Τρίτη 11 Μαρτίου 2025

Η Ζυγαριά της Ψυχής

Ο γέροντας στεκόταν σκυφτός μπροστά στη φωτιά, ενώ η φλόγα έπαιζε με τις σκιές του προσώπου του.Τα μάτια του, βαθιά σαν την αιωνιότητα, έμοιαζαν να κοιτάζουν πέρα από τον κόσμο τούτο, σε τόπους που κανείς θνητός δεν είχε αγγίξει.

Στο χέρι του κρατούσε ένα παλιό ζύγι από ορείχαλκο, σκουριασμένο από τον χρόνο, μα βαρύ από μυστήριο.


«Η ψυχή, παιδί μου,» ψιθύρισε, «είναι σαν τούτη εδώ τη ζυγαριά.

Κάθε πράξη, κάθε σκέψη, κάθε αναστεναγμός της ζωής μας γέρνει τη μία ή την άλλη πλάστιγγα.

Και σαν έρθει η ύστατη ώρα, σαν το φώς της ζωής αρχίσει να σβήνει και ο ουρανός ανοίξει διάπλατα τις πύλες του, η ψυχή στέκει μπροστά στη ζυγαριά του Θεού.»


Ο νεαρός μαθητής τον κοίταζε εκστατικός, τα χέρια του έτρεμαν: «Μα γέροντα, αν η ζυγαριά γείρει προς το βάρος των αμαρτιών;Αν κάποιος έχει διαβεί το μονοπάτι της ζωής με βήματα βαριά, γεμάτα λάθη και σφάλματα;»


Ο γέροντας χαμογέλασε λυπημένα, μα τα μάτια του έλαμπαν.

«Η πρώτη κρίση είναι δίκαιη.Δίνει στον άνθρωπο ό,τι του αναλογεί.

Η δεύτερη είναι φιλάνθρωπη, αναζητά μέσα στο σκοτάδι το μικρότερο φώς, ένα ψίχουλο καλοσύνης, μια στάλα μετανοίας.

Η τρίτη είναι υπεράγαθη, είναι η αγάπη που καλύπτει πλήθος αμαρτιών.


-Μα αν όλα τούτα δεν φτάσουν…»

Η φωνή του έγινε βραχνή: «Τότε έρχεται η τέταρτη κρίση.Και αυτή είναι δίκαιη, παιδί μου.Όχι γιατί ο Θεός θέλει να τιμωρήσει, αλλά γιατί η ψυχή η ίδια έχει διαλέξει να βαδίζει μακριά από Εκείνον.»


Έξω, ο άνεμος μαστίγωνε τα κυπαρίσσια, λες και ήθελε να χαράξει πάνω τους τη μοίρα του κόσμου. 

Ο μαθητής ένιωσε ένα ρίγος: «Και δεν υπάρχει ελπίδα;»

Ο γέροντας άγγιξε τον ώμο του με την ελαφρότητα ενός φύλλου που πέφτει από το δέντρο της ζωής: «Υπάρχει, παιδί μου.Μέχρι την τελευταία μας πνοή, υπάρχει.

Η ζυγαριά μπορεί να γείρει από μια μόνο πράξη αγάπης, από έναν μόνο στεναγμό μετανοίας.

Και πάνω απ’ όλα, μην ξεχνάς: η κρίση του Θεού δεν είναι τιμωρία.

Είναι καθρέφτης της ψυχής μας.

Δεν μας διώχνει Εκείνος, εμείς διαλέγουμε αν θα Τον πλησιάσουμε ή αν θα απομακρυνθούμε.»


Ο μαθητής χαμήλωσε το κεφάλι.

Έξω, ο ήλιος είχε αρχίσει να χαράζει, λούζοντας το μοναστήρι με φώς.

Ίσως, σκέφτηκε, η αυγή αυτή να ήταν και για τη δική του ψυχή.

Το μεγαλύτερο σφάλμα, που μπορείς να πράξης, είναι να μη παραδεχθής το σφάλμα σου.

 Το μεγαλύτερο σφάλμα, που μπορείς να πράξης, είναι να μη παραδεχθής το σφάλμα σου.

Ο πολιτισμένος άνθρωπος έμαθε να πετά, ξέχασε όμως να περπατά με τον Θεό.

Ο άνθρωπος, που κινεί τον κόσμο, είναι ο άνθρωπος, τον οποίο δεν μπορεί να κινήση ο κόσμος!


Γέροντας Γερμανός Σταυροβουνιώτης

Όσιος Αλέξιος εκ Ρωσίας

 Ο Όσιος Αλέξιος, κατά κόσμο Βλαδίμηρος Ιβάνοβιτς Σεπέλεφ, γεννήθηκε στις 14 Απριλίου 1840 μ.Χ. στο Κίεβο από μια ευγενή οικογένεια. Ήταν εκ γενετής μουγκός, θεραπεύθηκε όμως κατά θαυματουργικό τρόπο σε ηλικία 12 ετών από τον Άγιο Φιλάρετο, Επίσκοπο Κιέβου (τιμάται 19 Νοεμβρίου). Από βρέφος έλαβε εκκλησιαστική αγωγή και η μητέρα του τον δίδαξε την ελεημοσύνη και τη γενναιοδωρία προς τους πτωχούς, τους φυλακισμένους και τους ασθενείς.


Με συμβουλή του Αγίου Φιλαρέτου, ο Βλαδίμηρος εστάλη από την μητέρα του στη Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου και από το 1853 μ.Χ. έζησε εκεί υπό την πνευματική καθοδήγηση του Αγίου. Επίσης, ρόλο σημαντικό στην διαμόρφωση της προσωπικότητάς του έπαιξε και ο Παρθένιος του Κιέβου. Το έτος 1857 μ.Χ., πριν από την κοίμηση του Αγίου Φιλαρέτου, ο Βλαδίμηρος έγινε επίσημα δεκτός ως δόκιμος στη Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου. Το έτος 1872 μ.Χ. έλαβε το μικρό σχήμα με το όνομα Αλέξιος και τον ίδιο χρόνο χειροτονήθηκε διάκονος. Το έτος 1875 μ.Χ. χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και ανέλαβε το διακόνημα του μυστηρίου της Θείας Εξομολογήσεως στους διάφορους ναούς της Λαύρας.


Είχε την φήμη του Προφήτου, αλλά η δραστηριότητα του Οσίου αμαυρώθηκε από τις συκοφαντίες διαφόρων, οι οποίοι τον κατηγόρησαν για κλέφτη, χωρίς να χάσουν την ευκαιρία να του αποδώσουν σκανδαλώδεις λοιδορίες και να τον κυνηγήσουν ακόμα και κατά την διάρκεια της Θείας Λειτουργίας.


Για να παύσουν όλα αυτά, το έτος 1891 μ.Χ., ο Όσιος Αλέξιος έφυγε και εγκαταστάθηκε στην έρημο της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, στην ίδια Λαύρα και το έτος 1895 μ.Χ. στην έρημο του Γκολοσέεβο, όπου προσέτρεχαν σε αυτόν, για να εξομολογηθούν και να ζητήσουν πνευματικές συμβουλές, πιστοί από όλη την Ουκρανία, την Αγία Πετρούπολη, την Μόσχα, τα Ουράλια, τον Καύκασο και την Σιβηρία. Ακόμα και Επίσκοποι, συγκεκριμένα οι Μητροπολίτες του Κιέβου, είχαν Πνευματικό τον Άγιο.


Στο λειτούργημα της πνευματικής καθοδηγήσεως ο Όσιος άφηνε πάντοτε τα ίχνη της μεγάλης αγάπης του προς τους μετανοούντες. Προκειμένου να απαιτήσει από τα πνευματικά του τέκνα υπακοή, ενεργούσε με όπλο την προσευχή. Είχε την φήμη του φλογερού ιεροκήρυκα και είχε επιδοθεί σε αναρίθμητα έργα φιλανθρωπίας.


Ο Όσιος Αλέξιος κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1917 μ.Χ. και ενταφιάσθηκε στην έρημο Γκολοσέεβο. Η τιμή προς τον Άγιο εκφράστηκε αμέσως μετά την κοίμησή του και ο τάφος του παρέμεινε πόθος προσκυνήματος ακόμα και στα πιο σκληρά χρόνια των διωγμών.

Άγιος Παύλος τσάρος της Ρωσίας

 Ο Άγιος Παύλος (Πέτροβιτς), αυτοκράτορας της Ρωσίας, γεννήθηκε το έτος 1754 μ.Χ. Ήταν υιός του δολοφονηθέντος τσάρου Πέτρου Γ' και της Αικατερίνης Β', αλλά διατελούσε πάντοτε υπό την δυσμένεια του αυτοκράτορα, ο οποίος ουδέποτε αναγνώρισε αυτόν ως υιό του. Το έτος 1773 μ.Χ. νυμφεύθηκε την πριγκίπισσα της Έσσης - Δαρμστάτης και μετά τον θάνατό της, το 1776 μ.Χ., την πριγκίπισσα Δωροθέα της Βυρτεμβέργης.


Όταν στις 19 Νοεμβρίου 1796 μ.Χ. διαδέχθηκε την μητέρα του, άρχισε την βασιλεία του διά της ακυρώσεως του περί διαδοχής ουκαζίου του Μεγάλου Πέτρου και της αποκαταστάσεως της κληρονομικής αρχής κατά τάξιν πρεσβειών από άρρενος προς άρρενα. Επιχείρησε, επίσης, τη μεταρρύθμιση των δημοσίων οικονομικών, τα οποία είχαν διαταράξει οι διαρκείς πόλεμοι και η σπατάλη της αυλής. Οι διαταγές και αποφάσεις του είχαν δυσαρεστήσει την αυλή του, η δε Ρωσική αριστοκρατία αποδοκίμαζε την πολιτεία αυτού. Ο στρατιωτικός διοικητής της Αγίας Πετρουπόλεως κόμης Πάχλεν έγινε η ψυχή της συνωμοσίας. Μια νύχτα εισήλθαν στον κοιτώνα του τσάρου αξιωματικοί της φρουράς, οι οποίοι υπό την απειλή ξίφους απαίτησαν από τον Παύλο να υπογράψει πράξη παραιτήσεως. Ο αυτοκράτορας αρνήθηκε και στραγγαλίσθηκε.

Άγιος Ευλόγιος ο Ιερομάρτυρας και οι Αγίες Λεωκρητία και οι δύο ανώνυμες παρθένες Μάρτυρες εν Κορδούη Ισπανίας

 Ο Άγιος Ιερομάρτυς Ευλόγιος γεννήθηκε στην πόλη Κορδούη της Ισπανίας κατά τον 8ο αιώνα μ.Χ. από ευσεβή και αριστοκρατική οικογένεια. Από την παιδική του ηλικία ανατράφηκε με τα νάματα της χριστιανικής πίστεως.


Τα χρόνια όμως εκείνα ήταν δύσκολα. Η αραβική κατοχή της χώρας (711 μ.Χ.) είχε επιφέρει πολλά δεινά στην Εκκλησία, που ήταν διαιρεμένη σε τρεις επαρχίες με είκοσι εννέα Επισκόπους και προσπαθούσε να ανταπεξέλθει στους διωγμούς των Μωαμεθανών κατακτητών αλλά και στους εκ των έσω πειρασμούς, όπως οι αιρέσεις. Πολλοί κληρικοί και μοναχοί, εξ' αιτίας της επιδρομής των αλλοφύλων εγκαταστάθηκαν στην Γαλλία μεταφέροντας μαζί τους το βησιγοτθικό εκκλησιαστικό πνεύμα και το μοζαραβικό τυπικό. Παρ' όλα αυτά στην Ισπανία, η μοζαραβική Εκκλησία διατήρησε την παράδοση και την οργάνωσή της μέχρι την εποχή της «πλήρους ἐπανακτήσεως» (15ος αιώνας μ.Χ.), οπότε, δυστυχώς, η σχισματική Ρώμη είχε πια επιβάλει παντού στα επανακτώμενα μέρη μαζί με τη λατινική παράδοση και το τυπικό και την αιρετική διδασκαλία της.


Καρπός των διωγμών κατά την εποχή της αραβοκρατίας, υπήρξε η παρουσία πολλών Μαρτύρων. Η Κορδούη, τόπος ισλαμικής λατρείας με το μεγάλο τέμενος των χιλίων και ενός κιόνων, πήρε την πρώτη θέση στο ισπανικό μαρτυρολόγιο του 9ου αιώνα μ.Χ.


Ο Ευλόγιος είχε μελετήσει σε βάθος τους Πατέρες, την Παράδοση και τη Θεολογία της Εκκλησίας. Η ζωή του ήταν απολύτως σύμφωνη με τα όσα μελετούσε καθημερινά και δίδασκαν οι Θείες Γραφές. Η άσκηση, η προσευχή και η νηστεία, καθάριζαν την ψυχή του, που έλαμπε ως φωτεινός λύχνος διαλύοντας τα σκοτάδια της απιστίας. Το έτος 850 μ.Χ. ξέσπασε διωγμός κατά της Εκκλησίας της Ισπανίας. Οι Μαυριτανοί αγρίεψαν. Οδηγημένοι από έναν αποστάτη Επίσκοπο συνέλαβαν και έκλεισαν στην φυλακή όλους τους ιερείς της Κορδούης μαζί με τον Επίσκοπό τους. Μέσα στην φυλακή ο Ευλόγιος έδινε θάρρος στους αδελφούς να αντέξουν με υπομονή και καρτερία τη δοκιμασία. Τα λόγια του εκείνα στήριξαν δύο μαθήτριες, πνευματικά του παιδιά, να υποστούν με πνευματική ανδρεία το μαρτύριο, λίγο μετά την έξοδό τους από τη φυλακή, το έτος 851 μ.Χ. οι δύο παρθένες πέρασαν στο Ορθόδοξο Μαρτυρολόγιο ανώνυμα, όμως τα ονόματά τους τα γνωρίζει ο Αγωνοθέτης και Στεφανωτής τους Χριστός. Ο Άγιος Ευλόγιος συνέταξε το Συναξάριό τους, για να προτρέψει και τους άλλους διωκόμενους Χριστιανούς να τις μιμηθούν. Τα γραπτά και προφορικά του κηρύγματα κράτησαν πολλούς Χριστιανούς στην πατρώα ευσέβεια και τους διεφύλαξαν από την αποστασία και την άρνηση του Χριστού. Μάλιστα ο Άγιος συνέγραψε τρία βιβλία με τις πράξεις και το τέλος των Νεομαρτύρων του διωγμού της εποχής αυτής.


Όλα αυτά συνετέλεσαν, ώστε ο Ευλόγιος να θεωρηθεί ως η πιο σημαντική εκκλησιαστική προσωπικότητα του καιρού του και η Εκκλησία να τον εκλέξει στο επισκοπικό αξίωμα το έτος 858 μ.Χ. Ο νέος Επίσκοπςο Κορδούης, πριν αναλάβει τα καθήκοντά του, πριν γίνει η ενθρόνισή του, συνελήφθη και πάλι και οδηγήθηκε στην φυλακή. Η κατηγορία ήταν ότι περιέθαλψε και έκρυψε μια νεαρή Χριστιανή, την Λεωκρητία, που οι ίδιοι οι γονείς της ήθελαν να ασπαστεί την θρησκεία του Μωάμεθ. Ο Ευλόγιος κατηγορήθηκε όχι μόνο για απαγωγή, αλλά και για διαφθορά της νεαρής Λεωκρητίας. Στην απολογία του είπε πως κανείς ποιμένας δεν αρνήθηκε την συμπαράστασή του σε οποιοδήποτε μέλος του ποιμνίου του και ακόμη κάτι πιο σημαντικό: το καθήκον του ιερέως του Χριστού είναι να διδάξει στους πιστούς πως αν έχουν να διαλέξουν μεταξύ Θεού και γονέων, να διαλέγουν τον Θεό. Ο Άγιος Ευλόγιος δεν σταμάτησε εκεί. Πρότεινε στον Μουσουλμάνο δικαστή να συζητήσουν, για να του αποδείξει την απάτη της θρησκείας του Μωάμεθ.


Ο Άγιος, μετά από αυτά, οδηγήθηκε στο συμβούλιο της αυλής του κατακτητού βασιλέως και εκεί συνέχισε πάλι, με πνευματική ανδρεία και παρρησία, τη χριστιανική απολογητική του. Το αποτέλεσμα ήταν να καταδικαστεί σε θάνατο διά αποκεφαλισμού.


Στον δρόμο του μαρτυρίου ο Άγιος Ευλόγιος δέχθηκε, όπως και ο Κύριός του στον δρόμο προς τον Γολγοθά, ένα ράπισμα από έναν ευνούχο της συνοδείας των δημίων του. Αμέσως ο Άγιος έστρεψε και το άλλο μάγουλο χωρίς να διαμαρτυρηθεί. Ο άπιστος κτύπησε και πάλι για δεύτερη φορά.


Στην συνέχεια, σιωπηλά πάντοτε και προσευχόμενος για τους διώκτες του και το λαό του, έσκυψε το κεφάλι του κάτω από το μαχαίρι του δημίου. Πλήθος Αγγέλων οδήγησε την ψυχή του στη Βασιλεία του Θεού. Ήταν το έτος 859 μ.Χ.


Η Λεωκρητία αποκεφαλίσθηκε την επόμενη Τετάρτη, όπως διασώζουν τα Συναξάρια και πρόσθεσε ένα ακόμη στέφανο δόξας στο Μαρτυρολόγιο της Ορθοδόξου Ισπανικής Εκκλησίας.

Άγιος Κωνσταντίνος ο βασιλεύς του Στραθκλάϊντ

 Ο Άγιος Κωνσταντίνος γεννήθηκε το έτος 570 μ.Χ. και ήταν υιός του βασιλέως Ρίντερχ Χέελ του Στραθ Κλάιντ και της βασιλίσσης Λανγκουορέφης. Καθοδηγήθηκε στον Χριστιανισμό από τον Άγιο Κολούμπα και αγωνίσθηκε υπέρ της Ορθόδοξης πίστης στην Αγγλία και στην Ιρλανδία. Ο Άγιος Κωνσταντίνος κοιμήθηκε με ειρήνη περί το έτος 640 μ.Χ.


Όσιος Σωφρόνιος ο Έγκλειστος

 Ο Όσιος Σωφρόνιος έζησε στην Ρωσία κατά τον 13ο αιώνα μ.Χ. και ασκήτεψε στη Λαύρα του Αγίου Θεοδοσίου του Κιέβου. Φορούσε τρίχινα ρούχα και μια βαριά σιδερένια ζώνη και διάβαζε καθημερινά ολόκληρό το Ψαλτήρι. Κοιμήθηκε οσίως με ειρήνη. 

Άγιος Ευθύμιος ο Θαυματουργός Αρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ

 Ο Άγιος Ευθύμιος, κατά κόσμο Ιωάννης, ήταν υιός ενός ιερέα του Νόβγκοροντ, του Θεοδώρου και της Άννας. Καθώς είχε συλληφθεί μετά από χρόνια στειρότητας, οι γονείς του τον αφιέρωσαν στον Θεό πρωτού γεννηθεί. Ο νεαρός Ιωάννης μεγάλωσε με ευσέβεια, αφιερωμένος στην μελέτη και σε ηλικία δέκα πέντε ετών εισήχθη στη μονή του Αγίου Νικολάου στο Βγιαζίσκι, κοντά στο Νόβγκοροντ, όπου έλαβε το μοναχικό σχήμα και ονομάσθηκε Ευθύμιος.


Έπειτα ασκήτεψε ορισμένο χρονικό διάστημα στη μονή του Αγίου Βαρλαάμ του Τσυτύν. Νωρίς, ο Αρχιεπίσκοπος του Νόβγκοροντ Συμεών, θαυμάζοντας τα πνευματικά χαρίσματα του Αγίου, τον διορίζει γενικό οικονόμο και το έτος 1429 μ.Χ. επιλέγεται ως Αρχιεπίσκοπος της πόλεως. Συνέχισε, παρ' όλα αυτά, να ζει αυστηρή μοναστική ζωή προσευχής και μετάνοιας, παρέχοντας με αγάπη και συμπάθεια βοήθεια στους άπορους και επιδεικνύοντας καλλιτεχνική ευαισθησία με την ανέγερση και αγιογράφηση ναών, την αντιγραφή ιερών κωδίκων και βιβλίων.


Λίγο καιρό προτού πεθάνει έγραψε μία επιστολή στον Μητροπολίτη Μόσχας Ιωνά, επικαλούμενος τη συγχώρηση για τη «μεγάλη ανυπόφορη αδυναμία» του στον κόσμο και αποσύρθηκε στη μονή Βγιαζίσκι, όπου κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1458 μ.Χ.


Η αγιοποίησή του έγινε το έτος 1547 μ.Χ. Το εικονογραφικό εγχειρίδιο τον απεικονίζει «γκριζομάλλη, με γενειάδα σαν του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, αλλά πιο αραιή, με τον σκούφο και την επισκοπική ενδυμασία, το ωμοφόριο και το Ευαγγέλιο».

Άγιοι Τρόφιμος και Θαλλός που μαρτύρησαν στη Λαοδικεία

 Οι Άγιοι αυτοί μαρτύρησαν στα χρόνια του Διοκλητιανού (284 - 305 μ.Χ.). Κατάγονταν από την πόλη Στρατονίκη ή Στρατονίκεια, που βρισκόταν στην επαρχία Καριάς της Μικράς Ασίας και σήμερα τούρκικα ονομάζεται Αϊδενελλί.


Τον καιρό λοιπόν εκείνο, κατά τον διωγμό εναντίον των χριστιανών, συνελήφθηκαν και οι Αγιοι αυτοί, επειδή ομολόγησαν τον Χριστό, και λιθοβολήθηκαν για αρκετή ώρα. Με ενέργεια της θείας χάριτος όμως, έμειναν αβλαβείς. Βλέποντας αυτό ο ηγεμόνας της Λαοδικείας Ασκληπιός, τους άφησε ελεύθερους. Αλλά αργότερα και πάλι τους συνέλαβαν και τους πίεζαν ν' αρνηθούν τον Χριστό. Αυτοί όμως, με ακόμα περισσότερο θάρρος ομολόγησαν την πίστη τους και μπροστά σ' όλους ενέπαιξαν τα είδωλα και τους προστάτες τους. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να ερεθίσει πολύ τον τύραννο και έδωσε διαταγή να τους δέσουν γυμνούς σε ξύλο και να σχίσουν τις σάρκες τους. Τελικά μαρτύρησαν με σταυρικό θάνατο και έτσι έλαβαν τα ένδοξα στεφάνια του μαρτυρίου.


Ευσεβείς χριστιανοί, πήραν τα άγια λείψανα τους και τα έθαψαν σε τόπο Ιερό. Τότε και η γυναίκα του άρχοντα Ασκληπιού, πήγε και ράντισε με μύρα τη θήκη των αγίων λειψάνων και άπλωσε πάνω σ' αυτό πολύτιμο σεντόνι. Τέλος, οι ευλαβείς και πιστοί χριστιανοί συμπατριώτες των Άγιων, Ζώσιμος και Αρτέμιος, πήραν τη θήκη των αγίων λειψάνων και τη μετέφεραν στην ιδιαίτερη πατρίδα τους Στρατονίκη, και την αποθησαύρισαν ένα μίλι έξω από την πόλη, στην τοποθεσία Λατομεία.

Όσιος Γεώργιος ο Σιναΐτης

 Ο Όσιος Γεώργιος έζησε στα χρόνια του βασιλιά Ιουστινιανού του Α' (527 - 565 μ.Χ.) και όταν Πατριάρχης Ιεροσολύμων ήταν ο Πέτρος ο Α' (524 - 552 μ.Χ.). Ο Γεώργιος μόναζε στο όρος Σινά και ήταν νηστευτής και πολύ ενάρετος.


Το Συναξάρι του του αναφέρει ότι κάποτε πεθύμησε να μεταλάβει στο ναό της Αναστάσεως του Χριστού στην Ιερουσαλήμ. Τότε, με θαυματουργικό τρόπο βρέθηκε αμέσως, από το Σινά, στη θεία Λειτουργία του ναού της Αναστάσεως, και κοινώνησε των αχράντων Μυστηρίων από τα χέρια του Πατριάρχη Πέτρου. Μετά την κοινωνία ο Πατριάρχης ρώτησε τον οικονόμο του Μηνά, πότε ήλθε αυτός ο Αββάς Σιναΐτης, διότι δεν τον είχε δει προηγουμένως. Αλλά και ο οικονόμος του δεν γνώριζε. Τότε ο Πατριάρχης είπε στον Μηνά να πει στον Αββά να καθίσει στο τραπέζι για να συμφάγουν. Ο οικονόμος προσκάλεσε τον Γεώργιο, αλλά αυτός, αφού προσευχήθηκε, βρέθηκε αμέσως πάλι στο κελί του στο Σινά. Ο Πατριάρχης θίχτηκε διότι ο Γεώργιος δεν παρακάθισε στο τραπέζι του και έστειλε γράμμα στους Πατέρες του Σινά για το συμβάν. Όταν όμως πληροφορήθηκε ότι ο Άγιος δεν βγήκε ποτέ από το κελλί του, τότε κατάλαβε ότι πρόκειται περί αγίου ανδρός και δόξασε τον Θεό.


Λέγεται ότι, ο Όσιος Γεώργιος και ο Πατριάρχης Πέτρος Α', απεβίωσαν ειρηνικά μαζί μετά από έξι μήνες, γεγονός που είχε προφητέψει ο Όσιος Γεώργιος.

Όσιος Γεώργιος ο Νεοφανής ο «ἐν Διϊπίῳ»

 Ο Όσιος Γεώργιος έζησε κατά τον 10ο αιώνα μ.Χ. Κατά τον Παρισινό Κώδικα ήκμασε επί Ιωάννου Α' του Τσιμισκή (969 - 976 μ.Χ.), κατά δε τον Κώδικα της Βιέννης επί Ρωμανού και Κωνσταντίνου των Πορφυρογέννητων (956 - 963 μ.Χ.). Η μνήμη του αναφέρεται, επίσης, στον Λαυρεωτικό Κώδικα.


Ο Όσιος Γεώργιος είχε γυναίκα και παιδιά, τα οποία εγκατέλειψε και περιφερόταν από τόπο σε τόπο, από τις πόλεις στην έρημο, ταλαιπωρούμενος και κακουχούμενος. Κατά τις τελευταίες επτά ημέρες της ζωής του ήλθε στην Κωνσταντινούπολη και κατέφυγε στο ναό του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στο Διϊπίον, όπου και κοιμήθηκε με ειρήνη. Τότε εκείνοι που τον ευτρέπισαν για την ταφή, είδαν με έκπληξη ότι στο σώμα του είχε δεμένα βαρύτατα σίδερα, από τα οποία καταδαπανήθηκε όλο του το σώμα. Αφού κατενόησαν από αυτό, ότι πρόκειται περί ασκητού ανδρός, κατασκεύασαν λίθινη λάρνακα και τον ενταφίασαν στο νάρθηκα του ναού. Από τότε το μέρος εκείνο ανάβλυζε μύρο, που θεράπευε διάφορες ασθένειες και έκανε πολλά θαύματα.



Άγιοι Πιόνιος ο Πρεσβύτερος και Σαβίνα

 Ο Άγιος Μάρτυρας Πιόνιος έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Δεκίου (249 - 251 μ.Χ.) και ήταν πρεσβύτερος της Εκκλησίας της Σμύρνης. Έλεγχε τους Ιουδαίους και τους Εθνικούς και τους έπειθε από τις θείες Γραφές ότι ένας μόνο είναι ο Θεός ο αληθινός, ο Δημιουργός των πάντων και ο μονογενής Του Υιός Ιησούς Χριστός και το Πνεύμα το Άγιον και κήρυττε ότι όλοι οι αμαρτωλοί και οι άπιστοι θα τιμωρηθούν και θα παραδοθούν στο πυρ το αιώνιο. Έτσι συνελήφθη από τους ειδωλολάτρες μαζί με άλλους Χριστιανούς. Και πρώτα παραδόθηκε αλυσοδεμένος στον Πολέμωνα, τον ιερέα των ειδώλων και στον άρχοντα της πόλεως Ελπίδιο. Έπειτα οδηγήθηκε στον ηγεμόνα της χώρας, ανθύπατο Κοντυλιανό, ο οποίος έδωσε εντολή να τον βασανίσουν. Τον κτύπησαν ανηλεώς μέχρι θανάτου και αφού τον κρέμασαν σε ξύλο, κατέκαψαν τα πλευρά του με αναμμένες δάδες φωτιάς. Στην συνέχεια τον έριξαν μέσα σε καμίνι και ο Άγιος προσευχόμενος μέσα σε αυτό, τελείωσε μαρτυρικά τον βίο του.


Η Σύναξή του ετελείτο στο Λιθόστρωτο, όπου υπήρχε ναός αφιερωμένος στον Άγιο.


Η μνήμη της Αγίας Σαβίνας είναι άγνωστη στους Συναξαριστές. Η κοινή μνήμη των Αγίων αναφέρεται στον Βατοπαιδινό Κώδικα 1104 φ. 22ε. Φαίνεται ότι η Αγία Μάρτυς Σαβίνα συνεμαρτύρησε μετά του Αγίου Πιονίου.

Οσία Θεοδώρα η βασίλισσα Άρτας

 Η Οσία Θεοδώρα γεννήθηκε περί το έτος 1210 μ.Χ. πιθανότατα στην Θεσσαλονίκη και υπήρξε γόνος της μεγάλης και αρχοντικής βυζαντινής οικογένειας Πετραλείφα (νορμανδικής καταγωγής), η οποία εγκατεστημένη αρχικά στο Διδυμότειχο προσέφερε πολλές και σημαντικές υπηρεσίες στην αυτοκρατορία και τιμήθηκε με υψηλά αξιώματα. Ο πατέρας της Ιωάννης είχε τον τίτλο του σεβαστοκράτορος και ήταν διοικητής Θεσσαλίας και Μακεδονίας.


Κοντά στους ευσεβείς και ενάρετους γονείς της ανατράφηκε «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσία Κυρίου» αντλώντας από την ζωή τους το πρώτο φωτεινό παράδειγμα ενάρετης ζωής, παράδειγμα που θα χαραχθεί ανεξίτηλα και στην δική τους ζωή.


Ο πατέρας της πέθανε γρήγορα αφήνοντας τη Θεοδώρα σε μικρή ακόμα ηλικία, ορφανή. Την προστασία της οικογένειας ανέλαβε ο Δούκας της Ηπείρου Θεόδωρος (θείος της), ο οποίος την εποχή αυτή είχε καταλάβει την Θεσσαλονίκη και επέκτεινε το κράτος του μέχρι την Αδριανούπολη.


Η Θεοδώρα έζησε και μεγάλωσε στα Σέρβια της Κοζάνης, μια σημαντική πόλη με στρατηγική θέση την εποχή αυτή. Ανατρέφεται μαζί με τα αδέλφια της από την ευσεβή μητέρα της Ελένη και μαθαίνει καλά για τον σκοπό της ζωής του ανθρώπου, που δεν είναι άλλος παρά η αγιότητα και η «κατὰ Θεὸν ὁμοίωσις». Γνωρίζει και πιστεύει ότι το αληθινό νόημα της σύντομης ζωής μας κρύβεται στην επιτυχία της αιώνιας ζωής και Βασιλείας του Θεού. Διδάσκεται από την αγαθή μητέρα της ότι τα αληθινά κοσμήματα που πρέπει να στολίζουν την γυναίκα, είναι η αγάπη προς τον Θεό και τον άνθρωπο, η ταπεινοφροσύνη, η πραότητα, η ευσπλαχνία, η ελεημοσύνη, η προσευχή και η αληθινή πίστη, που με τον δικό της αγώνα και τη Χάρη του Θεού μπορούν να πραγματοποιηθούν και να φανερωθούν και στη δική τους ζωή.


Η πνευματική καλλιέργεια και ωριμότητα της νεαρής Θεοδώρας, καθώς επίσης και το κάλλος της εντυπωσιάζουν τον Μιχαήλ Β', που στον δρόμο του για την Άρτα την συναντά στα Σέρβια, ενώ βρισκόταν υπό την προστασία του θείου της Θεοδώρου.


Την ζητά αμέσως σε γάμο, ο οποίος και τελείται με κάθε μεγαλοπρέπεια και επισημότητα στα Σέρβια το έτος 1230 μ.Χ. με λαμπρή και μεγάλη συνοδεία, φτάνουν στην Άρτα, την πρωτεύουσα του κράτους της Ηπείρου, στην οποία ο Μιχαήλ Β' ανακηρύσσεται μετά από λίγο Δεσπότης.


Ο Μιχαήλ, ισχυρή προσωπικότητα, πνεύμα ανήσυχο και φιλόδοξο, αρχίζει να φροντίζει για την εδραίωση και εξάπλωση του κράτους του. Η νεαρά δούκισσα Θεοδώρα αναδεικνύεται πρώτη κυρία του Δεσποτάτου. Στην μεγάλη αυτή και ένδοξη θέση που ανέβηκε η Θεοδώρα, δεν παρασύρθηκε από την δόξα και το μεγαλείο του αξιώματός της, ούτε, παρά τη νεότητά της, τράπηκε σε υλιστικές απολαύσεις και τρυφηλή ζωή. Και όπως μας πληροφορεί ο βιογράφος της Ιώβ μοναχός, τώρα πιο πολύ κατάλαβε ότι πρέπει να φροντίζει να ζει με πιο πολλή αρετή και σωφροσύνη, με ταπεινοφροσύνη και αγάπη, με αοργησία και συμπάθεια, με ελεημοσύνη και πραότητα και γενικά, ολόψυχα να δίδεται και να υπηρετεί τον Θεό και τους ανθρώπους.


Με την ζωή αυτή η Θεοδώρα αναδείχθηκε αληθινά κατά τον λόγο του Κυρίου, λύχνος φωτεινός επάνω στην λυχνία που φωτίζει και καθοδηγεί και την ζωή των άλλων ανθρώπων στον Χριστό.


Λίγες ήταν οι ευτυχισμένες στιγμές του ζευγαριού. Ο μισόκαλος διάβολος φθονώντας την ευτυχία τους και την αρετή της Θεοδώρας και μην μπορώντας να υποτάξει την ίδια, ρίχνει τα φαρμακερά βέλη του εναντίων της με άλλον τρόπο: «θηλυμανίας τὸν ἄνδρα καταμαλάξας , πειρασμὸν τὴ μακαρία ἐγείρει δεινώτατον». Ο Μιχαήλ παρασύρεται σε πορνεία και ακολασία από μία Αρτινή αρχόντισσα, την Γαγγρινή. Αυτή με την βοήθεια του διαβόλου κατορθώνει να σκλαβώσει ψυχικά τον Μιχαήλ και να βάλει μίσος άσπονδο στην καρδιά του, εναντίων της καλής και Αγίας συζύγου του. Με την εντολή του προς όλους απαγορεύει κάθε βοήθεια και συμπαράσταση προς την Αγία και ορίζει αυστηρά να μην κάνουν λόγο γι' αυτήν στα ανάκτορα, ούτε το όνομά της καν να προφέρουν στα χείλη τους.


Σε αυτές τις δύσκολες στιγμές της ζωής της, φάνηκαν οι καρποί της αληθινής πνευματικής καλλιέργειας της Θεοδώρας. Όπως μέσα στην δόξα και την καλοπέραση του παλατιού δεν παρασύρθηκε και δεν αλλοιώθηκε, έτσι και τώρα μέσα στην φουρτουνιασμένη συζυγική ζωή η Θεοδώρα δεν κάμφθηκε και δεν λιποψύχησε, αλλά φάνηκε πιο πολύ ο αδαμάντινος χαρακτήρας της και η ακεραιότητα της πίστεώς της.


Στην αυθαιρεσία του άνδρα της αντέταξε την υπομονή και το ταπεινό της φρόνημα. Παρά τις συκοφαντίες και τον διωγμό της από τα ανάκτορα, λαμπρύνθηκε με την σιωπή και την εκούσια μόνωσή της.


Χωρίς καμιά ανθρώπινη βοήθεια, οπλισμένη όμως με την ακαταίσχυντη ελπίδα στον Θεό, εγκαταλείπει - έγκυο ήδη - τα ανάκτορα. Πέντε χρόνια μαζί με τον πρωτότοκο υιό της, το Νικηφόρο, που γεννήθηκε στην εξορία, ταλαιπωρείται στο κρύο και στην ζέστη, στην πείνα και τη δίψα, στην εγκατάλειψη και την μοναξιά. Άγνωστη, πικραμένη και κακοντυμένη περνούσε λόφους και γκρεμούς αποφεύγοντας την μανία του άνδρα της.


Στην μεγάλη αυτή δοκιμασία βρίσκει λίγη παρηγοριά κοντά στον ιερέα της Πρένιστας. Μια μέρα που μάζευε λάχανα, για να φάει αυτή και το μικρό της παιδί, την συναντά ο ιερέας και μετά από επίμονη προσπάθεια να μάθει ποια είναι, η Θεοδώρα του φανερώνεται. Έτσι για λίγο διάστημα βρίσκει προστασία στο σπίτι του καλού αυτού ιερέως.


Η αλήθεια όμως και η αρετή όσο κι αν σπιλώνονται, όσο και αν παραθεωρούνται, δεν αργούν να φανούν. Οι ευγενείς άρχοντες της Άρτας αγανακτισμένοι από την έκλυτη ζωή του Δούκα Μιχαήλ και την αλαζονεία της πόρνης Γαγγρινής αντιδρούν δυναμικά: διώχνουν την Γαγγρινή από τα ανάκτορα και απαιτούν από τον βασιλέα να αλλάξει ζωή.


Ο Μιχαήλ συγκλονίζεται, «ἔρχεται εἰς ἐαυτόν» και αμέσως στέλνει έμπιστους ανθρώπους να βρουν και να φέρουν πίσω την Θεοδώρα.


Πράγματι με πολλή μετάνοια και αγάπη, με επισημότητα και λαμπρότητα υποδέχεται τη νόμιμη και μόνη κυρία και βασίλισσα στα ανάκτορα και στη ζωή του.


Ο Μιχαήλ, σε ανάμνηση του γεγονότος αυτού και σε ένδειξη της μετάνοιάς του, ανεγείρει την σεβάσμια και περικαλλή μονή της Κάτω Παναγιάς. Στη βόρεια καμάρα εξωτερικά υπάρχει χαραγμένη η επιγραφή της μετάνοιάς του, την οποίας το πανομοιότυπο και τη μεταγραφή έδωσε ο Αναστάσιος Ορλάνδος:


«Πύλας ἠμὶν ἄνοιξον, ὢ Θ(ε)οὗ μ(η)τέρ, τῆς μετανοίας, τοῦ φωτὸς οὖσα πύλη.

Δ(εσπότη) Μ(ιχαήλ) π(αράσχου) ἁμαρτημάτων»


Κατά την παράδοση και σε ανάμνηση του ίδιου γεγονότος κτίζει, επίσης, τη μονή Παντανάσσης, κοντά στην Φιλιππιάδα και τη μονή του Σωτήρος στο Γαλαξείδι, όπως αναφέρεται στο «Χρονικὸν τοῦ Γαλαξειδίου».


Με την ίδια διάθεση ο Μιχαήλ χαρίζει προνόμια και απαλλάσσει από φορολογία ναούς και μονές του κράτους του καθ' όλη την διάρκεια της βασιλείας του. Έτσι π.χ. με χρυσόβουλλο του Ιανουαρίου του έτους 1246 μ.Χ. απαλλάσσει «πάσης ἀγγαρείας καὶ παραγγαρείας» τους 32 πρεσβυτέρους της πόλεως της Κερκύρας και με άλλο χρυσόβουλλο του Φεβρουαρίου του ίδιου έτους, δίνει προνόμια στους 33 πρεσβυτέρους των αγρών της νήσου. Με χρυσόβουλλο επίσης, αποκαθιστά τη νόμιμη δικαιοδοσία του Κωνσταντίνου Μαλιασηνού το μοναστήρι του κυρ-Ιλαρίωνος, που βρισκόταν στην χώρα του Αλμυρού κάτω από «τὸ Ρωμαιοβόρον φῦλον τῶν Λατίνων».


Αποστέλλει πλούσια δώρα σε πολλές μονές και εκτός του κράτους του, όπως π.χ. στις Αγιορείτικες μονές του Δοχειαρίου και του Αγίου Παύλου. Η πόλη και το κράτος λαμπρύνονται με έργα πίστεως και φιλανθρωπίας για χάρη του αγαπητού λαού της Θεοδώρας. Άλλα τέσσερα παιδιά έρχονται στην ζωή: ο Ιωάννης, ο Δημήτριος (Μιχαήλ), η Ελένη και η Άννα.


Δυναμωμένη από τη δοκιμασία και ενισχυμένη από την Χάρη του Θεού, η Θεοδώρα γίνεται οδηγός ψυχικής σωτηρίας του άνδρα της και μετέχει ενεργά πλέον στην διακυβέρνηση του κράτους, βοηθώντας τον στα πολλά και ποικίλα εσωτερικά και εξωτερικά κυρίως προβλήματα του Δεσποτάτου και βάζοντας την προσωπική της σφραγίδα στην πολιτική του. Συμπαραστέκεται στα έργα ειρήνης, αλλά και ακολουθεί τις πολεμικές περιπέτειες και αποτυχίες του συζύγου της. Το έτος 1234 μ.Χ. ενισχύουν την παιδεία του Δεσποτάτου με την ίδρυση ανώτερης σχολής. Το 1259 - 60 μ.Χ., με την ήττα των στρατευμάτων του Μιχαήλ Β' στην μάχη της Πελαγονίας, καταφεύγουν στην Βόνιτσα, Λευκάδα και Κεφαλονιά, διωγμένοι από τα στρατεύματα του αυτοκράτορα της Νίκαιας, Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου (1259 - 1282 μ.Χ.).


Πρώτο μέλημα της Αγίας ήταν η διαφύλαξη της εδαφικής, κυρίως όμως της πνευματικής ακεραιότητας και υποστάσεως του κράτους. Έτσι μεγάλη της φροντίδα στάθηκε η διαφύλαξη της Ορθοδόξου πίστεως, που την εποχή αυτή απειλείτο από τον παπισμό και την λατινική προπαγάνδα, η οποία είχε ως στόχο την «ένωση» των Εκκλησιών. Η Αγία αντιτάχθηκε σ' αυτή την προοπτική. Το Δεσποτάτο, που από το 1204 μ.Χ. είχε δεχθεί ως πρόσφυγες σημαντικές προσωπικότητες από την Κωνσταντινούπολη και είχε κρατήσει αυστηρή ορθόδοξη πολιτική επί Θεοδώρου Δούκα και Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Άρτης Ιωάννου Απόκαυκου, έγινε τελικά καταφύγιο όλων των ζηλωτών Ορθοδόξων της πρώην ενιαίας Βυζαντινής αυτοκρατορίας.


Σε αντίθεση με την φιλενωτική πολιτική της αυτοκρατορίας της Νίκαιας - και αργότερα της επανακτημένης Κωνσταντινουπόλεως - η πολιτική του Δεσποτάτου παρέμεινε καθαρά και αυστηρά Ορθόδοξη. Όταν δε το έτος 1275 μ.Χ. γίνεται Οικουμενικός Πατριάρχης ο ενωτικός Ιωάννης ΙΑ' Βέκκος (1275 - 1282 μ.Χ.), πολλοί ορθόδοξοι κληρικοί και μοναχοί βρίσκουν προστασία στο Δεσποτάτο της Ηπείρου. Σαν αντιστάθμισμα της Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως του έτους 1276 μ.Χ. και της καταδίκης όλων των ανθενωτικών, το έτος 1277 μ.Χ. γίνεται Σύνοδος στις Νέες Πάτρες (σημερινή Υπάτη), όπου καταδικάζονται και αφορίζονται όλοι οι ενωτικοί και ο Πατριάρχης Ιωάννης Βέκκος.


Για τον ίδιο σκοπό - την διαφύλαξη δηλαδή της Ορθοδοξίας - η Αγία προχωρεί με οξυδέρκεια, πέρα βέβαια και από τις ποικίλες πολιτικές σκοπιμότητες που υπεισέρχονται σε ανάλογες περιπτώσεις, στον γάμο των δύο θυγατέρων της. Έτσι την Άννα την νυμφεύει με τον πρίγκιπα της Αχαΐας Γουλιέλμο Βιλλεαρδουΐνο (1258 μ.Χ.) και την Ελένη με τον Μεμφρέδο, βασιλέα της Σικελίας και φανατικό εχθρό του Πάπα. Με τον τρόπο αυτό η Θεοδώρα προσπαθεί να θέσει φραγμό στα σχέδια των παπικών για υποταγή των Ορθοδόξων, αλλά και με τους συγγενικούς δεσμούς που έγιναν, να υποχωρήσουν οι κατακτητικές διαθέσεις των Δυτικών εναντίων του κράτους της Ηπείρου.


Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε ότι η Ελένη μετά τον θάνατο του συζύγου της, το έτος 1266 μ.Χ., δέχθηκε όλο το μίσος του Πάπα Κλήμεντος Δ' (1265 - 1268 μ.Χ.). Φυλακίζεται αυτή και τα παιδιά της για αρκετά χρόνια στο υγροσκότεινο και απομονωμένο φρούριο της Βουκερίας. Η Ελένη παραμορφωμένη από τις κακουχίες - διατηρώντας όμως την ευγένεια και την αγιότητα της Βυζαντινής αρχόντισσας, έτσι όπως ακριβώς τα διδάχθηκε και τα παρέλαβε από την Αγία της μητέρα - βγαίνει από την φυλακή και πεθαίνει σε ηλικία περίπου τριάντα ετών.


Οι προσπάθειες που έγιναν για την απελευθέρωσή της από τους γονείς της Μιχαήλ Β' και Θεοδώρα, απέτυχαν. Μια τελευταία προσπάθεια που επιχειρήθηκε, να δοθεί δηλαδή ως σύζυγος στον υιό του Φερδινάνδου Γ' της Ισπανίας, τον Ερρίκο, βρήκε την Ελένη αντίθετη, καθώς δεν επιθυμούσε ούτε να προδώσει την μνήμη του συζύγου της παίρνοντας σύζυγο κάποιον από τους αντιπάλους του, ούτε με την συγκατάθεσή της σε τέτοιον γάμο να ενισχύσει τα μεγαλεπήβολα σχέδια του ανίερου συνασπισμού Πάπα και Καρόλου του Ανδεγαυού εναντίων των Ελληνικών χωρών και της Ορθοδοξίας.


Δεύτερος σημαντικός στόχος της Αγίας ήταν η ειρήνη μεταξύ των Ελληνικών κρατών της εποχής (Φραγκοκρατία) και η συνεργασία τους - πέρα από τις ατομικές φιλοδοξίες των ηγεμόνων και την κοντόφθαλμη πολιτική τους - για την απελευθέρωση της Κωνσταντινουπόλεως και την ανασύσταση της αυτοκρατορίας των Ρωμαίων. Το επιχείρημα αυτό στάθηκε δύσκολο, αν λάβουμε υπ' όψιν, ότι τα δύο σημαντικά κράτη, το Δεσποτάτο της Ηπείρου και η αυτοκρατορία της Νίκαιας, βρίσκονταν πάντοτε σε αντιζηλία, εχθρότητα, προστριβές και πόλεμο μεταξύ τους.


Έτσι, το έτος 1249 μ.Χ., ταξιδεύει στη Νίκαια με τον υιό της Νικηφόρο, τον οποίο μνηστεύει με την Μαρία, εγγονή του αυτοκράτορα της Νίκαιας Ιωάννου Γ' Βατάτζη (1222 - 1254 μ.Χ.). Μετά από κάποιες περιπέτειες και υπαναχωρήσεις η Αγία Θεοδώρα ταξιδεύει πάλι μέχρι τον Έβρο και τελικά τον Οκτώβριο του 1256 μ.Χ. γίνονται με λαμπρότητα στη Θεσσαλονίκη οι γάμοι του Νικηφόρου και της Μαρίας από τον Πατριάρχη Αρσένιο Αυτωρειανό (1255 - 1260 μ.Χ.). Μια άλλη πληροφορία αναφέρει ότι η Θεοδώρα με τον υιό της Νικηφόρο έρχονται στο Βολερό, «εἰς τὴν χώραν τοῦ Λετζᾶ», (νότια της Αδριανουπόλεως), όπου συναντώνται με τον αυτοκράτορα της Νίκαιας Θεόδωρο Β' Λάσκαρη (1254 - 1258 μ.Χ.) τον Σεπτέμβριο του 1256-7 μ.Χ.


Εκεί έμειναν τρεις μέρες και αφού εόρτασαν την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού - πιθανότατα στον περίλαμπρο ναό της Παναγίας Κοσμοσώτειρας Φερρών (Έβρου) - ξεκίνησαν για την Θεσσαλονίκη, όπου έγιναν οι γάμοι του Νικηφόρου και της Μαρίας από τον Πατριάρχη Αρσένιο, ο οποίος ήλθε για τον λόγο αυτό από τη Νίκαια.


Μέσα όμως σε σύντομο χρονικό διάστημα και μετά τον ερχομό τους στην Άρτα, η Μαρία πέθανε.


Μια νέα προσπάθεια ειρήνης και συμφιλιώσεως με την ανορθωμένη πλέον Βυζαντινή αυτοκρατορία γίνεται καρποφόρα, όταν ο Νικηφόρος νυμφεύεται την ανεψιά του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου (1259 - 1282 μ.Χ.), Άννα. Η Άννα Παλαιολογίνα είναι η Τρίτη θυγατέρα του Ιωάννου Καντακουζηνού και της Ειρήνης ή Ευλογίας, της αγαπημένης αδελφής του Μιχαήλ Η'. Στις αρχές του έτους 1265 μ.Χ. ο αυτοκράτορας στέλνει την ανεψιά του με λαμπρή συνοδεία στην Άρτα, όπου το ίδιο έτος γίνονται και οι γάμοι.


Πέρα όμως από αυτό, πολλές ήταν οι ενέργειες της Αγίας για την ειρήνη της περιοχής και την ειρηνική συνύπαρξη των Ελληνικών κρατών. Ανάλωσε την ζωή της στην προσπάθεια να ξεπεραστούν τα εμπόδια για την ανασύσταση της αυτοκρατορίας. Γι' αυτό δίκαια ονομάσθηκε η Θεοδώρα «Εἰρηνοποιὸς Ἁγία».


Μετά από σαράντα περίπου χρόνια έγγαμου βίου, ο Δεσπότης Μιχαήλ Β', «καλῶς καὶ θεοφιλῶς βιώσας», κοιμήθηκε εν Κυρίω.


Η Θεοδώρα αμέσως έτρεξε στο μοναστήρι. Δέκα περίπου χρόνια ζει ως μοναχή στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου (σημερινή μονή Αγίας Θεοδώρας). Η ζωή της ασκητική και το πολίτευμά της αγγελικό. Για το διάστημα αυτό του βίου της γράφει ο βιογράφος της, ότι ζούσε σηκώνοντας το βάρος των πόνων και της ασκήσεως, αυξάνοντας τους καρπούς των αρετών της, παραμένοντας νύχτα και ημέρα στην αδιάλειπτη νοερά προσευχή και συνομιλία με τον Θεό με ψαλμούς και ύμνους, εξαγνίζοντας το σώμα της με νηστεία και υπηρετώντας με προθυμία τις αδελφές μοναχές. Ήταν ο προστάτης των αδικουμένων και το στήριγμα των χηρών και ορφανών, βοηθούσε τους πτωχούς, παρηγορούσε τους θλιβομένους. Φροντίζει για την ανέγερση νέων ναών και μοναστηριών και ενδιαφέρεται για την ζωή των μοναχών. Έχει μεγάλη ευλάβεια στους Οσίους ασκητές της περιοχής προς τους οποίους τρέφει ιδιαίτερη τιμή, όπως φανερώνεται στον βίο του Αγίου Ανδρέου του Ερημίτου (τιμάται 15 Μαΐου). Ο Όσιος Ανδρέας ασκήτεψε την εποχή αυτή σε ένα σπήλαιο στην περιοχή των σημερινών Χαλκιόπουλων. Όταν ο Όσιος κοιμήθηκε με θαυμαστό τρόπο περί τα έτη 1281-2 μ.Χ., η βασίλισσα μοναχή με όλη την Σύγκλητο πήγε στο ασκητήριο του Αγίου, προσκύνησε το αγιασμένο του λείψανο και με εντολή της κτίσθηκε στο σπήλαιο του Αγίου, λαμπρός ναΐσκος και λάρνακα προς τιμήν του.


Ο ναός και ο τάφος του Αγίου σώζονται μέχρι σήμερα εντυπωσιάζοντας με τις θαυμασίας τέχνης αγιογραφίες του (τέλη 13ου αιώνος μ.Χ.) και τις λόγιες επιγραφές του, προερχόμενες πιθανότατα από λόγιους ανθρώπους του κύκλου της Αγίας Θεοδώρας και των ανακτόρων.


Έφθασε όμως και για την Αγία Θεοδώρα το τέλος της επίγειας ζωής και η αρχή της απολαύσεως της άνω ζωής. Στην Οσία αποκαλύπτεται η ημέρα του θανάτου της, όπως συμβαίνει σε πολλούς Αγίους. Θερμά παρακαλεί την Κυρία Θεοτόκο και τον μεγαλομάρτυρα Άγιο Γεώργιο να μεσιτεύουν προς τον Κύριο να της δοθεί παράταση ζωής έξι μηνών «πρὸς τὴν τοῦ ναοῦ τελείαν ἀπάρτισιν». Έτσι κι έγινε.


Και όταν έφθασε πλέον η ώρα να παραδώσει την Αγία της ψυχή στον Κύριο, συγκεντρώνει τις αδελφές μοναχές. Για τελευταία φορά τις συμβουλεύει με αγάπη και τις καθοδηγεί πώς να ζουν και να αγωνίζονται εν Αγίω Πνεύματι, αυτή που ήταν το ζωντανό παράδειγμα μιας άλλης βιοτής. Προσεύχεται για την σωτηρία τους και δίνοντας τις τελευταίες εντολές της «χαίρουσα, τὸ πνεῦμα εἰς χεῖρας Θεοῦ παρέθετο» σε ηλικία περίπου 70 ετών. Δεν γνωρίζουμε δυστυχώς τον χρόνο του θανάτου της Αγίας, τοποθετείται όμως στο χρονικό διάστημα από το 1281-1285 μ.Χ.


Το άγιο και χαριτόβρυτο σώμα της ενταφιάσθηκε στο νάρθηκα του καθολικού της μονής της, όπου μέχρι σήμερα βρίσκεται σε ευλογία όλων των πιστών ο σεπτός της τάφος.


Ἀπολυτίκιον

Ήχος γ΄.

Των βασιλίδων το κλέος, ασκητριών τε αγλάϊσμα, της Ακαρνανίας το εύχος και ιαμάτων ρείθρον ακένωτον` των λυπουμένων και πτωχών την προστάτιν, την ακτίνος δίκην την Αιτωλίαν πάσαν καταφωτίζουσαν` επώνυμον την όντως δωρεών των του Θεού, την πάνσεπτον και οσίαν Θεοδώραν την Βασίλισσαν, δεύτε οι Αρταίοι πάντες πιστώς συνελθόντες ύμνοις τιμήσωμεν` αυτή γαρ αενάως υπέρ ημών ου παύει πρεσβεύουσα.


Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Βασιλείου ἀξίας παριδοῦσα τὴν εὔκλειαν, ἐγκρατείᾳ καὶ πόνοις καὶ ἀσκήσει ἐβίωσας, καὶ θείων ἐπληρώθης δωρεῶν, Ὁσία Θεοδώρα ἀληθῶς. Διὰ τοῦτό σε ἡ Ἄρτα χαρμονικῶς, γεραίρει ἀνακράζουσα· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.


Κοντάκιον

Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.

Βασιλικὴν τιμὴν καὶ δόξαν καταλέλοιπας, καὶ ἐν ἀσκήσει τὴν ζωὴν διήνυσας, Θεοδώρα παμμακάριστε, γέρας τῆς Ἄρτης καὶ διάδημα· διό σου τῇ σεπτῇ θήκῃ προσπίπτοντες, ἁγιασμὸν ἐκ ταύτης κομιζόμεθα, ὑμνοῦντες Χριστὸν τὸν σὲ δοξάσαντα.


Μεγαλυνάριον

Χαίροις βασιλίδων ἡ καλλονή, χαίροις τῶν Ἀρταίων, ἐγκαλώπισμα ἱερόν· χαίροις δωρημάτων, ταμεῖον οὐρανίων, Ὁσία Θεοδώρα, ἀξιοθαύμαστε.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιος Σωφρόνιος Πατριάρχης Ιεροσολύμων

 Ο Άγιος Σωφρόνιος γεννήθηκε στην Δαμασκό της Συρίας περί το έτος 580 μ.Χ. και ήταν υιός ευσεβών και ενάρετων γονέων, του Πλινθά και της Μυρούς. Λόγω της καταγωγής του αποκαλείται και Δαμασκηνός. Κατά την νεαρή του ηλικία επισκέφθηκε τους Αγίους Τόπους και εκάρη μοναχός στη μονή του αββά Θεοδοσίου, όπου συνδέθηκε πνευματικά με τον εκεί ασκούμενο Ιωάννη τον Μόσχο, από τον οποίο διδάχθηκε πολλά. Με την συνοδεία αυτού επισκέφθηκε την Αίγυπτο, όπου συνδέθηκε με τον κύκλο του Αγίου Ιωάννη του Ελεήμονος  και τη Ρώμη. Τότε πέθανε και ο Ιωάννης ο Μόσχος (620 μ.Χ.). Ο Σωφρόνιος μετακόμισε το λείψανο αυτού στα Ιεροσόλυμα και, αφού τα ενταφίασε στη μονή του Οσίου Θεοδοσίου, επανέκαμψε στην Αλεξάνδρεια. Εκεί προσβλήθηκε τότε από ανίατη ασθένεια των οφθαλμών. Επισκέφθηκε τότε το ναό των Αγίων Αναργύρων Κύρου και Ιωάννου στο Αμπουκίρ και θεραπεύθηκε. Το θαύμα αυτό περιέλαβε σε εγκώμιό του προς τους Αγίους αυτούς.


Στην συνέχεια επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη με την ελπίδα να προσεταιρισθεί τον Πατριάρχη Σέργιο Α' (610 - 638 μ.Χ.) στις θέσεις του κατά των Μονοφυσιτών και να εκφράσει τις διαφωνίες του κατά του ενωτικού σχεδίου, το οποίο ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Κύρος ο από Φάσιδος (630 - 643 μ.Χ.) ετοίμαζε για να σιγάσει την διαμάχη μεταξύ Ορθοδόξων και Μονοφυσιτών. Αλλά απέτυχε και απογοητευμένος επανήλθε στα Ιεροσόλυμα.


Όταν πέθανε ο Άγιος Μόδεστος , Πατριάρχης Ιεροσολύμων, ο Άγιος Σωφρόνιος, για την υπερβάλλουσα αρετή του, ανήλθε το έτος 634 μ.Χ. στον πατριαρχικό θρόνο της Σιωνίτιδος Εκκλησίας. Η κατάσταση ήταν θλιβερή. Εσωτερικά η Ορθοδοξία υπέφερε από την αίρεση του μονοφυσιτισμού. Εξωτερικά οι Άραβες περιέσφιγγαν την πόλη των Ιεροσολύμων. Ήδη κατείχαν τη Βηθλεέμ και ο Άγιος Σωφρόνιος μη δυνάμενος, κατά τον Δεκέμβριο του έτους 634 μ.Χ., να μεταβεί εκεί για να γιορτάσει την γέννηση του Θεανθρώπου, θρηνεί. Για την αποκατάσταση κάποιας ηρεμίας στο ποίμνιό του, συγκαλεί Σύνοδο και καταδικάζει τον Μονοφυσιτισμό. Για την απόκρουση των Αράβων οργανώνει την άμυνα της πόλεως. Το έτος 637 μ.Χ. όμως αναγκάζεται να παραδώσει την πόλη των Ιεροσολύμων στον χαλίφη Ομάρ.


Ο Άγιος Σωφρόνιος κοιμήθηκε με ειρήνη το επόμενο έτος, 638 μ.Χ.


Το συγγραφικό του έργο είναι σαφώς και καθαρά ποιητικό. Διακρίθηκε κυρίως στην συγγραφή ιδιομέλων και του βίου των Αγίων Αναργύρων, Ιωάννου του Ελεήμονος και Μαρίας της Αιγυπτίας.



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ’.

Κανόνα πίστεως, καὶ εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας διδάσκαλον, ἀνέδειξε σε τῇ ποίμνῃ σου, ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια· διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια. Πάτερ Ἱεράρχα Σωφρόνιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.


Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Σωφροσύνης τὴν αἴγλην πλουτήσας Ὅσιε, τῆς εὐσέβειας ἐκφαίνεις τὸν ὑπὲρ νοῦν φωτισμόν, ταὶς τῶν λόγων ἀστραπαὶς Πάτερ Σωφρόνιε, σὺ γὰρ σοφίας κοινωνός, διὰ βίου γεγονῶς, στηρίζεις τὴν Ἐκκλησίαν, ὡς εὐκλεὴς Ἱεράρχης, καὶ πρεσβευτὴς ἠμῶν πρὸς Κύριον.


Έτερον Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος πλ. δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Σωφρόνως τὸν βίον σου, διαγαγὼν ἐκ παιδός, τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος, εἰσεποήσω σαφῶς, Σωφρόνιε πάνσοφε· ὅθεν ἱεραρχίας, ταῖς ἀκτῖσιν ἐκλάμψας, ὤφθης τῆς εὐσεβείας, εὐκλεὴς ὑποφήτης. Καὶ νῦν δυσώπει Ὅσιε, ὑπερ τῶν τιμώντων σε.


Κοντάκιον

Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.

Λαμπρυνθείς τοῦ Πνεύματος τῆ ἐπιπνοίᾳ, Ἱεράρχης ὅσιος, ὡς Ἀποστόλων μιμητής, ἐν τῇ Σιὼν ἐχρημάτισας, Πάτερ παμμάκαρ, Σωφρόνιε πάνσοφε.


Κάθισμα

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Τοῖς λόγοις ἐκόσμησας τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ, τοῖς ἔργοις ἐτήρησας τὸ κατ' εἰκόνα Θεοῦ, Σωφρόνιε Ὅσιε· ἔλαμψε γὰρ ἐν κόσμῳ, ἡ ἐν σοὶ σωφροσύνη, χάριτας διδαγμάτων, ἀπαστράπτουσα πᾶσι, τοῖς πίστει ἑορτάζουσι Πάτερ τὴν μνήμην σου.


Δευτέρα 10 Μαρτίου 2025

Όσιος Γεώργιος Δράμας-Το παιδάκι δεν έφευγε από τον τάφο του, φιλούσε την φωτογραφία και φώναζε συνέχεια “παππούλη”!

 Ένας κύριος από τη Θεσσαλονίκη είχε ένα μικρό παιδί, τον Θεόδωρο, που όταν γεννήθηκε είχε ένα σοβαρό πρόβλημα με τα μάτια του.

Τσίμπλιαζαν, τον πονούσαν, δεν μπορούσε καθόλου να τ’ ανοίξει κι έτσι δεν έβλεπε.

Οι ιατροί είχαν αποφασίσει να το εγχειρήσουν.

Διαβάζοντας τον βίο του οσίου Γεωργίου, τον επικαλέσθηκαν θερμά.

Ο μικρός Θεόδωρος ήταν στο κρεβάτι του, άρχισε να κλαίει δυνατά και να τρίβει τα μάτια του.

Μόλις το πλησίασε η μητέρα του, είδε ότι τα μάτια του παιδιού είχαν ανοίξει κι έβλεπε καθαρά.

Όταν πήγαν στο μοναστήρι του οσίου, για να τον ευχαριστήσουν, το παιδάκι ήταν δύο ετών, δεν έφευγε από τον τάφο του οσίου.

Το παιδάκι φώναζε συνέχεια παππούλη και φιλούσε τη φωτογραφία του οσίου και δεν μπορούσαν να το απομακρύνουν από τον τάφο.


Από το βιβλίο του Μοναχού Μωυσή, ο “Όσιος Γεώργιος της Δράμας, (1901-1959)”, έκδοση Ιεράς Μονής Αναλήψεως του Σωτήρος, Ταξιάρχες (Σίψα), Δράμα.

Ο Πνευματικός Αγώνας του Αγίου Παϊσίου: Ένα Οδοιπορικό Αγάπης και Ταπείνωσης

 Ο βίος των Αγίων δεν είναι απλώς μια παράθεση θαυμαστών γεγονότων· είναι οδοδείκτες για κάθε ψυχή που διψά την αλήθεια, τη χάρη και την ένωση με τον Θεό.

Ο Άγιος Παΐσιος, μέσα από τον διαρκή αγώνα του, έγινε φωτεινό παράδειγμα αρετής, χαράσσοντας στα μονοπάτια του βίου του τις στέρεες βάσεις της ταπείνωσης και της αγάπης.

Σε κάθε βήμα του, η πνευματική εργασία δεν ήταν απλώς μια άσκηση εγκράτειας, αλλά μια αέναη πορεία προς την ένωση με τον Χριστό.

Ο Θεός ήταν το μόνο του απόκτημα, η μοναδική περιουσία του, η οποία δεν φυλασσόταν σε θησαυροφυλάκια γήινα, αλλά στις πτυχές της καθαρής του καρδιάς.

Για εκείνον, κάθε δοκιμασία δεν ήταν αφορμή για πτώση, αλλά σκαλοπάτι προς τα άνω, προς το θείο φώς.

Η προσευχή του, «Θεέ μου, βάλε όλους αυτούς στον Παράδεισο, κι εμένα, αν θέλεις, βάλε με σε μια ακρούλα», είναι η πεμπτουσία της ανιδιοτελούς αγάπης.

Είναι η ίδια η ουσία του Χριστού, που θέλει «πάντας σωθήναι» και δεν λογαριάζει θρόνο, αλλά τη χαρά της σωτηρίας των άλλων.

Το μεγαλείο του ανθρώπου δεν κρύβεται στην απουσία δοκιμασιών, αλλά στην αποδοχή τους με ταπείνωση.

Όμως, οι άγιοι δεν κρίνονται μόνο από τη μακροθυμία τους στην αδικία, αλλά και από την εσωτερική τους αυτογνωσία.

Το σώμα τους έγινε πεδίο μάχης, η ψυχή τους αλέτρι που όργωσε τον κάμπο του πόνου.

Ο Άγιος Παΐσιος δεν ήταν απλώς ένας σπουδαίος ασκητής· ήταν ένας δάσκαλος του ουρανού, ένας πνευματικός ήλιος που έλαμψε με το φώς της ταπείνωσης.

Ο βίος του μας προσκαλεί όχι απλώς σε μια επιφανειακή ευσέβεια, αλλά σε έναν αληθινό, ουσιαστικό αγώνα.

Να γίνουμε μικροί, για να μας υψώσει ο Θεός.

Να χάσουμε, για να κερδίσουμε.

Να αγαπήσουμε, για να γίνουμε δοχεία της άκτιστης δροσιάς Του.

Διότι η αρετή δεν είναι τίτλος· είναι δρόμος.

Και όσοι τον περπάτησαν, όπως ο Άγιος Παΐσιος, άφησαν πίσω τους ίχνη φωτός.

Οσία Αναστασία η Πατρικία

 Η Οσία Αναστασία καταγόταν από ευγενείς και πλούσιους γονείς και ήταν μια από τις πιο θεοφοβούμενες κόρες του Βυζαντίου, στα χρόνια του Ιουστινιανού του μεγάλου (527 - 565 μ.Χ.). Υπήρξε η πρώτη ακόλουθος της Βασίλισσας Θεοδώρας, και ο Ιουστινιανός για την υπέροχη αξία της, της έδωσε τον τίτλο της πατρικίας.


Οι αρετές της όμως, προκάλεσαν το φθόνο της βασίλισσας. Η Αναστασία, προκειμένου να σβήσει κάθε αφορμή του φθόνου, πήρε μέρος της περιουσίας της και κατέφυγε στην Αλεξάνδρεια. Εκεί, σε ένα μέρος που ονομαζόταν Πέμπτον, έκτισε Μονή, που ονομάστηκε Μονή της Πατρικίας, και ζούσε ζωή ασκητική. Αλλά όταν έμαθε ότι την αναζητεί ο Ιουστινιανός, άφησε τη μονή και πήγε στη Σκήτη του αββά Δανιήλ, στον όποιο και διηγήθηκε τα συμβαίνοντα. Αυτός αφού την έντυσε ανδρικά και τη μετονόμασε Αναστάσιο, την τοποθέτησε σ' ένα σπήλαιο δίπλα στη Σκήτη και δύο μοναχοί της έφερναν αυτό πού χρειαζόταν. Συνάμα δε της είπε να μη βγει ποτέ από το σπήλαιο, ούτε να δεχθεί κανένα. Εκεί έμεινε κλεισμένη 28 χρόνια.


Όταν προαισθάνθηκε το τέλος της, προσκάλεσε τον αββά Δανιήλ και, αφού κοινώνησε των αχράντων μυστηρίων, παρέδωσε τη δίκαια ψυχή της.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιοι Κοδράτος, Ανεκτός, Παύλος, Διονύσιος, Κυπριανός και Κρήσκης

 Οι Άγιοι Μάρτυρες Κοδράτος, Άνεκτος, Παύλος, Διονύσιος, Κυπριανός και Κρήσκης ήταν φίλοι και μαρτύρησαν κατά τον διωγμό των αυτοκρατόρων Δεκίου (249-251 μ.Χ.) ή Ουαλεριανού (253-259 μ.Χ.) στην Κόρινθο, όταν ηγεμόνας της Ελλάδος ήταν ο Ιάσων.


Στο Μηνολόγιον του αυτοκράτορα Βασιλείου Β' αναφέρεται ότι από τους Χριστιανούς, όσοι μεν είχαν συλληφθεί σφαγιάζονταν, όσοι όμως έφευγαν κρύβονταν στα όρη, για όσο διάστημα χρειαζόταν. Έτσι και η μητέρα του Κοδράτου, που καταγόταν από την πόλη των Κορινθίων, έφυγε για το όρος και κρυβόταν. Και καθώς ήταν έγκυος, γέννησε υιό που τον ονόμασε Κοδράτο. Στην συνέχεια, αφού έζησε για λίγο, πέθανε, εγκαταλείποντας τον υιό της βρέφος. Αυτός τρεφόταν από τα νέφη που συνενώνονταν επάνω από αυτόν και τον πότιζαν. Ο Κοδράτος, αφού μεγάλωσε, δίδασκε την Χριστιανική πίστη στον Άνεκτο, τον Κρήσκεντα, τον Κυπριανό, τον Παύλο και τον Διονύσιο, που είχαν στο μεταξύ καταφύγει κοντά του. Όμως οι Άγιοι Άνεκτος, Κρήσκος, Κυπριανός και Παύλος συνελήφθησαν επειδή ήταν Χριστιανοί. Ο ηγεμόνας Ιάσων προσπάθησε με διάφορους τρόπους να τους δελεάσει και να τους πείσει να απαρνηθούν τη χριστιανική τους πίστη και να θυσιάσουν στα είδωλα. Εκείνοι ομολόγησαν με πνευματική ανδρεία τον Χριστό, βασανίσθηκαν και τέλος αποκεφαλίσθηκαν.


Έτσι εισήλθαν οι Άγιοι Μάρτυρες στη χαρά της Βασιλείας του Θεού και Κυρίου μας.


Ο Άγιος Μάρτυρας Διονύσιος κατηγορήθηκε στον ηγεμόνα της Κορίνθου ότι δεν υπακούει στην διαταγή των βασιλέων και ότι περιφρονεί τους θεούς, κηρύττοντας κάποιον άλλον Θεό Εσταυρωμένο και λέγοντας ότι Αυτός είναι ο Δημιουργός του ουρανού και της γης και της θάλασσας και όλων όσων υπάρχουν μέσα σε αυτά, Αυτός που πρόκειται να έλθει από τον ουρανό και να κρίνει με δόξα ζωντανούς και νεκρούς και να ανταποδώσει στον καθένα σύμφωνα με τα έργα του. Γι' αυτό, αφού συνελήφθη και δέθηκε με αλυσίδες, παρουσιάσθηκε στον άρχοντα, ο οποίος προσπαθούσε να τον εξαναγκάσει, πότε με κολακείες και πότε με απειλές, να απαρνηθεί τον Χριστό και να θυσιάσει στα είδωλα. Όμως ο Μάρτυρας του Χριστού Διονύσιος ομολογούσε τον Χριστό με μεγάλη φωνή. Έτσι σφαγιάσθηκε με μαχαίρι και τελειώθηκε ο πρόσκαιρος βίος του.



Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.

Ἐξάριθμος χορός, τῶν Χριστοῦ Ἀθλοφόρων, ὑμνείσθω εὐσεθῶς, μελωδίαις ᾀσμάτων, Κοδράτος καὶ Ἄνεκτος, Παῦλος καὶ Διονύσιος, καὶ σὺν Κρήσκεντι, Κυπριανὸς ὁ θεόφρων τὴν Τριάδα γάρ, διηνεκῶς δυσωπούσιν, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.


Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.

Ὁ Μάρτυς σου Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτοῦ, τὸ στέφος ἐκομίσατο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· ἔχων γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλεν ἔθραυσε καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτοῦ ταῖς ἱκεσίαις Χριστέ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.


Κοντάκιον

Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.

Ὡς λαμπάς ἑξάφωτος ἐν τῇ Κορίνθῳ, καρτερῶς ἀθλήσαντες, ὤφθητε Μάρτυρες σοφοί, φωταγωγοῦντες ταῖς χάρισι, τῆς Ἐκκλησίας ἀπαύστως τό πλήρωμα.


Κυριακή 9 Μαρτίου 2025

Δοξαστικό των Αίνων Α' Κυριακής των Νηστειών

Κυριακή Ορθοδοξίας-Ο ΕΜΠΑΙΓΜΟΣ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ

 Στὸ θέμα τῶν εἰκόνων εἰδικὰ δίνουμε πάντα ἰδιαίτερη ἔμφαση. Οἱ ἄνθρωποι μποροῦμε νὰ εἰκονίζουμε τὸν Θεό, ἐφόσον «μορφὴν ἀναλλοιώτως ἀνθρωπίνην προσέλαβε», ἔγινε ἄνθρωπος παραμένοντας συγχρόνως καὶ Θεός. Μποροῦμε νὰ εἰκονίζουμε καὶ ὅλα τὰ ἱερὰ πρόσωπα. Σὲ μιὰ ἱερὴ εἰκόνα τιμοῦμε πάντα τὸ εἰκονιζόμενο πρόσωπο. Τὸν Χριστό, τὴν Παναγία, τοὺς ἁγίους μας.


 Ἀλλὰ δὲν μένουμε μόνο σ’ αὐτό. Ἐπεκτείνουμε τὴν ἔννοια τῆς εἰκόνας ἀκόμα παραπέρα. Εἰκόνα εἶναι ὁ κάθε ἄνθρωπος. Εἰκόνα ἱερή, θεϊκή, ἀξιοσέβαστη.

«Ὁ Θεὸς ἔκτισε τὸν ἄνθρωπον ἐπ’ ἀφθαρσίᾳ καὶ εἰκόνα τῆς ἰδίας ἰδιότητος ἐποίησεν αὐτὸν» (Σοφ. Σολ. 2, 23).

«Εἶδες τὸν ἀδελφόν σου; Εἶδες Κύριον τὸν Θεόν σου», ἔλεγαν οἱ ἅγιοι. Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος. Ποῦ ψάχνεις νὰ βρεῖς τὸν Θεό; Στὸν οὐρανό; Δὲν βρίσκεται ἐκεῖ. Βρίσκεται ἐδῶ, ἀνάμεσά μας. Περιφέρεται γύρω μας, στὰ πρόσωπα τῶν συνανθρώπων μας. Δὲν τὸν βλέπουμε ἐδῶ; Δὲν θὰ τὸν βροῦμε οὔτε ἐκεῖ, στὸν οὐρανό, ποτέ.


 Μὰ εἶναι πολλὰ αὐτὰ ποὺ καταπονοῦν τὴν ἐπίγεια εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἁμαρτία πρωταρχικά. Μὲ τὴν προσωπικὴ εὐθύνη βέβαια τοῦ καθενός. Ἀλλὰ καὶ ἄλλα ποὺ ἐπισωρεύουν ἀνείπωτο πόνο καὶ ἀφάνταστη ταλαιπωρία στὸν ἄνθρωπο. Τραγωδίες ποὺ δὲν ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὴ θέλησή του, ἐρχόμενες ἔξωθεν. Ἀδικίες, βάσανα, θάνατοι. Καὶ τὸν κάνουν νὰ ὑποφέρει φριχτά. Νὰ γονατίζει ἀπὸ τὸν πόνο. Νὰ τσακίζει ἀπὸ τὴν ὀδύνη. Τότε πρέπει νὰ τιμοῦμε μὲ πιὸ μεγάλο, μὲ ἀπροσμέτρητο σεβασμὸ τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Νὰ βρισκόμαστε δίπλα στὸν πάσχοντα Χριστό. Δίπλα στὸν κάθε πονεμένο. Νὰ χαλᾶμε τὸν κόσμο γι’ αὐτόν. Ἀνταποκρινόμαστε ἔτσι; Φοβᾶμαι πὼς ὄχι.


 Οἱ τραγωδίες ἐκτυλίσσονται ραγδαῖα γύρω μας χωρὶς σταματημό. Σὲ προσωπικὸ καὶ συλλογικὸ ἐπίπεδο. Κάποιες ὑπερβαίνουν κάθε λογική. Ὁ τόπος μας σείσθηκε πρόσφατα ἀπὸ ἀλλεπάλληλες συμφορές, μὲ ἀπρόσμενο ἀποκορύφωμα τὸ συντριπτικὸ χτύπημα τῶν Τεμπῶν. Τὸ ἀμείλικτο «γιατί» τῶν τραγικῶν θυμάτων ὄχι μόνο δὲν πῆρε καμμιὰ ἀπάντηση, ἀλλὰ συναντᾶ τὸν ἐμπαιγμὸ ἁρμοδίων καὶ μή, αὐξάνοντας τὴν τραγωδία στὸ ἔπακρο. Ἡ κοινωνία ὁλόκληρη ξεσπάθωσε γιὰ τὴν ἀδικία.


Ἡ Ἐκκλησία μας; Πρωτοστατεῖ στὴ στηλίτευση τοῦ κακοῦ; Στὴν ἀπόδοση δικαιοσύνης; Δυστυχῶς, στὸ συγκεκριμένο θέμα, σὲ συλλογικὸ ἐπίπεδο λάμπει μὲ τὴν ἠχηρὴ ἀπουσία της, ἢ ἔστω μὲ τὴν ἐντελῶς ὑποτονικὴ παρουσία της, γεμίζοντας ἀπογοήτευση τὸ ποίμνιό της. Καὶ ὅμως θὰ μποροῦσε καὶ ἐδῶ, ἂν ἤθελε, νὰ χαλάει κόσμο.

Ἐσύ; Συμπάσχεις μὲ τὴν πονεμένη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἢ μήπως συναινεῖς στὸν ἐμπαιγμό της;

π. Δημητρίου Μπόκου

Ἄνοιξα τά μάτια μπροστά σέ μιά εἰκόνα...

 Πατήρ Virgil Gheorghiu



 Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ μᾶς δείξει τὴν ἀνθρώπινη ὄψη τοῦ Θεοῦ. Μᾶς τὸ λέει ὁλοκάθαρα: «Ὁ ἐωρακὼς ἐμὲ ἐώρακε τὸν Πατέρα» ( Ἰω. 14,9). Ἡ καλύτερη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ εἶναι πάντα ὁ ἄνθρωπος.


 Στὸ λεξικὸ διαβάζουμε πὼς ἡ λέξη εἰκόνισμα, ἑλληνικὰ θὰ πεῖ εἰκόνα.Ἕνα εἰκόνισμα εἶναι ἀληθινὰ μία εἰκόνα• ὅμως μία εἰκόνα ποὺ δὲν εἶναι ἀποκλειστικὰ ἐπίγεια. Μία εἰκόνα θεανδρική, οὐράνια κι ἐπίγεια μαζί. Ποὺ συγκερνάει τὴ θεϊκὴ καὶ τὴν ἀνθρώπινη φύση, ὅπως τὸ δείχνουν οἱ δυὸ λέξεις ποὺ συνθέτουν αὐτὸ τὸ ἐπίθετο: Θεὸς καὶ ἀνήρ.


 Μία φωτογραφία, ποὺ εἶναι μία ἐπίγεια εἰκόνα, ἀκόμα κι ὅταν εἰκονίζει ἕναν ἅγιο, δὲν μπορεῖ νὰ χρησιμέψει σὰν εἰκόνισμα. Οἱ κανόνες τῆς ὀρθόδοξης εἰκονογραφίας τὸ ἀπαγορεύουν κατηγορηματικά. Ἂν καμιὰ μέρα βροῦν τὴ φωτογραφία κάποιου πολυσέβαστου ἁγίου, δὲν θὰ μπορέσουν ν’ ἀντικαταστήσουν μ’ αὐτὴν τὸ εἰκόνισμά του. Γιατί ἡ φωτογραφία εἶναι ἀποκλειστικὰ ἡ ἐπίγεια εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου. Ἐνῶ ἀντίθετα τὸ εἰκόνισμα εἶναι ἡ ἁγνὴ κι ὁλοκληρωτική τοῦ ἀνθρώπου εἰκόνα, μ’ ὅλες τὶς ἐπίγειες καὶ οὐράνιες διαστάσεις του.


 Μέσα σ’ ἕνα εἰκόνισμα ἡ εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου ἀπογυμνώνεται ἀπὸ κάθε οὐσία βαρειὰ καὶ φθαρτή, ποὺ περιέχει στὴ ζωή. Κι εἶναι σωστὸ ν’ ἀπογυμνώνεται ἔτσι, νὰ περιορίζεται στὶς ἀρχικές της γραμμές. Γιατί οἱ ἅγιοι, ποὺ τὸ εἰκόνισμα παρισταίνει, εἶναι ἄντρες ἀπὸ σάρκα καὶ ὀστᾶ, ποὺ τὴ ζωὴ τους ὅμως τὴ ζήσανε ἀγγελικὰ• καὶ οἱ ἄγγελοι δὲν εἶναι καμωμένοι ἀπὸ ὕλη. 


 Σ’ ἕνα εἰκόνισμα, λοιπόν, τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα εἶναι γυμνωμένα, ἀλαφρωμένα, ἐξαγνισμένα, καθαρισμένα ἀπὸ κάθε λάσπη, ἀπὸ κάθε σκόνη, κι ἀπ’ ὅλα τὰ ἐπίγεια ὑλικά, βαριὰ κι ἐφήμερα. Μέσα στὸ εἰκόνισμα ἡ ἀνθρώπινη ὄψη παριστάνεται ἁγνὴ καὶ παρόμοια μὲ τὸ πρωτότυπο τοῦ ἀνθρώπου. Στὴν ἐπίγεια ζωὴ του ὁ ἅγιος δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι τέτοιος ποὺ τὸν παρουσιάζει τὸ εἰκόνισμα. Ἀπαράλλακτα ὅπως καὶ στὴ φύση δὲν βρίσκεται νερὸ ἀπόλυτα ἁγνό. Καὶ τὸ πιὸ κρυσταλλένιο νερὸ κλείνει μέσα του ἅλατα, γκάζια κι ἄλλες οὐσίες ξένες στὴ φύση του.


 Τ’ ὁλοκάθαρο νερό, ἀπὸ ὑδρογόνο καὶ ὀξυγόνο, ὅπως ὁ τύπος τῆς χημείας, δὲν ὑπάρχει παρὰ στὴ θεωρία. Κι ἂν ἀκόμα τὸ γνήσιο νερὸ βρισκότανε στὴ φύση, δὲ θὰ ἤτανε πόσιμο: τὸ γνήσιο, τὸ ἁγνὸ χημικὰ νερό, δὲν πίνεται. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου. Στὴν ἐπίγεια ζωή του δὲν εἶναι καθάρια, ὅπως δὲν εἶναι καθάριο καὶ τὸ νερὸ ποὺ πίνουμε. Εἶναι βαρειὰ καὶ μολυσμένη ἀπὸ σωρὸν ἀκαθαρσίες, ποὺ προστέθηκαν στὴν ἀρχική της φύση, καὶ δὲν ἔχουν μαζί της καμμιὰ σχέση.

Στὸ ὀρθόδοξο εἰκόνισμα ὁ ἄνθρωπος παρασταίνεται τέτοιος ποὺ ἤτανε στὴν προέλευσή του, ὅπως ἤτανε στὴ δημιουργία τοῦ κόσμου. Κάθε εἰκόνισμα ἀνταποκρίνεται στὸ ἀρχέτυπο, στὸ πρωτότυπο τοῦ ἀνθρώπου. Στὸ εἰκόνισμα μέσα, τὸ ἀνθρώπινο σῶμα ἐλευθερώνεται ἀπὸ τοὺς νόμους τῆς ὕλης, τοῦ χρόνου καὶ τοῦ χώρου. Ἡ ἀνθρώπινη παράσταση, περιορισμένη ἔτσι στὸ πρῶτο της σχῆμα, καὶ στὶς ἀρχικές της ἰδιότητες, γίνετ’ αἰώνια, καὶ παρόμοια μὲ τὸ Θεό, εἰκόνα καὶ ὁμοίωσή Του.


 Ἕνα εἰκόνισμα, λοιπόν, δὲν παρισταίνει μία πραγματικότητα τοῦ κόσμου αὐτοῦ, ἐδῶ κάτω. Κάθε εἰκόνισμα εἶναι κι ἕνα παράθυρο, ποὺ ἀνοίγει πρὸς τὸν οὐρανό. Κ’ ἡ ζωγραφιὰ ποὺ βλέπουμε στὸ εἰκόνισμα μέσα εἶναι μία πραγματικότητα ἀπὸ κεῖ ψηλά. Ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη, ἡ ὄψη τοῦ ἁγίου εἴτε τῆς ἁγίας ποὺ τὸ εἰκόνισμα παρασταίνει, εἶναι αὐτὲς ποὺ ζήσανε πάνω στὴ γῆ, κι εὔκολα εἶναι νὰ τὶς ἀναγνωρίσουμε. Ἀλλὰ ὄχι κατὰ τοὺς νόμους τῆς σάρκας. (Β’ Κόρ. 5,16). Γιατί τώρα γίναμε ὑπάρξεις ἐπουράνιες, καὶ κανεὶς δὲν ἀνεβαίνει στὸν οὐρανὸ μὲ τὸ σάρκινο περίβλημά του. Τὸ ἔργο αὐτῶν ποὺ ζωγραφίζουν εἰκονίσματα, τῶν εἰκονογράφων, εἶναι πολὺ δύσκολο. Γιατί εἶναι πολὺ δύσκολο, ἂν ὄχι ἀδύνατο, σ’ ἕνα θνητὸ χέρι νὰ ζωγραφίσει, μὲ φθαρτὰ ὑλικὰ — λάδι, μελάνι, χρώματα — πραγματικότητες ποὺ βρίσκονται στὸν οὐρανό, καὶ ποὺ εἶν’ αἰώνιες. 


 Ὁ ζωγράφος ποὺ θέλει νὰ φτάσει ὅσο τὸ δυνατὸ πιὸ κοντὰ στὸ θεϊκὸ καὶ οὐράνιο πρότυπο, ζωγραφίζοντας μία εἴκονα, ἔχει ἕνα μόνο τρόπο: νὰ μεταχειριστεῖ σύμβολα. Νὰ παρουσιάσει δηλαδὴ μία πραγματικότητα ὑπέρτατη, μ’ ἕνα τρόπο πλάγιο, γιατί μία τέτοια πραγματικότητα δὲ συλλαμβάνεται κατὰ τρόπο ἄμεσο. Ἕνα μόνο εἰκόνισμα τέλειο ὑπάρχει στὴν Ἐκκλησία, καὶ εἶναι ἀχειροποίητο, δηλαδὴ δὲν τὸ δούλεψε ἀνθρώπινο χέρι. Παρισταίνει τὴν ὄψη τοῦ Χριστοῦ τυπωμένη ἀπὸ κάποια δύναμη θαυματουργό, δίχως τὴ βοήθεια ἀνθρώπινου χεριοῦ, καὶ εἶναι γνωστὸ μὲ τὸ ὄνομα «Τὸ Πανάγιο Πρόσωπο». Ἂν ἑξαιρέσουμε τούτη τὴν ἀχειροποίητη εἰκόνα, ὅλες οἱ ἄλλες εἰκονίζουν, μὲ ὑλικὰ ἐπίγεια καὶ μὲ τῶν συμβόλων τὴ βοήθεια, τὴ θεία πραγματικότητα τ’ οὐρανοῦ.


 Ἀπὸ κάποιαν ἄποψη τὰ εἰκονίσματα μοιάζουν μὲ τὶς ἀφίσες ποὺ βλέπουμε στὰ τουριστικὰ γραφεῖα, καὶ ποὺ μᾶς δείχνουν εἰκόνες ἐξαίσιες ἀπὸ χῶρες ποὺ μᾶς καλοῦν νὰ ἐπισκεφθοῦμε. Κάθε τουριστικὴ ἀφίσα εἶναι λοιπὸν μία πρόσκληση νὰ ταξιδέψουμε σ’ ἕνα θαυμάσιο τόπο. Τὸ εἰκόνισμα εἶναι κι αὐτὸ μία πρόσκληση γιὰ τὸ ταξίδι τοῦ Ὑπερπέραν, γιὰ τὸ ταξίδι στὸν οὐρανό. Τὸ εἰκόνισμα, ὅπως καὶ οἱ τουριστικὲς ἀφίσες, μᾶς δείχνει μίαν εἰκόνα: τὴν πραγματικότητα τ’ οὐρανοῦ. Ἀνοίγοντας τὰ μάτια μπρὸς σ’ ἕνα εἰκόνισμα, πῆρα ταυτόχρονα καὶ μία πρόσκληση γιὰ τὸν Οὐρανό. Αὐτὴ ἡ πρόσκληση μπορεῖ νὰ συνέτεινε ὥστε ἡ μόνη φροντίδα τῆς ζωῆς μου νὰ εἶναι αὐτὸ τὸ ταξίδι στὸν οὐρανό. Ξέροντας πὼς εἶμαι καλεσμένος ἐκεῖ, δέχτηκα χωρὶς ἰδιαίτερη εὐχαρίστηση τ’ ἀξιώματα πού μοῦ προσφέρανε δῶ κάτω. Ἤξερα πὼς εἶναι ἀνάξια καὶ προσωρινά. Ἤξερα πὼς «οὐρανὸς μοι ὁ θρόνος, ἡ δὲ γῆ ὑποπόδιον τῶν ποδῶν μου» (Πράξ. 7,49).


Γιὰ ὅσους γνωρίσανε ἀκόμα κι ἕνα ἐλάχιστο κομματάκι τῆς οὐράνιας πραγματικότητας — ποὺ τὸ ξανανοίξανε μὲς ἀπὸ τὸ παράθυρο ἑνὸς εἰκονίσματος — ἡ γῆς καταντάει, καὶ πολὺ σωστά, μικρή, ἀσήμαντη κι ἀνάξια. Γι’ αὐτοὺς ἡ ἐπίγεια ζωὴ δὲν ἔχει σκοπὸ παρὰ νὰ χρησιμέψει σὰν σκαμνί, γιὰ ν’ ἀνέβουν ἐκεῖ ψηλά. Αὐτὸ κι ἔκαμνα ἀνέκαθεν. Ἔζησα ψάλλοντας: «Ἑνώσου μὲ τοὺς ἀγγέλους… Πρόσταξε τὶς πύλες νὰ σηκώσουνε τὸ ἀνώφλι τους γιὰ νὰ γίνουν ψηλότερες» (Ἅγ. Γρηγόριος Ναζιανζηνός). Ἔτσι συνέβηκαν τὰ πράγματα. Ὅπως ἄλλα παιδιὰ πηγαίνουν ναῦτες γιατί τὰ τρυφερά τους χρόνια γνωρίσανε τὶς εἰκόνες τῆς θάλασσας, ἔτσι τὸ δικό μου ἐνδιαφέρον τὸ τράβηξε ὁ οὐρανός.Αὐτὸς γίνηκε ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μου.


Ἀπό τό βιβλίο: «Ἀπὸ τὴν 25η ὤρα στὴν αἰώνια ὥρα, ἐκδόσεις Ἔλαφος»

Κυριακή Α΄ Νηστειών (της Ορθοδοξίας): Η Εικόνα στην Ορθόδοξη Εκκλησία

 Δημήτριος Παναγόπουλος


Η Εικόνα είναι μία έκφραση της θείας οικονομίας, η οποία συνοψίζεται στη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας που λέει: «Ο Θεός έγινε άνθρωπος, για να γίνει ο άνθρωπος Θεός».


Η Εκκλησία έδωσε τόσο μεγάλη σημασία στην Εικόνα, ώστε κήρυξε και κηρύττει ότι η νίκη κατά των Εικονομάχων υπήρξε θρίαμβος της Ορθοδοξίας, τον οποίο εορτάζουμε κατά την πρώτη εβδομάδα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.


Ακόμη, για την Ορθόδοξη Εκκλησία, η Εικόνα είναι μία γλώσσα που μέσω αυτής εκφράζει τα δόγματά της και τις εντολές της τόσο καλά, όσο και με τον λόγο. Είναι θεολογία που εκφράζεται με σχήματα και χρώματα που τα βλέπει το μάτι. Είναι δηλαδή σαν ένας καθρέφτης που αντανακλά την πνευματική ζωή της Εκκλησίας, και που μέσα σ’ αυτόν μπορεί να κρίνει κανείς για τους δογματικούς αγώνες κάθε εποχής.


Εικόνες δογματικές υπάρχουν σε πολλές Εκκλησίες μας και προπάντων στα χωριά και τα Μοναστήρια μας. Μόνο κατά το τέλος του ΙΘ’ αιώνα οι ειδικοί ανακάλυψαν ότι υπάρχει η Εικόνα, η Βυζαντινή δηλαδή, διότι μόνο αυτή είναι εικόνα, “εικόνισμα”. Οι άλλες είναι ζωγραφιές. Οι παλαιοί αγιογράφοι δεν ήταν μονάχα σπουδαίοι ζωγράφοι, αλλά και διδάσκαλοι της πνευματικής ζωής, που γνώριζαν να δώσουν μορφή στους λόγους του Κυρίου μας που λένε: «Η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου».


Το να μην εννοούμε πια την ουσία αυτής της τέχνης δεν προέρχεται από τη δήθεν πρόοδό μας, ούτε από το ότι έχασε η Εικόνα τη δύναμή της ή τη σημασία της, αλλά από τη βαθιά πνευματική παρακμή μας που το πνεύμα μας είναι εγκόσμιο και υλιστικό, και γι’ αυτό μέσα μας παραμορφώθηκε η ιδέα της Εκκλησίας και της Λειτουργίας.


Το δογματικό βάθος της Εικόνας, της Εκκλησίας και της Λειτουργίας κατάντησε απασχόληση αποκλειστική μερικών και θεωρείται σήμερα ως αφηρημένη Επιστήμη που δεν έχει καμία σχέση με την καθημερινή ζωή μας.


Όσο δε για τη Λειτουργία, που θα πρέπει να είναι ο αλάνθαστος οδηγός μας στον πνευματικό μας δρόμο και η ομολογία της πίστεώς μας, δεν είναι πια, τις περισσότερες φορές, παρά μονάχα μία τυπική τελετή, ένα έθιμο, μία συνήθεια ευλαβική και συγκινητική ίσως.


Η οργανική ενότητα του δόγματος και του ηθικού νόμου μέσα στη Λειτουργία κόπηκε, απογυμνώθηκε. Αυτή η απουσία της εσωτερικής ενότητας καταστρέφει τη λειτουργική πληρότητα της θείας λατρείας μας. Τα στοιχεία που τη συγκροτούν και που δεν μπορούμε πια να νιώσουμε πως όλα συντελούν σε ένα πράγμα, ο λόγος ο ορθόδοξος, η Βυζαντινή υμνωδία, η Βυζαντινή εικόνα, η Βυζαντινή αρχιτεκτονική, ο φωτισμός κλπ., τραβούν τον καθένα δυστυχώς σε δικό του τρόπο του θρησκεύειν, γι’ αυτό χρειάζεται επιστροφή στην αγία Παράδοση.


***


Σήμερα, την πρώτη Κυριακή των Νηστειών που εορτάζεται ο θρίαμβος των εικόνων μας, πρέπει ιδιαιτέρως να προσέξουμε τους ομολογητές της πίστεως, διότι αυτοί μας οδηγούν στην αναζωπύρωση και ανάπτυξη του αισθήματος της Ορθής Πίστεως, στην Ορθόδοξη Εκκλησία, και να μην ακούμε τους Προτεστάντες (σε εμάς λεγομένους Ευαγγελικούς) ή τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, που μας λένε ειδωλολάτρες, επειδή προσέχουμε και σεβόμαστε και προσκυνούμε τις άγιες Εικόνες του Κυρίου μας, των Αγίων Του ή της Παναγίας Μητέρας Του.


Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέει: «Ζωγραφίζουμε λοιπόν τον Χριστό, τον βασιλέα και Κύριο, χωρίς να τον απογυμνώνουμε από το στράτευμά του. Διότι στρατός του Κυρίου είναι οι άγιοι… Αν δηλαδή θα είναι κληρονόμοι του Θεού και συγκληρονόμοι του Χριστού και κοινωνοί της θείας δόξας και βασιλείας, καθώς έγιναν κοινωνοί των παθημάτων του Χριστού, πώς δεν θα γίνουν και της επί γης δόξας συμμέτοχοι οι φίλοι του Χριστού;… Αυτών τα κατορθώματα και τα πάθη ζωγραφίζω, επειδή με αυτά αγιάζομαι και καλλιεργείται ο ζήλος μου να τα μιμηθώ» (Πατρολογία 94, 1252).


Και προσθέτει: «Έτσι πρέπει να σκεπτόμαστε και για τις εικόνες των αγίων, ότι ζωγραφίστηκαν και στις Εκκλησίες και στα βιβλία για να τους θυμόμαστε και να τους αγαπούμε και να διορθώνουμε τη ζωή μας, και συγχρόνως για να δείχνουμε την καλή τους μαρτυρία στους ειδωλολάτρες που έρχονται και πιστεύουν στον Ιησού Χριστό. Διότι έτσι παραλάβαμε αυτήν (την Εκκλησία) από τους αγίους Πατέρες όπως μας διδάσκουν και οι άγιες Γραφές» (Πατρολογία 95, 313).


Θέλοντας δε να καταδείξει τη ζωηρή εντύπωση και διδασκαλία που προξενείται από τις ιερές εικόνες, λέει: «Αν κάποιος από τους ειδωλολάτρες έρθει και σου πει· “Δείξε μου την πίστη σου για να πιστέψω”, τον φέρνεις στην Εκκλησία και του δείχνεις τον στολισμό που την περιβάλλει. Του παρουσιάζεις τις μορφές των αγίων εικόνων, βλέπει ο άπιστος και λέει· “Ποιος είναι αυτός που σταυρώνεται; Ποιος είναι αυτός που ανασταίνεται και καταπατά την κεφαλή αυτού του γέρου (του Άδη);”. Δεν τον διδάσκεις από την εικόνα λέγοντας· “Αυτός ο εσταυρωμένος είναι ο Υιός του Θεού…”;» (Ιωάννης Δαμασκηνός, Πατρολογία 95, 325).


Τέλος ο ιερός αυτός Πατέρας τους αγιογράφους της Εκκλησίας τους θεωρεί ίσους στην αξία προς τους Ευαγγελιστές που συνέγραψαν τα Ευαγγέλια. Λέει: «Αυτά που το Ευαγγέλιο περιγράφει με τον λόγο, αυτός (ο αγιογράφος) τα δείχνει με το έργο» (Πατρολογία 95, 316).


Συμπέρασμα λοιπόν: Ο λογογράφος έγραψε το Ευαγγέλιο, το οποίο δέχονται οι αιρετικοί και κόπτονται δήθεν γι’ αυτό. Τι έγραψε στο Ευαγγέλιο; Ολόκληρη την ένσαρκη οικονομία του Χριστού και το παρέδωσε στην Εκκλησία.


Τι έκανε ο ζωγράφος; Το ίδιο. Ζωγράφισε στον πίνακα την ευπρέπεια της Εκκλησίας, από τον πρώτο Αδάμ έως τη γέννηση του Χριστού και ολόκληρη την ένσαρκη οικονομία του Χριστού και τα μαρτύρια των Αγίων, και τα παρέδωσε και αυτός στην Εκκλησία. Δηλαδή και οι δύο μία εξήγηση έγραψαν, ο ένας στο χαρτί, ο άλλος στο σανίδι, και διδάσκουν εμάς.


Και ερωτάται τώρα ο αιρετικός, ο Ευαγγελικός ή ο Ιεχωβίτης: Γιατί την Βίβλο την προσκυνάτε και τη δέχεστε, ενώ την Εικόνα τη φτύνετε και τη βδελύσσεσθε;


Πες μου, αιρετικέ, ποια η διαφορά των δύο, αφού και τα δύο τα ίδια διδάσκουν; Πώς το ένα προσκυνείται και το άλλο φτύνεται; Γιατί τον ευαγγελιστή που με τον λόγο εξηγεί τον δέχεσαι και τον ζωγράφο που με το έργο δείχνει τον απορρίπτεις;


Πες μου, αιρετικέ· τι προσκυνάς στο Ευαγγέλιο, την ύλη ή την εξήγηση;


Θα μου απαντήσεις, την εξήγηση της οικονομίας του Χριστού, όχι την ύλη. Και εγώ θα σου απαντήσω το ίδιο, ότι δεν τιμώ την σανίδα, ούτε τον τοίχο, ούτε τα χρώματα, αλλά τον χαρακτήρα του σώματος και την οικονομία του Κυρίου, κατά το λόγιο του Μ. Βασιλείου: «Η γαρ της εικόνος τιμή προς το πρωτότυπον διαβαίνει».


Τιμή λοιπόν και προσκύνηση στις άγιες Εικόνες μας και προσοχή στην απόκτησή τους· βυζαντινές εικόνες, όχι “ζωγραφιές θρησκευτικές”. Εικόνες άγιες, σοβαρές από χέρια άγια, προσευχόμενα μπροστά από την Θεοτόκο την Οδηγήτρια, με τα οποία πραγματώνουν το «θείον έργον» με φόβο Θεού και ευλάβεια.


(Μάρτιος 1969)


(Από το περιοδικό “Όσιος Φιλόθεος της Πάρου” τ. 16, Εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, σελ. 29)

Η Ορθοδοξία, να το ιδανικό μας,

 +Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνου


 «Οὐκ ἀρνησόμεθά σε, φίλη Ὀρθοδοξία· οὐ ψευσόμεθά σοι, πατροπαράδοτον σέβας·... ἐν σοὶ ἐγεννήθημεν, ἐν σοὶ ζῶμεν, καὶ ἐν σοὶ κοιμηθησόμεθα· εἰ δὲ καλέσοι καιρός, καὶ μυριάκις ὑπὲρ σοῦ τεθνηξόμεθα» (Ἰωσὴφ Βρυέννιος)


Τί θὰ πῇ ἰδανικό; Μέσα σὲ κάθε ἄνθρωπο,ἀγαπητοί μου, καὶ στὸν πιὸ ἀτελῆ, ὑπάρχεικάποια εἰκόνα εὐτυχίας, ἕνα ὅραμα ζωῆς, ἕνας σκοπὸς πρὸς τὸν ὁποῖο συγκλίνουν ὅλες οἱ σκέψεις καὶ ἐνέργειές του· καὶ σκοπὸς εἶνε ἡ ἰδέα ἐκείνη ποὺ κυριαρχεῖ ἐπάνω σὲ ὅλες τὶς ἄλλες ἰδέες καὶ συναισθήματα καὶ ἀποτελεῖ τρόπον τινὰ τὸν κεντρικὸ ἄξονα γύρω ἀπ᾽τὸν ὁποῖο στρέφεται ἡ ζωή του. Καὶ ὅπως ἡἀξία μιᾶς λεπτεπίλεπτης μηχανῆς,

π.χ. ἑνὸς ρολογιοῦ, ἐξαρτᾶται κυρίως ἀπὸ τὴν ἀντοχὴ τοῦ ἄξονά του, κάπως ἔτσι καὶ ἡ ἀξία τῆς ζωῆς ἐξαρτᾶται κυρίως ἀπὸ τὴν ἰδέα ἐκείνη ἡ ὁποία κυριαρχεῖ καὶ ῥυθμίζει τὴ ζωή. Καὶ ὅπως ὑπάρχουν ἄξονες ἀπὸ φτηνὸ ὑλικὸ καὶ μὲ μικρὴ ἀντοχή, ποὺ εὔκολα σπάζουν, ἀλλὰ καὶ ἄξονες ἀπὸ ἀνθεκτικὴ ὕλη, ἀδαμάντινοι, ἄθραυστοι, ἔτσι ὑπάρχουν καὶ ἰδανικὰ μικρὰ καὶ μεγάλα, ἀδύνατα καὶ ἰσχυρά, εὔθραυστακαὶ ἄθραυστα, γήινα καὶ οὐράνια, θνητὰ καὶ ἀθάνατα.

Καὶ ποιό εἶνε τὸ ἰδανικὸ τῆς Ἑλλάδος; θὰ ρωτήσῃ κάποιος. Στὰ τρεῖς χιλιάδες χρόνια τοῦ ἐθνικοῦ της βίου παρελαύνει μπροστά μας μεγάλη σειρά· Τρωϊκὸς πόλεμος, Περσικά, Μέγας Ἀλέξανδρος, Βυζάντιο καὶ ἀκρῖτες, Παλιγγενεσία, Μακεδονικὸς ἀγώνας, Βαλκανικοὶ πόλεμοι, Ἀλβανικὸ ἔπος. Πάνω ὅμως ἀπὸ τὰ ἐθνικὰ εἶνε τὰ πανανθρώπινα, καὶ πάνω ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα εἶνε τὰ θεῖα, καὶ πάνω ἀπὸ τὰ ἐγκόσμια εἶνε τὰ οὐράνια καὶ ἀθάνατα. Ἀπ᾽ τὰ ὁμηρικὰ χρόνια μέχρι τὴ Μεγάλη Ἰδέα, ποὺ ἐδόνησε καὶ τὴ γενεὰ τῶν πατέρων μας μὲ τὸ «Πάλι μὲ χρόνια μὲ καιρούς, πάλι δικά μας θά ᾽νε», ἀναζητοῦμε τὸ τέλειο. Ποῦ λοιπὸν καταλήγουμε; Ἀπὸ ὅλα ὅσα προβάλλονται ὡς ἰδανικά, ἐκεῖνο ποὺ ἀξίζει νὰ γίνῃ τὸ ἰδανικὸ τῆς Ἑλλάδος, ὁ πολικός της ἀστέρας, εἶνε ἡ Ὀρθοδοξία.

Αὐτὴ ἡ Ὀρθοδοξία, ποὺ τόσο ὑποτιμᾶται σήμερα ἀπὸ κάποιους «μορφωμένους», συγκεντρώνει ὅλα τὰ γνωρίσματα τοῦ ὑψίστου ἀγαθοῦ καὶ ἀνταποκρίνεται στὰ βαθύτερα αἰτή- ματα τοῦ λαοῦ μας. Αὐτὴ ἔχει τὸ ἀληθινὸ νέκταρ καὶ τὴν ἀμβροσία. Αὐτὴ κρατάει τὸν Ἄρτο ποὺ μπορεῖ νὰ θρέψῃ καὶ νὰ χορτάσῃ τὸν ἄν-θρωπο ὑλικὰ καὶ πνευματικά, σὲ ἀντίθεσι μὲ τὰ «κεράτια» (Λουκ. 15,16), μὲ τὰ ὁποῖα προσπαθοῦν ἄλλοι νὰ χορτάσουν τὴν πεινασμένη ἀνθρωπότητα. Αὐτὴ δείχνει τὸν οὐρανὸ ὡς τὴν αἰώνια πατρίδα καὶ αὐτὴ πάλι μὲ τὰ ὑπέροχα διδάγματά της γιὰ ἐλευθερία, ἀδελφότητα, ἀγάπη καὶ δικαιοσύνη μπορεῖ νὰ βοηθήσῃ τὸν ἄνθρωπο νὰ στήσῃ τὴν ἰδανικὴ πολιτεία. Στὴν πολιτεία αὐτὴ τὸ ἐλατήριο τῆς ἰδιοτελείας θ᾽ ἀντικατασταθῇ μὲ τὸ ἐλατήριο τῆς ἀγάπης ποὺ θυσιάζεται γιὰ τοὺς ἄλλους, μὲ πρότυπο τὸν Θεάνθρωπο, ὁ ὁποῖος «οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν» (Ματθ. 20,28). Ζωηρὴ εἰκόνα τῆς πολιτείας αὐτῆς μᾶς ἔδωσαν οἱ πρῶτοι Χριστιανοί· μιᾶς πολιτείας στὴν ὁποία, ὅπως λέει ὁ ἀθάνατος Χρυσόστομος, ὁ ἰδιοτελὴς καὶ καταραμένος λόγος «αὐτὸ εἶνε δικό μου» κι «αὐτὸ δικό σου» εἶχε καταργηθῆ κι ἀντικατασταθῆ μὲ τὸ «ἅπαντα κοινά» (Πράξ. 4,32). Ναί, μόνο ἡ Ὀρθοδοξία,ἡ ὁποία στὴν ἰδεώδη ζωὴ τῶν μοναχικῶν ἀδελφοτήτων τῶν πρώτων αἰώνων πραγματοποίησε τὸ κοινόβιο, τὸ ἑκούσιο κοινόβιο, καὶ ἐγκαθίδρυσε ἐπάνω στὴ γῆ ἀγγελικὸ πολίτευμα, αὐτὴ καὶ σήμερα, ἡ Ὀρθοδοξία ἡ «περι βεβλημένη τὸν  ἥλιον» (Ἀπ. 12,1), ὡς πανανθρώπινο ἰδανικό, μπορεῖ  νὰ συγκινήσῃ ὄχι μόνο τὸ δικό μας ἔθνος ἀλλὰ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα, καὶ νὰ νικήσῃ καὶ νὰ θριαμβεύσῃ πάνω ἀπ᾽ ὅλα τὰ λεγόμενα διεθνῆ καὶ οἰκουμενικὰ συνθήματα.

Ἀλλὰ νὰ ἐξηγούμεθα, Ἕλληνες ἀδελφοί.Ὅταν λέμε ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία πρέπει νὰ γίνῃτὸ ἰδανικὸ τοῦ ἔθνους μας, δὲν ἐννοοῦμε νὰτὴν κάνουμε μέσο τὸ ὁποῖο νὰ χρησιμοποιήσουμε ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες γιὰ ἐθνικὴ καὶ πολιτικὴ ἐκμετάλλευσι καὶ νὰ καταντήσουμε ὀρθοδοξοκάπηλοι ἀνάμεσα στὰ ἔθνη, ὅπως ἔγινε δυστυχῶς στὴν τσαρικὴ ῾Ρωσία.Ἔχοντας ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες ὡς ἰδανικὸ τοῦἔθνους τὴν Ὀρθοδοξία, ὄχι ὡς μέσο ἀλλὰ ὡς σκοπὸ πρὸς τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ συγκλίνουν ὅλες οἱ ἐνέργειές μας, πρέπει νὰ εἴμαστε ἀπέναντι στὰ ἄλλα ἔθνη εἰλικρινεῖς καὶ ἀνιδιο-τελεῖς ἀπόστολοι τοῦ Ὀρθοδόξου χριστιανισμοῦ. Εἰλικρινεῖς καὶ ἀνιδιοτελεῖς, ὅπως ἦταν οἱ ἀπόστολοι τοῦ Κυρίου , ποὺ δὲν πῆγαν στὰ ἔθνη γιὰ νὰ κηρύξουν τὸ μεγαλεῖο τῆς πατρίδας τους, τοῦ Ἰσραήλ, ἀλλὰ πῆγαν γιὰ νὰ κηρύξουν «Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τοῦτον ἐσταυρωμένον» (Α΄ Κορ. 2,2) καὶ μὲ τὸ καθαρὸ καὶ ἀμιγὲς ἀπὸκάθε ἐθνικιστικὴ ἰδέα κήρυγμα νὰ σώσουνψυχές· διὰ τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν προσέφεραν τὴν ὑψίστη ὑπηρεσία στὴν πάσχουσαἀνθρωπότητα, μέσα στὴν ὁποία οἱ σῳζόμενοι γίνονταν ἡ ζύμη τῆς ἀναμορφώσεως καὶ ἀναπλάσεως τοῦ ἀρχαίου κόσμου. Τὰ ἁμαρτωλὰ«ἐγώ», ἀτομικὰ καὶ ὁμαδικά, πρέπει, κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου, νὰ νικῶνται καὶ νὰ ἐξαφανίζωνται μπροστὰ στὴν Ὀρθοδοξία, καὶ αὐτὴ νὰ κυριαρχῇ στὶς σκέψεις καὶ τὶς ἐνέργειές μας. Αὐτὴ καὶ μόνη διὰ τῆς φωτεινῆς διδασκαλίας καὶ τοῦ ὑποδειματικοῦ βίου μας νὰ προβάλλεται στὰ μάτια ὅλων πρὸς δόξαν Θεοῦ. Καὶ ὅταν τέτοιες εἶνεοἱ διαθέσεις τῆς καρδιᾶς μας ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας, τότε θὰ χαιρώμαστε ὅταν καὶ ἄλλα ἔθνη κηρύττουν μὲ λόγια καὶ μὲ ἔργα τὴν Ὀρθοδοξία καὶ σημειώνουν μεγ λύτερη κι ἀπὸμᾶς ἐπίδοσι στὸ κήρυγμά της.

Γιατὶ ἡ Ὀρθο-δοξία δὲν εἶνε εἶδος μονοπωλίου τῆς Ἑλληνικῆς φυλῆς· εἶνε οἰκουμενικὴ ἰδέα καὶ ζωή ,στὴν ὁποία καλοῦνται ὅλα τὰ ἔθνη νὰ συμμετάσχουν ἰσότιμα γύρω ἀπὸ τὴν κοινὴ τράπεζα τοῦ οὐρανίου Πατρός.Στὸ μεγαλειῶδες σχέδιο τῆς Θείας Προνοίας νὰ κηρυχθῇ ἡ χριστιανικὴ πίστι σὲ ὅλοτὸν κόσμο ὅπως αὐτὴ διατηρήθηκε ἀναλλοί-ωτη μέσα στὴν Ὀρθοδοξία, ἡ πατρίδα μαςμπορεῖ νὰ προσφέρῃ μεγάλες ὑπηρεσίες. Ὄχιμόνο γιατὶ τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε γραμμένο στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ ἀπ᾽ αὐτὴν μεταφράστηκε σὲ χίλιες καὶ πλέον γλῶσσες καὶ διαλέκτους,ὄχι μόνο γιατὶ οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς μεγάλους πατέρες καὶ διδασκάλους στὰ ἑλληνικὰ ἔγραψαν τὰ ἀθάνατα συγγράμματά τους, ἀλλὰ καὶ γιατὶ παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος, στενοχωρούμενα ἀπὸ τὴ φτώχεια ποὺ συνοδεύει τὴν Ἑλλάδα, ἔχουν βγῆ ἀπὸ τὴν πατρίδα τους καὶ βρίσκονται σκορπισμένα καὶ στὶς πέντε ἠπείρους. Ποῦ πάνω στὴ γῆ δὲν βρίσκεται Ἕλληνας; Γύρω στὰ δύο ἑκατομμύρια εἶνε οἱ Ἕλληνες τοῦ ἐξωτερικοῦ. Συμπαγεῖς Ἑλληνικὲς κοινότητες μὲ ὡραίους ναοὺς βρίσκονται στὰ μεγαλύτερα ἀστικὰ κέντρα τοῦ νέουκόσμου. Ἕλληνες ὑπηρετοῦν στὰ ἱστορικὰ πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς. Ἕλληνες καὶ μέχρι τὴν Κορέα καὶ τὴν Ἰαπωνία καὶ τὴ Νότιο Ἀφρικὴ καὶ τὰ νησιὰ τῶν Φιλιππίνων. Ἂν στὶςκαρδιὲς ὅλων αὐτῶν τῶν Ἑλλήνων τοῦ ἐξωτερικοῦ ἀνεζωογονεῖτο ἡ φλόγα τῆς Ὀρθοδοξίας,τότε ἡ Ὀρθοδοξία θὰ διαδιδόταν καὶ θὰ δοξαζόταν στὸν κόσμο διὰ τῶν Ἑλλήνων· καὶ ἂν δοξαζόταν, θ᾽ ἀντιδόξαζε αὐτοὺς ποὺ τὴν δόξασαν μὲ μιὰ δόξα ἄφθαρτη καὶ αἰώνια. Ποιά δόξα μεγαλύτερη ἀπ᾽ αὐτὴν θὰ μποροῦσε νὰ φιλοδοξήσῃ ἡ φυλή μας;Ἀπὸ μακρινὲς χῶρες, στὶς ὁποῖες οἱ κάτοικοι ζοῦν «ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου» (Ἠσ. 9,2 = Ματθ. 4,16.Λουκ. 1,79) , ἔρχονται συγκινητικὰ μηνύματα ποὺ μᾶς προσκαλοῦν σὲ πνευματικὴ βοήθεια. Διότι καὶ μέχρι σ᾽ αὐτοὺς φτάνει ἡ φήμη τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ἀλλὰ ἐδῶ εἶνε τὸ σπουδαιότατο ἐρώτημα. Εἴμαστε ἆραγε προετοιμασμένοι γιὰ μία τέ-τοια παγκόσμια ἀποστολή; Ἔχουμε κάνει τὴνὈρθοδοξία κανόνα τῆς ζωῆς μας, ἰδανικὸ τοῦ ἔθνους μας; Μποροῦμε νὰ προβάλουμε τὴνπατρίδα μας ὡς πρότυπο Ὀρθοδόξου κράτους, ἢ μήπως ἡ Ὀρθοδοξία μας ἐξαντλεῖταιστὴν τήρησι μερικῶν ἐξωτερικῶν τύπων, σὲἑορτὲς καὶ πανηγύρια κοσμικοῦ μᾶλλον παρὰθρησκευτικοῦ χαρακτῆρος;

Ἀδελφοὶ Ἕλληνες! Ἡ Ὀρθοδοξία, νά ἡ ὄντως ΜΕΓΑΛΗ ΙΔΕΑ, ἀσυγκρίτως ἀνώτερη ἀπὸ τὴν ἐθνική μας Μεγάλη ἰδέα. Ἰδέα καθαρμένη ἀπὸ φθαρτὰ στοιχεῖα, ὑψηλή, καθολική, αἰωνία, ποὺ εἶνε προωρισμένη νὰ βασιλεύσῃ. Αὐτῆς τῆς Ὀρθοδοξίας ἂς γίνουμε ταπεινοὶ ὑπηρέτες, φρουροί, ἀγωνισταὶ καὶ στρατιῶτες, γιὰ νὰ συμβασιλεύσουμε δι᾽ αὐτῆς ὄντως καὶ ἐμεῖς.Σύνθημά μας ἂς εἶνε oἱ ἐμπνευσμένοι λόγοι τοῦ ἥρωα τῆς Ὀρθοδοξίας σοφοῦ Ἰωσὴφ Βρυεννίου·

«Οὐκ ἀρνησόμεθά σε, φίλη Ὀρθοδοξία· οὐ ψευσόμεθά σοι, πατροπαράδοτον σέβας·..ἐν σοὶ ἐγεννήθημεν, ἐν σοὶ ζῶμεν, καὶ ἐν σοὶ κοιμηθησόμεθα· εἰ δὲ καλέσοι καιρός,καὶ μυριάκις ὑπὲρ σοῦ τεθνηξόμεθα»

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος-

Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὰ βιβλία Ἐθνικὰ προβλήματα (1961) καὶ σὲ μεταγλώττισι Προφητικοὶ λόγοι ἀφυπνίσεως γιὰ τὴν ἀνόρθωση τῆς Ἐκκλησίας καὶ Κοινωνίας.

Λόγος περί πίστεως

 (Ηλία Μηνιάτη (1669-1714), Επισκόπου Κερνίτσης και Καλαβρύτων)


Απεκρίθη Ναθαναήλ και λέγει τω Ιησού – Ραββί, συ ει ο Υιός του Θεού, συ ει ο Βασιλεύς του Ισραήλ». (Ιω. 1, 50)


Όταν με πολλή ευλάβεια σκέπτομαι την αρχή, την αύξηση, και τη στερέωση της Ορθοδόξου Πίστεώς μας, ανακαλύπτω μυστήρια, ευρίσκω θαύματα, από την μια μεριά τόσον πολλά που μου είναι αδύνατον να τα περιγράψω με λόγια και από την άλλη τόσον υψηλά που μου είναι αδύνατον να φθάσω εκεί με το νου μου!


Επομένως, γεμάτος έκσταση από θάμβος και χαρά, δοξάζω μεν τον Ύψιστο Θεό που μας δίδαξε τέτοια πίστη, αναφωνώντας μαζί με τον προφήτη Δαυΐδ «Μέγας ο Κύριος ημών και μεγάλη η ισχύς αυτού και της συνέσεως αυτού ουκ εστίν αριθμός», τον δε ορθόδοξο λαό που έχει τέτοια πίστη μακαρίζω λέγοντας: «Μακάριος ο λαός, ού Κύριος ο Θεός αυτού».


Καίτοι για να κατακυριεύσει τις καρδιές των ακροατών αυτός ο υψηλότατος λόγος περί της ορθοδόξου πίστεως με όλη εκείνη την αήττητη ισχύ που έχει, θα έπρεπε να κηρυχθεί απ’ το στόμα ή ενός των αποστόλων και μαθητών του Χριστού ή ενός των θεόπνευστων διδασκάλων της Εκκλησίας μας.


Αυτοί έγιναν τα εκλεκτά εκείνα όργανα, τα όποια εξ αρχής χρησιμοποίησε το Άγιο Πνεύμα για να ακουσθεί σ’ όλη τη γη ο εύσημος ήχος της ευαγγελικής αλήθειας. Παρ’ όλα αυτά τολμώ κι εγώ να ανέβω σήμερα πάνω σε τούτο τον ιερό άμβωνα, για να κηρύξω όσο μπορώ και δύναμαι, τη δόξα και το μεγαλείο της Ορθοδοξίας.


Αυτή η σεβάσμια και κυριώνυμη ημέρα είναι ήμερα πανηγύρεως για τη νίκη της Ορθοδοξίας κατά των αντιπάλων αιρετικών.


Με παρακινεί, λοιπόν, η ομολογία του άδολου ισραηλίτη Ναθαναήλ, ο οποίος γνωρίζει «ον έγραψε Μωυσής εν τω Νόμω και οι Προφήται» και ομολογεί λέγοντας προς τον Θεάνθρωπο Κύριο μας: « Ραββί, συ ει ο Υιός του Θεού, συ ει ο Βασιλεύς του Ισραήλ».


Αυτή είναι η πρώτη ομολογία της Ορθοδοξίας. Αλλά τι πιο χαρούμενο και ωφελιμότερο από το να ομιλεί ο ορθόδοξος διδάσκαλος — μακάρι και κάθε ημέρα — για την Ορθοδοξία και να απευθύνεται σε ορθοδόξους ακροατές;


Κι αυτό για να ριζώνει βαθύτερα το νεοφύτευτο δένδρο της πίστεως στις καρδιές των πιστών· να ποτίζεται συχνότερα με το καθαρό νάμα της Ευαγγελικής αλήθειας· να βλαστάνει περισσότερους ακήρατους καρπούς αιωνίου ζωής.


Πανάγιον Πνεύμα, συ που είσαι Πνεύμα σοφίας και συνέσεως χάρισε σήμερα φως γνώσεως στο νου μου, για να καταλάβω πρώτος εγώ· δος μου δύναμη λόγων στα χείλη μου, για να εξηγήσω και στους άλλους τα μεγαλεία των θαυμασίων σου, που έδειξες στην Ορθόδοξη πίστη των χριστιανών. Ναι, Παράκλητε αγαθέ, που είσαι το Πνεύμα της αληθείας. Χωρίς εσένα δεν μπορεί να θεολογήσει ανθρώπου γλώσσα. Δίδαξε και τη δική μου για να κηρύξει, πως άρχισε, πως αυξήθηκε, πως στερεώθηκε η Ορθοδοξία, η οποία είναι το υψηλότερο, το θαυμασιότερο, το θειότερο έργο της Θείας Σου σοφίας και δυνάμεως.


Με τη βοήθεια λοιπόν του Αγίου Πνεύματος, το οποίον τώρα παρακαλώ, θα διαιρέσω το λόγο μου περί Ορθοδοξίας σε τρία κεφάλαια, ορθόδοξοι ακροατές.


Θα αποδείξω στο πρώτο πως αυτή είναι όλη θεία κατά την αρχή της· στο δεύτερο, πως είναι όλη θεία κατά την αύξηση της· στο τρίτο όλη θεία στην στερέωσή της.


Θα καταλάβετε όθεν, πως η Ορθοδοξία είναι δημιούργημα και κατόρθωμα του ενός και μόνον Θεού. Ως εκ τούτου αυτή είναι η μόνη αληθινή διδασκαλία που πρέπει να πιστεύουμε, αυτή είναι η μόνη αληθινή οδός για να σωθούμε.


ΜΕΡΟΣ Α΄


Όποιος σκεφθεί καλά αυτό το φυσικό κόσμο, το σύστημα δηλαδή του παντός, τον ουρανό και τη γη και όλα όσα είναι ουράνια και επίγεια, θα βρει τόσα θαύματα, που εξ ανάγκης πρέπει να ομολογήσει πως όλα αυτά δεν θα μπορούσε να τα κάμει άλλος παρά μόνον ένας Θεός.Κι αυτό για τρεις κυρίως λόγους:


Πρώτον, για την παράδοξη αρχή τους. Πως δηλαδή έγιναν όλα εξ ουκ όντων, απ’ το μηδέν, χωρίς να προϋπάρχει ύλη.


Δεύτερον, για το άπειρον πλήθος. Πως λάμπουν τόσα αστέρια στον ουρανό· πως πολλαπλασιάζονται τόσα είδη πετεινών στον αέρα· πως τόσα γένη ζώων και φυτών στη γη και κητών στη θάλασσα.


Τρίτον, για το πως μπορούν και παραμένουν, πως διατηρούνται και διαφυλάσσονται με μια αδιάκοπη διαδοχή, με μια απαράλλακτη κίνηση, όλα στερεωμένα με μια αδιασάλευτη τάξη.


Αυτά όλα δεν θα μπορούσε να τα κάμει άλλος, παρά ένας Θεός.


Γι’ αυτό και ο προφήτης Δαυΐδ θαυμάζοντας αναφωνεί: «Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου Κύριε! Πάντα εν σοφία εποίησας!». Και ο Απόστολος Παύλος ωσαύτως μαρτυρεί: «Τα αόρατα αυτού από κτίσεως τοις ποιήμασι νοούμενα καθοράται, η τε αΐδιος αυτού δύναμις και θειότης». Λέγει ο Μέγας Βασίλειος: Πράγματα τόσον μεγάλα που γύρω μας βλέπουμε δεν θα μπορούσε να τα κάμει άλλος, παρά μόνον ένας Θεός πάνσοφος. Πράγματα τόσον χρήσιμα δεν θα μπορούσε να τα κάμει άλλος, παρά μόνον ένας Θεός πανάγαθος. « Εποίησεν ως δυνατός το μέγιστον, ως σοφός το κάλλιστον, ως αγαθός το χρήσιμον». Προσθέτει δε ο ίδιος, πως αυτός ο κόσμος της φύσεως «ψυχών διδασκαλείον λογικών και θεογνωσίας εστι παιδευτήριον».


Κατά παρόμοιο τρόπο, όποιος σκεφθεί καλά τον κόσμο της χάριτος, ήγουν το σύστημα των ορθοδόξων, την Εκκλησία του Χριστού, την πίστη των χριστιανών και εισέλθει στο τόσον ύψος της θεολογίας, μέσα σε τόσο βάθος μυστηρίων, μέσα στο τόσο φως των θείων αποκαλύψεων, στην τόση αλήθεια της διδασκαλίας, στην τόση αγιότητα του νόμου, στα τόσα κατορθώματα των Αποστόλων, στα τόσα ανδραγαθήματα των Μαρτύρων, στα τόσα θαύματα των Αγίων, είναι αδύνατο να μη ομολογήσει πως όλα αυτά δεν θα μπορούσε να τα κάμει παρά μόνον ένας Θεός.


Κι αυτό για τρεις λόγους: πρώτον, για την αρχή, πως άρχισε, πως ξεκίνησε. Δεύτερον, για την αύξηση, πως αυξήθηκε. Και τρίτον, για τη στερέωση, πως στερεώθηκε μια τέτοια ορθόδοξη πίστη.


Αρχίζω απ’ το πρώτο:


Πριν να δημιουργηθεί τούτος ο φυσικός κόσμος, δηλαδή ο ουρανός και η γη, τί υπήρχε; Χάος, άβυσσος, μηδέν. Λοιπόν· το να δημιουργηθεί απ’ το χάος, απ’ την άβυσσο, απ’ το μηδέν, αυτός ο υπέροχος κόσμος των θαυμάτων, αυτό δεν θα μπορούσε να το κάμει άλλος, παρά μόνον η παντοδύναμος δεξιά του Υψίστου: «Δεξιά Κυρίου εποίησε δύναμιν». Και πριν να δημιουργηθεί ο κόσμος της χάριτος, ήγουν η Εκκλησία του Χριστού, πριν να αρχίσει η πίστη και η Ορθοδοξία, τί υπήρχε; Χάος ασεβείας, άβυσσος απώλειας, τίποτε από δικαιοσύνη και αγιότητα.


Αν εξαιρέσετε ένα μικρότατο μέρος της γης, την Ιουδαία, όπου επροσκυνείτο ο αληθινός Θεός (αν και ο τόπος εκείνος ήταν πολύ μολυσμένος απ’ τα γειτονικά έθνη), όλος ο κόσμος ήταν γεμάτος από ειδωλολάτρες και είδωλα. Η Αίγυπτος, η Ελλάς, η Ρώμη που ήταν τα ευγενέστερα μέρη του κόσμου· βασιλείς και λαοί, σοφοί και αγράμματοι, άνδρες και γυναίκες, γέροντες και παιδιά, ηθέτησαν τον Κτίστη και προσκυνούσαν τα κτίσματα. Άλλος τον ήλιο, άλλος τη σελήνη, άλλος τ’ άστρα, άλλος ζώα, άλλος φυτά. Ο καθένας λάτρευε ό,τι ήθελε. Μάλιστα θεοποίησαν και τα δικά τους πάθη. Και αφού η πίστη είναι ό πρώτος κανών ζωής, αν πίστευαν κατ’ αυτόν τον τρόπο, φανταστείτε πως ζούσαν. Ποιος φοβόταν να φονεύσει; Ποιος ντρεπόταν να πορνεύσει ή να μοιχεύσει; Αφού προσκυνούσαν θεούς αιμοβόρους σαν τον Άρη και τον Ηρακλή, θεούς πόρνους και μοιχούς σαν το Δία και την Αφροδίτη.


Ποιός θα παρεκινείτο να κάμει το καλό, αφού δεν υπήρχε ελπίδα για τον Παράδεισο; Ποιος θα απέφευγε το κακό, αφού δεν υπήρχε ο φόβος της αιωνίου κολάσεως; Ποιά ήθη θα μπορούσαν να υπάρξουν ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν γνώριζαν τον Θεό και που αν τον γνώριζαν δεν τον ήθελαν; Το κακό ήταν γενικό και παμπάλαιο, οπότε έγινε φύσις, έξη.


Ο θρόνος του Εωσφόρου ήταν πολύ καλά στερεωμένος στη γη. Σ’ αυτόν ήσαν εντελώς αφιερωμένοι και δουλωμένοι οι άνθρωποι.


Τότε πράγματι «ο Θεός εκ του ουρανού διέκυψεν επί τους υιούς των ανθρώπων, του ιδείν ει εστι συνιών ή εκζητών τον Θεόν. Πάν¬τες εξέκλιναν, άμα ήχρειώθησαν, ουκ εστι ποιών αγαθόν, ούκ εστίν εως ενός».


Τώρα, μετρήστε με το νου σας τα βάθη της πλάνης και της απώλειας στην οποία ήταν βυθισμένος ο κόσμος. Μετρήστε το ύψος της θεογνωσίας και της αγιότητας στον όποιον επρόκειτο να ανεβεί αυτός ο κόσμος με την πίστη του Χριστού.


Επρόκειτο να παύσει η ειδωλολατρία που ήταν τόσο βαθιά ριζωμένη στις καρδιές των ανθρώπων και να πιστευτεί ένας και μόνον Θεός. Και όχι απλώς ένας Θεός, αλλά Θεός που βρίσκεται στους ουρανούς με μία φύση και τρεις υποστάσεις, αλλά και που οι τρεις αυτές υποστάσεις να είναι ένας Θεός. Και ακόμη, να είναι Θεός στη γη με δύο φύσεις και μία υπόσταση. Θεός ομού και άνθρωπος, πεθαμένος πάνω σ’ ένα σταυρό. Επρόκειτο να γκρεμισθούν όλοι οι ναοί των ειδώλων που είχαν σκεπάσει όλη τη γη και να χτιστεί μια νέα Εκκλησία, μέσα στην οποία σαν σε ποίμνη θα συνάζονταν όλα εκείνα τα απολωλότα πρόβατα. Επρόκειτο να κηρυχθεί μια νέα διδασκαλία εκ διαμέτρου εναντία στη φιλοσοφία του κόσμου τούτου. Αυτή θα έκανε τους ανθρώ¬πους επίγειους αγγέλους στην αρετή, αυτούς που ήσαν προηγουμένως στην κακία επίγειοι δαίμονες. Επρόκειτο με λίγα λόγια, ο κόσμος που είχε πια γεράσει μέσα στην αμαρτία να ανακαινιστεί στην αγιότητα, να γίνει άλλος εξ άλλου, ν’ αλλάξει και πίστη και ζωή. Και αληθινά άλλαξε.


Μα μια τέτοια παράδοξη αλλαγή, μια τέτοια αλλοίωση, ποιας δεξιάς μπορούσε να είναι κατόρθωμα; Απολύτως καμιάς άλλης, παρά του Θεού: «Αύτη η αλλοίωσις της δεξιάς του Υψίστου». Μόνον ο ύψιστος Θεός, που δεν έχει ανάγκη από καμιά βοήθεια για να κάμει ό,τι θέλει, θα μπορούσε να κάμει ένα έργο τόσο θαυμαστό, απ’ το τίποτε.


Γιατί ποιό απ’ τα δημιουργήματα φάνηκε στη γη για να ιδρύσει την Εκκλησία, για να διδάξει την πίστη του Χριστού; Δεν κατέβηκε απ’ τους ουρανούς ένας άγγελος ή ένας αρχάγγελος για να καταπλήξει τους ανθρώπους με δύναμη υπερφυσική και με εξαίσια θαύματα.


Δεν βρέθηκε εδώ στη γη ένας αντρειωμένος στρατιώτης ή ένας σοφός ρήτορας ή ένας ένδοξος πλούσιος, ώστε να εξαναγκάσει, να μεταπείσει ή να παρασύρει τους ανθρώπους σε μια νέα πίστη ή με το φόβο των όπλων ή με την τέχνη της ευγλωττίας ή με το πλήθος των δωρεών. Συνέβη το όλως εναντίον! Λέγει ο μακάριος Απόστολος Παύλος: Για να καταισχύνει ο Θεός τη σοφία του κόσμου διάλεξε ανθρώπους αμαθείς· για να νικήσει τη δύναμη του κόσμου διάλεξε ανθρώπους ασθενείς· για να ταπεινώσει την υπερηφάνεια του κόσμου, διάλεξε ανθρώπους εξουθενωμένους, καταφρονημένους· για να καταργήσει του κόσμου την έπαρση, διάλεξε το τίποτε. «Τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο Θεός, ίνα τους σοφούς καταισχύνη και τα ασθενή του κόσμου εξελέξατο ο Θεός, ίνα καταισχύνη τα ισχυρά και τα αγενή του κόσμου και τα εξουθενημένα εξελέξατο ο Θεός και τα μη όντα, ίνα τα όντα καταργήση».


Και ποιοι είναι αυτοί;


Άνθρωποι Ιουδαίοι στην καταγωγή, που σημαίνει ότι ήσαν το όνειδος, η ντροπή και το εξουθένημα όλων των άλλων εθνών. Αλιείς στο επάγγελμα, που σημαίνει πως ήσαν αγράμματοι και πένητες. Δώδεκα στον αριθμό, δηλαδή πολύ ολίγοι. Κι’ αυτοί είναι που διάλεξε ο Θεός για να πάνε να κηρύξουν το ευαγγέλιο σ’ όλο τον κόσμο: «πορευθέντες κηρύξατε το Ευαγγέλιον πάση τη κτίσει».


Σαν να τους βλέπω να κατεβαίνουν απ’ το υπερώο της Ιερουσαλήμ και να ετοιμάζονται για να πάνε άλλος στο ένα, άλλος στο άλλο μέρος της οικουμένης.


Σταθείτε, σταθείτε για λίγο, ω άνδρες Γαλιλαίοι! Περιμένετε λίγο, σας παρακαλώ. Θέλω να μου πείτε: — «Τι πάτε να κάνετε; Ποιό είναι το έργο σας»; «Εμείς, αποκρίνονται, είμαστε απεσταλμένοι να πάμε άλλος στη Ρώμη, όπου ευρίσκεται ο θρόνος της βασιλείας του κόσμου, άλλος στην Αθήνα όπου είναι η έδρα όλης της σοφίας της γης, άλλος στους Ινδούς και άλλος στους Σκύθες, σε έθνη άγρια και βάρβαρα, μέχρι τα έσχατα σημεία της οικουμένης. Να εξοστρακίσουμε κάθε άλλη θρησκεία και να παρακινήσουμε τους ανθρώπους να δεχθούν μια νέα πίστη. Να πιστέψουν δηλαδή για Θεό ένα άνθρωπο, όπου εγεννήθη χωρίς πατέρα από μόνη τη μητέρα και αυτή παρθένο. Να πιστέψουν σ’ ένα άνθρωπο πτωχό, ο οποίος πέθανε πάνω σ’ ένα σταυρό στα χρόνια του Ποντίου Πιλάτου, ανάμεσα σε δύο ληστές, και ο οποίος αφού πέθανε ανεστήθη, ανέβηκε στους ουρανούς και απ’ τους ουρανούς πρόκειται να κατέβει και πάλι, για να κρίνει όλο το ανθρώπινο γένος. Πηγαίνουμε να πείσουμε τους ανθρώπους, ότι για την αγάπη και την πίστη αυτού του εσταυρωμένου πρέπει να είναι έτοιμοι ν’ αρνηθούν τον κόσμο, την πατρίδα, τους γονείς, τα τέκνα, την ίδια τους τη ζωή. Να προτιμήσουν τη φτώχεια και την καταφρόνηση απ’ όλους τους θησαυρούς και απ’ όλα τα βασίλεια της γης. Τη σκληραγωγία απ’ όλες τις διασκεδάσεις. Να αγαπιούνται μεταξύ τους με τέτοιαν αγάπη, οπού ν’ αγαπούν και τους ίδιους ακόμα τους εχθρούς. Να ανταλλάσσουν τις βρισιές με ευχές, το μίσος με ευεργεσίες.


Πηγαίνουμε να κηρύξουμε αυτή τη νέα διδασκαλία, όχι μόνο σε ασήμαντους ανθρώπους, αλλά και σε στρατάρχες και βασιλείς, σε ρήτορες και φιλοσόφους. Θέλουμε να παρατήσουν τα σκήπτρα και τα διαδήματα και να πιάσουν το Σταυρό. Να υποτάξουν όλοι αυτοί το νου και τη θέλησή τους στην πίστη του Εσταυρωμένου. Πηγαίνουμε να μεταστρέψουμε τον κόσμο σε άλλη πίστη και σε άλλη ζωή. Να κάνουμε τους ειδωλολάτρες χριστιανούς, τους ασεβείς αγίους».


— «Καλά είναι όλα αυτά. Μπαίνετε σ’ ένα μεγάλο και δύσκολο επιχείρημα. Όμως πού είναι τα στρατεύματά σας»;


— «Εμείς είμαστε μόνον δώδεκα».


— «Πού είναι τα όπλα σας»;


— « Εκείνος που μας έστειλε, μας παρήγγειλε να μη πάρουμε μαζί μας ούτε ένα ραβδί».


— « Εσείς, λοιπόν, έχετε κατά νου να τραβήξετε στη γνώμη σας τους ανθρώπους με το πλήθος των χρημάτων»;


— «Όχι είμαστε τόσο πτωχοί, όπου κι αυτά τα ολίγα υπάρχοντα που είχαμε, τ’ αφήσαμε όλα».


— «Μα, μήπως έχετε τουλάχιστον τη δύναμη του λόγου; Είσθε τόσον εύγλωττοι ρήτορες, ώστε να πείσετε τους ανθρώπους να δεχθούν διδασκαλίες τόσον παράδοξες και ενάντιες σε κάθε φυ¬σικό λόγο»;


— «Μήτε αυτό· εμείς δεν ξέρουμε τι είναι η σοφία του κόσμου. Δεν ομιλούμε άλλη γλώσσα, παρά αυτή του γένους μας».


— «Και με τί νομίζετε ότι θα επιστρέψετε στην πίστη πού διδάσκετε ένα ολόκληρο κόσμο»;


— « Εμείς δεν πιστεύουμε σε καμιά ανθρώπινη δύναμη, παρά μόνο στη δύναμη του Διδασκάλου που μας εξαπέστειλε. Έτσι ελπίζουμε να κατορθώσουμε τα πάντα. Πάντα δυνάμεθα εν τω ενδυναμούντι ημάς Χριστώ».


Τί ακούω, ακροατές μου, τί ακούω; Όσα είπαν ότι θα κατορθώσουν αυτοί οι άνθρωποι τα κατόρθωσαν. Τώρα πείτε μου, σας παρακαλώ. Ποιός άλλος θα μπορούσε να κάνει τέτοιο κατόρθωμα, να κτίσει αυτή την Ορθόδοξη Εκκλησία από το τίποτα, με τέτοιους ανθρώπους μηδαμινούς, όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος, ποιός άλλος θα μπορούσε να το κάνει παρά ένας παντοδύναμος Θεός; Ναι! «Δεξιά Κυρίου εποίησε δύναμιν». Όχι αγγέλου, όχι ανθρώπου, αλλ’ εκείνη η πανσθενής δεξιά του Θεού, αυτή που δημιούργησε απ’ το μηδέν τη φύση, αυτή είναι που δημιούργησε από το τίποτε, «εκ του μη όντος», το νέο κόσμο της Χάριτος.


Να, λοιπόν, που η Ορθοδοξία είναι όλη θεία ως προς την αρχή της.


Είναι όμως θεία και στην αύξηση. Γιατί και ο τρόπος με τον οποίον αυξήθηκε είναι θείος.


Η πίστη των χριστιανών είναι μία διδασκαλία ουράνια, υπέρ φύσιν, υπέρ λόγον, υπέρ έννοιαν. Περιέχει μυστήρια που δεν αποδεικνύονται, που δεν μπορούμε να τα καταλάβουμε. Είναι η πίστη «ελπιζομένων υπόστασις, έλεγχος πραγμάτων ου βλεπομένων», όπως την ορίζει ο Απόστολος Παύλος.


Πιστεύουμε εις ένα Θεόν, απλούστατον και αδιαίρετον, πλην όμως Θεόν Τρισυπόστατον, Θεόν Πατέρα, Θεόν Υιόν, Θεόν Πνεύμα Άγιον, τρεις κατά τις υποστάσεις και ένα κατά την ουσία και φύση. Πιστεύουμε πάλι εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν, ομού άνθρωπον, ομού Θεόν, διπλούν στη φύση και ένα στην υπόσταση. «Τίς σοφός και συνήσει ταύτα»;


Βλέπουμε εκεί στην αγία Τράπεζα άρτο και πιστεύουμε ότι εκεί είναι αληθώς το σώμα του Ιησού Χριστού. Δηλαδή σώμα έμψυχο, σώμα ολόκληρο, που ορίζεται σ’ ένα τόπο, μα δεν περιγράφεται, που μερίζεται μα δεν διαιρείται, που εσθίεται (τρώγεται) μα δεν δαπανάται που πολλαπλασιάζεται στον ουρανό και στη γη σε όλες τις εκκλησίες των Ορθοδόξων και είναι ένα και το αυτό σώμα.


Βλέπουμε εκεί, στην αγία Κολυμβήθρα, νερό φυσικό, που βρέχει το σώμα και πιστεύουμε πως αυτό είναι πνευματικό λουτρό, που καθαρίζει τη ψυχή. Στα Μυστήρια άλλα βλέπουμε με τα μάτια και άλλα πιστεύουμε νοητώς με τη ψυχή. Αρνείται ο νους τις αισθήσεις, τόσο που και ο νους να μη πιστεύει στον εαυτό του.«Τίς σοφός και συνήσει ταύτα»! Αυτά είναι δόγματα που δεν μπορεί να χωρέσει ο ανθρώπινος νους.


Ακόμη:


Η πίστη των χριστιανών είναι ένας εντελώς πνευματικός νόμος, αγιώτατος. Είναι νόμος που επιβάλλει πτωχεία, παρθενία, νηστεία, εγκράτεια, ταπεινοφροσύνη και μιαν αγάπη τόσον τέλεια, που παραγγέλλει να αγαπάμε και τους εχθρούς μας. Είναι ένας νόμος που θέλει τον άνθρωπο να ζει ζωή πνευματική που θέλει τον κόσμο να είναι άγιος. Αυτός όμως ο νόμος είναι ενάντιος στο νόμο του κόσμου και της σαρκός . Αυτές είναι διδασκαλίες που η ανθρώπινη θέληση δεν τις δέχεται με χαρά. Και παρ’ όλα αυτά, μια διδασκαλία τόσο δύσκολη στο νου, ένας νόμος τόσο βαρύς για τη θέληση, αυξήθηκε, προχώρησε προς κάθε σημείο της γης, σε κάθε τάξη ανθρώπων.


Μα πώς;


Μήπως με κανένα όργανο ανθρώπινης δυνάμεως; Όχι! Αντίθετα μάλιστα! Όλη η δύναμη των ανθρώπων συντροφευμένη με όλη τη δύναμη των δαιμόνων, αντιστάθηκε και αντιπολέμησε. Συλλογισθείτε, χριστιανοί μου, το εξής:


Βλέπετε έξω, σ’ ένα κάμπο, μερικά πρόβατα. Πολεμούν με λύκους, ακόμα και με λιοντάρια, με δράκοντες και με άλλα θηρία. Είναι αναρίθμητα στο πλήθος, ανήμερα στην αγριότητα, θανατηφόρα στο φαρμάκι. Αν βλέπατε τα λίγα εκείνα πρόβατα να νικούν, να διώχνουν και να διασκορπίζουν τους λύκους, τα λιοντάρια, τους δράκοντες και όλα τα άλλα θηρία αν τα βλέπατε κατόπιν διαμοιρασμένα σε διαφόρους τόπους, να πολλαπλασιάζονται, να αυξάνουν και να γίνονται μια πολυάριθμη ποίμνη τί θα λέγατε; Θα λέγατε, βέβαια, πως τούτο δεν είναι κάτι το φυσικό, μα ένα εξαίσιο θαύμα.


Ακριβώς αυτό συνέβη στην Εκκλησία του Χριστού.


Βλέπω σαν δώδεκα πρόβατα εκείνους τους δώδεκα αποστόλους, τους οποίους εξαπέστειλε ο Κύριος στο παγκόσμιο κήρυγμα, σαν να τους έστειλε για πόλεμο στον κάμπο. Τους προειδοποίησε ο ίδιος: «Ιδού εγώ αποστέλλω υμάς ως πρόβατα εν μέσω λύκων». Δεν είναι λύκοι μόνον οι χριστιανομάχοι Ιουδαίοι. Είναι και οι δράκοντες, οι αποστάτες και οι αντίθεοι δαίμονες. Αναρίθμητα θηρία ορατών και αοράτων εχθρών, που βγήκαν με ακράτητη οργή και θυμό να πολεμήσουν τα πρόβατα του Χριστού, τη νεόλεκτο Εκκλησία.


Μα τι παράδοξο είναι το θέαμα που βλέπω! Βλέπω πως εκείνα τα λίγα πρόβατα νίκησαν, έδιωξαν, διασκόρπισαν και λύκους και λιοντάρια, και τυράννους και δαίμονες και όλους τους εχθρούς. Βλέπω πως αυτοί οι ταπεινοί κατανίκησαν τους υπερήφανους, οι άοπλοι τους δυνατούς, οι φτωχοί τους βασιλείς, οι αγράμματοι τους φιλοσόφους. Οι δώδεκα έγιναν αναρίθμητοι, αυξήθηκαν, επληθύνθησαν, γέμισαν όλη τη γη. «Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος αυτών και εις τα πέρατα της οικουμένης τα ρήματα αυτών».


Βλέπω πως πάνω στα τρόπαια του Καπιτωλίου της Ρώμης υψώθηκε ο Σταυρός του Χριστού. Βλέπω πως στην Αθήνα έπεσε ο βωμός ο αφιερωμένος «αγνώστω θεώ» και προσκυνείται ο Εσταυρωμένος. Βλέπω πως καθώς λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος, «εν χρόνω βραχεί αλιείς και τελώναι αυτής των πόλεων επελάβοντο κορυφής» και «ο σκηνοποιός την Ελλάδα, την βάρβαρον πάσαν επέστρεψε». Βλέπω πως ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα. Βλέπω παν όρος και βουνόν τεταπεινωμένον, τα σκολιά εις ευθείας, τας τραχείας εις οδούς λείας. Πάσα σαρξ βλέπει το σωτήριον του Θεού ημών. Βλέπω έθνη βάρβαρα βαπτισμένα, πόλεις, επαρχίες, βασίλεια ορθόδοξα. Βλέπω ερήμους γεμάτες ασκητές, μοναστήρια γεμάτα από αγίας παρθένους. Βλέπω πλήθη αναρίθμητα μαρτύρων, τα όποια για την αγάπη του Χριστού τρέχουν ως πρόβατα επί σφαγήν, τρέχουν στο μαρτύριο. Βλέπω τον πριν άθεο ή πολύθεο κόσμο, τον πρότερον ασεβή και ακάθαρτο να γίνεται ευσεβής, άγιος, χριστιανικός. Παντού κηρύττεται το Ευαγγέλιο, παντού νικά η πίστη «αύτη εστίν η νίκη η νικήσασα τον κόσμον, η πίστις ημών».


Μα τέτοια αλλοίωση, τέτοια μεταβολή, τίνος είναι κατόρθωμα; Χωρίς καμιά αμφιβολία, «αύτη η αλλοίωσις της δεξιάς του Υψίστου». Τούτο το μεγάλο έργο πώς έγινε; Βεβαιότατα «δεξιά Κυρίου εποίησε δύναμιν». Ναι, η δεξιά του Κυρίου ήταν εκείνη που αύξησε την Ορθοδοξία «ουκ εν πειθοίς ανθρωπίνης σοφίας λόγοις, αλλ’ εν αποδείξει πνεύματος και δυνάμεως». Η δεξιά του Κυρίου ήταν αυτή που έκανε ώστε η μία γλώσσα των Αποστόλων να ακούεται από διαφορετικά έθνη. Αυτή ήταν όπου με τα χέρια των Αποστόλων έπεφταν οι ναοί των ειδώλων, συντρίβονταν τα είδωλα, πίστευαν οι ειδωλολάτρες. «Διά των χειρών των Αποστόλων εγίνοντο σημεία και τέρατα εν τω λαώ πολλά».


Σημεία: Γιατρεύονταν άρρωστοι, καθαρίζονταν λεπροί, ανασταίνονταν νεκροί, εδιώκοντο ακάθαρτα πνεύματα.


Τέρατα: Λιοντάρια φιλούν τα πόδια αγίων ανδρών, μάρτυρες παραμένουν ακατάφλεκτοι μέσα στη φωτιά, παρθένοι πολεμούν με θηρία και τα δαμάζουν. Βουνά ασάλευτα περπατούν, θάλασσα φουρτουνιασμένη γαληνεύει με την προσευχή ενός χριστιανού! «Σημεία και τέρατα εν τω λαώ πολλά»!


Ελάτε τώρα σεις οι άθεοι, ελάτε σεις οι άπιστοι, ελάτε σεις οι ασεβείς, ελάτε όλοι σεις οι εχθροί της ορθοδόξου μου Πίστεως.


Όσες ακτίνες έχει ο ήλιος, τόσες είναι και οι αποδείξεις που βεβαιώνουν πως αυτή η πίστη που πιστεύω είναι η αληθινή πίστη.


Πλην όμως θέλω να σας προβάλω ένα επιχείρημα: Τα θαύματα αυτά με τα οποία εγώ ισχυρίζομαι πως ο Θεός αύξησε την πίστη των χριστιανών, έγιναν πράγματι ή δεν έγιναν;


Αν πράγματι έγιναν, άρα αυτή η πίστη είναι η αληθινή πίστη του Θεού, ένεκα της οποίας ο Θεός έκαμε τόσα θαύματα.


Αν δεν έγιναν, πως είναι δυνατόν μια τέτοια πίστη, μια διδασκαλία τόσο δύσκολη στο νου, ένας νόμος τόσο βαρύς στη θέληση, να εξαπλωθεί σ’ όλη την οικουμένη χωρίς καν θαύματα; Αυτό ακριβώς είναι θαύμα ακόμη μεγαλύτερο, μάλιστα είναι το θαύμα των θαυμάτων. Και εφ’ όσον ούτως η άλλως είναι θαύμα, τούτο είναι έργο του Θεού. «Δεξιά Κυρίου εποίησε δύναμιν».


Αν λοιπόν η ορθόδοξη πίστη είναι θεία ως προς την αρχή της, είναι θεία και ως προς την αύξησή της, μήπως δεν είναι τάχα θεία και στην στερέωσή της;


Το Πανάγιο Πνεύμα εμφανέστατα εξεικόνισε τη μυστηριώδη οικοδομή της αγίας μας Εκκλησίας με το στόμα του Σολομώντος: « Η Σοφία ωκοδόμησεν εαυτή οίκον και υπείρησε στύλους επτά».


Η Σοφία… μα ποιά σοφία τάχα; Η σοφία των ανθρώπων; Η σοφία των αγγέλων; Όχι, λέει ο Απόστολος Παύλος: «Σοφία, ην ούδεις των αρχόντων του αιώνος τούτου έγνωκε». Η αληθινή, η υπέρ φύσιν και υπέρ άνθρωπον οικοδομή της Εκκλησίας δεν ήταν δυνατόν να είναι εφεύρημα κτιστής σοφίας. Είναι επομένως αυτή αύτη η ανωτάτη Σοφία του Θεού.


Αυτή που με στάθμη, μέτρο και αριθμό έκτισεν αρρήτως τα πάντα. Αυτή που κάθεται στον ουρανό επί θρόνου δόξης και προσκυνείται από τους αγγέλους. Αυτή «ωκοδόμησεν εαυτή», έκτισε εδώ στη γη «οίκον» για να προσκυνείται, και από τους ανθρώπους. ΄Εκτισε οίκο προσευχής οίκον αγιασμού, οίκον σωτηρίας, την Εκκλησία. Και έβαλε θεμέλιον αυτού του οίκου Του την ομολογία εκείνη που σήμερα ακούσατε από τον Ναθαναήλ: «Ραββί, συ ει ο Υιός του Θεού».


Είναι η ίδια που έκανε και ο Πέτρος, όταν ομολόγησε: «Συ ει ο Χριστός ο Υιός του Θεού του ζώντος».


Μαθαίνουμε, λοιπόν, πως αυτός ο Υιός του ζώντος Θεού, αυτός που με την καρδιά μας πιστεύουμε και με το στόμα ομολογούμε, είναι το βασικό θεμέλιο της Εκκλησίας, είναι ο ακρογωνιαίος λίθος, η ασάλευτη και αρραγής πέτρα της πίστεως.


Με αυτό τον τρόπο προφητεύει ο Ησαΐας: «Ιδού τίθημι υμίν λίθον ακρογωνιαίον, εκλεκτόν, έντιμον, και ο πιστεύων εις αυτόν ου μη καταισχυνθή». Το αυτό προφητεύει και ο Δαυΐδ: «Λίθον, ον απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες, ούτος εγεννήθη εις κεφαλήν γωνίας». Το ίδιο μας διδάσκει ο Απόστολος Παύλος: «Θεμέλιον γαρ άλλον, ουδείς δύναται θείναι παρά τον κείμενον, ος εστιν Ιησούς ο Χριστός». Έτσι ερμηνεύει ο Θεοδώρητος στον τρίτο λόγο του Άσματος των Ασμάτων, ο Μέγας Βασίλειος στο λόγο περί Μετανοίας και στο Πρόσεχε σεαυτώ, ο Ιερός Χρυσόστομος στην ερμηνεία του Ματθαίου και πολλοί άλλοι διδάσκαλοι της Πίστεως.


Ο Κύριος παριστά αυτή την στερέωση του μυστικού οίκου αλληγορικά. Λέει πως ο φρόνιμος άνθρωπος «εθεμελίωσε την οικίαν αυτού εις την πέτραν. Και κατεβη η βροχή και ήλθον οι ποταμοί και επνευσαν οι άνεμοι και προσέπεσαν τη οικία εκείνη και η οικία ουκ έπεσε, τεθεμελίωτο γάρ επί την πέτραν». Οικία θεμελιωμένη επάνω στην πέτρα, στερεά και ασάλευτη είναι η Εκκλησία του Χριστού, κτισμένη από το Φρόνιμο, τον Πάνσοφο, τον Θείον Αρχιτέκτονα.


Με τρεις τρόπους επεχείρησε ο διάβολος να την γκρεμίσει. Με βροχή, για να την καταποντίσει. Με ποταμούς, για να την ξεθεμελιώσει. Μα ανέμους, για να την κατεδαφίσει.


Αυτοί οι τρεις εχθροί που ξεσήκωσε για να την πολεμήσουν ήσαν οι Ιουδαίοι, οι τύραννοι και οι αιρετικοί.


Πρώτα-πρώτα κατέβηκε η βροχή, ο φθόνος δηλαδή των Ιουδαίων. Αυτοί που σταύρωσαν τον Κτίστη της οικίας, φαντασθείτε πόσο μισούσαν τους συνεργούς Του, τους μαθητές. Το όνομα του Χριστού, που φανερά πια εκηρύττετο, τους κάρφωνε την καρδιά. Το μεγαλείο της Εκκλησίας, που αυξανόταν καθημερινά εις βάρος της Συναγωγής, τους φαρμάκωνε τη ψυχή.


Είναι αδύνατον να περιγράψει κανείς πόσες επιβουλές, πόσες συκοφαντίες, πόσους διωγμούς, πόσους πολέμους έκαναν εναντίον των Αποστόλων και των νέων χριστιανών.


Όπως όλοι γνωρίζετε, ο κατακλυσμός που στα παλιά εκείνα χρόνια καταπόντισε όλη τη γη, κράτησε σαράντα μερόνυχτα. Ο κατακλυσμός του Ιουδαϊκού φθόνου κράτησε σαράντα χρόνια με σκοπό να καταποντίσει την Εκκλησία. Αλλά καθώς τότε η Κιβωτός δεν καταποντίσθηκε αλλ’ όσον αυξανόταν η βροχή, τόσο υψωνόταν η Κιβωτός, η οποία αβλαβής «επεφέρετο επάνω του ύδατος», έτσι ακριβώς και η Εκκλησία δεν βλάφτηκε διόλου απ’ το φθόνο των Ιουδαίων. Όσο αυξανόταν ο φθόνος των Ιουδαίων, τόσον αυξανόταν και η πίστη των χριστιανών. Αλλ’ οι Ιουδαίοι γρήγορα εξολοθρεύθηκαν από τα στρατεύματα των Ρωμαίων και έτσι έπαυσε η βροχή.


Μα ήλθαν οι ποταμοί. Ποταμοί θεόρατοι και μεγάλοι. Ποταμοί που έτρεχαν όχι με νερά αλλά με τα αίματα των σφαγμένων χριστιανών. Αυτοί είναι οι τύραννοι της Παλαιάς και της Νέας Ρώμης, οι χριστιανομάχοι, οι διώκτες της πίστεως που όρμησαν με ένα φοβερό διωγμό να γκρεμίσουν εκ θεμελίων την Εκκλησία.


Ξέρετε πόσοι ήσαν; Δέκα οκτώ τον αριθμό. Οι σημαντικότεροι ήσαν: Νέρων, Δομετιανός, Τραϊανός, Αντωνίνος, Μάρκος Αυρήλιος, Αυρηλιανός, Μαξιμιανός, Λικίνιος, Κώνστας, Ιουλιανός ο Παραβάτης, Ουάλλης, Λέων ο Ίσαυρος, Κωνσταντίνος ο Κοπρώνυμος και Θεόφιλος ο Εικονομάχος.


Ξέρετε πόσον καιρό διάρκεσε ο διωγμός; Πεντακόσια χρόνια και περισσότερα. Ξέρετε πόσοι μαρτύρησαν κάτω από τόσους τυράννους και στα τόσα χρόνια;


Μετρήστε τα άστρα του ουρανού ή την άμμο της θάλασσας. Αν ο Θεός διατηρούσε τα αίματα τόσων χριστιανών, που μαρτύρησαν για την πίστη του Χριστού, θα γινόταν μια Ερυθρά θάλασσα αγίων αιμάτων.


Καλά λοιπόν. Ήλθαν οι ποταμοί. Τι έκαμαν; Πέρασαν, αφανίσθηκαν οι τύραννοι, έπεσαν βασιλείς και βασιλείες, «απώλετο το μνημόσυνον αυτών μετ’ ήχου». Οι χριστιανοί φονευόμενοι πληθύνονταν, διωκόμενοι αυξάνονταν. Πολεμούμενοι στερεώθηκαν, πειραζόμενοι λαμπρύνθηκαν περισσότερο στην αρετή.


Κατόπιν έπνευσαν οι άνεμοι.


Ήλθαν οι αιρετικοί που ξεσηκώθηκαν απ’ όλα τα μέρη του κόσμου. Άνεμοι στ’ αλήθεια σφοδροί στη γνώμη, αντίθετοι στην Ορθοδοξία, αντίθετοι και αναμεταξύ τους. Με τις διάφορες αιρέσεις τους έφεραν μεγάλη ζάλη στην Εκκλησία του Χριστού.


Αυτοί είναι άπειροι στον αριθμό και μου είναι αδύνατον να τους μετρήσω.


Θ’ απαριθμήσω μόνον τους πιο σπουδαίους απ’ αυτούς: Γνωστικοί, Οφίτες, Μοντανιστές, Σαβελλιανοί, Χιλιαστές, Παυλιανοί, Μανιχαΐοι, Δονατιστές, Αρειανοί, Ευνομιανοί, Ανθρωπομορφίτες, Μακεδονιανοί, Πελαγιανοί, Νεστοριανοί, Διοσκορίτες, Σεβηριανοί, Μονοθελήτες, Εικονομάχοι, Λουθηρανοι και Καλβινιστές.


Ο ένας βλασφημεί γενικώς εναντίον του Θεού, ο άλλος εναν¬τίον του Πατρός, άλλος εναντίον του Υιού και άλλος εναντίον του Αγίου Πνεύματος. Άλλος εναντίον των Μυστηρίων. Όλοι εκ συμφώνου κινούνται, ορμούν, μάχονται κατά της Εκκλησίας του Χριστού.


Ποιός μπορεί να διηγηθεί τις τόσες Συνόδους, τα τόσα συνέδρια, τις τόσες διαλέξεις; Τους πολέμους, τα σκάνδαλα, τα σχίσματα, τους θορύβους, τις ταραχές, τις εξορίες, τους θανάτους;


Αλλ’ επί τέλους κατέπεσαν και οι άνεμοι, εξουδετερώθηκαν οι αιρετικοί και οι αιρέσεις. Έπαυσε η ζάλη, ακολούθησε η ειρήνη. Ιδού η Ορθοδοξία λάμπει καθαρή και αμόλυντη στην Εκκλησία του Χριστού. Έπεσε η βροχή, ήλθαν τα ποτάμια, έπνευσαν οι άνεμοι, αλλ’ ο οίκος του Χριστού, η Εκκλησία δεν έπεσε. Στέκει στερεή και ασάλευτη: «τεθεμελίωτο γαρ επί την πέτραν». Είναι θεμελιωμένη επάνω στην αρραγή ακρογωνιαία πέτρα, τον Χριστό, τον Υιό του Θεού του ζώντος και «πύλαι άδου, ου κατισχύσουσιν αυτής».


Άραγε αυτή δεν είναι μια θεία στερέωση; Κι’ εκείνη που την στερέωσε δεν είναι η δεξιά του Υψίστου; Ναι «δεξιά Κυρίου εποίησε δυναμιν».


Ω πίστη των χριστιανών που είσαι θεία κατά την αρχήν, θεία κατά την αύξηση, θεία στη στερέωση, όλη θεία!


Εσύ ξεκίνησες από τον Θεό, εσύ αυξήθηκες από τον Θεό, εσύ στερεώθηκες από τον Θεό.


Εσύ είσαι η αληθινή διδασκαλία. Όποιος σε αποδέχεται, εκείνος πιστεύει ορθά στην Εκκλησία. Εσύ είσαι ο σωστός δρόμος. Όποιος περπατήσει σ’ αυτόν, φθάνει σίγουρα στον Παράδεισο.


Χριστιανέ Ορθόδοξε· Έχεις χρέος να ευχαριστείς χίλιες φορές τον Θεό γιατί ευδόκησε να γεννηθείς μέσα σε μια τέτοια πίστη. Ένας παλιός φιλόσοφος ευχαριστούσε τους θεούς για τρία πράγματα: Πρώτον, γιατί γεννήθηκε άνδρας και όχι γυναίκα. Δεύτερον, γιατί ήταν Έλληνας και όχι βάρβαρος. Τρίτον, γιατί ήταν σοφός και όχι άμαθής.


Εσύ έχεις χρέος να ευχαριστείς τον Θεό για τρία άλλα πράγματα: Πρώτον γιατί γεννήθηκες χριστιανός και όχι άπιστος· δεύτερον γιατί είσαι Ορθόδοξος χριστιανός και όχι αιρετικός· τρίτον… έχε υπομονή και θα στο πω στο δεύτερο μέρος.


ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ.


Η πίστη είναι κανόνας της ζωής· όπως ακριβώς πιστεύουμε, έτσι πρέπει και να ζούμε. Γιατί αν υποτεθεί ότι η ζωή μας δεν συμφωνεί με την πίστη μας, τότε η πίστη είναι νεκρή και δεν ωφελεί σε τίποτε. «Τι το όφελος, αδελφοί μου (λέγει ο θείος Ιάκωβος ο αδελφόθεος), εάν πίστιν τις λέγει εχειν, εργα δε μη εχη; μη δύναται η πίστις σώσαι αυτόν; ώσπερ γαρ το σώμα χωρίς πνεύματος νεκρόν εστι, ούτω και η πίστις χωρίς έργων νεκρά έστι».


Και ο Ιερός Χρυσόστομος εξηγώντας εκείνο το ρητό του Χριστού «ου πας ο λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την Βασιλείαν του Θεού, αλλ’ ο ποιών το θέλημα του Πατρός μου», λέγει: «Βούλεται ενταύθα δείξαι ότι η πίστις ουδέν ισχύει χωρίς των έργων». Θέλει δηλαδή να πει ότι η πίστη χωρίς τα έργα είναι ένα λείψανο πίστεως. Δεν ενεργεί σε τίποτε.


Και ο άνθρωπος που πιστεύει ότι είναι χριστιανός, αλλά δεν ζει σαν χριστιανός, ας μη ελπίζει σε σωτηρία. Για να σωθεί χρειάζεται και η αληθινή πίστη και η σωστή ζωή. Μ’ αυτά τα δύο μπορεί να σωθεί. Μ’ αυτές τις δύο φτερούγες μπορεί να πετάξει για τον Παράδεισο.


Μέχρι τώρα είδαμε ποια είναι η πίστη των χριστιανών. Ας δούμε τώρα ποια είναι η ζωή των χριστιανών.


Η πίστη των ως προς την αρχή της, την αύξησή της και τη στερέωσή της είναι όλη θεία. Στη διδασκαλία είναι η μοναδική αλήθεια. Στο νόμο είναι γεμάτη αγιότητα.


Μα ποιά να είναι τάχα η ζωή των χριστιανών;


Των χριστιανών αυτού, του δικού μας καιρού; Ποιά είναι; Εδώ δεν φθάνουν λόγια για να την περιγράψουμε. Εδώ χρειάζονται δάκρυα για να την κλάψουμε.


Ξέρουμε πολύ καλά τι σήμαινε εκείνη η εικόνα που είδε στον ύπνο του ο Βασιλεύς Ναβουχοδονόσωρ. Την έννοια και την εξήγηση μας τη δίδει η ίδια η Αγία Γραφή.


Πλην όμως ταιριάζει και στη δική μας υπόθεση. Η εικόνα εκείνη είχε την κεφαλή από καθαρό χρυσάφι. Είχε τα χέρια και το στήθος ασημένια· την κοιλιά και τους μηρούς χάλκινα· τα πόδια κατά το ένα μέρος σιδερένια, κατά το άλλο μέρος πήλινα. Λέγει ο προφήτης Δανιήλ: « Εθεώρεις, βασιλεύ, και ιδού εικών, ης η κεφαλή χρυσίον· αι χείρες και το στήθος και οι βραχίονες αυτής αργυροί· η κοιλία και οι μηροί χαλκοί· οι πόδες μέρος μεν τι σιδηρούν, μέρος δε τι οστράκινον».


Αυτά, πιστέψτε με, είναι η αληθινή εικόνα της πολιτείας και της ζωής των χριστιανών.


Η εικόνα εκείνη είχε την κεφαλή από χρυσάφι καθαρό. Και η ζωή των χριστιανών, στους πρώτους χρόνους του χριστιανισμού είχε την αρχή από χρυσάφι καθαρό στην αρετή και την αγιότητα.


Οι αρχιερείς, οι ιερείς, οι διάκονοι, οι υποδιάκονοι, οι μοναχοί, όλοι γενικώς οι ιερωμένοι ήσαν καθαρό χρυσάφι στην ενάρετη πολιτεία και στο παράδειγμα. Ήσαν χρυσάφι καθαρό στη διδασκαλία και στα ήθη. Χρυσάφι καθαρό στο σώμα και τη ψυχή. Ήσαν όλοι χρυσοί, έλαμπαν σε όλα τους τα έργα, σαν αληθινό φως, καθώς το παρήγγειλε ο Χριστός· «υμείς εστε το φως του κόσμου».


Αλλά και οι λαϊκοί ήσαν ωσαύτως χρυσάφι καθαρό στη ζωή τους. Οι άνδρες, χρυσάφι καθαρό στην καλοσύνη. Οι γυναίκες, χρυσάφι καθαρό στη σωφροσύνη. Οι γέροντες χρυσάφι καθαρό στη φρονιμάδα, οι νέοι στην παρθενία, τα παιδιά στην αθωότητα.


Οι χριστιανοί ήσαν όλοι χρυσοί στο νου τους. Δεν μελετούσαν άλλο τίποτα παρά τα πνευματικά και τα ουράνια. Ήσαν όλοι χρυσοί στη γλώσσα τους. Δεν κατέκριναν με αργολογίες τον πλησίον, υμνολογούσαν με προσευχές τον Θεό. Ήσαν όλοι χρυσοί στα χέρια τους. Δεν άρπαζαν από φιλαργυρία τα ξένα πράγματα, αντιθέτως χάριζαν σε ελεημοσύνες τα δικά τους. Ήσαν όλοι χρυσοί στην καρδιά. Δεν αγαπούσαν παρά μόνο τον Θεό και τον πλησίον. Ήσαν πάντα έτοιμοι να χύσουν το αίμα τους σε μαρτύριο για την αγάπη του Θεού, για την αγάπη του πλησίον. Ήσαν όλοι μια καρδιά και μια ψυχή. Κεφαλή από καθαρό χρυσάφι, χριστιανοί ενάρετοι, άγιοι, αληθινοί χριστιανοί.


Κατόπιν επακολούθησε το ασημένιο στήθος, κατέβηκε η αξία. Και το ασήμι πολύτιμο είναι, μα όχι σαν το καθαρό χρυσάφι. Με τον καιρό ψυχράνθηκε εκείνη η θερμή ζέση της πίστεως, μίκρυνε η αρετή. Η ζωή των χριστιανών ήταν καλή, αλλ’ όχι σαν εκείνη των πρώτων.


Εν συνεχεία ήλθε η χάλκινη κοιλιά. Δηλαδή προς το χειρότερο. Ήλθε ένας τρόπος ζωής πολύ κατώτερος κι απ’ τον πρώτο κι απ’ το δεύτερο. Ήλθαν κάποια ήθη σκληρά και δύσκολα. Όμως αν και το χάλκωμα δεν έχει αξία σαν το χρυσάφι η σαν το ασήμι, όμως αξίζει κάτι τι. Αν και οι χριστιανοί δεν ήσαν σαν τους πρώτους η τους δεύ¬τερους, μ’ όλον τούτο δεν ήσαν και εντελώς αχρείοι. Μπορεί να μη ήσαν τέλειοι, αλλά δεν ήσαν και τιποτένιοι. Ανάμεσα στις πολλές κακίες ευρίσκονταν και από καμιά αρετή. Κοιλιά χάλκινη, το λοιπόν.


Όμως, τέλος πάντων, σ’ αυτούς τους δυστυχισμένους τωρινούς καιρούς, εμείς φθάσαμε στα κατώτερα μέρη της εικόνας, στα πόδια. Ένα μέρος σιδερένια, ένα μέρος πήλινα. «Μέρος μεν τι σιδηρούν, μέρος δε τι οστράκινον».


Που θέλει να πει: Ήλθαμε σε μια άθλια κατάσταση, που δεν μπορούμε πια να καταντήσουμε ούτε κατώτεροι, ούτε χειρότεροι. Μέρος είμαστε σίδηρος και μέρος πηλός.


Σίδηρος, χωρίς λάμψη αρετής, σκουριασμένοι απ’ την αμάθεια, σκληροί απ’ την αμαρτία. Πηλός τα ήθη μας, σπιλωμένα, άτιμα, τιποτένια. Η κακία μας έφθασε στο έπακρον. Η πίστη μας είναι χριστιανική, μα η ζωή μας ειδωλολατρική.


Θα προσπαθήσω να το δείτε με τα μάτια σας.


Κάποτε, ένα μεσημέρι, ο Διογένης άναψε το φανάρι του και περπατούσε μέσα στην αγορά της Αθήνας, σαν να ζητούσε κάτι. Αυτοί που τον έβλεπαν, γελούσαν και τον ρωτούσαν: «Τί ζητείς, Διογένη, τί ψάχνεις;» «Άνθρωπο ζητώ, για άνθρωπο ψάχνω» αποκρινόταν εκείνος. «Μα πως; Δεν βλέπεις τόσους ανθρώπους; Δεν συναντάς τόσους ανθρώπους; Η αγορά είναι γεμάτη και συ ζητείς ανάμεσα τους άνθρωπο;» – «Ναι, για άνθρωπο ψάχνω, άνθρωπον ζητώ».


Αλλά τί είδους άνθρωπο ψάχνει να βρει ο Διογένης;


Οι άνθρωποι είναι δύο λογιών: Είναι οι άνθρωποι οι οποίοι έχουν μονάχα μορφή και θωριά άνθρωπου. Αυτοί είναι άνθρωποι εξωτερικά, φαινομενικά. Τέτοια είναι και τα λείψανα και τα αγάλματα και τα είδωλα των ανθρώπων. Εσωτερικά όμως δεν έχουν καμιά χρησιμότητα. Μάλιστα είναι σαν τα άλογα ζώα και στα πάθη και στην αχρειότητα. Τέτοιους ο Διογένης έβλεπε πολλούς, αλλά απ’ αυτούς δεν ήθελε κανένα.


Υπάρχουν όμως και άνθρωποι που εκτός της ανθρώπινης μορφής και θωριάς, έχουν και ανθρώπινη φρόνηση και αρετή. Και μέσα και έξω είναι κατά πάντα λογικοί, φρόνιμοι, ενάρετοι, στ’ αλήθεια άνθρωποι.


Έναν απ’ αυτούς ζητεί ο Διογένης, μέσα στην πολυάνθρωπη πόλη της Αθήνας και δεν τον βρίσκει. «Ζητώ άνθρωπο, ζητώ άνθρωπο» !


Μου κακοφαίνεται να κάμω συγκρίσεις, μα πρέπει να πω την αλήθεια.


Σε μια εποχή, που η Ορθοδοξία λάμπει σαν να είναι μεσημέρι, ανάβω και εγώ το λυχνάρι του ευαγγελικού κηρύγματος και έρχομαι σε μια εκκλησία γεμάτη χριστιανούς και ζητώ χριστιανό. Ζητώ χριστιανό. Μα πώς; Αυτοί όλοι που βλέπω εδώ και άλλου, σε πόλεις και σε κάστρα, σε επαρχίες και σε βασίλεια, στο περισσότερο μέρος της οικουμένης, δεν είναι χριστιανοί;


Οι χριστιανοί είναι δύο ειδών:


Είναι αυτοί που έχουν το όνομα μόνον του χριστιανού· χριστια¬νοί εξωτερικά και φαινομενικά έχουν «μόρφωσιν ευσεβείας» όπως λέγει ό Απόστολος Παύλος, μα εσωτερικά δεν έχουν τα έργα ενός χριστιανού. Έχουν χριστιανική πίστη μα δεν έχουν χριστιανική ζωή. Μάλιστα έχουν μια ζωή εντελώς αντίθετη απ’ τη πίστη. «Έχοντες μόρφωσιν ευσεβείας, την δε δύναμιν αυτής ήρνημένοι». Απ’ αυτούς δεν ζητώ κανένα.


Είναι όμως και χριστιανοί, οι οποίοι εκτός του ονόματος έχουν και έργα. Μαζί με την πίστη έχουν και ζωή. Και εσωτερικά και εξωτερικά είναι πραγματικά ορθόδοξοι, αληθινοί χριστιανοί.Απ’ αυτούς ζητώ να βρω έστω και ένα σε μια πολυάνθρωπη χριστιανική πόλη και δεν βρίσκω.


Ζητώ χριστιανό!


Περπατώ από τόπο σε τόπο για να τον βρω. Τον αναζητώ στις αγορές, ανάμεσα στους άρχοντες. Και εδώ βλέπω μια υψηλόφρονα υπερηφάνεια. Δεν τον βρίσκω. Τον ζητώ στα παζάρια, ανάμεσα στους πραματευτάδες. Και εδώ βλέπω μια αχόρταγη φιλαργυρία. Δεν τον βρίσκω. Τον ζητώ στους δρόμους, μεταξύ της νεολαίας. Εδώ όμως βρίσκω μια μεγάλη ασωτεία. Δεν τον βρίσκω. Βγαίνω έξω από την πόλη. Τον αναζητώ ανάμεσα στους χωριάτες. Και εδώ βλέπω όλου του κόσμου τα ψέμματα. Δεν τον βρίσκω. Πάω κατά τη μεριά της θάλασσας. Τον αναζητώ ανάμεσα στους ναυτικούς. Κι’ εδώ ακούω τις πιο φοβερές βλαστήμιες. Δεν τον βρίσκω. Πηγαίνω κατά το στράτευμα. Τον ζητώ ανάμεσα στους στρατιώτες. Και εδώ βλέπω την τέλεια απώλεια. Δεν τον βρίσκω. Μπαίνω μέσα στα σπίτια. Τον αναζητώ ανάμεσα στις γυναίκες. Κι εδώ τι βλέπω; Βλέπω γυναίκες παντρεμένες, χωρισμένες απ’ τους άνδρες τους, να χαίρονται τη ζωή τους με μοιχείες. Βλέπω ανύπανδρες να ζουν με τις απολαβές της πορνείας. Βλέπω και τίμιες. Μ’ αυτές δεν σκέπτονται τίποτε άλλο παρά τα στολίδια και την ματαιότητα. Δεν βρίσκω έστω μια χριστιανή.


Σκόπευα ν’ ανέβω και πάνω στα παλάτια των μεγιστάνων και των εξουσιαστών, να δω και κει αν βρίσκεται κάνεις χριστιανός. Μα δεν τολμώ, φοβούμαι. Είναι η κολακεία που φυλάει και δεν αφήνει να μπει μέσα η αλήθεια.


Τέλος, έρχομαι στην Εκκλησία, μέσα στο θυσιαστήριο. Εδώ ελπίζω πως θα βρω τον χριστιανό που ζητώ. Ανάμεσα σε τόσους αρχιερείς και ιερείς, σε τόσους ιερωμένους και μοναχούς, οι οποίοι είναι το έθνος το άγιον, το βασίλειον ιεράτευμα, οι διάδοχοι των αποστόλων, οι έμψυχες εικόνες του Χριστού, θαρρώ πως θα βρω τον χριστιανό. Μάλιστα θα βρω ένα άγιο, ένα ασκητή, ένα θαυματουργό, ένα διδάσκαλο, ένα Ιωάννη Χρυσόστομο ή ένα μεγάλο φωστήρα της Εκκλησίας.


Ζητώ, εξετάζω, σκέπτομαι. Μα αλλοίμονο, τί βλέπω; Εδώ βλέπω ανθρώπους που στην έπαρση είναι Εωσφόροι, στη φιλαργυρία Ιουδαίοι, στα σαρκικά Επίκουροι, στην αμάθεια ζώα, στην πονηρία δαίμονες. Δεν βρίσκω ούτε άγιο, ούτε ασκητή, ούτε θαυματουργό, ούτε διδάσκαλο. Δεν βρίσκω τον χριστιανό που ζητώ.


Μα, Πατέρες άγιοι, αγαπητοί αδελφοί! Αυτό το αγγελικό σχήμα το οποίο φορούμε, αυτά τα μακριά ρούχα που μας σκεπάζουν τί είναι;


Είναι ενδύματα φαρισαϊκά, υποκριτικά για να παραπλανούμε τους ανθρώπους; Αυτός ο θείος χαρακτήρας της ιεροσύνης που έχουμε, τί είναι; Εμπόριο για να κερδίζουμε χρήματα;


Μα αυτά τα Άχραντα Μυστήρια που επιτελούμε, τί είναι; Ή δεν τα ξέρουμε ή δεν τα πιστεύουμε. Ω, τι μεγάλη ντροπή για την πίστη μας! Ω, πόσο μεγάλη θα είναι η καταδίκη των χριστιανών!


Δεν σας το έλεγα εγώ πως καταντήσαμε στον έσχατο βαθμό της κακίας; Πως φθάσαμε στα πόδια της εικόνας, της οποίας το ένα μέ¬ρος είναι σιδερένιο και το άλλο μέρος πήλινο;


Δεν σας έλεγα εγώ πως ανάμεσα στους τόσους χριστιανούς ανα¬ζητώ και δεν βρίσκω τον αληθινό χριστιανό; «Πάντες εξέκλίναν, άμα ηχρειώθησαν, ουκ έστι ποιών χρηστότητα, ουκ έστιν έως ενός».


Όλοι, ιερωμένοι και λαϊκοί, άρχοντες και πτωχοί, άνδρες και γυναίκες, παιδιά, νέοι και γέροντες, εξέκλιναν από την πίστη, αχρειώθηκαν στη ζωή. «Ουκ έστιν έως ενός», που να ζει όπως ακριβώς πιστεύει.


Χριστιανοί, σεις που το ακούτε, δεν κλαίτε; Αν δεν μπορείτε να κλάψετε από κατάνυξη, τουλάχιστον κλάψτε από ντροπή. Όσον άφορα σ’ εμένα ο πόνος της καρδιάς μου, δεν μ’ αφήνει να πω περισσότερα με τη γλώσσα μου.


Σιωπώ λοιπόν και τελειώνω με τούτο μόνο:


Χριστιανέ, όπως η πίστη σου είναι αληθινή και αγία, έτσι πρέπει να είναι και η ζωή σου. Αν η ζωή σου δεν είναι καλή και αγία, μη ελπίζεις ότι θα σωθείς. Πρέπει να ζεις όπως πιστεύεις και τότε ευχαρίστησε τον Θεό για τρία πράγματα:


Πρώτον, για το ότι είσαι χριστιανός και όχι άπιστος.


Δεύτερον, για το ότι είσαι χριστιανός Ορθόδοξος και όχι αιρετικός.


Και τρίτον, γιατί είσαι χριστιανός Ορθόδοξος, τόσον κατά την πίστη, όσον και κατά τη ζωή και όχι μόνον κατά την πίστη.


Τότε και μόνον τότε να ελπίζεις ότι θα σωθείς και ότι θα απολαύσεις την Βασιλεία των ουρανών.


( Αρχ. Δοσιθέου, Ηγουμένου Ι. Μ. Παναγίας Τατάρνης, Ορθόδοξος Πίστις και Ζωή).