Κυριακή 31 Αυγούστου 2025

Κυριακή Β’ Ματθαίου: Εξάρτησις και εξαρτήσεις

 π. Αθανάσιος Μυτιληναίος


[Ματθ. 4,18-23]


Απομαγνητοφωνημένη ομιλία που εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 28-6-1992


Καθώς, αγαπητοί μου, ανοίγει η εκκλησιαστική περίοδος του ευαγγελιστού Ματθαίου, η Εκκλησία μας, παρουσιάζει την ωραία εκείνη εικόνα που ο Κύριος αναζητά τους πρώτους Του μαθητάς παρά την λίμνην της Τιβεριάδος. Εκεί βρήκε τα πρώτα δύο ζεύγη αδελφών, που τους κάλεσε κοντά Του. Ήταν ο Πέτρος και ο Ανδρέας, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης. Ήταν ένα όμορφο πρωινό στην ακρολιμνιά. Εκεί, στα ήσυχα νερά της λίμνης, είδε το πρώτο ζεύγος, «βάλλοντας ἀμφίβληστρον εἰς τὴν θάλασσαν· ἦσαν γὰρ ἁλιεῖς». Ρίχνοντας το δίχτυ τους στη θάλασσα· γιατί ήσαν αλιείς. Και τους λέγει: «Δεῦτε ὀπίσω μου, καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων». Και εκείνοι «εὐθέως ἀφέντες τὸ πλοῖον καὶ τὸν πατέρα αὐτῶν ἠκολούθησαν αὐτῷ». Κι εκείνοι αμέσως, αφού άφησαν τα δίχτυα τους, τον ηκολούθησαν. Και αφού προχώρησε λίγο πιο πέρα ο Κύριος, είδε το δεύτερο ζεύγος αδελφών. Τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη. Λέγει τότε και σ’ αυτούς να Τον ακολουθήσουν. «Οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὸ πλοῖον καὶ τὸν πατέρα αὐτῶν ἠκολούθησαν αὐτῷ». Εκείνοι δε αμέσως, αφού άφησαν το πλοίο και τον πατέρα τους, Τον ηκολούθησαν.


Οι πρώτοι άφησαν τα δίχτυα τους και Τον ακολουθούν. Οι δεύτεροι άφησαν πλοίο και πατέρα και ακολούθησαν τον Ιησούν. Μένομε, αγαπητοί μου, έκπληκτοι, που τόσο οι πρώτοι, όσο και οι δεύτεροι, άφησαν ευθέως, αμέσως, ό,τι τους συνέδεε και ακολουθούν τον Χριστόν. Τους χαρακτηρίζει εκείνο το «ευθέως», τους χαρακτηρίζει μία ανεξαρτητοποίησις με ό,τι ήσαν δεμένοι. Με πρόσωπα και με πράγματα. Είναι εκπληκτικόν. Και μένουν στην εξάρτηση του Ιησού, χωρίς όρους και συμφωνίες.


Αυτήν την απόρριψη των εξαρτήσεων και τη μετάβαση σε μία νέα εξάρτηση, αγαπητοί μου, θα δούμε σήμερα. Οι μαθηταί, σαν ψαράδες το επάγγελμα – ἦσαν γὰρ ἁλιεῖς – για να μη θεωρηθεί ότι απλώς έκαναν το χόμπυ τους, δηλαδή ήσαν ερασιτέχνες, πήγαν στη λίμνη εκεί, για να ψαρέψουν. Ήσαν επαγγελματίαι. Ζούσαν. Ήταν η δουλειά τους. Οι μαθηταί, λοιπόν, σαν ψαράδες επαγγελματίαι και σαν άνθρωποι, είχαν τη δική τους οικογένεια· όπως ο Πέτρος. Είχε πενθερά, μας σημειώνει κάπου αλλού το Ευαγγέλιο. Ή ήσαν άγαμοι ακόμη, όπως ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, στην πατρική τους οικογένεια, με τον πατέρα τους και τη μητέρα τους και τα τυχόν άλλα τους αδέλφια. Πάντως ευρίσκοντο στον χώρον των νομίμων και φυσικών εξαρτήσεων.


Πράγματι, κάθε άνθρωπος που έρχεται εις τον κόσμον, από τη στιγμή που παίρνει διαστάσεις υπάρξεως μέσα σε αυτά τα σπλάχνα ακόμη της μάνας του, μπαίνει στην εξάρτηση του χώρου και του χρόνου. Ο άνθρωπος κατ’ ανάγκην είναι χωροχρονικός. Δύο δεσμά που μπαίνουν αμέσως στην κάθε ύπαρξη και από τα οποία δεσμά του χώρου και του χρόνου, είναι αδύνατον να απαλλαγεί κάθε ύπαρξις, φυσικά και αυτός ο άνθρωπος. Έτσι γεννιέται ο άνθρωπος και κατοπινά μπαίνει σε ένα πολύπλοκο δίκτυο εξαρτήσεων, αλληλεξαρτήσεων. Άνθρωποι με ανθρώπους, κοινωνικά, έχομε μίαν εξάρτησιν κοινωνικά και άνθρωποι με περιβάλλον βιολογικά. Αναπνέομε τον αέρα, χωρίς αέρα δεν μπορούμε να ζήσουμε, εξαρτώμεθα από τον αέρα, το οξυγόνο του αέρος, ακόμη από το νερό, από τις τροφές, από τον ήλιο… Γενικά εξαρτώμεθα. Από τη βαρύτητά μας επάνω στη Γη κ.ο.κ. Και αυτή η Γη μας ακόμη, εξαρτάται από τον δικό μας τον ήλιο. Πώς κινείται η Γη μας; Κινείται περί τον ήλιον, εξαρτώμενη απ’ αυτόν. Αλλά και ο ήλιος ο δικός μας ανήκει στον δικό μας τον Γαλαξία. Αν λογαριάσει κανείς, ότι υπάρχουν, όσα είδαμε τουλάχιστον μέχρι σήμερα, κάπου διακόσια εκατομμύρια Γαλαξίαι. Και κάθε Γαλαξίας έχει εκατομμύρια και δισεκατομμύρια ηλίους. Το ένα εξαρτάται από το άλλο. Και αυτές όλες οι εξαρτήσεις είναι εντελώς, εντελώς φυσικές εκ κατασκευής. Έτσι ο Θεός έκανε τα πράγματα, γιατί έτσι ήθελε να κάνει τα πράγματα. Να έχουν μια αλληλεξάρτησιν. Δεν υπάρχει τίποτε, μα απολύτως τίποτε εις τον κόσμον αυτόν, ανεξάρτητον. Ούτε ένα ηλεκτρόνιον. Δεν λέγω άτομον της ύλης. Ούτε ένα ηλεκτρόνιον δεν έχει, θα λέγαμε, ανεξαρτησία. Τα πάντα εξαρτώνται. Ένα μόνο δεν εξαρτάται. Ο Θεός. Ο Θεός είναι έξω από όλα αυτά. Είναι ανεξάρτητος ο Θεός.


Μέσα λοιπόν σε αυτές τις δαιδαλώδεις αλληλεξαρτήσεις, ο Θεός θέλει να πετυχαίνεται η κοινωνία των όντων και όλα τα όντα μαζί, την κοινωνία με τον Θεό, διά των χειρών του ανθρώπου. Είδατε προηγουμένως στη Θεία Λειτουργία; Εσηκώσαμε το άγιο ποτήριον και το άγιο δισκάριον προς της τελεσιουργήσεως του μυστηρίου και του είπαμε, εσείς Του είπατε του Θεού, δια στόματος ιερέως: «Τά σά ἐκ τῶν σῶν Σοι προσφέρομεν». Σεις το είπατε, με τα χέρια του ιερέως και το κάνατε. Γιατί εσείς φτιάξατε το κρασί και το πρόσφορο. Και προσφέρει ο ιερεύς με τα χέρια, τα δικά του είναι, αλλά τα δικά σας χέρια, εις τον Θεόν την κτίσιν. Έτσι βλέπει κανείς ότι πραγματικά όλα τα όντα μαζί πρέπει να τύχουν μιας κοινωνίας με τον Θεό, δια των χειρών του ανθρώπου.


Ο άνθρωπος προσφέρει, ως ιερεύς, την κτίσιν στον Θεό. Προσέξατέ το. Πας άνθρωπος. Είναι εκείνο που λέγει και στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη, ότι ο Θεός τον λαόν Του τον έκανε να είναι ἱερεῖς καί βασιλεῖς. Το γνωστόν βασίλειον ἱεράτευμα. Δεν είναι βέβαια της ώρας να πούμε τι σημαίνει για τον κάθε πιστό που βαπτίζεται, ότι είναι ιερεύς της Δημιουργίας. Και ιερεύς του εαυτού του στον Θεό. Προσφέρει στον Θεό. Όταν λέει στην προς Ρωμαίους ο απόστολος Παύλος: «Να προσφέρετε θυσίαν ζώσαν και ευάρεστον εις τον Θεόν. Την λογικήν»,  λέγει, -δηλαδή πνευματικήν- «λατρεία στον Θεό». Τι είναι; Η καθαρότητα του εαυτού σας. Είναι εκπληκτικό αυτό, αγαπητοί μου. Έτσι ζούσε ο Αδάμ στον Παράδεισο. Προσφέροντας την κτίσιν. Εξηρτημένος από την φύσιν, διότι έτρωγε, έπινε, ανέπνεε. Ωστόσο προσφέρει στον Θεό την κτίσιν ως ιερεύς της Δημιουργίας. Είναι μεγαλειώδες. Έτσι το θέλει ο Θεός. Και ξαναλέγω: είναι μεγαλειώδες.


Ο Αδάμ όμως με την παραδοχή που έκανε με τον διάβολο, αμέσως πέρασε από τον χώρον των θείων και φυσικών και νομίμων εξαρτήσεων, στον χώρο της δαιμονικής εξαρτήσεως. Κι από δω αρχίζει μία περιπέτεια δαιμονικών αλληλεξαρτήσεων. Η φύσις δαιμονοκρατείται με την πτώση του Αδάμ και ο άνθρωπος εξαρτάται πλέον από μίαν δαιμονοκρατουμένη κτίση. Έχουν πολλή σημασία αυτά. Αρχίζει η ιστορία των παθών εις τον άνθρωπον. Ο άνθρωπος αρχίζει να σωριάζει στον εαυτό του ή καλύτερα, να τον εθίζει στα πάθη. Και τα πάθη δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο χρονισμός συγκεκριμένων αμαρτημάτων. Αν πω ψέματα και ξαναπώ, έκανα αμαρτία. Και ξαναπώ και ξαναπώ, τότε αυτή η αμαρτία γίνεται πάθος, γίνεται εθισμός. Και έχω μία ροπή, χωρίς κανείς να με προκαλεί, να λέγω ψέματα εκεί που θα ήταν περιττό να πω ψέματα. Γιατί; Γιατί αυτό έγινε πάθος. Έτσι, αγαπητοί μου, όλα τα αμαρτήματα, εάν χρονίσουν, γίνονται πάθη. Τα πάθη πλέον όμως επιβάλλουν την εξάρτηση στον άνθρωπο.


Εδώ είναι που γίνεται ο άνθρωπος ένα τραγικόν πρόσωπον. Εξάρτησις από τα πάθη αφύσικος και παράνομος. Δηλαδή και παρά φύσιν και παρά νόμον. Αυτό θα πει αφύσικος και παράνομος. Ο άνθρωπος γίνεται δούλος των παθών. Δεν διστάζει με τον τρόπον αυτόν, όχι μόνον τις εντολές του Θεού να παραβεί –παράνομος–  αλλά και αυτούς τους φυσικούς νόμους να παραβεί και λέγεται «παρά φύσιν άνθρωπος». Να αναφέρω τι σημαίνει παρά φύσιν άνθρωπος; Είναι φοβερό. Κάπου ο Δανιήλ αναφέρεται εις τον Αντίχριστον και λέγει εκεί ότι θα καταργήσει νόμον, τον νόμον και την φύσιν. Δεν είναι όμως της ώρας αυτό. Απλώς έκανα έναν υπαινιγμό.


Τώρα ο άνθρωπος, μετά την πτώση του, τι κάνει; Αναζητά την ηδονή. Την ηδονή εν ευρεία εννοία. Άμεσα. Εκείνη η οποία με τη σειρά της η ηδονή επιβάλλει την εξάρτηση από αυτήν του ανθρώπου. Τον κάνει δούλο τον άνθρωπο η ηδονή. Η ιστορία της ηδονής ξεκίνησε από τον Παράδεισο. Όταν η Εύα είδε ότι ο καρπός ήταν ωραίος, λέγει να τον βλέπεις, και γλυκύς  να τον τρως. Μέχρι τότε, δεν έβλεπε η Εύα τον καρπόν; Πώς τώρα ξυπνά μία άλλη επιθυμία; Όπως λέγει ο άγιος Ανδρέας Κρήτης στον μεγάλο του Κανόνα: αυτή η «παράλογος ἐπιθυμία, ἡ παράλογος βρώσις». Τι είναι λοιπόν αυτό; Απ΄τη στιγμή που ο άνθρωπος δοκιμάζει, αφού ξεκινάει από κει η αναζήτηση της ηδονής, της ευχαρίστησης πάντα, ξαναλέγω, εν ευρεία εννοία, επέρχεται η οδύνη. Εφεξής, ηδονή και οδύνη, θα πηγαίνουν πλάι πλάι. Έκτοτε ο άνθρωπος την αναζητά, παρ’ ότι γνωρίζει την οδύνη, αναζητά την ηδονή και με τον τρόπον αυτόν εδημιούργησε τον ευδαιμονισμό· που είναι ο υπ’ αριθμόν ένα εχθρός του πνευματικού βίου. Λέει ο Ιερός Χρυσόστομος ότι «ὁ εὐδαιμονισμός διώκει μηδενός διώκοντος». Ότι ο ευδαιμονισμός διώκει όχι όπως ο Νέρων και ο Διοκλητιανός. Εκεί οι Χριστιανοί πραγματικά εχαλυβδώνοντο και αντιστέκονταν και γίνονταν μάρτυρες. Ο ηδονισμός, η ευημερία, παραλύει τον άνθρωπον και παραδίδεται εις το κοσμικόν φρόνημα. Γι΄αυτό λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος ψυχολογικότατα και αληθινότατα ότι όλη αυτή η ιστορία είναι η χειρότερη για τον άνθρωπο.


Ακόμη ο ευδαιμονισμός αναζητείται στον πλούτον. Δηλαδή στα πολλά αγαθά, δηλαδή σε εκείνα που είναι παραπάνω από τις ανάγκες μας. Εκείνο το ξεπέρασμα, που λέγει ο Απόστολος «ἔχοντες δὲ διατροφὰς καὶ σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα». Με αυτά τα πολλά αγαθά γεννιέται η αλαζονεία του βίου, δηλαδή είναι μία επίδειξις και μια προβολή ενός νομιζομένου υπάρχοντος και υπερέχοντος εγώ. «Εγώ είμαι εγώ!». Αναζητείται ακόμη μέσα εις τον ευδαιμονισμό, ένας πληθωρικός πολιτισμός και μάλιστα τεχνικός. Αναζητείται ακόμη η ικανοποίησις του γενετησίου ενστίκτου. Με όλο το ρεπερτόριο των διαστροφών. Επέρχεται κορεσμός και αναζητούμε νέους τρόπους ικανοποιήσεως, που είναι ο χώρος των παρεκτροπών, των διαστροφών. Αυτό έκαναν οι Σοδομίται. «Ἐπλήσθησαν ἄρτου», λέει η Γραφή. Δηλαδή χόρτασαν. Χόρτασαν, είχαν πολλά αγαθά. Και αναζητούσαν να βρουν σε νέους τρόπους την ηδονή.


Το κάπνισμα, ναι, προσέξτε, το κάπνισμα, το κάπνισμα είναι ηδονιστικόν. Γι΄αυτό και δεν μπορεί ο άνθρωπος να το κόψει. Διεγείρει το νευρικό σύστημα. Και αφήνει μνήμη επάνω στο νευρικό σύστημα. Κι αν το ΄κοψες, αδελφέ μου, κάποια φορά, υπάρχει μεγάλη πιθανότης να το ξαναθυμηθείς. Γιατί απλούστατα είναι ναρκωτικόν. Και όπως δόθηκε ο χαρακτηρισμός «κοινής αποδοχής». Ναρκωτικόν κοινής αποδοχής. Ναι. Το κάπνισμα λοιπόν μπορεί να χαρακτηριστεί το σήμα κατατεθέν του ηδονιστικού πολιτισμού μας. Δεν είναι υπερβολή. Διότι το κάπνισμα άνοιξε τον δρόμο· τον δρόμο στα ναρκωτικά· που αποτελούν πλέον την κορωνίδα του πράγματος. Κανείς δεν έπεσε στα ναρκωτικά εάν προηγουμένως δεν έμαθε να καπνίζει. Είναι η πρόσβασις. Είναι η γέφυρα.


Μάλιστα αυτές τις ημέρες, χθες, προχθές, είχαμε την ημέρα κατά των ναρκωτικών. Ας θεωρηθούν κι αυτά που λέμε, μία μικρή, σπουδαιοτάτη όμως, με θεολογικό υπόβαθρο, συμβολή εις την προσπάθεια αυτή, γιατί έχω παρατηρήσει ότι κάνομε μνεία των πραγμάτων, εισηγούμεθα μύριες μεθόδους, εκτός από κείνη την σπουδαία, την τρανή. Να βάλομε στα παιδιά μας τον φόβο του Θεού. Και την μη αναζήτηση της ηδονής, μ’ αυτήν την ευρεία έννοια.


Έτσι, κάπνισμα και ναρκωτικά, δημιουργούν φοβερές εξαρτήσεις στον άνθρωπο. Φοβερές. Να κάνω περιγραφή; Δεν κάνω. Μπορεί και με τα μάτια σας να είδατε τους ανθρώπους θύματα, ιδίως νέους, αυτών των καταστάσεων. Ξέρετε ότι στην Ελλάδα, από τον μαθητόκοσμο έχομε 27.000 μαθητάς, αγόρια και κορίτσια, που παίρνουν ναρκωτικά; Το ακούσατε καλά; Εικοσιεφτά χιλιάδες μαθητάς έχομε. Δεν σας ανησυχεί αυτό; Δεν μπορείτε να σκεφτείτε ότι ένα παιδί σας, ένα εγγόνι σας, μπορεί να είναι μέσα σε αυτόν τον αριθμό; Κι επειδή είπαμε αυτόν τον σύνδεσμο της ηδονής με την οδύνη, γι΄ αυτό σήμερα βλέπομε άπειρα θύματα που ξεκινούν από την ηδονή και εξαρτώμενοι από αυτήν, ζουν την πιο φοβερή οδύνη, την πιο τραγική οδύνη. Μέχρι τον θάνατο! Και οι εξαρτήσεις αυτές δημιουργούν την πιο στυγνή τυραννία.


Και ο άνθρωπος θα μένει πάντοτε καταδικασμένος σε αυτές τις δαιμονικές, πώς αλλιώς να το πούμε, τις δαιμονικές εξαρτήσεις; Τα ναρκωτικά ποιος τα έφτιαξε; Ο Θεός, αγαπητοί μου. Είναι υπεύθυνος ο Θεός; Άπαγε. Τα σταφύλια που κάνουν κρασί, ποιος τα δημιούργησε; Ο Θεός. Αν υπάρχουν μέθυσοι, φταίει ο Θεός; Άπαγε της βλασφημίας! Είναι η δαιμονική υπόδειξις: «Φάε αυτό». Μα ο Θεός δεν το έκανε γι’ αυτό να το φας. Όλα τα πράγματα δεν δοκιμάζονται. Έχουν ποικίλους σκοπούς, αν το θέλετε, αποτελούν, και σκοπόν να μην είχαν, που έχουν σκοπόν, αποτελούν το δένδρο της γνώσεως καλού και κακού, που σου λέει ο Θεός: «Απ’ αυτό δεν θα δοκιμάσεις». Βλέπετε ότι μέσα στην Ιστορία συνεχίζει η παρουσία του δένδρου του καλού και του κακού;


Αλλά πάντα θα μένουν έτσι τα πράγματα; Όχι, αγαπητοί μου. Γι΄ αυτό ήλθε ο Υιός του Θεού. Να σπάσει αυτές τις αφύσικες εξαρτήσεις και να μας ξαναφέρει στη φυσική και θεϊκή εξάρτηση. Ο Χριστός μάς ξαναγύρισε στο μέτρο της χρήσεως της κτίσεως. Μόνο ό,τι είναι φυσικόν, ευλογείται. Ό,τι είναι αφύσικον, δεν ευλογείται. Ο γάμος ευλογείται· αλλά όχι η πορνεία. Η λήψη τροφής ευλογείται. Γιατί έτσι κατασκευαστήκαμε. Θυμηθείτε όταν ανέστησε την κόρη του Ιαείρου και είπε: «Δώσατέ της να φάει». Εκείνος που την ανέστησε, δεν θα μπορούσε να τη δυναμώσει άνευ τροφής; Όχι· έτσι τα κατασκεύασε ο Θεός. Αλλά ωστόσο δεν είναι ευλογημένη η γαστριμαργία. Μας είπε να αγαπάμε τους γονείς μας και τα παιδιά μας και τους άλλους ανθρώπους. Αλλά όχι πιο πάνω από τον Θεό. Έβαλε μία ιεράρχηση. Μας έδωσε μια ωραία φύση, που μπορούμε να την εκμεταλλευώμεθα, αλλά όχι να την καταχρώμεθα. Ή να την καταστρέφομε ή να την θεοποιούμε. Με τον τρόπον αυτόν ο Κύριος μας έβγαλε από τη δαιμονική και παράνομη εξάρτηση σε μία φυσική και νόμιμη. Και όχι μόνον ο Χριστός μας ελευθέρωσε από την αφύσικη και δαιμονική εξάρτηση, αλλά και κάτι πολύ περισσότερο, ασύλληπτα περισσότερο. Ήλθε να σπάσει τα δεσμά του καθηλωμένου Προμηθέα από τον Καύκασον της φθοράς και του θανάτου. Γιατί; Γιατί μετά την κοινήν ανάστασιν, δεν θα υπάρχει φθορά. Φθορά θα πει μεταβολή σωματική. Τρώγω, πεινώ, κοιμάμαι, κουράζομαι. Και λέγει ο Παύλος ότι «Ὁ δὲ Θεὸς καὶ ταύτην (την κοιλίαν, γράφει στους Κορινθίους στην Α΄επιστολή του) καὶ ταῦτα (τα βρώματα, τα φαγητά) καταργήσει». Γιατί; Δεν θα υπάρχει πλέον η φθορά. Καταργείται και ο θάνατος. Φθορά και θάνατος, καταργούνται αυτά. Κοιλία λοιπόν και θάνατος, είναι οι δύο ακαταμάχητοι εχθροί που νικώνται. Και από τους οποίους εχθρούς τώρα, έχομε πλήρη εξάρτηση.


Αυτά μας έφερε ο Κύριος. Ήρθε να σπάσει λοιπόν τους δεσμούς του κακού και των εξαρτήσεων. Παρατηρούμε ότι όταν ο Κύριος κάλεσε τα δύο ζεύγη των αδελφών, Πέτρον, Ιάκωβον, Ιωάννην και Ανδρέα, τους είπα λίγο ανάποδα, αυτοί άφησαν κάποιες φυσικές και νόμιμες και ευλογημένες εξαρτήσεις. Ψαράδες ήσαν. Τι ωραίο επάγγελμα! Είχαν οικογένειες. Τον πατέρα τους, τη μάνα τους είχαν… Άφησαν όμως τα σύνεργά τους, συγνώμη ήσαν εξαρτώμενοι από όλα αυτά. Αλλά εδώ έχομε κάτι καταπληκτικό με τους μαθητάς αυτούς, τα δύο ζεύγη των μαθητών. Να δημιουργούν μία προοδευτική απεξάρτηση ακόμη κι από αυτές τις φυσικές και ευλογημένες εξαρτήσεις, για να μεταφερθούμε σε μία και μόνη εξάρτηση, τον Χριστό. Τα άφησαν όλα. Τα δίχτυα, το πλοίο και τον πατέρα, το επάγγελμα, τα άφησαν όλα. Ο Κύριος τους είπε: «Ελάτε να σας κάνω αλιείς ανθρώπων». Αυτό έκαναν οι μαθηταί. Δηλαδή απηλλάγησαν από τις εξαρτήσεις, θα το πω άλλη μία φορά, τις φυσικές και νόμιμες και ευλογημένες, για να δεχθούν μία άλλη εξάρτηση. Έτσι ο Κύριος, ξαναγυρίζει τον άνθρωπο στην πρώτη, την αρχέγονη, την παραδεισία εξάρτηση.


Αγαπητοί, η σημερινή ευαγγελική περικοπή, με μία εικόνα τόσο απλή και φυσική, μας έδειξε πώς πρέπει να κινούμεθα. Και πρώτα πρώτα πρέπει να σπάσουμε κάθε δαιμονική εξάρτηση. Τα πάθη πρέπει να φύγουν. Μετά να σπάσομε, όσο τούτο είναι επιτρεπτό φυσικά, γιατί ζούμε εις τον παρόντα κόσμο, κάθε φυσική εξάρτηση, πραγμάτων και προσώπων· που μπορούν να μας εμποδίσουν στο παρακάτω βήμα. Η νηστεία, σκεφτήκατε ποτέ ότι είναι μία άσκησις που προσπαθεί να μας απαλλάξει, να μας κάνει περισσότερο ανεξάρτητους του φαινομένου που λέγεται κοιλία και γαστριμαργία; Η ξενιτεία, δηλαδή το να πω, θα βρεθώ μακριά από τους ανθρώπους μου και την πατρίδα μου. Κάποτε μπορεί να είναι τροπική. Αλλά κυρίως είναι τοπική. Πρέπει να είναι και τροπική και τοπική, αν το θέλετε. Τι είναι παρακαλώ η ξενιτεία; Μία θαυμασία άσκησις απεξαρτητοποιήσεως.


Αλλά δεν σταματούμε εδώ. Πρέπει να προχωρήσουμε στην όσο το δυνατόν περισσότερα μας εξάρτηση από την Κύριον. Το καθημερινό μάννα που έπεφτε στην έρημο, το ενθυμείσθε; Αυτό θέλει να διδάξει. Δεν έριχνε μάννα ο Κύριος για πολλές μέρες. Κάθε μέρα. Σήμερα. Όποιος μάζευε περισσότερο, σκουλήκιαζε την άλλη μέρα. Πλην το μάννα της Παρασκευής πριν το Σάββατο. Εκείνο δεν σκουλήκιαζε. Γιατί; Ήθελε αυτό να διδάξει ο Κύριος. Ότι ο άνθρωπος πρέπει να μένει ανεξάρτητος ακόμη και από τη φυσική του τροφή! Θα σου τη δώσει ο Κύριος. Θα σου τη δώσει. Γιατί εκεί πρέπει, εκεί πρέπει να έχεις την εξάρτησή σου. Τι είπε ο Κύριος εις τον διάβολον; Είναι γραμμένο στο Δευτερονόμιο: «Οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος». Και όλη αυτή η διαδικασία, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία διαρκής πορεία προς την ελευθερία. Η δε ελευθερία, όπως την θέλει το Ευαγγέλιον. Εξάλλου, αυτό σημαίνει, αγαπητοί, απελευθέρωσις και σωτηρία. Και ο Χριστός γι΄ αυτό λέγεται Λυτρωτής και Σωτήρας.








 


(Μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος)

«Χάριτι Θεού ειμί ο ειμί».

 Ο Απόστολος Παύλος, αγαπητοί, είχε κληθεί να φέρη εις πέρας ένα έργον μεγάλο και δύσκολον. Να συντρίψη τα ιερά της ειδωλολατρίας, να ξυπνήση τις συνειδήσεις των ανθρώπων, να φέρη παντού το μέγα μήνυμα της εν Χριστώ σωτηρίας. Είχε, βέβαια, πολλήν δύναμιν ψυχής ο αετός αυτός της Εκκλησίας. Είχε θέλησιν. Όμως θα του ήτο τελείως αδύνατον να πραγματοποιήση αυτάς τας κατακτήσεις, αν δεν είχε την βοήθειαν του Θεού. Ήσαν τόσες οι δυσκολίες, τόσοι οι εχθροί του, τόσες οι αντιδράσεις, ώστε ασφαλώς θα εβυθίζετο μέσα εις τον ωκεανόν αυτόν των δυσχερειών. Παρά ταύτα όμως ενίκησε. Ανεδείχθη ακατανίκητος μαχητής και γενναίος παλαιστής. Και αυτήν την νίκην την οφείλει εις την χάριν του Θεού. «Χάριτι Θεού ειμί ό ειμί», γράφει εις τους Κορινθίους. Αλλά με τα λόγια του αυτά ο Απόστολος Παύλος μας ανοίγει ένα σοβαρόν θέμα, το οποίον ωφέλιμον θα είναι να μελετήσωμεν βαθύτερον:


1. Ο αγών μας.



Πόσον πολύπλευρος και πόσον σκληρός είναι ο αγών του κάθε χριστιανού εις αυτήν την ζωήν, δεν είναι ανάγκη να περιγραφή εδώ με πολλές λέξεις. Το γνωρίζομεν όλοι εξ ιδίας πείρας. Αγών δια τα υλικά πράγματα, αγών δια την ψυχικήν μας καλλιέργειαν. Κυρίως δια το δεύτερον. Αι δυνάμεις του κακού είναι πολλές. Και η πίεσις που δεχόμεθα είναι σκληρή και έντονος. Ενώ αντιθέτως η εσωτερική μας αντίδρασις είναι συνήθως μηδαμινή και η αντοχή μας τρομερά περιορισμένη.


2. Πάλη χωρίς Θεόν.


Εις αυτόν λοιπόν τον σκληρόν αγώνα ένα μέρος, δυστυχώς το μεγαλύτερον, των ανθρώπων ξεκινάει χωρίς την συμπαράστασιν του Θεού. Μόνοι των. Στηριγμένοι στις φτωχές ανθρώπινες δυνάμεις, χύνονται στο πέλαγος το τρικυμισμένο χωρίς άγκυραν, χωρίς πυξίδα. Φαντάζονται ότι είναι ικανοί να αντιμετωπίσουν μόνοι των την τρικυμίαν, το αφρισμένο κύμα της κακίας, την θύελλα των παθών. Οι δυστυχείς! Ύστερα από ολίγον χρόνον τους βλέπει κανείς να προσκρούουν επάνω στους βράχους της αμαρτίας και να μεταβάλλωνται σε θλιβερά συντρίμματα. Ημπορεί να έχουν αποκτήσει θέσεις και χρήματα, δεν έχει σημασίαν. Ψυχικά είναι τραγικοί ναυαγοί, αιχμάλωτοι στην πιο φρικτή δουλεία, τη δουλεία της αμαρτίας. «Το γαρ φρόνημα της σαρκός, θάνατος», βεβαιώνει ο Απόστολος Παύλος.


3. Η επέμβασις του Θεού.


Αν όμως ο άνθρωπος συνδεθή με τον Θεόν και εξαρτηθή απολύτως από Εκείνον, τότε κατορθώνει να εξέλθη από αυτήν την καταιγίδα, ίσως, βέβαια τραυματισμένος, αλλά πάντως νικητής. Έτσι έγινε και με τους αγίους της πίστεώς μας. Συνεδέθησαν με τον Θεόν και εζήτησαν την επέμβασιν Εκείνου. Και ήλθεν ο Θεός και τους έσωσε με θαυμαστούς τρόπους. Και επραγματοποιήθη εκείνο που γράφει ο Απόστολος Παύλος: «Ο δε Θεός της ειρήνης συντρίψει τον σατανάν υπό τους πόδας υμών εν τάχει». Και αυτήν όλην την σωτήριον επέμβασιν την ονομάζομεν «χάριν Θεού». Αυτή έρχεται σαν θεία βροχή επάνω μας και μας προφυλάσσει από την ψυχικήν ξηρασίαν. Αυτή έρχεται σαν αύρα και ζωογονεί τον εσωτερικόν μας κόσμον. Και το αξιοθαύμαστον είναι ότι δίδεται σε όλους ανεξαιρέτως. Όσοι την δέχονται νεκρανασταίνονται, οι χυμοί του ουρανού γεμίζουν το δοχείο της ψυχής μας, που ημπορεί να είναι πήλινο, αλλά με την χάριν του Θεού μεταβάλλεται εις ατίμητο στολίδι. Χωρίς την χάριν του Θεού ο άνθρωπος είναι μια εικόνα αξίας, αλλά πεταμένη. Κάτω από την ευλογημένη πνοή της χάριτος του Θεού, αυτή η εικόνα ανακτά την αξίαν της και γίνεται κομψοτέχνημα πνευματικόν. Πόσον καλύτερος θα ήτο ο κόσμος αν αξιοποιούσε την διδομένην χάριν του Θεού και την άφηνε να επενεργήση αναπλαστικώς εις την ζωήν του; θα εγέμιζεν ο κόσμος από Παύλους και Χρυσοστόμους και αγίους!


4. Ο αντίδικος.


Όμως! Όμως είναι ανάγκη να επισημανθή αυτός ο κίνδυνος. Ο κίνδυνος του αντιδίκου. Επειδή ακριβώς ο διάβολος βλέπει πόσην δύναμιν έχει ο άνθρωπος που κατευθύνεται από την χάριν του Θεού, δια τούτο προσπαθεί να μειώση την επίδρασιν αυτής της θείας χάριτος, υποβάλλων εις τον άνθρωπον σκέψεις εγωισμού, αυταρεσκείας, αυτοθαυμασμού. Προσπαθεί να μας επηρεάση με εισηγήσεις δολίας και απατηλάς. Αγωνίζεται να μας κάμη να πιστεύσωμεν ότι έχομεν αξίαν, διότι λ.χ. ο ένας είναι επιστήμων με όνομα, ο άλλος επίσημον πρόσωπον με προβολήν, ο τρίτος παράγων σοβαράς κοινωνικής δραστηριότητος και τα λοιπά. Αυταί όμως αι σκέψεις, αι εγωιστικαί, απομακρύνουν την χάριν του Θεού, διότι μολύνουν το ψυχικόν δοχείον και κλείουν την βρύσιν της θείας χάριτος, που δίδει την δρόσον εις την ψυχήν.


Και δυστυχώς, δεν σκεπτόμεθα εις τοιαύτας στιγμάς ότι υπάρχουν τόσοι καλύτεροι από ημάς. Δεν ευχαριστούμεν τον Θεόν δι’ όσα μας έδωκε, και λησμονούμε ότι εκείνα που έχομεν είναι σταλμένα από το χέρι του. «Τι έχεις ό ουκ έλαβες; ει δε και έλαβες, τι καυχάσαι ως μη λαβών;», ερωτά ο Απόστολος Παύλος. Έφερεν η χάρις του Θεού τας περιστάσεις εις σε να έχεις τούτο ή εκείνο το πλεονέκτημα, πνευματικόν δώρον, την μόρφωσιν, την θέσιν. Και άλλοι θα ήθελαν να μορφωθούν, και πιθανόν να είχαν περισσοτέρας ικανότητας από εσέ. Αλλά δεν ήλθαν τα πράγματα «βολικά». Σε σένα ήλθαν. Εδημιουργήθησαν συνθήκες ευνοϊκές και εμορφώθης. Ποιος σου εχάρισεν αυτό το δώρον; Δεν είναι η χάρις του Θεού; Γιατί λοιπόν να υπερηφανευώμεθα; Ένας Παύλος, με τόσην αρετήν, με τόσην δύναμιν και ικανότητα, με τόσα χαρίσματα, ομολογεί με ταπεινοφροσύνην ότι εκείνο που κατώρθωσε να εκτελέση δεν είναι καρπός ιδικής του δυνάμεως, αλλά αποτέλεσμα της χάριτος του Θεού: «Ουχ εγώ, αλλά η χάρις του Θεού η συν εμοί».


Έτσι ομιλούν οι πραγματικά μεγάλοι, οι ενάρετοι, οι γίγαντες της αγιότητος. Το «εγώ» των το συντρίβουν. Κάθε τι που υπάρχει κίνδυνος να μολύνη το δοχείον της ψυχής των το απομακρύνουν και εν ταπεινοφροσύνη και ευγνωμοσύνη προς τον Θεόν ομολογούν ότι τα πάντα τα οφείλουν εις την χάριν του Θεού.


Και αν σήμερα η κοινωνία μας είναι αναιμική και ψυχικά ατροφική, αν οι χριστιανοί δεν προχωρούν εις την πνευματικήν ζωήν, και ενώ θα έπρεπε να δέχωνται «στερεάν τροφήν», συντηρούνται με «γάλα», λόγω της πνευματικής των ανωριμότητος, αν στον κόσμον πληθαίνουν οι αμαρτωλοί, και οι άγιοι και τίμιοι αγωνισταί του καλού δεν έχουν την δύναμιν να αντιδράσουν αποτελεσματικά, αν το ευαγγέλιον το ξέρη μεν πολύς κόσμος και το βλέπει σε εκδόσεις ελκυστικάς, όμως πολύ ολίγοι το εφαρμόζουν εις την ζωήν των και το έχουν ως γνώμονα της πορείας των, αν η κοινωνία μας έχη μεν το όνομα χριστιανική, κτίζη μεγαλοπρεπείς ναούς με υψηλά κωδωνοστάσια, οργανώνη επιβλητικάς τελετάς, όμως εις την πραγματικότητα έχει νέους Θεούς που λατρεύει και νέα είδωλα που προσκυνά, αν απέναντι στην αναπλαστική χάρη του Θεού υψώνονται σοβαρά εμπόδια και δεν αφήνουν να επενεργήση ανακαινιστικώς, αιτία δι’ όλα αυτά είναι ο εγωισμός μας, που έντεχνα εκμεταλλεύεται ο διάβολος. Και αφήνομεν έτσι την ψυχήν μας χωρίς νερό, την καρδίαν μας χωρίς άρωμα, την κοινωνίαν χωρίς πνοήν και την γην όλην χωρίς την χάριν του Θεού…


Αν ύστερα από όλα αυτά πεθάνουν τα πάντα, ποιος θα είναι ο ένοχος;

Αλήθεια, ποιος;


Αγαπητοί μου,

Αναφέρεται ότι μίαν ημέραν ο μέγας καλλιτέχνης της Αναγεννήσεως, Μιχαήλ Άγγελος, συνοδευόμενος υπό μαθητών του, περιεπάτει εις απομεμακρυσμένην οδόν της Ρώμης, όταν αίφνης είδε κάπου πεταμένον έναν ακατέργαστον όγκον μαρμάρου. Παρεκάλεσε τότε τους μαθητάς του να μεταφέρουν το μάρμαρον εκείνο εις το εργαστήριόν του. Και επειδή οι μαθηταί του εκοίταζαν τον καλλιτέχνην με απορίαν, εκείνος προσέθεσε: «Είναι ένας άγγελος δέσμιος μέσα εις αυτόν τον όγκον μαρμάρου και θέλω να τον ελευθερώσω». Μετά τινα χρόνον, από αυτόν τον όγκον μαρμάρου, κάτω από την μαγικήν σμίλην του καλλιτέχνου, ανεπήδα ένας πάγκαλος άγγελος που ενόμιζες ότι ήτο έτοιμος να πετάξη.


Αδελφέ,

Ημείς είμεθα ο ακατέργαστος αυτός όγκος. Και ο Θεός ο μέγας καλλιτέχνης που με την χάριν Του μας καλλιεργεί και μας σμιλεύει.


Ας δεχθώμεν εν ταπεινώσει την χάριν του Θεού και την ευλογίαν Του. Ειναι ο μόνος τρόπος να γίνη η ψυχή μας αγγελική. Ο μόνος τρόπος.


Από το βιβλίο «Φως ταις τρίβοις μου», του Μητροπολίτου Νικαίας, Γεωργίου Παυλίδου, σελίς 114 και εξής.


Επιμέλεια κειμένου, Δημήτρης Δημουλάς.


«Δυσκόλως πλούσιος εισελεύσεται εις την βασιλείαν των ουρανών»

 Eνας νέος πλησιάζει το Xριστό.

Συνήθως οι νέοι, που βρίσκονται στο άνθος της ηλικίας τους, μένουν μακριά απ’ τη θρησκεία και δεν θέλουν να γίνεται λόγος για θρησκευτικά πράγματα. Tρυγούν το μέλι των ηδονών, ζουν τη λεγόμενη γλυκειά ζωή κ’ έχουν για σύνθημα το «Φάγωμεν, πίωμεν· αύριον γαρ αποθνήσκομεν». Tο παρόν τους αποσχολεί, όχι το μέλλον. Σπάνιο πράγμα νέος θρήσκος. Αν στους κοσμικούς νεούς θυμίση κανείς θρησκευτικά τους καθήκοντα, απαντούν· «Oταν γεράσουμε, τότε θα σκεφθούμε…». Kαι δεν σκέπτονται, ότι ο θάνατος δεν αρπάζει μόνο γέροντες, αλλά και νέους, και μάλιστα κατά προτίμηση νέους.


Αλλά ο νέος, για τον οποίο μιλάει το σημερινό Eυαγγέλιο, δεν ανήκει στην κατηγορία αυτή των επιπολαίων νέων. Eίναι ένας νέος που έχει μέσα του ανησυχίες ιερές. Tον αποσχολεί το πρόβλημα, που λέγεται άνθρωπος. Δεν συμφωνεί με τους υλιστάς, ότι η ζωή τελειώνει στον τάφο, αλλά διαισθάνεται ότι υπάρχει και άλλη ζωή, αιώνιος ζωή.

O νέος του Eυαγγελίου είναι αξιέπαινος όχι μόνο για την ανησυχία που έχει και ρωτάει «Tι αγαθόν ποιήσω ίνα έχω ζωήν αιώνιον;». Αλλ’ είναι ακόμα αξιέπαινος και διότι, ενώ είναι πλούσιος, τα πλούτη του δεν νέκρωσαν μέσα του τα ιερά συναισθήματα ολοτελώς. Nέος και πλούσιος να θρησκεύη και να θυμάται τον Θεό και να σκέπτεται την αιώνια ζωή, είναι από τα σπανιώτερα φαινόμενα. Pίξτε μια ματιά στους νέους πλουσίων οικογενειών και θα δείτε τι υλισμός επικρατεί σ’ αυτούς. Αυτοί γελούν και καγχάζουν αν ακούσουν αιώνια ζωή. Eδώ, σου λένε, είναι η κόλασης, εδώ και ο παράδεισος. Yστερα από το θάνατο δεν υπάρχει τίποτα…


ΠΛOYΣIOΣ νέος πλησιάζει το Xριστό. Kαι τον ρωτάει· «Tι αγαθό πρέπει να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή; O Xριστός απαντά· «Αν θέλεις αιώνια ζωή, οφείλεις να τηρήσεις τις εντολές». Στην ερώτηση δε του νέου ποιές είναι οι εντολές αυτές, ο Xριστός απαντά· «Tο ου φονεύσεις, ου μοιχεύσεις, ου κλέψεις, ου ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τον πατέρα και την μητέρα, και αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν». O νέος απαντά· Oλα αυτά τα φύλαξα από μικρός. Mήπως υπάρχει και κάτι άλλο, που πρέπει να κάνω; Tι έτι υστερώ;».

Eξωτερικά ο νέος φαινόταν εν τάξει. Αλλ’ ο Xριστός δεν βλέπει μόνο τον εξωτερικό άνθρωπο. Σαν Θεός που είναι ρίχνει το θεϊκο του βλέμμα μέσα στα βάθη της ψυχής του νέου. Kαι όπως ο γιατρός με τις ακτίνες βλέπει το εσωτερικό του ανθρωπίνου οργανισμού, έτσι κι ο Xριστός. Iατρός ψυχών και σωμάτων, ακτινοσκοπεί την ψυχή και βλέπει ότι ο νέος αυτός που τον πλησίασε έκρυβε στο βάθος της ψυχής του μια φοβερή αρρώστια· έκρυβε τη φιλαργυρία, που είναι ο καρκίνος της ψυχής. Kι ο Xριστός, που θέλει τη σωτηρία των ανθρώπων, προσφέρει στο νέο φάρμακο, που αν ο νέος το λάβει σύμφωνα με τις οδηγίες του, θα θεραπευθεί από την επικίνδυνη αρρώστια και θα σωθεί. Tο δε φάρμακο αυτό είναι η εντολή· «Πώλησον τα υπάρχοντά σου και δος πτωχοίς».


Oταν άκουσε τα λόγια αυτά ο πλούσιος νέος, ξαφνιάστηκε. Zαλίστηκε. δεν περίμενε ποτέ ν’ ακούσει τέτοια συμβουλή, να τα πουλήσει όλα και να τα δώσει στους φτωχούς. Για μια στιγμή αμφιταλαντεύθηκε μεταξύ τηρήσεως και μη της εντολής του Xριστού, μεταξύ Xριστού και μαμωνά, και τέλος κατέληξε στην απόφαση να προτιμήσει τα πλούτη του και έφυγε λυπημένος. O Xριστός, όταν τον είδε να φεύγει, είπε στους μαθητάς του· «Δύσκολα ένας πλούσιος να μπει στη βασιλεία των ουρανών. Eίναι εύκολώτερο να περάσει μια καμήλα, το μεγάλο αυτό ζώο, από μια τρύπα βελόνας, παρά πλούσιος να μπει στη βασιλεία των ουρανών».


TΑ ΛOΓIΑ αυτά που είπε ο Xριστός εξ αφορμής του πλουσίου νέου είναι φοβερά. Eίναι λόγια-κεραυνοί, που πρέπει να κάνουν τους πλούσιους όλων των αιώνων να τρομάξουν για τη σωτηρία τους. Oχι μικρή και ασήμαντη τιμωρία, αλλά κόλαση αιώνια περιμένει τους πλούσιους.

Ποιοί είναι οι πλούσιοι, που τους ταιριάζουν τα λόγια αυτά;


Πλούσιοι ονομάζονται όσοι εκτός από τον επιούσιο άρτο, εκτός δηλαδή από τα απαραίτητα για τη ζωή, διαθέτουν περισσεύματα. Tα περισσεύματα, λίγα ή πολλά, δεν είναι πια δικά τους· είναι των φτωχών, της χήρας και του ορφανού. Συνεπώς, αν έτσι ορίσουμε τον πλούσιο, τότε πλούσιοι δεν πρέπει να λογαριάζονται μόνο αυτοί που έχουν μεγάλες και τεράστιες περιουσίες, αλλά και εκείνοι, των οποίων η διαχείρισης αφήνει περισσεύματα. Eίναι και αυτοί πλούσιοι εν συγκρίσει μ’ εκείνους που στερούνται. Δυστυχώς οι άνθρωποι δεν βλέπουν εκείνους που στερούνται· βλέπουν εκείνους που έχουν περισσότερα απ’ αυτούς· συγκρίνουν τον εαυτό τους και βγάζουν τον εαυτό τους έξω από το καθήκον της ελεημοσύνης. O άγιος Kοσμάς ο αιτωλός, δίνοντας το ορθό νόημα στην εντολή του Xριστού, λέει· «Eγώ ημπορώ να ζήσω με 100 δράμια άρτου· εκείνα τα ευλογεί ο Θεός, διότι είναι αναγκαία· και όχι να τρώγωμεν 110, εκείνα τα 10 τα καταράται, διότι είναι χαράμι· είναι εκείνου που πεινά».

Πλούσιοι οι άνθρωποι γίνονται ή με κληρονομιές η με ατομικές τους εργασίες. Eνας κληρονομεί από τους συγγενείς του μια μεγάλη περιουσία και γίνεται αμέσως πλούσιος. Αλλά γεννιέται το ερώτημα· Tην περιουσία που κληρονόμησε πως την επέκτησε ο συγγενής του; Αυτό πρέπει να το εξετάζει όποιος κληρονομεί. Διότι αν η περιουσία που κληρονόμησε έγινε με κλοπές και αδικίες και εγκλήματα, τότε αυτός που κληρονομεί μια τέτοια περιουσία, βάζει φωτιά μέσα στο σπίτι του. Προτιμότερο να μην τη δεχθεί, η άν τη δεχθεί, να τη μοιράσει σε φτωχούς και σε φιλανθρωπικά ιδρύματα.

Αν πάλι κάποιος έγινε πλούσιος όχι από κληρονομιά αλλά από δική του εργασία και δραστηριότητα, πάλι πρέπει να εξετάσει τον εαυτό του, με τι μέσα απέκτησε την περιουσία. Αν με κλοπές, με απάτες, με αδικίες, με αίμα, τότε αλλοίμονο! Πάντως με το Eυαγγέλιο δεν μπορεί κανείς να αποκτήσει μεγάλη περιουσία. Στις μεγάλες περιουσίες συνεργάτης και μέτοχος είναι ο διάβολος.


ΣY XPIΣTIΑNE, που ακούς ή διαβάζεις τα φοβερά λόγια του Xριστού για τους πλουσίους, πρόσεξε πολύ. Tον άδικο πλούτο δεν τον ευλογεί ο Xριστός. Απόφευγε κλοπές και απάτες. Mη γίνεσαι φιλάργυρος και πλεονέκτης. Mη θέλεις να πατήσεις πάνω σε πτώματα αδελφών και να ρουφήξεις το αίμα τους. Tα διαβολομαζώματα είναι διαβολοσκορπίσματα. Mη ζηλεύεις τους πλουσίους του αιώνος αυτού. Αλλοίμονο σ’ αυτούς!

Αδελφέ μου, να εργάζεσαι τίμια, για να ‘χεις τον επιούσιο άρτο. Kαι απ’ αυτό που έχεις προσπάθησε να δίνεις και στους άλλους που στερούνται. Tο Eυαγγέλιο είναι τρομερό βιβλίο. Αν θέλεις να δεις παράδεισο, εφάρμοσε την εντολή του Xριστού.


(Απόσπασμα του βιβλίου «ΣΤΑΓΟΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΥΔΩΡ ΤΟ ΖΩΝ», του Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου, εκδοση Γ΄, σελ. 212).


Περί πλούτου και πλουσίων

 Αγ. Λουκάς Κριμαίας


Ακούσατε σήμερα το ευαγγελικό ανάγνωσμα περί του πλούσιου νεανίσκου, ο οποίος δεν ήθελε να μοιράσει την περιουσία του για να γίνει κληρονόμος της Βασιλείας των Ουρανών. Τότε ο Κύριος είπε στους μαθητές του ότι είναι πιο εύκολο να περάσει καμήλα από βελονότρυπα παρά να μπει πλούσιος στην Βασιλεία των Ουρανών.


Πριν δώσουμε ερμηνεία για τον λόγο που είπε ο Χριστός στον πλούσιο νεανίσκο, ακούστε τι λέει ο απόστολος Ιάκωβος για τους πλούσιους:

«Άγε νυν οι πλούσιοι, κλαύσατε ολολύζοντες επί ταις ταλαιπωρίαις υμών ταις επερχομέναις΄ ο πλούτος υμών σέσηπε και τα ιμάτια υμών σητόβρωτα γέγονεν, ο χρυσός υμών και ο άργυρος κατίωται, και ο ιός αυτών εις μαρτύριον υμίν εσται και φάγεται τας σάρκας υμών΄ ως πυρ εθησαυρίσατε εν εσχάταις ημέραις΄ ιδού ο μισθός των εργατών των αμησάντων τας χώρας υμών ο απεστερημένος αφ' υμών κράζει, και αι βοαί των θερισάντων εις τα ώτα Κυρίου Σαβαώθ εισεληλύθασιν΄ ετρυφήσατε επί της γης και εσπαταλήσατε, εθρέψατε τας καρδίας υμών ως εν ημέρα σφαγής, κατεδικάσατε, εφονεύσατε τον δίκαιον ουκ αντιτάσσεται υμίν» (Ιακ. 5, 1-6).


Βλέπετε τι φοβερά λόγια είπε ο απόστολος Ιάκω­βος για τους πλούσιους και πόσο βαριά τους κατηγόρησε; Και τί μπορεί να είναι πιο φοβερό από τα λόγια του Κυρίου Ιησού Χριστού που λέει ότι δύσκολο είναι για έναν πλούσιο να εισέλθει στην Βασιλεία του Θεού;


Γιατί είναι δύσκολο; Κατά την εποχή του Χριστού μεταξύ του λαού του Ισραήλ κυριαρχούσε η γνώμη ότι ο πλούτος είναι ευλογία του Θεού, γι' αυτό τους πλούσιους ανθρώπους τους σέβονταν και τους εκτιμούσαν πολύ.


Όταν ο Κύριος είπε ότι ο πλούτος είναι εμπόδιο να εισέλθει κανείς στην Βασιλεία του Θεού, οι κατάπληκτοι μαθητές του Τον ρώτησαν: «Τις αρα δύναται σωθήναι» (Μτ. 19, 25). Και αυτοί είχαν την γνώμη ότι οι πλούσιοι έχουν την ευλογία του Θεού. Αν οι πλούσιοι δεν θα σωθούν, τότε ποιός θα σωθεί; Ο Κύριος τους απάντησε: «Τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ εστίν» (Λκ. 18, 27).


Ας σκεφτούμε καλύτερα αυτά τα λόγια. Όταν εκείνος ο νέος είπε στον Κύριον την επιθυμία του να Τον ακολουθήσει, ο Κύριος τον ρώτησε: «Γνωρίζεις τις εντολές;» «Ναι, -απάντησε εκείνος-, βεβαίως, γνωρίζω όλες τις εντολές και από μικρός τις τηρώ». Αλλά ο Κύριος έδειξε, και σ' αυτόν και σ' όλους τους άλλους ότι δεν είναι αρκετό να τηρεί κανείς μόνο τις εντολές του παλαιού νόμου, δηλαδή εκείνες τις δέκα εντολές που και εσείς τις γνωρίζετε.


Γιατί δεν είναι αρκετό; Οι Εβραίοι ήταν σίγουροι ότι οι εντολές είναι το παν΄ όποιος τηρεί τις εντολές είναι καθαρός και άγιος και θα γίνει κληρονόμος της Βασιλείας του Θεού. Ο Κύριος όμως είπε ότι τα πράγματα καθόλου δεν είναι έτσι.


Τί ζητάνε από τους ανθρώπους οι εντολές του παλαιού νόμου; Η πρώτη εντολή διδάσκει να προσκυνούν οι άνθρωποι τον ένα και μοναδικό Θεό, μόνο Αυτόν να τιμούν και να μην έχουν άλλους θεούς ε­κτός απ' Αυτόν. Η δεύτερη εντολή απαγορεύει να προσκυνάνε οι άνθρωποι τα είδωλα. Αυτό τί σημαίνει; Ότι όλοι όσοι δεν προσκυνούν τα είδωλα αυτόματα γίνονται καθαροί και άγιοι; Εμείς όλοι προσκυνάμε έναν Θεό. Όλοι είμαστε άγιοι;


Ο νόμος υπαγορεύει να σεβόμαστε τον πατέρα και την μητέρα μας. Μήπως αυτό σημαίνει ότι είμαστε άγιοι επειδή σεβόμαστε τους γονείς μας και δεν τους πετάμε στο δρόμο όταν γερνάνε; Μήπως αυτό και μόνο μας κάνει δίκαιους ενώπιον του Θεού;


Οι εντολές λένε να μην μοιχεύουμε, να μην φονεύουμε, να μην κλέβουμε, να μην ζηλεύουμε τον πλησίον μας, να μην επιθυμούμε τίποτα απ' τα δικά του και να μην επιθυμούμε τη γυναίκα του. Και αυτό τί σημαίνει; Αν δεν είμαστε δολοφόνοι, δεν είμαστε κλέφτες, ούτε πόρνοι, ούτε ψευδομάρτυρες, αν από ζήλεια δεν αρπάζουμε την περιουσία των συνανθρώπων μας, αυτό σημαίνει ότι είμαστε καθαροί και άγιοι ενώπιον του Θεού;


Όλες οι εντολές του παλαιού νόμου είναι αρνητικές και λένε να μην είμαστε αυτοί και αυτοί. Δεν λένε όμως πώς πρέπει να είμαστε. Απαγορεύουν μόνο να κάνουμε τις πιο χονδρές, τις πιο άσχημες αμαρτίες. Οι εντολές αυτές προορίζονταν για έναν λαό σκληρό, όπου οι άνθρωποι έκαναν τα πρώτα απλά βήματα στην διόρθωσή τους.


Ο Κύριος Ιησούς Χριστός είπε ότι δεν ήλθε να καταργήσει το νόμο αλλά να τον «πληρώσει». Η λέξη αυτή στη σλαβική γλώσσα έχει δύο σημασίες -«εκπληρώνω» και «συμπληρώνω».


Ο Κύριος μας έδωσε έναν καινούριο νόμο, ο οποίος είναι πιο τέλειος σε σύγκριση με τον παλαιό νόμο του Μωυσέως. Μας έδωσε τις εννέα σωτήριες εντολές των μακαρισμών. Μας λέει ότι καθαροί και άγιοι ενώπιον του Θεού δεν είναι αυτοί που δεν κλέβουν και δεν φονεύουν, δεν είναι αυτοί που τηρούν τις εντολές του νόμου του Σινά, αλλά αυτοί που είναι πνευματικά τέλειοι. Αυτοί που είναι γεμάτοι ταπείνωση, αυτοί που χύνουν δάκρυα για τις αμαρτίες τους και την αδικία που βλέπουν στον κόσμο. Αυτοί που με συντετριμμένη καρδιά βλέπουν τον Σταυρό του Χριστού. Αυτοί θα κληρονομήσουν την Βασιλεία των Ουρανών.


Μακαρίζει τους πράους, αυτούς που διψάνε και πεινάνε την αλήθεια, τους ελεήμονες και τους ειρηνοποιούς. Υπόσχεται την Βασιλεία του Θεού σ' αυτούς που διώκονται για την αλήθεια, σ' αυτούς που οι άλλοι τους χλευάζουν και λοιδορούν για το όνομα Του.


Αυτός, συνεπώς, είναι καθαρός και άγιος που είναι τέλειος πνευματικά. Και ο Κύριος από όλους μας ζητάει να είμαστε τέλειοι πνευματικά όπως είναι τέλειος ο Επουράνιος Πατέρας μας.


Ο Κύριος στην επί του όρους ομιλία Του μας έδωσε τέτοιες εντολές που κάνουν την καρδιά μας να τρέμει. Πως να μην φροντίζουμε για το αύριο, πως να συγχωρούμε τους εχθρούς μας και να τους αγαπάμε, πως να δώσουμε στον άλλον το τελευταίο μας πουκάμισο. Και όμως όλα αυτά πρέπει να τα κάνουμε για να γίνουμε τέλειοι.


Στον νεαρό που ήθελε να γίνει τέλειος και είχε ήδη εκπληρώσει όλο τον παλαιό νόμο ο Χριστός είπε: «Ει θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς, και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ, και δεύρο ακολούθει μοι» (Μτ. 19, 21). Και μόλις το άκουσε ο νεαρός εκείνος έφυγε λυπημένος γιατί είχε μεγάλο πλούτο και δεν μπόρεσε να κάνει αυτό που του ζητούσε ο Κύριος.


Γιατί ο Κύριος του ζήτησε να πουλήσει όλα όσα είχε και να δώσει στους φτωχούς; Γιατί το να έχει κανείς μεγάλο πλούτο είναι τελείως ασυμβίβαστο με το να ζει σύμφωνα με τις εντολές του Χριστού. Πώς μπορεί ένας άνθρωπος πράος και ταπεινός να χύνει συνέχεια δάκρυα βλέποντας να υποφέρουν οι αδελφοί του και να πολλαπλασιάζει ταυτόχρονα τον πλούτο του, να χτίζει καινούρια σπίτια, να αγοράζει καινούρια άλογα και ακριβά ρούχα;


Σίγουρα δεν μπορεί, γιατί αν είναι σπλαχνικός θα μοιράζει συνέχεια αυτά που έχει. Και τότε όταν μοιράσει όλα θα εκπληρώσει τον νόμο του Χριστού. Αν κρατάει για τον εαυτό του τον πλούτο του, αυτό σημαίνει ότι αγαπάει τον εαυτό του πιο πολύ από τον πλησίον του. Αλλά ο Κύριος είπε να αγαπάμε τον πλησίον μας σαν τον εαυτό μας. Και αν έτσι αγαπάμε τον πλησίον μας δεν θα δώσουμε στον ανήμπορο και τον πεινασμένο όλα όσα έχουμε; Θα μπορέσουμε τότε να ζούμε έτσι όπως ζουν οι πλούσιοι στην Αμερική;


Στις ανούσιες και τρελές διασκεδάσεις σπαταλάνε τα χρήματα που κερδίζουν γι' αυτούς οι εργάτες με δικό τους ιδρώτα και αίμα...


Γι αυτό και λέει ο Κύριος Ιησούς Χριστός ότι, αν δεν θέλουμε να αφήσουμε τον πλούτο μας, δεν θα εισέλθουμε στη Βασιλεία του Θεού, διότι σ' αυτή την περίπτωση παραμένουμε σκληρόκαρδοι και μισάνθρωποι εγωιστές. Αλλά μπορούν να έχουν τέτοιοι άνθρωποι θέση στη Βασιλεία του Θεού; Πιο εύκολα να περάσει καμήλα από βελονότρυπα, παρά να μπει πλούσιος στη Βασιλεία των Ουρανών. Ποιά σχέση όμως έχουν όλα αυτά με μας, τους ανθρώπους που δεν έχουν πλούτο; Έχουν άμεση σχέση. Σκεφθείτε τι είναι αυτό που βλάπτει την ψυχή εκείνων των ανθρώπων που έχουν πλούτο; Την βλάπτει το ότι τα γήινα αγαθά, τις διάφορες απολαύσεις, την πολυτέλεια αυτοί οι άνθρωποι βάζουν πάνω απ' όλα. Τα θεωρούν πιο σημαντικά και από τα πνευματικά αγαθά, τα οποία αποκτούν οι άνθρωποι που μπορεί να μην έχουν υλικά αγαθά, έχουν όμως τον μεγάλο πλούτο τής αγάπης του Θεού και του πλησίον.


Αυτός που είναι προσκολλημένος στα γήινα, που ζητά απολαύσεις, αυτός πάσχει ακριβώς απ' εκείνο το πάθος που δεν αφήνει τους πλούσιους να εισέλθουν στην Βασιλεία του Θεού.


Είναι λίγοι μεταξύ μας αυτοί που αν και δεν έχουν λεφτά και κάποιες φορές δεν έχουν και τα απαραίτητα, θέλουν όμως λεφτά, θέλουν απολαύσεις και διασκεδάσεις και δεν αμαρτάνουν, γιατί απλώς δεν έχουν την δυνατότητα να αμαρτήσουν. Και αν είχαν θα έκαναν και εκείνοι τις ίδιες αμαρτίες σαν εκείνον τον πλούσιο στην πόρτα του σπιτιού του οποίου καθόταν ο Λάζαρος έτοιμος να πεθάνει από φτώχεια και πείνα.


Αν εμείς, παρ' όλο που δεν είμαστε πλούσιοι, ζητάμε τις απολαύσεις και τις χαρές της ζωής΄ αν ο σκοπός της ζωής μας είναι η ευημερία, αν όλες οι σκέψεις μας είναι πώς να περάσουμε καλύτερα σε αυτή την ζωή και μόνο αυτό επιδιώκουμε, τότε σίγουρα είμαστε μακριά απ' αυτό που ζητάει ό Κύριος. Διότι άνθρωποι που επιζητάνε την καθαρότητα της καρδιάς, άνθρωποι ελεήμονες, αυτοί επιδιώκουν μόνο το να είναι κοντά στον Θεό, να έχουν κοινωνία μαζί του, ζητάνε την χάρη και την αγάπη Του, θέλουν να είναι αδέλφια τού Χριστού.


Πολλές φορές ο φτωχότερος άνθρωπος, που δεν έχει τίποτα πάνω στη γη, αλλά διακονεί τον Θεό, πολλές φορές αυτός ο άνθρωπος, είναι πιο πλούσιος ακόμα και από τους πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου. Ο πλούτος του είναι η θεία χάρη, η καθαρότητα της καρδιάς, η αγάπη και η συμπάθεια για τους πεινασμένους και δυστυχισμένους αδελφούς του. Αλλά πρώτ' απ' όλα ο πλούτος τους είναι η θερμή αγάπη του Θεού, του Σωτήρα μας Ιησού Χριστού.


Τώρα είναι εύκολο να καταλάβουμε την απάντηση που έδωσε o Χριστός στην γεμάτη απορία ερώτηση των μαθητών του: «Και τίς δύναται σωθήναι;» (Λκ. 18, 26). Η απάντησή του ήταν: «Τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ εστίν» (Λκ. 18, 27).


Για τον Θεό τα πάντα είναι δυνατά. Αυτός μπορεί να στερήσει των πνευματικών αγαθών τους σκληρόκαρδους και άσπλαχνους πλούσιους ανθρώπους. Και μπορεί να δώσει την μεγαλύτερη χαρά εν Κυρίω στους πιο φτωχούς και τους πιο περιφρονημένους ανθρώπους που πεθαίνουν της πείνας.


Ο Θεός μπορεί όλους να σώσει. Μπορεί να σώσει και τον πλούσιο, αν εκείνος μετανοήσει, αν μισήσει τον πλούτο του και κάνει πράξη τον λόγο του Χριστού: «Ύπαγε πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς, και... δεύρο ακολούθει μοι» (Μτ. 19, 21). Αυτό το έκανε ένας από τους μεγαλύτερους αγίους ο όσιος Αντώνιος ο Μέγας. Όταν ήταν είκοσι χρονών οι γονείς του πέθαναν και εκείνος έγινε κληρονόμος μιας μεγάλης περιουσίας. Μια μέρα άκουσε στην εκκλησία αυτά τα λόγια του Ευαγγελίου: «Ει θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς, και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ, και δεύρο ακολούθει μοι» (Μτ. 19, 21).


Τα λόγια αυτά του έκαναν μεγάλη εντύπωση, μπήκαν βαθιά μέσα στην καρδιά του και κυρίεψαν εξολοκλήρου το νου του. Ο Μέγας Αντώνιος πήγε, πούλησε την περιουσία του, μοίρασε τα χρήματα στους φτωχούς και ο ίδιος έφυγε στην έρημο, οπού έζησε μέχρι το βαθύ γήρας. Είχε αρνηθεί όλα τα γήινα αγαθά αλλά έλαβε από τον Θεό πλούτο ασύγκριτα μεγαλύτερο. Ο Θεός του έδωσε το χάρισμα της προφητείας και της θαυματουργίας και ο Μέγας Αντώνιος έγινε αδελφός και φίλος του Χριστού.


Έτσι πρέπει και εμείς να δεχθούμε τα λόγια του Χριστού περί του γήινου πλούτου. Να διώξουμε από την καρδιά μας την προσκόλληση στα γήινα αγαθά. Και μόνο ένα πράγμα να επιδιώκουμε: το να είμαστε φίλοι και αδελφοί του Θεού, που αγαπάνε τον Χριστό και τους οποίους αγαπά Εκείνος.



(«Λόγοι και Ομιλίες» Αγ. Λουκά επισκόπου Κριμαίας, Εκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη»)

«Διδάσκαλε αγαθέ, τι αγαθόν ποιήσω ίνα έχω ζωήν αιώνιον;» (Ματθ. 19, 16)

 «ΑΓΑΘΕ Διδάσκαλε», ρώτησε τον Κύριό μας Ιησού Χριστό κάποιος νεαρός, «τι καλό να κάνω για ν’ αποκτήσω την αιώνια ζωή;». Δηλαδή: “Τι να κάνω για να σωθώ;”. Ερώτημα πολύ σοβαρό. Ερώτημα για ένα ζήτημα που πρέπει ν’ απασχολεί κάθε άνθρωπο σ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού της επίγειας ζωής του. Όπως ο ταξιδιώτης που διαπλέει μια μεγάλη και φουρτουνιασμένη θάλασσα, δεν συλλογίζεται παρά ένα ήσυχο λιμάνι, έτσι κι εμείς, που ταλαιπωρούμαστε μέσα στα κύματα της θάλασσας του βίου, πρέπει ακατάπαυστα να έχουμε μπροστά στα μάτια του νου μας την αιωνιότητα και, όσο βρισκόμαστε στην πρόσκαιρη τούτη ζωή, να φροντίζουμε για τη μεταθανάτια κατάσταση της ψυχής μας. Τι είναι αυτό που μπορούμε να το αποκτήσουμε στη γη και να το διατηρήσουμε παντοτινά ως αναφαίρετο κτήμα μας; Μόνο η σωτηρία μας!



Όποιος χρησιμοποιεί την επίγεια ζωή για να συγκεντρώσει πλούτη, αυτός θ’ αφήσει εδώ τα πλούτη κατά το πέρασμά του στην αιωνιότητα. Όποιος χρησιμοποιεί την επίγεια ζωή για ν’ αποκτήσει τιμές και δόξα, αυτός θα χάσει και τις τιμές και τη δόξα από τον πικρό θάνατο. Όποιος, όμως, χρησιμοποιεί την επίγεια ζωή για ν’ αποκτήσει τη σωτηρία, αυτός θα πάρει τη σωτηρία μαζί του στην αιωνιότητα και θα ευφραίνεται παντοτινά στον ουρανό με το υπέρτατο αγαθό που κέρδισε στη γη.


Αγαπητοί αδελφοί! Τι πρέπει να κάνουμε για να σωθούμε; Την απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, την πιο ικανοποιητική απάντηση, τη βρίσκουμε στο Ευαγγέλιο. Ο Κύριος δήλωσε ότι για να σωθούν όσοι δεν πιστεύουν στον Χριστό, πρέπει οπωσδήποτε να πιστέψουν σ’ Αυτόν· και για να σωθούν όσοι πιστεύουν στον Χριστό, πρέπει οπωσδήποτε να ζουν σύμφωνα με τις εντολές Του. Αιώνια θα χαθεί όποιος δεν πιστεύει στον Χριστό. Αιώνια θα χαθεί και όποιος λέει με τα χείλη του ότι πιστεύει στον Χριστό, αλλά με τα έργα του Τον αρνείται, δηλαδή δεν τηρεί τις αγίες εντολές Του. Μ’ άλλα λόγια: Για τη σωτηρία χρειάζεται ζωντανή πίστη στον Χριστό. Όταν οι Ιουδαίοι ρώτησαν τον Κύριο, «Τι πρέπει να κάνουμε, για να εκτελούμε τα έργα του Θεού;», Εκείνος τους απάντησε: «Το έργο του Θεού είναι να πιστέψετε στον Απεσταλμένο Του» (Ιω. 6, 28-29).


Η ζωντανή πίστη στον Χριστό είναι έργο, έργο θείο και μεγάλο τόσο, που μ’ αυτό εκπληρώνεται η σωτηρία. Η ζωντανή πίστη εκφράζεται με την όλη ζωή, με την όλη ύπαρξη του ανθρώπου. Περιλαμβάνει τις σκέψεις του, τα αισθήματά του, τη διαγωγή του. «Όποιος πιστεύει» με τέτοια πίστη, «έχει την αιώνια ζωή». «Και να ποια είναι η αιώνια ζωή: Ν’ αναγνωρίζουν οι άνθρωποι Εσένα ως τον μόνο αληθινό Θεό, καθώς κι Εκείνον που έστειλες, τον Ιησού Χριστό» (Ιω. 17, 3). Η ζωντανή πίστη είναι θέαση και γνώση του Θεού (Βλ. Εβρ. 11,27). Η ζωντανή πίστη είναι ζωή αφιερωμένη ολοκληρωτικά στην ευσέβεια και νεκρωμένη για τον κόσμο. Η ζωντανή πίστη είναι δωρεά του Θεού. Αυτή τη μεγάλη δωρεά ζητούσαν από τον Κύριο οι απόστολοί Του, όταν Του έλεγαν: «Αύξησε την πίστη μας». Μόνο μέσω της ζωντανής πίστεως μπορεί ο άνθρωπος ν’ απαρνηθεί τα δήθεν καλά της πεσμένης φύσεώς του και να γίνει μαθητής και ακόλουθος του Κυρίου με σκέψη, καρδιά και διαγωγή ταιριαστές στην ανακαινισμένη απ’ Αυτόν φύση.


Το πνευματικό θησαυροφυλάκιο στο οποίο φυλάσσεται και από το οποίο αφειδώλευτα προσφέρεται ο θησαυρός της αληθινής πίστεως, είναι η αγία Ορθόδοξη Εκκλησία και μόνο αυτή. Είναι, λοιπόν, απαραίτητο, προκειμένου να σωθούμε, να ανήκουμε στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Όποιος δεν υπακούει στην Εκκλησία, «ας είναι για σένα όπως ο ειδωλολάτρης ή ο τελώνης» (Ματθ. 18,17), είπε ο Κύριος.


Μάταια κάποιοι θεωρούν την αμαρτία που διαπράττεται με τον νου, με το πνεύμα, ελαφριά ή και μηδαμινή. Όσο ανώτερο είναι το πνεύμα από το σώμα, τόσο ανώτερη είναι η αρετή που επιτελείται με το πνεύμα, από την αρετή που επιτελείται με το σώμα, αλλά και τόσο βαρύτερη είναι η αμαρτία που διαπράττεται με το πνεύμα, από την αμαρτία που διαπράττεται με το σώμα. Η αμαρτία που διαπράττεται με το σώμα είναι φανερή. Η αμαρτία που διαπράττεται με το πνεύμα συνήθως είναι ελάχιστα αντιληπτή, κάποτε μάλιστα και τελείως απαρατήρητη από τους βυθισμένους στις βιοτικές μέριμνες ανθρώπους. Αλλά, όσο λιγότερο αισθητή είναι, τόσο μεγαλύτερο κακό κάνει, τόσο πιο καίρια χτυπήματα καταφέρει, τόσο πιο βαθιές πληγές προξενεί.


Μολυσμένος από μιαν αμαρτωλή σκέψη, ένας φωτεινός άγγελος έγινε σκοτεινός δαίμονας, διώχθηκε από τα ουράνια σκηνώματα και γκρεμίστηκε στην άβυσσο. Εκεί έσυρε όχι μόνο πλήθος αγγέλων, αλλά και πλήθος ανθρώπων, που άφησαν τον νου τους να μολυνθεί με αμαρτωλές σκέψεις, με απατηλές ιδέες. Ο Κύριος ονόμασε τον πεσμένο άγγελο πατέρα του ψεύδους και συνάμα ανθρωποκτόνο, γιατί δεν μπόρεσε να σταθεί μέσα στην αλήθεια. Το ψεύδος είναι η πηγή και η αιτία του αιώνιου θανάτου. Απεναντίας, η αλήθεια είναι η πηγή και η αιτία της σωτηρίας, σύμφωνα με τον ίδιο τον Κύριο.


Την ανόθευτη θεία αλήθεια τη διαφυλάσσει η αγία Εκκλησία μας. Όποιος ανήκει και υπακούει σ’ αυτήν, μπορεί να σκέφτεται σωστά για τον Θεό, τον άνθρωπο, το καλό, το κακό και, επομένως, τη σωτηρία. Είναι προφανές ότι, όποιος δεν διαθέτει τη σωστή σκέψη για τη σωτηρία, δεν μπορεί να έχει και την ίδια τη σωτηρία. Αρχή της σωτηρίας είναι η αλήθεια! Αρχή της σωτηρίας είναι η ορθή σκέψη! Αρχή της απώλειας είναι η αποστασία από την αλήθεια με κάποια λανθασμένη σκέψη. Κάθε παρέκκλιση από τη διδασκαλία της θείας αλήθειας, κάθε αποδοχή σκέψεως αντίθετη σ’ αύτή τη διδασκαλία, συνεπάγεται την πτώση στη φοβερή αμαρτία της βλασφημίας και της αρνήσεως του Θεού. Έμπρακτη απόδειξη αποτελεί η πτώση των πρωτοπλάστων, που οφείλεται στην αποδοχή μιας εσφαλμένης σκέψεως. Έμπρακτες αποδείξεις αποτελούν όλες οι αιρέσεις, με τις οποίες βλασφημείται ο Θεός.


Κάποιοι αιρετικοί βλασφήμησαν τον Θεό με την άρνηση της θεότητας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, άλλοι με την απόδοση θεϊκών ιδιοτήτων στον άνθρωπο [Αυτό έκαναν οι παπικοί που απέδωσαν θεϊκές ιδιότητες, όπως το αλάθητο, στον πάπα], άλλοι με το να θεωρήσουν το Άγιο Πνεύμα κτίσμα, άλλοι με την άρνηση της παρουσίας και ενέργειας της θείας χάριτος στα ιερά Μυστήρια της Εκκλησίας, τα οποία θεωρούν ανθρώπινες επινοήσεις [Αυτό πιστεύουν και διδάσκουν οι προτεστάντες]. Τέλος, κάποιοι βλασφήμησαν τον Θεό όχι με την άρνηση δογμάτων της πίστεως, αλλά με την απαίτηση της αθετήσεως ορισμένων εντολών του Χριστού. Γιατί η πίστη διατηρείται ζωντανή όχι μόνο με την ομολογία των ορθών δογμάτων, αλλά και με τη συνεπή ευαγγελική ζωή. Μ’ άλλα λόγια, για να ζήσει η πίστη, χρειάζεται τα έργα της πίστεως. «Η πίστη χωρίς τα έργα είναι νεκρή», λέει ο απόστολος Ιάκωβος.


Πριν από το τέλος του κόσμου, η πιο μεγάλη δυστυχία θα βρει τους ανθρώπους εκείνους, οι οποίοι, όπως διδάσκει ο απόστολος, «δεν αγάπησαν την αλήθεια για να σωθούν». Γι’ αυτό «ο Θεός θα επιτρέψει να ενεργήσει σ’ αυτούς η πλάνη», να τους παρασύρει, δηλαδή, ο μεγάλος άνομος, ο Αντίχριστος, «για να πιστέψουν στο ψέμα. Έτσι, θα τιμωρηθούν όλοι όσοι δεν πίστεψαν στην αλήθεια και δέχτηκαν ολόψυχα την αδικία». Με την αποδοχή όλων αυτών των παραχαράξεων της αλήθειας του Θεού, τις οποίες αποτολμούν οι εχθροί Του, οι άνθρωποι αποκαλύπτουν και ομολογούν την αξία της κρίσεώς τους, την αξία της καρδιακής τους διαθέσεως. Η σκέψη μας μπορεί να είναι πνευματική, μόνο όταν παραμένει ολοκληρωτικά στην αλήθεια με τη ζωντανή πίστη στον Χριστό. Η αποστασία, έστω και μερική, από την αλήθεια είναι πτώση από τους πνευματικούς ουρανούς στη γήινη σοφιστεία, στην ψευδώνυμη φρόνηση, στην καταστροφή.


Αγαπητοί αδελφοί! Ας προσφέρουμε στον Κύριο ολόθερμη προσευχή, όπως έκαναν οι απόστολοι, ζητώντας Του να μας χαρίσει το μοναδικό μέσο της σωτηρίας μας, τη ζωντανή πίστη. Μαζί με την προσευχή, ας Του προσφέρουμε και τον πνευματικό μας αγώνα, με τον οποίο θα Του αποδείξουμε την ειλικρίνεια της επιθυμίας μας για τη λήψη της ανεκτίμητης δωρεάς Του. «Ας απομακρυνθούμε από το κακό και ας κάνουμε το καλό». Τώρα, μέσα στον ιερό τούτο ναό, στεκόμαστε μπροστά στον αόρατο Θεό και έχουμε τη δυνατότητα να Του ζητήσουμε καθετί το αναγκαίο για τη σωτηρία μας. Θα έρθει και η μέρα εκείνη, που μαζί με όλη την ανθρωπότητα θα σταθούμε μπροστά Του, προκειμένου ν’ απολογηθούμε για την επίγεια ζωή μας. Ας προσέξουμε, ώστε να μην Του παρουσιάσουμε τότε κενό το όνομα του χριστιανού, που φέρουμε, χωρίς να το συμπληρώνουν και να το αποδεικνύουν τα έργα που θέλει Εκείνος. Έχει διαβεβαιώσει ότι στους υποκριτές χριστιανούς θα δώσει φοβερή απάντηση —και θα τη δώσει: «Ποτέ δεν σας ήξερα. Φύγετε μακριά μου εσείς, που καταπατούσατε τον νόμο του Θεού!». Αμήν.




(Πηγή: “Ασκητικές ομιλίες Α’” Αγίου Ιγνατίου Μπριαντσανίνωφ, επισκόπου Καυκάσου και Μαύρης Θάλασσας, Εκδ. Ιεράς Μονής Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής)

Κυριακή ΙΒ’ Ματθαίου: Ομιλία προς τους πλουτούντας

 Μέγας Βασίλειος


(Επιμέλεια κειμένου: Ιωάννης Τρίτος)


Ομιλία του Αγίου Βασιλείου Αρχιεπισκόπου Καισαρείας της Καππαδοκίας του Μεγάλου, προς τους πλουτούντας


Ωμιλήσαμε και παλαιότερα περί του πλουσίου αυτού νέου και θα ενθυμήται οπωσδήποτε ο επιμελής ακροατής αυτά που είχαμε εξετάσει τότε. Και πρώτον, ότι δεν είναι ο ίδιος με τον νομικό που αναφέρει ο Λουκάς (Λουκ. ι’ 25 κ.ε.). Διότι εκείνος μεν είχε πειρακτικήν διάθεση και έκαμεν ερωτήσεις ειρωνικές, ενώ αυτός ερωτούσε με υγιή διάθεσιν, αλλά δεν εδέχετο τις αποκρίσεις με ευπείθειαν. Επειδή εάν απηύθυνε τις ερωτήσεις περιφρονητικώς, δεν θα έφευγε λυπημένος από τις απαντήσεις του Κυρίου. Γι’ αυτό η συμπεριφορά του μας φαίνεται κάπως ανάμικτος. Διότι άλλοτε η διήγησις μας τoν παρουσιάζει αξιέπαινον, άλλοτε δε αθλιώτατον και εντελώς απηλπισμένον.

Πράγματι, το να αναγνωρίση τoν αληθινόν διδάσκαλο και να παραβλέψη την αλαζονεία των Φαρισαίων, την οίηση των νομικών και την φορτικότητα των γραμματέων, και να αποδώση τoν τίτλον αυτόν στον μόνον αληθινόν και αγαθόν διδάσκαλον, αυτό τoν καθιστά άξιον επαίνου. Επίσης, το γεγονός ότι έδειξεν ενεργόν ενδιαφέρον για το πώς θα ημπορούσε να κληρονομήση την αιωνίαν ζωή, και αυτό οφείλουμε να το εκτιμήσωμε. Εκείνο όμως που κακοχαρακτηρίζει όλην του την προαίρεση και φανερώνει ότι δεν αποβλέπει στο όντως καλόν, αλλά τoν απασχολεί το τι αρέσει στους πολλούς, είναι το εξής: αφού εδιδάχθη από τoν αληθινόν διδάσκαλο σωτήρια μαθήματα, δεν τα εχάραξε στην καρδία του ούτε εφήρμοσε τα μαθήματα αυτά στην πράξιν, αλλά απήλθε λυπημένος, επειδή είχε τυφλωθή από το πάθος της φιλοπλουτίας. Αυτό είναι που ελέγχει την ανωμαλίαν της συμπεριφοράς του και την ασυμφωνία προς τον εαυτόν του. Τον αποκαλείς διδάσκαλον και δεν ενεργείς ως μαθητής; Τον ομολογείς αγαθόν και περιφρονείς αυτά που δίδει; Και όμως είναι φανερόν ότι ο αγαθός αγαθά παρέχει. Και ερωτάς μεν περί της αιωνίου ζωής, αποδεικνύεσαι όμως ότι είσαι ολοκληρωτικώς δεμένος στην απόλαυση της παρούσης ζωής. Ποίος είναι ο δύσκολος ή ο βαρύς ή ο δυσβάστακτος λόγος που σου απηύθυνεν ο διδάσκαλος; «Πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς». Εάν σου επρότεινε κόπους γεωργικούς ή τους κινδύνους του εμπορίου, ή όσα άλλα επίπονα ακολουθούν αυτούς που κερδοσκοπούν, τότε έπρεπε να λυπηθής δυσφορώντας για την προσταγήν. Εάν ομως υπόσχεται να σε καταστήση κληρονόμον της αιωνίου ζωής με έναν τόσον εύκολον δρόμον, ο οποίος κανένα κόπον ή ιδρώτα δεν έχει, δεν χαίρεσαι για την ευκολία της σωτηρίας, αλλά φεύγεις με οδύνη στην ψυχή και πενθείς, και καθιστάς άχρηστα για τον εαυτόν σου όλα εκείνα για τα οποία έχεις κοπιάσει μέχρι τώρα. Διότι εάν δεν εφόνευσες, όπως λέγεις εσύ, ούτε εμοίχευσες ούτε έκλεψες ούτε εψευδομαρτύρησες εναντίον κάποιον, καθιστάς ανώφελον για τον εαυτόν σου τον αγώνα που έκαμες γι’ αυτά, εάν δεν προσθέσης αυτό που υπολείπεται, με το οποίον και μόνο θα ημπορέσης να εισέλθης στην Βασιλείαν του Θεού. Και αν μεν ο ιατρός σου έδιδεν υπόσχεσιν ότι θα διορθώση αναπηρίες των μελών σου τις οποίες έχεις εκ φύσεως ή από κάποιαν ασθένεια, δεν θα χαιρόσουν ακούγοντάς το; Τώρα δε που ο μέγας ιατρός των ψυχών θέλει να σε καμει τέλειον ως προς τα βασικώτατα που υστερείς, δεν δέχεσαι την χάριν, αλλά πενθείς και σκυθρωπιάζεις. Είναι φανερό λοιπόν ότι ευρίσκεσαι μακριά από εκείνην την εντολήν και ψευδώς διεκήρυξες ότι έχεις κατορθώσει να αγαπήσης τον πλησίον σου ωσάν τον εαυτόν σου. Ιδού ότι αυτό που σε προσέταξεν ο Κύριος σε αποδεικνύει ότι απέχεις πάρα πολύ από την αληθινήν αγάπη.

Πράγματι, αν αυτό που διεβεβαίωσες ήταν αληθινόν, ότι εφύλαξες από τη νεότητά σου την εντολήν της αγάπης και απέδιδες στον καθένα τόσα όσα και στον εαυτόν σου, τότε από πού έχεις συγκεντρώσει αυτήν την χρηματικήν περιουσία; Διότι η ικανοποίησις των αναγκών των πτωχών καταναλώνει τον πλούτον, όταν δηλαδή κάποιος δέχεται ολίγα για την ικανοποίησιν των αναγκών του, όλοι δε μαζί μοιράζονται όσα υπάρχουν και εξοδεύονται γι’ αυτούς. Ώστε εκείνος που αγαπά τον πλησίον ωσάν τον εαυτόν του δεν κατέχει τίποτε περισσότερον από τον πλησίον. Αλλά όμως φαίνεσαι να έχης κτήματα πολλά. Από πού αυτά; Είναι φανερόν. Έχεις προτιμήσει την ιδικήν σου απόλαυσιν από την ανακούφιση των πολλών. Όσο λοιπόν υπερέχεις κατά τον πλούτον, τόσον υστερείς στην αγάπην. Επειδή αν είχες αγαπήσει τον πλησίον, θα είχες σκεφθή προ πολλού να απαλλαγής από τα χρήματα. Τώρα όμως τα χρήματα έχουν προσκολληθεί επάνω σου περισσότερον από τα μέλη του σώματός σου, και σε λυπεί ο αποχωρισμός τους σαν να επρόκειτο για ακρωτηριασμόν των χρησιμωτέρων μελών σου. Διότι εάν είχες ενδύσει γυμνόν, εάν είχες δώσει τον άρτο σου στον πεινασμένον, εάν η θύρα σου ήταν ανοικτή σε κάθε ξένον, εάν είχες γίνει πατέρας ορφανών, εάν συνέπασχες με τον αδύνατον, για ποία χρήματα θα ελυπόσουν τώρα; Και πώς θα εδυσκολευόσουν να διαθέσης τα υπόλοιπα, αν είχες προ πολλού σκεφθεί να τα διανείμης στους ενδεείς; Έπειτα, σε μίαν πανήγυρη κανείς δεν λυπείται να διαθέση αυτά που έχει για να αποκτηση αντ’ αυτών ό,τι χρειάζεται. Αλλά με όσον μικροτέραν τιμήν αγοράζει τα πολύτιμα πράγματα τόσον περισσότερο χαίρεται για την λαμπρά συναλλαγήν του. Ενώ εσύ λυπείσαι που δίδεις χρυσόν και άργυρον και κτήματα, που προσφέρεις δηλαδή απλώς λίθους και χώμα, για να αποκτήσης την αιώνιον ζωήν.

Αλλά τι θα σου χρησιμεύση ο πλούτος; Θα περιβληθής με πολύτιμον ένδυμα; Ωστόσον είναι βέβαιον ότι δύο πηχών χιτωνίσκος σου φθάνει και ένα εξωτερικόν ιμάτιο θα καλύψη την ανάγκην όλων των ενδνμάτων. Μήπως θα εξοδεύσης τον πλούτο για την διατροφή σου; Ένας άρτος είναι ικανός να γεμίση την κοιλία σου. Τι λυπείσαι λοιπόν; Σαν τι να στερήσαι; Μήπως την δόξα που προξενεί ο πλούτος; Εάν όμως δεν αναζητήσης την δόξα στα επίγεια θα εύρης την αληθινήν εκείνην και ολόλαμπρον η οποία σε αναμένει στην Βασιλείαν των Ουρανών. Και το να έχης όμως απλώς τον πλούτον είναι αγαπητόν, έστω και αν δεν προέλθη από αυτόν κανένα όφελος. Αλλά και το ότι είναι ανόητος η μέριμνα για τα άχρηστα πράγματα, σε όλους είναι γνωστόν. Ίσως σου φανή παράδοξον αυτό που θα ειπώ, πλήν όμως είναι το αληθέστερον από όλα. Όταν ο πλούτος σκορπίζεται κατά τον τρόπον που παραγγέλλει ο Κύριος, έχει την ιδιότητα να παραμένη, ενώ όταν φυλάσσεται, να μας εγκαταλείπη. Εάν τον φυλάσσης, δεν θα τον έχης, εάν τον σκορπίσης, δεν θα τον χάσης. Αλλά ο πλούτος είναι περιζήτητος από τους περισσοτέρους όχι για τα ενδύματα ούτε για τις τροφές. Έχει επινοηθή από τον διάβολο κάποιο τέχνασμα το οποίον υποβάλλει στους πλουσίους αναρίθμητες αφορμές για δαπάνες, ώστε να κυνηγούν τα περιττά και άχρηστα ως αναγκαία, και ποτέ να μην αισθάνονται κορεσμόν από του να επινοούν αφορμές για έξοδα. Επειδή όταν μεν διαμοιράζουν τον πλούτο, λαμβάνουν υπ’ όψιν και την παρούσαν ανάγκην και την μελλοντικήν. Και αποθηκεύουν το ένα μέρος για τους εαυτούς των, το δε άλλο για τα παιδιά τους. Έπειτα ευρίσκουν διάφορες αφορμές για να δαπανήσουν τον πλούτον αυτόν.

Όταν όμως ο πλούτος, που διασπάται σε τόσα κομμάτια, ακόμη περισσεύει, παραχώνεται στη γη και φυλάσσεται σε απόρρητα μέρη. «Διότι το μέλλον είναι άγνωστον, μήπως μας εύρουν κάποιες απρόβλεπτες ανάγκες». Είναι βεβαίως άγνωστον, εαν εννοής την χρησιμότητα του χρυσού που έχεις κρύψει, είναι όμως φανερά η ζημία από την απανθρωπία της ενεργείας αυτής. Διότι αφού δεν ημπόρεσες να εξοδεύσης με τις αναρίθμητες επινοήσεις τον πλούτο, τότε τον απέκρυψες στη γη. Τι φοβερά μανία! Όσον ο χρυσός ήταν ακόμη μετάλλευμα εξερευνούσες την γη, και όταν εφανερώθη τον εξαφανίζεις πάλι στην γη. Έπειτα, έχω την γνώμην ότι σου συμβαίνει μαζί με τον πλούτο να παραχώνης και την καρδία σου. «Όπου γαρ ο θησαυρός σου», λέγει, «εκεί και η καρδία» (Ματθ. στ’ 21). Γι’ αυτό λυπούν οι εντολές, διότι τους γίνεται ο βίος αβίωτος όταν δεν ασχολούνται με τις ανωφελείς δαπάνες. Και μου φαίνεται ότι το πάθος του νεανίσκου και των ομοίων του είναι παρόμοιον ωσάν κάποιου οδοιπόρου, ο οποίος από την επιθυμία του να φθάση σε κάποιαν πόλη διήνυσε προθύμως τον δρόμο μέχρις εκεί, έπειτα όμως κατέλυσε σε κάποιο από τα ξενοδοχεία που είναι έξω από τα τείχη. Από την οκνηρία του δηλαδή να βαδίση λίγο ακόμη αχρήστευσε και τον προηγούμενον κόπο και απέκλεισε τον εαυτόν του από το να απολαύση τα αξιοθέατα της πόλεως. Τέτοιοι είναι όσοι δέχονται μεν να πράξουν τα άλλα, αρνούνται όμως να απαλλαγούν από τα υπάρχοντά τους. Γνωρίζω πολλούς οι οποίοι νηστεύουν, προσεύχονται, στενάζουν, δεικνύουν όλην την ανέξοδον ευλάβεια, δεν εξοδεύουν όμως ούτε μία δραχμή για τους θλιβομένους. Ποίον είναι το όφελός τους από την λοιπήν αρετήν; Η Βασιλεία των Ουρανών δεν τους δέχεται, διότι λέγει, «ευκοπώτερον εστί κάμηλον δια τρυμαλιάς (τρυπήματος) ραφίδος εισελθείν, ή πλούσιον εις την βασιλείαν των ουρανών εισελθείν» (Μάρκ. ι’ 25 – Λουκ. ιη’ 25). Αλλά αν και η απόφασις είναι τόσο φανερά και αυτός που την είπε αψευδής, εκείνοι που πείθονται σ’ αυτήν είναι σπάνιοι.

─Και πως θα ζήσωμε όταν παραιτηθούμε από όλα; Λέγει. Και ποία θα είναι η μορφή του κόσμου όταν όλοι παραχωρούν και όλα εγκαταλείπονται;

Μη μου ζητείς να σου δικαιολογήσω τα προστάγματα του Δεσπότου. Αυτός που το ενομοθέτησε γνωρίζει, και θα προσαρμόση το αδύνατον στον νόμο. Η καρδία σου όμως με τον τρόπον αυτό σαν σε ζυγαριά δοκιμάζεται προς τα πού κλίνει. Προς την αληθινήν ζωην ή προς την πρόσκαιρον απόλαυσιν. Διότι αυτοί που σκέπτονται συνετώς, αρμόζει να θεωρούν ότι χρησιμοποιούν τον πλούτον για να τον οικονομούν κατά Θεόν και όχι για να τον απολαμβάνουν. Και όταν τον αποχωρίζονται, να χαίρωνται σαν να απαλλάσσωνται από τα ξένα, και όχι να δυσανασχετούν σαν να εγκαταλείπουν τα ιδικά τους. Γιατί λοιπόν λυπείσαι; Γιατί κυριεύεται από πένθος η ψυχή σου όταν ακούης το πώλησόν σου τα υπάρχοντα; Διότι εάν σε συνώδευαν στο μέλλον, ούτε στην περίπτωσιν αυτή θα άξιζε να τα επιζητής με τόσον πόθον, αφού επισκιάζωνται από τα εκεί πολύτιμα αγαθά. Εάν όμως κατ’ ανάγκην παραμένουν εδώ, γιατί να μην αποκομίσωμε κέρδος από αυτό με το να τα πωλήσωμε; Αλλά συ όταν δης χρυσόν και αποκτάς ίππο, δεν λυπείσαι, όταν όμως διαθέτης πράγματα φθαρτά και αντ’ αυτών λαμβάνεις βασιλείαν ουρανών, δακρύζεις και αρνείσαι αυτόν που σου τα ζητεί και δεν συγκατατίθεσαι να δώσης, επινοώντας χίλιες δύο προφάσεις για να τα καταναλώσης. Τι θα αποκριθής στoν κριτήν, εσύ που καλλωπίζεις με καλύμματα τους τοίχους και άνθρωπο δεν ενδύεις; Που στολίζεις τους ίππους και παραβλέπεις τον αδελφό σου που είναι γυμνός; Που αφήνεις το σιτάρι να σαπίση και δεν τρέφεις τους πεινασμένους; Που παραχώνεις τον χρυσό και περιφρονείς τον καταπιεζόμενον; Και εάν ζη μαζί σου γυναίκα και αγαπά τον πλούτο, η νόσος είναι διπλή. Διότι και στις διασκεδάσεις παρακινεί, και μαζί μ’ αυτές αυξάνει τις φιληδονίες και κεντρίζει τις περίεργες επιθυμίες, επινοώντας διάφορα είδη λίθων, μαργαριτάρια και σμαράγδια και υακίνθους και χρυσό, και άλλον τον επεξεργάζεται για κοσμήματα, άλλον τον υφαίνει και αυξάνει την ασθένεια με κάθε πολυτέλεια. Και δεν αποτελεί πάρεργον η ενασχόλησις με αυτά, αλλά νύκτα και ημέρα γι’ αυτά φροντίζει. Πάμπολλοι δε κόλακες που συντρέχουν στις επιθυμίες της, συγκεντρώνουν τους χρωματουργούς, τους χρυσοχόους, τους αρωματοποιούς, τους ράπτες, τους διακοσμητάς. Δεν αφήνει τον άνδρα να αναπνεύση από τις συνεχείς παραγγελίες της. Κανένας πλούτος δεν επαρκεί να εξυπηρετήση τις γυναικείες επιθυμίες, ούτε και αν ακόμη ρέη ως ποταμός. Πώς να επαρκέση, όταν αυτές θέλουν να προμηθεύωνται τα μύρα από την ανατολή σαν το λάδι από την αγοράν, αναζητούν δε θαλάσσια άνθη, πολύτιμα κογχύλια και μαργαριτάρια περισσότερα και από το μαλλί των προβάτων. Και ο χρυσός που περισφίγγει τα πολύτιμα πετράδια, άλλος μεν γίνεται στολίδι για το μέτωπον, άλλος περιδένει τον λαιμό τους, άλλος τοποθετείται στις ζώνες και άλλος μετατρέπεται σε δεσμά για τα χέρια και τα πόδια τους. Διότι χαίρονται οι γυναίκες να δένωνται με χειροπέδες, αρκεί μόνον να είναι, χρυσές. Πότε λοιπόν θα φροντίση για την ψυχή του αυτός που υπηρετεί γυναικείες επιθυμίες; Επειδή όπως οι καταιγίδες και οι τρικυμίες καταποντίζουν όσα πλοία είναι σαθρά, έτσι και οι πονηρές διαθέσεις των γυναικών, καταπνίγουν τις αδύνατες ψυχές των συζύγων. Όταν λοιπόν ο πλούτος καταναλώνεται σε τόσα πολλά πράγματα από τον άνδρα και την γυναίκα, οι οποίοι συναγωνίζονται μεταξύ τους στις επινοήσεις των ματαίων, είναι επόμενον να μη μένη καθόλου καιρός να ενδιαφερθούν για τους άλλους. Αλλά εάν μεν ακούσης «πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς», για να έχης εφόδια για την αιωνίαν απόλαυση, τότε απέρχεσαι λυπούμενος. Εάν όμως ακούσης: δώσε χρήματα στις γυναίκες που ζουν πολυτελώς, δώσε στους γλύπτες, στους οικοδόμους στους τεχνίτες των ψηφιδωτών, στους ζωγράφους, χαίρεσαι σαν να κατακτάς κάτι πολυτιμότερον από τα χρήματα. Δεν βλέπεις αυτούς τους τοίχους που με τον χρόνον έχουν καταρρεύσει; Τα λείψανά τους ωσαν κάποιοι σκόπελοι αναδύονται σε όλη την πόλη. Όταν ανεγείροντο αυτοί οι τοίχοι, πόσοι πτωχοί υπήρχαν στην πόλιν αυτήν, οι οποίοι παρεβλέποντο από τους τότε πλουσίους λόγω της φροντίδος τους γύρω από αυτά; Πού είναι λοιπόν η κατασκευή των λαμπρών αυτών έργων; Πού είναι αυτός που εκαυχάτο για την μεγαλοπρέπειά τους; Δεν διελύθησαν και εξηφανίσθησαν όπως αυτά που κατασκευάζουν τα παιδιά παίζοντας στην αμμουδιά, ενώ εκείνος ευρίσκεται στον άδη, μετανοιωμένος για την φροντίδα των ματαίων;

Αλλά αποκαλείς τον εαυτόν σου πτωχόν. Συμφωνώ και εγώ. Διότι πτωχός είναι αυτός που χρειάζεται πολλά. Και εσάς η αχόρταστος επιθυμία σας κάνει να έχετε πολλές ανάγκες. Στα δέκα τάλαντα προσπαθείς να προσθέσης και άλλα δέκα. Όταν γίνουν είκοσι, επιζητείς άλλα τόσα, και πάντοτε καθετί που προστίθεται δεν σταματά την ορμή σου. Αντιθέτως, σου ανοίγει την όρεξη. Διότι όπως ακριβώς στους μέθυσους η προσθήκη του οίνου γίνεται αφορμή για να συνεχίσουν να πίνουν, έτσι και οι νεόπλουτοι, αφού αποκτήσουν πολλά, επιθυμούν περισσότερα, τρέφοντας την ασθένειά τους με την συνεχή επαύξηση, και κατ’ αυτόν τον τρόπον η προσπάθειά τους φέρει το αντίθετον αποτέλεσμα. Επειδή δεν τους ευχαριστούν όσα έχουν, αν και είναι τόσα πολλά, όσον τους λυπούν τα ελλείποντα, όσα δηλαδή αυτοί υποθέτουν ότι τους λείπουν. Ώστε πάντοτε η ψυχή τους λειώνει από τoν αγώνα που κάνουν να αποκτήσουν υπερβολικά αγαθά. Και ενώ θα έπρεπε να ευφραίνωνται και να ευχαριστούν για το ότι είναι πλουσιώτεροι από τόσους άλλους, αυτοί δυσφορούν και θλίβονται επειδή υστερούν από έναν ή δύο πάμπλουτους. Όταν φθάσουν αυτόν τoν πλούσιον, αμέσως αγωνίζονται να εξισωθούν με τον πλουσιώτερον, και όταν φθάσουν εκείνον, μεταφέρουν την προσπάθειά τους προς τoν άλλον. Όπως εκείνοι που ανεβαίνουν τις σκάλες ανυψώνουν το βήμα τους συνεχώς πρoς υψηλότερο σκαλοπάτι και δεν σταματούν πριν φθάσουν στο άκρον της σκάλας, έτσι και αυτοί δεν παύουν την κατακτητικήν ορμήν τους μέχρι να μείνουν μετέωροι υψηλά, τόσο ώστε η πτώσις τους να είναι καταστροφική. Όσα βλέπει ο οφθαλμός, τόσα πολλά επιθυμεί ο πλεονέκτης. «Δεν θα χορτάση ο οφθαλμός από το να βλέπη» (Εκκλ. α’ 8) και ο φιλάργυρος από το να παίρνη. Ο πλεονέκτης δεν είπε ποτέ αρκεί. Πότε θα χρησιμοποιήσης αυτά που έχεις τώρα; Πότε θα τα απολαύσης, αφού διακατέχεσαι πάντοτε από τους κόπους της αποκτήσεως;

Θα ήθελα να σε ελαφρώσω λίγο από τα έργα της αδικίας, ώστε να εύρης κάποιαν άνεση στους λογισμούς σου και να ιδής την κατάληξιν όλων αυτών των πραγμάτων. Έχεις τόσα και τόσα πλέθρα [Αρχαία μονάς μετρήσεως επιφανειών ίση με 8.740 τ.μ.] καλλιεργησίμου γης, άλλα τόσα φυτευμένα, βουνά, πεδιάδες, κοιλάδες, ποταμούς, λιβάδια. Τι θα γίνει λοιπόν με όλα αυτά; Δεν σε περιμένουν τρεις πήχεις όλοι κι όλοι; Δεν θα αρκέση το βάρος ολίγων λίθων να φυλάξη την δυστυχή σου σάρκα; Για ποίον λοιπόν κοπιάζεις; Για ποίον παρανομείς; Γιατί με τα χέρια σου συνάζεις ακαρπίαν; Είθε να ήταν ακαρπία και όχι προσάναμμα για το αιώνιον πυρ. Δεν θα απαλλαγής ποτέ από την μέθην αυτή; Δεν θα υγιάνουν οι λογισμοί σου; Δεν θα έλθης στον εαυτόν σου; Δεν θα φέρης προ των οφθαλμών σου το δικαστήριον του Χριστού; Τι θα απολογηθής όταν σε περικυκλώσουν οι αδικημένοι και θα σε κατηγορούν ενώπιον του δικαίου κριτού; Τι θα κάμης λοιπόν; Ποίους συνηγόρους θα πληρώσης; Ποίους μάρτυρες θα παρουσιάσης; Πώς θα μεταπείσης τον δικαστή που ποτέ δεν εξαπατάται; Δεν υπάρχει δικηγόρος εκεί, δεν υπάρχει η τέχνη των λόγων, η οποία ημπορεί να κλέψη την αλήθειαν από τον δικαστή. Δεν συνοδεύουν οι κόλακες, ούτε τα χρήματα, ούτε το ύψος του αξιώματος. Μόνος, χωρίς φίλους, χωρίς βοηθούς, χωρίς συνηγόρους, χωρίς απολογία, θα απομακρυνθής γεμάτος εντροπήν, σκυθρωπός, κατηφής, ολομόναχος, χωρίς κανένα θάρρος. Διότι όπου και αν περιφέρης το βλέμμα σου, θα αντικρύσης καθαρά τις εικόνες των κακών έργων. Από το ένα μέρος τα δάκρυα του ορφανού, από το άλλο τους αναστεναγμούς της χήρας, τους γρονθοκοπημένους από σε πτωχούς, τους υπηρέτες σου των οποίων εξέσκιζες τις σάρκες, τους γείτονες που εξώργιζες. Όλα θα ξεσηκωθούν εναντίον σου, ο πονηρός χορός των κακών σου πράξεων θα σε περιστοιχίση. Διότι οι αμαρτίες ακολουθούν τις ψυχές όπως η σκιά το σώμα, αποτυπώνοντας επάνω τους ολοκάθαρα τις πράξεις. Γι’ αυτό δεν χωρεί άρνησις εκεί, αλλά φράσσεται κάθε στόμα, όσον αδιάντροπο κι αν είναι. Επειδή καταθέτουν ως μάρτυρες τα ίδια τα πράγματα που σχετίζονται με τον καθένα, χωρίς να εκβάλουν φωνήν, αλλά φαίνονται όπως ακριβώς έχουν διαπραχθή από εμάς. Πώς θα ημπορέσω να σου παρουσιάσω τα φρικτά; Εάν βεβαίως ακούσης, εάν μετανοήσης, ενθυμήσου την ημέραν εκείνην κατά την οποίαν «αποκαλύπτεται οργή Θεού απ’ ουρανού» (Ρωμ. α’ 18). Ενθυμήσου την ένδοξον παρουσία του Χριστού, όταν θα αναστηθούν «οι μεν τα αγαθά πράξαντες εις ανάστασιν ζωής, οι δε τα φαύλα εις ανάστασιν κρίσεως» (πρβλ. Ιω. ε’ 29). Τότε αιώνιος εντροπή για τους αμαρτωλούς και φωτιά που μέλλει να καταφάγη όσους εναντιώθησαν στον Θεόν (Εβρ. ι’ 27). Αυτά να σε λυπούν και όχι η εντολή.

Πώς να σου απαλύνω την ψυχή; Τι να ειπώ; Δεν επιθυμείς την βασιλεία; Δεν φοβείσαι την γέενναν; Από πού θα ευρεθή ίασις για την ψυχήν σου: Διότι εάν τα φρικτά δεν σε πτοούν, τα λαμπρά δεν σε προτρέπουν, τότε απευθύνομαι σε λιθίνην καρδία. Εξέτασε, άνθρωπε, την φύση του πλούτου. Γιατί τόσον πολύ υπολογίζεις τον χρυσό; Λίθος είναι ο χρυσός, λίθος ο άργυρος, λίθος ο μαργαρίτης, όλοι λιθοι, δηλαδή πέτρες: η χρυσόπετρα και το βηρύλλιον, και ο αχάτης και ο υάκινθος, και ο αμέθυστος, και ο ίασπις. Αυτά είναι τα άνθη του πλούτου, από τα οποία σύ άλλα τα αποθηκεύεις με το να τα παραχώνης, ενώ όσους λίθους είναι διαυγείς τους καλύπτεις στο σκότος. Άλλους δε, τους πλέον πολυτίμους, τους περιφέρεις καμαρώνοντας για την λάμψη τους. Ειπέ μου, τι ωφελείσαι όταν περιστρέφης το χέρι σου που λάμπει από τα πετράδια; Δεν κοκκινίζεις όταν κατέχεσαι από επιθυμία των λίθων ωσάν τις γυναίκες που εγκυμονούν; Διότι και εκείνες λίθους ορέγονται, και συ κατέχεσαι από λαιμαργία για τα άνθη των λίθων, αφού αναζητής σαρδόνυχες και ιάσπιδες και αμεθύστους. Ποιος στολιζόμενος κατώρθωσε να προσθέση στον βίο του μίαν ημέρα; Ποίον ελυπήθη ο θάνατος για τα πλούτη του; Ποίος εγλύτωσε από την αρρώστιαν χάριν των χρημάτων του; Έως πότε ο χρυσός θα είναι η αγχόνη των ψυχών, το άγκιστρο του θανάτου, το δόλωμα της αμαρτίας; Έως πότε ο πλούτος θα είναι η αιτία του πολέμου, για τον οποίον κατασκευάζονται όπλα και ακονίζονται ξίφη; Εξ αιτίας αυτού οι συγγενείς παραβλέπουν την φυσικήν συγγένειαν, αδελφοί υποβλέπονται με φονικήν διάθεσιν, ο ένας εναντίον του άλλου. Εξ αιτίας του πλούτου οι ερημίες φιλοξενούν τους φονείς, η θάλασσα τους πειρατάς, οι πόλεις τους συκοφάντες.

Ποίος είναι ο πατήρ του ψεύδους, ποιος ο δημιουργός της πλαστογραφίας; Ποίος εγέννησε την επιορκίαν; Όχι ο πλούτος; Όχι η μέριμνα για την απόκτησή του; Τι παθαίνετε, ω άνθρωποι; Ποιος έστρεψε τα ιδικά σας εναντίον σας; Τα χρήματα είναι μέσον για την ζωή. Μήπως έχουν δοθή ως εφόδια κακών; Είναι λύτρα της ψυχής. Μήπως είναι αφορμή καταστροφής;

Αλλά ο πλούτος είναι αναγκαίος για τα τέκνα. Αυτή είναι μία ευλογοφανής δικαιολογία της πλεονεξίας. Τα τέκνα επικαλείσθε, αλλά για τον εαυτόν σας φροντίζετε. Μην ενοχοποιής τον αναίτιον, έχει τον κύριόν του, τον οικονόμον του. Από άλλον έλαβε την ζωήν, από αυτόν περιμένει τα απαραίτητα για την ζωή. Μήπως για τους εγγάμους δεν έχουν γραφή τα Ευαγγέλια; «Ει θέλεις τέλειος είναι, πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς». Όταν εζητούσες από τον Κύριον την καλλιτεκνίαν (ενν. στο μυστήριον του γάμου), όταν ηξίωνες να γίνης πατέρας παιδιών, μήπως είχες προσθέσει και τούτο: δώσε μου τέκνα για να παρακούσω τις εντολές σου; Δώσε μου τέκνα για να μη φθάσω στην Βασιλείαν των Ουρανών; Και εκτός αυτού, ποίος θα σου εγγυηθή για την προαίρεση του παιδιού, ότι θα χρησιμοποιήση σωστά αυτό που θα του δώσης; Διότι ο πλούτος για πολλούς έγινεν υπηρέτης της ακολασίας. Ή δεν ακούεις τον Εκκλησιαστήν που λέγει: «Είδον αρρωστίαν δεινήν, πλούτον φυλασσόμενον τω παρ’ αυτού (από τον κάτοχόν τον) είς κακίαν αυτώ (γιά το κακόν του)» (Εκκλ. ε’ 12). Πρόσεξε λοιπόν μήπως, ενώ εσύναξες τον πλούτο με χιλίους κόπους, προετοιμάσεις για άλλους υλικόν αμαρτημάτων και έπειτα ευρεθείς διπλά τιμωρούμενος, για αυτά που ο ίδιος έχεις αδικήσει και γι’ αυτά με τα οποία εφωδίασες άλλους. Μήπως η ψυχή δεν σου είναι οικειοτέρα από κάθε τέκνο; Μήπως δεν συγγενεύει μαζί σου περισσότερον από όλα; Απόδοσε σ’ αυτήν πρώτην τα πρεσβεία της κληρονομιάς, δώσε της πλούσιες προϋποθέσεις για να ζήση, και τότε να μοιράσης την περιουσία στα παιδιά σου. Διότι τα τέκνα πολλές φορές, αν και δεν εκληρονόμησαν από τους γονείς, έκαμαν οίκους για τον εαυτόν τους, η ψυχή σου όμως, εάν εγκαταλειφθή από σε, από ποίον θα ελεηθή;

Προς τους πατέρας ελέχθησαν όσα ήσαν να λεχθούν. Οι άτεκνοι ποίαν ευλογοφανή δικαιολογίαν της φιλαργυρίας των επικαλούνται; Δεν πωλώ τα υπάρχοντά μου, ούτε τα δίδω στους πτωχούς, λόγω των αναγκών της ζωής. Λοιπόν δεν είναι ο Κύριος διδάσκαλός σου, ούτε το Ευαγγέλιον ρυθμίζει την ζωήν σου, αλλά συ ο ίδιος γίνεσαι νομοθέτης του εαυτού σου. Πρόσεξε όμως σε ποίον κίνδυνον εμπίπτεις όταν σκέπτεσαι κατ’ αυτόν τον τρόπον. Διότι εάν αυτά που ο Κύριος μας διέταξε ως αναγκαία, συ τα διαγράφεις ως ανεφάρμοστα, δεν κάνεις τίποτε άλλο από το να θεωρής τον εαυτόν σου φρονιμώτερον από τον νομοθέτη.

– Αλλά αφού τα απολαύσω αυτά σε όλην μου την ζωήν, λέγεις, μετά το τέλος της θα κάμω κληρονόμους της περιουσίας μου τους πτωχούς, αφού με γράμματα και διαθήκες τους αναθέσω την κυριότητα των υπαρχόντων μου.


Όταν δεν θα ευρίσκεσαι πλέον μεταξύ των ανθρώπων, τότε θα γίνης φιλάνθρωπος. Όταν σε αντικρύσω νεκρόν, τότε θα σε ονομάσω φιλάνθρωπον. Σου οφείλεται μεγάλη ευχαριστία για την φιλοτιμίαν σου, διότι ενώ κείσαι στο μνήμα και έχεις μεταβληθή με την διάλυση σε χώμα, έγινες γενναιόδωρος και μεγαλόψυχος στις δαπάνες. Ειπέ μου, όμως, ποιού καιρού τους μισθούς θα απαιτήσης; Για τον χρόνον της ζωής σου ή για μετά τον θάνατον; Αλλά τον καιρό που ευρισκόσουν στην ζωήν, τότε είχες δοθεί στα πάθη και στις ηδονές και κολυμβούσες μέσα στις απολαύσεις, και ούτε να αντικρύσης καταδεχόσουν τους πτωχούς, τώρα δε που απέθανες, ποίες είναι οι πράξεις σου; Ποίος μισθός εργασίας σου οφείλεται; Δείξε τα έργα και ζήτα τις ανταποδόσεις. Κανένας μετά την λήξη της πανηγύρεως δεν εμπορεύεται, ούτε προσερχόμενος μετά τους αγώνες στεφανώνεται, ούτε ανδραγαθεί μετά τον πόλεμο. Είναι λοιπόν φανερόν, πως ούτε μετά την ζωήν είναι δυνατόν να ευσεβή κανείς. Συ με την μελάνην και τα γράμματα δίδεις υποσχέσεις για ευεργεσίες. Ποίος λοιπόν θα σου αναγγείλη τον καιρό της εξόδου; Ποίος θα σου εγγυηθή τον τρόπον του θανάτου; Πόσοι έχουν αρπαγή αιφνιδίως, χωρίς να τους επιτρέψη το πάθημά τους ούτε φωνήν να αφήσουν; Πόσοι δεν παρεφρόνησαν από τον πυρετό; Γιατί λοιπόν αναμένεις ευκαιρίαν, αφού πολλές φορές δεν είσαι κύριος ούτε των λογισμών σου; Νύκτα βαθεία και νόσος βαρεία και βοηθός πουθενά, και αυτός που παραμονεύει για την κληρονομίαν είναι έτοιμος. Κανονίζει τα πάντα προς το συμφέρον του και σου ματαιώνει τα σχέδια. Εκείνη την ώρα, αφού στρέψης εδώ κι εκεί το βλέμμα σου και ιδής να σε έχη περικυκλώσει η ερημία, τότε θα αισθανθής την απερισκεψία σου, τότε θα αναστενάξης για την παραφροσύνη σου, για ποίον καιρόν εφύλασσες την εντολήν. Για όταν η γλώσσα παραλύη, το δε χέρι ήδη τρέμει και αρχίζουν οι απότομες συσπάσεις, ώστε ούτε με την φωνήν ούτε με τα γράμματα να ημπορής να εκφράσης την γνώμη σου. Ακόμη και στην περίπτωση που όλα θα είχαν γραφή με σαφήνεια και κάθε λέξις θα είχε διακηρυχθή απεριφράστως, θα ήταν αρκετόν ένα γράμμα να αλλοιώση εντελώς την απόφαση. Μία σφραγίδα εάν παραποιηθή, δύο ή τρείς ψευδομάρτυρες αν παρουσιασθούν, όλη η κληρονομία θα ημπορούσε να μεταφερθή σε άλλους.


Γιατί λοιπόν εξαπατάς τον εαυτόν σου διαθέτοντας τώρα κακώς τον πλούτον σου στις σαρκικές απολαύσεις, και δίδεις υποσχέσεις για το μέλλον περί πραγμάτων των οποίων δεν θα είσαι πλέον κύριος; Όπως το απέδειξεν ο λόγος, η σκέψις αυτή είναι πονηρά: όσον ζώ, θα απολαύσω τις ηδονές, όταν δε αποθάνω, θα πράξω ό,τι έχω διαταχθή. Θα ειπή τότε και σε σένα ο Αβραάμ: «απέλαβες τα αγαθά σου εν τη ζωή σου» (Λουκ. ιστ’ 25). Δεν σε χωρά η στενή και τεθλιμμένη οδός (Προβλ. Ματθ. ζ’ 14), εάν δεν αποβάλης τον όγκον του πλούτου. Εξήλθες από την ζωή βαστάζοντάς τον μαζί σου, δεν τον απέρριψες προηγουμένως, όπως είχες προσταχθή. Όταν ήσουν στην ζωήν, προτιμούσες από την εντολή τoν εαυτό σου. Μετά τον θάνατον και τη διάλυση, τότε προετίμησες την εντολήν από τους εχθρούς σου. Για να μη τα πάρη δηλαδή ο τάδε, λέγει, ας τα πάρη ο Κύριος. Και πώς να το ονομάσωμεν αυτό; Άμυναν προς τους εχθρούς ή αγάπην προς τον πλησίον; Ανάγνωσε τις διαθήκες σου: «Θα ήθελα να ζω ακόμη και να απολαμβάνω τα ιδικά μου». Άρα η χάρις ανήκει στον θάνατον, όχι σε σένα. Διότι εάν ήσουν αθάνατος, δεν θα ενθυμόσουν τις εντολές. Μην πλανάσθε. Ο Θεος ου μυκτηρίζεται (δεν εμπαίζεται) (Γαλ. στ’ 7). Το νεκρό δεν προσφέρεται στο θυσιαστήριον. Την θυσία να την προσφέρης ζωντανήν. Αυτός που προσφέρει από το περίσσευμα δεν γίνεται δεκτός. Και συ προσφέρεις στον ευεργέτην αυτά που σου επερίσσευσαν μετά από ολόκληρον την ζωή σου. Εάν δεν τολμάς από τα περισσεύματα της τραπέζης να δεξιωθής τους επισήμους, πώς λοιπόν τολμάς να εξιλεώνης τον Θεόν από τα περισσεύματα; Κοιτάξτε οι πλούσιοι το τέλος της φιλοχρηματίας και παύσετε να είσθε παθιασμένοι με τα χρήματα. Όσο φιλόπλουτος είσαι, τόσο περισσοτέραν προσπάθεια καταβάλλεις να μην αφήσης τίποτε από τα υπάρχοντά σου. Κάμε τα όλα ιδικά σου, αξιοποίησέ τα όλα για τoν εαυτόν σου, μην εγκαταλείψης σε άλλους τον πλούτον. Ίσως ουτε θα σε στολίσουν οι υπηρέτες με τον τελευταίον στολισμόν, αλλά θα εξαγνίσουν την ταφή προσπαθώντας με αυτά που απέμειναν να αποκτήσουν την εύνοια των κληρονόμων. Ίσως μάλιστα και να φιλοσοφήσουν τότε εναντίον σου. Είναι άγνοια της καλαισθησίας, θα είπουν, το να στολίζης νεκρόν και να κάμης με πολυτέλεια την εκφοράν αυτού που δεν αισθάνεται πλέον. Τι λοιπόν, δεν είναι καλλίτερον να στολίζης τους ζωντανούς με την λαμπρά και πολυτελή στολήν από το να κατασαπίζουνν μαζί με τον νεκρό τα πολύτιμα ενδύματα; Ποίον το όφελος από ένα επίσημο μνήμα, από πολυτελή ταφή και από δαπάνην χωρίς κέρδος; Αυτά πρέπει να χρησιμοποιηθούν από τους επιζώντες για τις ανάγκες της ζωής.

Όλα αυτά σου τα είπα για να σε απαλλάξω από το βάρος, αλλά και χάριν εκείνων που θα κληρονομήσουν τα ιδικά σου. Όσον λοιπόν είναι καιρός, ετοίμασε τα εντάφια εφόδια. Καλόν εντάφιον είναι η ευσέβεια. Χρησιμοποίησε ως ένδυμα όλα αυτά και έτσι να εξέλΘης από την ζωήν αυτήν. Κόσμημά σου κάμε τον πλούτο σου, πάρε τον μαζί σου. Να πεισθής στον καλό σου σύμβουλο, στον Χριστόν, που σε ηγάπησε. Σ’ αυτόν που επτώχευσε προς χάριν μας, «ίνα ημείς τη εκείνου πτωχεία πλουτήσωμεν» (Β’ Κορ. η’ 9). Να τον πιστεύσωμεν ως σοφόν που γνωρίζει καλά το συμφέρον μας, ή να τον υπομείνωμε εμπιστευόμενοι την αγάπην του, ή να τον ανταμείψωμεν ως ευεργέτην. Οπωσδήποτε όμως να κάμωμε τα όσα μας έχουν διαταχθή, για να γίνωμε κληρονόμοι της αιωνίου ζωής «της εν αυτώ τω Χριστώ, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».

(4ος αιών, ΕΠΕ, Μεγ. Βασιλείου, τόμ. 6, σελ. 284 – από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 243-255. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)

Κυριακή ΙΒ’ Ματθαίου: Για τον πλούσιο νεανίσκο που επιθυμούσε να κληρονομήσει την αιώνια ζωή

 Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος


(Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, κεφ.  19, χωρία 16 έως 26)


«Καὶ ἰδοὺ εἷς προσελθὼν εἶπεν αὐτῷ· διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον; (: Και ιδού Τον πλησίασε κάποιος και Του είπε: ‘’Διδάσκαλε αγαθέ, τι καλό να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;’’)» Ορισμένοι κατηγορούν τον νέο αυτόν ως κάποιον ύπουλο και πονηρό και εκτιμούν ότι πλησίασε τον Ιησού με σκοπό να Τον πειράξει· εγώ όμως δε θα μπορούσα, βέβαια, να αρνηθώ ότι ήταν φιλάργυρος και δούλος των χρημάτων, επειδή και ο Χριστός τον έλεγξε ως άνθρωπο αυτού του είδους, ύπουλο όμως δε θα μπορούσα να τον χαρακτηρίσω με κανέναν τρόπο, και διότι δεν είναι ασφαλές το να επιχειρεί κανείς να καταλήγει σε τολμηρές κρίσεις για ζητήματα που αφορούν τον εσωτερικό κόσμο κάποιου ανθρώπου και πόσο μάλιστα όταν πρόκειται να τον κατηγορήσει για κάτι, καθώς επίσης και για τον πρόσθετο λόγο ότι ο ευαγγελιστής Μάρκος έχει αναιρέσει αυτήν την υποψία για τυχόν δόλιες προθέσεις του συγκεκριμένου νέου· πιο συγκεκριμένα, λέγει τα εξής για τον νεανίσκο αυτόν:

«Καὶ ἐκπορευομένου αὐτοῦ εἰς ὁδὸν προσδραμὼν εἷς καὶ γονυπετήσας αὐτὸν ἐπηρώτα αὐτόν (: και καθώς ο Ιησούς έβγαινε στον δρόμο, έτρεξε προς Αυτόν και αφού γονάτισε εμπρός Του, Τον ρωτούσε)» [Μαρκ. 10, 17] και ότι «ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐμβλέψας αὐτῷ ἠγάπησεν αὐτὸν καὶ εἶπεν αὐτῷ… (: ο Ιησούς τον κοίταξε με πολλή αγάπη και ενδιαφέρον και τον συμπάθησε και του είπε…)» [Μαρκ. 10, 21].


Οπωσδήποτε όμως είναι μεγάλη και τυραννική η δύναμη των χρημάτων και αυτό γίνεται φανερό και από το περιστατικό αυτό· διότι και αν ακόμη είμαστε ως προς τα άλλα ενάρετοι, η φιλαργυρία καταστρέφει οποιαδήποτε αρετή διαθέτουμε, καταστρέφει τα πάντα. Δικαιολογημένα λοιπόν και ο Παύλος είπε ότι αυτό το πάθος είναι η ρίζα όλων των κακών [Α΄ Τιμ. 6, 10: «ρίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία, ἧς τινες ὀρεγόμενοι ἀπεπλανήθησαν ἀπὸ τῆς πίστεως καὶ ἑαυτοὺς περιέπειραν ὀδύναις πολλαῖς (: Γιατί ρίζα όλων των κακών είναι η φιλαργυρία· μερικοί μάλιστα, λόγω της φιλαργυρίας τους, κυριεύτηκαν από σφοδρή και ακόρεστη επιθυμία για το χρήμα και γι’ αυτό αποπλανήθηκαν από την πίστη και έμπηξαν γύρω από τον εαυτό τους σαν καρφιά πολλούς πόνους και αγωνίες)»].


Για ποιο λόγο λοιπόν ο Χριστός έδωσε τέτοιου είδους απάντηση, λέγοντας: «οὐδεὶς ἀγαθὸς (: κανείς δεν είναι αγαθός)»; Επειδή ο νέος αυτός Τον πλησίασε με την ιδέα ότι ο Κύριος είναι ένας οποιοσδήποτε κοινός άνθρωπος ανάμεσα στους πολλούς και κάποιος από τους Ιουδαίους διδασκάλους· για τούτο λοιπόν και σαν να ήταν ένας απλός άνθρωπος ο Ιησούς, ο νέος αυτός συζητεί μαζί Του. Καθόσον ο παντογνώστης Κύριος και σε πολλές άλλες περιπτώσεις δίνει απάντηση στις σκέψεις εκείνων που Τον πλησιάζουν, όπως όταν λέγει: «ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὃ οὐκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὃ οἴδαμεν (: Εσείς οι Σαμαρείτες, που έχετε απορρίψει τα περισσότερα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, προσκυνείτε εκείνο, το οποίο πολύ λίγο γνωρίζετε. Εμείς οι Ιουδαίοι προσκυνούμε εκείνο που περισσότερο από σας και από τους άλλους λαούς γνωρίζουμε)»· και: «Ἐὰν ἐγὼ μαρτυρῶ περὶ ἐμαυτοῦ, ἡ μαρτυρία μου οὐκ ἔστιν ἀληθής (: ίσως μου πείτε: ‘’εμείς δεν πιστεύουμε σε αυτά που λες για τον εαυτό σου, διότι στηρίζονται στη δική σου εγωιστική μαρτυρία’’. Πράγματι. Εάν εγώ ο ίδιος από μόνος μου έδινα μαρτυρία για τον εαυτό μου, η μαρτυρία μου θα μπορούσε να μην είναι αξιόπιστη)» [Ιω. 5, 31].


Όταν λοιπόν λέγει: «οὐδεὶς ἀγαθὸς (: κανείς δεν είναι αγαθός)», δεν το λέγει αυτό με σκοπό να αποκλείσει τον εαυτό Του από το ότι είναι αγαθός, μη σκεφτείς κάτι τέτοιο σε καμία περίπτωση· διότι δεν είπε: «Για ποιον λόγο με ονομάζεις αγαθό; Δεν είμαι αγαθός» αλλά είπε ότι «οὐδεὶς ἀγαθὸς (: κανείς δεν είναι αγαθός)»· δηλαδή κανείς από τους ανθρώπους. Αλλά και αυτό ακόμη όταν το λέγει, δεν το λέγει για να αποκλείσει τους ανθρώπους από την αγαθότητα, αλλά το λέγει εν συγκρίσει προς την αγαθότητα του Θεού και για να ξεχωρίσει το μέγεθός της. Για τον λόγο αυτό και πρόσθεσε· «εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός (: παρά μόνο ένας, ο Θεός)». Και δεν είπε «παρά μόνον ο Πατήρ μου» για να μάθεις ότι δεν φανέρωσε τον εαυτό Του στον νεανίσκο.


Κατά τον ίδιο τρόπο και παραπάνω αποκαλούσε τους ανθρώπους ‘’πονηρούς’’, λέγοντας: «εἰ οὗν ὑμεῖς, πονηροὶ ὄντες, οἴδατε δόματα ἀγαθὰ διδόναι τοῖς τέκνοις ὑμῶν… (: Εάν όμως εσείς, ενώ είστε πονηροί, ατελείς και διεφθαρμένοι από την αμαρτία, γνωρίζετε να δίδετε καλά και ωφέλιμα πράγματα στα παιδιά σας…)» [Ματθ. 7, 11]. Πραγματικά και στην περίπτωση εκείνη τους ονόμασε «πονηρούς», όχι για να αποδώσει το γνώρισμα της πονηρίας σε όλη γενικά την ανθρώπινη φύση πονηρή (διότι το «εσείς» δεν σημαίνει ‘’όλοι εσείς οι άνθρωποι’’), αλλά τους ονόμασε έτσι συγκρίνοντας την αγαθότητα των ανθρώπων προς την αγαθότητα του Θεού· για τούτο και πρόσθεσε· «…πόσῳ μᾶλλον ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς δώσει ἀγαθὰ τοῖς αἰτοῦσιν αὐτόν; (:…πόσο μάλλον ο ουράνιος και πανάγαθος Πατέρας σας θα δώσει αγαθά, καλά και ωφέλιμα δώρα, σε εκείνους που Του τα ζητούν;)» [Ματθ. 7, 11].


Αλλά θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος: «Ποια κατεπείγουσα ανάγκη υπήρχε ή ποια χρησιμότητα επέβαλε στον Κύριο να δώσει αυτήν την απάντηση;». Με τον τρόπο αυτόν ο Ιησούς εξυψώνει πνευματικά τον πλούσιο αυτό νέο σιγά-σιγά και τον διδάσκει να απαλλαγεί εξ ολοκλήρου από την κολακεία, αποσπώντας τον από τα επίγεια πράγματα και προσηλώνοντάς τον στον Θεό, και τον πείθει επίσης να ζητεί τα ουράνια αγαθά και να γνωρίσει Αυτόν που πράγματι είναι αγαθός και ρίζα και πηγή όλων των αγαθών, και σε Αυτόν να αποδίδει τις τιμές. Διότι και όταν λέγει: «ὑμεῖς δὲ μὴ κληθῆτε ῥαββί· εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν ὁ διδάσκαλος, ὁ Χριστός· πάντες δὲ ὑμεῖς ἀδελφοί ἐστε (: Αλλά εσείς μην επιδιώκετε να καλείστε ‘’διδάσκαλοι’’• διότι ένας είναι ο διδάσκαλός σας, ο Χριστός, και όλοι εσείς είστε αδέλφια και άρα ίσοι μεταξύ σας)» [Ματθ. 23, 8], το λέγει σε αντιδιαστολή προς τον εαυτό Του και για να γνωρίσουν οι άνθρωποι ποια είναι η πρώτη αρχή όλων γενικώς των όντων. Ούτε βέβαια ήταν μικρή η προθυμία που έδειξε ο νεανίσκος τότε, καθόσον κυριεύτηκε από τέτοια δυνατή επιθυμία για τα πνευματικά αγαθά, τη στιγμή που άλλοι μεν πείραζαν τον Κύριο, άλλοι Τον πλησίασαν μόνο για να θεραπεύσει τις ασθένειές τους ή τις ασθένειες των συγγενών τους ή των ξένων, αυτός όμως και Τον πλησίασε με κάθε ειλικρίνεια και συζητούσε με πραγματικό ενδιαφέρον για την αιώνια ζωή. Διότι η γη μεν, η ψυχή δηλαδή του νέου, ήταν εύφορη και πλούσια, όμως το πλήθος των ακανθών κατέπνιγε τον σπόρο.


Πρόσεχε λοιπόν πώς ήταν τη στιγμή εκείνη προετοιμασμένος για να υπακούει στις εντολές. Διότι λέγει: «τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον; (: Τι να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;)». Τόσο ήταν προετοιμασμένος και πρόθυμος προς εφαρμογή των όσων θα του έλεγε. Εάν όμως Τον είχε πλησιάσει με σκοπό να Τον πειράξει, θα μας το έλεγε οπωσδήποτε ο ευαγγελιστής και αυτό, πράγμα που το κάνει και στις άλλες περιπτώσεις, όπως δηλαδή π.χ. στην περίπτωση του νομικού [βλ. Ματθ. 22, 35-40: «Οἱ δὲ Φαρισαῖοι ἀκούσαντες ὅτι ἐφίμωσε τοὺς Σαδδουκαίους, συνήχθησαν ἐπὶ τὸ αὐτό,καὶ ἐπηρώτησεν εἷς ἐξ αὐτῶν, νομικός, πειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· διδάσκαλε, ποία ἐντολὴ μεγάλη ἐν τῷ νόμῳ; ὁ δὲ Ἰησοῦς ἔφη αὐτῷ· ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου. αὕτη ἐστὶ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. δευτέρα δὲ ὁμοία αὐτῇ· ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. ἐν ταύταις ταῖς δυσὶν ἐντολαῖς ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται κρέμανται (: Οι δε Φαρισαίοι, όταν άκουσαν ότι αποστόμωσε τους Σαδδουκαίους σχετικά με το ζήτημα της ανάστασης των νεκρών, μαζεύτηκαν στο ίδιο μέρος, όπου ήταν ο Ιησούς, και ένας από αυτούς νομοδιδάσκαλος, Τον ρώτησε, με την πονηρή διάθεση να Τον φέρει σε δύσκολη θέση, λέγοντας:’’ “Διδάσκαλε, ποια είναι η μεγαλύτερη εντολή μέσα στον νόμο;” Και ο Ιησούς του απάντησε: “να αγαπάς Κύριο τον Θεό σου με όλη την καρδιά σου και με όλη την ψυχή σου και με όλη την διάνοιά σου’’. Αυτή είναι η πρώτη και μεγάλη εντολή. Δεύτερη δε εντολή όμοια με αυτήν: ‘’να αγαπάς τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου’’. Επάνω στις δύο αυτές εντολές όλος ο νόμος και οι προφήτες στηρίζονται.(Και στην πονηρή εκείνη ερώτηση έδωσε τη θεία απάντησή Του)»].


Αλλά και αν ακόμη το αποσιώπησε ο ευαγγελιστής, ο Χριστός όμως δε θα ήταν δυνατόν να τον αφήσει απαρατήρητο για τις υστερόβουλες προθέσεις του, αλλά θα τον έλεγχε κατά τρόπο φανερό ή και θα έκανε κάποιον υπαινιγμό, ώστε να μη σχηματισθεί η εντύπωση ότι πλανήθηκε και διέφυγε την προσοχή του και ζημιωθεί έτσι περισσότερο. Εάν επίσης Τον είχε πλησιάσει με σκοπό να Τον πειράξει, ο νέος αυτός δε θα έφευγε λυπημένος για όσα άκουσε· διότι αυτό κανείς ποτέ από τους Φαρισαίους δεν το έπαθε, αλλά εξαγριώνονταν όταν τους αποστόμωνε. Όμως δεν συνέβη αυτό στον νέο, αλλά έφυγε καταλυπημένος και κατηφής, πράγμα που αποτελεί όχι μικρή απόδειξη, ότι δεν Τον πλησίασε με πονηρή διάθεση, αλλά με εξασθενημένη, και επιθυμούσε μεν την αιώνια ζωή, αλλά όμως τον είχε κατακυριεύσει ένα φοβερότατο πάθος, αυτό της φιλαργυρίας.


Όταν λοιπόν ο Χριστός του είπε: «εἰ δὲ θέλεις εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωήν, τήρησον τὰς ἐντολάς (: Εάν θέλεις να εισέλθεις στην αιώνια και μακάρια ζωή, να τηρήσεις σε όλη σου τη ζωή τις εντολές)», ο νέος ρωτάει: «ποίας; (: ποιες εντολές;)», όχι με σκοπό να Τον πειράξει, μη γένοιτο, αλλά επειδή νόμιζε ότι άλλες είναι εκείνες οι εντολές, εκτός από τις εντολές του μωσαϊκού Νόμου, που θα του χάριζαν την αιώνια ζωή, πράγμα που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο που είναι κυριευμένος από κάποια σφοδρή επιθυμία. Έπειτα, επειδή ο Ιησούς του είπε να τηρεί τις εντολές του νόμου, απαντά: «πάντα ταῦτα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου (: όλα αυτά τα έχω τηρήσει από την νεανική μου ηλικία)». Και δεν σταμάτησε μέχρι εδώ, αλλά και πάλι ρωτά: «τί ἔτι ὑστερῶ; (: σε τι ακόμη υστερώ;)», πράγμα που αποδείκνυε επίσης και αυτό τη μεγάλη επιθυμία του. Αλλά και δεν ήταν μικρό πράγμα το ότι νόμιζε ότι υστερεί σε κάτι, και το ότι θεωρούσε ανεπαρκείς τις εντολές του Νόμου για να επιτύχει αυτά που επιθυμούσε.


Τι κάνει λοιπόν ο Χριστός; Επειδή επρόκειτο στη συνέχεια να δώσει κάποια μεγάλη εντολή, προσθέτει τα έπαθλα και λέγει: «εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι (: εάν θέλεις να είσαι τέλειος, πήγαινε, πούλησε τα υπάρχοντά σου και μοίρασέ τα στους φτωχούς και θα έχεις θησαυρό στους ουρανούς· και τότε έλα και ακολούθησέ με)». Είδες πόσα βραβεία και πόσους στεφάνους ορίζει για αυτόν τον αγώνα; Εάν όμως πείραζε τον Κύριο, δε θα Του έδινε αυτήν την απάντηση. Τώρα όμως και του απαντά σχετικώς, και για να τον προσελκύσει, του φανερώνει ότι είναι πολύ μεγάλος ο μισθός, και αφήνει το παν στη διάθεση του νέου, επικαλύπτοντας με όλα όσα λέγει την εντύπωση ότι είναι βαριά η παραίνεση. Για το λόγο αυτόν και πριν καθορίσει το αγώνισμα και τον κόπο, του φανερώνει το βραβείο, λέγοντας: «εάν θέλεις να είσαι τέλειος», και τότε του λέγει: «πώλησε τα υπάρχοντά σου και μοίρασέ τα στους πτωχούς» και αμέσως πάλι αναφέρει τα βραβεία: «και θα έχεις θησαυρό στους ουρανούς˙ και τότε έλα και ακολούθησέ με». Καθόσον το να ακολουθεί Αυτόν, ήταν πολύ μεγάλη ανταμοιβή.


«Και θα έχεις θησαυρό στους ουρανούς». Επειδή δηλαδή ο λόγος ήταν για τα χρήματα και τον συμβούλευε να απαλλαχθεί από όλα, για να δείξει ότι δεν του αφαιρεί αυτά που έχει, αλλά ότι του προσθέτει και άλλα ακόμη σε αυτά που ήδη έχει, του έδωσε περισσότερα από αυτά που του είπε να προσφέρει· και όχι μόνο περισσότερα, αλλά και τόσο σπουδαιότερα, όσο υπερέχει ο ουρανός από τη γη και ακόμη περισσότερο. ‘’Θησαυρό’’ δε ονόμασε τη μεγαλοδωρία και την αφθονία της ανταμοιβής, με σκοπό να δείξει τη μονιμότητα και την ασφάλειά της· προσπαθούσε δηλαδή όσο ήταν δυνατόν να οδηγήσει τον νέο στη γνώση, χρησιμοποιώντας ανθρώπινα παραδείγματα και να τον κάνει να καταλάβει στο μέτρο των ανθρώπινών του δυνατοτήτων.


Επομένως, δεν αρκεί να περιφρονεί κανείς τα χρήματα, αλλά πρέπει να δώσει τροφή στους φτωχούς και πριν από όλα, να ακολουθεί τον Χριστό, δηλαδή να πράττει όλα τα προστάγματά Του και να είναι έτοιμος ακόμη και για σφαγή χάριν Αυτού και για καθημερινό θάνατο. Διότι, «εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἔρχεσθαι, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καθ᾿ ἡμέραν καὶ ἀκολουθείτω μοι (: εάν κάποιος θέλει να με ακολουθήσει, να απαρνηθεί τον εαυτό του, να λάβει τον σταυρό του και ας με ακολουθεί)»[Λουκά 9, 23]. Ώστε η εντολή αυτή, το να θυσιάζει δηλαδή κανείς και την ίδια του τη ζωή του είναι πολύ πιο ανώτερη από το να περιφρονήσει τα χρήματα και δεν είναι μικρή η συμβολή της απαλλαγής από τα χρήματα στην εφαρμογή της εντολής αυτής.


«Ἀκούσας δὲ ὁ νεανίσκος τὸν λόγον ἀπῆλθε λυπούμενος (: Μόλις όμως ο νέος άκουσε αυτόν τον λόγο, έφυγε λυπημένος)». Και στη συνέχεια, για να δείξει ο ευαγγελιστής ότι δεν ήταν αυτό που έπαθε κάτι το αφύσικο, λέγει: «ἦν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά (: διότι είχε πολλά κτήματα και η καρδιά του ήταν κολλημένη σε αυτά)». Δεν είναι δηλαδή κυριευμένοι από το ίδιο πάθος της φιλαργυρίας αυτοί που έχουν λίγα και αυτοί που έχουν πάρα πολύ μεγάλη περιουσία· διότι τότε γίνεται πιο τυραννικός ο πόθος για τα χρήματα. Συμβαίνει δηλαδή αυτό που δε θα παύσω να το επαναλαμβάνω συνεχώς, ότι η προσθήκη των εκάστοτε αποκτωμένων χρημάτων ανάπτει κατά πολύ περισσότερο τη φλόγα και κάνει πιο φτωχούς αυτούς που τα αποκτούν, καθόσον εμβάλλει σε αυτούς μεγαλύτερη επιθυμία για αυτά και τους κάνει να αισθάνονται πολύ περισσότερο τη φτώχειά τους. Και πρόσεχε λοιπόν και στην περίπτωση αυτή ποια δύναμη επέδειξε ότι έχει πάνω του το πάθος αυτό της φιλαργυρίας. Διότι εκείνον που ήλθε προς τον Κύριο με χαρά και προθυμία, επειδή ο Χριστός τον προέτρεψε να απαρνηθεί τα χρήματα, τόσο πολύ τον εξουθένωσε και κατέβαλε τις δυνάμεις του, ώστε δεν τον άφησε ούτε καν να απαντήσει σε όσα του είπε, αλλά έφυγε σιωπηλός, σκυθρωπός και καταλυπημένος.


Τι λέγει λοιπόν ο Χριστός; «ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι δυσκόλως πλούσιος εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν (: Αληθινά σας λέγω ότι δύσκολα θα εισέλθει πλούσιος στη βασιλεία των ουρανών)», κατηγορώντας όχι τα ίδια τα χρήματα, αλλά αυτούς που είναι δούλοι σε αυτά. Εάν όμως θα εισέλθει δύσκολα ο πλούσιος στη βασιλεία των ουρανών, πολύ πιο δύσκολα θα εισέλθει ο πλεονέκτης. Διότι εάν αποτελεί εμπόδιο για την Βασιλεία των Ουρανών το να μη δίδει κανείς από τα υπάρχοντά του σε όσους έχουν ανάγκη, συλλογίσου πόσο πυρ επισωρρεύει και το να αρπάζει κιόλας και τα αγαθά των άλλων. Αλλά με ποιο σκοπό έλεγε στους μαθητές Του ο Κύριος ότι δύσκολα θα εισέλθει ο πλούσιος στη βασιλεία των ουρανών, εφόσον οι ίδιοι οι μαθητές ήσαν πτωχοί και δεν είχαν τίποτε στην κατοχή τους; Με σκοπό να τους διδάξει να μην αισχύνονται για την πενία τους και απολογούμενος, κατά κάποιο τρόπο, προς αυτούς για το ότι δεν τους επέτρεψε να έχουν τίποτε.


Αφού λοιπόν τους είπε ότι είναι δύσκολο, στη συνέχεια τονίζει ότι είναι και αδύνατο, και όχι απλώς αδύνατο, αλλά αδύνατο σε υπερβολικό βαθμό, πράγμα που το φανέρωσε με το παράδειγμα της καμήλας και της βελόνας. Διότι λέγει: «πάλιν δὲ λέγω ὑμῖν, εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυπήματος ῥαφίδος διελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν (: ευκολότερο είναι να περάσει μία κάμηλος από την τρύπα που ανοίγει η βελόνα, παρά να εισέλθει ένας πλούσιος στη βασιλεία του Θεού)». Αποδεικνύεται λοιπόν εξ αυτού ότι δε θα είναι μικρή και ασήμαντη η αμοιβή εκείνων που ενώ είναι πλούσιοι, μπορούν να ζουν με ευσέβεια. Για τον λόγο αυτό και είπε ότι αυτό είναι έργο του Θεού, για να δείξει δηλαδή ότι χρειάζεται άφθονη χάρη από μέρους του Θεού εκείνος ο πλούσιος που πρόκειται να επιτύχει τη σωτηρία. Επειδή λοιπόν ταράχθηκαν οι μαθητές Του, είπε: «παρὰ ἀνθρώποις τοῦτο ἀδύνατόν ἐστι, παρὰ δὲ Θεῷ πάντα δυνατά ἐστι (: Η σωτηρία είναι για τους ανθρώπους έργο αδύνατο, αλλά στον Θεό όλα είναι δυνατά, άρα και η σωτηρία των πλουσίων, όπως και όλων εκείνων οι οποίοι κατά κάποιον τρόπο ανακατεύονται με χρήματα και κτήματα. Αρκεί να έχουν την καλή διάθεση της αυταπαρνήσεως και θυσίας’’)».


Και για ποια αιτία ταράσσονται οι μαθητές, ενώ ήσαν πτωχοί και μάλιστα πολύ πτωχοί; Για ποιο λόγο θορυβούνται; Επειδή λυπούνταν και ενδιαφέρονταν για τη σωτηρία των άλλων ανθρώπων και μεγάλη στοργή είχαν για όλους και αισθάνονταν πλέον σαν διδάσκαλοι των άλλων. Έτσι, λοιπόν, έτρεμαν και φοβούνταν για την οικουμένη ολόκληρη, εξαιτίας της αποφάσεως αυτής, ώστε χρειάζονταν μεγάλη παρηγορία. Γι’ αυτό ο Κύριος τούς κοίταξε πρώτα και τους είπε: «Εκείνα που είναι αδύνατα να γίνουν από τους ανθρώπους, αυτά είναι δυνατά να γίνουν από τον Θεό». Αφού λοιπόν με το ήμερο και πράο βλέμμα Του παρηγόρησε τη γεμάτη από ταραχή σκέψη τους και διέλυσε την αγωνία τους (διότι αυτό το έκανε φανερό ο ευαγγελιστής, όταν είπε: «ἐμβλέψας δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς (: Ο Ιησούς λοιπόν τους κοίταξε κατάματα και είπε)», στη συνέχεια τους καθησυχάζει και με τα λόγια Του, αφού τους παρουσίασε τη δύναμη του Θεού και έτσι τους γέμισε με θάρρος.


Αλλά εάν επιθυμείς να μάθεις και τον τρόπο και πώς θα μπορούσε το αδύνατο να γίνει δυνατό, άκου. Διότι δεν είπε φυσικά αυτά τα παραπάνω λόγια για να απελπιστούμε και να παραιτηθούμε με τη σκέψη ότι είναι αδύνατα, αλλά το είπε με σκοπό, ώστε, αφού κατανοήσουμε το μέγεθος του κατορθώματος, να σπεύσουμε με ευκολία να αναλάβουμε τον αγώνα και επικαλούμενοι και τη βοήθεια του Θεού στους καλούς αυτούς αγώνες και τους άθλους μας, να επιτύχουμε να αποκτήσουμε την αιώνια ζωή.


Πώς λοιπόν θα μπορούσε αυτό να επιτευχθεί; Αν απαρνηθείς τα υπάρχοντά σου, αν μοιράσεις τα χρήματά σου, αν απαλλαγείς από την πονηρή επιθυμία σου. Το ότι λοιπόν αυτό δεν είναι έργο μόνο του Θεού, αλλά το είπε αυτό με σκοπό να δείξει το μέγεθος του κατορθώματος, άκουσε τα όσα λέγει στη συνέχεια. Διότι όταν ο Πέτρος είπε: «ἰδοὺ ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καὶ ἠκολουθήσαμέν σοι (:“ιδού εμείς αφήσαμε όλα και σε ακολουθήσαμε)» και ρώτησε «τί ἄρα ἔσται ἡμῖν; (: Ποια τάχα θα είναι η αμοιβή μας;”)» [Ματθ. 19, 27], ορίζοντας τον μισθό για εκείνους ο Κύριος, πρόσθεσε: «καὶ πᾶς ὃς ἀφῆκεν οἰκίας ἢ ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφὰς ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ τέκνα ἢ ἀγροὺς ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου, ἑκατονταπλασίονα λήψεται καὶ ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσει (: Και κάθε ένας, ο οποίος για χάρη μου άφησε σπίτια ή αδελφούς ή αδελφές ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή χωράφια, θα λάβει εδώ στη γη εκατό φορές περισσότερα και, το σπουδαιότερο, θα κληρονομήσει την αιώνια ζωή)» [Ματθ. 19, 29]. Έτσι το αδύνατο γίνεται δυνατό. Αλλά θα μπορούσε να πει κάποιος: «Πώς αυτό θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί; Πώς είναι δυνατόν αυτός που κατακυριεύτηκε μία φορά από την επιθυμία αυτού του είδους να απαρνηθεί τα χρήματά του;». Αν αρχίσει να μοιράζει τα υπάρχοντά του και να περικόπτει τα περιττά πράγματα· διότι έτσι θα προχωρήσει και πιο πέρα και θα προχωρήσει στο εξής ευκολότερα.


Μη ζητήσεις λοιπόν να ανέβεις αμέσως, εάν σου φαίνεται δύσκολο το ανέβασμα με την πρώτη, αλλά ανέβαινε ήρεμα και σιγά σιγά την κλίμακα αυτήν που σε οδηγεί στον ουρανό. Διότι, όπως ακριβώς αυτοί που υποφέρουν από πυρετό, έχοντας μέσα τους ευκολοερέθιστη και πλεονάζουσα χολή, όταν προσθέσουν τροφές και ποτά, όχι μόνο δε σβήνουν τη δίψα τους, αλλά και ανάπτουν τη φλόγα, έτσι και οι φιλοχρήματοι, όταν προσθέτουν τα χρήματα στην πονηρή αυτή επιθυμία, που είναι πολύ πιο ευκολοερέθιστη από εκείνη τη χολή, την ανάπτουν ακόμη περισσότερο. Τίποτε λοιπόν δεν καθησυχάζει αυτήν τη φιλοχρηματία τόσο, όσο η απομάκρυνση καταρχήν της επιθυμίας του κέρδους, όπως ακριβώς βέβαια και την ευκολοερέθιστη χολή το λίγο φαγητό και η αποβολή. «Αλλά», θα πει κάποιος, «πώς θα γίνει αυτό;» Εάν κατανοήσεις ότι όσο μεν αυξάνονται τα πλούτη σου, ποτέ δε θα σταματήσει η δίψα σου γι’ αυτά και να βαστάζεσαι από την επιθυμία του περισσότερου, όταν όμως απαλλαγείς από τα υπάρχοντά σου, θα μπορέσεις και την ασθένεια αυτήν να την καθησυχάσεις.


Μην περιβάλλεσαι λοιπόν από περισσότερα, για να μην επιδιώκεις ακατόρθωτα πράγματα και υποφέρεις αθεράπευτα και να γίνεσαι έτσι, υπό την επίδραση αυτής τη λύσσας, ελεεινότερος από όλους. Διότι πες μου: ποιος θα μπορούσαμε να πούμε βασανίζεται και υποφέρει, αυτός που επιθυμεί πολυτελή φαγητά και ποτά και δεν μπορεί να τα απολαύσει όπως θέλει, ή αυτός που δεν είναι κυριευμένος από μια τέτοια επιθυμία; Είναι ολοφάνερο ότι βασανίζεται αυτός που έχει μεν αυτήν την επιθυμία, αλλά δεν μπορεί να απολαύσει αυτά που επιθυμεί. Τόσο δηλαδή οδυνηρό είναι αυτό, το να μην μπορεί δηλαδή να απολαύσει κανείς αυτό που επιθυμεί και το να διψά αλλά να μην μπορεί να πιει κάτι για να ξεδιψάσει, ώστε, θέλοντας ο Χριστός να μας παρουσιάσει με παράδειγμα την γέεννα που περιμένει τους αμετανόητους, με αυτόν τον τρόπο επέλεξε να την περιγράψει και να παρουσιάσει τον πλούσιο έτσι να κατακαίεται [βλ. παραβολή του πλουσίου και του φτωχού Λαζάρου: Λουκά 16,19-31]· τιμωρούνταν δηλαδή εκείνος ο άσπλαχνος πλούσιος με το ότι επιθυμούσε μία σταγόνα ύδατος και δεν μπορούσε να την απολαύσει.


Εκείνος λοιπόν που περιφρονεί τα χρήματα κατάπαυσε την επιθυμία αυτήν, ενώ αυτός που επιθυμεί να πλουτίζει και να αποκτήσει περισσότερα, την άναψε περισσότερο την επιθυμία του και ουδέποτε αρκείται σε αυτά που έχει· αλλά και αν ακόμη αποκτήσει άπειρα τάλαντα, επιθυμεί άλλα τόσα· και αν τα αποκτήσει και αυτά, επιθυμεί και πλάι τους άλλα διπλάσια από αυτά, και προχωρώντας, εύχεται και τα όρη και η γη και η θάλασσα κι όλα γενικώς να γίνουν προς χάριν του χρυσός, κατεχόμενος από μία νέα μορφή φοβερής μανίας, που δεν μπορεί έτσι να σβήσει ποτέ. Και για να μάθεις ότι το κακό αυτό δε σταματά με την προσθήκη, αλλά με την αφαίρεση, πρόσεξε το εξής: Εάν κάποτε σου γεννιόταν η παράλογη επιθυμία να πετάξεις και να μεταβείς κάπου μέσω του αέρος, πώς θα μπορούσες να σβήσεις αυτήν την παράλογη επιθυμία σου; Με το να κάνεις φτερά και να κατασκευάσεις άλλα όργανα, ή με το να πείσεις τον λογισμό σου ότι επιθυμεί ακατόρθωτα πράγματα κι ότι δεν πρέπει να επιχειρεί κανένα από αυτά; Ολοφάνερο είναι ότι θα έσβηνες την άτοπη αυτή επιθυμία σου με το να πείσεις τον λογισμό σου ότι η υλοποίησή της είναι ανέφικτη.


«Αλλά», θα έλεγε κάποιος, «εκείνο είναι αδύνατο». Όμως και αυτό είναι πιο ακατόρθωτο, το να βρεις δηλαδή τέρμα για την επιθυμία σου. Καθόσον είναι ευκολότερο, αν και είμαστε άνθρωποι, να πετάξουμε, παρά με την προσθήκη του επιπλέον να σταματήσουμε την σφοδρή αυτήν επιθυμία. Διότι όταν είναι κατορθωτά αυτά που επιθυμούμε, είναι δυνατόν να παρηγορηθεί κανείς και με την απόλαυση, όταν όμως είναι ακατόρθωτα, μία πρέπει να είναι τότε η φροντίδα μας, πώς να απομακρυνθούμε από αυτήν την επιθυμία μας· διότι δεν είναι δυνατόν κατά άλλον τρόπο να ξανακερδίσουμε την ψυχή μας. Ώστε λοιπόν για να μην στενοχωριόμαστε για περιττά πράγματα, αλλά, αφού αποβάλουμε τη σφοδρή επιθυμία για τα χρήματα, που συνεχώς μας λυπεί και ουδέποτε ανέχεται να σταματήσει, ας στραφούμε προς άλλη, που μας κάνει μακαρίους και είναι πολύ εύκολη, και ας επιθυμήσουμε τους θησαυρούς των ουρανών. Διότι προς την κατεύθυνση αυτήν δεν υπάρχει ούτε τόσο μεγάλος κόπος, αλλά και το κέρδος είναι απερίγραπτο, και δεν είναι δυνατόν να αποτύχει εκείνος που κατά κάποιον τρόπο επαγρυπνεί, φροντίζει τα μελλοντικά και περιφρονεί τα παρόντα· ενώ αντιθέτως αυτός που είναι δούλος των υλικών πραγμάτων και έχει δώσει εξ ολοκλήρου τον εαυτό του σε αυτά άπαξ δια παντός, οπωσδήποτε αυτός θα αναγκαστεί κάποτε να τα αποχωριστεί.


Αναλογιζόμενος λοιπόν όλα αυτά, βγάλε από μέσα σου την πονηρή επιθυμία των χρημάτων. Βέβαια ούτε και αυτό μπορείς να μου πεις, ότι σου παρέχει μεν αυτή η επιθυμία τα παρόντα· αλλά όμως σου στερεί τα μέλλοντα· και αν ακόμη βέβαια συνέβαινε αυτό, θα ήταν χειρότερη κόλαση και τιμωρία. Τώρα όμως ούτε αυτό είναι δυνατό. Διότι μαζί με την γέεννα και πριν από την γέεννα εκείνη, και στην εδώ ζωή σου γίνεται πρόξενος χειρότερης κολάσεως. Καθόσον η επιθυμία αυτή πολλές οικίες κατέστρεψε και φοβερούς πολέμους υποκίνησε και οδήγησε κατ’ ανάγκην τη ζωή σε βίαιο θάνατο· και επίσης, πριν από τους κινδύνους αυτούς, καταστρέφει την ευγένεια της ψυχής και κατέστησε πολλές φορές αυτόν που διακατέχεται από αυτήν, δειλό, άνανδρο, θρασύ, ψεύτη, συκοφάντη, άρπαγα, πλεονέκτη και οτιδήποτε άλλο χειρότερο.


Αλλά μήπως καταγοητεύεσαι, όταν βλέπεις τη λάμψη των χρημάτων και το πλήθος των υπηρετών και το κάλλος των οικοδομημάτων και τις τιμές όταν διέρχεσαι από την αγορά; Ποια λοιπόν θεραπεία θα μπορέσει να βρεθεί για το πονηρό αυτό τραύμα; Αν σκεφτείς, πώς καταντούν όλα αυτά την ψυχή σου· ότι την καθιστούν σκοτεινή, έρημη, αισχρή και άσχημη· αν αναλογιστείς με τη βοήθεια πόσων κακών αποκτήθηκαν αυτά, με πόσους κόπους φυλάσσονται μέχρι τέλους, αλλά και όταν ακόμη αποφύγει κανείς όλων τις αρπαγές, αφού έλθει ο θάνατος, πολλές φορές οδηγεί αυτά στα χέρια των εχθρών σου, ενώ εσένα σε παίρνει γυμνό από όλα και φεύγει, χωρίς να σύρεις από πίσω σου τίποτε από όλα αυτά, παρά μόνο τα τραύματα και τις πληγές, τα οποία πήρε από όλα αυτά η ψυχή και φεύγει.


Όταν λοιπόν δεις κάποιον να λάμπει εξωτερικά από τα ενδύματά του και τη μεγάλη ακολουθία του, ανάλυσε λεπτομερώς τη συνείδησή του, και θα βρεις μέσα της πολλή πονηρία και θα δεις να υπάρχει μέσα της πολλή σκόνη. Αναλογίσου τον Παύλο, τον Πέτρο, σκέψου τον Ιωάννη, τον Ηλία· ή, καλύτερα, σκέψου τον Υιό του Θεού που δεν είχε πού να κλίνει την κεφαλή Του. Γίνε μιμητής Εκείνου και των δούλων Εκείνου και να φέρεις στη φαντασία σου τον απερίγραπτο πλούτο αυτών. Εάν όμως για μια στιγμή ρίξεις το βλέμμα σου προς τα χρήματα και σκοτιστεί και πάλι το μυαλό σου, όπως ακριβώς στην περίπτωση κάποιου ναυαγίου τη στιγμή που έρχεται η καταιγίδα, άκουσε την απόφαση του Χριστού που λέγει ότι είναι αδύνατο ο πλούσιος να εισέλθει στη βασιλεία των ουρανών. Και απέναντι από την απόφαση αυτήν θέσε τα όρη, τη γη και τη θάλασσα και κάνε τα όλα αυτά, εάν θέλεις, με τη σκέψη σου χρυσό· θα διαπιστώσεις λοιπόν τότε ότι τίποτε δεν μπορεί να εξισωθεί με τη ζημία που προέρχεται από αυτά.


Και εσύ μεν σκέπτεσαι τόσα και τόσα στρέμματα γης, και τις δέκα ή είκοσι οικίες ή και περισσότερες και τα τόσο πολλά δημόσια λουτρά, και τους χίλιους δούλους ή τις δύο χιλιάδες αυτών και τα αργυροστόλιστα και χρυσοστόλιστα οχήματα, εγώ όμως σου λέγω εκείνο: Εάν ο καθένας από εσάς τους πλουσίους, εγκατέλειπε αυτήν την φτώχεια (διότι αυτά είναι φτώχεια εν συγκρίσει με εκείνα που πρόκειται να σας πω), και αποκτούσε ολόκληρο τον κόσμο και ο καθένας από αυτούς είχε τόσους πολλούς ανθρώπους, όσοι τώρα κατοικούν σε όλα τα μέρη της γης και της θαλάσσης, και είχε ο καθένας όλη την οικουμένη, και τη γη και τη θάλασσα και παντού είχε οικοδομήματα και πόλεις και έθνη, και από παντού έρρεε προς χάριν του αντί ύδατος, αντί πηγών, χρυσός, δε θα μπορούσα να πω ότι αυτοί που έχουν αυτά τα τόσα πλούτη ότι αξίζουν τρεις οβολούς, εάν επρόκειτο να αποκλειστούν από τη βασιλεία των ουρανών. Διότι εάν τώρα, επιθυμώντας να αποκτήσουν χρήματα, βασανίζονται όταν δεν επιτύχουν στην προσπάθειά τους αυτήν, εάν επρόκειτο να λάβουν γνώση των απορρήτων εκείνων αγαθών, τι θα αρκούσε τότε για να τους παρηγορήσει; Δεν υπάρχει τίποτε.


Μην μου προβάλλεις λοιπόν την αφθονία των χρημάτων, αλλά να σκέπτεσαι πόσο μεγάλη είναι η ζημία που υφίστανται οι εραστές αυτής, οι οποίοι αντί τούτων χάνουν τη Βασιλεία των ουρανών, και παθαίνουν το ίδιο πράγμα που παθαίνει κάποιος, εάν συνέβαινε να εκπέσει από την τιμητική του θέση στα ανάκτορα, και να θεωρεί πολύ σπουδαίο πράγμα τη μία σωρό κοπριάς που έχει. Καθόσον ως προς τίποτε δε διαφέρει η συγκέντρωση των χρημάτων από εκείνη, μάλλον δε είναι και καλύτερη. Διότι η μεν κοπριά είναι χρήσιμη και για τη γεωργία και για τη θέρμανση του λουτρού και για άλλα παρόμοια, ο κρυμμένος όμως μέσα στη γη χρυσός δεν είναι χρήσιμος για κανένα από αυτά. Και μακάρι να ήταν μόνο άχρηστος· όμως τώρα ανάπτει και πολλές καμίνους σε εκείνον που τον έχει, εάν συμβεί να μην τον χρησιμοποιεί όπως πρέπει· διότι τα περισσότερα κακά προέρχονται από αυτόν. Για τον λόγο αυτόν οι ειδωλολάτρες αποκαλούσαν την φιλαργυρία «ακρόπολη των κακών», ο δε μακάριος Παύλος τη χαρακτήρισε κατά τρόπο καλύτερο και παραστατικότερο, αφού την ονόμασε ρίζα όλων των κακών [πρβλ. Α΄Τιμ.6,10: «ρίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία, ἧς τινες ὀρεγόμενοι ἀπεπλανήθησαν ἀπὸ τῆς πίστεως καὶ ἑαυτοὺς περιέπειραν ὀδύναις πολλαῖς (: Πέφτουν σε πειρασμό και καταστρεπτική παγίδα, διότι ρίζα όλων των κακών είναι η φιλαργυρία. Μερικοί μάλιστα λόγω της φιλαργυρίας τους κυριεύτηκαν από σφοδρή και ακόρεστη επιθυμία για το χρήμα και γι’ αυτό αποπλανήθηκαν από την πίστη και έμπηξαν γύρω από τον εαυτό τους σαν καρφιά πολλούς πόνους και αγωνίες)»].


Έχοντας λοιπόν υπόψη όλα αυτά, ας μάθουμε να είμαστε μιμητές εκείνων που είναι άξιοι μιμήσεως. Όχι τις λαμπρές οικοδομές, ούτε τους πλούσιους αγρούς, αλλά να ζηλεύουμε τους άνδρες εκείνους που έχουν πολλή παρρησία ενώπιον του Θεού, εκείνους που είναι πλούσιοι στον ουρανό, τους κυρίους των θησαυρών εκείνων, τους πραγματικά πλουσίους, τους πτωχούς χάριν του ονόματος του Χριστού, ώστε και των αιωνίων αγαθών να επιτύχουμε με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μετά του οποίου στον Πατέρα μαζί με το άγιο Πνεύμα ανήκει δόξα, δύναμις και τιμή, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.