισα μαχόμενο Ελληνισμό, και όταν πλησίαζαν τα δύσκολα πιο πεισματικά πύκνωνε τις γραμμές μη και περάσει ο εχθρός.

ΣΥΝΘΗΚΟΛΟΓΗΣΗ

Ας δούμε τι γράφει στο ημερολόγιο του ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος: 29/4/1941

«Πληροφορούμαι ότι ο στρατηγός Τσολάκογλου αφού σύνηψε την επονείδιστον συμφωνία με τους Γερμανούς επάνω στο μέτωπο, κατελθών εις Αθήνας πρόκειται εντολή των Γερμανών να σχηματίσει Κυβέρνησιν. Τούτο με στεναχωρεί πολύ διότι θα περιπέσωμεν εις δεινά, …. Προτιμότερον μόνοι οι Γερμανοί να έχουν την ευθύνη της διοικήσεως οπότε θα είναι προσεκτικότεροι».

Πράγματι λοιπόν οι Γερμανοί ευθείς μόλις μπήκαν στην Αθήνα και ενώ ακόμα η Ελλάδα πολεμούσε στην Κρήτη πραγματοποίησαν συναντήσεις με πρόθυμους παράγοντες για να φανεί η κατοχή μια ομαλή συνέχεια, όλα να ξεχαστούν, μήτε αίμα στα οχυρά χύθηκε μήτε η Ελλάδα είπε ΟΧΙ , μια παρένθεση που πρέπει να πάρουμε μια γόμα και να την σβήσουμε δεν έγινε τίποτα, όλοι πρόθυμοι στρατιωτικοί, κάθε είδους παράγοντες και η εκκλησία θα κάνουμε μια μασκαράτα και θα ξυπνήσουμε με τον μηχανισμό όπως ήταν με μια κυβέρνηση που διέθετε Ελληνικά πιστοποιητικά γέννησης, και όλα θα είναι καλά αγγελικά πλασμένα , κάποιοι Ιταλοί και Γερμανοί θα παρακολουθούσαν και θα έλεγχαν τα πάντα , κάποιες μικρές αλλαγές στα σύνορα υπέρ των Βουλγάρων κα των Ιταλών (πάει η Θράκη, η Δ Μακεδονία, τα Επτάνησα η Ήπειρος και οι Κυκλάδες), και πια σύμμαχοι είμαστε βοηθήστε και εσείς τώρα με το αίμα σας την επιβολή της νέας τάξης του Χίτλερ…. Και οι νεκροί στο Έλλη; Και τα παιδιά με τα κομμένα πόδια ; Και οι χήρες και τα ορφανά της βομβαρδισμένης Πάτρας;

ΤΟ ΟΧΙ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ

27/4/1941 ο Αρχιεπίσκοπος ήρθε πρωί στην Αρχιεπισκοπή « Δεν θα λειτουργήσω σήμερα για να είμαι έτοιμος για ότι προκύψει» και έστειλε τον Αρχιδιάκονο Νικόδημο (μετέπειτα Μητροπολίτη Πατρών) να τελέσει την λειτουργία λέγοντας του « Πρόσεχε παιδί μου έχε το νου σου μη και σε ειδοποιήσω». Κυριακή του Θωμά λοιπόν κήρυξε απ’ άμβωνος ο Αρχιδιάκονος και κάποια στιγμή είδε μαντατοφόρο να του κάνει νόημα, γρήγορα στον Αρχιεπίσκοπο. Τελείωσε την λειτουργία και πήγε στο γραφείο του, τον βρήκε να κλαίει βλέποντας την σημαία των Ναζί να κυματίζει στον Παρθενώνα.

Σύντομα κάθε είδους μαντατοφόροι άρχισαν να φτάνουν στο γραφείο του Χρύσανθου, με κάθε είδους προτάσεις, απειλές, εκβιασμούς, γλυκόλογα. Και ο Χρύσανθος εκείνες τις ημέρες θυμήθηκε τον Μητροπολίτη Τραπεζούντας και με Ποντιακό πείσμα είπε τέσσερα βασικά ΟΧΙ .

ΠΡΩΤΟ ΟΧΙ

Ήρθε μια επιτροπή και πρότεινε για το καλό του Ελληνικού λαού και για να καλοπιάσουμε τον κατακτητή, να πάμε με μπροστάρη την θρησκευτική μας ηγεσία να παραδώσουμε την πόλη των Αθηνών στους Γερμανούς, και Χρύσανθος απάντησε «οι Έλληνες Ιεράρχες δεν παραδίδουν πόλεις στον εχθρό, καθήκον έχουν να εργαστούν δια την απελευθέρωση».

ΔΕΥΤΕΡΟ ΟΧΙ

Ήρθαν κάποιοι και είπαν ας κάνουμε κάτι να μας πάρουν από καλό μάτι οι κατακτητές, μη τους πάμε πια κόντρα τελείωσε ο πόλεμος, και τι να κάνουμε βρε παιδιά; Δεν κάνουμε μια δοξολογία στην Μητρόπολη ! Και αγρίεψε το μάτι του Μητροπολίτη Τραπεζούντας «ΔΟΞΟΛΟΓΙΑ! Δοξολογία δεν έχει θέσιν επί τη υποδουλώσει της Πατρίδος μας, η ώρα της δοξολογίας θα είναι άλλη».

ΤΡΙΤΟ ΟΧΙ

Μιας και οι ραγιάδες δεν μπορούσαν να τον πείσουν να σκύψει, είπαν να τον θαμπώσουν, του ζήτησαν να πάει να δει τον στρατηγό Στούμμε και τότε υποχώρησε Χρύσανθος «θα τον αναμένω» είπε. Ο στρατηγός πήρε τα πόδια του και πήγε στο Αρχιεπισκοπικό γραφείο, από την πρώτη στιγμή κατάλαβε ο Γερμανός στρατηγός ότι δεν είχε να κάνει με προσκυνημένο ανθρωπάκι αλλά με ηγέτη που υπερασπιζόταν Θερμοπύλες και το ξεκίνησε μαλακά να δει που θα του βγει «Όμορφη η πατρίδα σας» « Οι Γερμανοί λατρεύουν τον Όμηρο» και ο Αρχιεπίσκοπος ευγενικά σεμνά εκπροσωπώντας τους Έλληνες « Ελπίζω να σεβαστείτε την Χώρα» «Στρατηγέ μη θίξετε την φιλοτιμία του Ελληνικού λαού».

ΤΕΤΑΡΤΟ ΟΧΙ

Τέλος ο στρατηγός Στούμμε την επόμενη τσούπ ξανά στο Αρχιεπισκοπικό γραφείο και τι ζήτησε λες; Να ορκίσει την κυβέρνηση Τσολάκογλου!!! Την απάντηση δεν χρειάστηκε να την μεταφράσει διερμηνέας την είπε στα Γερμανικά ο Μητροπολίτης Τραπεζούντας και τωρινός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών « Δεν μπορώ να ορκίσω Κυβέρνηση προβληθείσα από τον εχθρό, εμείς γνωρίζουμε ότι τις Κυβερνήσεις τις ορίζει ο λαός ή ο Βασιλεύς. Εδώ τώρα ούτε ο λαός εψήφισε την Κυβέρνηση, ούτε ο Βασιλεύς την όρισε. Πως ζητάτε να ορκίσω Κυβέρνηση υποδειχθείσα υπό του εχθρού; Δια να είναι όργανό των;»

Αναψοκικκίνησε ο στρατηγός από το χαστούκι που δέχτηκε χαιρέτησε έκανε μεταβολή και βγαίνοντας από την πόρτα της Αρχιεπισκοπής σίγουρα κατάλαβε ότι ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει.

Τώρα ήταν η σειρά των σκουλήκων, οι οποίοι για το καλό της Πατρίδας και του λαού και το δικό του, τον εκλιπαρούσαν να, μη αρνηθεί την πρόταση που του έκανε ο Στούμμε και ο Ιεράρχης απάντησε «Εν γνώσει των συνεπειών που με αναμένουν δεν δέχομαι την προτεινομένη πρόταση. Εμμένω εις τας αρχάς μου». Και όταν τον παραπίεσαν « Ο πρωθυπουργός που όρκισα βρίσκεται και αγωνίζεται στην Κρήτη» είπε και σίγασε πια κάθε άλλη κουβέντα .

Απ’ ότι καταλαβαίνεις αυτή η πράξη του Αρχιεπισκόπου Χρύσανθου ήταν η πρώτη πράξη εθνικής αντίστασης στην κατεχόμενη Ευρώπη. Ο Τσολάκογλου πως ορκίστηκε ;

Στις 29/4/1941 11πμ ορκίστηκε η πρώτη κατοχική κυβέρνηση από τον διάκονο της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου Καρύτση …. Φυσικά ούτε ο Τσολάκογλου ούτε οι Γερμανοί λησμόνησαν αυτή τη συμπεριφορά του Χρύσανθου, στις 2/6/1941 επαύθει με Συντακτική Πράξη της ψευδοκυβέρνησης Τσολάκογλου, για να τοποθετηθεί κάποιο πιο βολικό άτομο στη θέση του Αρχιεπισκόπου.

«Περί εμφανίσεως της Παναγίας και των δοθεισών μοι υπ' Αυτής εντολών».

Αριθ. Δ.Υ.

Εν Τ.Τ. 712 τη 3η Μαρτίου 1941
Ο Ανθυπασπιστής Γκάτζαρος Νικόλαος

Προς

Το 1/40 Τάγμα Ευζώνων Ενταύθα

«Περί εμφανίσεως της Παναγίας και των δοθεισών μοι υπ' Αυτής εντολών».

«Λαμβάνω την τιμήν να αναφέρω υμίν, ότι χθες Κυριακήν, 2 Μαρτίου έ.έ. και περί ώραν 8ην μ.μ. μετέβην εις τι παρακείμενον του καταυλισμού 2ου Λόχου Τάγματος Υμών μικρόν ύψωμα απέχον περί τα 300 μέτρα, χάριν περιπάτου, αισθανθείς την ανάγκην κινήσεως. Μία μυστηριώδης δύναμις ωσάν να με ώθη προς τα εκεί. Ο αήρ έχει ήδη παύσει να φυσά και ο ουρανός ήτο αστερόης. Κατά την επι στροφήν μου εις την σκηνήν, δεν έχω αριθμήση 10 βήματα, ότε αιφνιδίως ενεφανίσθη εμπρός μου και μου ανέκοψε τον δρόμον μία γυνή μαυροφόρα έχουσα σεμνήν, την εμφάνισίν της. Το πρόσωπόν της διεκρίνετο χαρακτηριστικώς εις το βραδυνό ημίφως. Εις το θέαμα τούτο καταληφθείς εξ απροόπτου, κατ' αρχάς εξεπλάγην, κατόπιν όμως αυτοστιγμεί συνήλθον εκ του τρόμου, επειδή εγνώριζον, ότι πολλάκις η Παναγία...
ενεφανίσθη είτε ως όραμα, είτε καθ' ύπνον κατά τας πολεμικάς επιχειρήσεις του Στράτου μας.
Εγώ όλως μηχανικώς έλαβον θέσιν ημιγονυπετή, ίνα ασπασθώ την δεξιάν Της. Εκ της συγκινήσεως οι οφθαλμοί μου εδάκρυζον, οι πόδες και τα χείλη μου έτρεμον επί πολλήν ώραν. Ήκουσα να ομιλή: «Είμαι η Παναγία. Μη φοβείσαι παιδί μου, είπε! Εγώ ενεφανίσθην να σου είπω τρεις λόγους, τους οποίους να μη λησμονήσης:

1) Ο παρών πόλεμος εκηρύχθη απροκαλύπτως και αναιτίως υπό της Ιταλίας εναντίον της Ελλάδος. Θελήματί μου η Ελλάς θα εξέλθη τούτου νικηφόρως.

2) Ο πόλεμος ούτος εκηρύχθη εναντίον της Ελλάδος, ίνα γνωρίση ο κόσμος, ότι αφορμή τούτου είναι η απομάκρυνσίς του εκ της Χριστιανικής θρησκείας, καθ' ην ύβριζεν, εβλασφήμει τα θεία της και έρρεπε προς τον εκφυλισμόν και την ακολασίαν και ούτως συμμορφωθή, ίνα μάθη ότι υπάρχει και προΐσταται ο Θεός. Τρανώτατα δε τεκμήρια της υπάρξεως ταύτης είναι τα συχνά θαύματα των Αγίων της Εκκλησίας του Χριστού.

3) Έπρεπε να μάθη ο κόσμος, ότι ο δίκαιος πάντοτε υπερισχύει της βίας.

Ανάφερε, λοιπόν, ταύτα και εγγράφως εις τον Διοικητήν σου, ίνα μη πτοηθή προ ουδενός κωλύματος, καθότι υπό την προστασίαν Μου ο Ελληνικός Στρατός θα νικήση!».

Μεθ' ο εν τη εξαφανίσει Της οι οφθαλμοί μου εθαμβώθησαν.

Εν τέλει συνήλθον εν μέρει και κατηυθύνθην αμέσως εις την σκηνήν υμών, όπου έξωθι ταύτης ανέφερον υμίν το συμβάν προφορικώς.

Νικόλαος Γκάτζαρος

Μετά από την εμφάνισι αυτή, όλοι μας οι στρατιώτες εδώσαμε τον φτωχό όβολό μας και με προθυμία κτίσθηκε στο μέρος αυτό ο ναός της Παναγίας.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Αγία Σκέπη της Υπεραγίας Θεοτόκου εν Βλαχερνώ και επέτειος του «ΟΧΙ»

Η Αγία Σκέπη της Υπεραγίας Θεοτόκου εν Βλαχερνώ εορτάζει την 1η Οκτωβρίου όπου και το βιογραφικό σημείωμα. Η Εκκλησία της Ελλάδος όμως, την έχει μεταθέσει στις 28 Οκτωβρίου, όπου η Ελλάδα γιορτάζει το μεγάλο γεγονός της διασώσεως και απελευθερώσεως της από τον Ιταλογερμανικό ζυγό. Την Ακολουθία που ψάλλεται αυτή την ημέρα την έγραψε ο Αγιορείτης Μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης και εγκρίθηκε από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος στις 21 Οκτωβρίου 1952 μ.Χ. όπου και αποφασίστηκε ο συνεορτασμός της εορτής της Αγίας Σκέπης και της Εθνικής επετείου του «ΟΧΙ» (Συνοδικές Εγκύκλιοι, Τόμος Β', Αθήνα 1956, σελ. 649).


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Σκέπης σου Παρθένε, ἀvuμνοῦμεν τάς χαρίτας, ἣν ὡς φωτοφόρον νεφέλην, ἐφαπλοῖς ὑπὲρ ἔννοιαν, καὶ σκέπεις τὸν λαόν σου νοερῶς, ἐκ πάσης τῶν ἐχθρῶν ἐπιβουλῆς. Σὲ γὰρ σκέπην καὶ προστάτιν καὶ βοηθόν, κεκτήμεθα βοῶντές σοι· Δόξα τοῖς μεγαλείοις σου Ἁγνή, δόξα τῇ θείᾳ Σκέπῃ σου, δόξα τῇ πρὸς ἡμᾶς σου, προμηθείᾳ Ἄχραντε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’. Θεοτόκε Ἀειπάρθενε.
Θεοτόκε Ἀειπάρθενε, τὴν ἁγίαν σοῦ Σκέπην, δι' ἧς περισκέπεις, τοὺς εἰς σὲ ἐλπίζοντας, κραταιὰν τῷ Ἔθνει σου καταφυγὴν ἐδωρήσω‧ ὅτι ὡς πάλαι καὶ νῦν θαυμαστῶς ἡμᾶς ἔσωσας, ὡς νοητὴ νεφέλη, τὸν σὸν λαὸν περιβαλοῦσα. Διὸ δυσωποῦμεν σε, εἰρήνην τῇ πολιτείᾳ σου δώρησαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὥσπερ νεφέλη ἀγλαῶς ἐπισκιάζουσα, τῆς Ἐκκλησίας τὰ πληρώματα Πανάχραντε, ἐν τῇ πόλει πάλαι ὤφθης τῇ Βασιλίδι. Ἀλλ' ὡς σκέπη τοῦ λαοῦ σου καὶ ὑπέρμαχος, περισκέπασον ἡμᾶς ἐκ πάσης θλίψεως, τοὺς κραυγάζοντας· Χαῖρε Σκέπη ὁλόφωτε.

Ὁ Οἶκος
Ἄνωθεν ἐφαπλοῦσα, τὴν ἁγίαν σοῦ Σκέπην, Παρθένε Θεοτόκε Μαρία, σκέπεις καὶ σῴζεις τὸν σὸν λαόν, καθ' ὥραν σε Ἁγνὴ ἐπιβοώμενον· νῦν δὲ σου τὰ θαυμάσια, εὐγνωμόνως ὑμνεῖ κραυγάζων·

Χαῖρε τοῦ κόσμου ἡ Σωτηρία
Χαῖρε Ἑλλάδος ἡ προστασία.
Χαῖρε τῶν Ἀγγέλων παράδοξον θέαμα
Χαῖρε τῶν ἀνθρώπων ἀκλόνητον ἔρεισμα.
Χαῖρε Μήτηρ Ἀειπάρθενος τοῦ Παντάνακτος Χριστοῦ
Χαῖρε σκέπη καὶ ἀντίληψις τοῦ λαοῦ σου τοῦ πιστοῦ.
Χαῖρε ὅτι ἐφάνης σκέπουσα τὸ σὸν Ἔθνος
Χαῖρε ὅτι παρέχεις νίκας τῷ στρατοπέδῳ.
Χαῖρε πηγὴ πλουσίας χρηστότητος
Χαῖρε λαμπὰς Θεοῦ ἀγαθότητος.
Χαῖρε δι' ἧς τοὺς ἐχθροὺς ἐκνικῶμεν
Χαῖρε πρὸς ἣν καθ' ἑκάστην βοῶμεν·
Χαῖρε Σκέπη ὁλόφωτε.

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

Αν θέλεις να ελεήσεις την ψυχή σου, κάνε αρετές

Αγίου Ανθίμου του εν Χίῳ

Όταν ελεήσεις τον πτωχό, όταν βοηθήσεις τον πλησίον σου, το δίδεις στον Θεό. Αλλά για πείτε μου, ποιος είναι σε μας ο πιο πλησίον που έχει την ανάγκη μας και ζητεί να τον ελεήσουμε; Η ψυχή μας. Η ψυχή μας είναι ο πλησίον μας· την ψυχή μας να βοηθήσουμε και να την ελεήσουμε.Να ελεήσουμε αυτή την πτωχή ψυχή με αρετές. Αν θέλεις να ελεήσεις την ψυχή σου, να κάνεις αρετές: θα πρέπει να είσαι υπάκουος, ταπεινός, υπομονετικός, φιλαλήθης, φιλάδελφος, σιωπηλός, πράος, εγκρατής, μακρόθυμος, θα πρέπει να κόβεις το δικό σου θέλημα, θα δέχεσαι και ύβρεις, τις απειλές, τις εξουθενώσεις…
Με αυτά θα ελεείς την ψυχή σου και θα δανείζεις τον Θεό.
Για φανταστείτε! Την δική μας ψυχή θα ελεήσουμε και θα το χρεωθεί ο Θεός. Και τι θα χρεωθεί να μας δώσει; Την απέραντη βασιλεία του! Τα αιώνιά του αγαθά! Και εμείς οι ανόητοι δεν θέλουμε· αντί να την ελεήσουμε που πτωχεύει, την κάνουμε περισσότερο δυστυχισμένη. Ο Χριστός μας την χάρισε να την φυλάξουμε με τα καλά μας έργα και πάλι θα μας την ζητήσει να την παραλάβει στην βασιλεία Του. Μας έδωσε το σώμα και την ψυχή και τα ένωσε αυτά τα δύο, για να είναι συνδεδεμένα ως δύο σύντροφοι και να βοηθάει το ένα το άλλο.

Όταν βοηθήσουμε και αναπαύσουμε το ένα, αδικούμε το άλλο. Το σώμα θα περιθάλψει και θα φυλάξει την ψυχή και το αντίθετο· το σώμα θα την τιμωρήσει, θα την λυπήσει και θα την αδικήσει. Όσο περιποιείσαι και αναπαύεις το σώμα, τόσο αδικείς και ζημιώνεις τον πλησίον σου, την ψυχή σου· και όσο αδικείς την ψυχή σου, ετοιμάζεις αιώνιο κόλαση εις τον εαυτό σου. Και πως αδικείς την ψυχή σου; Με την παρακοή, με την κατηγορία, με τα θελήματα, με τις κλοπές με τα ψέματα και με ό,τι κακό κάνει ο άνθρωπος.Επιτρόπους μας έβαλε ο Θεός, για να ελεήσουμε την ταλαίπωρό μας ψυχή και να την σώσουμε· και το πρώτο μέσο να την βοηθήσουμε είναι η καθαρή εξομολόγηση· η μόνη και καθαρή αλήθεια. Το μέσο της σωτηρίας του ανθρώπου είναι η ειλικρινής εξομολόγηση. Κάθε δικαστήριο χρειάζεται μάρτυρες· άνευ μαρτύρων δίκη δεν γίνεται·ενώ αυτό το δικαστήριο της εξομολογήσεως δεν θέλει μάρτυρες· ό,τι ομολογήσει ο κατηγορούμενος, εκείνο είναι. Εάν πεις την αλήθεια, θα δικαιωθείς· αν ψεύδεσαι εις τον πνευματικό, τον αντιπρόσωπο του Θεού, τον επίτροπό σου, πέρα από όσα έχεις θα πάρεις και άλλη μία αμαρτία, του ψεύδους, και θα φύγεις.

Στέρηση τῆς ἐλευθερίας, ὑποκρισία καί ἐγωισμός: μόνιμα χαρακτηριστικά τῆς κοσμικῆς ζωῆς

Ὅσιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος

"Άλλο ένα πράγμα που παρατηρώ", γράφεις, "είναι το πως τρέχουν όλοι με κομμένη ανάσα πέρα-δώθε, κυνηγώντας, θαρρείς, κάτι που ποτέ δεν καταφέρνουν να πιάσουν. Τί φασαρία, τί αναβρασμός, τί πήγαιν’ έλα είν’ εκείνο που βλέπω, όποτε περνάω από πολυσύχναστο δρόμο;

Διαπιστώνω, όμως, ότι το ίδιο συμβαίνει και στα σπίτια, ίσως και μέσα στις ψυχές των ανθρώπων. Τα ‘χω χαμένα! Μπορεί κανείς, αλήθεια, να ζει μ’ αυτόν τον τρόπο;…
Παρατηρώ, επίσης, το πώς καταναγκάζουν και καταπιέζουν ο ένας τον άλλο. Κανένας δεν έχει τη δική του βούληση. Κανένας δεν είναι ελεύθερος. Δεν τολμάς να ντυθείς όπως θά ‘θελες, να φερθείς όπως θά ‘θελες, να πεις ό,τι θά ‘θελες. Δεν μπορείς να ξεχωρίσεις από τους υπόλοιπους. Ό,τι κάνουν, επιβάλλεται από έναν άγραφο νόμο, ένα νόμο στον οποίο όλοι υποτάσσονται, ένα νόμο, ωστόσο, που κανένας δεν ξέρει το πώς καθιερώθηκε, μα ούτε και το πώς να τον αποφύγει. Μ’ αυτόν τον τρόπο αλληλοβασανίζονται. Δεν τολμάς ν’ ακούσεις κανέναν – τί θλιβερό!

Εγώ, π.χ., τα καταφέρνω στο τραγούδι. Όταν μπορώ να τραγουδήσω, τότε το τραγούδι είναι πραγματική απόλαυση και για μένα και για τους ακροατές. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις, που, είτε μπορώ είτε όχι, αναγκάζομαι να τραγουδήσω. Και το κάνω, γιατί το επιβάλλει ο «νόμος» της ευγένειας. Η άρνησή μου θα είναι αντίθετη σ’ αυτόν το «νόμο». Έτσι, λοιπόν, τραγουδάω, μολονότι μου είναι αφόρητο: Το στήθος μου τσακίζεται, αλλά πιέζομαι, για να δείξω ότι τραγουδάω με κέφι. Το έχω παρατηρήσει και σε άλλους αυτό. Ε, να ποιά είναι η ελευθερία μας! Εξωτερικά όλοι φαινόμαστε ελεύθεροι άνθρωποι· ελεύθεροι, που είμαστε δεμένοι χειροπόδαρα!
Με αφορμή αυτή την παρατήρηση, άρχισα να εξετάζω συστηματικά, αν οι άνθρωποι κάνουν με την καρδιά τους όλα όσα κάνουν. Και το αποτέλεσμα; Δεν ξέρω αν πέφτω έξω, αλλά τίποτα δεν είδα να γίνεται με ειλικρινή εγκαρδιότητα και αυθόρμητη διάθεση. Κενές αβρότητες, πρόθυμες τάχα εξυπηρετήσεις, εκφράσεις αλληλοθαυμασμού και αλληλοεκτιμήσεως -μα όλα συμβατικά και επιφανειακά. Πίσω από τη βιτρίνα, κάτω από την εξωτερική εμφάνιση και συμπεριφορά, την τόσο λεπτή και ευγενική, κρύβεται ένα εντελώς διαφορετικό πνεύμα, ένα πνεύμα, που, αν ερχόταν ποτέ στο φως, θα διαπιστώναμε ότι στην πραγματικότητα όχι μόνο λεπτό δεν είναι, μα ούτε καν υποφερτό.
Τελικά, λοιπόν, τί αποδεικνύεται; Ότι οι κοσμικές συγκεντρώσεις μας δεν είναι παρά συναθροίσεις ηθοποιών που υποκρίνονται. Τί κωμωδία!
Τη μεγαλύτερη έκπληξη, όμως, μου την προξενεί η γενική ψυχρότητα που βλέπω γύρω μου. Πώς μπορούν να δείχνουν όλοι ότι είναι φίλοι μεταξύ τους, έτοιμοι να προσφέρουν στους άλλους ακόμα και το πουκάμισο τους, βαθύτερα όμως να έχουν τόση ψυχρότητα;"

Οι διαπιστώσεις σου είναι απόλυτα σωστές. Δεν έχω τίποτα να προσθέσω σε όσα γράφεις. Όλα τούτα, πάντως, παρατηρήθηκαν και καταγράφηκαν από πολύ παλιά, για να τ’ αντιμετωπίσουμε προετοιμασμένοι. Αιώνες πριν ο άγιος Μακάριος ο Μέγας περιέγραψε την ακαταστασία, την πολύβουη κίνηση και το μάταιο κυνηγητό της επίγειας ζωής, που το γεύτηκες ήδη. «Οι κάτοικοι της γης», γράφει ο άγιος, «και τα τέκνα του κόσμου τούτου μοιάζουν με το σιτάρι μέσα στο κόσκινο. Έτσι κοσκινίζονται και οι ψυχές με τους άστατους κοσμικούς λογισμούς, την ακατάπαυστη ταραχή των γήινων πραγμάτων και τις πολύπλοκες υλικές φροντίδες. Ο σατανάς ταρακουνάει με το κόσκινο, δηλαδή με τις επίγειες μέριμνες, ολόκληρο το αμαρτωλό γένος των ανθρώπων. Μετά το προπατορικό αμάρτημα, αφότου δηλαδή ο Αδάμ αθέτησε την εντολή του Θεού και βρέθηκε κάτω από την εξουσία του διαβόλου, ο άρχοντας του σκότους κοσκινίζει με ακατάπαυστους απατηλούς λογισμούς τους ανθρώπους, χτυπώντας τους στα τοιχώματα του κόσκινου αυτής της γης. Όπως, δηλαδή, το κόσκινο ταρακουνάει και περιστρέφει και χτυπάει το σιτάρι, έτσι και ο διάβολος, αιχμαλωτίζοντας με τα γήινα πράγματα τις ψυχές των αμαρτωλών απογόνων του Αδάμ, τις ταράζει, τις αναστατώνει, τις ξεσηκώνει και τις παρασύρει σε μάταιους λογισμούς, σε αισχρές επιθυμίες και σε κοσμικούς δεσμούς, εξαπατώντας τες και ξελογιάζοντάς τες ακατάπαυστα. Ο Κύριος είχε μιλήσει προφητικά στους αποστόλους Του για τον μελλοντικό τους πειρασμό: Ο σατανάς ζήτησε να σας δοκιμάσει σαν το σιτάρι στο κόσκινο. Εγώ, όμως, προσευχήθηκα στον Πατέρα μου να μη σας εγκαταλείψει η πίστη σας. Η ρήση και απόφαση, άλλωστε, που εξαγγέλθηκε από το Δημιουργό στον Κάιν, είναι ξεκάθαρη: Θα στενάζεις και θα τρέμεις και θα χτυπιέσαι πάνω στη γη. Αυτό ακριβώς συμβαίνει, μεταφορικά, με όλους τους αμαρτωλούς. Νιώθουν ανασφάλεια και αβεβαιότητα μέσα στους άστατους λογισμούς της δειλίας, μέσα στο φόβο, τη σύγχυση, την επιθυμία, την ηδονή· γιατί ο άρχοντας του κόσμου τούτου πειράζει όσους δεν έχουν αναγεννηθεί από το Θεό, περιστρέφοντας άστατα, σαν το σιτάρι μέσα στο κόσκινο, τους λογισμούς τους, προκαλώντας τους αίσθημα ανασφάλειας και παγιδεύοντάς τους με κοσμικές άπατες, σαρκικές ηδονές, φόβους και συγχύσεις».
Να οι δικές σου παρατηρήσεις από μια άλλη σκοπιά! Εσύ περιέγραψες τον τρόπο εξέλιξης των πραγμάτων ο άγιος Μακάριος αποκάλυψε την αιτία και την προέλευσή τους. Είναι, όμως, αδύνατο ν’ ασχοληθεί κανείς μ’ αυτή την πλευρά του ζητήματος, αν δεν υιοθετήσει και την αντίστοιχη διαλεκτική μέθοδο. Σου ζητάω, λοιπόν, ν’ αποδεχθείς την αντίληψη που εκφράζει ο άγιος Μακάριος, γιατί αγγίζει την ουσία του θέματος και θα σου χρησιμεύσει ως ανασχετικός παράγοντας απέναντι στη γοητεία της κοσμικής ζωής. Για να μάθεις πιο πολλά, αλλά και για να εξοικειωθείς περισσότερο μ’ αυτή τη συλλογιστική μέθοδο, διάβασε, αν θέλεις, ολόκληρη την πέμπτη ομιλία του αγίου Μακαρίου.
Από την πλευρά μου θα ήθελα να προσθέσω τούτο μόνο: Το ασταμάτητο κυνηγητό και το ανικανοποίητο όλων απ’ όλα σχετίζεται μ’ εκείνο ακριβώς που σου έγραψα στο προηγούμενο γράμμα μου, ότι δηλαδή δεν μπορεί να ικανοποιηθεί μ’ έναν τέτοιο τρόπο ζωής κάθε πλευρά η ανάγκη της ανθρώπινης φύσεως. Σου το εξηγώ με απλά λόγια: Μια ανικανοποίητη ανάγκη, λ.χ. η πείνα, απαιτεί ικανοποίηση, κι έτσι σπρώχνει τον άνθρωπο στην αναζήτηση τροφής. Όσο εκείνος κινείται μέσα σε πλαίσια όπου δεν είναι δυνατό να ικανοποιηθεί η πείνα του, αυτή δεν καταστέλλεται. Απεναντίας, μάλιστα, θεριεύει.
Έτσι, όμως, ούτε και το κυνήγι της τροφής σταματάει. Να, κάτι τέτοιο συμβαίνει και με τούς ανθρώπους που ζουν μέσα στο πνεύμα του κόσμου τούτου. Ακατάπαυστα αναζητούν τροφή για την πεινασμένη τους ψυχή. Αλλά μάταια. Ο εχθρός τους έχει τυφλώσει, και δεν συναισθάνονται την πλάνη τους: Έχουν πάρει λάθος δρόμο, ακολουθούν λάθος κατεύθυνση. Έτσι βασανίζονται μέσα στ’ αδιέξοδα και πνίγονται μέσα στο σκοτάδι. Κανένας δεν μπορεί να τους ανοίξει τα μάτια. Τρέχουν πέρα-δώθε σαν άγρια θηρία και βρυχώνται σαν τα λιοντάρια, που τριγυρνούν στη ζούγκλα αναζητώντας κάτι να καταβροχθίσουν.

(Οσίου Θεοφάνους του Εγκλείστου, «Ο δρόμος της ζωής». Ι. Μ. Παρακλήτου)

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Νέστωρ

Ο Νέστορας ήταν πολύ νέος στην ηλικία, ωραίος στην όψη και γνώριμος του Αγίου και ενδόξου Δημητρίου .

Ο Νέστορας, λοιπόν, βλέποντας ότι ο αυτοκράτωρ Διοκλητιανός χαιρόταν για τις νίκες κάποιου σωματώδους βαρβάρου, ονομαζόμενου Λυαίου, μίσησε την υπερηφάνεια του. Βλέποντας όμως και τα θαύματα του Αγίου Δημητρίου, πήρε θάρρος. Πήγε λοιπόν στη φυλακή, όπου ήταν κλεισμένος ο Μεγαλομάρτυρας, και έπεσε στα πόδια του. Δούλε του Θεού Δημήτριε, είπε, εγώ είμαι πρόθυμος να μονομαχήσω με το Λυαίο, γι' αυτό προσευχήσου για μένα στο όνομα του Χριστού. Ο Άγιος, αφού τον σφράγισε με το σημείο του τιμίου Σταυρού, του είπε ότι και το Λυαίο θα νικήσει και για το Χριστό θα μαρτυρήσει. Τότε, λοιπόν, ο Νέστορας μπήκε στο στάδιο χωρίς φόβο και ανεφώνησε: «Θεὲ τοῦ Δημητρίου, βοήθει μοί». Και αφού πολέμησε με το Λυαίο, του κατάφερε δυνατό χτύπημα με το μαχαίρι του στην καρδιά και τον θανάτωσε.

Εξοργισμένος τότε ο Διοκλητιανός, διέταξε και σκότωσαν με λόγχη το Νέστορα, αλλά και το Δημήτριο. Έτσι, μ' αυτή του την ενέργεια ο Νέστορας δίδαξε ότι σε κάθε ανθρώπινη πρόκληση πρέπει να αναφωνούμε: «Κύριος ἐμοὶ βοηθός, καὶ οὐ φοβηθήσομαι τί ποιήσει μοι ἄνθρωπος;» (Ψαλμός νε' 5). Ο Κύριος είναι βοηθός μου και δε θα φοβηθώ. Τι θα μου κάνει οποιοσδήποτε άνθρωπος;


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀθλητὴς εὐσεβείας ἀκαταγώνιστος, ὡς κοινωνὸς καὶ συνήθης τοῦ Δημητρίου ὀφθεῖς, ἠγωνίσω ἀνδρικῶς Νέστωρ μακάριε, τὴ θεϊκὴ γὰρ ἀρωγή, τὸν Λυαῖον καθελῶν, ὡς ἄμωμον ἱερεῖον, σφαγιασθεὶς προσηνέχθης, τῷ Ἀθλοθέτῃ καὶ Θεῶ ἠμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἀθλήσας καλῶς, ἀθάνατον τὴν εὔκλειαν, κεκλήρωσαι νῦν· καὶ στρατιώτης ἄριστος, τοῦ Δεσπότου γέγονας, ταῖς εὐχαῖς Δημητρίου τοῦ Μάρτυρος. Σὺν αὐτῷ οὖν Νέστορ σοφέ, πρεσβεύων μὴ παύσῃ ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Ὁ Οἶκος
Ῥώμῃ Θεοῦ ἀθλήσας, παμμάκαρ, νικηφόρος ἐδείχθης, τὸν ἐχθρὸν τοῖς ποσὶ καταπατήσας, δεδόξασαι, στεφανίτης σὺν ταῖς χορείαις τῶν σεπτῶν Ἀθλοφόρων Νέστορ ἐφάνης, καὶ Ἀαρὼν ὑπερήρθης Χριστοῦ Ἀθλητά, σὺν Ἄβελ αἷμα τὸ θεῖον σου προσενέγκας, καὶ θρόνῳ θείῳ τοῦ κτίσαντος παρεστώς, σὺν Ἀγγέλων τοῖς τάγμασι, πρεσβεύων μὴ παύσῃ ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

Τα θαύματα του Αγίου Δημητρίου (του Αναστασίου Α. Φιλιππίδη)

Ο Οκτώβριος είναι ταυτισμένος στη μνήμη του ελληνικού λαού με τη γιορτή του αγίου Δημητρίου. Ο άγιος Δημήτριος είναι ένας από τούς πιό λαοφιλείς αγίους, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε όλο τον ορθόδοξο κόσμο, όπως φανερώνει η συχνότητα του ονόματος Ντμίτρι, Ντουμίτρου κλπ. Φαίνεται πώς αυτή η δημοτικότητα δεν είναι άσχετη με την αίσθηση της συνεχούς παρουσίας του Αγίου ανά τους αιώνες, όπως πιστοποιείται από τις εμφανίσεις του και τα θαύματά του.

Όπως είναι γνωστό, κέντρο της λατρείας του Αγίου είναι η Θεσσαλονίκη, όπου μαρτύρησε και όπου έχει ανεγερθή από τα πρωτοβυζαντινά χρόνια μεγαλοπρεπής ναός προς τιμήν του. Η Θεσσαλονίκη έχει, ιστορικά, πολλούς λόγους να τιμά τον Άγιο Δημήτριο και από νωρίς άρχισαν να καταγράφονται εκεί τα επανειλημμένα θαύματά του. Η συγγραφή μιάς πρώτης συλλογής θαυμάτων αποδίδεται στον Αρχιεπίσκοπο Ιωάννη, λίγο μετά το 600 μ.Χ. και μιά δεύτερη, ανώνυμη, γράφτηκε γύρω στο 680 μ.Χ. Οι ιστορικοί έχουν αντλήσει ποικίλες πληροφορίες από αυτά τα κείμενα. Πέρα από το θρησκευτικό τους ενδιαφέρον αποτελούν ανεκτίμητη πηγή, ιδιαίτερα για τις μετακινήσεις των Σλάβων τον 6ο-7ο αιώνα, και για τή ζωή στή Θεσσαλονίκη την ίδια εποχή, καθώς, όπως σημειώνει ο P. Lemetrle, όσα αναφέρουν είναι για μάς νέο υλικό που δεν είναι γνωστό από καμιά άλλη πηγή. Τό 1979 ο Lemetrle προέβη σε νέα κριτική έκδοση και σχολιασμό του έργου και στή δεκαετία του 1990 είχαμε δύο εκδόσεις στην Ελλάδα με κείμενο και νεοελληνική μετάφραση. Η πρώτη από το Κέντρο Αγιολογικών Μελετών της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, σε επιμέλεια του αείμνηστου καθηγητή Π. Χρήστου, και η δεύτερη από τις εκδόσεις Άγρα, σε επιμέλεια του καθηγητή Χ.Μπακιρτζή, με εξαιρετική μετάφραση της Αλόης Σιδέρη. Η δεύτερη έκδοση εκτός από τα εκτενή σχόλια (περίπου 90 σελίδες) του επιμελητή, περιλαμβάνει σχεδιαγράμματα, 40 φωτογραφίες και τέσσερις μελέτες για τα «Θαύματα του Αγίου Δημητρίου» των Lemetrle, Speck, και Μπακιρτζή.

Ορισμένα θαύματα αναφέρονται σε θεραπεία σωματικών ασθενειών, άλλα στή φροντίδα του Αγίου για το ναό του στή Θεσσαλονίκη και άλλα στην προστασία της πόλης από εχθρικές επιδρομές. Τά κείμενα, η γραφή είναι τόσο υψηλού επιπέδου, με τέτοια καλλιέργεια του λόγου και τόση εκφραστική δύναμη, που αποτελούν απόδειξη της υψηλής πολιτιστικής στάθμης της πόλης κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο. Απευθύνονται σε δεύτερο πληθυντικό πρόσωπο, σάν σε δημόσια ομιλία ή κήρυγμα, και σε πολλά από αυτά ο ομιλητής επικαλείται τή μαρτυρία των ίδιων των παρισταμένων για την επαλήθευση των λόγων του. Πρόκειται, δηλαδή, για γεγονότα που συνέβησαν στή διάρκεια της ζωής του συγγραφέα, τα οποία μπορούν να επιβεβαιώσουν οι ακροατές του.

Από τα είκοσι θαύματα που περιλαμβάνονται στις Συλλογές Α` και Β` (υπάρχει και τρίτη μεταγενέστερη Συλλογή), μπορούμε να αναφέρουμε ενδεικτικά το 14ο, που είναι από τα εντυπωσιακότερα. Βρισκόμαστε στο Σεπτέμβριο του 586μ.Χ. και ένα πλήθος Αβάρων και Σλάβων, ίσως εκατό χιλιάδες, επιτίθεται στή Θεσσαλονίκη. «Σάν θανατηφόρο στεφάνι περικύκλωσαν την πόλη και δεν φαινόταν ούτε ένα σημείο της γής, όπου να μήν πατή βάρβαρος. Άξιζε τότε να δής αντί χώμα ή χλόη ή δέντρα τα κεφάλια των αντιπάλων το ένα πλάϊ στο άλλο και μάλιστα συνωστισμένα να επισείουν εναντίον μας για την επαύριον τον αναπόφευκτο θάνατο», γράφει ο συγγραφέας των «Θαυμάτων».

Η κατάσταση ήταν τραγική καθώς είχε προηγηθή λιμός, που αποδεκάτισε τον πληθυσμό της πόλης και επιπλέον η ξαφνική εμφάνιση των εχθρών απέκλεισε εκτός των τειχών πολλούς άνδρες που βρίσκονταν στούς αγρούς για τον τρύγο. Τό χειρότερο, οι περισσότεροι από τούς επίλεκτους της φρουράς έτυχε να έχουν πάει μαζί με τον έπαρχο σε άλλα μέρη για δημόσιες υποθέσεις.

Οι εχθροί εγκατέστησαν τα πολιορκητικά μηχανήματα, σιδερένιους κριούς και τεράστια πετροβόλα και «άρχισαν να εκτοξεύουν πέτρες ή μάλλον βουνά ολόκληρα-, οι δέ τοξότες βέλη σάν χειμωνιάτικες νιφάδες, ώστε κανείς από τούς υπερασπιστές του τείχους δεν μπορούσε πιά να ξεπροβάλη χωρίς κίνδυνο και να δή τί γινόταν έξω». Οι Θεσσαλονικείς κατελήφθησαν από απελπισία, αφού δεν υπήρχε καμία απολύτως ανθρώπινη δυνατότητα να σωθούν. Μόνο καταφύγιό τους η προσευχή και οι παρακλήσεις προς τον Άγιό τους να ικετεύση τον Θεό. Καί πράγματι, ο Άγιος Δημήτριος παρεμβαίνει με συγκεκριμένα περιστατικά σε διάφορα στάδια της πολιορκίας…

Τήν έβδομη μέρα της πολιορκίας οι εχθροί ετοιμάζουν την τελική επίθεση, ελπίζοντας ότι η σφοδρότητα της εφόδου θα τρομοκρατήση και θα απωθήση από τις επάλξεις τούς υπερασπιστές. Ο συγγραφέας βρίσκεται ο ίδιος στο ανατολικό τείχος (περίπου στή σημερινή οδό Εθνικής Αμύνης). Άς του δώσουμε το λόγο για τή συνέχεια: «Κι ενώ εμείς είχαμε κυριευθή από φοβο δεινό για την τύχη που μάς περίμενε, ξαφνικά, γύρω στην όγδοη ώρα της ίδιας ημέρας, όλοι μαζί οι βάρβαροι που είχαν περικυκλώσει την πόλη, έφυγαν τρέχοντας με βαρβαρικές κραυγές προς τούς λόφους εγκαταλείποντας τις σκηνές μαζί με όλα τους τα υπάρχοντα. Καί τόσος ήταν ο πανικός που τούς είχε καταλάβει, ώστε μερικοί από αυτούς έφυγαν άοπλοι και χωρίς χιτώνες. Έπειτα αφού παρέμειναν περί τις τρείς ώρες στα γύρω βουνά (….), με τή δύση του ήλιου κατέβηκαν πάλι στις σκηνές τους και άρχισαν, κατά πρόνοια του Αθλοφόρου, να σκυλεύουν ο ένας τον άλλον, με αποτέλεσμα πολλοί από αυτούς να τραυματιστούν και να πέσουν νεκροί. Έπειτα, αφού πέρασε εκείνη η νύχτα μέσα σε απόλυτη ησυχία και όχι όπως οι προηγούμενες και φάνηκε η αυγή, (….) από το αμέτρητο πλήθος δεν φαινόταν ούτε ένας».

Τί είχε συμβεί; Οι Θεσσαλονικείς δεν γνώριζαν. Ούτε ο συγγραφέας, ο οποίος δεν παρασύρεται να μιλήση για οπτασίες και πράγματα που δεν έχει δή ο ίδιος. Στό σημείο αυτό, κατά έναν «μοντέρνο» θα λέγαμε τρόπο, γίνεται μιά αλλαγή αφηγητή στο κείμενο και διαβάζουμε την περιγραφή του ίδιου γεγονότος από την πλευρά των επιδρομέων, ορισμένοι από τούς οποίους την άλλη μέρα αυτομόλησαν και ζήτησαν καταφύγιο στην πόλη. Συνομιλώντας με τούς αξιωματούχους της ανέφεραν ότι μετά τα χθεσινά γεγονότα βεβαιώθηκαν ότι μέχρι τώρα ο στρατός είχε μείνει κρυμμένος στην πόλη, διότι την όγδοη ώρα άνοιξαν οι πύλες και επιτέθηκε πάνοπλος εναντίον τους, γι’ αυτό και έτρεξαν όλοι πανικόβλητοι προς τα βουνά περιμένοντας εκεί μέχρι που βράδιασε και ο στρατός επέστρεψε στην πόλη. Τότε αποφάσισαν όλοι οι επιδρομείς να φύγουν βέβαιοι ότι την επόμενη αυγή το στράτευμα θα εξορμούσε πάλι εναντίον τους.

Όταν οι Θεσσαλονικείς ρώτησαν τούς φυγάδες ποιόν είδαν επικεφαλής του στρατού, αυτοί απάντησαν, «έναν άνδρα πυρόξανθο και λαμπροφορεμένο με λευκό ιμάτιο, πάνω σε λευκό άλογο», υποδεικνύοντας τή γνώριμη σε όλους εικόνα του Αγίου Δημητρίου, που σώζεται μέχρι σήμερα σε ψηφιδωτό. Χύνοντας δάκρυα χαράς και αγαλλίασης όλη η πόλη ανέπεμψε τότε ύμνους στον Αθλοφόρο Άγιο και ευχαριστίες εκ βάθους ψυχής προς τον Θεό.

Ο σύγχρονος αναγνώστης, ζώντας σε εποχή ορθολογισμού και δυσπιστίας, πλησιάζει τέτοια βιβλία με επιφύλαξη, με κυρίαρχο το ερώτημα: είναι άραγε αλήθεια όλα αυτά; Ωστόσο το ίδιο ερώτημα είχαν και οι πρόγονοί μας, που έζησαν σ’ αυτόν τον τόπο τα βυζαντινά χρόνια. Είναι λανθασμένο και υπεροπτικό να θεωρούμε ότι στα χρόνια που δημιουργήθηκε η κορυφαία πολιτιστική σύνθεση ελληνισμού και χριστιανισμού οι άνθρωποι ήταν απλοϊκοί και ευκολόπιστοι. Αντίθετα, ήταν μορφωμένοι, κάτοχοι της κλασσικής παιδείας και είχαν και αυτοί την ίδια με μάς ανάγκη αποδείξεων για όσα υπερφυσικά ισχυριζόταν ο κάθε αφηγητής. Γι’αυτό και το κείμενο των «Θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου» είναι διανθισμένο με πολλές λεπτομέρειες, που επιτρέπουν τον προσδιορισμό του χρόνου, του τόπου ή του σημείου της πόλης, όπου διαδραματίζεται το κάθε θαύμα. Φτάνοντας στο τέλος αυτού του βιβλίου ο σύγχρονος αναγνώστης μένει με πολύ λίγες αμφιβολίες για την ιστορικότητα όσων αναφέρονται. Καί αισθάνεται πολύ προνομιούχος, διότι στην εποχή μας, για πρώτη φορά, τέτοια έργα είναι πλέον προσιτά στο ευρύ κοινό.-

πηγη.Εκκλησιαστική παρέμβασις

Σχόλια στο Ευαγγέλιο της Κυριακής

Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη

«εξελθόντι τω Ιησού επί την γην…υπήντησεν αυτώ ανήρ τις, ος είχε δαιμόνια…» (Λουκ. 8, 28)

α. Δεν είναι η πρώτη φορά που η Εκκλησία μας θέτει ως ανάγνωσμα το περιστατικό της θεραπείας του  δαιμονισμένου (ή των δύο δαιμονισμένων κατά τον ευαγγελιστή Ματθαίο) της περιοχής των Γερσεσηνών ή Γαδαρηνών. Και τούτο διότι θέλει να μας τονίσει ότι ο Κύριος ήλθε στον κόσμο ως  ελευθερωτής των ανθρώπων όχι μόνον από την ασθένεια και τον πόνο, όχι μόνον από την αμαρτία και το αποτέλεσμα αυτού τον θάνατο, αλλά και από τον ίδιο τον αρχέκακο διάβολο, τον απαρχής «ανθρωποκτόνον». Ο Κύριος ήλθε, κατά τον λόγο της Γραφής, «ίνα λύση τα έργα του διαβόλου». Αυτό που αποτελούσε στοιχείο του τέλους του κόσμου, κατά την Παλαιά Διαθήκη: η παντελής αποδυνάμωση των πονηρών δυνάμεων, γίνεται με τον Κύριο παρούσα πραγματικότητα, δείγμα βεβαίως ότι τα έσχατα ήδη εισήλθαν από Εκείνον μέσα στον κόσμο τούτο. Το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα λοιπόν με τρόπο ανάγλυφο μας δείχνει την εξουσία του Κυρίου, ο Οποίος συναντώμενος με τα δαιμόνια στο πρόσωπο ενός ταλαίπωρου ανθρώπου, εκδιώκει αυτά, προσφέροντας στην κοινωνία τον θεραπευμένο άνθρωπο ως πραγματικό άνθρωπο.



β. 1. Ως εκ περισσού καταρχάς, ας υπενθυμίσουμε ότι τα δαιμόνια δεν αποτελούν αποκύημα της φαντασίας κάποιων ανθρώπων, ευρισκομένων σε νηπιακό επίπεδο ζωής, όπως αρέσκονται άθεοι άνθρωποι να λένε, ή μυθοποιημένο προσωποποιημένο περίβλημα απλώς της ύπαρξης του κακού, κατά την αποχριστιανοποιημένη τοποθέτηση ετεροδόξων «χριστιανών». Τέτοιες θέσεις, θα έλεγε κανείς, εκφράζονται από εκείνους που έχουν πέσει θύματα των τεχνασμάτων του Πονηρού, ο οποίος το πρώτο που επιχειρεί να κάνει, είναι να πείσει τους ανθρώπους ότι δεν υπάρχει. Σαν τους ευφυείς εχθρούς μίας χώρας, οι οποίοι κρύβονται με τέτοιον τρόπο, παραλλάσσοντας τη θέση τους, ώστε να πείσουν τους αντιπάλους τους ότι δεν υπάρχουν. Τα δαιμόνια υφίστανται και κατά την πίστη μας συνιστούν δημιουργήματα του Θεού, τα οποία ενώ δημιουργήθηκαν ως πνεύματα αγαθά, προκειμένου να υπηρετούν τον Θεό και το άγιο θέλημά Του, όμως λόγω της κακής χρήσης της προαιρέσεώς τους διεφθάρησαν και ξέπεσαν, γενόμενα πνεύματα πονηρά, τα οποία αντίκεινται έκτοτε  στον Θεό, - η πτώση τους ήταν και ένα είδος θανάτου τους - προσπαθώντας όχι μόνον να βρίσκονται σε ανυπακοή προς Εκείνον, αλλά και να καταστρέφουν την όποια δημιουργία του Θεού, κυρίως τον άνθρωπο. Βεβαίως, ο Θεός δεν καταστρέφει τα δημιουργήματά Του αυτά – ο Θεός ποτέ δεν καταστρέφει την δημιουργία Του – τα κρατάει στην ύπαρξη δε, ώστε, έστω και με τον αρνητικό τρόπο δράσεώς τους, να εξυπηρετούν το σχέδιο της σωτηρίας του κόσμου.



2. Ο Κύριος λοιπόν έρχεται στη χώρα των Γεργεσηνών, για να συναντήσει έναν άνθρωπο, ευρισκόμενο υπό κατοχήν  δαιμονίων,  και να τον απελευθερώσει από την κόλαση της παρουσίας τους. Διότι τα δαιμόνια, εισερχόμενα στον άνθρωπο, δημιουργούν πράγματι μία κατάσταση κολάσεως, τόσο για τον ίδιο, όσο και για τους γύρω του ανθρώπους, αλλά και για το φυσικό περιβάλλον. Το ευαγγέλιο με ανάγλυφο τρόπο μας περιγράφει την τραγωδία του δαιμονισμένου:



(α) ο ίδιος καταρχάς ζει σε μία παντελή έλλειψη αυτοσεβασμού και αυτοσυνειδησίας. Μη αντέχοντας ρούχο επάνω του, γυμνός, δεν έχει επίγνωση του εαυτού του, κάτι που αποδεικνύεται αμέσως με την απάντηση που «δίνει» στο ερώτημα του Κυρίου: «τι σοι εστιν όνομα;» «Λεγεών, ότι δαιμόνια πολλά εισεληλύθασιν εις αυτόν». Ενώ ερωτάται εκείνος, απαντούν τα δαιμόνια. Ο άνθρωπος ευρισκόταν σε αιχμαλωσία, δεν ήταν ο εαυτός του, δεν είχε όνομα, δεν είχε λοιπόν ταυτότητα. Ο διάβολος δηλαδή οδηγεί τον άνθρωπο σε μία κατάσταση χάους και ερημίας πνευματικής, κάνει τον άνθρωπο να χάνει ό,τι τον συνδέει με την ίδια την ανθρώπινη ψυχοσωματική του οντότητα. Είναι η κατάσταση της πνευματικής νέκρωσης, για την οποία ο Κύριος επανειλημμένως είχε μιλήσει: «άφες τους νεκρούς, θάψαι τους εαυτών νεκρούς». Σαν την κατάσταση επίσης που είχε περιέλθει ο άσωτος της παραβολής, μετά την απομάκρυνση από το σπίτι του Πατέρα του: «ο υιός μου ούτος νεκρός ήν…και απολωλός».



(β) Έπειτα, η σχέση του με τους συνανθρώπους του δεν υφίσταται. Ο δαιμονισμένος αδυνατεί να συνυπάρξει με τους άλλους. Ζει στα μνήματα και σε έρημους τόπους. Οι κατοικημένες περιοχές τον οδηγούν σε «ασφυξία». Κι όχι μόνον αυτό. Είναι και το φόβητρο των ανθρώπων. Τον έβλεπαν και τον έτρεμαν. Εμφορούμενος από δυνάμεις πέραν του κανονικού, λόγω των δαιμονίων, τον αλυσόδεναν, κι αυτός έσπαγε τις αλυσίδες και έφευγε. Αλλά αυτό είναι ο ορισμός της κόλασης. Η Εκκλησία μας έτσι ορίζει την κόλαση του ανθρώπου: ως αδυναμία σχέσης με τους άλλους, ως παντελή έλλειψη κοινωνίας με τον συνάνθρωπο. Όλοι γνωρίζουμε το περιστατικό από το Γεροντικό με τον όσιο Μακάριο: συνάντησε στον δρόμο του ένα κρανίο ανθρώπου, και στην ερώτησή του προς το πνεύμα του ανθρώπου εκείνου, σε ποια κατάσταση βρίσκεται, εκείνο του απάντησε ότι ήταν στον κόσμο ιερέας των ειδώλων κι ότι τώρα βρίσκεται μέσα σε μία φωτιά, που του προκαλεί άφατη οδύνη. Αλλά το χειρότερο, είπε, είναι το γεγονός ότι αδυνατούμε οι εκεί ευρισκόμενοι να δούμε ο ένας το πρόσωπο του άλλου. Η κόλαση της απόλυτης μοναξιάς: το τίμημα της συνύπαρξης με τον διάβολο.



(γ) Αλλά και με το φυσικό περιβάλλον υπήρχε πρόβλημα. Ο δαιμονισμένος προκαλούσε καταστροφές. Η παρουσία του συνδεόταν με τέτοιες ενέργειες, που όπως είπαμε, αναγκάζονταν να τον αλυσοδένουν, για να ηρεμούν. Χωρίς βεβαίως αποτέλεσμα. Ο διάβολος μισεί όλη τη δημιουργία. Πρωτίστως τους ανθρώπους, αλλά και όλα τα πλάσματα του Θεού.

3. Τα πράγματα λοιπόν αλλάζουν από τη στιγμή που ο Κύριος δίνει εντολή τα δαιμόνια να φύγουν από τον δαιμονισμένο. Μπορεί εκείνα να είχαν υποχείριο τον αδύναμο αυτόν άνθρωπο, μπροστά στην εξουσία όμως Εκείνου, τρέμουν, αποκαλύπτοντας την άκρα αδυναμία τους: «Δέομαί σου, μη με βασανίσης!» Τρέμουν τον Κύριο, τον παρακαλούν, αναγνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει καμία σχέση μεταξύ Εκείνου και αυτών:  «Τι εμοί και εσοί, Ιησού, υιέ του Θεού του Υψίστου;». Κι ακόμη: Του ζητούν  να επιτρέψει να εισέλθουν στους χοίρους – ούτε στους χοίρους δεν έχει εξουσία κανονικά ο διάβολος -  κάτι που ο Κύριος επιτρέπει. Ίσως, όπως σημειώνουν οι ερμηνευτές Πατέρες,  για να δείξει ότι ο άνθρωπος έχει τη μεγαλύτερη αξία, ίσως ότι όπου εισέλθει ο διάβολος προκαλούνται καταστροφές. Σημασία έχει ότι ο διάβολος είναι αδύναμος. Και πώς όχι; Η δύναμή Του καταργήθηκε από τη στιγμή που ο Κύριος ήλθε στον κόσμο, κατεξοχήν δε με την άνοδό Του πάνω στον Σταυρό και την κάθοδό Του στον Άδη. Εκεί, και ο πονηρός «ετρώθη την καρδίαν», κατά την υμνολογία της Εκκλησίας μας, αλλά και το όπλο του, η αμαρτία, έπαυσε να υπάρχει κατά τρόπο αναγκαστικό. Και μαζί με αυτά βεβαίως και το αποτέλεσμα της αμαρτίας, ο θάνατος.



Η παντοδυναμία λοιπόν του Κυρίου απελευθερώνει τον δαιμονισμένο και αυτός πια γίνεται πραγματικός άνθρωπος, με καταπλήσσουσα ψυχοσωματική ισορροπία. Δηλαδή, αποκτά συνείδηση του εαυτού του και αυτοσεβασμό: «ιματισμένος και σωφρονών». Σταματά να είναι επιθετικός προς τους άλλους, έχοντας υγιή κοινωνικότητα: κάθεται «παρά τους πόδας του Ιησού». Κι όχι μόνον αυτό: αισθάνεται ευγνωμοσύνη προς τον Κύριο, την οποία εκφράζει με τη διάθεση να παραμείνει κοντά Του και να Τον ακολουθεί. Και μπορεί ο Κύριος να μην αποδέχτηκε το αίτημά του – άλλους είχε καλέσει για να είναι οι μαθητές Του – του αναθέτει όμως άλλη αποστολή: «υπόστρεφε εις τον οίκον σου και διηγού όσα εποίησέ σοι ο Θεός. Και απήλθε καθ’  όλην την πόλιν, κηρύσσων όσα εποίησεν αυτώ ο Ιησούς». Θυμίζει σ’  ένα βαθμό η περίπτωσή του τον απόστολο Παύλο. Και εκείνον θεράπευσε ο Κύριος από την επήρεια των δαιμόνων, καλώντας τον σε ιεραποστολή των ανθρώπων. Το σημειώνει ο ίδιος ήδη στην αρχή της προς Ρωμαίους επιστολής: «Διά του Χριστού ελάβομεν χάριν και αποστολήν». Η χάρη του Θεού ταυτοχρόνως σημαίνει και ανάθεση από Αυτόν αποστολής. Ποτέ δεν δίνεται η χάρη του Θεού, απλώς για να επαναπαυτεί ο άνθρωπος. Η χάρη δίνεται, για να κινητοποιηθεί στο απόλυτο δυνατό: να γίνεται ιεραπόστολος. Πρώτα στον εαυτό του και έπειτα, αν χρειαστεί, και στους άλλους. Αυτοσεβασμός, κοινωνικότητα, ιεραποστολική διάθεση, θετική παρουσία στον κόσμο: το αποτέλεσμα της αληθινής σχέσεως του ανθρώπου με τον Χριστό.



4. Σήμερα τι γίνεται; Μετά τον ερχομό του Κυρίου και την κατάργηση ουσιαστικά του διαβόλου, δρα ο διάβολος; Έχει δύναμη; Η απάντηση είναι γνωστή και διαρκώς την κηρύσσει η Εκκλησία μας. Ο διάβολος βεβαίως είναι ανίσχυρος και οριστικά ηττημένος, όμως παίρνει δύναμη εκεί που δεν υφίσταται ο Χριστός. Δηλαδή, πρώτα στους αβάπτιστους ανθρώπους, εκείνους που δεν έχουν γνωρίσει τον Κύριο ή δεν θέλουν να Τον αποδεχθούν στη ζωή τους – «το πανηγύρι μας είναι οι ειδωλολάτρες» είχε πει κάποτε σ’  έναν σύγχρονο ιεραπόστολο ένας δαιμονισμένος. Κι έπειτα, ακόμη και στους βαπτισμένους και χρισμένους χριστιανούς, οι οποίοι δεν έχουν πάρει στα σοβαρά την πίστη τους και ζουν, κατά τον λόγο του αποστόλου, ως «άθεοι εν τω κόσμω». Διότι δεν αρκεί μόνον το βάπτισμα και το χρίσμα και τα λοιπά μυστήρια της Εκκλησίας, αλλά και η θέληση του ανθρώπου. Αν και ο άνθρωπος δεν συνεργήσει, με την τήρηση των εντολών του Χριστού, κυρίως της αγάπης προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, τότε η χάρη των μυστηρίων μένει ανενέργητη, συνεπώς βρίσκει δίοδο ο διάβολος για να «πειράζει» τον άνθρωπο, κάνοντάς τον να βρίσκεται υπό την επήρειά του. Το αποτέλεσμα βεβαίως σ’  αυτήν την περίπτωση είναι γνωστό. Ό,τι είδαμε στον δαιμονισμένο του ευαγγελίου, σε κάποιο βαθμό το βλέπουμε κι εδώ: ο άνθρωπος εἴτε  έχει διαγράψει τον Θεό εἴτε  Τον τρέμει και προσπαθεί να αποφεύγει οτιδήποτε σχετίζεται με Αυτόν, είναι συνήθως  αντικοινωνικός και επιθετικός με τους συνανθρώπους του, δεν σέβεται το φυσικό του περιβάλλον, το δε χειρότερο: μέσα του ζει με ανασφάλειες και άγχη, με θλίψη και μελαγχολία, με ανησυχία και ταραχή, πράγματα που συνιστούν πράγματι ένα είδος κι εδώ κολάσεως. Ο ίδιος ο Κύριος έχει επιβεβαιώσει ότι ο άνθρωπος που ελευθερώθηκε από τον διάβολο και δεν προσέχει στη συνέχεια, δέχεται επίθεση δαιμονική, πολύ χειρότερη εκείνης που βίωνε στο παρελθόν. «Το πονηρόν πνεύμα παραλαμβάνει έτερα πνεύματα πονηρότερα εαυτού και εισέρχεται εις τον άνθρωπον».



γ. Να ανήκουμε στον Χριστό, να είμαστε του Θεού, μέλη Εκείνου και καλυμμένοι από Εκείνον, στην ψυχή και στο σώμα, και να μας «δουλεύει» ο διάβολος, τούτο συνιστά τη μεγαλύτερη τραγωδία. Ο δαιμονισμένος της παραβολής δεν ήξερε τον Χριστό και υφίστατο ό,τι υφίστατο ως κόλαση. Αφότου Τον γνώρισε όμως, Τον ακολούθησε με συνέπεια μέχρι τέλους. Εμείς τι δικαιολογία μπορεί να έχουμε; Διαπιστώνοντας ότι η ζωή μας πολλές φορές παρουσιάζει σημάδια «δαιμονισμού», με την έννοια της εύκολης επήρειάς μας από τον Πονηρό: όπως είπαμε και παραπάνω, απιστία, αντικοινωνική συμπεριφορά, μνησικακία, ταραχή, θλίψη, άγχος, πρέπει να ανησυχήσουμε. Τον διάβολο τον «τρέφουμε» εμείς με την κακή ζωή μας. Η μόνη λύση και θεραπεία είναι η με δύναμη και αγάπη στροφή προς τον Χριστό. Δηλαδή η εκκλησιοποίηση της ζωής μας. Στον βαθμό που αρχίζουμε και προσευχόμαστε, εκκλησιαζόμαστε, μελετάμε τους βίους των αγίων μας, εξομολογούμαστε, κοινωνούμε, με ταυτόχρονη προσπάθεια να θερμαίνουμε λίγο την καρδιά μας  για τους συνανθρώπους μας, θα βλέπουμε την ενεργοποίηση της χάρης Του στην ύπαρξή μας, δηλαδή τη βίωση της ελευθερίας την οποία έφερε. Το ερώτημα στο οποίο τελικώς καλούμαστε να απαντάμε κάθε στιγμή και ώρα στη ζωή μας είναι: θέλουμε να είμαστε δούλοι ή ελεύθεροι;  

Σχόλια στον Απόστολο της Κυριακής

α. Τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς σημερινῆς Κυριακῆς ἀπό τήν Β´ πρός Τιμόθεον ἐπιστολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου εἶναι ἐν σχέσει πρός τόν ἅγιο μεγαλομάρτυρα Δημήτριο. ῾Η ζωή τοῦ ἁγίου ὑπῆρξε μία ζωή μαρτυρίας καί ὁμολογίας τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, τέτοιας πού κατέληξε καί στό δικό του αἱματηρό μαρτύριο, κάτι πού σημειώνει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν ἐπιστολή γιά τή δική του πορεία, στή μίμηση τῆς ὁποίας καλεῖ καί τόν μαθητή του Τιμόθεο. Ἡ ᾽Εκκλησία μας ἔτσι μέ τό συγκεκριμένο ἀποστολικό ἀνάγνωσμα ὑπομνηματίζει θά λέγαμε τή ζωή τοῦ ἁγίου Δημητρίου καί εἶναι σάν νά μᾶς λέει ὅτι ὁ ἅγιος πορεύτηκε σάν τόν ἀπόστολο Παῦλο, γενόμενος μιμητής καθ᾽ ὅλα τῆς ζωῆς του. Ἡ προτροπή μάλιστα τοῦ ἀποστόλου πρός τόν μαθητή του Τιμόθεο ῾νά μήν ντρέπεσαι νά ὁμολογεῖς τόν Κύριό μας᾽ (῾μή ἐπαισχυνθῇς τό μαρτύριον τοῦ Κυρίου ἡμῶν᾽) ἔχει σπουδαία σημασία ἰδίως γιά τήν ἐποχή μας.



β. 1. Τό ἐνδιαφέρον τοῦ ἀποστόλου γιά τόν Τιμόθεο εἶναι νά μή χάσει τή ζωντανή σχέση του μέ τόν Κύριο ᾽Ιησοῦ Χριστό. ῾Ο Χριστός εἶναι ὁ σωτήρας τοῦ κόσμου, ὅπως θά τό σημειώσει ἀμέσως παρακάτω, γι᾽ αὐτό καί ἡ προτροπή του στήν πραγματικότητα συνιστᾶ ὑπενθύμιση στόν Τιμόθεο γιά προσωπική καί ἄμεση στάση του ἔναντι τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ. Γιατί αὐτό; Διότι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶχε πεῖ ὅτι ῾πᾶς ὅς ἄν ὁμολογήσῃ ἐν ἐμοί ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγώ αὐτόν ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς. ῞Ος δ᾽ ἄν ἀρνήσηταί μοι ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι κἀγώ αὐτόν᾽. ῎Ετσι ἡ ὁμολογία πίστεως στόν Χριστό ἀφενός ἀποτελεῖ ὅρο γιά νά εἴμαστε δικοί Του καί νά εἰσέλθουμε δικαιωμένοι δι᾽ Αὐτοῦ στή Βασιλεία τοῦ Πατέρα Του, ἀφετέρου προϋποθέτει πώς κέντρο βάρους γιά τόν πιστό εἶναι ὄχι ὁ κόσμος μέ τίς ἐπιθυμίες του, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, μέ ἑτοιμότητα μάλιστα θυσίας καί τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς πρός χάρη Του, ἀφοῦ ὁ κόσμος διάκειται ἐχθρικά πρός τόν Κύριο καί τήν πίστη Του.



2. ῾Η προτροπή ὅμως τοῦ ἀποστόλου πρός τόν Τιμόθεο νά μή ντρέπεται γιά τήν πίστη του στόν Χριστό φανερώνει ταυτοχρόνως  ἔμμεσα καί τόν ἀπόλυτο ρεαλισμό τοῦ ἀποστόλου. Γνωρίζει ὁ ἀπόστολος ὅτι ὡς ἄνθρωπος ὁ Τιμόθεος ἐνόψει μάλιστα τοῦ ἐχθρικά διακείμενου κόσμου  μπορεῖ νά δειλιάσει. ῎Εχει ὑπόψη του πολλές παρόμοιες περιπτώσεις, ὅπου ἄνθρωποι τῆς πίστεως τελικῶς ὑποχώρησαν εἴτε ἀρνούμενοι τήν πίστη εἴτε κρυπτόμενοι κάτω ἀπό τόν μανδύα τῆς ἀδιαφορίας. Ἡ περίπτωση χριστιανῶν γιά παράδειγμα,  ὅπως φαίνεται ἀπό τήν ἐπιστολή του πρός τούς Γαλάτες, εἶναι μία τέτοια περίπτωση, κατά τήν ὁποία παρουσιάζονταν κάποιοι ὑπέρμαχοι τοῦ ᾽Ιουδαϊσμοῦ, ἁπλῶς καί μόνον ῾ἵνα μή τῷ σταυρῷ τοῦ Χριστοῦ διώκωνται᾽. Λοιπόν ὁ ἀπόστολος καλεῖ τόν μαθητή του σέ θαρραλέα ὁμολογία τῆς πίστεώς του, ὑπενθυμίζοντάς του μάλιστα ὅτι ἀφενός τήν πίστη του αὐτή τήν εἶδε ὁ Τιμόθεος ἐνσαρκωμένη ὄχι μόνο στόν ἴδιο, ἀλλά καί στήν ἁγία γιαγιά του Λωΐδα καί τήν ἁγία μητέρα του Εὐνίκη, ἀφετέρου ῾ὁ Θεός οὐκ ἔδωκεν ἡμῖν πνεῦμα δειλίας, ἀλλά δυνάμεως καί ἀγάπης καί σωφρονισμοῦ᾽, Πνεῦμα τό ὁποῖο ἤδη ἔχει λάβει ὁ Τιμόθεος ἀπό τό βάπτισμά του καί τήν ἱερωσύνη του.



3. ῎Ετσι ὁ ἀπόστολος σχετίζει ἄμεσα τή μαρτυρία καί τήν ὁμολογία τῆς πίστεως στόν Χριστό μέ τό μαρτύριο ὑπέρ ᾽Εκείνου. Δέν ὑπάρχει οὔτε ὑποψία στόν ἅγιο Παῦλο ὅτι μπορεῖ ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ νά συνιστᾶ μία θεωρία ἤ μία ἰδεολογία πού ἐξαντλεῖται μόνο στά λόγια χωρίς νά ἀγκαλιάζει τή ζωή. Καί πῶς θά μποροῦσε νά συμβεῖ τοῦτο, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἀπέκλεισε τήν κατάσταση αὐτή, ὅπως γιά παράδειγμα μέ τόν λόγο του ῾οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τήν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν, ἀλλ᾽ ὁ ποιῶν τό θέλημα τοῦ Πατρός μου᾽; ῾῾Ο ποιήσας καί διδάξας᾽ εἶναι πάντοτε αὐτός πού δικαιώνεται καί σώζεται, ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη ὁ ἄλλος μεγάλος ἀπόστολος ᾽Ιάκωβος ὁ ἀδελφόθεος ἔχει χαρακτηρίσει τήν κατάσταση αὐτή ὡς σχεδόν δαιμονική. Διότι ῾καί τά δαιμόνια πιστεύουσι καί φρίσσουσι᾽, ἀλλά βεβαίως δέν πράττουν. Ἡ ἴδια μάλιστα ἡ ζωή τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἀποτελεῖ τήν ἄμεση ἐπιβεβαίωση γιά τόν Τιμόθεο τῆς ἀλήθειας αὐτῆς. Ὁ ἀπόστολος καταρχάς εἶναι φυλακισμένος γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ εὐαγγελίου Του: αὐτή εἶναι ἡ αἰτία ῾δι᾽ ἥν πάσχει᾽ αὐτός, ἐνῶ καλεῖ τόν μαθητή του καί ἐκεῖνος ῾νά εἶναι ἕτοιμος νά κακοπαθήσει μαζί του κι ὁ Θεός θά τοῦ δώσει τή δύναμη᾽.



4. Ἡ τελευταία φράση τοῦ ἀποστόλου Παύλου ὅτι ὁ Θεός θά δώσει τή δύναμη στόν Τιμόθεο γιά τό μαρτύριο πού θά ὑποστεῖ λόγω τῆς μαρτυρίας του γιά τόν Χριστό πηγαίνει παραπέρα τόν λόγο του. Καί ἡ πίστη στόν Χριστό δηλαδή ὡς ὁμολογία καί μαρτυρία γι᾽ Αὐτόν καί ἡ πίστη ὡς μαρτύριο καί κακοπάθεια ὑπέρ Αὐτοῦ συνιστοῦν χαρισματική κατάσταση. Δέν εἶναι οἱ ἀνθρώπινες δυνάμεις μέ ἄλλα λόγια πού καθιστοῦν κάποιον ἀληθινό χριστιανό, ἀλλά ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ πού βρίσκει ἁπλῶς ἑτοιμότητα διάθεσης καί καρδιᾶς ἀπό πλευρᾶς τοῦ ἀνθρώπου. Διαφορετικά, μία ὁμολογία ἤ ἕνα μαρτύριο, βασιζόμενα στίς ἀνθρώπινες δυνατότητες, πού σημαίνει σ᾽ ἕνα ὑπερφίαλο ἐγώ: ῾ἐγώ μπορῶ καί τά καταφέρνω μόνος μου᾽, μπορεῖ νά θεωροῦνται ἡρωϊκές ἴσως καταστάσεις, δέν χαρακτηρίζονται ὅμως χριστιανικές κι οὔτε γίνονται ἀποδεκτές ἀπό τόν Θεό, διότι προφανῶς ἐλλείπει τό βασικότερο στοιχεῖο χριστιανοσύνης πού εἶναι ἡ ἀγάπη.  Δέν λέει τυχαῖα γιά παράδειγμα ὁ ἀπόστολος καί πάλι Παῦλος ὅτι ῾ἐάν παραδώσει κάποιος καί τό σῶμα του γιά νά καεῖ λόγω τῆς πίστης του, δέν ἔχει ὅμως ἀγάπη, δέν ὑπάρχει ὠφέλεια ἀπό τή θυσία του αὐτή᾽. Κι  ἔρχεται ἀκριβῶς ὁ ἀπόστολος νά διατυπώσει τήν ἀλήθεια αὐτή ξεκάθαρα καί σέ ἄλλο σημεῖο τῶν ἐπιστολῶν του.



῾῾Ημῖν ἐδόθη οὐ μόνον τό εἰς Αὐτόν πιστεύειν, ἀλλά καί τό ὑπέρ Αὐτοῦ πάσχειν᾽. Μᾶς δόθηκε σάν χάρισμα ἀπό τόν Θεό, λέει, ὄχι μόνο νά πιστεύουμε σ᾽ Αὐτόν, ἀλλά καί νά πάσχουμε γιά χάρη Του. ῎Ετσι στή δωρεά τῆς μαρτυρίας καί τοῦ μαρτυρίου του ὁ χριστιανός πάντοτε βρίσκεται στό σημεῖο ῾μηδέν᾽ ἀπό πλευρᾶς δικῆς του. ῾Η ταπείνωση δηλαδή ἀποτελεῖ τό μόνιμο βάθρο πάνω στό ὁποῖο κινεῖται, διατηρώντας μέ τόν τρόπο αὐτό τήν ἤδη ὑπάρχουσα χάρη πού ἔχει.

γ. Ἡ προτροπή τοῦ ἀποστόλου Παύλου – προτροπή  τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου – νά μή ντρέπεται ὁ Τιμόθεος νά ὁμολογεῖ τήν πίστη του ἰσχύει ἀσφαλῶς διαχρονικά. Καί τοῦτο γιατί σέ ὅλες τίς ἐποχές τό ἀντίχριστο πνεῦμα ὑπάρχει παρόν σέ μεγάλο βαθμό, ἰδίως δέ στήν ἐποχή μας πού λόγω τῆς αὐξημένης ὑποκρισίας της ξέρει νά παίρνει πολυποίκιλες μορφές. Καί σήμερα χρειάζεται τόλμη καί θάρρος νά ὁμολογήσει κανείς τήν χριστιανική πίστη του, ἀρκεῖ βεβαίως νά ἔχει ῾δέσει᾽ τήν ὕπαρξή του μέ τόν ᾽Ιησοῦ Χριστό, πού σημαίνει νά βρίσκεται σέ ἑτοιμότητα νά ῾πάθει ὑπέρ Αὐτοῦ᾽. Προϋπόθεση γι᾽ αὐτό εἶναι ὁ βαθμός ἐκκλησιαστικότητάς μας, δηλαδή ὁ βαθμός τῆς ροῆς μέσα μας τοῦ ποταμοῦ τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως. ῞Οσο μένουμε στά λόγια τῶν ἀποστόλων ἐν ᾽Εκκλησίᾳ, τόσο μένουμε ἐν Χριστῷ, τόσο Τόν φανερώνουμε  ἐν τοῖς πράγμασι καί τοῖς λόγοις. Τό σημερινό παράδειγμα τοῦ ἁγίου Δημητρίου μάλιστα γίνεται καθοριστικό ὅριο τῆς πορείας αὐτῆς. Γιατί καί ὁ ἅγιος ζοῦσε τήν παράδοση τοῦ ἀποστόλου Παύλου πού τόν ὁδήγησε κατά φυσικό τρόπο καί στή μαρτυρία γιά τόν Χριστό καί στό μαρτύριο γιά χάρη Του.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Δημήτριος ο Μυροβλύτης

Ο Άγιος Δημήτριος γεννήθηκε περί το 280 - 284 μ.Χ. και μαρτύρησε επί των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού το 303 μ.Χ. ή το 305 μ.Χ. ή (το πιο πιθανό) το 306 μ.Χ.

Ο Δημήτριος ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογένειας στη Θεσσαλονίκη. Σύντομα ανελίχθηκε στις βαθμίδες του Ρωμαϊκού στρατού με αποτέλεσμα σε ηλικία 22 ετών να φέρει το βαθμό του χιλιάρχου. Ως αξιωματικός του ρωμαϊκού στρατού κάτω από τη διοίκηση του Τετράρχη (και έπειτα αυτοκράτορα) Γαλερίου Μαξιμιανού, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Διοκλητιανός, έγινε χριστιανός και φυλακίστηκε στην Θεσσαλονίκη το 303 μ.Χ., διότι αγνόησε το διάταγμα του αυτοκράτορα Διοκλητιανού «περί αρνήσεως του χριστιανισμού». Μάλιστα λίγο νωρίτερα είχε ιδρύσει κύκλο νέων προς μελέτη της Αγίας Γραφής.

Στη φυλακή ήταν και ένας νεαρός χριστιανός ο Νέστορας , ο οποίος θα αντιμετώπιζε σε μονομαχία τον φοβερό μονομάχο της εποχής Λυαίο. Ο νεαρός χριστιανός πριν τη μονομαχία επισκέφθηκε τον Δημήτριο και ζήτησε τη βοήθειά του. Ο Άγιος Δημήτριος του έδωσε την ευχή του και το αποτέλεσμα ήταν ο Νέστορας να νικήσει το Λυαίο και να προκαλέσει την οργή του αυτοκράτορα. Διατάχθηκε τότε να θανατωθούν και οι δύο, Νέστορας και Δημήτριος.

Οι συγγραφείς εγκωμίων του Αγίου Δημητρίου, Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Γρηγόριος ο Παλαμάς και Δημήτριος Χρυσολωράς, αναφέρουν ότι το σώμα του Αγίου ετάφη στον τόπο του μαρτυρίου, ο δε τάφος μετεβλήθη σε βαθύ φρέαρ που ανέβλυζε μύρο, εξ ου και η προσωνυμία του Μυροβλήτου.

Στις βυζαντινές εικόνες αλλά και στη σύγχρονη αγιογραφία ο Άγιος Δημήτριος παρουσιάζεται αρκετές φορές ως καβαλάρης με κόκκινο άλογο (σε αντιδιαστολή του λευκού αλόγου του Αγίου Γεωργίου) να πατά τον άπιστο Λυαίο.

Σήμερα ο Άγιος Δημήτριος τιμάται ως πολιούχος Άγιος της Θεσσαλονίκης.

Ένα από τα πολλά θαύματα του Αγίου είναι και το εξής. Το 1823 μ.Χ. οι Τούρκοι που ήταν αμπαρωμένοι στην Ακρόπολη της Αθήνας ετοίμαζαν τα πυρομαχικά τους για να χτυπήσουν με τα κανόνια τους, τους Έλληνες που βρισκόντουσαν στον ναό του Αγίου Δημητρίου, μα ο Άγιος Δημήτριος έκανε το θαύμα του για να σωθούν οι Χριστιανοί και η πυρίτιδα έσκασε στα χέρια των Τούρκων καταστρέφοντας και τμήμα του μνημείου του Παρθενώνα. Για να θυμούνται αυτό το θαύμα, ο ναός λέγεται από τότε Άγιος Δημήτριος Λουμπαρδιάρης, από την λουμπάρδα δηλαδή το κανόνι των Τούρκων που καταστράφηκε.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’.
Μέγαν εὕρατο ἐv τοῖς κιvδύvοις, σὲ ὑπέρμαχοv, ἡ οἰκουμένη, Ἀθλοφόρε τὰ ἔθνη τροπούμενον. Ὡς οὖν Λυαίου καθεῖλες τὴν ἔπαρσιν, ἐν τῷ σταδίῳ θαῤῥύvας τὸν Νέστορα, οὕτως Ἅγιε, Μεγαλομάρτυς Δημήτριε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Αὐτόμελον.
Τοῖς τῶv ἰαμάτωv σου ῥείθροις Δημήτριε, τὴv Ἐκκλησίαν Θεὸς ἐπορφύρωσεv, ὁ δούς σοι τὸ κράτος ἀήττητοv, καὶ περιέπωv τὴν πόλιv σου ἄτρωτοv· αὐτῆς γὰρ ὑπάρχεις τὸ στήριγμα.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λογον.
Εὐσεβείας τοῖς τρόποις καταπλουτῶν, ἀσεβείας τὴν πλάνην καταβαλών, Μάρτυς κατεπάτησας, τῶν τυράννων τὰ θράση, καὶ τῷ θείῳ πόθῳ, τὸν νοῦν πυρπολούμενος, τῶν εἰδώλων τὴν πλάνην, εἰς χάος ἐβύθισας· ὅθεν ἐπαξίως, ἀμοιβὴν τῶν ἀγώνων, ἐδέξω τὰ θαύματα, καὶ πηγάζεις ἰάματα, Ἀθλοφόρε Δημήτριε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Ἕτερον Κάθισμα
Βασιλεῖ τῶν αἰώνων εὐαρεστῶν, βασιλέως ἀνόμου πᾶσαν βουλήν, ἐξέκλινας Ἔνδοξε, καὶ γλυπτοῖς οὐκ ἐπέθυσας· διὰ τοῦτο θῦμα, σαυτὸν προσενήνοχας, τῷ τυθέντι Λόγῳ ἀθλήσας στερρότατα· ὅθεν καὶ τῇ λόγχῃ, τὴν πλευρὰν ἐξωρύχθης, τὰ πάθη ἰώμενος, τῶν πιστῶς προσιόντων σοι, Ἀθλοφόρε Δημήτριε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Μεγαλυνάριον
Τὸν μέγαν ὁπλίτην καὶ ἀθλητήν, τὸν στεφανηφόρον, καὶ ἐν μάρτυσι θαυμαστόν, τὸν λόγχῃ τρωθέντα, πλευρὰν ὡς ὁ δεσπότης, Δημήτριον τὸν θεῖον ὕμνοις τιμήσωμεν.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Φύλαττε τοὺς δούλους σου ἀθλητά, μάρτυς μυροβλύτα τοὺς ὑμνοῦντάς σε εὐσεβῶς, καὶ ρῦσαι κινδύνων καὶ πάσης ἄλλης βλάβης, Δημήτριε τρισμάκαρ ταῖς ἱκεσίαις σου.

Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2014

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθόντι τῷ ᾿Ιησοῦ εἰς τὴν χώραν τῶν Γαδαρηνῶν, ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνήρ τις ἐκ τῆς πόλεως, ὃς εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν, καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλ᾿ ἐν τοῖς μνήμασιν. ᾿Ιδὼν δὲ τὸν ᾿Ιησοῦν καὶ ἀνακράξας προσέπεσεν αὐτῷ καὶ φωνῇ μεγάλῃ εἶπε· Τί ἐμοὶ καὶ σοί, ᾿Ιησοῦ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; δέομαί σου, μή με βασανίσῃς. Παρήγγειλε γὰρ τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ ἐξελθεῖν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου. Πολλοῖς γὰρ χρόνοις συνηρπάκει αὐτόν, καὶ ἐδεσμεῖτο ἁλύσεσι καὶ πέδαις φυλασσόμενος, καὶ διαρρήσσων τὰ δεσμὰ ἠλαύνετο ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς τὰς ἐρήμους. ᾿Επηρώτησε δὲ αὐτὸν ὁ ᾿Ιησοῦς λέγων· Τί σοί ἐστιν ὄνομα; ῾Ο δὲ εἶπε· Λεγεών· ὅτι δαιμόνια πολλὰ εἰσῆλθεν εἰς αὐτόν· καὶ παρεκάλει αὐτὸν ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν. ῏Ην δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων ἱκανῶν βοσκομένων ἐν τῷ ὄρει· καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα ἐπιτρέψῃ αὐτοῖς εἰς ἐκείνους εἰσελθεῖν· καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς. ᾿Εξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους, καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν λίμνην καὶ ἀπεπνίγη. ᾿Ιδόντες δὲ οἱ βόσκοντες τὸ γεγενημένον ἔφυγον, καὶ ἀπήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς. ᾿Εξῆλθον δὲ ἰδεῖν τὸ γεγονός, καὶ ἦλθον πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν καὶ εὗρον καθήμενον τὸν ἄνθρωπον, ἀφ᾿ οὗ τὰ δαιμόνια ἐξεληλύθει, ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ, καὶ ἐφοβήθησαν. ᾿Απήγγειλαν δὲ αὐτοῖς οἱ ἰδόντες πῶς ἐσώθη ὁ δαιμονισθείς. Καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν ἅπαν τὸ πλῆθος τῆς περιχώρου τῶν Γαδαρηνῶν ἀπελθεῖν ἀπ᾿ αὐτῶν, ὅτι φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο. Αὐτὸς δὲ ἐμβὰς εἰς τὸ πλοῖον ὑπέστρεψεν. ᾿Εδέετο δὲ αὐτοῦ ὁ ἀνήρ, ἀφ᾿ οὗ ἐξεληλύθει τὰ δαιμόνια, εἶναι σὺν αὐτῷ· ἀπέλυσε δὲ αὐτὸν ὁ ᾿Ιησοῦς λέγων· ῾Υπόστρεφε εἰς τὸν οἶκόν σου καὶ διηγοῦ ὅσα ἐποίησέ σοι ὁ Θεός. Καὶ ἀπῆλθε καθ᾿ ὅλην τὴν πόλιν κηρύσσων ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς.



Απόδοση σε απλή γλώσσα

Εκεῖνο τὸν καιρό, καθὼς ἔφτασε ὁ ᾿Ιησοῦς στὴν περιοχὴ τῶν Γαδαρηνῶν, τὸν συνάντησε κάποιος ἄνδρας ἀπὸ τὴν πόλη, ποὺ εἶχε μέσα του δαιμόνια ἀπὸ πολὺν καιρό. Ροῦχο δὲν ντυνόταν οὔτε ἔμενε σὲ σπίτι, ἀλλὰ ζοῦσε στὰ μνήματα. ῞Οταν εἶδε τὸν ᾿Ιησοῦ, ἔβγαλε μιὰ κραυγή, ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ τοῦ εἶπε μὲ δυνατὴ φωνή· «Τί δουλειὰ ἔχεις ἐσὺ μ’ ἐμένα ᾿Ιησοῦ, Υἱὲ τοῦ ὕψιστου Θεοῦ; Σὲ παρακαλῶ μὴ μὲ βασανίσεις». Αὐτὰ τὰ εἶπε, γιατὶ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶχε διατάξει τὸ δαιμονικὸ πνεῦμα νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. ᾿Απὸ πολλὰ χρόνια τὸν εἶχε στὴν ἐξουσία του, καὶ γιὰ νὰ τὸν συγκρατήσουν τὸν ἔδεναν μὲ ἁλυσίδες καὶ τοῦ ἔβαζαν στὰ πόδια σιδερένια δεσμά.  ᾿Εκεῖνος ὅμως ἔσπαζε τὰ δεσμά, καὶ τὸ δαιμόνιο τὸν ὁδηγοῦσε στὶς ἐρημιές. ῾Ο ᾿Ιησοῦς τὸν ρώτησε· «Ποιὸ εἶναι τὸ ὄνομά σου;» ᾿Εκεῖνος ἀπάντησε· «Λεγεών»· γιατὶ εἶχαν μπεῖ μέσα του πολλὰ δαιμόνια. Τὰ δαιμόνια, λοιπόν, τὸν παρακαλοῦσαν νὰ μὴν τὰ διατάξει νὰ πᾶνε στὴν ἄβυσσο. ᾿Εκεῖ κοντὰ ἦταν ἕνα κοπάδι ἀπὸ πολλοὺς χοίρους ποὺ ἔβοσκαν στὸ βουνό, καὶ τὰ δαιμόνια παρακαλοῦσαν τὸν ᾿Ιησοῦ νὰ τοὺς ἐπιτρέψει νὰ μποῦν στοὺς χοίρους, καὶ τοὺς τὸ ἐπέτρεψε. Βγῆκαν, λοιπόν, ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ μπῆκαν στοὺς χοίρους. Τότε τὸ κοπάδι ὅρμησε πρὸς τὸν γκρεμὸ καὶ πνίγηκε στὴ λίμνη. Μόλις οἱ βοσκοὶ εἶδαν τί ἔγινε, ἔφυγαν καὶ τὸ εἶπαν στὴν πόλη καὶ στὴν ὕπαιθρο. Βγῆκαν οἱ ἄνθρωποι νὰ δοῦν τί ἔγινε καὶ ἦρθαν κοντὰ στὸν ᾿Ιησοῦ. Βρῆκαν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν ὁποῖο βγῆκαν τὰ δαιμόνια νὰ κάθεται δίπλα στὸν ᾿Ιησοῦ, νὰ φοράει ροῦχα καὶ νὰ φέρεται λογικά, καὶ φοβήθηκαν. ῞Οσοι εἶχαν δεῖ τί εἶχε γίνει, τοὺς εἶπαν γιὰ τὸ πῶς ὁ δαιμονισμένος σώθηκε. Τότε ὅλο τὸ πλῆθος ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῶν Γαδάρων παρακαλοῦσαν τὸν ᾿Ιησοῦ νὰ φύγει ἀπὸ κοντά τους, γιατὶ τοὺς εἶχε πιάσει μεγάλος φόβος. ᾿Εκεῖνος μπῆκε στὸ πλοιάριο γιὰ νὰ γυρίσει πίσω. ῾Ο ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν ὁποῖο εἶχαν βγεῖ τὰ δαιμόνια τὸν παρακαλοῦσε νὰ τὸν πάρει μαζί του. ῾Ο ᾿Ιησοῦς ὅμως τοῦ εἶπε νὰ φύγει, μὲ τὰ παρακάτω λόγια· «Γύρισε στὸ σπίτι σου καὶ διηγήσου ὅσα ἔκανε σ’ ἐσένα ὁ Θεός». ᾿Εκεῖνος ἔφυγε διαλαλώντας σ’ ὅλη τὴν πόλη ὅσα ἔκανε σ’ αὐτὸν ὁ ᾿Ιησοῦς.

Ο Απόστολος της Κυριακής

(Β´ Τιμ. β´ 1-10)

Τέκνον Τιμόθεε, ἐνδυναμοῦ ἐν τῇ χάριτι τῇ ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ, καὶ ἃ ἤκουσας παρ᾿ ἐμοῦ διὰ πολλῶν μαρτύρων, ταῦτα παράθου πιστοῖς ἀνθρώποις, οἵτινες ἱκανοὶ ἔσονται καὶ ἑτέρους διδάξαι. Σὺ οὖν κακοπάθησον ὡς καλὸς στρατιώτης ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. Οὐδεὶς στρατευόμενος ἐμπλέκεται ταῖς τοῦ βίου πραγματείαις, ἵνα τῷ στρατολογήσαντι ἀρέσῃ. ᾿Εὰν δὲ καὶ ἀθλῇ τις, οὐ στεφανοῦται, ἐὰν μὴ νομίμως ἀθλήσῃ. Τὸν κοπιῶντα γεωργὸν δεῖ πρῶτον τῶν καρπῶν μεταλαμβάνειν. Νόει ἃ λέγω· δῴη γάρ σοι ὁ Κύριος σύνεσιν ἐν πᾶσι. Μνημόνευε ᾿Ιησοῦν Χριστὸν ἐγηγερμένον ἐκ νεκρῶν, ἐκ σπέρματος Δαυΐδ, κατὰ τὸ εὐαγγέλιόν μου, ἐν ᾧ κακοπαθῶ μέχρι δεσμῶν ὡς κακοῦργος· ἀλλ᾿ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται. Διὰ τοῦτο πάντα ὑπομένω διὰ τοὺς ἐκλεκτούς, ἵνα καὶ αὐτοὶ σωτηρίας τύχωσι τῆς ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ μετὰ δόξης αἰωνίου.



Απόδοση σε απλή γλώσσα

Παιδί μου Τιμόθεε, νὰ παίρνεις δύναμη ἀπὸ τὴ χάρη ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός. Κι ὅσα ἄκουσες ἀπὸ μένα μπροστὰ σὲ πολλοὺς μάρτυρες, αὐτὰ νὰ τὰ μεταδώσεις σὲ ἔμπιστους ἀνθρώπους, ποὺ θὰ εἶναι ἱκανοὶ νὰ διδάξουν καὶ ἄλλους. Κακοπάθησε λοιπὸν σὰν καλὸς στρατιώτης τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. Κανεὶς στρατευμένος δὲν μπλέκεται στὶς ὑποθέσεις τῆς καθημερινῆς ζωῆς, ἂν θέλει νὰ εἶναι συνεπὴς ἀπέναντι σ’ ἐκεῖνον ποὺ τὸν στρατολόγησε. Κι ὅταν κάποιος μετέχει σὲ ἀθλητικοὺς ἀγῶνες, δὲν παίρνει τὸ στεφάνι τῆς νίκης, ἂν δὲν ἀγωνιστεῖ σύμφωνα μὲ τοὺς κανόνες. ῾Ο γεωργὸς πρέπει νὰ κοπιάσει, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ φάει πρῶτος ἀπὸ τοὺς καρπούς. Προσπάθησε νὰ καταλάβεις αὐτὰ ποὺ λέω. ῾Ο Κύριος νὰ σὲ βοηθήσει νὰ τὰ ἐννοήσεις ὅλα. Νὰ μὴν ξεχνᾶς τὸν ᾿Ιησοῦ Χριστό, τὸν ἀναστημένο ἀπὸ τοὺς νεκροὺς καὶ ἀπόγονο τοῦ Δαβίδ, σύμφωνα μὲ τὸ εὐαγγέλιο ποὺ κηρύττω. Γιὰ τὸ εὐαγγέλιο αὐτὸ κακοπαθῶ ὣς τὸ σημεῖο νὰ μὲ δέσουν σὰν κακοῦργο. ᾿Αλλὰ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ δὲν δένεται. Γι’ αὐτό, ὅλα τὰ ὑπομένω γιὰ χάρη τῶν ἐκλεκτῶν τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ πετύχουν κι αὐτοὶ τὴ σωτηρία ποὺ ἔφερε ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστὸς καὶ νὰ δοξαστοῦν αἰώνια. 

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιοι Μαρκιανός και Μαρτύριος οι νοτάριοι

Οι Άγιοι αυτοί ήταν νοτάριοι και γραμματικοί του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Παύλου του ομολογητή (βλέπε 6 Νοεμβρίου), στα χρόνια του Αρειανού βασιλέως Κωνσταντίου (337 - 349 μ.Χ.). Άριστα σπουδαγμένοι και οι δύο, υπήρξαν συνήγοροι θαρραλέοι της ορθόδοξης αλήθειας.

Όταν ο Πατριάρχης Παύλος δεν δέχθηκε να συμφωνήσει με τους Αρειανούς, εξορίστηκε από το βασιλιά στην Αρμενία και πνίγηκε από τους εκεί Αρειανούς. Τότε οι δύο Άγιοι έμειναν πιστοί στον ποιμένα τους και σταθεροί στο ορθόδοξο δόγμα. Διότι πάντα στο μυαλό τους κυριαρχούσε ο λόγος του Κυρίου: «ἐὰν ὐμεῖς μείνητε ἐν τῷ λόγῳ τῷ ἐμῷ, ἀληθῶς μαθηταί μου ἔστε» (Ευαγγέλιο Ιωάννη, η' 31). Αν, δηλαδή, εσείς, μείνετε στερεοί στη διδασκαλία μου, λέει ο Κύριος, τότε πράγματι είσθε και αληθινοί μαθητές μου. Ο Μαρκιανός και ο Μαρτύριος το απέδειξαν περίτρανα αυτό, όταν συνελήφθησαν από τον αυτοκράτορα. Ομολόγησαν με θάρρος μπροστά του την αληθινή πίστη και ήλεγξαν αυτόν για τις παρανομίες του. Τότε, διατάχθηκε και τους σκότωσαν με μαχαίρι.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Ζῆλον ἔνθεον ἀναλαβόντες, ἠμαυρώσατε Ἀρείου πλάνην ὁμοούσιον Τριάδα κηρύττοντες, Μαρκιανὲ καὶ θέοφρων Μαρτύριε, ὀρθοδοξίας οἱ ἄσειστοι πρόβολοι, θεῖοι μάρτυρες, Χριστῷ τῷ Θεῷ πρεσβεύσατε δωρίσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς.
Ἀγωvισάμενοι καλῶς ἀπὸ βρέφους, Μαρκιανὲ σὺv τῷ σοφῷ Μαρτυρίῳ, τὸv ἀποστάτηv Ἄρειοv καθείλετε, ἄτρωτον τηρήσαντες, τὴν ὀρθόδοξοv πίστιν, Παύλῳ ἐφεπόμενοι, τῷ σοφῷ διδασκάλῳ, ὅθεν σὺv τούτῳ εὔρατε ζωήv, ὡς τῆς Τριάδος ὑπέρμαχοι ἄριστοι.

Ὁ Οἶκος
Ὡς ὑπηρέται εὐσεβῶς Θεοῦ τοῦ φιλανθρώπου, Δυὰς εὐλογημένη, προφθάσατέ με τάχος, λυτρούμενοί με τῶν δεινῶν, λόγον μοι σοφίας χορηγοῦντες, τὴν ὑμῶν ἀνευφημοῦντι ἄθλησιν, ἣν ὑπὲρ τῆς πίστεως Ἅγιοι, γνώμῃ αδιστάκτῳ ὑποστάντες, τῶν στεφάνων ἐτύχετε τῶν ἐπουρανίων, χοροῖς τε τῶν Ἀθλητῶν καὶ Ἀποστόλων, Διδασκάλων καὶ σεπτῶν Ἀρχιερέων συγχαίρετε ἀεί, ὡς κήρυκες Θεοῦ Λόγου, ὡς τῆς Τριάδος ὑπέρμαχοι ἄριστοι.



Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

Ο τσομπάνος που πήγε στον Παράδεισο!(Διδακτική ιστορία)

....Αυτός ό τσοµπάνος, πού πήγε στόν Παράδεισο, τόν λέγανε Μαυρογένη, γιατί είχε µαύρα γένια καί ζούσε µέ τήν γυναίκα του απ' τόν κόσµο µακρυά, µέ τά ζωντανά του καί δέν κατέβαινε στό χωριό, παρά µονάχα γιά νά πουλήση τά τυριά του καί νά ψουνίση τά χρειαζούµενα, ξεκίνησε νά λέη ό Προκόπης.


Μιάν ήµέρα τό λοιπόν, όπου βρέθτικε στό χωριό γιά τίς δουλειές του, πήγε νά άνάψη ενα κερί στήν εκκλτισιά, γιατί ήτανε θεοφοβούµενος καί καλής ψυχής άνθρωπος.Εκεί µιλούσεν ό παπάς στούς χωριανούς του καί τούς έλεγε τό κήρυγµα γιά τόν ίσιον δρόµο του Θεού, πού πάει όλόϊσια στόν Παράδεισον, αν δέν στρίβουµε δεξιά κι αριστερά. Πρέπει νά τραβούµεν ίσια καί νά είµαστε συµπονετικοί γιά κάθε άνθρωπον, όταν εχει τήν ανάγκην µας. Νάµαστεν δηλαδή ψυχηκάρη δες καί νά έλεούµε, γιατί τό ίδιο κάνει καί ο Θεός καί έλεεί τόν κόσµον όλον γιά νά ζη καί νά πορεύεται. Κι όποιον δει πώς κάνει κι αυτός τό ίδιο, τόν συµπαθα πολύ καί τόν παίρνει στόν Παράδεισον, όπου είναι ή ζωή µεγαλείο άτελείωτον! "Ετσι τά έλεγεν ο παπάς κι ετσι πρέπει νά είναι, κατά τήν γνώµην µου. Ή Έκκλησία δέν λέγει ποτέ της ψέµατα καί γιατί νά τά πη, µαθές;

'Όλοι ακούγαµε τόν άπλοϊκόν τσοµπανο, πού µιλούσε µέ τόν δικό του παραστατικόν τρόπο καί κάθε λίγο σκούπιζε τά µουστάκια του, άγνωστον γιατί, καί δέν εδειχνε δυσκολία στό νά έκφραστή αυθόρµητα καί νά πη τήν πίστη του. Ό φίλος µου, πού είχε ένθουσιασθή, ρώτησε, συντοµεύοντας τήν µικρή παύση στήν διήγηση του Προκόπη:
- Καί µετά τί έγινε: Πως πήγε στόν Παράδεισον;
- 'Όταν γύρισε στό καλύβι του, τό είπε στήν γυναίκα του χαρούµενος αυτό τό ευχάριστο µαντάτο καί της είπε πώς θά πάει τήν άλλη µέρα νά συναντήση τόν Θεό. 'Ετσι κι έγινε.
Τήν άλλη µέρα πηρε ψωµοτύρι µαζί του, χαιρέτισε τήν κυρά του καί ξεκίνησε γιά τόν Παράδεισο. Πήρε τόν ίσιον δρόµο καί προχωρούσε ανάµεσα στά χωράφια, χωρίς νά στρίβη δεξιά τι αριστερά, όπως είπεν ο παπάς καί τό βραδινό κοιµήθηκε κάτω από ένα δέντρο καί συνέχισε τήν άλλη µέρα τόν ίσιο δρόµο γιά τόν Παράδεισο.
'Εφαγε καί τό ψωµοτύρι, που είχε µαζί του καί συνέχισε καί τήν τρίτη µέρα καί τήν τέταρτη. Τό ένα βουνό ανέβαινε, τό άλλο κατέβαινε. Τήν πέµπτη µέρα πεί νασε πολύ καί σκέφτηκε τί νά κάνη καί που νά βρη τροφή. Κι όταν άνέβηκε τό βουνό, πού ηταν µπροστά του, είδε στήν απέναντι πλαγιά ένα Μοναστήρι. 'Έσυρε λοιπόν καί πήγε. Χτύπησε τήν πόρτα καί ζήτησε βοήθεια. Ευτυχώς τό Μοναστήρι βρισκόταν πάνω στόν δρόµο του. Τόν βάλανε λοιπόν µέσα στήν εκκλησιά του Μοναστηριού νά περιµένη, ώσπου νά του φέρουνε τίποτε φαγώσιµο. Κι έβλεπε ολόγυρα τίς εικόνες καί τίς θαύµαζε, όλες του φαινότανε ζωντανές, όλοζώντανες. Μόνο, πού δεν µιλούσανε. Κι όντας έστρεψε τό µάτι του καί εΙδε στόν σταυρό σταυρωµένον κι όλόγυµνο καί µατωµένον τόν Χριστό, άναφώνησε:

-' Ωχου, τό παλληκάρι, τό λαβώσανε οί άτιµοι! 'Ωχου καί τόν έχουν κρεµασµένον ακόµα!
- Τήν ίδια στιγµή, ένας καλόγερος του εφερε λίγα φαγώσιµα, τάβαλε πάνω στον πάγκο καί τούπε νά φάη, συνέχισε ο Προκόπης.Ό καλόγερος όµως µπαίνοντας τόν άκουσε, πού µιλούσε στόν σταυρωµένον καί τόν ρώτησε:
Μιλούσες µέ κανέναν, άδερφέ; Ό Μαυρογένης, πού υποψιάστηκε τόν καλόγερον, πώς είναι απ' αύτούς, πού τόν σταυρώσανε, δέν είπε τίποτα. Κι όταν έφυγε ο καλόγερος φώναξε στόν σταυρωµένον:
- 'Έ, παλληκάρι! Μπορείς νά κατεβη; από κεί πάνω, νά 'ρθης νά φαµε µαζί αυτά, πού µου φέρανε; Θές νά 'ρθώ νά σέ κατεβάσω εγώ;
- 'Οχι. Μπορώ καί µόνος µου νά κατέβω. 'Ερχοµαι.
- Κατέβηκε τό λοιπόν ο Σταυρωµένος κάτω, συνέχισε ο Προκόπης τήν άφήγησή του, καθησε στον πάγκο κι έφαγε κι έπιασε κουβέντα µέ τόν τσοµπάνο. 'Εκείνος τούπε νά τόν πάρη µαζί του, τώρα πού πάει νά συναντήσει τόν Θεό.
Θέλεις νά σέ πάρω κι εσένα; Ό Θεός είναι καλός καί θά σε λυπηθή καί θά σέ βάλη καί σένα στόν Παράδεισο. 'Εγώ γι' αυτό πάω στόν Θεό. 'Ερχεοαι µαζί µου; Δέν πρόλαβε δµως ο Σταυρωµένος ν' άποκριθή, γιατί ακούστηκε νά ερχεται ο καλόγερος. Τότε ο Σταυρωµένος ξανανέβηκε γρήγορα πάνω στόν σταυρό κι έµεινε µέ ανοιγµένα χέρια.
Καί ο καλόγερος ρώτησε τόν τσοµπάνο:
- Τώρα µή µου πης πώς δέν µίλαγες µέ κανέναν. Σ' ακουσα µέ τά ίδια µου τ' αυτιά. Λέγε µέ ποιόν µιλούσες;
- Ό Μαυρογένης φοβήθηκε στήν αρχή, δίστασε καί στό τέλος είπε στόν καλόγερο πώς μιλούσε μέ τό κρεμασμένο αυτό παλληκάρι, πού τό λυπήθηκε καί τό κάλεσε νά φάνε μαζί τό βρισκάμενο. Καί είπε στόν καλόγερο:
- Μή μέ μαρτυρήσεις, άγιε καλόγερε, αλλά θέλω νά πάω στόν Παράδεισο καί ό παπάς του χωριού μας είπε νά πάρουμε τόν ίσιο δρόμο καί νά είμαστε ψυχοπονιάρηδα;
Κατάλαβες; Τό λυπήθηκα λοιπόν τό παλληκάρι καί τό κάλεσα νά πάρη κι αυτό μιά μπουκιά ψωμί. Κακό εκανα;
- 'Οχι, όχι, καλά εκανες καί πάντα νά συμπονας τούς άναγκεμένους, αποκρίθηκε κατάπληκτος ό καλόγερος μέ τά όσα του είπε ό τσομπανος. Κι ετρεξε καί τά φανέρωσε όλα στόν Ήγούμενό του.
'Ύστερα, λέγει η ιστορία, φτάσανε όλοι οί καλόγεροι μέ τόν Ήγούμενο στήν εκκλησιά καί βάλανε μετάνοια στόν τσομπανο, πού έφαγε μαζί με τόν Σταυρωμένο Χριστό καί τόν παρακαλέσανε νά πει καμμιά καλή κουβέντα καί γι' αύτούς, όταν συναντήσει τόν Θεό.
- Άμα τόν δω τόν Θεό, θά του πω καί γιά σας, αλλά γιατί τό κρατατε σταυρωμένο τό παλληκάρι; Τί σας εκανε; Κατεβάστε το νά φάη καί νά ντυθη, πού είναι όλόγυμνος καί πληγωμένος. Κι αν δέν τόν θέλετε έσεις εδώ, τόν παίρνω εγώ μαζί μου.

- Έκείνοι κοκκαλώσανε απ' τήν καλωσύνη καί τήν αθωότητα τοϋ Μαυρογένη καί, άφού του δώσανε όλα τα χρειαζούμενα, τόν συνόδεψαν κάμποσο στόν ίσιο δρόμο. πού ακολουθούσε κι όταν έκείνος απομακρύνθηκε, τόν βλέπανε πού δέν πάταγε στήν γη, αλλά περπατούσε στόν αέρα μέχρι, πού χάθηκε απ' τά μάτια τους.

Αυτός ό καλός άνθρωπος γιά μένα θά πήγε στόν Παράδεισο τό δίχως άλλο. Γιατί λυπότανε όλους τούς πονεμένους, όπως κάνει κι ό Θεός. Έγώ γράμματα δέν ξέρω γιά νά τά πώ πιο όμορφα, αλλά θυμάμαι τόν παππού μου τόν Χαραλάμπη, πού έλεγε πώς ό,τι κάνεις σ' αυτήν τήν ζωή τά ίδια θά σου κάνουνε κι εσένα στήν άλλη. Κι αυτό τό πιστεύω. Αυτή εναι n Ιστορία, πού άκουσα.


Από το βιβλίο του Π.μ.Σωτήρχου: «Οι εραστές του παραδείσου», εκδ.Αστήρ.