Σάββατο 31 Μαΐου 2025

Δοξαστικό Εσπερινού Αγίων Πατέρων

Εὐαγγέλιον ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΑΠΟ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ. «Τῶν ἁγίων 318 θεοφόρων πατέρων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς συνόδου (325 μ.Χ.)»

 ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΖ´ 1 - 13



1 Ταῦτα ἐλάλησεν Ἰησοῦς, καὶ ἐπῆρε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἶπε· Πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα· δόξασόν σου τὸν υἱόν, ἵνα καὶ ὁ υἱὸς σου δοξάσῃ σέ, 2 καθὼς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός, ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον. 3 αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσιν σὲ τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν. 4 ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτελειώσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω· 5 καὶ νῦν δόξασόν με σύ, πάτερ, παρὰ σεαυτῷ τῇ δόξῃ ᾗ εἶχον πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί. 6 Ἐφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις οὓς δέδωκάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου. σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας, καὶ τὸν λόγον σου τετηρήκασι. 7 νῦν ἔγνωκαν ὅτι πάντα ὅσα δέδωκάς μοι παρὰ σοῦ εἰσιν· 8 ὅτι τὰ ῥήματα ἃ ἔδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, καὶ αὐτοὶ ἔλαβον καὶ ἔγνωσαν ἀληθῶς ὅτι παρὰ σοῦ ἐξῆλθον, καὶ ἐπίστευσαν ὅτι σύ με ἀπέστειλας. 9 ἐγὼ περὶ αὐτῶν ἐρωτῶ· οὐ περὶ τοῦ κόσμου ἐρωτῶ ἀλλὰ περὶ ὧν δέδωκάς μοι, ὅτι σοί εἰσι, 10 καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστιν καὶ τὰ σὰ ἐμά, καὶ δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς. 11 καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ αὐτοὶ ἐν τῷ κόσμῳ εἰσί, καὶ ἐγὼ πρὸς σὲ ἔρχομαι. Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου οὓς δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς. 12 ὅτε ἤμην μετ’ αὐτῶν ἐν τῷ κόσμῳ, ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου οὓς δέδωκάς μοι ἐφύλαξα, καὶ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο εἰ μὴ ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ. 13 νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρχομαι, καὶ ταῦτα λαλῶ ἐν τῷ κόσμῳ ἵνα ἔχωσι τὴν χαρὰν τὴν ἐμὴν πεπληρωμένην ἐν αὑτοῖς.



Ερμηνευτική απόδοση


Αὐτὰ ὡμίλησεν ὁ Ἰησοῦς πρὸς τοὺς μαθητάς του. Καὶ ἔπειτα ἐσήκωσε τὰ μάτια του εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἶπε· Πάτερ, ἦλθεν ἡ ὥρα, τὴν ὁποίαν ἡ σοφία σου ὥρισε διὰ νὰ πάθω καὶ θυσιασθῶ κατ’ αὐτήν. Δέχθητι τὴν θυσίαν τοῦ παθήματός μου καὶ δόξασε τὸν Υἱόν σου καὶ κατὰ τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν αὐτοῦ, διὰ νὰ σὲ δοξάσῃ καὶ ὁ Υἱός σου διὰ τῆς ἀπολυτρώσεως καὶ τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, ἡ ὁποία θὰ ἀχθῇ εἰς πέρας διὰ τῆς θυσίας του ταύτης καὶ τῆς μετ’ αὐτῆς αἰωνίας ἀρχιερατικῆς μεσιτείας του. 2 Δόξασε τὸν Υἱόν σου σύμφωνα μὲ τὴν ἐξουσίαν, ποὺ τοῦ ἔδωκες ἐπὶ ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος, διὰ νὰ δώσῃ ὡς αἰώνιος ἀρχιερεὺς εἰς τὰ δεξιά σου καθήμενος εἰς ὅλον τὸ πλῆθος ἐκεῖνο ποὺ τοῦ ἔδωκες, καὶ οἱ ὁποῖοι ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν, ζωὴν αἰώνιον. 3 Αὐτὴ δὲ εἶναι ἡ αἰώνιος ζωή, τὸ νὰ προάγωνται συνεχῶς διὰ τῆς ζώσης ἐπικοινωνίας μετὰ σοῦ καὶ τῆς ἀπολαύσεως τῶν ἀπείρων τελειοτήτων σου εἰς τὴν γνῶσιν Σοῦ τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸν ὁποῖον ἀπέστειλας εἰς τὸν κόσμον. 4 Ἐγὼ ἐγνωστοποίησα τὸ ὄνομά σου εἰς τοὺς ἀνθρώπους καὶ ὑπήκουσα τελείως εἰς τὸ θέλημά σου, ἔτσι δὲ σὲ ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ διὰ τῆς θυσίας μου, τὴν ὁποίαν θὰ προσφέρω μετ’ ὀλίγον ἐπὶ τοῦ σταυροῦ, ἔφερα εἰς τέλειον πέρας τὸ ἔργον, ποὺ μοῦ ἔδωκες διὰ νὰ ἐπιτελέσω. 5 Καὶ τώρα, ὅτε ἡ ἐπὶ γῆς ἀποστολή μου ἦλθεν εἰς πέρας, ἀνάδειξόν με διὰ τῆς ἀναστάσεως καὶ ἀναλήψεώς μου αἰώνιον ἀρχιερέα καὶ δόξασέ με καὶ ὡς ἄνθρωπον σύ, Πάτερ, πλησίον σου, μὲ τὴν δόξαν τὴν ὁποίαν εἶχον κοντά σου, προτοῦ νὰ δημιουργηθῇ ὁ κόσμος. 6 Ἐφανέρωσα τὸ ὄνομά σου καὶ ἔκαμα γνωστὰς τὰς ἀπείρους τελειότητάς σου εἰς τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς ὁποίους ἀπέσπασες ἀπὸ τοὺς κόλπους τοῦ κόσμου καὶ τοὺς ἔδωκες εἰς ἐμέ. Ἡ πρόθεσίς των ἦτο ἀγαθὴ καὶ ὡς ἐκ τούτου ἦσαν ἰδικοί σου. Καὶ σὺ ἔδωκες αὐτοὺς εἰς ἐμέ, καὶ ἐτήρησαν τὸν λόγον σου, τὸν ὁποῖον ἀπεκάλυψα εἰς αὐτούς. 7 Τώρα ἔμαθαν τελειότερον καὶ ἐπείσθησαν, ὅτι ἡ διδασκαλία μου καὶ τὰ ἔργα μου καὶ ὅλα ἐν γένει ὅσα μοῦ ἔδωκες, προέρχονται ἀπὸ σέ. 8 Ἀπόδειξις δὲ τοῦ ὅτι ἔλαβαν τὴν πληροφορίαν καὶ γνῶσιν αὐτήν, εἶναι τὸ ὅτι παρέδωκα μὲ τὴν διδασκαλίαν μου εἰς αὐτοὺς τοὺς λόγους, τοὺς ὁποίους μοῦ ἔδωκες διὰ νὰ ἀποκαλύψω εἰς τοὺς ἀνθρώπους, καὶ αὐτοὶ τοὺς παρέλαβον καὶ τοὺς ἀπεδέχθησαν. Καὶ ἐσχημάτισαν ἐν ἀληθείᾳ τὴν πεποίθησιν, ὅτι ἐγεννήθην καὶ ἐβγῆκα ἀπὸ τοὺς κόλπους σου καὶ ἐπίστευσαν, ὅτι σὺ μὲ ἀπέστειλας εἰς τὸν κόσμον. 9 Ἐγώ, ποὺ τόσον εἰργάσθην διὰ νὰ τοὺς ὁδηγήσω εἰς τὴν ἀληθῆ αὐτὴν γνῶσιν καὶ πίστιν, σὲ παρακαλῶ ὡς μέγας ἀρχιερεὺς καὶ μεσίτης δι’ αὐτούς· δὲν σὲ παρακαλῶ τὴν στιγμὴν αὐτὴν διὰ τὸν κόσμον τῆς ἀπιστίας καὶ τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ σὲ παρακαλῶ ὑπὲρ ἐκείνων, τοὺς ὁποίους μοῦ ἔδωκες, διότι μολονότι μοῦ τοὺς ἔδωκες, δὲν παύουν νὰ εἶναι ἰδικοί σου. 10 Καὶ ὅλα ὅσα ἀνήκουν εἰς ἐμέ, εἰναι ἰδικά σου, καθὼς καὶ τὰ ἰδικά σου εἶναι ἰδικά μου. Καὶ αὐτοὶ λοιπὸν ἰδικοί σου ἦσαν καὶ ἔγιναν ἰδικοί μου, ἀλλὰ καὶ ὡς ἰδικοί μου ἑξακολουθοῦν νὰ εἶναι ἰδικοί σου. Καὶ ἔχω δοξασθῇ δι’ αὐτῶν, διότι ἀνεγνώρισαν τὴν θείαν μου φύσιν καὶ ἐπίστευσαν εἰς ἐμέ. 11 Καὶ δὲν θὰ εἶμαι πλέον ὅπως μέχρι τοῦδε ἐν τῷ κόσμῳ διὰ τῆς σωματικῆς μου παρουσίας, διὰ νὰ τοὺς ἐνθαρρύνω καὶ ἐνισχύω δι’ αὐτῆς. Αὐτοὶ ὅμως θὰ εἶναι ἐν τῷ κόσμῳ, διότι δὲν ἐπετέλεσαν ἀκόμη τὴν ἀποστολήν των. Καὶ ἐγὼ ἔρχομαι πρὸς σέ. Πάτερ ἅγιε, φύλαξέ τους διὰ τῆς πατρικῆς προστασίας καὶ δυνάμεώς σου, τὴν ὁποίαν ἔδωκες καὶ εἰς ἐμέ, ὥστε νὰ παραμείνουν ἐνωμένοι μετ’ ἐμοῦ καὶ μεταξύ των καὶ νὰ εἶναι διὰ τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ὁμοφροσύνης ἕνα ἠθικὸν σῶμα, ὅπως εἴμεθα ἕνα ἡμεῖς, ποὺ ἔχομεν τὴν αὐτὴν οὐσίαν καὶ φύσιν. 12 Ὅταν ἤμουν μαζί τους εἰς τὸν κόσμον, ἐγὼ ἐφύλαττα αὐτοὺς διὰ τῆς πατρικῆς καὶ ἰσχυρᾶς προστασίας σου. Αὐτοὺς ποὺ μοῦ ἔδωκες, τοὺς ἐφύλαξα καὶ κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς δὲν ἐχάθη παρὰ μόνον ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, ὁ προδότης Ἰούδας, ὁ ὁποῖος ἐχάθη διὰ νὰ πληρωθοῦν καὶ ἐπαληθεύσουν αἱ προφητεῖαι τῆς Γραφῆς. 13 Τώρα ὅμως ἔρχομαι πρὸς σέ. Καὶ μὲ φωνὴν ἀκουομένην καὶ ἀπὸ αὐτοὺς λέγω ταῦτα, ἐνῷ εὑρίσκομαι ἀκόμη εἰς τὸν κόσμον αὐτόν, ὥστε μὲ τὴν πεποίθησιν ὅτι σὺ πλέον θὰ προστατεύῃς αὐτοὺς νὰ ἔχουν καὶ αὐτοὶ μέσα τους τελείαν τὴν χαράν, ποὺ αἰσθάνομαι τώρα καὶ ἐγώ, διότι ἐπανέρχομαι πλησίον σου.

Ἀπόστολος Κυριακής

 ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κ´ 16 - 18



16 ἔκρινε γὰρ ὁ Παῦλος παραπλεῦσαι τὴν Ἔφεσον, ὅπως μὴ γένηται αὐτῷ χρονοτριβῆσαι ἐν τῇ Ἀσίᾳ· ἔσπευδε γὰρ, εἰ δυνατὸν ἦν αὐτῷ, τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς γενέσθαι εἰς Ἱεροσόλυμα. 17 Ἀπὸ δὲ τῆς Μιλήτου πέμψας εἰς Ἔφεσον μετεκαλέσατο τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας. 18 ὡς δὲ παρεγένοντο πρὸς αὐτὸν, εἶπεν αὐτοῖς· Ὑμεῖς ἐπίστασθε, ἀπὸ πρώτης ἡμέρας ἀφ’ ἧς ἐπέβην εἰς τὴν Ἀσίαν, πῶς μεθ’ ὑμῶν τὸν πάντα χρόνον ἐγενόμην,


ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κ´ 28 - 36



28 προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ, ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος. 29 ἐγὼ γὰρ οἶδα τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετὰ τὴν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου· 30 καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν. 31 διὸ γρηγορεῖτε, μνημονεύοντες ὅτι τριετίαν νύκτα καὶ ἡμέραν οὐκ ἐπαυσάμην μετὰ δακρύων νουθετῶν ἕνα ἕκαστον. 32 καὶ τὰ νῦν παρατίθεμαι ὑμᾶς, ἀδελφοί, τῷ Θεῷ καὶ τῷ λόγῳ τῆς χάριτος αὐτοῦ τῷ δυναμένῳ ἐποικοδομῆσαι καὶ δοῦναι ὑμῖν κληρονομίαν ἐν τοῖς ἡγιασμένοις πᾶσιν. 33 ἀργυρίου ἢ χρυσίου ἢ ἱματισμοῦ οὐδενὸς ἐπεθύμησα· 34 αὐτοὶ γινώσκετε ὅτι ταῖς χρείαις μου καὶ τοῖς οὖσι μετ’ ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὗται. 35 πάντα ὑπέδειξα ὑμῖν ὅτι οὕτω κοπιῶντας δεῖ ἀντιλαμβάνεσθαι τῶν ἀσθενούντων, μνημονεύειν τε τῶν λόγων τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ὅτι αὐτὸς εἶπε· μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν. 36 καὶ ταῦτα εἰπὼν, θεὶς τὰ γόνατα αὐτοῦ σὺν πᾶσιν αὐτοῖς προσηύξατο.



Ερμηνευτική απόδοση


 Ἐπλεύσαμεν δὲ εἰς τὴν Μίλητον, διότι ἀπεφάσισεν ὁ Παῦλος νὰ παρακάμψῃ διὰ τοῦ πλοίου τὴν Ἔφεσον καὶ νὰ μὴ ἀποβιβασθῇ εἰς αὐτήν, διὰ νὰ μὴ τοῦ συμβῇ νὰ ἀργοπορήσῃ ἐν τῇ Ἀσίᾳ. Δὲν ἤθελε δὲ νὰ ἀργοπορήσῃ, διότι ἔσπευδεν, ἐὰν καθίστατο δυνατὸν εἰς αὐτόν, τὴν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς νὰ ἔλθῃ εἰς Ἱεροσόλυμα. 17 Ἀπὸ τὴν Μίλητον δὲ ἔστειλεν ἀνθρώπους εἰς τὴν Ἔφεσον καὶ ἐκάλεσε τοὺς πρεσβυτέρους τῆς Ἐκκλησίας νὰ ἔλθουν εἰς συνάντησίν του. 18 Ὅταν δὲ ἦλθον πρὸς αὐτόν, τοὺς εἶπε· Σεῖς γνωρίζετε καλά, πῶς ἀπὸ τὴν πρώτην ἡμέραν, ποὺ ἐπάτησα εἰς τὴν Ἀσίαν, συμπεριεφέρθην μαζί σας καθ’ ὅλον τὸν χρόνον τῆς παραμονῆς μου.





28 Προσέχετε λοιπὸν εἰς τὸν ἑαυτόν σας, πῶς θὰ συμπεριφέρεσθε καὶ τί θὰ διδάσκετε. Προσέχετε καὶ εἰς ὅλον τὸ πνευματικόν σας ποίμνιον, ἐπὶ τοῦ ὁποίου τὸ Ἅγιον Πνεῦμα σᾶς ἐτοποθέτησεν ἐπισκόπους νὰ ποιμαίνετε τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποίαν ὁ Κύριος ἔσωσε καὶ κατέστησε κτῆμα του μὲ τὸ ἴδιον του αἷμα. 29 Σᾶς λέγω δὲ νὰ προσέχετε, διότι ἐγὼ γνωρίζω τοῦτο, ὅτι μετὰ τὴν ἀναχώρησίν μου θὰ εἰσέλθουν μεταξύ σας ψευδοδιδάσκαλοι καὶ πλάνοι σὰν ἄλλοι λύκοι ἄγριοι καὶ σκληροί, ποὺ ἀλύπητα θὰ διαρπάζουν τὸ ποίμνιον βλάπτοντες καὶ ἀφανίζοντες τὰς ψυχὰς τῶν λογικῶν προβάτων. 30 Καὶ ἀπὸ σᾶς τοὺς ἰδίους θὰ ἀναφανοῦν ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι θὰ διδάσκουν διδασκαλίας, αἱ ὀποῖαι θὰ διαστρέφουν τὴν ἀλήθειαν, διὰ νὰ ἀποσποῦν τοὺς μαθητὰς ἀπὸ τὸν εὐθὺν δρόμον τῆς ἀληθείας καὶ νὰ τοὺς παρασύρουν ἀπὸ πίσω των ὡς ὁπαδοὺς καὶ ἀκολούθους των. 31 Δι’ αὐτὸ προσέχετε ἄγρυπνοι, ἔχοντες παράδειγμα ἐμὲ καὶ ἐνθυμούμενοι, ὅτι ἐπὶ τριετίαν συνεχῶς νύκτα καὶ ἡμέραν δὲν ἔπαυσα μὲ δάκρυα νὰ νουθετῶ ἕνα ἕκαστον. 32 Καὶ τώρα σᾶς ἐμπιστεύομαι, ἀδελφοί, εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τὸν λόγον, τὸν ὁποῖον ἡ χάρις του μᾶς ἀπεκάλυψε, καὶ ὁ ὁποῖος λόγος του θὰ σᾶς προφυλάξῃ ἀπὸ πᾶσαν πλάνην καὶ διαστροφήν. Σᾶς ἐμπιστεύομαι εἰς τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος δύναται νὰ συνέχισῃ τὴν οἰκοδομήν σας καὶ νὰ σᾶς δώσῃ κληρονομίαν μεταξὺ ὅλων ἐκείνων, ποὺ προώδευσαν εἰς τὸν ἁγιασμόν, τὸν ὁποῖον ἔλαβον διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. 33 Ἀργύριον ἢ χρυσίον ἢ ρουχισμὸν τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἐπεθύμησα. 34 Σεῖς οἱ ἴδιοι γνωρίζετε, ὅτι εἰς τὰς ἀνάγκας μου καὶ εἰς τὰς ἀνάγκας ἐκείνων ποὺ ἦσαν μαζί μου, ὑπηρέτησαν τὰ ροζιασμένα αὐτὰ χέρια. 35 Μὲ κάθε τρόπον σᾶς ἔδωκα παράδειγμα, ὅτι ἔτσι ἐργαζόμενοι βαρειὰ πρέπει νὰ προλαμβάνετε κάθε σκανδαλισμὸν τῶν ἀσθενῶν ἀδελφῶν καὶ νὰ τοὺς βοηθῆτε, ὅπως γίνουν δυνατοὶ πνευματικῶς, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐνθυμῆσθε τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Νὰ ἐνθυμῆσθε δηλαδή, ὅτι εἶπεν αὐτός: Εἶναι μακαριώτερον τὸ νὰ δίδῃ κανεὶς παρὰ τὸ να λαμβάνῃ, καὶ ὅταν ἀκόμη δικαιοῦται νὰ λάβῃ. 36 Καὶ ἀφοῦ εἶπε ταῦτα, ἐγονάτισε καὶ προσηυχήθη μαζὶ μὲ ὅλους αὐτούς.

Σύναξη των Βοιωτών Αγίων

 Οι Βοιωτοί Άγιοι τιμώνται από τις 26 Ιανουαρίου 2002 μ.Χ., ημέρα που αφιερώθηκε το Δεξιό Κλίτος του Ιερού Ναού του Αγίου Νικολάου του Νέου στο όνομα τους, ενω την Δεύτερη Κυριακή των Νηστειών του ιδίου έτους χοροστάτησε και λειτούργησε, με την ευλογία και την άδεια του Σεβ. Ποιμενάρχου (και νύν Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος) κ.κ Ιερωνύμου, ο Σεβ. Μητροπολίτης Χαλκίδος κ.κ Χρυσόστομος ο οποίος καθαγίασε την ασημοσκέπαστη εικόνα τους που βρίσκεται στο τέμπλο με Άγιο Μύρο σύμφωνα με την Εκκλησιαστική Τάξη. Έκτοτε το Εκκλ. Συμβούλιο προέβη στις εξής ενέργειες που αποβλέπουν στην Τιμή των Βοιωτών Αγίων:


- Απευθύνθηκε στον Υμνογράφο της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας Δρ κ. Χαραλάμπη Μπούσια και συνέταξε το Απολυτίκιο Βοιωτών τους Εφόρους, Κοντάκιο και Μεγαλυνάριο.


- Προέβη στην Έκδοση της Ασματικής Ακολουθίας (2002 μ.Χ.) έργο του Μακαριστού Υμνογράφου της ΜτΧΕ π.Γερασίμου Μικαγιαννανίτου για Ενοριακή χρήση.


- Καθιέρωσε να ψάλλεται το Απολυτίκιο τους σε κάθε Θεία Λειτουργία και την Δεύτερη Κυριακή των Νηστειών να ψάλλεται η Ακολουθία τους μαζί με την Αναστάσιμη.


- Τοποθέτησε ξυλόγλυπτο Προσκυνητάριο με την εικόνα τους στον κυρίως Ναό (δεξιό Κλίτος) έργο του αγιογράφου κ.Ηλία Δημητρέλου. Η εικόνα αυτή παρουσιάζει τους Αγίους ολόσωμους με τους Αποστόλους Λουκά  και Ρούφο  πλαισιωμένους απο τους Ιεράρχες Ιωάννη  και Ρηγίνο  στην πρώτη σειρά, τους Οσίους Κλήμεντα , Γερμανό  και Σεραφείμ  στην δεύτερη, τους Οσίους Νικήτα  και Μελέτιο  στην τρίτη και επάνω σαν κορωνίδα τον Όσιο Λουκά  τον εν Στειρίω.


Ἀπολυτίκιον

Ἦχος πλ. α’. Τὸν Συνάναρχον Λόγον.

Βοιωτῶν τούς Ἐφόρους ἀνευφημήσωμεν, Λουκᾶν Ἀπόστολον Ροῦφον, Στειρίου κλέος Λουκᾶν, Σεραφείμ, Νικήταν, Κλήμεντα, Μελέτιον, Ρηγῖνον καί σύν Γερμανῷ Ἰωάννην τόν σοφόν ἐπίσκοπον, Καλοκτένην, αὐτῶν λιτάς τάς ἀόκνους πρός τόν Σωτῆρα ἐκδεχόμενοι.


Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Τόν δεκάριθμον δῆμον τῶν Ἁγίων τιμήσωμεν, τῶν ἐν Βοιωτίᾳ λαμψάντων ἀρετῆς τελειότητι, δυάδα Ἀποστόλων ἱερῶν, ἐξάριθμον χορόν δέ Ἀσκητῶν, σύν δυσίν Ἀρχιερεῦσι τοῖς θαυμαστοῖς, καί πρός αὐτούς βοήσωμεν˙ δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ἡμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι δι’ ὑμῶν, πᾶσιν ἰάματα.


Κοντάκιον

Ήχος δ΄. Ὁ ὑψωθείς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Τήν δεκάριθμον Ἁγίων χορείαν, τῆς Βοιωτίας τούς λαμπρούς πολιούχους, ὡς ἐν αὐτῇ ἐκλάμψαντας ὑμνήσωμεν˙ βίου γάρ λαμπρότητι, διαφόροις ἐν χρόνοις, τόν Χριστόν ἐδόξασαν, καί λαμπρῶς δοξασθέντες, ὑπέρ ἡμῶν πρεσβεύουσιν ἀεί, τῶν εὐφημούντων, αὐτῶν τήν ὁμήγυριν.


Μεγαλυνάριον

Χαίροις ἡ δεκάριθμος καί σεπτή, χορεία Ἁγίων, Βοιωτίας οἱ ἀρωγοί, καί πρός τόν Δεσπότην, θερμότατοι μεσίται, καί πάσης Ἐκκλησίας, ἐγκαλλωπίσματα.


Έτερον Μεγαλυνάριον

Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Τιμιωτέραν.

Σεραφείμ, Νικήταν, Ροῦφον, Λουκάν, Κλήμεντα, Ρηγίνον, Καλοκτένην τε Γερμανόν, καί σύν Μελετίῳ, Λουκάν πνευματοφόρον ως Βοιωτῶν προστάτας ὕμνοις γεραίρομεν.

Άγιος Πασχάσιος

 Ο Άγιος Πασχάσιος έζησε τον 5ο και 6ο αιώνα μ.Χ. και ήταν διάκονος της Εκκλησίας της Ρώμης. Συνέγραψε πολλά θεολογικά έργα, τα οποία όμως δεν διασώθηκαν. Κοιμήθηκε με ειρήνη το 512 μ.Χ. και αναφέρεται από τον Άγιο Γρηγόριο τον Διάλογο, Επίσκοπο Ρώμης .

Άγιος Ιερόθεος ο Νέος ο Ιερομάρτυρας

 Ο Άγιος Ιερομάρτυς Ιερόθεος ο Νέος, Επίσκοπος Νικόλσκ, γεννήθηκε περί το 1891 μ.Χ. Έφθασε, ως Επίσκοπος, στο Νικόλσκ την Κυριακή των Βαΐων του 1923 μ.Χ. Εκεί διακόνησε την Εκκλησία με ένθεο ζήλο και αυταπάρνηση. Το 1927 μ.Χ. μετετέθη στην Επισκοπή Βελίκυ Ούστιουνγκ, κοντά στην περιοχή Βολογκντά. Αυτή την περίοδο αρνήθηκε να υπογράψει δήλωση του Μητροπολίτου Σεργίου περί υποταγής της Εκκλησίας στην κρατική εξουσία. Για τον λόγο αυτό οι άνδρες της μυστικής ασφαλείας, κατά την περίοδο του Σοβιετικού καθεστώτος, τον κάλεσαν για ανάκριση αρκετές φορές. Τελικά τον συνέλαβαν, ενώ είχε πάει να λειτουργήσει σε κωμόπολη της επαρχίας του. Οι άνθρωποι έκλαιγαν και φώναζαν, γιατί ένιωθαν ότι έχαναν τον πνευματικό τους πατέρα. Τό ατμόπλοιο έφθασε σύντομα στην πόλη Ούστγιουγκ. Επειδή ήταν ασθενής, τον οδήγησαν στο νοσοκομείο. Εκεί ο Άγιος Ιερόθεος κοιμήθηκε οσίως το 1928 μ.Χ. Αλλά η μνήμη του δεν εξαφανίσθηκε. Έγινε το αλάτι της ευσέβειας και ελπίδας του Ρωσικού λαού.

Άγιος Φιλόσοφος ο Ιερομάρτυρας και οι συν αυτώ Βόρις και Νικόλαος οι Μάρτυρες

 Ο Άγιος Ιερομάρτυς Φιλόσοφος (Νικολάγιεβιτς Ορνάτσκιυ) έζησε το 19ο και 20ο αιώνα μ.Χ. Το 1885 μ.Χ. τελείωσε τη θεολογική ακαδημία της Αγίας Πετρουπόλεως και νυμφεύθηκε την Ελένη Ζαοζέρκοϋ. Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και εργάσθηκε ποιμαντικά αναπτύσσοντας ένα τεράστιο φιλανθρωπικό και ιεραποστολικό έργο. Συνδέθηκε πνευματικά με τον Πατριάρχη Τύχωνα και κατά την διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου στάθηκε στο πλευρό των τραυματισμένων στρατιωτών και των οικογενειών τους. Ο υιός του Νικόλαος υπηρετούσε με ανώτερο βαθμό στο 9ο τάγμα του Ρωσικού και ο υιός του Boris είχε διορισθεί ως αρχηγός της 23ης ταξιαρχίας πυροβολικού και πολέμησε ηρωικά στο αυστρο-ουγγρικό μέτωπο.


Μετά την επανάσταση του 1917 μ.Χ., ο Άγιος Ιερομάρτυς Φιλόσοφος συνελήφθη, στις 9 Αυγούστου 1918 μ.Χ., μαζί με τους υιούς του από άνδρες της κρατικής ασφάλειας, που τους μετέφεραν στις φυλακές της Κροστάνδης. Εκτελέσθηκαν διά τουφεκισμού, δίδοντας έτσι τη μαρτυρία της πίστεώς τους στον Κύριο και Θεό μας.

Αγία Πετρονίλα

 Η Αγία Μάρτυς Πετρονίλα έζησε τον 1ο ή 3ο αιώνα μ.Χ. Στο κοιμητήριο της Δομιτίλλης, στη Ρώμη, υπάρχει μία νωπογραφία, η οποία χρονολογείται από τον 4ο αιώνα μ.Χ., και στην οποία απεικονίζεται το μαρτύριο της Αγίας Πετρονίλης.


Η Αγία καταγόταν από ευγενή οικογένεια, ήταν Χριστιανή και αρνήθηκε να νυμφευθεί έναν ευγενή, ονομαζόμενο Φλάσσο, επειδή ήθελε να αφιερωθεί στο Νυμφίο της Χριστό. Για τον λόγο αυτό συνελήφθη και τελειώθηκε μαρτυρικά.


Η παράδοση θεωρεί, λόγω του ονόματός της, ότι ήταν θυγατέρα του Αποστόλου Πέτρου ή αφοσιωμένη μαθήτρια του Αποστόλου, που τον βοηθούσε στο έργο του. Όμως η παράδοση αυτή αναφέρεται σε διάφορα βιβλία των Γνωστικών του 6ου αιώνος μ.Χ. και οι περισσότεροι μελετητές - αγιολόγοι δεν αποδέχονται την άποψη αυτή.

Άγιος Μάγος

 Ο Άγιος αυτός Μάρτυς, του οποίου το όνομα δεν γνωρίζουμε, ήταν αυτός, που έδωσε διάφορα δηλητήρια στον Άγιο Ερμεία , αλλά ο Άγιος τον έκανε με τη θεία χάρη να πιστέψει στον Χριστό και στη συνέχεια αποκεφαλίστηκε μαζί μ' αυτόν, αφού ομολόγησε την πίστη του.

Άγιος Ευστάθιος Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης

 Ο Άγιος Ευστάθιος είναι άγνωστος στους Συναξαριστές και τα Μηναία. Η μνήμη του αναφέρεται στο Κώδικα 426 του Αγιοταφικού Μετοχίου (βλέπε Γεδεών, Βυζαντινόν Εορτολόγιο, σελ. 109). Κατ' αυτό, ο Άγιος ήταν πρωτοπρεσβύτερος του παλατιού και ανήλθε στον πατριαρχικό θρόνο το 1019 μ.Χ. και διαδέχθηκε τον θανόντα Πατριάρχη Σέργιο Β' (999 - 1019 μ.Χ.). Αφού ποίμανε την Εκκλησία θεοφιλώς, κοιμήθηκε με ειρήνη, το Νοέμβριο ή Δεκέμβριο του 1025 μ.Χ.

Άγιοι Ευσέβιος και Χαράλαμπος

 Οι Άγιοι Μάρτυρες Ευσέβιος και Χαράλαμπος κατάγονταν από τη Νικομήδεια και είναι άγνωστο πότε μαρτύρησαν. Επειδή ήταν Χριστιανοί συνελήφθησαν και, αρνούμενοι να θυσιάσουν στα είδωλα, υπέστησαν μαζί με τους Αγίους Μάρτυρες Ρωμανό, Τελέτιο ή Μελέτιο και Χριστίνα (τιμούνται 30 Μαΐου), τον επί της πυράς μαρτυρικό θάνατο.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιος Ερμείας

 Ο Άγιος Μάρτυς Ερμείας, ζούσε στα Κόμανα της Καππαδοκίας την εποχή του αυτοκράτορα των Ρωμαίων Αντωνίνου Πίου. Είχε από νεαρή ηλικία ενταχθεί στα στρατεύματα του Καίσαρα και γρήγορα ξεχώρισε για την γενναιότητα, την ανδρεία και το αγωνιστικό του φρόνημα, τα οποία αντλούσε από την πίστη του στον Ιησού Χριστό.


Την περίοδο της βασιλείας του Μάρκου Αυρήλιου (138 - 161 μ.Χ.) ξέσπασε μεγάλος διωγμός κατά των χριστιανών, μεταξύ δε των πρώτων που συνέλαβαν, ήταν και ο Ερμείας, αγνοώντας και τις μεγάλες του υπηρεσίες στην πατρίδα αλλά και τα σεβάσμια γηρατειά του. Οδηγήθηκε μπροστά στο Δούκα Σεβαστιανό, ο οποίος τον διέταξε να θυσιάσει τα είδωλα. Ο Άγιος όμως ακλόνητος και ακατάβλητος, αρνήθηκε να προδώσει τον Κύριό του και να θυσιάσει στα μιαρά ειδωλολατρικά ξόανα. Με τη γλυκύτητα δε πού τον διέκρινε, απάντησε στις προτροπές των τυράννων: «Θα ήταν πολύ ανόητο σεβαστέ άρχοντά μου να αφήσω το φως και να προτιμήσω το σκοτάδι, να εγκαταλείψω την αλήθεια και να ασπασθώ το ψέμα, να παραιτηθώ από τη ζωή και να προτιμήσω το θάνατο. Θα ήταν λοιπόν παράλογο στο τέλος της ζωής μου να χάσω αυτά τα πολύτιμα αγαθά».


Τότε εξοργισμένος ο άρχοντας, διέταξε, αφού τον βασανίσουν σκληρά, να τον ρίξουν στην πυρά. Με την επέμβαση όμως και τη χάρη του Θεού, ο Άγιος εξήλθε σώος και αβλαβής από όλα τα φρικτά βασανιστήρια. Τελικά τον αποκεφάλισαν χαρίζοντας του το στέφανο της δόξας το 160 μ.Χ.



Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Χριστῷ στρατευσάμενος, τῷ Βασιλεῖ τοῦ παντός, γενναίως διέκοψας, τὰς παρατάξεις ἐχθρῶν. Ἑρμεία πανένδοξε· σὺ γὰρ ἐγκαρτερήσας, πολυτρόποις αἰκίαις, ἤθλησας ἐν τῷ γήρᾳ, ὡς τοῦ Λόγου ὁπλίτης· ὧ πρέσβευε Ἀθλοφόρε, σώζεσθαι ἅπαντας.


Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ´

Ὁ Μάρτυς σου Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτοῦ, τὸ στέφος ἐκομίσατο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· ἔχων γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλεν ἔθραυσε καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτοῦ ταῖς ἱκεσίαις Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.


Κοντάκιον

Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Τοῦ Χριστοῦ τὸ ὄνομα, ὁμολογήσας εὐτόνως, καὶ σφοδρῶν κολάσεων, ὑπενεγκὼν τὰς ὀδύνας, ᾔσχυνας, τῶν παρανόμων τὰς ἐπινοίας· ἔδειξας, τῆς εὐσεβείας πᾶσι τὸ κράτος· διὰ τοῦτό σε Ἑρμεία, ὁ Ἀθλοθέτης Λόγος ἐδόξασε.


Μεγαλυνάριον

Ὄπλοις ἀληθείας περιφραχθείς, κάθεῖλες τοῦ ψεύδους, Ἀθλοφόρε τὸν εὑρετήν, ἐν γήρᾳ νεάζον, ψυχῆς φρόνημα φέρων, καὶ ἤθλησας νομίμως, Ἑρμεία ἔνδοξε.

Παρασκευή 30 Μαΐου 2025

Μην επενδύουμε τις ελπίδες μας και τις προσδοκίες μας σε ανθρώπους.Αυτό που χρειαζόμαστε είναι την παρουσία του Θεού!

 Να μη μας κάνει άσχημη εντύπωση και να μας πιάνει στεναχώρια και το αλλοίμονο όταν στις δύσκολές μας ώρες μένουμε μόνοι μας.

Και λέμε: "Μα που είναι ο ένας και που είναι ο άλλος κι εγώ είχα τόσους φίλους και τόσες παρέες και συμπαραστεκόμουν σε τόσους ανθρώπους και βοήθησα τόσους,

και τώρα δεν έχω κανέναν!"


Έτσι ήταν τα πράγματα και στο Χριστό τον Ίδιο. Έτσι έγιναν.Κι αυτό για μας είναι μια παρηγοριά και ένα μάθημα "προσγείωσης".

Δηλαδή να ξέρουμε να μην επενδύουμε τις ελπίδες μας και τις προσδοκίες μας σε ανθρώπους. Να χαιρόμαστε όταν οι άνθρωποι είναι κοντά μας αλλά να ξέρουμε ότι το ζητούμενο δεν είναι η ανθρώπινη παρουσία αλλά η παρουσία του Θεού.

Αυτό που χρειαζόμαστε είναι την παρουσία του Θεού!

Και μάλιστα να ξέρετε ότι, το έλεγε συχνά ο πάτερ Παΐσιος, όταν δεν έχουμε ανθρώπινη παρουσία έχουμε τη θεϊκή παρουσία κι όταν δεν έχουμε ανθρώπινη παρηγοριά έχουμε τη θεϊκή παρηγοριά και όταν δεν έχουμε την ανθρώπινη δικαιοσύνη έχουμε τη θεία δικαιοσύνη.

π.Αθανάσιος Μητροπολίτης Λεμεσού

Μια εικονίτσα στο θρανίο

 Ηλίας Λιαμής, Σύμβουλος Ενότητας Πολιτισμού



Η επιτήρηση στις κάθε λογής γραπτές εξετάσεις αποτελεί για τους καθηγητές μια ώρα δύσκολη. Ενώ η ματιά, με στόχευση ιέρακος, αναζητά την παρανομία και επιβλέπει το αδιάβλητον της διαδικασίας, ο νους αναζητά απασχόληση, προκειμένου να περάσει ένα από τα πιο μονότονα τρίωρα όλης της σχολικής χρονιάς. Έτσι, η σκέψη, άλλοτε ταξιδεύει στα μεγάλα ερωτήματα της ζωής, (τι είναι ζωή, τι είναι θάνατος, ματαιότης ματαιοτήτων κ.λ.π.), άλλοτε ανακεφαλαιώνει τον προγραμματισμό των θερινών διακοπών, άλλοτε κατηγοριοποιεί τις εκκρεμότητες του σπιτιού και άλλοτε αφήνεται στη νοσταλγία. Αυτό το τελευταίο είναι το πιο περίεργο και συνάμα το πιο αντιφατικό, καθώς η γλυκιά ανάμνηση των μαθητικών χρόνων συνδυάζεται με την πικρή συνειδητοποίηση του χρόνου που περνά με ταχύτητα διαστημική.


Φέτος σκέφτηκα να πρωτοτυπήσω: Περπατώντας ανάμεσα στα θρανία, παρατηρούσα αυτά τα λίγα προσωπικά μαθητικά είδη που επιτρέπονται στις εξετάσεις και βάλθηκα, απ΄ αυτά, να ψυχολογήσω το κάθε παιδί και να βγάλω συμπέρασμα για το περιβάλλον του. Και ιδού, την ώρα αυτής της περιδιάβασης, μεταξύ, συνολικά, 300 πάνω κάτω παιδιών για φέτος, σε ένα, μόνο σε ένα θρανίο, είδα μια μικρή εικονίτσα. Αιφνιδιάστηκα γιατί, ακόμη και αυτή η μοναδική εξαίρεση, είχε αποκλειστεί εντελώς στο μυαλό μου. Και θυμήθηκα πως, μόλις(;) 40 χρόνια πριν, τα μισά τουλάχιστον παιδιά, εν ώρα εξετάσεων, είχαμε μπροστά μας από μια εικονίτσα.


Γυρίζοντας σπίτι, η εικονίτσα του θρανίου δεν μου έφυγε από το μυαλό και παρά τις τόσες υποχρεώσεις, υπέκυψα στη νοσταλγία και αναζήτησα σε ένα μικρό ξύλινο κουτί παιδικών και μαθητικών αναμνήσεων τη μικρή εικονίτσα που με συνόδευσε από την Α΄ Γυμνασίου μέχρι και τις Πανελλήνιες, τις πρώτες Πανελλήνιες, που έμελλε, από το πρώτο κιόλας μάθημα, να στιγματιστούν από την υποκλοπή των θεμάτων. Σύνολο έξι χρόνια, με διπλές εξετάσεις, χειμερινές και θερινές.


Η παλιά εικονίτσα μου δεν ήταν σπανία. Με δυτικότροπο στυλ, έδειχνε τον Χριστό να προσεύχεται στον κήπο της Γεσθημανή, λίγο πριν την σύλληψή Του. Εικονίτσα κοινή, κοινότατη, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η εικονίτσα όμως αυτή ήταν και παρέμεινε για τέσσερεις δεκαετίες και βάλε, η μία, η μοναδική, η δική μου εικονίτσα, δοσμένη από χέρι γονιού που πια δε ζει και με ευχές καρδιάς, τόσο σπάνιες, όσο οι έντιμοι πολιτικοί. Την κράτησα στα χέρια μου και αναλογιστικά ποσά γραπτά είδε να γράφω. Πού πήγαν όλες εκείνες οι ώρες των διαγωνισμών; Πού να βρίσκονται οι σφραγισμένες κόλλες, οι χαραγμένες με τον κόπο μου; Ποια ήταν η τύχη τους; Κι εκείνα τα κατεβατά, ο καρπός ατελείωτών ωρών διαβάσματος και αγωνίας, πού νάναι;


Όλα πέρασαν, όλα χάθηκαν και έμεινε μόνο αυτή η εικονίτσα να βρίσκεται μέσα στο ξύλινο κουτί και να αρνιέται να μ΄ εγκαταλείψει. Ξέρω απ’ έξω κι ανακατωτά το κάθε τετραγωνικό χιλιοστό της: Το σπαρακτικό βλέμμα του Χριστού που τρυπάει τη νύχτα, τα σταυρωμένα Του χέρια, το φως του φεγγαριού στο βάθος, το απειλητικό σκοτάδι που σε λίγο θα φέρει τον προδότη μαθητή για το φίλημα της προδοσίας!


Είμαι βέβαιος όμως πως και η εικονίτσα με ξέρει καλά. Σίγουρα θυμάται, πόσες φορές ζήτησα τη βοήθεια της την ώρα της παράδοσης των θεμάτων, τις στιγμές του πανικού για απαντήσεις άγνωστες, για το θέμα που έπεσε αλλά δεν ήταν ΣΟΣ, για τη μνήμη που λίγο πριν τά ΄ξερε όλα και τώρα με πρόδιδε! Ήταν στιγμές που παρακαλούσα τον Χριστό της εικονίτσας, να ξεχάσει λίγο το μαρτύριο που έρχεται και να προσευχηθεί στον Θεό Πατέρα να μου φανερώσει τη λύση σε δύσκολες εξισώσεις ή στη σύνταξη του άγνωστου κειμένου. Θα σας το ομολογήσω : Ποτέ δε μου ΄κάνε το χατήρι! Κι όταν το παράκανα με την επιμονή μου, σαν να άκουγα μια φωνή να βγαίνει απ’ το χρωματισμένο χαρτί και να μου λέει:


«Εγώ μυαλό σού ΄δωσα. Ας διαβάζες περισσότερο!»


Κι όμως, κακία δεν κράτησα ποτέ στην εικονίτσα. Γιατί ποτέ της δεν με πρόδωσε. Για μένα ήτανε πάντα μια παρουσία, μια συντροφιά, μια υποψία πως εκεί έξω ένας άλλος πλατύτερος κόσμος υπάρχει και με περιμένει να μου μάθει πράγματα που ακόμη δεν είχα βαλθεί να ρωτήσω σοβαρά. Ήταν αυτή η βεβαιότητα πως ο κόσμος είναι μεγαλύτερος απ΄ αυτόν που αντιλαμβάνονται τα μάτια και τ΄ αυτιά και η εικονίτσα αυτή ήταν ένα παράθυρο ανοιχτό σε μυστικά χρώματα και ήχους. Κι ερχόντουσαν στιγμές που το άγχος εξαερωνόταν και το μυαλό ονειρευόταν έναν κόσμο που δεν πιέζει, δεν επιβάλλεται, δεν βαθμολογεί, αλλά μόνον κανακεύει, ενθαρρύνει και υπόσχεται.


Η εικόνιτσα μου, αυτή του θρανίου των διαγωνισμών μου, τράβηξε πολλά από την πρώτη στιγμή που συμπορευτήκαμε: Πειράγματα και δηλητηριώδη σχολιάκια. Πρώτα των αγαπημένων μου παλιών συμμαθητών: Άλλοι μού την έλεγαν «γούρι» και κάποιοι άλλοι βάλθηκαν να μας χωρίσουν με λογικά επιχειρήματα για την εξήγηση του θρησκευτικού φαινομένου και ατράνταχτες αποδείξεις για την ανυπαρξία του Θεού. Ήρθαν στιγμές που δεν είχα τι ν΄ απαντήσω. Όταν πια η πίεση γινόταν μεγάλη, ένα πείσμα μ΄ έπιανε, κόντρα σε όλα, να υπερασπιστώ την εικονίτσα μου και να μην την πουλήσω.


Το σχολείο τέλειωσε, ήρθε το Πανεπιστήμιο. Κ εκείνη, αν και εξαφανίστηκε από τα φοιτητικά έδρανα, τοποθετήθηκε στο μικρό αναγνωστήριο της καρδιάς. Μα ακόμη και τότε, οι επιθέσεις, μικρές και μεγάλες, στην εικονίτσα μου συνεχίστηκαν. Οι τετράγωνοι συλλογισμοί των νεανικών μου χρόνων έφτασαν στο τσακ να την απομυθοποιήσουν και να μας οδηγήσουν σε ένα πολιτισμένο και συναινετικό διαζύγια. Ήρθε αργότερα η μανία με την ψυχολογία! Και τι δεν άκουσε! Πώς είναι δείγμα ψυχολογικής ανωριμότητας, άρνηση χειραφέτησης από την πατρική εξουσία, κεκτημένη ταχύτητα από άλλες εποχές, άρνηση να αμφισβητήσω τις σταθερές των περασμένων γενεών, έκφραση ανασφάλειας, μετασχηματισμός ορμών κλπ κλπ. Αλλά και η ακαδημαϊκή σπουδή στη θεολογία δεν της χαρίστηκε: Ο Μπούλτμαν και η παρέα του τη βάλανε στόχο: Ο ιστορικός Ιησούς άρχισε να παλεύει στα μαρμαρένια αλώνια του μυαλού μου με τον Ιησού της πίστεως, η ατομική θρησκευτικότητα να κονταροχτυπιέται με το Εκκλησιαστικό γεγονός και η γοητεία της ερμηνείας των Βιβλικών κειμένων βάλθηκε να προσπαθεί να ξεριζώσει τη ζεστασιά της και να την αναλύσει στη βάση των στοιχείων της επιστήμης: Πού είναι σήμερα ο κήπος της Γεσθημανή, ποια είναι τα μεσσιανικά και προφητικά στοιχεία της τελευταίας αυτής προσευχής του Κυρίου κλπ, κλπ.


Ούτε η καλλιτεχνική σπουδή την λυπήθηκε: Στον προσευχόμενο γλυκό Χριστό μου εντοπίστηκαν σημάδια δυτικής επιρροής και, ούτε λίγο ούτε πολύ, άρχισα να βλέπω την εικονίτσα μου σαν Δούρειο Ίππο της εισβολής των Δυτικών στην Ορθόδοξη παράδοσή μου. Τα χρόνια συνέχισαν να περνούν και πολλές κρίσιμες και κομβικές στιγμές, είτε εξετάσεων είτε συναντήσεων, είτε δράσεων έγιναν χωρίς την παρουσία της. Και όταν ήρθε ο καιρός της θητείας στο ΠΝ και αργότερα της επαγγελματικής μου απασχόλησης, είδα την εικονίτσα μου κι όλα αυτά που αντιπροσώπευε να δέχονται διωγμούς χειρότερους απ΄ του Διοκλητιανού. Σε συζητήσεις με κληρούχες και συναδέλφους, αλλοτε σιώπησα, άλλοτε διαφώνησα με χιούμορ, άλλοτε συγκρούστηκα, ποτέ όμως δεν βρήκα το θάρρος να βρεθώ στο κέντρο του Κολοσσαίου και να κλείσω τα μάτια περιμένοντας να με κατασπαράξουν τα θηρία. Πάντα, την κρίσιμη στιγμή, κάποιος συμβιβασμός γινόταν και συνεχίζαμε όλοι ευχαριστημένοι. Άλλα φύγανε, αλλά μένουν και ποιος ξέρει τι έρχεται. Και σ’ όλα αυτά, σταθερά απόλυτη η εικονίτσα που τώρα κρατώ. Τελικά άντεξε! Δεν έχασε το χρώμα της και το παράθυρο που μου άνοιγε μένει ακόμη ανοιχτό.


Όλα πια είναι φανερά: Τόσα χρόνια, εγώ ήμουν αυτός που δοκίμαζε ασυνείδητα την εικονίτσα, όπως ο Πέτρος τον Διδάσκαλό του, την ώρα του χαμού:


«Κύριε», του είπε, «αν είσαι εσύ, πρόσταξε να περπατήσω πάνω στο κύμα».


Και ο Κύριος δεν θίχτηκε από την πρόκληση, δεν προσβλήθηκε από τη δοκιμή, ίσως και να το χάρηκε. Και του είπε:


«Ελθέ!»

Βλέπω κι εγώ την εικονίτσα μου, που περπάτησε πάνω στα χίλια μύρια κύματα της θαλασσοταραχής μου κι ακόμα μένει στεγνή, με λίγη ίσως υγρασία, εκεί στην άκρη της από μια στάλα δάκρυ. Και είναι αυτή που ανέλαβε να μου πει το «ελθέ» σε κυματοπορεία πολύ πιο ασφαλή από τις βέβαιες μεγάλες λεωφόρους που περπάτησα και σιγουριά ποτέ δεν βρήκα.


Η μέρα της τελευταίας επιτήρησης έρχεται. Τα θέματα θα δοθούν και σε δυο τρεις ώρες τα παιδιά θα βγουν στην αυλή. Το θέαμα το γνωρίζω: Γρήγορα, βιαστικά το καθένα θ΄ ανοίξει την οθόνη του και θα αναζητήσει την παρέα της κινούμενης εικόνας της. Μια σκέψη μου έρχεται: Μήπως η οθόνη του κινητού και του τάμπλετ είναι η εικονίτσα του 21ου αιώνα; Μοιάζει, μα κάτι είναι ριζικά διάφορο:


Η ακίνητη εικονίτσα μου έμοιαζε με μια ακύμαντη θάλασσα κι εγώ έμοιαζα με πλεούμενο που με ολάνοιχτα τα πανιά του ταξιδεύει. Τώρα, φοβάμαι πως η συναρπαστική κίνηση της οθόνης μοιάζει με πέλαγο τρικυμισμένο που πάνω της λικνίζονται άδεια μπιτόνια με το στόμιο ανοιχτό, που λες, λίγο να γείρουν θα γεμίσουν νερό και θα καταποντιστούν.


Μπορεί να είμαι η ηχώ ενός κόσμου που πέρασε, μπορεί και ν΄ αξιώθηκα μισή στιγμή ποιήσεως για να διακρίνω τα δύσκολα που έρχονται. Ό,τι και να συμβαίνει, Αυτός που διέσωσε την εικονίτσα μου θα διασώσει και τις ανθρώπινες εικονίτσες του. Εγώ πάντως τη στατιστική μου θα τη συνεχίσω. Κάθε φορά που θα βλέπω μια εικονίτσα στο θρανίο, θα ψιθυρίζω ένα «Δόξα τω Θεώ» που η ελπίδα δε χάθηκε. _

Όσιος Βενάνδιος

 Ο Όσιος Βενάνδιος γεννήθηκε στη Γαλλία και έζησε τον 4ο και 5ο αιώνα μ.Χ. Συνδέθηκε πνευματικά με τον Όσιο Καρπάσιο  και τον Άγιο Ονωράτο  και μαζί ξεκίνησαν προσκυνηματικό ταξίδι στα μοναστήρια της Ανατολής.


Ο Όσιος Βενάνδιος κοιμήθηκε με ειρήνη στην Ελλάδα.

Αγία Εμμελεία

 Η Οσία Εμμελεία καταγόταν από ευσεβή οικογένεια της Καισαρείας της Καππαδοκίας. Ο πατέρας αυτής αναδείχθηκε σε Μάρτυρα κατά τους τελευταίους διωγμούς. Ο βίος της Αγίας είναι η αγαθή ρίζα από την οποία βλάστησαν γλυκύτατοι καρποί, τα παιδιά της, τα οποία ανεδείχθησαν εξέχοντα μέλη της κοινωνίας και τα περισσότερα Άγιοι της Εκκλησίας, όπως ο Μέγας Βασίλειος, ο Γρηγόριος Νύσσης, ο Πέτρος Σεβαστείας, η μοναχή Μακρίνα και ο μοναχός Ναυκράτιος. Από αγία ρίζα προήλθαν αγιασμένοι βλαστοί, δηλαδή από αγίους γονείς προήλθαν ευλογημένα και άγια τέκνα.


Η Οσία Εμμελεία δοκίμασε στη ζωή της, όπως συμβαίνει συνήθως με τους εκλεκτούς, πολλές θλίψεις. Ο θάνατος των γονέων της, πριν ακόμα νυμφευθεί, ο θάνατος του συζύγου της, μόλις γεννήθηκε ο υιός τους Πέτρος και ο πρόωρος θάνατος του υιού της Ναυκρατίου, αλλά και το να αναθρέψει μόνη της με παιδεία και νουθεσία Κυρίου, από ένα σημείο και μετά, τα τέκνα της, ήταν μερικές από αυτές. Τις αντιμετώπισε όμως με υποδειγματική πίστη, ανδρεία και υπομονή. Δίδασκε τα παιδιά της κυρίως με το παράδειγμά της. Τους έδωσε, μαζί με το δικό της γάλα, το ανόθευτο γάλα της πίστεως και τους δίδαξε το μυστήριο της Εκκλησίας.


Τελείωσε τη ζωή της ως μοναχή με ηγουμένη τη θυγατέρα της Οσία Μακρίνα.



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Σωφρόνως τὸν βίον σου κατ' ἐναντίον Θεοῦ, ἐτέλεσας πρότερον σὺν Βασιλείω σεμνῶ, Ἐμμέλεια πάνσεμνε, εἴτα δὲ ἐν ἐρήμῳ, ἀναβάσεις διέθου ἅμα τοὶς σοὶς ἐκγόνοις, ὡς τὰ ἄνω ποθοῦσα, διὸ σὲ ὁ Χριστὸς πανοικοί, ὑπερεδόξασε.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Όσιος Ισαάκιος ο Ομολογητής ηγούμενος Μονής Δαλμάτων

 Ο Όσιος Ισαάκιος καταγόταν από την Συρία και έζησε στα χρόνια του βασιλιά Ουάλη (364 μ. Χ.), που ήταν υποστηρικτής των Αρειανών. Κάποτε οι Οστρογότθοι, παρά την απαγόρευση της κυβέρνησης, κατασκήνωσαν στη Θράκη και απειλούσαν την Κωνσταντινούπολη. Τότε ο Ουάλης αναγκάσθηκε να βαδίσει εναντίον τους. Ο Ισαάκιος, που ήταν ηγούμενος στη Μονή Δαλμάτων, βγήκε και συνάντησε τον πολέμιο των ορθοδόξων Ουάλη, και αφού έπιασε από τα χαλινάρια το άλογο του, του είπε: «Άπόδος ταις ποίμναις τους αρίστους νομέας και λήψη την νίκην άπονητί ει δε τούτων μηδέν δεδρακώς παρατάξαιο, μαθήσει τη πείρα ότι σκληρόν το προς κέντρα λακτίζειν ούτε γαρ έπανήξεις και προσαπολέσεις την στρατιάν» (Πράξεις των Αποστόλων, κστ' 14). Δηλαδή, δώσε στά ποίμνια τους άριστους ποιμένες και χωρίς κόπους θα πάρεις τη νίκη. Αν, όμως, δεν αποδεχθείς αυτά που σου λέω και δε συμφωνήσεις μαζί τους, θα μάθεις από την πείρα ότι είναι σκληρό πράγμα να κλωτσάς στα καρφιά. Διότι ούτε εσύ πρόκειται να γυρίσεις από τον πόλεμο, και σύντομα θα χάσεις και το στράτευμα. Ο Ουάλης όχι μόνο δεν πείσθηκε από τα λόγια του ηγουμένου, αλλά αφού τον ειρωνεύθηκε, τον έριξε μέσα σε ένα κρημνώδες φαράγγι. Ο Ισαάκιος από θαύμα δεν έπαθε απολύτως τίποτα. Ο δε Ουάλης έπαθε αυτά που προφήτευσε ο Άγιος ηγούμενος.


Στις 9 Αυγούστου του 378 μ.Χ., διεξήχθη γύρω από την Αδριανούπολη σφοδρή μάχη, κατά την οποία ο αυτοκρατορικός στρατός κατατροπώθηκε, αφού φονεύθηκαν πολλοί από τους άριστους στρατηγούς του. Ο Ουάλης, καταφεύγοντας εντός αχυρώνος, για να σωθεί, κάηκε ζωντανός, μαζί με τον αρχιστράτηγό του.


Ως ηγούμενος παρευρέθηκε στη Β' Οικουμενική Σύνοδο, που συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη το 381 μ.Χ., συντελώντας τα μέγιστα στην επιτυχία αυτής.


Προαισθανόμενος το τέλος του, αφού διόρισε διάδοχό του τον Όσιο Δαλμάτιο , κοιμήθηκε με ειρήνη σε βαθύ γήρας το 396 μ.Χ.


Η μνήμη του Οσίου Ισαάκιου επαναλαμβάνεται και στις 3 Αυγούστου.



Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Τύπος πέφηνας, τῆς ἐγκρατείας, καὶ ἑδραίωμα, τῆς Ἐκκλησίας, Ἰσαάκιε Πατέρων ἀγλάϊσμα· ἐν ἀρεταῖς γὰρ φαιδρύνας τὸν βίον σου, Ὀρθοδοξίας τὸν λόγον ἐτράνωσας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαο ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.


Κοντάκιον

Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὡς τῶν Ὁσίων ἀκριβέστατον ὑπόδειγμα· καὶ εὐσεβείας πρακτικώτατον ἐκφάντορα· ἀνυμνοῦμέν σε οἱ δούλοι σου θεοφόρε. Ἀλλ’ ὡς χάριτος τῆς θείας καταγώγιον, ναοὺς ἔργασθαι ἡμᾶς φωτὸς τοῦ Πνεύματος, τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Ἰσαάκιε.


Μεγαλυνάριον

Χαίροις Μοναζόντων ὑπογραμμός, καὶ Μονῆς Δαλμάτων, κυβερνήτης ὁ ἀπλανής· χαίροις χαρισμάτων, ταμεῖον θεοβρύτων, Ἰσαάκιε παμμάκαρ, Ἀγγέλων σύσκηνε.


Πέμπτη 29 Μαΐου 2025

Δοξαστικό αίνων Αναλήψεως

Στιχηρά Προσόμοια των Αίνων - Αναληψεως

Η Ευγενής Απόσυρση: Η Ανάληψη του Χριστού ως Θεϊκή Σιωπή και Υπέρβαση της Εξουσίας

 Η ιστορία του Χριστού δεν τελειώνει με τη Σταύρωση· ούτε με την Ανάσταση· τελειώνει με την ευγενέστερη όλων των πράξεων: την απόσυρση.

Η Ανάληψη, αυτή η σιωπηλή ανάβαση προς τους ουρανούς, δεν είναι μια θεαματική αποχώρηση, αλλά μια λεπταίσθητη, σχεδόν αόρατη, αποδέσμευση από τον κόσμο.

Είναι το τέλος της ενσάρκωσης και η αρχή της διακριτικής, άυλης παρουσίας.

Ο Χριστός, που βάδισε ανάμεσα στους ανθρώπους, που άγγιξε, έκλαψε, δίδαξε και πόνεσε, αποχωρεί. Όχι γιατί εγκαταλείπει, αλλά γιατί σέβεται.

Δεν αποσύρεται για να απουσιάζει, αλλά για να δώσει χώρο στην ελευθερία.


Η ανάληψη δεν είναι φυγή, είναι η τελευταία πράξη ταπείνωσης.

Όταν οι θνητοί κατακτούν εξουσία, την κρατούν με νύχια και με δόντια.

Ο Χριστός, έχοντας νικήσει τον θάνατο, θα μπορούσε να ιδρύσει βασίλειο επίγειο, να αξιώσει δικαιοσύνη, να κυβερνήσει τους λαούς με θεϊκή βεβαιότητα.

Όμως επιλέγει την ανάληψη.

Επιλέγει να μην εξουσιάσει, να μη διατάξει, να μην επιβληθεί.

Η θεϊκή του δύναμη φανερώνεται στην απόσυρση. Η εξουσία Του εκδηλώνεται στην άρνηση της.

Πόση ευγένεια υπάρχει στην άρνηση της κυριαρχίας!

Στην άρνηση να συνεχίσει να είναι παρών με την ένσαρκη βεβαιότητα.

Η Ανάληψη είναι το αντίθετο του θριάμβου, είναι μια πράξη σιωπηλής αγάπης, είναι η θεϊκή συστολή, η απόλυτη μορφή ελευθερίας.

Όχι πια εντολές, όχι θαύματα, όχι επιτιμήσεις· μόνο μια σιωπή που χωρά τον κόσμο.


Ο Χριστός δεν αναχωρεί από αδυναμία· αποσύρεται από πληρότητα.

Είναι πλήρης η αγάπη Του, ώστε δεν χρειάζεται πια παρουσία.

Γίνεται αόρατος για να γίνει παγκόσμιος. Αναλαμβάνεται για να κατασκηνώσει στο πνεύμα του ανθρώπου.

Η πράξη αυτή συνιστά θεολογικά το απόγειο της συγκατάβασης.

Στην ενανθρώπηση, ο Θεός κατεβαίνει.

Στην Ανάληψη, ανεβαίνει, αλλά όχι όπως οι κοσμικοί βασιλείς.

Δεν υψώνεται για να κυριαρχήσει, αλλά για να παραδώσει, για να αφήσει την Εκκλησία, όχι ως στρατόπεδο, αλλά ως κοινότητα ελευθέρων υπάρξεων.

Στην πράξη αυτή κλείνει ένας κύκλος: από το «γεννηθήτω το θέλημά Σου» στον κήπο της Γεθσημανή, φτάνουμε στο «εγώ είμι μεθ’ υμών πάσας τας ημέρας».


Η παρουσία Του, πλέον, δεν είναι υλική είναι μυστηριακή, εσωτερική, πνευματική.

Και όμως, μέσα στην ευγένεια αυτής της αποχώρησης, αναδύεται ένα άφατο μεγαλείο.

Σαν τον ήλιο που δεν δύει αλλά μεταμορφώνεται σε φώς πανταχού παρόν, έτσι κι Εκείνος, δια της Ανάληψης, δεν απομακρύνεται· διεισδύει.

Δεν υψώνεται μόνο στους ουρανούς, αλλά και στο βάθος της ανθρώπινης ύπαρξης.

Σαν να λέει: «Εσείς θα συνεχίσετε. Εσείς θα είστε το φώς. Εσείς θα γίνετε Εγώ».


Η Ανάληψη, λοιπόν, είναι το άκρον άωτον της αγάπης: όταν ο Θεός δεν στέκει πάνω από τον άνθρωπο, αλλά του παραδίδει τον κόσμο και το κάνει χωρίς τελετουργικό μεγαλείο· με απλότητα, με το βλέμμα στραμμένο στους ουρανούς και την υπόσχεση ότι δεν θα μείνει ορφανή η καρδιά. Είναι η ώρα της ευγενούς σιωπής.

Όταν η θεότητα δεν θορυβεί, Δεν θριαμβεύει, αλλά μόνο αναλαμβάνεται.

Αυτός είναι ο δικός Του τρόπος να βασιλεύει: όχι με θρόνους και σκήπτρα, αλλά με απουσία που γίνεται παρουσία.

Με σιωπή που γίνεται Λόγος, με ανάληψη που γίνεται εντός μας κάθοδος.

Κι εμείς, μένουμε με τα μάτια στραμμένα ψηλά: Όχι για να Τον αναζητήσουμε στους ουρανούς, αλλά για να αναγνωρίσουμε μέσα μας τη θεία εκείνη φωνή που ψιθυρίζει: «Ελευθερία είναι η αγάπη που δεν απαιτεί».

«Ἀνέβη ὁ Θεὸς ἐν ἀλαλαγμῶ, Κύριος ἐν φωνὴ σάλπιγγος»

 Ἡ Ἀνάληψη εἶναι τὸ τελευταῖο γεγονὸς τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Βεβαίως, στὴ θεία Οἰκονομία ἡ Πεντηκοστὴ εἶναι ἡ κατακλείδα, γι’αὐτὸ καὶ καλεῖται «τελευταία ἑορτὴ». Ὁ Θεὸς Πατέρας εὐφράνθηκε νὰ δεῖ τὸν ἄνθρωπο ὅπως τὸν εἶχε συλλάβει πρὸ καταβολῆς κόσμου καὶ κατέπεμψε στὴ γῆ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, γιὰ νὰ σφραγίσει ὅτι τὰ διεστῶτα ἑνώθηκαν, «τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ» λύθηκε, συμφιλιώθηκε ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν Θεὸ καὶ στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὁ Θεὸς δέχθηκε ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα. Ἡ λαμπρότητα τῆς ἑορτῆς αὐτῆς εἶναι τόσο μεγάλη, διότι ἀναλαμβανόμενος ὁ Κύριος στὸν Οὐρανὸ ἀνύψωσε στὸν θρόνο τῆς μεγαλωσύνης τοῦ Θεοῦ τὴν ἄμεμπτη καὶ ἄσπιλη ἀνθρώπινη φύση ποὺ δανείστηκε ἀπὸ τὴν Ἁγία Παρθένο, μέσα στὴν ὁποία φανέρωσε τὴν ἀκατάληπτη ἀγάπη τοῦ ἀνάρχου Πατρός.


Ὁ Κύριος ἀφοῦ «κατέβη πρώτον εἰς τὰ κατώτερα μέρη τῆς γῆς, ἀναβὰς εἰς ὕψος ἠχμαλώτευσεν αἰχμαλωσίαν καὶ ἔδωκε δόματα τοῖς ἀνθρώποις», τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ ὡς «ὄμβροι εἰρηνικοὶ» ἄρδευσαν τὴ γῆ. Ἔτσι ἐκπληρώθηκε ἡ ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου γιὰ τοὺς ποταμοὺς τοῦ ζῶντος ὕδατος, ποὺ θὰ ἔρρεαν ἀπὸ τὴν καρδιὰ ὅσων θὰ πίστευαν στὸ Ὄνομά Του.


Στὴ διάρκεια τῆς περιόδου ποὺ ἀκολούθησε τὴν Ἀνάσταση, ὁ Κύριος ἐμφανιζόταν συνεχῶς στοὺς μαθητές Του καὶ τοὺς μυσταγωγοῦσε στὰ μυστήρια τῆς Βασιλείας Του. Οἱ σαράντα ἡμέρες μετὰ τὸ καινὸ Πάσχα ἦταν σὰν ἐντατικὴ θεολογικὴ σχολή, ὅπου ὁ Χριστὸς διαλεγόμενος μὲ τοὺς Ἀποστόλους, ἀπαντοῦσε στὶς ἀπορίες τους, διάνοιγε τὸν νοῦ τους νὰ κατανοήσουν τὶς Γραφές, ἔφλεγε τὶς καρδιές τους μὲ τὸν πόθο τῆς Βασιλείας Του, ἐπέλυε ὅλα τα προβλήματά τους. Οἱ Ἀπόστολοι παρέμειναν «ὁμοθυμαδὸν», «προσκαρτεροῦντες τὴ κοινωνία καὶ τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου καὶ ταῖς προσευχαῖς». Ζοῦσαν μὲ τέτοια ἔνταση προσευχῆς στὴν παρουσία τοῦ Ἀναστάντος Διδασκάλου τους, ποὺ τὰ λόγια Του ἀποτυπώνονταν στὴν καρδιὰ καὶ στὴ μνήμη τους, ὅπως συμβαίνει ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐκζητᾶ λόγο ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς Ἁγίους Του μὲ ἄκρα ἔνταση προσευχῆς καὶ προσοχῆς.


Ὁ Κύριος γιὰ σαράντα ἡμέρες «ἣν ὀπτανόμενος τοῖς μαθηταῖς» καὶ τοὺς ἐκπαίδευε. Οἱ μαθητὲς Τὸν εἶχαν γνωρίσει ἐν σαρκί, στὸ ἑξῆς θὰ Τὸν γνώριζαν ἐν Πνεύματι. Στὴ διάρκεια τῶν τριῶν χρόνων ποὺ Τὸν ἀκολουθοῦσαν Τὸν ἔβλεπαν, Τὸν ἄκουγαν, Τὸν ψηλάφησαν. Ὡστόσο, «ἡ σὰρξ» πλέον «οὐκ ὠφελεῖ οὐδὲν». Τώρα ἔπρεπε νὰ γνωρίσουν ὅτι εἶναι ὁ Κύριος Σαβαώθ, ἔπρεπε ἡ ἀγάπη καὶ ἡ προσκύνησή Του νὰ εἶναι στὸ ἑξῆς «ἐν Πνεύματι καὶ ἀληθεία».


Αὐτὴ τὴν περίοδο ὁ Κύριος τούς παρέδιδε νέα μαθήματα· τοὺς δίδασκε ἀφενὸς μὲ τὴν παρουσία Του, ὥστε νὰ μπορέσουν νὰ συλλάβουν ὅλη τὴ θεωρία τοῦ Προσώπου Του, ὅπως ἀναγγέλθηκε ἀπὸ τοὺς Προφῆτες, ὅπως φανερώθηκε στὴ γῆ μὲ τὴν Ἐνανθρώπησή Του καὶ ὅπως παρουσιάσθηκε στὴ νέα πραγματικότητα μετὰ τὴν Ἀνάσταση. Ἀφετέρου, τοὺς παρεῖχε τὴν παιδεία τῆς ἀπουσίας Του. Παρὰ τὴν ὑπόσχεσή Του οἰκονόμησε νὰ αἰσθάνονται οἱ μαθητὲς Του ὀρφανοί, κάθε φορά ποὺ ἐξαφανιζόταν ἀπὸ τὰ μάτια τους, καὶ εἰδικὰ τὶς δέκα μέρες μεταξὺ Ἀναλήψεως καὶ τῆς ἐπιδημίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὥστε νὰ ἐντείνει τὸν πόθο καὶ τὴ δίψα τους.


Ἀναφέρουν οἱ Πατέρες ὅτι ὁ Κύριος δὲν ἀνέβηκε σὰν ἀστραπή, ἀλλὰ «σχολὴ καὶ βάδην καὶ οὐκ ἀθρόον». Ὁ Χριστὸς ἀνέβαινε σιγὰ-σιγὰ στὸν Οὐρανό, γιὰ νὰ ἁγιάσει καὶ τοὺς αἰθέρες, ὅπως ἁγίασε μὲ τὴν παρουσία Του ὅλη τὴ γῆ, ὅπως ἁγίασε τὰ ὕδατα βαπτιζόμενος στὸν Ἰορδάνη καὶ ὅπως ἁγίασε τὰ καταχθόνια μένοντας «ἐν τῇ κοιλίᾳ τοῦ ἅδου» γιὰ τρεῖς ἡμέρες. Ἔπρεπε νὰ ἁγιασθοῦν καὶ οἱ γεμάτοι ἀπὸ τὰ πνεύματα τῆς πονηρίας αἰθέρες, ὥστε νὰ ἐξομαλύνει ὁ Κύριος το πέρασμά μας ἀπὸ τὴ γῆ στὸν Οὐρανὸ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου μας, καὶ νὰ ἔχουμε τὴ δυνατότητα νὰ κάνουμε τὴ διάβαση ἀπείραστοι καὶ ἄτρωτοι ἀπὸ τὴν κακία τῶν δαιμόνων.


Ἐνῶ ὁ Κύριος ἀναλαμβανόταν καὶ οἱ μαθητὲς ἔκθαμβοι Τὸν ἀτένιζαν νὰ ἀπομακρύνεται ἀπὸ κοντά τους, παρουσιάστηκαν δύο Ἄγγελοι μὲ λευκὰ ἐνδύματα πού τοὺς εἶπαν: «Ἄνδρες Γαλιλαῖοι, τί ἐστήκατε ἐμβλέποντες εἰς τὸν οὐρανόν;». Οἱ Οὐρανοπολίτες βεβαίως δὲν ἀπόρησαν ποὺ τὸ βλέμμα τῶν μαθητῶν ἦταν στραμμένο πρὸς τὰ ἄνω, ἀντιθέτως, θὰ ἦταν ἄξιο ἀπορίας ἐὰν σὲ μιὰ τέτοια στιγμὴ κατευθύνονταν στὴ γῆ, ἀλλὰ οἱ λόγοι τους ἔκρυβαν μιὰ λεπτὴ ἐπίπληξη, διότι οἱ Ἀπόστολοι βρίσκονταν σὲ κατάσταση ἀδράνειας. Ἡ ἀνάταση τοῦ βλέμματος πρὸς τὸν Οὐρανὸ δὲν ἐπαρκεῖ, ἂν δὲν συνοδεύεται μὲ καύση καρδιᾶς. Ἡ χαρὰ καὶ ἡ ἔμπνευση ξεχύνονται ὅμως σὰν ὁρμητικὸς χείμαρρος, ὅταν ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου «κέκρυπται σὺν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῶ». Οἱ Ἄγγελοι μὲ τοὺς λόγους τοὺς ὑπενθύμισαν στοὺς μαθητὲς γιὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία καὶ ἐνέτειναν τὴν προσμονὴ τοὺς γι’ αὐτήν. Ὁ Θεὸς ἔστειλε τοὺς Ἀγγέλους Του, νὰ δώσουν ἐσχατολογικὴ διάσταση στοὺς λογισμοὺς τῶν Ἀποστόλων, νὰ ἐξηγήσουν ὅτι ὅπως ἀνέβηκε, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο θὰ ἔλθει καὶ πάλι, ὥστε ἡ καρδιά τους νὰ παραμείνει γεμάτη μὲ εἰρήνη, μὲ τὴν ἀλάθητη καὶ ἄφθαρτη παράκληση τοῦ Πνεύματός Του.


Στὸ γεγονὸς τῆς Ἀναλήψεως παρατηροῦμε τρία ἀκόμη κύρια σημεῖα. Τὸ πρῶτο εἶναι ὅτι ὁ Κύριος ἀναλήφθηκε, ἐνῶ εὐλογοῦσε. Ἡ εὐλογία Του εἶναι ἡ χάρη τοῦ Οὐρανοῦ, ποὺ ἔρχεται «ὡς δρόσος ἀερμῶν, ἡ καταβαίνουσα ἐπὶ τὰ ὅρη Σιών». Χωρίσθηκε ἀπὸ τοὺς ἐκλεκτούς Του, ἀπὸ τοὺς μαθητές Του, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ θὰ ἔλθει τὴν ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας Του. Ἡ εὐλογία τοῦ Κυρίου ἐπαναπαύθηκε στοὺς Ἀποστόλους καὶ μέσω αὐτῶν ἁπλώθηκε «ἐπὶ πᾶσαν σάρκα», καὶ παραμένει ὡς πολύτιμη κληρονομιὰ μέσα στὴν Ἐκκλησία Του, ὅπου διὰ τῶν ἐπισκόπων καὶ τῶν ἱερέων μεταδίδεται σὲ ὅλα τα μέλη της, ἕως ὅτου φθάσει τὴν τελείωσή της μὲ τὴ Δευτέρα Παρουσία.


Ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν κόσμο ἀπὸ ἀγάπη καὶ δὲν ἔπαυσε νὰ περιποιεῖται τὸν ἄνθρωπο ἀκόμη καὶ στὴν ἀποστασία του. Ἀπὸ ἀγάπη χρηστεύεται καὶ ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο τὸν χρόνο, ὡς καιρὸ μετανοίας καὶ λυτρώσεως, γιὰ νὰ σφραγισθεῖ σὲ αὐτὴ τὴ ζωὴ μὲ τὸ σημεῖο τῆς εὐλογίας Του καὶ νὰ ἀναγνωρισθεῖ ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους ὡς ἐκλεκτός του Θεοῦ τὴν ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας. Ὁ τρόπος τῆς Ἀναλήψεώς Του, «ἐν τῷ εὐλογεῖν Αὐτὸν αὐτούς», γεννᾶ μεγάλες ἐλπίδες ὅτι καὶ τὴ φοβερὴ ἐκείνη Ἡμέρα, ἡ κρίση Του θὰ εἶναι ἀναμεμιγμένη μὲ τὴν ἀγάπη Του καὶ τὸ ἔλεός Του.


Ἕνα δεύτερο χαρακτηριστικό τῆς Ἀναλήψεως εἶναι ὁ δοξασμένος τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο ἀνῆλθε ὁ Κύριος. Ἡ Ἁγία Γραφὴ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος μιλᾶ γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία συχνὰ περιγράφεται ὡς φωτεινὴ νεφέλη. Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἔβλεπαν τὴ δόξα, ἀλλὰ ὄχι τὸν Κύριο. Στὴν Καινὴ Διαθήκη, ὅταν ὁ Κύριος ἦλθε ἐν σαρκί, ἔκρυψε τὴ δόξα Του μέσα στὸ «σῶμα τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν», ποὺ προσέλαβε, γιὰ νὰ μὴν «ἐκδηματίση», νὰ μὴν ἐκφοβίσει τὸ πεπτωκὸς πλάσμα Του. Οἱ ἄνθρωποι εἶδαν τὸν Κύριο ταπεινό, πράο, ὡς «ἀμνὸν ἀγόμενον ἐπὶ σφαγὴν», ἀλλὰ δὲν μποροῦσαν νὰ διακρίνουν τὴ δόξα Του, γι’ αὐτὸ καὶ πολλοὶ δὲν ἀναγνώρισαν στὸ πρόσωπό Του τὸν Μεσσία. Ὅσοι ὅμως μὲ ἀγαθὴ προαίρεση πίστεψαν, αὐτοὶ ἔλαβαν τὴ χάρη νὰ ἀναγεννηθοῦν. Ὅσοι δέχθηκαν τὸν λόγο Του καὶ πίστεψαν στὸ Ὄνομά Του, δέχθηκαν τὴν ἐξουσία νὰ κληθοῦν τέκνα Θεοῦ καὶ «μεταβέβηκαν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωὴν».


Τώρα, στὸ τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του, ὁ Χριστὸς παρουσιάσθηκε ἀπροκάλυπτα πλέον ὡς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ μὲ ἐμφανῆ τὴ δόξα Του. Τὴν Ἡμέρα τῆς ἐνδόξου Παρουσίας Του θὰ ἔλθει πάλι ὁ Κύριος «ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ μετὰ δυνάμεως καὶ δόξης πολλῆς». Ἡ Ἀνάληψη κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀποτελεῖ προφητικὸ γεγονός, καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος γίνεται ὁ Προφήτης τῆς Δευτέρας Παρουσίας Του.


Ἡ δόξα Του, ποὺ θὰ εἶναι σὰν ἀστραπὴ κατὰ τὴν ἐπιφανῆ αὐτὴ Ἡμέρα, θὰ προστατεύσει ὅσους φέρουν τὴ σφραγίδα τῆς εὐλογίας Του ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς πλάνης τῶν ψευδοπροφητῶν ποὺ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες διακηρύττουν: «Ἰδοὺ ὧδε ὁ Χριστός, ἰδοὺ ἐκεῖ», γιὰ νὰ «ἀποπλανήσουν εἰ δυνατόν, καὶ τοὺς ἐκλεκτοὺς». Μὲ ἄλλα λόγια, ὁ Κύριος προειδοποίησε, νὰ μὴν δίνουμε προσοχὴ σὲ ἀλλότριες, ψεύτικες φωνὲς ποὺ θὰ προτρέπουν νὰ ἀποκοποῦμε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ θὰ πλανήσουν ὅσους ἔχουν τὸ βλέμμα προσηλωμένο στὴ γῆ καὶ τὴν καρδιὰ βεβαρημένη μὲ μέριμνες τοῦ κόσμου τούτου. Ἀντιθέτως, ὅσοι ἔχουν τὸ βλέμμα ψηλὰ καὶ «φρονοῦν τὰ ἄνω», δὲν θὰ πλανηθοῦν, ἀλλὰ θὰ ἀναμένουν μὲ καρτερία τὸ ἀληθινὸ σημεῖο τῆς Παρουσίας τοῦ Κυρίου.


Ὁ Κύριος δὲν παρέδωσε τοὺς λόγους Του ὡς μυστικό: «Ὁ λέγω ὑμῖν ἐν τῇ σκοτία, εἴπατε ἐν τῷ φωτί, καὶ ὁ εἰς τὸ οὖς ἀκούετε, κηρύξατε ἐπὶ τῶν δωμάτων». Ἔτσι καὶ ἡ Παρουσία Του δὲν θὰ ἔχει κάτι τὸ μυστικὸ καὶ ἀπόκρυφο. «Ὥσπερ γὰρ ἡ ἀστραπὴ ἐξέρχεται ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ φαίνεται ἕως δυσμῶν, οὕτως ἔσται καὶ ἡ παρουσία τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου». Ἡ Ἁγία Γραφὴ δίνει ἐπαρκεῖς πληροφορίες γιὰ τὸ γεγονὸς τοῦ ἐνδόξου ἐρχομοῦ τοῦ Κυρίου στὰ τέλη τῶν αἰώνων, ὥστε ὅταν ἔλθει γιὰ νὰ κρίνει «ζωντας καὶ νεκρούς», οἱ πιστοὶ ἀφενὸς νὰ τὴν ἀναγνωρίσουν καὶ νὰ μὴν ζοῦν στὸ σκοτάδι, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ μὴν ἀποψυχήσουν μὲ τὰ δεινὰ καὶ τὰ παθήματα, ποὺ θὰ προηγηθοῦν, «διότι ἐγγίζει ἡ ἀπολύτρωσις αὐτῶν» .


Ὁ ἐρχομὸς τοῦ Κυρίου θὰ περιβάλλεται ἀπὸ δόξα καὶ γιὰ ἐμᾶς ὁ πιὸ δοξασμένος τρόπος ἀναμονῆς Του εἶναι ὅταν προσεδρεύουμε ἐν Ἱερουσαλὴμ, δηλαδὴ ὅταν παραμένουμε ἐνεργὰ καὶ γνήσια μέλη τῆς Ἐκκλησίας Του καὶ μέσα ἀπὸ τὰ Μυστήριά της, Τοῦ ἀποδίδουμε αἶνο καὶ εὐχαριστία.


Τὸ τρίτο χαρακτηριστικὸ ποὺ παρατηρεῖται στὴν Ἀνάληψη εἶναι τὸ αἰφνίδιο καὶ ἀπροσδόκητό του γεγονότος. Ἡ Δευτέρα Παρουσία ἐπίσης θὰ εἶναι αἰφνίδια καὶ ἀπροσδόκητη. Ὁ Κύριος σὲ πολλὲς περιπτώσεις προειδοποίησε: «Βλέπετε, ἀγρυπνεῖτε καὶ προσεύχεσθε· οὐκ οἴδατε γὰρ πότε ὁ καιρὸς ἐστιν… Ἃ δὲ ὑμῖν λέγω, πᾶσι λέγω· γρηγορεῖτε» Ἡ πεποίθηση γιὰ τὴ σωτηρία δὲν μπορεῖ νὰ βασισθεῖ στοὺς ἀνθρώπινους ὑπολογισμούς. Ἀκολουθώντας τὴν προτροπὴ τοῦ Ἀποστόλου: «Ταῦτα προσδοκῶντες σπουδάσατε ἄσπιλοι καὶ ἀμώμητοι αὐτῷ εὐρεθῆναι ἐν εἰρήνῃ», τὸ μόνο ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε εἶναι νὰ προσφέρουμε στὸν Θεὸ διηνεκῶς μετάνοια καὶ καρδιὰ συντετριμμένη, ὥστε νὰ γευθοῦμε πρὶν τὸ τέλος τὴν εἰρήνη τῆς συμφιλιώσεως καὶ νὰ μεταβάλουμε τὸν ἐπὶ γῆς χρόνο τῆς ζωῆς μας σὲ καιρὸ χρηστότητας Κυρίου.


Ὅλη ἡ ζωὴ τῶν πιστῶν κυλάει μὲ τὴν ἀναμονὴ τοῦ Νυμφίου, ὡστόσο, εἶναι γνωστὸ στὴν πνευματικὴ ζωὴ ὅτι, ὅσοι μὲ ψευδοαποκαλυπτική, κίβδηλη, καὶ κενόδοξη στάση ἀναμονῆς προσδοκοῦν ὁράματα καὶ θεωρίες, φέρουν πνεῦμα ἐπάρσεως καὶ εὔκολα γίνονται θύματα τῆς πλάνης τοῦ ἐχθροῦ. Συνήθως, ἐκεῖνοι ποὺ ἀξιώνονται νὰ ἁρπαχθεῖ τὸ πνεῦμα τους στὴν αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅσοι, βυθισμένοι στὸ πένθος καὶ τὴν ταπεινὴ προσευχή, θεωροῦν τὸν ἑαυτὸ τους γῆ καὶ σποδό, «ἀνάξιον τοῦ ζῆν καὶ ἄξιον πάσης ὄντως κολάσεως», ἀλλὰ δὲν παύουν νὰ ἐπικαλοῦνται τὸ ἔλεός Του «παρ’ ἐλπίδα ἐπ’ ἐλπίδι». Ἀκόμη καὶ ὅταν περιλάμπονται ἀπὸ τὸ ἀνέσπερο Φῶς, ἡ μετάνοιά τους εἶναι ἀνεπίστροφη.


Εἶναι ἁλυσιτελὲς νὰ ἐρευνοῦμε χρόνους καὶ καιρούς, ἀλλὰ χρειάζεται συνεχῶς νὰ ἐρευνοῦμε τὴν καρδιά μας, γιὰ νὰ τὴν καθαρίσουμε καὶ νὰ μὴν ἀφήσουμε τίποτε τὸ ἀλλότριο νὰ εἰσέλθει στὸν τόπο αὐτὸ ποὺ κατεξοχὴν ἀνήκει στὸν Θεὸ καὶ ἔτσι νὰ καταξιωθοῦμε νὰ σταθοῦμε καὶ νὰ ἀντικρίσουμε τὸ πράο καὶ ἱλαρὸ βλέμμα τοῦ Παντοκράτορος Ἰησοῦ. Ἡ Ἡμέρα τοῦ Κυρίου πρέπει νὰ εἶναι ἀπρόσμενη, διότι κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ δοκιμασθεῖ «ὡς ἐν καμίνῳ» ἡ καρδιά μας.


Ἡ γνήσια ἐσχατολογικὴ ἀναμονὴ προφυλάσσει ἀπὸ τὸν ζοφερὸ ὕπνο τῆς ἀκηδίας, ποὺ μαστίζει τὰ τέκνα τοῦ αἰῶνος τούτου καὶ θολώνει τὸν νοῦ. Ταυτόχρονα μεταβάλλει τὴν πρόσκαιρη ζωὴ σὲ θερμὴ προσμονὴ τῶν ἀφθάρτων καὶ ἀσαλεύτων· ἀφανίζει τὸν πειρασμὸ τῆς ἀρνήσεως τῆς Κρίσεως μὲ τὸν λογισμό: «Ποῦ ἐστιν ἡ ἐπαγγελία τῆς Παρουσίας Αὐτοῦ; Ἀφ’ ἧς γὰρ οἱ Πατέρες ἐκοιμήθησαν, πάντα οὕτως διαμένει ἀπ’ ἀρχῆς κτίσεως».


Ὁ πόθος γιὰ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Κυρίου προσδίδει στὴ ζωὴ τοῦ πνεύματος «μανικὸν ἔρωτα», ὅπως λένε οἱ Πατέρες, ποὺ νικᾶ κάθε ἄλλο πόθο καὶ ψεύτικη ἐπιθυμία τοῦ κόσμου τούτου ποὺ παράγει. «Ἑνὸς δὲ ἐστι χρεία, τῆς χάριτος τοῦ Οὐρανοῦ, τῆς φλόγας τοῦ Παρακλήτου, ποὺ θὰ μᾶς σφραγίσει ἀνεξάλειπτα γιὰ νὰ μᾶς ἀναγνωρίσει ὁ Κύριος ὡς δικούς Του τὴν Ἡμέρα ἐκείνη, ὅταν εἴθε νὰ μᾶς παραλάβει ὅλους γιὰ νὰ ζοῦμε μαζί Του στοὺς αἰῶνες.


Αρχιμ. Ζαχαρίας Ζάχαρου

ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ

 «Εἶπε δέ ὁ Κύριος πρός αὐτούς. Λήψεσθε δύναμιν ἐξ ὕψους, ἐπελθόντος τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐφ᾽ ὑμᾶς καί ἔσεσθαί μοι μάρτυρες ἔν τε Ἱερουσαλήμ καί ἐν πάσῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καί Σαμαρείᾳ καί ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς. Ἐξήγαγε δέ αὐτούς ἔξω ἕως τήν Βηθανίαν καί ἐπάρας τάς χεῖρας αὑτοῦ, εὐλόγησεν αὐτούς. Καί ἐγένετο ἐν τῷ εὐλογεῖν αὐτόν αὐτούς, διέστη ἀπ᾽ αὐτῶν καί ἀνεφέρετο εἰς τόν οὐρανόν… Βλεπόντων αὐτῶν ἐπῄρθη καί νεφέλη ὑπέλαβεν αὐτόν ἀπό τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν. Καί ὡς ἀτενίζοντες ἦσαν εἰς τόν οὐρανόν, πορευομένου αὐτοῦ, καί ἰδού ἄνδρες δύο παρειστήκεισαν αὐτοῖς ἐν ἐσθῆτι λευκῇ, οἵ καί εἶπον. Ἄνδρες Γαλιλαῖοι, τί ἑστήκατε ἐμβλέποντες εἰς τόν οὐρανόν; Οὗτος ὁ Ἰησοῦς, ὁ ἀναληφθείς ἀφ᾽ ὑμῶν εἰς τόν οὐρανόν, οὕτως ἐλεύσεται πάλιν, ὅν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτόν πορευόμενον εἰς τόν οὐρανόν. Τότε ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλήμ – μετά χαρᾶς μεγάλης – ἀπό ὄρους τοῦ καλουμένου Ἐλαιῶνος. Καί ἦσαν διαπαντός ἐν τῷ ἱερῷ αἰνοῦντες καί εὐλογοῦντες τόν Θεόν».


Μέ αὐτές τίς ἁδρές γραμμές ὁ ἱερός εὐαγγελιστής Λουκᾶς περιγράφει στό τέλος τοῦ Εὐαγγελίου του καί στήν ἀρχή τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, τήν τελευταία ἐμφάνισι τοῦ ἀναστάντος Κυρίου στούς μαθητάς Του (Λουκ. 24, 44-53. Πράξ. 1, 1-14).


Ὅπως στά δύο αὐτά βιβλία τοῦ ἱεροῦ Λουκᾶ, ἔτσι ἡ ἀνάληψις τοῦ Κυρίου κατακλείει τήν ἱστορία τοῦ ἐπί τῆς γῆς βίου τοῦ Χριστοῦ καί ἀνοίγει τήν ἱστορία τῶν μαθητῶν – τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι μέ ἄλλα λόγια ὁ συνδετικός κρίκος, ἡ μετάβασις ἀπό τήν μία φάσι τοῦ σωτηριώδους ἔργου τοῦ Θεοῦ στήν ἄλλη.


Εἶναι τό κλείσιμο τῆς πρώτης σκηνῆς καί τό ἄνοιγμα τῆς δευτέρας. Ἀκριβῶς δέ τήν τεσσαρακοστή ἀπό τήν Ἀνάστασι ἡμέρα, ἀφοῦ ὑμνήσαμε καί δοξολογήσαμε μαζί μέ τούς μαθητάς τήν δόξα τοῦ ἀναστάντος, ἀφοῦ ζήσαμε ἐπί 40 ἡμέρες στήν χαρούμενη ἀτμόσφαιρα τῆς παρουσίας Του, θά κληθοῦμε ἀπό τήν Ἐκκλησία νά παραστοῦμε νοητά στό ὄρος τῶν Ἐλαιῶν γιά νά ἀποχαιρετήσωμε τόν ἀπερχομένο Σωτῆρα.


Δέν ξεύρω ἄν βρεθήκατε ποτέ σέ ὥρα λατρείας κατά τήν ἡμέρα τῆς Ἀναλήψεως ἤ καί σέ ὁποιαδήποτε ἄλλη λειτουργική σύναξι μέσα στόν ὑπέρλαμπρο ναό τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας τῆς Θεσσαλονίκης, τήν Ἁγία Σοφία. Τόν μεγάλο τροῦλλό της κοσμεῖ ἕνα θαυμαστό μωσαϊκό τοῦ Θ’ αἰῶνος. Στό κέντρο μέσα σέ φωτεινή δόξα κάθεται ὁ Χριστός ὑποβασταζόμενος ἀπό δύο ἀγγέλους. Γύρω-γύρω μέσα σέ ἕνα καταπληκτικό γιά τήν μεγαλοπρέπειά του τοπίο οἱ δώδεκα ἀπόστολοι μέ τήν Θεοτόκο στήν μέση βλέπουν μέ θάμβος πρός τόν οὐρανό. Καί δύο λευκοφόροι ἄγγελοι τούς ἀπευθύνουν τούς λόγους τῶν Πράξεων: «Ἄνδρες Γαλιλαῖοι, τί ἑστήκατε ἐμβλέποντες εἰς τόν οὐρανόν;» (Πράξ. 1, 11).


Νομίζεις πώς καί ὅλοι οἱ πιστοί κάτω ἀπό τόν μεγάλο θόλο βρίσκονται συναγμένοι μαζί μέ τούς ἀποστόλους καί ἀπολαμβάνουν τό ὑπερφυές θέαμα. Τόν Χριστό ἀναλαμβανόμενο, ἀλλά καί διαρκῶς μή χωριζόμενο. Διαρκῶς βλέποντα ἀπό τό βάθος τοῦ οὐρανοῦ μέσα στήν ἀστραφτερή ὁλόχρυση δόξα Του καί ἀδιάκοπα ἐπαίροντα τά χέρια Του καί εὐλογοῦντα τούς ἀποστόλους, τήν Ἐκκλησία Του. Καί στήν στάσι, στήν ἔκφρασι, στίς κινήσεις τῶν ἀποστόλων τοῦ ψηφιδωτοῦ διακρίνει κανείς ὅλα τά ἀνάμικτα αἰσθήματα πού ἔνοιωσαν ἐκεῖνοι κατά τήν μεγάλη ἐκείνη στιγμή, ἀλλά καί ὅλα τά αἰσθήματα πού πλημμυρίζουν τίς καρδιές τῶν πιστῶν πού βλέπουν τήν δόξα τοῦ ἀναλαμβανομένου. Γιατί ἀκριβῶς ἡ ἀνάληψις εἶναι τό γεγονός – καί ἡ ἑορτή – τῶν μεγάλων συναισθημάτων, τῆς ποικιλίας τῶν ἀντιθέσεων. Ἔτσι ἀκριβῶς τήν βλέπει καί ἡ Ἐκκλησία στήν ἀκολουθία τῆς ἑορτῆς.


Καί πρῶτα κυριαρχεῖ ὁ τόνος τῆς χαρᾶς, τῆς δόξης, τοῦ θριάμβου. Ὁ Κύριος τελειώνει τό ἔργο τῆς οἰκονομίας. Ὑψώνεται σάν νικητής καί θριαμβευτής ἐπάνω ἀπό τήν γῆ πού ἔσωσε, ὁ Πατήρ τόν ὑποδέχεται, οἱ ἄγγελοι καί οἱ ἄνθρωποι δοξολογοῦν τόν νικητή, τόν θριαμβευτή, τόν Σωτῆρα. Τόν τόνο αὐτόν τῆς χαρᾶς γιά τήν ἔνδοξο ἀνάληψι ἐκφράζει τό πρῶτο τροπάριο τῆς ἑορτῆς, τό πρῶτο στιχηρό τοῦ ἑσπερινοῦ, τοῦ πλ. β’ ἤχου:


«Ὁ Κύριος ἀνελήφθη εἰς οὐρανούς, ἵνα πέμψῃ τόν Παράκλητον τῷ κόσμῳ. Οἱ οὐρανοί ἑτοίμασαν τόν θρόνον αὐτοῦ, νεφέλαι τήν ἐπίβασιν αὐτοῦ. Ἄγγελοι θαυμάζουσιν, ἄνθρωπον ὁρῶντες ὑπεράνω αὐτῶν. Ὁ Πατήρ ἐκδέχεται, ὅν ἐν κόλποις ἔχει συναΐδιον. Τό Πνεῦμα τό ἅγιον κελεύει πᾶσι τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ. Ἄρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ἡμῶν. Πάντα τά ἔθνη, κροτήσατε χεῖρας. ὅτι ἀνέβη Χριστός, ὅπου ἦν τό πρότερον».


Ἡ χαρά ὅμως αὐτή δέν εἶναι μόνο χαρά γιά τήν δόξα τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά καί χαρά γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Γιατί ὁ Κύριος ἀνεβαίνοντας στούς οὐρανούς ἀνεβαίνει μαζί μέ τό σῶμά Του τό ἀνθρώπινο, μέ τήν θεωθεῖσαν σάρκα. Αὐτήν ἀνεβάζει στόν οὐρανό καί συγκαθίζει στά δεξιά τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ. Καί ἔτσι γίνεται πρωτοπόρος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους στήν δόξα τοῦ οὐρανοῦ, ὅπως μέ τήν ἀνάστασί Του ἔγινε πρωτότοκος τῶν νεκρῶν. Στούς ὤμους Του πῆρε τήν πλανηθεῖσα ἀνθρωπίνη φύσι καί ἀναληφθείς τήν ἐθέωσε καί «Τῷ Πατρί προσήγαγε». Τόν θρίαμβο αὐτόν τοῦ ἀνθρώπου ψάλλει τό δοξαστικό τῶν ἀποστίχων τοῦ ἑσπερινοῦ τοῦ πλ. β’ ἤχου:


«Ἀνέβη ὁ Θεός ἐν ἀλαλαγμῷ, Κύριος ἐν φωνῇ σάλπιγγος, τοῦ ἀνυψῶσαι τήν πεσοῦσαν εἰκόνα τοῦ Ἀδάμ καί ἀποστεῖλαι Πνεῦμα Παράκλητον, τοῦ ἁγιάσαι τάς ψυχάς ἡμῶν».


Ἡ χαρά ὅμως γιά τήν δόξα τοῦ Χριστοῦ συγκιρνᾶται μέ τήν λύπη γιά τόν χωρισμό. Καί τόν θρῆνο αὐτόν τῶν μαθητῶν παραστατικά ζωγραφεῖ τό τέταρτο στιχηρό τοῦ ἑσπερινοῦ τοῦ πλ. β’ ἤχου:


«Κύριε, οἱ ἀπόστολοι ὡς εἶδόν σε ἐν νεφέλαις ἐπαιρόμενον, ὀδυρμοῖς δακρύων, ζωοδότα Χριστέ, κατηφείας πληρούμενοι, θρηνοῦντες ἔλεγον. Δέσποτα, μή ἐάσῃς ἡμᾶς ὀρφανούς, οὕς δι᾽ οἶκτον ἠγάπησας δούλους σου, ὡς εὔσπλαγχνος. ἀλλ᾽ ἀπόστειλον, ὡς ὑπέσχου ἡμῖν, τό πανάγιόν σου Πνεῦμα, φωταγωγοῦν τάς ψυχάς ἡμῶν».


Χαρά, λύπη, ἀλλά καί ἐλπίδα. Ἐλπίδα ὅτι ὁ Κύριος δέν θά ἀφήσῃ ὀρφανούς τούς ἀποστόλους καί τήν Ἐκκλησία. Θά στείλῃ τό ὑπεσχημένο Πνεῦμα, τόν Παράκλητο, γιά νά μένῃ μαζί τους καί μαζί μας, κατά τήν ἐπαγγελία Του, μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ὅτι τήν ἔνδοξο ἀνάληψι θά ἀκολουθήσῃ ἡ δυναμική παρουσία τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο, ὅπως ψάλλει τό πρῶτο τροπάριο τῆς λιτῆς τοῦ α’ ἤχου:


«Ἀνελθών εἰς οὐρανούς, ὅθεν καί κατῆλθες, μή ἐάσῃς ἡμᾶς ὀρφανούς, Κύριε. ἐλθέτω σου τό Πνεῦμα, φέρον εἰρήνην τῷ κόσμῳ. Δεῖξον τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων ἔργα δυνάμεώς σου, Κύριε φιλάνθρωπε».


Εἶναι ἕνα μυστήριο ἡ ἑορτή τῆς Ἀναλήψεως. Μυστήριο, πού τό ζῇ ἡ Ἐκκλησία ὄχι μόνο κατά τήν ἡμέρα πού τελοῦμε τήν ἀνάμνησί του, ἀλλά καθημερινῶς, σέ κάθε στιγμή τῆς ὑπάρξεώς της. Πού τό ζῇ καί κάθε πιστός στίς ὧρες πού στρέφει τά μάτια του στόν οὐρανό ἀναζητῶντας τόν Σωτῆρα του. Τόν βλέπει ἀνερχόμενον εἰς τόν οὐρανόν, καθήμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός στήν δόξα τῆς Θεότητος, ὅπως τόν εἶδε ὁ πρωτομάρτυς Στέφανος (Πράξ. 7, 56). Αἰσθάνεται τά χέρια Του ἐπαιρόμενα νά τόν εὐλογοῦν καί τούς λόγους Του νά τόν καθησυχάζουν. Τόν ἀκούει νά τοῦ ὁμιλῇ γιά τήν παράκλησι, γιά τήν παρηγορία τοῦ Παρακλήτου καί γιά τήν ἐξ ὕψους βοήθεια καί νά τόν βεβαιώνῃ ὅτι πάντοτε εἶναι καί θά εἶναι μαζί του μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος.


Παίρνει δύναμι καί θάρρος αἰσθανόμενος τήν διαρκῆ παρουσία Του, τήν θαλπωρή τῆς χάριτος τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Καί ἀποδύεται στόν ἀγῶνα τῆς ζωῆς, πατῶντας στήν γῆ, ἀλλά ζητῶντας τά ἄνω, φρονῶντας τά ἄνω, ἔχοντας τόν δείκτη τοῦ προσανατολισμοῦ του ἐστραμμένον πρός τόν οὐρανό, ὅπου ὁ Χριστός «ἐστι ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ καθήμενος», κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο (Κολοσ. 3, 1). Εἶναι ἤδη πολίτης τῶν οὐρανῶν, ἀφοῦ ἡ κεφαλή του, ὁ Χριστός, βρίσκεται στούς οὐρανούς.

Η Ανάληψη

 Γκότσης Χρήστος


Η Ανάληψη είναι το επισφράγισμα του λυτρωτικού έργου του Χριστού και το θριαμβικό επιστέγασμα των όσων έπραξε ο Κύριος για χάρη των ανθρώπων. Το κοντάκιο της εορτής δίνει επιγραμματικά το νόημα του γεγονότος· «Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν πληρώσας οἰκονομίαν, καὶ τὰ ἐπὶ γῆς ἑνώσας τοῖς ἐπουρανίοις, ἀνελήφθης ἐν δόξῃ, Χριστὲ ὁ Θεός ἡμῶν, οὐδαμόθεν χωριζόμενος, ἀλλὰ μένων ἀδιάστατος, καὶ βοῶν τοῖς ἀγαπῶσί σε Ἐγὼ εἰμι μεθ᾽ ὑμῶν καὶ οὖδεὶς καθ᾽ ὑμῶν». Ο Χριστός δηλαδή που είναι Θεός μας, ανελήφθη μέσα σε δόξα, όταν σύμφωνα με το θείο σχέδιο συμπλήρωσε και ολοκλήρωσε τα όσα για μας έκαμε. Αυτά ένωσαν τη γη με τον ουρανό, τους ανθρώπους με το Θεό. Η Ανάληψη δε σήμαινε βέβαια και χωρισμό του Κυρίου από τους αγαπημένους μαθητές του. Με αυτούς ο Διδάσκαλος παραμένει συνεχώς ενωμένος σύμφωνα με την υπόσχεσή του· «Καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾽ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν» (Ματθ. 28, 20).


Το έργο του Κυρίου μετά την Ανάληψή του στους ουρανούς συνέχισε και συνεχίζει η Εκκλησία. Αυτή με τη δύναμη που της έδωσε ο Ιδρυτής της, διδάσκει, θαυματουργεί, αγιάζει και σώζει τους πιστούς. Αυτοί είναι μέσω της Εκκλησίας και στην Εκκλησία ενωμένοι με τον Αρχηγό τους.


Για την Εκκλησία του μίλησε ο Κύριος στους αποστόλους, όταν εμφανιζόταν σ’ αυτούς επί σαράντα ημέρες μετά την Ανάστασή του. Υποσχέθηκε σ’ αυτούς την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, παρήγγειλε να κηρύξουν το Ευαγγέλιο σ’ όλη την κτίση, να διαλαλήσουν την Ανάστασή του και να καλέσουν τους ανθρώπους να μετανοήσουν για τα αμαρτωλά τους έργα. Εκείνοι που θα πίστευαν, θα γίνονταν με το Άγιο Βάπτισμα μέλη της Εκκλησίας. «Καὶ ταῦτα εἰπὼν βλεπόντων αὐτῶν ἐπήρθη ( = υψώθηκε προς τα επάνω), καὶ νεφέλη ὑπέλαβεν αὐτὸν ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν. Καὶ ὡς ἀτενίζοντες ἦσαν εἰς τὸν οὐρανὸν πορευομένου αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο (δηλαδή άγγελοι) παρειστήκεισαν αὐτοῖς ἐν ἐσθῆτι λευκῇ, οἳ καὶ εἶπον· ἄνδρες Γαλιλαῖοι, τί ἑστήκατε ἐμβλέποντες εἰς τὸν οὐρανόν; Οὗτος ὁ Ἰησοῦς ὁ ἀναληφθεὶς ἀφ᾿ ὑμῶν εἰς τὸν οὐρανόν, οὕτως ἐλεύσεται ( = θα ’ρθει κατά τον ίδιο τρόπο), ὃν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτὸν πορευόμενον εἰς τὸν οὐρανόν. Τότε ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ ὄρους τοῦ καλουμένου ἐλαιῶνος…» (Πραξ. 1, 9-12).


Η Εκκλησία, για την οποία μίλησε ο Κύριος πριν από την Ανάληψή του από το ένα μέρος και η σκηνή της Ανάληψης από το άλλο είναι τα δύο θέματα που παρουσιάζει η εικόνα της Ανάληψης. Επειδή η Αγία Γραφή διαθέτει περισσότερους στίχους για όσα είπε ο Κύριος για την Εκκλησία, και λιγότερους γι’ αυτό τούτο το γεγονός της Ανάληψης, ο βυζαντινός αγιογράφος ενεργεί ανάλογα. Καταμερίζει την εικόνα, δίδοντας περισσότερο χώρο στο κύριο μέρος που καταλαμβάνουν οι απόστολοι με την Παναγία (τα μέλη δηλαδή της Εκκλησίας του Χριστού) και μόλις ένα μικρό τμήμα στο επάνω μέρος της εικόνας καταλαμβάνει ο αναληφθείς Κύριος.


Επειδή η Ανάληψη σύμφωνα με το αγιογραφικό κείμενο έγινε στο όρος των Ελαιών (βρίσκεται ανατολικά της Ιερουσαλήμ και ήταν κατάφυτο από ελιές στους αρχαίους χρόνους), το τοπίο της εικόνας είναι ορεινό με ελαιόδενδρα ανάμεσα στους βράχους.


Αφού είδαμε τις πληροφορίες που μας δίνει η Αγία Γραφή για την Ανάληψη του Κυρίου και πώς σε γενικές γραμμές


μεταφέρει αυτές για να τις παρουσιάσει στη σχετική εικόνα ο ορθόδοξος αγιογράφος, ερχόμαστε τώρα να δούμε τα δύο τμήματα της εικόνας. «Πρέπει γα μείνουμε σε μια σιωπηλή περισυλλογή, πριν αρχίσει να μιλά η εικόνα. Πρέπει να παραδοθούμε στη χάρη της που οδηγεί προοδευτικά στην καρδιά του μηνύματός της. Η σύνθεση με το λιτό και ισχυρό λυρισμό της, είναι ένα θαύμα αρμονίας, όπου κάθε λεπτομέρεια ψάλλει. Με το σύνολό της ελευθερώνεται και υποβάλλεται σε μια σπουδαία μουσική συμφωνία: «Ἄνω τὰς καρδίας» (Π. Ευδοκίμωφ).


Περιγραφή της εικόνας


α) Ο αναληφθείς Κύριος. Στην εικόνα της Αναλήψεως ο Κύριος με φωτεινά ενδύματα και κυριαρχική στάση, εικονίζεται μέσα σε «δόξα», που είναι άλλοτε στρογγυλή, όπως στην εικόνα μας και άλλοτε ελλειψοειδής. Κάθεται σε ουράνιο τόξο ευλογώντας με το ένα του χέρι και κρατώντας όρθιο ειλητάριο με τ’ άλλο. Το ειλητάριο είναι σύμβολο του διδασκάλου.


Τη «δόξα», μέσα στην οποία βρίσκεται ο Κύριος, υποβαστάζουν δύο άγγελοι. Συμβολίζουν και εκφράζουν τη θεία μεγαλειότητα και εξουσία. (Ο Κύριος ως παντοδύναμος δεν είχε ανάγκη τους αγγέλους για να αναληφθεί στους ουρανούς). Σε μερικές εικόνες της Αναλήψεως οι άγγελοι δεν ανακρατούν το δίσκο της δόξας, αλλά ατενίζουν τον Κύριο σε στάση προσευχής. Όπως λένε τα τροπάρια της εορτής, απορούν και θαυμάζουν, γιατί ο Χριστός αναλήφθηκε όχι μόνον ως Θεός αλλά και ως άνθρωπος, δηλαδή με το άφθαρτο και δοξασμένο σώμα του.


Άλλοτε οι άγγελοι εικονίζονται να σαλπίζουν σύμφωνα με το ψαλμικό στίχο «ἀνέβη ὁ Θεὸς ἐν ἀλαλαγμῷ, Κύριος ἐν φωνῇ σάλπιγγος» (Ψαλμ. 46, 6). Ο στίχος αυτός αναφέρεται αυτούσιος στην υμνολογία της Αναλήψεως, γιατί «ἡ εἰς οὐρανοὺς ἄνοδος διὰ τούτων (των λέξεων) τοῦ Κυρίου σημαίνεται» (Μ. Αθανάσιος, ΒΕΠ 501116).


β) Οι απόστολοι. Χωρισμένοι κάτω σε δύο ομίλους έχοντας την Παναγία στη μέση «θεωρούν τον αναλαμβανόμενο Κύριο με χειρονομίες και στάσεις που δηλώνουν έκπληξη, αμηχανία, θάμβος και ταραχή». Πίσω της βρίσκονται δύο λευκοφορεμένοι άγγελοι, που δείχνουν με υψωμένο το χέρι τον αναλαμβανόμενο Κύριο. Ως αγγελιοφόροι του Θεού διαβεβαιώνουν και παρηγορούν τους παριστάμενους πως ο Κύριος θα επανέλθει κατά τη Δευτέρα παρουσία του.


Στο κείμενο της Αγίας Γραφής (Λουκ. 24, 50-52. Πραξ. 1, 9-11) που αναφέρεται στην Ανάληψη, η Θεοτόκος δεν είναι ανάμεσα στα πρόσωπα που παραβρίσκονται στο γεγονός. Για την παρουσία της μας πληροφορεί η ιερά παράδοση, όπως τη βλέπουμε άλλωστε στα τροπάρια του εσπερινού της εορτής και το συναξάριο της ημέρας· «τὴν γὰρ ἐν τῷ πάθει σου μητρικῶς πάντων ὑπεραλγήσασαν ( = που πόνεσε πιο πολύ), ἔδει καὶ τῇ δόξῃ τῆς σαρκός σου ὑπερβαλλούσης ἀπολαῦσαι χαρᾶς» (Δοξαστικό της λιτής). Άξια προσοχής είναι η θέση και η στάση της Θεοτόκου στην εικόνα. Βρίσκεται ακριβώς κάτω από τον Υιό της και είναι άξονας της όλης σύνθεσης. «Η κάθετη γραμμή που ενώνει το κεφάλι του Σωτήρος με εκείνο της Θεοτόκου μοιράζει το σύνολο ακριβώς σε δύο όμοια μέρη, διασταυρώνεται με την οριζόντια γραμμή και σχηματίζει ένα τέλειο σταυρό» (Π. Ευδοκίμωφ). Οι απόστολοι με τις χειρονομίες τους και έχοντας τα κεφάλια τους στραμμένα στον Κύριο έρχονται σε αντίθεση με την ατάραχη και ήρεμη μορφή της Παναγίας. Η ηρεμία της, όπως ειπώθηκε, εκφράζει την αναλλοίωτη αλήθεια της Εκκλησίας. Ο αγιογράφος της εικόνας μας θέλησε με τους αποστόλους που κυκλώνουν την Παναγία να παρουσιάσει την Εκκλησία, στην οποία ο Κύριος θα έστελνε την Πεντηκοστή το Άγιο Πνεύμα για να την ζωοποιήσει και κινητοποιήσει. Για την αποστολή του Αγίου Πνεύματος στους μαθητές και της επιδημίας του στον κόσμο μιλούν και τα τροπάρια της εορτής της Αναλήψεως. «Ἀνελήφθης ἐν δόξη, ὁ τῶν Ἀγγέλων βασιλεύς, τὸν Παράκλητον ἡμῖν ἐκ τοῦ Πατρὸς ἀποστεῖλαι» (α΄ τροπάριον, ωδή δ΄). Έτσι τα δύο κοσμοσωτήρια και κοσμοϊστορικά γεγονότα, της Αναλήψεως και της Πεντηκοστής, συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους.


Δεξιά από τη Θεοτόκο, το πρώτο πρόσωπο που βλέπει στον ουρανό με το χέρι μπροστά στα μάτια του, είναι ο απόστολος Παύλος. Φυσιολογικά δεν έχει θέση μεταξύ των αποστόλων, γιατί η μεταστροφή του έγινε μετά την Ανάληψη. Στην εικόνα τοποθετείται συμβολικά. Θα γίνει κι αυτός μέλος της Εκκλησίας και μάλιστα εκλεκτό. Ο ορθόδοξος αγιογράφος αποσπά τον Παύλο από την εποχή του και τον συγκαταριθμεί μεταξύ των αποστόλων. Έτσι και η θέση του Ιούδα αναπληρώθηκε και η παράσταση της Εκκλησίας έγινε δυναμική, εκφραστική και συμβολική.


Τα υψωμένα σε δέηση χέρια της Παναγίας θυμίζουν το ρόλο της κοντά στον Υιό της. Είναι αυτή που παρακαλεί και μεσιτεύει. Όπως ψάλλει η Εκκλησία μας, «ἄλλην γὰρ οὐκ ἔχομεν, ἁμαρτωλοὶ πρὸς Θεόν, ἐν κινδύνοις καὶ θλίψεσιν, ἀεὶ μεσιτείαν». Παρακαλούμε το Χριστό να μας σώσει και ελεήσει «ταῖς πρεσβείαις τῆς Παναχράντου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας».


Στην εικόνα η Θεοτόκος εικονίζεται ορθοστημένη, αλύγιστη. Με την ακινησία της φαίνεται να εκφράζει τα αμετακίνητα δόγματα της Εκκλησίας. Από το άλλο μέρος οι απόστολοι με τις διάφορες χειρονομίες τους συμβολίζουν τις διάφορες γλώσσες και τα ποικίλα μέσα, με τα οποία σπέρνεται ο λόγος του Θεού στις καρδιές των ανθρώπων.


Ωραία παρατηρήθηκε· «Ένα αίσθημα ειρήνης, προσευχής και αίνου καλύπτει το παν, γιατί εκεί όπου βρίσκεται, το κεφάλι τοποθετείται η χαρμόσυνη ελπίδα του σώματος», δηλαδή της Εκκλησίας, που είναι το Σώμα του Χριστού. Όπως το είπε ο άγιος πάπας Λέων Α΄ (440-461)· «Η Ανάληψη του Χριστού είναι δική μας ανύψωση και όπου η δόξα της Κεφαλής προπορεύτηκε, εκεί καλείται η ελπίδα του Σώματος».




Γκότσης Χρήστος, Ο μυστικός κόσμος των βυζαντινών εικόνων, Τόμος πρώτος, 2η έκδ., Αθήνα, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, 1995

Η Ανάληψη του Κυρίου

 π. Χρίστος Πιτυρίνης


Η εορτή της Αναλήψεως, σαράντα ημέρες μετά την Ανάσταση, σηματοδοτεί το τέλος της επίγειας παρουσίας του Κυρίου μας και την άνοδό Του στους ουρανούς, πλησίον του Θεού και Πατρός. Ο Χριστός όμως δεν επιστρέφει από εκεί που ξεκίνησε πριν την Σάρκωσή Του, ως Θεός μόνο. Πλέον, ανεβάζει στους ουρανούς την ανθρώπινη φύση και ξαναδίδει στον άνθρωπο αυτό που του έλειπε:  την δυνατότητα συνεχούς κοινωνίας με το Θεό, τη δυνατότητα υπερβάσεως της αμαρτίας και του θανάτου, τη δυνατότητα της σωτηρίας, της θεώσεως και της λυτρώσεως. Και αυτή η σωτηρία δεν υπάρχει πλέον ως προσδοκία ή ως επιθυμία, αλλά ως βεβαιότητα.

Τούτο αποτυπώνεται στις τελευταίες φράσεις του Απολυτικίου που ψάλλουμε στην εορτή: «βεβαιωθέντων αὐτῶν – τῶν μαθητῶν- διὰ τῆς εὐλογίας, ὅτι σὺ εἰ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου». Επί σαράντα ημέρες ο Αναστημένος Κύριος εμφανίζεται στους μαθητές Του. Συνομιλεί μ’ αυτούς. Συντρώγει. Επιλύει τις τελευταίες απορίες τους. Ποιεί σημεία. Τους φανερώνει την αγάπη Του. Τους καλεί να αναμένουν τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος. Τους υπόσχεται ότι δεν θα τους αφήσει ορφανούς.

Τους δίδει πλέον την βεβαιότητα ότι όχι μόνο επάτησε τον θάνατο, αλλά και ότι  προετοιμάζει για τον καθένα την κοινή Βασιλεία. Ότι όχι μόνο θα αναστηθούμε, αλλά και θα ζήσουμε σε κοινωνία με το Θεό. Γιατί το νόημα της υπάρξεώς μας δεν είναι απλώς το να ζήσουμε αιώνια.

Αλλά το να ζήσουμε αιώνια με το Θεό και μαζί Του, μέσα στην Εκκλησία. Και αυτό επιτυγχάνεται από αυτήν εδώ τη ζωή και όχι όταν πεθάνουμε. Ο Κύριός μας επισφραγίζει την Ανάσταση, την διδασκαλία Του, τις υποσχέσεις Του με την Ανάληψή Του. Συνοδευόμενος από τους Αγγέλους, εν νεφέλη φωτεινή, ανεβαίνει εις ουρανούς. Δείχνει στους μαθητές Του, αλλά και σε κάθε χριστιανό ότι τα πάντα γι’ Αυτόν είναι δυνατά. Το επίγειο έργο Του ετελείωσε. Το αφήνει τώρα παρακαταθήκη στους μαθητές, αλλά και σε όλους εμάς που πιστεύουμε σ’ Αυτόν.

Και Εκείνος μας περιμένει, έχοντας δώσει στον καθένα την δυνατότητα να νικήσει την φύση του, να ανεβούμε πνευματικά εις ύψος νοητόν, σε κοινωνία και σχέση μαζί Του, να αφήσουμε την όποια προσκόλληση στην καθημερινότητα της ζωή μας και να ζητήσουμε και την δική μας ανάληψη πλησίον Του. Όχι αποκόπτοντας τον εαυτό μας από τη ζωή μας, αλλά δίδοντάς της άλλο νόημα.

 Αυτό το διαφορετικό νόημα είναι βεβαιότητα για την Εκκλησία μας. Δεν είναι υπόθεση, ούτε ιδέα. Δεν είναι απλή πίστη, ούτε θρησκευτική εκδήλωση. Είμαστε βέβαιοι ότι ο Κύριός μας αναστήθηκε και ανελήφθη εις ουρανούς. Είμαστε βέβαιοι ότι αυτός είναι ο Υιός του Θεού και ο Λυτρωτής του κόσμου. Είμαστε βέβαιοι ότι η ανθρώπινη φύση μας απέκτησε άλλες δυνατότητες. Ότι μπορούμε να είμαστε μαζί με το Θεό. Και αντλούμε αυτή τη βεβαιότητα μέσα από τρεις δρόμους.

Ο πρώτος είναι η ίδια η διδασκαλία της Εκκλησίας μας, όπως αυτή αποτυπώνεται στην Καινή Διαθήκη, αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια των αιώνων. Οι Απόστολοι υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες της Αναλήψεως του Κυρίου. Τον ψηλάφησαν μετά την Ανάστασή Του. Τον άκουσαν να τους ομιλεί. Τον είδαν να πορεύεται μαζί Τους. Και είχαν την ευλογία να τον δούνε τη στιγμή που έφευγε από κοντά τους  εν δόξη. Όχι απλά και ταπεινά όπως ήρθε. Αλλά μέσα στο Φως και την μεγαλοπρέπεια που αρμόζει στο Θεό. Και αυτή η μαρτυρία της Αναλήψεως διαπότισε τη ζωή της Εκκλησίας ανά τους αιώνες. Η βεβαιότητα μεταδόθηκε από γενεά σε γενεά. Και συνδυάσθηκε με την προσδοκία της οριστικής επανόδου εν τη Αναστάσει των νεκρών και εν τη ζωή του μέλλοντος αιώνος.

Ο δεύτερος δρόμος είναι η παρουσία των Αγίων μας. Οι Άγιοι, καθόλη την διάρκεια της Ιστορίας, αποδεικνύουν τις νέες δυνατότητες της ανθρωπίνης φύσεως, όταν κοινωνεί με τον Θεό. Ο Άγιος μπορεί και υπερβαίνει τα πάθη του, παραιτείται από τα δικαιώματά του, ακόμη και από την ίδια του τη ζωή, πρόθυμος να υποστεί τα φρικτότερα μαρτύρια, αγαπά και τους εχθρούς του, ειρηνεύει εν τη καρδία του, χαίρεται κάθε στιγμή της υπάρξεώς του, θαυματουργεί χάρις στην κοινωνία με το Θεό, γίνεται Φως και δόξα για όλο τον κόσμο. Είναι άνθρωπος. Είναι όμως ταυτοχρόνως και κοινωνός της θείας φύσεως. Και επειδή ουδέποτε οι άγιοι θα εκλείψουν, η βεβαιότητα της Αναλήψεως θα δίδει δύναμη στον καθέναν μας να ακολουθεί αυτόν τον δρόμο.

Ο τρίτος δρόμος είναι η ευλογία που μας δίδεται στη ζωή της Εκκλησίας μας. Όχι μόνο η ανθρώπινη φύση, αλλά και κάθε τι το υλικό μέσα στην Εκκλησία μας, αγιάζεται και ανεβαίνει προσφερόμενο στο Θεό. Το ψωμί και το κρασί, το κερί και το λιβάνι, τα χρώματα των εικόνων, το νερό και το λάδι, οι καρποί και τα γεννήματα της γης, ευλογούνται μέσα στα μυστήρια και τις ακολουθίες και μας υπενθυμίζουν ότι είναι δικά Του, ότι χωρίς Αυτόν δεν μπορούμε να επιτύχουμε πραγματικά τίποτα, γιατί μόνο η σχέση μας μαζί Του δίδει νόημα στη ζωή μας. Η ύλη δεν θα παύσει να είναι ύλη. Ακόμη όμως και αυτή θυμίζει τις δυνατότητες  της φύσεώς μας να είναι πλησίον του Θεού.

Ο κόσμος μας εξακολουθεί να πορεύεται με άλλες βεβαιότητες. Έχει εμπιστοσύνη στην εξουσία, την τεχνολογία, το χρήμα, την γνώση, την αναζήτηση της ηδονής. Ενίοτε περιφρονεί τις βεβαιότητες της πίστεώς μας, θεωρώντας τες ξεπερασμένες για την εποχή μας. Διαπιστώνουμε όμως ότι οι ανθρώπινες βεβαιότητες κρατούν μέχρι του τάφου. Μπροστά στον πόνο, την αρρώστια και τον θάνατο, κάθε βεβαιότητα συντρίβεται και φανερώνεται γυμνή, καθότι κρατά την ανθρώπινη φύση καθηλωμένη στα πεπερασμένα όρια της φθαρτότητας.

Η βεβαιότητα της πίστεως ανεβάζει τον άνθρωπο εις ουρανούς. Δίδει δόξα, τιμή και ελπίδα στον πιστό. Προσφέρει γνήσια χαρά, που αγιάζει τη ζωή μας. Και δια της σχέσεως με τον Αναληφθέντα Κύριό μας εν τη Εκκλησία, επαναφέρει το «ἀρχαῖον κάλλος» στην φύση μας. Δεν είμαστε μόνοι μας. Δεν καταλήγει η ζωή μας στον θάνατο. Μπορούμε να νικήσουμε την ματαιότητα και την φθαρτότητα. Ο ίδιος ο Κύριός μας, δια της Αναλήψεώς Του, μας δίδει αυτή την βεβαιότητα. Και η ευλογία βιώνεται κάθε φορά που η Εκκλησία μας τελεί τα μυστήρια της, εορτάζει τους Αγίους της, υπενθυμίζει τον λόγο του Κυρίου στο Ευαγγέλιο. Αυτή την βεβαιότητα ουδείς την εγκρέμισε στους αιώνες. Και κάθε φορά που ο καθένας μας τη ζει, ανέρχεται πλησίον του Θεού. Δια του Αναληφθέντος Κυρίου μας.

''Ω της φοβεράς και ξένης οικονομίας''

 Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καστορίας κ. Σεραφείμ


Για να αναφερθεί κανείς στα σωτήρια γεγονότα της θείας οικονομίας, τα οποία εργάσθηκε ο Θεός προκειμένου να σώσει το ανθρώπινο γένος από τη φθορά και το θάνατο και να το οδηγήσει στην αφθαρσία και την αιωνιότητα, θα πρέπει να ανατρέχει στην εμπειρία και στη διδασκαλία των θεοφόρων Πατέρων της Εκκλησίας.



Και τούτο γιατί και το φρέαρ της θεολογίας είναι βαθύ και δεν υπάρχει το άντλημα, που είναι η ζωντανή πίστη και συγχρόνως η κάθαρση και ο φωτισμός του νοός.


Για τη δεσποτική εορτή της Αναλήψεως, την τόσο μεγάλη και επιφανή, που αποτελεί το κόσμημα όλων των δεσποτικών εορτών, θα χρησιμοποιήσουμε ως φωτεινό οδοδείκτη στο λόγο μας αυτόν το χρυσορρήμονα Επίσκοπο της Βασιλίδος των πόλεων Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο.


Στη δεύτερη ομιλία του, αναφερόμενος στο γεγονός της Αναλήψεως, στέκεται με ιδιαίτερο θαυμασμό στο πρόσωπο του Δεσπότου Χριστού και λέγει τα εξής χαρακτηριστικά:


«Ανήλθεν, ανέβη, ανελήφθη, επορεύετο, διήλθεν. Πρόσεχε. Ανέβη ως εξουσίαν έχων, ίνα πληρωθή το του προφήτου λόγιον · ΄΄Ανέβη ο Θεός εν αλαλαγμώ΄΄ ... ΄΄Άρατε πύλας οι άρχοντες υμών και επάρθητε πύλαι αιώνιοι, και εισελεύσεται ο Βασιλεύς της δόξης΄΄. Εισελεύσεται · ΄΄ου γαρ εις χειροποίητα άγια εισήλθεν ο Ιησούς, αλλ΄ εις τον ουρανόν εισελεύσεται΄΄ ο Βασιλεύς της δόξης»1.


Και πρώτον. Αυτή η δεσποτική εορτή, η οποία θεωρείται από πολλούς σαν μία απλή και συνηθισμένη εορτή, μας φανερώνει τη δόξα της ανθρωπίνης φύσεως. Γεμάτος θαυμασμό ο ιερός υμνογράφος ψάλλει «Την καταβάσαν φύσιν του Αδάμ, εις τα κατώτερα μέρη της γης ο Θεός, καινοποιήσας σεαυτώ υπεράνω πάσης αρχής και εξουσίας ανήγαγες σήμερον»2.


Ο Υιός και Λόγος του Θεού με τον εκούσιο θάνατο και την τριήμερον ανάσταση, αφού συνέτριψε τη δύναμη της αμαρτίας και κατέλυσε το κράτος του διαβόλου, επιστρέφει θριαμβευτής στους ουρανούς φέρνοντας μαζί Του το απολωλός πρόβατο.


Μάλιστα ο Άγιος Επιφάνιος Επίσκοπος Κύπρου παρουσιάζει το Χριστό να λέγει στον Άναρχο Πατέρα Του: «Εύρον, πάτερ, το πρόβατον το πλανώμενον, όπερ ο απατεών όφις δολοπλόκοις τεχνάσμασιν ηπάτησεν και κακίας οδούς υπέδειξε, πηλώ δε της πολυθεΐας την καθαρότητα της θεογνωσίας εμόλυνε»3.


Αυτή την ανθρώπινη φύση, αφού την έπλυνε στα νερά του Ιορδάνου και τη στόλισε με τη σφραγίδα της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος, τώρα διά της Αναλήψεως, την προσφέρει ως δώρο στη Θεότητά Του (δηλ. του Πατρός).


Έτσι εγκαινιάζεται η θέωση του ανθρώπου και η είσοδός του στην αιώνια ζωή. Και ενώ μέχρι τότε ο ουρανός, η υπερφυσική δηλαδή ζωή της επικοινωνίας με τον ζώντα Θεό, παρέμεινε κλειστός εξαιτίας της παρακοής και της πτώσεως του Γενάρχου Αδάμ, τώρα πλέον ανοίγεται και πάλι στούς ανθρώπους.


Με τον τρόπο αυτό εκπληρώνεται ο σκοπός του κάθε ανθρώπου, που είναι να γίνει με τη χάρη του Θεού «κοινωνός θείας φύσεως»4, ομόθεος και ισόθεος, όπως τονίζουν οι Πατέρες της Εκκλησίας.


Και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος συμπληρώνει: «Πρόσεχε και το θαυμαστό. Ο Σωτήρας ήλθε στον κόσμο και όταν ήλθε έφερε το Άγιο Πνεύμα, και όταν ανέβηκε στους ουρανούς έφερε μαζί Του σώμα άγιο, για να δώσει στον κόσμο εγγύηση σωτηρίας, τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος»5.


Δεύτερον. «Ω της φοβεράς και ξένης οικονομίας!»6 Η γιορτή αυτή μας υπενθυμίζει συγχρόνως και μία εσχατολογική αλήθεια: Νικήθηκαν οι δυνάμεις της αμαρτίας, καταργήθηκε ο θάνατος, λυτρώθηκε ο άνθρωπος και ταυτόχρονα αποκτήσαμε τον αρραβώνα του Πνεύματος.


Όπως ο Χριστός εισήλθε στους ουρανούς, κατά την έκφραση του Αποστόλου των εθνών Παύλου στην προς Εβραίους επιστολή του, ως πρόδρομος δικός μας και αιώνιος Αρχιερεύς και μεσίτης7, έτσι κι εμείς διά της καθάρσεως και του φωτισμού μπορούμε να φθάσουμε στη θέωση και στη θέα του Θεού και να γίνουμε άγιοι κατά χάριν, σύμφωνα με την προτροπή Του, κατά την έκφραση του Αποστόλου Πέτρου «άγιοι γίνεσθε ότι εγώ άγιος ειμί»8.


«Έχουμε λοιπόν τήν εγγύησή Του στον ουρανό, δηλαδή το σώμα πού πήρε από εμάς και στη γη το Άγιο Πνεύμα μαζί μας. Και πρόσεχε το θαυμαστό · δεν λέγω ότι το Άγιο Πνεύμα κατέβηκε από το ουρανό και ότι δεν είναι πιά στον ουρανό και ότι το σώμα πήρε σαν αντάλλλαγμα τον ουρανό και το Άγιο Πνεύμα τη γη, αλλά ότι το Άγιο Πνεύμα μαζί μας και παντού και στον ουρανό. ... Κράτησε ο ουρανός το άγιο σώμα, δέχθηκε και η γη το Άγιο Πνεύμα. Ήλθε ο Χριστός και έφερε το Άγιο Πνεύμα. Ανέβηκε στον ουρανό και έφερε μαζί Του το δικό μας σώμα. Και είναι δυνατόν να δει κανείς τη μορφή του Αδάμ που ήταν θαμμένη στον τάφο όχι πιά νά φαίνεται μαζί με τους Αγγέλους αλλά να κάθεται μαζί με το Θεό πιο πάνω από τους Αγγέλους για να βάλει κι εμας να καθήσουμε μαζί Του»9.


Να, λοιπόν, τι μας χάρισε ο Δεσπότης Χριστός. Έκανε τον άνθρωπο βασιλέα. Τον έβαλε να καθήσει μαζί Του εν τοις επουρανίοις10.


Είναι το δώρο, το οποίο χαρίζει σε όλους όσους αποτελούμε το μυστικό Του σώμα και είμαστε ενωμένοι μαζί Του διά των Ιερών Μυστηρίων της Αγίας Του Εκκλησίας. Και όπου η κεφαλή, εκεί και το σώμα.


Και για να πετύχουμε αυτή την ύψιστη τιμή, χρειάζεται να νικήσουμε στο φθαρτό αυτό κόσμο την παμμόχθηρο αμαρτία.


Τότε λάμποντες, αστράπτοντες ηλλοιωμένοι, θα εκπληρωθεί και σε μας ο λόγος του υψιπέτου αετού της Αποκαλύψεως: «Ο νικών, δώσω αυτώ καθίσαι μετ΄ εμού εν τω θρόνω μου, ως καγώ ενίκησα και εκάθισα μετά του πατρός μου εν τω θρόνω αυτού»11.


«Δεύτε», λοιπόν, «συνανέλθωμεν πιστοί, επί το μετέωρον όρος, των Ελαιών και εκεί, ώσπερ οι Απόστολοι, συνανερχόμενοι, και εις ύψος επάραντες, καρδίας και φρένας, ίδωμεν τον Κύριον, νυν εποχούμενον · όθεν, και ημείς ευχαρίστως, χαίροντες βοήσωμεν · Δόξα, τη ση Αναλήψει Πολυέλεε»12.

Πέμπτη της Αναλήψεως Στους ουρανούς

 +Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος


ΣΗΜΕΡΑ, αγαπητοί μου, είναι δεσποτική εορτή, εορτάζει ό δεσπότης, ό Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Ό άγιος Κοσμάς ό Αιτωλός τον έλεγε «ό γλυκύτατος αυθέντης και Δεσπότης» (διδ. Α') - τι ωραία φράσης! Αυτός κρατεί στα χέρια του τα κλειδιά της ζωής και του θανάτου. Αυτός είναι «το Α (άλφα) και το Ω (ωμέγα), ή αρχή και το τέλος» (Απ. 21,6). Αυτός είναι το πάν, ό δεσπότης Χριστός.


Δεσποτική εορτή λοιπόν σήμερα. Μετά τα Χριστούγεννα, την Περιτομή, την Υπαπαντή, τη Σταύρωση και την Άνάστασι, ήρθε ή Ανάληψης.


Τι είναι ή Ανάληψης; Ό Χριστός μετά την ανάστασί του έμεινε σαράντα μέρες εδώ στη γη και τότε άνελήφθη στους ουρανούς. Χθες τελευταία ήμερα ακούσαμε το «Χριστός ανέστη», πού άλλοτε αντικαθιστούσε στο διάστημα αυτό κάθε άλλο χαιρετισμό. Τώρα σβήνουν δυστυχώς τα ωραία ήθη και έθιμα μας.


Στο τέλος των σαράντα ήμερων ό Χριστός έδωσε εντολή στους μαθητάς του να πάνε σ' ένα βουνό, πού ονομαζόταν όρος των Ελεών γιατί ήταν κατάφυτο από ελιές. Εκεί όρισε τόπο συναντήσεως. Μαζεύτηκαν στην κορυφή σαν σήμερα, την αγία αυτή ήμερα, εκατόν είκοσι πιστοί. Τόσοι ήταν όλοι• άλλ' όσο ζύγιζε ό καθένας άπ' αυτούς, δέ' ζυγίζει σήμερα ολόκληρος ό ντουνιάς. Μέσα σ' αυτούς πρώτη ήταν ή Υπεραγία Θεοτόκος, μετά οι έντεκα απόστολοι (ό Ιούδας αυτοκτόνησε), μετά οι μυροφόρες γυναίκες, και τέλος όλοι οι άλλοι, εν όλο εκατόν είκοσι. Αυτή ήταν ή πρώτη Εκκλησία ψυχές ανεκτίμητες.


Ό Χριστός συναντήθηκε εκεί μαζί τους. Είπε τα τελευταία λόγια και τους έδωσε εντολές. και μετά τι έκανε; Ευλόγησε. Ω ή ευλογία του Χριστού! μεγάλο πράγμα. Έλα στην εκκλησιά και πάρε την ευλογία. Την ώρα πού λειτουργεί ό Ιερεύς δεν είναι ό παπα-Γιώργης παπα-Σταύρος, ό παπα-Πέτρος ή ό Αυγουστίνος- αμαρτωλοί είμεθα εμείς. Την ώρα πού φορεί το πετραχήλι είναι ό Χριστός! Πάρε αντίδωρο, πάρε την ευλογία, και περνά ποτάμια, έρημους, φωτιές, πελάγη και ωκεανούς. Όσο αξίζει ή ευλογία του Χριστού, δεν αξίζουν όλα τα πλούτη. Να είσαι κοντά σε ευλογία.


Τους ευλόγησε ό Χριστός. Και μετά έγινε κάτι καταπληκτικό. Ας μην πιστεύουν οι άπιστοι, δικαίωμα τους• οί πιστοί πιστεύουμε. τι έγινε; Τα πόδια του Χριστού τα ευλογημένα, με τα οποία τρία ολόκληρα χρόνια βάδισε χιλιόμετρα από χωριό σε χωριό, από πολιτεία σε πολιτεία, από βουνό σε βουνό, τα πόδια πού τέλος καρφώθηκαν στο σταυρό, σε λίγο δεν πατούν τη γη. Υψώνεται ό Χριστός, απογειώνεται...


Φαίνεται περίεργο; Άλλα γιατί αμφιβάλλετε; 'Αφού και ό άνθρωπος και όλα τα πουλιά μπορούν να πετάνε. Βλέπεις λ.χ. τον αετό πάνω σ' ένα βράχο, και ξαφνικά αρχίζει να υψώνεται και να φτάνει τόσο ψηλά, ώστε μόλις βλέπεις το στίγμα του, σαν τελεία φαίνεται. Εάν λοιπόν ό Χριστός έδωσε δύναμη στον αετό να πετάει, γιατί είναι δύσκολο να υψωθεί ό ίδιος, πού είναι χρυσάετος; Αν διαβάσετε την Αποκάλυψη του Ιωάννου, θα δείτε ότι ό Χριστός ονομάζεται «αετός μέγας» ('Απ. 12,14). Έτσι ό Χριστός υψώθηκε, και οί μαθηταί με καρφωμένα τα μάτια τον έβλεπαν να πορεύεται προς τα ουράνια.


Τότε παρουσιάστηκαν δυο λευκοντυμένοι άγγελοι και τους είπαν τι στέκεστε κοιτάζοντας στον ουρανό; Μη λυπάστε. Να είστε βέβαιοι ότι, όπως τον είδατε το Χριστό ν' ανεβαίνει στον ουρανό, έτσι θα ξανάρθει πάλι στη γη... Αυτό πιστεύει ή Εκκλησία μας και αυτό λέμε στο Σύμβολο της πίστεως μας• «...Και ανελθόντα εις τους ουρανούς και καθεζόμενον εκ δεξιών του Πατρός. Και πάλιν ερχομένον μετά δόξης κρίνοι ζώντας και νεκρούς, ου της βασιλείας ουκ έσται τέλος».


Αυτό είναι το ιστορικό της αγίας αυτής εορτής.

Τι διδασκόμεθα; Πολλά.


Πρώτα - πρώτα, αγαπητοί μου, διδασκόμεθα τι είναι ή Γη. είναι ένα κουκί άμμου. Αν βλέπατε δυο ανθρώπους να σκοτώνονται για ένα κουκί άμμου, τι θα λέγατε; Πόσο ανόητοι είμαστε! Έπειτα, ή Γη αυτή δεν είναι ή μόνιμη κατοικία μας. Ένα ξενοδοχείο είναι. Στο ξενοδοχείο κοιμάσαι κατ' ανάγκην, και λαχταράς πότε να πάς στο σπίτι σου. Έτσι και στη Γη αυτή. Φιλοξενούμενοι είμαστε. Και το ξενοδοχείο είναι σήμερα του ενός, αύριο του άλλου. Φεύγουμε. Κανείς δέ' μένει εδώ. Προσωρινή είναι εδώ ή κατοικία μας. «Ούκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» (Έβρ. 13,14)• «πάροικοι και παρεπίδημοι» έσμεν επί της γης(Δ' Πέτρ. 2,11).


Λοιπόν τι περιμένουμε; Μόνιμη κατοικία μας είναι ό ουρανός. Δεν πλαστήκαμε για τα επίγεια και μάταια, τα μικρά και ασήμαντα, αλλά για τον ουρανό. Μια απόδειξης ή στάσης του ανθρώπου. Ενώ τα ζώα περπατούν με τα τέσσερα κ' έχουν το κεφάλι προς τα κάτω, ό άνθρωπος στέκει όρθιος κ' έχει το κεφάλι ψηλά. Γιατί; Για να βλέπει τον ουρανό. Ή ωραία αρχαία ελληνική λέξης άνθρωπος σημαίνει αυτόν πού βλέπει προς τα άνω, προς τον ουρανό. Ρώτησαν κάποτε ένα φιλόσοφο• —Ποια είναι ή πατρίδα σου; Όλη μέρα τους κούρασε λέγοντας• —Περιμένετε. Αυτός ήθελε να νυχτώσει. Όταν βγήκαν τα άστρα, τους έδειξε τον ουρανό και είπε- —Να ή πατρίδα μου!... Για 'κει είμαστε πλασμένοι. Γι' αυτό ό άνθρωπος έχει τα μάτια του προς τα πάνω, για να βλέπει το μεγαλείο του Θεού και να λέει «Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού, ποίησιν δε χειρών αυτού αναγγέλλει το στερέωμα» (Ψαλμ. 18,2).


Άλλ' όταν λέμε ουρανό τι εννοούμε; Ουρανός δεν είναι μόνο αυτός πού βλέπουμε. Υπάρχει και «ό ουρανός του ουρανού» (Δευτ. 10,14• Ψαλμ. 67,34' 112,24- Σ. Σειρ. 16,18) ή «οι ουρανοί των ουρανών» (Ψαλμ. 148,4). Ένας ουρανός είναι ό γαλανός φυσικός ουρανός, όπου υπάρχει ό ήλιος, το φεγγάρι, τα άστρα, οι κομήτες, οι γαλαξίες... 'Αλλ' αυτός ό ουρανός μια μέρα θα σβήσει. Υπάρχει ένας άλλος ουρανός αθάνατος, με κάλλος απερίγραπτο. Ποιος είναι αυτός; είναι ό πνευματικός ουρανός, ό «τρίτος ουρανός» όπου ανέβηκε ό απόστολος Παύλος (Β' Κορ. 12,2). Και όπως στον φυσικό ουρανό υπάρχει ήλιος σελήνη άστρα, έτσι στον πνευματικό ουρανό υπάρχει ήλιος άδυτος, ό Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, υπάρχει σελήνη - πανσέληνος ή Παναγία μας, υπάρχουν αστέρια λαμπερά οι άγιοι. Εκεί κατευθυνόμεθα, αδελφοί μου.


Αγαπητοί μου! Ή θεία λειτουργία, πού τελούμε, είναι μία αναπαράστασης όλου του μυστηρίου της θείας οικονομίας. Θυμούμεθα τη γέννησι του Χριστού, την είσοδο του στον κόσμο ως διδασκάλου, το μυστικό δείπνο, τη σταυρική θυσία, την Ανάστασι, τέλος δε —σε κάθε θεία λειτουργία— και την ανάληψη του. Ποια σημεία θυμίζουν την ανάληψη; Όταν, μετά τη μεγάλη είσοδο και το Πιστεύω, ό Ιερεύς βγαίνει και λέει «Άνω σχώμεν τάς καρδίας». Εκεί εννοεί το εξής. Δεν είναι πια ό Χριστός στον κόσμο, είναι στον ουρανό• λοιπόν κ' εμείς εκεί πρέπει να 'χουμε τις καρδιές μας. Κι όπως όταν έχουμε κάποιον δικό μας στην Αυστραλία ή στην Αμερική τον σκεπτόμεθα μέρα - νύχτα, έτσι και τον ουρανό όπου είναι ό Κύριος μας. «Ημών το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει» (Φιλ. 3,20). Προς το τέλος επίσης της λειτουργίας, μετά τη θεία κοινωνία, ό ιερεύς λέει• «Υψώθητι επί τους ουρανούς, ό Θεός, και επί πάσαν την γην ή δόξα σου» (Ψαλμ. 56,6,12), πού εννοεί πάλι την ανάληψη.


Χρειάζεται απογείωσης. Να υψωθούμε κ' εμείς με φτερά αετού, να πετάξουμε στον πνευματικό ουρανό, γιατί «θα μας φάει ό κάμπος», όπως λέει ένας ποιητής. Άλλοτε μέσ' στις φτωχικές καλύβες κατοικούσαν τίμιοι άνθρωποι και επίγειοι άγγελοι. Τώρα, μέσα στα πολυτελή μέγαρα κατοικούν άλογα ζώα και μοχθηροί δαίμονες. Ό χοίρος έχει το κεφάλι προς τα κάτω• αγαπά τα βελανίδια και περιφρονεί τα διαμάντια, όπως είπε ό Χριστός (βλ. Ματθ. 7,6). τι θέλει; Λάσπη και βρώμα. Έτσι κ' εμείς περιφρονούμε τ' ανεκτίμητα λόγια του Κυρίου και σαν το χοίρο κινούμεθα μέσα στο βόρβορο της ηθικής ακαθαρσίας. Και όπως ό χοίρος μόνο μια φορά βλέπει τον ουρανό, όταν ό χασάπης τον αναποδογυρίζει για να τον σφάξει. Έτσι κι ό κτηνάνθρωπος. Όταν έρθει ό αρχάγγελος με τη μαχαιρά του να τον πάρει, τότε για πρώτη φορά υψώνει το νου του και βλέπει ότι πέρα από το μάταιο τούτο κόσμο υπάρχει και άλλη ζωή.


Αδελφοί μου, όσο είστε βέβαιοι ότι υπάρχει αυτός ό κόσμος, τόσο να είστε βέβαιοι ότι υπάρχει ό άλλος κόσμος. Σ' εκείνο τον κόσμο πηγαίνουμε. «Άνω σχώμεν τάς καρδίας».



Απομαγνητοφωνημένη ομιλία, η οποία έγινε στον ιερό Ναό Άγιου Αθανασίου της ομωνύμου κοινότητας Αμυνταίου την 12-06-1986. Καταγραφή και σύντμησης 9-6-2005

Ἡ Ἀνάληψη

 Anthony Bloom


(Πρ. 1. 1-12, Λκ. 24.36-53)


Ἡ Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς σημαντικοὺς κρίκους τῆς ἁλυσίδας τοῦ αἰώνιου ἀνθρώπινου πεπρωμένου. Ἡ ἱστορία ἀρχίζει τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ Θεὸς καλεῖ τὸν κόσμο ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὸ εἶναι μὲ τὸν Παντοδύναμο δημιουργικό Του Λόγο. Ὁ κόσμος αὐτὸς τοποθετεῖται ἀπέναντι στὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὸ δημιουργικὸ Λόγο καλεῖται ὄχι ἁπλῶς στὴν παροδικὴ ζωὴ ἀλλὰ στὸ νὰ παραμείνει αἰώνια μέσα στὴ χαρὰ καὶ τὴ δόξα τοῦ Κυρίου του. Τὸ πεπρωμένο τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου γεννιέται μὲ μία προσφορὰ ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ μακαριότητα τῆς φιλίας μαζί Του μέχρι τὰ τέλη τῶν αἰώνων.


Ὅταν ὕστερα ὁ ἄνθρωπος ἀποσκίρτησε ἀπὸ τὸ Θεό, ὅταν ἐξ αἰτίας τῆς προδοσίας τοῦ ἀνθρώπου τὸ σύμπαν παραδόθηκε στὴ φθορὰ ὁ Θεὸς δὲν ἀπόσυρε τὴν ἀγάπη Του, δὲ μᾶς ἐγκατέλειψε. Ὁ Θεὸς δὲν ἔγινε ποτὲ ἕνας ἀπέξω γιὰ τὸν κόσμο Του, οὔτε στὶς ὧρες τῆς ζωῆς τοῦ Παραδείσου οὔτε καὶ στὰ χρόνια καὶ τοὺς αἰῶνες τῆς πτώσης. Ἐργαζόταν ἀδιάκοπα μέσα στὸν κόσμο ζωντανεύοντας στὶς ἀνθρώπινες καρδιὲς κάθε τι τὸ καλὸ καὶ ἀληθινό, στέλνοντας τοὺς φύλακές Του ἀγγέλους, τοὺς προφῆτες Του καὶ τοὺς ἀγγελιαφόρους τοῦ λόγου Του. Ὅταν τέλος ὡρίμασαν οἱ καιροί, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἰσῆλθε προσωπικὰ στὴ ζωὴ τοῦ κόσμου. Μὲ τὴν ἐνσάρκωσή Του ὁ Θεὸς εἰσῆλθε στὸ ἱστορικὸ πεπρωμένο τοῦ ἀνθρώπου διαγράφοντας ἔτσι τὴ διαχωριστικὴ γραμμὴ ἀνάμεσα στὸ ἱστορικὸ αὐτὸ πεπρωμένο καὶ τὴ Θεϊκὴ αἰωνιότητα. Ἕνωσε ἀκόμα μὲ τὸν Ἑαυτό Του, μὲ τὴ Θεϊκή Του φύση ὁλόκληρη τὴν κτίση Του - τὴν ἀνθρώπινή μας σάρκα τὴν ὁποία φόρεσε ὄχι γιὰ ἕνα ὁρισμένο χρονικὸ διάστημα ἀλλὰ γιὰ πάντα, τὴ γῆ μας, τὸ στερέωμα - καὶ ἀπέδειξε ἔτσι τὶς ὑπέροχές της ἰδιότητες καὶ τὴ δόξα της: τὸ κάθε θεϊκὸ δημιούργημα εἶναι ἱκανὸ ὄχι ἁπλῶς νὰ συναντήσει τὸ Θεὸ ἀλλὰ καὶ νὰ εἶναι πνευματοφόρο, Θεοφόρο.


Ὁ κτιστὸς κόσμος ὄχι μόνο δὲν καταστράφηκε ἀπὸ τὴν ἐπαφή του μὲ τὸ αἰώνιο καὶ τὴν ἕνωσή του μὲ τὴ θεϊκὴ φωτιὰ ἀλλὰ ἀντίθετα ἀναζωογονήθηκε, μεταμορφώθηκε καὶ πῆρε τὴν ἀληθινὴ ἀξιοπρέπειά του, εἰσῆλθε στὸ ἀληθινὸ πεπρωμένο τῆς Δημιουργίας. Οὔτε κι αὐτὸ ὅμως δὲ στάθηκε ἀρκετό. Ὅταν ὁ Χριστὸς μὲ τὸ θάνατό Του νίκησε τὸ θάνατο ἀναλήφθηκε στὸν οὐρανό· καὶ ἀνεβαίνοντας στὰ βάθη τῆς θεϊκῆς ἀκαταληψίας ὁ Κύριος πῆρε τὴν ἀνθρώπινή μας φύση, τὴ σάρκα ποὺ δέχτηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο, τὴν ὕλη τοῦ κτιστοῦ κόσμου, μαζί Του μέσα στὸ Μυστήριο τῆς Τριάδας.


Ὁ Χριστὸς ἀναλήφθηκε στὸν οὐρανὸ τὴν ἡμέρα ἑνὸς εὐλογημένου καὶ ὑπέροχου χωρισμοῦ ὁ ὁποῖος ἀποδείχτηκε πὼς δὲν ἦταν μία ἀπομάκρυνση, διότι μὲ τὸ νὰ ἀναληφθεῖ στοὺς οὐρανοὺς ὁ Κύριος δὲν ἔφυγε μακριά μας. Ὁ οὐρανὸς δὲν εἶναι τὸ στερέωμα, μία ὁρισμένη ἀπόσταση ἀπὸ ἐμᾶς ἀλλὰ τὸ μυστήριο τῆς πανταχοῦ Θεϊκῆς Παρουσίας, ἡ δόξα τὴν ὁποία εἶχε ὁ Χριστὸς πρὶν ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου. Ὅταν δὲ ὁ Χριστὸς λέει: «εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι» (Ματθ.16.24), δὲ μᾶς λέει ἁπλῶς ὅτι κατὰ τὴ διάρκεια τῆς παροδικῆς ὕπαρξής μας ὀφείλουμε νὰ ἀποδεσμευτοῦμε ἀπὸ τὴν κάθε μορφὴ ἀγάπης τοῦ ἑαυτοῦ μας, νὰ δεχτοῦμε τὸ βάρος τῆς ἐπίγειάς μας ζωῆς καὶ νὰ Τὸν ἀκολουθήσουμε, πρῶτα ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους καὶ ἀπ' ἐκεῖ στὴ Γεθσημανῆ καὶ τὴ δίκη καὶ τὸ σταυρό, οὔτε ἀκόμα μόνο ὅτι ἐκεῖνος ποὺ θὰ Τὸν ἀκολουθήσει μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ θὰ ἀναστηθεῖ καὶ πάλι τὴν ἔσχατη μέρα: ἀνοίγει μπροστὰ μας ἀκόμα μεγαλύτερες δυνατότητες. Καλούμαστε νὰ Τὸν ἀκολουθήσουμε καὶ σύμφωνα μὲ τὸ δικό Του λόγο (Ἰω. 17.24) νὰ εἴμαστε ἐκεῖ ποὺ εἶναι καὶ Ἐκεῖνος, μέσα στὴν αἰώνια δόξα τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ.


Ὕστερα ἀπὸ δέκα μέρες θὰ γιορτάσουμε τὴν Πεντηκοστή. Περιμένουμε πὼς θὰ μπορέσουμε νὰ δεχτοῦμε τὴ Δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐφ' ὅσον μὲ τὸ βάπτισμα ἔχουμε γίνει, μέχρις ἑνὸς ὁρισμένου σημείου τουλάχιστο, τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐφ' ὅσον γιὰ χρόνια τώρα παίρνουμε τὴ θεία Κοινωνία. Μέσω τῆς δωρεᾶς αὐτῆς ἡ ἀνανεωμένη μας ἀνθρωπότητα μπορεῖ νὰ πυρποληθεῖ μὲ τὴ φωτιὰ τῆς αἰώνιας ζωῆς.


Ἂς προετοιμαστοῦμε εὐλαβικὰ καὶ προσεκτικὰ ὥστε νὰ γίνει πράγματι δυνατὴ ἡ ἀνανέωση τῆς ζωογονητικῆς καὶ μεταμορφωτικῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἂς ἔλθουμε ἐκείνη τὴ μέρα στὴν ἐκκλησία ἕτοιμοι νὰ ξεκινήσουμε μέσα στὸ Χριστὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μία καινούρια ζωὴ καὶ νὰ γίνουμε πραγματικὰ καὶ ὄχι μόνο στὰ ὄνειρά μας αὐτὸ ποὺ ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας ὀνομάζει τὸ ζωντανὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὸν «ὁλοκληρωμένο Χριστό», ὅπου ἐνοικεῖ ἡ πληρότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δεχόμενοι λοιπὸν τὸ Πνεῦμα αὐτὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς υἱοθεσίας ἂς γίνουμε - ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος τῆς Λυὼν μὲ ἀκόμη περισσότερη τόλμη - «ὁ Μονογενὴς Γιὸς τοῦ Θεοῦ μέσα στὸ Μονογενῆ». Εἴθε ἡ εὐλογία καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου νὰ εἶναι μὲ ὅλους μας.

Ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση στὴν Ἀνάληψη

 Anthony Bloom


Ἡ περίοδος τοῦ Πάσχα ἔφτασε στὸ τέλος της. Ἡ ἡμερα τῆς ἀπόδοσης τοῦ Πάσχα εἶναι ἡ μέρα ποὺ ἀκούσαμε  γιὰ τελευταία φορὰ τὶς πανηγυρικὲς Ἀναστάσιμες ψαλμωδίες. Τὸ Πάσχα ὅμως, τὸ θαῦμα τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ θὰ παραμείνει μαζί μας. Ὅλα ἐκεῖνα ποὺ μᾶς χαροποίησαν τὴ βραδιά τοῦ Πάσχα, ἡ ἔκσταση γιὰ τὸ ἀδειανὸ μνημεῖο, γιὰ τὴ σωματικὴ ἔγερση τοῦ Χριστοῦ, γιὰ τὴν ἐμφάνισή Του στοὺς μαθητὲς - καὶ σ' ἐμᾶς - μέσα στὴ δόξα, τὴ νίκη καὶ τὸ θρίαμβο παραμένουν μαζί μας παρὰ τὸ ὅτι τώρα ὁ Κύριος ἀνεβαίνει στοὺς οὐρανούς.


Ἡ Ἀνάληψη εἶναι μιὰ μυστηριώδης γιορτή: εἶναι μιὰ γιορτὴ στὴν ὁποία γιορτάζουμε ἕνα χωρισμό.


Τὸ βράδυ πρὶν ἀπὸ τὸ Σταυρικό Του θάνατο ὁ Χριστὸς εἶπε στοὺς μαθητές Του ὅτι θὰ τοὺς συνέφερε ἂν Ἐκεῖνος ἔφευγε, διότι τότε θὰ τοὺς ἔστελλε τὸν Παράκλητο, τὸ Πνεῦμα τὸ ὁποῖο θὰ τοὺς ὁδηγοῦσε στὴν ἀλήθεια (Ἰω. 16.7-16). Ἡ χαρὰ τοῦ χωρισμοῦ: χαρὰ γιὰ τὸ ὅτι ὁ Χριστὸς ἀνεβαίνει τώρα στὸν Πατέρα γιὰ νὰ καθίσει στὰ δεξιὰ τῆς θεϊκῆς δόξας• χαρὰ καὶ γιὰ τοὺς ἑαυτούς μας διότι ἔχοντας ὁ Χριστὸς ἀναστηθεῖ σωματικά, σωματικὰ καὶ θὰ ἀναληφθεῖ καί, ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἂν θέλουμε νὰ γνωρίσουμε τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴ δόξα ποὺ ἔχει σπαρεῖ μέσα του θὰ πρέπει νὰ κοιτάξουμε ψηλὰ στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ κι ἐκεῖ θὰ δοῦμε καθισμένο στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ Πατέρα τὸν Ἄνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό, τὸν ἐνσαρκωμένο Γιὸ τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴν Ἀνάσταση καὶ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου τὸ ἀνθρώπινο γένος ἔχει εἰσέλθει στὸ ἴδιο τὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδας. Ὁ ἄνθρωπος Ἰησοῦς εἶναι καὶ Θεός μας.


Νὰ ὅμως ποὺ ἐνῶ χαιρόμαστε γιὰ τὸ τρόπαιο τοῦ Κυρίου, γιὰ τὸ δοξασμὸ τοῦ ἀνθρώπου, παραμένουμε ταυτόχρονα σὰν ὀρφανοὶ πάνω στὴ γῆ ὅπως καὶ οἱ πρῶτοι μαθητές, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ μαθητὲς κατὰ τὴ διάρκεια τῶν αἰώνων. Ὅσο καιρὸ εἴχαμε ἀνάμεσά μας τὸ Χριστό, ὅπως τὸ λέει καὶ τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο, ἦταν Ἐκεῖνος τὸ Φῶς μας. Τώρα βρίσκουμε τοὺς ἑαυτούς μας στὸ ἡμίφως ἤ τὸ σκοτάδι τῶν προσωπικῶν μας ζωῶν· στὸ ζόφο τοῦ ἐπίγειου ἀνθρώπινου πεπρωμένου.


Ὁ Χριστὸς ὅμως ὑποσχέθηκε ὅτι δὲ θὰ μᾶς ἄφηνε ὀρφανούς, ὅτι θὰ μᾶς ἔστελνε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸν Παράκλητο, γιὰ νὰ μᾶς διδάξει τὴν πᾶσα ἀλήθεια παίρνοντάς την ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ τὸ Λόγο καὶ τὴν Πράξη ( Ἰω. 16. 13, 15). Ὁ Παράκλητος εἶναι Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἔρχεται γιὰ νὰ μᾶς βεβαιώσει ἐμπειρικὰ ὅτι ὁ Ἀναστὰς καὶ Ἀναληφθεὶς Χριστὸς εἶναι πράγματι ὁ Κύριός μας καὶ ὁ Θεός μας ὅτι εἶναι πράγματι ἐνθρονισμένος στὰ δεξιὰ τοῦ Πατέρα, ταυτόχρονα ὅμως, σύμφωνα μὲ τὴ δική Του θαυμαστὴ ὑπόσχεση καὶ μαζί μας μέχρι τὰ τέλη τῶν αἰώνων. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατευθύνει τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου φέρνοντας τὴ σωτηρία, τὴ μεταμόρφωση, ὁδηγώντας μας στὸν τελικὸ θρίαμβο, μερικοὶ διαισθάνονται τὴν παρουσία Του καὶ ἄλλοι δὲν Τὸν βλέπουν καὶ δὲν Τὸν γνωρίζουν. Καὶ ἡ νίκη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ δική μας σωτηρία. Ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ ἀνθρώπου μέσα σὲ ὅλη του τὴ δόξα.


Γιὰ νὰ ἔλθει ὅμως σ' ἐμᾶς τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ σὰν ὁ Παράκλητος, πρέπει ἐμεῖς νὰ νιώθουμε θλιμμένοι καὶ ὀρφανεμένοι μὲ τὴν ἀναχώρηση τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἐπειδὴ δὲ νιώθουμε μὲ ἀρκετὴ ἔνταση τὴ μοναξιά μας χωρὶς τὸ Χριστό, ποὺ ἡ ἀντίληψη τῆς θαυμαστῆς παρουσίας τοῦ Πνεύματος εἶναι τόσο σπάνια, τόσο ἀσθενική, τόσο ξέβαθη. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει: «Ἐμοὶ τὸ ζῆν Χριστὸς καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος» (Φιλιπ. 1. 2.1). Ἔτσι θὰ 'πρεπε νὰ νιώθαμε καὶ ἐμεῖς, καὶ νὰ χαιρόμαστε ποὺ μιὰ μέρα θὰ φύγουμε ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ καὶ θὰ εἰσέλθουμε στὴν αἰωνιότητα. Ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται ὁ ἀγαπημένος μας Σωτήρας Χριστὸς μέσα στὴ δόξα Του. Τότε πραγματικὰ ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θὰ ἦταν γιὰ μᾶς Παράκληση, ἀγαλλίαση, ἐλπίδα, ἕνα τρόπαιο ἤδη ἀπὸ τώρα μέσα στὴν αἰωνιότητα ἡ ὁποία μᾶς ἔρχεται ἀήττητη καὶ θαυμαστή.

Η Ανάληψη

 π. Θωμάς Χόπκο


Ο Ιησούς δεν έζησε με τους Αποστόλους Του μετά την Ανάσταση όπως είχε ζήσει πριν τον θάνατό Του. Πλήρης θεϊκής δόξης, εμφανίστηκε σε διαφορετικές στιγμές και χρόνους στους ανθρώπους Του, βεβαιώνοντάς τους ότι ήταν αληθινά Αυτός, αληθινά ζωντανός με το αναστημένο και ένδοξο σώμα Του.


«Οἷς καὶ παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα μετὰ τὸ παθεῖν αὐτὸν ἐν πολλοῖς τεκμηρίοις, δι᾿ ἡμερῶν τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος αὐτοῖς καὶ λέγων τὰ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. 1,3).


Πρέπει να σημειωθεί πως το διάστημα των σαράντα ημερών χρησιμοποιείται πολλές φορές στη Βίβλο και φανερώνει μία χρονική περίοδο ολοκλήρωσης και επάρκειας (Γεν. 7,17· Εξ. 16,35· 24,18· Κρ. 3,11· Α΄ Βασ. 17,16· Γ΄ Βασ. 19,8· Ιωάν. 3,4· Ματθ. 4,2).


Την τεσσαρακοστή ημέρα μετά από το Πάσχα, ο Ιησούς «ἀνελήφθη εἰς τὸν οὐρανόν» για να δοξασθεί «ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ» (Πραξ. 1,9-11· Μαρκ. 16,19· Λουκ. 24,51). Η ανάληψη του Χριστού είναι η τελική σωματική Του αναχώρηση από αυτό τον κόσμο ύστερα από την Ανάσταση. Είναι η επίσημη ολοκλήρωση της αποστολής Του, ως Μεσσίας Σωτήρας, σ’ αυτό τον κόσμο. Είναι η ένδοξη επιστροφή Του στον Πατέρα, ο οποίος Τον είχε αποστείλει στον κόσμο να πραγματοποιήσει το έργο που Του είχε αναθέσει (Ιωάν. 17,4-5).


«Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εὐλογεῖν αὐτὸν αὐτοὺς διέστη ἀπ᾿ αὐτῶν καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν οὐρανόν. Καὶ αὐτοὶ προσκυνήσαντες αὐτὸν ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλὴμ μετὰ χαρᾶς μεγάλης» (Λουκ. 24,51-52).


Ο εκκλησιαστικός εορτασμός της Αναλήψεως, όπως όλοι αυτοί οι εορτασμοί, δεν είναι απλώς η ανάμνηση ενός περιστατικού της ζωής του Χριστού. Πραγματικά, η ίδια η Ανάληψη δεν πρέπει να νοηθεί ως ένα υπερφυσικό γεγονός ενός ανθρώπου που ανυψώθηκε ψηλά στους ουρανούς. Οι Γραφές τονίζουν τη φυσική αναχώρηση του Χριστού και του ενδοξασμού Του μετά του Θεού Πατέρα, μαζί με τη μεγάλη χαρά που γέμισε τις καρδιές των Αποστόλων Του, καθώς έλαβαν την υπόσχεση του ερχομού του Αγίου Πνεύματος για να βεβαιώσει την παρουσία του Κυρίου μαζί τους, ικανώνοντάς τους να γίνουν μάρτυρες έως εσχάτου της γης (Λουκ. 24,48-53·Πραξ. 1,8-11· Ματθ. 28,16-20· Μαρκ. 16,16-19).


Στην Εκκλησία, οι πιστοί στον Χριστό εορτάζουν αυτά τα αληθινά γεγονότα με την πεποίθηση πως η αναχώρηση του Χριστού από αυτό τον κόσμο έγινε για αυτούς και για όλους τους ανθρώπους. Ο Κύριος αναχωρεί, ώστε να δοξαστεί με τον Θεό Πατέρα και να δοξάσει και μας μαζί Του. Φεύγει για να μας ετοιμάσει «τόπον» και να μας πάρει και μας στην ευλογία της παρουσίας του Θεού. Φεύγει για να ανοίξει τον δρόμο για κάθε σάρκα «διὰ τῆς μείζονος καὶ τελειοτέρας σκηνῆς, οὐ χειροποιήτου, τοῦτ᾿ ἔστιν οὐ ταύτης τῆς κτίσεως…» (Εβρ. 9,11). Φεύγει για να στείλει το Άγιο Πνεύμα, που εκπορεύεται από τον Πατέρα, για να μαρτυρήσει για Αυτόν και το Ευαγγέλιό Του στον κόσμο, καθιστώντας Τον παρόντα στις ζωές των Αποστόλων Του.


Οι λειτουργικοί ύμνοι της εορτής της Αναλήψεως άδουν όλα αυτά τα πράγματα. Οι αντιφωνικοί στίχοι της θείας Λειτουργίας προέρχονται από τους Ψαλμούς 46, 47, και 48. Το τροπάριο της εορτής, που ψάλλεται στη Μικρή Είσοδο, χρησιμοποιείται και ως Κοινωνικό.


«Ἀνελήφθης ἐν δόξῃ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, χαροποιήσας τοὺς Μαθητάς, τὴ ἐπαγγελία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· βεβαιωθέντων αὐτῶν διὰ τῆς εὐλογίας ὅτι σὺ εἰ ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ λυτρωτὴς τοῦ κόσμου» (Τροπάριο).


«Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν πληρώσας οἰκονομίαν καὶ τὰ ἐπὶ γῆς ἑνώσας τοῖς οὐρανίοις, ἀνελήφθης ἐν δόξῃ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, οὐδαμόθεν χωριζόμενος, ἀλλὰ μένων ἀδιάστατος καὶ βοῶν τοῖς ἀγαπῶσί σε· Ἐγώ εἰμι μεθ᾿ ὑμῶν καὶ οὐδεὶς καθ᾿ ὑμῶν» (Κοντάκιον).




π. Θωμάς Χόπκο, Δόγμα και λατρεία Βασικό εγχειρίδιο για την ορθόδοξη πίστη, Τόμος: 1ος, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα, 2014