Τετάρτη 30 Απριλίου 2025

Ἡ ἄσκηση τῆς ἁλυσίδας του γέροντα Βασίλειου

 Σ’ εὐχαριστῶ γέροντα γιὰ ὅλα. Συγχώρεσε µὲ ἔχω µία ἀπορία ἐδῶ καὶ πολὺ καιρό. Βλέπω ἐδῶ δίπλα στὸ κρεβάτι αὐτὴν τὴ µεγάλη ἁλυσίδα καὶ δὲν καταλαβαίνω σὲ τί σᾶς χρησιµεύει;

 Ὁ γέροντας Βασίλειος ἔσκυψε τὸ κεφάλι. Χαµογέλασε µὲ ἐκεῖνο τὸ γλυκὸ του χαµόγελο, ποὺ φωτιζόταν ὅλο τὸ πρόσωπό του. Δὲν ξέρω Βαγγέλη ἂν ἔχεις δουλειά, ἐπειδὴ συνήθως ἔρχεσαι βιαστικός, γιατί εἶναι µεγάλη ἱστορία.


-Ἔχω χρόνο γέροντα καὶ τώρα µάλιστα µοῦ κέντρισες τὴν περιέργεια.

– Ὅταν πῆγα στὸ Ἅγιον Ὄρος γιὰ νὰ µείνω ὁριστικά, γιατί ἴσως δὲν ξέρεις ὅτι πολλὰ χρονιὰ πρίν, ὄντας νέος µπαινόβγαινα καὶ κυρίως πήγαινα στὰ Καυσοκαλύβια. Στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁγίου Νείλου, εὑρίσκεται ἡ καλύβη τοῦ Ἁγίου Εὐθυµίου. 

Ἐκεῖ µόναζε ὁ θεῖος µου παπὰ-Νεκτάριος ὁ πνευµατικὸς µὲ τὴ συνοδεία του. Στὴ συνοδεία του ἦταν καὶ ὁ πολύπειρος ἀσκητικὸς γέρων παπὰ Ἰωακεὶµ (ἐκοιµήθη τὸ 2003). Ἡ περιοχὴ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Νεῖλο µέχρι τὰ Κρύα Νερὰ λέγεται Στραβολαγγάδα. Περιβάλλεται ἀπὸ ἄγρια καὶ αἰχµηρὰ βράχια. Εἶναι ἀρκετά δύσβατη καὶ ἀπρόσιτη περιοχή. Αὐτὴ ἡ περιοχὴ ἔχει πολλὲς σπηλιές, στὶς ὁποῖες διέµειναν πολλοὶ ἐραστὲς τῆς ἐρήµου. Ὁ π. Νεκτάριος µιὰ ἡµέρα, µετὰ ἀπὸ ἔντονη βροχόπτωση ἐπισκέφθηκε τὴν ἐν λόγω περιοχὴ γιὰ νὰ µαζέψει σαλιγκάρια. Καθὼς µάζευε τὰ σαλιγκάρια βρέθηκε στὴν εἴσοδο µίας σπηλιᾶς. Μέσα ἀπ’ αὐτὴν ἔβγαινε µία ἔντονη εὐωδία ἐνῶ ὁ ἴδιος ἔνιωσε ἀγαλλίαση. Ἐπέστρεψε στὴν καλύβη του καὶ διηγήθηκε τὸ γεγονός. Πολλοὶ πατέρες τότε ζήτησαν νὰ πᾶνε µαζί του στὴ σπηλιά. Πῆγαν στὴν περιοχὴ, ἔψαξαν ἐκεῖ ποὺ τοὺς εἶπε ὅτι ἦταν ἡ σπηλιὰ, ἀλλὰ σπηλιὰ δὲν βρῆκαν.


  Μία ἀπ’ αὐτὲς τὶς σπηλιὲς φιλοξένησε καὶ µένα γιὰ ἕνα διάστηµα, πρὶν κατοικήσω στὴν καλύβη µου στὰ Καυσοκαλύβια. Μεταξὺ τῶν ἐλαχίστων ἀποσκευῶν ποὺ εἶχα, δηλαδὴ τὰ βιβλία µου γιὰ προσευχή, ποὺ τὰ εἶχα πάντοτε στὸν τροβά µου, µία κουρελοῦ, ποὺ τὴν εἶχα γιὰ στρῶµα καὶ γιὰ σκέπασµα, ἕνα µπουκάλι νερὸ καὶ ἕνα ἀντίδωρο. Εἶχα κι αὐτὴ τὴν ἁλυσίδα.


Τὴν ἁλυσίδα τὴν χρησιµοποιοῦσα καθαρὰ γιὰ ἄσκηση. Μὲ τὸ βάρος ποὺ εἶχε ἦταν ἐπώδυνη ἡ κίνηση καὶ κούραζε τὸ σῶµα µου. Κι ἐπιπλέον ὅταν ξάπλωνα γιὰ νὰ κοιµηθῶ, ἐπειδὴ τὴν πλάκωνα, ἔκοβε τὸ σῶµα µου. Τὴν τύλιγα σταυροειδῶς στὸ γυµνό µου σῶµα καὶ µόνον στὰ ἀπόκρυφα εἶχα ἕνα πανὶ τρίγωνο, ὅπως οἱ µαντῆλες δεµένο. Κι αὐτὸ γιατί µερικὲς φορὲς εἶχα ξαφνικές, ἀπρόβλεπτες ἐπισκέψεις ἀπὸ διάφορους προσκυνητές, ποὺ ἔψαχναν νὰ βροῦν ἀσκητὲς καὶ γενικὰ γεροντάκια, ποὺ ἀποµονώνονταν γιὰ νὰ κάµουν τὴν µοναχικὴ ἄσκησή τους. Βέβαια δὲν µὲ βρῆκαν οὐδέποτε. Κι αὐτὸ γιατί χανόµουνα µέσα στὴ σπηλιά.


Ὁ Βαγγέλης συγκινηµένος εὐχαρίστησε τὸν γέροντα καὶ ἔφυγε γιὰ τὴν δουλειά του. Δράττοµαι τότε τῆς εὐκαιρίας κατόπιν τῆς ἀνωτέρω ἐξιστόρησης καὶ ἐπιζητῶ νὰ µάθω περισσότερα ἀπὸ τὸν γέροντα.


-Μετὰ τὴν ἀποχώρησή σου ἀπὸ τὸν κόσµο πῶς ἦταν ἡ ζωή σου γέροντα στὸ Ἅγιον Ὄρος;

-Ἡ ζωή µου Καλλιόπη στὴν ἀρχὴ ἦταν µαρτύριο. Περνοῦσα πολὺ δύσκολα. Τρέλα κόρη µου, σκέτη τρέλα. Εἶχα νὰ ἀντιµετωπίσω τὸν ἀντίπαλο (τὸν ἔξω ἀπὸ ἐδῶ), ὁ ὁποῖος ἤθελε νὰ µὲ διώξει ἀπὸ ἐκεῖ.


-Μιλᾶτε γέροντα γιὰ τὴ ζωή σας στὴ σπηλιά;

-Ναί, κόρη µου! Χρησιµοποιοῦσε κάθε µέσο καὶ τρόπο. Θέλεις ξύλο, θέλεις λογισµούς, θλίψεις, στεναχώριες… Τί νὰ σοῦ λέω! Ἐσὺ τὴ δουλειά σου τοῦ ἔλεγα κι ἐγὼ τὴ δική µου. Φαγητὸ καθόλου. Τὸ ἀντίδωρο τὸ εἶχα κόψει σὲ µικρὰ κοµµατάκια καὶ ἔτρωγα ἕνα τὴν ἐνάτη µὲ λίγο νερό. Κάθε Σάββατο ἕνας µοναχός µοῦ ἔφερνε ἕνα ἀντίδωρο καὶ νερό. Τὰ ἄφηνε ἔξω στὴν εἴσοδο τῆς σπηλιᾶς κι ἔφευγε. Ἔξω ἀπὸ τὴ σπηλιὰ φύτρωναν κάτι χόρτα ποὺ ἔµοιαζαν µὲ βολβούς. Τὰ ἔτρωγα! Ἦταν πολὺ νόστιµα καὶ µὲ κρατοῦσαν.

Πολλὴ προσευχὴ κόρη µου, ἀσταµάτητη προσευχή. Ἡ ἁλυσίδα ποὺ βλέπεις ἔκανε καλὰ τὴ δουλειά της. Αἰσθανόµουν κόρη µου τὸ σῶµα µου πολὺ ἁµαρτωλό. Ξέρεις παιδί µου τὰ περισσότερα ἁµαρτήµατα εἶναι σαρκικά. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἔκανα τὰ πάντα γιὰ νὰ τὸ δαµάσω.

Ὅσο ὁ πειρασµὸς µὲ πολεµοῦσε, ἄλλο τόσο ἐγὼ ἀγωνιζόµουνα. Ἐν ὀλίγοις µέχρι νὰ τὸ συνηθίσω στὴν ἀρχὴ ἦταν πολὺ-πολὺ δύσκολα. Ἐὰν δὲν ἤµουν ἐξασκηµένος ἀπὸ τὸν κόσµο, δὲν θὰ ἄντεχα. Ἀπὸ τὸν κόσµο ἔκανα ἀλουσία. Ἔχω νὰ κάνω µπάνιο ἀπὸ τὸ στρατό. Τὸ κρέας µου τὸ εἶχε κόψει ὁ θεῖος µου ὁ παπὰ-Νεκτάριος. Ἔχω 60 χρόνια νὰ φάω κρέας.

 

Ἀξίζει νὰ σηµειωθεῖ ὅτι ὁ γέροντας Βασίλειος τὴν ἄσκηση µὲ τὴν ἁλυσίδα τὴν συνέχιζε κι ὅταν γιὰ λόγους ὑγείας ἀναγκάστηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἀκολουθοῦσε ἐπίσης τὴν ἀλουσία καὶ τὴν ἀποχὴ ἀπὸ τὸ κρέας.


Μάλιστα ὅταν ἦταν στὸ Χαρίσειο συνήθιζε αὐτὲς τὶς περιόδους νηστείας, ὅπως τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς νὰ κλειδώνει τὴν πόρτα καὶ νὰ κάνει τὴν ἄσκηση µὲ τὴν ἁλυσίδα. Κάποτε οἱ νοσηλεύτριες µὲ πῆραν τηλέφωνο καὶ µοῦ εἶπαν ὅτι ὁ γέροντας ἔχει κλειδώσει καὶ δὲν ἀνοίγει τὴν πόρτα. Νοµίζαµε ὅτι κάτι ἔπαθε καὶ κοιτάξαµε ἀπὸ τὴν κλειδαρότρυπα, ὅπου τὸν εἴδαµε γυµνό, ἀπὸ τὴ µέση καὶ πάνω τυλιγµένο µὲ τὴν ἁλυσίδα νὰ πηγαινοέρχεται. 

 Ὅταν ἐπέστρεψα στὴ Θεσσαλονίκη µετὰ πέντε ἡµέρες, πῆγα νὰ πάρω τὸν γέροντα ἀπὸ τὸ Χαρίσειο καὶ νὰ τὸν µεταφέρω στὸ σπίτι. 

Ἐκεῖνος τότε κατὰ τὴν ἐπιστροφή µας µοῦ εἶπε: 

«Τί ἔγινε Καλλιόπη, σὲ πῆραν τηλέφωνο γιατί δὲν τοὺς ἄνοιγα; Νόµιζαν ὅτι δὲν τοὺς ἔβλεπα πού κοιτάζανε ἀπὸ τὴν κλειδαρότρυπα;» 

Καὶ στὸ σπίτι µου τὴν πρώτη ἑβδοµάδα τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, τὴν καθαρὴ ἑβδοµάδα, κλεινόταν στὸ δωµάτιό του, ἔχοντας µαζί του µόνο ἕνα µπουκάλι νερό. Δὲν κατέβαινε γιὰ φαγητό, ἀρνιόταν νὰ φάει ὁτιδήποτε καὶ ἔκανε τὴν ἄσκηση τῆς ἁλυσίδας.

Πηγή: “Γέρων Βασίλειος Καυσοκαλυβίτης – Νουθεσίες – Διδαχές”, ἐκδ. Ἀγαθὸς Λόγος, τόμ. Β’, σέλ.85-89

Το «Χριστός Ανέστη» δεν είναι ευχή.Είναι ευθύνη....

 Υπάρχει ένα φως που δεν το νικά κανένα σκοτάδι.


Ένα φως που δεν ξεκινά από τη γη,αλλά κατεβαίνει από τον Ουρανό.


Η Ανάσταση,δεν είναι απλώς το τέλος της θλίψης.

Είναι το ξέσπασμα μιας αγάπης που νίκησε το θάνατο.

Δεν γίνεται με φανφάρες, ούτε με εξωτερικούς θριάμβους.

Γίνεται μέσα στην καρδιά που πίστεψε,ενώ όλα γύρω της έσβηναν.


Η Ανάσταση είναι το χαμόγελο που έρχεται μετά το δάκρυ.

Η ελπίδα που ξαναγεννιέται εκεί που όλα είχαν τελειώσει.

Σήμερα δεν μας καλεί να νιώσουμε απλώς χαρά.

Μας καλεί να ζήσουμε αλλιώς.


Να περπατήσουμε με το Φως μέσα μας.

Να αγαπήσουμε με το Φως μέσα μας.

Να πιστέψουμε πως τίποτα, ούτε ο θάνατος, δεν μπορεί να μας χωρίσει από την Αγάπη, το Χριστό.

Το «Χριστός Ανέστη» δεν είναι ευχή.Είναι ευθύνη.

Να περπατάς στο φως,να αγαπάς με θάρρος,να συγχωρείς με αλήθεια.

Η Ανάσταση είναι η υπενθύμιση πως

κάθε πληγή,

κάθε απώλεια,

κάθε σκοτεινή νύχτα

έχει ήδη νικηθεί.

Γιατί Εκείνος έσκυψε ως το βάθος του θανάτου,και τον έκανε πέρασμα στη Ζωή.

Χριστός Ανέστη!

Και μαζί Του, αναστήθηκε η ελπίδα μας.

Άγιος Σίμων Μητροπολίτης Μόσχας

 Ο Άγιος Σίμων ήταν μοναχός στη μονή της Αγίας Τριάδος του Οσίου Σεργίου και τον Σεπτέμβριο του έτους 1495 μ.Χ. εξελέγη Μητροπολίτης Μόσχας. Κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1511 μ.Χ. και ενταφιάσθηκε στο ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου του Κρεμλίνου.

Άγιος Ιγνάτιος Επίσκοπος Σταυρουπόλεως

 Ο Άγιος Ιγνάτιος (Μπριαντσιανίνωφ) γεννήθηκε το έτος 1807 μ.Χ. στην κωμόπολη Ποκρόφσκ της επαρχίας Βολογκντά της Ρωσίας από οικογένεια ευγενών. Το κατά κόσμον όνομά του ήταν Δημήτριος. Ο τόπος όπου μεγάλωσε ο Άγιος ήταν γεμάτος από μονές και σκήτες και γι' αυτό τον λόγο ονομαζόταν «Θηβαΐδα της Ρωσίας». Το πνευματικό αυτό περιβάλλον επέδρασε πολύ στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του Αγίου και στην καλλιέργεια της ευσέβειάς του.


Ο πατέρας του τον έγραψε στην αυτοκρατορική σχολή πολέμου στην Αγία Πετρούπολη. Παρά την πρόοδό του στη σχολή, εκείνος επιθυμούσε να γίνει μοναχός και να ακολουθήσει το δρόμο της μοναχικής πολιτείας. Αφορμή γι' αυτό έδωσε μια σοβαρή ασθένειά του το έτος 1827 μ.Χ., όταν ο Άγιος ήταν είκοσι ετών, που τον έκανε να παραιτηθεί από την σχολή παρά τις αντιρρήσεις των αξιωματικών. Αμέσως εγκαταβιώνει στη μονή του Αγίου Αλεξάνδρου του Σβιρ στην Πετρούπολη. Εκεί συνδέεται πνευματικά με τον Στάρετς Λεωνίδα, της Όπτινα ο οποίος διέμενε εκείνο τον καιρό στη μονή. Στην συνέχεια πήγε στη μονή του Αγίου Κυρίλλου Πετρουπόλεως, όπου γνώρισε τον Στάρετς Θεοφάνη. Εκεί έμεινε τέσσερα ακόμη χρόνια, για να καταλήξει κοντά στον γέροντά του Λεωνίδα στη μονή της Όπτινα.


Κείρεται μοναχός το 1831 μ.Χ. και ονομάζεται Ιγνάτιος. Λίγο καιρό αργότερα χειροτονείται διάκονος και πρεσβύτερος. Ο Άγιος αρχίζει τον έντονο πνευματικό αγώνα. Σε αυτόν αναφέρεται σχετικά ο γέρων Σωφρόνιος, που γράφει: «Η χριστιανική τελειότητα έγκειται στην εσωτερική (εγκάρδια) καθαρότητα, χάρη στην οποία εμφανίζεται ο Θεός να αποκαλύπτει τη διαμονή Του μέσα στην καρδιά, με πολλά και ποικίλα χαρίσματα του Πνεύματος. Εκείνος που απέκτησε την τελειότητα αυτή γίνεται φορεύς φωτός, εκπληρώνοντας την εντολή της αγάπης προς τον πλησίον όχι με σωματική υπηρεσία, αλλά με τη διακονία του Πνεύματος, καθοδηγώντας τους σωζομένους, εγείροντας αυτούς από την πτώση, θεραπεύοντας τις ψυχικές τους πληγές. Ο χορός των μοναχών έδωσε στην Εκκλησία Ποιμένες, οι οποίοι όχι με επιτηδευμένους λόγους ανθρώπινης σοφίας αλλά με τους λόγους του Πνεύματος, που επικυρώνονταν με θαύματα, ποίμαναν και στερέωναν την Εκκλησία.


Ιδού, γιατί η Εκκλησία μετά την περίοδο των Μαρτύρων επεκτάθηκε στην έρημο. Εκεί βρίσκεται η τελειότητα της Εκκλησίας, η πηγή του φωτός της και η κύρια δύναμη της στρατευόμενης Εκκλησίας».


Με εντολή του τσάρου Νικολάου καλείται στην Αγία Πετρούπολη και αναλαμβάνει ηγούμενος της μονής του Αγίου Σεργίου. Προηγουμένως όμως, παραιτείται από όλα τα αξιώματα που είχε στην Εκκλησία και αποσύρεται στην ησυχία της μονής της Όπτινα. Στο μεταξύ η Εκκλησία τον καλεί να την διακονήσει ως Επίσκοπος Σταυρουπόλεως, Καυκάσου και Ευξείνου Πόντου. Η πνευματική του δραστηριότητα δεν σταματά. Κατά εκείνη την περίοδο θα γράψει και το περίφημο έργο του «Προσφορά εις τον σύγχρονον μοναχισμόν», στο οποίο αποτυπώνεται η αγιότητα της υπάρξεώς του.


Λόγοι ασθενείας τον αναγκάζουν να παραιτηθεί από τον επισκοπικό θρόνο. Έτσι, αποσύρεται στη μονή του Αγίου Νικολάου στο Μπαμπάεβο.


Ο Άγιος Ιγνάτιος, αφού έζησε εκεί ως απλός μοναχός, κοιμήθηκε οσίως με ειρήνη, το έτος 1867 μ.Χ., σε ηλικία εξήντα ετών.

Ανακομιδή των Ιερών Λειψάνων της Αγίας Αργυρής

 Η κυρίως μνήμη της Αγίας Αργυρής γιορτάζεται στις 5 Απριλίου. Εδώ γιορτάζουμε την ανακομιδή των Ιερών λειψάνων της, πού έγινε στις 30 Απριλίου 1725 μ.Χ., στον ναό της Αγίας Παρασκευής στην Κωνσταντινούπολη.

Άγιος Δονάτος επίσκοπος Ευροίας Ηπείρου

 Ο Άγιος Δονάτος έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Μεγάλου (379 - 395 μ.Χ.). Γεννήθηκε περί το 330 μ.Χ. στην Εύροια και μορφώθηκε στο Βουθρωτό της Ηπείρου. Σε ηλικία τριάντα ετών χειροτονήθηκε Επίσκοπος Ευροίας και αρχιεράτευσε επί αξήντα χρόνια. Μετείχε δε στην Β' Οικουμενική Σύνοδο. Άλλες πηγές θεωρούν ότι ο Άγιος καταγόταν από τη Δύση, αφού το όνομα αυτό ήταν πολύ διαδεδομένο εκεί.


Στις λατινικές πηγές παρατηρείται σύγχυση μεταξύ του Αγίου Δονάτου, Επισκόπου Ευροίας, και του ομωνύμου του Επισκόπου Αρητίου Τυρρηνίας, ο οποίος μαρτύρησε επί Ιουλιανού του Παραβάτου. Αυτό ήταν εύκολο να συμβεί, αφενός μεν λόγω της συνωνυμίας, αφετέρου δε διότι η Επισκοπή Ευροίας υπαγόταν Εκκλησιαστικά στη Δύση, αν και πολιτικά ανήκε στο Βυζάντιο.


Οι αγιολογικές πηγές μαρτυρούν πλήθος θαυμάτων από τον Άγιο. Στο Συναξάρι αναφέρεται και το θαύμα του Αγίου που φόνευσε τον δράκοντα. Κοντά στην Εύροια υπήρχε ένα χωριό που ονομαζόταν Σωρεία, στο οποίο υπήρχε μία πηγή, από την οποία, όποιος έπινε, πέθαινε. Όταν ο Άγιος πληροφορήθηκε το γεγονός, πήρα μαζί του και άλλους ιερείς και πήγε στην πηγή. Την στιγμή που έφθασε εκεί, ακούσθηκε μία βροντή. Αμέσως εμφανίσθηκε μπροστά του ένας δράκοντας, που είχε την φωλιά του στην πηγή. Μόλις ο Άγιος έστρεψε το βλέμμα του και είδε το θηρίο, πήρε στα χέρια του το σχοινί, με το οποίο κτυπούσε τον όνο επάνω στον οποίο επέβαινε, χτύπησε το θηρίο στη ράχη, που έπεσε νεκρό στο έδαφος. Στην συνέχεια ο Άγιος ευλόγησε την πηγή, ήπιε πρώτος αυτός νερό απ' αυτή και, ακολούθως, προέτρεψε και τους άλλους να πιουν χωρίς κανένα φόβο. Εκείνοι, πράγματι, ήπιαν και ευφράνθηκαν και επέστρεψαν ασφαλείς στις οικίες τους.


Η φήμη των θαυμάτων του Αγίου, έφθασε μέχρι τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο τον Μεγάλο, ο οποίος τον κάλεσε στην Κωνσταντινούπολη για να θεραπεύσει την θυγατέρα του που έπασχε από δαιμόνιο. Ο Άγιος θεράπευσε τη βασιλόπαιδα και ο Θεοδόσιος του πρόσφερε τόπο στον Ομφάλιο Ηπείρου και χρήματα, προκειμένου ο Άγιος να ανεγείρει ναό. Στην τοποθεσία αυτή σώζονται ερείπια αρχαίου ναού, που χρονολογείται όμως από την εποχή του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Είναι πιθανό ο νεότερος αυτός ναός να οικοδομήθηκε επί των θεμελίων εκείνου, τον οποίο έχτισε ο Άγιος, διότι κατά τις ανασκαφές βρέθηκε και παλαιοχριστιανικό υλικό. Ο Άγιος Δονάτος «εἰς μακρὸν γῆρας ἐλάσας, ἀπῆλθε», μάλλον το 388 μ.Χ. και ενταφιάσθηκε πλησίον του ανωτέρου ναού σε μνημείο, το οποίο κατά την παράδοση είχε ο ίδιος ετοιμάσει.


Το 604 μ.Χ. ο επίσκοπος Ευροίας Ιωάννης, εξαιτίας των συχνών βαρβαρικών επιδρομών που γίνονταν στα χρόνια εκείνα, αναγκάστηκε να καταφύγει μαζί με τον ιερό κλήρο της Ευροίας στην Κασσιώπη της Κέρκυρας, μεταφέροντας και το λείψανο του Αγίου Δονάτου. Αργότερα, το 1125 μ.Χ., κατά την εποχή των Σταυροφοριών στην Δύση, το Ιερό Λείψανο του Αγίου Δονάτου, μεταφέρθηκε από τον Ενετό Δόγη Domenico Michelli, στην Εκκλησία της Παναγίας και Δονάτου στο Murano (Μουράνο) της Βενετίας.


Μέρος του Ιερού Λειψάνου του Αγίου Δονάτου δια των ενεργειών του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Παραμυθίας κ.κ. Τίτου και του Παναγιωτάτου και Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, μετεκομίσθη στις 29ην Σεπτεμβρίου 2000 από την Εκκλησία της Παναγίας του Murano της Βενετίας στην Παραμυθία και εναποτέθηκε μετά πάσης ευλαβείας και λαμπρότητας στον ομώνυμο μεγαλοπρεπή Ιερό Ναό.


Ο Άγιος Δονάτος είναι πολιούχος της Παραμυθίας και όλης της Ιεράς Μητροπόλεως και η μνήμη του τιμάται ιδιαίτερα στη Θεσπρωτία, την Πρέβεζα και τα Ιωάννινα.


Σημείωση: Στην Λευκάδα, η μνήμη του Αγίου Δονάτου τιμάται στις 7 Αυγούστου. Με αυτήν την ημερομηνία συμφωνεί και χειρόγραφο της Αθωνικής Μονής Μεγίστης Λαύρας (βλ. Ζαμπέλη Γερασ., Πρωτοπρ., Ιστορία…, ό.π., σελ. 51).



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Εὐροίας ποιμένα σε, καὶ τῆς Ἠπείρου πυρσόν, ἡ χάρις ἀνέδειξεν, ὡς Ἱεράρχην σοφόν, Δονᾶτε μακάριε· θαύμασι γὰρ ἐκλάμψας, καὶ λαμπρότητι βίου, νέμεις τοῖς σὲ τιμῶσι, πᾶσαν ἔνθεον δόσιν· διὸ τῇ προστασίᾳ σου, Πάτερ προστρέχομεν.


Κοντάκιον

Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Ἑορτάζει σήμερον, Παραμυθίας ἡ πόλις, σὺν αὐτῇ δὲ ἅπασα, ἡ κληρουχία σου Πάτερ, μνήμην σου, τὴν παναγίαν καὶ φωτοφόρον· ἔχει γάρ, τὴν προστασίαν του τεῖχος μέγα· διὰ τοῦτο καὶ βοᾷ σοι· χαίροις Ἠπείρου, Δονᾶτε καύχημα.


Μεγαλυνάριον

Χαίροις τῆς Εὐροίας θεῖος ποιμήν, καὶ Παραμυθίας, πολιοῦχος καὶ ἀρωγός· χαίροις Θεσπρωτίας, τὸ κλέος Ἱεράρχα, καὶ τῆς Ἠπείρου πάσης, Δονᾶτε καύχημα.

Όσιος Κλήμης ο υμνογράφος

 Ο Όσιος Κλήμης ήταν Στουδίτης Μοναχός και μαθητής του Θεοδώρου Στουδίτου , που μετά τον θάνατο του, αντικατέστησε τον διδάσκαλο του στην ήγουμενία της Μονής. Υπήρξε ένθερμος οπαδός της προσκύνησης των αγίων εικόνων και πέθανε από κακουχίες στην εξορία σαν ομολογητής της πίστης μας. Φυσικά είναι γνωστό, ότι υπήρξε Βυζαντινός Υμνογράφος του 9ου αιώνα μ.Χ. (ποιητής των Κανόνων).


Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιος Ιάκωβος ο Απόστολος αδελφός Ιωάννου του Θεολόγου

 Ο Απόστολος Ιάκωβος ήταν υιός του Ζεβεδαίου και της Σαλώμης και πρεσβύτερος αδελφός του Ευαγγελιστού Ιωάννου. Καταγόταν κι αυτός από την Βησθαϊδά της Γαλιλαίας. Ασχολούνταν με την αλιεία μαζί με τον Ιωάννη, έχοντας και οι δύο μαζί τους και τον πατέρα τους, καθώς και πολλούς εργάτες. Είχαν δικό τους πλοίο και συνεργάτης τους ήταν και ο Απόστολος Πέτρος. Παρ' όλα αυτά όταν άκουσαν το κήρυγμα του Ιησού «ἀφέντες τὸν πατέρα αὐτῶν Ζεβεδαῖον ἐν τῷ πλοίῳ μετὰ τῶν μισθωτῶν ἀπῆλθον ὀπίσω αὐτοῦ» ( Μαρκ. 1, 20).


Ο Ιάκωβος μαζί με τον Ιωάννη επέδειξαν μεγάλο ζήλο ως Μαθητές του Κυρίου. Γι' αυτό και εκλήθησαν υιοί βροντής και έγιναν μάρτυρες πολλών μεγάλων γεγονότων, που δεν τα εβίωσαν οι άλλοι Απόστολοι. Έγιναν αποκλειστικοί μάρτυρες της Μεταμορφώσεως του Κυρίου. Είδαν την θαυμαστή ανάσταση της θυγατέρας του αρχισυνάγωγου Ιάρειου και είχαν την ευλογία να προσκληθούν από τον Ιησού κοντά Του κατά τις ώρες της προσευχής και της αγωνίας Του στο κήπο της Γεσθημανή. Η οικειότητα αυτή οδήγησε προφανώς τον Ιάκωβο με τον αδελφό του Ιωάννη να ζητήσουν μέσω της μητέρας τους από τον Κύριο πρωτοκαθεδρία στην εγκόσμια βασιλεία Του, παρανοώντας την αποστολή του Μεσσία. Οι δύο Μαθητές εζητούσαν από τον Χριστό δόξα με ανθρώπινα κριτήρια, έχοντας κατά νου ότι η Βασιλεία Του είναι αισθητή. Ο Χριστός όμως, διορθώνοντας την εσφαλμένη δοξασία τους, υποδεικνύει την πραγματική και αιώνια δόξα, η οποία διέρχεται μέσα από το «ποτήριον», που είναι τα Πάθη και ο Σταυρός. Γι' αυτό τους λέγει: «Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. Δύνασθε πιεὶν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι;».


Μετά την Πεντηκοστή ο Απόστολος Ιάκωβος εκήρυξε το Ευαγγέλιο στην ευρύτερη περιοχή της Παλαιστίνης. Μεγάλο πλήθος ανθρώπων μεταστρεφόταν στη νέα πίστη και άλλαζε τρόπο ζωής χάρη στο έργο του Ιακώβου. Αυτό εθορύβησε ιδιαίτερα τους άρχοντες των Ιουδαίων, οι οποίοι, το έτος 44 μ.Χ. τον συνέλαβαν και τον αποκεφάλισαν, ως αμνό, με διαταγή του Ηρώδου του Αγρίππα.



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος πλ. δ’.

Ἀπόστολε ἅγιε Ἰάκωβε, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.


Έτερον Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Γόνος ἅγιος, βροντῆς ὑπάρχων, κατεβρόντησας, τὴ οἰκουμένη, τὴν τοῦ Σωτῆρος Ἰάκωβε κένωσιν, καὶ τὸ ποτήριον τούτου ἐξέπιες, μαρτυρικῶς ἐναθλήσας Ἀπόστολε, ὅθεν πάντοτε, ἐξαίτει τοὶς σὲ γεραίρουσι, πταισμάτων ἱλασμὸν καὶ μέγα ἔλεος.


Κοντάκιον

Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.

Φωνῆς θεϊκῆς, ἀκούσας προσκαλούσης σε, ἀγάπην πατρός, παρεῖδες καὶ προσέδραμες, τῷ Χριστῷ Ἰάκωβε, μετά καί τοῦ συγγόνου σου ἔνδοξε, μεθ᾽ οὗ καὶ ἠξιώθης ἰδεῖν, Κυρίου τήν θείαν Μεταμόρφωσιν.


Μεγαλυνάριον

Ἡ τῶν ἀπορρήτων θεία βροντή, ὁ ἐν Θαβωρίῳ, ἐπακούσας φωνῆς Πατρός, καὶ βροντοφωνήσας, ἡμῖν τὴν σωτηρίαν, Ἰάκωβος ὁ μύστης, Χριστοῦ ὑμνείσθω μοι.


Ὁ Οἶκος

Ὡς ἁλιεὺς λογικῶν ἰχθύων, τῷ δικτύῳ Τρισμάκαρ τῶν σεπτῶν εὐχῶν βυθοῦ πταισμάτων ἀνάγαγε τὴν ταπεινήν μου ψυχήν, τὴν πάλαι ὑφ' ἡδονῶν θηρευθεῖσαν τῶν τοῦ βίου ἵνα ἀκλινῶς διελθὼν τὸν ὑπόλοιπον χρόνον μου, ὑμνήσω τὸ ὄνομά σου, καὶ δοξάσω τὸν βίον τὸν ἄμεμπτον, ὃν ἐκτελέσας ἐπὶ τῆς γῆς, ἠξιώθης ἐπ' ὄρους θεάσασθαι, Κυρίου τὴν θείαν Μεταμόρφωσιν.


Κάθισμα

Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.

Χριστῷ μαθητευθείς, καὶ πιὼν τὸ ἐκείνου, ποτήριον σοφέ, ὥσπερ ἔφη σοι μάκαρ, μαχαίρᾳ Ἰάκωβε, ἀπεκτάνθης Ἀπόστολε· ὅθεν ἅπασα, ἡ Ἐκκλησία χορεύει, ἑορτάζουσα, τὴν παναγίαν σου μνήμην, ἐν ᾗ εὐφημοῦμέν σε.

Τρίτη 29 Απριλίου 2025

Αγ..Σωφρονίου: Περί των βάσεων της ορθοδόξου ασκήσεως - Η παρθενία και η σωφροσύνη

   Ή παρθενία καί ή σωφροσύνη συνιστούν τή δεύτερη κύρια υπόσχεση τού μοναχισμού.Ή άντίληψη γύρω άπό τήν παρθενία, ώς ζωης κατ'είκόνα της ζωης τού Ίησού Χριστού, είναι παραδόξως τόσο λίγο άποδεκτή άπό τό σύγχρονο κόσμο, άκόμη καί άπό τούς Χριστιανούς, ώστε καθίσταται άπαραίτητο νά εκθέσουμε τή δογματική βάση αύτης της υπόσχεσης.


 Ή δισχιλιετής πείρα της Εκκλησίας μέ άκαταμάχητη άξιοπιστία κατέδειξε ότι ό άποκλεισμός της γενετήσιας λειτουργίας άπό τή ζωή της άνθρώπινης προσωπικότητας όχι μόνο δέν επιφέρει βλάβη στήν ψυχική καί σωματική υγεία του άνθρώπου, άλλά άντίθετα, όταν χρησιμοποιείται μέ ορθό τρόπο αυξάνει καί τή φυσική άντοχή καί τή μακροβιότητα καί τήν ψυχική υγεία του.


 Κατά τίς τελευταίες δεκαετίες είναι δυνατό νά παρατηρήσει κανείς πλήθος επιστημονικών εργασιών, οί όποίες διαπιστώνουν τήν πνευματική γονιμότητα εκείνου τό οποίο ή σύγχρονη ψυχολογία ονομάζει έξαϋλωμένη άγνεία». 

Πρέπει νά χαίρεται κανείς γιά τή διαπίστωση αύτή, διότι σέ κάθε έποχή δέν έπαυσαν κάποιοι νά διαστρέφουν τήν έννοια της μοναχικής σωφροσύνης, άκόμη μάλιστα καί νά άντιτίθενται σέ αύτή, σάν ένα φαινόμενο παθολογικό καί παρά φύσιν.


 Έν τούτοις οφείλουμε νά πούμε ότι ή σύγχρονη πείρα στόν τομέα αύτό απέχει ακόμη πολύ άπό τή δυνατότητα νά συγκριθεί μέ τήν άδιάκοπη καί αίωνόβια πείρα της Έκκλησίας καί νά έχει τήν άξίωση μέ κάποιο τρόπο νά τή διορθώσει ή νά τήν έμπλουτίσει. Από έκεί εύκολα κατανοείται τό μικρό ένδιαφέρον τών μοναχών γιά αύτή. Προσπερνώντας τή λεπτομερή έξέταση τού ζητήματος άπό δογματική καί άνθρωπολογική σκοπιά, θά πούμε μονάχα ότι γιά έμάς κύριο καί άναμφισβήτητο τεκμήριο δικαίωσης αύτης της υπόσχεσης, στό οποίο άλλωστε όδηγούν όλες οί άλλες άποδείξεις, είναι τό γεγονός της έν παρθενία έπίγειας ζωής τού Κυρίου «Σάς έδωσα τό παράδειγμα» (Ίωάν. ιγ'15). Μόνο κάποιος έντελώς άσύνετος θά μπορούσε νά πεί ότι ή ζωή τού Χριστού ύπηρξε «παρά φύση».


Μπροστά άπό έμάς τούς χριστιανούς στέκεται τό άπόλυτο αίτημα: νά γίνουμε όμοιοι, αν είναι δυνατό, μέ τόν Άνθρωπο-Χριστό (σέ όλα) έτσι ώστε μέσα άπό αύτήν τήν έξομοίωση νά κατορθώσουμε τήν έξομοίωση μέ τό Θεό, πού είναι ό ύστατος σκοπός καί ή ύψιστη έννοια της ύπαρξής μας. (...) Ό Άγιος Μεθόδιος του Όλύμπου, στό προαναφερθέν έργο του «Τό συμπόσιο τών δέκα Παρθένων» μιλά γύρω άπό τήν παρθενία σάν ένα έργο «άκρως μεγάλου» καί σάν «μυστηρίου». Καί άναμφίβολα, έάν ό γάμος είναι μυστήριο, τότε καί ή παρθενία είναι παρομοίως μυστήριο της Έκκλησίας.


 Ή παρθενία καί ή σωφροσύνη κάτω άπό τή χριστιανική έννοια διαφέρουν ούσιαστικά άπό έκεΐνο πού εννοούσαν καί μέχρι σήμερα έννοούν οί έκτός Εκκλησίας μέ τίς ίδιες λέξεις. Οί έννοιες παρθενία καί σωφροσύνη είναι συγγενείς όχι όμως ταυτόσημες. Κατά τή μοναχική κουρά, έκείνοι οί όποίοι προσέρχονται στό μοναχισμό μετά τό γάμο, ή έξώγαμες σχέσεις, άπαγγέλουν τήν υπόσχεση της σωφροσύνης, δηλαδή της όλοκληρωτικής έγκράτειας στό μέλλον, ένώ έκείνοι οί όποίοι δέν γνώρισαν άλλο σώμα δίνουν τήν υπόσχεση της παρθενίας.

Ή σωφροσύνη, όπως δείχνει καί ή ίδια ή λέξη, σημαίνει τήν άκεραιότητα ή τήν πληρότητα της φρόνησης.


Στήν Έκκλησία μέ τήν έννοια αύτή συνδέεται όχι μόνο ή νίκη πάνω στή σαρκική έλξη καί γενικά πάνω στό «σαρκικό φρόνημα», δηλαδή «ή νίκη πάνω στή φύση», άλλά καί ή άπόκτηση τού συνόλου τών τελειοτήτων, οί όποίες προσιδιάζουν στή φρόνηση καί ή έκφρασή τους είναι ή σταθερή διαμονή στό Θεό «έξ όλης της διανοίας καί έξ όλης της καρδίας». Στήν τελειότερή της μορφή ή άσκηση της σωφροσύνης άποκαθιστά τήν κατά τό πνεύμα παρθενική κατάσταση τοΰ άνθρώπου ύπερφαλαγγίζοντας τήν άνεπανόρθωτη άπώλεια της σωματικης παρθενίας.


Τή γνήσια παρθενία οί Άγιοι Πατέρες όρίζουν ώς ύπερφυσική κατάσταση. Στήν τέλειά της μορφή θεωρείται ώς άδιάκοπη διαμονή στή θεία άγάπη, ώς έκπλήρωση της έντολης τού Χριστοΰ «άγαπήσεις... τόν Θεόν έξ όλης της καρδίας, έξ όλης της διανοίας, έξ όλης της ψυχης, έξ όλης της ίσχύος». Κάτω άπό τό φώς αύτού τού κριτηρίου, κάθε παρέκκλιση τού νού καί της καρδιάς άπό τήν άγάπη τοΰ Θεοΰ έκλαμβάνεται ώς πνευματική «μοιχεία», παράβαση δηλαδή σέ βάρος της θείας άγάπης.


Ή παρθενία δέν είναι αγνοία της βιολογικής καί πλήρως φυσικής ζωής του ανθρώπου. Τό μεγαλύτερο καί μοναδικό παράδειγμα της τελειότητας, ή Αειπάρθενος Μαρία, τήν ώρα τοΰ Ευαγγελισμού άπό τόν Άγγελο της γέννησης άπό Αύτήν Υίό, άπάντησε μέ τήν έρώτηση: «Πώς θά μου συμβεί αύτό, άφοΰ ανδρα δέ γνωρίζω»; Μέ αύτό άπέδειξε ότι είχε γνώση γύρω άπό τό ζήτημα.


Τό νά μήν έχει διαφθαρεί τό σώμα δέν είναι αυτό καθ'αυτό παρθενία. Ένας άπό τούς μεγαλύτερους αγίουςτης Εκκλησίας μας, ό Μέγας Βασίλειος, μέ πικρία είπε γιά τόν εαυτό του «Καί γυναίκα δέ γνωρίζω καί παρθένος δέν είμαι», δηλαδή μέ τήν πλήρη έννοια της λέξης. Εκτός άπό τίς σχέσεις μέ άλλο σώμα, υπάρχουν πολλά άλλα είδη διαφθοράς καί αύτοδιαφθοράς, τών όποίων τήν περιγραφή αποφεύγει ή Όρθόδοξη Έκκλησία, γιά νά μή δημιουργήσει στό νού εκείνου πού μιλά ή άκούει κάποια εικόνα αμαρτίας. Καί εκείνος ό όποιος δέ γνωρίζει τή φυσική πράξη, άλλά μόνο μέ τό νού θά άφεθεί σέ αύτή καί ονειροπολώντας θά τήν επιθυμήσει, ήδη δέν είναι πλήρως παρθένος.


Κατά τήν εκκλησιαστική αντίληψη υπάρχουν τρεις βαθμοί πνευματικής κατάστασης του ανθρώπου: ή υπερφυσική κατάσταση, ή φυσική καί ή παρά φύσιν ή εναντίον της φύσης. Ή παρθενία καί ή μοναχική σωφροσύνη, άν εννοηθοϋν ώς δωρεές της χάριτος, άνήκουν στήν πρώτη κατάσταση. Στή δεύτερη κατάσταση κατατάσσεται ό εύλογημένος γάμος. Κάθε άλλη μορφή σαρκικής ζωής είναι πνευματικά ή κατώτερη ή παρά φύσιν.


Οί Πατέρες λέγουν: «μή επιχειρείς αύτό πού είναι πάνω άπό τή φύση, γιά νά μή πέσεις στό παρά φύση». Άπό αύτό προκύπτει ό κανόνας πού λέει ότι κανείς δέν πρέπει νά γίνεται δεκτός στόν μοναχισμό χωρίς προκαταρκτική δοκιμασία. Μοναχός πού δέν φυλάσσει σωφροσύνη στέκεται πολύ χαμηλότερα στό επίπεδο της σωτηρίας άπό τόν έντιμο γάμο, πού τιμάται στήν Έκκλησία ώς όδός σωτηρίας. Καί εάν λάβομε ύπ'όψη ότι εκείνος πού έδωσε ήδη τίς μοναχικές ύποσχέσεις στερείται τού δικαιώματος εκκλησιαστικού γάμου, τότε κάθε εκ μέρους του παράβαση της άγνείας θεωρείται ώς πτώση καί μάλιστα σέ κατάσταση κάτω άπό τή φύση.


Ό καθαγιασμένος γάμος, ό πειθαρχημένος, ό χωρίς διαστροφή, διατηρεί τόν άνθρωπο φυσικά καί ηθικά, ενώ κάθε άλλη μορφή σαρκικής άπόλαυσης, έστω καί μόνο σέ ονειρώδη μορφή, διαφθείρει όλόκληρο τόν άνθρωπο, δηλ. τήν ψυχή καί τό σώμα. Η καταστρεπτική αύτή ενέργεια εντείνεται ιδιαίτερα όταν ό μοναχόςπροσκόπτει καί αθετεί έτσι τίς υποσχέσεις πού έχει δώσει στόν Θεό, γιατί στήν περίπτωση αυτή ή εσωτερική σύγκρουση άπό τήν άπώλεια της χάριτος παίρνει άσύγκριτα βαθύτερο χαρακτήρα καί οί μαρτυρικές τύψεις της συνείδησης μπορούν νά φτάσουν μέχρι τό σκοτάδι της άπόγνωσης.


Οί ονειροπολήσεις γύρω άπό τή σαρκική σχέση, όταν άπουσιάζει ή σαρκική πράξη, όδήγησαν πολλούς σέ σοβαρές ψυχικές άσθένειες, άκόμα καί μέχρι τήν πλήρη παραφροσύνη. Γιά τή συχνότητα τών ολέθριων αύτών περιπτώσεων μπορούν νά μαρτυρήσουν καί οί ψυχίατροι».


1.Στό «συμπόσιο τών δέκα παρθένων»ό Άγιος Μεθόδιος τού Όλύμπου άναφέρει μεταξύ άλλων ότι ή συνείδηση της άνθρωπότητας άναπτυσσόταν καί αύξανε πνευματικά μέχρι τή γνώση τών τελειότερων μορφών ζωης-της σωφροσύνης καί της παρθενίας. Ιστορικά ή εξέλιξη αύτή πέρασε μέσα άπό τίς εξης φάσεις: Κατ'άρχήν, «ενώ ό κόσμος δέν ήταν άκόμη γεμάτος μέ άνθρώπους» καί ή άνθρωπότητα όφειλε «αύξάνεσθαι καί πληθύνεσθαι», οί άνδρες ερχόντουσαν είς γάμου κοινωνία μέ τίς ίδιες τους τίς άδελφές. Έπειτα, όταν πλήθυνε τό γένος των άνθρώπων καί εξαπλώθηκε πάνω στή γη, ή θεία Πρόνοια μέ τήν προφητική διδασκαλία άποτρέπει τούς άνθρώπους άπό τό είδος της ζωής αύτης πρός μία υψηλότερη ηθικά ζωή, καί οί γάμοι μεταξύ αδελφών θεωρήθηκαν «αίμομιξίες».

Άργότερα οί άνθρωποι μεταβαίνουν στήν έννοια της μονογαμίας «γιά νά μή συνουσιάζονται μέ πολλούς», όπως συμβαίνει μέ τά ζώα, «σάν νά γεννήθηκαν μόνο γιά τή συνουσία», καί γιά νά μή συντελούνται «μοιχείες».


Στή συνέχεια ό Χριστιανισμός διδάσκει τούς άνθρώπους άκόμη ύψηλότερη συνείδηση γιά τή ζωή, καί μέσα στήν Έκκλησία είσάγεται νέος περιορισμός τών γάμων μέ κριτήριο πλέον τούς βαθμούς της πνευματικης ώριμότητας· έτσι άπαγορεύονται, γιά παράδειγμα, γάμοι δυό άδελφών μέ δυό άδελφές καί τά παρόμοια, πράγμα τό όποΐο εκτός Εκκλησίας παραμένει άκατανόητο καί μέχρι τώρα άκόμη. Μέ τήν άποστολική διδασκαλία οί άνθρωποι οδηγούνται στήν κατανόηση του «τίμιου γάμου» καί της «άμίαντης κοίτης», άπ'όπου τελικά άνέρχονται ώς τή γνώση της χριστιανικής παρθενίας, «μαθαίνοντας νά άνυψώνονται ύπεράνω της σάρκας είσχωρώντας στό άτάραχο λιμάνι της άφθαρσίας...».


Θά ήθελα εδώ νά παρατηρήσω τήν άκρα επικαιρότητα του κηρύγματος της σωφροσύνης καί της παρθενίας στίς μέρες μας. Ή άπόκλιση άπό τή γαμήλια ένωση όπως καθορίζεται άπό τήν Έκκλησία καί κάθε παράβαση εναντίον της όχι μόνο ύποβιβάζουν τή μορφή του άνθρώπινου είναι, άλλά επισύρουν καί τά χειρότερα: τήν άποσύνθεση της προσωπικότητας, ή όποία κάνει τήν άμαρτία, τή διάσπαση τών οίκογενειών, τή διάλυση τών κρατών, τήν καταστροφή καί τόν όλεθρο όλόκληρων χωρών καί λαών.


Σέ σχέση μέ όλα αύτά πρέπει νά πούμε ότι, εάν ή πνευματική εξέλιξη της άνθρωπότηταςσυνέχιζε πρός αύτήν τήν κατεύθυνση, όπως υποδεικνύει ό Άγιος Μεθόδιος, τότε ένα άπό τά πλέον σπουδαία καί άνησυχητικά ερωτήματα γιά τή σύγχρονη σκέψη, αύτό τού ελέγχου του πληθυσμού της γης δηλαδή, θά λάμβανε την καλύτερη καί πράγματι άξια λύση, τήν υίοθεσία τού άνθρώπου άπό τό Θεό.

Οί άγριες, εγκληματικές καί εντελώς άφρονες θεωρίες προγραμματισμού τού πληθυσμού της γης μέ τούς άλληλοεξοντωτικούς πολέμους, θά στερούνταν βάση στή συνείδηση τών άνθρώπων, καί ή ζωή στή γη θά άπέβαινε άληθινά όμοια μέ τήν ούράνια:

«Έλθέτω ή Βασιλεία σου»!


Πηγή-Άρχιμανδρίτου Σωφρονίου, Άσκησις καί θεωρία, 1. Μ. Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ 1996, σ. 55 κ.ε.). Επιμέλεια: Μαρία Βεριγάκη, φιλόλογος καθηγήτρια

Πάντοτε μιλάμε για την αχαριστία των «άλλων»

 Μιλάμε συχνά για την αχαριστία. Τη στοχοποιούμε, την καταγγέλλουμε, την υπογραμμίζουμε ως πληγή των σχέσεων, ως ηθική παθογένεια της εποχής μας. Πάντοτε, όμως, μιλάμε για την αχαριστία των «άλλων». Πάντοτε ο άλλος είναι αυτός που δεν αναγνώρισε την αγάπη μας, την προσφορά μας, τον κόπο μας. Πάντα κάποιος άλλος είναι εκείνος που λησμόνησε, που αγνόησε, που πρόδωσε την καλοσύνη μας.


  Ξεχνούμε –ή ίσως επιλέγουμε να ξεχνάμε– ότι η αχαριστία των άλλων μπορεί να είναι καθρέφτης της δικής μας αχαριστίας. Γιατί κι εμείς, συχνά, είμαστε αχάριστοι. Πρωτίστως απέναντι στον Θεό. Εκείνον που μας χαρίζει ζωή, αναπνοή, ημέρα και νύχτα, και εμείς τον παραμερίζουμε σιωπηλά, σαν να είναι δεδομένος. Τον θυμόμαστε μόνο στις ανάγκες, τον επικαλούμαστε όταν πονάμε, αλλά τον ξεχνάμε όταν ευημερούμε. Νομίζουμε πως εμείς γνωρίζουμε, πως εμείς κανονίζουμε, εμείς σχεδιάζουμε και λησμονούμε πως τίποτα δεν είναι δικό μας. Όλα είναι δώρα.


Ο Μέγας Βασίλειος λέγει: «Αρχή της σωτηρίας το ευχαριστείν τω ευεργέτη». Η αρχή της σωτηρίας, δηλαδή, ξεκινά από την ευγνωμοσύνη. Όποιος δεν ευχαριστεί, δεν σώζεται· γιατί δεν αναγνωρίζει, δεν αγαπά, δεν βλέπει. Και πάλι αλλού γράφει: «Η αχαριστία μήτηρ της αθεΐας εστίν». Όταν ο άνθρωπος παύει να ευχαριστεί, τότε ο Θεός γίνεται ξένος, περιττός, μακρινός.


Δεν στεκόμαστε μόνο στην αχαριστία προς τον Θεό, αλλά και προς τους πνευματικούς μας πατέρες, εκείνους που μας στήριξαν, μας καθοδήγησαν, μας βάσταξαν στα πνευματικά σκοτάδια μας. Τους αναζητούμε όταν πονάμε, τους ξεχνάμε όταν όλα πάνε καλά. Και ακόμα περισσότερο, τους απορρίπτουμε όταν ο λόγος τους δεν συμφωνεί με το θέλημά μας. Ξεχνάμε πως ο αληθινός ποιμένας δεν χαϊδεύει, αλλά θεραπεύει – κι η θεραπεία πολλές φορές πονάει.


Και τέλος, η αχαριστία προς τους ανθρώπους της ζωής μας: προς τους γονείς, τους συζύγους, τα αδέλφια, τους φίλους. Πόσοι δεν έδωσαν χωρίς να ζητήσουν, κι εμείς λησμονήσαμε; Πόσοι δεν στάθηκαν βράχοι σε δύσκολες ώρες, κι εμείς τους προσπεράσαμε σαν να μην υπήρξαν ποτέ; 


Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος προειδοποιεί: «Ουδέν γαρ ούτως ερεθίζει τον Θεόν, ως η αχαριστία». Τίποτα δεν ερεθίζει τόσο πολύ τον Θεό όσο η αχαριστία. Γιατί η αχαριστία γεννά και άλλες αμαρτίες: την υπερηφάνεια, την σκληροκαρδία, την πνευματική τύφλωση.


Η αχαριστία δεν είναι απλώς έλλειψη ευγένειας· είναι έλλειψη ταπείνωσης, είναι άγνοια του θαύματος της ζωής. Και το αντίδοτό της δεν είναι η καταγγελία του άλλου, αλλά η αυτομεμψία. Η μετάνοια. Η ευχαριστία.

Ας μην ζητάμε, λοιπόν, απλώς να γίνουν οι άλλοι ευγνώμονες.

Ας ζητήσουμε πρώτα να γίνουμε εμείς.

Ας κάνουμε την ευχαριστία τρόπο ύπαρξης. Γιατί μόνο η καρδιά που ευχαριστεί μπορεί να δει τον Θεό. Και μόνο ο άνθρωπος που θυμάται το καλό, θεραπεύεται από την πληγή της αχαριστίας.

π.Γ.Σ

Άγιος Βασίλειος ο Θαυματουργός εκ Σερβίας

 Ο Άγιος Βασίλειος, Επίσκοπος Ζακχόλμσκ, γεννήθηκε από ευσεβείς γονείς το 1610 μ.Χ. στην περιοχή του Πόποβ της Ερζεγοβίνης. Από αγάπη προς το μοναχικό βίο εγκατέλειψε την πατρική οικία και εισήλθε στη μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου του Τρέμπινκ, όπου εκάρη μοναχός.


Λόγω της αρετής του εξελέγη Επίσκοπος Ζάκχολμσκ και Σκεντερίας. Ανέλαβε τον Μητροπολιτικό θρόνο στο δεύτερο ήμισυ του 16ου αιώνα, ως διάδοχος του Επισκόπου Παύλου και προκάτοχος του Επισκόπου Νικοδήμου. Ο Άγιος Βασίλειος ήταν ένας πραγματικός ποιμένας για το ποίμνιο του Χριστού και ο Κύριος τον αξίωσε του χαρίσματος της Θαυματουργίας.


Για να γνωρίσει ο Άγιος τη βυζαντινή μοναστική και ησυχαστική παράδοση, επισκέφθηκε το Άγιον Όρος.


Ο Άγιος Βασίλειος κοιμήθηκε με ειρήνη το 1671 μ.Χ. και ενταφιάσθηκε στην πόλη Όστρογκ, στην Τσερνογκόρια, που βρίσκεται κοντά στα σύνορα με την Ερζεγοβίνη.

Άγιοι Αγάπιος και Σεκουνδίνος οι Ιερομάρτυρες και οι συν αυτοίς Τέρτουλα και Αντωνία οι Παρθένες, ανωνύμου Μάρτυρος μετά των δύο τέκνων αυτής

 Οι Άγιοι Ιερομάρτυρες Αγάπιος και Σεκουνδίνος γεννήθηκαν στην Ισπανία. Ήταν Επίσκοποι στην περιοχή της Νουμιδίας της Αφρικής και υπέστησαν μαρτυρικό θάνατο, το έτος 259 μ.Χ., επί αυτοκράτορα Βαλεριανού (253-259 μ.Χ.), μαζί με τις παρθένες Τέρτουλα και Αντωνία και μία ανώνυμη Μάρτυρα με τα δύο της τέκνα.

Άγιοι Κυντιανός και Αττικός

 Άγνωστοι στον Συναξαριστή του Αγίου Νικόδημου. Μνημονεύονται στον Συναξαριστή Delehaye ως εξής: «Άθλησις των αγίων μαρτύρων Κυντιανού και Αττικού» (σελ. 640,6). Άλλες πληροφορίες για τη ζωή τους δεν αναφέρονται.

Άγιοι Επτά Μάρτυρες Σατορνίνος, Ιακισχόλος, Φαυστιανός, Ιανουάριος, Μαρσάλιος, Ευφράσιος και Μάμμινος

 Οι Άγιοι αυτοί Μάρτυρες, ήταν στον πρότερό τους βίο ληστές. Όταν ήταν φυλακισμένοι στην Κέρκυρα, πίστεψαν στον Χριστό διά των Αγίων Αποστόλων Ιάσονος και Σωσιπάτρου. Κατόπιν μαρτύρησαν μέσα σε βρασμένη πίσσα.

Άγιοι Ευσέβιος, Ζήνων, Βιτάλιος και Νέων

 Οι άγιοι αυτοί, ήταν άπ' τους κατοίκους της Κέρκυρας, οι όποιοι πρώτοι ειλκύσθησαν από τα κηρύγματα των Αγίων Ιάσονα και Σωσίπατρου, και έγιναν ένθερμοι συνεργάτες στο αποστολικό τους έργο. Ο άρχοντας Κερκυλλινος τους κατεδίωξε και αφού τους συνέλαβε, τους γύμνωσε και τους μαστίγωσε σκληρά. Επειδή όμως αρνήθηκαν να θυσιάσουν στα είδωλα, τους φυλάκισε και κατόπιν αφού άναψε μεγάλη φωτιά, τους έριξε μέσα και έτσι αξιώθηκαν του αθανάτου μαρτυρικού στεφάνου.

Άγιος Ιωάννης ο Καλοκτένης Μητροπολίτης Θηβών

 «Τῇ 29η τοῦ μηνός Ἀπριλίου μνήμη του εν Ἁγίοις Πατρός ημών Ἰωάννου Μητροπολίτου Θηβῶν καί ἐξάρχου πάσης Βοιωτίας τοῦ Καλοκτένους καί νέου Ἐλεήμονος».


Κατά τον Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας «διά να μάθη τις τόν βίον ἀνθρώπου παλαιοτέρας ἐποχής, πρέπει νά γνωρίση την κοινωνικήν καί πολιτικήν κατάστασιν τῶν χρόνων ἐκείνων, να γνωρίζη τόν τρόπον τῆς ζωῆς τῶν τότε ἀνθρώπων, την χώραν, είς τήν ὁποίαν ἐκείνος ἔζησε, καί ἐπί τούτων στηριζόμενος ὡς ἐπί ἀσφάλῶν θεμελίων νά μελετήση καί περιγράψη τόν βίον τοῦ προσώπου».


Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για τη ζωή και τη δράση του Αγίου Ιωάννη του Καλοκτένη. Η εποχή στην οποία έζησε ο Άγιος (12ος αιώνας μ.Χ.) χαρακτηρίζεται από σοβαρά ιστορικά γεγονότα και κοινωνικές ανακατατάξεις όχι μόνο στην περιοχή της Βοιωτίας, αλλά και σε ολόκληρη την Βυζαντινή Αυτοκρατορία από τα βόρεια σύνορα της μέχρι τα ακρότατα, τα νοτιότατα σύνορα. Η Αυτοκρατορία επί βασιλείας Μανουήλ Α΄ του Κομνηνού απειλείται από παντού από εχθρούς οι οποίοι οραματίζονταν τον πλούτο του Κράτους. Οι Νορμανδοί με το βασιλιά τους Ρογήρο κατέρχονταν προς τα νότια καί απειλούσαν τις ακραίες περιοχές του Βυζαντίου. Οι πρώτοι Σταυροφόροι εγκαθιδρυμένοι από πολλά χρόνια στην περιοχή των Ιεροσολύμων, απειλούνταν από τους Σαρακηνούς και ζητούσαν βοήθεια από τη Δύση την οποία και έδωσαν οι βασιλείς της Γαλλίας Λουδοβίκος Ζ΄ καί της Γερμανίας Κονράδος Γ΄. Ταυτόχρονα οι Νορμανδοί εισβάλλουν στην Ελλάδα, καταλαμβάνουν την Κέρκυρα, περιπλέουν την Πελοπόννησο, λεηλατούν την Αιτωλοακαρνανία, εισπλέουν στον Κορινθιακό καί μέσω της Κρίσας (σημερινό Χρυσό) επιτίθενται εναντίον των Θηβών.


Η Θήβα την εποχή εκείνη είχε μεγάλη ακμή. Ήταν σπουδαίο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο. Φημισμένα ήταν τα μεταξουργεία των Θηβών. Η πόλη κατείχε τα πρωτεία στη Στερεά Ελλάδα καί ήταν πρωτεύουσα της. Εκεί είχε την έδρα του ο Μητροπολίτης Θηβών ο οποίος έφερνε τον τίτλο «Έξαρχος πάσης Βοιωτίας». Στην πόλη αυτή επέδραμαν οι Νορμανδοί, την βρήκαν ανυπεράσπιστη, επειδή τα βασιλικά στρατεύματα φρόντιζαν την Κωνσταντινούπολη, και την κατέλαβαν. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή του εθνικού μας Ιστορικού Παπαρρηγόπολου «Χρυσός, άργυρος, πολύτιμοι λίθοι, τα πάντα απήχθησαν, εμπορικαί αποθήκαι, ιδιωτικαί οικίαι, ιεροί Ναοί, τα πάντα εγυμνώθησαν καί έπειτα πάντες οι πολίται ηναγκάσθησαν να ομόσωσιν ότι ουδέν απέκρυψαν των πολυτίμων πραγμάτων, καί ουδέ τούτο ήρκεσεν, αλλά πολλοί ηχμαλωτεύθησαν και άνδρες καί γυναίκες, καί μάλιστα όσοι εφημίζοντο ως επιτήδειοι μεταξουργοί». Την ίδια εποχή λεηλατήθηκαν η Κόρινθος, η Ευβοια καί η Αθήνα. Οι Θηβαίοι αιχμάλωτοι μεταφέρθηκαν στο Πάνορμο της Σικελίας όπου δίδαξαν την τέχνη του μεταξιού στους κατοίκους.


Κάτω από αυτές τις συνθήκες γεννήθηκε στα μέσα του 12ου αιώνα μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη από γονείς ευγενείς – τον Κωνσταντίνο Καλοκτένη και τη σύζυγό του Μαρία – ο Ιωάννης. Παιδί προσευχής (μιάς και οι γονείς του ήσαν για χρόνια άτεκνοι) ο Ιωάννης αφιερώθηκε από τη σύλληψη του ακόμη, από τους γονείς του στην Εκκλησία. Ανατράφηκε με επιμέλεια από τη μητέρα του η οποία φρόντισε να λάβει ο Ιωάννης την απαιτούμενη μόρφωση. «Από μαθήσεως εις μάθησιν προβαίνων ο Άγιος, χάρις εις την μεγάλην αυτού επιμέλειαν καί ευφυΐαν, εγένετο πρότυπο αληθούς μαθητού».


Δωδεκαετή τον παρέδωσε ο πατέρας του στον Μέγα Δομέστικο της Βυζαντινής Αυλής, στον αρχηγό των στρατιωτικών, προκειμένου να τον εκπαιδεύσει στα στρατιωτικά. Όμως η κλίση του προς την Εκκλησία παρά προς το στρατό, η επίδραση της μητέρας του, αλλά και η ευχή που είχαν κάνει οι γονείς του, υποχρέωσαν τον Μέγα Δομέστικο να τον κατατάξει στην τάξη των ιερομονάχων. Έκτοτε ο Ιωάννης άρχισε να προετοιμάζεται με περισσότερη δραστηριότητα για το υψηλό αξίωμα. Από μικρή ηλικία έδειξε την κλήση του στα γράμματα. Σπούδασε τα «ἱερά γράμματα», Ρητορική, Φιλοσοφία άλλες «θύραθεν ἔπιστῆμες». Λόγω της μεγάλης ευσέβειας και της αγάπης του προς τη Θεοτόκο αξιώθηκε να ακούσει τη φωνή Εκείνης όταν κάποια μέρα διάβαζε τους χαιρετισμούς: «Χαίρε, Νύμφη, Ανύμφευτε», «Χαίροις και εσύ των Θηβών προστάτα» ήταν η συνομιλία.


Εν τω μεταξύ η εκκλησιαστική κατάσταση στην πόλη των Θηβών ήταν απελπιστική. Ο Μητροπολίτης Θηβών από τη μεγάλη λύπη για την κατάσταση αυτή και λόγω των καταπιέσεων των Νορμανδών πέθανε. Ο νέος Μητροπολίτης που εκλέγεται στην Κωνσταντινούπολη, πεθαίνει καθ’ οδόν. Το Πατριαρχείο δεν είχε λάβει σοβαρά υπόψη την κατάσταση της Θήβας. Κάτω όμως από την πίεση των Θηβαίων επέλεξε ως καταλληλότερο πρόσωπο για την έδρα Πάσης Βοιωτίας τον Ιωάννη, ο οποίος μόναζε σε Μονή της Κωνσταντινούπολης. Ο ήδη εκλεγμένος από τη Θεοτόκο προστάτης των Θηβών δεν μπορούσε να αρνηθεί την εκλογή και τη χειροτονία του ως Μητροπολίτη Θηβών. Η εκλογή αυτή χαροποίησε τους Θηβαίους και τους έδωσε ελπίδες και δυνάμεις.


Ο Άγιος Ιωάννης υπήρξε άνθρωπος του πνεύματος και της δράσης. Όχι μόνο ανακούφιζε τους πτωχούς Χριστιανούς της επαρχίας του με την ελεημοσύνη, αλλά αγωνίσθηκε και έδωσε ώθηση στην κοινωνική και οικονομική ζωή. Βρήκε κατεστραμμένη την πόλη και την περιοχή και γι’ αυτό ξεκινά αμέσως το δύσκολο έργο του.


Και πράγματι με την είσοδο του ο Άγιος στην πόλη άρχισε αμέσως να εργάζεται για την ευτυχία της. Τα εμπόδια ήταν πολλά. Από τη μία οι Νορμανδοί είχαν στην κυριολεξία αφανίσει κάθε πλούτο από την περιοχή και από την άλλη οι 2.000 περίπου Εβραίοι, οι οποίοι εν τω μεταξύ είχαν καταφθάσει, προσπαθούσαν να αλλοιώσουν το φρόνημα των Θηβαίων προσφέροντες δουλειά και χρήματα. Η απουσία υλικών αγαθών και η διάβρωση της Χριστιανικής πίστης ήταν δύο μέτωπα εναντίον των οποίων έπρεπε να αγωνισθεί ο Άγιος.


Η ανέγερση του Ναού της Θεοτόκου με χρήματα από την πατρική του περιουσία, η πατρική διδασκαλία του, η διαρκής ελεημοσύνη του και βοήθεια έκανε πολλούς Εβραίους και Αρμένιους να ασπαστούν τη Χριστιανική πίστη, ο δε πιστός λαός από τότε του έδωσε το όνομα του Νέου Ελεήμονος.


Εκτός από αυτά ο Άγιος έκανε πολλά έργα κοινής ωφέλειας στην πόλη. Η εκτροπή του ποταμού Ισμηνου προσέφερε στην πεδιάδα των Θηβών, αλλά και στα προάστια, Πυρί και Άγιος Θεόδωρος γονιμότητα και δύναμη, θέτωντας σε λειτουργία υδρόμυλους και θεμελίωσε υδραγωγεία. Το ποτάμι αυτό πήρε αργότερα το όνομα Αγίαννης. Στο σημείο της εκτροπής οι Θηβαίοι έκτισαν ναό προς τιμήν του Αγίου, ερείπια του οποίου σώζονται μέχρι σήμερα. Κατασκεύασε γέφυρες, διευκολύνοντας τη διέλευση των ανθρώπων. Ονομαστή η «Ιωαννιάδα» του, (κατά μίμηση της Βασιλειάδας). Ίδρυσε Γηροκομείο, Πτωχοκομεία, Νοσοκομεία και Σχολεία τόσο χρήσιμα τα έργα αυτά για την εποχή του Αγίου. Σαν άλλο δε Υπουργείο περιβάλλοντος ο Άγιος με την μεταφορά των υδάτων στην πόλη φρόντισε για την δεντροφύτευση ιδιαίτερα μουριών κατάλληλων για την σηροτροφία. Όλα τα έργα τα επέβλεπε καθημερινά προσωπικώς. Ρηξικέλευθο έργο του ο Παρθενώνας (Σχολή Γυναικών). Μάθαιναν γράμματα και τέχνες. Με τα χειροτεχνήματα τους, βοηθούσαν τους εμπερίστατους. «Δεν άφησε το πλοίον εις την διάκρισην των ανέμων και της τρικυμίας, αλλ’ως επιδέξιος κυβερνήτης προεφύλαττε τούτο από πάσης επικινδύνου πορείας, ίνα μη επιπίπτουν εις τους βράχους συντριβή» σημειώνει ο Συναξαριστής.


Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι ο Άγιος τη δύσκολη εκείνη εποχή όχι μόνο έσωσε την πόλη από ολοσχερή καταστροφή, τέτοια που ούτε τα θεμέλια της δεν θα βρίσκαμε σήμερα, αλλά και την ανύψωσε σε θέση περιωπής και την κατέστησε μεγάλο βιομηχανικό και εμπορικό κέντρο. Γι’ αυτό οι Θηβαίοι ενόσω ακόμη ζούσε ο Άγιος τον είχαν ανακηρύξει προστάτη τους.


Έλαβε μέρος στη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως το 1166 μ.Χ. επί Αυτοκράτορος Μανουήλ Κομνηνού. Από τα πρακτικά αυτής της Συνόδου, διασώζεται η θεολογική διδασκαλία του Αγίου: «Ἐρωτηθεὶς ὁ Θηβῶν Ἰωάννης εἶπεν: Ἐπεί τὸν Υἱὸν συγκτίστην καὶ συνδημιουργὸν τῷ Πατρὶ οἶδα, δι’ Αὐτοῦ γὰρ καὶ τοὺς αἰῶνας ἐποίησεν , ἴσον ἔχω Τοῦτον τῷ Πατρί. Ἐπεί δ’ εἶπεν ὅτι ὁ Πατήρ μου μείζων μού ἐστι, καὶ ἐτυπώθη τῆ προτεραία κατεξετασθῆναι, πῶς τινες τῶν Ἁγίων προσέθεντο. Καὶ κατὰ τὸ ἀνθρώπινον νοῶ τοῦτο εἰρῆσθαι παρ’ Αὐτοῦ διὰ τὴν ταπείνωσιν καὶ τὴν ἄκραν συγκατάβασιν πρὸς τὴν φύσιν τὴν ἀνθρωπίνην ἣν προσελάβετο, καθ’ ἣν παραπλησίως ἡμῖν σαρκὸς καὶ αἵματος κεκοινώνηκεν». Η μαρτυρία αυτή είναι πολύ σημαντική, διότι αποδεικνύει τη μεγάλη θεολογική κατάρτιση και τη βαθιά πίστη του Αγίου.


Μετά την ειρηνική κοίμηση του μεταξύ του 1182 και 1193 μ.Χ. και την αναγνώριση της αγιότητος του ανήγειραν μεγαλοπρεπή Ναό όπου κατέθεσαν τα Λείψανα του. Σήμερα ο ναός αυτός δεν σώζεται. Στα θεμέλια του κτίστηκε στα τέλη του περασμένου αιώνα περικαλλής Ναός ο οποίος και σώζεται μέχρι τις μέρες μας.


Υπάρχουν φήμες πως τα Τίμια & Χαριτόβρυτα Λείψανα του βρίσκονται στην Ιταλία.


Μέχρι σήμερα διατηρείται η ανάμνηση των έργων υποδομής του Αγίου μεταξύ των κατοίκων των Θηβών, και της γύρω περιοχής.



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος πλ. δ'.

Ἐκ μέσης τὸν Κύριον, ἐπιποθήσας ψυχῆς, τὰ ῥέοντα ἔφυγες, καὶ ἐπιπόνῳ ζωή, τὴν σάρκα ἐξέτηξας· ἔσπευσας Ἱεράρχα, Βοιωτὼν Ἰωάννη, φίλος Χριστοῦ γενέσθαι, διὰ οἶκτον πενήτων· διὸ καὶ νέος ἐλεήμων, ἐκλήθης μακάριε.


Κοντάκιον

Ἦχος πλ. δ'. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ σοφὲ τοὺς οἴακας, ἐπιστημόνως χειρισθεὶς ταύτην ἀκύμαντον, διεχήρησας μακάριε Ἰωάννη, τὰς ζαλώδεις καταιγίδας ἐκκρουσάμενος, καὶ βιαίας τρικυμίας τῶν αἱρέσεων· ὅθεν κράζω Σοι· Χαίροις, Πάτερ πανεύσπλαγχνε.


Μεγαλυνάριον

Τῶν Ἀρχιερέων ἡ καλλονή, καὶ τῶν ἐν κινδῦνοις, ἀντιλήπτωρ καὶ βοηθός· Χαίροις ὁ τὸ χαῖρε, παρὰ τῆς Θεοτόκου, λαβὼν ω Ἰωάννη, Θηβῶν τὸ καύχημα.


Ὁ Οἶκος

Ἄγγελος σαρκοφόρος, ἐπὶ γῆς ἀνεφάνης, τὴν φλόγα τῆς σαρκὸς κατασβέσας· καὶ τὰ θανατηφόρα Σατάν, καὶ πυρφόρα βέλη κραταιῶς Ὅσιε, συνέτριψας· διὰ τοῦτο Σοι κράζω Ἰωάννη ταὐτά:


Χαῖρε, ποιμὴν λογικῶν προβάτων·

Χαῖρε, λιμὴν τῶν ἐν ζάλη τοῦ βίου.

Χαῖρε, τῶν πενήτων τροφὴ ἀδαπάνητε·

Χαῖρε, τῶν Ὁσίων ἁπάντων ἐφάμιλλε.

Χαῖρε, ὅτι διεσκέδασας τὴν ὁμίχλην τῶν παθῶν·

Χαῖρε, ὅτι κατεφώτισας τὰς καρδίας τῶν πιστῶν.

Χαῖρε, τοῦ Βυζαντίου ὁ θεοφυτος κλάδος·

Χαῖρε, τῆς Βοιωτίας ὁ σεπτὸς Ἱεράρχης.

Χαῖρε, λαμπρὸν Θεοῦ ἐνδιαίτημα·

Χαῖρε, σεπτὸν Ναοῦ ἐγκαλλώπισμα.

Χαῖρε, γυμνῶν ἀναπήρων τε σκέπη·

Χαῖρε, Θηβῶν μέγα κλέος καὶ στῦλε,

Χαίροις, Πάτερ πανεύσπλαγγνε.


Κάθισμα

Ἦχος πλ. δ´. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.

Ἀναβὰς εἰς τὰ ὕψη τῶν ἀρετῶν, καὶ τῇ θεία ἐκείνη καταυγασθείς, ὢ Πάτερ λαμπρότητι, τῶν δογμάτων τοῦ Πνεύματος, ἀληθῶς ἐδείχθης φωστὴρ διαυγέστατος, ἀστραπαῖς φωτίζων, τοῦ Πνεύματος ἅπαντας· ὅθεν καὶ ὁμίχλην, τῶν παθῶν ἐκδιώξας, λαὸν σου ἐποίμανας, θεαρέστως μακάριε· διὰ τοῦτο βοῶμεν σοι· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν φωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.


Έτερον Κάθισμα

Ἦχος α´. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.

Ποιμένα σε Θηβῶν, καὶ προστάτην τιμῶντες, χήρων καὶ ὀρφανῶν, μὴ κενούμενον πλοῦτον, ἀξίως δοξάζομεν, Ἰωάννη τὴν μνήμην σου, ἢν ἐδόξασεν, ὁ τῶν ἁπάντων Δεσπότης, ὃν ἱκέτευε, ἐκ πειρασμῶν καὶ κινδύνων, σωθῆναι τοὺς δούλους σου.


Έτερον Κάθισμα

Ἦχος γ´. Τὴν ὡραιότητα.

Τὴν καθαρότητα, Πάτερ τοῦ βίου Σου, καὶ τὴν λαμπρότητα,τῆς πολιτείας Σου, ἡ Θεοτόκος Μαριάμ, ἐδήλωσε παραδόξως· ὅθεν καὶ Ποιμένα σε, Βοιωτία προσήκατο, ἤν περ καὶ ἐποίμανας, θεία ῥάβδῳ τῶν λόγων σου, τὴν θάλασσαν παθῶν διαῤῥήξας, τὸν νέον Ἰσραὴλ ἐκλυτρούμενος.


Έτερον Κάθισμα

Ἦχος δ´. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῶ.

Τὸν Ἱεράρχην τοῦ Χριστοῦ Ἰωάννην, τὸν Βοιωτίας ἐλεήμονα νέον, χρεωστικὼς τιμήσωμεν φιλέορτοι, πόθῳ ἐκμιμούμενοι, τὴν αὐτοῦ πολιτείαν, ἵνα ὑπαντήσωμεν, τῷ Χριστῷ ἐν ἐλέω, λαμπαδηφόροι πάντες οἱ πιστοί, ἐν οὐρανίοις σκηναῖς ἀγαλλόμενοι.

Αγία Κέρκυρα η Μάρτυρας

 Η Αγία Κέρκυρα έζησε τον 1ο αιώνα μ.Χ. και ήταν κόρη του Βασιλιά Κερκυλλίνου και πίστεψε στον Χριστό από τα μαρτύρια των Αγίων Αποστόλων Ιάσονος και Σωσιπάτρου. Ομολόγησε τον Χριστό και πούλησε όλα της τα κοσμήματα, και τα χρήματα τα έδωσε στους φτωχούς. Όταν το έμαθε ο πατέρας της και αφού δεν μπόρεσε να μεταστρέψει τη γνώμη της, την παρέδωσε σ' έναν Αιθίοπα για να τη διαφθείρει. Αλλά ο Αιθίοπας πίστεψε στον Χριστό δι' αυτής και θανατώθηκε. Η δε Κέρκυρα βασανίστηκε με πολλούς τρόπους και στο τέλος την κρέμασαν και τη θανάτωσαν με βέλη.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιοι Ιάσονας και Σωσίπατρος οι Απόστολοι

 Οι Άγιοι Απόστολοι Ιάσων και Σωσίπατρος ανήκουν στη χορεία των Αποστόλων του Κυρίου και κατάγονταν ο μεν Ιάσων από την Ταρσό ή τη Θεσσαλονίκη, κατά το παλαιό χειρόγραφο, όπως σημειώνει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο δε Σωσίπατρος από την Αχαΐα.


Το όνομα του Ιάσων απαντά σε δύο από τα βιβλία της Καινής Διαθήκης. Στις Πράξεις των Αποστόλων και στην προς Ρωμαίους Επιστολή του Παύλου.


Ο Απόστολος Παύλος, μετά τους Φιλίππους, ήλθε στην Θεσσαλονίκη, όπου δίδαξε επί τρεις εβδομάδες. Η διδασκαλία του επέσυρε το μίσος των Ιουδαίων, οι οποίοι στράφηκαν εναντίον του, παρακινώντας και τους αγοραίους της πόλεως. Επειδή φιλοξενούνταν στο σπίτι του Ιάσονος, οι Ιουδαίοι τον αναζήτησαν εκεί. Δεν τον βρήκαν όμως, γι' αυτό έσυραν τον Ιάσονα και τους άλλους αδελφούς στους πολιτάρχες, δηλαδή στους δημοτικούς άρχοντες. Στην αφήγηση αυτή των Πράξεων των Αποστόλων αναφέρεται για πρώτη φορά το όνομα του Ιάσονα. Στην προς Ρωμαίους Επιστολή ο Παύλος αναφέρει τον Ιάσονα με εκείνους που απηύθυναν χαιρετισμούς στους παραλήπτες της Επιστολής.


Από την Αγία Γραφή, από την οποία έχουμε τις πρώτες πληροφορίες και συγκεκριμένα στην προς Ρωμαίους Επιστολή, ο Ιάσων και ο Σωσίπατρος χαρακτηρίζονται «συγγενεῖς» του Αποστόλου Παύλου. Ο χαρακτηρισμός αυτός δημιούργησε ορισμένα ερωτήματα. Κατά πάσα πιθανότητα σημαίνει ότι ο Παύλος και ο Ιάσων ήταν ομότεχνοι, πάντως όχι συγγενείς εξ αίματος. Εν τούτοις, όπως δέχονται οι ερευνητές, ο αναφερόμενος στις Πράξεις των Αποστόλων και στην Επιστολή είναι ένα και το αυτό πρόσωπο. «Τούτου τοῦ Ἰάσονος», λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, «καὶ Λουκᾶς μέμνηται. Οὐ γὰρ ἁπλῶς συγγενῆν μέμνηται, εἰ μὴ καὶ τὴν εὐσέβειαν εἶεν ἑοικότως αὐτῷ». Με το ίδιο πνεύμα ομιλεί και ο Θεοφύλακτος: «Εἰ μὴ γὰρ τοιοῦτοι ἦσαν, οὐκ ἂν αὐτῶν ἐμνήσθη». Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουν ο Θεοδώρητος Κύρου, ο Οικουμένιος και όλοι οι νεότεροι ερμηνευτές. Δέχονται δηλαδή ταυτισμό του Ιάσονος των Πράξεων και της Επιστολής.


Ο Ιάσων φαίνεται ότι διατηρούσε μικρό εργαστήριο υφαντουργίας, στο οποίο ο Παύλος βρήκε εργασία. Αυτό σημαίνει ότι ο συνεργάτης του Αποστόλου ήταν εγκατεστημένος στη Θεσσαλονίκη και ίσως μονίμως. Το Μηναίον της Εκκλησίας φέρει τον Ιάσονα Ταρσέα ως προς την καταγωγή. «Τούτων ὁ μὲν Ἰάσων Ταρσεὺς ἦν, ὃς καὶ πρῶτος ἐκεῖθεν ζωγρεῖται πρὸς τὴν εὐσέβειαν». Ίσως η άποψη αυτή σχηματίσθηκε από την φράση του Παύλου «οἱ συγγενεῖς μου» και κυρίως από παρερμηνεία σχετικής φράσεως των λεγομένων «Πράξεων τῶν Ἁγίων», έργο κατά πάσα πιθανότητα του 9ου αιώνα μ.Χ. Οι «Πράξεις τῶν Ἁγίων» αναφέρουν ότι ο Ιάσων καταστάθηκε από τον Παύλο, Επίσκοπος Ταρσού. «Ἐξ ἀρχῆς», λέγει το κείμενο των «Πράξεων τῶν Ἁγίων», «ὁμοῦ Ἰάσων τῆς Ταρσοῦ μητρόπολιν κυβερνῶν ἐμπεπίστευτο παρὰ Παύλου ὡς οἰκείαν πατρίδα». Αλλά το «οικείαν πατρίδα» δεν αναφέρεται στον Ιάσονα, αλλά στον Ταρσέα Παύλο, που εμπιστεύθηκε την πατρίδα του στον Ιάσονα. Αλλά και αν ακόμη ο Ιάσων καταγόταν από την Ταρσό, δεν θα ήταν Χριστιανός πριν από την εγκατάστασή του στη Θεσσαλονίκη. Τούτο είναι εύκολο να το ισχυρισθούμε, διότι εάν είχε γνωρίσει την χριστιανική πίστη στην Ταρσό, βρισκόμενος στην Θεσσαλονίκη έπρεπε τουλάχιστον να είχε προλειάνει το έδαφος. Το μόνο βέβαιο είναι ότι ο Ιάσων ζούσε στην Θεσσαλονίκη και ότι έγινε μαθητής του Αποστόλου Παύλου.


Η γνώμη του Holzner ότι ο Απόστολος Παύλος ήλθε από τους Φιλίππους στη Θεσσαλονίκη κομίζοντας Επιστολές προς τον Ιάσονα, συνηγορεί υπέρ της απόψεως εκείνης ότι ο Παύλος δεν γνώριζε τον Ιάσονα και ότι ο Ιάσων γνώρισε τον Χριστιανισμό από τον Παύλο. Ο Απόστολος Παύλος στα πρώτα χρόνια της ιεραποστολικής δράσεώς του, επισκεπτόταν καταρχήν τους Ιουδαίους και έπειτα απευθυνόταν στους Εθνικούς. Έτσι και στη Θεσσαλονίκη, όπως είναι γνωστό, πρώτα επισκέφθηκε τη συναγωγή, όπου και μίλησε. Πολλοί από τους ερμηνευτές ισχυρίζονται ότι ο Ιάσων ήταν Ιουδαίος. Το όνομα Ιάσων ήταν συνηθισμένο στους Έλληνες, το έπαιρναν όμως και πολλοί Ελληνιστές Ιουδαίοι. Η πληροφορία του Δωροθέου Τύρου, ότι ο Ιάσων ήταν ένας από τους Εβδομήκοντα Μαθητές του Κυρίου έχει αποκρουσθεί.


Η δράση του Ιάσονος, αρχίζει αμέσως μετά την μεταστροφή του στον Χριστό. Φιλοξενεί τον Παύλο στο σπίτι του, προσφέρει στον δάσκαλο και στους πρώτους Χριστιανούς τη βοήθειά του, διαθέτει το ίδιο του το σπίτι για τις συνάξεις και υφίσταται διώξεις χάρη του Ευαγγελίου. Η αναζήτηση του Παύλου από τους Ιουδαίους και η σύλληψη του Ιάσονος στη Θεσσαλονίκη ήταν πράξη ανεύθυνη. Αν πράγματι οι κατηγορίες ότι ενεργούσε κατά του Καίσαρος ήταν επιβεβαιωμένες, τότε έπρεπε να γίνει έρευνα όχι από τον όχλο, αλλά από τις αρχές. Οι πολιτάρχες, ύστερα από εξέταση στην οποία υπέβαλαν τον Ιάσονα και τους αδελφούς, τους άφησαν ελεύθερους και τους διαβεβαίωσαν ότι δεν επρόκειτο να ενοχληθούν. Παρόλα αυτά, η θέση του Ιάσονος δεν έπαυσε να είναι επισφαλής.


Όλα αυτά αποτελούν προοίμιο άλλων διώξεων που επρόκειτο να υποστεί ο Ιάσων. Ο ιερός Χρυσόστομος, επαινώντας τον Απόστολο Ιάσονα, τον χαρακτηρίζει θαυμαστό: «Θαυμαστὸς ὁ ἀνὴρ εἰς κινδύνους ἑαυτὸν ἐκδοὺς καὶ ἐκπέμψας αὐτούς».


Μετά τα συμβάντα στη Θεσσαλονίκη, ο Παύλος αναχωρεί γρήγορα για την Βέροια. «Οἱ δὲ ἀδελφοὶ διὰ νυκτὸς ἐξέπεμψαν τόν τε Παῦλον καὶ Σίλαν εἰς Βέροιαν». Πρωτοστάτης για τη φυγάδευση του διδασκάλου τους ήταν ο Ιάσων, ο οποίος έμεινε στη Θεσσαλονίκη διοργανώνοντας την πρώτη Εκκλησία.


Όταν οι Απόστολοι Τιμόθεος και Σίλας πήγαν στην Κόρινθο, ο Ιάσων τους έδωσε χρήματα για τον Παύλο. Και όταν ο Απόστολος Παύλος έγραφε την προς Ρωμαίους Επιστολή, ο Ιάσων ήταν στην Κόρινθο και απηύθυνε χαιρετισμούς στους Χριστιανούς της κοινότητος της Ρώμης.


Μια παράδοση φέρει τον Απόστολο Ιάσονα Επίσκοπο της γενέτειρας του διδασκάλου του, τον δε Απόστολο Σωσίπατρο Επίσκοπο Ικονίου. Άλλη πάλι παράδοση, την οποία όμως αποκρούουν οι ερμηνευτές, θέλει τον Ιάσονα Επίσκοπο Ικονίου. Τόσο ο Ιάσων όσο και ο Σωσίπατρος ήλθαν στην Κέρκυρα, όπου ανέπτυξαν πλούσια δράση.


Και οι δύο συνεργάτες του Αποστόλου Παύλου, εξαιτίας της ιεραποστολικής τους δραστηριότητας, συκοφαντήθηκαν, συνελήφθησαν και ρίχθηκαν στη φυλακή από τον ηγεμόνα Κερκυλλίνο. Στην φυλακή μετέστρεψαν επτά ληστές στον Χριστό, οι οποίοι αργότερα μαρτύρησαν για την πίστη τους και το δεσμοφύλακα Αντώνιο. Οι δύο Απόστολοι παραδόθηκαν από τον ηγεμόνα στον έπαρχο Καπριανό, ο οποίος μην μπορώντας να τους μεταπείσει, τους έριξε στην φυλακή.


Τα βασανιστήρια που υπέστησαν από τον έπαρχο οι δύο Απόστολοι, συγκίνησαν την θυγατέρα του ηγεμόνος, Κέρκυρα, η οποία ασπάσθηκε τον Χριστιανισμό. Οι δύο Απόστολοι ρίχθηκαν σε ένα σιδερένιο καζάνι, όπου υπήρχε πίσσα και ρητίνη. Ο Ιάσων εξήλθε αβλαβής, ενώ ο Σωσίπατρος πέθανε. Από τη δοκιμασία αυτή των δύο Αποστόλων, ο ηγεμόνας μετανόησε, κατηχήθηκε, βαπτίσθηκε και μετονομάσθηκε Σεβαστιανός.


Ο Απόστολος Ιάσων, όπως αναφέρουν οι «Πράξεις τῶν Ἁγίων», έζησε μέχρι τα βαθειά γεράματα, διακονώντας την Εκκλησία της Κέρκυρας και χτίζοντας ναούς. Οι Κερκυραίοι για την προσφορά των δύο Αποστόλων, τους ευλαβούνται και προς τιμήν τους υπάρχει περικαλλής ναός, που θεωρείται ο αρχαιότερος στην πόλη.


Οι τίμιες κάρες των Αγίων Αποστόλων Ιάσονος και Σωσιπάτρου φυλάσσονται με ευλάβεια στην ιερά μονή Οσίου Λουκά Βοιωτίας.



Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Δυὰς ἡ ὁμότροπος, τῶν Ἀποστόλων Χριστοῦ, Ἰάσων ὁ ἔνδοξος, Σωσίπατρος ὁ κλεινός, συμφώνως τιμάσθωσαν οὗτοι γὰρ δεδειγμένοι, τὸν τῆς χάριτος λόγον, ηὔγασαν ἐν Κερκύρᾳ, εὐσεβείας τὸ φέγγος, πρεσβεύοντες τῷ Κυρίῳ, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.


Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος γ’.

Ἀπόστολοι ἅγιοι, πρεσβεύσατε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.


Κοντάκιον

Ἦχος β’. Χειρόγραφον εἰκόνα.

Τοῖς δόγμασι τοῦ Παύλου καταυγασθέντες, γεγόνατε φωστῆρες τῆς οἰκουμένης, τρισμακάριοι· καταυγάζετε γὰρ ἀεί κόσμον θαύμασιν, Ἰάσον, ἡ πηγή τῶν ἱαμάτων, Σωσίπατρε, Χριστοῦ Μαρτύρων κλέος, Ἀπόστολοι θεοφόροι, προστάται τῶν ἐν ἀνάγκαις, καθικετεύσατε Θεῷ, τοῦ σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.


Μεγαλυνάριον

Χαίροις Ἀποστόλων ἡ ξυνωρίς, τῆς σεπτῆς Τριάδος, δημηγόροι καὶ ὑπουργοί, σὺν τῷ Σωσιπάτρῳ, Ἰάσων θεοφόρε· ὑμεῖς γὰρ ἀληθείας, ὤφθητε στόματα.


Ὁ Οἶκος

Ἀπόστολοι θεηγόροι, καὶ κήρυκες εὐσεβείας, διδάσκαλοι καὶ προστάται εὐσεβούντων ἀεισέβαστοι, παρεστηκότες Θεῷ, καὶ φωτὸς θείου πληρούμενοι, καὶ στεφάνοις ἐγκοσμούμενοι, φωτίσατε ἡμᾶς δεόμεθα, γεραίρειν τὴν ὑμῶν πανέορτον πανήγυριν, ἐν εὐφήμοις ὑμνῳδίαις εὐσεβῶς· πάντες γὰρ ἐσμεν ποίμνιον ὑμῶν, λυτρωθέντες τῆς πλάνης ἐν χάριτι, ἀλλ' ὡς ὄντες σωτῆρες τῶν πιστῶν, σπεύσατε πρὸς τὸν Κτίστην, πρεσβεύειν παρρησίᾳ, τοῦ σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.


Κάθισμα

Ἦχος α'. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.

Ἰάσονα πιστοί, καὶ Σωσίπατρον ὕμνοις, ὡς μύστας ἱερούς, τῆς Ἁγίας Τριάδος, καὶ κήρυκας τῆς Πίστεως, ἐπαξίως τιμήσωμεν, ὅπως λάβωμεν, ταῖς παρακλήσεσι τούτων, πάντες ἔλεος, καὶ χάριν εὕρωμεν θείαν, εἰς εὔκαιρον βοήθειαν.


Δευτέρα 28 Απριλίου 2025

«Καλώς ήλθες, Θεέ μου. Καλώς ήλθες».

 Η ιερά ώρα της θείας κοινωνίας ήτο ιδιαιτέρως ευλογημένη.

Παρ’ όλην την σωματικήν εξάντλησιν ήτοιμάζετο από ώρες πριν και ήτο ικανός να περιμένη και μίαν ώραν εις την καρέκλαν διά να πάρη Χριστόν…

Εις την εμφάνισιν του Ιερέως εις την θύραν του κελλίου του εσήκωνε τα αδύναμα χέρια του και εφώνει εξ όλης ψυχής.

«Καλώς ήλθες, Θεέ μου. Καλώς ήλθες».

Μετελάμβανεν μόνος με τόσον ιερόν πόθον και κατάνυξιν ωσάν να ήτο η πρώτη κοινωνία της ζωής του.

Με τα την θείαν μετάληψιν επεσφράγιζε την ευχαριστίαν του με τας λέξεις:

– Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου. Σ’ ευχαριστώ…

Ο πόθος και η ζέσις της καρδίας του ήτο όλας τας φοράς που μετελάμβανε πάντοτε ο αυτός. Ηλλοιούτο κυριολεκτικώς, οσάκις εκοινώνει.

Δύο όμως από όλας τας φοράς η αλλοίωσις του προσώπου ήτο τοιαύτη που δεν ετόλμας να τον ατενίσης.

Ήτο όλος φως ουρά νιον…

Μετά την θείαν κοινωνίαν έλεγε με υψωμένας τας χείρας.

Πάρε με. Θεέ μου! Πάρε με!


Απόσπασμα από το βιβλίο, «Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος, (Ο ουρανοδρόμος οδοιπόρος) 1884-1980», τόμος α’, των εκδόσεων Ορθόδοξος Κυψέλη.

Πώς ανέχονται όλη την κακία και την αμαρτία πού υπάρχει στον κόσμο και εμείς να μην ανεχόμαστε τον αδελφό μας! ;

 -Γέροντα, πώς μπορεί να ζήση σήμερα κανείς μέσα στην κοινωνία σωστά, χριστιανικά, χωρίς να σκανδαλίζεται από τους ανθρώπους πού ζουν μακριά από τον Θεό;

-Γιατί να σκανδαλίζεται από τους άλλους πού δεν είναι κοντά στον Θεό; Εάν ήταν μέσα σε μία οικογένεια και είχε εξι-όκτώ αδέλφια και ένα-δύο από αυτά τα παρέσυ­ρε ό σατανάς και ζούσαν αμαρτωλή ζωή, θα τον σκαν­δάλιζε ή αμαρτωλή ζωή τους;


– Όχι, θα πονούσε, γιατί θα ήταν αδέλφια του.

– Ε, λοιπόν, το κακό βρίσκεται μέσα μας. Δεν έχουμε αγάπη, γι’ αυτό δεν νιώθουμε όλους τους ανθρώπους αδελφούς μας και σκανδαλιζόμαστε από την ζωή τους. Όλοι είμαστε μία μεγάλη οικογένεια και είμαστε μετα­ξύ μας αδέλφια, γιατί όλοι οι άνθρωποι είναι παιδιά του Θεού. Εάν νιώσουμε πραγματικά ότι είμαστε αδέλφια με όλους τους ανθρώπους, θα πονούμε για όσους ζουν μέσα στην αμαρτία και δεν θα μας σκανδαλίζει ή αμαρ­τωλή ζωή τους, άλλα θα προσευχόμαστε γι’ αυτούς.

Άρα, αν σκανδαλιζώμαστε, το κακό βρίσκεται μέσα μας· δεν είναι έξω από μας. Να λέμε στον εαυτό μας, όταν σκανδαλίζεται:

 «Εσύ πόσους σκανδαλίζεις; Για όνομα του Θεού, να μην ανέχεσαι τον αδελφό σου; Εσένα πώς σε ανέχεται ό Θεός με τόσα πού κάνεις;». 

Σκεφθείτε τον Θεό, την Παναγία, τους Αγγέλους, πού βλέπουν στην γη όλους τους ανθρώπους – σαν να βρίσκονται σε ένα μπαλ­κόνι και βλέπουν στην πλατεία τους ανθρώπους πού είναι συγκεντρωμένοι εκεί – άλλους να κλέβουν, άλλους να μαλώνουν, άλλους να αμαρτάνουν σαρκικά κ.λ.π.


 Πώς τους ανέχονται! Πώς ανέχονται όλη την κακία και την αμαρτία πού υπάρχει στον κόσμο και εμείς να μην ανεχώμαστε τον αδελφό μας! Είναι φοβερό!


Όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης

Σύναξη της Παναγίας Χρυσαφίτισσας στην Μονεμβασία

 Νοτιοανατολικώς του Ιερού Ναού του «Ἐλκομένου Χριστοῦ», εν Μονεμβασία, ευρίσκεται ο Ιερός Ναός της Υπεραγίας Θεοτόκου, ο επιλεγόμενος Ναός της Παναγίας της Χρυσαφιτίσσης. Ο Ναός ούτος είναι κτίσμα τού 17ου αιώνος μ.Χ., εκτισμένος επί θέσεως άλλου παλαιοτέρου Ναού, της Παναγίας της Οδηγητρίας, όστις υπήρχε πρό του 1150 μ.Χ. υπό την έννοιαν παλαιάς Μονής. Εις τον ως άνω Ιερόν Ναόν είναι τεθησαυρισμένη η Αγία και Ιερά Εικών της Παναγίας Χρυσαφιτίσσης, η οποία, ως διέσωσε μέχρι σήμερον η λαϊκή παράδοσις, ευρίσκετο αρχικώς εις το χωρίον Χρύσαφα, εξ ου και Χρυσαφίτισσα, της επαρχίας Λακεδαίμονος, εις Ναόν τιμώμενον επ ονόματι αυτής.


Κατά θαυμαστόν τρόπον η πάνσεπτος Εικών της Χρυσαφιτίσσης ευρέθη εις Μονεμβασίαν, εις τον μέχρι σήμερα τόπον ένθα αναβλύζει θαυματουργικώς από τότε πόσιμον ύδωρ, το οποίο καλείται έκτοτε «αγίασμα Χρυσαφιτίσσης», και θεραπεύει ποικίλας νόσους, συντελεί δε εις απόκτησιν τέκνων και δη αρρένων.


Η ως ο λόγος παράδοσις σχετίζεται προς παλαιάν τοιαύτην του 10ου αιώνος μ.Χ. και ομοιάζει προς την παράδοσιν περί της Παναγίας της Οδηγητρίας της Μονεμβασίας.


Η σεπτή Εικών της Χρυσαφιτίσσης φαίνεται να είναι έργον του 15ου - 16ου αιώνος μ.Χ., σχήματος μικρού, εξαιρετικής Βυζαντινής τέχνης. (Πρβλ. Π. Καλονάρου εν λεξικώ «ΗΛΙΟΣ», τόμος 13, σελ. 738, άρθρον η Μονεμβασία).


Κατά την λαϊκήν παράδοσιν, ελθόντες έμποροι εκ του χωρίου Χρύσαφα εις την πόλιν της Μονεμβασίας μαζί με άλλους προσκυνητάς κατά την πανήγυριν της Παναγίας και εισελθόντες εις τόν Ναόν της Χρυσαφιτίσσης εν Μονεμβασία δια να προσκυνήσουν και να προσφέρουν τα «τάματά των», ανεγνώρισαν την Εικόνα των, την Χρυσαφίτισσαν και εφώναζον: «Οι Μονεμβασίται μας έκλεψαν την Εικόνα μας, την Χρυσαφίτισσά μας», ηξίωσαν δε να γίνη δίκη περί του πράγματος τούτου και ο δικαστής τοις απέδωκε την εικόνα, την οποίαν παραλαβόντες οι Χρυσαφίται μετά τιμών και δόξης μετέφερον εις Χρύσαφα εις τον Ναόν της. Η ιερά Εικών παρέμεινεν εις τον θρόνον της εν τω Ναώ της εις Χρύσαφα και όταν οι κάτοικοι ετελείωσαν τας δεήσεις και έκλεισαν τον Ναόν, την νύκτα η σεπτή Εικών έφυγε και ήλθεν εις Μονεμβασίαν, ένθα παρέμεινεν έκτοτε εις τον εν αυτή Ιερόν Ναόν της, ποιούσα θαύματα τοις πιστώς προσερχομένοις.


ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΧΡΥΣΑΦΙΤΙΣΣΗΣ


Κατά τόν Ιερόν Δαμασκηνόν, η τιμή προς τας Ιεράς Εικόνας δεν αποδίδεται εις αυτό τούτο το εικόνισμα, «αλλ’ επί το πρωτότυπον διαβαίνει». Ούτω, ο τιμών και σεβόμενος τας Εικόνας των Αγίων και της Κυρίας Θεοτόκου, αυτομάτως τιμά και γεραίρει το εις τον Ουρανόν ευρισκόμενον άγιον πρόσωπον και λαμβάνει παρ’ αυτού χάριν και ανταπόδοσιν της αποδιδομένης τιμής. Ούτω και η Υπεραγία Θεοτόκος, η καταδεχομένη να ονομάζεται: Τριχερούσα, Πορταΐτισσα, Γλυκοφιλούσα, Βρεφοκρατούσα, Γερόντισσα, Κατερινιώτισσα ή Κατερινού, Εσφαγμένη, Οδοιπορούσα, Προυσσιώτισσα, Έλωνα, Μεγαλόχαρη Τήνου, Χρυσαφίτισσα, λαβούσα τας ως άνω ονομασίας εκ του τόπου της θαυματουργίας των Ιερών Εικόνων της, θαυματουργει επί των ειλικρινώς και αγνώς δεομένων αυτής και προσπιπτόντων προς αυτήν.


Η χάρις της Παναγίας δια της Ιεράς Εικόνος της, της Χρυσαφιτίσσης, ετέλεσε πολλά θαύματα και επαρηγόρησε πολλάς τεθλιμμένας καρδίας, εδρόσισε ταλαιπωρημένας ψυχάς και εξέχεε βάλσαμον παρηγορίας εις τους πονεμένους ανθρώπους τους επικαλεσθέντας εν πίστει την βοήθειάν της.


Πριν η διηγηθώμεν τα θαύματα της Χρυσαφιτίσσης, θεωρούμεν σκόπιμον να αναφερθώμεν εις το θαύμα της ιάσεως της Ηγουμένης Μάρθας εκ της πολυχρονίου και ακατασχέτου αιμορραγίας, λέγοντες, ότι το θαύμα τούτο αφορά εις την από του 10ου αιώνος μ.Χ. ιδρυθείσαν εις τον ίδιον τόπον ένθα ο σημερινός Ιερός Ναός της Χρυσαφιτίσσης Ιεράν Μονήν της Οδηγητρίας εν Μονεμβασία.


ΘΑΥΜΑ 1ον.


Ήδη, αρχόμενοι των θαυμάτων της Παναγίας Χρυσαφιτίσσης, ιστορούμεν το πρώτον.


Παις τις ονομαζόμενος Μελέτιος Καλογεράς, πενταετής ων, εστάλη υπό του πατρός αυτού Ελευθερίου, κατά τας Απόκρεω, να μεταφέρη εν σακκούλιον ορυζίου μικρής ποσότητος εις την οικίαν του θείου αυτού Ιωάννου Κοντολέου, όπου έμελλον να συμφάγουν ως συγγενείς κατά την συνήθειαν. Καθ’ οδόν δε προσβληθείς υπό σεληνιασμού εκ συνεργείας του μισοκάλου δαίμονος, έπεσε χαμαί. Μαθούσα τούτο η μήτηρ, έτρεξε μετά σπουδής όπου ευρίσκετο ο υιός της, έλαβεν αυτόν εις τας αγκάλας της, και μετέφερεν αυτόν αμέσως εις τον οίκον της τρέμοντα και αφρίζοντα. Ο πατήρ του παιδός μεταβαίνων δι’ άλλης οδού εις την αγοράν, έμαθε το δυσάρεστον συμβάν του παιδός του και επιστρέφει αμέσως εις τον οίκον του όπου είδε την αθλίαν κατάστασιν αυτού μετά μεγάλης αυτού θλίψεως, πόνου και τρόμου και πάραυτα χωρίς να χάση καιρόν, έτρεξεν εις τον άμισθον και παντοδύναμον ιατρόν, εις την Αγίαν Εικόνα, λέγω, της Θεοτόκου Χρυσαφιτίσσης, ευρισκομένης ως προείπον, εις τον Ναόν του Ελκομένου Χριστού, όπου, άμα έφθασε, μετά συντριβής ψυχής και καρδίας εγονυπέτησεν ενώπιον της Αγίας και θαυματουργού Εικόνος, και μετά θερμών δακρύων παρεκάλεσε την Κυρίαν Θεοτόκον δια την θεραπείαν του παιδός του. Μετά την θερμήν αυτήν δέησιν είδεν, ω του θαύματος! ότι όλα τα χρυσά και αργυρά αφιερώματα, όσα εκρέμοντο επί της θείας Εικόνος, εκινήθησαν και συνεκρούσθησαν προς άλληλα, και ήχησαν ως ηχούσιν οι κωδωνίσκοι του Αρχιερέως, ενδυομένου υπό των ιεροδιακόνων αυτού και κροτούσιν εις τας ακοάς των παρευρισκομένων, ο δε πατήρ του παιδός νομίσας ότι η Θεοτόκος εδίωκεν αυτόν ως αμαρτωλόν και ανάξιον, έπεσε πρηνής και εδέετο θερμότερον. Συγγενής δε τις του Ελευθερίου Καλογερά, είδεν αυτόν τρέχοντα βιαίως προς τον Ναόν, και νομίσας ότι έτρεχε προς την θάλασσαν να αυτοκτονήση εκ της λύπης του παρηκολούθησεν αυτόν δια να τον αποτρέψη· αλλ’ αφού είδεν αυτόν εισελθόντα εις τον Ναόν, επανήλθεν εις την οικίαν του Καλογερά δια να ίδη τον ασθενή παίδα, και πάλιν επέστρεψεν εις τον Ναόν να ειδοποιήση τον πατέρα του ασθενούς ότι ο υιός του υγιαίνει, ο δε πατήρ ιδών τον συγγενή του εισερχόμενον εις την θύραν του Ναού και νομίσας ότι ο υιός του απέθανεν, έκλαιεν απαρηγόρητα· αφού όμως εβεβαιώθη ότι ζη και υγιαίνει ο υιός του εδόξασε την Υπεραγίαν Θεοτόκον και επανήλθεν εις τον οίκον του, όπου αφιχθείς ηρώτησε τον υιόν του, λέγων· Τί έχεις, Μελέτιέ μου; ο δε παις απεκρίνατο ότι δεν ημπορεί. Τότε ο πατήρ τω λέγει· Δός μου τας χείρας σου· ο δε παις έδωκεν εις τον πατέρα του την δεξιάν του χείρα, επειδή η αριστερά ήτο κρατημένη και παράλυτος· όθεν ο πατήρ εδεήθη πάλιν μετά δακρύων εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον υπέρ της τελείας αναρρώσεως του τέκνου του, και ω του θαύματος! ο παις έδωκεν αμέσως και την αριστεράν αυτού χείρα εις τον πατέρα του, διότι αποκατέστη υγιής καθ’ ολοκληρίαν ως και πρότερον.


ΘΑΥΜΑ 2ον.


Τω 1884 μ.Χ. γυνή τις πάσχουσα τας φρένας ονόματι Ευδοκία Ν. Φιφλή, εκ του χωρίου Χάρακα του Ζόρακος, ελθούσα εν Μονεμβασία περιήρχετο την πόλιν φωνάζουσα και χειρονομούσα δαιμονιωδώς. Εις τον Ναόν της Αειπαρθένου και θαυματουργού Παναγίας Χρυσαφιτίσσης κατά την εσπέραν εκείνην της εορτής της Ζωοδόχου Πηγής εκ παραδόσεως γίνεται κατανυκτική ολονυκτία. Ήτο η ώρα 10 της νυκτός, ότε η εν λόγω παράφρων εισήλθεν εις τον Ιερόν Ναόν απροόπτως. Ιδούσαι ταύτην αι την ολονυκτίαν ποιούσαι γυναίκες εφοβήθησαν σφόδρα, η παράφρων γυνή μετά χειρονομιών διηυθύνθη προ της θαυματουργού Εικόνος της Παναγίας κρατούσα εις την χείρα της τεμάχιον άρτου και επλησίασεν αυτό εις το πρόσωπον της θαυματουργού Εικόνος λέγουσα· «φάγε ψωμί και Σύ μάννα μου». Τη στιγμή εκείνην, ω του θαύματος! η Εικών μετά του θρόνου της εκινήθη και τα χρυσά και αργυρά αφιερώματα αλληλοσυνεκρούσθησαν, η δε φρενοβλαβής πεσούσα εις τα γόνατα της θαυματουργού Εικόνος προσηύχετο μέχρι πρωίας θεραπευθείσα.


ΘΑΥΜΑ 3ον.


Ομοίως τω 1886 μ.Χ. σωτήριον έτος ήλθεν εκ του χωρίου Καταβόθρα του Ασωπού εις ονόματι Κυριάκος Δημότσης πάσχων επίσης τας φρένας, κατά την Εορτήν δε της Εικόνος, τη Δευτέρα του Θωμά, ελθών εν τω Ναώ της Χρυσαφιτίσσης, εθεραπεύθη τελείως.


ΘΑΥΜΑ 4ον.


Ομοίως τω 1884 μ.Χ. γυνή τις ονόματι Καλομοίρα Σεμπέπου, εκ Λυρών της Μονεμβασίας, πάσχουσα τας φρένας εθεραπεύθη, μετά δε την θεραπείαν της μετέβη εις το εν Κυθήροις Μοναστήριον της Μυρτιδιωτίσσης και εγένετο μοναχή.


ΘΑΥΜΑ 5ον.


Αγαρηνός τις έχων οικίαν πλησίον του Ναού της Χρυσαφιτίσσης, απεφάσισε να εκτείνη αυτήν· όθεν εσκέφθη να χαλάση τα κατηχούμενα του Ναού, όπερ και έπραξε, κτίσας μάλιστα και λουτρόν προς το μέρος των κατηχουμένων, δια να πλύνηται αυτός, αι γυναίκες και τα τέκνα του κατά την συνήθειαν των Τούρκων. Αλλ’ ακούσατε, αδελφοί Χριστιανοί, και της Υπεραγίας Θεοτόκου το θαύμα! Όσα τέκνα είχεν ο ειρημένος Αγαρηνός, απέθανον όλα, ως και όσα εγεννούσε και κατόπιν απεβίωσεν άτεκνος. Εις αυτό το λουτρόν προσέτι, όστις επήγαινε να λουσθή, έβλεπεν μία γυναίκα η οποία απειλούσε ότι θα πνίξη αυτόν· ένεκα τούτου οι άνθρωποι φοβούμενοι δεν εκατοίκησαν εις την οικίαν αυτήν, ουδέποτε Χριστιανοί ή Τούρκοι έκτοτε ούτε ετολμούσαν καν και να ουρήσουν όχι εντός του Ναού, αλλ’ εκτός του Ναού αυτού, διότι ή θα εχωλαίνετο, ή θα ετυφλώνετο, ή άλλο τι κακόν θα υπέφερε, και το θαυμασιώτερον, δεν θα ιατρεύετο εκ του κακού, αν δεν προσεκάλει ιερέα τινα να ψάλλη παράκλησιν εις τον Ναόν της Χρυσαφιτίσσης· όσοι δε Τούρκοι ήσαν γείτονες του Ναού τούτου φοβούμενοι μή πάθωσι κακόν τι επρόσφερον κατά παν Σάββατον θυμίαμα εις αυτόν· πολλοί Τούρκοι και Τούρκισσαι αφιέρωσαν πολλάκις εις τον Ναόν τούτον χρυσά και αργυρά αναθήματα αφ’ ού ελάμβανον την υγείαν των δια της επικλήσεως του ονόματος της Υπεραγίας Θεοτόκου της Χρυσαφιτίσσης. Εκ των ανωτέρω δύνασθε να καταλάβητε τα άπειρα θαύματα τα οποία εξετέλεσεν η Πανάμωμος Δέσποινα Θεοτόκος εις τους Χριστιανούς και αλλοθρήσκους, επικαλουμένους την αντίληψην και προστασίαν δια της θείας Εικόνος αυτής, της επονομαζομένης Χρυσαφιτίσσης, προς δόξαν και τιμήν αυτής. Ης ταις Αγίαις Πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ημών ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ´. Ταχὺ προκατάλαβε.

Ὡς δῶρον οὐράνιον, τῇ εὐδοκίᾳ τῇ σῇ, ἡ πόλις ἐκτήσατο, Μονεμβασίας Ἁγνή, τὴν θείαν Εἰκόνα σου· ᾗ περ καὶ προσιοῦσα, Χρυσαφίτισσα Κόρη, λαμβάνει ἀεὶ ἐκ ταύτης, πᾶσαν χάριν βοῶσα· Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ.


Κοντάκιον

Ἦχος πλ. δ´. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Τῇ προστασίᾳ σου Παρθένε Χρυσαφίτισσα Ἀεὶ προστρέχοντες κινδύνων ἐκλυτρούμεθα τὰς πολλάς σου ἀνυμνοῦντες εὐεργεσίας. Ἀλλ᾿ ὡς σκέπη καὶ θερμὸν ἡμῶν προσφύγιον πᾶσι δίδου τὰ αἰτήματα ἑκάστοτε τοῖς βοῶσί σοι, χαῖρε πάντων ἡ ἄνασσα.


Μεγαλυνάριον

Χαῖρε Χρυσαφίτισσα Μαριάμ, τῆς Μονεμβασίας, ἡ ἀντίληψις ἡ θερμή· χαῖρε ἡ διδοῦσα, ἰάσεις τοῖς αἰτοῦσι, τῶν θλιβομένων χαῖρε τὸ παραμύθιον.


Ὁ Οἶκος

Ἄχραντε Θεοτόκε, Χρυσαφίτισσα Κόρη, θερμὴ Μονεμβασίας προστάτις, μὴ παύσῃ προστατεύειν ἀεὶ, τῶν προστρεχόντων τῇ θείᾳ Εἰκόνι σου, καὶ νέμειν τὰ σωτήρια, τοῖς ἐκβοῶσί σοι τοιαῦτα·


Χαῖρε ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας,

Χαῖρε ἡ σκέπη Μονεμβασίας.

Χαῖρε ἰαμάτων κρουνὸς Χρυσαφίτισσα,

Χαῖρε νοσημάτων παντοίων ἡ λύτειρα.

Χαῖρε ὅτι παραγέγονας ἐκ Χρυσάφων θαυμαστῶς,

Χαῖρε ὅτι τὰ αἰτήματα πληροῖς πάντων συμπαθῶς.

Χαῖρε τῆς εὐσπλαγχνίας ἡ ἀκένωτος βρύσις,

Χαῖρε πάσης ἀνάγκης πολυθρύλητος λύσις.

Χαῖρε πιστῶν χαρὰ καὶ ἐντρύφημα,

Χαῖρε ἡμῶν ἀσίγητον ὕμνημα.

Χαῖρε δι᾿ ἧς ὁ Θεὸς ἐσαρκώθη,

Χαῖρε δι᾿ ἧς ὁ Ἀδὰμ ἐθεώθη·

Χαῖρε πάντων ἡ ἄνασσα.


Κάθισμα

Ἦχος δ´. Ταχὺ προκατάλαβε.

Ὡς Μήτηρ πανάφθορος, τοῦ Ζωοδότου Χριστοῦ, φθορᾶς πάσης Ἄχραντε, καὶ χαλεπῶν πειρασμῶν, καὶ νόσων καὶ θλίψεων, ἅπαντας ἐκλυτροῦσαι, τοὺς ἐν πίστει τελείᾳ, σπεύδοντας καθ᾿ ἑκάστην, τῷ ἁγίῳ ναῷ σου, Παρθένε Χρυσαφίτισσα, Μονεμβασιτῶν καύχημα.

Σύναξη της Παναγίας Βοηθείας στην Πάτρα

 Το 1988 μ.Χ. αποπερατώθηκε η ανοικοδόμηση του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου των Πατρών, το οποίο πλέον αποτελεί το σημείο αναφοράς ολόκληρης της νοτιοδυτικής Ελλάδος και όχι μόνο.


Αμέσως προέκυψε η ανάγκη ανέγερσης ενός Ιερού Ναού για την επιτέλεση των λατρευτικών ακολουθιών της Εκκλησίας μας καθώς και τη μετοχή στα Ιερά μυστήρια του προσωπικού και των ασθενών.


Ο Ιερός ναός είναι το κέντρο της ζωής όλων των Χριστιανών. Είναι σαν την στοργική Μητέρα η οποία αγκαλιάζει τα παιδιά της, τα περιθάλπει και τα ενισχύει, παρέχοντας πλούσια της σωστική χάρη Της.


Αυτή τη μεγάλη αλήθεια αντιλήφθηκε έγκαιρα μια εκλεκτή και ευσεβής κυρία των Πατρών, και επωμίστηκε όλο το βάρος των εξόδων για την ανέγερση ενός Ιερού Ναού - κόσμημα, του Νοσοκομείου του Ρίου.


Η αξιότιμη κύρια Σταυρούλα Τούλα, οραματίστηκε και πραγματοποίησε ένα θαυμαστό έργο.


Οι πολύτιμοι και αφανείς συνεργάτες της, βοήθησαν τα μέγιστα στην επίτευξη του ιερού αυτού σκοπού.


Τα εγκαίνια του Ιερού Ναού τελέστηκαν στις 10 Ιουνίου 1992 μ.Χ. από τον Μητροπολίτη πρώην Πατρών, κ. Νικόδημο.


Από τότε, ο Ιερός αυτός Ναός, έγινε κατοικητήριο και θρόνος της Βασίλισσας των ουρανών, της Κυρίας των αγγέλων και της Μητέρας του Θεού και των ανθρώπων.


Η «Παναγία η Βοήθεια» αποτελεί πλέον το Ιερό καύχημα όχι μόνο του νοσοκομείου αλλά και όλης της περιοχής των Πατρών.


Εντός του Ιερού Ναού βρίσκεται η εντυπωσιακή εικόνα της Παναγίας, πιστό αντίγραφο της θαυματουργής εικόνας της Παναγίας της Βοηθείας που βρίσκεται στο ομώνυμο Μοναστήρι της Χίου και αγιογραφήθηκε από την σεμνή και ασκητική καθηγουμένη Βρυαίνη, μοναχή.


Η Παρουσία Της, δίπλα στους ασθενείς και τους εργαζομένους είναι ζωντανή, έντονη και συγκινητική.


Είναι η Προστάτις και βοηθός όλου του Ιατρικού, νοσηλευτικού και υπόλοιπου προσωπικού του νοσηλευτικού Ιδρύματος.


Σκεπάζει με την μητρική αγκαλιά Της όσους προστρέχουν στη χάρη Της.


Εορτάζει πανηγυρικά τη Δευτέρα του Θωμά με κάθε Εκκλησιαστική λαμπρότητα με τη συμμετοχή όλων των παντοιοτρόπως εργαζομένων στο Νοσοκομείο.


Δίπλα Της βρίσκεται ο όσιος Άνθιμος της Χίου (βλέπε 15 Φεβρουαρίου), ο οποίος ήταν και ο ιδρυτής της πιο πάνω Ιεράς Μονής.


Η απέραντη αγάπη και ευλάβεια προς τη Μητέρα του Θεού εκδηλωνόταν με την θυσιαστική προσφορά Του προς τον ασθενή συνάνθρωπο με αποκορύφωμα όλων τη διακονία Του στο Λεπροκομείο της Χίου, χωρίς να υπολογίζει κίνδυνους, κόπους και δαιμονικές αντιξοότητες και πειρασμούς.



Ἀπολυτίκιον

Πληθὺς τῶν μοναζόντων ἐν ᾠδαῖς εὐφημήσωμεν ἡμῶν τὴν πολιοῦχον καὶ τοῦ κόσμου προστάτιδα· παντοίων γὰρ θαυμάτων ὡς πηγὴ δεδώρηται ἡμῖν καὶ θησαυρὸς ἡ εἰκὼν τῇς Θεοτόκου, δι' ὅπερ ἅπαντες αὐτῇ ἀναβοήσωμεν· χαῖρε τῶν σὲ τιμώντων ἡ ἐλπίς, χαῖρε ἡμῶν τὸ καύχημα, χαῖρε ἡ χάριν καὶ ὄνομα οὖσα βοήθεια.


Σύναξη της Παναγίας Βοηθείας στην Χίο

 Μόλις 3 χλμ. από την πόλη της Χίου, χτισμένο στο λόφο της περιοχής Φραγκομαχαλάς, με θέα όλη τη χώρα του νησιού βρίσκεται, το με πολλούς κόπους, ιδρώτα και λαχτάρα του αειμνήστου γέροντα Αγίου Ανθίμου (15 Φεβρουαρίου) για την αποπεράτωση του (1930 μ.Χ.), μοναστήρι της Παναγίας Βοήθειας.


Κατά την περιήγηση στον προαύλιο χώρο, νοιώθει κανείς τον χρόνο να σταματάει. Ένα φαινόμενο που είναι αισθητό σε κάθε επισκέπτη. Στο εσωτερικό του Ιερού ναού βρίσκετε η Κάρα του Οσίου. Πολλοί επισκέπτες κατά την είσοδό τους στο ναό, γίνονται μάρτυρες παράξενης ευωδίας, η οποία προέρχεται από το ιερό λείψανο του Αγίου.



Ἀπολυτίκιον

Πληθὺς τῶν μοναζόντων ἐν ᾠδαῖς εὐφημήσωμεν ἡμῶν τὴν πολιοῦχον καὶ τοῦ κόσμου προστάτιδα· παντοίων γὰρ θαυμάτων ὡς πηγὴ δεδώρηται ἡμῖν καὶ θησαυρὸς ἡ εἰκὼν τῇς Θεοτόκου, δι' ὅπερ ἅπαντες αὐτῇ ἀναβοήσωμεν· χαῖρε τῶν σὲ τιμώντων ἡ ἐλπίς, χαῖρε ἡμῶν τὸ καύχημα, χαῖρε ἡ χάριν καὶ ὄνομα οὖσα βοήθεια.


Κοντάκιον

Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Τῇ Θεοτόκῳ μετὰ πίστεως προσέλθωμεν, καὶ τὴν Εἰκόνα τὴν Αὐτῆς νῦν προσκυνήσωμεν, ἀναμέλποντες ἐφύμνια μετὰ πόθου. Ἀλλ’ ὡς ἤγειρας ναόν Σου τὸν πανάγιον, καὶ τῆς ποίμνης Σου προστάτις ἔσο πάντοτε, ἵνα ψάλλῃ Σοι· Χαῖρε πάντων Βοήθεια.


Μεγαλυνάριον

Χαίροις ἡ τῆς Χίου θεία Μονή, ἡ τῆς Βασιλίδος τήν Εἰκόνα ὡς θησαυρόν ἔνδοθεν πλουτοῦσα, τήν πάνσεπτον καί θείαν, τήν ὄνομα καί χάριν οὗσαν Βοήθειαν.


Έτερον Μεγαλυνάριον

Χαίροις ἡ προστάτις μοναζουσῶν, ὁδηγός καί φύλαξ τῆς Σῆς ποίμνης τῶν εὐσεβῶν, Παρθένε Παναγία, ἐνθάδε τῶν οἰκούντων, τῶν Σέ προσκαλουμένων, μόνη Βοήθεια.


Έτερον Μεγαλυνάριον

Δεῦτε προσκυνήσωμεν οἱ πιστοί, τήν θείαν Εἰκόνα τῆς Πανάγνου πανευλαβῶς, τήν ἀξιωθεῖσαν Μονήν ὧδαι ἱδρῦσαι, τήν Πρόμαχον τοῦ κόσμου καί τήν Βοήθειαν.


Έτερον Μεγαλυνάριον

Ἔχοντες Εἰκόνα Σου τήν σεπτήν, Ἀνύμφευτε Κόρη, ὡς προπύργιον ὀχυρόν, προστρέχομεν Ταύτῃ καιρῶ τῶ τῶν κινδύνων καί ἐπηρείας πάσης ἀπολυτρούμεθα.


Έτερον Μεγαλυνάριον

Χάριν ποριζόμενοι ἀληθῆ, ἐκ τῆς Σῆς Εἰκόνος, Θεοτόκε, διά παντός, Ταύτην προσκυνοῦμεν καί Σέ ὑμνολογοῦμεν, ἡμῶν ὡς προστασίαν, πάντων Βοήθεια.

Σύναξη της Παναγίας της Παραβουνιώτισσας στην Ερέτρια

 Η Ιερά Εικόνα της Παναγίας Παραβουνιώτισσας είναι μία από τις παλαιότερες εικόνες που έχουν διασωθεί στο διάβα των αιώνων. Εικάζεται ότι αγιογραφήθηκε τον 7ο αιώνα μ.Χ. στην εποχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, επί Βασιλέως Ηρακλείου, μετά από μία νίκη του κατά των Περσών. Αγιογράφοι της Εικόνας ήταν 2 ασκητές μοναχοί από την Κύπρο, ο Σιλβέστρος και Ησαΐας. Οι μοναχοί αυτοί μαζί με άλλους χριστιανούς εγκαταστάθηκαν στην Προικόνησο ή αλλιώς στη νήσο Μαρμαρά, όταν ο αυτοκράτορας Ηράκλειος μετά από τη νίκη του κατά των Περσών, αποφάσισε να μεταφέρει χριστιανούς από την Κύπρο, για να κατοικήσουν στην Προικόνησο. Οι μοναχοί Σιλβέστρος και Ησαΐας επέλεξαν να μείνουν στο βουνό, που ως σήμερα ονομάζεται ΠΑΝΑΓΙΑ, εξαιτίας της ησυχαστικής τους ζωής. Εκεί ανήγειραν παρεκκλήσι στο όνομα της Υπεραγίας Θεοτόκου, και επειδή ακριβώς βρισκόταν ΠΑΡΑ ΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ έδωσαν την επωνυμία στην Παναγία, «ΠΑΡΑΒΟΥΝΙΩΤΙΣΣΑ». Έχτισαν λοιπόν το παρεκκλήσι της Παναγίας Παραβουνιώτισσας.


Το 1054 μ.Χ. με το χωρισμό των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσης προξενήθηκαν πολλά δεινά. Οι Φράγκοι με τις Σταυροφορίες κατέκτησαν ακόμα και την Κωνσταντινούπολη (1204 μ.Χ.), τρομοκρατώντας, καίγοντας ναούς, σχολές και βιβλιοθήκες. Από τη μανία τους δεν ξέφυγε ούτε το παρεκκλήσι της Παναγίας Παραβουνιώτισσας, το οποίο πυρπόλησαν.


Για πολλούς αιώνες τα ερείπια του παρεκκλησίου δεν είχαν ανακαλυφθεί. Τον 16ο αιώνα μ.Χ. οικογένειες από το νησί δημιούργησαν μία κοινότητα στην πεδιάδα του βουνού, επειδή η τοποθεσία, τα ρυάκια που διαπερνούσαν την πεδιάδα και το κλίμα ήταν ιδανικά για την καλλιέργεια αμπελοκήπων. Έχτισαν εκεί και μια Εκκλησία, προς τιμή του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, πενιχρή όμως εξαιτίας του τουρκικού φόβου. Το χωριό που δημιουργήθηκε το ονόμασαν Γαλλιμή, ίσως επειδή τον 2ο αιώνα π.Χ. η πεδιάδα αυτή ήταν καλυμμένη από θάλασσα σχηματίζοντας γαλήνιο - λιμάνι.


Αφού πέρασε ένας αιώνας και πλέον, κάποιοι ποιμένες που έβοσκαν τα πρόβατά τους θέλοντας να φτιάξουν ένα μαντρί, έσκαψαν εν αγνοία τους στα ερείπια του παρεκκλησίου που προαναφέρθηκε. Όταν όμως διαπίστωσαν την ιερότητα του χώρου εγκατέλειψαν το έργο τους και έσπευσαν να αναγγείλουν το γεγονός στον εφημέριο του χωριού. Εκείνος αμέσως πήγε μαζί με τους ποιμένες και φιλόχριστους Γαλλιμίτες κι αφού έκαναν ανασκαφές, βρήκαν το δάπεδο του καέντος ναού και δύο κατεστραμμένα μανουάλια, ανάγλυφα από μάρμαρο. Έπειτα με πολλή συγκίνηση ανέσυραν την Ιερά Εικόνα της Θεομήτορος, από ξύλο ασήπου, που μόλις διακρινόταν η μορφή Της, γιατί είχε φθαρεί από την πολύχρονη διαμονή κάτω από τη γη και την υγρασία.


Με φόβο Θεού και ευλάβεια λιτάνευσαν την Αγία Εικόνα έως τη Γαλλιμή και την τοποθέτησαν σαν πολύτιμο θησαυρό και στολίδι στο αριστερό κλίτος του Ιερού Βήματος του Ναού του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου. Με δαπάνη της πλούσιας οικογένειας Χατζή Δροσίνου ανακαινίστηκε η Ιερά Εικόνα από κάποιον αγιογράφο, Δημήτριο Κουτάλεως.


Επειδή η ανεύρεση της εικόνας έγινε Δευτέρα του Θωμά, καθιερώθηκε να εορτάζεται πανηγυρικά αυτή την ημέρα κάθε χρόνο έως σήμερα.


Μετά την ανταλλαγή του πληθυσμού από τη Μ. Ασία, οι πρόσφυγες που ήρθαν στην Ερέτρια προτίμησαν να μεταφέρουν από τον τόπο τους μέσα σε δύο μεγάλα καΐκια, αντί περιουσίας την Αγία Εικόνα της Παναγίας, όπως και άλλες 410 εικόνες, γιατί πίστευαν περισσότερο στα θαύματα που ανέβλυζαν από τη Χάρη των Αγίων, παρά στο μαμωνά, το χρυσό και τον άργυρο.


Οι ξενιτεμένοι Γαλλιμίτες, με δάκρυα στα μάτια, πριν βρουν κρεβάτι να ξαποστάσουν την πρώτη τους νύχτα στην Ερέτρια, λιτάνευσαν τις Ιερές Εικόνες με ιερέα τον Παπά - Στρατή έως τον Ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου.


Μία ιερή μυσταγωγία με θυσιαστήριο τις καρδιές των προσφύγων εκτυλισσόταν μέσα στο ναό που η ψαλμωδία, το κλάμα και ο πόνος έκαναν τις εικόνες να τρίζουν, τα καντήλια να κινούνται, όπως μαρτυρούν μέχρι σήμερα πολλοί πρόσφυγες, σαν ένα σημάδι συμπαράστασης, ευλογίας και Θείας παρηγοριάς.


Οι μισές εικόνες και οι μισοί πρόσφυγες μετακόμισαν στην Αμμουλιανή της Θεσσαλονίκης. Η Ιερά Εικόνα της Παναγίας Παραβουνιώτισσας έμεινε στην Ερέτρια για να συντροφεύει τους πρόσφυγες και τους απογόνους τους. Προς τιμή της Θαυματουργού Εικόνος δημιουργήθηκε νέα Ενορία στην Ερέτρια (31 Μαρτίου 1999 μ.Χ.) με Προεδρικό Διάταγμα και το 2002 μ.Χ. χτίστηκε ένας μικρός αλλά χαριτωμένος ναός, ο Ιερός Ναός της Παναγίας Παραβουνιώτισσας, όπου στεγάζεται η Ιερά Εικόνα. Στις 12 Απριλίου 2010 μ.Χ., Δευτέρα του Θωμά, που γιορτάζει η Παναγία Παραβουνιώτισσα, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Χαλκίδος κ. Χρυσόστομος έβαλε το θεμέλιο λίθο για την ανέγερση ενός νέου, μεγάλου Ναού, αντάξιου της τιμής που οφείλουμε στην Παναγία μας.


Περιγραφή της Ιεράς Εικόνος

Στην Ιερά Εικόνα παριστάνεται η Παναγία, να κρατά το Χριστό αριστερά Της με τα δυο Της χέρια. Ο Χριστός εικονίζεται με σώμα τετράχρονου παιδιού, αλλά με πρόσωπο δωδεκάχρονου, ίσως για να τονιστεί η σοφία Του. Με το δεξί Του χέρι ο Χριστός ευλογεί κοιτάζοντας ευθεία μπροστά.


Το πρόσωπο της Παναγίας είναι γλυκύ, αλλά και σοβαρό έως αυστηρό· η μύτη λεπτή και μακρουλή δείχνοντας μία πραότητα και ηρεμία, το στόμα κλειστό και μικρό συμβολίζοντας τη νηστεία που έκανε, αλλά και το ολιγόλογο. Το φόρεμα καλύπτει όλο το σώμα σαν βασιλικός μανδύας, το ίδιο και του Χριστού. Κάθεται επάνω σε μεγαλοπρεπή θρόνο σ'ένα πανέμορφο μαξιλάρι. Αριστερά και δεξιά Της παραστέκονται 2 Άγγελοι σε στάση δεήσεως, με καλυμμένα εντελώς τα χέρια με το ένδυμά τους, ως ένδειξη σεβασμού και δέους. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός μας λέγει: «Μπαίνω στο ιατρείο των ψυχών, στην Εκκλησία, πνιγμένος από λογισμούς σαν να είμαι μέσα σε αγκάθια. Η ομορφιά των εικόνων όμως με έλκει και άθελά μου ο νους μου πηγαίνει στην υπομονή που έδειξε η Παναγία στη ζωή, αλλά και με τι δόξα στεφανώθηκε· μέσω της εικόνας κατανύγομαι, δοξολογώ το Θεό, κερδίζω τη σωτηρία μου».



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος πλ. α΄. Τὸν Συνάναρχον Λόγον.

Τὴν Ἁγίαν Εἰκόνα τῆς Θεομήτορος, εἰς Γαλλιμὴν εὑρεθεῖσα, ἐν τοῖς ἀρχαίοις καιροῖς, Παραβουνιώτισσα τὴν θείαν προσκυνήσωμεν, ὅτι Εὐβοίας ἡ χαρά, Ἐρετρίας τε φρουρός, ἐδείχθη ἡμῖν καὶ δόξα, καὶ εἰσακούει ταχέως, δεήσεις πάντων τῶν τιμώντων Αὐτήν.


Μεγαλυνάριον

Δεῦτε προσκυνήσωμεν ἀδελφοί, τῆς Παραβουνιωτίσσης τὴν Εἰκόνα τὴν σεβαστήν, τὴν πεφημισμένην, περίδοξον ἐν πᾶσι, τῷ πλήθει τῶν θαυμάτων ὕμνοις δοξάζοντες.

Όσιος Κύριλλος Επίσκοπος Τούρωφ

 Ο Όσιος Κύριλλος γεννήθηκε από πλούσιους γονείς την τρίτη δεκαετία του 12ου αιώνα μ.Χ. στην πόλη Τούρωφ, στον ποταμό Προπάιατ. Από πολύ νωρίς ο Όσιος Κύριλλος με ένθερμο ζήλο μελετούσε τα ιερά βιβλία της Εκκλησίας και τους Πατέρες. Σπούδασε μάλιστα και την ελληνική γλώσσα.


Όταν ωρίμασε, αρνήθηκε την πατρική του κληρονομιά και εγκατέλειψε τα εγκόσμια. Εκάρη μοναχός στο μοναστήρι των Αγίων Βόριδος και Γκλεμπ, στο Τούρωφ. Ασκήθηκε πάρα πολύ στη νηστεία και στην αδιάλειπτη προσευχή και δίδασκε με τον τρόπο του την υπακοή. Έλεγε δε ότι ο μοναχός ο οποίος δεν υπακούει στον ηγούμενο, δεν ολοκληρώνει την μοναχική του υπόσχεση και έτσι δεν μπορεί να σωθεί. Έχουν μάλιστα διασωθεί και τρία συγγράμματα του Οσίου Κυρίλλου σχετικά με τον μοναχικό βίο και την πολιτεία των μοναχών.


Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, ο Όσιος έζησε ως στυλίτης και εντρύφησε πολύ στην Αγία Γραφή. Και πολλοί άνθρωποι τον επισκέπτονταν για συμβουλές στην πνευματική ζωή και καθοδήγηση.


Λόγω της αγιότητας του βίου του ο Άγιος ασκητής εξελέγη Επίσκοπος της πόλεως Τούρωφ έχοντας πάντα συναίσθηση του υψηλού ιεραρχικού αξιώματος, στο οποίο ο Κύριος τον είχε καλέσει.


Το έτος 1169, ο Όσιος Κύριλλος συμμετείχε σε μία Σύνοδο και επέκρινε τον Επίσκοπο Θεόδωρο, ο οποίος κατείχε την καθέδρα του Βλαντιμίρ και της Σουζδαλίας και ο οποίος επιθυμούσε να χωρισθεί από την κανονική δικαιοδοσία της μητροπολιτικής περιφέρειας του Κιέβου.


Η αγάπη του για την ησυχία και την απομόνωση τον οδήγησε σε παραίτηση από τον επισκοπικό θρόνο. Έτσι αφιερώθηκε πλήρως στην άσκηση και την συγγραφή πνευματικών έργων.


Ο Όσιος Κύριλλος κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1183. Οι σύγχρονοί του τον θεωρούσαν ως τον Χρυσόστομο της Εκκλησίας της Ρωσίας. Εκείνος όμως ταπεινά έγραφε για τον εαυτό του: «Δεν είμαι θεριστής, παρά μαζεύω τα δεμάτια των σιτηρών».

Όσιος Αυξίβιος

 Ο Όσιος Αυξίβιος καταγόταν από την Κύπρο και έζησε κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ. Ήταν Επίσκοπος Σόλων και υπογράφει πρώτος, μεταξύ δώδεκα Κυπρίων Επισκόπων, τα Πρακτικά της Συνόδου της Σαρδικής, το 343 μ.Χ., ενώ νωρίτερα, το έτος 325 μ.Χ., είχε λάβει μέρος και στην Α' Οικουμενική Σύνοδο, που συνήλθε στη Νίκαια. Ο Άγιος Αυξίβιος κοιμήθηκε με ειρήνη.

Όσιος Μέμνων ο Θαυματουργός

 Ο Όσιος Μέμνων από νεαρή ηλικία εγκατέλειψε τον κόσμο και αφιέρωσε τον εαυτό του στον Θεό. Εκάρη μοναχός και με τους ασκητικούς του αγώνες υπέταξε τη σάρκα στο πνεύμα. Η θεία χάρη, αντάμειψε την αρετή του Οσίου Μέμνων και τον αξίωσε να θαυματουργεί.


Συνέβη κάποτε να κατακλύσουν τους αγρούς των χωρικών σμήνη ακριδών. Αυτοί χωρίς να μπορούν να κάνουν τίποτα, κλαίγοντας έβλεπαν την καταστρεπτική αυτή μάστιγα. Ο Όσιος Μέμνων λυπήθηκε τους οικογενειάρχες εκείνους και ένοιωσε την απόγνωση τους. Προσευχήθηκε λοιπόν θερμά στο Θεό και πέτυχε την απαλλαγή του τόπου από τα ολέθρια σμήνη. Και όσες φορές οι γεωργικοί πληθυσμοί της περιοχής του έπεφταν σε μεγάλη στενοχώρια, ο Μέμνων τους πήγαινε βοήθεια από τις οικονομίες του μοναστηριού, του οποίου αναδείχτηκε και ηγούμενος. Πήγαινε μάλιστα και σ' άλλες πόλεις που μάζευε συνδρομές, με τις οποίες συμπλήρωνε την ανακούφιση των πασχόντων.


Κατά το θάνατο του, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, έτρεξαν και συνόδευσαν την κηδεία του, με τα θερμότερα δάκρυα και τις εγκαρδιότερες ευχές.


Σε μερικούς συναξαριστές η μνήμη του Οσίου επαναλαμβάνεται και στις 19 Μαΐου.



Κάθισμα

Ἦχος πλ. δ΄. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.

Ὡς ἀστέρα σε πάντες φωτοειδῆ, ἀρετῶν καὶ θαυμάτων μααρμαρυγαῖς, τὸν κόσμον φωτίζοντα, εὐφημοῦμεν μακάριε, κοινωνὸς γὰρ θείας, λαμπρότητος γέγονας, καὶ πρὸς φέγγος Μέμνων, μετέβης τὸ ἄδυτον· ὅθεν τὴν φωσφόρον, καὶ ἁγίαν σου μνήμην, τιμῶμεν ἑκάστοτε, τὸν Σωτῆρα δοξάζοντες, καὶ πιστῶς ἐκβοῶμέν σοι· πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιοι Εννέα Μάρτυρες εν Κυζίκω

 Οι Άγιοι εννέα μάρτυρες της Κυζίκου δηλ. ο Θεόγνις, ο Ρούφος, ο Αντίπατρος, ο Θεόστιχος, ο Αρτεμάς, ο Μάγνος, ο Θεόδουλος, ο Θαυμάσιος και ο Φιλήμονας καταγόταν από διάφορους τόπους. Συνελήφθησαν όμως όλοι μαζί στη Κύζικο την περίοδο των διωγμών. Όταν οδηγήθηκαν μπροστά στον τοπικό άρχοντα επέδειξαν θαυμαστή γενναιότητα και υπερασπίσθηκαν με παρρησία και θάρρος την πίστη τους. για το λόγο αυτό και για να καμφθεί το σθένος τους ρίχθηκαν στη φυλακή. Εκεί χωρίς νερό και ψωμί προσευχόταν και δοξολογούσαν τον Κύριό τους ο οποίος τούς αξίωσε να υποφέρουν για Εκείνον και ο ένας έδινε θάρρος στον άλλον. Όταν ο άρχοντας από τη φυλακή τους ρώτησε για τελευταία φορά αν επιμένουν να πιστεύουν στο Χριστό όλοι «εν ενί στόματι και μία καρδία» του απάντησαν ότι προτιμούν το μαρτύριο από το να αρνηθούν τον Πλάστη και Δημιουργό και Σωτήρα του κόσμου. Έξαλλος από οργή ο άρχοντας διέταξε αμέσως τον αποκεφαλισμό τους χαρίζοντάς τους την ουράνια δόξα.



Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.

Θείας πίστεως, τὴ συμφωνία, ἐννεάριθμος, Μαρτύρων δῆμος, ἐν Κυζίκῳ ἱερῶς ἠνδραγάθησε, τὸν γὰρ Ὑπέρθεον Λόγον κηρύξαντες, ὑπὲρ αὐτοῦ ὡς ἀμνοὶ σφαγιάζονται, ὅθεν ἄφεσιν, αἰτοῦνται ἠμὶν καὶ ἔλεος, τοὶς μέλπουσιν αὐτῶν τὴν θείαν ἄθλησιν.

Κυριακή 27 Απριλίου 2025

Δοξαστικό της Κυριακής του Θωμά

Προσέγγιση τοῦ Κυρίου μὲ τίμια πάλη καὶ περίλυπη ἀγάπη

 ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ


«Μνημόνευε Ἰησοῦν Χριστὸν ἐγηγερμένον ἐκ νεκρῶν»[1]


Ἀναφέρεται στὸ Εὐαγγέλιο ὅτι, οἱ μαθητὲς «ἦσαν συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων»[2]. Θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ διαβλέψει ὅτι ὁ φόβος δὲν ἦταν τὸ μόνο κίνητρο ποὺ τοὺς συγκέντρωσε. Ἴσως μάλιστα νὰ ἦταν λιγότερο ἐκτεθειμένοι ἂν εἶχαν παραμείνει διασκορπισμένοι. Μᾶλλον συναντήθηκαν, διότι ἡ καρδιὰ ὅλων τους φλεγόταν μὲ τὴν ἴδια ἀγάπη γιὰ τὸν Διδάσκαλο, ποὺ δροῦσε ὡς καταλύτης ἑνότητας. Εἶχαν γίνει μάρτυρες τοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη τοὺς γι’ Αὐτὸν Τὸν κρατοῦσε ζωντανὸ ἐντός τους. Ὁ Κύριος ἄκουσε τοὺς στεναγμοὺς αὐτῆς τῆς φοβισμένης ἀγάπης καὶ κόλλησε σὲ αὐτοὺς τὴ δική Του ἀγάπη. Τοὺς φανερώθηκε καὶ τοὺς ἔδωσε τὴν εἰρήνη Του.


Ἀπὸ τὶς ἀναστάσιμες ἐμφανίσεις τοῦ Κυρίου συνάγεται τὸ συμπέρασμα ὅτι ἔλαβαν χώρα, ὅταν ὁ Κύριος διέβλεπε στὴν καρδιὰ τῶν μαθητῶν Του τὴ ζωντανὴ αἴσθηση τῆς περίλυπης ἀγάπης. Ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ πῆγε «λίαν πρωὶ» στὸ μνῆμα τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ προσκομίσει τὰ μύρα κατώδυνου πόθου της καὶ νὰ ἀποτίσει στὸν Κύριο τιμὲς ποὺ ἔπρεπαν σὲ νεκρό. Δὲν γνώριζε γιὰ τὴν Ἀνάσταση, ἐντούτοις ὁ Χριστὸς παρέμενε ζωντανὸς στὴν καρδιά της, λόγω τῆς θερμῆς ἀγάπης γιὰ τὸν Εὐεργέτη της, Αὐτὸν ποὺ τὴν ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὴν τυραννία ἑπτὰ δαιμόνων. Ὁ Ἀναστάς Κύριος ποὺ «καρδίας πάντων γινώσκει»[3], ἕνωσε τὸ πνεῦμα Του στὸ πνεῦμα τῆς Μαγδαληνῆς καὶ τῆς ἐμφανίσθηκε γιὰ νὰ «ἐξαλείψη πᾶν δάκρυον ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῆς»[4] καὶ νὰ τῆς μεταδώσει, σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεσή Του, τὴ χαρὰ τὴν «ἀναφαίρετη»[5].


Οἱ μαθητὲς πρὶν τὰ συνταρακτικὰ γεγονότα τοῦ Πάθους τοῦ Κυρίου ζοῦσαν σὲ ἁγία ἀτμόσφαιρα συνεχοῦς ἐκστάσεως, ἐκπλήξεως καὶ ἐξάρσεως χαρᾶς. Θεωροῦσαν, ἄλλοτε λιγότερο καὶ ἄλλοτε περισσότερο ἐναργῶς, «τὴν δόξαν Αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ Πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας»[6]. Γίνονταν διαρκῶς μάρτυρες, ἀφενὸς τῶν ὑπερφυσικῶν σημείων καὶ θαυμάτων ποὺ ἐπιτελοῦσε ὁ Κύριος, καὶ ἀφετέρου τοῦ ἐνθουσιασμοῦ τῶν ἀνθρώπων ποὺ Τὸν εὐφημοῦσαν καὶ προσέβλεπαν σὲ Αὐτὸν ὡς τὸν ποθούμενο Μεσσία. Ἀκόμη καὶ στοὺς ἴδιους εἶχε δοθεῖ «ἐξουσία πνευμάτων ἀκαθάρτων ὥστε ἐκβάλλειν αὐτὰ καὶ θεραπεύειν πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν»[7]. Ἀπὸ τὴ δοξασμένη χαρὰ καταποντίστηκαν σὲ ἄβυσσο θλίψεως. Ὅσο ἀτέρμονη ἦταν ἡ ἀγαλλίαση ποὺ τοὺς διακατεῖχε «ἐφ’ ὅσον χρόνον μετ’ αὐτῶν ἦν ὁ νυμφίος»[8] καὶ ὅσο ἄφθαρτη ἦταν ἡ παρηγοριὰ ποὺ ξεχείλιζε ἀπὸ τὴν καρδιά τους στὴν παρουσία Του, τόσο ἀπύθμενη ἦταν ἡ θλίψη τοὺς τώρα, ποὺ ὁ Κύριος εἶχε θανατωθεῖ «πρὸς ὥραν». Ὡστόσο, τὴν ἐνέργεια τοῦ φόβου καὶ τῆς ἀγωνίας, τὴ μετέτρεψαν σὲ ἐνέργεια προσευχῆς καὶ τὴ λύπη ποὺ κατέκλυζε τὴν καρδιὰ τους τὴν ἐξέχυσαν ὡς χείμαρρο ἱκεσίας ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ Παράκλητος Κύριος «εἰσήκουσε τὸν στεναγμὸν αὐτῶν»[9] καὶ ἀπάντησε στὴν προσευχή τους μὲ τὴν παρουσία Του. Εἰσῆλθε ἀνάμεσά τους γιὰ νὰ τοὺς δώσει τὴ δική Του εἰρήνη, τὴν «πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν»[10], «οὐ καθὼς ὁ κόσμος δίδωσι»[11], καὶ νὰ μετατρέψει τὴ λύπη τους σὲ χαρά, διότι κάθε ἐπαφὴ μὲ τὴ θεικὴ παρουσία ἀλλοιώνει ριζικὰ τὸν ἄνθρωπο. Φωτίζει τὸν νοῦ καὶ γαληνεύει τὴν καρδιά. Ἀντιθέτως, ἡ ἐπαφὴ μὲ τὸ πνεῦμα τῆς πονηρίας, ἔστω καὶ ἂν πλησιάζει ὡς προβατόσχημος λύκος, μεταδίδει ταραχή.


Ὁ ἴδιος πνευματικὸς νόμος ποὺ ἴσχυε τότε γιὰ τοὺς μαθητές, ἰσχύει μέχρι σήμερα στὴ ζωὴ τῶν πιστῶν. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ δεῖ κάποιος τὸν Κύριο καὶ νὰ φέρει στὴν καρδιὰ τοῦ τὴ χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως, ἂν δὲν αἰσθανθεῖ πρῶτα στὰ βάθη τοῦ εἶναι του τὴν ὀδύνη τῶν παθημάτων καὶ τὴ θλίψη τῆς Σταυρώσεως. Ἕνα εἶδος σταυρώσεως γιὰ τὸν πιστὸ εἶναι ἡ συνειδητοποήση τῆς πενίας του, ἡ θεωρία τῆς βδελυρότητάς του. Ἂν ὁ πιστὸς φέρει πάντοτε περίλυπη ἀγάπη στὴν καρδιά του γιὰ τὰ ὑστερήματα καὶ κυρίως γιὰ τὴν ἀδυναμία του νὰ ἀποδώσει σὲ ἕνα τέτοιο Θεὸ καὶ Σωτήρα ὅπως ὁ Χριστὸς ἄξια εὐχαριστία, τότε σίγουρα δὲν θὰ παραβλέψει ὁ Κύριος καὶ τὴ δική του λύπη. Θὰ φανερώσει στὸν δοῦλο του τὴ δύναμη τῆς Ἀναστάσεώς Του, μὲ ἕνα τρόπο πνευματικό. Θὰ ἐμφανίσει δηλαδὴ τὸν Ἑαυτό Του, ἀοράτως, ἀλλὰ αἰσθητῶς στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου.


Οἱ Μαθητὲς «ἐχάρησαν ἰδόντες τὸν Κύριον»[12]. Ἡ χαρὰ τους ὅμως δὲν ἦταν ψυχολογική, ἀλλὰ πνευματικὴ καὶ ἀνύψωσε τὸ πνεῦμα τους στὸν Οὐρανό. Τοὺς ἐνέπλησε μὲ τὴν εἰρήνη Του, μὲ ἀγαλλίαση, ἀλλὰ ἀκόμη περισσότερο μὲ τὴν ἴδια τὴ ζωή Του, καθὼς «ἐνεφύσησε καὶ εἶπεν αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον»[13]. Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ πράξη τοῦ Κυρίου φέρνει στὸ νοῦ τὴ μεγαλειώδη στιγμὴ τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν «ἐπλασεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς, καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν»[14]. Ὅπως τότε ὁ Θεὸς μὲ τὴν πνοὴ Του μετέδωσε ζωὴ στὸ «κατ’ εἰκόναν καὶ καθ’ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ» κτίσμα, ἔτσι καὶ τώρα ὁ Χριστὸς ἐμφυσώντας στὰ πρόσωπα τῶν μαθητῶν, τοὺς ἀναδημιούργησε καὶ τοὺς μετέδωσε τὸ Πνεῦμα τῆς ζωῆς τῆς αἰωνίου.


Μὲ τὸν λόγο, «λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον» ἐγκαινιάσθηκε καινούργια δημιουργία. Ἡ πνοὴ ποὺ τοὺς μετέδωσε ἦταν φορέας τῆς προκαταρκτικῆς δόσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ θὰ θεράπευε καὶ θὰ δυνάμωνε τὴ φύση τους, ὥστε νὰ μπορέσει νὰ βαστάσει τὴ χάρη τοῦ Παρακλήτου τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, τὸ πλήρωμα δηλαδὴ τῆς θείας ἀγάπης. Διότι, ἂν δὲν ἐνισχυθεῖ ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου, δὲν μπορεῖ νὰ βαστάξει τίποτε τὸ Οὐράνιο. «Ψυχικὸς ἄνθρωπος οὐ δέχεται τὰ τοῦ Πνεύματος»[15]. Οἱ Μαθητὲς κατὰ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου ἔλαβαν τὸ χρίσμα τῆς χάριτος. Οἱ καρδιὲς τους δέχθηκαν τὸν ἀρραβώνα τοῦ Πνεύματος[16], ποὺ θὰ τὶς ἀνάπλαθε στὶς ἀποστολικὲς καρδιές, οἱ ὁποῖες θὰ «σαγήνευαν τὴν οἰκουμένην»[17]. Τὸ «μικρὸ ποίμνιο»[18], τὸ συνηγμένο «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων», μεταμορφώθηκε στὴν κρυμμένη ζύμη, ποὺ ἔμελλε νὰ ζυμώσει ὅλο το φύραμα, ὅλο τὸν κόσμο στὴ διάρκεια τῶν αἰώνων.


Ὁ ἀπόστολος Θωμὰς ὑπέπεσε σὲ πειρασμό, ὄντας χωρισμένος ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς του καὶ βρέθηκε ἀντιμέτωπος μὲ τὸν κίνδυνο τῆς αἰώνιας ἀπώλειας, ἐκφράζοντας λόγους δυσπιστίας καὶ ἀμφιβολίας. Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν ὀργίζεται μὲ τὸν ἄνθρωπο ἂν ἐπιδείξει ἀπιστία, φθάνει νὰ εἶναι εἰλικρινής. Ἡ ἐπιθυμία Του εἶναι νὰ κάνει ὁ ἄνθρωπος ἑκούσια το πείραμά του, νὰ γευθεῖ καὶ νὰ δεῖ «ὅτι χρηστὸς ὁ Κύριος»[19] καὶ ἔτσι ἐλεύθερα νὰ Τοῦ παραδοθεῖ, ἀσπαζόμενος τὸ θέλημά Του ὡς τὸν μοναδικὸ νόμο τῆς ὑπάρξεώς του, ἔστω καὶ ἂν ἀντιτίθεται στὸν ψυχισμό του.


Στὴ ζωὴ κάθε πιστοῦ θὰ ἔλθει στιγμή, κατὰ τὴν ὁποία θὰ παλέψει μὲ τὸν Θεό. Ὡστόσο, ὑπάρχει τίμια πάλη καὶ πάλη ἀπὸ ὑπερηφάνεια, ὑπάρχει ἐπιθυμία γιὰ μεγαλύτερο πλήρωμα γνώσεως καὶ νοσηρὴ ἀμφιβολία. Ἡ τίμια πάλη, ἀργὰ ἡ γρήγορα, ὁδηγεῖ στὴ βεβαιότητα τῆς ἀκράδαντης πίστεως καὶ στὴ φλογερὴ ἀγάπη γιὰ τὸν Κύριο, γι’ αὐτὸ εἶναι πολυτιμότερη ἀπὸ τὴ χλιαρὴ πίστη[20]. Ὁ ἄνθρωπος θέλει καὶ παλεύει νὰ μάθει, ὥστε νὰ δεχθεῖ πληροφορία στὴν καρδιά του γιὰ τὴν ἀλήθεια. Ἡ εἰδοποιὸς διαφορὰ μεταξὺ τίμιας καὶ νόθου πάλης ἔγκειται στὴν προαίρεση τοῦ πιστοῦ. Φανερώνεται μὲ τὴ στάση ποὺ θὰ υἱοθετήσει, ὅταν τοῦ ἀποκαλυφθεῖ ἡ ἀλήθεια, κατὰ πόσο δηλαδὴ θὰ παραδοθεῖ, ὅπως ὁ Θωμᾶς, στὴ λατρεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ μὲ ὅλη του τὴν καρδιά, ζωντας στὸ ἑξῆς ὄχι γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ «τῷ ὑπὲρ αὐτοῦ ἀποθανόντι καὶ ἐγερθέντι»[21]. Ὅλοι οἱ Ἅγιοι στὴν πάλη τους μὲ τὸν Θεὸ χάρηκαν ὅταν ἡττήθηκαν καὶ γνώρισαν τὴν ἀδικία τοὺς μπροστὰ στὴν ἄμωμη ἀγάπη Του.


Ὁ Θωμᾶς δὲν ἀρκέστηκε στὴν ἄμεση διαβεβαίωση τῶν ἄλλων Ἀποστόλων γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ ἀπαίτησε νὰ βάλει τὸ δάχτυλό του «εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων καὶ τὴν χείρα αὐτοῦ εἰς τὴν πλευρὰν τοῦ Κυρίου»[22]. Πράγματι, ὁ Χριστὸς ἐμφανίσθηκε χάριν τῆς σωτηρίας του καὶ τοῦ ἔδειξε τοὺς τύπους τῶν ἥλων καὶ τὴν πλευρά Του, κατακλείοντας μὲ τὴν παραίνεση: «Μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστὸς»[23].Τότε ζωοποιήθηκε ἡ καρδιὰ τοῦ Θωμᾶ, καὶ ἀκλόνητη πλέον, ὁμολόγησε τὸν Ἀναστάντα Κύριο. Ἡ πρόσληψη τῆς χάριτος, ποὺ ἀναζωογονεῖ τὴν καρδιά, ἐνισχύει τὴν πίστη καὶ μεταβιβάζει «ἐκ σκότους εἰς τὸ θαυμαστὸν Αὐτοῦ φῶς»[24], συνιστᾶ τὴν ἐμπειρία τῆς Ἀναστάσεως. Ἡ πίστη ὅμως δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ ὅραση πνευματική, ποὺ διαρκῶς ἐνορᾶ καὶ μνημονεύει τὸν Ἀναστάντα Κύριο καὶ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο δίνει ὑπόσταση στὰ μὴ βλεπόμενα, στὰ ἀναμενόμενα ἀγαθά της Βασιλείας τοῦ Θεοῦ[25]. Ὡς ἐκ τούτου, στὴν ἐκστατικὴ ὁμολογία τοῦ Θωμᾶ, ἡ ἀπόκριση τοῦ Κυρίου ἦταν «μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες»[26].


Εἶναι βεβαίως, μακάριο καὶ τρισμακάριο νὰ δεῖ κάποιος τὸν Κύριο ὅπως ὁ ἅγιος Σιλουανός, ἀλλὰ ἴσως εἶναι μακαριότερο, ὅταν ὁ πιστὸς βρίσκεται διαρκῶς στὴν παρουσία Του καὶ Τὸν βλέπει μὲ τὰ μάτια τῆς πίστεως ζωντανὸ στὴν καρδιά του. Τέτοιου εἴδους ὅραση εἶναι ἀσφαλὲς τεκμήριο τῆς ἐνοικήσεως τοῦ Θεοῦ μέσα στὸν ἄνθρωπο καὶ τὸ τέλος αὐτῆς τῆς πίστεως, σύμφωνα μὲ τὸν ἀπόστολο Πέτρο, εἶναι «σωτηρία ψυχῶν»[27]. Ὁ μέγας αὐτὸς μάρτυρας τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μιλάει μὲ πειθὼ γιὰ τὴν «ἀνεκλάλητη καὶ δεδοξασμένη χαρὰ» μὲ τὴν ὁποία θὰ ἀγάλλονται ὅσοι ἀγαποῦν τὸν Κύριο Ἰησοῦ, χωρὶς νὰ Τὸν ἔχουν γνωρίσει κατὰ σάρκα, καὶ πιστεύουν σὲ Αὐτόν, χωρὶς νὰ Τὸν βλέπουν αἰσθητὰ[28].


Ὅταν ἡ Ἐκκλησία ψάλλει, «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι προσκυνήσωμεν ἅγιον Κύριον Ἰησοῦν τὸν μόνον ἀναμάρτητον», ἀσφαλῶς δὲν ψεύδεται, ἀλλὰ ἐκφράζει τὴν ἐμπειρία τῶν ἁγιασμένων καὶ τελείων μελῶν της. Στοὺς κόλπους τῆς συνυπάρχουν, ἀφενὸς ἡ τέλεια ὀντολογικὴ γνώση τοῦ Κυρίου ἀπὸ τοὺς Ἁγίους της καὶ ἀφετέρου ἡ ἀτελής, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ μακάρια, γνώση τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ διὰ τῆς πίστεως ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα μέλη της. Ὅποιος πιστεύει σὲ Αὐτόν, ἀγωνίζεται νὰ ἐκπληρώσει τὶς ἐντολές Του. Ὡστόσο, σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Σωφρόνιο: «Οἱ ἐντολὲς Τοῦ εἶναι τὸ ἄκτιστο Φῶς, μέσα στὸ ὁποῖο Αὐτὸς μας ἀποκαλύπτεται ἰδιαίτερα “καθὼς ἐστιν”»[29]. Ἑπομένως, ὅποιος ἀγωνίζεται νὰ τηρήσει τὶς ἐντολές, σταδιακὰ Τὸν ἀνακαλύπτει ὁλοένα καὶ ἐναργέστερα.


Ὁ Κύριος ἐμφανίζεται μὲ τρόπο ἀμυδρό, ὄχι ἐναργῆ, στὴ δημιουργία Του. Ἡ ὀμορφιὰ τῆς φύσεως καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ὅλα λειτουργοῦν μὲ τέτοια τελειότητα, μαρτυροῦν ὅτι εἶναι ἔργο τῶν χειρῶν Του, ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ Δημιουργὸς καὶ Συντηρητὴς τῆς κτίσεως. Ὡστόσο, ὁ Κύριος μὲ τοὺς παραπάνω λόγους ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ ἐμφανίσει τὸν Ἑαυτό Του μὲ ἕνα ἄλλο τρόπο, προσωπικό, ἐκ τῶν ἔσω. Ὁ Θωμᾶς ἀπαιτοῦσε τεκμήρια γιὰ νὰ πιστέψει στὴν Ἀνάσταση. Ὅταν ὅμως ἡ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τὸν ἐπεσκίασε, γνώριζε, χωρὶς νὰ ψηλαφήσει, ὅτι ὁ Κύριος εἶναι ὁλοζώντανος μέσα στὴν καρδιά του.


Ὁ ἀπόστολος Παῦλος προτρέπει τὸν μαθητὴ τοῦ Τιμόθεο, νὰ μνημονεύει τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ «ἐγηγερμένον ἐκ νεκρῶν»[30], ὥστε νὰ μὴ χάνει ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ τὴ ζῶσα αἴσθηση τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου. Τὸ ἀδιάσειστο τεκμήριο τῆς Ἀναστάσεως εἶναι ἡ ζέουσα ἀγάπη στὰ ἐνδόμυχά της καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου. «Μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες»[31].




Ἀρχιμ. Ζαχαρίας Ζάχαρου

Οι Σύγχρονοι Θωμάδες.

 (+Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου)


«Καὶ ἀπεκρίθη Θωμᾶς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» (Ἰω. 20,28)


Ἑορτὴ σήμερα, ἀγαπητοί μου·  «αὕτη ἡ ἡ μέρα, ἣν ἐποίησεν ὁ Κύριος· ἀγαλλιασώμεθα καὶ εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ» (Ψαλμ. 117,24).

Τριπλῆ ἑορτή. Εἶνε πρῶτον  Κυριακή . Δεύτερον εἶνε ὄχι ἁπλῶς Κυριακὴ ἀλλὰ ἡ πρώτη Κυριακὴ μετὰ τὸ Πάσχα·γι᾿ αὐτὸ στὴ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας μας ὀνομάζεται  Κυριακὴ τοῦ Ἀντίπασχα , τῆς πρώτης δηλαδὴ ἐπαναλήψεως τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα,ποὺ θ᾽ ἀκολουθῇ ἐν συνεχείᾳ κάθε ὀκτὼ ἡμέρες. Καὶ τρίτον τὴν Κυριακὴ αὐτὴ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τιμᾷ τὸν ἅγιο ἀπόστολο Θωμᾶ. Ἀνοίγονται λοιπὸν πολλὰ θέματα. Ἐδῶ θὰ περιορισθοῦμε στὸν ἀπόστολο Θωμᾶ .



Ὁ Θωμᾶς, ἀγαπητοί μου, ἦταν  ἕνας ἁπλὸς Γαλιλαῖος . Δὲν καταγόταν ἀπὸ τὶς μεγάλες οἰκογένειες, δὲν ἔζησε σὲ αὐλὲς βασιλέων, δὲν φοίτησε σὲ στοὲς φιλοσόφων καὶ ῥητόρων. Ἦταν ἕνας ἀπὸ ἐκείνους  ποὺ κάλεσε ὁ Χριστός. Δέχθηκε τὴν πρόσκλησι  «Δεῦτε ὀπίσω μου καὶ  ποιήσω  ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων» (Ματθ. 4,20) , ἐγκατέλειψε τὰ  πάντα, συγγενεῖς καὶ φίλους, καὶ ἀνῆκε πλέον  στὴ χορεία τῶν δώδεκα ἀποστόλων. Ἦταν εὐγενὴς ὕπαρξι, ἀλλὰ  εἶχε ἕνα ἐλάττωμα . Ὑπάρχει ἄνθρωπος χωρὶς ἐλάττωμα;Καὶ ὁ ἁγιώτερος θὰ ἔχῃ κάποιο ἐ λάττωμα, ὅπως πάλι καὶ ὁ μεγαλύτερος κακοῦργος θὰ ἔχῃ κι αὐτὸς κάποιο προτέρημα. Μεῖγμα εἶνε ὁ ἄνθρωπος κακίας καὶ ἀρετῆς.

Ποιό λοιπὸν ἦταν τὸ ἐλάττωμα τοῦ Θωμᾶ;

Ἦταν μελάγχολος. Ὁ μελάγχολος χαρακτήρας τὰ βλέπει ὅλα μαῦρα (τὸ ἀντίθετο τοῦ αἰσιοδόξου, ποὺ καὶ τὰ μαῦρα τὰ βλέπει ἄσπρα). Ὁ Θωμᾶς τὰ ἔβλεπε ὅλα σκοτεινά. Κατ᾿ ἐπανά-ληψιν ἐκφράσθηκε ἀπαισιόδοξα ὡς πρὸς τὴν πορεία τοῦ Κυρίου. Ἀλλὰ ἡ μελαγχολία του ἔφτασε στὸ ζενὶθ ἢ μᾶλλον στὸ ναδὶρ –πότε;Ὅταν εἶδε ὅτι τὰ ὄνειρα κ᾽ οἱ ἐλπίδες του διαψεύσθηκαν. Ἤλπιζε, ὅτι μιὰ μέρα ὁ Ναζωραῖος θὰ  νικοῦσε τοὺς ἐχθρούς, θὰ ἔδιωχνε τὶς λεγεῶνες τῶν Ῥωμαίων κατακτητῶν, καὶ θὰ ἵδρυε παγκόσμιο βασίλειο. Ὅταν ὅμως εἶδε τὸ Διδάσκαλό του νὰ συλλαμβάνεται, νὰ ὁδηγῆται στὰ πραιτώρια, νὰ ῥαπίζεται, νὰ μαστιγώνεται, νὰ σταυρώνεται, εἶπε· Πάει, ὄνειρο ἦταν καὶ διαλύθηκε. Ἐπέστρεψε λοιπὸν στὶς προηγούμενες ἀσχολίες του, ἀκόμη πιὸ μελάγχολος τώρα.

Ἀλλὰ ξαφνικὰ μέσ᾿ στὸ σκοτάδι ἔπεσε φωτοβολίδα. Ὄχι ἁπλῶς φωτοβολίδα ἀλλὰ ἥλιος ἦταν τὸ μεγάλο ἄγγελμα, τὸ μήνυμα τὸ ὑπὲρ πᾶν μήνυμα, ὅτι  ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε . Τὴν πρώτη κιόλας ἡ μέρα ἐμφανίσθηκε στοὺς συναθροισμένους μαθητὰς καὶ εἶπε τὸ θεσπέσιο ἐκεῖνο  «Εἰρήνη ὑμῖν» (Ἰω. 20,19-20) . Αὐτὸ ποὺ ζητάει σήμερα ὁ κόσμος εἶνε ἡ ἐπιφανειακὴ εἰρήνη. Ἄλλη εἰρήνη παρέχει ὁ Χριστός, τὴν εἰρήνη τοῦ βάθους.

Ἡ εἰρήνη ποὺ δίνει ὁ Χριστὸς εἶνετριπλῆ· εἰ ρήνη μὲ τὸ Θεό, εἰρήνη μὲ τὸν πλησίον, εἰρήνη μὲ τὸν ἑαυτό μας. Αὐτὸ εἶνε τὸ βάθος τῆς εἰρήνης τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ.

Τότε οἱ μαθηταὶ πείσθηκαν ὅτι ὁ Κύριος ἀναστήθηκε. Ὁ Θωμᾶς ὅμως ἀπουσίαζε ἀπὸ τὴν ἱερὰ σύναξι. Ὅταν κατόπιν τὸν εἶδαν οἱ συμμαθηταὶ τοῦ ἔλεγαν· – «Ἑωράκαμεν τὸν Κύριον»(Ἰω. 20,25) , ἀναστήθηκε! –Μπᾶ, τοὺς ἀπαντᾷ,  δὲν πιστεύω . –Ἀναστήθηκε! ἐπέμεναν ἐκεῖνοι. Αὐτὸς ὅμως δὲν ἤθελε νὰ τὸ πιστέψῃ. Σὰ ν᾽ ἀκούω τὸ διάλογό τους. –Μὰ δὲ μᾶς πιστεύεις λοιπόν; ψέματα σοῦ λέμε;  μᾶς ξέρεις γιὰ ψεῦτες, ἀπατεῶνες; –Ὄχι, δὲν πιστεύω· μόνο ἂν τὸν δῶ μὲ τὰ μάτια μου, τὸν ἀκούσω μὲ τ᾽ αὐτιά μου, τὸν ψηλαφήσω μὲ τὰ χέρια μου, τότε θὰ πεισθῶ.

Μετὰ ἀπὸ ὀκτὼ ἡμέρες στὴ σύναξί τους ἦταν καὶ ὁ Θωμᾶς. Ἔρχεται πάλι ὁ Χριστὸς  «τῶν  θυρῶν κεκλεισμένων» (ἔ.ἀ. 20,26) .Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀνοίγω μία παρένθεσι. Ἐ ρωτοῦν οἱ ἄπιστοι· Πῶς εἶνε δυνατὸν νὰ ἐμφανισθῇ  «κεκλεισμένων τῶν θυρῶν»;… Ὅταν  ἤμασταν μικροὶ στὸ σχολεῖο ἕνας δάσκαλος μᾶς ἔθετε τὸ αἴνιγμα· «Κλείνω τὸ σπιτάκι μου  κι ὁ κλέφτης εἶνε μέσα· τί εἶνε;». Ἐμεῖς δὲν μπορούσαμε νὰ τὸ βροῦμε· κ᾽ ἐκεῖνος, ἀφοῦ γιὰ λίγο μᾶς βασάνιζε, ἔλεγε· Εἶνε ὁ ἥλιος, ποὺ περνάει τὰ τζάμια καὶ μπαίνει! Στὶς μέρες μας ἔχουμε κι ἄλλα παραδείγματα. Εἶσαι κλεισμένος στὸ σπίτι, ἀνοίγεις τὸ ῥαδιόφωνο  κι ἀκοῦς φωνὲς ποὺ ἔρχονται ἀπὸ τὰ ἄκρα τῆς γῆς. Κλειστὸ εἶνε τὸ σπίτι, ἀνοίγεις τὴν τηλεόρασι καὶ βλέπεις μέσα στὸ δωμάτιό σου ποικίλα πρόσωπα, σὰν νὰ τά ᾿χῃς μπροστά σου. Πῶς γίνονται αὐτά; Δὲν εἶνε θαῦμα, εἶνε ἑρτζιανὰ κύματα ποὺ λέει ἡ φυσική. Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ ἔκανε τὸν ἥλιο ὥστε νὰ διαπερνᾷ τὰ τζάμια, ποὺ ἔκανε τὰ ἑρτζιανὰ κύματα ὥσ τε νὰ φτάνουν μέσα στὸ σαλόνι σου, δὲν μποροῦσε νὰ ἐμφανισθῇ  «κεκλεισμένων τῶν θυρῶν» ;

Εἶνε ὁ Κύριος τοῦ παντός. Εἰσῆλθε λοιπὸν  «κεκλεισμένων τῶν θυρῶν, καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον» . Καλεῖ τότε τὸν Θωμᾶ καὶ τοῦ λέει· Γιατί ἀπιστεῖς; Ἔλα, πλησίασέ με· «φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς  μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος ἀλλὰ πιστός» (ἔ.ἀ. 20,27) . Ὁ Θωμᾶς κατάπληκτος φωνάζει· «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» (ἔ.ἀ. 20,28) . Ἔτσι  ἔσβησε κάθε ἀμφιβολία ποὺ ὑπῆρχε μέσα του. «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» . Σὲ κάποιο ἄλλο κήρυγμα ἐπέστησα τὴν προσοχὴ στὴ ση μασία ποὺ ἔχει ἐκεῖνο τὸ  «μου» .

Ὅταν μιλᾶμε σὲ ἕνα γιατρό, τὸν προσφωνοῦμε «γιατρέ»· ἂν ὅμως ὁ γιατρὸς αὐτὸς σὲ θεραπεύσῃ καὶ σὲ σώσῃ, τότε  πλέον δὲν λὲς «γιατρέ», ἀλλὰ λὲς«γιατρέ μου» καὶ στοὺς ἄλλους λὲς «Αὐτὸς  εἶνε ὁ γιατρός μου». Αὐτὸ τὸ «μου» λείπει σήμερα.

Ζήτημα μέσ᾿ στοὺς χίλιους ἀνθρώπους ἕνας νὰ λέῃ «ὁ Χριστός μου», «ὁ Σωτήρας μου», «ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» , μὲ τρόπο δηλαδὴ ποὺ δείχνει ὄχι τυπικὴ ἀλλὰ στενὴ οὐσιαστικὴ σχέσι μὲ τὸν Θεάνθρωπο.

Ἀπὸ τότε, ἀγαπητοί μου, πέρασαν εἴκοσι αἰῶνες. Τί στάσι τηροῦν σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἀπέναντι στὸν ἀναστάντα Χριστό; Ἂν ῥίξουμε μιὰ ματιά, θὰ διακρίνουμε  τρεῖς κατηγορίες.

⃝ Ὑπάρχουν οἱ  ἄπιστοι . Πέρα ἀπ᾿ τὸ φαΐ, τὴ δι ασκέδασι, τὸ αὐτοκίνητο, τὸ θέαμα, τὸ σέξ, τίποτε ἄλλο δὲν τοὺς ἐνδιαφέρει. Ἡ ζωή τους  εἶνε  «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Ἠσ. 22,13 = Α´ Κορ. 15,32) .Δὲν τοὺς συγκινοῦν οὔτε θαύματα οὔτε διδασκαλίες. Ὅ,τι κι ἂν δοῦν,μένουν ἄ πιστοι. Αὐτοὶ εἶνε ἡ πλειονότης.

⃝ Ἐκτὸς αὐτῶν ὑπάρχει μία μειονότης, ποὺ ὅσο πάει γίνεται καὶ πιὸ μικρή. Εἶνε οἱ  πιστοί  , αὐτοὶ ποὺ λένε  «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου».

⃝ Τέλος ὑπάρχουν καὶ οἱ ἀμφιταλαντευόμενοι μεταξὺ πίστεως καὶ ἀπιστίας. Αὐτοὶ εἶνε οἱ  δύσπιστοι ὅπως ὁ Θωμᾶς. Κυμαίνονται, προβληματίζονται. Ἀκοῦνε, διαβάζουν, μὰ πάλι λένε· Ἐμεῖς δὲν πιστεύουμε. Τί ἔχουμε νὰ ποῦμε σ᾿ αὐτούς;

Σύγχρονοι Θωμᾶδες! κανείς μὴ νομίζει ὅτι ὁ Χριστὸς εἶπε «πίστευε καὶ μὴ ἐρεύνα». Πουθενὰ στὸ Εὐαγγέλιο δὲν ὑπάρχει αὐτό (εἶνε δόγμα τῶν παπικῶν ἰησουϊτῶν). Ἀντιθέτως ὁ Χριστὸς μᾶς εἶπε  «Ἐρευνᾶτε…» (Ἰω. 5,39) . Ἔλα, λέει, ψηλάφησέ με. Δέχεται νὰ γίνῃ ἀντικείμενο ἐρεύνης. Κι ὅσο τὸν ἐρευνοῦμε καὶ τὸν δοκιμάζουμε, τόσο περισσότερο τὸν θαυμάζουμε.Ὕστερα ἀπὸ ἔρευνα ὁ Ντοσκογιέφσκυ, ὅπως καὶ ἄλλοι διανοούμενοι, πίστεψαν καὶ φώναξαν κι αὐτοὶ  «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» .Τὸ δικό μου  «ὡσαννά» , εἶπε ὁ Ντοστογιέφσκυ, δὲν βγῆκε μέσα ἀπὸ θεωρίες, βγῆκε μέσα ἀπὸ τὸ πυρωμένο καμίνι τῆς δοκιμασίας.Σήμερα οἱ ἄνθρωποι, ἐνῷ δυσπιστοῦν στὴν χιλιομαρτυρημένη ἀλήθεια ὅτι ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε, παραδόξως εἶνε πολὺ  εὔπιστοι , ἕτοιμοι νὰ δεχθοῦν παραμύθια ἀπάτης.Στὴ Φλώρινα ὑπῆρχε ἕνας λαϊκὸς φιλόσοφος, ὁ  Δάντης . Στὴν ἀρχὴ ἦταν ἄπιστος. Πῶς πίστεψε; Τοῦ συνέβη κάτι συγκλονιστικό. Σὲ καιρὸ χειμῶνος μὲ χιόνι, περπατώντας στὸ δάσος νομίζω στὴν Κλαδορράχη, βρέθηκε μπροστὰ σὲ λύκους. Σκαρφάλωσε σ᾿ ἕνα δέντρο, ἀλλὰ οἱ λύκοι δὲν ἔφευγαν· περίμεναν ὅλη τὴ νύχτα ἀπὸ κάτω, νὰ πέσῃ νὰ τὸν φᾶνε. Ἄρχισε τότε νὰ παρακαλῇ τὸ Θεὸ νὰ τὸν γλυτώσῃ. Ἐπὶτέλους βγῆκε ὁ ἥλιος, ἔφυγαν οἱ λύκοι καὶ κατέβηκε, ἀλλὰ τελείως ἀλλαγμένος· ἄπιστος

ἀνέβηκε στὸ δέντρο, πιστὸς κατέβηκε. Καὶ συνέθεσε ἕναν ὕμνο, τὸν ὁποῖο ἔψαλλε·

«Ὁ Κύριος καὶ Θεός μου, / μεγάλο τὸ ὄνομά σου…

Μιὰ ἀκτίνα ἀπὸ τὸ Πνεῦμα σου / στεῖλε καὶ φώτισέ με…».

Βλέπετε; Πρέπει λοιπὸν νὰ μᾶς συμβοῦν συνταρακτικὰ γεγονότα γιὰ νὰ πιστέψουμε; Τώρα, ὅσο ἔχουμε καιρό, νὰ πιστέψουμε . Νὰ ποῦμε κ᾽ ἐμεῖς  «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» .

Ὁ Χριστὸς οὕτως ἢ ἄλλως εἶνε Κύριος· κι ἂν ἐμεῖς τὸν ἀρνηθοῦμε,  «καὶ οἱ λίθοι κεκράξονται» (Λουκ. 19,40) . Ὅλη ἡ κτίσις ὁμολογεῖ ὅτι  «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.) . Ἀλλὰ πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε, νὰ λύσουμε τὸ πρόβλημα αὐτό· ν᾽ ἀπαντήσουμε κ᾽ ἐμεῖς μαζὶ μὲ τὸν ποιητή·

«Χριστὲ σὲ τοῦτα τ᾽ ἄπιστα καταραμένα χρόνια

ποὺ δὲν πιστεύουν τίποτα οὔτ᾽ ἀγαποῦν κανένα,

ἐγὼ πιστεύω κι ἀγαπῶ ὁλόψυχα Ἐσένα.

Πιστεύω σὰν τὴ μάνα μου, πιστεύω σὰν παιδάκι,

πίνω τὸ ἀθάνατο νερὸ κι ἀφήνω τὸ φαρμάκι».

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος-

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνηςτὴν 22-4-1990.