Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2025
Ας ποτίζετε και τις.... ρίζες της ψυχής με την Αγία Εξομολογηση.
Ρωτάει ενας κύριος τον Γέροντα της Μονης:
-Πάτερ,πως να προσεύχομαι;
-Τι ρωτάς ευλογημένε;
Δηλαδή άμα είναι να φας εναν γύρο με τζατζίκι, ή μια τούρτα, θα με ρωτήσεις πως θα την φας;Βάλε την καρδιά σου μπροστά και ακόλουθα.
Άλλη μια μεσόκοπη κυρια τότε, ρωτά τον Ηγούμενο.
Και εμείς Γέροντα κάθε πότε πρέπει να εξομολογούμαστε;
-Εεε όποτε βγαίνει η ρίζα απο τα μαλλιά και θέλει βάψιμο ,τότε ας ποτίζετε και τις ρίζες της ψυχής με την Αγία Εξομολογηση.
Δυστυχώς ,ενώ για τα εφήμερα γινόμαστε πρόθυμοι, για τα πνευματικά είμαστε αδιάφοροι σε σημείο να απορούμε και να ρωτάμε για τα αυτονόητα.
π.Διονύσιος Ταμπάκης
Γέροντας Παΐσιος, «Τῆς…κακοφάνηκε τῆς Ἁγίας Βαρβάρας, γιατί εἶπα κάνα-δυὸ λόγια μὲ παράπονο!»
Καθένας ἀπὸ κάποιο γεγονὸς ποὺ τοῦ ἔχει συμβῆ μὲ τὴν βοήθεια ἐνός Αγιου, ἔχει καὶ μιὰ ἰδιαίτερη ἀγάπη στὸν Ἅγιο αὐτόν. Μπορεῖ νὰ εἶναι σοβαρὸ αὐτὸ τὸ γεγονός, μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ ἁπλό. Νά, ἐγὼ ἐπειδὴ ἀπὸ μικρὸς πήγαινα στὸ Ἐκκλησάκι τῆς Ἁγίας Βαρβάρας, ἐκεῖ στὴν Κόνιτσα, ἔχω σὲ μεγάλη εὐλάβεια τὴν Ἁγία Βαρβάρα. Ἡ Ἁγία μὲ βοήθησε καὶ στὸν στρατό, ὅταν μὲ πῆραν στοὺς ἀσυρματιστές, ἐνῶ ἤμουν ἀγράμματος. μὲ βοήθησε ὕστερα καὶ στὸ Σανατόριο μετὰ τὴν ἐγχείριση στοὺς πνεύμονες. Τότε οἱ γιατροί μου εἶχαν πεῖ ὅτι, μόλις θὰ καθάριζε ὁ πνεύμονας, θὰ ἀφαιροῦσαν τὰ λάστιχα καὶ τὸ μηχάνημα. Καὶ ἐνῶ θὰ τὰ ἔβγαζαν σε πέντε μέρες, εἶχαν περάσει εἴκοσι πέντε μέρες καὶ δὲν τὰ εἶχαν ἀφαιρέσει, καὶ ὑπέφερα πολύ. Τὸ Σάββατο 3 Δεκεμβρίου περίμενα τοὺς γιατρούς, γιὰ νὰ μὲ ἐλευθερώσουν ἀπὸ τὸ μαρτύριο αὐτό, ἀλλὰ δυστυχῶς δὲν φάνηκαν.
Τὴν Κυριακή το πρωί, ποὺ ἦταν ἡ μνήμη τῆς Ἁγίας Βαρβάρας, λέω: «Ἂν ἦταν νὰ βοηθήση ἡ Ἁγία, ἔπρεπε νὰ εἶχε βοηθήσει. Οἱ γιατροὶ ἔφυγαν. Σήμερα, Κυριακή, ἀποκλείεται νὰ ἔρθουν. Τώρα ποιὸς θὰ μοῦ βγάλη τὰ λάστιχα;».
Εἶπα καὶ κάνα-δυὸ λόγια μὲ παράπονο: «Ἐγὼ ἄναβα τὰ καντήλια τόσες φορὲς στὸ Ἐκκλησάκι τὰ καντήλια τῆς Ἁγίας, τί καντηλῆθρες, τί λάδια πήγαινα, ,τὸ καθάριζα, τὸ βόλευα. Δυὸ λάστιχα νὰ μὴ μοῦ βγάλουν;». Μετὰ ὅμως σκέφθηκα: «Φαίνεται, θὰ λύπησα τὴν Ἁγία Βαρβάρα, καὶ γι’ αὐτὸ δὲν φρόντισε νὰ μοῦ τὰ βγάλουν».
Ξαφνικὰ ἀκούω θόρυβο. «Τί γίνεται; λέω, κάποιος ἔπαθε κάτι;».
«Ἔρχονται οἱ γιατροί», μοῦ λένε.
Δεν ξέρω τί τὸν ἐπίασε τὸν διευθυντὴ καὶ εἶπε στοὺς γιατροὺς πρωὶ-πρωί: «Νὰ πᾶτε νὰ βγάλετε τὰ λάστιχα τοῦ καλόγερου!».
Μπαίνουν στὸν θάλαμο καὶ μοῦ λένε: «Ἔχουμε ἐντολὴ νὰ βγάλουμε τὰ λάστιχα». Τῆς … κακοφάνηκε τῆς Ἁγίας Βαρβάρας, γιατί εἶπα κάνα-δυὸ λόγια μὲ παράπονο! Πρέπει νὰ γκρινιάξης λίγο! Ἀλλὰ καλύτερα εἶναι νὰ μὴν γκρινιάζης. ἔχει ἀρχοντιά, ἅμα δὲν γκρινιάζης.
Βλέπεις, ἕνας Ἅγιος ἄλλοτε δίνει ἀμέσως ὅ,τι τοῦ ζητᾶμε καὶ ἄλλοτε τὸ δίνει ἀργότερα. Ἄλλοτε ἀκούει τὸν προσευχόμενο, γιατί βρίσκεται σὲ καλὴ πνευματικὴ κατάσταση, καὶ ἄλλοτε, γιατί κλαίει καὶ γκρινιάζει σὰν μικρὸ παιδί.
Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι Στ΄, Περὶ Προσευχῆς, ἔκδ. Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον «Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος», Σουρωτὴ Θεσσαλονίκης, 2012
Άγιος Κρίσπος
Ο Άγιος Κρίσπος ήταν Απόστολος και λέγεται ότι υπήρξε ο Ιδρυτής της Εκκλησίας της νήσου Αιγίνης. Ήταν τέλος και αρχισυνάγωγος Κορίνθου.
Η μνήμη του αναφέρεται από ορισμένα Αγιολόγια και την 8η Δεκεμβρίου μαζί με άλλους αποστόλους από τους 70, όπως Σωσθένη κ.λ.π. Σύμφωνα πάντως με τον θείο Χρυσόστομο, ο Κρίσπος είναι ο Απόστολος Σωσθένης: «Oίμαι δε τούτον (τον Kρίσπον δηλ.) και Σωσθένη λέγεσθαι. Oς τοσούτον ανήρ πιστός ην, ώστε και τύπτεσθαι, και παρείναι αεί τω Παύλω» (Oμιλ. λθ΄ εις τας Πράξεις).
Άγιοι Χριστόδουλος και Χριστοδούλη η Παρθένος
Οι Άγιοι Χριστόδουλος και Χριστοδούλη μαρτύρησαν δια ξίφους.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Δυάδα τὴν σύναθλον τῶν Ἀθλητῶν τοῦ Χριστοῦ, Χριστόδουλον μέλψωμεν, καὶ Χριστοδούλην ὁμοῦ, τὰ ἄνθη τῆς πίστεως, οὗτοι γὰρ τῇ ἀγάπῃ, πτερωθέντες τῇ θείᾳ, ἤθλησαν ὁμοφρόνως, καὶ τὸν ὄφιν καθεῖλον, καὶ νῦν καθικετεύουσιν, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τοὺς γενναίους Μάρτυρας, καὶ ἀδελφοὺς κατὰ σάρκα, τὸν σοφὸν Χριστόδουλον, καὶ Χριστοδούλην τιμῶμεν, οὗτοι γάρ, τῶν τυραννούντων μηχανουργίας, ἤσχυναν, τῇ δυναστείᾳ τοῦ σταυρωθέντος, ἀνεδείχθησαν διόπερ, Μαρτύρων δόξα, ὁμοῦ καὶ καύχημα.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῶν Μαρτύρων ἡ ξυνωρίς, Χριστόδουλε μάκαρ, Ἀθλοφόρων ὁ κοινωνός, χαίροις Χριστοδούλη, Χριστοῦ ὡραία νύμφη, σεμνὴ Παρθενομάρτυς, ἀξιοθαύμαστε.
Ὁ Οἶκος
Τὴν δυάδα πιστοὶ τῶν Ἀθλοφόρων σήμερον, ἐν ᾠδαῖς ἱεραῖς καὶ ὕμνοις εὐφημήσωμεν, ὅτι τῶν εἰδώλων καθεῖλον τὴν πλάνην, πολυθεΐας τὸ πῦρ κατασβέσαντες καὶ δαίμονες ἤσχυναν, τῶν δὲ τυράννων τὸν θυμὸν οὐκ ἔπτυξαν, ξίφη τε καὶ πῦρ δειλιάσαντες, οὔτε θηρίων ἀγρίων ὁρμάς, ἀγωνισάμενοι, καλῶν Χριστόδουλος εὐκλεής, σὺν τῇ σεπτῇ Χριστοδούλῃ, ἀδελφοὶ σύναθλοι, δειχθέντες Μαρτύρων, ὁμοῦ καὶ καύχημα.
Κάθισμα
Ἦχος πλ. Δ΄. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Τῶν βασάνων τὰ νέφη τὰ χαλεπά, Ἀθληταὶ παριδόντες καρτερικῶς, ὡς ἥλιος χάριτι, τοῦ Σωτῆρος ἐλάμψετε, ἀδελφικῇ στοργῇ δέ, ἐνθέως συνδούμενοι, ὁμοίοις πόνοις λαμπρῶς ἐδοξάσθητε, ὅθεν μετὰ τέλος, ἀτελεύτητον χάριν, ἐξ ὕψους ἐδέξασθε, θεραπεύειν νοσήματα, Ἀθλοφόροι αὐτάδελφοι, πρεσβεύσατε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ τὴν ἁγίαν μνήμην ὑμῶν.
Όσιος Ιωάννης επίσκοπος Πολυβότου, ο Θαυματουργός
Ο Όσιος Ιωάννης έζησε στα τέλη του 7ου και στις αρχές του 8ου αιώνα μετά Χριστόν. Από παιδί έμεινε καθαρός και ακηλίδωτος σ' όλη του τη ζωή. Επίσης υπήρξε εγκρατής, φιλεύσπλαχνος, φιλελεήμων και γνώστης των αγίων Γραφών. Έτσι στην αρχή έγινε αναγνώστης, κατόπιν υποδιάκονος, διάκονος και μετά πρεσβύτερος. Στο αξίωμα αυτό, διακρίθηκε για το συστηματικό κήρυγμα του θείου λόγου και για την πρακτικότητα των ομιλιών του.
Αργότερα με κοινή γνώμη λαού και κλήρου, αναδείχτηκε επίσκοπος Πολυβότου (αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας στη Φρυγία Σαλουτάρια, κοντά στις Συννάδες. Ερείπια της σώζονται στο σημερινό Μπουλβαντίν, κοντά στο Αφιόν Καρά Χισάρ). Από τη θέση αυτή ο Ιωάννης υπήρξε άγρυπνος και φιλόστοργος ποιμένας.
Την εποχή που ο βασιλιάς Λέων ο Ίσαυρος κίνησε πόλεμο κατά των αγίων εικόνων, ο επίσκοπος Ιωάννης διακρίθηκε για τα ορθόδοξα φρονήματά του και το θάρρος του, παρά τις κακοποιήσεις που δέχτηκε από τα βασιλικά όργανα. Όταν κάποτε στο Αμόριο της Φρυγίας οι Αγαρηνοί άρπαξαν αρκετούς αιχμαλώτους από το ποίμνιό του, ο Ιωάννης δεν δίστασε να πάει στο στρατόπεδό τους και να ζητήσει τους αιχμαλώτους. Αυτοί δεν δέχτηκαν, αλλά βαρείες ασθένειες άρχισαν να πέφτουν στο στρατόπεδο και τότε με την προσευχή του ο Ιωάννης κατάφερε να σταματήσει το κακό και έτσι οι Αγαρηνοί προς ανταπόδοση, ελευθέρωσαν το ποίμνιο του επισκόπου Ιωάννη. Το τέλος του άξιου αυτού Ιεράρχη, υπήρξε ήσυχο και ειρηνικό. Το δε τίμιο λείψανό του, έγινε αιτία πολλών θαυμάτων.
Όσιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός
Διαπρεπέστατος θεολόγος και ποιητής του 8ου αιώνα μ.Χ. και μέγας πατήρ της Εκκλησίας. Γεννήθηκε στη Δαμασκό στα τέλη του 7ου αιώνα μ.Χ. και έτυχε επιμελημένης αγωγής από τον πατέρα του Σέργιο, που ήταν υπουργός οικονομικών του άραβα χαλίφη Αβδούλ Μελίκ του Α’. Δάσκαλός του ήταν κάποιος πολυμαθής και ευσεβέστατος μοναχός, που ονομαζόταν Κοσμάς και ήταν από τη Σικελία. Ο Σικελός μοναχός πράγματι, εκπαίδευσε τον Ιωάννη και τον θετό του αδελφό Κοσμά τον Μελωδό , άριστα σ' όλους τους κλάδους της γνώσης.
Όταν πέθανε ο Σέργιος, ο γιός του Ιωάννης διορίστηκε, χωρίς να το θέλει, πρωτοσύμβουλος του χαλίφη Βελιδά (705 - 715 μ.Χ.). Αργότερα, όταν ο χαλίφης Ομάρ ο Β' εξήγειρε διωγμό κατά των χριστιανών, ο Ιωάννης μαζί με τον θετό του αδελφό Κοσμά (τον έπειτα επίσκοπο Μαϊουμά), έφυγαν από τη Δαμασκό και πήγαν στην Ιερουσαλήμ. Εκεί ο Ιωάννης έγινε μοναχός στην περίφημη Μονή του αγίου Σάββα, όπου έμεινε σ' όλη του τη ζωή, μελετώντας και συγγράφοντας.
Στο διωγμό κατά των αγίων εικόνων, επί Λέοντος του Ισαύρου (726 μ.Χ.), πήρε ενεργό μέρος και εξαπέλυσε κατά του ασεβούς αυτοκράτορα, τους τρεις γνωστούς λόγους υπέρ των αγίων εικόνων, πράγμα που θορύβησε τον Λέοντα. Αναφέρεται ότι ο Λέων διέταξε να μιμηθούν την γραφή του Δαμασκηνού και να στείλουν στο Χαλίφη πλαστή επιστολή του, με την οποία να φαίνεται ότι αυτός προσέφερε τη Δαμασκό στους Βυζαντινούς. Ο Χαλίφης πείστηκε και του έκοψε το δεξί χέρι. Το βράδυ έστειλε μεσίτες ο Ιωάννης στο βάρβαρο παρακαλώντας να του χαρίσει το κομμένο χέρι για να το θάψει. Ο Σαρακηνός συμφώνησε και του έδωσε το χέρι. Ο Άγιος το πήρε το πήγε στο ναό, που είχε στο σπίτι του. Έπεσε κάτω μπροστά στη αγία εικόνα της Θεομήτορος και προσευχόμενος με δάκρυα έλεγε:
«Δέσποινα Πάναγνε Μήτερ, η τον Θεόν μου τεκούσα,
δια της θείας εικόνας η δεξιά μου εκόπη.
Ουκ αγνοείς την αιτίαν, δι' ην εμάνη ο Λέων
Προφθασον, τοίνυν, ως τάχος και ιασαί μου την χείρα.
Η δεξιά του Υψίστου, η από Σου σαρκωθείσα,
Πολλάς ποιεί τας δυνάμεις δια της Σης μεσιτείας.
Την δεξιάν μου ταύτην και νυν ιασάτω λιταίς σου.
Ως αν, Σους ύμνους, ους δοίης και του εκ Σου σαρκωθέντος.
Εν ρυθμικαίς αρμονίαις συγγράψηται, Θεοτόκε,
Και συνεργός χρηματίση της Ορθοδόξου λατρείας,
Δύνασαι γαρ όσα αν θέλης, ως του Θεού Μητηρ ούσα»
Λέγοντας αυτά ο Ιωάννης αποκοιμήθηκε και βλέπει την αγία εικόνα της Αειπαρθένου και του λέγει: «Γιατρεύτηκε το χέρι σου και μη λυπάσαι πλέον γι' αυτό. Κάνε τώρα αυτό γραφίδα γραμματέως όπως μου υποσχέθηκες».
Τότε ξύπνησε ο Άγιος και βλέποντας το χέρι του θεραπευμένο, δοξολογούσε και ευχαριστούσε τον Κύριο και την Άχραντη Μητέρα του. Έψαλλε όλη την νύκτα λέγοντας: «Η δεξιά σου χειρ, Κύριε, εν ισχύι δεδόξασται η δεξιά σου την θραυσθείσαν μου δεξιάν εθεράπευσε. Δια της δεξιάς μου ταύτης θέλεις θρυμματίσει και συντρίψει τους υπεναντίους εικονοθραύστας».
Ο Ιωάννης κατανάλωσε όλη του τη ζωή για τη δόξα της Εκκλησίας και άφησε σε μας θησαυρούς ανυπολόγιστης αξίας. Έζησε με οσιότητα πάνω από εκατό χρόνια και κοιμήθηκε ειρηνικά το 749 μ.Χ. Τάφηκε στη Μονή του Αγίου Σάββα. Χάρη στην ευγλωττία του ονομάσθηκε και «Χρυσορρόας», ενώ για το πλούσιο μουσικό του έργο ονομάστηκε «Μαΐστωρ της μουσικής».
Συγγραφικό έργο
Ο Ιωάννης μας παρέδωσε πλουσιότατο έργο σε όλους τους τομείς της Θεολογίας. Αφιερωμένος στη συχνή μελέτη της Πατερικής Παράδοσης και της ελληνικής φιλοσοφίας κατέγραψε άνετα τον πλούτο της εμπειρίας του. Οι κριτικοί σήμερα αρνούνται την πρωτοτυπία , αλλά αυτό δεν αφορά σε όλα τα έργα του. Εκείνο που δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί είναι η αυστηρότητα στη μέθοδο και τη διαίρεση. Η υπεροχή του συστηματικού στοιχείου έναντι του πρωτοτύπου, υπήρξε αυστηρή στην επιλογή, η οποία εναρμονιζόταν άριστα και προς την αντίστοιχη αξίωση της Εκκλησίας.
Τα έργα διακρίνονται σε δογματικά, αντιρρητικά, απολογητικά, ηθικά, ομιλίες, ερμηνευτικά, αγιολογικά και υμνογραφικά.
I) Δογματικά
α) το σπουδαιότερο δογματικό σύγγραμμα είναι η τριλογία «Πηγή γνώσεως». Διαιρείται σε τρία μέρη, όπου αναπτύσσονται οι φιλοσοφικές προϋποθέσεις, οι παρεκκλίσεις των αιρέσεων και τα δόγματα της Εκκλησίας. Το πρώτο μέρος ονομάζεται «Φιλοσοφικά Κεφάλαια» και αποτελεί φιλοσοφική εισαγωγή στη χριστιανική θεολογία. Στο μέρος «Περί τῶν αἱρέσεων» εξετάζονται σύντομα εκατό αιρέσεις σε εκατό κεφάλαια. Το τρίτο μέρος είναι η «Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως», το οποίο διαιρείται σε εκατό κεφάλαια και αποτελεί σύστημα δογματικής θεολογίας της Ορθοδοξίας. Γράφοντας το έργο αυτό ο Ιωάννης, όπλισε τους υπερασπιστές της τιμής των εικόνων με ένα ισχυρό όπλο στον αγώνα με τους αντιπάλους τους· όπλο που τους έλειπε κατά την έναρξη της Εικονομαχίας. Εδώ θέλει να προσφέρει εκκλησιαστικό και όχι προσωπικό δογματικό σύστημα. Από τους Πατέρες κυριαρχεί ο Γρηγόριος ο Θεολόγος και ακολουθούν οι Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος Νύσσης, Διονύσιος Αρεοπαγίτης κ.ά.
β) «Λίβελλος περί ὀρθοῦ φρονήματος». Ανακεφαλαιώνει τα θεμελιώδη δόγματα της Ορθοδοξίας με βάση το Σύμβολο της Πίστεως.
γ) «Εἰσαγωγή δογμάτων στοιχειώδης». Εξετάζει τους βασικούς όρους και τις κύριες διακρίσεις της χριστιανικής δογματικής.
δ) «Περί τῶν ἐν πίστει κεκοιμημένων» (αμφιβαλλόμενο).
II) Ἀντιρρητικά.
Σώζονται δύο πραγματείες εναντίον των Νεστοριανών, τρεις εναντίον των Μονοφυσιτών και εναντίον του Μονοθελητισμού. Οι περίφημες τρεις πραγματείες «Περί εἰκόνων» απετέλεσαν την πιο πολύτιμη πηγή των εικονοφίλων για την υπεράσπιση των ι. εικόνων. Γράφθηκαν σταδιακά στην πρώτη φάση της Εικονομαχίας και, συγκεκριμένα, από το 726 μ.Χ. ως το 731 μ.Χ. Εξετάζουν με μετριοπάθεια το πρόβλημα, δίδοντας το ορθό νόημα στη χρήση των εικόνων. Στο έργο αυτό παρουσιάζεται κατά τρόπο και η πολιτική του Λέοντα Γ’ για το θέμα.
III) Ἀπολογητικά.
α) «Διάλογος κατά Μανιχαίων», ο οποίος είναι ερωταποκρίσεις ενός ορθοδόξου με οπαδό της παλιάς αίρεσης των Μανιχαίων.
β) Στο «Διάλεξις χριστιανοῦ καί σαρακηνοῦ» γίνεται λόγος για την αιτία του καλού και του κακού.
IV) Ἠθικά.
α) «Ἱερά παράλληλα». Είναι μια ογκώδης ανθολογία Βιβλικών και Πατερικών χωρίων, η οποία αναφέρε-ται στο θρησκευτικό και ηθικό βίο.
β) «Περί τῶν ἁγίων νηστειῶν πρός Κομητᾶν». Εξετάζει το θέμα της διάρκειας της νηστείας της Τεσσαρακοστής.
V) Ὁμιλίες.
Μία «Εἰς τό Γενέσιον » και τρεις «Εἰς τήν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου». Ακόμη «Εἰς τήν Μεταμόρφωσιν τοῦ Κυρίου», «Εἰς τήν ξηρανθεῖσαν συκῆν» και «Εἰς τό Μέγα Σάββατον». Τέλος, οι ψευδεπίγαφες ομιλίες είναι πολυάριθμες.
VI) Ἑρμηνευτικά. Η ενασχόληση του Δαμασκηνού με την ερμηνεία των Γραφών υπήρξε περιορισμένη. Έχουμε μόνο την ερμηνεία «Εἰς τάς ἐπιστολάς τοῦ Παύλου», που αποτελεί επιτομή της εκτενούς ομιλητικής ερμηνείας του Ιωάννου Χρυσοστόμου.
VII) Ἁγιολογικά.
α) «Ἐγκώμιον εἰς Ἰωάννην τόν Χρυσόστομον».
β) «Ἐγκώμιον εἰς τήν ἁγίαν Βαρβάραν».
γ) «Μαρτύριον τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης».
δ) Ο «Βίος Βαρλαάμ καί Ἰωάσαφ» είναι το σπουδαιότερο αγιογραφικό κείμενο του Ιωάννη, διότι γνώρισε μεγάλη διάδοση ως διήγημα.
VIII) Ὑμνογραφικά.
Ο Δαμασκηνός είναι επίσης ένας από τους σπουδαιότερους μελωδούς της Εκκλησίας. Το ποιητικό του έργο θεωρείται από τα σημαντικότερα στην ορθόδοξη υμνογραφική παράδοση. Είναι ένας από τους εισηγητές του ποιητικού είδους των Κανόνων. Σώζονται 90 Κανόνες του, από τους οποίους οι 14 έχουν συμπεριληφθεί στα λειτουργικά βιβλία. Περίφημος είναι ο «Κανών εἰς τό ἅγιον Πάσχα» και το υμνογραφικό τμήμα των Κυριακών στο βιβλίο της Παρακλητικής· γνωστό ως Ὀχτώηχος της Κυριακής. Οι ύμνοι του επηρέασαν τους μεταγενέστερους ποιητές και απετέλεσαν τον πυρήνα των ακολουθιών της εβδομάδος.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν καλλικέλαδον, καὶ λιγυραῖς μολπαῖς, κατακηλοῦσάν τε, καὶ ἀγλαΐζουσαν, τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, εὔλαλον ἀηδόνα, δεῦτε εὐφημήσωμεν, Ἰωάννην τὸν πάνσοφον, τὸν Δαμασκηνὸν πιστοί, ὑμνογράφων τὸν πρύτανιν· τὸν ἔμπλεων, ἁπάσης γενόμενον, θείας καὶ κοσμικῆς σοφίας.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον ὄργανον, τῆς Ἐκκλησίας, λύρα εὔσωμος, τῆς εὐσεβείας, ἀνεδείχθης Ἰωάννη πανεύφημε ὅθεν πυρσεύεις τοῦ κόσμου τὰ πέρατα, ταὶς τῶν σοφῶν σου δογμάτων ἑλλάμψεσι. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Δαμάσας πολλοῖς, ἱδρῶσι τῆς ἀσκήσεως, τὸ σῶμα τὸ σόν, εἰς ὕψος οὐράνιον, εὐπετῶς ἀνέδραμες, ὅπου μέλη θεῖά σοι δίδονται, ἃ τρανῶς ἐμελῴδησας, τοῖς φίλοις Κυρίου Πάτερ Ὅσιε.
Μεγαλυνάριον
Τον θείον κοσμήτορα της Χριστού Εκκλησίας πάντες Ιωάννην Δαμασκηνόν ύμνοις συν τη θεία σεπτή καλλιπαρθένω Βαρβάρα επαξίως ανευφημήσωμεν.
Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ἡδύφωνος Αὐλός, μεγαλόφωνος Σάλπιγξ, Κιθάρα μελουργός, λιγυρὰ θεία Λύρα, Κινύρα παναρμόνιος, μουσικώτατον Ὄργανον, ἐμπνεόμενον, τοῦ Παρακλήτου ταῖς αὔραις, ἀναδέδειξαι, ὦ Ἰωάννη καὶ θέλγεις, ἡμῶν τὰ νοήματα.
Άγιος Σεραφείμ ο Νέος Ιερομάρτυρας
Ο Άγιος Σεραφείμ γεννήθηκε στο χωριό Μπεζούλια της επαρχίας Αγράφων και ανατράφηκε κατά Χριστόν από τους θεοσεβείς γονείς του, Σωφρόνιο και Μαρία. Αγάπησε τη μοναχική ζωή και πήγε στη Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου, την επονομαζόμενη Κορώνα ή Κρύα Βρύση και επιδόθηκε στην άσκηση της αρετής. Διακρίθηκε για την άσκησή του και έγινε ηγούμενος της Μονής. Αργότερα χειροτονήθηκε Αρχιεπίσκοπος Φαναριού και Νεοχωρίου.
Κατηγορήθηκε ότι πήρε μέρος στην επανάσταση του Διονυσίου Φιλοσόφου , συνελήφθη από τους Τούρκους, που μάταια προσπάθησαν να τον εξισλαμίσουν. Εξαγριωμένοι οι Τούρκοι μπροστά στη σταθερότητα της πίστης του ιερομάρτυρα, υπέβαλαν σ' αυτόν φρικτά βασανιστήρια, τα οποία μεγάλωναν, εφ' όσον ο Σεραφείμ διαρκώς αρνιόταν να προδώσει την ελληνοχριστιανική πίστη του. Αφού του έκοψαν τη μύτη και επανειλημμένα τον παρουσίασαν στον κριτή, αρνούμενος να αλλαξοπιστήσει, τον εκτέλεσαν στις 4 Δεκεμβρίου 1601 μ.Χ. με σουβλισμό και κατ' άλλους με απαγχονισμό.
O σοφολογιώτατος διδάσκαλος Xριστοφόρος Προδρομίτης συνέθεσε για τον Άγιο Σεραφείμ οκτωήχους Kανόνες, προσόμοιά και ιδιόμελα, τα οποία τυπώθηκαν μαζί με την Aκολουθία του.
Η τιμία κεφαλή του Αγίου Σεραφείμ, η οποία εναποτέθηκε στη Μονή της Κρύας Βρύσης, όπου είχε μονάσει ο Άγιος, παρά τις κακοποιήσεις και τις κακουχίες που υπέστει, αποτελεί ένα διαρκές θαύμα του Θεού, αφού «περιβάλλεται από το δέρμα, το οποίο σε μερικά μέρη έχει αποσπαστεί από τους πιστούς, για φυλαχτό και φέρει τα σημάδια του μαρτυρίου· ενώ το αριστερό μάτι του Αγίου είναι γαλήνια κλεισμένο, το δεξί φέρει εμφανή τα ίχνη κακοποιήσεων, καθώς επίσης εμφανέστατα φαίνεται και η αποκοπή της μύτης!». (Αρχιμανδρίτη Μακαρίου Τόγκα, «Η Ιερά Μονή Παναγίας Κορώνας - Βίος και Πολιτεία του Αγίου του Χριστού Νέου Ιερομάρτυρος Σεραφείμ, Αρχιεπισκόπου Φαναρίου και Νεοχωρίου, του Θαυματουργού (+ 1601)»· και «Ακολουθία...»· έκδοση Ι. Μητροπόλεως Καστορίας 2001).
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν Ἀγράφων τὸν γόνον, Φαναριοῦ τὸν πρόεδρον, καὶ Μονῆς Κορώνῃς τὸ κλέος Σεραφεὶμ εὐφημήσωμεν ἀθλήσας γὰρ λαμπρῶς ὑπὲρ Χριστοῦ, θαυμάτων ἐπομβρίζει δωρεᾶς καὶ λυτρούται νοσημάτων φθοροποιῶν, τοὺς πίστει ἀνακράζοντας· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ, πάσιν ἰάματα.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ'.
Οσίως τον βίον σου διεκπεράσας σοφέ, ποδήρει κεκόσμησαι ιεροσύνης φαιδρώς, Σεραφείμ αξιάγαστε` όθεν δικαιοσύνης τον χιτώνα φορέσας, νυν εν αγαλλιάσει, τω Χριστώ συναγάλλη, πρεσβεύων υπέρ πάντων ημών των ευφημούντων σε.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ΄. Τὴν ἐν σαρκὶ ζωήν.
Τοῦ Ἀρχιποίμενος λαμπρὸν ἀπαύγασμα καί τοῦ ποιμνίου σου στῦλος καὶ καύχημα, θύτης καὶ θῦμα τοῦ Χριστοῦ ἐξέλαμψας ἐν τῷ κόσμῳ. ᾿Εν τοῖς μαρτυρίοις σου ᾿Εκκλησίαν ἐκόσμησας, Γένος χειμαζόμενον δαψιλῶς εὐηργέτησας· ὅθεν, Σεραφεὶμ ἱερώτατε, ἱκέτευε σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τῶν Ἀγράφων κόσμημα καὶ Φαναρίου τὸν λύχνον, τῶν πιστῶν τὸ στήριγμα, Ἀρχιερέων τὸ κλέος, πρόφθασον ταῖς σαῖς δεήσεσι, ἀθλοφόρε. Σύντριψον τὰς τοῦ ἀλάστορος μεθοδείας, ἵν’ εὐφροσύνως γεραίρομεν τῇ σῇ ἀθλήσει, Σεραφεὶμ ἀξιάγαστε.
Έτερον Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς Ἐκκλησίας τὸν ἀστέρα τὸν νεόφωτον καὶ Φαναρίου τὸν ποιμένα τὸν θεόκριτον Ἀνυμνήσωμεν ἐν ᾄσμασι θεοφθόγγοις· Ἀνατείλας γὰρ ἐσχάτως δι’ ἀθλήσεως καταυγάζει Ὀρθοδόξων τὰ πληρώματα, Χαίροις λέγοντα, Σεραφεὶμ ἀξιάγαστε.
Έτερον Κοντάκιον
Ήχος β'. Τα άνω ζητών.
Θυσία Θεώ προσάγων την αναίμακτον, ως ων ιερεύς της χάριτος πανένδοξε, εν οικείοις ύστερον σε αυτόν ιερεύσας αίμασι` διά τούτο διπλοίς εκ Θεού στεφάνοις, εστέφθης εις την άνω ζωήν.
Μεγαλυνάριον
Χρίσματι ἁγίῳ τελειωθείς, θερμῶς ἀναδέχῃ, τὸ μαρτύριον τοῦ Χριστοῦ· οὑ γὰρ ἐπῃσχύνθης, τὸν εὐαγῆ ἀγῶνα, ὦ Σεραφεὶμ διό σε, Χριστὸς ἐδόξασε.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Ἀγράφων τὸν γόνον τὸν ἐκλεκτὸν καί τοῦ Φαναρίου τὸν ᾿Επίσκοπον τὸν σεπτόν, τὸν ἐν δυσχειμέροις καιροῖς τῷ δούλῳ Γένος πολλὰ προσενεγκόντα, ὕμνοις τιμήσωμεν.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Τὸν τοῦ Φαναρίου πιστὸν φρουρὸν καὶ Χριστοῦ τῶν δούλων τὸν σοφώτατον ὁδηγόν, τὸ τῶν ᾿Επισκόπων ἀγλάϊσμα, τὸν νέον Σεραφεὶμ πάντες ἀνευφημήσωμεν.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Οὐρανίαν τάξιν ὑποδηλῶν τῷ ὀνόματί σου καὶ τὸν κόσμον διακονῶν, ἀνάστασιν Γένους δεήσει μεθοδεύεις, θυσίαν ἐντυγχάνεις, Σεραφεὶμ ἔνδοξε.
Ὁ Οἶκος
Ο υποφήτης των του Θεού μεγάλων μυστηρίων, το σκεύος το της εκλογής, Παύλος ο θεηγόρος, τον μέγαν διαγράφων Αρχιερέα Ιησούν, τον κατά την τάξιν Μελχισεδέκ τας θυσίας εκτελούντα` τοιούτος φησίν έπρεπεν ημίν Αρχιερεύς, όσιος, άκακος, αμίαντος, κεχωρισμένος από των αμαρτωλών, και υψηλότερος των ουρανών γενόμενος. Ταύτας ουν τας ιερατικάς αρετάς, ας ο Ιησούς φύσει εν εαυτώ είχε, τοις Μαθηταίς αυτού μετέδωκεν` εκ του πληρώματος γαρ αυτού, ημείς πάντες ελάβομεν` διό και τον Ιερομάρτυρα Αυτού, Σεραφείμ τον αοίδιμοντον γνησίως Αυτώ ακολουθήσαντα, διπλοίς στεφάνοις κατέστεψεν εις την άνω ζωήν.
Κάθισμα
Ήχος α'. Τον τάφον Σου Σωτήρ.
Ευφραίνου η κρηπίς, ιερεών ιδού γαρ, επέφανεν ημίν Σεραφείμ του γενναίου, η ένδοξος άθλησις, τους πιστούς καταυγάζουσα` όθεν σκίρτησον μετά ποιμένων βοώσα` δόξα αίνεσις, συ των Μαρτύρων υπάρχεις, Χριστέ ο Θεός ημών.
Αγία Βαρβάρα η Μεγαλομάρτυς
Η Αγία Βαρβάρα έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορος Μαξιμιανού (286 - 305 μ.Χ.) και ήταν κόρη του ειδωλολάτρη Διοσκόρου ο οποίος ήταν από τους πιο πλούσιους ειδωλολάτρες της Ηλιουπόλεως.
Ο πατέρας της λόγω της σωματικής ωραιότητας της Αγίας, την φύλαγε κλεισμένη εντός πύργου. Δεν γνωρίζουμε που διδάχθηκε τις χριστιανικές αλήθειες, καθώς ο πατέρας της ήταν φανατικός ειδωλολάτρης, λόγος για τον οποίο άλλωστε προσπάθησε να κρατήσει κρυφή την πίστη της στον Τριαδικό Θεό. Ένα τυχαίο περιστατικό, όμως, την πρόδωσε. Ο πατέρας της πληροφορήθηκε από τεχνίτες ότι η Αγία ζήτησε να τις ανοίξουν τρία παράθυρα στον πύργο όπου ήταν έγκλειστη, στο όνομα της Αγίας Τριάδος και, έτσι, βεβαιώθηκε ότι η κόρη του είχε γίνει Χριστιανή.
Εξοργίσθηκε τόσο που την κυνήγησε εντός του πύργου με το ξίφος του για να την φονεύσει. Η Αγία κατέφυγε στα όρη, αλλά ο πατέρας της την συνέλαβε και την παρέδωσε στον τοπικό άρχοντα, Μαρκιανό, κατηγορώντας την για την πίστη της. Όταν ανακρίθηκε, ομολόγησε με παρρησία την πίστη της στον Χριστό και καθύβρισε τα είδωλα. Μετά από φρικτά βασανιστήρια, διεπομπέφθη γυμνή στην πόλη και τέλος σφαγιάσθηκε από τον ίδιο τον πατέρα της. Την στιγμή όμως που είχε αποτελειώσει το έγκλημά του, έπεσε νεκρός χτυπημένος από κεραυνό κατά θεία δίκη.
Η σύναξη της Αγίας ετελείτο στο μαρτύριο αυτής, στον Βασιλίσκο πλησίον της αγίας Ζηναΐδος.
Τα Λείψανα της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας διαφυλάχθηκαν στην Κωνσταντινούπολη μέχρι τον 11ο αιώνα μ.Χ.., οπότε ένα μέρος τους μεταφέρθηκε στη Βενετία, όταν Δόγης ήταν Ο Πέτρος Β’ Orseol (991 – 1009 μ.Χ.). Τα Λείψανα μεταφέρθηκαν από την Πριγκίπισσα Μαρία Αργυροπούλα, η οποία νυμφεύθηκε τον γιό του Δόγη Πρίγκιπα Ιωάννη. (Σύμφωνα με μέρος των πηγών - Ιωάννη τον Διάκονο και Ανδρέα Δάνδολο - η Μαρία ήταν ανιψιά ή και αδελφή των Αυτοκρατόρων Βασιλείου Β’ του Βουλγαροκτόνου και Κωνσταντίνου Η’, όμως το πλέον πιθανό είναι να ήταν μία από τις αδελφές του μελλοντικού Αυτοκράτορα Ρωμανού Γ’).
Ο Πριγκιπικός Γάμος ευλογήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τον Οικουμενικό Πατριάρχη, με παρανύμφους τους Αυτοκράτορες. Μάλιστα η παραμονή του ζεύγους στη Βασιλεύουσσα παρατάθηκε μέχρι το 1004 μ.Χ. (εκεί γεννήθηκε και το πρώτο παιδί τους).
Στη Βενετία τα Λείψανα της Μεγαλομάρτυρος κατατέθηκαν στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Μάρκου. Ο Ιωάννης πέθανε από πανώλη στη Βενετία, το 1009 μ.Χ. Μετά τον θάνατό του δύο αδέλφια του, ο Επίσκοπος του Τορτσέλλο Όρσο και η Φιληκίτη, Ηγουμένη της Μονής του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου επίσης στο Τορτσέλλο, πέτυχαν την μεταφορά των Λειψάνων στη Μονή αυτή, όπου παρέμειναν μέχρι τον 18ο αιώνα μ.Χ.
Τα Λείψανα μεταφέρθηκαν και πάλι στο Ναό του Αγίου Μάρκου κατά την περίοδο των Ναπολεοντίων Πολέμων, όπου και σήμερα φυλάσσονται. Πάντως μέρος τους παρέμεινε και στη Μονή του Τορτσέλλο. Δεν είναι γνωστό πότε και κάτω από ποιες συνθήκες η Κάρα της Αγίας μεταφέρθηκε στο Μοντεκοτίνι της Ιταλίας, όπου σήμερα φυλάσσεται, όπως και το μέρος των Λειψάνων που φυλάσσεται στο Ρωμαιοκαθολικό Ναό του Ριέτι.
Επίσης, κατά το 12ο αιώνα μ.Χ., μέρος υπολοίπων λειψάνων της Αγίας μεταφέρθηκαν από την Κωνσταντινούπολη στο Μοναστήρι του Αγίου Μιχαήλ με τους Χρυσούς Τρούλους στο Κίεβο, όπου παρέμειναν ως το 1930 μ.Χ., όταν μεταφέρθηκαν εκ νέου στον Καθεδρικό Ναό του Αγ. Βλαδίμηρου στην ίδια πόλη.
Την 1η Ιουνίου 2003 μ.Χ., μετά από ενέργειες του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χριστοδούλου προς την Ρωμαιοκαθολική Επισκοπή της Βενετίας και τον Επίσκοπό της Άγγελο Scolla, δόθηκε μέρος των Λειψάνων της Αγίας στην Εκκλησία της Ελλάδος. Το Λείψανο παραλήφθηκε με τις δέουσες τιμές από τον Γενικό Διευθυντή της Αποστολικής Διακονίας Επίσκοπο Φαναρίου Αγαθάγγελο και κατατέθηκε στο ομώνυμο Προσκύνημα του Δήμου Αγίας Βαρβάρας Αττικής.
Η Αγία Βαρβάρα θεωρείται όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σ΄ άλλες Χώρες Αγία προστάτις πυροβολικού. Στην Ελλάδα καθιερώθηκε ως Προστάτις του όπλου αυτού το 1828 μ.Χ. όπου και αναφέρεται η πρώτη σχετική τελετή με δοξολογία και παράθεση στη συνέχεια γεύματος όπου έλαβαν μέρος αξιωματικοί και οπλίτες πυρβολητές.
Στη Ορθόδοξη εικονογραφία η Αγία Βαρβάρα ζωγραφίζεται πολλές φορές μ’ ένα ποτήριο στο χέρι όντας προστάτιδα ενάντια στο αιφνίδιο θάνατο και μη θέλοντας να στερηθούν οι ετοιμοθάνατοι την θεία κοινωνία. Συχνά τη συναντούμε κοντά σ΄ έναν πύργο (με τρία παράθυρα) ή κρατώντας ένα βιβλίο (για τους ετοιμοθάνατους) ή ένα κλαδί φοίνικα.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Βαρβάραν τὴν Ἁγίαν τιμήσωμεν· ἐχθροῦ γὰρ τὰς παγίδας συνέτριψε, καὶ ὡς στρουθίον ἐῤῥύσθη ἐξ αὐτῶν, βοηθείᾳ καὶ ὅπλῳ τοῦ Σταυροῦ ἡ πάνσεμνος.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῆς Τριάδος τὴν δόξαν ἀνακηρύττουσα, ἐν τῷ λουτρῷ τρεῖς θυρίδας ὑπεσημήνω σοφῶς, κοινωνίαν πατρικὴν λιποῦσα πάνσεμνε, ὅθεν ἠγώνισαι λαμπρῶς, ὡς παρθένος εὐκλεής, Βαρβάρα Μεγαλομάρτυς. Ἀλλὰ μὴ παύση πρεσβεύειν, ἐλεηθήναι τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῷ ἐν Τριάδι εὐσεβῶς ὑμνουμένῳ, ἀκολουθήσασα σεμνὴ Ἀθληφόρε, τὰ τῶν εἰδωλων ἔλιπες σεβάσματα· μέσον δὲ τοῦ σκάμματος, ἐναθλοῦσα Βάρβαρα, τυράννων οὐ κατέπτηξας, ἀπειλὰς ἀνδρειόφρον, μεγαλοφώνως μέλπουσα ἀεί, Τριάδα σέβω τὴν μίαν θεότητα.
Μεγαλυνάριον
Πατέρα λιποῦσα τὂν δυσσεβῆ, ἐδείχθης θυγάτηρ, Βασιλέως τῶν οὐρανῶν, ὑπὲρ οὗ προθύμως, ἀθλήσασα Βαρβάρα, λυτροῦσαι πάσης νόσου, τοὺς προσιόντας σοι.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Τον θείον κοσμήτορα της Χριστού Εκκλησίας πάντες Ιωάννην Δαμασκηνόν ύμνοις συν τη θεία σεπτή καλλιπαρθένω Βαρβάρα επαξίως ανευφημήσωμεν.
Ὁ Οἶκος
Τὴν νυμφευθεῖσαν τῷ Χριστῷ διὰ τοῦ μαρτυρίου, Βαρβάραν συνελθόντες τιμήσωμεν ἀξίως, ὅπως αὐτῆς ταῖς προσευχαῖς λύμης ψυχοφθόρου λυτρωθέντες, καὶ λοιμοῦ, σεισμοῦ τε καὶ καταπτώσεως, τὸν βίον ἐν εἰρήνῃ διέλθωμεν, καταξιωθέντες μετὰ πάντων τῶν Ἁγίων, τῶν ἀπ' αἰῶνος Θεῷ εὐαρεστησάντων, διάγειν ἐν φωτί, καὶ μέλπειν ἀξίως, ἐθαυμάστωσας Σῶτερ τὰ σὰ ἐλέη πᾶσι τοῖς πίστει ὁμολογοῦσι, Τριάδα σέβω τὴν μίαν θεότητα.
Κάθισμα
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ἐν τῇ ἀθλήσει σου, πάντας ἐξέπληξας, ὅτι ὑπέμεινας, τὰς τῶν τυράννων πληγάς, δεσμὰ, βασάνους, φυλακάς, Βαρβάρα παναοίδιμε· Ὅθεν καὶ τὸν στέφανον, ὁ Θεός σοι δεδώρηται, ὅνπερ ἐπεπόθησας, ψυχικῶς καὶ προσέδραμες· αὐτὸς καὶ τὰς ἰάσεις παρέχει, πᾶσι τοῖς πίστει προσιοῦσί σοι.
Έτερον Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τὸν νυμφίον σου Χριστὸν ἀγαπήσασα, τὴν λαμπάδα σου φαιδρῶς εὐτρεπίσασα, ταῖς ἀρεταῖς διέλαμψας Πανεύφημε· ὅθεν εἰσελήλυθας, σὺν αὐτῷ εἰς τοὺς γάμους, τὸ στέφος τῆς ἀθλήσεως, παρ' αὐτοῦ δεξαμένη, ἀλλ' ἐκ κινδύνων λύτρωσαι ἡμᾶς, τοὺς ἐκτελοῦντας Βαρβάρα τὴν μνήμην σου.
Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2025
Αββάς Κασσιανός: Οι τρείς λόγοι των πειρασμών
Πρέπει να πιστεύουμε ακράδαντα ότι κανείς δεν πειράζεται από τους δαίμονες χωρίς την παραχώρηση του Θεού και, επιπλέον, ότι καθετί, το οποίο προς στιγμήν μας φαίνεται θλιβερό η δυσάρεστο, μας έχει σταλεί από έναν στοργικό Πατέρα, από έναν σπλαχνικό Γιατρό. Κι αυτό, αποκλειστικά και μόνο για την ωφέλειά μας.
Έτσι, οι πειρασμοί συμβαίνουν στους ανθρώπους:
α) για να δοκιμαστούν, ώστε να λάμψει η αρετή τους, όπως συνέβη με τους πειρασμούς του Αβραάμ, του Ιώβ και πολλών άλλων δικαίων·
β) για να καθαριστούν από όλα τα στίγματα των αμαρτιών τους η, όπως λέει ο προφήτης Ησαΐας, από όλες τις σκουριές που ο Θεός βλέπει ότι υπάρχουν μέσα στο βάθος της ψυχής των παιδιών του (βλ. Ησ. 1:25), ώστε την ημέρα της Κρίσεως να εμφανιστούν μπροστά Του σαν καθαρό χρυσάφι·
γ) για να “τιμωρηθούν” παιδαγωγικά εξαιτίας των αμαρτιών τους, όπως διαβάζουμε στους Ψαλμούς: «Πολλές είναι οι συμφορές, με τις οποίες μαστιγώνει ο Κύριος τον αμαρτωλό» (Ψαλμ. 31:10).
Αγαπώ το Θεό σημαίνει…
Του Ιερομονάχου Σάββα, του Αγιορείτου
Αγαπώ το Θεό σημαίνει: Αρνούμαι το θέλημά μου κάθε στιγμή και αναζητώ το δικό Του. Αρνούμαι τη φιλαυτία μου και τα πάθη μου και τηρώ τις εντολές Του. Αρνούμαι την καλοπέραση που τρέφει τα πάθη και κάνω άσκηση, νηστεύω, κακοπαθώ για χάρη του Κυρίου.Αρνούμαι τον εγωισμό, την οίηση, την υπερηφάνεια που συνιστούν το εύκρατο κλίμα όλων των αμαρτιών και των παθών.
Εγκολπώνομαι την ταπείνωση, την ταπεινοφροσύνη στους λογισμούς, την ευτέλεια σ’ όλες μου τις κτήσεις, την έσχατη θέση κάθε στιγμή, την ατιμία και την περιφρόνηση του κόσμου για χάρη του Χριστού. Προσεύχομαι αδιάλειπτα και δίνω κάθε σκέψη μου σ’ Αυτόν τον Λατρευτό της καρδιάς μου. Ζητώ να βασιλεύει Αυτός σ’ όλη μου την ύπαρξη. Επιθυμώ ο Κύριος να κυβερνά τα συναισθήματα, το θυμό, τις επιθυμίες και τα διανοήματά μου, το σώμα μου και την ψυχή μου.
Προσπαθώ κάθε μου βλέμμα να είναι γι’ Αυτόν, κάθε μου άκουσμα, κάθε μου λόγος, κάθε μου κίνηση, κάθε μου ενέργεια, κάθε κίνηση της ψυχής μου να είναι όλα για τον Κύριο και μόνο γι’ Αυτόν. Προσπαθώ να έχω ενεργό το Άγιο Πνεύμα μέσα μου διότι μόνο δι’ Αυτού θα μπορέσω να κατορθώσω και να ζήσω όλα όσα ανέφερα προηγουμένως. Η αγάπη προς τον Θεό δεν είναι απλώς μία αρετή, δεν είναι ένα ανθρώπινο κατόρθωμα, αλλά ένα θεανθρώπινο επίτευγμα !
Είναι το αποτέλεσμα της συνεργασίας της Θείας Χάρης με την ανθρώπινη θέληση
«Όταν λέμε αγάπη» μας διδάσκει ο Γέρων Πορφύριος «δεν είναι οι αρετές που θ ἀποκτήσουμε αλλά η αγαπώσα καρδία προς τον Χριστό και τους άλλους.
Το καθετί εκεί να το στρέφουμε. Βλέπουμε μία μητέρα να έχει το παιδάκι της αγκαλιά, να το φιλάει και να λαχταράει η ψυχούλα της; Βλέπουμε να λάμπει το πρόσωπό της, που κρατάει τ ἀγγελούδι της;
Όλ’αυτά ο άνθρωπος του Θεού τα βλέπει, του κάνουν εντύπωση και με δίψα λέει: «Να είχα κι εγώ αυτή τη λαχτάρα στον Θεό μου, στον Χριστό μου, στην Παναγίτσα μου, στους αγίους μας!». Να, έτσι πρέπει ν ἀγαπήσομε τον Χριστό, τον Θεό. Το επιθυμείς, το θέλεις και το αποκτάς με τη χάρη του Θεού».
Όσιος Γεώργιος της Τσερνίκα
Ο Όσιος Γεώργιος της Τσερνίκα γεννήθηκε το 1730 μ.Χ. στην Σάλιστα του Σιμπιού στην Τρανσυλβανία. Οι διωγμοί ενάντια στους ορθοδόξους και τα καρπάθια μοναστήρια από τους ουνίτες τον ανάγκασαν να περάσει τα Καρπάθια Όρη και να έρθει στη Μουντένια.
Η μεγάλη του επιθυμία ήταν να πάει στο Άγιον Όρος. Ήταν όμως φτωχός και δεν είχε τον τρόπο. Η Παναγία όμως βλέποντας το ζήλο του τον βοήθησε. Έτσι φτάνοντας στο Βουκουρέστι συναντήθηκε μ’ έναν μητροπολίτη ο οποίος τον πήρε μαζί του στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί έμεινε τρία χρόνια. Όταν ο μητροπολίτης αποτραβήχτηκε από τα καθήκοντά του πήρε μαζί του τον Γεώργιο στη Μονή Βατοπεδίου. Εκεί έβαλε το ράσο και χειροτονήθηκε διάκονος.
Όταν εκοιμήθη ο μητροπολίτης ο Όσιος έγινε υποτακτικός του ηγούμενου Παισίου, του γνωστού Οσίου Παισίου Βελιτσκόφσκυ . Εκείνο τον καιρό o όσιος Παίσιος ασκήτευε στη σκήτη του Προφήτη Ηλία κοντά στη μονή Παντοκράτορος. Από εκεί μετακινήθηκε με όλη την αδελφότητα στις Ρουμανικές χώρες. Αρχικά έμειναν στη Μονή Νταγκομίρνα μετά στη Μονή Σέκου και έπειτα στη Μονή Νέαμτς. Ο όσιος Γεώργιος τον ακολούθησε παντού. Μετά από κάποιο διάστημα επιθυμούσε να γυρίσει στο Άγιον Όρος. Στο δρόμο για το Όρος σταμάτησε στο Βουκουρέστι σ’ έναν παλιό φίλο, τον ιερομόναχο Μακάριο, μαθητής κι αυτός του Οσίου Παισίου. Αυτός παρουσίασε στον Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Γρηγόριο Β΄ ο οποίος βλέποντας έναν τόσο πνευματικό άνθρωπο θεώρησε ότι είναι ¨σταλμένος από το Θεό και τον παρακάλεσε να μείνει σ’ όποιο μοναστήρι θέλει και να φτιάξει μία αδελφότητα.
Ο όσιος βρέθηκε σε δύσκολη θέση και προσευχήθηκε θερμά να δει τι θα κάνει. Μετά από πολλή νηστεία και άσκηση του εμφανίσθηκε ο Αρχιερέας του Χριστού, Άγιος Νικόλαος και επλήσθη η καρδιά του πνευματική χαρά, επειδή του είπε να μείνει εκεί και να καθαρίσει το σπίτι του από τα άγρια θηρία.
Tην επόμενη μέρα ο ΄Όσιος ρώτησε τον πατέρα Μακάριο εάν γνωρίζει που υπάρχει κάποια εγκαταλελειμένη σκήτη του Αγιου Νικολάου,και εκείνος με δυσκολία θυμήθηκε τη σκήτη Τσερνίκα.
Η σκήτη είχε χτιστεί σ΄ένα νησάκι το 1608 μ.Χ., αλλά για άγνωστο λόγο είχε εγκαταλειφθεί και ο τόπος ήταν εντελώς έρημος.Με δυσκολία και περνώντας μέσα από ένα πυκνό δασάκι βρήκαν την εγκαταλελειμένη εκκλησία.Μπαίνοντας μέσα για να προσκυνήσουν τις εικόνες είδαν στο ιερό ένα φοβερό φίδι. Τότε ο Οσιος του είπε με πραότητα: «Μικρούλη μου, μέχρι τώρα έμεινες εσυ εδώ, τώρα είναι η σειρά μας να μείνουμε», και το φίδι προς έκπληξη όλων έφυγε. Το 1784 μ.Χ. η μονή ειχε 130 μοναχούς.
Ο Οσιος Γεώργιος εκοιμήθη ςτις 3 Δεκεμβρίου 1806 μ.Χ. την 7η πρωινή ώρα.
Στις 20-21 Οκτωβρίου 2005 μ.χ. η Ρουμανική Σύνοδος αποφάσισε την αγιοκατάταξη του. Αυτό έγινε επισήμως στις 3 Δεκεμβρίου 2005 μ.Χ. στη μονή Τσερνίκα όπου βρίσκονται και τα άγια λείψανά του.
Άγιος Αγγελής ο Νεομάρτυρας γιατρός από το Άργος
Ο Άγιος Αγγελής ο Νεομάρτυρας μαρτύρησε στη Χίο. Η καταγωγή του ήταν από το Άργος της Πελοποννήσου και ζούσε στο Κουσάντασι (Έφεσο) της Μικράς Ασίας. Εργαζόταν ως πρακτικός γιατρός. Ήταν άνθρωπος ήσυχος, ευλαβής, φιλακόλουθος και ελεήμων.
Κάποια μέρα σε μια συνάντηση έτυχε να βρίσκεται ένας Γάλλος άθεος, ο οποίος χλεύαζε τη χριστιανική πίστη. Ο Αγγελής με παρρησία αντέκρουσε τα επιχειρήματα του Φράγκου. Του πρότεινε μάλιστα να μονομαχήσουν, εκείνος πάνοπλος και ο άγιος μόνο με ένα ξύλο, πιστεύοντας πως θα τον νικήσει με τη δύναμη της πίστης. Ο Γάλλος δέχτηκε. Έκαναν μάλιστα και έγγραφη συμφωνία στην πρεσβεία. Ο Αγγελής έτρεξε στον πνευματικό του, εξομολογήθηκε και ζήτησε την ευχή του. Ο πνευματικός πάσχισε να τον αποτρέψει, αλλά ο Αγγελής επέμενε. Έτσι, ο ιερέας του έδωσε τελικά ευλογία.
Ο Αγγελής έμεινε άγρυπνος όλη τη νύχτα προσευχόμενος και ζητώντας από το Θεό να τον ενισχύσει εναντίον του βλάσφημου Γάλλου. Μ’ αυτό τον τρόπο προετοιμάστηκε πνευματικά για τη μονομαχία. Όμως, ο Θεός δεν επέτρεψε να γίνει τελικά ανθρωποκτονία. Αφού κοινώνησε ο Αγγελής των αχράντων Μυστηρίων, εμφανίστηκε μπροστά στο Γάλλο. Τότε τρόμος και δειλία κυρίευσε τον Φράγκο και μπροστά σε όλους εγκατέλειψε καταντροπιασμένος τη μονομαχία. Έτσι, νικητής ανακηρύχθηκε ο άγιος.
Μετά το γεγονός αυτό, ο Αγγελής κλείστηκε στον εαυτό του. Έμενε διαρκώς στο σπίτι του. Μόνο δύο φίλοι του τον επισκέπτονταν, του έφερναν τροφή και προσπαθούσαν να του διώξουν τη μελαγχολία και την υποχονδρία, όπως νόμιζαν. Αυτός όμως, τους έλεγε να μην κοπιάζουν μάταια, διότι είχε αποφασίσει να μαρτυρήσει για το Χριστό. Νυχθημερόν φανταζόταν τα στίγματα του Χριστού στο σώμα του. Τον κατέτρωγε δυστυχώς η υπερηφάνεια, ότι τάχα νίκησε τον αντίπαλο λόγω της μεγάλης πίστης του. Βρίσκοντας τότε ευκαιρία ο ανθρωποκτόνος διάβολος, του υπέβαλε την ιδέα να τουρκέψει για να μαρτυρήσει στη συνέχεια.
Έτσι, το Σάββατο του Λαζάρου του έτους 1813 μ.Χ., πήγε στους Τούρκους ζητώντας να γίνει μουσουλμάνος. Οι Τούρκοι αρχικά τον έδιωχναν με βρισιές, ύστερα όμως, μπροστά στην επιμονή του, τον δέχθηκαν. Αμέσως μετά την εξώμοσή του, άρχισε να κάνει διάφορες παράλογες πράξεις, ώστε να τον οδηγήσουν στο δικαστήριο, να ομολογήσει τον Χριστό και να μαρτυρήσει. Όμως, δεν έγινε έτσι, αλλά τον έδιωξαν ως τρελό και τον έστειλαν στη Χίο.
Στη Χίο συνέχισε την παράξενη συμπεριφορά. Σε κάθε εκκλησία που συναντούσε έμπαινε μέσα και με λυγμούς έκανε μετάνοιες, χτυπούσε αλύπητα το κεφάλι του στο δάπεδο, τόσο που ο χτύπος ακουγόταν μακριά και ύστερα ασπαζόταν με πολλή ευλάβεια τις εικόνες.
Συμμετείχε στις ακολουθίες λέγοντας τόσο κατανυκτικές προσευχές στον Χριστό, την Παναγία και τους αγίους, ώστε όλοι θαύμαζαν, πώς είχε προσαρμόσει τόσο ωραία και είχε αποστηθίσει όλες εκείνες τις ευχές, οι οποίες προκαλούσαν στους υπολοίπους δάκρυα και συμπάθεια προς τον μάρτυρα. Άλλοτε πάλι, έδινε λειτουργίες στους ιερείς και ελεημοσύνες στους φτωχούς, ώστε να δέονται στο Θεό γι’ αυτόν. Στους Χριστιανούς έλεγε, να προσεύχονται στο Θεό, για να φέρει εις πέρας τον αγώνα του. Αν τον επαινούσαν για την επιθυμία του αυτή, αγρίευε, έβριζε και γινόταν απειλητικός. Προκαλούσε και με άλλους τρόπους τους Τούρκους, για να τους ερεθίσει, ώστε να καταφέρει το σκοπό του.
Κάποτε, ενώ ήταν περίοδος ραμαζανιού, κάθισε κάτω από ένα τούρκικο σπίτι, έπινε νερό και κάπνιζε. Κατέβηκε λοιπόν κάτω ο σπιτονοικοκύρης και έδειρε τον Αγγελή. Άλλοτε πάλι, ενώ ήταν ραμαζάνι, κάθισε μπροστά στην πόρτα του δικαστηρίου, άπλωσε το μαντήλι του, έτρωγε και έπινε κρασί. Κανείς όμως, δεν ασχολήθηκε μαζί του.
Συχνά πήγαινε στον τάφο του αγίου Μακαρίου Νοταρά (βλέπε 17 Απριλίου), καθοδηγητή πολλών νεομαρτύρων και προσευχόταν με δάκρυα αγκαλιάζοντας το μνημείο, ώστε με τις πρεσβείες του αγίου, να αξιωθεί να μαρτυρήσει. Άλλοτε πήγαινε σε ένα εξωκλήσι, όπου συναντιόταν με έναν πνευματικό. Προσευχόταν με πολλή κατάνυξη και συντριβή, μένοντας για πολλή ώρα εκστατικός, λες και αρπαζόταν ο νους του σε θεία θεωρία. Όμως, δεν αποκάλυπτε τις πνευματικές του εμπειρίες αλλά προσποιούταν το σαλό.
Έχοντας πλέον συνειδητοποιήσει ότι ξεγελάστηκε από τον δόλιο δαίμονα, αναγνώρισε την ανθρώπινη αδυναμία του και μετενόησε ειλικρινώς αναθέτοντας όλη του την ελπίδα στον Θεό τότε λοιπόν, ο Θεός τον αξίωσε για εκείνο, που τόσο σφοδρά επιθυμούσε.
Αφού παρέμεινε έξι μήνες στη Χίο, προετοιμαζόμενος πνευματικά, με συντετριμμένη πλέον καρδιά εισήλθε στο στάδιο του μαρτυρίου. Μια μέρα ξυρίζει τα γένια του και πηγαίνει στο τελωνείο. Μόλις τον είδαν οι Τούρκοι απορημένοι τον ρώτησαν γιατί ξύρισε τα γένια του. Εκείνος τους απάντησε, πως όσο ήταν Τούρκος τα άφηνε, επειδή οι Τούρκοι τα έχουν περί πολλού. Τώρα όμως που ξαναέγινε Χριστιανός, τα έκοψε ως περιττά και άχρηστα, επειδή εδώ οι Χριστιανοί συνήθιζαν να ξυρίζονται.
Προσπάθησαν να τον συνετίσουν. Βλέποντας όμως ότι δε γίνεται τίποτα, τον έκλεισαν σιδηροδέσμιο στο κάστρο. Όλη τη νύχτα τον βασάνιζαν. Την άλλη μέρα τον οδήγησαν στον διοικητή του νησιού, όπου είχαν συγκεντρωθεί και οι αγάδες. Επεχείρησαν με υποσχέσεις και απειλές να τον μεταπείσουν. Θέλησαν να τον ανεβάσουν βιαίως στο τζαμί σέρνοντάς τον και χτυπώντας τον άσπλαχνα. Όμως, ο μάρτυρας φώναζε πως ήταν καλύτερα γι’ αυτόν να τον θανατώσουν εκείνη τη στιγμή, παρά να ανέβει στο Τζαμί, διότι ήταν πλέον και πάλι Χριστιανός.
Επειδή ο Αγγελής έμενε σταθερός στο Χριστό, τον έκλεισαν και πάλι στη σκοτεινή φυλακή με τα πόδια στο τουμπρούκι. Την άλλη μέρα, 3 Δεκεμβρίου του 1813 μ.Χ. μη καταφέρνοντας να του αλλάξουν γνώμη, τον οδήγησαν στη θέση Βουνάκι, όπου τον απεκεφάλισαν.
Το μαρτυρικό του λείψανο τρία μερόνυχτα έμεινε στον τόπο της εκτέλεσης. Οι Χριστιανοί προσπαθούσαν να πάρουν κάτι από τα ενδύματα του μάρτυρα ή από το αίμα του, δίνοντας χρήματα στους φρουρούς. Ένας Χριστιανός πρότεινε χιλιάδες γρόσια να πάρει το άγιο λείψανο για ταφή, αλλά οι Τούρκοι δε δέχτηκαν. Επειδή κάποιος ιερέας άρπαξε την τιμία κάρα του αγίου και την καταφιλούσε μπροστά στους Τούρκους, σκλήρυναν τη στάση τους και σήκωσαν το άγιο λείψανο μαζί με την κεφαλή και το χώμα, που είχε βραχεί από το αίμα και τα έριξαν στο πέλαγος σε 25 οργυιές βάθος. Τη νύχτα προσπάθησαν κάποιοι φιλομάρτυρες Χριστιανοί να τα βγάλουν αλλά δεν το κατόρθωσαν.
Ἀπολυτίκιον
Ήχος α'. Χορός αγγελικός.
Χορός αγγελικός Αγγελή Νεομάρτυς, και δήμος Αθλητών, επεκρότησαν άνω, την σην υπέρ της πίστεως, καρτερίαν και ένστασιν, και το πνεύμα σου μετ` ευφροσύνης λαβόντες, ανεβίβασαν, εις ουρανού μετά δόξης, Χριστώ τω Θεώ ημών.
Κοντάκιον
Ήχος γ'.
Ιεράν προσθήκην σε, η των Μαρτύρων χορεία, Αγγελή εδέξατο, εν ουρανώ γηθομένη, ηθλήσας και νυν νομίμως γενναιόφρον, ήσχυνας το των τυράννων άθεον θράσος, και το στέφος εκομίσω, της αφθαρσίας, ξίφει την κάραν τμηθείς.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις Αθλοφόρε νέε Χριστού, Αγγελή τρισμάκαρ, συν Αγγέλων νυν τοις χοροίς, και τοις των Μαρτύρων, και πάντων των Αγίων, ως παρεστώς τω θρόνω, του Παντοκράτορος.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Ύμνοις τε και άσμασιν ευλαβώς, ως Χριστού σε φίλον, ευφημούμεν και κοινωνόν, θείων παθημάτων, αυτού και του θανάτου, σύμμορφον γεγονότα Αγγελή ένδοξε.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Τω Χριστώ συνήφθης αποτμηθείς, την τιμίαν κάραν αξιάγαστε Αγγελή, και συζείς εκείνω και δοξάζεις μάκαρ, εις πάντα τους αιώνας αγαλλιώμενος.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Μη παύση δεόμενος Αθλητά, του Θεού των όλων, υπέρ πάντων των ευσεβώς, σε μακαριζόντων ως Μάρτυρα Κυρίου, ως έχων παρρησίαν, Αγγελή ένδοξε.
Ὁ Οἶκος
Την άνω ζωήν την αγήρω και άληκτον, πόθω επιτεύξασθαι, αγγελώνυμε, και αγγελόφρον Αγγελή, Νεομάρτυς του Χριστού αξιάγαστε, την κάτω την φθαρτήν και επίκηρον νουνεχώς καταλέλοιπας, δι ο εθελουσίως φέρων σ` αυτόν, παρέδωκας τη ωμότητι και ιταμότητι των τυράννων, και το αυτόν άθεον θράσος, και οφρύν την επηρμένη κατέρραξας, τω απτοήτω σου παραστήματι και τη ευτολμία των λόγων σου, δι ων την μεν εκείνων ασέβειαν ήλεγξας, τον δε Χριστόν τρανώς εκήρυξας, Θεόν τέλειον και τέλειον άνθρωπον, παρ ου το στέφος της αφθαρσίας είληφας, υπέρ Αυτόύ ξίφει την κάραν τμηθείς.
Κάθισμα
Ήχος γ'. Την ωραιότητα.
Ρείθροις αιμάτων σου, την γην επίανας, αλλά και θάλασσαν συ καθηγίασας, τω σώματι σου Αγγελή, ο έρριπται απηνεία, και δεινή ωμότητι, εν αυτή του δικάζοντος, όθεν δυσωπούμεν σε, τους εν γη και τους πλέοντας, περίσωζε εκ παντός κινδύνου, τη θεία σου Αθλητά επισκέψει.
Άγιος Γαβριήλ Ιερομάρτυρας Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης
Ο Γαβριήλ ήταν επίσκοπος Γάνου και Χώρας. Βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1657 και διαδέχτηκε στον Πατριαρχικό θρόνο τον απαγχονισθέντα, από τους Τούρκους, Πατριάρχη Παρθένιο τον Γ'. Επειδή όμως ήταν αγράμματος, μετά 12 ημέρες, έφυγε από τον Οικουμενικό Θρόνο και ήλθε στην Προύσα, όπου έγινε προεδρικός Μητροπολίτης Προύσας και παρέμεινε για 10 χρόνια. Εκεί κατηγορήθηκε ότι έφερε στη Χριστιανική πίστη κάποιο Μουσουλμάνο και οδηγήθηκε στο Σουλτάνο και Βεζύρη. Αυτοί αξίωσαν από τον Μάρτυρα ν' αρνηθεί την πίστη του και να δεχτεί τον Ισλαμισμό. Με γενναιότητα ο Γαβριήλ απέρριψε την πρόταση αυτή, με αποτέλεσμα να βασανιστεί σκληρά. Τελικά τον απαγχόνισαν στην Προύσα στις 3 Δεκεμβρίου 1659.
Όσιος Ιωάννης ο ησυχαστής, επίσκοπος Κολωνίας
Γεννήθηκε στη Νικόπολη της Αρμενίας το 454 από τον Εγκράτιο και την Ευφημία και επί βασιλέως Μαρκιανού (450-457). Μετά τον θάνατο των γονέων του, οικοδόμησε ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου και μόναζε εκεί, μαζί με 10 μοναχούς. Λόγω της μεγάλης του αρετής, 28 χρονών, χειροτονήθηκε επίσκοπος Κολωνίας. Για εννιά χρόνια αφού διευθέτησε τα εκεί εκκλησιαστικά πράγματα, πήγε στα Ιεροσόλυμα και κατέλαβε τη Μονή του Αγίου Σάββα. Εκεί απέκρυψε το αληθινό του αξίωμα και ορίστηκε από τον Άγιο Σάββα σαν υπηρέτης στον ξενώνα και στο μαγειρείο, υπακούοντας με κάθε ταπεινοφροσύνη. Βλέποντας ο Άγιος Σάββας τη μεγάλη του αρετή, σύστησε στον επίσκοπο Ιεροσολύμων Ηλία, να χειροτονήσει τον Ιωάννη Διάκονο και Πρεσβύτερο. Τότε ο Ιωάννης, χωρίς να μπορεί να κάνει αλλιώς, φανέρωσε το αξίωμα του και έμεινε στη Λαύρα 12 χρόνια και στη Ρουθά έξι χρόνια. Κατόπιν πέρασε ασκητικά τα χρόνια του σε διάφορες έρημους για 48 ολόκληρα χρόνια και απεβίωσε ειρηνικά 104 χρονών.
Όσιος Θεόδουλος «ο από επάρχων»
Υπήρξε πατρίκιος στα χρόνια του Θεοδοσίου του Μεγάλου (379-395) και ήταν άνδρας διάσημος για τη σύνεση, την αρετή και τη σεμνότητα της ζωής του. Έτσι προήχθηκε στο αξίωμα του Έπαρχου από τον βασιλιά Θεοδόσιο. Βλέποντας όμως τις αδικίες των ισχυρών, αηδίασε και αφού παραιτήθηκε του αξιώματος του, ιδιώτευε. Μετά δύο χρόνια από τον γάμο του, πέθανε η σύζυγός του και αυτός πήγε στην Έδεσσα, αφού μοίρασε τη μεγάλη του περιουσία στους φτωχούς και ευαγή ιδρύματα. Εκεί και ενώ ήταν στο 42ο έτος της ηλικίας του, ανέβηκε πάνω σ' ένα στύλο και με τις πιο αντίξοες συνθήκες έκανε σκληρή άσκηση. Έτσι, με άσκηση και προσευχή, αφού έζησε για άλλα 40 χρόνια πάνω στο στύλο, απεβίωσε ειρηνικά.
Όσιος Θεόδουλος ο Κύπριος, ο σαλός
Κύπριος ασκητής άγνωστης εποχής, που λόγω της μεγάλης του άσκησης, αξιώθηκε διορατικού πνεύματος, υποκρινόμενος τον σάλο (τρελό) και έλεγχε τους ανθρώπους για τις ανομίες που διέπρατταν. Έτσι οσιακά αφού έζησε, απεβίωσε ειρηνικά, το δε λείψανο του γιατρεύει θαυματουργικά πολλές ασθένειες.
Άγιος Θεόδωρος Ιερομόναχος Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας
Τα θερμά κηρύγματα του Αγίου Θεόδωρου, Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας (607-609), η ζωντανή του πίστη, η ακούραστη φιλανθρωπία του προς τους φτωχούς, τους ασθενείς και τους εγκαταλελειμμένους, τραβούσαν σαν δίχτυα μεγάλο πλήθος ειδωλολατρών και τους έφερναν στους κόλπους της χριστιανικής Εκκλησίας. Γι' αυτό κινήθηκαν με θανάσιμο μίσος εναντίον του οι Ιερείς της ειδωλολατρίας, μαζί με τους άρχοντές τους. Και κάποια μέρα, υποκίνησαν πλήθος ειδωλολατρών, μεταξύ δε αυτών μέθυσους και εγκληματίες, και επετέθηκαν κατά του αρχιεπισκόπου Θεοδώρου, τη στιγμή που επέστρεφε από συνοικία, που είχε πάει με δύο Ιερείς για να παρηγορήσει ψυχές και να μοιράσει ελεημοσύνη. Αφού λοιπόν τον έπιασαν, τον έδειραν, τον έφτυσαν, του φόρεσαν ακάνθινο στεφάνι στο κεφάλι και τον τριγυρνούσαν στους δρόμους και τις πλατείες. Όταν το πληροφορήθηκαν οι αρχές, έστειλαν στρατιωτικό απόσπασμα και τον οδήγησαν στον κριτή. Αυθημερόν, μετά την τυπική διαδικασία, επειδή ο Θεόδωρος έμενε αμετακίνητος στην ομολογία του Χριστού, καταδικάστηκε σε θάνατο. Και βεβαίωσε την πίστη και την αγάπη του, αφού υπέστη καρτερικά και γενναία, όχι μόνο τα προηγούμενα μαρτύρια, αλλά και το μαρτύριο του αποκεφαλισμού. Το δε τίμιο λείψανο του, τάφηκε στη δική του πόλη την Αλεξάνδρεια.
Προφήτης Σοφονίας
Έζησε τον 7ο αιώνα π.Χ., επί βασιλέως Ιωσίου. Είναι ο ένατος από τους μικρούς λεγόμενους προφήτες και καταγόταν από τη φυλή του Συμεών ή κατ' άλλους του Λευΐ. Το όνομά του σημαίνει: ο Θεός κρύπτει, δηλαδή περιφρουρεί, προστατεύει. Το προφητικό του βιβλίο διαιρείται σε τρία μικρά κεφάλαια. Στο πρώτο απειλεί τους Ιουδαίους, που παρεξέκλιναν από τον Κύριο στην ειδωλολατρία. Στο δεύτερο προλέγει την καταστροφή της Γάζας, της Ασκαλώνος, της Αζώτου, της Δαμασκού, της Αιθιοπίας, της Ασσυρίας και άλλων ακόμα χωρών. Στο τρίτο ελέγχει την Ιερουσαλήμ για τη διαφθορά της, αλλά και την ονομάζει επιφανή, σαν κοιτίδα λυτρώσεως του ανθρωπίνου γένους. Τέλος, χαιρετίζει με αγαλλίαση τη μέλλουσα εμφάνιση του Κυρίου στη Σιών. Αλλά ο Θεός μίλησε με το Στόμα του προφήτη και να τι είπε για τους άνομους ανθρώπους: «Εξάρω τους ανόμους από προσώπου της γης, λέγει Κύριος... Και τους εκκλίνοντας από του Κυρίου και τους μη ζητούντας τον Κύριον και τους μη αντεχομένους του Κυρίου», Σοφονίας, Α' 3, 6. Θα ξεριζώσω λέει ο Κύριος τους ανόμους από το πρόσωπο της γης. Και θα τιμωρήσω αυτούς που παρεκκλίνουν από τις εντολές του Κυρίου, αυτούς που δεν ζητούν με την προσευχή τους τον Κύριο και δεν κρατούν Αυτόν σαν στήριγμα τους. Ο προφήτης Σοφονίας πέθανε ειρηνικά και τάφηκε στον τόπο των πατέρων του.
Ἀπολυτίκιον
Ήχος α'. Της ερήμου πολίτης.
Συνιείς φερωνύμως των μελλόντων την πρόγνωσιν, εκφαντορικώς προεκφαίνεις, την αιώνιον λύτρωσιν. Σιών γαρ βασιλέα τον Χριστόν, κηρύττεις Σοφονία εμφανώς· παρ' αυτού γαρ ελυτρώθημεν της αράς, Προφήτα οι βοώντες σοι· δόξα τω σε δοξάσαντι Θεώ, δόξα τω σε στεφανώσαντι, δόξα τω δωρουμένω διά σου, πάσι συγχώρησιν.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ήχος β'
Του Προφήτου σου Σοφονίου την μνήμην, Κύριε εορτάζοντες, δι’ αυτού σε δυσωπούμεν· Σώσον τας ψυχάς ημών.
Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2025
Το...σύμπαν έχει τέλος -Άγιος Πορφύριος
Κάποτε, βγήκε από το κελλί του Αγίου ένας επιστήμονας αστροφυσικός και ήταν εντυπωσιασμένος με τις αποκαλύψεις που του έκανε ο Άγιος…
Είχαν αρχίσει να μιλάνε για τα ουράνια σώματα, για τα άστρα και για το μυστήριο του σύμπαντος. Αφού είπανε διάφορα, ο Άγιος ρώτησε:
- Τώρα με τί ασχολείστε; Τί σας απασχολεί;
- Ερευνούμε εάν έχει κάποιο τέλος το σύμπαν ή όχι.
- Έχει.
- Τί έχει;
- Έχει τέλος.
- Και εσύ που το ξέρεις;
- … Πήγα!
Το φαινομενικό άπειρο διάστημα έχει ένα τέλος, διότι άπειρος είναι μόνο ο Θεός. Έτσι του λύθηκε η απορία.
Μαρτυρία κ. Παναγιώτη , Κόρινθος
«Όσιος Πορφύριος ο προφήτης, Μαρτυρίες», τόμος Α', έκδοση Αγιοπαυλίτικο Ιερό Κελλί Αγίων Θεοδώρων Άγιον Όρος
Τώρα κατάλαβες τι θα πει προσευχή;
Μαρτυρία ιερομονάχου Μεθοδίου,ηγουμένου Ι.Μ.Τιμίου Προδρόμου, Καψά Σητείας,Κρήτη.
....Θυμάμαι μία μέρα που αισθάνθηκα την ανάγκη να μιλήσω μαζί του, (Αγ.Πορφύριο) του τηλεφώνησα και σήκωσε το τηλέφωνο μία γυναίκα που τον διακονούσε και αμέσως μου λέει :
-Πριν από λίγα λεπτά μου είπε ο παππούλης ότι σε λίγο θα χτυπήσει το τηλέφωνο. Μου είπε να το σηκώσω, γιατί είναι ο π.Μεθόδιος από την Κρήτη. Είστε εσείς ο πατέρας Μεθόδιος;
Ξαφνιάστηκα γιατί δεν είχαμε συνεννοηθεί και μόλις συνήλθα της είπα :
-Ναι εγώ είμαι.
Αργότερα έμαθα από τον κύριο Εμμανουήλ Καπετανάκη ότι αυτή η γυναίκα λεγόταν Ξένη Μακρυγιάννη και ήταν μουσικός. Εκείνη την ημέρα ήταν στο κελί του Αγίου και τον ερώτησε:
- Γέροντα θέλω να μου πεις τι είναι η προσευχή.
-Κάθισε...Υπάρχει στην Κρήτη ένας ασκητής, στην Ι.Μ.Καψά, και λέγεται π.Μεθόδιος. Τώρα θα κάνω προσευχή και θα μας πάρει τηλέφωνο.
Σήκωσε τα χέρια του και προσευχήθηκε σιωπηλός.Τότε ήταν που αισθάνθηκα την ανάγκη και του τηλεφώνησα. Αφού μίλησα με τον Άγιο, είπε στην Ξένη :
-Τώρα κατάλαβες τι θα πει προσευχή; Άντε τώρα σύρε στο καλό.
Η Ξένη έγινε μοναχή και είναι σήμερα ηγουμένη στην Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου στο Σικάγο.
Ο ΟΣΙΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ-ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
ΑΓΙΟΠΑΥΛΙΤΙΚΟ ΙΕΡΟ ΚΕΛΛΙ ΑΓΙΩΝ ΘΕΟΔΩΡΩΝ "ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ"ΤΟΜΟΣ Α' ΣΕΛ 169
Ο Άγιος Πορφύριος είχε τα μάτια του Χριστού μας γιατί είχε την καρδιά Του(τον τρόπο αγάπης Του)!
Απόψε το βραδάκι, πρώτα ο Θεός, θα αγρυπνήσουμε για τον Άγιο μας Πορφύριο….
Έτσι ως αντίδωρο ευγνωμοσύνης κι αγάπης λίγο κόπο, λίγο από τον ύπνο μας….
Ο Άγιος Πορφύριος είναι ο ‘’βλέπων’’...
Δεν είναι που έβλεπε που υπάρχει νερό κάτω στην γη,τι συνέβαινε στο παρελθόν της ιστορίας,τι είναι γραμμένο στην ‘’αυριανή σελίδα’’ της ζωής μας, τι κουβαλούσαν οι άνθρωποι που τον πλησίαζαν στο νου και την καρδούλα τους….
Είναι που είχε μπρος του τις αμαρτίες του…..Θα μου ποιες αμαρτίες είχε ο άγιος;
Αυτό συνέβαινε σε όλους τους ανθρώπους του Θεού, όσο πιο πολύ πλησίαζαν προς τον Θεό και το Φως Του τόσο έβλεπαν τα σκοτάδια τους μέσα τους, όσο πιο πολύ γευόντουσαν την ευσπλαχνία Του τόσο αισθάνονταν χρεωμένοι της αγάπης Του…
Πολλές φορές σιγοψιθύριζε έναν στίχο από την ακουλουθία της Μεταλείψεως:
''Οἶδα, Σῶτερ, ὅτι ἄλλος,ὡς ἐγώ, οὐκ ἔπταισέ σοι
οὐδὲ ἔπραξε τὰς πράξεις,ἃς ἐγὼ κατειργασάμην.
Ἀλλὰ τοῦτο πάλιν οἶδα,ὡς οὐ μέγεθος πταισμάτων,
οὐχ ἁμαρτημάτων πλῆθος,ὑπερβαίνει τοῦ Θεοῦ μου
τὴν πολλὴν μακροθυμίαν,καὶ φιλανθρωπίαν ἄκραν·....''
Ο Άγιος μας είχε τα μάτια του Χριστού μας και παραμέριζε σαν Εκείνον κάθε βρωμιά που κάλυπτε τις ψυχές που τον πλησίαζαν και έβρισκε και αναδείκνυε
κείνα τα θαμμένα κομμάτια μας τα φωτεινά που καμιά φορά ούτε εμείς δεν τα ξέρουμε….
Για αυτό έφτασε στο σημείο να πει(άκουσον….άκουσον!):
‘’Την πιο καλή ψυχή την είδα σε μια πόρνη της Ομόνοιας.Μπαίνει γονατιστή στον Αγ. Γεράσιμο και μπουσουλώντας φτάνει στο παγκάρι χωρίς να σηκώσει καθόλου το κεφάλι της!Ξέρω πως κάποτε θα έρθει σε μένα…..
Έβλεπε με την χάρη του Θεού την ημέρα της μετάνοιας της και σαν φιλόστοργος πατέρας περίμενε με την αγκάλη του ανοιχτή…..
Ε….πείτε μου αυτό δεν κάνει κι ο Θεός με μας……
Ο Άγιος Πορφύριος είχε τα μάτια του Χριστού μας γιατί είχε την καρδιά Του(τον τρόπο αγάπης Του)!
π.Ιωάννης Παπαδημητρίου
Άμα η ψυχή σας επαναλαμβάνει με λατρεία, με πόθο τις πέντε λέξεις, «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», δεν χορταίνει.
Η νοερά προσευχή γίνεται μόνο από εκείνον που έχει αποσπάσει την χάρη του Θεού. Δεν πρέπει να γίνεται με τη σκέψη, «να τη μάθω, να την καταφέρω, να τη φθάσω», γιατί μπορεί να οδηγηθούμε στον εγωισμό και στην υπερηφάνεια. Χρειάζεται πείρα, λαχτάρα, αλλά και σύνεση, προσοχή και φρόνηση, για να είναι η προσευχή καθαρή και θεάρεστη. Ένας λογισμός, «είμαι προχωρημένος», τα χαλάει όλα. Τι να υπερηφανευθούμε; Δεν έχομε τίποτα δικό μας. Αυτά τα θέματα είναι λεπτά.
Να προσεύχεσθε χωρίς να σχηματίζετε στο νου σας εικόνες. Να μη φαντάζεσθε τον Χριστό. Οι Πατέρες ετόνιζαν το ανεικόνιστον στην προσευχή. Με την εικόνα υπάρχει το ευόλισθον, διότι ενδέχεται στην εικόνα να παρεμβληθεί άλλη εικόνα. Ενδέχεται και ο πονηρός να κάνει παρεμβολές και να χάσομε την χάρη.
Η ευχή να γίνεται μέσα μας με το νου και όχι με τα χείλη, για να μη δημιουργείται διάσπαση και ο νους να πηγαίνει από δω κι από κει. Με έναν απαλό τρόπο εμείς να βάλομε στο νου μας τον Χριστό, λέγοντας απαλά απαλά:
«Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».
Να μη σκέπτεσθε τίποτα, παρά μόνο τα λόγια «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Τίποτ’ άλλο. Τίποτα. Ήρεμα, με τα μάτια ανοικτά, για να μην κινδυνεύετε από φαντασίες και πλάνες, με προσοχή και αφοσίωση να στρέφεσθε στον Χριστό. Να λέτε την ευχή με τρόπο απαλό και όχι συνέχεια, αλλά όταν υπάρχει διάθεση και ατμόσφαιρα κατανύξεως, η οποία είναι δώρο της θείας χάριτος. Χωρίς την χάρι αυτοϋπνωτίζεσαι και μπορεί να πέσεις σε φώτα και πλάνη και παράκρουση.
Να μη γίνεται η ευχή αγγάρεια. Η πίεση μπορεί να φέρει μία αντίδραση μέσα μας, να κάνει κακό. Έχουν αρρωστήσει πολλοί με την ευχή, γιατί την έκαναν με πίεση. Κάτι γίνεται, βέβαια, κι όταν το κάνεις αγγάρεία, αλλά δεν είναι υγιές.
Ούτε να χρησιμοποιείτε τεχνητούς τρόπους. Δεν χρειάζεται ούτε μικρό σκαμνάκι, ούτε σκύψιμο της κεφαλής, ούτε κλείσιμο των ματιών.
Λένε πολλοί: «Κάτσε σ’ ένα μικρό σκαμνάκι, σκύψε και στύψου και συγκεντρώσου».
Αλλά πού… Δοκιμάστε να δείτε. Δεν είναι ανάγκη να συγκεντρωθείτε ιδιαίτερα, για να πείτε την ευχή. Δεν χρειάζεται καμία προσπάθεια, όταν έχει θείο έρωτα. Όπου βρίσκεσθε, σε σκαμνί, σε καρέκλα, σε αυτοκίνητο, παντού, στο δρόμο, στο σχολείο, στο γραφείο, στη δουλειά μπορείτε να λέτε την ευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», απαλά, χωρίς πίεση, χωρίς σφίξιμο. Να μη δένεσθε με τον τόπο. Το παν είναι ο έρωτας στον Χριστό. Άμα η ψυχή σας επαναλαμβάνει με λατρεία, με πόθο τις πέντε λέξεις, «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», δεν χορταίνει. Είναι λέξεις αχόρταστες! Σ’ όλη σας τη ζωή να τις λέτε. Κρύβουν τόσους χυμούς!
Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου
Βίος και Λόγοι
Η απελπισία και η απογοήτευση είναι παγίδα του σατανά
Η απελπισία και η απογοήτευση είναι το χειρότερα πράγμα. Είναι παγίδα του σατανά, για να κάνει τον άνθρωπο να χάσει την προθυμία του στα πνευματικά και να τον φέρει σε απελπισία, σε αδράνεια και ακηδία. Ο άνθρωπος τότε αχρηστεύεται. Λέει: ''Είμαι αμαρτωλός, άθλιος, είμαι τούτο, είμαι κείνο... Έπρεπε τότε, δεν έκανα τότε, τώρα τίποτα... Πάνε τα χρόνια μου χαμένα, δεν είμαι άξιος''. Του δημιουργείται ένα αίσθημα κατωτερότητος, ένας άκαρπος αυτοεξευτελισμός. Είναι ψευτοταπείνωση. Όμως εμείς, να μην γυρίζουμε πίσω και να λέμε τι δεν κάναμε. Σημασία έχει, τι θα κάνομε τώρα, απ' αυτή τη στιγμή και έπειτα. Όπως λέει ο Απόστολος Παύλος: ''Τα μεν οπίσω επιλανθανόμενος, τοις δε έμπροσθεν επεκτεινόμενος''
Όσιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης
Γέρων Πορφύριος: Aνοίγεις τα χέρια σου στο Χριστὸ
(Ἕνας τρόπος πνευματικῆς ζωῆς)
Συντομογραφίες:
Γ.Π.: Γέροντας Πορφύριος
Ε. : Επισκέπτης
Υ. : Υποτακτικός
- Γ.Π.: Η ζωή η πνευματική διέπεται από τρόπους. Καλά τα λέω; Ε, τάδε;
- Υ.: Όχι ακριβώς, αλλά θέλει τρόπους.
- Γ.Π.: Δηλαδή χρειάζονται τρόποι. Δηλαδή να! Σου έρχεται αυτό, ας πούμε (δηλ. ένας πειρασμός), τι πρέπει να κάνεις; Θα καθίσεις να σε βουτήξει, να σε σφίξει;
Χρειάζεται ένας τρόπος. Αλλά αυτόν τον τρόπο δεν μπορεί να τον έχω και εγώ και εσύ κι' ο άλλος, κι' ο άλλος. Είναι πάρα πολλοί τρόποι και κάθε ένας ευχαριστείται η κατορθώνει να κάνει ένα τρόπο, για να διώχνει το αντίθετο, τας ενοχλήσεις του αντιθέτου πνεύματος.
Μέσα σε όλους τους τρόπους είναι και ένας τρόπος που λέγεται περιφρόνησις. Δηλαδή βλέπεις ότι έρχεται κάποιος, δηλαδή ο εχθρός, ο αντίθετος, το αντίθετο πνεύμα, έρχεται να σε βουτήξει κι εσύ κάνεις έτσι... Δεν το κοιτάζεις, δεν τρομοκρατείσαι, δεν σφίγγεσαι, δεν κάνεις έτσι να το βγάνεις από μέσα σου, αλλά κάνεις... ανοίγεις. Κάνεις έτσι... δηλαδή, πως να πούμε; ενώ έρχεται το αντίθετο, εσύ ανοίγεις τας αγκάλας σου, ανοίγεις τα χέρια σου στο Χριστό. Ε! πως, ας πούμε, το παιδάκι, που βλέπει κάποιο θηρίο, κάποιο σκύλο, κάποιο άγριο να έρχεται: ουά μπαμπά! και τρέχει και αγκαλιάζει το μπαμπά του, και όταν τον πλησιάζει δεν φοβείται. Ε! λοιπόν αυτό είναι ένας τρόπος. Αλλά αυτός ο τρόπος που φαίνεται τόσο εύκολος (θέλει προσοχή). Δηλαδή αισθάνεσαι ότι έρχεται να σε καταλάβει, ε, λες τι πρέπει να γίνει; Μου είπε ο γέροντας να τον περιφρονώ τον λογισμό αυτόν. Ε.... πας να τον περιφρονήσεις. Όταν το καταλάβει εκείνος, αμέσως σε βουτάει, σε σφίγγει, σε καθηλώνει και... κάνεις εκείνο που θέλει αυτός, όχι αυτό που θέλεις εσύ... Με καταλάβατε; Τότε; «Ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος». Τι πρέπει να κάνω; Το μυστικό είναι πως μπορούμε, (να είμαστε όμως, πρέπει να είμαστε κι άξιοι), πως μπορούμε, με τη θεία χάρη, να κάνουμε αυτό το άνοιγμα, οπότε και «εζήτησα αυτόν και ουχ ευρέθη ο τόπος αυτού». Μωρέ αυτό, τάδε, άμα τ' ακούσεις καμμιά φορά να το ιδούμε που είναι, να δούμε και την εξήγησή του. Α, δεν μπορείς να το βρεις;
- Υ.: Μπορώ.
- Γ.Π: Άντε βρες το.
(Στο σημείο αυτό ο κρατών το μαγνητόφωνο απομακρύνεται για να βρει το χωρίο που ζήτησε ο Γέροντας και η ηχογράφησις διακόπτεται. Όταν επανήλθε ο Γέροντας μιλούσε για την μοναχική άσκηση. Έλεγε:)
- Γ.Π: Για να σταθείς εδώ, πρέπει να υπάρχει αγρυπνία, σωματική εργασία. Το ξέρετε; Αυτό (δεν κατορθώνεται όταν) δεν υπάρχει πολλή εργασία. Αυτά δεν έχει... (δεν πετυχαίνονται χωρίς ενθουσιασμό). Οπότε άμα γύρεις λίγο προς τα πίσω, κατά πίσω, γκουπ, κοιμάσαι κιόλας, πάν' και τα ψαλτήρια, πάν' και οι κανόνες.
- Ε.: Ε, πάει και η λειτουργία
- Γ.Π: Πάει κι η λειτουργία. Και είναι μία μεγάλη παγίδα του σατανά για τους ανθρώπους που λατρεύουν το Θεό. Τους φέρνει σε μία τέτοια κατάσταση και τα χάνουν όλα και το λένε: «δεν μπορώ στην εκκλησία, αποκοιμώμαι, δεν μπορώ». Είναι ένα είδος χαυνότητος, που ο άνθρωπος πράγματι τα χάνει. Αλλά είναι πειρασμική ενέργεια, παιδιά. Μεγάλη πειρασμική ενέργεια! Λοιπόν...
Και ο λογισμός ο αντίθετος, όταν δεις το αντίθετο πνεύμα να έρχεται να σε εμποδίσει από την πνευματική αυτή εργασία, που κάνεις, ε... πρέπει να στρέψεις, όπως είπαμε, έτσι...
- Ε.: Άνοιγμα
- Γ.Π: Ε! Ν' ανοίξεις, ν' ανοίξεις.
Αυτό είναι που λέμε η φόρμα. Αν δεν κατορθώσεις, αν δεν κατορθώσεις αμέσως να γίνει αυτό το πράγμα... σε βούτηξε. Και εφόσον θα προσπαθείς να το διώξεις, αυτό θα σ' έχει συλλάβει έτσι... και θα σ' έχει εκεί. Εδώ θα πας. Ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος! Το’ χετε ακούσει αυτό, ε; Βοηθήστε με όμως. Το ηύρες, τάδε;
- Υ.: Μάλιστα «Είδον αυτόν υπερυψούμενον υπέρ τας κέδρους του λιβάνου»
- Γ.Π.: Τι είναι αυτό πάλαι...;
- Υ.: Γέροντα, εδώ λέει : «Και έτι ολίγον κι ου μη υπάρξει ο αμαρτωλός. Και ζητήσεις τον τόπον αυτού και ου μη εύρεις». Αυτό εννοείτε;
- Γ.Π.: Δεν... δεν... και εζήτησε αυτόν και ουχ ευρέθη ο τόπος αυτού. Τα μπερδεύω κιόλας. Μου ήρθε αυτό, το είπα. Εν πάση περιπτώσει και αυτό πάει λίγο. Ενώ έχω διάφορα. Πως το λέει... για πέστο...
- Υ.: Και έτι ολίγον και ου μη υπάρξει ο αμαρτωλός. Και ζητήσεις τον τόπον αυτού και ου μη εύρεις. Δεν θάναι αυτό.
- Γ.Π.: Αυτό. Δεν πάει αυτό;
- Ε.: Μπορεί... κι αυτό;
- Γ.Π.: Ναι αλλά εγώ το ήξερα έτσι πιο ζωηρά.
- Υ.: Είναι σε άλλο μέρος αυτό;
- Γ.Π.: Ε, βρες το. Και εζήτησα αυτόν και ουχ ευρέθη ο τόπος αυτού. (Ψαλμ. 36,36)
- Υ.: Υπερυψώθη υπέρ τας κέδρους του Λιβάνου, λέει αυτό.
- Γ.Π.: Και εζήτησα αυτόν και ουχ, βρε παιδιά μου. Και εζήτησα αυτόν και ουχ ευρέθη ο τόπος. Εν πάση περιπτώσει είναι ένα μυστικό. Δηλαδή αισθάνεσαι ότι θα έρθει αυτό και κάνεις έτσι... αμέσως. Πρέπει να προλάβεις να κάνεις έτσι. Να! Να σας πω ένα δικό μου. Μια μέρα, (έχω εδώ ένανε ο οποίος δεν μου κάνει υπακοή καθόλου) λοιπόν και μια μέρα του λέω: Άκουσε, παιδί μου, να κάνεις αυτό. Λέει: Όχι, δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Του λέω: Σε παρακαλώ, κάντο προς χάριν μου. (Ήτανε κάποια ανάγκη να μου κάνει, καταλάβατε;) Και εκεί λοιπόν που του έλεγα, αυτός, μου λέει: Αυτό δεν το επιτρέπει η επιστήμη, δεν είναι έτσι που το λέεις, δεν μπορώ εγώ να το κάνω. Η επιστήμη το λέει έτσι. Του λέω: ρε παιδί μου, την επιστήμη θα κοιτάξουμε τώρα; Κάνε μια υπακοή σε μένα. «-Όχι, δεν μπορώ.» Εκείνη τη στιγμή λοιπόν πάει ενικήθηκα και μου ήρθε ν' αγανακτήσω. Αλλά εκεί, εκεί που πήγε να με κάνει έτσι για να αγανακτήσω, έκανα έτσι: «Θεέ μου, συγχώρεσέ με και δος φώτιση στον άνθρωπό σου, στην ψυχή που την κατέχει ο πειρασμός. Άρχισα να προσεύχομαι και να συγκινούμαι! Δηλαδή το μυστικό είναι... εκεί που ήταν να ξεσπάσει έτσι, το πρόλαβα και δεν οργίστηκα. Είναι δική μου αυτή, η... αυτή θέλω να πω, η πείρα. Πως να το πω... κακό είναι που το λέω;
- Ε.: Ο τρόπος.
- Γ.Π.: Ο τρόπος. Κακό είναι που το λέω; τι είναι αυτά που λέει. Δεν είναι σωστά. Σωστά είναι, για δεν είναι σωστά; Μπορεί να το πει κανείς ότι πήγα να πάθω αυτό και με τη χάρη του Κυρίου το γλύτωσα και τόκανα έτσι; Το μετέτρεψα με τη χάρη του Θεού; Είναι αμαρτία;
- Υ.: Εφόσον είναι προς διδασκαλίαν, Γέροντα, και προς σωτηρίαν γιατί να είναι αμαρτία; Εκ της πείρας δεν ωμιλούν οι πατέρες;
- Γ.Π.: Εγώ να σας πω, ασχολούμενος με την υπακοή έχω στερηθεί από διαβάσματα. Μόνο μέσ' στην Εκκλησία. Εκείνα. Δεν έχω διαβάσει. Τους συναξαριστάς του Δουκάκη μου είχανε πάρει και διάβαζα εκεί οι Γέροντές μου. Αλλά θέλω να σας πω ότι, ε, δεν ήξερα πατέρες, ότι ο Άγιος Χρυσόστομος έχει τόσα συγγράμματα, ο Άγιος Βασίλειος, ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, με ακούτε;
- Ε.: Μάλιστα
- Γ.Π.: Και τώρα έμαθα ότι έχουν βγει τα συγγράμματα κι ότι υπάρχουν. Τότε που; στα ασκητήρια των Καυσοκαλυβίων τι είχαμε; Είχαμε αυτά τα... τους βίους των Αγίων, τους Συναξαριστάς του Δουκάκη, κάτι, ε, τέτοια πράγματα, ερμηνείες ας πούμε.
Και ιδίως εκεί είχαμε τον Ευεργετινό, το Λαυσαϊκό, τα Γεροντικά και κάτι τέτοια. Λοιπόν και τώρα να μη μου φύγει αυτό που θέλω να πω. Μου 'φυγε.
- Υ.: Είπατε ότι τώρα μάθατε ότι οι πατέρες εξεδόθησαν.
- Γ.Π.: Α! ναι. Λοιπόν και τώρα εγώ είμαι και τυφλός. Και ούτε και μπορώ να διαβάσω. Λοιπόν και από τη λαχτάρα που είχα, παράγγειλα έτσι κι ένας καλός χριστιανός μάλλον εκεί μου έφερε τους πατέρας. Κι' έφτιαξα μια βιβλιοθήκη και τους βάλαμε εκεί πέρα. Τα συγγράμματα των πατέρων, Χρυσοστόμου, Βασιλείου, Γρηγορίου Θεολόγου, Γρηγορίου, ξεύρω κι' εγώ, εκεί είναι. Πόσα είναι, ρε τάδε...
- Υ.: Καμμιά εκατοστή τόμοι που έχουν εκδοθεί τώρα.
- Γ.Π.: Ε, λοιπόν ακούτε. Και τα έβαλα εκεί και χαίρομαι έτσι να λέω ότι έχω εδώ τους πατέρας και ικανοποιούμαι ψυχικά χωρίς να ξέρω τι λένε. Κεκρυμμένοι θησαυροί. Αλλά, ε, έβαλα όμως και να μου διαβάσουνε, και παίρνει ένα βιβλίο του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, τώρα τα Χριστούγεννα, των Θεοφανείων, λοιπόν, και μου διαβάσανε (δεν αντέχω και πολύ στο διάβασμα ν’ ακούω, το μυαλό μου κουράζεται, διότι δεν στέλνει η καρδιά μου αίμα επάνω να... πάρει δύναμη το μυαλό. Πως να σας το πω: οξυγόνο, πως το λένε). Και θέλω να σας πω, παιδιά, ένα πολύ σπουδαίο. Τους έβαλα και μου διαβάσανε κι εκεί σε ένα σημείο έλεγε ότι... «Θα με ακούσετε», έλεγε μέσα ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, «θα με ακούσετε, αδελφοί μου, εγώ σας μιλάω με το πνεύμα του Θεού αυτή τη στιγμή. Το πνεύμα του Θεού με φωτίζει και θα σας πω αυτά που θα σας πω τώρα». Λοιπόν κι όταν το άκουσα: Πω, πω! λέω, πως τα λέει! Με τι εγωισμό! Και όταν λοιπόν άνοιξα λίγο έτσι και συνέχισα και παρακάτω είπε κάτι άλλο, τότε αισθάνθηκα τι μεγάλη ταπείνωση που είχε ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, πολύ μεγάλη ταπείνωση! Διαβάστε, παιδιά, πάρτε το βιβλίο του κι ιδέστε που λέει αυτό το πράγμα και θα ιδείτε τι ταπείνωση που έχει αυτός. Και όμως στην έκφρασή του παρουσιάζεται με ένα εγωισμό τάχα, που δεν είναι καθόλου εγωισμός. Είναι μία απλότητα και μία μεγάλη ταπείνωση κι αγιωσύνη που έχει και τα λέει με τόσο, έτσι, απλό τρόπο. Και μου έκανε μεγάλη εντύπωση αυτό το πράγμα. Τάδε, τόχεις διαβάσει;
- Υ.: Όχι, Γέροντα
- Γ.Π.: Βέβαια, στον Άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο. Τώρα τις καλές μέρες ήτανε η στα Θεοφάνεια η στο Πάσχα, δεν θυμάμαι. Τόχετε ακούσει;
- Ε.: Όχι.
- Γ.Π.: Ναι αλλά κείνο το μυστήριο, κείνο μου 'κανε εντύπωση. Τώρα που τα λέμε εδώ το θυμήθηκα. Αυτά που ανοίξαμε, ναι, θέλουνε πολλή συζήτηση. Άλλη φορά. Θα έρθω επάνω. Τώρα το καλοκαίρι είναι καλά, αλλά το χειμώνα εκεί πέρα πρέπει να έχω σόμπα.
- Ε.: Ο,τι θέλετε, Γέροντα.
- Γ.Π.: Λοιπόν έτσι χάρηκα πολύ που ήρθατε κι αισθάνθηκα έτσι του μοναστηριού σας τη χάρη και την αγάπη σας και τας ταπεινάς μου ευχάς στον γέροντα, ευχαριστώ πάρα πολύ και πηγαίνετε, έτσι, στην ευλογία του Θεού και στο διακόνημά σας, να προλάβετε οι άνθρωποι να προσκυνήσουν, να πάρουν δύναμη από τον Τίμιο Σταυρό. Η χάρις του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού, η αήττητος και ακατάλυτος και θεία δύναμις του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού μη εγκαταλείπης ημάς τους αμαρτωλούς. Και άμα κι' αυτό που σας είπα, αν θέλετε να το φυλάξετε. Μεγάλη υπόθεσις είναι. Δηλαδή να τρέχετε στην ακολουθία και ν' ακούτε τα μεγαλεία που είναι μέσα στους κανόνας των μεγάλων Ποιητών, που έχουν φτιάξει τους κανόνας των Αγίων, των μαρτύρων, των οσίων, των προφητών. Ακούστε τους κανόνας να δείτε τι ωραία πράγματα που λέγουν. Που να φτάσει η Κλίμακα κι όλα τάλλα πατερικά! Εκεί μέσα είναι θησαυροί βάθους και σοφίας και γνώσεως Θεού. Το παραδέχεσθε;
- Ε.: Ναι, Γέροντα, ναι.
- Γ.Π.: Ε, πάρτε διαβάστε κανόνες, έτσι μόνοι σας. Πάρτε εκεί κανόνες και διαβάστε να δείτε τι ωραία πράγματα! Ε, να! Που αλλού, εσείς, η ψυχή σας, θα ευφρανθεί; Μέσα σ' αυτά τα μεγαλεία του Θεού. Κι όταν τα διαβάζετε, σιγά - σιγά θα έρθει η χάρις κι όταν έρθει η χάρις, τότε σαν τον απόστολο Παύλο που έλεγε ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος, αλλά όταν ήρθε η χάρις, πάνε όλα Πρωτύτερα ήτανε... δεν μπορούσε να κάνει το καλό, ήτανε ανίκανη η ψυχή του να κάνει το καλό. Πήγαινε να κάνει το καλό κι όμως έκανε το κακό. Ουχ ο θέλω καλό, τούτο ποιώ. Το θυμόσαστε; Ε, άλλα μετά όμως, έτσι όπως πήγαινε σιγά-σιγά ήρθε η χάρις, δεν ξέρω, θα πω μία λέξη: ενέσκηψε. Καλά το λέω, τάδε;
- Υ.: Καλά το λέτε.
ΠΗΓΗ
- Γ.Π.: Ενέσκηψε η χάρις του Θεού μέσα στις ψυχές των, μέσα στην ψυχή του. Του ενέσκηψε η Χάρις, ο Χριστός. Και τότε άρχισε να φωνάζει με ενθουσιασμό: «ζω δε ουκέτι εγώ, ζει δε εν εμοί Χριστός. Εμοί δε το ζειν Χριστός». Πάει. Εμπήκε μέσα στην επίγεια εκκλησία, την άκτιστη επίγεια εκκλησία πλέον και δεν υπήρχε γι' αυτόν ούτε θάνατος ούτε τίποτα. Είχε ενωθεί με τον Χριστό και τότε εφώναζε με μεγάλη χαρά γι' αυτό το πράγμα που του έδωσε ο Θεός. Το φώναζε, όπου κι αν πήγαινε, το φώναζε: «Παιδιά, θα σας πω. Πρωτύτερα εταλάνιζα τον εαυτό μου, δεν μπορούσα, ήθελα να κάνω το καλό κι όμως έκανα το κακό. Ήμουν ανίκανος να πράξω το καλό, δεν μπορούσα. Τώρα όμως, παιδιά μου, το αντίθετο έγινε. Είμαι ανίκανος, κατέστην ανίκανος να κάνω το κακό. Δεν μπορώ να το κάνω. Δεν μπορώ να κάνω το κακό τώρα. Ανίκανος. Πρωτύτερα να κάνω το καλό, ανίκανος τώρα να κάνω το κακό. Δεν μπορώ». Και πως μπορούμε να το πούμε; Εμ, δεν πάει. Αντεστράφησαν οι όροι. Να, τότε ανίκανος να κάνει το καλό, τώρα με το Χριστό που ήρθε μέσα του κι έγινε ένθεος η ψυχή του πλέον, δεν μπορούσε. Δεν είναι να του πεις πάρε ένα δισεκατομμύριο άνθρωπε, υπόγραψε ότι αν είναι. Ναι, δεν πιάνει, δεν πάει, δεν μπορεί να το κάνει. Με καταλαβαίνετε; Δεν μπορεί να το σκεφτεί. Δεν, δεν μπορεί. Δεν μπορεί να το βαστήξει μέσα του αυτό το αντίθετο. Με καταλάβατε; Ε, δεν μπορούσε. Δηλ. θέλω να πούμε, που λέμε: δύσκολα. Δεν είναι δύσκολα, παιδιά, αυτά που λέει το ευαγγέλιο κι αυτά που θέλει ο Χριστός. Είναι όλα, όχι δύσκολα, ευκολώτατα όλα, όλα. «Ο γαρ ζυγός μου χρηστός». Πως το λέει ένα άλλο; Λέει: Και αι εντολαί αυτού...
- Ε.: «βαρείαι ουκ εισίν».
- Γ.Π.: Τι, έτσι τα λένε αυτοί; Παραμύθια είναι; Ε, ε... δεν είναι βαρειά. Είναι όλα εύκολα, κι όλα χαρούμενα κι όλα... τι, δεν, δεν είδες κει πέρα που είπα εκείνο «Επιποθεί και εκλείπει η ψυχή μου εις τας αυλάς του Κυρίου». Λιώνει η ψυχή μου στην αγάπη σου Χριστέ μου. Κι ακούς εκεί πέρα κάτι λέξεις, ότι: Τιτρώσκομαι, τιτρώσκομαι της σης αγάπης εγώ. Δεν ξέρω αν τα λέω και καλά όμως. Γιατί δυστυχώς δε, δε... εκεί πέρα έμαθα και διαβάζω εγώ, στο Άγιο Όρος. Δεν ήξερα να διαβάσω. Ήξερα και συλλάβιζα μόνο, όταν πήγα. Είχα πάει πολύ μικρός.
- Ε.: Πόσο χρονών, Γέροντα;
- Γ.Π.: Ε, δώδεκα με δεκατρίο χρονού.
- Ε.: Και φύγατε πόσο χρονών;
- Γ.Π.: Ε, έφυγα έπειτα, να, είκοσι χρονού. Αρρώστησα κι έφυγα απ’ αλλοιώς δεν έφευγα. Μάζευα σαλιγκάρια και άστα από εκεί την έπαθα. Τι ήθελα να πω... Αυτά ήτανε, παιδιά μου. Αυτό είναι να με αξιώσει ο Θεός να έρθω να μπω εκεί μέσα, να αισθανθώ έτσι αυτό το μεγαλείο. Όταν μπαίνετε μέσα ν' ανοίγει η ψυχούλα σας έτσι στην αγάπη του Θεού. Δεν μπορείτε εκεί πέρα.
- Υ.: Γέροντα, μήπως κουραστείτε, μιλάτε μία ώρα...
- Γ.Π.: Ναι, θέλω να πω ότι εκεί δεν μπορείς, άμα μπεις μέσα κι έχεις επίγνωση κι έχεις αγάπη Θεού, δεν μπορείς. Εκεί άλλος γίνεσαι. Είναι έτσι. Σε καθηλώνουν εκεί. Ο αγιασμός σε καθηλώνει. Τόσες ψυχές αγιασμένες που προσηύχοντο κατά καιρούς. Στο καλό. Ναι, αλλά τι θα κάνετε εκεί πάνω στη θεία Μεταμόρφωση άμα πάτε; Ανοίχτε τα χεράκια σας και πέστε: να με συγχωρέσει ο Κύριος κι εμένα τον ταπεινό, εκεί μέσα που είναι τόσο αγιασμένος ο τόπος. Καλά δεν το λέω; Είναι πολύ αγιασμένο το Μοναστήρι σας. Όλα τα Μοναστήρια είναι αγιασμένα, αλλά δεν ξέρω, αυτό το αισθάνομαι πολύ. Έχει... Μία φορά παλαιά ήτανε άνθρωπος καλός εκεί, που είχε μαζέψει ψυχές εκλεκτές, οι οποίες έχουνε πάει κει πάνω τώρα, στο κοιμητήρι. Αυτό είναι το μεγαλείο του Μοναστηριού.
- Ε.: Το όνομά του Γέροντα;
- Γ. Π.: Ε, δεν ξέρω να σου πω τώρα. Τι να το μάθετε; Έχετε ακούσει πως ήτο κάποιος εκεί;
- Ε.: Γι' αυτό ρωτάω.
- Ε.: Δεν έχουμε ακούσει.
- Γ.Π.: Δηλαδή έτσι, πως να πούμε, διαπρεπής άνθρωπος στην πνευματικότητα;
- Ε.: Ηγούμενος;
- Γ.Π.: Εμ, εκεί γέροντας ήταν, δεν ξέρω εγώ. Άντε στο καλό τώρα.
- Ε.: Λοιπόν την ευχή σας, ευχαριστούμε πάρα πολύ.
- Γ.Π.: Δεν μπορώ τώρα, συγχωράτε με.
Άγιος Πορφύριος : " Ο Θεός μου είπε να σου το πώ"
Κάποια φορά ο Γέρων Πορφύριος ξεκίνησε μαζί με τρία πνευματικά τέκνα του να πάνε σ’ ένα μοναστήρι, για να τελέσουν ένα Εσπερινό. Αρχικά, είπαν να πάνε με τα πόδια. Αφού, όμως, περπάτησαν κάποια απόσταση κι επειδή ο Γέρων Πορφύριος ήταν κουρασμένος, σκέφτηκαν, μια και το μοναστήρι εκείνο ήταν κάπως μακριά, να βρουν ένα μεταφορικό μέσον, αντί να πάνε με τα πόδια.
Εκείνη την ώρα φάνηκε από μακριά ένα ταξί. Είπαν τότε στον Γέροντα οι συνοδοί του – και οι τρεις λαϊκοί, όχι κληρικοί– να κάνουν ένα νεύμα στο ταξί να σταματήσει, για να ρωτήσουν τον οδηγό αν μπορούσε να τους μεταφέρει στο μοναστήρι.
«Μη φοβάστε», τους είπε, «θα σταματήσει μόνος του ο οδηγός του ταξί. Αλλά, όταν θα μπούμε στο ταξί, να μη μιλήσει κανένας σας στον οδηγό, μόνο εγώ θα του μιλήσω».
Έτσι κι έγινε. Σταμάτησε ο οδηγός του ταξί, χωρίς αυτοί να του κάνουν νεύμα, μπήκαν μέσα και ο πατήρ Πορφύριος είπε στον οδηγό τον προορισμό τους.
Μόλις ξεκίνησαν, ο οδηγός του ταξί άρχισε να καταφέρεται εναντίον των κληρικών και να τους κατηγορεί για χίλια δυό πράγματα. Και κάθε φορά, που έλεγε κάτι, απευθυνόταν στους τρεις λαϊκούς, οι οποίοι κάθονταν στο πίσω μέρος του ταξί και τους ρωτούσε: «
Έτσι δεν είναι, βρε παιδιά; Τι λέτε κι εσείς;».
Εκείνοι, όμως, τσιμουδιά?? δεν έλεγαν τίποτε, κατά την εντολή του Γέροντος.
Αφού είδε κι απόειδε ο οδηγός ότι δεν του απαντούσαν οι άλλοι, στράφηκε στον Γέροντα Πορφύριο και του είπε:
«Έτσι δεν είναι, παππούλη; Τι λες κι εσύ; Δεν είναι αλήθεια αυτά τα πράγματα, που τα γράφουν κι οι εφημερίδες;».
Του λέει τότε ο Γέρων Πορφύριος: «Παιδί μου, θα σου πω μια μικρή ιστορία, θα σου την πω μια φορά?? δεν θα χρειαστεί δεύτερη». Κι άρχισε να του αφηγείται:
«Ήταν ένας άνθρωπος από το τάδε μέρος (ο Γέροντας το ανέφερε), που είχε ένα ηλικιωμένο γείτονα, ο οποίος είχε ένα μεγάλο κτήμα. Μια νύκτα τον σκότωσε και τον έθαψε. Στη συνέχεια, με διάφορα πλαστά χαρτιά, πήρε το κτήμα του γείτονά του και το πούλησε. Και ξέρεις τι αγόρασε με τα χρήματα, τα οποία πήρε πουλώντας αυτό το κτήμα; Αγόρασε ένα ταξί».
Μόλις άκουσε αυτή την αφήγηση ο οδηγός του ταξί, τόσο πολύ συγκλονίστηκε, που σταμάτησε το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου και φώναξε: «Μη πεις τίποτε, παππούλη μόνο εγώ το ξέρω αυτό κι εσύ».
«Το ξέρει κι ο Θεός», του απάντησε ο Γέρων Πορφύριος. «Εκείνος μου το είπε, για να σου το πω. Και να φροντίσεις απ’ εδώ κι εμπρός ν’ αλλάξεις ζωή».
Διήγηση του Παν. Σωτήρχου. Από το βιβλίο του Κλείτου Ιωαννίδη «Ο Γέρων Πορφύριος. Μαρτυρίες και Εμπειρίες».
Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου της Γεροντίσσης
Η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας της «Γερόντισσας» βρίσκεται στην Ιερά Μονή Παντοκράτορος του Αγίου Όρους και είναι εφέστια εικόνα του Μοναστηρίου. Είναι αντίγραφο της ψηφιδωτής εικόνος της Παναγίας Γοργοεπηκόου, που βρισκόταν στη μονή Παντοκράτορος της Κωνσταντινουπόλεως. Η μορφή της είναι στη θέα γλυκύτατη, ευχάριστη και γεμάτη έλεος, αφήνοντας στον κάθε προσκυνητή αισθήματα χαράς, ευφροσύνης, αγαλλιάσεως, ελπίδας, παρηγοριάς και ευσπλαχνίας, δείχνοντας ότι προστρέχει στην ανάγκη των τέκνων Της και ότι πάντοτε παραμυθεί τους πιστούς Της.
Το πρώτο θαύμα της εικόνας αναφέρεται στους χρόνους της βασιλείας του Αλέξιου Α' του Κομνηνού, όταν αυτός άρχισε να κτίζει το αρχικό μονύδριο 500 μέτρα μακριά από τα σημερινά κτίρια της Μονής, πάνω σε ένα ύψωμα.
Τότε, ενώ οι εργάτες έκτιζαν κανονικά, το βράδυ η εικόνα της Παναγίας μαζί με τα εργαλεία των οικοδόμων έφευγαν αοράτως και όταν το πρωί τα αναζητούσαν τα έβρισκαν στο σημείο όπου είναι σήμερα κτισμένη η Μονή· ήταν βέβαια έρημος ο τόπος. Αφού αυτό έγινε πολλές φορές, τελικά κατάλαβαν ότι ήταν θέλημα της Παναγίας το Μοναστήρι να κτιστεί στον τόπο που η ίδια είχε επιλέξει. Έτσι λοιπόν οικοδομήθηκε ο αρχικός πυρήνας της Μονής.
Την προσωνυμία «Γερόντισσα» την απέκτησε η εικόνα αργότερα, μετά από ένα καθοριστικό, για την ονομασία, θαύμα της Θεοτόκου. Η αρχική της θέση ήταν μέσα στο Ιερό Βήμα, πίσω από την Αγία Τράπεζα. Την εποχή λοιπόν εκείνη ζούσε ένας πολύ ενάρετος, όμως μεγάλος στην ηλικία και ετοιμοθάνατος λόγω ασθένειας, Ηγούμενος. Αυτός γνώρισε το τέλος του κατά Θεία Αποκάλυψη και πεθύμησε να κοινωνήσει τα Άχραντα και Ζωοποιά Μυστήρια του Κυρίου μας. Γι' αυτό και παρακάλεσε τον ιερομόναχο εφήμερο που ιερουργούσε την ημέρα εκείνη να συντομεύσει την Θεία Λειτουργία.
Ο ιερομόναχος, όμως, δεν υπάκουσε αμέσως στην επιθυμία του Ηγούμενου και συνέχισε να λειτουργεί αργά με αποτέλεσμα να επέμβει η ίδια η Παναγία. Ξαφνικά ακούστηκε από την Εικόνα η φωνή Της που τον διέταξε με αυστηρότητα να ολοκληρώσει σύντομα την Θεία Λειτουργία, ώστε να προλάβει να μεταλάβει ο Γέροντας.
Έτσι κι έγινε. Μόλις κοινώνησε ο Γέροντας, εκοιμήθει και από τότε έδωσαν σε Αυτήν την εικόνα Της την προσωνυμία «Γερόντισσα», λόγω της στενής Της σχέσης με τον «Γέροντα». Μετά από αυτό μεταφέρθηκε και τοποθετήθηκε έξω από το Ι. Βήμα στην αριστερή κολώνα του κυρίως Ναού, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα για την διευκόλυνση των προσκυνητών.
Η εικόνα ανακαινίστηκε και επενδύθηκε με νεώτερο αργυρό κάλυμα, υψηλής τέχνης, κατασκευασμένο μετά από εκφρασμένη επιθυμία της ίδιας της Θεοτόκου με έξοδα Κωνσταντινουπολίτισσας αρχόντισσας. Το πιθάρι που απεικονίζεται επάνω στο κάλυμα έγινε προς ανάμνηση θαύματος της Παναγίας.
Τον 17ο αιώνα μ.Χ. υπήρξε εποχή κατά την οποία στο Μοναστήρι δεν υπήρχε καθόλου λάδι. Η έλλειψη όμως των αναγκαίων ήταν τόσο μεγάλη ώστε οι Πατέρες εγκατέλειπαν την Μονή αναζητώντας αλλού τα απαραίτητα για τη ζωή. Ο Ηγούμενος τους προέτρεπε να πιστεύουν και να ελπίζουν στην «Γερόντισσα», όπως προσευχόταν και εκείνος και είχε την ελπίδα σε Αυτή. Επόμενο ήταν η Παναγία μας να μην διαψεύσει τις προσδοκίες του, και ένα πρωί οι πατέρες είδαν να ξεχειλίζει λάδι από την είσοδο της αποθήκης, όπου φυλάσσονται τα άδεια πιθάρια. Μπήκαν στην αποθήκη και είδαν ότι ένα από τα πιθάρια, που σώζεται μέχρι σήμερα, ξεχείλιζε από λάδι. Αντιλήφθηκαν την επέμβαση της Παναγίας και με αυτό το λάδι γέμισαν όλα τα άδεια δοχεία που βρίσκονταν στο Μοναστήρι. Τότε αυτό σταμάτησε να ξεχειλίζει. Από τότε μέχρι σήμερα το λάδι δεν έχει λείψει ποτέ ξανά από το Μοναστήρι Της.
Σε μία επιδρομή Σαρακηνών στη μονή ένας απ' αυτούς προσπάθησε να σχίσει την εικόνα σε κομμάτια, για να ανάψει μ' αυτά το τσιμπούκι του, αλλά έχασε αμέσως τον όρασή του και οι σύντροφοί του πέταξαν την εικόνα σε ένα κοντινό πηγάδι. Ο τυφλός ιερόσυλος παιδεύτηκε τόσο κατά την ώρα του θανάτου του, ώστε παράγγειλε στους δικούς του ακόμα και μετά το θάνατο του να πάνε στο Άγιον Όρος και να βγάλουν την εικόνα από το πηγάδι, πράγμα το οποίο και έγινε, αφού η εικόνα είχε παραμείνει εκεί ογδόντα χρόνια.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς Μήτηρ φιλεύσπλαγχνος, Χριστοῦ τοῦ πάντων Θεοῦ, Γερόντισσα πέφηνας, ἐν συμπαθείᾳ πολλῇ, ἡμῶν Ἀειπάρθενε. Ὅθεν ὑπὸ τὴν σκέπην τῆς θερμῆς σου πρεσβείας, σπεύδοντες καθ’ ἑκάστην, εὐλαβῶς σοι βοῶμεν· Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Ὡς Γεροντίσσῃ ἡμῶν σοι προσπίπτομεν, καὶ ἰσχυρᾷ προστασίᾳ Πανάμωμε. Ἀλλ’ ὦ τοῦ Θεοῦ Μῆτερ Ἄχραντε, μὴ διαλίπῃς ἀεὶ προστατεύουσα, ἡμῶν ἐν κινδύνοις καὶ θλίψεσι.
Μεγαλυνάριον
Χάριν ἀναβλύζει ἡ σὴ Εικών, καὶ παραμυθίας, Θεοτόκε τὸν γλυκασμόν, τοῖς ἐν τῇ πικρίᾳ, παθῶν συνεχομένοις, Γερόντισσα καὶ πόθῳ σὲ μεγαλύνουσι.
Όσιος Ιωαννίκιος ο εν Σερβία
Ο Όσιος Ιωαννίκιος ήταν Σέρβος από τη περιοχή της Ζέτας (σημερινό Μαυροβούνιο) και έζησε τον 13ο αιώνα μ.Χ. Από μικρή ηλικία είχε την μεγάλη αγάπη προς τον Χριστό και νεαρός ακόμα, αποφάσισε να εγκαταλείψει τη κοσμική ζωή και το πατρικό του σπίτι και να ξεκινήσει το μοναχικό του βίο για τον οποίο είχε μεγάλο ζήλο.
Πρώτα μόνασε σε ένα βουνό που ονομάζεται Crna Reka (Μαύρο Ποτάμι) όπου πριν απ΄ αυτόν μόνασε άλλος ένας γνωστός ασκητής, ο Όσιος Πέτρος του Κόρης (st. Petar Koriski). Αλλά όταν έγινε γνωστός για την μεγάλη άσκηση του στους ανθρώπους, ο Όσιος έφυγε στη Ντρένιτσα (Drenica) και κρύφτηκε στο πυκνό δάσος όπου πέρασε ολόκληρη τη ζωή του στην άσκηση και την προσευχή.
Σύμφωνα με την παράδοση, ο Δεσπότης της Σερβίας, Γεώργιος Μπράνκοβιτς (Đurađ Brankovic) έφερε την άρρωστη κόρη του στον Άγιο, την οποία ο Άγιος Ιωαννίκιος θεραπεύτηκε. Για να τον ευχαριστήσει, ο Δεσπότης έχτισε ένα μοναστήρι στην περιοχή εκείνη, που σήμερα είναι γνωστό ως μοναστήρι Ντέβιτς. Στο μοναστήρι αυτό, που βρίσκεται στη περιοχή του Κοσσόβου, βρίσκονται και τα Ιερά λείψανα του Οσίου.
Όσιος Αββακούμ ο ασκητής
Ο Όσιος Αββακούμ ο ασκητής ήταν ένας Κύπριος ασκητής εκ των Αλαμανών.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’.
Τῶν Κυπρίων τὸ κλέος, Καλαμιθάσης τὸ καύχημα, καὶ θαυματουργὸς ἀνεδείχθης, Ἀββακοὺμ πατὴρ ἠμῶν, ὅσιε. Τῆς Σολέας ἀνεδείχθης φαεινός, ὡς λύχνος διαυγέστατος, σοφέ. θεραπεύεις τοὺς νοσοῦντας καὶ τοὺς κωφεύοντας ἅμα, μακάριε. Δόξα τῷ δεδωκότι σοὶ ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ πάσιν ἰάματα.
Όσιος Κύριλλος ο Φιλεώτης
Ο Όσιος Κύριλλος γεννήθηκε το 1015 μ.Χ. στο χωριό Φιλέα της επαρχίας Δέρκων της Θράκης. Κατά το Άγιο Βάπτισμα ονομάστηκε Κυριάκος (Κύριλλος υπήρξε έπειτα το καλογερικό του όνομα) και από μικρός διακρίθηκε στα Ιερά Γράμματα.
Στο εικοστό έτος της ηλικίας του παντρεύτηκε και απόκτησε παιδί. Αλλά επειδή είχε ζήλο στο μοναχικό βίο, όπως όλοι της εποχής εκείνης, αποφάσισε να εγκαταλείψει τη γυναίκα του και το παιδί του και να αποσυρθεί σε μοναστήρι, λέγοντας στη γυναίκα του: «ή να χωρίσουμε, ή να πάμε και οι δύο σε μοναστήρι». Η γυναίκα του όμως δεν δέχτηκε τίποτα από αυτά και έτσι ο Κύριλλος έμεινε στο σπίτι του ζώντας ασκητικά.
Το 1060 μ.Χ. ίδρυσε μοναστήρι στο χωριό εκείνο, του οποίου το ναό ανήγειρε ο Αλέξιος Κομνηνός. Έτσι οσιακά έζησε ο Κύριλλος και κοιμήθηκε ειρηνικά το 1110 μ.Χ.
Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Ως ξένος και πάροικος, των επιγείων τερπνών, ζωήν την ισάγγελον, επολιτεύσω σαφώς, Πατήρ ημών Κύριλλε· όθεν τας ουρανίους, ειληφώς αντιδόσεις, πρέσβευε θεοφόρε, τω Σωτήρι των όλων, δοθήναι τοις σε τιμώσι, χάριν και έλεος.
Άγιος Μωυσής ο Ομολογητής
Ο Άγιος Μωυσής (ή Μωσής) ο Ομολογητής είναι άγνωστος στον Συναξαριστή του Αγίου Νικόδημου. Μνημονεύεται σαν Ομολογητής την 2α Δεκεμβρίου στον Συναξαριστή Delehaye. Ίσως είναι ο ίδιος με τον Μωυσή τον Οικονόμο που αναφέρει ο Παρισινός Κώδικας 1578 την 3η Δεκεμβρίου.
Άγιος Άβιβος ο νέος
Ο Άγιος Άβιβος έζησε στα χρόνια του βασιλιά Λικινίου (307 - 323 μ.Χ.) και ήταν διάκονος στην πόλη Θαλσεΐ.
Επειδή δίδασκε τον λόγο του Θεού περιφερόμενος πόλεις και χωριά, συνελήφθη. Ομολόγησε τον Χριστό μπροστά στον έπαρχο και καταδικάστηκε να καεί ζωντανός στη φωτιά. Οι χριστιανοί αφού πήραν το άγιο λείψανό του, με τιμές το έθαψαν μαζί με αυτά των αγίων μαρτύρων Γουρία και Σαμονά στο μέρος Βηθελακικλά.
Άγιοι Ιωάννης, Ηρακλείμων, Ανδρέας και Θεόφιλος οι Ερημίτες
Οι Άγιοι Ιωάννης, Ηρακλείμων, Ανδρέας και Θεόφιλος κατάγονταν από την πόλη Οξύρρυγχο της Κάτω Αιγύπτου, στη δυτική όχθη του ποταμού Νείλου και ήταν γιοι γονέων χριστιανών. Διάβαζαν τις Άγιες Γραφές και θέλησαν την ερημική ζωή.
Στην έρημο, γνώρισαν κάποιο υπέργηρο ευσεβή ερημίτη και έμειναν κοντά του ένα χρόνο, ασκούμενοι. Όταν πέθανε ο γέροντας τους, αυτοί έμειναν εκεί για 60 ολόκληρα χρόνια με πολλή άσκηση και προσευχή. Κάθε Σάββατο, πήγαιναν στους πλησιέστερους συνοικισμούς και κήρυτταν στους ανθρώπους το λόγο του Θεού. Έτσι στήριζαν ψυχές, μέχρι που ειρηνικά απεβίωσαν.
Αγία Μυρώπη
Η Αγία Μυρώπη (ή Μερόπη) ήταν από τις πιο γενναίες γυναίκες, που μαρτύρησαν στα πρώτα χρόνια της χριστιανικής Εκκλησίας. Έζησε στα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ. και γεννήθηκε στην πόλη Έφεσο. Έχασε νωρίς τον πατέρα της και ανατράφηκε στην πίστη του Χριστού από τη μητέρα της, που καταγόταν από τη Χίο (λέγεται μάλιστα ότι στην Έφεσο, η Αγία πήγαινε καθημερινά στον τάφο της Αγίας Ερμιόνης , θυγατέρας του αποστόλου Φιλίππου και έπαιρνε το αναβλύζον απ' αυτόν μύρο και τον έδινε με αφθονία στους πιστούς, γι' αυτό και ονομάστηκε Μυρώπη).
Όταν ο Δέκιος εξαπέλυσε άγριο διωγμό κατά των χριστιανών, η Μυρόπη με τη μητέρα της άφησε την Έφεσο και πήγαν στη Χίο, όπου ευεργετούσαν απόρους ασθενείς. Αλλά ο διωγμός εξαπλώθηκε και στην ειρηνική Χίο και μεταξύ των θυμάτων ήταν και ο Άγιος Ισίδωρος . Ο ειδωλολάτρης άρχοντας Νουμέριος, διέταξε να μείνει άταφο το σεπτό λείψανο του μάρτυρα. Αλλά η Μυρώπη, αφού διέφυγε της προσοχής του φύλακα, μαζί με τις υπηρέτριές της, πήρε το λείψανο και το έθαψε με μεγάλη ευλάβεια. Τότε ο Νουμέριος διέταξε να τιμωρηθεί αυστηρά ο φρουρός.
Η είδηση συντάραξε την φιλοδίκαια και ειλικρινή κόρη. Γι' αυτό και παρουσιάστηκε χωρίς δισταγμό και είπε όλη την αλήθεια στον άρχοντα. Ο Νουμέριος, χωρίς να συγκινηθεί από την ευψυχία της Μυρώπης, γεμάτος θυμό και εκδίκηση, διέταξε να τιμωρηθεί η Μυρώπη μέχρι θανάτου. Τότε οι στρατιώτες την ξάπλωσαν στη γη και την έδειραν σκληρά με χοντρά ραβδιά. Η ανδρεία της Μυρώπης υπέμεινε τις θανατηφόρες πληγές, χωρίς κραυγή και λιποψυχία.
Εύψυχη με τη θεία χάρη, έμεινε ακλόνητη στην πίστη. Και παρέδωσε μετά από λίγο το πνεύμα της στη φυλακή, ανεβαίνοντας στα αθάνατα σκηνώματα των δικαίων.
Ἀπολυτίκιον
Ήχος α`. Της ερήμου πολίτης.
Καλλιμάρτυς Μυρόπη, και Χριστού Νύμφη άφθορε, νυν Αυτώ παρεστώσα ως ωραία και πάγκαλος, ως λίθους φαιδρούς και διαυγείς, τα στίγματα φέρουσα σαρκός, και αιμάτων την πορφύραν ως βασιλίς περικειμένη ένδοξε, δυσώπει αυτόν υπέρ ημών, των εκ πόθου ευφημούντων σου, ύμνοις επινικίοις και ωδαίς την θείαν άθλησιν.
Κοντάκιον
Ήχος γ`. Η Παρθένος σήμερον.
Φερωνύμως άφθονα, ω Αθληφόρε Μυρόπη, μύρα βρύεις χάριτας, τας των θαυμάτων και νέμεις, άπασι τοις δεομένοις και εκζητούσι, πίστει τε και ευλαβεία προσερχομένοις, τη σορώ σου τη πανσέπτω, ήτις κατέχει Μάρτυς την κόνιν την σην.
Ὁ Οἶκος
Ως νυμφευθείσα τω Χριστώ διά βίου καθαρότητι, και αθλήσεως λαμπρότητα, καλλιπάρθενε Μυρόπη αξιάγαστε, θαυμάτων χάριτας βρύεις φερωνύμως ως μύρα, και νέμεις πάσι τοις πίστει και πόθω, τη παντίμω σορώ σου προσιούσι` ανεκφοίτητος γαρ εν αυτή μένει η του Αγίου Πνεύματος χάρις, ως εν εαυτή κατεχούση, την ιεράν κόνιν την σην.
Κάθισμα
Ήχος δ`. Επεφάνης σήμερον.
Αικισμών ταις στίγμασι, πεποικιλμένη, και βαφαίς αιμάτων σου, πεφοινιγμένη νοερώς, Χριστού εν δόξη παρίστασαι, τω θείω θρόνω, Μυρόπη αοίδιμε.
Όσιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης ο διορατικός και θαυματουργός
Ο όσιος Γέρων Πορφύριος, κατά κόσμον Ευάγγελος Μπαϊρακτάρης, γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1906 μ.Χ., στην Εύβοια, στο χωριό Άγιος Ιωάννης της επαρχίας Καρυστίας. Οι γονείς του, Λεωνίδας Μπαϊρακτάρης και Ελένη, το γένος Αντωνίου Λάμπρου, ήταν ευσεβείς και φιλόθεοι άνθρωποι. Ο πατέρας του, μάλιστα, ήταν ψάλτης στο χωριό και είχε γνωρίσει προσωπικά τον Άγιο Νεκτάριο. Η οικογένειά του ήταν πολυμελής και οι γονείς, φτωχοί γεωργοί, δυσκολεύονταν να τη συντηρήσουν. Γι’ αυτό ο πατέρας υποχρεώθηκε να φύγει στην Αμερική, όπου δούλεψε στην κατασκευή της διώρυγας του Παναμά.
Ο μικρός Ευάγγελος ήταν το τέταρτο παιδί της οικογένειας. Φύλαγε πρόβατα στο βουνό και είχε παρακολουθήσει μόνο την πρώτη τάξη του δημοτικού, όταν αναγκάστηκε και αυτός λόγω της μεγάλης φτώχειας να πάει στη Χαλκίδα για να δουλέψει. Ήταν μόλις επτά χρονών. Εργάστηκε δύο τρία χρόνια σ ἕνα κατάστημα. Μετά πήγε στον Πειραιά, όπου δούλεψε δύο χρόνια στο παντοπωλείο ενός συγγενούς.
Στα δώδεκά του χρόνια έφυγε κρυφά για το Άγιον Όρος, με τον πόθο να μιμηθεί τον Άγιο Ιωάννη τον Καλυβίτη, τον οποίο είχε ιδιαίτερα αγαπήσει, όταν παλαιότερα είχε διαβάσει το βίο του. Η χάρις του Θεού τον οδήγησε στην καλύβη του Αγίου Γεωργίου Καυσοκαλυβίων και στην υποταγή δύο Γερόντων, του Παντελεήμονος, ο οποίος ήταν και πνευματικός, και του Ιωαννικίου, αδελφών κατά σάρκα. Αφοσιώθηκε στους δύο Γέροντες, που κατά κοινή ομολογία ήταν ιδιαίτερα αυστηροί, με μεγάλη αγάπη και με πνεύμα απόλυτης υπακοής.
Έγινε μοναχός σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών και πήρε το όνομα Νικήτας. Μετά από δύο χρόνια έγινε μεγαλόσχημος. Λίγο αργότερα ο Θεός του δώρισε το διορατικό χάρισμα.
Στα δεκαεννέα του χρόνια ο Γέροντας αρρώστησε πολύ σοβαρά, γεγονός που τον ανάγκασε να εγκαταλείψει οριστικά το Άγιον Όρος. Επέστρεψε τότε στην Εύβοια, όπου εγκαταβίωσε στη Μονή του Αγίου Χαραλάμπους Λευκών. Ένα χρόνο αργότερα, το έτος 1926 μ.Χ., σε ηλικία είκοσι ετών, χειροτονήθηκε ιερέας στον Άγιο Χαράλαμπο Κύμης από τον Πορφύριο Γ’ , Αρχιεπίσκοπο Σινά, ο οποίος του έδωσε το όνομα Πορφύριος. Στα είκοσι δύο του έγινε πνευματικός-εξομολόγος και λίγο αργότερα αρχιμανδρίτης. Για ένα διάστημα εργάστηκε ως εφημέριος στους Τσακαίους, χωριό της Εύβοιας.
Στην Εύβοια, στην Ιερά Μονή Αγίου Χαραλάμπους, έζησε δώδεκα χρόνια, διακονώντας τους ανθρώπους ως πνευματικός και εξολόγος, και τρία χρόνια στην Άνω Βάθεια, στην εγκαταλελειμμένη Μονή του Αγίου Νικολάου.
Το 1940 μ.Χ., παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Γέροντας Πορφύριος εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ανέλαβε καθήκοντα εφημερίου και πνευματικού στην Πολυκλινική Αθηνών. Όπως ο ίδιος έλεγε, έζησε εκεί τριάντα τρία χρόνια σαν μία μέρα, ασκώντας ακαταπόνητα το πνευματικό έργο και ανακουφίζοντας τον πόνο και την ασθένεια των ανθρώπων.
Από το 1955 μ.Χ. είχε εγκατασταθεί στα Καλλίσια, όπου είχε μισθώσει από την Ιερά Μονή Πεντέλης το εκεί ευρισκόμενο μονύδριο του Αγίου Νικολάου με την αγροτική περιοχή που το περιέβαλλε, την οποία καλλιεργούσε με μεγάλη επιμέλεια. Εδώ, παράλληλα εξασκούσε το πλούσιο πνευματικό του έργο.
Το καλοκαίρι του 1979 μ.Χ., εγκαταστάθηκε στο Μήλεσι με το όνειρο να χτίσει μοναστήρι. Εκεί ζούσε στην αρχή σε ένα τροχόσπιτο κάτω από ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες και μετά σε ένα απέριττο κελλάκι από τσιμεντόλιθους, όπου και υπέμενε αγόγγυστα τις πολλές δοκιμασίες της υγείας του. Το 1984 μ.Χ. μεταφέρθηκε σε κτίσμα του υπό ανέγερση μοναστηριού, για την ολοκλήρωση του οποίου ο Γέροντας, παρόλο που ήταν πολύ άρρωστος και τυφλός, εργαζόταν ακατάπαυστα και ακαταπόνητα. Με τη θεμελίωση του Καθολικού της Μονής Μεταμορφώσεως, στις 26 Φεβρουαρίου 1990 μ.Χ., αξιώθηκε να δει το όνειρό του να γίνεται πραγματικότητα.
Τα τελευταία χρόνια της επίγειας ζωής του άρχισε να προετοιμάζεται για την κοίμησή του. Επιθυμούσε να αποσυρθεί στο Άγιον Όρος, στα αγαπημένα του Καυσοκαλύβια, όπου μυστικά και αθόρυβα, όπως έζησε, θα έδιδε την ψυχή του στο Νυμφίο της. Πολλές φορές τον άκουσαν να λέει: «Επιδιώκω και τώρα που εγήρασα να πάω και να πεθάνω εκεί πάνω».
Πράγματι, τον Ιούνιο του 1991 μ.Χ., προαισθανόμενος το τέλος του, και μη θέλοντας να κηδευθεί με τιμές, αναχώρησε για το καλύβι του Αγίου Γεωργίου στα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους, όπου είχε καρεί μοναχός πριν από περίπου 70 χρόνια και στις 4:31΄ το πρωί της 2ας Δεκεμβρίου 1991 μ.Χ. παρέδωσε το πνεύμα στον Κύριο, που τόσο αγάπησε στη ζωή του.
Τα τελευταία λόγια που ακούστηκαν από το στόμα του ήταν από την αρχιερατική προσευχή του Κυρίου, αυτά που τόσο αγαπούσε και πολύ συχνά επαναλάμβανε: «ἵνα ὦσιν ἓν».
Στην αγιοκατάταξη του Γέροντος Πορφυρίου προχώρησε η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, κατά την συνεδρίαση της 27ης Νοεμβρίου 2013 μ.Χ., υπό τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο.
Τα κύρια χαρακτηριστικά του
Τα κύρια χαρακτηριστικά του Γέροντος Πορφυρίου σε όλη τη ζωή του ήταν η άκρα ταπείνωσή του, η τέλεια αγάπη του στον Χριστό και τον συνάνθρωπο, η αίσθηση του ότι ανήκει στην Εκκλησία, με μία απόλυτη υπακοή σ΄ αυτήν εν Χριστώ και με μία απόλυτη ενότητα με όλους και η βίωση της αθανασίας και της ελευθερίας από τον φόβο και την κόλαση από αυτή εδώ τη ζωή. Σ΄ αυτά πρέπει να προστεθούν η αγόγγυστη υπομονή του στους αφόρητους πόνους, η σοφή διάκρισή του, η ασύλληπτη διόρασή του, η απέραντη φιλομάθειά του, η εκπληκτική ευρύτητα των γνώσεων του που ήταν καρπός της Χάρης και δώρο Θεού και όχι αποτέλεσμα σπουδής, η ανεξάντλητη φιλοπονία και εργατικότητα του, η αδιάλειπτη ταπεινή και για τον λόγο αυτόν αποτελεσματική προσευχή του, το ακραιφνώς ορθόδοξο, αλλά όχι φανατικό φρόνημά του, οι επιτυχείς συμβουλές του, η πολυμέρεια των διδαχών του, η βαθύτατη ευλάβειά του, το ιεροπρεπέστατο των ακολουθιών που τελούσε, και η μεγάλη φροντίδα του να κρατηθεί μυστική η εκτεταμένη προσφορά του.
Τα ουσιώδη
Προσπαθώντας να εμβαθύνουμε στα ουσιώδη στοιχεία που συγκροτούσαν την προσωπικότητα του Γέροντος Πορφυρίου καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι αυτά ήταν: πρώτον, η ένταξή του στην Εκκλησία κατά έναν ουσιαστικό και όχι τυπικό τρόπο, δεύτερον, η απέραντη αγάπη του στον Χριστό και δι΄ Αυτού στον συνάνθρωπο, που συνοδευόταν από αγία ταπείνωση, τρίτον, η βίωση της εν Χριστώ μυστικής χαράς και τέταρτον η βίωση της εν Χριστώ αθανασίας.
α) Η ένταξη στην Εκκλησία
Ο Γέρων Πορφύριος έλεγε μαζί με όλους τους Αγίους ότι ο Χριστός πρέπει να είναι μέσα στην Εκκλησία. Αυτό σημαίνει ενωμένος με τον Χριστό και με όλους τους ανθρώπους του Χριστού και προπαντός με τον αρχιερέα Του, που επέχει τόπο και τύπο Χριστού. Αλλά αυτό, το να είναι κανείς μέσα στην Εκκλησία δεν είναι κάτι τυπικό. Αυτό άλλωστε πρέπει να σημαίνει η διαθήκη του, στην όποια μας εύχεται να μπούμε στην επίγεια άκτιστη Εκκλησία του Θεού, παρ΄ όλον που επιφανειακά σκεπτόμενοι θα του απαντούσαμε ότι είμαστε ήδη στην Εκκλησία, αφού είμαστε βαπτισμένοι.
Πράγματι είμεθα μέσα στην Εκκλησία, αλλά τόσο μόνο όσο είναι μέσα στην Ελλάδα ο ξένος ταξιδιώτης που πέρασε τα σύνορα της κατά ένα-δύο βήματα. Αυτός, αν και είναι στην Ελλάδα τυπικά και ουσιαστικά και μπορεί να ταξιδέψει παντού σ΄ αυτήν και να τη γνωρίσει όλη, όμως είναι σαν να μην είναι, αφού μόνο δυο βήματα πέρασε στο έδαφός της και τίποτε δεν ξέρει ακόμη από Ελλάδα. Έτσι και ο Χριστιανός που μια φορά πέρασε την πόρτα της Εκκλησίας και μπήκε μέσα σ΄ αυτήν, είναι ουσιαστικά σαν να μην μπήκε, άμα δεν προχωράει διαρκώς βαθύτατα σ΄ αυτήν μέχρι να φθάσει στον θρόνο του Θεού.
Ο Γέροντας είχε δει στην πράξη ότι η Χάρη του Θεού ενεργεί μέσα στην Εκκλησία, ότι οι πιστοί πρέπει να είναι μεταξύ τους ενωμένοι σαν ένα σώμα, το σώμα του Χριστού, ότι κανείς δεν μπορεί να σωθεί όταν ζητά μόνο την ατομική του σωτηρία, ότι η ενότητα ως αίτημα, πόθος και βίωμα του πιστού είναι βασικό στοιχείο της Εκκλησίας και προϋπόθεση της σωτηρίας και ότι η αγάπη, που ωθεί την ψυχή στην ενότητα, είναι απαραίτητη, για να μπει κανείς στην κοινότητα που συνιστά την επίγεια άκτιστη Εκκλησία και να σωθεί εκεί.
β) Η αγάπη
Η κινητήρια δύναμη για τη δημιουργία συμμέτοχων στην ύπαρξη και στη χαρά, για τη μετάδοση της ζωής, είναι η αγάπη. Αυτός που σκέπτεται ότι ο νέος άνθρωπος θα του στερήσει κάτι από την άνεσή του και τη χαρά του δεν σκέπτεται όπως ο Θεός, ο οποίος δημιούργησε το ανθρώπινο Γένος, παρ΄ όλον ότι αυτό Τον παρεπίκρανε (ανθρωποπαθώς μιλώντας). Η μόνη διάθεση, λοιπόν, που αρμόζει σε ανθρώπους πλασμένους εικόνα και καθ΄ ομοίωσιν Θεού, είναι η αγάπη, δηλαδή το άνοιγμα της καρδιάς στο άλλο πρόσωπο, στο Σύ του Θεού και στο σύ του συνανθρώπου.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι με τους όποιους προσπαθεί η Εκκλησία να πείσει τους ανθρώπους να βαδίσουν στον σωστό δρόμο. Όμως ο βασιλικός δρόμος της ευαίσθητης, ποιητικής και ευγενικής ψυχής που σου υπεδείκνυε ο Γέρων Πορφύριος είναι ο δρόμος της αγάπης, του θείου έρωτα προς τον Ιησού Χριστό και η ανιδιοτέλεια, δηλαδή η αδιαφορία για το αν η αγάπη σου στον Χριστό συνεπάγεται χαρές ή οδύνες. Είναι δρόμος γεμάτος αρχοντιά και ανωτερότητα, χωρίς μιζέριες, υπολογισμούς και φόβους, λεβέντικος και άξιος του θείου μεγαλείου και της απόλυτης εμπιστοσύνης στη φιλική διάθεση του Χρίστου που μας αγαπά.
Αυτό συνεπάγεται και μία ωραία μεθόδευση του πνευματικού αγώνα του χριστιανού, την οποία συχνά-πυκνά και με πολλά παραδείγματα ανέπτυσσε. Ας θυμηθούμε μερικά:
- Όταν είσαι σ΄ ένα κατασκότεινο δωμάτιο, μη χτυπάς το σκοτάδι για να το διώξεις. Δεν φεύγει έτσι. Άνοιξε το παράθυρο στο φως, δηλαδή δώσου στην αγάπη του Χριστού και τότε χωρίς κόπο φεύγει το σκοτάδι.
- Όταν έρχεται ο κακός λογισμός, η μελαγχολική σκέψη, ο φόβος, ο πειρασμός να σε καταλάβει, μην πολεμάς μαζί τους να τα διώξεις. Άνοιξε τα χέρια σου στην αγάπη του Χριστού και σε παίρνει στην αγκαλιά του και χάνονται αυτά μόνα τους.
- Όταν ο κήπος της ψυχής σου είναι γεμάτος αγκάθια (πάθη), μην προσπαθείς να τα ξεριζώσεις και βρίσκεσαι διαρκώς τραυματισμένος και μολυσμένος από την ασχολία σου μαζί τους. Δώσε όλη τη δύναμη σου στα λουλούδια της ψυχής σου, πότισέ τα, και τότε τ΄ αγκάθια θα ξεραθούν μόνα τους. Και το καλύτερο λουλούδι είναι η αγάπη σου στον Χριστό. Αν ποτίσεις αυτήν και αναπτυχθεί, όλα τα αγκάθια μαραίνονται.
γ) Η χαρά
Ο Γέρων Πορφύριος αγαπούσε όλους με την αγάπη του Χριστού που είναι μοναδική για τον καθένα. Αλλά η πλούσια καρδιά του Χριστού και όσων ομοιώθηκαν μ΄ Αυτόν, μπορεί ν΄ αγαπά με μοναδικό τρόπο τον κάθε άνθρωπο, που είναι εικόνα του αγαπημένου Χριστού. Και η αγάπη αυτή ελκύει τη Θεία Χάρη, που επιπίπτει στον αγαπώντα σαν χαρά μεγάλη και ανεξάντλητη. Αυτός που αγαπά είναι χαρούμενος, γιατί η αγάπη είναι δόσιμο και το δόσιμο συνεπάγεται τη μακαριότητα, όπως είπε ο Κύριος («μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν», Πράξ. 20,35). Έτσι ζούσε ο Γέροντας στη χαρά που κανείς, ούτε οι πόνοι ούτε οι θλίψεις, δεν αφαιρεί από εκείνον που είναι δοσμένος στην αγάπη του Χριστού. Ο Γέροντας Πορφύριος, ζώντας μέσα στην αγάπη του Χριστού είχε διαπιστώσει εμπειρικά αυτό που γράφει ο Άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής: «ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον» (Α’ Ίω. 4,18) και γι΄ αυτό λέει σε μια ηχογραφημένη συνομιλία του με έμφαση και με γεμάτη πραότητα βεβαιότητα «Ο φίλος, ο αδελφός (ο Χριστός)…! Πώς το φωνάζει αυτό όμως…! και πόσο…! Τί βάθος κρύβεται μέσα σ’ αυτό…! Πολύ βάθος! Δηλαδή είναι το θάρρος. Δεν θέλει τον φόβο ο Χριστός, δεν τόνε θέλει τον φόβο!»
δ) Η αθανασία
Η νίκη πάνω στον θάνατο, η αίσθηση και η βεβαιότητα της αθανασίας είναι ένα βίωμα κοινό σε όλους τους Αγίους και στον Γέροντα Πορφύριο. Λέγει στην προαναφερθείσα ηχογραφημένη συνομιλία του: «Ο άνθρωπος του Χριστού πρέπει ν΄ αγαπήσει τον Χριστό, κι όταν αγαπήσει τον Χριστό απαλλάττεται από τον διάβολο, από την κόλαση και από τον θάνατο». Δεν είναι αυτά λόγια ειπωμένα από κάποιον που συνέλαβε αυτή την αλήθεια με τη σκέψη του. Είναι λόγια βγαλμένα από ένα αληθινό προσωπικό βίωμα και γι΄ αυτό έχουν την αξία μαρτυρίας αυτόπτη μάρτυρα. Δεν αλλάζει το πράγμα από το γεγονός ότι ο Γέροντας Πορφύριος από ταπείνωση και βαθιά αίσθηση της ανθρώπινης ασθένειάς μας λέγει ότι δεν έχει φθάσει σε αυτή την κατάσταση. Μάλλον ενισχύεται η αξιοπιστία του, διότι δεν είναι πλέον ένας που νομίζει ότι έφθασε κάπου. «Δεν έχω φθάσει, αυτό ζητάω, αυτό θέλω. Και στη σιωπή μου και παντού προσπαθώ να ζήσω σ΄ αυτά. Δεν τα ζω όμως, …προσπαθώ. Δηλαδή, πως να σου πω, πως να σας πώ; Δεν έχω πάει σ΄ ένα μέρος, έτσι… ή πήγα μια φορά, το είδα, τώρα δεν είμαι εκεί, αλλά το θυμάμαι, το λαχταράω, το θέλω. Να τώρα, αυτή τη στιγμή, αύριο, μεθαύριο, κάθε στιγμή μούρχεται και το θέλω. Θέλω να πάω εκεί, το ζητάω. Δεν είμαι όμως εκεί… Ναι, αλλά ζω μέσα σ΄ αυτή την προσπάθεια…»
Βεβαιοί ο Άγιος Γρηγόριος ότι το ευρείν τον Θεόν έγκειται εις το αεί Αυτόν ζητείν. Δεν υπάρχει καλύτερη και εγκυρότερη επιβεβαίωση ότι ο Γέρων Πορφύριος βρήκε τον Θεό, και ότι ο δρόμος της αγάπης που μας υποδεικνύει είναι ο συντομότερος, ο ασφαλέστερος και ο καλύτερος για να μας βρει και μας ο Θεός και να περιμαζέψει τον καθένα μας, σαν το ένα απολωλός πρόβατο, με χαρά και με αγάπη και να μας οδηγήσει από αυτήν εδώ τη ζωή στην επίγεια άκτιστη Εκκλησία Του, που είναι χώρα αγάπης, χαράς, ειρήνης και αθανασίας.
Επιστολή Γέροντος Πορφυρίου προς τα πνευματικά του παιδιά
«Αγαπητά πνευματικά μου παιδιά.
Τώρα που ακόμα έχω τας φρένας μου σώας θέλω να σας πω μερικές συμβουλές. Από μικρό παιδί όλο στις αμαρτίες ήμουνα. Και όταν με έστελνε η μητέρα μου να φυλάξω τα ζώα στο βουνό, γιατί ο πατέρας μου, επειδή ήμασταν φτωχοί είχε πάει στην Αμερική για να εργαστεί στην διώρυγα του Παναμά, για εμάς τα παιδιά του, εκεί, που έβοσκα τα ζώα συλλαβιστά διάβαζα τον βίο του αγίου Ιωάννου του Καλλυβίτου και πάρα πολύ αγάπησα τον Άγιο Ιωάννη και έκανα πάρα πολλές προσευχές σαν μικρό παιδί που ήμουνα 12-15 χρονών δεν θυμάμαι ακριβώς καλά και θέλοντας να τον μιμηθώ με πολύ αγώνα έφυγα από τους γονείς μου κρυφά και ήλθα στα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους και υποτάκτηκα σε δυο γεροντάδες αυταδέλφους τον Παντελεήμονα και τον Ιωαννίκιο. Μου έτυχε να είναι πολύ ευσεβείς και ενάρετοι και τους αγάπησα πάρα πολύ και γι’ αυτό με την ευχή τους τους έκανα άκρα υπακοή. Αυτό με βοήθησε πάρα πολύ, αισθάνθηκα και μεγάλη αγάπη και προς τον Θεό και πέρασα πάρα πολύ καλά. Αλλά, κατά παραχώρηση του Θεού, για τις αμαρτίες μου αρρώστησα πολύ και οι Γεροντάδες μου μου είπαν να πάω στους γονείς μου στο χωριό μου εις τον Άγιον Ιωάννη Ευβοίας. Και ενώ από μικρό παιδί είχα κάνει πολλές αμαρτίες όταν ξαναπήγα στον κόσμο συνέχισα τις αμαρτίες οι οποίες μέχρι και σήμερα έγιναν πάρα πολλές. Ο κόσμος όμως με πήρε από καλό και όλοι φωνάζουνε ότι είμαι άγιος. Εγώ όμως αισθάνομαι ότι είμαι ο πιο αμαρτωλός άνθρωπος του κόσμου. Όσα ενθυμόμουνα βεβαίως τα εξομολογήθηκα, αλλά γνωρίζω ότι γι αυτά που εξομολογήθηκα με συγχώρησε ο Θεός, αλλ’ όμως τώρα έχω ένα συναίσθημα ότι και τα πνευματικά μου αμαρτήματα είναι πάρα πολλά και παρακαλώ όσοι με έχετε γνωρίσει να κάνετε προσευχή για μένα διότι και εγώ όταν ζούσα πολύ ταπεινά έκανα προσευχή για σας, αλλ’ όμως τώρα που θα πάω για τον ουρανό έχω το συναίσθημα ότι ο Θεός θα μου πεί: τι θέλεις εσύ εδώ; Εγώ ένα έχω να του πω. Δεν είμαι άξιος Κύριε για εδώ, αλλ’ ότι θέλει η αγάπη σου ας κάμει για μένα. Από εκεί και πέρα δεν ξέρω τι θα γίνει. Επιθυμώ όμως να ενεργήσει η αγάπη του Θεού. Και πάντα εύχομαι τα πνευματικά μου παιδιά να αγαπήσουν το Θεό, που είναι το πάν, για να μας αξιώσει να μπούμε στην επίγειο άκτιστο εκκλησία του. Γιατί από εδώ πρέπει να αρχίσουμε. Εγώ πάντα είχα την προσπάθεια να προσεύχομαι και να διαβάζω τους Ύμνους της Εκκλησίας, την Αγία Γραφή και τους βίους των Αγίων μας και εύχομαι και εσείς να κάνετε το ίδιο. Εγώ προσπάθησα με τη χάρη του Θεού να πλησιάσω τον Θεό και εύχομαι και εσείς να κάνετε το ίδιο. Παρακαλώ όλους σας να με συγχωρέσετε για ότι σας στεναχώρησα.
Ιερομόναχος Πορφύριος
Εν Καυσοκαλυβίοις τη 4/7 Ιουνίου 1991»
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α´. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἰχνηλάτης τῶν πάλαι πατέρων γέγονας, Ἁγιωνύμου τοῦ Ὄρους ἀσκήσας Σκήτῃ σεπτῇ, Τριάδος τῆς Ζωαρχικῆς, τῶν Καυσοκαλυβίων, ἄβυσσος θείων δωρεῶν, λυτήρ δεινῶν ἀσθενειῶν, ἐδείχθης ὦ θεοφόρε. Πορφύριε οἰκουμένης, πάσης, ποιμήν ἡμῶν καί στήριγμα.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α´. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Εὐβοίας τὸν γόνον, Οἰκουμένης ἀγλάϊσμα (πρώτη γραφή: πανελλήνων τὸν Γέροντα), τῆς Θεολογίας τὸν μύστην καὶ Χριστοῦ φίλον γνήσιον, Πορφύριον τιμήσωμεν, πιστοί, τὸν πλήρη χαρισμάτων ἐκ παιδός. Δαιμονῶντας γὰρ λυτροῦται, καὶ ἀσθενεῖς ἰᾶται πίστει κράζοντας· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ ἁγιάσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.
(Ποιηθέν υπό Εὐαγγέλου Καραδήμου).
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α´. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Προγιγνώσκειν τὸ μέλλον σοφῶς, Πορφύριε, ὡς ἀντιμίσθιον πόνων καὶ βιοτῆς εὐσεβοῦς χάριν δέδωκέ σοι ἄνωθεν ὁ Κύριος· ἄνθος Εὐβοίας ἱερόν, ἐκ τοῦ Ἄθω μυστικῶς πρὸς κήπους μετεφυτεύθης ἀλήκτου δόξης πρεσβεύειν Χριστῷ ὑπὲρ τῶν εὐφημούντων σε.
(Ποιηθέν υπό Χαραλάμπους Μπούσια).
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ´. Ὀρθοδοξίας ὁδηγέ.
Φωτὸς χωρίον τοῦ Θεοῦ καὶ χαρισμάτων τοῦ Πνεύματος ἔμπλεως, τῶν ἱερέων καλλονή, τῶν μοναστῶν κανὼν ἀκριβέστατος, Πορφύριε σοφέ, τῇ διακρίσει λάμψας καὶ θαύμασι, Πατὴρ ἡμῶν ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
(Ποιηθέν υπό Ἀδαμαντίας Πιπεράκη).
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ´. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁσίως διέπρεψας ἐν μέσῳ ἄστει σοφέ, τὴν κλῆσιν δεξάμενος ἀπὸ κοιλίας μητρός· ὅθεν προσκαρτεροῦντες τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, προσέτι μαρτυρίᾳ πλείω τούτων δοθῆναι, ἵνα ἀκαταπαύστως τὴν δόξαν σου ὑμνοῦμεν, αἰτούμενοι ἐλέους τῷ σὲ ἁγιάσαντι.
(Ἀγνώστου ποιητοῦ - εὑρέθησαν στὸ κελλίον τοῦ Γέροντος ὡς χειρόγραφα, ὡς προσευχὴ ἀγνώστων προσκυνητῶν καὶ ἁπλῶς παρατίθενται ἐδῶ, δὲν προτείνονται πρὸς ψαλμῴδησιν)
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α´. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Πνευματέμφορος ὅλος καὶ ἀπαθέστατος, διακρίσεως φάρος φωτοειδέστατος, ἱερατεύων τῷ Χριστῷ, ὡς ἰσάγγελος ὤφθης. Προφήτης θαυμαστός, τὰ ἐγγὺς καὶ τὰ μακράν, προβλέπεις ὅσιε Πάτερ, Πορφύριε θεοφόρε, Ἁγίου Ὄρους τὸ ἀγαλλίαμα.
(Ἀγνώστου ποιητοῦ - εὑρέθησαν στὸ κελλίον τοῦ Γέροντος ὡς χειρόγραφα, ὡς προσευχὴ ἀγνώστων προσκυνητῶν καὶ ἁπλῶς παρατίθενται ἐδῶ, δὲν προτείνονται πρὸς ψαλμῴδησιν)
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ´. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς παιδιόθεν τὸν Χριστὸν χαίρων ἠγάπησας, καὶ τὰ τοῦ βίου ἀγαθὰ ἀπαρνησάμενος, τὴν τοῦ Ἄθωνος κατέλαβες πολιτείαν, τὸν τῆς πτώσεως χιτῶνα ἐκδυσάμενος, ἀνεδείχθης τῆς Τριάδος ἐνδιαίτημα καὶ πρεσβεύεις ἀεί, Πάτερ ὅσιε, σωθῆναι ἡμᾶς.
(Ποιηθέν υπό Ἀδαμαντίας Πιπεράκη).
Έτερον Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ´. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τὸν ὑακίνθῳ καὶ πορφύρᾳ ταπεινώσεως, ὑπακοῆς τε καὶ ἀγάπης στολισάμενον τῆς ψυχῆς αὐτοῦ τὸ ἔνδυμα καὶ ὀφθέντα χαρισμάτων θείου πνεύματος ἐκσφράγισμα εὐφημήσωμεν σοφίας ὡς διδάσκαλον ἀνακράζοντες· Χαίροις, μάκαρ Πορφύριε.
(Ποιηθέν υπό Χαραλάμπους Μπούσια).
Έτερον Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ´. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τοῦ Παρακλήτου τὸν ναὸν τὸν ἁγιώτατον καὶ τῆς πανάγνου Θεοτόκου προσφιλέστατον, ἀνυμνήσωμεν Πορφύριον ἐκ καρδίας. Ἀγαπᾷ γὰρ καὶ ἰᾶται πάντας καὶ φρουρεῖ καὶ πρεσβεύει ὅπως τύχωμεν θεώσεως. Ὅθεν κράζομεν· χαίροις, πάτερ Πορφύριε.
(Ποιηθέν υπό Εὐαγγέλου Καραδήμου).
Έτερον Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ´. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ἁγίων Πάντων ὁ χορός νῦν εὐφραινέσθωσαν καί ὀρθοδόξων τά πληρώματα χαιρέτωσαν, ὅτι ἄρτι τῇ Ἐκκλησίᾳ, λαμπρός ἀστήρ ἐφάνη. Τριάδος τῆς Ἁγίας Σκήτης σεπτῆς, τῶν Καυσοκαλυβίων κόσμος φανείς. Διό κράζομεν, χαίροις πάτερ Πορφύριε.
Μεγαλυνάριον
Χαῖρε καί εὐφραίνου Σκήτη λαμπρά, Καυσοκαλυβίων, ἐν σοί ηὔγασεν ἀληθῶς, ἄστρον καταυγάσαν, τήν οἰκουμένην πάσαν, καί πάντας ἀφυπνίζων, πρός βίον κρείττονα.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις χαρισμάτων ὁ θησαυρὸς καὶ τῶν ἰαμάτων ἡ πηγὴ ἡ θαυματουργός. Χαίροις ὁ προφήτης ὁ νέος Ἐκκλησίας, Πορφύριε, τρισμάκαρ, Ἄθωνος καύχημα.
(Ποιηθέν υπό Εὐαγγέλου Καραδήμου).
Έτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις, ὁ χαρίτων πλησθεὶς πολλῶν ἐν ἐσχάτοις χρόνοις καὶ ἰθύνας πιστοὺς καλῶς πρὸς λειμῶνας θείους, ἀστὴρ θεοσοφίας καὶ ἀκραιφνοῦς ἀγάπης, πάτερ Πορφύριε.
(Ποιηθέν υπό Χαραλάμπους Μπούσια).
Έτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῆς Εὐβοίας γόνος ἐσθλός, καὶ ὑπερουσίου τῆς Τριάδος μυσταγωγός· χαίροις τοῦ ἀκτίστου, φωτὸς τοῦ Θαβωρίου, αἱρέτης καὶ δοχεῖον, Πάτερ Πορφύριε.
(Ποιηθέν υπό Ἀδαμαντίας Πιπεράκη).