Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2025

Όλες οι εντολές και όλοι οι κανόνες του Θεού είναι υπηρέτες της καρδιάς...

   Για να έχει ένας άνθρωπος καρπούς δεν είναι θέμα νηστείας, αλλά είναι θέμα καρδιάς. Οι καρποί δεν είναι θέμα εφαρμογής μιας εντολής αλλά είναι θέμα καρδιάς.


Γιατί όλες οι εντολές και όλοι οι κανόνες του Θεού είναι υπηρέτες της καρδιάς: Θερμαίνουν, καθαρίζουν, φωτίζουν, ποτίζουν, προφυλάσσουν, ξεχορταριάζουν, σπέρνουν σπόρο στην καρδιά για να συλλάβει, να μεγαλώσει και να ωριμάσει ο καρπός στο χωράφι της καρδιάς.


Ακόμη και όλα τα καλά έργα, που κάνει ο άνθρωπος, είναι το μέσο και όχι καρπός…


Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς Επίσκοπος Αχρίδος

Ο Θεός αποκαλύπτει τον Εαυτό Του μόνο στους πράους και ταπεινούς...

 Ο άνθρωπος είναι ένα μεγάλο μυστήριο. Μένουμε έκθαμβοι ενίοτε ενώπιον του μυστηρίου αυτού και αναρωτιόμαστε πώς είναι δυνατόν να λειτουργεί το σώμα μας χωρίς να το θέλουμε. Δεν υπάρχει ίδρυμα ή οργανισμός σ’ ολόκληρο τον πλανήτη που να μπορεί να λειτουργήσει όσο τέλεια λειτουργεί το ανθρώπινο σώμα.


 Ο Θεός είναι ένα μυστήριο για κάθε πλάσμα.

 Ο Θεός είναι μέσα μας, κι αυτός είναι και ο λόγος που κι εμείς είμαστε μυστήριο για μας τους ίδιους.

 Ο Θεός αποκαλύπτει τον Εαυτό Του μόνο στους πράους και ταπεινούς. Είναι πανταχού Παρών, κι ωστόσο ο Ίδιος παραμένει ένα μυστήριο. Ίσως μπορούμε να μάθουμε κάποια πράγματα, ή να συλλέξουμε κάποια γνώση για Εκείνον από τη φύση, αλλά ως επί το πλείστον περικυκλωνόμαστε από μυστήριο.

Ο πράος και ταπεινός άνθρωπος θα προκόψει στη γνώση.



 Γέροντας Θαδδαίος της Βιτόβνιτσα

Άγιος Ιωάννης Κοτσούρωφ ο πρωτομάρτυρας της νεότερης Ρωσίας

 Ο πρωτοπρεσβύτερος Ιωάννης Κοτσούρωφ (Kochurov) ήταν ο πρώτος κληρικός - θύμα της Οκτωβριανής Επανάστασης.


Το 1901 μ.Χ., μετά την αποφοίτησή του από την Θεολογική Ακαδημία της Αγίας Πετρούπολης, διορίσθηκε εφημέριος της Ρωσικής Κοινότητας του Σικάγου. Επιστρέφοντας στη Ρωσία, δολοφονήθηκε από τους Μπολσεβίκους στο Tsarskoe Selo, τον Νοέμβριο του 1917 μ.Χ. Το όνομά του μνημονεύθηκε δεύτερο, μετά από εκείνο του Μητροπ. Κιέβου αγίου Βλαδιμήρου, από τον Πατριάρχη Τύχωνα, κατά την Θεία Λειτουργία της 31/03/1918 μ.Χ.

Όσιοι Σπυρίδων και Νικόδημος «οι εν τω σπηλαίω»

 Ο μακάριος Σπυρίδων καταγόταν από φτωχή και άσημη οικογένεια. Ήταν εντελώς αγράμματος και τραχύς στους τρόπους, αλλ' αυθόρμητος και ανεπιτήδευτος. Ένας «χωριάτης» για τους αριστοκράτες, ένας «αγροΐκος» για τους μεγαλωμένους στα σαλόνια, ένας «μωρός» για τους σοφούς του κόσμου τούτου.


Κι όμως ο όσιος ξεπέρασε σε αξία και τους σοφούς και τους ισχυρούς και τους ευγενείς, με την ανώτερη πνευματική του ζωή, με τα θεάρεστα έργα της αρετής του, με την ασκητική βία, με το φόβο του Θεού, που είναι η αρχή και η πηγή της πραγματικής σοφίας.


Ο όσιος Σπυρίδων ήρθε στη μονή των Σπηλαίων και άρχισε την τραχεία ασκητική του ζωή το 1139 μ.Χ.. Ήταν ήδη σε ώριμη ηλικία, αλλά δεν ήξερε γράμματα, Γι' αυτό και δεν μπορούσε να μελετά τα ιερά βιβλία. Αυτό τον γέμιζε θλίψη. Προσευχήθηκε ολόκαρδα στον Κύριο να του δώση φωτισμό και δύναμη για να μάθη ανάγνωση. Πράγματι, με σκληρή προσπάθεια, σε πολύ λίγο χρόνο έμαθε να διαβάζει. Ήταν απερίγραπτη η χαρά του που μπορούσε πια να μελετά τα θεία λόγια του Κυρίου και τα θεόπνευστα έργα των αγίων. Έμαθε απ' έξω ολόκληρο το Ψαλτήρι και το έλεγε μ' ευλάβεια και ψυχική μέθεξη κάθε μέρα, την ώρα που εργαζόταν με υπομονή και επιμέλεια στα διακονήματα του μοναστηρίου.


Ηγούμενος τα χρόνια εκείνα ήταν ένας μεγάλος νηστευτής και αγωνιστής ιερομόναχος, ο μακάριος Ποιμήν. Βλέποντας την καθαρότητα, την ακακία, την ευσέβεια και τη φιλοπονία του υποτακτικού του Σπυρίδωνος, του ανέθεσε το ευλογημένο διακόνημα του προσφοράρη. Ο όσιος θα έφτιαχνε τα πρόσφορα για το μεγάλο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, και γι' αυτό ήταν ολόχαρος και συγκινημένος βαθιά.


Με ψαλμούς, με ύμνους, με ωδές πνευματικές και με την αδιάλειπτη ευχή του Ιησού εκτελούσε τη θεοφιλή διακονία του ο δίκαιος Σπυρίδων: Έκοβε ξύλα, έκαιγε το φούρνο, κοσκίνιζε το αλεύρι, έπλαθε το ζυμάρι...


Κάποια μέρα, εκτελώντας τη συνήθη εργασία του, ο όσιος άναψε φωτιά στο φούρνο, για να ψήσει τα πρόσφορα που είχε ετοιμάσει. Ξαφνικά όμως μια σπίθα πήδησε μέσ' από τίς φλόγες και πετάχτηκε μέχρι το καλαμένιο ταβάνι, που άρπαξε αμέσως φωτιά. Αμέσως ο δούλος του Θεού έβγαλε το μανδύα του κι έκλεισε μ' αυτόν βιαστικά το άνοιγμα του φούρνου. Έπειτα έβγαλε και το τρίχινο πουκάμισο του, έδεσε τα μανίκια μεταξύ τους, έτρεξε στο κοντινό πηγάδι και το γέμισε νερό! Επιστρέφοντας γοργά φώναξε: «Αδελφοί! Βοήθεια! Φωτιά! Τρέξτε»!


Έτρεξαν οι αδελφοί με κουβάδες, αλλά τι να δουν! ο μανδύας, με τον όποιο ο όσιος είχε κλείσει τον αναμμένο φούρνο, ήταν εντελώς απείραχτος από τη φωτιά και το δεμένο πουκάμισο ήταν γεμάτο νερό, σαν ασκί στεγανό, και δεν άφηνε ούτε μια σταγόνα να χυθεί! Με το νερό εκείνο έσβησε ο μακάριος τη φωτιά, χωρίς να χρειαστεί τη βοήθεια των αδελφών. Κι αυτοί δόξασαν το Θεό, που η χάρη Του ολοφάνερα επισκίαζε και βοηθούσε τον πνευματοφόρο αδελφό τους.


Βοηθός του οσίου Σπυρίδωνος στο προσφορειό ήταν ο μοναχός Νικόδημος. Ευλαβέστατος και υπάκουος, αληθινά νεκρός για τον κόσμο, τη σάρκα και το σαρκικό θέλημα, προσπαθούσε πάντοτε με ζήλο κι επιμέλεια να μιμήται τον ευλογημένο Σπυρίδωνα τόσο στους χειρωνακτικούς κόπους όσο και στο θεάρεστο ήθος, στην αδιάλειπτη προσευχή, στον ενάρετο βίο.


Οι δύο όσιοι, αφού διακόνησαν θεοφιλώς το μοναστήρι τους τριάντα χρόνια σαν προσφοράρηδες, εκοιμήθησαν ειρηνικά εν Κυρίω σε βαθύ γήρας, και πήγαν να συναντήσουν τον ποθούμενο Ιησού, τον «Άρτο της Ζωής», «τον έσθιόμενον και μηδέποτε δαπανώμενον».

Άγιοι Τρείς Μάρτυρες «οι εν Μελιτινή»

 Οι Άγιοι Τρείς Μάρτυρες «οι εν Μελιτινή» μαρτύρησαν, αφού τους συνέτριψαν τα σκέλη.

Άγιοι Σέλευκος και Στρατονίκη οι σύζυγοι

 Οι Άγιοι Σέλευκος και Στρατονίκη, σε νεαρή ηλικία ενώθηκαν με τα δεσμά του γάμου. Ήταν γνήσιο χριστιανικό ζευγάρι, που με τόση τελειότητα παρουσιάζει ο Απόστολος Παύλος στην προς Εφεσίους Επιστολήν του. Ήταν μια ψυχή και μια καρδιά. Αλλά όταν κλήθηκαν να διαλέξουν μεταξύ της ζωής τους και της πίστης τους, δεν δίστασαν ούτε στιγμή. Για να μείνουν ενωμένοι, έπρεπε να δεχτούν τον θάνατο για το Ευαγγέλιο. Και έτσι έπεσαν ιερά σφάγια, για να ανατείλουν περίλαμπροι την ήμερα της ανάστασης.

Άγιες Δώδεκα κόρες

 Οι Άγιες Δώδεκα κόρες μαρτύρησαν, αφού τις κρέμασαν στη μέση μιας στοάς.

Άγιος Παις ο μάρτυς

 Το Άγιο Παιδί μαρτύρησε, αφού το θανάτωσαν σπάζοντας το κεφάλι του με ογκόλιθο.


Μνήμη ανώνυμου ομολογητού

 Ο Άγιος αυτός έζησε στα χρόνια του Ιουλιανού του Παραβάτη (361 μ.Χ.) και ήταν γιος Ιερέα των ειδώλων. Στην πίστη του Χριστού τον έφερε κάποια ευσεβής χριστιανή Διακόνισσα, που ήταν φίλη της μητέρας του.


Ο νέος αυτός στην αρχή, όταν το έμαθε ο πατέρας του, υπέστη απ' αυτόν σκληρά βασανιστήρια. Δια θαύματος όμως σώθηκε και όταν πέθανε ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, κατόρθωσε να φέρει στη Χριστιανική πίστη και τον γέροντα πατέρα του, καθώς και πολλούς ειδωλολάτρες νέους. Αφού στη συνέχεια έζησε ανώτερη πνευματική ζωή, απεβίωσε ειρηνικά.


Το περιστατικό είναι παρμένο από την Εκκλησιαστική Ιστορία του Θεοδώρητου.


Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης γράφει για το περιστατικό αυτό:


«Kατά τους χρόνους Iουλιανού του παραβάτου εν έτει τξα΄ [361], ήτον ο Άγιος ούτος, υιός γενόμενος ενός ιερέως των ειδώλων, και εν δυσσεβεία ανατραφείς. Όταν δε ήτον νέος κατά την ηλικίαν, τότε μετετέθη εις την ευσέβειαν με τοιούτον τρόπον. Mία γυνή ονομαστή κατά την ευσέβειαν, και Διάκονος κατά το αξίωμα, ήτον φίλη με την μητέρα του Aγίου τούτου. Aύτη δε η τούτου μήτηρ, όσαις φοραίς επήγαινε με τον μικρόν όντα υιόν της εις την ευσεβή εκείνην γυναίκα, εχαιρετούσεν εκείνη, τόσον την μητέρα, όσον και τον υιόν, και επαρακίνει αυτόν εις την ευσέβειαν και την του Xριστού πίστιν. Aφ’ ου δε η μήτηρ του απέθανεν, επήγαινεν ο νέος εις την ευσεβή Διάκονον, και απελάμβανεν από εκείνην την συνήθη διδασκαλίαν. Eπειδή δε εδέχθη εις την ψυχήν του τας συμβουλάς της, ερώτησεν αυτήν, με ποίον τρόπον εδύνετο να φύγη την πλάνην του πατρός του, Έλληνος όντος, και να απολαύση την παρ’ αυτής κηρυττομένην ευσέβειαν. H δε Διάκονος είπεν εις αυτόν. Πρέπει τέκνον μου, να αποστραφής τον πατέρα σου, και να προτιμήσης τον Θεόν τον δημιουργόν εκείνου και εδικόν σου. Kαι να υπάγης εις μίαν πόλιν, εις την οποίαν ευρισκόμενος, δύνασαι να γλυτώσης από τας χείρας του δυσσεβούς βασιλέως. Υπέσχετο δε η θεοφιλής εκείνη, ότι αυτή η ιδία να λάβη πρόνοιαν διά τούτο.


O δε νέος είπε. Θέλω έλθω εις εσένα, και θέλω παραδώσω εις τας χείρας σου την ψυχήν μου. Aφ’ ου δε επέρασαν ολίγαι ημέραι, ο μεν Iουλιανός ανέβη εις την εν Aντιοχεία Δάφνην (τζεφτιλίκιον δε ήτον η Δάφνη της Aντιοχείας) διά να κάμη εορτήν εις τους δαίμονας και κοινήν τράπεζαν. Aνέβη δε και ο του νέου τούτου πατήρ, με το να ήτον ιερεύς, και εσυνείθιζε να ακολουθή με τον βασιλέα. Mαζί δε με τον πατέρα του ήτον και ο νέος ούτος, ομοίως και άλλος ένας αδελφός του. Eπειδή και αυτοί ήτον νεωκόροι, ήγουν προσμονάριοι του ναού των ειδώλων, και ερράντιζαν τα φαγητά του βασιλέως. Eπτά δε ημέρας εσυνείθιζον να πανηγυρίζουν εις την Δάφνην. Kατά την πρώτην λοιπόν ημέραν, αφ’ ου παρεστάθη ο νέος ούτος εις την τράπεζαν του βασιλέως, και ερράντισε τα μιαρά φαγητά, και εγέμωσεν αυτά από την ακαθαρσίαν των δαιμόνων. Tότε αναχωρήσας δρομαίος από την Δάφνην, πηγαίνει εις την Aντιόχειαν, και ευρίσκει την θαυμασίαν εκείνην Διάκονον. Kαι ιδού, λέγει, ήλθον εις εσένα, χωρίς να φανώ ψεύστης εις την υπόσχεσίν μου. Όθεν εσύ επιμελήσου τώρα διά την σωτηρίαν και της ψυχής μου και της ζωής μου, και τελείωσον την υπόσχεσίν σου. Παρευθύς λοιπόν εσηκώθη η θεοφιλής εκείνη, και πέρνουσα μαζί της τον νέον, επήγεν αυτόν προς τον άνθρωπον του Θεού Mελέτιον τον Aντιοχείας. O δε Άγιος Mελέτιος ιδών αυτόν, του είπε να καθίση κατά το παρόν επάνω εις τον εκεί ευρισκόμενον οίκον. O δε πατήρ του, επεριτριγύριζεν εις την Δάφνην ζητών τον υιόν του. Πηγαίνωντας δε και εις την Aντιόχειαν, εγύριζεν εις τους δρόμους και εις τα στενά σωκάκια, στρέφωντας εις κάθε μέρος τους οφθαλμούς του, μήπως ιδή τον ποθούμενον υιόν εις κανένα μέρος. Eπειδή επήγεν εις τον τόπον εκείνον, όπου εκατοίκει ο θείος Mελέτιος, στρέφωντας επάνω τα ομμάτιά του, βλέπει τον υιόν του, οπού έσκυπτεν από τα κάγκελλα. Όθεν τρέξας, ετράβιξεν αυτόν από εκεί και τον εκατέβασε. Kαι αφ’ ου τον επήγεν εις το οσπήτιόν του, πρώτον μεν έδειρεν αυτόν πολλά. Έπειτα πυρώσας σουβλία, έβαλεν αυτά εις τας χείρας και πόδας και πλάτας του υιού του. Ύστερον δε κλείσας αυτόν μέσα εις τον κοιτώνα, και κλειδωνίας έξωθεν βαλών, ανέβη πάλιν εις την Δάφνην.


Λέγει δε ο μακάριος Θεοδώρητος, ότι αυτά ήκουσεν οπού τα εδιηγείτο ο ίδιος πατήρ του νέου, ο μετά ταύτα πιστεύσας, όστις ήτον γέρωντας, όταν τα έλεγεν, επρόσθεσε δε, λέγει, ο γέρων και ταύτα ακόμη. Ότι ο νέος ούτος υιός του, έγινεν ένθους, και γεμώσας από θείαν χάριν, εσύντριψε μεν όλα τα είδωλα του πατρός του, τα εν τω οίκω ευρισκόμενα. Eπεριγέλα δε και την των ειδώλων ασθένειαν. Ύστερον δε στοχασθείς αυτό οπού έκαμεν, ήτοι την συντριβήν των ειδώλων, εφοβήθη τον ερχομόν του πατρός του. Όθεν παρεκάλεσε τον Δεσπότην Xριστόν να νεύση, διά να τζακισθούν μεν αι κλειδωνίαι, να ανοιχθούν δε αι πόρται. Eπειδή, έλεγεν, ότι διά εσένα Kύριε, ταύτα έπαθα και εποίησα. Όθεν ευθύς οπού τούτο είπεν, έπεσαν αι κλειδωνίαι, άνοιξαν δε αι πόρται. Kαι ευθύς έδραμεν εις την θεοφιλή διδάσκαλόν του, εκείνη δε ενδύσασα αυτόν γυναικεία φορέματα, εκράτησεν αυτόν εις τον οίκον της. Έπειτα επρόσφερεν αυτόν πάλιν εις τον θείον Mελέτιον. O δε Άγιος Mελέτιος, απέστειλεν αυτόν διά νυκτός εις την Παλαιστίνην προς τον Eπίσκοπον των Iεροσολύμων. Ήτον δε τότε Iεροσολύμων ο θείος Kύριλλος. Aφ’ ου δε απέθανεν ο Iουλιανός, ωδήγησεν ο νέος ούτος εις την ευσέβειαν και τον πατέρα του. Kαθώς ο ίδιος ούτος πατήρ του, γέρων ήδη ώντας, τούτο εδιηγήθη εις ημάς, περιφέρων ακόμη εις το σώμα του και τα στίγματα και σημάδια των πληγών, οπού έλαβε διά την του Xριστού πίστιν. O νέος λοιπόν ούτος πολλούς και άλλους Έλληνας οδηγήσας εις την της ευσεβείας επίγνωσιν με τα λόγιά του και με την ενάρετον πολιτείαν του, απήλθεν εις τας αιωνίους μονάς».

Άγιος Ιάκωβος επίσκοπος Μυγδονίας

 Ο Άγιος Ιάκωβος έγινε επίσκοπος Αντιοχείας της Μυγδονίας, που ονομάζεται και Νίσιβις (ή Nησίκη) και βρίσκεται μεταξύ των ποταμών Τίγρη και Ευφράτη.


Για την μεγάλη του αρετή, ο Θεός του είχε δώσει το χάρισμα της θαυματουργίας. Μάλιστα με την δύναμη του Χριστού, ανέστησε ακόμα και νεκρό, ενώ βοήθησε πολλούς να γίνουν Χριστιανοί.


Μετείχε στη Σύνοδο της Νίκαιας και μετά τη λήξη της Συνόδου πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου παρέστη στην κηδεία του Πατριάρχη Μητροφάνη του Α'.


Ο Ιάκωβος έγραψε και βιβλίο ψυχωφελέστατο, για το όποιο αναφέρει ο επίσκοπος Θεοδώρητος.


Η μνήμη του Αγίου επαναλαμβάνεται και την 13η Ιανουαρίου.

Άγιος Νικόλαος από τη Χίο ο Νεομάρτυρας

 Ο Άγιος Νεομάρτυς Νικόλαος μαρτύρησε στις 31 Οκτωβρίου 1754 μ.Χ. και ώρα έκτη, στη θέση Βουνάκι της Χίου.


Ο Άγιος Νικόλαος γεννήθηκε στις Καρυές της Χίου από γονείς ευσεβείς χριστιανούς, τον Πέτρο και την Σταματού. Από μικρό παιδί ήταν χαριτωμένος όχι μόνο στο σώμα αλλά και στην ψυχή. Ζούσε χριστιανικά με πολλή ευλάβεια και εγκράτεια, παρόλο που μεγάλωνε χωρίς νουθεσίες, καθώς ήταν ορφανός από πατέρα. Πάνω απ’ όλα ήταν απλός, άκακος και όλοι θαύμαζαν την υπομονή του.


Σε ηλικία είκοσι ετών συμφώνησε μ’ ένα συμπατριώτη του χτίστη να πάνε μαζί στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας, να εργαστούν. Εκεί στη Μαγνησία ο Άγιος συνέχιζε τον χριστιανικό τρόπο ζωής και πρόκοβε στην αρετή.


Κάποια μέρα όμως σαν κάτι να έπαθε ο νους του και έμεινε παραλογισμένος, χωρίς ωστόσο να κάνει τρελά πράγματα. Βλέποντάς τον οι Τούρκοι σ’ αυτή την κατάσταση τον έφεραν στους αρχηγούς τους με σκοπό να τον εξισλαμίσουν. Όταν εκείνοι τον εξέταζαν ο Άγιος δεν τους αποκρινόταν αλλά έμενε σιωπηλός, σαν να μην άκουγε τι του έλεγαν. Οπότε οι αγάδες αγανακτισμένοι, χτυπώντας τον, τον έδιωξαν ως τρελλό και ήλεγξαν εκείνους που τους τον πήγαν.


Οι συμπατριώτες του, βλέποντας την κατάστασή του, φοβήθηκαν μη διαταραχθεί ψυχικά και τον πήγαν στη Χίο, στην αδελφή του, στην οποία και είπαν τα καθέκαστα. Εκείνη, από αφροσύνη, δεν τα φύλαξε μυστικά και κυκλοφόρησε φήμη ότι ο Νικόλαος είχε εξισλαμισθεί. Τα έμαθαν οι αγάδες του νησιού και τον πήραν, τον ονόμασαν Μεϊμέτη (Μεχμέτ) και τον έντυσαν τούρκικα, χωρίς να του κάνουν όμως περιτομή. Για να ζήσει έβοσκε τα ζώα των χασάπηδων.


Εκεί, στα βουνά της Αγίας Υπομονής, τον συνάντησε κάποιος αρχιμανδρίτης που ονομαζόταν Κύριλλος. Συζήτησε μαζί του, είδε την απλότητά του και του έδωσε κάποιες συμβουλές. Αυτό ήταν και η αρχή της αλλαγής του Νικολάου.


Κάποια νύχτα κοιμήθηκε σ’ ένα μισογκρεμισμένο ναό της Αγίας Άννης και εκεί είδε στο όνειρό του μια ωραιότατη κόρη που του είπε: να πας στον ιερέα του ναού του Υιού μου να σε λούσει, να γίνεις καλά για να σε πάρω γαμπρό.


Σηκώθηκε και έτρεξε στην αδελφή του και της διηγήθηκε το όνειρο. Πήγαν μαζί στον ιερέα του χωριού αλλά εκείνος δεν τους έδωσε σημασία. Τότε προσέτρεξαν στον ναό του Σωτήρος, όπου εφημέρευε ο αρχιμανδρίτης Κύριλλος, ο οποίος του έκανε αγιασμό, του διάβασε τις σχετικές ευχές και ο νέος ήρθε στα συγκαλά του. Ύστερα τον κατήχησε και τον δίδαξε. Από τότε ο Νικόλαος άρχισε να ζει με μεγάλη μετάνοια, με προσευχή, αγρυπνία και αυστηρή νηστεία. Επειδή όμως είχε ακουστεί ότι είχε τουρκέψει, οι συγχωριανοί του φοβόντουσαν την οργή των Τούρκων και δεν τον δέχονταν στην εκκλησία, παρόλα τα δάκρυα και την διαμαρτυρία του.


Πράγματι κάποια μέρα έφτασαν απεσταλμένοι από τον δικαστή και τον συνέλαβαν σαν να ήταν ληστής. Μαζί του συνέλαβαν και τον ιερέα του χωριού με δύο προεστούς. Εκείνον τον οδήγησαν στον δικαστή ενώ τους άλλους απλώς τους φυλάκισαν. Ο δικαστής τον ρώτησε γιατί, ενώ προηγουμένως ήταν μουσουλμάνος, τώρα έγινε πάλι χριστιανός. Ο άγιος απάντησε: Επειδή εγώ από Χριστιανούς γεννήθηκα και Χριστιανός ανατράφηκα και είμαι Χριστιανός και τον Χριστό μου ποτέ δεν Τον αρνήθηκα ούτε έγινα μουσουλμάνος ούτε πρόκειται να Τον αρνηθώ ποτέ αλλά Χριστιανός πρόκειται να πεθάνω.


Ο δικαστής και οι δικοί του προσπαθούσαν με κολακείες και διάφορες υποσχέσεις να τον πείσουν να εξισλαμιστεί. Δεν κατάφεραν τίποτε παρά να ανάψουν τον ζήλο του. Χωρίς να φοβηθεί το πλήθος των Τούρκων, ήλεγξε την αμάθειά τους και την πλάνη τους χωρίς να μπορέσει κάποιος να αντιτάξει κάποιο αντιρρητικό λόγο. Επειδή λοιπόν εκείνοι ντροπιάστηκαν από ένα απλό και αγράμματο νεαρό Ρωμιό, άλλαξαν στάση, άρχισαν τις απειλές και τον έδειραν σκληρότατα, με πεντακόσιους ραβδισμούς στα πόδια. Στη συνέχεια τον έριξαν στη φυλακή σφίγγοντας τα καταπληγιασμένα πόδια του στο τιμωρητικό ξύλο. Σαν να μην έφταναν τα βασανιστήρια, είχε και τους συμπατριώτες του και μάλιστα τον ιερέα που τον παρακινούσαν να τουρκέψει για να απαλλαγούν από τη φυλάκιση λέγοντάς του ότι μ’ ένα Χριστιανό λιγότερο δεν κινδυνεύει η Χριστιανοσύνη.


Μετά από κάποιες ημέρες τον οδήγησαν και πάλι στο δικαστήριο. Εκεί άρχισαν πάλι τις κολακείες, τις προτάσεις για αξιώματα, πλούτη και τιμές αλλά και τις απειλές για βάσανα και θάνατο. Ο άγιος και πάλι με γενναιότητα και θάρρος τους απάντησε: Ούτε τις κολακείες σας δέχομαι ούτε τις τιμωρίες και το θάνατο φοβούμαι. Χριστιανός είμαι και από την αγάπη του Χριστού τίποτα δεν θα με χωρίσει. Όμως αν με ακούσετε εσείς πρώτα σε κάτι που θα σας ζητήσω, θα σας υπακούσω κατόπιν και εγώ.


Μη γνωρίζοντας τι θα τους ζητήσει του απάντησαν ναι, μετά χαράς. Λοιπόν τους λέει δεχθείτε εσείς πρώτα να σας βαπτίσω εγώ Χριστιανούς και κατόπιν κάντε με κι εσείς ό,τι θέλετε. Τόσο πολύ θύμωσαν ώστε επινόησαν δεινά βασανιστήρια. Έχυσαν στη φυλακή νερά, έβαλαν ύστερα κάτω μια σανίδα με καρφιά και ξάπλωσαν επάνω τον μάρτυρα και τοποθέτησαν πάνω στο στήθος και την κοιλιά του μια βαριά πλάκα. Έδεσαν τον λαιμό του με αλυσίδα και τα πόδια του πάντα στο τιμωρητικό ξύλο. Ο άγιος τα δεχόταν όλα υπομονετικά δοξάζοντας τον Θεό.


Τη νύχτα έγινε σεισμός, έπεσε η πλάκα από πάνω του και διαπιστώθηκε ότι ούτε του είχε σπάσει τα κόκαλα ούτε τα καρφιά είχαν μπηχτεί στη ράχη του. Η φυλακή δε είχε πλημμυρήσει από ευωδία. Όλοι οι φυλακισμένοι εξεπλάγησαν και φώναζαν ότι είναι άγιος ο άνθρωπος, ο δε ιερέας του ζητούσε συγγνώμη για τα βλάσφημα λόγια του.


Ύστερα απ’ όλα αυτά αποφυλάκισαν τους συγχωριανούς του αγίου, για να μη βλέπουν και διαδώσουν τα θαύματα, τον ίδιο δε τον έδεσαν χειροπόδαρα και τον έριξαν στον σταύλο των αλόγων, για να μην τον βλέπουν οι άλλοι φυλακισμένοι και επηρεάζονται αλλά και για να τον σκοτώσουν τα άλογα καταπατώντας τον. Ο άγιος όμως με τη χάρη του Θεού διαφυλάχτηκε σώος και αβλαβής, όπως και ο Δανιήλ στο λάκκο των λεόντων. Όλες τις ημέρες στον σταύλο νήστευε, σχεδόν άσιτος και προσευχόταν.


Αντιλαμβανόμενοι οι Τούρκοι ότι δεν κατάφερναν τίποτε τον καταδίκασαν σε θάνατο. Τον οδήγησαν έξω από τα τείχη της Σούδας του κάστρου όπου τον ρώτησαν ξανά αν τουρκεύει κι εκείνος ο μακάριος εξουθενωμένος τους απάντησε όχι, μόνο με κίνηση της κεφαλής. Τότε ο δήμιος τον γονάτισε και του έδωσε μια μπηχτή μαχαιριά στην πλάτη, ύστερα τον σήκωσε και τον ρώτησε αν τουρκεύει και στην αρνητική απάντησή του τον γονάτισε δεύτερη φορά και τον έκοψε λίγο στο λαιμό. Τον σήκωσε πάλι επάνω και τον ρώτησε αν τουρκεύει, λέγοντάς του: μη στεναχωριέσαι οι πληγές σου γιατρεύονται. Ο άγιος μεγαλομάρτυρας από τον μεγάλο του πόθο να μαρτυρήσει έτρεξε και γονάτισε φωνάζοντας τρεις φορές: Παναγία, βοήθει μοι. Τότε ο δήμιος τον χτύπησε με όλη του την δύναμη, ξανά και ξανά, για να τον αποκεφαλίσει αλλά η πάντιμη κεφαλή δεν κοβόταν, οπότε πιάνοντάς τον από τα μαλλιά τον έσφαξε σαν το πρόβατο.


Τότε συνέβη ένα συγκλονιστικό φαινόμενο. Ενώ ήταν μεσημέρι, πυκνότατο σκοτάδι κάλυψε όλο το νησί, σε σημείο που ο ένας δεν έβλεπε τον άλλο ούτε τον δρόμο για να πάνε στα σπίτια τους. Στο υπόλοιπο νησί όπου οι κάτοικοι δεν γνώριζαν την αιτία έλεγαν ότι σίγουρα είναι οργή Θεού. Μέχρι και σήμερα διηγούνται για το φοβερό εκείνο σκοτάδι. Και ενώ παντού επικρατούσε σκοτάδι το πρόσωπο του αγίου μάρτυρος έλαμπε σαν τον ήλιο. Ουράνιο δε φως έλουζε τρεις νύχτες το άγιο λείψανο. Μη υποφέροντας οι Τούρκοι τα θεϊκά αυτά σημεία έλεγαν ότι ο Θεός ρίχνει φωτιά να τον κάψει και πήγαν με δαδιά και μαύριζαν το πρόσωπο του αγίου για να μη φαίνεται λαμπρό. Πολλοί Χριστιανοί δωροδοκούσαν τους φύλακες να τους δώσουν κομμάτια από τα ρούχα του ή χώμα βρεγμένο από το αίμα του ή να του κόψουν κάποιο από τα δάχτυλά του. Τα μαρτυρικά του λείψανα του στη συνέχεια έκαναν παράδοξα θαύματα, όπως αναφέρει το συναξάρι του.


Τέλος για να μην πάρουν οι Χριστιανοί το λείψανό του και το τιμήσουν το έριξαν οι ασεβείς στη θάλασσα και κανείς δεν έμαθε που έφτασε.



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Τῆς Χίου ἀγλάϊσμα, καὶ Ἀθλητῶν μιμητῆς, ἐδείχθης Νικόλαε, ὁμολογήσας Χριστόν, τυράννων ἐνώπιον· ὅθεν τῶν σῶν αἱμάτων, οἱ κρουνοὶ Ἀθλοφόρε, δρόσος ὤφθησαν θεία, τῇ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ· ἐντεῦθεν πανευχαρίστως, μέλπει τοὺς ἄθλους σου.


Κοντάκιον

Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Φερωνύμως γέγονας, νίκη λαοῦ Ὀρθοδόξου, ἱερὲ Νικόλαε, ὑπὲρ Χριστοῦ ἐναθλήσας· ὅθεν σοι, ἐν κατανύξει ψυχῆς βοῶμεν· Δώρησαι, ἡμῖν τὴν νίκην ταῖς σαῖς πρεσβείας, κατ’ ἐχθρῶν τῶν ὁρωμένων, καὶ ἀοράτων, τοῖς σὲ τιμῶσι πιστῶς.


Μεγαλυνάριον

Χαίροις ὁ τῆς Χίου θεῖος βλαστός, καὶ Νεομαρτύρων, ἐγκαλώπισμα ἱερόν· χαίροις ὁ ἀθλήσας, ὑπὲρ Χριστοῦ νομίμως, Νικόλαε τρισμάκαρ, Μαρτύρων σύσκηνε.

Άγιος Επίμαχος ο Αιγύπτιος

 Ο Άγιος Επίμαχος καταγόταν από την πόλη Πηλούσιο της Αιγύπτου και έζησε την εποχή που ο διοικητής της Αλεξάνδρειας Απελλιανός καταδίωκε τους Χριστιανούς.


Ο Άγιος Επίμαχος μοίρασε τα υπάρχοντα του στους φτωχούς και κατέφυγε στην έρημο, όπου έκανε άσκηση στην τελειότερη πνευματική ζωή. Αλλά όταν άρχισε ο διωγμός των Χριστιανών, αποφάσισε να πάει στην Αλεξάνδρεια, για να συμμετέχει από κοντά στη σκληρή και φλογερή πάλη.


Εκεί, κατηγορήθηκε στον διοικητή ως Χριστιανός και συνελήφθη. Ο Απελλιανός τον διέταξε να θυσιάσει στα είδωλα. Όταν ο Άγιος αρνήθηκε διέταξε να τον βασανίσουν. Συγκεκριμένα διέταξε να του σχίσουν τις σάρκες. Την ώρα που οι δήμιοι καταξέσκιζαν τις σάρκες του, ένα κομμάτι αποσπάστηκε από το δέρμα του και έσταξε αίμα στο τυφλό μάτι μίας γυναίκας, η οποία τον συμπονούσε. Τότε ευθύς η γυναίκα απόχτησε φως από το τυφλό της μάτι. Μετά από αυτό το θαύμα ο Άγιος Επίμαχος υπέκυψε στα βασανιστήρια και παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο. Το λείψανο του παρέλαβαν ευσεβείς χριστιανοί και το έθαψαν με μεγάλη ευλάβεια.



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Ὡς γενναῖος ὁπλίτης τοῦ Σωτῆρος Ἐπίμαχε, τῷ ἐχθρῷ στερρῶς συνεπλάκης, συμμαχίᾳ τῆς πίστεως, καὶ τοῦτον ἐτροπώσω Ἀθλητά, βασάνους πολυτρόπους ὑποστάς· διὰ τοῦτο ὡς τοῦ Λόγου σε κοινωνόν, τιμῶμεν ἀνακράζοντες· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.


Κοντάκιον

Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Αὐτοκλήτως ὥρμησας, πρὸς εὐσεβείας τοὺς ἄθλους, ἀκβοῶν Ἐπίμαχε, τοῖς παρανόμοις ἀνδρείως· Πάρειμι, ὑπεραθλῆσαι τῆς ἀληθείας, ξόανα, ἐκμυστηρίσαι τῆς ἀπωλείας· καὶ τμηθεὶς τὸν σὸν αὐχένα, δικαιοσύνης στέφανον εἰληφας.


Μεγαλυνάριον

Μάχην συγκροτήσας περιφανῆ, Ἐπίμαχε μάκαρ, ἐναντίον τῶν δυσμενῶν, θείᾳ δυναστείᾳ λαμπρὸν τρόπαιον ἦρας· διὸ τῶν σῶν καμάτων, δρέπεις τὰ ἔπαθλα.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιοι Στάχυς, Απελλής, Αμπλίας, Ουρβανός, Νάρκισσος και Αριστόβουλος οι Απόστολοι από τους Εβδομήκοντα

 Οι Άγιοι Στάχυς, Απελλής, Αμπλίας, Ουρβανός, Νάρκισσος και Αριστόβουλος ανήκαν στους εβδομήκοντα Αποστόλους του Κυρίου και όλοι τους υπήρξαν «Χριστοῦ εὐωδία τῷ Θεῷ ἐν τοῖς σωζομένοις» (Β' προς Κορινθίους, Β' 15). Δηλαδή ευωδία Χριστού, ευχάριστη στο Θεό, και ευωδία μεταξύ των σωζόμενων πυύ άκουγαν απ' αυτούς το σωτήριο μήνυμα του Ευαγγελίου.


Ο Άγιος Στάχυς έγινε πρώτος επίσκοπος Βυζαντίου, και αφού διάνυσε 16 χρόνια στο αποστολικό κήρυγμα, ειρηνικά αναπαύθηκε εν Κυρίω.


Ο Άγιος Απελλής έγινε επίσκοπος Ηράκλειας και πολλούς έφερε στη χριστιανική πίστη.


Ο Άγιος Αμπλίας έγινε επίσκοπος Οδυσσουπόλεως και ο Ουρβανός, επίσκοπος Μακεδονίας. Επειδή και οι δύο γκρέμιζαν τα είδωλα, θανατώθηκαν μαρτυρικά.


Ο Άγιος Νάρκισσος χειροτονήθηκε επίσκοπος Αθηνών. Η αλήθεια, όμως, του Ευαγγελίου, την οποία δίδασκε με ζήλο, εξήγειρε τους ειδωλολάτρες, με αποτέλεσμα να τον βασανίσουν και να παραδώσει την ψυχή του μαρτυρικά.


Ο Άγιος Αριστόβουλος, και αυτός υπήρξε επίσκοπος και πέθανε ειρηνικά, κηρύττοντας μέχρι τέλους της ζωής του το Χριστό. 



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος γ’.

Ἀπόστολοι Ἅγιοι, πρεσβεύσατε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.


Έτερον Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Τὴν κιθάραν τοῦ Πνεύματος τὴν ἑξάχορδον, τὴν μελῳδήσασαν κόσμῳ τὰς ὑπὲρ νοῦν δωρεάς, ὡς ἐκφάντορας Χριστοῦ ἀνευφημήσωμεν, Στάχυν Ἀμπλίαν Ἀπελλῆν σὺν Ναρκίσσῳ Οὐρβανόν, καὶ Ἀριστόβουλον ἅμα· ὡς γὰρ Ἀπόστολοι θεῖοι, χάριν αἰτοῦνται ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.


Κοντάκιον

Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.

Ὡς ἱερὰ κειμήλια, τοῦ Παναγίου Πνεύματος, καὶ τοῦ Ἡλίου τῆς δόξης αὐγάσματα, χρεωστικῶς ὑμνήσωμεν, τοὺς σοφοὺς Ἀποστόλους, Ἀπελλῆν Οὐρβανόν τε καὶ Ἀριστόβουλον, Ἀμπλίαν Νάρκισσον καὶ Στάχυν, οὓς ἡ χάρις συνήγαγε τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.


Έτερον Κοντάκιον

Ἦχος β’. Τοῖς τῶv αἱμάτων σου.

Εἰς τὰ τοῦ κόσμου δραμόντες πληρώματα, θεογνωσίας τὸν λόγον ἐσπείρατε, καὶ στάχυν πολύχουν δρεψάμενοι, Βασιλεῖ τῶν ἁπάντων προσήξατε, Ἀπόστολοι Χριστοῦ παναοίδιμοι.


Μεγαλυνάριον

Δῆμος Ἀποστόλων θεοφεγγής, Νάρκισσος Ἀμπλίας, Ἀριστόβουλος Οὐρβανός, Ἀπελλῆς καὶ Στάχυς, ἀνέτειλαν ὡς ἄστρα· δεῦτε οὖν καὶ θαλφθῶμεν, τούτων τῇ χάριτι.


Ὁ Οἶκος

Τῶν Ἀποστόλων τὴν μνήμην πάντες, ὡς σωτηρίας ἡμέραν εὐφημήσωμεν νῦν, καὶ εὐσεβῶς μακαρίσωμεν. Αὕτη γὰρ πάσῃ τῇ οἰκουμένῃ ὥς περ ἥλιος λάμπει, φωτὸς ἀκτῖσι πᾶσαν ἀχλὺν ἐκδιώκουσα, καὶ καταλάμπουσα τοὺς πόθῳ ταύτην ἐκτελοῦντας, καὶ πίστει γεραίροντας· διὸ προθύμως συνδράμωμεν, ἀνυμνοῦντες αὐτοὺς καὶ κραυγάζοντες· Ἐκ τῶν κινδύνων ῥύσασθε ἡμᾶς, Ἀπόστολοι Κυρίου παναοίδιμοι.


Κάθισμα

Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.

Εἰς ἅπασαν τὴν γῆν, ὁ σοφὸς ὑμῶν φθόγγος, ἐξῆλθεν ἀληθῶς, τοῦ Κυρίου αὐτόπται, Ἀπόστολοι ἔνδοξοι, Οὐρβανὲ σὺν Ἀμπλίᾳ τε, Ἀριστόβουλε, καὶ Ἀπελλῆ σὺν Ναρκίσσῳ, μετὰ Στάχυος, ὑπὲρ ὑμῶν τὸν Σωτῆρα, ἀπαύστως πρεσβεύσατε.

Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2025

Να νιώθεις την παρουσία του Χριστού παιδί μου!

 Ρώτησε κάποιος έναν σύγχρονο Γέροντα:

- Γέροντα πώς να κάνω προσευχή;

Και εκείνος απάντησε: Να νιώθεις την παρουσία του Χριστού παιδί μου! 

-Και πως γίνεται αυτό;

 -Να, πως ενώ εγώ είμαι εδώ, ξέρω ότι οι Πατέρες είναι δίπλα; Έτσι να νιώθεις, ότι στο διπλανό δωμάτιο είναι ο Χριστός μας! Τόσο κοντά και τόσο αδιάλειπτα!

Πήγα και εγώ κάποτε στην Παναγούδα στον Άγιο Παϊσιο και τον ρώτησα: -Γέροντα πως θα κάνω καρδιακή προσευχή; Όλο αποσπάται ο νους μου! 

Και μου δίνει ένα τόσο δυνατό χτύπημα στην πλάτη! Ακόμα τον θυμάμαι τον ξαφνικό πόνο!

-Ένιωσες τίποτα καλογέρι; με ρώτησε…

-Ναι, Γέροντα το ρωτάτε; πόνεσα πολύ! 

-Και που πήγε ο νους σου παιδί μου; 

-Μα που αλλού Γέροντα, στο μέρος που με χτυπήσατε! 

-Στον πόνο δηλαδή ευλογημένε! Έτσι και με την προσευχή γίνεται! Για να κατέβει ο νους στην καρδιά,πρέπει εκείνη να συντριβεί και να πονέσει ! Στον πόνο της θα πάει ο νούς σου!Έτσι μόνο θα κατέβει!»...


Από'' Ημερολόγιο Όρους Αγίου''

Νώντας Σκοπετέας

Αγιος Γέροντας Πορφύριος: Οταν λέμε «Βλέπει ο Θεός», τι εννοούμε;

  άνθρωπος έχει τέτοιες δυνάμεις, ώστε να μπορεί να μεταδώσει το καλό ή το κακό στο περιβάλλον του. Αυτά τα θέματα είναι πολύ λεπτά. Χρειάζεται μεγάλη προσοχή.

Πρέπει να βλέπομε το καθετί με αγαθό τρόπο. Τίποτα το κακό να μη σκεπτόμαστε για τους άλλους. Κι ένα βλέμμα κι ένας στεναγμός επιδρά στους συνανθρώπους μας.

Και η ελάχιστη αγανάκτηση κάνει κακό. Να έχομε μέσα στην ψυχή μας αγαθότητα κι αγάπη αυτά να μεταδίδομε.

Να προσέχομε να μην αγανακτούμε για τους ανθρώπους που μας βλάπτουν· μόνο να προσευχόμαστε γι’ αυτούς με αγάπη. Ό,τι κι αν κάνει ο συνάνθρωπος μας, ποτέ να μη σκεπτόμαστε κακό γι’ αυτόν. Πάντοτε να ευχόμαστε αγαπητικά. Πάντοτε να σκεπτόμαστε το καλό.

Δεν πρέπει ποτέ να σκεπτόμαστε για τον άλλο ότι θα του δώσει ο Θεός κάποιο κακό ή ότι θα τον τιμωρήσει για το αμάρτημά του. Αυτός ο λογισμός φέρνει πολύ μεγάλο κακό, χωρίς εμείς να το αντιλαμβανόμαστε.

Πολλές φορές αγανακτούμε και λέμε στον άλλο: «Δεν φοβάσαι τη δικαιοσύνη του Θεού, δεν φοβάσαι μη σε τιμωρήσει;».

Άλλη φορά πάλι λέμε: «Ο Θεός δεν μπορεί θα σε τιμωρήσει γι’ αυτό που έκανες» ή «Θεέ μου, μην κάνεις κακό σ’ αυτόν τον άνθρωπο γι’ αυτό που μου έκανε» ή «Να μην πάθει αυτό το πράγμα ο τάδε».

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, έχομε βαθιά μέσα μας την επιθυμία να τιμωρηθεί ο άλλος.Αντί, όμως να ομολογήσομε το θυμό μας για το σφάλμα του, παρουσιάζομε με άλλον τρόπο την αγανάκτησή μας και, δήθεν, παρακαλούμε τον Θεό γι’ αυτόν. Έτσι, όμως, στην πραγματικότητα καταριόμαστε τον αδελφό.

Κι αν, αντί να προσευχόμαστε, λέμε, «να το βρεις απ’ τον Θεό, να σε πληρώσει ο Θεός για το κακό που μου έκανες», και τότε πάλι ευχόμαστε να τον τιμωρήσει ο Θεός.

Ακόμη και όταν λέμε, «ας είναι βλέπει ο Θεός», η διάθεση της ψυχής μας ενεργεί κατά ένα μυστηριώδη τρόπο, επηρεάζει την ψυχή του συνανθρώπου μας και αυτός παθαίνει κακό.

Καταλάβατε, λοιπόν πώς οι κακές μας σκέψεις, η κακή μας διάθεση επηρεάζουν τους άλλους; Γι’ αυτό πρέπει να βρούμε και τον τρόπο να καθαρίσομε το βάθος του εαυτού μας από κάθε κακία. Όταν η ψυχή μας είναι αγιασμένη, ακτινοβολεί το καλό. Στέλνομε τότε σιωπηλά την αγάπη μας χωρίς να λέμε λόγια.

Ο Χριστός ποτέ δεν θέλει το κακό. Αντίθετα παραγγέλλει: «Ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς …».

Άγιος Δήμιος ο Μάρτυρας

 Ο Άγιος αυτός Μάρτυς, που δεν γνωρίζουμε το όνομά του, ήταν στο πρότερό του βίο δήμιος. Γνώρισε τον Χριστό, ομολόγησε το Όνομά Του και τελειώθηκε μαρτυρικά αφού τον έκλεισαν σε βρωμερή απομόνωση, και πέθανε μάλλον από ασφυξία.


Η μνήμη του Αγίου Δημίου του μάρτυρα επαναλαμβάνεται στις 25 Μαρτίου.

Όσιοι Στέφανος Μιλιούτιν, Θεόκτιστος ο αδελφός του και Ελένη η μητέρα τους

 Οι Όσιοι Στέφανος και Θεόκτιστος ήταν γιοί του Βασιλιά των Σέρβων Στεφάνου Α' και εγγονοί του Αγίου Στεφάνου .


Ο Όσιος Θεόκτιστος αφού κυβέρνησε για μικρό χρονικό διάστημα, παραιτήθηκε από το θρόνο της Σερβίας και ασκήτεψε στο Σρέμ μέχρι την κοίμηση του το 1316 μ.Χ. Εργάστηκε σκληρά για να επαναφέρει στην ορθή πίστη τους αιρετικούς Βογόμιλους.


Ο νεώτερος αδελφός του Όσιος Στέφανος κυβέρνησε την Σερβία από το 1275 έως το θάνατο του το 1320 μ.Χ. και προστάτεψε τους Χριστιανούς από τους ειδωλολάτρες. Έχτισε πάνω από 40 Εκκλησίες και βοήθησε στην ανέγερση νέων μοναστηριών.


Η Οσία Ελένη, ήταν η μητέρα των Οσίων Στεφάνου και Θεόκτιστου. Έζησε θεοφιλώς και εργάστηκε σκληρά για την ανέγερση νέων μοναστηριών. Κοιμήθηκε το 1306 μ.Χ.

Αγία Απολλωνία, η Παρθένος και Πρεσβύτης, και οι συν αυτή εν Αλεξάνδρεια Μάρτυρες

 Η μνήμη της τιμάται στην Ελλαδική Εκκλησία, στις 30 Οκτωβρίου, σύμφωνα με σχετική Απόφαση (έτος 2000 μ.Χ.) της Εκκλησίας της Ελλάδος, ενώ στη Δυτική Εκκλησία τιμάται στις 9 Φεβρουαρίου και μάλιστα θεωρείται ως προστάτιδα των οδοντιάτρων (μέχρι το έτος 1967 μ.Χ., την τιμούσαν και στον Ελλαδικό χώρο, οι οδοντίατροι, ως προστάτιδά τους. Έκτοτε καθιέρωσαν ως προστάτη τους τον Άγιο Αντίπα, Επίσκοπο Περγάμου ).


Η Αγία Απολλωνία μαρτύρησε στην Αλεξάνδρεια, λίγο πριν να ξεσπάσει ο διωγμός επί Δεκίου (248 – 249 μ.Χ.). Αναφέροντας ο ιστορικός Ευσέβιος (ο Καισαρείας) επιστολή του Αγίου Διονυσίου Αλεξανδρείας  για τα γεγονότα που προηγήθηκαν του διωγμού του Δεκίου στην Αλεξάνδρεια, μνημονεύει την Αγία Απολλωνία, «τήν θαυμασιωτάτην πρεσβῡτιν παρθένον», η οποία έπεσε αυτοβούλως στην πυρά. Το σχετικό απόσπασμα αναφέρει: «Ἀλλά καί τήν θαυμασιωτάτην τότε παρθένον πρεσβῡτιν Ἀπολλωνίαν διαλαβόντες, τούς μέν ỏδόντας ἃπαντας κόπτοντες τάς σιαγόνας έξήλασαν,πυράν δέ νήσαντες πρό τῆς πόλεως ζῶσαν ἠπείλουν κατακαύσειν, εἰ μή συνεκφωνήσειεν αὐτοῖς τά τῆς ἀσεβείας κηρύγματα. Ἡ δέ, ὑποπαραιτησαμένη βραχύ καί ἀνεθεῖσα, ἐπήδησεν εἰς τό πῡρ καί καταπέφλεκται». Το «παρθένος πρεσβῡτις» προφανώς σημαίνει ότι η Απολλωνία ήταν Διακόνισσα.


Δυστυχώς στα συναξάρια δεν αναφέρονται κάποια στοιχεία. Στο συναξάριο της Αγία Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας , αναγράφεται ότι, όταν μαρτύρησε η Αγία Αναστασία, «το λείψανό της το πήρε μία γυναίκα, που λεγόταν Απολλωνία, αφού χρησιμοποίησε τη γνωριμία της με τη σύζυγο του Επάρχου. Ενταφίασε το Σώμα της στον κήπο της, όπου αργότερα έκτισε Ναό προς τιμήν της (ποιός ακριβώς ήταν ο τόπος του μαρτυρίου και του ενταφιασμού της δεν γνωρίζουμε). Από το γεγονός πάντως, ότι είχε γνωριμία με τη γυναίκα του Επάρχου, εξάγεται το συμπέρασμα, ότι ήταν γόνος οικογένειας περιωπής.



Ἀπολυτίκιον

Ήχος πλ. α’ Τον συνάναρχον Λόγον.

Των οδόντων εκρίζωσιν καθυπέμεινας και συντριβήν των σων γνάθων, Απολλωνία σεμνή, εκλεκτή παρθενομάρτυς και παρέδωκας σώμα το θείον σου πυρί, ίνα δρόσου θεϊκής παστάδος επαπολαύσης και χάριν λάβης οδόντων διώκειν άλγη τα κατώδυνα.

Όσιος Θεράπων ο παρά τον Λυθροδόνταν ασκήσας

 Ο Όσιος Θεράπων του Λυθροδόντα ήρθε μαζί με την ομάδα των «Τριακοσίων» προσφύγων από την Παλαιστίνη κατά τους διωγμούς που έγιναν κατά τον Ζ' αιώνα από τους μουσουλμάνους Άραβες. Αφού έζησε και εδιδάχθη στην έρημο της Παλαιστίνης τον μοναχισμό, τον ασκητισμό, την προσευχή, την ταπείνωση, την αγρυπνία και την εγκράτεια, όταν ήρθε στην χριστιανική Κύπρο, ψάχνοντας τόπο επιτήδιο για άσκηση, βρήκε τον κατάλληλο, και δίπλα σε αυτόν νερό, κοντά στο χωριό Λυθροδόντας, της επαρχίας Λευκωσίας.


Στον ερημικό εκείνο τόπο του Λυθροδόντα, ο Όσιος Θεράπων, μετά από πολλούς πνευματικούς αγώνες, αξιώθηκε από τον Θεό να λάβει το χάρισμα της θαυματουργίας. Οι πιστοί της γύρω περιοχής προσέτρεχαν κοντά του για να θεραπευτούν από διάφορες αρρώστιες, αλλά και για να πάρουν και την ορθή χριστιανική διδασκαλία για τη ψυχική τους ωφέλεια.


Όταν ο Όσιος αποδήμησεν εις Κύριον, το σώμα του τάφηκε εκεί στον τόπο της άσκησής του από τους πιστούς ή από τους μαθητές του. Από θαύμα Θεού, μετά από πολλούς αιώνες, ανευρέθηκαν τα οστά του, με αυτό τον τρόπο: Σύμφωνα με διηγήσεις των γεροντότερων κατοίκων του Λυθροδόντα, στα παλαιότερα χρόνια, πριν κτιστεί το χωριό εδώ που βρίσκεται σήμερα, υπήρχε μόνο μικρός οικισμός εκεί που βρίσκεται σήμερα το νεκροταφείο του χωριού. Οι κάτοικοι κάποτε παρακολουθούσαν τις νύκτες κάποιο φως που φαινόταν εκεί που είναι σήμερα η εκκλησία του.


Αφού πήγαν κοντά δεν είδαν τίποτα. Το είδαν και δεύτερη και τρίτη φορά τον μυστηριώδες από φως και τελικά το φως φαινόταν πάνω από κάποιο βάτο. Απεφάσισαν τότε να κόψουν από την ρίζα το βάτο. Έτσι κι έκαμαν. Όταν έκοψαν το βάτο, τότε ανακάλυψαν και τον τάφο του Οσίου Θεράποντα μαζί με τα οστά του. Τότε έκτισαν εκκλησία στο όνομα του Οσίου Θεράποντος. Ο ναός αυτός υπήρχε μέχρι το 1863 μ.Χ., οπότε κατεδαφίστηκε για να κτιστεί ο έως της σήμερον υπάρχων μεγάλος ναός. Στον ναό σώζεται μικρό τεμάχιο του μετώπου του Αγίου, το οποίο βρίσκεται σε αργυρόχρυση θήκη και λιτανεύεται την ημέρα της εορτής του.


Για το θαύμα της ανεύρεσης των λειψάνων του Οσίου Θεράποντα αναφέρει, τροπάριον της η' ωδής της Ακολουθίας του: «Ὁ Μωϋσῆς τὸ πρότερον ἀπὸ στύλου φεγγόμενος, στῦλον ἀπὸ γῆς εἰς οὐρανοὺς ὁλόφωτον, ἀκτῖνα σὲ ἔδειξε, ἔνθα καὶ νῦν κατακεῖται τὸ καρτερικόν σου καὶ πολυᾶθλον σῶμα ὢ πιστοὶ παρεστῶτες εὐσεβῶς μελωσούσιν εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας».


Το λείψανο του Οσίου μετά την ανεύρεσή του έκαμε πολλά θαύματα και κυρίως θεράπευσε πολλούς από ελώδη πυρετό. Και μέχρι σήμερα κάνει διάφορα θαύματα σε αυτούς που έρχονται με πίστη στον ναό του. Για τούτο πήρε την προσωνυμία θαυματουργός. Κοντά στην εκκλησίαν υπάρχει και το αγίασμα του Οσίου.


Από το δοξαστικόν των αίνων της Ακολουθίας του Οσίου, φαίνεται να δίδασκεν ο Όσιος: «Ἀγαπήσατε τὸν Θεὸν καὶ εὑρήσετε χάριν αἰώνιον, μηδὲν προτιμήσετε τῆς ἀγάπης αὐτοῦ ἵνα ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν μετὰ πάντων τῶν ἁγίων». Επίσης σε ειλητάριον νεοτέρας εικόνας του αναγράφεται: «Ἐγκράτεια γλώσσης καὶ κοιλίας μεγίστη φιλοσοφία».



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Δεῦτε, πάντες Θεράποντα ὁσιώτατον, ἐν Λυθροδόντᾳ ἀσκήσει συντόνῳ καὶ προσευχῆ τῷ Χριστῷ εὐαρεστήσαντα τιμήσωμεν ὡς ταχινὸν θεραπευτὴν τῶν νοσούντων ἀλγεινῶς καὶ πάντων θερμὸν προστάτην τῶν ἐκβοώντων ἐν πίστει· Χαῖρε, κρουνὲ τῆς Θείας Χάριτος.


Κοντάκιον

Ἦχος πλ. β’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Επ' εὐλογίαις σπόρον σπείραντα ἀσκήσεως ἐν λυθροδόντα καὶ θερίσαντα τὸν ἄσταχυν τὸν πολύχουν ἀφθαρσίας ψαλμοῖς εὐτάκτοις εὐφημήσωμεν, Θεράποντα, τὸ σέμνωμα ἰσαγγέλου πολιτείας καὶ θεώσεως, πόθω κράζοντες· Χαίροις, Πάτερ πανόσιε.

Άγιοι Τέρτιος, Μάρκος, Ιούστος και Αρτεμάς οι Απόστολοι από τους Εβδομήκοντα

 Ο Τέρτιος έγινε δεύτερος επίσκοπος Ικονίου μετά τον Σωσίπατρο. Έγραψε δε και την προς Ρωμαίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου, καθώς ο ίδιος μαρτυρεί (Ρωμ. ιστ' 22).


Ο Μάρκος, ανεψιός του Βαρνάβα, έγινε επίσκοπος Απολλωνιάδας και με το Ευαγγελικό του κήρυγμα εξολόθρευσε το σέβας των ειδώλων. (Κολασ. Δ' 10).


Ο Ιούστος (ή Ιησούς) έγινε επίσκοπος Ελευθερούπολης και με τα λόγια του και τα θαύματα του, είλκυσε στην αλήθεια του Ευαγγελίου τους εκεί άπιστους.


Ο Αρτεμάς, τέλος, έγινε επίσκοπος στα Λύστρα, και σαν δόκιμος υπηρέτης του Χριστού διέλυσε στον τόπο αυτόν την πλάνη των δαιμόνων.

Άγιοι Αστέριος, Κλαύδιος, Νέων και Νεονίλλη τα αδέλφια

 Οι Άγιοι αυτοί ήταν από την πόλη των Λαράνδων, το γένος Ίσαυροι και αδέλφια κατά σάρκα, στα χρόνια του Διοκλητιανού και Λυσίου ηγεμόνος της Κιλικίας (περί το 288 μ.Χ.).


Όταν πέθανε ο πατέρας τους, έπεσαν στα νύχια της κακιάς μητριάς τους, που ήθελε να αρπάξει την περιουσία που τους άφησε ο πατέρας τους. Τα τέσσερα αδέλφια δεν επέτρεψαν στη μητριά τους να οικειοποιηθεί την περιουσία τους, αντίθετα όμως, με κάθε προθυμία βοηθούσαν με τα χρήματα αυτά τους φτωχούς. Τότε η μέγαιρα μητριά, για να εκδικηθεί τα τέσσερα αδέλφια, τα κατάγγειλε στον ηγεμόνα της Κιλικίας Λυσία, ότι ήταν χριστιανοί. Αμέσως συνελήφθησαν και βασανίστηκαν σκληρά. Αλλά το φρόνημά τους δεν άλλαξε. Τότε αποκεφαλίστηκαν και οι τέσσερις, τα δε σώματά τους ρίχτηκαν στα φαράγγια για να τα φάνε τα όρνεα. Αλλά η ψυχή τους πέταξε ένδοξη μπροστά στον θρόνο του Θεού, περιμένοντας τη μεγάλη ήμερα της μισθαποδοσίας.

Άγιοι Κλεόπας ο Απόστολος και Ιωσήφ Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης

 Ο Κλεόπας ήταν ένας από τους 70 μαθητές του Κυρίου. Γι' αυτόν βλέπε στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιον κδ’ 19-27. Ο Κλεόπας, έλαβε και αυτός κατά την ήμερα της Πεντηκοστής τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος και πέρασε τη ζωή του κοπιάζοντας για το Ευαγγέλιο.


Ο Ιωσήφ έζησε τον 13ο αιώνα μ.Χ.. Έγινε Ιερομόναχος μετά τον θάνατο της συζύγου του και διαδέχτηκε στον Πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης τον Γερμανό Γ' το 1268 μ.Χ. Το 1275 μ.Χ. υπέβαλε την παραίτησή του, διότι ο βασιλιάς Μιχαήλ, είχε υπογράψει χωρίς τη θέληση κλήρου και λαού, στη Λυών της Γαλλίας, την ένωση της Ανατολικής και της παπικής Εκκλησίας. Στις 31 Οκτωβρίου 1282 μ.Χ. επανήλθε στον θρόνο και έκανε πολλές και κοπιαστικές περιοδείες για να αποκαταστήσει την Ορθόδοξη εκκλησιαστική τάξη. Όμως, τον Μάρτιο του 1283 μ.Χ., εξουθενωμένος από τους κόπους, παρέδωσε το πνεύμα του στον Θεό.

Άγιοι Αλέξανδρος, Κρονίων, Ιουλιανός, Μακάριος και άλλοι Δεκατρείς Μάρτυρες

 Μαρτύρησαν όλοι στα χρόνια του βασιλιά Δεκίου το 250 μ.Χ., στην Αλεξάνδρεια. Οι δύο πρώτοι θανατώθηκαν, μετά από σκληρά βασανιστήρια, αφού έχυσαν επάνω τους βρασμένη ασβέστη. Οι δε επόμενοι δύο, αφού και αυτοί βασανίστηκαν απάνθρωπα, στο τέλος τους αποκεφάλισαν. Από τους άλλους 13 μάρτυρες, άλλους έκαψαν ζωντανούς και άλλους αποκεφάλισαν.


Άγιος Μαρκιανός ο Ιερομάρτυρας

 Ο Άγιος ιερομάρτυρας Μαρκιανός χειροτονήθηκε επίσκοπος από τον Απόστολο Πέτρο και στάλθηκε στις Συρακούσες της Σικελίας. Εκεί ο Άγιος με την προσευχή του κατέστρεψε τους ναούς των ειδώλων. Και δεν έκανε μόνο αυτό, πραγματοποίησε πολλά θαύματα, με αποτέλεσμα να πιστέψουν πολλοί ειδωλολάτρες. Όμως την παρρησία του Αγίου δεν μπορούσαν να την υποφέρουν οι φθονεροί και χριστοκτόνοι Ιουδαίοι και τον θανάτωσαν με βίαιο θάνατο.

Αγία Ευτροπία

 Η Αγία Ευτροπία ήταν από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και μάταια ο έπαρχος Απελλιανός προσπαθούσε να διεγείρει την ψυχή της Ευτροπίας στις ορμές της ζωής των ανέσεων, των τέρψεων και των ηδονών, που υποσχόταν σ' αυτή αν ήθελε ν' αρνηθεί τον Χριστό. Τέρψη, ηδονή και άνεση για μένα είναι, έλεγε η Ευτροπία, το να ζω κατά τα χριστιανικά παραγγέλματα. Εμάς ελκύουν η εγκράτεια, η λιτότητα, οι κακοπάθειες και οι θλίψεις για τους άλλους, η δε μεγαλύτερη των ηδονών είναι ο θάνατος για το Χριστό. Και αυτό το απέδειξε η μάρτυς και με έργα. Ούτε φυλακή, ούτε σιδερένια νύχια και αναμμένες λαμπάδες πτόησαν ή πίκραναν την ψυχή της. Τα λόγια της εξακολουθούσαν θαρραλέα και ηρωικά, το δε κεφάλι της βάφηκε με το αίμα της. Και το κεφάλι εκείνο, που με τέτοιο τρόπο έπεσε, ήταν το τιμιότερο από κάθε άλλο κεφάλι στολισμένο με διαμάντια και στέμματα βασιλικά.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιοι Ζηνόβιος και Ζηνοβία τα αδέλφια

 Οι Άγιοι Ζηνόβιος και Ζηνοβία έζησαν και μαρτύρησαν την εποχή του Διοκλητιανού. Τα δύο αδέρφια κατάγονταν από τις Αίγες της Κιλικίας και προέρχονταν από οικογένεια πλούσια και ευσεβή. Ο Ζηνόβιος ήταν ιατρός και εξασκούσε την επιστήμη του αφιλοκερδώς. Τα δύο αδέρφια ασκούσαν μεγάλο φιλανθρωπικό έργο και αυτό προκάλεσε την οργή των ειδωλολατρών και συγκεκριμένα του ηγεμόνα Λυσία, ο οποίος διέταξε τη σύλληψη του Ζηνόβιου. Κατά τη διάρκεια της φυλάκισης του προσήλθε οικειοθελώς στις αρχές και η αδερφή του η Ζηνοβία με την επιθυμία να συμμαρτυρήσει με τον αδελφό της. Και οι δύο θανατώθηκαν με αποκεφαλισμό κατόπιν βασανιστηρίων το 285 μ.Χ.





Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Ὡς θεῖοι αὐτάδελφοι ὁμονοοῦντες καλῶς, Ζηνόβιε ἔνδοξε καὶ Ζηνοβία σεμνή, συμφώνως ἠθλήσατε· ὅθεν καὶ τῶν στεφανῶν τῶν ἀφθάρτων τυχόντες, δόξης ἀκαταλύτου ἠξιώθητε, ἅμα ἐκλάμποντες τοῖς ἐν κόσμῳ χάριν ἰάσεων.


Κοντάκιον

Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς.

Τοὺς ἀληθείας Μάρτυρας, καὶ εὐσεβείας κήρυκας, τῶν ἀδελφῶν τὴν δυάδα τιμήσωμεν, ἐν θεοπνεύστοις ᾄσμασι, τὸν Zηvόβιοv ἅμα τῇ σεπτῇ Zηνοβία, ὁμοῦ βιώσαντας, καὶ διὰ μαρτυρίου τευξαμένους στέφος ἄφθαρτον.


Ὁ Οἶκος

Τὸν γενναῖον καὶ μέγαν Ζηνόβιον, ἐν ᾀσμάτων ᾠδαῖς εὐφημήσωμεν, καὶ σὺν αὐτῷ τὴν παρθένον καὶ ἄσπιλον Ζηνοβίαν· ὑπάρχει γὰρ σύναθλος. Οὗτοι καθεῖλον ἐχθροῦ φρυάγματα, τὴν δὲ πίστιν Χριστοῦ κατετράνωσαν· διὸ περιφανῶς ἐκομίσαντο, οὐρανόθεν ἀξίως παρὰ Θεοῦ, στέφος ἄφθαρτον.

Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2025

ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΤΗΝ ΡΩΜΑΙΑ

Περί του αρχέκακου όφεως. Πατερικές διδαχές

 Ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος σε ομιλία του λέγει για τόν πονηρό «Αυτός που έπλασε το σώμα και τήν ψυχή, έρχεται και διαλύει κάθε συναναστροφή με τόν πονηρό και με τα έργα του, που γίνονται στούς λογισμούς, τόν ανακαινίζει και τόν μορφοποιεί σε επουράνια εικόνα, κάνοντας καινούργια τήν ψυχή του, για να γίνει πάλι ο Αδάμ βασιλιάς του θανάτου και κυρίαρχος τών δημιουργημάτων.


Και στη σκια του νόμου τής Παλαιάς Διαθήκης ο Μωυσής ονομαζόταν σωτήρας του Ισραήλ· διότι τούς οδήγησε έξω από τήν Αίγυπτο.

Έτσι και τώρα ο αληθινός λυτρωτής Χριστός περνάει μέσα από τα απόκρυφα μέρη τής ψυχής, και τήν απομακρύνει από τήν σκοτεινή Αίγυπτο, το βαρύ ζυγό και τήν πικρή σκλαβιά.

Μάς παραγγέλλει να απομακρυνθούμε από τόν κόσμο και να γίνουμε πτωχοί από όλα τα κακά του κόσμου, να μη έχουμε μέριμνα γήινη, αλλά νύκτα και ημέρα να στεκόμαστε στήν πόρτα και να περιμένουμε πότε ο Κύριος θα ανοίξει τίς κλεισμένες καρδιές και θα τίς λούσει με τήν δωρεά του αγίου Πνεύματος»1.


Ο Μέγας Βασίλειος σε ομιλία του θα πει: «Από που υπάρχει στον διάβολο ο πόλεμος εναντίον μας; Γιατί με το να είναι δοχείο κάθε κακίας, δέχθηκε και την ασθένεια του φθόνου και μας φθόνησε με την τιμή.

Δεν μπόρεσε να υποφέρει την ζωή μας που ήταν χωρίς λύπη στον Παράδεισο. Αφού με πονηρία και ραδιουργία ξεγέλασε τον άνθρωπο, κι αφού τον πόθο που είχε να μοιάσει στον Θεό, τον μεταχειρίστηκε για να τον εξαπατήσει, του υπέδειξε το δένδρο και του υποσχέθηκε ότι με την βρώση από αυτό θα τον καταστήσει όμοιο με τον Θεό.


Δεν δημιουργήθηκε για να είναι εχθρός μας, αλλά από ζηλοτυπία απέβη εχθρός μας. Βλέποντας δηλαδή τον εαυτό του να έχει ξεπέσει από την τάξη των αγγέλων, δεν μπορούσε να βλέπει το γήινο πλάσμα να ανυψώνεται με προκοπή στο αγγελικό αξίωμα»2.



Ο άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης λέγει τα εξής για τον πονηρό: «Ο Αρχέκακος αιχμαλωτίζει και κυριεύει τον άνθρωπο σε αυτόν τον κόσμο, διογκώνοντας τις πνευματικές και σωματικές του ανάγκες. Τον κάνει να ρέπη υπέρμετρα στο φαγητό και στο ποτό, να εντυπωσιάζεται από τα πο- λυτελή ρούχα, να λαχταρά κάθε άλλη υλική απόλαυση, να διψά για τιμές και φήμη.

Όλα αυτά, στη ρίζα τους είναι τοποθετημένα από τον Θεό σαν επιθυμία της χαράς, που ο Θεός δίνει. Ο Διάβολος όμως τα διαστρέφει, τα οδηγεί στα άκρα και έτσι φθείρει την ψυχή και το σώμα. Απομακρύνει τον άνθρωπο από τον θείο προορισμό του, ρίχνοντάς τον στον βούρκο της πολλαπλής ακολασίας.

 Χάνουμε έτσι την αγνότητα, την ανιδιοτέλεια, την αγαθότητα, την πραότητα, την ταπεινοφροσύνη, την πίστη, την ελπίδα και την αγάπη. Όλα όσα είναι αναγκαία για την σωτηρία μας».

Και σε άλλο σημείο θα τονίσει «Είμαστε όλοι ένα και οφείλουμε να αγαπάμε ο ένας τον άλλο. Η κλειστή καρδιά απέναντι στον πλησίον μας είναι αποτέλεσμα του Διαβόλου και των ενεργειών του. Κάθε προσκόλληση στο εγώ είναι υπα- κοή στον Διάβολο»3.



Ο άγιος Ιωάννης ο Καρπάθιος έγραφε προς τους μοναχούς της Ινδίας: « Όταν η ψυχή βγει από το σώμα, ο εχθρός διάβολος ορμά εναντίον της με θρασύτητα και την πολεμά και την ονειδίζει και γίνεται αυστηρός και φοβερός κατήγορος των αμαρτιών της.

Αλλά τότε μπορεί να δει κανείς την ψυχή που αγαπά τον Θεό και έχει μεγάλη πίστη προς αυτόν, αν και πολλές φορές είχε πληγωθεί από αμαρτίες, να μη κατατρομάζει στις εφόδους του εχθρού και στις απειλές του, αλλά μάλλον να ενισχύεται με την χάρη του Κυρίου και να την φτερώνει η χαρά· να την κάνουν θαρραλέα οι άγιοι άγγελοι που την οδηγούν, και περιτειχισμένη από το φως της πίστεως να αντιλέγει δυνατά με μεγάλο θάρρος στον πονηρό διάβολο.

Και ενώ αντιλέγει η ψυχή με θάρρος, φεύγει πίσω ο διάβολος θρηνώντας με μεγάλη φωνή, μη μπορώντας να αντισταθεί στο όνομα του Χριστού. Ανεβαίνοντας η ψυχή πετάει προς τα κάτω και ραπίζει τον εχθρό, όπως το γεράκι χτυπά τον κόρακα.

Και έπειτα από αυτό μεταφέρεται από τους αγγέ- λους γεμάτη χαρά στους τόπους, που της έχουν οριστεί, ανάλογα με την κατάστασή της»4.


Δεν σε ξέρω. Πρώτη φορά σε βλέπω. Άλλα βλέπω ότι πίσω σου στέκεται ο άγγελός σου

 ΚΛΕΙΤΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ: Κύριε Παπαζάχο, εσείς πως τον γνωρίσατε;

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΖΑΧΟΣ: Είχε έρθει στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Αθηνών για τα προβλήματα, που είχε με την καρδία του. Μόλις έμαθα ότι ήταν εκεί, πήγα να τον δω. Ήταν η μέρα, που τον είχαν μετακινήσει από τη Μονάδα Εντατικής Παρακολούθησης σ” ένα δωμάτιο με τρία κρεβάτια κι ένα ράντζο, πάνω στο όποιο είχαν βάλει τον Γέροντα Ιάκωβο. Η πρώτη εντύπωσή μου μόλις τον είδα είναι κάτι που δεν περιγράφεται. «Αν σας πω ότι ο άνθρωπος αυτός ακτινοβολούσε, θα είναι λίγο. Η μορφή του ήταν το κάτι άλλο, πράγματι ακτινοβολούσε. Την ώρα που μπήκα στο δωμάτιό του, ήταν εκεί οι γιατροί, που έκαναν την καθημερινή επίσκεψή τους στους θαλάμους των ασθενών. Κατά σύμπτωση οι γιατροί εκείνοι ήταν πρώην φοιτητές μου στο Πανεπιστήμιο. Έτσι, μόλις με είδαν, ήρθαν κοντά μου και με ενημέρωσαν για την κατάσταση της υγείας του Γέροντα. Όταν τελείωσαν κι έφυγαν οι γιατροί, πήγα και κάθησα δίπλα στο Γέροντα Ιάκωβο, ο οποίος, μόλις με είδε, μου είπε το εξής, το όποιο μ” έκανε πραγματικά ν” άνατριχιασω,γιατί ήταν κάτι που δεν είχα σκεφτεί ποτέ. – Δεν σε ξέρω. Πρώτη φορά σε βλέπω. Άλλα βλέπω ότι πίσω σου στέκεται ο άγγελός σου.

            Με συγκλόνισε κυριολεκτικά αυτό που μου είπε. Δεν το λέω για υπερηφάνεια, Και πρόσθεσε:

            – Όλοι οι άνθρωποι έχουν άγγελο. Άλλα τον δικό σου τον είδα. Πρόσεξε να μη τον διώξεις από κοντά σου. Ανατριχιάζω ολόκληρος κάθε φορά, που το σκέφτομαι, το ίδιο όπως την ώρα εκείνη. Κι ολοκλήρωσε ο Γέρων Ιάκωβος: -Αυτός ο άγγελος έχει κατονομασθεί την ήμερά της βαπτίσεώς σου. Από την ήμερά της βαπτίσεώς σου σε συνοδεύει και δεν πρέπει να φεύγει από κοντά σου. Είναι αυτός, ο οποίος τελικά θα πάρει την ψυχή σου στα χέρια του και θα την οδηγήσει την ήμερά της Κρίσεως. Κι όταν θα έρχονται οι δαίμονες και θα λένε «αυτός έκανε εκείνο, έκανε το άλλο, διέπραξε αυτή την αμαρτία και την άλλη», τότε ο άγγελός σου θα λέει «ναι, τα έκανε αυτά, αλλά ταυτόχρονα έκανε κι αυτό το καλό, έκανε και το άλλο καλό». Αυτός είναι ο δικηγόρος, που θα σε υποστηρίξει. Πρόσεξε, λοίπον, να μη τον απομακρύνεις. Τον είδα να είναι κοντά σου. Από εκείνη την ώρα, ουδέποτε σταμάτησα να έχω την αίσθηση ότι δίπλα μου υπάρχει ένας άγγελος, ο δικός μου, προσωπικός άγγελος. Αυτό είναι ένα μέγα μήνυμα χαράς προς όλους όσους βαπτιστήκαμε Όρθοδοξοι χριστιανοί.

ΚΛΕΙΤΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ: Αληθινά εντυπωσιακή εμπειρία αυτή, κύριε Παπαζάχο να δει ο Γέρων Ιάκωβος το φύλακα άγγελό σας.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΖΑΧΟΣ: Όταν έβλεπες τον Γέροντα Ιάκωβο είχες την αίσθηση ότι ήταν άλλου κόσμου, ότι μιλούσε μεν για τα προβλήματά σου, αλλά με μια άλλη προοπτική. Καταλάβαινες ότι, όντας δίπλα σου, ζούσε κάπου άλλου. Κι αυτό σε γέμιζε μ” ένα αίσθημα πανηγύρεως.

ΚΛΕΙΤΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ: Ήταν απ’άλλου φερμένος.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΖΑΧΟΣ: Και σου μετέδιδε ότι κι εσύ είσαι για άλλου πλασμένος,ότι δεν είσαι για εδώ.


Από το βιβλίο του ΚΛΕΙΤΟΥ ΙΩΑΝΝΙΔΗ,

«Σύγχρονοι Άγιοι Γέροντες»,

εκδ. Ι.Μ. Αγ. Μαρίνας και “Αγ. Ραφαήλ Ξυλοτύμπου,

  Λευκωσία 1994

Αγία Βάσσα

 Η μνήμη της Αγίας Βάσσας αναφέρεται στον Συναξαριστή του Sirmond (Delehaye σελ. 176, 2) ως έξης: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῶν ἁγίων ἀποστόλων καὶ μαρτύρων Πέτρου, Παύλου, Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ, Στεφάνου τοῦ πρωτομάρτυρος, Βαρνάβα τοῦ ἀποστόλου, Ἰωσὴφ τοῦ Πατριάρχου, καὶ Κλεώπα, Τροφίμου, Δορυμέδοντος, Κοσμᾶ, Δαμιανοῦ, Βάσσης καὶ τῆς συνοδείας αὐτῶν. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτῶν σύναξις ἐν τῷ σεπτῷ ἀποστολείῳ τοῦ ἁγίου καὶ πανευφήμου ἀποστόλου Παύλου ἐν τῷ Ὀρφανοτροφείῳ ἅμα δὲ καὶ τὰ ἐγκαίνια τοῦ αὐτοῦ ναοῦ». (Και Sinaxaria Selecta σελ. 172, 43).

Ανάμνηση της καταθέσεως της τίμιας κεφαλής του Προδρόμου και βαπτιστο Ιωάννου

 Τη μνήμη αυτού του γεγονότος, συναντάμε μόνο στο Λαυρωτιακό Κώδικα Δ' 14 φ. 15, όπου υπάρχει και ειδικός Κανόνας για τη γιορτή αυτή από άγνωστο ποιητή, πού μεταξύ άλλων λέει: «Κάρα τὴν σὴ ῥέοντος πλούτου φανότερον πιστῶς ἐναγλαΐζεται τοῦδε τοῦ ἄστεως ἡ σεπτὴ ἐκκλησία τεῖχος κεκτημένη. Πρόδρομε κῆρυξ Χριστοῦ».

Άγιος Τιμόθεος ο Εσφιγμενίτης ο νέος Οσιομάρτυρας

 Πατρίδα του Αγίου Τιμοθέου ήταν το χωριό Παράορα της επαρχίας Κεσσάνης (ή Κισάννης) της Θράκης, και κατά κόσμον ονομαζόταν Τριαντάφυλλος. Παντρεύτηκε και απόκτησε δύο κόρες.


Κάποτε, η σύζυγός του, με συνέργεια του διαβόλου, τον εγκατέλειψε και παντρεύτηκε κάποιο Τούρκο. Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα συναισθάνθηκε το σφάλμα της αλλά δεν μπορούσε εύκολα να απαλλαγεί από τον αλλόπιστο. Ο σύζυγός της Τριαντάφυλλος σκέφτηκε τότε , για να μπορέσει να την απαλλάξει από τα χέρια του Τούρκου, να ασπαστεί εικονικά τον μωαμεθανισμό και κατόπιν να γίνουν και οι δύο μοναχοί.


Πράγματι πήγε στο δικαστήριο και είπε ότι, αν του δώσουν πίσω τη γυναίκα του, δέχεται να γίνει μουσουλμάνος. Με πολλή ευχαρίστηση το δικαστήριο ενέκρινε το αίτημά του και αφού του έκαναν περιτομή του έδωσαν τη σύζυγό του.


Μετά από κάποιους μήνες έφυγαν κρυφά και πήγαν στις Κυδωνίες, όπου τακτοποίησε τη γυναίκα του σε γυναικείο μοναστήρι ενώ αυτός έφυγε για το Άγιο Όρος.


Αρχικά εργάστηκε ως κηπουρός στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας όπου και εκάρη μοναχός με το όνομα Τιμόθεος. Εκεί άκουσε για το μαρτύριο του αγίου νεομάρτυρος Αγαθαγγέλλου του Εσφιγμενίτου (βλέπε 19 Απριλίου) που είχε μαρτυρήσει εκείνη τη χρονιά και μέσα του γεννήθηκε ο πόθος για μαρτύριο.


Κατόπιν πήγε στο κοινόβιο του Εσφιγμένου, όπου έγινε μεγαλόσχημος και προπαρασκευάστηκε για το μαρτύριο. Τελικά, αφού πήρε την ευχή του ηγούμενου του Ευθυμίου, αναχώρησε από το Άγιο Όρος και έφτασε στην Κεσσάνη.


Στην Κεσσάνη, μαζί με τον συνοδό του Ιερομόναχο Ευθύμιο, προσπαθούσαν να επαναφέρουν στη σωστή πίστη αρνησίχριστους. Τους πρόδωσαν όμως και αφού τους συνέλαβαν τους μετέφεραν στις φυλακές της Αδριανούπολης. Εκεί βασανίστηκαν με τον πιο βάρβαρο τρόπο. Αλλά επειδή οι Όσιοι έμεναν σταθεροί στην πίστη τους, τους μεν Ευθύμιο και κάποιον άλλο μοναχό Βαρνάβα τους ελευθέρωσαν και τους απέλασαν, τον δε Τιμόθεο αποκεφάλισαν στις 29 Οκτωβρίου 1820 μ.Χ.


Μέρος των αιματωμένων ενδυμάτων του, βρίσκεται στη Μονή Εσφιγμένου.


Ορισμένοι Συναξαριστές, μαζί μ' αυτούς τους Αγίους, αναφέρουν και κάποιον Ιερέα Νικόλαο.

Άγιος Αθανάσιος ο Ιερομάρτυρας «ἐκ Σπάρτης Ἀτταλίας»

 Σύμφωνα με το Νέο Μαρτυρολόγιο, ο μάρτυρας αυτός μαρτύρησε στα Μουδανιά στις 29 Οκτωβρίου 1653 μ.Χ. Κανόνα του Αγίου, συνέγραψε ο Μελέτιος Συρίγου. Ο Otto Meinardus, αναφέρει σαν ήμερα μνήμης του νεομάρτυρα την 7η Ιανουαρίου και συγχέει τα περιστατικά του βίου του με αυτά του Αθανασίου εξ Ατταλίας, που μαρτύρησε το 1700 μ.Χ.

Οσία Άννα η μετονομασθείσα Eυφημιανός

 Η Οσία Άννα γεννήθηκε στο Βυζάντιο από ευσεβείς γονείς και ο πατέρας της, Ιωάννης ονομαζόμενος, ήταν Διάκονος στον Ναό της Θεοτόκου στις Βλαχέρνες.


Νωρίς έμεινε ορφανή από γονείς και η γιαγιά της την πάντρεψε με κάποιο ευσεβή Διάκονο, με τον όποιο απόκτησε δύο παιδιά. Αλλά αργότερα, ο άντρας της και τα δύο της παιδιά πέθαναν και έτσι η Άννα διαμοίρασε τα υπάρχοντα της και αποσύρθηκε σε μοναστήρι. Κατόπιν όμως, ο εικονομάχος Λέων ο Ισαυρος (περί το 716 μ.Χ.), διέλυσε τη Μονή στην οποία ανήκε η Άννα.


Στην ανάγκη αυτή, η Οσία φόρεσε ρούχα ανδρικά και μπήκε σε ανδρικό μοναστήρι με το ψευδώνυμο: Ευφημιανός. Εκεί έζησε με μεγάλη προσοχή και ακρίβεια, και μετά τον θάνατο του Λέοντα του Ισαύρου, φόρεσε πάλι γυναικεία ρούχα και έμεινε σαν μοναχή στο Βυζάντιο. Εκεί επιδόθηκε στη διακονία των φτωχών και των ασθενών.


Με τέτοια δε θεοφιλή εργασία παρέδωσε το πνεύμα της στον Κύριο.

Άγιος Σάββας ο στρατηλάτης

 Ο Άγιος Σάββας ο στρατηλάτης μαρτύρησε, αφού τον θανάτωσαν τρυπώντας του τα πλευρά με λόγχη.

Αγία Μελιτίνη

 Η Αγία Μελιτίνη κατηγορήθηκε ως Χριστιανή και οδηγήθηκε στον τοπικό άρχοντα όπου ομολόγησε την πίστη της στο Χριστό. Ο άρχοντας εξοργίστηκε και πρόσταξε να τη χτυπήσουν βάναυσα στο πρόσωπο. Στη συνέχεια τη γύμνωσαν και την οδήγησαν στο δικαστήριο, όπου την ανέκριναν πολλές ώρες. Μετά από την ανάκριση υποβλήθηκε σε πολλά βασανιστήρια. Τελικά υποβλήθηκε στην τιμωρία του αποκεφαλισμού. Έτσι η Αγία μάρτυρας Μελιτίνη τελείωσε και έλαβε από τον Κύριο το άφθαρτο στέφανο του μαρτυρίου.

Όσιος Αβράμιος και Μαρία η ανεψιά του

 Αριστεύς της εγκράτειας και των πνευματικών ασκήσεων ο όσιος Αβράμιος, άφησε τη μεγάλη περιουσία που κληρονόμησε στους φτωχούς και αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στη διακονία του Θεού και του πλησίον. Ζούσε σε ερημικό τόπο, όπου προσευχόταν και μελετούσε τα Ιερά γράμματα. Από εκεί πήγαινε σε διάφορες πόλεις, για να κηρύξει το λόγο του Θεού και να διακονήσει τη βασιλεία της αλήθειας και της ειρήνης του Ευαγγελίου. Η πίστη, η αγάπη και η υπομονή του κατόρθωσαν πολλές φορές να καταπραΰνουν βάρβαρες καρδιές και να ελκύσουν στο σταυρό ψυχές υπερβολικά εξαγριωμένες.


Πάνω από 70 ετών ο Αβράμιος, διατηρούσε όλη τη ζωντάνια της Ιεραποστολικής δράσης του. Προστατευόμενος μάλιστα και από την ηλικία του, μπόρεσε να αφοσιωθεί στη σωτηρία αμαρτωλών γυναικών. Κάποτε ευτύχησε να ανασύρει από το βόρβορο της αμαρτίας και την κόρη του αδελφού του, τη Μαρία. Την είδε σε κάποιο πανδοχείο, χωρίς να τη γνωρίζει, φορτωμένη με κοσμήματα και συντροφιά με ακόλαστους νέους. Η παραστρατημένη όμως νεαρή, δεν είχε αποβάλει εντελώς τις ευσεβείς αναμνήσεις της. Την επομένη, πήγε στο γέροντα ασκητή και ζήτησε την ευλογία του. Εκείνος της απάντησε ότι δεν ωφελεί σε τίποτα η ευλογία των ανθρώπων, όταν ο Θεός είναι αναγκασμένος να μη παρέχει τη δική Του. Τα λόγια αυτά συντάραξαν τη Μαρία, μετανόησε, εξομολογήθηκε και από τότε έζησε ζωή αγία. Ο δε Αβράμιος πέθανε υπέργηρος, υπηρετώντας πιστά μέχρι τέλους το Θεό.



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.

Ζωῆς τῆς φθειρομένης λιπῶν τᾶς ἀπολαύσεις, ἐν τὴ τῶν μελλόντων ἐλπίδι, Ἀβράμιε θεοφόρε, ὁσίως ἐβίωσας ἐν γῇ, καὶ χρῖσμα ὑπεδέξω ἱερὸν διὰ τοῦτο ὡς τοῦ Λόγου μυσταγωγός, κατηύγασας τοὺς βοώντας, δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ, πάσιν ἰάματα.


Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος πλ. δ’.

Ἐν σοὶ Πάτερ ἀκριβῶς διεσώθη τὸ κατ᾽ εἰκόνα· λαβὼν γὰρ τὸν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καὶ πράττων ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μὲν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διὸ καὶ μετὰ Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὅσιε Ἀβράμιε τὸ πνεῦμά σου.


Κοντάκιον

Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Ἐν σαρκὶ ὡς Ἄγγελος, ἐπὶ τῆς γῆς ἀνεφάνης, καὶ ἀσκήσας γέγονας, πεφυτευμένον ὡς ξύλον, ὕδατι τῆς ἐγκρατείας καλῶς αὐξήσας, ῥεύματι τῶν σῶν δακρύων ῥύπον ἐκπλύνας· διὰ τοῦτο ἀνεδείχθης, δοχεῖον θείου, Ἀβράμιε Πνεύματος.


Ὁ Οἶκος

Τὰ φθαρτὰ παριδών, τὴν ἀφθαρσίαν εἴληφας, τὰς τερπνὰς ἡδονὰς τοῦ σώματος ἐμίσησας σοφὲ ἀπὸ βρέφους, ποθήσας ἁγνείαν· ὅθεν θαλάμου καὶ κόσμου ἀπέδρασας, συζύγου τε εὔκλειαν, καὶ τῶν γονέων ἐξέκλινας, μόνου Θεοῦ σοφὲ τὸν ἔρωτα ἐπιποθήσας, καὶ ἀγαπήσας ἐξ ὅλης, Πάτερ τῆς ψυχῆς, καὶ διανοίας ἀληθῶς· διὰ τοῦτο ἀνεδείχθης, δοχεῖον θείου, Ἀβράμιε Πνεύματος.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Αγία Αναστασία η Ρωμαία, η Οσιομάρτυς

 Η όσια Αναστασία έζησε στα χρόνια του Δεκίου (κατ' άλλους του Διοκλητιανού) και Bαλλεριανού και καταγόταν από τη Ρώμη. Όταν πέθαναν οι πλούσιοι γονείς της, διαμοίρασε την περιουσία που κληρονόμησε στους φτωχούς και αποσύρθηκε σε μοναστήρι.


Όταν τη συνέλαβε ο ηγεμόνας Πρόβος (περί το 256 μ.Χ.), υπενθύμισε στην Αναστασία την ανθηρή νεότητα της, για την οποία θα έπρεπε να αρνηθεί το Χριστό. Τότε, δυναμική υπήρξε η απάντηση της Αναστασίας: «Εγώ, είπε, μία ωραιότητα και νεότητα γνωρίζω, εκείνη που δίνει ο Χριστός στις πιστές και γενναίες ψυχές, που προτιμούν γι’ Αυτόν το θάνατο αντί άλλων εγκόσμιων αγαθών, όταν αυτά προτείνονται για την προδοσία του Θεού τους. Πλούτη είχα άφθονα. Δεν τα θέλησα. Αλλά το Χριστό μου τον θέλω και απ' Αυτόν καμία δύναμη δε θα μπορέσει να με χωρίσει. Αν αμφιβάλλεις, δοκίμασε». Εξαγριωμένος από την απάντηση ο Πρόβος, τη μαστίγωσε στο πρόσωπο και την άπλωσε σε αναμμένα κάρβουνα. Έπειτα, την κρέμασε και της έσκισε το σώμα. Μετά έκοψε τους μαστούς της, ξερίζωσε τα νύχια της και τελικά την αποκεφάλισε. Έτσι, η Αναστασία πήρε τον αμαράντινο στέφανο του μαρτυρίου.



Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε

Ἀσκήσει ἐκλάμψασα ὥσπερ παρθένος σεμνή ἀθλήσεως αἵμασι τὴν τῆς ἁγνείας στολὴν ἐνθέως ἐφοίνιξας· ὅθεν, Ἀναστασία, ὡς ὁσία καὶ μάρτυς, χάριτας ἰαμάτων ἀποστράπτεις ἐν κόσμῳ πρεσβεύουσα τῷ Σωτῆρι ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.


Κοντάκιον

Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Παρθενίας vάμασι, καθηγvισμέvη ὁσία, μαρτυρίου αἵμασιν, Ἀvαστασία πλυθεῖσα, παρέχεις τοῖς ἐν ἀνάγκαις τῶν νοσημάτων, ἴασιν καὶ σωτηρίαν τοῖς προσιοῦσιν, ἐκ καρδίας, ἰσχὺν γᾶρ νέμει, Χριστὸς ὁ βρύωv, χάριν ἀέναον.


Κάθισμα

Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.

Ἐκ βρέφους τῷ Θεῷ, ἀνετέθης Ὁσία, νεκρώσασα σαρκός, ἐγκρατείᾳ τὰ πάθη, εἰς ὕψος δ' ἀνέδραμες, μαρτυρίου περίδοξον, ἐναθλήσασα, Ἀναστασία νομίμως, καὶ τόν δράκοντα, καταβαλοῦσα εἰς χάος, δυνάμει τοῦ Πνεύματος.


Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2025

ΑΓΙΑΣ ΣΚΕΠΗΣ Αίνοι , Δόξα.

Το ολόγλυκο σου ΌΧΙ

 Όταν κάτι ποθείς ολόψυχα και τελικώς ακούς το πολυπόθητο το "Ναι", μια συλλαβή, τρία γράμματα, ίσως βαρύ, λακωνικό, με δωρική απλότητα, θα δράσει όπως κι αν έχει, σαν έκρηξη ευχαρίστησης μες στον οργανισμό σου.




Θα άντεχες όμως τώρα να αλλάξουμε επίπεδο και λίγο να γευτούμε την άγρια ομορφιά και του "Όχι";




Νομίζω τώρα που το συνειδητοποιώ ότι το "Όχι" είναι τρόπον τινά το "Ναι" του κάθε πνευματικού ανθρώπου.




Το "Όχι" όπου δυνητικά κατασκευάζει Εθνομάρτυρες, Ήρωες και Αγίους.




Όπου στην αδηφάγα μας την εποχή σφυρηλατεί άτομα με ταυτότητα: Έλληνες, Ορθοδόξους, ελεύθερους ανθρώπους.




Το ολόγλυκο σου Όχι.




Αυτό που τις συνέπειες του θα υποστείς, θα τις αποδεχτείς και στην ουσία αποτελεί το βάρος που έχει το ιδανικό σου. Το ολόγλυκο σου Όχι.




Πονάς αλλά δεν συναινείς. Εκεί έγκειται η γλύκα του. Το ολόγλυκο σου Όχι.




Η εξουσία που σε κοιτά και που η αλαζονεία της σταμάτησε στο ολόγλυκο σου Όχι.




Σε πήρε, δεν συναίνεσες,




σε πήρε αλλά δεν σ' έχει.




Με το Όχι σου αγκαλιά στα τάρταρα, μ' αυτό στον ουρανό. Το φυλαξες να κεραστούν μ' εκείνο γύρω σου οι αγγέλοι. Γιατί είναι η γιορτή σου.




Ύστερα απ' την τρομοκρατία, ανέμενε πεσκέσι. Με μαθηματική ακρίβεια κάποιο τους δώρο ή θέαμα ακριβό με αποδέκτη εσένα, θα είναι η προσφορά τους.




- "Ευχαριστώ, αλλά Όχι".




«Στα θέματα της πίστεως και στα θέματα της πατρίδος δεν χωράνε υποχωρήσεις. Πρέπει να είναι κανείς αμετακίνητος, σταθερός»




Άγιος Παΐσιος

Ἀνάγνωσμα Πρῶτο – Ἡ Πορεία πρὸς τὸ Μέτωπο

 Ξημερώνοντας τ᾿ Ἁγιαννιοῦ, μὲ τὴν αὔριο τῶν Φώτων, λάβαμε τὴ διαταγὴ νὰ κινήσουμε πάλι μπροστά, γιὰ τὰ μέρη ὅπου δὲν ἔχει καθημερινὲς καὶ σκόλες. Ἔπρεπε, λέει, νὰ πιάσουμε τὶς γραμμὲς ποὺ κρατούσανε ὣς τότε οἱ Ἀρτινοί, ἀπὸ Χειμάρρα ὣς Τεπελενι. Λόγω ποὺ ἐκεῖνοι πολεμούσανε ἀπ᾿ τὴν πρώτη μέρα, συνέχεια, καὶ εἶχαν μείνει σκεδὸν οἱ μισοὶ καὶ δὲν ἀντέχανε ἄλλο.








Ἡ Πορεία πρὸς τὸ Μέτωπο








Δώδεκα μέρες κιόλας εἴχαμε μεῖς πιὸ πίσω, στὰ χωριά. Κι ἀπάνω ποὺ συνήθιζε τ᾿ αὐτί μας πάλι στὰ γλυκὰ τριξίματα τῆς γῆς, καὶ δειλὰ συλλαβίζαμε τὸ γάβγισμα τοῦ σκύλου ἢ τὸν ἀχὸ τῆς μακρινῆς καμπάνας, να ποὺ ἦταν ἀνάγκη, λέει, νὰ γυρίσουμε στὸ μόνο ἀχολόι ποὺ ξέραμε: στὸ ἀργὸ καὶ στὸ βαρὺ τῶν κανονιῶν, στὸ ξερὸ καὶ στὸ γρήγορο τῶν πολυβόλων.








Νύχτα πάνω στὴ νύχτα βαδίζαμε ἀσταμάτητα, ἕνας πίσω ἀπ᾿ τὸν ἄλλο, ἴδια τυφλοί. Μὲ κόπο ξεκολλῶντας τὸ ποδάρι ἀπὸ τὴ λάσπη, ὅπου, φορές, ἐκαταβούλιαζε ἴσαμε τὸ γόνατο. Ἐπειδὴ τὸ πιὸ συχνὰ ψιχάλιζε στοὺς δρόμους ἔξω, καθὼς μὲς στὴν ψυχὴ μας. Καὶ τὶς λίγες φορὲς ὁποὺ κάναμε στάση νὰ ξεκουραστοῦμε, μήτε ποὺ ἀλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροὶ κι ἀμίλητοι, φέγγοντας μ᾿ ἕνα μικρὸ δαδί, μία-μία ἐμοιραζόμασταν τὴ σταφίδα. Ἢ φορὲς πάλι, ἂν ἦταν βολετό, λύναμε βιαστικὰ τὰ ροῦχα καὶ ξυνόμασταν μὲ λύσσα ὦρες πολλές, ὅσο νὰ τρέξουν τὰ αἵματα. Τὶ μᾶς εἶχε ἀνέβει ἡ ψείρα ὣς τὸ λαιμό, κι ἦταν αὐτὸ πιὸ κι ἀπ᾿ τὴν κούραση ἀνυπόφερτο. Τέλος, κάποτε, ἀκουγότανε στὰ σκοτεινὰ ἡ σφυρίχτρα, σημάδι ὅτι κινούσαμε, καὶ πάλι σὰν τὰ ζὰ τραβούσαμε μπροστὰ νὰ κερδίσουμε δρόμο, πριχοῦ ξημερώσει καὶ μᾶς βάλουνε στόχο τ᾿ ἀερόπλανα. Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς δὲν κάτεχε ἀπὸ στόχους ἢ τέτοια, κι ὅπως τὸ ᾿χε συνήθειο του, στὴν ἴδια πάντοτε ὥρα ξημέρωνε τὸ φῶς.








Τότες, χωμένοι μὲς στὶς ρεματιές, γέρναμε τὸ κεφάλι ἀπὸ τὸ μέρος τὸ βαρύ, ὅπου δὲ βγαίνουνε ὄνειρα. Καὶ τὰ πουλιὰ μᾶς θύμωναν, ποὺ δὲ δίναμε τάχα σημασία στὰ λόγια τους — ἴσως καὶ ποὺ ἀσκημίζαμε χωρὶς αἰτία τὴν πλάση. Ἄλλης λογῆς ἐμεῖς χωριάτες, μ᾿ ἄλλω λογιῶ ξινάρια καὶ σιδερικὰ στὰ χέρια μας, ποὺ ξορκισμένα νά ᾿ναι.








Δώδεκα μέρες κιόλας, εἴχαμε μεῖς πιὸ πίσω στὰ χωριὰ κοιτάξει σὲ κατρέφτη, ὧρες πολλές, τὸ γύρο τοῦ προσώπου μας. Κι ἀπάνω ποὺ συνήθιζε ξανὰ τὸ μάτι μας τὰ γνώριμα παλιὰ σημάδια, καὶ δειλὰ συλλαβίζαμε τὸ χεῖλο τὸ γυμνὸ ἢ τὸ χορτάτο ἀπὸ τὸν ὕπνο μάγουλο, νά ποὺ τὴ δεύτερη τὴ νύχτα σάμπως πάλι ἀλλάζαμε, τὴν τρίτη ἀκόμη πιὸ πολύ, τὴν ὕστερη, τὴν τέταρτη, πιὰ φανερό, δὲν ἤμασταν οἱ ἴδιοι. Μόνε σὰ νὰ πηγαίναμε μπουλούκι ἀνάκατο, θαρροῦσες, ἀπ᾿ ὅλες τὶς γενιὲς καὶ τὶς χρονιές, ἄλλοι τῶν τωρινῶν καιρῶν κι ἄλλοι πολλὰ παλιῶν, πού ᾿χαν λευκάνει ἀπ᾿ τὰ περίσσια γένια. Καπεταναῖοι ἀγέλαστοι μὲ τὸ κεφαλοπάνι, καὶ παπάδες θερία, λοχίες τοῦ 97 ἢ τοῦ 12, μπαλτζῆδες βλοσυροὶ πάνου ἀπ᾿ τὸν ὦμο σειώντας τὸ πελέκι, ἀπελάτες καὶ σκουταροφόροι μὲ τὸ αἷμα ἐπάνω τους ἀκόμη Βουργάρων καὶ Τουρκῶν. Ὅλοι μαζί, δίχως μιλιά, χρόνους ἀμέτρητους ἀγκομαχῶντας πλάι-πλάι, διαβαίναμε τὶς ράχες, τὰ φαράγγια, δίχως νὰ λογαριάζουμε ἄλλο τίποτε. Γιατὶ καθὼς ὅταν βαροῦν ἀπανωτὲς ἀναποδιὲς τοὺς ἴδιους τοὺς ἀνθρώπους πάντα, συνηθᾶν ἐκεῖνοι στὸ Κακό, τέλος τοῦ ἀλλάζουν ὄνομα, τὸ λὲν Γραμμένο ἢ Μοίρα — ἔτσι κι ἐμεῖς ἐπροχωρούσαμε ἴσια πάνου σ᾿ αὐτὸ ποὺ λέγαμε Κατάρα, ὅπως θὰ λέγαμε Ἀντάρα ἢ Σύγνεφο. Μὲ κόπο ξεκολλῶντας τὸ ποδάρι ἀπὸ τὴ λάσπη ὅπου φορὲς ἐκαταβούλιαζε ἴσαμε τὸ γόνατο. Ἐπειδὴ τὸ πιὸ συχνά, ψίχαλιζε στοὺς δρόμους ἔξω καθὼς μὲς στὴν ψυχή μας.








Κι ὅτι ἤμασταν σιμὰ πολὺ στὰ μέρη ὅπου δὲν ἔχει καθημερινὲς καὶ σκόλες, μήτε ἀρρώστους καὶ γερούς, μήτε φτωχοὺς καὶ πλούσιους, τὸ καταλαβαίναμε. Γιατί κι ὁ βρόντος πέρα, κάτι σὰν καταιγίδα πίσω ἀπ᾿ τὰ βουνά, δυνάμωνε ὁλοένα, τόσο ποὺ καθαρὰ στὸ τέλος νὰ διαβάζουμε τὸ ἀργὸ καὶ τὸ βαρὺ τῶν κανονιῶν, τὸ ξερὸ καὶ τὸ γρήγορο τῶν πολυβόλων. Ὕστερα καὶ γιατὶ, ὁλοένα πιὸ συχνά, τύχαινε τώρα ν᾿ ἀπαντοῦμε, ἀπ᾿ τ᾿ ἄλλο μέρος vά ᾿ρχονται, οἱ ἀργὲς οἱ συνοδεῖες μὲ τοὺς λαβωμένους. Ὁποὺ ἀπιθώνανε χάμου τὰ φορεῖα οἱ νοσοκόμοι, μὲ τὸν κόκκινο σταυρὸ στὸ περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στὶς παλάμες, καὶ τὸ μάτι τοὺς ἄγριο γιὰ τσιγάρο. Κι ὁποὺ κατόπι, σὰν ἀκούγανε γιὰ ποῦ τραβούσαμε, κουνοῦσαν τὸ κεφάλι, ἀρχινῶντας ἱστορίες γιὰ σημεῖα καὶ τέρατα. Ὅμως ἐμεῖς τὸ μόνο ποὺ προσέχαμε ἦταν ἐκεῖνες οἱ φωνὲς μέσα στὰ σκοτεινά, ποὺ ἀνέβαιναν, καυτὲς ἀκόμη ἀπὸ τὴν πίσσα τοῦ βυθοῦ ἢ τὸ θειάφι: «Ὄι, ὄι μάνα μου», «ὄι, ὄι μάνα μου», καὶ κάποτε πιὸ σπάνια, ἕνα πνιχτὸ μουσούνισμα, ἴδιο ροχαλητό, πού ᾿λεγαν ὅσοι ξέρανε, εἶναι αὐτὸς ὁ ρόγχος τοῦ θανάτου.








Ἦταν φόρες ποὺ ἐσέρνανε μαζί τους κι αἰχμαλώτους, μόλις πιασμένους λίγες ὧρες πρίν, στὰ ξαφνικὰ γιουρούσια ποὺ κάναν τὰ περίπολα. Βρωμούσανε κρασὶ τὰ χνῶτα τους, κι οἱ τσέπες γιομάτες κονσέρβα ἢ σοκολάτες. Ὅμως ἐμεῖς δὲν εἴχαμε, ὅτι κομμένα τὰ γιοφύρια πίσω μας, καὶ τὰ λίγα μουλάρια μας κι ἐκεῖνα ἀνήμπορα μέσα στὸ χιόνι καὶ στὴ γλιστράδα τῆς λασπουριᾶς.








Τέλος κάποια φορά, φανήκανε μακρυὰ οἱ καπνοὶ ποὺ ἀνέβαιναν μεριές-μεριές, κι οἱ πρῶτες στὸν ὁρίζοντα κόκκινες, λαμπερὲς φωτοβολίδες.








Οδυσσέας Ελύτης, Το Άξιον Εστί, δωδέκατη έκδ., Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, Αθήνα 1979

Κλήρος και Αντίσταση

 Η Βουλή των Ελλήνων έχει χρέος, έστω και μετά θάνατον, έστω και μετά από εξήντα χρόνια, να ανακηρύξει τους Αρχιεπισκόπους Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρύσανθον (Φιλιππίδην, 1881 – 1949) και Δαμασκηνόν (Παπανδρέου, 1890 – 1949) ΑΞΙΟΥΣ του έθνους, τον δε Χρύσανθον πρώτον αντιστασιακόν, διότι πρώτος αυτός προέβαλε αντίσταση κατά των Γερμανών, αμέσως μετά την είσοδό τους στην Αθήνα. Και να ανεγερθεί και στον Χρύσανθο ανδριάντας, πλάι σε ’κείνον του Δαμασκηνού, γιατί και οι δύο ανήκουν στις μεγάλες προσωπικότητες, όχι μόνο της Ελλαδικής Εκκλησίας αλλά και της νεώτερης ιστορίας μας γενικότερα.








Κλήρος και Αντίσταση








Ο από Τραπεζούντος Χρύσανθος (Μητροπολίτης Τραπεζούντος 1913 – 1938), ο οποίος έγινε και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, το 1940, ανήκει στους κορυφαίους εκείνους ιεράρχες της Ελλάδας και του Ελληνισμού, που με την ισχυρή προσωπικότητά τους εσφράγισαν την εποχή τους αλλά και ετίμησαν μεγάλως την παράδοση του Γένους. Υπήρξε ένας Νεομάρτυρας εν ζωή με την πράγματι ηρωική του στάση μπροστά στο Γερμανό Στρατηγό Στούμμε, όταν αμέσως μετά την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα επισκέφτηκε τον Αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο και υποχρεώθηκε να παραμείνει όρθιος επειδή, επί τούτο, έμεινε όρθιος και ο Χρύσανθος. Επίσης αρνήθηκε να ορκίσει την πρώτη κατοχική Κυβέρνηση του αντιστράτηγου Τσολάκογλου. Αλλά η στάση του Χρυσάνθου δεν περιορίζεται σ’ αυτό. Ας δούμε, όμως, πρώτα πώς ο Χρύσανθος αντιμετώπισε την κατάσταση μετά την κήρυξη του Πολέμου (28 Οκτωβρίου 1940).








Ο Χρύσανθος αμέσως κινητοποίησε ολόκληρη την Εκκλησία και καθοδήγησε τον κλήρο να συμπαρασταθεί στο μαχόμενο έθνος. Ίδρυσε, χωρίς καμιά καθυστέρηση, την «Πρόνοια Στρατευομένων» της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, γεγονός που ανακούφισε τα στρατευμένα νιάτα μας. Και στην περίπτωση αυτή ο Χρύσανθος στάθηκε ο ίδιος και καλύτερος, όπως και στην Τραπεζούντα.








Κάπου δύο χιλιάδες άνδρες και γυναίκες επιστράτευσε και συνέλεξε πολλά εκατομμύρια για τις οικογένειες των στρατευθέντων, ενώ επισκεπτόταν συνεχώς τους νοσηλευόμενους τραυματίες και οργάνωσε ειδική ομάδα από ιερείς για τις θρησκευτικές ανάγκες των στρατιωτών. Ξεχωριστό τμήμα της «Πρόνοιας» διεξήγαγε πατριωτική αλληλογραφία και αποστολή δεμάτων και θρησκευτικών βιβλίων και εντύπων, για την ενίσχυση του φρονήματος των στρατιωτών.








Με την υποδούλωση και την είσοδο των εχθρικών στρατευμάτων στη χώρα, ο Χρύσανθος ακολούθησε την μακραίωνη παράδοση της Εκκλησίας: έμεινε μαζί με το ποίμνιό του, να αγωνιστεί μαζί του με όλες τις συνέπειες που συνεπάγετο τούτο. Γιατί κανείς κληρικός δεν εγκατέλειψε ποτέ το ποίμνιό του, ιδιαίτερα τέτοιες ώρες.








Δύο πολύ γνωστά παραδείγματα: του Οικουμενικού Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄ και του Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου, και οι δύο ιερομάρτυρες και εθνομάρτυρες του Γένους. Ο Χρύσανθος δε σε πρόταση του Βασιλέως Γεωργίου Β΄ να αναχωρήσει μαζί με την κυβέρνηση, απάντησε όπως θα απαντούσε κάθε κληρικός, από του Οικουμενικού Πατριάρχη ως του τελευταίου Ιερέα: «Η θέσις μου ως εθνάρχη είναι να παραμείνω εδώ, δια να προστατεύσω τον ελληνικόν λαόν». Αυτός είναι ο καλός ποιμήν, που θυσιάζει τη ζωή του υπέρ των προβάτων».








Αρνείται να παραδώσει την πόλη




Στο ημερολόγιο του Χρυσάνθου διαβάζουμε:








«24 Απριλίου 1941. Έρχονται εις επίσκεψίν μου ο Νομάρχης Αττικοβοιωτίας κ. Πεζόπουλος και ο Δήμαρχος κ. Πλυτάς κατ’ εντολήν του Υφυπουργού Ασφαλείας κ. Μανιαδάκη, δια να μοι είπουν ότι μετά των ανωτέρω δύο και του Φρουράρχου Αθηνών Στρατηγού Καβράκου θα παραδώσωμεν την πόλιν εις τους Γερμανούς. Απήντησα ότι εις το έργον τούτο ουδεμίαν θέσιν έχει ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών. Νομίζω, μάλιστα, ότι και ’σεις οι άλλοι είσθε πολλοί, και ότι θα έφθανεν εις κατώτερος αξιωματικός δια να είπη εις τους Γερμανούς ότι η πόλις δεν αμύνεται και ότι είναι ελεύθεροι να εισέλθουν. Επέμεινον και επανέλαβον ότι έργον του Αρχιεπισκόπου είναι όχι να υποδουλώνη αλλά να ελευθερώνη. Πλην τούτου, είναι ενδεχόμενον να συμπεριφερθούν οι Γερμανοί περιφρονητικώς και να στείλουν κανένα ανθυπολοχαγόν δια να συνεννοηθή μετά του Αρχιεπισκόπου, όπερ θα είναι εξευτελιστικόν δια το αξίωμα του Αρχιεπισκόπου. Ενθυμούμαι ότι το 1916, ότε ήμην Μητροπολίτης Τραπεζούντος και προσωρινός Διοικητής του τόπου, και επί τη προσεγγίσει των Ρώσων, οίτινες ήρχοντο εις Τραπεζούντα ως ελευθερωταί και όχι ως δουλωταί, πάλιν δεν μετέβην ο ίδιος να παραδώσω την πόλιν, αλλά έστειλα ένα απλούν πολίτην μετά του Αμερικανού Προξένου, οι οποίοι είπον απλώς εις τους Ρώσους ότι δεν αμύνεται η πόλις και ότι είναι ελεύθεροι να εισέλθουν. Δεν βλέπω λοιπόν τον λόγον δια τον οποίον πρέπει ο Αρχιεπίσκοπος να παραδώση τώρα την πόλιν εις τους Γερμανούς. Ταύτα παρακαλώ να διαβιβασθούν εις τον κ. Μανιαδάκην».








«Έπεσα εις το κρεβάτι και έκλαυσα πικρότατα»




Στις 27 Απριλίου 1941 διαβάζουμε στο ημερολόγιο του Χρυσάνθου μεταξύ των άλλων:








«…Μετά δύο ώρας έρχεται εις γραμματεύς του Δημαρχείου και μοι λέγει ότι ο Γερμανός Στρατηγός ερωτά ποίαν ώραν δύναται να με επισκεφθή εις την Μητρόπολην… Απήντησα ότι δύναται να έλθη εις τας 4μ.μ. Περί την 4ην μ.μ. έρχεται ο Στρατηγός του Δευτέρου Σώματος Στρατού Stumme συνοδευόμενος από τον Klemm, Στρατιωτικόν Ακόλουθον της Γερμανικής Πρεσβείας, Γερμανολεβαντίνος εκ Σμύρνης, όστις επί τέσσερα έτη κατεσκόπευε την Ελλάδα και τον ελληνικόν στρατόν, και από τον νεοδιορισθέντα Γερμανόν Φρούραρχον Αθηνών. Τους υποδέχομαι εντός του Συνοδικού με αθυμίαν και κατήφειαν. Πώς να αρχίσω την συνομιλίαν; Φαίνεσθε, του λέω, κουρασμένος. Ναι, απαντά. Βρήκαμε γέφυρας και δρόμους κατεστραμμένους. Τα κατέστρεψαν οι Άγγλοι. Ποιος θα τα επανορθώση; Οι Άγγλοι οφείλουν να πληρώσουν. Θα πληρώσει όποιος νικηθή, λέγω. Κατά την διαδρομήν ημών δια της Ελλάδος με ευχαρίστησιν παρετήρησα ότι πολλοί ομιλούν γερμανικά. Ναι, του είπα, υπήρχον πολλοί, οίτινες ήσαν θαυμασταί του γερμανικού πολιτισμού· άλλ’ άφ’ ότου εκήρυξεν η Γερμανία τον πόλεμον κατά της Ελλάδος, θα έμειναν ολίγοι ή κανείς. Πράγματι, έχει λυπήσει πολύ τον ελληνικόν λαόν διότι η Γερμανία αναιτίως εκήρυξε τον πόλεμον κατά της Ελλάδος· διατί τον εκήρυξεν; Αυτά, απαντά, είναι ζητήματα πολίτικης. Εις τον δρόμον, λέγει, μας έρραιναν με άνθη. Αυτοί, του απαντώ, βεβαίως δεν ήσαν Έλληνες. Επείγει, τω λέγω, το ζήτημα του επισιτισμού του τόπου. Θα έλθη, απαντά, προσεχώς ιδιαιτέρα επιτροπή επισιτισμού. Και τώρα, τω λέγω, που θα υπάγετε; Όπου διατάξει ο Φύρερ, απαντά, διότι ημείς δεν κάμνομεν τίποτε εκτός εκείνου το οποίον διατάσσει ο Φύρερ…








Προσέξατε, Στρατηγέ μου, να μη τραυματίσητε την υπερηφάνειαν του ελληνικού λαού…»








«Άλλην Κυβέρνησιν δεν δύναμαι να ορκίσω»




«…Προς το εσπέρας έρχεται εις επίσκεψίν μου ο κ. Πλάτων Χατζημιχάλης … και μοι αναγγέλει ότι εσχηματίσθη Κυβέρνησις υπό του Τσολάκογλου… Τω απήντησα ότι λυπούμαι πολύ… Οπωσδήποτε, απαντά, ημείς υπεγράψαμεν το συμβόλαιον και η Κυβέρνησις εσχηματίσθη… και παρακαλεί (ο Τσολάκογλου) να έλθετε να [την] ορκίσετε αύριον το πρωΐ η ώρα 9. Απαντώ ότι η Εθνική Κυβέρνησις, την οποίαν ώρκισα, εξακολουθεί να υφίσταται και να συνεχίζη τον πόλεμον. Άλλην Κυβέρνησιν δεν δύναμαι να ορκίσω· πλην τούτου, δεν γνωρίζω τι εγράφη και υπεγράφη εις το μετά των Γερμανών συμβόλαιον, και δεν γνωρίζω εάν αύριον κατ’ εντολήν των Γερμανών δεν θα αποκηρύξητε την μετά των Άγγλων συμμαχίαν μας, όπερ εθνικώς θα είναι ολεθριώτατον. Εις τοιαύτας δε υπόπτους και αντεθνικάς ενεργείας δεν είναι δυνατόν να δώση η Εκκλησία τον όρκον και την ευλογίαν της. Η Εκκλησία πρέπει να μένη μακράν από τοιαύτα πράγματα. Εγώ το εννόησα, λέγει ο κ. Χατζημιχάλης, και όταν αύριον έλθουν και άλλοι εκ της Κυβερνήσεως, δώσατέ το να το εννοήσουν. Περιττόν, τω λέγω, να έλθουν άλλοι. Σας παρακαλώ να είπητε όσα σας είπα εις την σχηματισθείσαν Κυβέρνησιν και ελπίζω ότι θα πεισθούν όλοι τους ότι έχω δίκαιον. Εφ’ ω απήλθεν ο κ. Χατζημιχάλης η δε κατέχουσά με αθυμία και λύπη είναι απερίγραπτος».








Εκθρονίζεται




Αποτέλεσμα ήταν ο ηρωικός Ιεράρχης να εκθρονιστεί, γιατί αρνήθηκε να ορκίσει την Κατοχική Κυβέρνηση Τσολάκογλου. Αυτό γίνεται την 2αν Ιουνίου 1941. Την Κυβέρνηση όρκισε κάποιος ιερεύς, τον δε Χρύσανθο διαδέχτηκε ο μέγας, επίσης, Δαμασκηνός, του οποίου το εθνικό, κοινωνικό και πνευματικό έργο κατά την κατοχή, ιδιαίτερα στη διάσωση των Εβραίων, υπήρξε τεράστιο και μοναδικό σ’ ολόκληρη την Ευρώπη.








Η ίδρυση της Εκκλησιαστικής Οργανώσεως της περίφημης και σωτήριας Χριστιανικής Αλληλεγγύης, επετέλεσε μέγα κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο. Ηρωικές και άξιες της παραδόσεως του Γένους υπήρξαν και οι παραστάσεις του ενώπιον των αρχών Κατοχής για την διάσωση από βέβαιο θάνατο (εκτέλεση) πατριωτών. Υπήρξε και ο Δαμασκηνός ένας αληθινός Εθνάρχης, του οποίου την προσφορά εξετίμησαν μεγάλως και οι σύμμαχοι.








Εμείς εδώ περιοριστήκαμε περισσότερο στον Χρύσανθο, για τον οποίο τα γεγονότα γύρω από τις πρώτες τραγικές εκείνες στιγμές είναι ολιγότερο γνωστά.








Άλλωστε η Κατοχή -και ο Δαμασκηνός δρα κατά την περίοδο αυτή, κυρίως- είναι ένα νέο κεφάλαιο, που μπορεί να μας απασχολήσει άλλοτε, πάντοτε σε σχέση με την προσφορά της Εκκλησίας υπό τον Αρχιεπίσκοπον Δαμασκηνόν.








Kωνσταντίνος Σαρδελής, “Κλήρος και Αντίσταση, Πρώτη η Εκκλησία αντιστάθηκε στην κατοχή”, περιοδικό ΤΟΛΜΗ, Οκτώβριος, 2001.

Ο Αρχιεπίσκοπος του ΟΧΙ Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος Φιλιππίδης

  «Δεν μπορώ να ορκίσω Κυβέρνηση προβληθείσα από τον εχθρό, εμείς γνωρίζουμε ότι τις Κυβερνήσεις τις ορίζει ο λαός ή ο Βασιλεύς. Εδώ τώρα ούτε ο λαός εψήφισε την Κυβέρνηση, ούτε ο Βασιλεύς την όρισε. Πως ζητάτε να ορκίσω Κυβέρνηση υποδειχθείσα υπό του εχθρού; Δια να είναι όργανό των;»








“Αυτός ο τόπος βγάζει δύο πράγματα ελιές και παλικαριά”








Στα 1881 γεννήθηκε στην σκλαβωμένη Κομοτηνή, η ζωή του πέρασε μέσα από συμπληγάδες μα θα μείνει βαθειά στην μνήμη της ιστορία το βήμα του, γιατί ο ιεράρχης των Ποντίων ο Μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος στήθηκε στητός και είπε ΟΧΙ, όταν όλοι λέγανε ΝΑΙ απ’ άκρου σ’ άκρου στην Ευρώπη.








Τιμημένος όσο κανένας Μητροπολίτης Τραπεζούντας (1913-1938) στα δύσκολα χρόνια, στάθηκε στον Ελληνισμό της Μαύρης θάλασσας και στις πατρογονικές εστίες αλλά και μετά στην προσφυγιά. Πρωταγωνίστησε για την σωτηρία του Ελληνισμού στην Μακεδονία. Αποκρισάριος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Αθήνα, υπεύθυνος σε πολλές αποστολές εθνικής σημασίας στην Τιφλίδα, την Αλβανία, το Βελιγράδι, την Συρία και αλλού. Λόγιος και γλωσσομαθής, αφιέρωσε το ταλέντο του σε μελέτες για την εκκλησία της Τραπεζούντας το 1933, το 1937 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου των Αθηνών και το 1940 ονομάστηκε Ακαδημαϊκός. Από το 1938 – 1941 ήταν Αρχιεπίσκοπος Αθηνών. Ο Αρχιεπίσκοπος του ’40.








Ο πόλεμος του ’40




Ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος σ’ αυτόν τον πόλεμο πολέμησε μαζί με το μαχόμενο έθνος από την πρώτη στιγμή και κατά του Ιταλού αλλά και κατά του Γερμανού εισβολέα, δεν υπήρξε ενέργεια που πρέπει να κάνει Ορθόδοξος Ιεράρχης που να μη την έκανε, δίπλα στον μαχητή αλλά και δίπλα στον τραυματία. Παρηγορητής της χήρας και εμψυχωτής του πολεμιστή, ακούραστα στήριξε τον άνισα μαχόμενο Ελληνισμό, και όταν πλησίαζαν τα δύσκολα πιο πεισματικά πύκνωνε τις γραμμές μη και περάσει ο εχθρός.








Συνθηκολόγηση




Ας δούμε τι γράφει στο ημερολόγιο του ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος:








29/4/1941








«Πληροφορούμαι ότι ο στρατηγός Τσολάκογλου αφού σύνηψε την επονείδιστον συμφωνία με τους Γερμανούς επάνω στο μέτωπο, κατελθών εις Αθήνας πρόκειται εντολή των Γερμανών να σχηματίσει Κυβέρνησιν. Τούτο με στεναχωρεί πολύ διότι θα περιπέσωμεν εις δεινά, … Προτιμότερον μόνοι οι Γερμανοί να έχουν την ευθύνη της διοικήσεως οπότε θα είναι προσεκτικότεροι».








Πράγματι λοιπόν οι Γερμανοί ευθείς μόλις μπήκαν στην Αθήνα και ενώ ακόμα η Ελλάδα πολεμούσε στην Κρήτη πραγματοποίησαν συναντήσεις με πρόθυμους παράγοντες για να φανεί η κατοχή μια ομαλή συνέχεια, όλα να ξεχαστούν, μήτε αίμα στα οχυρά χύθηκε μήτε η Ελλάδα είπε ΟΧΙ, μια παρένθεση που πρέπει να πάρουμε μια γόμα και να την σβήσουμε δεν έγινε τίποτα, όλοι πρόθυμοι στρατιωτικοί, κάθε είδους παράγοντες και η εκκλησία θα κάνουμε μια μασκαράτα και θα ξυπνήσουμε με τον μηχανισμό όπως ήταν με μια κυβέρνηση που διέθετε Ελληνικά πιστοποιητικά γέννησης, και όλα θα είναι καλά αγγελικά πλασμένα, κάποιοι Ιταλοί και Γερμανοί θα παρακολουθούσαν και θα έλεγχαν τα πάντα, κάποιες μικρές αλλαγές στα σύνορα υπέρ των Βουλγάρων και των Ιταλών (πάει η Θράκη, η Δ. Μακεδονία, τα Επτάνησα η Ήπειρος και οι Κυκλάδες), και πια σύμμαχοι είμαστε βοηθήστε και εσείς τώρα με το αίμα σας την επιβολή της νέας τάξης του Χίτλερ… Και οι νεκροί στο Έλλη; Και τα παιδιά με τα κομμένα πόδια; Και οι χήρες και τα ορφανά της βομβαρδισμένης Πάτρας;








Το ΟΧΙ της Κατοχής




27/4/1941 ο Αρχιεπίσκοπος ήρθε πρωί στην Αρχιεπισκοπή «Δεν θα λειτουργήσω σήμερα για να είμαι έτοιμος για ότι προκύψει» και έστειλε τον Αρχιδιάκονο Νικόδημο (μετέπειτα Μητροπολίτη Πατρών) να τελέσει την λειτουργία λέγοντας του «Πρόσεχε παιδί μου έχε το νου σου μη και σε ειδοποιήσω». Κυριακή του Θωμά λοιπόν κήρυξε απ’ άμβωνος ο Αρχιδιάκονος και κάποια στιγμή είδε μαντατοφόρο να του κάνει νόημα, γρήγορα στον Αρχιεπίσκοπο. Τελείωσε τη λειτουργία και πήγε στο γραφείο του, τον βρήκε να κλαίει βλέποντας την σημαία των Ναζί να κυματίζει στον Παρθενώνα.








Σύντομα κάθε είδους μαντατοφόροι άρχισαν να φτάνουν στο γραφείο του Χρύσανθου, με κάθε είδους προτάσεις, απειλές, εκβιασμούς, γλυκόλογα. Και ο Χρύσανθος εκείνες τις ημέρες θυμήθηκε τον Μητροπολίτη Τραπεζούντας και με Ποντιακό πείσμα είπε τέσσερα βασικά ΟΧΙ.








Πρώτο ΟΧΙ




Ήρθε μια επιτροπή και πρότεινε για το καλό του Ελληνικού λαού και για να καλοπιάσουμε τον κατακτητή, να πάμε με μπροστάρη την θρησκευτική μας ηγεσία να παραδώσουμε την πόλη των Αθηνών στους Γερμανούς, και Χρύσανθος απάντησε «οι Έλληνες Ιεράρχες δεν παραδίδουν πόλεις στον εχθρό, καθήκον έχουν να εργαστούν δια την απελευθέρωση».








Δεύτερο ΟΧΙ




Ήρθαν κάποιοι και είπαν ας κάνουμε κάτι να μας πάρουν από καλό μάτι οι κατακτητές, μη τους πάμε πια κόντρα τελείωσε ο πόλεμος, και τι να κάνουμε βρε παιδιά; Δεν κάνουμε μια δοξολογία στην Μητρόπολη! Και αγρίεψε το μάτι του Μητροπολίτη Τραπεζούντας «ΔΟΞΟΛΟΓΙΑ! Δοξολογία δεν έχει θέσιν επί τη υποδουλώσει της Πατρίδος μας, η ώρα της δοξολογίας θα είναι άλλη».








Τρίτο ΟΧΙ




Μιας και οι ραγιάδες δεν μπορούσαν να τον πείσουν να σκύψει, είπαν να τον θαμπώσουν, του ζήτησαν να πάει να δει τον στρατηγό Στούμμε και τότε υποχώρησε Χρύσανθος «θα τον αναμένω» είπε. Ο στρατηγός πήρε τα πόδια του και πήγε στο Αρχιεπισκοπικό γραφείο, από την πρώτη στιγμή κατάλαβε ο Γερμανός στρατηγός ότι δεν είχε να κάνει με προσκυνημένο ανθρωπάκι αλλά με ηγέτη που υπερασπιζόταν Θερμοπύλες και το ξεκίνησε μαλακά να δει που θα του βγει «Όμορφη η πατρίδα σας» «Οι Γερμανοί λατρεύουν τον Όμηρο» και ο Αρχιεπίσκοπος ευγενικά σεμνά εκπροσωπώντας τους Έλληνες «Ελπίζω να σεβαστείτε την Χώρα» «Στρατηγέ μη θίξετε την φιλοτιμία του Ελληνικού λαού».








Τέταρτο ΟΧΙ




Τέλος ο στρατηγός Στούμμε την επόμενη τσουπ ξανά στο Αρχιεπισκοπικό γραφείο και τι ζήτησε λες; Να ορκίσει την κυβέρνηση Τσολάκογλου!!! Την απάντηση δε χρειάστηκε να την μεταφράσει διερμηνέας την είπε στα Γερμανικά ο Μητροπολίτης Τραπεζούντας και τωρινός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών «Δεν μπορώ να ορκίσω Κυβέρνηση προβληθείσα από τον εχθρό, εμείς γνωρίζουμε ότι τις Κυβερνήσεις τις ορίζει ο λαός ή ο Βασιλεύς. Εδώ τώρα ούτε ο λαός εψήφισε την Κυβέρνηση, ούτε ο Βασιλεύς την όρισε. Πώς ζητάτε να ορκίσω Κυβέρνηση υποδειχθείσα υπό του εχθρού; Δια να είναι όργανό των;»








Αναψοκοκκίνισε ο στρατηγός από το χαστούκι που δέχτηκε χαιρέτησε έκανε μεταβολή και βγαίνοντας από την πόρτα της Αρχιεπισκοπής σίγουρα κατάλαβε ότι ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει.








Τώρα ήταν η σειρά των σκουλήκων, οι οποίοι για το καλό της Πατρίδας και του λαού και το δικό του, τον εκλιπαρούσαν να μη αρνηθεί την πρόταση που του έκανε ο Στούμμε και ο Ιεράρχης απάντησε «Εν γνώσει των συνεπειών που με αναμένουν δεν δέχομαι την προτεινομένη πρόταση. Εμμένω εις τας αρχάς μου». Και όταν τον παραπίεσαν «Ο πρωθυπουργός που όρκισα βρίσκεται και αγωνίζεται στην Κρήτη» είπε και σίγασε πια κάθε άλλη κουβέντα.








Απ’ ότι καταλαβαίνεις αυτή η πράξη του Αρχιεπισκόπου Χρύσανθου ήταν η πρώτη πράξη εθνικής αντίστασης στην κατεχόμενη Ευρώπη.




Ἡ φιλανθρωπικὴ δράση καὶ προσφορὰ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Δαμασκηνοῦ κατὰ τὴν περίοδο τῆς Κατοχῆς

 Ζοῦμε σὲ μία ἐποχὴ ποὺ κυρίως ὁ κάλπικος προοδευτισμός, ἐπιθυμεῖ μὲ τὴν μονοκονδυλιὰ τῆς ἀφισβητήσεως, νὰ σβήσῃ τοῦς πόνους, τοῦς κόπους, τὶς θλίψεις καὶ τὴν θυσιαστικὴ προσφορὰ κάποιων ἀνθρώπων τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ ὁλοκλήρου τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, σὲ ἰδιαίτερα δύσκολες στιγμὲς γιὰ τὸ Ἔθνος, ἐξυπηρετῶντας ἀλλότριες σκοπιμότητες.








Ὡς ἀντίδοτο αὐτῶν τῶν σκοπιμοτήτων, προβάλλονται οἱ Ἐθνικὲς Ἐπέτειοι ἀποτελῶντας μία πρώτης τάξεως εὐκαιρία ξεφυλλίσματος τῶν ἱστορικῶν σελίδων τοῦ Ἔθνους μας, καὶ ψηλαφίσεως τῶν ἱστορικῶν προσωπικοτήτων οἱ ὁποῖες ἀνταποκρινόμενες στὶς πρωτόγνωρες ἱστορικὲς ἀπαιτήσεις τῆς περιόδου ἐκείνης, ἄφησαν ἀνεξίτηλη τὴν ὑπογραφὴ τους στὴν ἱστορικὴ ἐξέλιξη τῆς πορείας τῆς πατρίδος μας. Μία τέτοια προσωπικότητα ἀποτελεῖ καὶ ὁ μακαριστὸς Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος Δαμασκηνὸς (Παπανδρέου), ὁ ὁποῖος κατὰ τὴ περίοδο τῆς Γερμανικῆς Κατοχῆς ἐπέδειξε πρωτοφανὴ φιλανθρωπικὴ δράση, ἡ ὁποῖα ἀποκτᾶ πολλὴ μεγαλύτερη ἀξία ἄν ἀναλογιστεῖ κανεὶς τὶς δυσμενέστατες ἐκείνες συνθῆκες.








Ἀμέσως μετὰ τὴν ἀνάληψη τῶν καθηκόντων του στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο τὸ 1941, ὁ Δαμασκηνὸς ἔθεσε ὡς στόχο τὴν οὐσιαστικὴ βελτίωση τῶν δυσχερῶν συνθηκῶν ποὺ βίωνε ὁ ἑλληνικὸς λαός. Ἤξερε ὅτι μὲ λιγοστὲς δυνάμεις καὶ φτωχικοὺς πόρους ἔπρεπε νὰ προσφέρῃ μεγάλο ἔργο. Ἡ δυσκολία δὲν τὸν τρόμαξε, οὔτε τὸν πτόησε, τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο θὰ τολμούσαμε νὰ ἱσχυριστοῦμε.








Ὁ προκάτοχος τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Δαμασκηνοῦ, Χρύσανθος, εἶχε ἐπιτελέσει ἕνα ἐξαίρετο ἔργο στον τομέα τῆς κοινωνικῆς προνοίας, τὸν βασικὸ σκελετὸ τοῦ ὁποίου χρησιμοποίησε καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Δαμασκηνὸς γιὰ νὰ στελεχώσῃ τὶς νέες ὑπηρεσίες. Λίγες μόλις μέρες μετὰ τὴν κήρυξη τοῦ ἑλληνοϊταλικοῦ πολέμου ὁ Χρύσανθος, ἵδρυσε στὴν Ἀρχιεπισκοπὴ τὴν Ὑπηρεσία Προνοίας Στρατευομένων, με σκοπό νὰ συνδράμῃ τὶς οἰκογένειές τους. Σύμφωνα μὲ τὰ ἐπίσημα στοιχεῖα, 51.235 οἰκογένειες ἀπόρων στρατιωτῶν βοηθήθηκαν στὸ διάστημα Νοεμβρίου 1940 – Μαϊου 1941, από 173 ἐνοριακὰ κέντρα. Ἡ Ὑπηρεσία Προνοίας Στρατευομένων, εἶχε ὡς ἀντικείμενο τὴ διανομὴ βοηθημάτων, τὴν περίθαλψη ἀσθενῶν, τὴν ἀποστολὴ μαλλίνων καλτσῶν καὶ γαντιῶν στὸ μέτωπο καὶ πλῆθος ἄλλων κοινωνικῶν ὑπηρεσιῶν, ἐνῶ μετὰ τὴν κατάρρευση τοῦ Μετώπου, ἡ ὑπηρεσία διευκόλυνε τὸν ἐπαναπατρισμὸ τῶν ἀποστρατευθέντων.








Τὴν ὑπηρεσία αὐτὴ διαδέχθηκαν ἐν μέρει ἡ Ὑπηρεσία Προστασίας Κρατουμένων καὶ ἡ Ὑπηρεσία Προστασίας Ἀπορφανισθεισῶν Οἰκογενειῶν, μὲ τὴ συμμετοχὴ ἐπιφανῶν κυριῶν τῆς ἀθηναϊκῆς κοινωνίας μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὴν κ. Ἰωάννα Τσάτσου καὶ ἄλλα δραστήρια στελέχη ποὺ ἐργάσθηκαν ἐθελοντικὰ καὶ μὲ ζῆλο, ἀνάμεσὰ τους καὶ ὁ ἀρχιμανδρίτης τότε Ἱερώνυμος Κοτσώνης, μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν.








Μὲ πυρήνα αὐτὲς τὶς δύο ὑπηρεσίες συγκροτήθηκε παράλληλα καὶ ὁ Ἐθνικὸς Ὀργανισμὸς Χριστιανικῆς Ἀλληλεγγύης (ΕΟΧΑ), ὁ ὁποῖος λειτούργησε μὲ μεγάλη ἐπιτυχία καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς Κατοχῆς. Ὁ ΕΟΧΑ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῶν Ἀθηνῶν, εἶχε ἱδρύσει παραρτήματα στὸν Πειραιᾶ, μὲ Πρόεδρο τὸν Ἀρχιεπίσκοπο, καθῶς ἐπίσης καὶ στὶς ἔδρες τῶν κατὰ τόπους Μητροπόλεων, μὲ Πρόεδρο τὸν οἰκεῖο Μητροπολίτη. Πέρα ἀπὸ τὸν γιγαντιαῖο μηχανισμὸ ποὺ ἀπαιτήθηκε γιὰ τὴν στελέχωση καὶ τὴν διοίκησή του, ὁ ΕΟΧΑ σήκωσε ὅλο τὸ βάρος τῆς κοινωνικῆς συνδρομῆς κατὰ τὴν Κατοχικὴ περίοδο. Ἀπὸ πλευρᾶς τοῦ Κράτους, ὑπῆρχε ὅλη ἡ καλὴ θέληση γιὰ βοήθεια, ὅμως οἱ πόροι του ἦταν ἀδύναμοι. Ὡς πρὸς τὸν ἐφοδιασμό, βασικὸς ἁρωγός στάθηκε ὁ Διεθνῆς Ἐρυθρὸς Σταυρός. Μὲ πόρους λοιπὸν ποὺ προέρχονταν ἀπὸ τὸν κρατικὸ προϋπολογισμό, ἀπὸ διαφόρους ἐράνους, καθῶς καὶ ἀπὸ βοήθεια σὲ εἴδη τοῦ Διεθνοῦς Ἐρυθροῦ Σταυροῦ, ἐπιτελέστηκε ἕνα ἔργο ἐκπληκτικό, ἀνακουφίζοντας ὅσους πόνεσαν, πείνασαν καὶ δυστύχησαν χωρίς πάντα οἱ συνθῆκες νὰ εἶναι οἱ καλύτερες.








“Σύμφωνα μὲ ἐπίσημα στοιχεῖα τοῦ ΕΟΧΑ, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Κατοχικῆς περιόδου:








διανεμήθηκαν 35.955.195 μερίδες φαγητό.




Βοηθήθηκαν 85.587 οἰκογένειες.




Λειτούργησαν 11 στέγες ὀρφανῶν ποὺ παρεῖχαν στέγη, τροφή, θαλπωρή καὶ ρουχισμό σὲ ὀρφανὰ παιδιὰ ἀπὸ 3 μηνῶν μέχρι 12 χρόνων.




Σιτίστηκαν ἡμερησίως 1.437 φοιτητὲς καταγόμενοι ἀπὸ Μακεδονία, Θράκη, Κρήτη, Αἴγυπτο καὶ Κωνσταντινούπολη, καὶ εἶχαν ἀποκλειστεῖ στὴν Ἀθήνα.




Δόθηκε ἐργασία σὲ 66.280 ἄπορες γυναῖκες γιὰ ραφὴ καὶ πλέξιμο ρούχων.




Σὲ κάθε ἐνοριακὸ παράρτημα τοῦ ΕΟΧΑ, συγκροτήθηκαν ἰατρεῖα γιὰ τὴν περίθαλψη ἀπόρων ἀσθενῶν.




Παρασχέθηκε φαρμακευτικὴ περίθαλψη ἀπὸ τὴν φαρμακαποθήκη τοῦ ΕΟΧΑ καὶ ἔγιναν συνολικὰ 15.945 παρακλινικὲς ἐξετάσεις καὶ ἀκτινογραφίες.




Στὸ μέγαρο τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς, ἐξοπλίστηκε καὶ λειτούργησε πολυιατρεῖο γιὰ τὴν ἄμεση περίθαλψη τῶν ἀσθενῶν, παρέχοντας ὐπηρεσίες ὄλων τῶν κλάδων τῆς ἰατρικῆς.




Προσφέρθηκε γυναικολογικὴ περίθαλψη σὲ 36.022 γυναῖκες, ἐκ τῶν ὁποίων οἱ 29.505 ἦταν ἐπίτοκες. Παράλληλα μὲ ἔξοδα τοῦ ΕΟΧΑ, ἔγιναν 4.480 τοκετοὶ ἄπόρων γυναικῶν κατ’ οἴκον, καὶ 1.568 σὲ μαιευτήρια.




Τὴν περίοδο αὐτὴ τὸ γάλα ὑπῆρξε ἔνα ἐξαιρετικὰ δυσεύρετο ἀγαθό. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ συγκροτήθηκαν Κέντρα Γάλακτος, ποὺ παρεῖχαν γάλα στὰ βρέφη. Στὸν τομέα αὐτὸ συνεργάστηκε μὲ τὸν ΕΟΧΑ ὁ Ἑλβετικὸς Ἐρυθρός Σταυρός, μὲ ἀπολογισμὸ τὸν ἐντυπωσιακὸ ἀριθμὸ τῶν 6.773.845 μερίδων γάλακτος.




Παρασχέθηκε σὲ 3.068 ἐξαιρετικὰ ἄπορες οἰκογένειες χρηματικὴ ἐνίσχυση.”




(Χρ. Χρηστίδη ΕΟΧΑ Ἀθηνῶν-Πειραιῶς, Ἔκθεσις τῆς Διευθύνσεως ἐπὶ τῶν πεπραγμένων τῆς τριετίας Ἰανουάριος 1942 – Σεπτέμβριος 1944, Πειραιεῦς 1944).








Ἀπὸ τὰ στοιχεῖα αὐτὰ προκύπτει τὸ συμπέρασμα ὅτι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, πάλευε καθημερινὰ γιὰ τὴν ἐξασφάλιση τῶν ἀπαραιτήτων ἐφοδίων γιὰ τὸν ΕΟΧΑ, ἔργο ὁμολογουμένως δυσβάσταχτο καὶ εὐθυνοφόρο, αφοῦ ἄν αποτύγχανε ὁ λιμὸς θἀ ἦταν ἀκόμα ἰσχυρότερος στὴ πρωτεύουσα.








“Κρεῖττον τοῦ λαλεῖν, τὸ σιγᾶν”! Ἤδη οἱ προαναφερθέντες ἀριθμοί, θὰ πείσουν καὶ τὸν πλέον δύσπιστο ἀναγνώστη γιὰ δύο κυρίως καταστάσεις. Πρῶτον γιὰ την τραγικὴ κατάσταση πού εἴχε περιέλθει τὸ Ἔθνος μας μὲ τὴν πείνα νὰ ἔχει γίνει ὁ σκληρότερος ἐσωτερικὸς ἐχθρὸς, σκληρότερος ἀκόμα καὶ ἀπὸ τοὺς κατακτητὲς, καὶ δεύτερον γιὰ τὴν εὐαισθησία τοῦ γιγαντόσωμου Ἀρχιεπισκόπου Δαμασκηνοῦ ὁ ὁποῖος σήκωσε στοὺς ὥμους του τὸ βαρὺ φορτίο τῆς ἀνακούφισης τοῦ λαοῦ. Ταυτόχρονα θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθῇ ἡ παροῦσα ἔκθεση ὡς μία ἀπάντηση σὲ ὅποιον θέτει τὸ ἐρώτημα “τί ἔκανε ἡ Ἐκκλησίατὸ 1940;” Οἱ ἀριθμοὶ καὶ τὰ στοιχεῖα ἀποδεικνύουν τὶ ἐκαμε!!!








Τοῦ ἀειδήμου Ἀρχιεπισκόπου Δαμασκηνοῦ εἴη αἰωνία ἡ μνήμη, καὶ ἡ εύχὴ του νὰ σκέπῃ τὸ Ἔθνος μας!








+ Ἀρχιμ. Νεόφυτος Δοντᾶς

Ο Ιερός Κλήρος κατά την περίοδο της κατοχής

 Η ιταμή εισβολή των Ιταλών εναντίον της Πατρίδος μας και τα μαύρα χρόνια της Κατοχής γίνονται αφορμή να αποκαλυφθούν τα πατριωτικά χαρίσματα και η ελπίδα της πίστης του ιερού Κλήρου. Οι Ιερείς, κάτω από τον βαρύ αχό των όπλων και το βουητό των σειρήνων, τελούν καθημερινά τις Ακολουθίες στις Εκκλησίες. Ποιος δεν θυμάται την κοσμοπλημμύρα, η οποία κατά την θύελλα εκείνη γινόταν στους ναούς, για να κλάψουν οι Έλληνες στους οίκους των Πατέρων τους, για να αντλήσουν δύναμη, ελπίδα και θάρρος.








Προσεύχονται για τους αγωνιζόμενους στρατιώτες και τις οικογένειές τους. Εκφωνούν πύρινους λόγους, με τους οποίους ενθαρρύνουν και παρηγορούν. Συμμετέχουν στις διάφορες Επιτροπές των μετόπισθεν. Γίνονται οι εμψυχωτές και παρηγορητές των οικογενειών εκείνων, των οποίων οι σύζυγοι και τα παιδιά έπεσαν μαχόμενοι υπέρ της Πατρίδος στο πεδίο της τιμής και του καθήκοντος. Συμμετέχουν και μοιράζονται την κατοχική πείνα και δυστυχία με το ποίμνιό τους. Βοηθούν όσο μπορούν, με όλες τους τις δυνάμεις για την αντιμετώπιση της πείνας και της δυστυχίας. Είναι μεταξύ των πρωτεργατών για την απελευθέρωση της κατεχόμενης και δοκιμαζόμενης Πατρίδος. Στην πρώτη γραμμή του Αγώνος. Στο Μέτωπο, στις μυστικές ομάδες της Αντίστασης, στα νοσοκομεία, στα σανατόρια, στα σχολεία, στις φυλακές, στα υπόγεια της Γκεστάπο, στα στρατόπεδα, τους τόπους εκτελέσεως, στα ολοκαυτώματα, στα συσσίτια, στις διαμαρτυρίες… Παντού. Μέρα και νύχτα.








Κάθε φορά που δινόταν στον κατακτητή ευκαιρία από αυτό ή εκείνο το πρόσχημα, από αυτή ή εκείνη την αφορμή, στρεφόταν κατά των ιερέων, για να καλλιεργήσει τον φόβο και τον πανικό στον λαό. Αγαθοί λευίτες, νέοι και πρεσβύτεροι στην ηλικία, Μοναχοί, Διάκονοι, Πρεσβύτεροι, Ιερομόναχοι, Επίσκοποι, πλήρωσαν με το αίμα τους την προσήλωσή τους στην Πατρίδα, στην ελευθερία και στην αξιοπρέπεια, στο καθήκον και στο χρέος. Άλλοι εκτελέσθηκαν κατά τον πλέον απάνθρωπο τρόπο, άλλοι απέθαναν από τις κακουχίες, τις στερήσεις και τα βασανιστήρια, άλλοι φυλακίσθηκαν, κακοποιήθηκαν, υπέμειναν απερίγραπτο όργιο βασανισμών, εξορίσθηκαν στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, απήχθησαν ως όμηροι σε εχθρική γη, είδαν τα παιδιά και τις συζύγους τους να κακοποιούνται και να δολοφονούνται μπρος στα μάτια τους, εξευτελίσθηκαν και λοιδωρήθηκαν. Υπέστησαν τα πάνδεινα, μα δε λύγισαν. Τρέφονταν με λίγο ξερό ψωμί που βρέχανε με το αίμα και το δάκρυ τους. Παρέμειναν πιστοί άχρι θανάτου στην παράδοση του Γένους. Και ήσαν πολλοί. Ήταν τον νέφος των μαρτύρων και των ηρώων της Φυλής. Για να αποδείξουν με την ζωή τους, για μια φορά ακόμα, ότι ποτέ η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είχε μείνει μακρυά από τους Εθνικούς αγώνες του Ελληνικού λαού.[1]








Αριθμός 57.754




Ο Αρχιμανδρίτης Δαμασκηνός Χατζόπουλος, μετέπειτα Μητροπολίτης Τριφυλίας και Ολυμπίας και στη συνέχεια Δημητριάδος, που οδηγήθηκε σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως με αριθμό κρατουμένου 57.754,[2] θα γράψει για την κόλαση του Νταχάου και την απάνθρωπη μεταχείριση των κληρικών κρατουμένων.








«Οὐδεὶς ἐξ αὒτῶν διετήρησε τὸ ἱερὸν του σχῆμα. Μὲ ἀδαμιαίαν περιβολὴν πάντες ἅμα τῇ εἰσόδῳ των εἰς τὸ στρατόπεδον, ὡδηγοῦντο εἰς τὸ λουτρὸν διὰ νὰ ὑποστοῦν τὴν δοκιμασίαν καὶ τὸν ἐξευτελισμὸν τοῦ ξυρίσματος τῆς κεφαλῆς, μύστακος, γενείου καὶ ἀποκρύφων μερῶν ὑπὸ τοὺς σαρκαστικοὺς γέλωντας








τῶν σαδιστῶν Ἔς-Ἔς καὶ τοὺς χλευασμούς, οὐχί σπανίως δὲ καὶ τὰ ραπίσματα καὶ λακτίσματα αὐτῶν καὶ τῶν ἄλλων καταδίκω».[3]








Στο Χαϊδάρι, ξύριζαν τη γενειάδα των Κληρικών, τους αφαιρούσαν τα ράσα και τους επέβαλαν σε βαρύτατες χειρονακτικές εργασίες. Ο Γερμανός Δήμιος Ρομτόσκυ, ο αποκαλούμενος Δράκος του Χαϊδαρίου, τους έλεγε χαρακτηριστικά: «Εγώ είμαι ο Θεός σας…». Παρά ταύτα, οι φυλακισμένοι Ιερείς μας, εκεί στην φυλακή με τα δεσμά τους, επιτελούσαν μεγάλο ποιμαντικό έργο: «…Οι ιερείς μας αυτοί,, τόνωναν τους φυλακισμένους. Συμπροσευχόντουσαν με τους φυλακισμένους. Ο παπάς στο κελί ήταν για κάθε φυλακισμένο πατέρας και μάνα. Καρδιά π’ ακουμπούσαν μ’ εμπιστοσύνη. Ο Άγγελος της φυλακής, που τους μηνούσε ότι ο Θεός υφαίνει τη λευτεριά τους με τα βάσανά τους».[4]








Η θεία Λειτουργία στις φυλακές




Μα το πιο μεγάλο, το πιο αληθινό δώρο των φυλακισμένων ιερέων προς τους συγκρατουμένους τους ήταν η θεία Λειτουργία που τελούσαν.








«…Από καιρού σε καιρό οι δεσμοφύλακες άφηναν τους φυλακισμένους να εκκλησιάζωνται. Κάθε Κυριακή και μεγάλη γιορτή, στο προαύλιο των φυλακών ή μέσα σε ένα μεγάλο θάλαμο εγίνετο η λειτουργία από τον πιο ηλικιωμένο παπά, με συλλειτουργούς τους άλλους φυλακισμένους ιερωμένους. Δεν υπήρχε ιερό, δεν υπήρχαν άμφια, δεν υπήρχαν κεράκια και δισκοπότηρα για τα Άγια των Αγίων. Υπήρχε όμως μία βαθειά, απαράμιλλη πίστις που έκανε το περίεργο εκείνο εκκλησίασμα πιο ευλαβικό, πιο συγκινημένο, πιο βαθειά παραδομένο στην παραμυθητική επίδραση της Θρησκείας. Είναι χαρακτηριστικό ότι κάθε λειτουργία ετελείωνε με το “Τῇ Ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια”, που το έψαλλον όλοι μαζί…








»Μια λειτουργία που εψάλη στις Ιταλικές φυλακές των Αθηνών είναι η Λειτουργία της 15ης Αυγούστου 1943. …Ήθελαν οι φυλακισμένοι να δείξουν με κάποιον τρόπο, ότι δεν ξεχνούσαν πως εδώ και τρία χρόνια οι σημερινοί των δεσμοφύλακες είχαν διαπράξει το αξέχαστο εκείνο έγκλημα της “Έλλης”. Εσκέφθησαν αρκετά και ευρήκαν ένα αληθινά χαριτωμένο τρόπο. Ο λόγος που υπενθύμιζε τον αισχρό τορπιλισμό του Ελληνικού καταδρομικού μπροστά από τον πανηγυρίζοντα Ναό της Ευαγγελιστρίας της Τήνου, εγγράφηκε με ψιλά-ψιλά γράμματα… και ο ιερωμένος, ωραία μορφή Έλληνος αγωνιστού της ελευθερίας, εδέχθηκε πρόθυμα και με ευχαρίστηση μάλιστα να “ψάλη” τον έντονο αυτό αντιϊταλικό λόγο, σαν μια συνέχεια του Ευαγγελίου της ημέρας. Έτσι όλοι οι φυλακισμένοι άκουσαν με βαθεία συγκίνηση την υπόμνηση του μεγάλου Ιταλικού εγκλήματος να ψέλνεται από τον παπά, ενώ οι Ιταλοί δεσμοφύλακες παρακολουθούσαν, χωρίς να καταλάβουν τίποτε.








»Ίσως να ήταν οι φυλακές αυτές το μόνο μέρος της υπόδουλης Ελλάδος, όπου κάτω από την απειλή των στημένων στις σκοπιές Ιταλικών πολυβόλων, ετιμήθη η επέτειος της ανάνδρου Ιταλικής επιθέσεως.








»Οι φυλακισμένοι παπάδες, ηγούμενοι, καλογήροι, φυσικοί παραστάται των βασανισμένων και των μελλοθανάτων, έπαιρναν τις στιγμές εκείνες τον χαρακτήρα και την σημασία, που είχαν οι μαθηταί των Αποστόλων του Ναζωραίου στους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού, τους αιώνες των κατακομβών και των διώξεων…»[5]








Η διακονία στις Φυλακές




Όμως «τὴν δυσμενῆ διὰ τὴν ἀνθρωπίνην ἐλευθερίαν ἀντίληψιν, τὴν ὁποίαν προξενεῖ πᾶσα φυλακή», γλύκαινε όχι μόνο η παρουσία των Ιερέων αλλά και των γυναικών Μοναχών, από την Ιερά Μονή Αγίου Ιεροθέου Μεγάρων, που διακονούσαν τις κρατούμενες γυναίκες και τα παιδιά τους στις γυναικείες φυλακές της Εμπειρικείου Σχολής.[6]








Η μαρτυρική θυσία του παπαδάσκαλου Δημητρίου Βαστάκη




Ο π. Δημήτριος ήταν Εφημέριος και Δημοδιδάσκαλος του Μεγάλου Χωριού Ευρυτανίας. Με την κήρυξη του πολέμου του ανατίθεται η Διεύθυνση του Ταχυδρομικού γραφείου σε αντικατάσταση του στρατευθέντος τηλεγραφητού. Γίνεται μέλος της μυστικής αντιστασιακής ομάδος ΒΥΡΩΝΕΣ. Οι ΒΥΡΩΝΕΣ ήταν μονάδα μυστικού πολέμου με τα κρυπτογραφικά στοιχεία Ν.Ν. 707 του Συμμαχικού Στρατηγείου Μέσης Ανατολής, εξαρτώμενη από την Βρετανική Υπηρεσία «Αντβάνς Φόορς 133».[7] Περιέθαλπε Βρετανούς στρατιώτες[8] και ήταν εφοδιασμένος με ασύρματο, στον οποίο τον εκπαίδευσε Υπολοχαγός με το ψευδώνυμο Γιάννης Γρυπάρης.[9] Κάθε Σάββατο, σε απογευματινή ώρα, άκουγε την ελληνική ραδιοφωνική εκπομπή του B.B.C. του Λονδίνου, για να μεταφέρει τα νέα στους άλλους Έλληνες. Στις 18 Δεκεμβρίου 1942, ο Ιταλικός στρατός Κατοχής πήγε στο Μεγάλο Χωριό. Ο ηρωικός Ιερεύς μετείχε στην Επιτροπή υποδοχής προς διάσωση του χωριού. Τον συνέλαβαν, με άλλους δώδεκα ενορίτες του, και τον βασάνισαν, για επτά ημέρες, απάνθρωπα. Εκείνος, κυλισμένος από τα βασανιστήρια στη γη, έκανε το σημείο του Σταυρού. Τον άφησαν γυμνό, χωρίς ράσο. Το πρόσωπό του παραμορφωμένο, χωρίς γένια και καταματωμένο. Τον έκαψαν ζωντανό στις 24 Δεκεμβρίου 1942.[10]








Το μαρτύριο του Ιερέως Αθανασίου Τόσκα




Ο μαρτυρικός Κληρικός ήταν Εφημέριος του χωριού Κυδωνιές Γρεβενών. Στις 7 Ιουλίου 1944, ενώ οι κάτοικοι του χωρίου του έφευγαν στα βουνά, για να σωθούν από την καταστροφική επιδρομή των Γερμανοβουλγάρων, ο π. Αθανάσιος παρέμεινε, ελπίζοντας ότι η παρουσία του θα απέτρεπε την πυρπόληση του χωριού. Όμως οι επιδρομείς όχι μόνο πυρπόλησαν το χωριό, αλλά και τον οδήγησαν δέσμιο έξω από το χωριό, στην θέση «Παληοχέρωνα», τον κατακρεούργησαν. Το σώμα του βρέθηκε μετά από λίγες ημέρες. Τα χέρια και τα ώτα είχαν αποκοπεί. Η γενειάδα είχε ξεριζωθεί. Στο στήθος και στα νώτα έφερε πολλά χτυπήματα με μαχαίρι.[11]








Στην μάχη του Νικολίτσε – 15 Νοεμβρίου 1940




Σύμφωνα με την μαρτυρία του Συνταγματάρχου Πεζικού Βασιλείου Παναγιωτόπουλου, Διοικητού του 68ου Συντάγματος Πεζικού, ο έφεδρος Ανθυπολοχαγός Ιερεύς Λαδάς Γεώργιος, Εφημέριος του Ναού των Εισοδίων της Θεοτόκου Καρβελίων Μεσσηνίας, υπηρέτησε στο Σύνταγμα (ζώνη πρόσω) από την έναρξη των επιχειρήσεων μέχρι το τέλος. Του απενεμήθη το μετάλλιο Νίκης, διότι «παρέσχεν» συνεχώς παράδειγμα ευψυχίας και φιλοπατρίας εμψυχώνοντας τους άνδρες. Κατά την μάχην «Νικολίτσε», στις 15 Νοεμβρίου 1940μ έσπευσε με δική του πρωτοβουλία, διαρκούντος του αγώνος, στο 3ο Τάγμα και ανήλθε μετά του Υποδιοικητού και των πρώτων κλιμακίων του Τάγματος στην κορυφή 1827 του Μοράβα διανυκτερεύσας εκεί, υπό το εχθρικό πυρ και εμπνέων με το παράδειγμά του την καρτερία, την αυτοθυσία και την αφοσίωση προς την Πατρίδα.[12]








Συλλογικό, Μνήμες και μαρτυρίες από το ’40 και την Κατοχή: η προσφορά της Εκκλησίας το 1940-1944, Κλάδος Εκδόσεων Επικοινωνιακής και Μορφωτικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα, 2000