Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2025

Η καρδιά δεν είναι μόνο να χτυπά. Είναι ν' αγαπά. Είναι να γίνεται κατοικία Θεού

 «Παγκόσμια Ημέρα Καρδιάς», διαβάζω, η σημερινή και εμφανίζονται στην οθόνη μου διάφορα άρθρα για πίεση, για χοληστερίνη, για καρδιολόγους, για αριθμούς και στατιστικές. Υπάρχει όμως κι αυτή η καρδιά που δεν φαίνεται στις εξετάσεις. Η καρδιά που πονά, που αγαπά, που ματώνει, που συγχωρεί. Η καρδιά που ο Θεός βλέπει και που ο άνθρωπος παλεύει να καθαρίσει και να γαληνεύσει.


  Γι' αυτήν την καρδιά, είναι που η Ορθόδοξη Παράδοση έχει να μας πει πολλά. Γιατί στην Εκκλησία, όταν λέμε «καρδιά», δεν εννοούμε απλώς το όργανο που χτυπά. Μιλάμε για το κέντρο της ύπαρξης, για τον μυστικό τόπο όπου φυλάμε τους θησαυρούς μας, για τον χώρο όπου μπορούμε να συναντήσουμε Τον Θεό. Κι αυτό δεν είναι ιδέα, θεωρία. Είναι εμπειρία που διαπερνά την Αγία Γραφή, τους Πατέρες, τη Θεία Λειτουργία, τη ζωή της Εκκλησίας και φτάνει μέχρι σήμερα, στις δικές μας πληγές και αγωνίες.


Όσον αφορά τη Γραφή, εκεί τη συναντάμε αρκετές φορές. Χαρακτηριστικά, στο πρώτο βιβλίο των «Βασιλειών», βλέπουμε Τον Θεό να λέει στον Σαμουήλ πως δεν κρίνει τον άνθρωπο με τα ανθρώπινα κριτήρια αλλά βλέπει την καρδιά του. 

Στις «Παροιμίες», βλέπουμε τον Σολομώντα ν' απευθύνεται στον μαθητή του και να του λέει να προσέχει με κάθε φροντίδα την καρδιά του γιατί από εκεί ξεπηδά η ζωή και ο Ψαλμωδός προσεύχεται ο Θεός να κτίσει καθαρή καρδιά μέσα του. 

Στην Καινή Διαθήκη τώρα, ο ίδιος ο Χριστός μας επισημαίνει πώς εκεί που είναι ο θησαυρός μας εκεί θα είναι και η καρδιά μας και υπόσχεται πώς όσοι είναι καθαροί στην καρδιά θα δουν Τον Θεό.


Δεν θα μπορούσαν λοιπόν να μη μας αφήσουν σχετικές βαθιές μαρτυρίες και οι Πατέρες της Εκκλησίας. 

Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος ονομάζει την καρδιά «ρίζα» των αισθήσεων. Λέει πως εκεί φυτρώνουν όλα και τα πάθη και οι αρετές. Ο ίδιος περιγράφει την καρδιά που γνώρισε Τον Θεό σαν μια φλόγα που καίει από συμπόνια για όλη την κτίση, ανθρώπους και ζώα, φίλους και εχθρούς.

 Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς μιλά για την ανάγκη να ενωθεί ο νους με την καρδιά. Όταν ο νους «κατεβαίνει» στην καρδιά, η προσευχή γίνεται αληθινή και ο άνθρωπος γεμίζει φως. 

 Ο Άγιος Μάξιμος βλέπει την πτώση ως διάσπαση του ανθρώπου: Νους, καρδιά και θέληση σκορπίζουν, άλλα σκεφτόμαστε, άλλα ποθούμε, άλλα κάνουμε. Η θεραπεία κατ' εκείνον είναι η συνάθροιση όλων αυτών στην καρδιά και η ενιαία στροφή τους προς Τον Θεό. Αυτό το έργο το κάνει η αγάπη, που «συνάγει και ενώνει» τα διεσπαρμένα. Έτσι, στην καρδιά ξαναβρίσκουμε την εσωτερική ενότητα και προσφερόμαστε στον Θεό ως ένα πρόσωπο, ακέραιο. 

Τέλος, ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος μιλά για το φως Του Χριστού που ανατέλλει μέσα στην καρδιά όταν αυτή καθαρίζεται με τη μετάνοια.


Αλλά και οι σύγχρονοι Άγιοι, ασχολήθηκαν με την καρδιά. Ο Άγιος Πορφύριος έλεγε: «Η σιωπή σου να είναι μυστική, στην καρδιά σου». Ο Άγιος Παΐσιος μιλούσε για τα δάκρυα που καθαρίζουν την καρδιά και για την ευχή ως «οξυγόνο της ψυχής». Ο Άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ έλεγε πως το μεγαλύτερο θαύμα είναι η ένωση Του Θεού με τον άνθρωπο μέσα στην καρδιά.


Ολ' αυτά δεν είναι θεωρίες, είναι τρόπος ύπαρξης. Και σήμερα που η καρδιά υποφέρει, που την σκληραίνει ο θυμός, που την ξεραίνει η μοναξιά, που την μπερδεύει ο θόρυβος, είναι πιο αναγκαίος από ποτέ. Στην εποχή μας τρέχουμε να μετρήσουμε τα πάντα με τις εξετάσεις όμως αφήνουμε την καρδιά αθεράπευτη. Και πώς θεραπεύεται η καρδιά; Με μετάνοια, με σιωπή, με συγχώρεση, με αγάπη. Δεν χρειάζονται μεγάλα πράγματα. Χρειάζονται μικρά, αληθινά. Ένα «συγνώμη». Ένα τηλεφώνημα. Ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη. Ένα χαμόγελο. Μια παρουσία. Μια ευχή. Μια σιωπή. Μια πράξη ελέους.


Καλές λοιπόν οι προτροπές σήμερα για πρόληψη. Σώζουν ζωές. Όμως η καρδιά δεν είναι μόνο να χτυπά. Είναι ν' αγαπά. Είναι να γίνεται κατοικία Θεού. Είναι να πλαταίνει τόσο που να χωρά μέσα της και Τον Αχώρητο Χριστό και όλον τον κόσμο. Και τότε, όπως λέει η Γραφή, όπως λέει κι ο Σολομώντας: «από την καρδιά ξεπηδά η ζωή».

Εύχομαι σε όλους καρδιά καθαρή, ζωντανή, φωτεινή. Καρδιά που συγχωρεί, που ευγνωμονεί, που προσεύχεται, που σηκώνει τον αδελφό. Καρδιά που γίνεται ενας μικρός ναός Του Θεού!

π.Αυγουστίνος Βλάχος

Όταν ζούμε ως χριστιανοί στον κόσμο αυτό, πειθόμαστε ότι η σκέψη του κόσμου δεν συμπίπτει πουθενά με τον Χριστό

 Θα σας πω κάτι φοβερό. Όταν ζούμε ως χριστιανοί στον κόσμο αυτό, πειθόμαστε ότι η σκέψη του κόσμου δεν συμπίπτει πουθενά με τον Χριστό. Και η πορεία της δικής μας σκέψεως δεν συμπίπτει καθόλου με τη σκέψη του κόσμου.


 Πρόσφατα διαβάσαμε στον Βίο του Μεγάλου Παχωμίου ότι, όταν η μία ή η άλλη επιδημία αφαιρούσε πολλές ζωές μοναχών, αυτοί το θεωρούσαν ως συγκομιδή αγίων. Ενώ για άλλους αυτό αποτελεί συμφορά…


Στην αρχή του πολέμου, όταν ήδη υπήρχε απειλή της εισβολής των Γερμανών και των Βουλγάρων στην Ελλάδα, ήρθε στη μνήμη μας κάποια προφητεία, ότι θα έρθουν εχθροί και θα εξολοθρεύσουν όλους τους αγιορείτες μοναχούς. Και τι αντιδράσεις προκλήθηκαν! Ήμουν ακόμη στο μοναστήρι. Όλοι φοβούνταν τον καιρό εκείνο.

Ο πνευματικός μου όμως αρχιμανδρίτης Κήρυκος είπε:

– Ω! Με μας δεν θα γίνει αυτό! Αυτό συνέβη με τον Παχώμιο, με άλλους μοναχούς, με άλλους Πατέρες χάρη στην αγία ζωή τους. Εμείς όμως, έτσι όπως ζούμε, μπορούμε να είμαστε σίγουροι πως ο Κύριος δεν θα επιτρέψει να συμβεί αυτό σε μας!


Βγήκα στην έρημο και εκεί κάποιος Καρουλιώτης είπε:

– Όταν έρθουν να με σκοτώσουν, θα πω: «Δώστε μου το όπλο σας να το φιλήσω, πριν αυτό με φονεύσει!».


Είχα μαζί μου έναν μοναχό, υποτακτικό κάποιου σπουδαίου ασκητή, του Καλλινίκου, και συνομιλούσαμε γι’ αυτό το θέμα. Τότε είπε:

– Να τι σκέφτομαι: Αν αυτοί έρθουν, πρέπει να μας εξολοθρεύσουν όλους. Να άφηναν όμως μόνο τα σπίτια και τα βιβλία.

– Και γιατί αυτό; ρωτώ.

– Διότι, όταν δουν τα σπίτια και τα βιβλία, θα πουν:

«Εδώ ζούσαν άγιοι άνθρωποι… Αν όμως μείνει ζωντανός έστω και ένας από εμάς, θα τους κάνει όλους να περιφρονούν όλα αυτά τα βιβλία, όλα αυτά τα άγια…»


Άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ ο Αθωνίτης

Άγιες Ριψιμιά, Γαϊάνη και Άλλες Τριακονταδύο Παρθενομάρτυρες

 Η Αγία Ριψιμία (ή Ριψίμη) μαρτύρησε στα χρόνια του Διοκλητιανού (284-304 μ.Χ.) και συγκεκριμένα το 292 μ.Χ. Ήταν όμορφη στο σώμα και σεμνή στο ήθος (κατ΄ άλλους και μοναχή). Επειδή δεν δέχτηκε την πρόταση του Διοκλητιανού να γίνει γυναίκα του, κατέφυγε μαζί με την γερόντισσα Γαϊανή, που λέγεται ότι ήταν καθηγουμένη της Ριψιμίας, στην Αρμενία. Ο βασιλιάς όμως της Αρμενίας Τηριδάτης, άκουσε για την ομορφιά της Ριψιμίας και θέλησε και αυτός να την κάνει γυναίκα του. Αλλά η αγνή Ριψιμία αρνήθηκε και έτσι κίνησε την οργή του Τηριδάτη, ο όποιος διέταξε να τη βρουν και να τη συλλάβουν. Οι απεσταλμένοι του τη βρήκαν γύρω από τα μέρη του Αραράτ, όπου κρυβόταν. Εκεί λοιπόν, οι βάρβαροι, της έβγαλαν τα μάτια, κατόπιν έκοψαν τη γλώσσα της και στο τέλος έκοψαν το σώμα της σε μικρά κομμάτια. Έτσι η Αγία Ριψιμία, παρέδωσε την αγνή ψυχή της στον στεφανοδότη Χριστό. Μαζί όμως με τη Ριψιμία, μαρτύρησαν με φρικτά βασανιστήρια και η γερόντισσα Γαΐανή, καθώς και 32 Παρθενομάρτυρες. Τέλος, μαζί με τις Αγίες αυτές μαρτύρησαν και 70 άνδρες, που κρύβονταν σ' εκείνα τα μέρη.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιος Γρηγόριος ο Ιερομάρτυρας επίσκοπος της Μεγάλης Αρμενίας

 Ο Άγιος Γρηγόριος ήταν γιος του Ανάκ, που ήταν συγγενής του βασιλιά της Μεγάλης Αρμενίας, Κουσαρώ (290 μ.Χ.). Ο Ανάκ, λοιπόν, σε συνεργασία με το βασιλιά των Περσών Αρτασείρα, σκότωσε τον Κουσαρώ. Αλλά οι σατράπες της Αρμενίας εκδικήθηκαν το φόνο του, σκοτώνοντας τον Ανάκ και όλη του την οικογένεια. Διασώθηκαν μόνο δύο παιδιά του, που ένας ήταν ο Γρηγόριος.


Στην Καισαρεία συνέβη να συναντηθούν ο γιος του φονιά Ανάκ, Γρηγόριος, και ο γιος του θύματος Τηριδάτης. Τότε ο Γρηγόριος σπούδαζε με ζήλο τα Ιερά γράμματα, (στην Καισαρεία της Καππαδοκίας από τον εκεί αρχιεπίσκοπο Λεόντιο), που μεταξύ άλλων λένε: «τελείων δὲ ἐστὶν ἡ στερεὰ τροφή, τῶν διὰ τὴν ἕξιν τὰ αἰσθητήρια γεγυμνασμένα ἐχόντων πρὸς διάκρισιν καλοῦ τε καὶ κακοῦ» (Εβραίους, ε' 14.1). Δηλαδή, η στερεά και υψηλότερη πνευματική τροφή είναι για τους τέλειους χριστιανούς, που από την άσκηση έχουν τα πνευματικά αισθητήρια γυμνασμένα στο να διακρίνουν εύκολα μεταξύ του καλού και κακού. Γυμνασμένος, λοιπόν, και ο Γρηγόριος στη διάκριση, όχι μόνο δεν αποστράφηκε τον Τηριδάτη, αλλά τον πλησίασε με αγάπη, αποδοκίμασε την πράξη του πατέρα του και τον βοήθησε σε κάποια ασθένεια του.


Όταν αργότερα ο Τηριδάτης έγινε βασιλιάς Αρμενίας, βασάνισε φρικτά τον Γρηγόριο (που τότε ήταν επίσκοπος Αρμενίας). Διέταξε μάλιστα, να τον ρίξουν σε λάκκο με φίδια και άλλα ερπετά. Ο Γρηγόριος όχι μόνο δεν έπαθε τίποτα αλλά επέζησε για 15 χρόνια τρεφόμενος με το ψωμί που του πήγαινε κρυφά μια χήρα. Ο Θεός, όμως, επέτρεψε να γίνει ο Τηριδάτης σχιζοφρενής. Αλλά δια των προσευχών του Γρηγορίου θεραπεύθηκε, μετανόησε και βαπτίσθηκε χριστιανός με όλο του το έθνος.



Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Θείας πίστεως, τὴ γεωργία, ἐνεούργησας, βροτῶν καρδίας, κατασπείρας τὴν τοῦ Λόγου ἐπίγνωσιν, καὶ λαμπρυνθεῖς μαρτυρίου τοὶς στίγμασιν, ἱεραρχία Γρηγόριε ἔφανας. Πάτερ ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.


Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ’.

Καὶ τρόπων μέτοχος, καὶ θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τὴν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· διὰ τοῦτο τὸν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, καὶ τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Γρηγόριε· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.


Κοντάκιον

Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.

Τὸν εὐκλεῆ καὶ Ἱεράρχην ἅπαντες, ὡς ἀθλητὴν τῆς ἀληθείας σήμερον, οἱ πιστοὶ θείοις ἐν ἄσμασι, καὶ ὑμνῳδίαις εὐφημήσωμεν, τὸν γρήγορον Γρηγόριον ποιμένα καὶ διδάσκαλον, τὸν ἔκλαμπρον φωστῆρα καὶ ὑπέρμαχον· Χριστῷ γὰρ πρεσβεύει τοῦ σωθῆναι ἡμᾶς.


Ὁ Οἶκος

Τοῦτον τὸν μέγαν ἐν ἀθλοφόροις, τὸν φωστῆρα τὸν θεῖον, Ἀρμενίας πιστοὶ ποιμένα τε καὶ πρόμαχον, ἐν ὑμνῳδίαις εὐφημοῦμεν, καὶ ᾄσμασιν ἐνθέοις αὐτοῦ τὴν μνήμην· τὴν γὰρ ἀχλὺν τῶν ματαίων εἰδώλων ἠφάνισε, σὺν αὐτοῖς καὶ τῶν δαιμόνων τὴν ἐνέργειαν ἐνέκρωσε· διὸ τοὺς πόνους ὑπήνεγκε, σταθερᾷ διανοίᾳ καὶ χάριτι, καὶ πρεσβεύει Χριστῷ τοῦ σωθῆναι ἡμάς.


Κάθισμα

Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Βλέμμα γρήγορον τῆς διανοίας, Μάρτυς ἔνδοξε προκεκτημένος, ὁμωνύμως καὶ καταλλήλως διέπρεψας, ὑπὲρ Χριστοῦ τῇ ἀθλήσει στρεβλούμενος, ἐν προσευχαῖς ἀνενδότως ἠγρύπνησες ὅθεν εἴληφας, ἱεραρχικῶς δι' αἵματος, βραβεῖον κατ' ἄμφω παμμάκαρ Γρηγόριε.


Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2025

"Δεν φτάνει μόνο να θέλουμε εκείνα που θέλει ο Θεός , αλλά να τα θέλουμε όταν τα θέλει, όπως τα θέλει και γιατί Εκείνος τα θέλει "

 «Εύκολα, ευκολότατα ο Χριστός μπορεί να μας δώσει ό,τι επιθυμούμε. Και κοιτάξτε το μυστικό. Το μυστικό είναι, να μην το έχετε στο νου σας καθόλου να ζητήσετε το συγκεκριμένο πράγμα. Το μυστικό είναι να ζητάτε την ένωσή σας με τον Χριστό ανιδιοτελώς, χωρίς να λέτε, «δώσ' μου τούτο, εκείνο...». 

Είναι αρκετό να λέμε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».

 Δεν χρειάζεται ο Θεός ενημέρωση από εμάς για τις διάφορες ανάγκες μας. Εκείνος τα γνωρίζει όλα ασυγκρίτως καλύτερα από εμάς και μας παρέχει την αγάπη Του. Το θέμα είναι ν' ανταποκριθούμε σ' αυτή την αγάπη, με την προσευχή και την τήρηση των εντολών Του. Να ζητάμε να γίνει το θέλημα του Θεού· αυτό είναι το πιο συμφέρον, το πιο ασφαλές για εμάς και για όσους προσευχόμαστε. Ο Χριστός θα μας τα δώσει όλα πλούσια. Όταν υπάρχει έστω και λίγος εγωισμός, δεν γίνεται τίποτα...».


Όσιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης

Λίγοι γνωρίζουν την Εμμαούς, πολλοί όμως την έχουν περπατήσει

 Εμμαούς .

Ελάχιστοι γνωρίζουν την άσημη και ξεχασμένη εβραϊκή πόλη Εμμαούς.

Τις δεκαετίες προ του 2000 όμως στο σαλόνι πολλών ελληνικών σπιτιών υπήρχε σε διάφορες παραλλαγές η ζωγραφιά «Η πορεία εις Εμμαούς», που εικονίζει τον Χριστό να περπατά μαζί με δύο μαθητές, τον Λουκά και τον Κλεόπα. Συζητούσαν μαζί του για όλα όσα έγιναν στην Ιερουσαλήμ μετά το Πάθος του. Εκείνος, ως ξένος και άγνωστος, τους εξηγούσε τις γραφές. Στο τέλος μόνο αναγνώρισαν τον διδάσκαλό τους.


Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ετυμολογία του ονόματος «Εμμαούς». Είναι ένα χωριό της Παλαιστίνης κοντά στην Ιερουσαλήμ, πιθανόν η σημερινή κωμόπολη Αλ Κουμπέιμπα ή Καλούνα. Τότε είχε το όνομα ʿImwās (αραβ. عمواس), που εξελληνίστηκες σε "Εμμαούς", και προέρχεται πιθανόν από την εβραϊκή λέξη ḥammat (חמת), που σημαίνει «θερμή πηγή» ή «λουτρό». Έτσι, ο τόπος δηλώνει κυριολεκτικά μια τοποθεσία με θερμά νερά.


Η γλωσσική αυτή έννοια της θερμότητας έχει μια ενδιαφέρουσα -αν και πιθανόν τυχαία- σύνδεση με τη διήγηση του Λουκά. Είναι γνωστό ότι ο Λουκάς ξεχωρίζει από τους άλλους ευαγγελιστές για τη δραματική και σκηνοθετική ένταση κάποιων σκηνών που περιγράφει.

Στη σκηνή αυτή, οι μαθητές που περπατούσαν απογοητευμένοι και πληγωμένοι και αναγνώρισαν τελικά στο πρόσωπο του συνοδοιπόρου τον Αναστημένο Κύριο, όταν έφυγε είπαν μεταξύ τους ότι οι καρδιές τους σε όλη τη διαδρομή «καιόμεναι ήσαν».

(Λουκ. 24,32)

❝ καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους· οὐχὶ ἡ καρδία ἡμῶν

καιομένη ἦν ἐν ἡμῖν, ὡς ἐλάλει ἡμῖν ἐν τῇ ὁδῷ

καὶ ὡς διήνοιγεν ἡμῖν τὰς γραφάς;❞


Ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Λέων Στ΄ ο Σοφός [9ος αι.] αποτύπωσε σε 11 μοναδικά ποιήματα (τα «Εωθινά δοξαστικά») τις εμφανίσεις του Χριστού που περιγράφονται στα αντίστοιχα λεγόμενα 11 «Εωθινά Ευαγγέλια». Στο 5ο Εωθινό (που ακούστηκε σήμερα στους ναούς) γράφει τα εξής υπέροχα:

❝ καὶ ἐν τῷ εὐλογεῖν τὸν ἄρτον

ἐγνώσθης αὐτοῖς,

ὧν καὶ πρὸ τούτου αἱ καρδίαι

πρὸς γνῶσίν Σου ἀνεφλέγοντο·❞

(μετάφρ.)

❝ καθώς ευλογούσες τον άρτο

τους γνωρίστηκες·

πριν από αυτό όμως οι καρδιές τους

από τον πόθο φλέγονταν

να Σε γνωρίσουν ❞


~ Λίγοι γνωρίζουν την Εμμαούς, πολλοί όμως την έχουν περπατήσει. ❧

Μετακομιδή του Ιερού λειψάνου του Αγίου Δονάτου Επισκόπου Ευροίας Ηπείρου

 Σήμερα η Εκκλησία μας εορτάζει την μετακομιδή του Ιερού του λειψάνου από την Εκκλησία της Παναγίας του Murano της Βενετίας στην Παραμυθία και εναποτέθηκε μετά πάσης ευλαβείας και λαμπρότητας στον ομώνυμο μεγαλοπρεπή Ιερό Ναό.

Όσιος Θεοφάνης ο Φιλεύσπλαχνος από την Γάζα

 Ο Όσιος Θεοφάνης ο Φιλεύσπλαχνος καταγόταν από την συριακή πόλη της Γάζας. Ήταν πολύ ευγενικός και ελεήμων. Χάρισε όλη του την περιουσία στους φτωχούς και ο ίδιος ζούσε στην ένδεια.


Προς το τέλος της ζωής του αρρώστησε από υδρωπικία που του προκαλούσε μεγάλο πόνο. Το σώμα του άρχισε να πρήζεται, να σαπίζει και να αναδύει μια δυσωδία. Παρόλα αυτά, ο Όσιος Θεοφάνης υπέμενε και αυτή τη δοκιμασία καρτερικά και ευχαριστούσε τον Θεό.


Μια σφοδρή καταιγίδα μαινόταν ενώ πέθαινε, και η σύζυγός του φοβόταν ότι δεν θα ήταν σε θέση να τον κηδεύσει όπως πρέπει. Ο Όσιος Θεοφάνης όμως την παρηγόρησε και της προφήτευσε ότι ο φιλεύσπλαχνος Θεός, που γνωρίζει την ώρα του θανάτου του, θα σταματήσει την καταιγίδα. Πράγματι, όταν ο Όσιος Θεοφάνης παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο, επικράτησε ηρεμία.


Μετά το θάνατο του Οσίου, το σώμα του αφού καθαρίστηκε από τις πληγές και την φθορά, άρχισε να αναβλύζει μύρο ως απόδειξη της αγιότητάς του.

Άγιοι Μάρτυρες «Οἱ ἐν Στροφάσιν ἀναιρεθέντες»

 Οι Άγιοι Μάρτυρες «Οἱ ἐν Στροφάσιν ἀναιρεθέντες» μαρτύρησαν το 1530 μ.Χ. (ή 1537 μ.Χ.).


Για τους Αγίους αυτούς, μαθαίνουμε από την Ακολουθία τους, ποίημα του Παχωμίου Ρουσσάνου, που δημοσιεύτηκε με τον τίτλο: «Ἀκολουθία ψαλλομένη εἰς τοὺς ὁσίους πατέρας τοὺς ἐν Στροφάσιν ἀναιρεθέντες καὶ εἰς ἅπαντος τοὺς παραπλήσιον τέλος λαχόντας».


Επίσης, από τον Μπανατιώτη ιστοριογράφο Παναγιώτη Χιώτη δημοσιεύτηκε «μικρά χρονική σημείωσις σωζομένη εν ταις χερσί των καλογήρων», κατά την οποία «....εστάθηκε το άνωθεν Μοναστήριον εις την κατάστασίν του έως εις τους 1537 Ιουλίου 29. Εις τον οποίον καιρόν απέρασεν η αρμάδα των Τούρκων από την Ζάκυνθον, και δεν έκαμε βλάψιμον. Και γυρίζοντας έπειτα εις τα Στροφάδια η αυτή αρμάδα τα έκαψε, και τα ερήμωσεν....».



Ἀπολυτίκιον

Ήχος α’. Της ερήμου πολίτης.

Εν μονή των Στροφάδων θεαρέστως βιώσαντες και της εν Χριστώ απαθείας εποφθέντες κειμήλια υπέστητε βαρβάρων την ορμήν, Πατέρες, και μαρτύρων κοινωνοί ανεδείχθητε ως άρνες στυγνώς σφαγιασθέντες, οσιόαθλοι. Δόξα τω ενισχύσαντι υμάς, δόξα τω στεφανώσαντι, δόξα τω δωρουμένω δι' υμών πιστοίς τα κρείττονα.


Κοντάκιον

Ήχος πλ. δ’. Τη υπερμάχω.

Των αρετών τα τιμαλφέστατα κειμήλια και τα λαμπρότατα αθλήσεως αλάβαστρα, εν τη νήσω της Στροφάδος χειρί βιαία τους κτανθέντας ασκητάς ανευφημήσωμεν ως Πατέρων ιερόν και θείον σύλλογον ανακράζοντες: Χαίροις, Άγιον άθροισμα.


Μεγαλυνάριον

Χαίροις, των Πατέρων σεπτός χορός, των αναιρεθέντων εν Στροφάσιν ανηλεώς, χαίροις, συστοιχία λαμπρέ οσιοάθλων, οφρύν η των βαρβάρων καταπατήσασα.

Άγιοι Τρεις Νεομάρτυρες εν τω Βραχωρίω Αγρινίου

 Οι Άγιοι Τρεις Νεομάρτυρες εν τω Βραχωρίω Αγρινίου ήταν Πελοποννήσιοι και πραγματεύονταν στα μέρη των Ιωαννίνων, όπου έμαθαν να μιλούν και τα τούρκικα. Το 1786 μ.Χ. αποφάσισαν να γυρίσουν στην πατρίδα τους τον Μωρία.


Στο δρόμο, όταν έφτασαν στο Βραχώρι της Αιτωλίας, υπήρχαν φοροεισπράκτορες Τούρκοι, πού εισέπρατταν τον φόρο. Οι τρεις Μάρτυρες για ν' αποφύγουν το χαράτσι τους χαιρέτισαν τούρκικα και πέρασαν ελεύθερα στην πόλη, διότι τους πέρασαν για Τούρκους.


Κατόπιν όμως τους ανακάλυψαν, τους συνέλαβαν και τους βασάνισαν για ν' αρνηθούν τον Χριστό. Αυτοί όμως, έμειναν σταθεροί στην πίστη τους και έτσι πήραν το στεφάνι του μαρτυρίου με απαγχονισμό.

Άγιοι Γοβδέλαος, Δάδας, Κάσδοος και Κασδόα

 Ο Γοβδέλαος ήταν γιος του βασιλιά Σαβωρίου και έγινε χριστιανός από έναν αξιωματικό του πατέρα του τον Δάδα. Όταν το έμαθε αυτό ο Σαβώρ διέταξε και συνελήφθησαν και οι δύο. Όταν αυτοί αρνήθηκαν να θυσιάσουν στους Θεούς, το μεν Δάδα τον τεμάχισε ζωντανό, το γιο του Γοβδέλαου τον υπέβαλε σε βασανιστήρια, και έγδαρε το κεφάλι του, έκοψε τα μέλη του και κέντησε το σώμα του με καλάμια.


Ο Κάσδοος (ή Κασδίος) ήταν συγγενής του βασιλιά και επειδή έγινε χριστιανός τον έγδαρε ζωντανό.


Η Κασδόα ήταν κόρη του βασιλιά, και αδελφή του Αγίου Γοβδέλαου. Αυτή είχε επισκεφθεί τον αδελφό της στην φυλακή, ο οποίος την έκανε χριστιανή. Όταν μαθεύτηκε αυτό ο βασιλιάς την συνέλαβε, και επειδή δεν μπόρεσε να αλλάξει την πίστη της την βασάνισε σκληρά μέχρι θανάτου.



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Βασίλειον ἀξίαν ὡς φθαρτὴν καταλέλοιπας, καὶ τῷ βασιλεῖ τῶν αἰώνων ἠκολούθησας ἔνδοξε, καὶ ἤθλησας στερρῶς ὑπὲρ αὐτοῦ, βασάνους ἀνυποίστους ἐνεγκών· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν ᾀσματικῶς, Γοβδελαᾶ κραυγάζοντες· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.


Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Δυάδα τὴν ἁγίαν τῶν Μαρτύρων τιμήσωμεν, σὺν Γοβδελαᾷ τὴν Κασδόαν τοὺς γενναίους ὁμαίμονας· φωτὶ γὰρ ἐλλαμφθέντες θεϊκῷ, ἐνήθλησαν στερρῶς ὑπὲρ Χριστοῦ, καὶ πρεσβεύουσιν ἀπαύστως ὑπὲρ ἡμῶν, τῶν ἐκβοώντων πάντοτε· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν, πᾶσιν ἰάματα.


Κοντάκιον

Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Τῇ ψυχῇ δεξάμενος, τῆς εὐσεβείας τὸ φέγγος, τὴν πατρῴαν ἔλιπες, ἅπασαν πλάνην καὶ δόξαν· ἤθλησας, ὑπὲρ Κυρίου ἀνδρειοφρόνως· ἤνεγκας τὰς πολυτρόπους στερρῶς βασάνους· διὰ τοῦτό σοι βοῶμεν· χαίροις ὦ Μάρτυς Γοβδελαᾶ ἔνδοξε.


Μεγαλυνάριον

Χαίροις Ἀθλοφόρε Γοβδελαᾶ, ὁ στερρῶς ἀθλήσας, δι’ ἀγάπην τὴν τοῦ Χριστοῦ, σὺν τῇ αὐταδέλφῳ, Κασδόᾳ τῇ πανσέμνῳ, μεθ’ ἧς ἡμῖν ἐξαίτει, πταισμάτων ἄφεσιν.

Αγία Γουδελία

 Η Αγία Γουδελία (ή Γοβδελία) ήταν Περσίδα χριστιανή απόστολος, που κατάφερε να φέρει πολλούς απίστους στο δρόμο της δια Χριστού σωτηρίας. Έζησε τον τέταρτο μετά Χριστόν αιώνα, όταν βασιλιάς της Περσίας ήταν ο Σαπώρ (περί το 340 μ.Χ.). Επειδή δυναμικά εκτελούσε το Ιεραποστολικό της έργο, τη συνέλαβαν και την έκλεισαν για πολλά χρόνια στη φυλακή. Οι εκεί κακοπάθειές της υπήρξαν φοβερές. Μόνο η θεία χάρη την ενίσχυσε, ώστε να κατανικήσει την υγρασία, το σκοτάδι και τις συχνές στερήσεις και αυτού του νερού. Αλλά όλα αυτά τα μακροχρόνια βάσανα, δεν ελάττωσαν καθόλου τη φωτιά της πίστης και τη φλόγα της γενναιότητάς της. Κατόπιν της έγδαραν το κεφάλι, χωρίς να υποκύψει η καρτερία της. Τελικά πέθανε με σταυρικό θάνατο.


Ίσως, με την πάροδο του χρόνου, να έγινε σύγχυση μεταξύ των Συναξαριακών πηγών και ο Άγιος Γοβδελαάς που τιμούμε την ίδια μέρα έγινε, από λάθος αντιγραφές, Γουδελία ή Γοβδελία με πανομοιότυπη βιογραφία. Άλλες όμως πηγές αναφέρουν, ότι πράγματι υπήρξε μάρτυς Γουδελία, που μαρτύρησε δια ξίφους χωρίς άλλα βιογραφικά στοιχεία, που είναι περισσότερο πιθανό και αποδεκτό.

Άγιος Μαλαχίας ο Νέος Οσιομάρτυρας από τη Ρόδο

 Ο Άγιος Μαλαχίας ήταν γιος Ιερέα από τη Ρόδο. Κάποτε πήγε στα Ιεροσόλυμα και συκοφαντήθηκε από τους Τούρκους, ότι έβρισε τον Μωάμεθ. Αμέσως συλλήφθηκε και οδηγήθηκε στις αρχές, που τον εκβίαζαν να εξωμόσει. Ο Μαλαχίας έδειξε μεγάλο θάρρος, με το όποιο εξήγειρε την οργή των Τούρκων, οι όποιοι αφού τον μαστίγωσαν, τρύπησαν τους αστραγάλους του και τον έδεσαν πίσω από ένα άγριο άλογο. Μετά από μία σειρά φρικτών βασανιστηρίων, οδηγήθηκε ο μάρτυρας έξω από την πόλη, όπου σουβλίστηκε και κάηκε πάνω σε αναμμένη φωτιά. Έτσι παρέδωσε την Αγία του ψυχή στις 29 Σεπτεμβρίου 1500 μ.Χ.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Όσιος Κυριακός ο Αναχωρητής

 Ο Όσιος Κυριακός ήταν άνθρωπος που καλλιεργούσε «ὑπομονήν, πραότητα» (Α' προς Τιμόθεον, στ' 11). Γι' αυτό και πέτυχε στην ασκητική του ζωή. Γεννήθηκε στην Κόρινθο το 5ο αιώνα μ.Χ., από Ιερέα πατέρα, τον Ιωάννη. Τη μητέρα του την έλεγαν Ευδοξία και είχε αδελφό τον Αρχιεπίσκοπο Κορίνθου Πέτρο.


Από ιερατικό, λοιπόν, γένος ο Κυριάκος, σε νεαρή ηλικία πήγε στα Ιεροσόλυμα και από εκεί στη Λαύρα του Μεγάλου Ευθυμίου. Εκεί, ο Μέγας Ευθύμιος, τον έκανε μοναχό και τον έστειλε στον ασκητή Γεράσιμο. Όταν πέθανε ο Γεράσιμος, ο Κυριακός επέστρεψε στη Λαύρα του Ευθυμίου, όπου με ζήλο καλλιεργούσε τις αρετές του, ώσπου κάποια στάση που έγινε στη Λαύρα του Ευθυμίου τον ανάγκασε να πάει στη Λαύρα του Σουκά. Εκεί 40 χρονών χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και ανέλαβε την επιστασία του Σκευοφυλακίου.


Εκείνο που τον διέκρινε απέναντι στους συμμοναστές του, ήταν ο γαλήνιος τρόπος με τον όποιο τους αντιμετώπιζε, γι' αυτό και ήταν παράδειγμα προς μίμηση από όλους. Εβδομήντα χρονών ο Κυριακός, έφυγε κι από εκεί και με υπομονή γύρισε πολλά μοναστήρια και σκήτες, όπου έζησε με αυστηρότατη άσκηση. Τελικά, πέθανε 107 χρονών, και σε όλους έμεινε η ενθύμηση του ασκητή, που έδειχνε «πραότητα πρὸς πάντας ἀνθρώπους» (Προς Τίτον, γ' 2). Πραότητα, δηλαδή, σ' όλους ανεξαίρετα τους ανθρώπους.



Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Χριστῷ ἠκολούθησας, καταλιπῶν τὰ τῆς γῆς, καὶ βίον ἰσάγγελον, ἐπολιτεύσω σαφῶς, ὡς ἄσαρκος Ὅσιε, σὺ γὰρ ἐν ταὶς ἐρήμοις, προσχωρῶν θείω πόθω, σκίλλη πίκρα τὴν πάλαι, πικρᾶν γεῦσιν ἀπώσω. Διὸ Κυριακὲ θεοφόρε, ἀξίως δεδόξασαι.


Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφαγισθέντος .

Τῆς ἐρήμου πολίτης καὶ ἐν σώματι ἄγγελος, καὶ θαυματουργὸς ἀνεδείχθης, θεοφόρε Πατὴρ ἡμῶν Κυριακέ· νηστείᾳ ἀγρυπνίᾳ προσευχῇ, οὐράνια χαρίσματα λαβών, θεραπεύεις τοὺς νοσοῦντας, καὶ τὰς ψυχὰς τῶν πίστει προστρεχόντων σοι. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.


Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Ἀπαλῶν ἐξ ὀνύχων τῷ Χριστῷ ἠκολούθησας, τὴν ἀγγελικὴν πολιτείαν ὁλοτρόπως ἑλόμενος· διὸ ἐν ταῖς ἐρήμοις προσχωρῶν, τῶν θείων ἠξιώθης δωρεῶν, θεραπεύων πᾶσαν νόσον Κυριακέ, τῶν πίστει προσιόντων σοι. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.


Κοντάκιον

Ἦχος πλ. δ’. Τὴ ὑπερμάχω.

Ὡς ὑπερμάχω κραταιῶ καὶ ἀντιλήπτορι, ἡ σὲ τιμώσα ἱερὰ Λαύρα ἑκάστοτε, ἑορτάζει τὰ μνημόσυνα ἐτησίως, Ἀλλ' ὡς ἔχων παρρησίαν πρὸς τὸν Κύριον, ἐξ ἐχθρῶν ἐπεμβαινόντων ἠμᾶς φρούρησον, ἶνα κράζωμεν, Χαίροις Πάτερ τρισόλβιε.


Μεγαλυνάριον

Ἄστρον ἐκ Κορίνθου ἀναφανείς, ἐν τῇ Παλαιστίνῃ, διαλάμπεις ἀσκητικῶς, καὶ καταπυρσεύεις, Χριστοῦ τὴν Ἐκκλησίαν, Κυριακὲ θεόφρον, τοῖς σοῖς παλαίσμασι.


Κάθισμα

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Τῆς ἄνω ἐφιέμενος, ὑπερκοσμίου ζωῆς, τοῦ κόσμου τὴν τερπνότητα, ὡς διαπίπτουσαν, κατέλιπες Ὅσιε· ὅθεν ἐν ταῖς ἐρήμοις, καὶ σπηλαίοις οἰκήσας, πόλεως οὐρανίου, ἀνεδείχθης πολίτης, ἐν ᾗ τῶν ἐκτελούντων τὴν σήν, μνήμην μνημόνευε.

Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2025

Παράκληση στον Όσιο Ισαάκ τον Σύρο.

Η άσκηση της αγάπης(Κυριακή Α΄ Λουκά)

 Με το κλείσιμο της εορτής του Σταυρού σταματάει η ανάγνωση των περικοπών του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου και αρχίζουν οι περικοπές από το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο. Το πρώτο ευαγγελικό ανάγνωσμα από τον Λουκά αναφέρεται στο θαυμαστό γεγονός της κλήσης των τεσσάρων πρώτων μαθητών του Χριστού, Πέτρου και Ανδρέα, Ιωάννου και Ιακώβου (Κυριακή Α΄ Λουκά).


Πολλά πράγματα καθιστούν το γεγονός αυτό θαυμαστό. 

Ένα από αυτά είναι η άμεση ανταπόκριση των μαθητών στο κάλεσμα του Χριστού, πράγμα που σημαίνει ότι βίωσαν τη σύντομη συναναστροφή μαζί του ως κάτι ιδιαίτερα συγκλονιστικό. Τους άγγιξε τόσο βαθιά η θεϊκή παρουσία του, που τον εμπιστεύθηκαν απόλυτα και αυτό άλλαξε ριζικά τη ζωή τους. Αποτάχθηκαν, περιφρόνησαν όσα τους έδεναν με τον κόσμο και αποδύθηκαν στην διά βίου προσπάθεια να βαθαίνουν όλο και περισσότερο «εις αληθείας επίγνωσιν». Πίστεψαν ότι βρήκαν τον μεγαλύτερο θησαυρό, το πολύτιμο μαργαριτάρι, που άξιζε να πουλήσουν τα πάντα για να το αγοράσουν.


Τί γίνεται όμως με μας, που δεν μπορούμε να τους μοιάσουμε, αφήνοντας τα πάντα για τον Χριστό; Μπορούμε να έχουμε πίστη. Βαθιά, απόλυτη εμπιστοσύνη στον Χριστό. Όποιος έχει ανόθευτη πίστη στον Χριστό, έχει όλα τα θεϊκά χαρίσματα μέσα του. Στον Χριστό «εισι πάντες οι θησαυροί της σοφίας και της γνώσεως απόκρυφοι» (Κολ. 2, 3). Όλοι οι θησαυροί της θεϊκής σοφίας και γνώσεως είναι κρυμμένοι μέσα στον Χριστό. Συνεπώς, αν ο Χριστός κατοικεί μέσα μας (Εφ. 3, 17), όλοι αυτοί οι θησαυροί της σοφίας και της γνώσεως είναι κρυμμένοι μέσα στις καρδιές μας. Τί φταίει όμως και δεν νιώθουμε τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος μέσα μας; Η αμέλειά μας στο να εργασθούμε τις εντολές του Χριστού. Στο να βαδίζουμε όπως θέλει ο Χριστός.

Οι θεϊκοί θησαυροί μέσα μας φανερώνονται από την αγάπη προς τον Χριστό. Αν όμως η αγάπη μας αυτή είναι στάσιμη, ανενεργός, τότε φυσικώ τω λόγω νομίζουμε, ότι δεν έχουμε τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Γιατί αυτά φανερώνονται «κατά την αναλογίαν της εκάστου, διά των εντολών, καθάρσεως». Στο μέτρο που εφαρμόζει ο καθένας τις εντολές του Χριστού, καθαρίζει την καρδιά του και φανερώνονται μέσα του, στο μέτρο αυτό πάντα, οι θεϊκοί θησαυροί.


Όλες οι εντολές είναι καλές, μα η αγάπη ιδιαίτερα είναι μια «καθ’ υπερβολήν οδός» (Α΄ Κορ. 12, 31), ένας εξαιρετικός δρόμος για τον Χριστό. Λένε οι άγιοι, αφού δεν μπορούμε όλοι, σαν τους αποστόλους, να εγκαταλείψουμε τα πάντα για τον Χριστό, ας προσπαθούμε τουλάχιστον να ασκούμε την αγάπη. Όσο πιο απλόχερα γίνεται για όλους. Αυτό μας αποδεσμεύει λίγο από την προσκόλληση στα υλικά. Μας κάνει να καταφρονούμε τα πρόσκαιρα, να προτιμάμε σιγά-σιγά τα αιώνια. Κι ακόμα, η αγάπη, μαζί με την εγκράτεια, καθαρίζει από τα πάθη την καρδιά μας. Τότε βλέπουμε τον Θεό και τους θησαυρούς του. «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, (δι)ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Ματθ. 5, 8).


Η άσκηση της αγάπης λοιπόν φέρνει και σε μας κάτι από το αποστολικό φρόνημα, γεννάει μέσα μας κάποια αυταπάρνηση. «Φρόντισε και συ, όσο μπορείς, να αγαπήσεις κάθε άνθρωπο. Αν αυτό δεν το μπορείς ακόμα, τουλάχιστον μη μισήσεις κανέναν. Αλλά και σ’ αυτό δεν θα φτάσεις, αν δεν καταφρονήσεις τα πράγματα του κόσμου» (Αγ. Μάξιμος ο Ομολογητής, Εκατοντάς Δ΄ των περί αγάπης κεφαλαίων, ξθ΄-πβ΄, Φιλοκαλία Β΄, σ. 48-49)

π. Δημητρίου Μπόκου

Τὸ θεῖο προσκλητήριο Ἰωάννης Καραβιδόπουλος

 Οἱ εὐαγγελικὲς περικοπὲς ποὺ ὅρισε ἡ Ἐκκλησία μας νὰ διαβάζονται στὴ θεία Λειτουργία ἀπὸ τὰ τέλη Σεπτεμβρίου, καὶ συγκεκριμένα ἀπὸ τὴ δεύτερη Κυριακὴ μετὰ τὴν Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ μέχρι τὰ Χριστούγεννα, εἶναι παρμένες ἀπὸ τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Λουκᾶ. Ἡ πρώτη αὐτῆς τῆς σειρᾶς περιέχει τὴν κλήση τῶν πρώτων τεσσάρων μαθητῶν τοῦ Ἰησοῦ στὸ ἀποστολικὸ ἔργο, τοῦ Πέτρου, Ἀνδρέα, Ἰακώβου καὶ Ἰωάννου.

Τὸ γεγονὸς αὐτὸ διηγοῦνται ὅλοι οἱ εὐαγγελιστές. Ὁ Λουκᾶς ἀφηγεῖται συγχρόνως καὶ τὸ ἐκπληκτικὸ ψάρεμα ποὺ ἔγινε ἀπὸ τοὺς παραπάνω μαθητὲς κατόπιν ὑποδείξεως τοῦ Ἰησοῦ, ψάρεμα τὸ ὁποῖο προκάλεσε «θάμβος» στὸν Πέτρο καὶ τοὺς συντρόφους του καὶ τὸν ὁδήγησε στὴν παράκληση - ὁμολογία: «Ἔξελθε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλὸς εἰμι, Κύριε».


Ἐὰν διηγοῦνται οἱ ἱεροὶ εὐαγγελιστὲς τὸ προσκλητήριο ποὺ ἀπηύθυνε ὁ Χριστὸς στοὺς τέσσερις ψαράδες νὰ γίνουν μαθητές του, δὲν εἶναι γιατί ἐνδιαφέρονται νὰ μᾶς περιγράψουν σὰν ἱστορικοὶ τὸ ξεκίνημα τοῦ Μεσσία στὸ ἐπὶ γῆς ἔργο του καὶ τὴ στρατολόγηση τῶν συνεργατῶν του - ἀλλὰ γιατί στὸν τρόπο ποὺ δέχτηκαν οἱ τέσσερις ψαράδες τὴν πρόσκληση καὶ ἀνταποκρίθηκαν ἀμέσως σ’ αὐτὴν βλέπουν τὸ τυπικὸ παράδειγμα καὶ πρότυπο γιὰ τὸ πῶς πρέπει νὰ δέχεται ὁ ἄνθρωπος τὸ θεῖο κάλεσμα. Μὲ αὐτὸ τὸ πρίσμα βλέποντας τὴ διήγησή μας μποροῦμε νὰ σταματήσουμε στὰ ἀκόλουθα σημεῖα.


Πρῶτα-πρῶτα πρέπει νὰ προσέξουμε ὅτι τὸ προσκλητήριο ἀπευθύνεται στοὺς τέσσερις ὑποψηφίους ἀποστόλους τὴν ὥρα ἀκριβῶς ποὺ αὐτοὶ βρίσκονταν στὶς ἐργασίες τους. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴ σκέψη ὅτι δὲν χρειάζεται νὰ ἀπομακρυνθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τὴ ζωὴ γιὰ νὰ τὸν συναντήσει ὁ Θεός. Τέτοια φυγὴ διδάσκουν ὁρισμένα φιλοσοφικὰ συστήματα ποὺ εἶναι διαποτισμένα μὲ τὴν ἀντίληψη ὅτι ὁ κόσμος καὶ ἡ ὕλη εἶναι ἐκ φύσεως κακὰ στοιχεῖα καὶ ὅτι ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ βρεῖ τὴ σωτηρία του πρέπει νὰ φύγει μακριὰ ἀπ’ αὐτά. Κατὰ τὴν Ἁγία Γραφή, ὁ κόσμος παρ’ ὅλη τὴ φθορὰ καὶ τὴν πτώση του στὸ κακὸ καὶ στὴν ἁμαρτία εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ· κι ὁ Θεὸς μὲ δική του πρωτοβουλία συναντᾶ τὸν ἄνθρωπο μέσα σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, μέσα στὴν κοινωνία, μέσα στὴν ἐργασία γιὰ νὰ τοῦ προσφέρει τὴ σωτηρία.


Τὸ προσκλητήριο γιὰ ἄλλους ἤδη σήμανε, γιὰ ἄλλους θὰ σημάνει ὁπωσδήποτε κάποτε: Θὰ εἶναι ἕνα συναρπαστικὸ κήρυγμα; Θὰ εἶναι ἕνα συγκλονιστικὸ βίωμα; Θὰ εἶναι μία ξαφνικὴ ἀφύπνιση ἀπὸ τὸ λήθαργο τῆς ἀδιαφορίας; Θὰ εἶναι ἡ πρόσκληση τοῦ ἱερέα; Θὰ εἶναι κάτι ἄλλο; Ὁ Θεὸς γνωρίζει πολλοὺς τρόπους γιὰ νὰ ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸ πλάσμα του καὶ νὰ τὸ σώζει. Ἂς μὴν ξεχνοῦμε ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς δὲν εἶναι τὸ ἀποκορύφωμα τῆς προσπάθειας τοῦ ἀνθρώπινου πνεύματος νὰ βρεῖ τὸν Θεό, ἀλλὰ εἶναι ἡ φανέρωση τῶν ἐνεργειῶν ποὺ κάνει ὁ Θεὸς μέσα στὴν ἱστορία γιὰ νὰ συναντήσει καὶ νὰ λυτρώσει τὸν ἄνθρωπο καὶ ποὺ ἡ σπουδαιότερη τῶν ὁποίων εἶναι ἡ σάρκωση, ἡ σταύρωση καὶ ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.


Ἕνα δεύτερο σημεῖο ποὺ θέλει νὰ τονίσει ἡ διήγηση εἶναι ἡ ἐμπιστοσύνη στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ προθυμία ὑπακοῆς στὰ λόγια του. Ἀποτέλεσμα τῆς ἐμπιστοσύνης καὶ προθυμίας τῶν τεσσάρων προσώπων τῆς διηγήσεώς μας ὑπῆρξε ἡ θαυματουργικὴ ἁλιεία. Τὸ θαῦμα βέβαια αὐτὸ δὲν τὸ κάνει ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ ἐντυπωσιάσει τοὺς ἁπλοὺς ἀνθρώπους στὴ λίμνη Γεννησαρέτ, ἀλλὰ γιὰ νὰ δείξει προκαταβολικὰ πόσους καρποὺς θὰ ἀποφέρει ἡ ὑπακοή τους στὸ πρόσταγμά του καὶ ἡ ὁλοπρόθυμη ἀφοσίωσή τους σ’ αὐτό. Πραγματικά, ἡ ἁλιεία τῆς οἰκουμένης ἀπὸ τοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ ἀργότερα δὲν ὑπῆρξε λιγότερο ἐκπληκτικὴ καὶ θαυματουργική. Γιατί δὲν κοπίασαν μόνοι τους ἀλλὰ μὲ συμπαραστάτη τὸν Χριστὸ καὶ καθοδηγητὴ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.


Ἕνα τρίτο σημεῖο ποὺ δὲν πρέπει νὰ διαφύγει τῆς προσοχῆς μας εἶναι ἡ ὁμολογία τοῦ Πέτρου ὅτι εἶναι «ἀνὴρ ἁμαρτωλός». Τὸ θάμβος τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ θαύματός του τὸν ὁδηγεῖ στὴ συναίσθηση τῆς μηδαμινότητας καὶ τῆς γύμνιας του. Νὰ τὸ πρῶτο βῆμα γι’ νὰ συναντήσει κανεὶς τὸν Θεό. Ἡ ὑψηλὴ ἰδέα ποὺ ἔχουμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ἡ οἴηση, δημιουργεῖ ἕνα τεῖχος ποὺ ἐμποδίζει τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ μᾶς ἀγγίσει. Ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητας κάνει πιὸ ἐπιτακτικὴ τὴν ἀνάγκη τῆς παρουσίας καὶ ἐνέργειας τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ.


Ἕνα μήνυμα ἀφυπνίσεως μᾶς ἀπευθύνει ἡ σημερινὴ διήγηση. Νὰ συνειδητοποιήσουμε τὴν ἁμαρτωλότητά μας, νὰ δεχτοῦμε μὲ ἐμπιστοσύνη τὸ θεῖο κάλεσμα, νὰ ἀκολουθήσουμε ἀμέσως τὸν Χριστό, ὁπουδήποτε κι ἂν βρισκόμαστε, μέσα στὴ ζωή, μέσα στὴν ἐκτέλεση τοῦ καθήκοντος καὶ τῆς ἐργασίας μας. Καὶ τὸ θαῦμα θὰ ἀκολουθήσει ἀμέσως· ἂς μὴν περιμένουμε νὰ προηγηθεῖ γιὰ νὰ πεισθοῦμε.

«Καὶ καθίσας ἐδίδασκεν ἐκ τοῦ πλοίου τοὺς ὄχλους» (Λουκ. 5,3)

 (†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Ν. Καντιώτης


Τὸ ἀκούσατε τὸ εὐαγγέλιο. Τί λέει; Διηγεῖται ἕνα ἀπὸ τὰ θαύματα, τὰ ἄπειρα θαύματα ποὺ ἔκανε κάνει καὶ θὰ κάνῃ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.

Σὲ μιὰ λίμνη οἱ ψαρᾶδες ψάρεψαν τὴ μία φορὰ χωρὶς τὸ Χριστὸ καὶ τὴν ἄλλη μαζὶ μὲ τὸ Χριστό, καὶ μὲ τὴν εὐλογία του τὰ ἀδειανὰ δίχτυα τους γέμισαν ψάρια.

Ἀλλὰ ἐγώ, ἀγαπητοί μου, δὲν θέλω σήμερα νὰ μιλήσω γιὰ τὸ θαῦμα· θέλω νὰ μιλήσω γιὰ κάτι ἄλλο ἀνώτερο. Τὸ εὐαγγέλιο λέει, ὅτι πρῶτα ἔγινε αὐτὸ καὶ με τὰ ἔγινε τὸ θαῦμα.


Ὁ Χριστὸς δηλαδή, προτοῦ νὰ εὐλογήσῃ τὰ δίχτυα τῶν ψαράδων καὶ νὰ πιάσουν τόσα ψάρια, ἔκανε κάτι ἄλλο· ἀ νέβηκε στὶς βάρκες καὶ «καθίσας ἐδίδασκεν ἐκ τοῦ πλοίου τοὺς ὄχλους» (Λουκ. 5,3). Πρῶτα δηλαδὴ εἶνε ἡ διδασκαλία καὶ με τὰ τὸ θαῦμα, προηγεῖται ἡ διδασκαλία ἀκολουθεῖ τὸ θαῦμα.


 Τὸ θαῦμα εἶνε τρόπον τι νὰ ἡ σφραγῖδα ποὺ βάζει ὁ Χριστὸς στὸ κείμενο τῆς διδαχῆς, γιὰ νὰ πιστοποιηθῇ ἡ γνησιότητά της. Τί μᾶς διδάσκει αὐτό;


* * *


Ἀκοῦνε μερικοὶ καὶ θαυμάζουν «τὰ θαύματα τοῦ ἁγίου Νεκταρίου!» – μεγάλη ἡ χάρις του, «τὰ θαύματα τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος!» – μεγάλη ἡ χάρις του, «τὰ θαύματα τοῦ ἁγίου Γερασίμου!» – μεγάλη ἡ χάρις του, «τὰ θαύματα τῶν ἁγίων, τῆς Παναγίας!» – ὑψίστη ἡ χάρις.

Τὰ παραδεχόμεθα. Ἀλλὰ παραπάνω ἀπὸ τὰ θαύματα εἶνε ἡ διδασκαλία, τὰ ἀνεκτίμητα λόγια τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ναί, ὁ Χριστὸς δίδασκε. Τί δίδασκε; Τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον, τὸ «Ἀγαπᾶτεἀλλήλους » (Ἰω. 13,34· 15,12,17).

 Μόνο αὐτὸ δίδασκε; Αὐτὸ εἶνε ἡ κορυφή· ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ φτάσῃ στὴν κορυφὴ θὰ περάσῃ πρῶτα τοὺς πρόποδες. Μᾶς ἀρέσει ἡ κορυφή, μᾶς ἀρέσει ὁ τροῦλλος, ἀλλὰ δὲν φροντίζουμε νὰ βάλουμε βαθειὰ θεμέλια, τὰ ὁποῖα βέβαια δὲν φαίνονται, ἀλλ᾽ ἀπὸ ᾽κεῖ ἀρχίζει ἡ οἰ κοδομή.

Ὅλοι μιλοῦν περὶ ἀγάπης, σὰν καραμέλλα τὴν πιπιλίζουν δίδοντάς της ποικίλο περιεχόμενο. Γιὰ νὰ φτάσουμε ὅμως στὴν κορυφή, πρέπει ν᾽ ἀνοίξουμε, βαθειὰ στὴ γῆ, θεμέλια καὶ νὰ τὰ θάψουμε ἐκεῖ. Τὸ δὲ θεμέλιο ποιό εἶνε; Προτοῦ νὰ πῇ τὸ «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» ὁ Χριστὸς εἶπε ἄλλα.

Τὸ «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» τὸ εἶπε ὅταν πλησίαζε στὴ Γεθσημανῆ· ὅταν πλησίαζε νὰ προσφέρῃ τὴν ὑψίστη θυσία, τότε εἶπε· Παιδιά μου, φεύγω· «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» καὶ «ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε» (ἔ.ἀ. 13,35).

Δὲν εἶνε ὅμως αὐτὸς ὁ πρῶτος λόγος του· ὁ πρῶτος λόγος του εἶνε κάτι ἄλλο, ποὺ ἂν τὸ κάνουμε ὅλοι θ᾽ ἀλλάξῃ ὁ κόσμος, μιὰ λέξι δυναμίτης ποὺ σπάει τὸ βράχο, ἕνα φάρμακο πικρὸ ἀλλὰ σωτήριο. Ἂν μποροῦσα θὰ τὸ ἔγραφα στὴν προμετωπίδα τῶν Ἡνωμέ νων Ἐθνῶν.

Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς τὸ λέει· Ὦ ἀνθρωπότης, «μετανοεῖτε» (Ματθ. 4,17). «Ἐὰν μὴ μετανοῆτε, πάντες ὡσαύτως ἀπολεῖσθε» (Λουκ. 13,3).

Ν᾽ ἀλλάξουμε καρδιά, μυαλό, κατεύθυνσι  πορεία βίου. «Μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ» μου, λέει ὁ Χριστός (Μᾶρκ. 1,15). Τὰ θεμέλια τοῦ χριστιανικοῦ οἰκοδομήματος εἶνε ἀφ᾽ ἑνὸς μετάνοια, τὰ δάκρυα στὸ ἐξομολογητήριο, καὶ ἀφ᾽ ἑτέρου πίστι ἀκράδαντος στὸ θεανδρικὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.

Ἔτσι σιγὰ - σιγά, ἐπάνω στὰ γερὰ αὐτὰ θεμέλια, ὑψώνεται ἡ θεία οἰκοδομή, στὴν ὁποία θὰ κυματίζῃ ἡ αἰώνιος σημαία τῆς ἀγάπης. Δίδασκε λοιπὸν ὁ Χριστός. Ποῦ ἐδίδασκε; Παντοῦ. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ εἶπε τὸ «Μετανοεῖτε» μέχρι τὴν τελευταία του λέξι ὁ Χριστὸς ἦταν ὅλο διδασκαλία.

Δίδασκε στὸ ναό. Ποῦ εἶνε οἱ ἰεχωβῖτες, ποὺ δὲν πατοῦν στὴν ἐκκλησιά; Ὁ ἴδιος ὁ ἱδρυτὴς τῆς Ἐκκλησίας πῆγε δώδεκα χρονῶν στὸ ναὸ καὶ δίδασκε τοὺς σοφοὺς τοῦ Ἰσραὴλ καὶ ὑπέβαλε ἐρωτήσεις στὶς ὁποῖες δὲν μποροῦσαν ν᾽ ἀπαντήσουν.

Δίδασκε στὰ προπύλαια τοῦ ναοῦ. Δίδασκε στὶς ἑορτὲς ποὺ ἑώρταζαν οἱ Ἰουδαῖοι μὲ κέντρο ἐθνικοθρησκευτικὸ τὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος. Δίδασκε στὴ συναγωγή, σὲ κτήρια  εἶδος σχολείων, ὅπου μέχρι σήμερα συγκεντρώνονται κάθε Σάββατο οἱ Ἰσραηλῖτες γιὰ νὰ διαβάσουν τὴν Τορά, τὸ Νόμο καὶ τοὺς Προφήτας.

Δίδασκε στὰ σπίτια σὲ χαρὲς καὶ σὲ λύπες· ὅταν γινόταν γάμος εὐλογοῦσε τὸ γάμο, ὅταν εἶχαν ἄρρωστο τοὺς ἔλεγε τὰ παρήγορα καὶ θαυματουργὰ λόγια του, κι ὅταν εἶχαν νεκρὸ καὶ φέρετρο πάλι ὁ Χριστὸς ἦταν δίπλα τους.

 Δίδασκε στὰ ἀκρογιάλια κοντὰ στοὺς ψαρᾶδες ποὺ ἔρριχναν τὰ δίχτυα, δίδασκε στὰ χωράφια κοντὰ στοὺς χωρικοὺς ποὺ ἔσπερναν τὴ γῆ, δίδασκε πάνω στὰ βουνά· ἡ πιὸ περίφημη ὁμιλία του, ἡ μνημειώδης ὁμιλία του, ὁ καταστατικὸς χάρτης τῆς ἀνθρωπότητος, εἶνε ἡ Ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλία του. Δίδασκε ἀκόμα κοντὰ στὰ ποτάμια.

Δίδαξε τέλος ὁ Χριστός – ποῦ; καὶ πάνω στὸ σταυρό! Ἄνοιξε τὸ στόμα του ἑπτὰ φορές, ἑπτὰ λόγους εἶπε ποὺ εἶνε ἀνεκτίμητοι. Ὅλες τὶς νεώτερες καὶ παλαιότερες φιλοσοφίες νὰ πάρῃς καὶ νὰ τὶς στύψῃς σὰ λεμόνι, δὲν φτειάχνεις ἕνα λόγο ἀπὸ αὐτούς.

Σὰν ἐκεῖνο τὸν ἀπύθμενο καὶ ὠκεάνιο λόγο «Θεέ μου Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες;» (Ματθ. 27,46), ποὺ ἔρχεται καὶ σ᾽ ἐμᾶς πολλὲς φορὲς μέσα στὴ δίνη καὶ τὴ θύελλα τοῦ κόσμου τού του. Ἢ τὸν ἄλλο ἐκεῖνο συγκλονιστικὸ λόγο «Πάτερ, εἰς χεῖράς σου παρατίθεμαι τὸ πνεῦμά μου» (Λουκ. 23,46). Δίδασκε διαρκῶς· ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ βγῆκε στὸν δημόσιο βίο μέχρις ὅτου νὰ παραδώσῃ τὸ πνεῦμα στὸν οὐράνιο Πατέρα του, ἡ ζωή του ἦταν μιὰ διδασκαλία.

Περισσότερο λοιπὸν ἀπὸ τὰ θαύματα –ποὺ εἶνε ὄχι γιὰ τοὺς πιστοὺς ἀλλὰ γιὰ τοὺς ἀπίστους(βλ. Α΄ Κορ. 14,22)– ἂς προσέξουμε τὴ διδασκαλία. Ὁ πιστὸς δὲν ἔχει ἀνάγκη ἄλλα θαύματα. Θέλεις θαῦμα; Ἐγὼ ἕνα θαῦμα θεωρῶ μέγιστο· ὅτι τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασὶ πάνω στὴν ἁγία τράπεζα γίνονται σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τὸ ἔπιασαν στὰ χέρια τους ὁ Νικόδημος καὶ ὁ Ἰωσήφ, καὶ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας ποὺ ἀχνίζει μέσ᾽ στὸ δισκοπότηρο.

Νά τὸ θαῦμα – ἂν πιστεύουμε βέ- βαια. Ἂν πιστεύῃς, ἔμπα στὴν ἐκκλησία· ἂν δὲν πιστεύῃς, μὴν πατᾷς, κάθισε ἀπ᾿ ἔξω, πάρε ἕνα κομπολόϊ καὶ παῖζε, πήγαινε ὅπου θέλεις.


* * *


Ἔχουμε ἀνάγκη διδασκαλίας. Διδασκαλία χρειάζεται ὁ λαός μας. Γι᾽ αὐτὸ οἱ κληρικοί, ὅπως ὁ Κύριος, πρέπει νὰ διδάσκουμε.  Διδασκαλία πρῶτα - πρῶτα στοὺς ναούς. Ἂν τὴν ὥρα αὐτὴ κατέβαινε ἕνας ἄγγελος κ᾽ ἔκανε ἐπιθεώρησι, πόσους ναοὺς θὰ ἔβρισκε νὰ ἔχουν κήρυγμα; Στὶς περισσότερες ἐκκλη- σίες διδασκαλία δὲν ὑπάρχει.

 Διδασκαλία ἔπειτα στὰ σπίτια. Πατέρα καὶ μάνα, ἔχετε παιδιά; ἔχετε εὐθύνη. Χρέος σας δὲν εἶνε μόνο νὰ ταΐζετε μὲ φαγητό. Τὸ πρωί, μετὰ τὴν προσευχή, καλέστε τὰ παιδιά, καθίστε λίγα λεπτὰ καὶ ἀνοῖξτε τὸ Εὐαγγέλιο.

Τὸ κάνετε αὐτό; Ποιός πατέρας καὶ ποιά μάνα μόλις τὰ παιδιὰ σηκωθοῦν τὰ μαθαίνουν νὰ κάνουν προσευχή; Μὴν παραπονούμεθα ἔπειτα γιατὶ παραστρατοῦν. Γονεῖς, σπείρετε τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. Θὰ πεθάνετε μιὰ μέρα, ἀλλ᾽ ἐὰν γονατίζατε μπροστὰ στὸ Χριστὸ καὶ διαβάζατε Εὐαγγέλιο, τὰ παιδιὰ δὲν θὰ σᾶς ξεχάσουν.

Διδασκαλία λοιπὸν στοὺς ναούς, στὰ σπίτια, στὰ σχολεῖα, στὸ στρατό, στοὺς σταθμούς, στὸν τύπο, στὰ ἐργαστήρια, στὴ δημόσια ζωή, στοὺς δρόμους, στὶς πλατεῖες, στὰ δικαστήρια, παντοῦ. Θὰ πῇ κάποιος· Νά, τὸ Εὐαγγέλιο ὑπάρχει στὰ δικαστήρια.

Ὤ δυστυχία! Τὸ Εὐαγγέλιο τὸ ἔχουμε ἐκεῖ ὄχι γιὰ νὰ τὸ διαβάζουμε ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸ παλαμίζουμε δίνοντας ψεύτικους ὅρκους. Κατὰ τὰ ἄλλα δικασταὶ καὶ δικηγόροι τὸ ἀγνοοῦν. Μόνο πρὸς ἐμπαιγμὸν ὑπάρχει ἐκεῖ τὸ ἅγιο Εὐαγγέλιο.

Δυστυχῶς σήμερα δὲν γίνεται διδασκαλία. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα ποιό εἶνε; Πάρτε δυὸ σπίτια, ἕνα στὸ ὁποῖο διαβάζουν καὶ ἕνα στὸ ὁποῖο δὲν διαβάζουν Εὐαγγέλιο, καὶ συγκρίνετε. Πάρτε δυὸ ἐνορίες, μία στὴν ὁποία ὁ παπᾶς ξέρει μόνο νὰ μαζεύῃ τυχερὰ καὶ μία στὴν ὁποία ὁ παπᾶς πιστεύει καὶ διδάσκει, καὶ θὰ δῆτε τὴ διαφορά.

 Πάρτε μιὰ κοινωνία ὅπου δὲν ὑπάρχει Εὐαγγέλιο, καὶ θὰ δῆτε ἐγκλήματα, αὐτοκτονίες, κακίες· πάρτε καὶ μιὰ κοινωνία ὅπου βασιλεύει τὸ Εὐαγγέλιο, καὶ θὰ δῆτε ὅτι ἡ κοινωνία αὐτὴ θὰ γίνῃ κοινωνία ἀγγέλων.


* * *


 Τί εἶνε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἡ διδασκαλία καὶ τὸ κήρυγμα; Εἶνε φῶς ποὺ διαλύει τὰ σκοτάδια, νερὸ ποὺ δροσίζει, μάννα ποὺ πέφτει ἀπὸ τὰ οὐράνια, δυναμίτης ποὺ τινάζει τὰ βράχια τῆς κακίας, ἐπανάστασι, ψωμὶ ποὺ τρέφει, νερὸ ἀθάνατο, γάλα ἄδολο.

Ἀδέρφια μου, γράψτε το. Ἔρχεται τρίτος παγκόσμιος πόλεμος, θύελλα ποὺ θὰ σαρώσῃ τὴν ἁμαρτωλὴ ἀνθρωπότητα! Ἀλλ᾽ ὅ,τι καὶ νὰ γίνῃ, ἐσεῖς κρατῆστε τὰ ῥήματα τοῦ Ναζωραίου! Πιστοὶ στὴν πατρίδα, στὴ θρησκεία, στὴν οἰκογένεια!

Κοντὰ στὸ Χριστὸ καὶ μόνο στὸ Χριστό. Ἔτσι θὰ βαδίσουμε ἐμπρός. Κι ὅταν ἔρθῃ τὸ τέλος θὰ ποῦμε κ᾽ ἐμεῖς «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).


(†)ἐπίσκοποςΑὐγουστῖνος


Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἐλευθερίου ὁδ. Ἀχαρνῶν, Κάτω Πατήσια - Ἀθηνῶν, τὴν 27-9-1970. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 23-8-2013.

Ἁλιεία ψυχῶν

 «Μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν» (Λουκ. 5,10)

Κυριακὴ Α΄ Λουκᾶ (Λουκ. 5,1-11)


 † ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης


Οσοι, ἀγαπητοί μου, κατοικοῦμε στὴ γωνία αὐτὴ τῶν Βαλκανίων, ποὺ λούζεται ἀπὸ τὰ κύματα τῆς Μεσογείου, θὰ ἔχουμε δεῖ τὸ ὡραῖο θέαμα ποὺ παρουσιάζει ἡ ἁλιεία, τὸ ψάρεμα. Περιγραφὴ τῆς ἁλιείας ἔδωσε ὁ Ὅμηρος κι ἄλλοι ἀρχαῖοι ποιηταί.

 Ὅπως τότε ἔτσι καὶ σήμερα μικρὰ πλοῖα, οἱ τράτες, σχίζουν τὰ νερά, προχωροῦν στὸ βάθος, ῥίχνουν τὰ δίχτυα ἡμικυκλικά, καὶ με τὰ οἱ ψαρᾶδες κρατώντας τὶς δύο ἄκρες τῆς τράτας τὴ σέρνουν στὴν ἀκτή.


Πλησιάζει· τί ἆραγε νὰ φέρνῃ; ἡ περιέργεια ὅλων κορυφώνεται, τὰ παιδιὰ ἀνυπόμονα περιμένουν νὰ δοῦν. Ψαρᾶδες, χαρῆτε! τὸ δίχτυ εἶνε γεμᾶτο, ψάρια μικρὰ καὶ μεγάλα…

—Ἀλλὰ γιατί τὰ λέτε αὐτά; θὰ ρωτήσετε· μάθημα ἁλιευτικῆς θέλετε νὰ παραδώσετε;

Ὄχι. Γιὰ ἁλιεῖς μιλάει ἡ Γραφὴ καὶ μιὰ θαυμαστὴ ἁλιεία περιγράφει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο.

Στὴ λίμνη ἔρριχναν ὅλη νύχτα τὰ δίχτυα τους ὁ Πέτρος κι ὁ Ἀνδρέας, ὁ Ἰωάννης κι ὁ Ἰάκωβος. Ἀλλ᾿ ὅλοι οἱ κόποι τους ἔμειναν ἄκαρποι. Οὔτε λέπι στὰ δίχτυα. Δὲν θὰ πᾶνε σήμερα νὰ πουλήσουν, καὶ πῶς θὰ ζήσουν οἱ οἰκογένειές τους;

Ἐνῷ ἁπλωνόταν κάποια μελαγχολία, ξαφνικὰ ἔρχεται νὰ σκορπίσῃ αἰσιοδοξία καὶ χαρὰ ὁ ἥλιος, ὁ πνευματικὸς ἥ λιος τῆς ἀνθρωπότητος, ὁ Χριστός. Ἀρέσκε ται νὰ συναναστρέφεται ἐργατικοὺς ἀνθρώπους.

Ὁ πρῶτος Ἐργάτης ἔρχεται στοὺς ἐργάτες. Καὶ τὸ πρῶτο ἔργο ποὺ θὰ κάνῃ ἀνάμεσά τους εἶνε ἡ διδασκαλία. Ἀλλὰ ποῦ νὰ σταθῇ γιὰ νὰ διδάξῃ; Οὔτε συναγωγὴ οὔτε κάποια αἴθουσα ὑπάρχει ἐκεῖ.

Ὁ Ἰησοῦς ἀνεβαίνει σ᾽ ἕνα πλοιάριο, τοῦ Πέτρου, κάνει τὴν πρύμη ἄμ βωνα, κι ἀπὸ ᾽κεῖ διδάσκει τὰ πλήθη, ποὺ ἔχουν μαζευτῆ στὴν ἀκτή. Ὅταν τελείωσε, θέλοντας νὰ δώσῃ τὴν εἰκόνα μιᾶς μεγάλης ἀλήθειας, λέει στὸν Πέτρο νὰ ὁδηγήσῃ τὸ σκάφος στ᾽ ἀνοιχτὰ καὶ νὰ ῥίξῃ πάλι τὰ δίχτυα.

Ὁ Πέτρος στὴν ἀρχὴ προβάλλει ἀντιρρήσεις· τέ λος πει θαρχεῖ, ἐκτελεῖ τὸ λόγο του. Καὶ τὸ θαῦμα συντελεῖται.

Ὅ,τι δὲν κατώρθωσαν κόποι μιᾶς ὁ λόκληρης νύχτας, τὸ πέτυχε ἕνας λόγος τοῦ Κυρίου. Τὰ δίχτυα γεμίζουν, σχίζονται ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ψαριῶν, καὶ δύο ἁλιευτικὰ πλοιάρια κινδυνεύουν νὰ βυθιστοῦν.

Οἱ ψαρᾶδες, παλαίμαχοι στὴ θάλασσα, μένουν κατάπληκτοι μπρὸς στὴν πρωτοφανῆ αὐ τὴ ἁλιεία. Καὶ τότε ὁ Ἰησοῦς, ὁ μεγάλος Ψαρᾶς, λέει στὸν Πέτρο· «Μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀν θρώπους ἔσῃ ζωγρῶν» (Λουκ. 5,10), ἀπὸ τώρα δηλα δὴ θὰ πιάνῃς ἀνθρώπους· Πέτρε· αὐτὸ ποὺ εἶδες καὶ μένεις κατάπληκτος εἶνε μικρὸ ἐμπρὸς σ᾽ ἕνα ἄλλο τεράστιο θαῦμα, ποὺ θὰ συμβῇ με τὰ ἀπὸ λίγο.

Ἄλλου εἴδους δίχτυ θ᾿ ἁπλωθῇ. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ σκέπτον ται καὶ πολιτεύον ται μακριὰ ἀπ᾽ τὸ Θεό, μέσα σὲ πέλαγος παθῶν, καὶ μένουν ἀσύλληπτοι, θὰ πιαστοῦν στὰ δίχτυα τῆς ἀ γάπης τοῦ Θεοῦ.

Στὶς ἡμέρες σου, Πέτρε, θὰ πραγματοποιηθῇ ἀρχαία προφητεία· «Ἀποστέλλω τοὺς ἁλιεῖς… καὶ ἁλιεύσου σιν αὐτούς» (Ἰερ. 16,16). Ἕ νας ἀπ᾽ τοὺς ἁλιεῖς αὐ τοὺς θά ᾽σαι κ᾽ ἐσύ, Πέτρε. Χαῖρε λοιπόν, «ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν».


* * *

Στὴν Ἑλλάδα τὸ 450 περίπου π.Χ. ἐμφανίστηκε ὁ Σωκράτης. Ἐνῷ οἱ Ἀθηναῖοι ζοῦσαν στὴν εἰδωλολατρία, τὴν ἄγνοια τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἑαυτοῦ τους, αὐτὸς κατώρθωσε ἀπὸ τὸν σκοτεινὸ αὐτὸ βυθὸ ν᾽ ἀνεβῇ πρὸς τὰ ἐπάνω, νὰ δῇ μερικὲς ἀκτῖ νες φωτὸς καί, ὅπως μερικὰ ψάρια πλησιάζοντας ἀπ᾽ τὸ βυθὸ στὴν ἐπιφάνεια πηδοῦν γιὰ λίγο ἔξω ἀπ᾽ τὸ νερὸ καὶ βλέπουν τὸν κόσμο πάνω ἀπ᾽ τὴ θάλασσα, ἔτσι κι αὐτὸς ὑψώθηκε σὲ μιὰ ἀνώτερη ἀντίληψι ζωῆς καὶ εἶδε τὸν κόσμο τῶν «ἰδεῶν», τὸν κόσμο τοῦ πνεύματος.

Ἀπ᾽ τὸ λίγο ἐκεῖνο, ποὺ εἶδε, μαγεύτηκε κι ἀπὸ τότε ζητοῦσε νὰ ἑλκύσῃ σ᾽ αὐτὸ καὶ ἄλλους.

Σκοπό του ἔταξε νὰ διδάξῃ μικροὺς - μεγάλους τὸ δυσκολώτερο μάθημα, τὸ «γνῶθι σαυτόν».

Σ᾽ αὐτὸ ἀφωσιώθηκε.

Ἀπ᾽ τὸ πρωὶ ὣς τὸ βράδυ ἔρριχνε τὰ δίχτυα του, προσπαθοῦσε νὰ προσε- ταιρισθῇ ὀπαδούς, ἰδίως νέ ους. Χρόνια, δεκαε- τίες, δούλεψε. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα; Ὅ,τι καὶ τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἁλιείας τῶν μαθητῶν στὴν Τιβεριάδα χωρὶς τὸν Ἰησοῦ. «Ἐπιστάτα, δι᾿ ὅλης τῆς νυκτὸς κοπιάσαντες οὐ δὲν ἐλάβομεν» (Λουκ. 5,5), θὰ μποροῦσε νὰ ἐπαναλάβῃ κι ὁ Σωκράτης, ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ μεταβάλῃ ἠθικὰ ὄχι μία ἤπειρο, ὄχι μία πόλι, ἀλλ᾿ οὔτε τοὺς κατοίκους τῆς συνοικίας του.

Ἄκαρπη ἡ φιλοσοφία. Ὅμως τί βλέπω! Σωκράτη κ᾽ ἐσεῖς οἱ ἄλλοι ἀρχαῖοι φιλόσοφοι, ξυπνῆστε ἀπὸ τοὺς τάφους, στραφῆτε πρὸς ἀνατολὰς καὶ ἰδέστε!

Κάποιος μιλάει. Φλόγες πετάει ἡ γλῶσσα του, χρυσάφι τρέχει ἀπ᾽ τὰ χείλη του. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα; Τὴν ἴδια μέρα τρεῖς χιλιάδες ψυχές, ποὺ ἀκοῦνε, ἀποφασίζουν ν᾿ ἀλλάξουν τρόπο ζωῆς!

Ποιός εἶν᾽ αὐτός; Δὲν φοίτησε στὶς σχολές σας, δὲν ἔμαθε φιλοσοφία, δὲν ἄκουσε Περικλῆ Δημοσθένη Κικέρωνα, δὲν φοράει φιλοσοφικὸ τρίβωνα.

Ἕνας ἄνθρωπος τοῦ λαοῦ εἶνε. Μέχρι χθὲς ἔρριχνε τὰ δίχτυα του στὴ λίμνη, ζοῦσε τὴ ζωὴ τῶν ταπεινῶν. Ἐσεῖς οἱ ὑπερήφανοι σοφοὶ δὲν θὰ τὸν δεχόσασταν οὔτε στὸ προαύλιο τῶν ἀκαδημιῶν σας. Ἀλλὰ τώρα μὲ τὸ λόγο του πείθει κόσμο. Ἕνας ψαρᾶς σαγηνεύει. Καὶ εἶνε, παρακαλῶ, ὁ πρῶτος λόγος ποὺ ἐκφωνεῖ.

Θὰ συνεχίσῃ. Θὰ κηρύξῃ καὶ ἀλλοῦ, θὰ φτάσῃ μέχρι τὴ Ῥώμη, καὶ στὰ δίχτυα του θὰ πιάνῃ συνεχῶς νέες ψυχές. Ἡ φωνή του θὰ καλῇ ἀπ᾽ τὸ βυθὸ τῆς πλάνης καὶ ἁμαρτίας· «Σώθητε ἀπὸ τῆς γενεᾶς τῆς σκολιᾶς ταύτης»(Πράξ. 2,40).

Ὁ θαυμαστὸς αὐ τὸς ψα - ρᾶς εἶνε ἐκεῖνος στὸν ὁποῖο ἕνα πρωὶ ὁ Χριστὸς εἶπε «Ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν». Πῶς ἐξηγεῖται αὐτὴ ἡ δύναμις; Ποιός τοῦ δίδαξε πῶς νὰ σῴζῃ ψυχές; Ἡ τέχνη αὐτὴ δὲν εἶνε ἀνθρώπινη, δὲν διδάσκεται σὲ σχολὲς τῆς Εὐρώπης μὲ ποιμαντικὲς ψυχολογίες.

Ἡ τέχνη αὐτὴ κατὰ Γρηγόριον τὸν Θεολόγο εἶνε «τέχνη τεχνῶν καὶ ἐπιστήμη ἐπιστημῶν».

Εἶνε ἐκ τῶν ἄνω, ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα. «Ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός μου ἐπὶ πᾶσαν σάρκα, καὶ προφητεύσουσιν οἱ υἱοὶ ὑμῶν καὶ αἱ θυγατέρες ὑμῶν, καὶ οἱ νεανίσκοι ὑμῶν ὁ ράσεις ὄψονται» (Ἰωὴλ 2,28 = Πράξ. 2,17).

Μὲ τὴν ὑπερφυσικὴ αὐτὴ βοήθεια ὁ Πέτρος καὶ οἱ ἄλλοι ψαρᾶδες τῆς Γαλιλαίας κατώρθωσαν νὰ ἑλκύσουν στὸ Χριστὸ λαοὺς καὶ ἔθνη, ν᾽ ἀλλάξουν τὴ γῆ.

Ἦταν τέτοια ἡ ἀλλαγή, ὥστε καυχώμενος ἐν Κυρίῳ ὁ Παῦλος ἐρωτᾷ· «Ποῦ σοφός; ποῦ γραμματεύς; ποῦ συζητη τὴς τοῦ αἰῶνος τούτου; Οὐχὶ ἐμώρανεν ὁ Θεὸς τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου;» (Α΄ Κορ. 1, 20).

* * *

Ἡ δύναμις αὐτὴ δὲν ἔπαυσε νὰ ἐνεργῇ μέσα στὴν ἱστορία. Θέλετε νεώτερο παράδειγμα; Τί ἦταν ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός; Ἕνας ἁπλὸς ἱερομόναχος. Ἀλλ᾿ εἶχε μαθητεύσει στὴ σχολὴ τῆς Γαλιλαίας. Βγῆκε ἀπ᾽ τὸ Ἅγιο Ὄρος, περιώδευσε τὴ Μακεδονία καὶ τὴν Ἤπειρο, ἔφθασε μέχρι Βεράτι καὶ Αὐλῶνα, κήρυξε τὰ μεγαλεῖα τοῦ Χριστοῦ.

Πόσα θαύματα δὲν ἔκανε, πόσες προφητεῖες δὲν εἶπε, πόσες ψυχὲς δὲν ἔσωσε! Καὶ ὄχι μόνο τότε ἀλλὰ καὶ μετὰ θάνατον ἐξακολουθεῖ νὰ ἐμπνέῃ καὶ νὰ διδάσκῃ τὸ λαό μας. «Ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν». Τὰ δίχτυα τοῦ Χριστοῦ ἐξακολουθοῦν καὶ σήμερα νὰ θαυματουργοῦν!

Σὲ κάθε σημεῖο τῆς ὑφηλίου, παντοῦ, θὰ συναντήσετε ψυχές, ἄντρες καὶ γυναῖκες, ποὺ συνεχίζουν τα πεινὰ καὶ ἀθόρυβα τὸ ἔργο τῶν ἀποστόλων τοῦ Χριστοῦ. Ποιός νὰ διηγηθῇ τὰ κατορθώματά τους;


Κατηχητικὲς σχολές, ὀρφανοτροφεῖα, ὑγειονομικοὶ σταθμοί, λεπροκομεῖα, ποικίλα ἄλλα ἄσυλα, πρὸ παντὸς ὅμως ψυχὲς ποὺ βλέπουν τὸ φῶς τῆς ἀληθείας, νά οἱ καρποὶ τῆς πνευματικῆς ἁλιείας τους.

Θάμβος μᾶς πιάνει «ἐπὶ τῇ ἄγρᾳ τῶν ἰχθύων» ποὺ συλλαμβάνουν.

* * *

Ἡ πατρίδα μας, ἀγαπητοί μου, δὲν εἶνε σὰν τὴ Νεκρὰ Θάλασσα· ὑπῆρξε ὁ ἐκλεκτὸς ἁλιευτικὸς χῶρος τοῦ Χριστοῦ. Ἐδῶ ἔρριξαν τὰ δίχτυα τους οἱ πρῶτοι κήρυκες τοῦ εὐαγγελίου, ὁ ἀπόστολος Παῦλος καὶ οἱ συνεργοί του, καὶ εἶχαν ἐπιτυχίες, ἔπιασαν μεγάλες ψυχές.

Στὰ νεώτερα ὅμως χρόνια περνάει τρικυμία· φύσηξαν ἄνεμοι, ἔγιναν τὰ ἄνω κάτω, τὰ καθαρὰ νερά της θόλωσαν. Καὶ στὰ θολὰ νερὰ βρίσκει εὐκαιρία ὁ Ἑωσφόρος γιὰ πειρατεία· ῥίχνει τὰ δικά του δίχτυα καὶ πιάνει ψυχές.

Ὁ Χριστὸς ὅμως, ὁ μυστικὸς Ἰχθὺς ἀλλὰ καὶ μέγας Ἁλιεύς, παραγγέλλει στὸν καθένα ποὺ ἀνέλαβε νὰ συνεχίσῃ τὸ θεῖο του ἔργο· «Ἐπανάγαγε εἰς τὸ βάθος καὶ χαλάσατε τὰ δίκτυα ὑμῶν εἰς ἄγραν» (Λουκ. 5,4).

Τὸ λέει κυρίως στοὺς ὀρθοδόξους ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς· Ἁλιεῖς τῶν ψυχῶν, τί κάθεστε ἀργοί; Σὲ ἐνορίες, στρατῶνες, σχολεῖα, ὀρφανο τροφεῖα, ἐργοστάσια, νοσοκομεῖα, φυλακές, παντοῦ, ῥῖξτε πάλι τὸ δίχτυ, χρησιμοποιῆστε τὰ ἅγια δολώματα, τὰ εἴδη τῆς ποιμαντικῆς· καὶ θὰ δῆτε, ὅτι μὲ ἐπίμονη συστηματικὴ ἐργασία ὑπὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, οἱ ναοί, τὰ εὐλογημένα αὐτὰ ἁλιευτικὰ πλοιάρια, θὰ πλημμυρήσουν ψυχές, καὶ θάμβος θὰ καταλάβῃ τὴν οἰκουμένη, διότι μέσα ἀπὸ τὰ κύματα τῆς Μεσογείου θὰ ἀναδύεται καὶ πάλι μία νέα χριστιανικὴ Ἑλλάδα, περιβεβλημένη τὴ δόξα τοῦ μαρτυρίου καὶ τῆς ἀρετῆς.


(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος


῾Ραδιοφωνικὴ ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὴν καθαρεύουσα ἀπὸ τὸν σταθμὸ τῆς Λαρίσσης τὸ 1949. Μεταγλώττισις καὶ σύντμησις 19-8-2012.

Μάταιοι κόποι!

 «Ἐπιστάτα, δι’ ὅλης τῆς νυκτὸς κοπιάσαντες, οὐδὲν ἐλάβομεν· ἐπὶ δὲ τῷ ρήματί σου χαλάσω τό δίκτυον».

 Κυριακή Α΄Λουκᾶ (Λουκ. ε΄  1-11)


(†) ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου Μητροπολίτου Νικαίας


Ἦτο δραματικὴ ἡ νύχτα ἐκείνη, ποὺ ἐπέρασν οἱ μετέπειτα μαθηταὶ καὶ ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ, ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα. Δὲν ἦσαν πρωτόπειροι. Χρόνια τώρα τοὺς εἶχε χτυπήσει ἡ ἅλμη τῆς θαλάσσης.  Εἶχαν ζυμωθῆ πιὰ μὲ τὸ ψάρεμα.

Ὅλη, λοιπόν, τὴ νύχτα ἠγρύπνησαν, πάλεψαν. Ἀποτυχία!  Δὲν ἔπιασαν οὔτε ἕνα ψάρι. Ξημέρωσε πλέον.

 Κατάκοποι καὶ πικραμένοι εἶχαν βγάλει τὰ δίκτυα στὴν ἀκρογιαλιά καὶ τὰ ἔπλυναν. Ἔρχεται αἴφνης ὁ Χριστός. Τοὺς παρακαλεῖ νὰ τοῦ προσφέρουν γιὰ λίγο τὸ πλοιάριο.  Θέλει νὰ τὸ κάμῃ ἄμβωνα.

Ὁ κόσμος περιμένει μὲ δίψαν τὸ κήρυγμα.


Ἡ ὁμιλία ἔγινε. Ὁ  Μέγας Ἁλιεὺς τοῦ κόσμου ἔρριψε τὰ πνευματικὰ του δίκτυα εἰς τὴν ἀνθρωπίνην ἐκείνην θάλασσαν.

Πολλὲς ψυχὲς εἱλκύσθησαν πάλιν εἰς τὴν σωτηρίαν....

Καὶ ἤδη ἀπευθύνεται πρὸς τὸν Σίμωνα, εἰς τὸν ὁποῖον ἀνῆκε καὶ τὸ πλοῖον, καὶ τοῦ λέγει: «Τραβῆξτε τὸ πλοῖον πρὸς τὸ βάθος καὶ ρίξτε ἐκ νέου τὰ δίκτυα γιὰ ψάρεμα».

Μάταιος κόπος, σκέπτονται οἱ θαλασσοδαρμένοι ψαράδες.  Τελείως ἀκατάλληλες οἱ συνθῆκες.  Τὴν ἡμέρα δὲν ψαρεύουν. Ὕστερα τὰ νερὰ ἐδῶ δὲν εἶναι γι’ αὐτὴ τὴ δουλειά. Δὲν ὑπάρχουν σ’ αὐτὸ τὸ μέρος ψάρια. Ὅμως ἡ προσταγὴ τοῦ Κυρίου ἔχει κάποιο ἰδιαίτερο τόνο. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀρνηθοῦν.

Διδάσκαλε, ὅλην τὴν νύκτα ἐκοπιάσαμεν ρίπτοντας τὰ δίκτυα καὶ δὲν ἐπιάσαμε τίποτε. Ἀλλ’ ἀφοῦ τὸ διατάσσεις, θὰ ρίψω τὸ  δίκτυον».   Καὶ τὸ ἔκαμε. Σὲ λίγο  τὰ ψάρια ποὺ ἔπιασαν ἦσαν τόσον πολλὰ, ὥστε ἄρχισεν ἀπὸ τὸ βάρος νὰ σχίζεται τὸ δίκτυον. Δυὸ πλοῖα ἐγέμισαν τελείως ἀπὸ ψάρια.  Κατάπληξις!  Καὶ δέος!

Εὔκολα ἀναπηδᾷ, ἀγαπητέ, ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἕνα σοβαρώτατο δίδαγμα. Ὅτι: Χωρὶς τὸν Χριστὸν ὅλες οἱ προσπάθεις εἶναι μάταιες καὶ ἄκαρπες. Ἡ πλήρης ἐπιτυχία εὑρίσκεται μόνον, ὅταν γίνεται μὲ τὴν εὐλογίαν τοῦ Θεοῦ.


Ἀγῶνες , ἀγωνίες καὶ ἀγονία.


Θάλασσα ἡ ζωή.  Καὶ ὁ ἄνθρωπος τρέχει μὲ τὴ βάρκα τῶν ὀνείρων του, ζητῶντας τὴν εὐτυχία, τὴν χαρά. Ὅλοι μας ψαράδες ἀπὸ τὰ παιδικά μας χρόνια. Πόσοι ὅμως βλέπουν μὲ πικρίαν νὰ περνοῦν τὰ χρόνια τῆς ζωῆς των, νὰ κυλοῦν τὰ γεγονότα, καὶ τὰ δίκτυα τῆς εὐτυχίας των νὰ εἶναι ἀδειανά!  Πόσοι, ἀλήθεια!  Ἡ ἑρμηνεία εἶναι, ὅτι συνήθως ἀγωνίζονται στὴ ζωή των μοναχοί. Χωρὶς τὸν Θεόν. Ὅπως οἱ ψαράδες τῆς Γεννησαρέτ.  Καὶ δοκιμάζουν στοὺς ἀγῶνές των ἄπειρες ἀγωνίες.  Καὶ γίνονται τελικὰ ἄγονοι αὐτοὶ των οἱ ἀγῶνες.


1.Στὴν περίπτωσι τοῦ ἀτόμου.


Ξεκινάει ὁ καθένας μὲ ὁραματισμοὺς καὶ σχέδια. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ πορεία δὲν εἶναι καθόλου εὔκολη.  Θὰ ὀρθωθοῦν σὲ λίγο οἱ ἀναποδιές, τὰ ἀτυχήματα μὲ τὰ ἀπρόβλεπτα χτυπήματα.  Σπάζει τὸ θάρρος ἡ θύελλα αὐτή.  Θολώνει τὴ σκέψι. Λυγίζει τὰ γόνατα. Ποῦ νὰ βρῇ τώρα τὴ δύναμι νὰ προχωρήσῃ; Ποιὸς θὰ τοῦ πῇ: «Στάσου ὀθρός! Εἶμαι κι’ ἐγὼ κοντά σου!» Εἶναι, βλέπετε, μόνος.  Δὲν θέλησε τὸν Θεὸν συμπαραστάτην. Ἐρείπια συνήθως τὰ σχέδια του.  Νυχτωμένος τραγουδιστὴς μιᾶς ἐλπίδος, ποὺ ἔσβησε.  Νὰ ἡ εἰκόνα τοῦ χθεσινοῦ ὀραματισμοῦ.

Κι’ ἄν νικήσῃ αὐτὰ τὰ ἐμπόδια, ἔρχονται ἄλλα. Ἀπὸ τοὺς γύρω. Ἀπ’ ἐκείνους ποὺ ἔχουν συμφέρον ἀντίθετο ἀπὸ τὸ ἰδικόν του. Εἶναι πολλοὶ ποὺ δὲν θέλουν τὸ καλό του. Πολλοί.  Καὶ θὰ κάνουν τὸ πᾶν, γιὰ νὰ παρεμποδίσουν τὸ ἔργο του.  Εἰρωνεῖες καὶ πειράγματα καὶ δυσμενὴ σχόλια καὶ χολές.  Δὲν ἔφθασαν αὐτά; Ἐν συνεχείᾳ θὰ ἀρχίσῃ φανερὴ ἀντίδρασις καὶ συκοφαντία καὶ μαχαιριὲς στὴν καρδιά.... Με σύστημα.  Μὲ πρόγραμμα μελετημένο.  Μέχρις ὅτου τὸν παραμερίσουν.

Τοῦ ἐχρειάζετο μιὰ ἀσπίδα.  Δὲν τὴν ἠθέλησε. Ὁ Θεός, «ὁ βοηθὸς καὶ ὁ σωτήρ», ἀπουσιάζει.  Μόνος του ἔτσι ὁ ἀγωνιστής...

Καὶ ἄν κι αὐτὰ τὰ ὑπερπηδήσῃ, ὑψώνεται στὴ συνέχεια ἡ ἁμαρτία, μὲ τὸ γοητευτικὸ της προσωπεῖο, μὲ τὸ πλάνο τραγούδι της.  Εἶναι ρουφήχτρα ἡ ἁμαρτία.  Σκύλλα καὶ Χάρυβδις.  Ἕρχεται μὲ γλυκὸ τρόπο.  Μὲ μαεστρία. Ἀρχίζει ἀπὸ ἁπλὲς ὑποχωρήσεις· προχωρεῖ σὲ ἐνόχους συμβιβασμούς· καταλήγει ἀργότερα σὲ πλήρη ὑποταγὴ τοῦ ὀχυροῦ τῆς ψυχῆς. Ξέφτισμα γενικό.  Ψυχικὸ κουρέλιασμα.  Σκλαβιὰ τῶν αἰσθημάτων καὶ τῶν πόθων.  Διαστροφὴ τῶν σκιρτημάτων.  Κόβεται τότε καὶ ἡ ὄρεξις διὰ τὴν ἐργασίαν·  σπάζει ὁ ἐνθουσιασμὸς διὰ τὴν σπουδὴν· ἐγκαταλείπονται τὰ μεγάλα σχέδια.  Κλείνουν οἱ δρόμοι διὰ τὴν κορυφήν. Σκαλώνει στὰ χαμηλὰ ὁ ἑαυτός πλέον.  Δὲν ἀντέχει γιὰ πέταγμα.  Πόσοι νέοι καὶ νέαι μὲ ἱκανότητες καὶ ὄνειρα ἔμειναν στὸ δρόμο!

Στὸ βωμὸ τῆς ἁμαρτίας τὰ ἐθυσίασαν ὅλα. ΟΛΑ!

Καὶ ἦταν φυσικό.  Διότι ὁ ἄνθρωπος δὲ ἔχει τὸν Θεὸν μαζί του, τὴν «βακτηρία» καὶ δυσκολεύεται πάλιν νὰ συντρίψῃ τὸ κακό.  Σκεφθῆτε τί θά γίνῃ χωρὶς αὐτὴν τὴν βοήθεια, ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὸν οὐρανό.  Ἡ βάρκα του θὰ στριφογυρίζῃ διαρκῶς στὰ ἀφρισμένα κύματα, μὲ τὴν ἀπειλὴ τοῦ ναυαγίου. Καὶ τὸ δίχτυ τῶν ἐλπίδων.... γιὰ πάντα ἀδειανό.

Νὰ τὸ κατάντημα τοῦ ἀτόμου χωρὶς Θεόν!  Τὸ ἔχει βεβαιώσει ἄλλως τε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: «Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰωάν. ιε΄5).

Ἀλήθεια ούδέν!


2.Ἄκαρποι οἱ ἀγῶνες καὶ στὴν οἰκογένεια.


Θλιβερὰ ἡ διαπίστωσις αὐτή.  Καὶ ὅμως ἀληθινή.  Θέλετε νὰ πάρωμε μιὰ οἰκογένεια, ποὺ χτίστηκε μὲ ὅλες τὶς ἐλπιδοφόρες κοσμικὲς προϋποθέσεις; Ἔχει χρῆμα, θέσιν κοινωνικήν, ὄνομα, ἀνέσεις, νεότητα, ὄνειρα.... Δὲν ἔχει ὅμως Θεόν.  Δὲν εἶναι ὑπερβολὴ αὐτό, ποὺ θὰ γραφῇ.  Δὲν εἶναι.  Αὐτὸ τὸ σπίτι ὁμοιάζει μὲ οἰκοδόμημα, ποὺ ἔχει στὸ ὑπόγειό του δοχεῖα βενζίνης.  Δὲν χρειάζεται παρὰ ἕνα σπινθὴρ γιὰ νὰ γίνῃ τὸ μεγάλο κακό.... Ἡ ἀνατίναξις!  Γρήγορα θὰ ἔλθουν τὰ πείσματα, οἱ ἐγωϊσμοί, αἱ μικρότητες, οἱ θυμοί, ποὺ θὰ κρατοῦν τὸ στόμα κλεισμένο ἡμέρα ἤ καὶ ἡμέρες ἀκόμη.  Μία σύγκρουσις σήμερα, ἄλλη μεθαύριο, τρίτη ἀργότερα.  Σιγὰ -σιγὰ αὐτὰ ἀνοίγουν τρύπες στὰ δοχεῖα βενζίνης.  Καὶ ἡ βενζίνη χύνεται στὸ πάτωμα.... Καὶ ἕνα πρωΐ ὁ σπινθήρ, τὸ δυστύχημα.... Δικηγόρος, χαρτιά, «ἐπειδή», «διὰ ταῦτα»... δικαστήρια, ἀπόφασις. «Ἀσυμβίβαστον χαρακτήρων»... Διάλυσις... Πόσα τέτοια γεγονότα ἐξ αἰτίας τῆς ἀπουσίας τοῦ Θεοῦ!

Θὰ ἔλθουν κατόπιν καὶ ἀτυχήματα. Ἀρρώστεις, φτώχεια,, ἀπρόβλεπτα.  Θὰ ἀρχίσῃ ἡ γκρίνια, οἱ σκηνές, ποὺ θὰ φθάνουν σὲ ἐνέργειες βίαιες.  Θὰ τὸ ρίξῃ στὸ κρασὶ ὁ σύζυγος, στὸ ξενύχτι. Ἡ σύζυγος θὰ μαραζώσῃ. Τὰ δοχεῖα βενζίνης πάλι τρυπημένα... Πόσα δὲν βλέπει ἡ γενεά μας σήμερα!

Ποῦ νὰ ἀκουμπίσῃ ὁ ἄνδρας; Ποῦ νὰ στηριχθῇ ἡ γυναίκα; Ἔσπασαν μόνοι των τὸ δέντρο, ποὺ τοὺς ἔδινε καὶ γλυκὺ καρπὸ καὶ δροσερὴ σκιὰ καὶ στήριγμα.  Τὸ ἔσπασαν... Φοβερόν!

Καὶ γιὰ νὰ μὴν εἴμεθα μύωπες, εἰς μίαν οἰκογένειαν χωρὶς Θεόν, δὲν θὰ βραδύνουν νὰ ἐμφανισθοῦν εἰς τὸν δρόμον της καὶ τὰ ἀγκάθια τῶν παρεκτροπῶν, ποὺ ἔχουν σχέσιν μὲ τὴν ἀξιοπρέπειαν, τὴν ἠθικήν, τὸν οἰκογενειακὸν ὅρκον.... Δίοτι, ὅταν δὲν ὑπάρχῃ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ μέσα εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ ἀνθρώπου, ποιὰ δύναμις θὰ συγκρατήσῃ τὴν ὁρμήν, ποιός φραγμὸς θὰ ἀνακόψῃ τὴν κλίσιν ποὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὴν παράβασιν, πρὸς τὴν φθοράν, πρὸς τὴν ἀτιμίαν; Ποιὰ δύναμις;

Καὶ ἔτσι δὲν θὰ ἀργήσουν νὰ ἐκδηλωθοῦν αἱ τρομεραὶ συνέπειαι, ποὺ ἄν δὲν καταλήξουν εἰς τὸ φέρετρον καὶ τὴν φυλακήν, θὰ φθάσουν ὁπωσδήποτε εἰς τὴν χρεωκοπίαν τῆς οἰκογενείας. Νὰ πῶς μένῃ ἀδειανὸ τὸ δίχτυ τῆς οἰκογενείας ἀπὸ ψάρια, ἀπὸ εὐτυχίαν!  Ἔρχεται ὁ καρχαρίας τῶν ἀτυχιῶν, τῶν δυνάμεων τοῦ σκότους, τῆς ἁμαρτίας καὶ σχίζει, καὶ διαλύει τὸ δίχτυ.... Ἤ, ἄλλοτε, τὸ δίχτυ εἶναι γεμᾶτο. Ἀπὸ φίδια ὅμως... ποὺ σκορποῦν τὸν θάνατον. Τὸν θάνατον εἰς τοὺς συζύγους· τὸν θάνατον εἰς τὰ παιδιά...  Κυρίως εἰς τὰ παιδιά. Πῶς νὰ μὴ θυμηθοῦμε τώρα τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. «Ἐὰν μὴ Κύριος οἰκοδομήσει οἶκον, εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες» (Ψαλμὸς 126, 1). Εἱς μάτην, ναί, χωρὶς Θεόν!


3.Μάταιες οἱ προσπάθειες καὶ στὴν κοινωνία.


Μοιραίως ἔτσι θὰ προχωρήσῃ τὸ κακὸ στὴν κοινωνία.  Μιὰ κοινωνία χωρὶς Θεόν, χωρὶς σεβασμὸν εἰς τὸν κόσμον Του, εἶναι μία ζούγκλα, μία ὁμάδα θηρίων.  Καὶ αἱ ἐκδηλώσεις αὐτῆς τῆς καταστάσεως θὰ γίνουν ἔντονα ἀντιληπταί. Ἀδικίαι καὶ καταπάτησις πάσης ἀρχῆς τιμιότητος. Δολιότης καὶ ἀνειλικρίνεια.  Καταπιέσεις τοῦ ἀδυνάτου· στραγγαλισμὸς τῆς φωνῆς τοῦ μικροῦ ἀνισχύρου· ἐξουθένωσις τοῦ περιφρονημένου ἀπὸ τὸν ἰσχυρὸν καὶ τὸν «καπάτσον».  Συντριβὴ τῆς κεφαλῆς τοῦ πιεζόμενου, ὅταν θελήσῃ νὰ διαμαρτυρυθῇ· ἐμπαιγμὸς τῶν ἀρχῶν τῆς δικαιοσύνης ἀπὸ τοῦς ἰσχυρούς, πολιτικῶς καὶ οἰκονομικῶς, θράσος καὶ πρόκλησις ἀπὸ μέρους τῶν εὐνοιοκρατῶν καὶ «κρατούντων».

Ὑποταγὴ τῶν ἀνισχύρων εἰς τοὺς ἰσχυρούς, ὅταν ἀνακύπτουν διεθνῆ σοβαρὰ θέματα. Ἐγκλήματα μεγάλης ἀκτῖνος εἰς τὸν παγκόσμιον στίβον χωρὶς ἐντροπήν, χωρὶς συνείδησιν.... Δὲν τελειώνει, ἀγαπητέ μου, ὁ κατάλογος τῶν παραβάσεων αὐτῶν...

Καὶ ἐνῷ θὰ ζητῇ ὁ κόσμος χαράν, θὰ τρυγάῃ πικρίες.  Καὶ τὸ δίχτυ πάλιν ἀδειανό, ἤ γεμᾶτο, ἀλλὰ τώρα μὲ νάρκες καὶ ἀκτῖνες θανάτου... Καὶ ἐφαρμόζεται ἔτσι καὶ ἐδῶ τοῦ ψαλμῳδοῦ ἡ βεβαίωσις. : «Οἱ μακρύνοντες ἑαυτοὺς ἀπὸ τοῦ Θεοῦ, ἀπολοῦνται» (Ψαλμ. 72,27). Καὶ ἐπειδὴ ἐκάμαμε διαπαλνητικὰ βλήματα καὶ δορυφόρους καὶ διαστημόπλοια, ἐπιστεύσαμεν, ἀνοήτως, ὅτι αὐτὸ ἦταν ὅλο. Ὅτι πᾶμε καλά. Αὐτὰ ὅμως δὲν εἶναι ψάρια.  Αὐτὰ εἶναι πνοὴ θανάτου... Τὸ δίχτυ μας ἐποθήσαμεν νὰ τὸ γεμίσωμε μὲ ψάρια, ὄχι μὲ θάνατον. Ἀλλ’ αὐτὰ τὰ δίνει μόνον ὁ Θεός.


4.Ἡ εὐλογία.


Τὸ δίχτυ τῶν μαθητῶν ἐγέμισε ψάρια. Ἐπῆγε νὰ σχισθῇ. Πότε ὅμως; Ὅταν ἦλθε στὸ πλοῖο ὁ Χριστός.

Νὰ τὸ μεγάλο μυστικόν.

Ἁπλοῦν εἶναι τώρα τὸ συμπέρασμα.  Δὲν τὸ ἔμαθαμε ὅμως ἀκόμη.  Δὲν τὸ ἐμάθαμε, δυστυχῶς!


Ἀγαπητοί,

Θὰ ἔχετε ἀκούσει ἴσως διὰ τὸ ναυάγιον τοῦ «Τιτανικοῦ», ποὺ συνέβη τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1912. Ἦταν τὸ μεγαλύτερον ὑπερωκεάνειον τῆς ἐποχῆς του, 47.000 τόννων.  Θαῦμα ναυπηγικῆς τέχνης.  Θὰ ἔκαμε τὸ πρῶτο του ταξίδι. Εὑρώπη-Ἀμερική.  Πανηγυρικὴ ἡ ἀναχώρησίς του. Ἕνα ὁμιλητὴς εἶπε μὲ ὑπερηφάνειαν: «Καμμία δύναμις δὲν ἠμπορεῖ νὰ κλονίσῃ καὶ νὰ ἀπειλήσῃ αὐτὸν τὸν γίγαντα... Εἶναι ἀήττητος». Ἡ ἑορτὴ ἐτελείωσε.  Σηκώνονται οἱ ἄγκυρες. Ὁ κολοσσός, ὑπερήφανος, διασχίζει τὰ ἤρεμα νερὰ τοῦ λιμανιοῦ. Ὁ κόσμος χαιρετᾷ τὸν θαλάσσιον γίγαντα, ποὺ ξεκινάει, χωρὶς ὅμως, δυστυχῶς, τὴν παρουσίαν τοῦ Θεοῦ.

Κρῖμα! Ὁ «Τιτανικὸς» δὲν ἐπέστρεψεν.  Εἰς τὴν πορείαν του κατὰ τὴν νύκτα συνήντησεν ἕνα φοβερὸ παγόβουνο. Ἔπεσεν ἐπάνω του. Ἡ συγκρουσις ἦτο τρομακτική.  Μετὰ 2 ὥρας καὶ 45΄ ὅλος ἐκεῖνος ὁ κολοσσὸς εἶχε χαθῆ μέσα στὰ κύματα. Ἀπὸ τοὺς 2224 ἐπιβάτας του ἐπνίγηκαν οἱ 1563...

Αὐτὸ παθαίνομεν καὶ ἡμεῖς.... Προχωροῦμε χωρὶς Θεόν. Ἡ ζωὴ εἶναι γεμάτη ἀπὸ παγόβουνα, ποὺ μᾶς χτυποῦν. Καί....βυθιζόμεθα.. Γύρω μας ἄπειρα ναυάγια.  Κατάρτια σπασμένα, πανιὰ σχισμένα, δίχτυα ἀδειανὰ καὶ κομματιασμένα... Θλιβεραὶ ἐπιβεβαιώσεις, ὅτι ὅλα πεθαίνουν, ὅταν λείπῃ ὁ Θεός! ....


Ἀδελφέ,

Δύο λεπτά. Θέλεις νὰ μὴ βυθιστοῦμε στὸ πέλαγος τῆς ζωῆς;

Θέλεις νὰ πᾶνε χαμένοι οἱ κόποι μας;

Θέλεις τὸ δίχτυ νἆναι γεμᾶτο;

Σταμάτησε. Ἐξήτασες καλά;

Εἶναι στὸ πλοῖο μας ὁ Θεός;





Ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου

Μητροπολίτου Νικαίας

Λύχνος τοῖς ποσί μου

Λόγοι εἰς τὰ Εὐαγγέλια τῶν Κυριακῶν

(σελ.137-142)

Ἐκδόσεις Β΄

Ἀποστολική διακονία

τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος

η τήρησις των θείων εντολών είναι χορηγός και των επιγείων αγαθών.

 Η Ευαγγελική περικοπή της Θείας Λειτουργίας.

Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον Κεφ. Ε. 1 – 11


Επιμέλεια κειμένου, Νικολέτα – Γεωργία Παπαρδάκη.


Ομιλία Νικηφόρου Θεοτόκη, Αρχιεπισκόπου Αστραχάν και Σταυρουπόλεως, περί του ότι η τήρησις των θείων εντολών είναι χορηγός και των επιγείων αγαθών.


Δύο προστάγματα του Θεού ακούει ο Πέτρος και οι άλλοι μαθηταί του Χριστού που ήσαν μαζί του. «Χαλάσατε (ρίψετε δηλαδή) τα δίκτυα υμών εις άγραν», και, «δεύτε οπίσω μου και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων». Οι μαθηταί, υπακούοντας προθύμως, στο μεν πρώτον είχαν επιτυχίαν, έπιασαν δηλαδή αναρίθμητον πλήθος ιχθύων, υπακούοντας δε ευθύς και στο δεύτερον, έγιναν σύνθρονοι του Ιησού Χριστού. Τούτο αποδεικνύει επαρκώς, ότι όσοι υποτάσσονται στα θεία προστάγματα, όχι μόνον κληρονομούν την αιώνιαν βασιλείαν, αλλά γίνονται ευτυχείς και σε αυτήν την πρόσκαιρον ζωήν. Επειδή όμως ορισμένοι, στοχαζόμενοι ότι το ανθρώπινον γένος, από την αμαρτίαν του προπάτορος, εξωρίσθη σ’ αυτήν την γη για να πάσχει πάντοτε και να τιμωρείται, νομίζουν ότι όλοι οι νόμοι και τα προστάγματα του Θεού δεν αποβλέπουν καθόλου στην ειρηνικήν και ευτυχή κατάσταση του ανθρώπου στον κόσμον αυτόν, αλλά αφορούν ειδικώς και μόνον στην ψυχικήν σωτηρία μας, γι’ αυτό είναι ωφέλιμο να λαλήσωμε σήμερα κατά της πεπλανημένης αυτής γνώμης, και να δείξωμε ότι αυτή εναντιώνεται όχι μόνον στην διδασκαλία των θείων Γραφών και στα ιστορούμενα και βλεπόμενα παραδείγματα, αλλά και σε αυτόν τον ορθόν λόγον.


Είναι αναρίθμητα τα ρητά των θείων Γραφών τα οποία υπόσχονται στους εργάτες των θείων εντολών αμοιβές επουρανίους, συγχρόνως δε και επιγείους.


Ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος ήλθε στον κόσμον όχι «ίνα καταλύσει, αλλά ίνα πληρώσει τον νόμον», δηλαδή για να διδάξει τα μαθήματα της τελειότητος, τα οποία δεν περιέχονται στον νόμον, υπεσχέθη φανερά και όλα τα αγαθά της γης σε όσους δια της δικαιοσύνης και αρετής ζητούν την κληρονομίαν της Βασιλείας του Θεού: «Ζητείτε», είπε, «πρώτον την βασιλείαν του Θεού και δικαιοσύνην Αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν». Ομιλώντας δε περί εκείνων οι οποίοι για την αγάπην του εγκαταλείπουν υπάρχοντα και συγγενείς, εκήρυξε και αποφασιστικώς εβεβαίωσεν ότι αυτοί λαμβάνουν τις αμοιβές και σε αυτόν τον κόσμον: «Αμήν λέγω ημίν, ουδείς εστίν ος αφήκεν οικίαν ή αδελφούς ή αδελφάς ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή τέκνα ή αγρούς ένεκεν εμού και του ευαγγελίου, εάν μη λάβει εκατονταπλασίονα νυν εν τω καιρώ τούτο». Όποιος πιστεύει στον Θεόν, και είναι πεπεισμένος ότι τα λόγια των θείων Γραφών είναι λόγια Θεού, εκείνος, ακούοντας αυτά, δεν έχει καμμίαν αμφιβολίαν ότι για την υπακοή στα θεία προστάγματα λαμβάνουμε διπλή την μισθαποδοσίαν, επίγειον και ουράνιον, πρόσκαιρον και αιώνιον.


Και ιδού ένα παράδειγμα που αυξάνει την βεβαιότητα αυτής της αληθείας: Προστάσσει ο Θεός τον Αβραάμ λέγοντας: «Έξελθε εκ της γης σου και εκ της συγγενείας σου και εκ του οίκου του πατρός σου, και δεύρο εις γην ην αν σοι δείξω». Ο Αβραάμ επίστευσε και υπήκουσε, και ο Θεός του έδωσε πλούτον πολύν. Αληθώς η αμαρτία του προπάτορος, μας κατέστησε φθαρτούς και μας εξώρισεν από τον Παράδεισο. Αληθώς για την αμαρτία του προπάτορος ο Θεός κατηράσθη την γην και είπεν: «Επικατάρατος η γη εν τοις έργοις σου». Είπεν «εν λύπαις φαγή αυτήν πάσας τας ημέρας της ζωής σου». Είπεν «Ακάνθας και τριβόλους ανατελεί σοι». Ναι, αληθώς, αλλά γιατί αυτό; Είναι φανερόν ότι για την αμαρτίαν. Εάν λοιπόν λείψει η αμαρτία, και αντί αυτής έλθει η αρετή, άραγε πάλι και μετά την αρετήν η γη επικατάρατος και λύπαι και άκανθαι και τρίβολοι; Όχι. Η αρετή ανεβάζει τον άνθρωπο στην κατάσταση του προπάτορος την προπτωτικήν. Εκείνη δε η κατάστασις είναι η κατάστασις της ευλογίας, της χαράς και της ανέσεως. Σ’ αυτήν την κατάστασιν ευρίσκετο ο Δαβίδ όταν έπραττε το θέλημα του Θεού. Όταν όμως έπραξε την αμαρτίαν, τότε ησθάνθη την κατάραν της γης, και τις λύπες και τις άκανθες και τούς τριβόλους της. Γι’ αυτό, ικετεύοντας μετά δακρύων έλεγεν: «Απόδος μοι την αγαλλίασιν του σωτηρίου σου, και πνεύματι ηγεμονικώ στήριξόν με». Αυτό το ηγεμονικόν Πνεύμα, το οποίον είχεν ο άνθρωπος πριν από την αμαρτίαν, έρχεται πάλι στην καρδία του μετά την αρετήν. Αυτό τον κάνει ανώτερον από όλα τα γήινα, αυτό τον πείθει να τα θεωρεί όλα σαν απορρίματα.


Επειδή λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα, είναι φανερόν ότι όποιος θέλει τα αγαθά του κόσμου τούτου, εκείνος πρέπει να περιπατεί τον δρόμον της αρετής. Ενώ εμείς οι άθλιοι πιστεύουμε και πειθόμεθα ότι τρέχοντας στους κρημνούς της απωλείας, εκεί ευρίσκουμε την απόλαυση των αγαθών της παρούσης ζωής. Ο πανάγαθος Θεός έδωσε στους ανθρώπους τον νόμον του οδηγόν προς την ευτυχίαν, και τον διεμέρισε σε δέκα Εντολές. Λάτρευε, λέγει, και αγάπα μόνον τον αληθινόν Θεόν, και ποτέ να μην προσκυνήσεις, ούτε να λατρεύσεις την κτίση. Εμείς λησμονούμε τον Θεόν, και αφιερώνουμε τις καρδιές μας στα κτίσματα, δηλαδή στους αγρούς, στους αμπελώνες, στους κήπους, στα κειμήλια. Εμείς προσκυνούμε ως Θεόν τoν χρυσό και το αργύριον. Μην ορκίζεσαι, λέγει ο Θεός, στο όνομά μου. Εμείς σχεδόν κάθε μέρα και για πράγματα ευτελέστατα κάνουμε όρκους και φυλαττόμενους και αθετούμενους, και αληθείς και ψευδείς. Φύλαττε την εορτήν, λέγει ο Θεός. Και εμείς τις ημέρες των εορτών όχι μόνον δεν ερχόμεθα στην εκκλησία για να ακούσωμε τον λόγον του Θεού, να ζητήσωμε την συγχώρηση των αμαρτιών μας, και να τον δοξολογήσωμε για τις αμέτρητες ευεργεσίες του, όχι μόνον πωλούμε και αγοράζουμε και εργαζόμεθα κατά τις ημέρες των εορτών, αλλά περιμένουμε τις εορτές για να λύσωμε τον χαλινόν της εγκρατείας και της σωφροσύνης, και έτσι να εκτελέσωμε κάθε αμαρτία. Και παροργίζοντας με αυτόν τον τρόπον τον Βασιλέα της δόξης, ελπίζουμε μακρότητα ημερών και πλούτον πολύν και δόξαν μεγαλοπρεπή και τα λοιπά αγαθά της γης. Ω πλάνη σατανική!


Και άλλη όμως πλάνη, χειροτέρα από αυτήν κατακυριεύει πολλούς. Πιστεύουν πολλοί ότι ο πολιτικός άνθρωπος απολαμβάνει τα αγαθά του κόσμου. Ο πολιτικός, λέγουν, γίνεται στον κόσμον αυτόν ευτυχής. Όμως, για να ειπούμε την αλήθειαν φανερά, πολιτικός είναι ο υποκριτής, ο κόλαξ, ο δόλιος, ο ψεύστης, ο πανούργος και πονηρός. Η δε επιστήμη που καλείται πολιτική, και τόσον επαινείται από τους ανθρώπους και θαυμάζεται, είναι τέχνη φανερά διαβολική.


Ακούσετε και άλλην, τρίτην πλάνην, χειροτέραν από τις πρώτες. Πολλοί πιστεύουν ότι η ακριβής τήρησις του νόμου εμποδίζει την απόλαυση των επιγείων αγαθών. Πώς ημπορεί, λέγουν, ο ηγεμών ή ο άρχοντας να ευτυχεί στην διοίκηση του κράτους του, εάν μερικές φορές δεν καταφεύγει στο ψεύδος και στην αδικίαν, παρακινούμενος από τις περιστάσεις; Εάν ο έμπορος αποφεύγει τους όρκους, το ψεύδος, την απάτην, ούτε κερδίζει ούτε πλουτίζει. Εάν ο τεχνίτης απέχει από την δολιότητα, γίνεται πτωχός και δυστυχής.

Άνθρωπε πεπλανημένε, πώς δεν καταλαβαίνεις την απάτην σου και τους παραλογισμούς σου;


Αλλά εμείς βλέπουμε, λέγετε, ότι ορισμένοι τηρούν τους νόμους του Θεού και όμως δυστυχούν, ενώ πολλοί τους παραβαίνουν και όμως ζουν ευτυχισμένοι. Για μεν τούς πρώτους σας αποκρίνεται ο θείος Απόστολος Παύλος, λέγοντας: «τις γαρ οίδεν ανθρώπων τα του ανθρώπου, ει μη το πνεύμα του ανθρώπου το εν αυτώ;», δηλαδή, κανείς δεν γνωρίζει τα απόκρυφα του ανθρώπου. Αλλά μήπως εκείνος, τον οποίον εσύ νομίζεις δίκαιον και άγιον είναι υποκριτής και ψεύστης, όπως οι Φαρισαίοι; Μήπως αυτός είναι άλλος Ιώβ, που δοκιμάζεται από τον Θεόν, και με την δοκιμήν καθαρίζεται και ευλογείται; Πράγματι, ο Θεός δοκιμάζει τους δικαίους «ως χρυσόν εν χωνευτηρίω», και αυτοί «ολίγα παιδευθέντες, μεγάλα ευεργετηθήσονται». Διότι ο Θεός τους ηύρεν αξίους του εαυτού Του, και τους στέφει βασιλείς της επουρανίου Ιερουσαλήμ, όπου θα αναλάμψουν ως φωστήρες.


Για δε τους δευτέρους, σου αποκρίνεται, ο Προφητάναξ λέγοντας: «Μη παραζήλου εν πονηρευομένοις μηδέ ζήλου τους εργαζομένους την ανομίαν», διότι «ωσεί χόρτος ταχύ αποξηρανθήσονται και ωσεί λάχανα χλόης ταχύ αποπεσούνται». Ο άδικος πλούτος φθείρεται ταχέως ωσάν τα χόρτα. Η ευτυχία η άνομος διασκορπίζεται ωσάν τον καπνόν. Σήμερα βλέπεις τον παράνομον να ευτυχεί, να υπερυψώνεται σαν τις κέδρους του Λιβάνου, και αύριο εξαφανίζεται από τους οφθαλμούς σου αυτός και όλη η ευτυχία του. Τον αναζητείς και ούτε την κατοικία του ευρίσκεις. Παρόμοιες μεταβολές βλέπουμε καθημερινώς. Βλέπουμε ορισμένους να πίπτουν από το ύψος της ευτυχίας στην άβυσσον των δυστυχημάτων. Ακούμε δε και την φωνήν του Παντοκράτορος να κηρύσσει: «Ο μη συνάγων μετ’ εμού, σκορπίζει», και όμως σαν κωφοί αποδίδουμε αυτές τις μεταβολές στην τύχη, στις συμπτώσεις, στην κακήν διοίκηση, και πάλιν εξακολουθούμε να παραβαίνωμε τις εντολές του Θεού, και να ελπίζωμε παράλληλα στην απόλαυση των αγαθών Αυτού.

Χριστιανοί, για την υπόθεσιν αυτήν ελάλησεν τόσον καθαρά ο Θεός, ώστε κανείς δεν ημπορεί να αμφιβάλλει: Ακούσετε τι λέγει: «Τάδε λέγει Κύριος, ιδού οι δουλεύοντές μοι φάγονται, υμείς δε πεινάσετε. Ιδού οι δουλεύοντές μοι πίονται, υμείς δε διψήσετε. Ιδού οι δουλεύοντές μοι ευφρανθήσονται, υμείς δε αισχυνθήσεσθε. Ιδού οι δουλεύοντές μοι αγαλλιάσονται εν ευφροσύνη, υμείς δε κεκράξετε δια τον πόνον της καρδίας υμών, και από συντριβής πνεύματος υμών ολολύξετε». Ποία άλλα λόγια είναι καθαρότερα ή αποφασιστικότερα από αυτά;


Εάν θέλεις πλούτον, εάν επιθυμείς τιμήν, εάν ζητείς ευτυχίαν, εάν ορέγεσαι τα αγαθά του κόσμου τούτου, πρώτον μεν δούλευε πάντοτε στον Κύριον, δηλαδή φύλασσε με κάθε προσοχήν και επιμέλειαν όλες τις εντολές Του, και ποτέ μην παραβείς ούτε μίαν. Δεύτερον δε, όταν βάλεις αρχήν σε κάποιο επάγγελμα, ή πολιτικόν ή δικαστικόν ή στρατιωτικόν ή ιερατικόν ή ηγεμονικόν ή στο εμπόριον ή σε κάποιαν τέχνην ή σε οποιοδήποτε άλλον έργο, μην εμπιστευθείς ούτε να καυχηθείς ούτε στην φρόνησή σου ούτε στην δύναμή σου ούτε στον πλούτο σου. Αλλά έχε όλην την ελπίδα και την πεποίθησίν σου στην φιλανθρωπίαν και το έλεος του Θεού. Να καυχηθείς για τούτο, για το ότι γνωρίζεις ότι τα πάντα είναι από τον Θεόν, και Αυτός είναι που δίδει και τα επίγεια και τα επουράνια αγαθά σε όσους Τον υπηρετούν. Να ζητείς πάντοτε με όλην σου την ψυχήν και την καρδίαν την Βασιλεία του Θεού και την κατόρθωση της αρετής σου, και να μην αμφιβάλλεις καθόλου ότι, ζητώντας αυτά, απολαμβάνεις και τα επίγεια αγαθά. Σου το υπόσχεται αυτό ο αψευδέστατος Θεός λέγοντας: «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν».


Από το βιβλίο Πατερικόν Κυριακοδρόμιον, σελίς 301 και εξής.


Επιμέλεια κειμένου, Δημήτρης Δημουλάς.

Κυριακή Α’ Λουκά: Κάνε αρχή

 π. Αθανάσιος Μυτιληναίος


Απομαγνητοφωνημένη ομιλία που εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 23-9-1990


Η Εκκλησία μας, αγαπητοί μου, την πρώτη Κυριακή μετά την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού, κάνει αρχή ευαγγελικών περικοπών από το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο. Αλλά και το περιεχόμενο της ευαγγελικής περικοπής σήμερα αναφέρεται στην αρχή του δημοσίου έργου του Κυρίου μας και την εκλογή των πρώτων μαθητών Του. Γι’ αυτό και εμείς σαν θέμα σήμερα να έχουμε τη σημασία ενός ξεκινήματος σε οποιοδήποτε τομέα της ζωής μας. Και μάλιστα ιδιαίτατα στον τομέα της σωτηρίας μας.


Αλλά με δύο λόγια ας δούμε την ευαγγελική περικοπή για να έχουμε μία εικόνα. Ένα πρωινό, στην αμμουδιά της λίμνης Γενησαρέτ, είδε ο Κύριος δύο αραγμένα καΐκια, που οι νοικοκυραίοι τους ήταν ο Πέτρος, με τον αδελφό του τον Ανδρέα στο ένα και ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης ο αδελφός του στο άλλο. Ο Κύριος ζήτησε από τον Απόστολο Πέτρο για λίγο να του παραχωρήσει το καΐκι του, επειδή ήταν πολύ το πλήθος που ήλθε να ακούσει τον λόγο Του και δεν ήταν δυνατό να μπορέσει να μιλήσει, να οράται και να ακούεται, και ζήτησε από το καΐκι να μπορέσει να μιλήσει στα πλήθη.


Μετά από την ομιλία, προέτρεψε ο Κύριος τον Πέτρο να ανοιχτεί στη θάλασσα το καΐκι, για ψάρεμα. Ήταν μεσημέρι. Παρά την ακαταλληλότητα του χρόνου, ο Πέτρος υπακούει. Και σε λίγο το δίχτυ σχιζόταν από το πλήθος των ψαριών τόσο, ώστε να φωνάξουν και τους μετόχους αυτών, το άλλο καΐκι, του Ιακώβου και του Ιωάννου για να βοηθήσουν. Και τα πλοία και τα δύο κινδύνευαν να βυθιστούν από το πλήθος, το βάρος των ψαριών. Ο απόστολος Πέτρος, όπως και οι άλλοι συγκλονίστηκαν. «θάμβος γὰρ», λέει ο ευαγγελιστής Λουκάς, -θάμπωμα, έκπληξις- «περιέσχεν αὐτὸν καὶ πάντας τοὺς σὺν αὐτῷ».


Και ο Κύριος λέγει στον Πέτρο, στον Σίμωνα: «μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν (: από τώρα και εμπρός) ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν (: ανθρώπους θα ψαρεύεις). καὶ καταγαγόντες τὰ πλοῖα ἐπὶ τὴν γῆν ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ».


Βλέπουμε λοιπόν, αγαπητοί, να ξεκινά ο Κύριος το κήρυγμα του Ευαγγελίου. Είναι η αρχή του Ευαγγελίου. Όχι εκείνη η ημέρα. Εκείνες τις ημέρες. Αλλά και οι πρώτοι Του μαθητές. Αυτούς που κάλεσε. Τους 4 πρώτους. Αφού και εκείνοι όλα τα άφησαν, αρχίζουν και εκείνοι το ιεραποστολικό τους έργο.


Έτσι αισθανόμαστε μία πνοή αρχής, μία πνοή ξεκινήματος, καθώς ακούμε τη σημερινή ευαγγελική περικοπή. Αλλά και ο Σεπτέμβριος είναι ο πρώτος μήνας του έτους. Ναι. Πρωτοχρονιά έχουμε την 1η Σεπτεμβρίου. Και ο πρώτος μήνας προετοιμασίας της γης για τη χειμερινή της καλλιέργεια.


Όταν στέγνωσαν τα νερά του Κατακλυσμού και κατακάθισε η Κιβωτός του Νώε, ήταν Σεπτέμβριος! Μας το λέει σαφώς η Αγία Γραφή. Και με τη διάσωση του ανθρωπίνου γένους με την Κιβωτό, οκτώ ψυχές ήσαν, ξεκίνησε πάλι την ιστορική της πορεία η ανθρωπότητα. Πότε; Τον μήνα Σεπτέμβριο. Αλλά και ο κόσμος στη δημιουργία του είχε αρχή. Γράφει ο θεόπνευστος Μωυσής: «Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν». Και βέβαια αυτό το «ἐν ἀρχῇ» δε σημαίνει παρά χρόνο και συνεπώς ξεκίνημα. Αλλά ο χρόνος, αν το θέλετε να σας πω κάτι πιο πολύ, δεν προϋπήρχε. Αλλά εκείνη τη στιγμή που ο Θεός δημιουργεί τον χώρο, την ύλη, δημιουργείται και ο χρόνος. Ταυτόχρονα. Ταυτόχρονα. Και όπως λέγει ο Ωριγένης: «Δύναται τό τῆς ἀρχῆς ὃνομα λαμβάνεσθαι καί ἐπί τῆς τοῦ κόσμου ἀρχῆς». Μπορεί να δοθεί, λέει, το όνομα της αρχής, ακόμα και στη δημιουργία του κόσμου. Και θα έλεγα, προπαντός στη δημιουργία του κόσμου.


Και, όπως λέγει ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων, λίγο ξεφεύγω από το κύριό μου θέμα, δεν πειράζει, είναι μία όμορφη θέση του αγίου Κυρίλλου που λέγει: «Ἀρχή τοῦ κόσμου τό ὓδωρ καί ἀρχή τῶν Εὐαγγελίων ὁ Ἰορδάνης». Βλέπετε λοιπόν; Η αρχή του κόσμου είναι το νερό. Η αρχή των Ευαγγελίων, δηλαδή του κηρύγματος, είναι ο Ιορδάνης. Διότι μετά το βάπτισμά Του ο Κύριος, άρχισε να κηρύττει. Αυτό που λέγει «ἀρχή τοῦ κόσμου» ότι είναι το «ὓδωρ», πάλι επιτρέψατέ μου μία μικρή παρέκβαση από το κύριό μου θέμα,γιατί είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον σημείο.


Αν διαβάσουμε τους προσωκρατικούς φιλοσόφους, θα δούμε ότι ο καθένας που αυτοί βέβαια φιλοσόφησαν με αντικείμενό τους την κοσμολογία και τη θεολογία, δηλαδή περί Θεού και περί κόσμου. Ο Σωκράτης ξεκινάει περί ανθρώπου. Ανθρωπολογία. Αν λοιπόν δούμε τους φιλοσόφους τους προσωκρατικούς, θα δούμε ότι ο καθένας αποδίδει κάποιο ή κάποια στοιχεία ξεκινήματος της δημιουργίας. Άλλος λέει το πυρ, άλλος λέγει τούτο, άλλος λέγει εκείνο. Κάποιος λέγει και το νερό, εκ των φιλοσόφων. Η Αγία Γραφή μας λέγει ότι η αρχή της Δημιουργίας είναι το νερό. Κάνει εντύπωση, γιατί μοιάζει ότι είναι χοντροκομμένο το πράγμα. Επιτρέψατέ μου να σας το δείξω αυτό, πώς το λέγει ο Απόστολος Πέτρος. Σας είπα, παρέκβαση κάνω. Να έχετε μία γνώση. Λέγει ο απόστολος Πέτρος στη 2α του επιστολή, στο 3ο κεφάλαιο, στον 5ο στίχο: «οὐρανοὶ ἦσαν ἔκπαλαι καὶ γῆ (: από παλιά και οι ουρανοί και η γη) ἐξ ὕδατος καὶ δι᾿ ὕδατος συνεστῶσα τῷ τοῦ Θεοῦ λόγῳ (: έγιναν με τον λόγο του Θεού εξ ύδατος και δι’ ύδατος. Από το νερό και με το νερό)». Είναι εκπληκτικό! Προσέξτε να δείτε. Ο αρχαίος κόσμος χρησιμοποιεί την Αγία Γραφή με τα δεδομένα τα γνωσιολογικά της κάθε εποχής. Δεν μπορούσε, για παράδειγμα, να ομιλεί περί οξυγόνου και υδρογόνου. Είναι πάρα πολύ φυσικό. Όταν όμως λέγει ότι «από το νερό έγινε η δημιουργία και με το νερό», λέει σαφώς ο Απόστολος Πέτρος, εννοούμε τούτο: Τι περιέχει το νερό; Υδρογόνο και οξυγόνο. Ξέρουμε πολύ καλά ότι το υδρογόνο είναι εκείνο που επαναλαμβανόμενο στον πυρήνα του, τα πρωτόνια, φτιάχνει τα στοιχεία του κόσμου. Να λοιπόν που το πρώτο στοιχείο, όντως το πρώτο στοιχείο είναι το υδρογόνο· που περιέχεται μέσα στο νερό και μάλιστα περισσότερο από το οξυγόνο. Λέμε: υδρογόνο δύο οξυγόνο, λέμε ότι είναι το νερό. Εκπληκτικό! Και κατοπινά, τι διαμορφώνει την επιφάνεια της γης; Πάλι το νερό. Τα νέφη, τα νερά, οι ωκεανοί. «Ἐξ ὕδατος καὶ δι᾿ ὕδατος». Είδατε ακρίβεια της Γραφής; Από το νερό και με το νερό. Είναι εκπληκτικό. Αλλά δε θα μείνω πιο πολύ παρά το ενδιαφέρον του χωρίου, γιατί θα φύγει ο χρόνος μου, θα φύγει το θέμα μου.


Όλα τα κτιστά έχουν αρχή. Όλα τα κτιστά πράγματα. Και η ζωή είχε και έχει αρχή. Βεβαίως η ζωή ως φαινόμενο, είχε αρχή. Με τον Λόγο του Θεού έγιναν και το φυτικό και το ζωικό βασίλειο και ο άνθρωπος. Αλλά και κάθε φορά ο καθένας που πρέπει να έρθει στον κόσμο, να πάρω μόνο τους εαυτούς μας, έχουμε αρχή. Ο καθένας έχει αρχή της προσωπικής του υπάρξεως. Και η αρχή πάντοτε έχει μια γοητεία, μια ομορφιά. Γιατί; Γιατί μέσα της κλείνεται η ελπίδα της δημιουργίας και η επιτυχία. Γι’ αυτό γοητεύει πάντα άνθρωπο που κάνει μία αρχή στα έργα του.


Και ο Θεός, ας μου επιτραπεί να μιλήσω με μία ανθρώπινη γλώσσα, δηλαδή ανθρωπομορφικά, όπως λέγει η Σοφία του Θεού, ευφραινόταν, ευφραινόταν όταν δημιουργούσε. Γιατί; Είναι η αρχή και υπάρχει αυτή η χαρά της Δημιουργίας. Και η ελπίδα το τι θα σταθεί και θα γίνει η Δημιουργία.


Η αρχή του ανθρώπου είναι ο Χριστός. Διότι την αρχή του την έχει, όπως λέγει ο άγιος Ιουστίνος, στην Εκείνου θέληση. Ήθελε και μας έκανε. Αλλά και την αρχή του ανθρώπινου σχήματός του ο άνθρωπος την ανάγει και αυτήν στον Χριστό. Λέγει ο Ωριγένης: «Χριστός ἀρχή τῶν κατ’ εἰκόνα γενομένων Θεοῦ». Ό,τι έγινε, απ’ ό,τι έγινε από τους ανθρώπους που αποτελούν την εικόνα του Θεού, η αρχή είναι ο Χριστός. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι το πρότυπο ή το αρχέτυπο ήταν ο μέλλων να ενανθρωπίσει Λόγος του Θεού, βάσει του οποίου έγινε ο άνθρωπος. Δεν έγινε δηλαδή ο Ιησούς Χριστός βάσει του Αδάμ. Ο Αδάμ έγινε βάσει του Ιησού Χριστού. Γι’ αυτό λοιπόν όντως αρχή του ανθρώπου, της υπάρξεως, του σχήματος, αυτό που λέμε «άνθρωπος», αυτό που είμαι, αυτό που με βλέπετε, αυτό που σας βλέπω, αρχή έχει όχι τον Θεό Λόγο, αρχή έχει τον Ιησού Χριστό. Γιατί άμα λέμε Ιησούς Χριστός, εννοούμε την Ενανθρώπηση του Θεού Λόγου.


Και ο Θεός θέλει αυτή η αρχή, η κάθε αρχή να είναι αγαθή. Όπως και Εκείνος είναι Αγαθός, και ό,τι δημιουργεί είναι αγαθό. Όμως όταν έκανε αρχή ο Θεός στη δημιουργία του ανθρώπου, έκανε αρχή της ελευθερίας του ανθρώπου. Εδώ προσέξτε, γιατί εδώ μπαίνουμε σε μία περιπέτεια. Δηλαδή άφησε το ξετύλιγμα της ζωής του στην προαίρεσή του. «Πώς θέλεις εσύ να ξετυλίξεις τη ζωή σου; Να την εκτυλίσσεις; Πώς θέλεις; Αφήνω το πώς θέλεις στα χέρια τα δικά σου, ω άνθρωπε». Αυτό είναι το μυστήριο της ελευθερίας, που είναι εκπληκτικό. Εσείς συλλάβατε τι θα πει ελευθερία; Όλα μου τα χρόνια μελετώ το θέμα, από έφηβος, αγαπητοί μου, από έφηβος μελετώ το θέμα της ελευθερίας. Δεν το έχω πιάσει ακόμα. Δεν το έχω πιάσει ακόμα. Έτσι ο Θεός έβαλε στα χέρια του ανθρώπου, τι; Του έβαλε τη δυνατότητα να θέτει αρχή, στα χέρια του, να θέτει αρχή στα έργα τα δικά του. Λέμε: «Θα κτίσουμε ένα σπίτι». Λέμε: «Θα κάνουμε παιδιά». Λέμε: «Θα φυτέψουμε έναν κήπο». Και ο άνθρωπος τώρα έχει τη δικαιοδοσία, αλλά και την υποχρέωση να κάνει αρχή στη ζωή του σε όλα τα πράγματα.


Στον «Εκκλησιαστή» αναφέρεται κατά πλησμονήν: «Καιρός παντί πράγματι». Καιρός για κάθε πράγμα. Καιρός, λέει, να φυτέψεις, καιρός να ξεριζώσεις, καιρός να γκρεμίσεις, καιρός να κτίσεις κ. ο. κ. Αυτό το «καιρός παντί πράγματι» αφήνει να εννοηθεί ότι εκεί υπάρχει η αρχή του κάθε πράγματος· διότι αν λέγει περί καιρού, ομιλεί περί χρόνου. Και συνεπώς είναι η ώρα αυτό να κάνεις, είναι η ώρα εκείνο να κάνεις, είναι η ώρα εκείνο να κάνεις, αυτό να αρχίσεις, εκείνο να αρχίσεις. Και σημαίνει ότι πράγματι η αρχή ανήκει στα χέρια του ανθρώπου. Αρκεί ο άνθρωπος ό,τι κάνει, επειδή είναι δευτερογενής ύπαρξη, δεν είναι αυτογενής, ο Θεός είναι αυτογενής, ο Θεός είναι αυτοΰπαρξη, πρέπει να παίρνει την ευλογία του Θεού. Θα το πω άλλη μία φορά. Πρέπει να παίρνει την ευλογία του Θεού.


Το πρώτο όμως ξεκίνημα του ανθρώπου που έχει να κάνει είναι η σωτηρία του. Αυτό έθεσε και ο Θεός στον Αδάμ. Όταν του είπε να εργάζεται, ποιον του είπε να εργάζεται; Τον παράδεισο που απολάμβανε έτοιμο εκεί; Εννοούσε τον παράδεισο της ψυχής του. Και ποιους καρπούς έπρεπε να αποφέρει; Αφού μόνη της η γη ποτιζόταν, μας λέγει ο θεόπνευστος Μωυσής. Ποιους καρπούς έπρεπε να αποφέρει; Τους καρπούς των αρετών. Συνεπώς, επειδή δεν πρόσεξε και έχασε τον Παράδεισο, τώρα πρέπει να βάλει αρχή της επιστροφής του στον Παράδεισο. Πρέπει να γυρίσει πίσω.


Το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο αρχίζει έτσι: «Ἀρχὴ τοῦ εὐαγγελίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ τοῦ Θεοῦ». Αρχή του Ευαγγελίου. Τι θα πει αυτό; Ότι η αρχή αυτή ετέθη εκ μέρους του Θεού. Δηλαδή να σε βοηθήσει να μετανοήσεις. Δηλαδή σου δίνει τη δυνατότητα, σε ωθεί, σε σπρώχνει σε μια άλλη αρχή, την αρχή της μετανοίας. Βάζει ο Θεός αρχή να σώσει και εσύ πρέπει να βάλεις αρχή να μετανοήσεις. Λέει ο απόστολος Παύλος στους Αθηναίους: «τοὺς μὲν οὖν χρόνους τῆς ἀγνοίας ὑπεριδὼν ὁ Θεὸς (: παρέβλεψε, ξεπέρασε ο Θεός τους χρόνους της αγνοίας, της ειδωλολατρίας κτλ) τανῦν (: και τώρα) παραγγέλλει τοῖς ἀνθρώποις πᾶσι πανταχοῦ μετανοεῖν (: και τώρα παραγγέλλει σε όλους τους ανθρώπους να μετανοούν, να γυρίσουν πίσω).


Κάποτε λοιπόν πρέπει να βάλουμε και εμείς αρχή μετανοίας. Θα το έλεγε καλύτερα, πρέπει να βάζουμε αρχή πάντοτε μετανοίας. Οι ασκητές έλεγαν: «Ἀρχήν βάλλω (: οριστική, α΄πρόσωπο, Ενεστώτας)». Λέγεται για τον άγιο Σισώη ότι όταν πέθαινε, μαζεύτηκαν όλοι οι μαθητές του κ.λπ. στο κρεβάτι το επιθανάτιο. Τους παρεκάλεσε να τον αφήσουν λίγο μόνο του για να βάλει αρχή μετανοίας! Και μόλις λίγο απεμακρύνθησαν, απέθανε, ξεψύχησε. Και έλαμψε ολόκληρος με το άκτιστο φως και γέμισε ο χώρος από ευωδία. Ήταν αγιασμένος. Και όμως έλεγε: «Αφήσατέ με λίγο, να βάλω αρχή μετανοίας». Αυτό πρέπει να λέμε. Ποτέ μη λέμε: «είμαι φτασμένος». Όχι. Αρχή μετανοίας, αγαπητοί μου.


Κάποτε κάναμε αρχή της πνευματικής ζωής μας με το Βάπτισμα. Όμως τον χιτώνα του Βαπτίσματος τον ρυπώσαμε, τον λερώσαμε, τον βρωμίσαμε. Πρέπει να βάλουμε αρχή καθαρμού του χιτώνος του βαπτίσματος, που είναι η μετάνοια και η εξομολόγηση. Πέσαμε; Αρχή ανορθώσεως. Ξαναπέσαμε; Αρχή επανορθώσεως. Ξαναπέσαμε; Όποτε πέφτουμε, θα σηκωνόμαστε. Κάθε στιγμή. Μόνο που δε μας συμφέρει να πέφτουμε κάθε στιγμή από αμέλειά μας. Δε μας συμφέρει. Δε μας συμφέρει. Πολλή προσοχή στο σημείο αυτό. Μην κανείς πονηρά και ανόητα το εκμεταλλευτεί. Και πει: «Ε, δεν πειράζει, θα ξαναπέσω, αφήνω τον εαυτό μου, δεν προσέχω». Κάποτε πάει η στάμνα στο πηγάδι και δε γυρίζει πίσω. Σπάζει. Αν σε βρει ο θάνατος; Πού ξέρεις; Ύστερα, πότε θα αποφέρεις, αδερφέ μου, καρπό; Πότε; Διότι δεν είναι η μετάνοια μόνο μία λέξις. Είναι η μετάνοια μία πράξις. Και η πράξις είναι όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής, που σήμερα γιορτάζουμε τη θεία του σύλληψη, είναι καρπός. «Ποιήσατε οὖν καρπούς ἀξίους της μετανοίας». Βλέπετε λοιπόν ότι δε μας συμφέρει να πέφτουμε. Αλλά όταν πέσουμε μπορούμε να σηκωθούμε. Να λυπηθούμε, να σηκωθούμε, να κάνουμε πάλι αρχή. Ύστερα είναι ο εσωτερικός μας κόσμος, οι λογισμοί μας, τα αισθήματά μας. Να λέμε «τα αφήνω αυτά. Άστα. Μη με απασχολούν. Κάνω αρχή μετανοίας».


Όταν ο άνθρωπος ξεκινά τη ζωή του, του προβάλλεται η απόκτηση των ευαγγελικών αρετών. Μεγαλώνουμε το παιδί μας, του λέμε ότι πρέπει να ζήσει ευαγγελικά. Φαίνονται όμως πολλές οι αρετές και δύσκολες. Τι θα γίνει; Θα κάνει αρχή. Απλούστατα. Και η αρχή, είναι πασίγνωστο, είναι το ήμισυ του παντός. Έκανες αρχή; Είναι σαν να έκανες το μισό σου έργο. Αλλά ο διάβολος γνωρίζει πάρα πολύ καλά την αξία της αρχής ενός έργου. Γι’ αυτό, το παν μηχανεύεται και το παν κάνει, για να ματαιώνει αυτήν την αρχή. Ότι να, τώρα, ξέρω ΄γω, τούτο ή εκείνο. Πάντα δημιουργεί ένα πρόσχημα, ένα πρόσκομμα. Προβάλλει μπροστά στην ανθρώπινη αρχή, την ακηδία. Αυτή την πνευματική τεμπελιά. Και η ακηδία, αγαπητοί μου, πρέπει να σας το πω, πολεμάται με τη βία. Η ακηδία είναι ό,τι η αδράνεια στα σώματα, όπως μας λέγει η Φυσική, που πρέπει να καταβληθεί περισσότερη ενέργεια για την κίνησή τους. Αυτό είναι στην πνευματική μας ζωή η ακηδία. Θα πω μία μεγάλη κουβέντα. Ακούσατέ την. Έτσι, η αρχή της αρχής είναι η βία! Θα βάλουμε βία στην αρχή του κάθε μας έργου. Και αυτή η βία είναι αγαθή και αναγκαία. Γι’ αυτό λέγει ο Κύριος ότι «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βιάζεται», υπόκειται σε βιασμό, «καί βιασταί ἁρπάζουσιν αὐτήν».


Ακόμη ο διάβολος μετέρχεται και ένα ακόμη τέχνασμα. Έρχεται να παρουσιάσει στην αρχή του κάθε έργου, ότι αυτό είναι πελώριο και αδύνατο. Τόσο μεγάλο. Θα εφαρμόσω εγώ τις εντολές του Ευαγγελίου; Κάποτε ένας πατέρας έστειλε το παιδί του στο χωράφι να το σκάψει. Πήγε αυτό, είδε τη μεγάλη έκταση του χωραφιού, απογοητεύτηκε και γύρισε πίσω. «Καλά», του λέει ο πατέρας του. Την άλλη μέρα το πρωί πήγανε μαζί. Και του λέει: «Θέλω να μου σκάψεις, να, τόσο τετραγωνικά. Δε θέλω άλλο. Και το βράδυ να έρθεις στο σπίτι». Με τον τρόπο αυτόν, με τη μέθοδο αυτή, σκάφτηκε ολόκληρο το χωράφι.


Είναι ακόμη και η αρχή της εξασκήσεως ενός ταλάντου. Το τάλαντο είναι χρυσάφι. Δεν αναλύω πιο πολύ, το ξέρετε. Νόμισμα της αρχαιότητας. Αλλά ακατέργαστο χρυσάφι. Πρέπει λοιπόν να γίνει η αρχή της κατεργασίας του. Κάνει εντύπωση αυτό που λέγει ο Θεός. «Πλάτυνον τό στόμα σου (λέγει στον 80όν Ψαλμό) καί πληρώσω αὐτό». Άνοιξε το στόμα σου κι εγώ θα το γεμίσω. Προσέξτε, ο Θεός θα βάλει το περιεχόμενο του λόγου Του, αλλά αφού όμως εγώ θα έχω ανοίξει το στόμα μου. Και μάλιστα, χαρακτηριστικά, δεν λέγει «ἂνοιξον» αλλά λέγει «πλάτυνον»· που σημαίνει ότι θα εργαστείς οριακά. Έρχεστε να κοινωνήσετε, ανοίγετε το στόμα και σας λέμε: «Πιο πολύ το στόμα». Οριακά, όσο παίρνει. Στα όριά του θα ανοίξεις το στόμα σου. Δηλαδή οριακά θα εργαστείς το τάλαντό σου. Και τότε ο Θεός θα στο αξιοποιήσει. Το ίδιο ισχύει και για το μολύβι. Λες: «Τι να γράψω;». Πάρε χαρτί και μολύβι, ξεκίνα και θα γράψεις. Βλέπετε ότι η αξία της αρχής είναι σπουδαιότατη για όλους. Είναι για τον μαθητή, είναι για τον επιστήμονα, είναι για εκείνον ο οποίος ξεκινάει την οικογένειά του. Είναι για εκείνον που ξεκινάει ένα επάγγελμα. Είναι σπουδαιότατη η αρχή.


Πολλές αρχές βέβαια μπορεί να βάλει ο άνθρωπος και να θεμελιώσει τη ζωή του, αλλά η σημαντικότατη είναι η αρχή της αγιότητος. Ο Θεός εντέλλεται: «Ἅγιοι γίνεσθε ὃτι Ἐγώ ἃγιος εἰμί». Αλλά η αγιότητα δεν σταματά στην επιθυμία, αλλά αρχίζει με τα μικροπράγματα. Αρχή σταματήματος μικρών κακών συνηθειών. Αρχή ξεκινήματος μικρών καλών συνηθειών. Να βάλουμε αρχή και στη θέληση. Ο Απόστολος Παύλος έλεγε: «Χωρίς ἀγιασμοῦ, οὐδείς ὃψεται τόν Κύριον». Χωρίς τον αγιασμό, κανείς δε θα δει τον Κύριο. Πρέπει λοιπόν να βάλουμε αρχή.


Αγαπητοί, ένα πρωινό στη λίμνη Γενησαρέτ ετέθησαν κάποιες χρονικές στιγμές. Ξεκίνησε το κήρυγμα ο Κύριος. Διάλεξε τους πρώτους μαθητές Του. Κήρυξε τη μετάνοια σαν την αρχή της επιστροφής μας στον Θεό. Κήρυξε την αρχή της καινούριας μας ζωής. Κήρυξε και ήθελε με τούτο να μας υπενθυμίσει ότι και εμείς πρέπει να βάλουμε αρχή. Αρχή σε όλα. Προπαντός στην αγιότητα. Ο Κύριος χώρισε για χάρη μας τον χρόνο σε μικρά κομματάκια, για να μας βοηθήσει. Όπως έκανε ο πατέρας στο παιδί του, που χώρισε μικρά κομματάκια το χωράφι, για να το καλλιεργήσει και να μη βλέπει τον όγκο της εργασίας. Τον χώρισε σε ημερονύκτιο, με μία δύση και με μία ανατολή. Βάζω πρώτα τη δύση και μετά την ανατολή, για να δείξω το ξεκίνημα. Χώρισε τον χρόνο σε έτη, για μετράμε το μήκος της ζωής μας. Τι έκανα πέρυσι, τι κάνω φέτος, τι μπορώ να κάνω φέτος. Τον χώρισε ακόμη και σε στιγμές. Για να Τον θυμόμαστε τον Κύριο, για να επιστρέφουμε σε Αυτόν και να μετανοούμε διαρκώς. Αδελφοί μου, ας κάνουμε αρχή σε όλα. Προπαντός όμως αρχή στη μετάνοια και στην αγιότητα. Και η αρχή θα μας χαρίσει το ήμισυ του παντός, το ήμισυ του έργου. Αλλά θα μας χαρίσει όμως ολόκληρη τη χαρά.


Ας κάνουμε λοιπόν αρχή και ο Κύριος Ιησούς, που για χάρη μας έγινε αρχή και χρόνος με την Ενανθρώπησή Του, σίγουρα θα μας βοηθήσει.

Η ΚΛΗΣΗ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ (Λουκ. 5, 1-11)

 †ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ


(Διασκευή ομιλίας στο Μύτικα Άρτας, στις 27/9/1992)


Πορεία προς την επίγνωση του Χριστού


Γιατί πάμε στην Εκκλησία;


Η απάντηση είναι: Γιατί αναζητούμε τον Θεό. Γιατί θέλουμε να πάμε «λίγο πιο κοντά Του». Θέλουμε να Τον βρούμε, να Τον αισθανθούμε, να πάρουμε την ευλογία Του, να μας σκεπάσει η δύναμή Του, να έλθει στην καρδιά μας και στη ζωή μας η χαρά και η ειρήνη που δίνει μόνο ο Θεός.


Όποιος δεν πηγαίνει με αυτό το φρόνημα στην Εκκλησία, λάθος κάνει. Όποιος δεν πηγαίνει στην Εκκλησία θέλοντας να γίνει καλλίτερος πνευματικά, να βελτιωθεί, για να έχει ελπίδα αιωνίου ζωής, ελπίδα αγάπης και στοργής εκ μέρους του Θεού, κάνει λάθος, γιατί πηγαίνει στην Εκκλησία για τον τύπο. Και ο τύπος όταν δεν έχει την ουσία, το πνεύμα που ζωοποιεί τα πάντα, είναι νεκρός.


Γι’ αυτό, έχοντας τους τύπους της Εκκλησίας μας, οφείλουμε να αναζητούμε την ουσία, το μεγάλο πνεύμα που κρύβεται πίσω από τον τύπο για να κάνουμε την ζωή μας, με τον τύπο που τηρούμε, να γεμίσει από την χάρη και την ευλογία του Θεού.


Παραδείγματος χάρη: Κάνουμε τον σταυρό μας, που είναι ένας τύπος της πίστης μας. Γιατί τον κάνουμε; Γιατί ο Χριστός σταυρώθηκε για μας. Και κάνοντάς τον θέλουμε να ομολογήσουμε ότι με τον θάνατό Του πάνω στον Σταυρό ο Χριστός, η πηγή της ζωής, μας δίνει αληθινή ζωή, ζωή που δεν τελειώνει με τον θάνατο. Αλλά αντίθετα, από εκεί και πέρα, θα αρχίσει μια ζωή χωρίς πόνο, χωρίς λύπη, χωρίς στεναγμό, και το σπουδαιότερο χωρίς αμαρτία και χωρίς φόβο ενός δευτέρου θανάτου.


Όταν λοιπόν κάνουμε τον σταυρό μας, ας φέρνουμε στον νου μας όλα αυτά και θα έχουμε μεγάλη ωφέλεια.


Πού ήρθες Χριστέ μου;


Σήμερα το Ευαγγέλιο μας είπε ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ενώ περπατούσε στην παραλία της Γεννησαρέτ είδε κάποιους ψαράδες που έπλεναν τα δίχτυά τους.


Τους ρώτησε:


-Πώς πήγατε παιδιά σήμερα;


-Τίποτε, του απάντησαν. Όλη την νύχτα ψάχναμε στην θάλασσα, όμως «λέπι δεν πιάσαμε».


Τότε ο Χριστός μπήκε στο καραβάκι του Πέτρου και τον παρακάλεσε να το τραβήξει λίγο πιο μέσα στη θάλασσα. Και από εκεί δίδασκε τον κόσμο που στεκόταν στην ακρογιαλιά. Όταν τελείωσε την διδασκαλία Του είπε στον Πέτρο, που ακόμη δεν είχε γίνει Απόστολος:


-Δεν πάμε λιγάκι παραμέσα να πιάσεις και κανένα ψαράκι;


Απάντησε ο Πέτρος:


-Κύριε όλη την νύχτα παλεύαμε, που ήταν ώρα για ψάρια και δεν πιάσαμε τίποτα. Πώς λοιπόν θα πιάσουμε τώρα, μέρα μεσημέρι; Αλλά μετά από τόσο ωραία λόγια που μας είπες, θα σου κάνω το χατίρι και θα ρίξω το δίχτυ.


Έριξαν πάλι τα δίχτυα και έπιασαν τόσα ψάρια που δεν τα είχαν πιάσει ποτέ στη ζωή τους. Αλλά ο Απόστολος Πέτρος, ήταν άνθρωπος που αναζητούσε την ουσία, όχι τους τύπους, και προσπαθούσε με την σκέψη του να ψάχνει να δει πού είναι ο Θεός, πού είναι τα έργα Του και πού είναι τα λόγια Του. Όταν λοιπόν είδε τα δίχτυα γεμάτα, και μάλιστα ώρα που δεν ήταν για ψάρια, κατάλαβε ότι ο Χριστός δεν ήταν μόνο ό,τι φαινόταν. Γιατί πώς διάταξε τα ψάρια και τον άκουσαν να κάνουν κάτι το εντελώς διαφορετικό απ’ ό,τι έκαναν κάθε ημέρα σε όλη τους την ζωή;


Δηλαδή ο Πέτρος κατάλαβε ότι πήρε ο Χριστός τα ψάρια και τα πήγε στο δίχτυ του, όπως εμείς παίρνουμε το γαϊδουράκι και το πηγαίνουμε εκεί που θέλουμε. Και σκέφθηκε: Ποιόν έχω μπροστά μου; Ποιός είναι αυτός που διατάζει τα ψάρια; Ο Θεός!


Πήγε λοιπόν, γονάτισε μπροστά Του και Του είπε: «Έξελθε απ’ εμού, Κύριε». Φύγε, Κύριε, γρήγορα από το καράβι μου, εγώ είμαι αμαρτωλός. Τι δουλειά έχεις Εσύ, Χριστέ μου, πάνω σ’ ένα καράβι που το έχουν μολύνει οι καθημερινές αμαρτίες μου; Δεν είμαι άξιος να είσαι κοντά μου.


Και αφού προσκύνησε τον Χριστό, τι έκανε; Τον θεώρησε καθρέφτη της ψυχής του, και είδε μέσα εκεί, μπροστά στο Χριστό, τον εαυτό του ακάθαρτο, γιατί θυμήθηκε τις αμαρτίες του. Γι’ αυτό είπε: «Χριστέ μου, δεν είμαι άξιος ούτε να Σε χαιρετήσω. «Έξελθε απ’ εμού», για να μη μολυνθείς».


Αδελφοί. Όταν εμείς, οι ταπεινοί άνθρωποι, που είμαστε μακριά από την αγιότητα του αποστόλου Πέτρου, ερχόμαστε πρόσωπο προς πρόσωπο με τον Χριστό, πρέπει να σκεφτόμαστε τις αμαρτίες μας. Και να βλέπουμε τι είμαστε και τι έχουμε απέναντί Του. Η αγία μας Εκκλησία και η σοφία των Πατέρων μας, έχει γεμίσει την ζωή μας με ευκαιρίες, που μας βάζουν μπροστά στον καθρέφτη του Χριστού.


Πρώτη ευκαιρία: Το πρωί και το βράδυ στεκόμαστε μπροστά στο Χριστό και κάνουμε την προσευχή μας. Στο φαγητό, κάνουμε τον σταυρό μας. Πρέπει «κάτι» να θυμόμαστε εκείνες τις στιγμές. Είναι Παρασκευή και θυμόμαστε ότι την Παρασκευή σταυρώθηκε για μας ο Χριστός. Την Τετάρτη θυμόμαστε ότι ένας άνθρωπος Τον πρόδωσε. Γιατί; Γιατί ενώ στέκονταν κοντά Του, δεν Τον είχε καθρέφτη του, αλλά του έβαλλε πάνω ένα μαύρο πανί, για να μην καθρεφτίζεται η ψυχή του στο φως του Χριστού, και πήγε και Τον πρόδωσε.


Και ορίζει η εκκλησία μας, να νηστεύουμε τις μέρες αυτές για να θυμόμαστε τον Χριστό που σταυρώθηκε για μας, και να Τον παρακαλούμε: «Χριστέ μου, φύλαξέ με να μην καταντήσω σαν τον Ιούδα. Γιατί ενώ έχω τόσες ευκαιρίες, να κοιτάζω το πρόσωπό μου στο φως Σου, εγώ κάνω ότι δεν καταλαβαίνω. Αλλά βάζω το μαύρο πανί των παθών και των αμαρτιών και της κακής μου διάθεσης μπροστά και κάνω πως δεν Σε βλέπω. Και μερικές φορές παίρνω το θάρρος, αντί να Σε δοξάζω και να Σε προσκυνώ, να Σε υβρίζω και να Σε αρνούμαι».


Αλλά η μεγαλύτερη και αγιότερη ευκαιρία είναι ότι ερχόμαστε στην Εκκλησία και ακούμε τόσα λόγια από το Πνεύμα το Άγιο, όλα διδασκαλία, όλα ελπίδα, όλα παρηγοριά. Μπαίνοντας μέσα στην Εκκλησία, πρέπει να ανοίγω τα αυτιά μου να μην χάσω λέξη. Όχι να σκέπτομαι πότε τα χρήματά μου, πότε το χωράφι μου, πότε τον περίπατό μου και πότε τα… πάθη μου. Όχι βέβαια για να τα διορθώσω, αλλά για να τα συνεχίσω.


Μέσα στην Εκκλησία πρέπει να κοιτάζουμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη του Χριστού. Μόνο να κοιτάζεις την εικόνα του γλυκύτατου Σωτήρος μας και ευεργέτη μας Ιησού Χριστού, γεμίζει η καρδιά σου από γλύκα, ειρήνη και χαρά.


Ο Πέτρος, λοιπόν, όταν είδε τα δίχτυα γεμάτα, είπε στο Χριστό: «έξελθε απ’ εμού, Κύριε, γιατί είμαι αμαρτωλός άνθρωπος». Ο Χριστός δεν του απάντησε: «σε ευχαριστώ που μου το λες, φεύγω», αλλά του είπε:


-Θάρρος Πέτρε! Από τη στιγμή, που λες αυτά τα λόγια, Εγώ όχι μόνο δεν φεύγω από κοντά σου αλλά σε παίρνω για πάντα κοντά Μου. Και από ψαρά για ψάρια, θα σε κάνω ψαρά ανθρώπων. Από εδώ και πέρα θα μαζεύεις ανθρώπους στο δικό Μου δίχτυ, που είναι η Εκκλησία, για τη Βασιλεία του Θεού.


Καιρός εσωτερικής εργασίας


Τι μας λένε αυτά τα λόγια του Χριστού; Όσο περισσότερο ταπεινωνόμαστε, τόσο περισσότερο ο Χριστός μάς αγαπάει. Όσο περισσότερο κατηγορούμε τον εαυτό μας και λέμε πως είμαστε αμαρτωλοί, τόσο περισσότερο ο Χριστός μας απαντάει: «είσαστε δικοί Μου. Έτσι σας θέλω. Να είστε άνθρωποι που κοιτάζουν με αγωνία το μέσα, όχι το έξω. Την ψυχή να κοιτάζουν! Είναι καθαρή;».


Όλοι φροντίζουμε να είμαστε καθαροί. Φοράμε ωραία ρούχα, για να φαινόμαστε όμορφοι ενώπιον των ανθρώπων, που μερικές φορές τι είναι; Δεν το λέμε για να κατακρίνουμε, αλλά για να διδαχθούμε. Μερικές φορές, είναι γεμάτοι αμαρτίες. Και όμως εμείς σε κάτι τέτοιους ανθρώπους φροντίζουμε να είμαστε ευάρεστοι. Για φανταστείτε, τι αγώνα πρέπει να κάνουμε για να είμαστε, ευάρεστοι, πλυμένοι και καθαροί, ενώπιον του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Εκείνου, που και τώρα έχουμε τόσο πολύ ανάγκη την ευλογία Του και την χάρη Του, αλλά και Εκείνου που θα μας δώσει την αιώνια ζωή!


Ο πρώτος στόχος του αγώνα μας αυτού πρέπει να είναι, να τοποθετηθούμε σωστά, δηλαδή με ταπείνωση, μπροστά στον Κύριό μας Ιησού Χριστό. Όταν κάποιος βλέπει τις αμαρτίες του, ταπεινώνει όχι τους άλλους, αλλά τον εαυτό του, και λέει: «Φαίνεται πως δεν είμαι τόσο καλός όπως πίστευα». Αυτή είναι η μεγαλύτερη σοφία. Να φτάνει κανείς στο συμπέρασμα ότι δεν είναι τόσο καλός όσο πρέπει γιατί έχει αμαρτίες. Όσο περισσότερο ανακαλύπτουμε ότι δεν είμαστε καλοί, τόσο περισσότερο πλησιάζουμε στο Θεό.


Όταν εξομολογούμεθα, ενώπιον τίνος ταπεινωνόμαστε; Όχι ενώπιον του παπά, αλλά ενώπιον του Θεού. Είπε ο Χριστός στους Αποστόλους και στους ιερείς: «Αν τινων αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς, αν τινων κρατήτε, κεκράτηνται». Αν σεις συγχωρείτε τις αμαρτίες όταν σας τις πουν με ταπείνωση, σαν να τις λένε σε Μένα, είναι συγχωρεμένες, και τους ανθρώπους αυτούς που εξομολογούνται, τους αγαπάω και τους θέλω για πάντα κοντά Μου. Αν δεν τις πουν και δεν τις συγχωρήσετε μένουν πάνω τους.


Και μετά, αδελφοί μου, πηγαίνουμε να κοινωνήσουμε το Άχραντο Σώμα και το Τίμιο Αίμα του Χριστού, λέγοντας: «Ως ο ληστής, ως ο τελώνης, ως η πόρνη, έτσι έρχομαι Χριστέ μου και εγώ. Ένας ταπεινός άνθρωπος είμαι. Μπορεί να μην έκανα τα ίδια έργα, με τον τελώνη, με την πόρνη, με τον ληστή, αλλά κοιτάζοντας τον εαυτό μου και βλέποντας τις αμαρτίες μου, πού να ξέρω μήπως είμαι και χειρότερος από εκείνους... Συγχώρεσέ με, Χριστέ μου. Πάρε με κοντά Σου».


Αδελφοί, γι’ αυτά να μιλάμε στους άλλους ανθρώπους. Όχι μόνο για τα χωράφια, ούτε για τον καιρό, ούτε για τα πολιτικά, ούτε για το ποδόσφαιρο. Δεν αξίζει τον κόπο να μιλά κανείς γι’ αυτά. Γιατί μπροστά στην αιώνιο ζωή είναι γελοιότητες. Να μιλάμε για πράγματα, που φωτίζουν και αγιάζουν. Και τότε ο Χριστός θα δίνει χάρη, έλεος, φωτισμό και σοφία. Αμήν.

Κυριακή Α΄ Λουκᾶ (Λουκ. ε΄. 1-11)

 Θεοφυλάκτου Ἀρχιεπισκόπου Βουλγαρίας


«Τὸν ἐστρίμωχναν τὰ πλήθη, γιὰ ν’ ἀκούσουν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ κι αὐτὸς στεκόταν κοντὰ στὴ λίμνη Γενησαρέτ. Εἶδε δυὸ βάρκες ἀραγμένες στὴν ἀκρολιμνιά·  οἱ ψαράδες πιὸ κεῖ ἔπλυναν τὰ δίχτυα τους. Μπῆκε σὲ μιὰ ἀπ’ αὐτὲς ποὺ ἦταν τοῦ Σίμωνα καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ ξεμακρύνη λίγο ἀπὸ τὴ στεριά.  Κι ἀφοῦ κάθισε ἄρχισε νὰ διδάσκη τὸν κόσμο μέσ’ ἀπὸ τὴ βάρκα. Ὅταν τέλειωσε εἶπε στὸ Σίμωνα· Γύρισε στ’ ἀνοιχτὰ καὶ ρίξετε τὰ δίχτυα γιὰ ψάρεμα.


 Τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Σίμωνας καὶ τοῦ εἶπε· Δάσκαλε, ὅλη τὴ νύχτα κοπιάσαμε καὶ δὲν πιάσαμε τίποτα.  Θὰ ρίξω ὅμως τὸ δίχτυ ἀφοῦ τὸ ὁρίζεις. Ἔκαμαν ἔτσι κι ἔπιασαν τόσο μεγάλο πλῆθος ψάρια ποὺ ἄρχισε τὸ δίχτυ νὰ σπάζη.  Φώναξαν τοὺς συνεταίρους τους τῆς δεύτερης βάρκας νὰ πᾶν νὰ τοὺς βοηθήσουν. Πῆγαν καὶ γέμισαν καὶ οἱ δύο βάρκες σὲ σημεῖο νὰ βουλιάζουν. Ὅταν τὸ εἶδε αὐτὸ ὁ Σίμωνας πέφτει στὰ γόνατα τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὸν παρακαλεῖ. Ἕβγα ἀπ’ τὴ βάρκα μου, Κύριε, γιατὶ εἶμαι ἁμαρτωλός. Τὸν εἶχε γεμίσει θάμπος κι αὐτὸν κι ὅλους τοὺς συντρόφους του γιὰ τὰ  ψάρια ποὺ εἶχαν πιάσει μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο. Ὅμοια εἶχαν ξαφνιαστῆ κι ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης, γιοὶ τοῦ Ζεβεδαίου ποὺ ἦσαν συνέταιροι τοῦ Σίμωνα. Γι’ αὐτὸ ὁ Ἰησοῦς εἶπε στὸν   Σίμωνα· Μὴ φοβᾶσαι, ἀπὸ τώρα θὰ ψαρεύης ἀνθρώπους.  Κι ἀφοῦ ἔσυραν τὰ πλοῖα στὴ στεριά, τὰ παράτησαν ὅλα καὶ τὸν ἀκολούθησαν».

Ἀποφεύγει ὁ Κύριος τὴ φήμη, κι αὐτὴ τόσο περισσότρο τὸν καταδιώκει. Ἑρχόταν ὁ κόσμος, κι ἐκεῖνος ἀνεβαίνει στὸ πλοῖο.  Γιὰ νὰ μιλάη ἀπὸ τὸ πλοῖο σ’ αὐτοὺς ποὺ στέκονταν στὴν ἀμουδιά· ὅλοι ἀπέναντί του. Κι ἀφοῦ μίλησε στὸ πλῆθος, δὲν ἄφησε χωρὶς ἀμοιβὴ τὸν κύριο τοῦ πλοίου.  Τὸν εὐεργετεῖ διπλά: τοῦ χάρισε πλῆθος ψάρια καὶ τὸν κάμει μαθητή του.  Θαυμάστε τὸν τρόπο τοῦ Κυρίου, πῶς προσελκύει καθένα μὲ τὰ δικὰ του καὶ τοὺς συντρόφους του. Προσέξετε καὶ τὴν ἠπιότητα τοῦ Χριστοῦ πῶς παρακαλεῖ τὸν Πέτρο ν’ ἀπομακρύνη τὸ πλοῖο ἀπὸ τὴ γῆ. Τὴ λέξη ἠρώτησε πρέπει νὰ τὴν πάρωμε στὴ θέση τῆς λέξης παρακάλεσε. Ἀλλὰ ὁ Πέτρος πόσο βολικὸς ἦταν ὥστε νὰ δεχθῆ στὸ πλοῖο του ἄνθρωπο ποὺ δὲ γνώριζε καὶ νὰ τὸν ἀκούη σὲ ὅλα. Ὅταν τοῦ εἶπε νὰ πᾶνε ἀνοιχτά, δὲν ἀρνήθηκε. Μποροῦσε νὰ πῆ, Ὅλη τὴ νύχτα κοπίασα καὶ δὲν ἐκέρδισα τίποτα καὶ τώρα νὰ σὲ ἀκούσω καὶ νὰ ὑποβληθῶ σὲ νέους κόπους; Δὲν εἶπε τίποτα ἀπ’ αὐτά. Ἀλλὰ τὸ ἀντίθετο. Ἀφοῦ μὲ συμβουλεύεις θὰ ρίξω τὸ δίχτυ στὴ θάλασσα. Τόσο θερμὴ ἦταν ἡ πίστη του καὶ προτοῦ πιστέψη. Γι’ αὐτὸ καὶ πιάνει τόσα ψάρια, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τὰ τραβήξη καὶ κάμει νόημα στοὺς συντρόφους του, στοὺς συνεργάτες στὸ ἄλλο πλοῖο. Μὲ νοήματα τοὺς προσκαλεῖ γιατὶ ἡ ἔκπληξή του ἀπὸ τὴν ψαριὰ δὲν τὸν ἄφηνε οὔτε νὰ μιλήση.  Μὲ πολὺ σεβασμὸ ἔπειτα ὁ Πέτρος ζητεῖ ἀπὸ τὸ Χριστὸ νὰ μὴ μείνη στὸ πλοῖο του, χαρακτηρίζοντας ἁμαρτωλὸ τὸν ἑαυτό του κι ἀνάξιο νὰ μείνη μαζί του. Ἑρμηνεύσετέ τα ἄν θέλετε καὶ ἀλληγορικά. Τὸ πλοῖο εἶναι ἡ Συναγωγὴ τῶν Ἰουδαίων. Ὁ Πέτρος δίνει τὸν τύπο τῶν δασκάλων τοῦ Νόμου. Ὅλη τὴ νύχτα κοπίασαν οἱ δάσκαλοι πρὶν ἀπὸ τὸ Χριστὸ καὶ δὲν ἔπιασαν τίποτε. Νύχτα· ὁ   καιρὸς πρὶν ἀπὸ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ. Κι ὅταν ἦλθε ὁ Χριστὸς καὶ ἔγινε ἡμέρα, ἀφοῦ πῆραν τὴ θέση τῶν νομοδιδασκάλων οἱ ἀπόστολοι στὸ λόγο ἐκείνου δηλαδὴ στὴν προσταγή του, ρίχνουν τὸ δίχτυ τοῦ Εὐαγγελίου καὶ συλλαμβάνουν πλῆθος ἀνθρώπους.  Μόνος του ὁ καθένας δὲν μπορῆ οἱ ἀπόστολοι νὰ τραβήξουν τὸ δίχτυ μὲ τὰ ψάρια ἀλλὰ κάμουν νόημα στοὺς συντρόφους καὶ συνεργάτες τους καὶ συνεργάζονται μαζί τους.  Αὐτοὶ εἶναι οἱ κατὰ τὶς διάφορες ἐποχὲς ποιμένες καὶ διδάσκαλοι τῶν Ἐκκλησιῶν, ποὺ ἐξηγοῦν καὶ ἑρμηνεύουν τὴν ἀποστολικὴ διδασκαλία καὶ συνεργάζονται μὲ τοὺς ἀποστόλους γιὰ νὰ συλλάβουν τοὺς ἀνθρώπους.  Προσέξετε καὶ τὴ φράση ρίχουν τὰ δίχτυα. Τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι τὸ δίχτυ, λέξη ταπεινὴ καὶ συνηθισμένη ποὺ ταιριάζει μὲ τὴν ἀσημότητα ἐκείνων ποὺ τὴν ἀκοῦν καὶ γι’ αὐτὸ καὶ ὁ λόγος νὰ ριχτῆ στὴ θάλασσα. Κι ἄν κανένας ἔλεγε ὅτι φανερώνεται τὸ βάθος τῶν νοημάτων μὲ τὴν ἔκφραση ρίχουν τὸ δίχτυ στὴ θάλασσα, κι αὐτὸ δὲν θὰ ἦταν ἀταίριαστο. Ἐκπληρώθηκε ὁ λόγος τοῦ προφήτου ποὺ εἶπε· Ἰδοὺ, ἐγὼ θὰ στείλω πολλοὺς ψαράδες, λέγει ὁ Κύριος. Κι ἔπειτα θὰ στείλω πολλοὺς κυνηγοὺς καὶ θὰ τοὺς συλλάβουν. Καὶ ψαράδες ἐννοεῖ τοὺς ἁγίους ἀποστόλους, ἐνῶ κυνηγοὺς τοὺς κατὰ τὶς διάφορες ἐποχὲς προϊσταμένους καὶ διδασκάλους τῶν Ἐκκλησιῶν.

Μητροπολίτου Τρίκκης καὶ Σταγῶν Διονυσίου

Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον

Τόμος Δεύτερος

Ἀθῆναι 1969

σελ.325-327