Δευτέρα 31 Μαρτίου 2025

Κύριε, όπως Συ ο Ίδιος προσευχόσουν για τους εχθρούς....

  Υπάρχουν άνθρωποι που εύχονται για τους εχθρούς τους ή για τους εχθρούς της Εκκλησίας την απώλεια και τα βάσανα στη φωτιά της κολάσεως. 

Σκέφτονται έτσι, γιατί δεν εδιδάχθηκαν από το Άγιο Πνεύμα την αγάπη του Θεού. Όποιος την εδιδάχθηκε πραγματικά, αυτός χύνει δάκρυα για όλο τον κόσμο. Λέγεις ότι είναι κακούργος κι ας καεί στη φωτιά του Άδη. 

 Σ’ ερωτώ όμως: αν ο Θεός δώσει σ’ εσένα μια καλή θέση στον παράδεισο και δεις πεταμένο στις φλόγες εκείνον για τον οποίον τα ευχόσουν αυτά, άραγε δεν θα λυπηθείς τότε γι’ αυτόν, όποιος κι αν ήταν, έστω και εχθρός της Εκκλησίας;…

Ή μήπως έχεις καρδιά από σίδερο; Στον παράδεισο όμως δεν χρειάζεται σίδερο. Εκεί χρειάζεται ταπείνωση και αγάπη Χριστού, η οποία σπλαχνίζεται τους πάντες.

Όποιος δεν αγαπά τους εχθρούς, σ’ αυτόν δεν έχει κατοικήσει ακόμη η χάρη του Θεού.


Ελεήμων Κύριε, δίδαξέ μας με το Πνεύμα Σου το Άγιο ν’ αγαπούμε τους εχθρούς και να προσευχόμαστε με δάκρυα γι’ αυτούς. Κύριε, όπως Συ ο Ίδιος προσευχόσουν για τους εχθρούς, έτσι δίδαξε κι εμάς με το Άγιό Σου Πνεύμα ν’ αγαπούμε τους εχθρούς.

Εάν μας δίδη καθημερινώς το τεθεωμένον άγιον Σώμά Του και Αίμά Του ποίον εστι τούτων ανώτερον;

 Τι μεγαλείόν εστιν η Θεία Λειτουργία! Όταν ο Θεός επιβλέπη εις τον ταπεινόν λειτουργόν Του, πόσον αυτός αισθάνεται την μεγαλοπρέπειαν της Λειτουργίας, πόσον ωφελούνται οι μνημονευόμενοι! 


 Πόσον τιμά ο Θεός τον άνθρωπον, να κατέρχεται μετά των αγγελικών ταγμάτων εις κάθε Λειτουργίαν και να τρέφη τον άνθρωπον με το πανάγιον Σώμα και Αίμα Του! 


Πάντα γαρ απέδωκεν ημίν.

 Ποίον πράγμα υπάρχει σωματικόν ή πνευματικόν, φθαρτόν ή άφθαρτον, το οποίον μας υστερεί! Ουδέν.


 Εάν μας δίδη καθημερινώς το τεθεωμένον άγιον Σώμά Του και Αίμά Του ποίον εστι τούτων ανώτερον; Βεβαίως ουδέν. Εν ποίοις μυστηρίοις ηξίωσεν ο Θεός τον χοϊκόν άνθρωπον να λειτουργή! Ω, αγάπη ουρανία, ανεκτίμητος. 

Μία σταγών θείας αγάπης υπερβαίνει πάσαν αγάπην υφήλιον, σωματικήν, εγκόσμιον.


Γέροντας Εφραίμ Φιλοθεΐτης

Όσιος Υπάτιος ο θεραπευτής

 Ο Όσιος Υπάτιος ο θεραπευτής έζησε κάνοντας αυστηρή νηστεία. Τις νύχτες, έκανε προσευχές, κοιμόταν λίγο, έτρωγε λίγο ψωμί και έπινε μόνο νερό. Ο Όσιος Υπάτιος αφιερώθηκε εξ ολοκλήρου στην υπηρεσία των αρρώστων, και έλαβε από το Θεό το δώρο της θεραπείας.

Άγιος Ιωάννης ο πρίγκιπας

 Ο Άγιος Ιωάννης (Ντανίλοβιτς), ο αποκαλούμενος Καλιτά, ήταν υιός του Αγίου Δανιήλ, πρίγκιπα της Μόσχας (τιμάται 4 Μαρτίου) και γεννήθηκε περί το έτος 1290 μ.Χ. Το όνομά του εμφανίζεται για πρώτη φορά στα λειτουργικά Μηναία του Νόβγκοροντ μεταξύ των ετών 1296 - 1297 μ.Χ., όπου διαβάζουμε, πως όταν οι κάτοικοι της πόλεως αυτής κάλεσαν τον πρίγκιπα Δανιήλ της Μόσχας να καταλάβει τον θρόνο της, αυτός τους έστειλε τον υιό του Ιωάννη. Πιθανόν, όχι αργότερα από το 1299 μ.Χ., ο Ιωάννης εγκαταλείπει το Νόβγκοροντ και επιστρέφει στην Μόσχα.


Μετά τον θάνατο του πατέρα του, κατά το έτος 1303 μ.Χ., ο Ιωάννης υποχρεώθηκε αρχικά να στηρίξει τον αδελφό του Γεώργιο, τον οποίο και διαδέχθηκε αργότερα ως πρίγκιπας της Μόσχας, στην διαμάχη της μελλοντικής πρωτεύουσας με την ανταγωνίστρια πόλη Τβερ. Το θετικό αποτέλεσμα της διαμάχης, αποδιδόμενο στην πολιτική επιδεξιότητα του Ιωάννου, θα καθορίσει την οριστική επικράτηση της Μόσχας. Με μια πρώτη νίκη εναντίων των στρατευμάτων της Τβερ, που είχαν καταλάβει την πόλη του Περεγιασλάβλ, ο Ιωάννης την ανακαταλαμβάνει το έτος 1304 / 1305 μ.Χ. Κατά τα έτη 1320 - 1326 μ.Χ., με αφορμή τους γάμους των θυγατέρων των ηγεμόνων, συνάπτει συμμαχίες με τους πρίγκιπες του Ροστώβ, Μπελοζέρσκ και Γιαροσλάβλ, συνασπίζοντάς τους εναντίων της Τβερ.


Στις 15 Αυγούστου του 1327 μ.Χ., στην Τβερ, σκοτώνεται σε μια λαϊκή εξέγερση, καθοδηγούμενη από τον Άγιο πρίγκιπα Αλέξανδρο Μιχαήλοβιτς, ο αντιπρόσωπος του χάνη Ουζμπέκ Κόλχαν. Ο Αλέξανδρος καταφεύγει στο Πσκωφ και η πόλη της Τβερ καταλαμβάνεται και ανατίθεται στον Κωνσταντίνο Μιχαήλοβιτς, σύζυγο μιας ανεψιάς του Ιωάννου. Το 1329 μ.Χ. ο Ιωάννης αποστέλλει τον στρατό του εναντίων του Πσκωφ, ο Μητροπολίτης Θεόγνωστος αναθεματίζει τους κατοίκους της, επειδή έδωσαν άσυλο στον πρίγκιπα Αλέξανδρο, και ο Αλέξανδρος Μιχαήλοβιτς εξαναγκάζεται να εγκατασταθεί αρχικά στη Λιβονία και αργότερα στη Λιθουανία.


Το έτος 1331 μ.Χ. ο Ιωάννης αποκτά από το χάνη τον τίτλο του μεγάλου πρίγκιπα. Τα πράγματα όμως δεν θα ησύχαζαν. Το έτος 1338 μ.Χ. ο Αλέξανδρος της Τβερ πέτυχε την συγγνώμη του χάνη Ουζμπέκ και επανήλθε στον θρόνο. Το 1339 μ.Χ. ο Ιωάννης πηγαίνει στην Χρυσή Ορδή και κατηγορεί τον Αλέξανδρο πως σκευωρεί εναντίον του Χάνη. Λίγο αργότερα ο Αλέξανδρος και ο υιός του Θεόδωρος έρχονται κατηγορούμενοι στην Χρυσή Ορδή και δικάζονται. Για να ταπεινώσει την Τβερ, ο Ιωάννης αφαιρεί τις καμπάνες από τον καθεδρικό ναό του Σωτήρος και τις μεταφέρει στην Μόσχα.


Κατά την διάρκεια της ηγεμονίας του Ιωάννου εκδίδεται ένα πολύτιμο χειρόγραφο, γνωστό ως Sijskoe Evangelie, στο οποίο έχει γραφεί ένας πανηγυρικός λόγος για την δικαιοσύνη και την ειρήνη στη Ρωσική γη, και πραγματοποιείται η οικοδόμηση με πέτρα ολόκληρου του αρχιτεκτονήματος του Κρεμλίνου. Στις 4 Αυγούστου του έτους 1326 μ.Χ., ακολουθώντας την συμβουλή του ηλικιωμένου Μητροπολίτου Πέτρου, ο Ιωάννης θα αποτολμήσει την κατασκευή του καθεδρικού ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και με αυτόν τον τρόπο η Μόσχα θα συνεχίσει την παράδοση της προηγούμενης πρωτεύουσας, Βλαντιμήρ, όπου η αφοσίωση και η τιμή στο πρόσωπο της Παναγίας είχε ιδιαίτερα καλλιεργηθεί.


Ο Ιωάννης θα διατηρήσει στενούς δεσμούς με τον Μητροπολίτη Πέτρο και αμέσως μετά τον θάνατό του θα κινήσει την διαδικασία της αγιοποιήσεώς του, αποστέλλοντας στη Σύνοδο του Βλαντιμίρ, το έτος 1327 μ.Χ., μια επιστολή, που κατέγραφε τα πραγματοποιηθέντα θαύματα επάνω στον τάφο του Μητροπολίτου Πέτρου.


Ο Άγιος Ιωάννης κοιμήθηκε με ειρήνη στις 31 Μαρτίου 1340 ή 1341 μ.Χ., αφού ήδη είχε γίνει μοναχός παίρνοντας το όνομα Ανανίας. Το ιερό σκήνωμά του ενταφιάσθηκε στον καθεδρικό ναό του Αρχαγγέλου στο Κρεμλίνο.


Ήδη κατά την διάρκεια του βίου του είχε αναπτυχθεί θρησκευτική ευλάβεια γύρω από το πρόσωπό του. Ο Ιωάννης παρουσιάζεται ως υπερασπιστής της Ορθοδοξίας, ως ένας κυβερνήτης δίκαιος και φιλάνθρωπος. Το Πατερικόν του μοναστηριού του Βολοκολάμσκ, του 16ου αιώνος μ.Χ., μεταφέρει την αφήγηση του ηγουμένου του Μπορόφσκ, κατά τον οποίο μία μοναχή είδε σε όραμα την μορφή του Αγίου Ιωάννου μέσα στην δόξα του Παραδείσου, να βγάζει από την τσάντα του (καλιτά) θησαυρούς και να τους μοιράζει στους πτωχούς.

Όσιος Ιννοκέντιος Βενιάμινωφ Μητροπολίτης Μόσχας και Ιεραπόστολος Αλάσκας

 Ο Άγιος Ιννοκέντιος γεννήθηκε στις 26 Αυγούστου 1797 στο χωριό Ανζίσκογιε της Σιβηρίας της επαρχίας Ιρκούτσκ, από πτωχούς και ευσεβείς γονείς, τον Ευσέβειο και τη Θέκλα. Το κατά κόσμον όνομά του ήταν Ιωάννης, προς τιμήν του Αγίου Ιωάννου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως του Νηστευτού. Σπουδάζει στο εκκλησιαστικό σεμινάριο του Ιρκούτσκ και ένα χρόνο πριν τελειώσει τις σπουδές του, το 1817, νυμφεύεται την Αικατερίνα, θυγατέρα ιερέως. Στις 13 Μαΐου του ιδίου έτους χειροτονείται διάκονος και διορίζεται στο ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Ιρκούτσκ. Στις 28 Μαΐου 1821 ο Άγιος χειροτονείται πρεσβύτερος. Μετά από λίγο, το 1823, αναχωρεί με την οικογένειά του για την Αμερική. Φθάνει στο νησί Ουναλάσκα, στην Αλάσκα, και αρχίζει το ιεραποστολικό του έργο. Μαθαίνει την γλώσσα των Αλλεούτιων σε σύντομο χρονικό διάστημα και χωρίς αργοπορία μεταφράζει λειτουργικά κείμενα και περικοπές της Αγίας Γραφής. Στην συνέχεια συντάσσει την πρώτη γραμματική της γλώσσας των ιθαγενών και συνεχίζει το ιεραποστολικό συγγραφικό έργο του. Στα δέκα χρόνια της παραμονής του στην Ουναλάσκα δεν έμεινε ούτε ένας ιθαγενής ειδωλολάτρης. Η ιεραποστολή προχώρησε και στην ευρύτερη περιοχή. Πέρασαν έτσι δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια. Ο Άγιος επιστρέφει με την οικογένεια στην Μόσχα το 1838 και τοποθετείται στον καθεδρικό ναό Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στο Κρεμλίνο. Όμως, στις 25 Νοεμβρίου 1835 ανήμερα στην εορτή της, η πρεσβυτέρα Αικατερίνη πεθαίνει. Ο Άγιος με την συμβολή του Μητροπολίτου Μόσχας Φιλαρέτου, κείρεται μοναχός στις 27 Νοεμβρίου 1840 και λαμβάνει το όνομα Ιννοκέντιος, προς τιμήν του Αγίου Ιννοκεντίου του Ιρκούτσκ. Η κουρά του έγινε από τον ίδιο τον Μητροπολίτη Μόσχας. Στις 13 Δεκεμβρίου 1840 εκλέγεται Επίσκοπος Καμτσάτκας, Κουρίλλων και Αλλεουτίων Νήσων, ενώ συγχρόνως του δίδεται η κανονική εξουσία για όλες τις απομακρυσμένες ιεραποστολικές περιοχής. Η έδρα του ήταν η πόλη Σίτκα. Το έργο του στην Αλάσκα είναι τεράστιο. Εργάζεται μέσα σε ένα αφάνταστα δύσκολο περιβάλλον, διατρέχοντας τις παγωμένες εκτάσεις και κινδυνεύοντας συνεχώς. Η ίδρυση σχολείων αποτελεί κύριο μέλημά του. Γράφει γι αυτό, το 1845, στον Μητροπολίτη Μόσχας Φιλάρετο: «Προσπάθησα να διδάξω όλα τα παιδιά του Θεού. Αν οι Αλλεουτιανοί με αγαπούν, το κάνουν μόνο γιατί τους έχω διδάξει». Την ίδια περίοδο, με απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ρωσίας, η Επισκοπή του Αγίου Ιννοκεντίου επεκτείνεται περιλαμβάνοντας στους κόλπους της όλη τη Γιακουτία και η έδρα μετατίθεται από την πόλη Σίτκα στο Γιακούτσκ της Σιβηρίας. Εκεί ακολουθούν νέοι ιεραποστολικοί αγώνες. Ο Άγιος Ιννοκέντιος είναι πλέον 70 ετών και έχει χάσει τις σωματικές του δυνάμεις, υποφέροντας πολύ από τα μάτια του. Η επιθυμία του είναι να παραιτηθεί και να εγκαταβιώσει σε κάποιο μοναστήρι. Όμως ο Θεός, που κηδεμονεύει την ιστορία του κόσμου, οικονόμησε αλλιώς τα πράγματα. Στις 25 Μαΐου 1868 εκλέγεται Μητροπολίτης Μόσχας. Και από τη νέα αυτή έπαλξη εργάσθηκε σκληρά. Παρέδωσε την αγία ψυχή του στον Κύριο, το Μέγα Σάββατο, στις 31 Μαρτίου του έτους 1879 και ενταφιάσθηκε στη Λαύρα της Αγίας Τριάδος του Σεργίου.

Όσιος Ιωνάς Μητροπολίτης πασών των Ρωσιών

 Γνωστός στη ρωσική Εκκλησία, άγνωστος στους Συναξαριστές. Είναι για τους Ρώσους ό,τι είναι για μας ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός (1375 - 1461 μ.Χ.). Την ακολουθία του συνέταξε ο Ιεροδιάκονος Θεόφιλος Πασχαλίδης και την εξέδωσε στην Πετρούπολη το 1897 μ.Χ.


Η μνήμη του Αγίου Ιωνά επαναλαμβάνεται στις 15 Ιουνίου.

Όσιος Βλάσιος ο εξ Αμορίου

 Ο Όσιος Βλάσιος καταγόταν από το Αμόριο της Μικράς Ασίας, από το χωριό Απλατιανή, και το κοσμικό του όνομα ήταν Βασίλειος. Στις αρχές του 9ου αιώνα μ.Χ. εγκαταλείπει την πατρίδα του και πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη, όπου χειροτονήθηκε διάκονος της Αγίας Σοφίας από τον άγιο πατριάρχη Ιγνάτιο . Στον ίδιο ναό είχε τον αδελφό του ιερέα.


Μετά από μια περιπετειώδη φυγή στη Βουλγαρία και τη θαυματουργή σωτηρία του, ταξιδεύει για τη Ρώμη. Εκεί έμεινε περίπου μια δωδεκαετία, χειροτονήθηκε ιερεύς, έζησε υπερθαύμαστη ζωή σε κοινόβιο του αγίου Καισαρίου επιτελώντας θαύματα και δυο φορές τον επισκέφθηκε σε όραμα η Θεοτόκος. Επιστρέφει και μονάζει στην περιβόητη μονή του Στουδίου επί τετραετία, όπου συνδέεται με ισχυρούς άρχοντες, τον αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ΄ τον Σοφό και τον άγιο πατριάρχη Αντώνιο.


Περί το 896 μ.Χ., «την καταμόνας μαρτυρικήν παλαίστραν διεξελθείν εφιέμενος», έρχεται στον Άθωνα με μερικούς μαθητές του και ιδρύει μονύδριο. Αφού το αγλάισε και άφησε διάδοχό του έναν από τους μαθητές του, αποσύρθηκε στα πιο ερημικά μέρη του Όρους και δόθηκε στην άσκηση και την προσευχή. Έμενε μόνος στην έρημο και δινόταν όλος στην προσευχή, δίχως να νοιάζεται για τροφή και να φοβάται τα άγρια θηρία. Τρεφόταν με τα θεία λόγια και τα χόρτα του βουνού. Τα θηρία του δάσους έγιναν φίλοι του και τον πλησίαζαν με σεβασμό. Συχνά σε υπαίθριες λειτουργίες του συλλειτουργούσε με αγγέλους και οι ποιμένες έμεναν έκθαμβοι από τις ουράνιες μελωδίες και διηγούνταν «μεγάλη τη φωνή πάση τη περιχώρω τα του Θεού τεράστια».


Για όλο τον Άθωνα ήταν «ως αστήρ διαυγής πάντας καταφωτίζων τοις αυτού προτερήμασιν. όθεν αυτό τε το όρος και οι τούτου οικήτορες τη αυτού παρακελεύσει διεξαγόμενοι βαθείαν ήγον ειρήνην ταις αύραις του πνεύματος επαναπαυόμενοι».


Μετά από μια δωδεκαετία αγώνων, επέστρεψε στη μονή Στουδίου, γιατί είχαν αρχίσει οι άνθρωποι να τον συγχίζουν. Ύστερα από έναν υψηλό πυρετό και αφού προείδε το τέλος του και λειτούργησε για τελευταία φορά, παρέδωσε την αγία του ψυχή στον Πλάστη του, το έτος 909 ή 912 μ.Χ.. Ετάφη ένδοξα στο παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου της μονής Στουδίου.


Ο ωραίος βίος του γράφηκε περί το 940 μ.Χ. από Στουδίτη μοναχό, που ήταν μαθητής του μαθητή του Λουκά, ο μεταξύ των «πατέρων άριστος» και «μαθητής του προσφιλέστατος».

Άγιος Μένανδρος

 Ο Άγιος Μένανδρος γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Αιγύπτου και ήταν στρατιωτικός. Μαρτύρησε αφού τον έσυραν γυμνό, πάνω σε αιχμηρές πέτρες κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτου (361-363 μ.Χ.).

Άγιος Αυδάς επίσκοπος Περσίας, Βενιαμίν ο Διάκονος και οι μαζί μ' αυτούς εννέα Μάρτυρες και άλλοι πολλοί Άγιοι, που μαρτύρησαν στην Περσία

 Ο Άγιος ιερομάρτυρας Αυδάς, ο επίσκοπος της Περσίας και οι μαζί μ' αυτόν εορταζόμενοι Άγιοι Μάρτυρες έζησαν στα χρόνια του βασιλιά των Ρωμαίων Θεοδοσίου του Μικρού (408-450) και Ισδιγέρδου του βασιλιά των Περσών (399-420). Το έτος 412 ο Ισδιγέρδης κίνησε σκληρό διωγμό κατά των Χριστιανών, με την έξης αφορμή: ο Αυδάς, που ήταν στολισμένος με πολλά είδη αρετών, από ιερή αγανάκτηση, γκρέμισε τον ναό, στον όποιο οι Πέρσες λάτρευαν τη φωτιά. Όταν το έμαθε αυτό ο βασιλιάς από τους μάγους, έστειλε και έφεραν μπροστά του τον Αυδά. Στην αρχή κατηγόρησε με ηπιότητα την πράξη του και τον πρόσταξε να ξανακτίσει τον ναό. Ο Αυδάς όμως αρνήθηκε. Τότε ο Ισδιγέρδης γκρέμισε όλες τις εκκλησίες των χριστιανών και θανάτωσε τον Αυδά μαζί με άλλους εννιά προκρίτους χριστιανούς. Μετά 30 χρόνια, κινήθηκε νέος διωγμός κατά των χριστιανών, όπου πολλοί Άγιοι θυσιάστηκαν στο βωμό της αληθινής πίστης. Όπως λ.χ. ο ευγενικής καταγωγής Ορμίσδης, ο διάκονος Βενιαμίν ο μεγαλομάρτυρας κ.ά. Όλων αυτών, που αγωνίστηκαν και θυσιάστηκαν κατά τον διωγμό αυτό, όρισε μνήμη τιμητική ή αγία μας Εκκλησία μαζί μ' αύτη του Επισκόπου Αυδά, για να δείξει, ότι γνωστοί και άγνωστοι στους ανθρώπους ήρωες της πίστης, έχουν κοινή τιμή στον ουρανό και κοινά θα απολαύσουν τα στεφάνια των μεγάλων αγώνων και της αθάνατης δόξας τους. 

Άγιος Θεόφιλος ο Μάρτυρας και οι συν αυτώ μαρτυρήσαντες εν Κρήτη

 Άγνωστος στους Συναξαριστές. Τη μνήμη του βρίσκουμε στον Παρισινό Κώδικα 1575 και στους Λαυριωτικούς Η 76, Δ 25 και Δ 45, οπού υπάρχει και πλήρης ακολουθία του.


Ο Άγιος Θεόφιλος μαρτύρησε με την οικογένειά του στην Κρήτη. Στο α' στιχηρό του Εσπερινού υπάρχει πληροφορία περί του μαρτυρίου της συζύγου του: «…καὶ νυμφῶνος θείου ἐχώρησας ἔνδον, νενυμφευμένην τῷ Χριστῷ διὰ βασάνων τοῦ σώματος τὴν σύζυγον ἀγόμενος…».. Στο α' τροπάριο της γ' Ωδής του Κανόνος γίνεται λόγος περί μαρτυρίου και των τέκνων του. Προφανώς έχουμε περίπτωση οικογενειακού μαρτυρίου ανάλογο προς εκείνου του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Ευσταθίου  και του Αγίου Εσπέρου . Πιθανότατα οι Άγιοι μαρτύρησαν κατά την εποχή των διωγμών της αρχαίας Εκκλησίας.

Όσιος Ακάκιος ο Ομολογητής επίσκοπος Μελιτηνής

 Ο Όσιος Ακάκιος έζησε τον πέμπτο αιώνα μ.Χ. (γεννήθηκε περί το 431 μ.Χ.). Διακρινόταν πολύ για τις αρετές του, την παιδεία του και τον ορθόδοξο ζήλο του.


Όταν τάραξε την Εκκλησία η αίρεση του Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης Νεστόριου, ο Ακάκιος διακρίθηκε για την επιμελημένη και συστηματική εργασία του, για την προφύλαξη του ποιμνίου του απ' αυτή την αιρετική πλάνη. Επιθυμώντας μάλιστα να προσβάλει αυτή ευρύτερα και να συντελέσει στη γενική απόκρουση της από την Εκκλησία, έγραψε κατά του Νεστορίου. Ο Ακάκιος ήταν και ικανότατος ομιλητής και διδάσκάλος του λάου. Σώζεται δε μια ομιλία του, η οποία εξεφωνήθη στην Έφεσο.


Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιος Υπάτιος επίσκοπος Γαγγρών

 Ο Άγιος Υπάτιος ήταν μορφή από εκείνες που δόξασαν την Εκκλησία στους πρώτους αιώνες της και αγωνίσθηκαν για το θρίαμβο του χριστιανισμού και της Ορθοδοξίας. Ήταν επίσκοπος Γαγγρών στα χρόνια του Μεγάλου. Κωνσταντίνου και συμμετείχε στην Α' Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια (325 μ.Χ.), κατά της πλάνης του Αρείου. Στο ποιμαντικό του έργο, εξακολούθησε να διδάσκει και να καθοδηγεί το ποίμνιο του, αλλά κυρίως αντιμαχόταν τις αιρέσεις, και ιδιαίτερα την αίρεση των Ναυτιανών. Η επιτυχία με την οποία καταπολεμούσε τους Ναυτιανούς, ξεσήκωσε τα άγρια πάθη τους και ζητούσαν την εξόντωση του. Έτσι, το έτος 326 μ.Χ. πλήρωσαν κάποιους ειδωλολάτρες, οι οποίοι σε κρημνώδη περιοχή επιτέθηκαν κατά του Αγίου με ξύλα και πέτρες και τον άφησαν μισοπεθαμένο. Πριν ξεψυχήσει, μία εκ των φανατικών αιρετικών γυναικών τον θανάτωσε διά λίθου.



Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Ὁσίως ἱέρευσας, τῷ ἐπὶ πάντων Θεῶ, καὶ πρόεδρος ἔνθεος, τῆς Ἐκκλησίας Γαγγρῶν, ἐδείχθης Ὑπάτιε, Ὅθεν θαυματουργίαις, διαλάμπων ποικίλαις, σύνθρονον τῷ Τεκόντι, τὸν Υἷον ὠμολώγεις, δι' ὃν καὶ χαίρων ἤθλησας, Ἱερομάρτυς ἔνδοξε.


Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ’.

Καί τρόπων μέτοχος, καί θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τήν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· διά τοῦτο τόν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, καί τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Ὑπάτιε· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.


Κοντάκιον

Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.

Τὴν ζωοποιόν, τελέσας ἱερουργίαν, καὶ τῶν δωρεῶν, τὸ τάλαντον ἐπαύξησας, ὡς θυσία προσήχθης, καὶ κάρπωμα ἔνθεον, δι’ ἀθλήσεως Ὑπάτιε, τῷ δοξάσαντι τὸν βίον σου, τοῖς ἀρρήτοις Πάτερ θαύμασιν. Αὐτὸν δυσώπει ἀεί, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.


Μεγαλυνάριον

Ὁμοουσιότητος τοῦ Πατρός, καὶ Υἱοῦ παμμάκαρ, χρηματίζων κῆρυξ λαμπρός, ἀθλήσει σφραγίζεις, τὸν θαυμαστόν σου βίον, Ὑπάτιε θεόφρον, Γαγγρῶν ὁ πρόεδρος.


Κάθισμα

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Τῆς πίστεως δόγματα, κρατύνων Ὅσιε, Πατρὶ συναΐδιον, καὶ ὁμοούσιον, τὸν Λόγον ἐκήρυξας· ὅθεν ὀρθοδόξως, τὴν σὴν ποίμνην ποιμάνας, ᾔσχυνας τοῦ Ἀρείου, τήν κακόφρονα γνώμην· διὸ νῦν μεταβὰς πρὸς τὸν Χριστόν, πρέσβευε ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Κυριακή 30 Μαρτίου 2025

Δοξαστικό Δ Νηστειών

Κυριακή Δ΄Νηστειών-Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

 Στην καρδιά της εκκλησιαστικής ασκητικής παράδοσης χτυπάει η περίφημη «Κλίμακα». Κορυφαίο βιβλίο αναφοράς για την ορθόδοξη πνευματικότητα, αξεπέραστο εδώ και χίλια πεντακόσια χρόνια, γραμμένο από έναν ασκητή-ορόσημο, τον άγιο Ιωάννη ηγούμενο του Σινά. Είναι τόσο σπουδαία η μορφή του και η πνευματική του σοφία που με χαρισματικό τρόπο αποτυπώνεται στο εν λόγω σύγγραμμά του, που η Εκκλησία τον προβάλλει εν μέσω της Μεγάλης Σαρακοστής σαν διαχρονικό πρότυπο πνευματικής ζωής (Κυριακή Δ΄ Νηστειών).


Από τον έκτο αιώνα και μετά λοιπόν ο άγιος Ιωάννης με τα ζωοποιά του νάματα, «ως πηγή ανεξάντλητος, αντλουμένη» συνεχώς και «χεομένη», αλλά παραμένουσα εσαεί «αδαπάνητος», ποτίζει και αυξάνει πνευματικά τα τέκνα της Εκκλησίας. Από την αρχή της Σαρακοστής στις ιερές μονές αρχίζει η καθημερινή ανάγνωση της «Κλίμακος». Διαβάζουμε στο βιβλίο του Τριωδίου ήδη από την Καθαρά Δευτέρα, την πρώτη μέρα της νηστείας: «Και ευθύς αναγιγνώσκομεν εις την Κλίμακα». Και λίγο παρακάτω: «Είτα γίνεται ανάγνωσις εις την Κλίμακα». Το βιβλίο σήμερα είναι ήδη μεταφρασμένο σε γλώσσα απλή και μπορεί και πρέπει ο κάθε Χριστιανός να το κάνει καθημερινό πνευματικό του εντρύφημα.


Ας παραθέσουμε όμως και κάποιο πολύτιμο μαργαριτάρι από τον ακένωτο αυτόν θησαυρό. Αναφερόμενος στη μετάνοια και την εξομολόγηση ο άγιος Ιωάννης, στέκεται στο λεπτό σημείο της ντροπής που μας κυριεύει, όταν πρόκειται να φανερώσουμε τα αμαρτήματά μας στον πνευματικό. Αυτό προέρχεται, λέει, από την υπερηφάνεια και την αλαζονεία μας. Και τί κάνουμε; Παρουσιάζουμε τα αμαρτήματά μας με πλάγιο τρόπο, σαν να τα έπραξε τρίτο πρόσωπο. 

Λέμε δηλαδή: Πάτερ, τί πρέπει να κάνει κάποιος, αν πέσει στο τάδε αμάρτημα; Όμως είναι αδύνατο να ξεφύγουμε από την απέραντη εκείνη αισχύνη (της τελικής κρίσης και της αιώνιας κόλασης), αν δεν καταφρονήσουμε τώρα εδώ την (προσωρινή) αισχύνη της εξομολόγησης.


Γύμνωνε, λοιπόν, γύμνωνε φανερά στον ιατρό τα ψυχικά σου σφάλματα. «Ειπέ και μη αισχυνθής, εμόν το τραύμα, πάτερ, εμή η πληγή». Από τη δική μου ραθυμία προκλήθηκε, όχι από άλλη αιτία. Κανένας άλλος δεν φταίει γι’ αυτήν, ούτε άνθρωπος, ούτε σατανάς, ούτε η ίδια η σάρκα, ούτε κάτι άλλο, «αλλ’ η εμή αμέλεια». «Και εξομολογούμενος, ως κατάδικος γίνου» με κάθε τρόπο, «τω ήθει, τω είδει και τω λογισμώ». Με τη συμπεριφορά, με την εμφάνιση, με τον λογισμό σου. Στάσου μπρος στον πνευματικό «εις γην νενευκώς», σκυφτός, βρέχοντας τα πόδια του, ει δυνατόν, με δάκρυα, σαν να είναι ο ίδιος ο Χριστός.


Ο διάβολος μας υποβάλλει σε τρεις πειρασμούς σε σχέση με την εξομολόγηση:

(α). Ή μας αποτρέπει τελείως από αυτήν, να μην εξομολογούμαστε καθόλου.

(β). Ή να εξομολογούμαστε αναφερόμενοι σε τρίτο πρόσωπο, σαν να αμάρτησε κάποιος άλλος και όχι εμείς.

(γ). Ή να εξομολογούμαστε μεν, να ρίχνουμε όμως σε άλλους το φταίξιμο για τις δικές μας αμαρτίες.


(Ιωάννου του Σιναΐτου, Κλίμαξ, Λόγος Δ΄, νε΄-νς΄. Βλ. και Νικηφόρου Καλλίστου Ξανθοπούλου, Εξήγησις σύντομος εις την Κλίμακα του Ιωάννου, εκδ. Ι. Μητροπόλεως Νικοπόλεως, Πρέβεζα 2002, σ. 132).

π. Δημητρίου Μπόκου

Από την απιστία στην παρρησία

 π. Πινακούλας, Αντώνιος


Κυριακή Δ΄ Νηστειών


Μάρκ. 9, 17-81


Ακούσαμε στο σημερινό ευαγγέλιο για το θαύμα που έκανε ο Χριστός όταν κατέβηκε από το όρος Θαβώρ, μετά τη Μεταμόρφωσή του. Τότε βρήκε τους μαθητές του και πάρα πολύ κόσμο, και κάποιος μέσα από τον κόσμο φώναξε και είπε στο Χριστό: «Έφερα το παιδί μου, που είναι άρρωστο, αλλά οι μαθητές σου δεν μπόρεσαν να το κάνουν καλά». Ο Χριστός είπε τότε τα σκληρά λόγια: «Ω γενιά άπιστη, μέχρι πότε θα είμαι μαζί σας; Πόσο καιρό θα σας ανέχομαι ακόμα;». Στη συνέχεια, διέταξε να φέρουν το άρρωστο παιδί και άρχισε μία συζήτηση με τον πατέρα. Ο πατέρας τον παρακάλεσε και του είπε: «Αν μπορείς να κάνεις κάτι, σπλαχνίσου μας και βοήθησέ μας». Ο Χριστός του απάντησε: «Αν μπορείς να πιστέψεις, όλα είναι δυνατά σε όποιον πιστεύει». Και στη συνέχεια θεράπευσε το παιδί.


απιστία


Έχει σημασία να καταλάβουμε τι σημαίνουν αυτά τα λόγια του Χριστού. Αυτά που είπε προς όλους, προς τους Μαθητές, προς τον πατέρα του παιδιού και προς τους άλλους ανθρώπους: «Ω γενιά άπιστη, μέχρι πότε θα είμαι μαζί σας; Πόσο καιρό θα σας ανέχομαι ακόμα». Και, ακολούθως, να δούμε γιατί ο Χριστός αντέστρεψε αυτό που ρώτησε ο πατέρας. Ο πατέρος είχε πει: «Αν μπορείς, βοήθησέ μας». Αυτό το «αν μπορείς» σήμαινε πως δεν πίστευε στο Χριστό όσο θα ’πρεπε, δεν πίστευε στο Θεό όσο ήταν αναγκαίο. Ο Χριστός όμως το αντιστρέφει λέγοντας: «Αν μπορείς να πιστέψεις, όλα είναι δυνατά σ’ αυτόν που πιστεύει». Τι σημασία έχουν αυτά τα δυο, τι σχέση έχουν μεταξύ τους αυτά που είπε, αυτά που είπε πρώτα και αυτά που είπε μετά, και τι σημαίνουν αυτά για μας;


Όταν είπε λοιπόν ο Χριστός «Γενιά άπιστη μέχρι πότε θα είμαι μαζί σας;» και «Πόσο καιρό ακόμα θα σας ανέχομαι;», εννοούσε ότι η κατάσταση αυτή που επικρατεί στη σχέση ανθρώπων και Θεού, ούτως ώστε οι άνθρωποι να είναι άπιστοι, δεν είναι η σωστή κατάσταση. Η κατάσταση αυτή είναι μία κατάσταση άρρωστη, προβληματική. Δεν είναι αυτό που θέλει ο Θεός να έχουν οι άνθρωποι μαζί του. Δεν είναι αυτό που θέλει εκείνος να τους συνδέει μαζί του. Αυτό που θέλει να τους συνδέει είναι η πίστη κι η εμπιστοσύνη. Αυτή την κατάσταση δεν μπορεί να την ανέχεται ο Θεός για πολύ καιρό ακόμα. Και με το «Πόσο καιρό ακόμα θα είμαι μαζί σας;» και «Πόσο καιρό ακόμα θα σας ανέχομαι;» εννοεί ότι η παρουσία του, το να ζει δηλαδή ανάμεσα στους ανθρώπους και να γίνεται θεατός από όλους, να βλέπει τους αρρώστους και να τους κάνει καλά, δεν μπορεί να συνεχιστεί επ’ άπειρον και η ανοχή του απέναντι σ’ αυτή την κατάσταση έχει ένα όριο. Ποιο είναι αυτό το όριο; Αυτό το όριο είναι ο Σταυρός του, ο θάνατός του.


Ο Χριστός θέλει να βαδίσει στο Σταυρό και στο θάνατο. Θέλει να τελειώσει αυτή η κακή σχέση των ανθρώπων με το Θεό, να γίνει όπως τη θέλει ο Θεός, γι’ αυτούς βέβαια που την αποδέχονται, γι’ αυτούς που θέλουν να είναι μαθητές του, που θέλουν να τον ακολουθούν, όχι για όλους. Γι’ αυτούς που θα αποδεχτούν και θα κάνουν θέμα δικό τους το Σταυρό του και το θάνατό του. Δηλαδή, με τα δυο αυτά ερωτήματα που έθεσε ο Χριστός ήθελε να δείξει ότι υπάρχει μία απειλή του Θεού, μια κρίση του Θεού πάνω στους ανθρώπους, πάνω στην απιστία των ανθρώπων, πάνω σ’ αυτή την κακή κατάσταση. Με την κατάσταση της απιστίας ο Χριστός δε συμβιβάζεται, απλά την ανέχεται για λίγο καιρό ακόμα. Και το χρονικό όριο αυτής της ανοχής είναι ο ίδιος ο Σταυρός του. Γιατί ο ίδιος σήκωσε πάνω του την προβληματική κατάσταση των ανθρώπων, αυτή την κατάσταση που γεννούσε απιστία, σήκωσε πάνω του την κρίση του Θεού. Ας θυμηθούμε τι λέει το Ευαγγέλιο αλλού, ενώ ο Χριστός πορεύεται στο Σταυρό: «νῦν κρίσις ἐστὶ τοῦ κόσμου». «Τώρα κρίνεται ο κόσμος, τώρα που εγώ ανεβαίνω στο Σταυρό και παίρνω πάνω μου τα προβλήματά σας και την απειλή του Θεού εναντίον σας, στην ίδια τη σάρκα μου, και σταυρώνομαι για σας». Αυτό θέλει να πει ο Χριστός. Αυτό ήταν το νόημα των λόγων του.


Στη συνέχεια, ας έρθουμε στη συζήτηση του Χριστού με τον πατέρα, έναν πατέρα κουρασμένο και αδύναμο, ο οποίος δεν έδειξε ούτε καν τα εξωτερικά στοιχεία της πίστης και της εμπιστοσύνης στο Χριστό. Αυτός ζητιάνεψε τη βοήθεια του Χριστού και είπε: «Αν μπορείς να κάνεις κάτι, βοήθησέ μας». Τι ήθελε να πει εδώ ο Χριστός λέγοντάς του: «Αν μπορείς να πιστέψεις, όλα είναι δυνατά σ’ αυτόν που πιστεύει»; Ο πατέρας βέβαια, όταν του μίλησε έτσι ο Χριστός, αμέσως άλλαξε και είπε: «Πιστεύω, βοήθησέ με, γιατί δεν έχω δυνατή πίστη. Πιστεύω, αλλά δεν μπορώ να πιστέψω περισσότερο, τόσο μπορώ να πιστέψω». Μήπως ο Χριστός ήθελε να τον αναγκάσει μπροστά στο μεγάλο του πρόβλημα να πιστέψει πιο πολύ; Όχι, τέτοια πίστη δεν τη θέλει ο Χριστός. Και η πίστη δεν μπορεί να γεννηθεί έτσι, μ’ αυτό τον τρόπο. Αλλά ο Χριστός ήθελε να πει: «Πριν εγώ σταυρωθώ, πριν πάρω πάνω μου την κρίση του Θεού εναντίον σας, δεν μπορείτε να πιστέψετε, είναι αδύνατον. Μπορείς να πιστέψεις; Αν μπορείς να πιστέψεις, όλα είναι δυνατά σ’ αυτόν που πιστεύει». Δε ρώτησε καν ο Χριστός· ένα συμπέρασμα έβγαλε. Έχει μεγάλη σημασία αυτό για μας, αγαπητοί αδελφοί. Το να πιστεύουμε στο Χριστό, να έχουμε εμπιστοσύνη στο Θεό και να δεσμευόμαστε απέναντι στις εντολές του έγινε δυνατό και μπορεί να γίνει πραγματικότητα από τότε που ο Χριστός ανέβηκε στο Σταυρό.


Ο Χριστός σταυρώθηκε μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή, επί Ποντίου Πιλάτου. Δε διορθώθηκε αυτόματα η κακή σχέση του ανθρώπου με το Θεό. Διορθώθηκε όμως και διορθώνεται για όσους αποδέχονται το μυστήριο του Σταυρού πραγματικά. Πολλές φορές έχουμε την άποψη ότι ο Σταυρός του Χριστού είναι ένα γεγονός που συνέβη κάποτε και εμείς συμμετέχουμε σ’ αυτό μόνο και μόνο επειδή το μαθαίνουμε σαν ιστορία. Ο ευαγγελιστής όμως που ακούσαμε σήμερα φρόντισε να μας μεταφέρει με ζωντανό και παραστατικό τρόπο την ανάγκη συμμετοχής μας στο Σταυρό του Χριστού με διαφορετικό τρόπο. Γράφοντας τόσα χρόνια μετά τη σταύρωση, μας παρουσιάζει το Χριστό να απευθύνεται σε μας με το έντονο και προσωπικό ερώτημα: «Γενιά άπιστη, μέχρι πότε θα σας ανέχομαι;» Στο ερώτημα πρέπει να απαντήσουμε εμείς, εάν και μέχρι πότε θα αναβάλλουμε να κάνουμε το Σταυρό υπόθεση δική μας. Μέχρι τότε δε θα αντιλαμβανόμαστε ότι η απειλή και η κρίση του Θεού αφορά εμάς τους ίδιους.


Πώς μας αφορούν η απειλή του Θεού και η κρίση του; Η απειλή του Θεού έχει στόχο το κακό που μπήκε στον κόσμο με την παρέμβαση του διαβόλου και τη συγκατάθεση των ανθρώπων. Αυτό το κακό κατέστρεψε την καλή σχέση Θεού και ανθρώπων και αυτό το κακό έχει στόχο η απειλή του Θεού. Δεν απειλεί ο Θεός εμάς ως δημιουργήματά του. Από το κακό θέλει να μας απαλλάξει και να μας κάνει παιδιά του. Η κακή σχέση δεν είναι μόνο κάτι που αφορά τα συναισθήματά μας ή την καλή και κακή διάθεσή μας. Τι σημαίνει κακή σχέση το είδαμε στο σημερινό ευαγγέλιο. Φαίνεται στην αδυναμία των Μαθητών να απαλλάξουν το άρρωστο παιδί από την ψυχοσωματική αιχμαλωσία του διαβόλου. Και η αδυναμία αυτή, η απιστία όπως είπε ο Χριστός, προερχόταν από την επίδραση του διαβόλου στους μαθητές του Χριστού. Αυτή ήταν η αιτία της αδυναμίας τους, αυτό εμπόδιζε την προσευχή τους να φτάσει στο Θεό.


Και η κρίση του κόσμου πάνω στο Σταυρό πώς έγινε; Έγινε με το να φανερωθεί το αληθινό και το ψεύτικο. Αληθινό είναι η υπακοή στις εντολές του Θεού. Ψεύτικο είναι αυτό που φαίνεται ισχυρό, αυτό που φοβίζει μέχρι θανάτου, αλλά αποδεικνύεται τελικά κατάσταση εντελώς προσωρινή και έργο του διαβόλου. Αν ακολουθήσουμε το Χριστό στο Σταυρό του, αν τηρήσουμε τις εντολές του, ο Θεός μας χαρίζει την πίστη και ντυνόμαστε την παρρησία ενώπιόν του. Φοράμε την παρρησία, όπως φοράμε τα ρούχα μας, και δείχνουμε με το φυσικότερο τρόπο ότι είμαστε παιδιά του Θεού. Απευθυνόμαστε σ’ εκείνον όπως απευθύνεται ένα παιδί στον πατέρα του.


Αγαπητοί αδελφοί, όπως γράφουν τα βιβλία της Εκκλησίας μας, έξω από τον Παράδεισο ο άνθρωπος ήταν «γυμνός παρρησίας» μπροστά στο Θεό, δεν μπορούσε να εμφανιστεί μπροστά στο Θεό, δεν είχε την πίστη, δεν μπορούσε να του ζητήσει αυτά που έπρεπε και ήθελε να του ζητήσει. Δεν ήξερε καν τι έπρεπε να του ζητήσει. Παρρησία μπροστά στο θρόνο του Θεού, θάρρος και εμπιστοσύνη γεννήθηκαν και γεννιούνται μέσα μας από τότε που ο Χριστός ανέβηκε στο Σταυρό και από τη στιγμή που ο καθένας μας αξιώνεται και σηκώνει το δικό του σταυρό.


Αυτή η παρρησία, που μας την έδωσε ο Θεός, είναι ανάκτηση μιας δικής μας περιουσίας. Αποκτήσαμε αυτοσεβασμό και αξιοπρέπεια. Όχι με την έννοια αυτή που λέμε εμείς σήμερα για την αξιοπρέπεια, σαν μία κατάσταση καλής συμπεριφοράς και καλών τρόπων, αλλά σαν μία κατάσταση που ανήκει στη φύση μας. Αυτό που μας είχε δώσει ο Θεός. Να έχουμε αυτοσεβασμό, να σεβόμαστε την εικόνα μας, που είναι εικόνα του Θεού, που είμαστε εμείς οι ίδιοι, για να έχουμε την αξιοπρέπεια που μας έδωσε ο Θεός. Να στεκόμαστε δηλαδή μπροστά στο Θεό με εμπιστοσύνη και με παρρησία. Αυτά ήθελε ο Θεός για μας. Αυτά έδειξε ο Χριστός θεραπεύοντας αυτό το παιδί και μιλώντας στους ανθρώπους που το συνόδευαν, στον πατέρα και στους μαθητές του. Είθε, αγαπητοί αδελφοί, στο υπόλοιπο της Σαρακοστής που μας μένει ακόμα, μελετώντας το Πάθος του Χριστού, να αξιωθούμε κι εμείς να κατανοήσουμε κάτι από το μυστήριο του Σταυρού του Χριστού.


π. Πινακούλας, Αντώνιος, Το πηγάδι και η πηγή: Κηρύγματα στις Κυριακές της Μ. Σαρακοστής και του Πάσχα, 1η έκδ., Αθήνα, Εν πλω, 2008.

Ο όσιος Ιωάννης της Κλίμακος

 Γεώργιος Δορμπαράκης


(Κυριακή Δ΄ Νηστειών)


Η Κυριακή Δ΄ Νηστειών είναι αφιερωμένη από την Εκκλησία μας στον μεγάλο ασκητικό διδάσκαλο άγιο Ιωάννη τον Σιναΐτη, τον επονομαζόμενο της Κλίμακος, λόγω του γνωστού βιβλίου που έχει γράψει με τον τίτλο αυτόν: «Κλίμαξ». Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο άγιος της Σαρακοστής, αφού το βιβλίο του αποτελεί το βασικό ανάγνωσμα της περιόδου αυτής στα μοναστήρια μας, αλλά και σε πολλούς Χριστιανούς μέσα στον κόσμο. Κι αυτό σημαίνει ότι ένα ασκητικό κείμενο μπορεί να είναι γραμμένο πρωτίστως για τους καλογέρους, δεν παύει όμως να αποτελεί εντρύφημα, όπου μπορεί να εφαρμοστεί, για κάθε πιστό που διψάει γνήσια ευαγγελική τροφή. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο μοναχισμός για την Εκκλησία μας συνιστά, πρέπει να συνιστά, την ακραιφνέστερη έκφραση της συνεπούς χριστιανικής ζωής. Κι αυτό από την άποψη αυτή αποτελεί οδοδείκτη για κάθε χριστιανό.


Ο άγιος Ιωάννης καταρχάς, για τον οποίο δεν έχουμε πολλά βιογραφικά στοιχεία, νεαρός, 16 ετών περίπου, έγινε μοναχός στο όρος Σινά, στη Μονή της αγίας Αικατερίνης, αφού ήδη είχε μάθει αρκετά γράμματα. Επί 19 έτη παρέμεινε υποτακτικός ενός σπουδαίου Γέροντος, του αββά Μαρτυρίου, στον οποίο έκανε αδιάκριτη υπακοή, οπότε μετά τον θάνατό του απεσύρθη σε ερημική τοποθεσία, οκτώ χιλιόμετρα μακριά από τη Μονή, στην οποία και έζησε επί σαράντα χρόνια. Εκεί έζησε οσιακή ζωή, υπερβαίνοντας με τη χάρη του Θεού τα ψεκτά πάθη του και αποκτώντας όλα τα χαρίσματα του Θεού, και κυρίως την ταπείνωση και την αγάπη. Μετά τα σαράντα χρόνια παρακλήθηκε να γίνει ηγούμενος της Μονής, γεγονός που αποδέχθηκε, και παρέμεινε στο αξίωμα αυτό για κάποια χρόνια, οπότε θέλησε και πάλι να αποσυρθεί στην αγαπημένη του ησυχία και μετ’ ολίγο κοιμήθηκε.


Ο όσιος Ιωάννης της Κλίμακος


Έχουν διασωθεί διάφορα θαυμαστά γεγονότα από τη ζωή του που φανερώνουν την ιδιαίτερη χάρη που είχε από τον Θεό, αλλά τα μεγαλύτερα θαύματά του σχετίζονται με τις μεταστροφές των καρδιών που προξενούν τα θεόπνευστα κείμενά του, κάτι που μπορεί ο οιοσδήποτε χριστιανός να διαπιστώσει, όταν αρχίσει με γνήσια διάθεση να τα μελετά. Είναι γνωστό άλλωστε ότι οι άγιοι που με τα κείμενά τους βοηθούν τους συνανθρώπους τους έχουν πρωτίστως ως χάρισμα «θαυματουργίας» ακριβώς τη δύναμη των λόγων τους και όχι τα γνωστά θαύματα σωματικών ιάσεων άλλων αγίων. Και εξηγήσαμε παραπάνω ότι κείμενα του αγίου Ιωάννου δεν είναι μόνο για τους μοναχούς γιατί μπορεί να γράφτηκαν κυρίως γι’ αυτούς, όμως η ωφέλεια που εισπράττει και ο κοσμικός λεγόμενος χριστιανός δεν είναι μικρή. Γι’ αυτό και αγαπήθηκε η «Κλίμακα» του σ’ Ανατολή και Δύση και θεωρείται το σπουδαιότερο σε κυκλοφορία βιβλίο μετά την Αγία Γραφή.


Από τα θαυμαστά περιστατικά που καταγράφηκαν εν όσω ζούσε μνημονεύουμε δύο:


Το πρώτο, όταν ήταν στην έρημο κι είχε δεχθεί έναν υποτακτικό, ονόματι Μωϋσή. Κάποια φορά, σε διακόνημα ευρισκόμενος ο νεαρός υποτακτικός, κουράστηκε κάτω από τον καυτό ήλιο του Αυγούστου και κάθισε να ξεκουραστεί στον ίσκιο μεγάλης πέτρας, οπότε και τον πήρε ο ύπνος. Την ίδια ώρα ο άγιος Ιωάννης είδε σε όραμα κάποιον που του έλεγε ότι κινδυνεύει ο μαθητής του. Αμέσως άρχισε έντονη προσευχή γι᾽ αυτόν και μετά από λίγο κατέφθασε και ο υποτακτικός, αναγγέλλοντάς του τη φοβερή αγωνία που πέρασε, καθώς ξύπνησε ξαφνικά από τη φωνή του αγίου Ιωάννη, που τον καλούσε να εγκαταλείψει αμέσως τον τόπο που βρισκόταν. Πράγματι, το έκανε και στη στιγμή έπεσε στον τόπο αυτό η μεγάλη πέτρα, χωρίς βεβαίως ο ίδιος να πάθει κάτι. Ο άγιος Ιωάννης ανελύθη σε δοξολογίες προς τον Θεό, χωρίς όμως να αναφέρει και το τι προηγήθηκε στο μαθητή του.


Το δεύτερο: την ημέρα της ενθρονίσεώς του ως ηγουμένου ήλθαν στη Μονή περί τα 600 άτομα. Όλοι έβλεπαν να υπηρετεί σε όλα τα διακονήματα κάποιος σαν ιουδαίος, με κοντό μαλλί, που έτρεχε πάνω κάτω και για τα πάντα. Στο τέλος της ημέρας τον ανεζήτησαν, αλλά δεν τον βρήκαν πουθενά. Και στην απορία τους, όταν απευθύνθηκαν στον ηγούμενο, τον άγιο Ιωάννη, εισέπραξαν την απάντηση: Τι πιο φυσικό να υπηρετεί το δικό του τόπο ο προφήτης Μωϋσής;


Το βιβλίο του «Κλίμαξ», είπαμε, προξενεί το πραγματικό και μεγαλύτερο θαύμα: τη μεταστροφή των καρδιών, τη δημιουργία μετανοίας στον άνθρωπο. Και δίνει την απάντηση στο πως αποκτάται η πραγματική και γνήσια πίστη που ζητά ο Χριστός: «Τὸ εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δύνατά τῷ πιστεύοντι»! Δεν θέλουμε να πούμε πολλά. Θα σημειώσουμε όμως επιγραμματικά αυτά που θίγει, από τους 30 λόγους του – σκαλοπάτια στην πνευματική ζωή, στον πρώτο και στον τελευταίο λόγο του.


Ο πρώτος, η αποταγή: δεν μπορεί κανείς να προσεγγίσει τον Θεό, χωρίς να πει όχι στην αμαρτία και μάλιστα στα εγωϊστικά θελήματά του. Γιατί αυτά τα θελήματα μας κρατούν δέσμιους στον αμαρτωλό κόσμο. Όπως το λέει και όσιος Ποιμήν: «Το θέλημά μου είναι χάλκινο τείχος που με χωρίζει από τον Θεό»!


Κι ο τελευταίος: η αγάπη. Η αγάπη που αποτελεί το επιστέγασμα των πάντων στη χριστιανική πίστη, αφού ό,τι λέμε και κάνουμε σ’ αυτήν, είτε προσευχή είτε νηστεία είτε μελέτη είτε οτιδήποτε άλλο, αν δεν καταλήγει στην αγάπη, δεν έχει νόημα. Και τούτο, γιατί αγάπη είναι ο ίδιος ο Θεός. Κι αυτό σημαίνει: η πίστη που ζητά ο Χριστός και κινητοποιεί τον Θεό και βγάζει και δαιμόνια, προϋποθέτει την άρνηση του εγωισμού του ανθρώπου και τη στροφή του στη ζωή του Θεού, την αγάπη. Στο βαθμό που ο άνθρωπος αγαπά, και μάλιστα τον όποιο συνάνθρωπό του, τόσο και αυξάνει η πίστη του, όπως το διακηρύσσει και ο απ. Παύλος: «πίστις δι᾽ ἀγάπης ἐνεργουμένη»!




Γεώργιος Δορμπαράκης, Του Πάθους και της Ανάστασης, 1η έκδ., Αθήνα, Αρχονταρίκι, 2014.

Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος της ερήμου το γόνιμον

 Π.Β. Πάσχος


Την Δ΄ Κυριακή των Νηστειών η Ορθόδοξη Εκκλησία μας γιορτάζει τη μνήμη του οσίου Ιωάννου του συγγραφέως της Κλίμακος. Όπως είναι γνωστό, η μνήμη του τελείται στις 30 Μαρτίου, αλλά οι άγιοι Πατέρες καθόρισαν η ακολουθία του να ψάλλεται την Δ΄ Κυριακή των Νηστειών· ίσως επειδή όλον αυτό τον καιρό της νηστείας, στα περισσότερα ορθόδοξα Μοναστήρια, κατά μία παλαιά παράδοση, αναγιγνώσκεται συνέχεια το κατανυκτικότατο και πνευματικότατο έργο του, που λέγεται «Κλίμαξ» ή «Κλίμακας».


Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος


Ο άγιος Ιωάννης «της Κλίμακος», όπως τον ονομάζουν τα εκκλησιαστικά μας βιβλία, είναι από τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες του ασκητισμού της Ανατολικής Εκκλησίας και έλαμψε σαν ένα λαμπερό αστέρι στο πνευματικό στερέωμα τον ΣΤ΄ με Ζ΄ αιώνα. Σε ηλικία δεκάξι χρονών, αφού σπούδασε καλά την «εγκύκλιον και εξωτερικήν σοφίαν», φεύγει για το αγιασμένο βουνό του Σινά, όπου έζησε με άσκηση μεγάλη και υποταγή, κοντά σε εμπειρότατο γέροντα. Μετ’ από τρία χρόνια, δεκαεννιά χρονών, ο νέος ασκητής της «υποταγής» φεύγει στην έρημο για το στάδιο της «ησυχίας». Ο θείος έρωτας που φλογίζει τη καρδιά του, δεν αφήνει τίποτε να μπει ανάμεσα σ’ αυτόν και «ὅν ἠγάπησεν ἡ ψυχή του» Θεό. Θέλει να είναι μόνος του, σε μια σχισμή ενός «απορρώγος βράχου», ανάμεσα ουρανού και γης, και να σκέπτεται, να συλλογίζεται, να προσεύχεται, να συνομιλεί, να δίνεται μοναδικά και ολοκληρωτικά στο Νυμφίο της ψυχής του, το Χριστό: «ἐκστατικός ὁ θείος ἔρως, οὐκ ἐῶν ἑαυτῶν εἶναι τοὺς ἐραστάς, ἀλλὰ τῶν ἐρωμένων», κατά την μυστικότατη φράση του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου. Εκεί στην έρημο του Σινά, μέσα στην ασκητική μοναξιά και τον ευλογημένο έρωτα του «ἀκροτάτου ἐφετοῦ», πέρασε ο άγιος Ιωάννης, σαράντα ολάκερα χρόνια.


Αυτό το πράγμα, δύσκολα μπορεί να το νιώσει ο σημερινός άνθρωπος, ακόμα κι αρκετοί χριστιανοί. Πώς μπορεί να περάσει μια ζωή ολόκληρη ένας άνθρωπος, έξω από τους ανθρώπους; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα, απαιτεί πολύ χρόνο και θα μας πήγαινε πολύ μακριά, αυτή τη στιγμή. Εκείνο που πρέπει να λεχθεί τώρα είναι τούτο, ότι ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, όταν κατάλαβε ότι τα πράγματα, τα αντικείμενα και τα πρόσωπα, ακόμα και τα πιο πνευματικά, -τα «ομότροπα», κατά την έκφραση του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά- τον απασχολούσαν έστω και για λίγο μακριά απ’ το Θεό, τα θεώρησε όλα «σκύβαλα» και εγκαταβίωσε σε ένα απομακρυσμένο κελί της ερήμου του Σινά. Πραγματικά, μεγάλη είναι η δύναμη, που μας κρατάει δεμένους με τον κόσμο ή με την δυσκολόφευγη αμαρτία του κόσμου. Αλλά, όταν η αγάπη του Χριστού κυριέψει τη καρδιά μας, περιτρέχουμε με ανήσυχη τη ψυχή, δρυμούς και λειμώνες, άνυδρες ερήμους και απρόσιτες βραχοκορφές, όπου οι δεσμοί μας με τη γη χαλαρώνονται και η θεία μέθεξη ,μας κάνει να ψιθυρίζουμε τα φοβερά εκείνα λόγια του Αποστόλου Παύλου: «Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; Θλῖψις ἤ στενοχωρία ἤ διωγμός ἤ λιμός ἤ γυμνότης ἤ κίνδυνος ἤ μάχαιρα; Πέπεισμαι γὰρ ὅτι οὔτε θάνατος, οὔτε ζωή, οὔτε ἄγγελοι, οὔτε ἀρχαί, οὔτε δυνάμεις, οὔτε ἐνεστῶτα, οὔτε μέλλοντα, οὔτε ὕψωμα, οὔτε βάθος, οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν».


Τώρα πια ο πνευματικός δεσμός του αγίου Ιωάννου με το Θεό είναι τέτοιος, που θα μπορούσε να πει τα λόγια του ιερού Αυγουστίνου: θα ήταν προτιμότερο για μένα να μην υπάρχω καθόλου, παρά να είμαι δίχως το Χριστό -«ἄμεινον ἦν μοι μηδαμῶς εἶναι, τοῦ Ἰησού ἄνευ εἶναι»! Γι’ αυτό και όταν οι Μοναχοί της Ιεράς Μονής του Σινά τον κάλεσαν, εκτιμώντας τη σοφία του και την αγιότητά του, και τον έκαναν Ηγούμενό τους, εκείνος, που είχε ζήσει τόσο καιρό στη γλυκεία έρημο, μελετώντας και μιλώντας μοναχά με το Θεό, δεν μπόρεσε ν’ αντέξει, και έφυγε πάλι για να βρει την έρημό του. Εκεί συνέχισε, με την πηγή των δακρύων του την ακατάπαυστη, να γεωργεί της ερήμου το άγονο και, με τη χάρη του Θεού, να απολαμβάνει εκατονταπλασίονα καρποφορία από τους πνευματικούς πόνους του, όπως μας δείχνει η «ουρανοδρόμος Κλίμαξ», που μας άφησε, πνευματική κληρονομιά ανεκτίμητη και αξεπέραστη.


***


Όλη η αγία πείρα και οι μυστικές εμπειρίες του αγίου Ιωάννου, βρίσκονται στην «Κλίμακά» του, που με πολλή ταπείνωση έγραψε, όταν του ζητήθηκε, σχεδόν κατ’ επιταγή, από τον ηγούμενο της Μονής Σινά Ιωάννην. Εκεί στη «Κλίμακα» φαίνεται, ότι ανέβηκε στο όρος Σινά και εισήλθε, ωσάν νέος θεόπτης Μωϋσής, στο θείον και άδυτον γνόφον· διάβηκε με το νου του τα σκαλοπάτια της ουράνιας κλίμακος· έφτασε στο Θεό με τον καθαρό και άγιο λογισμό του, κι αφού δέχτηκε το θείο φωτισμό, μας έδωσε τις νέες θεοχάρακτες πλάκες, με τις οποίες μπορούμε κ’ εμείς να ανεβούμε την πνευματική σκάλα που φέρνει στο Θεό. Θα προτιμούσα όμως να λιγοστέψουν τα φτωχά δικά μου σχόλια, και να σας δώσω μερικά μόνο κομμάτια, σε κατανυκτική μετάφραση και γλώσσα, απ’ το αριστούργημα της ασκητικής φιλολογίας, που λέγεται «Κλίμαξ» – το γνωστό έργο του Ιωάννου.


Ιδού, έν’απόσπασμα από το λόγο του για την καλοσύνη. «Εις τες ήμερες καρδίες αναπαύεται ο Θεός, μα εις τες άγριες κάθεται ο διάβολος. Οι ήμεροι και εύσπλαγχνοι, θέλουσι κάθεσθαι άφοβα εις τον τόπον τους, και θέλουσι κληρονομήσει και την δόξαν την ουράνιον. Μα οι ανήμεροι και άσπλαγχνοι θέλουσι κουρσευθή από την γην τους και από τα γονικά τους, και να αποκτήσουν ατιμίαν αιώνιον. Η ήμερη ψυχή είναι καθέδρα καλοσύνης, μα η σκληρά και απάνθρωπος είναι εργαστήριον της πονηρίας. Η ήμερη ψυχή είναι βρύση της σοφίας, και ποτίζει του λόγου της και τους άλλους θεϊκήν γνώσιν, ωσάν πώς μας το λέγει ο ψαλμός: “ὁδηγήσει πραεῖς ἐν κρίσει”. Ο Κύριος οδηγά και διδάσκει πάντα τους ήμερους να κρίνουσι και να διαλέγουσι το καλόν και το κακόν, και να το φανερώνουν και εις τους άλλους. Μα τους άτυχους και σκληροκάρδιους, τους σκοτίζει ο δαίμονας να τρέχουν εις τα κακά και τα άδικα, και να σύρουν και αμπώθουν και τους ομοίους τους. Η ήμερη και ίσια ψυχή, έχει σύντροφον την ταπείνωσιν, μα η πονηρή είναι σκλάβα της υπερηφανείας. Η ήμερη ψυχή γεμώνει αγίαν γνώσιν, μα η αυστηρή και σκληρά, τυφλώνεται από σκότος και αγνωσίαν… Από την ημερότητα ακολουθεί η απλότης η οποία είναι μία άκακη και παστρική καρδία, και ζωή απονήρευτη, και συνήθεια ασκανδάλιστη και ορθή καλοσύνη, όπου γίνεται εις την ψυχήν από την θεϊκήν βοήθειαν και ανθρωπίνην σπουδήν και κόπον…»


***


Από το λόγο του για τη πολυφαγία, που για την εποχή μας έχει καταπληκτικήν επικαιρότητα, μεταφέρουμ’ εδώ ένα μικρό κομμάτι: «Η κοιλία μοναχή της είναι όπου σηκώνει ταις ανεμοταραχαίς και όλα τα κύματα και μας καταποντίζουν. Και από τούτην έχουσιν όλα τα πάθη την αρχήν και την κίνησιν, να μας βυθίζουν εις ταύτην τη σιχαμερήν θάλασσαν και να μας πνίγουσιν. Εκείνος όπου νηστεύει, είναι καθαρός ο νους του και έξυπνος εις την προσευχή του προς τον Θεόν. Μα εκείνος όπου χορταίνει, γεμώνει ο νους του όλο σιχαμερούς λογισμούς και πρόσωπα. Η χόρτασις της κοιλιάς ξηραίνει τα δάκρυα, μα η πείνα της τα γεννά και αν θέλεις δάκρυα νήστευε. Όποιος θέλει να χορταίνει τη κοιλίαν του, και να νικά και το δαίμονα της πορνείας, είναι όμοιος εκείνου που θέλει να σβήσει ένα μεγάλο καμίνι και αφανόν με το λάδι· διατί, καθώς το λάδι ανάπτει την φλόγα, έτσι και η πολυφαγία τη σαρκικήν πύρωσιν. Όταν πεινά και θλίβεται η κοιλία, τότε ταπεινώνεται η καρδιά· μα όταν χορταίνει και χαίρεται, υπερηφανεύεται ο λογισμός και υπερυψώνεται… Η νηστεία είναι ένα σπαθί που κόπτει τους κακούς λογισμούς από την ψυχήν, και την ελευθερώνει από τα σιχασερά όνειρα και φαντάσματα· και την κάνει να στέκεται ήσυχη και ασύγχυστη εις την προσευχήν, και να φωτίζεται από το Θεόν, και να φυλάσσει τον νουν της· και να έχει ανοιχτά τα μάτια της, και να κατανύγεται και να αναστενάζει, να κλαίει με δάκρυα και ταπείνωση και να συντρίβει πασίχαρη τη καρδίαν, και να παύει τη πολυλογίαν, και να ησυχάζει με σιωπήν, και να κρατά ξέγνοιαστον και ύγειον το κορμί, διατί -καθώς το βεβαιώνουσιν οι ιατροί- η νηστεία είναι μητέρα της υγείας· και προξενά την καθαρότητα, και διώχνει τας αμαρτίας, και ανοίγει την πόρταν του Παραδείσου».


***


Ω, να μπορούσε κάθε άνθρωπος, που θέλει να λέγεται πνευματικός, να διαβάζει λίγες σελίδες από την «ουρανοδρόμο Κλίμακα» του αγίου Ιωάννη! Θα καταλάβαινε, πως, πάνω από τις ανθρώπινες αδολεσχίες και τα παιχνιδίσματα του λόγου και των λέξεων, που κάνουν δύσκολη τη θεολογία της Εκκλησίας μας κι απομακρύνουν τον πιστό από τον ίσιο και απλό δρόμο, επάνω απ’ όλα αυτά υπάρχει η απλή αλήθεια και η πνευματική ομορφιά, όπως την έπλασε ο Θεός και όπως την είδαν όσοι απόχτησαν, με αγώνα και άσκηση, καθαρή καρδία και θεωμένο λογισμό και νου. Όλες οι δυσκολίες και τα δυσνόητα και τα δύσληπτα γίνονται τότε απλά, καταληπτά, εύκολα, όπως στον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος, για τον οποίο μπορούμε να πούμε το Πατερικό «δογμάτων βυθὸς μέγας· νοῦς δὲ ἀσκητοῦ, ἐν αὐτοῖς ἀκινδύνως ἅλλεται».




Π.Β. Πάσχος, Έρως Ορθοδοξίας, εκδ. Ε΄ Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 2006.

Η πορεία προς τη συνάντηση με το Χριστό είναι μια κλίμακα

 π. Φιλόθεος Φάρος


Η πορεία προς τη συνάντηση με τον αναστημένο Χριστό είναι μια ανοδική κλίμακα ανεξάντλητη. Όπως ο Θεός είναι απεριόριστος και η δυνατότητά μας να Τον συναντήσουμε και να ενωθούμε μ’ αυτόν είναι απεριόριστη. Η δυνατότητα που υπάρχει για να ενωθεί ο άνθρωπος με το Θεό δεν εξαντλήθηκε και δεν θα εξαντληθεί ποτέ από κανέναν ούτε στη γη ούτε στον ουρανό.


Μέτρο και σκοπός της πνευματικής ζωής είναι το ποσοστό αυτής της ενώσεως του ανθρώπου με το Θεό και αρετή είναι η έκφραση αυτής της ενώσεως. Όπως δεν μπορούμε να μιλάμε για το αν ενωθήκαμε ή όχι με το Θεό αλλά για το πόσο ενωθήκαμε, έτσι δεν μπορούμε να μιλάμε για το αν έχει ή δεν έχει ένας άνθρωπος μια αρετή, αλλά πόσο την έχει. Η αρετή δεν έχει όρια, λέει ο Γρηγόριος Νύσσης στο βίο του Μωυσέως, και το μόνο όριο της αρετής είναι ότι δεν έχει όρια. Η νομική θεώρηση της αρετής είναι αδύνατη μέσα στο πνεύμα του Χριστού και η αξίωση από τον άνθρωπο για μια νομική πραγμάτωση της αρετής είναι τα «βαρέα φορτία και δυσβάστακτα» που βάζουν στους ώμους των ανθρώπων οι υποκριτές που κλείνουν έτσι τη βασιλεία των ουρανών έμπροσθεν των ανθρώπων «και αυτοί οι ίδιοι δεν μπαίνουν σ’ αυτή αλλά εμποδίζουν και όσους θέλουν να μπουν» (Ματθ. 23, 4, 14).


κλίμακα


Κάθε άνθρωπος μπορεί να επιδιώξει την αρετή ανάλογα με το επίπεδο της πνευματικής του αναπτύξεως και ανάλογα με το πόσο έχει αναπτύξει τη σχέση του με το Θεό.


Δεν μπορούμε να ζητάμε από κανέναν κάτι που προϋποθέτει ένα υψηλότερο επίπεδο πνευματικής αναπτύξεως, και ο Θεός δεν κρίνει τον άνθρωπο από τα αποτελέσματα αλλά από το κατά πόσο η προσπάθειά του είναι εκείνη που είναι δυνατή για το επίπεδό του. Γι’ αυτό στα μάτια του Θεού μικρότερα αποτελέσματα, όπως ο οβολός της χήρας, έχουν μεγαλύτερη αξία από άλλα εντυπωσιακότερα, που όμως είναι κατώτερα εκείνων που μπορούσαν να επιτύχουν αυτοί που τα πραγματοποίησαν.


Με ανάλογο τρόπο και κριτήρια θα πρέπει να αντιμετωπίσει κάθε χριστιανός το συνάνθρωπό του και με την απαραίτητη ευαισθησία που θα του επιτρέψει να υπολογίσει σωστά τις δυνατότητές του σε μια ορισμένη στιγμή της ζωής του.


Ήλθαν κάποτε ορισμένοι μοναχοί στον αββά Αντώνιο που είχε αυτή την ευαισθησία και του λένε: Πες μας λόγο για να σωθούμε. Ο Γέροντας τους λέει: Ακούσατε τη Γραφή; αυτό είναι αρκετό. Εκείνοι όμως είπαν: Θέλουμε ν’ ακούσουμε κι από σένα, γέροντα. Εκείνος τότε τους είπε: το Ευαγγέλιο λέει· «ἐάν τίς σε ραπίσῃ εἰς τὴν δεξιάν σιαγόνα, στρέψον αὐτῷ καὶ τὴν ἄλλην». Εκείνοι του λένε: Δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό. Τους λέει ο Γέροντας: Αν δεν μπορείτε να στρέψετε και την άλλη σιαγόνα, υπομείνατε το ράπισμα στη μία. Του λένε εκείνοι: Ούτε αυτό μπορούμε να κάνουμε. Τους λέει ο Γέροντας: Αν ούτε αυτό δεν μπορείτε, μη δώσετε αυτό που πήρατε. Και αυτοί είπαν, ούτε αυτό μπορούμε. Λέει ο Γέροντας στο μαθητή του: Φτιάξε τους λίγη σούπα γιατί είναι άρρωστοι. Εάν αυτό δεν μπορείτε να το κάνετε και εκείνο δεν θέλετε να το κάνετε, τι να σας κάνω; Ανάγκη προσευχής.[1]


Αυτοί που βλέπουν τις εντολές του Χριστού νομικά και πιστεύουν ότι τις τηρούν, παίζουν ένα θανάσιμο παιχνίδι με τον εαυτό τους, γιατί αυτοεξαπατούνται ότι έχουν προχωρήσει πολύ στην πορεία για τη συνάντηση με τον αναστημένο Χριστό, ενώ στην πραγματικότητα λατρεύουν το καθρέφτισμα του ίδιου του εαυτού τους σαν το Νάρκισσο. Αλλά και στους άλλους κάνουν ένα τρομερό κακό. Τους δίνουν την εντύπωση ότι η πλήρης τήρηση των εντολών είναι δυνατή και ότι επομένως η δική τους ανικανότητα να την επιτύχουν είναι απόδειξη μιας φοβερής κατάντιας, μιας οντολογικής διαστροφής που δεν έχει θεραπεία και αυτό τους οδηγεί στην απόγνωση και στην εγκατάλειψη κάθε προσπάθειας να πλησιάσουν και να συναντήσουν τον αναστημένο Χριστό.


Ο Κοσμάς ο Αιτωλός που βλέπει την πορεία προς το Χριστό σαν μια ανεξάντλητη κλίμακα, όπως όλοι οι Πατέρες της Ανατολής, καταστρέφει τη θανάσιμη ψευδαίσθηση των πρώτων και ξαναζωντανεύει τις νεκρωμένες ελπίδες των τελευταίων, λέγοντας:


«Ακούσατε, αδελφοί μου, τι λέγει ο Κύριός μας; Λέγει έτσι: Καθώς εγώ εγεννήθηκα και εβάλθηκα εις το παχνί των άλογων ζώων, υβρίσθηκα, επεριγελάσθηκα, εδάρθηκα, επείνασα, εδίψησα, επεριπάτησα γυμνός, έλαβα σταυρικόν θάνατον, έχυσα και το αίμα μου δια την αγάπην σας, δια να σας ελευθερώσω από τας χείρας του Διαβόλου, από την Κόλασιν, έτσι πρέπει και η ευγένειά σας την αυτήν αγάπην να έχετε εις τον Θεόν και εις τους αδελφούς σας και, αν τύχη και ανάγκη, να χύνετε και το αίμα σας διά την αγάπην του αδελφού σας. Είναι κανένας εδώ όπου να έχει την αγάπην εις τον Θεόν και εις τους αδελφούς του καθώς ο Χριστός μας; -Εγώ, άγιε του Θεού. -Άκουσε, παιδί μου, να σε ειπώ. Η τελεία αγάπη είναι να πουλήσης όλα σου τα πράγματα, να τα δώσης ελεημοσύνην και να πηγαίνης και εσύ να εύρης κανέναν αυθέντη να πουληθής σκλάβος και όσα πάρης να τα δώσης όλα, να μη κρατήσης ένα άσπρο. Ημπορείς να το κάμης αυτό να γένης τέλειος; Βαρύ σε φαίνεται. Άκουσε: Εις την Ανατολήν ήτον ένας δεσπότης. Του επήραν από την επαρχίαν του εκατό ανθρώπους σκλάβους. Επούλησεν όλα του τα πράγματα και τους εξεσκλάβωσεν. Ένα παιδίον μιανής πτωχής χήρας απόμεινε σκλαβωμένο. Δεν είχε πώς να το ξεσκλαβώση και αυτός τι κάμνει; Πηγαίνει και ξουρίζεται και βγάνει τα γένεια. Επήγε και επαρακάλεσε τον αυθέντη όπου είχε το παιδίον να το ελευθερώση και να κρατήση εκείνον σκλάβον. Το ελευθέρωσεν από την σκλαβιάν και αυτός εκάθισεν εις τον αυθέντη και απερνούσεν μεγάλην σκληραγωγίαν, έως οπού διά την υπομονήν οπού έκαμε τον ηξίωσεν ο πανάγαθος Θεός και έκαμε θαύματα. Ύστερα τον ελευθέρωσεν ο αυθέντης του και πάλιν έγινεν αρχιερεύς καθώς ήτον και πρωτύτερα. Την αυτήν αγάπην θέλει ο Θεός να έχωμεν και ημείς. Ευρίσκεται κανένας να έχη αυτήν την αγάπην, να κάμη καθώς έκαμε και ο δεσπότης; Βαρύ σε φαίνεται. Δεν ημπορείς να το κάμης αυτό, κάμε άλλο: μη πουληθής εσύ σκλάβος, μόνον πούλησε τα πράγματά σου, δώσε τα όλα ελεημοσύνην, το κάμνεις; Ακόμη βαρύ σε φαίνεται και αυτό. Ας έλθωμεν παρακάτω. Δεν ημπορείς να δώσεις όλα σου τα πράγματα, δώσε από τα μισά, δώσε από τα τρίτα ένα, δώσε από τα πέντε ένα. Ακόμη βαρύ σε φαίνεται; Κάμε άλλο, δώσε από τα οκτώ, δώσε από τα δέκα ένα, το κάμνεις; Ακόμη βαρύ σε φαίνεται. Κάμε άλλο, μη κάμης ελεημοσύνην, μη πουληθής σκλάβος, ας έλθωμεν παρακάτω: μη πάρης το ψωμί του αδελφού σου, μη πάρης το εξωφόρι του, μην τον κατατρέχης, μην τον τρως με την γλώσσα σου. Μήτε και αυτό το κάμνεις; Ας έλθωμεν παρακάτω, κάμε άλλο: τον ευρήκες τον αδελφόν σου μέσα εις την λάσπην και δεν θέλεις να του κάμης καλό, μη του κάμης κακόν, άφησέ τονε. Πώς θέλομεν να σωθούμεν, αδελφοί μου; Το ένα μας φαίνεται βαρύ, το άλλο βαρύ. Που να πάμε παρακάτου, δεν έχουμε να κατεβούμεν. Ο Θεός είναι εύσπλαχνος, ναι, μα είναι και δίκαιος, έχει και ράβδον σιδηράν».[2]


Την τετάρτη Κυριακή των Νηστειών η Εκκλησία τιμά τη μνήμη του Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος, γιατί σ’ αυτό το σημείο της πορείας προς τη συνάντηση με τον αναστημένο Χριστό πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτή η πορεία είναι μια ανεξάντλητη κλίμακα και ότι η συνάντησή μας με το Χριστό δεν εξαρτάται από τη βαθμίδα της τελειότητας στην οποία βρισκόμαστε αλλά από τον πόθο της συναντήσεως. Στο επόμενο βήμα θα γίνει εμφανές ότι μια πόρνη, που όμως φλογίσθηκε απ’ αυτό τον πόθο, αξιώθηκε να ακούσει τη φωνή του Κυρίου να την καλεί, όπως εκείνη την άλλη Μαρία τη μία των Σαββάτων.


[1] Αποφθέγματα Πατέρων, Migne 65, σ. 81


[2] Ι. Μενούνου, Κοσμά Αιτωλού Διδαχές, εκδ. Τήνος, 1979, Αθήνα 6.




π. Φιλόθεος Φάρος, Πριν και μετά το Πάσχα, Εκδ. Ακρίτας, Αθήνα, 1998

Δ΄ Κυριακή Νηστειών (Ιωάννου Κλίμακος)

 Νευράκης Νικόλαος


«Φέρετέ μοι αὐτὸν πρὸς με»


(Μάρκ. 9, 19)


Υπάρχουν πολλά είδη συναντήσεων στον κόσμο μας. Υπάρχουν συναντήσεις αθλητικές, ποδοσφαιρικές, αστροναυτών, συναντήσεις εμπορικές, καλλιτεχνικές, επιστημονικές, συναντήσεις φίλων, συγγενών, οικείων, συναντήσεις με γιατρούς, παιδαγωγούς, πνευματικούς πατέρες και άλλες πολλές. Όλες αυτές είναι αξιόλογες, χρήσιμες, επωφελείς. Αλλά ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ αιωνιότητας είναι η γνωριμία και ο σύνδεσμος με τον Χριστό. Η Αγία Γραφή αναφέρει πολλές τέτοιες λαμπρές συναντήσεις (Ζακχαίου, ληστή, κ.α.)


Σήμερα το Ευαγγέλιο μας μιλάει για μια ευτυχισμένη συνάντηση ενός πατέρα και ενός γιου με τον Ιησού. Ο Νέος ήταν δαιμονισμένος. Είχε τη χειρότερη δοκιμασία. Ο ι. Χρυσόστομος γράφει ότι ο διάβολος είναι ο πιο μεγάλος τύραννος (Ε.Π. 50, 677). Ο διάβολος είναι προσωπικότητα και μάλιστα η πιο σκοτεινή. Ο ι. ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει ότι ο Χριστός ήλθε στη γη για να λύσει τα έργα του διαβόλου (Α΄ Ιω. 3, 8). Ο μακαριστός π. Ιωήλ Γιαννακόπουλος γράφει ότι όπως ο Χριστός έχει Επισκόπους, Πρεσβυτέρους και Διακόνους, έτσι και ο Διάβολος έχει οραματίστριες, μάγους και μέντιουμ.


Δ΄ Κυριακή Νηστειών


Το σημερινό Ευαγγέλιο μπορούμε να το επιγράψουμε «Ο Χριστός και οι νέοι». Το θέμα αυτό είναι πάντοτε επίκαιρο και διαρκώς σπουδαίο. Μερικοί κακώς νομίζουν ότι αν πλησιάσουν τον Χριστό και την Εκκλησία Του, το κήρυγμα και κατηχητικό υπάρχει κίνδυνος να γίνουν αντικοινωνικοί, απόκοσμοι και οπισθοδρομικοί. Ουδέν τούτου ψευδέστερον. Το αντίθετο είναι παρατηρημένο. Αναφέρουμε μερικά παραδείγματα: Ένα γαλλικό περιοδικό έγραφε πριν ακριβώς 100 χρόνια ότι κάποιος άπιστος άνθρωπος ύστερα από συστηματικό αγώνα χρόνων κατάφερε να ξεριζώσει από την καρδιά της γυναίκας του την πίστη στο Θεό. Αποτέλεσμα αυτής της παραφροσύνης ήταν μια μέρα να σκοτώσει τα 3 παιδιά της και στη συνέχεια να αυτοκτονήσει. Συνέβη αυτό το πολλαπλό έγκλημα γιατί χάθηκε η ευτυχία. Σε σημείωμα της τραγικής γυναίκας υπήρχαν τούτα τα λόγια: «Από τότε που βγήκε από μέσα μου η πίστη στο Θεό δεν μπορώ να υποφέρω τις δυσκολίες της ζωής και για να μην πάθουν τα παιδιά μου το ίδιο τα σκοτώνω και αυτοκτονώ» (Υακίνθου, Θησαυρός γνώσεων και ευσεβείας, Αθήναι α.χ. σ. 562). Πόσο δίκιο είχε ο άγ. Χρυσόστομος όταν έγραφε: «Ὁ ἐν Θεῷ ὤν ἀεὶ χαίρει». Ένα βιβλίο με τον τίτλο «Όχι ιερεύς μεταξύ μας» αναφέρει περίπτωση νέας που παντρεύτηκε άπιστο άνδρα και κατάντησε ψυχοπαθής, όταν ο σύζυγός της της απηγόρευσε να έχει επαφές με την εκκλησία. Ένα άλλο βιβλίο επιγραφόμενο «Πώς σκότωσα το παιδί μου» αναφέρει τις προσπάθειες μιας μητέρας να μην αφήνει το παιδί της να πηγαίνει στην εκκλησία και να γίνει μάλιστα και ιερέας. Ο νέος εκείνος ματά τον στρατό βλέποντας ότι η ζωή χωρίς ιδανικά και μάλιστα χωρίς πίστη δεν έχει νόημα φόνευσε τον εαυτό του (Λ. Διαμαντοπούλου, Προσωπογραφία, Αθήναι 1992 σ. 97). Εκτός από τα παραπάνω αρνητικά παραδείγματα έχουμε και πολλά θετικά. Πλείστοι νέοι όταν βρήκαν την πίστη τους στο Χριστό εκτόπισαν την θλίψη και έγιναν άλλοι άνθρωποι γεμάτοι ζωντάνια, δράση, ευτυχία. Κάποιος τέτοιος νέος στις αρχές του αιώνα μας ήταν αδιάφορος προς την πίστη και γι’ αυτό αγχώδης. Πήγε στην Ελβετία στον ξακουστό γιατρό Γιουγκ. Η πρώτη ερώτηση του γιατρού στο νεοέλληνα ήταν η εξής: «Ποια είναι, κύριε, η σχέση σας με τον Θεό;» Σε αρνητική απάντηση του νέου ο Γιουγκ είπε: Πηγαίνετε πρώτα να τακτοποιηθείτε με τον Θεό και αμέσως θα διαλυθεί το άγχος σας. Αυτός ο νέος ήταν ο μετέπειτα καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών αείμνηστος Σπυρ. Καλλιάφας διαπρεπής ψυχολόγος και φλογερός χριστιανός. Είναι ευτύχημα ότι όλοι οι μεγάλοι μύστες της Παιδαγωγικής παραδέχονται ότι ο Χριστιανισμός είναι το πιο μεγάλο γεγονός στην ιστορία της αγωγής. Το ευαγγέλιο του Θεανθρώπου λύνει όλα τα προβλήματα, κοινωνικά και μεταφυσικά. Και οι Πατέρες της Εκκλησίας είναι οι ασύγκριτοι Δάσκαλοι όλων των εποχών. Ευτυχείς όσοι έχουν την επικοινωνία με τον μοναδικό Σωτήρα και Λυτρωτή τον Χριστό.


Δυο μεγάλα όπλα στα χέρια του Χριστιανού είναι η προσευχή και νηστεία. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο πιο μεγάλος σύγχρονος ποιητής Θωμάς Έλιοτ έγινε από άπιστος πιστός όταν ένα δειλινό αντίκρυσε μπροστά σε εξωκκλήσι προσευχομένους χωρικούς που τα πρόσωπά τους έλαμπαν από θεϊκή χάρη και χαρά. (Περ. Ακτίνες, 1949, σ. 60). Μπορεί να είναι μικρή η προσευχή, όπως του Τελώνη, του Ασώτου, του Ληστή και δυναμική. Χρειάζεται «ώρα ψυχής» κατά ι. Χρυσόστομο. Αυτό μετράει. Η νηστεία τροφών και κακιών είναι μαχαίρι που ξεριζώνει τα πάθη από τις ανθρώπινες καρδιές. Φυσικά την νηστεία των τροφών εφαρμόζουν οι υγιείς και όχι οι ασθενείς. Η νηστεία γίνεται σύμφωνα με τις δυνατότητες του καθενός, γιατί την απόλυτη νηστεία (π.χ. τριήμερο κ.τ.τ.) δεν την μπορούν οι πολλοί. Στην πραγματικότητα νηστεία σημαίνει ξηροφαγία, μονοφαγία, λιγοφαγία. Αυτά όμως είναι για τους πολλούς δύσκολα αθλήματα. Τουλάχιστον να κρατούνται οι Τετάρτες και Παρασκευές και οι καθιερωμένες Σαρακοστές. Ο κάθε άνθρωπος νηστεύοντας έχει διπλή υγεία, σωματική και ψυχική.




Νευράκης Νικόλαος, Το κατανυκτικό Τριώδιο, Αθήνα, 1995

Τέταρτη εβδομάδα και Κυριακή

 Γέροντας Πετρώνιος Τανάσε


Η τετάρτη εβδομάδα που ευρίσκεται στο μέσον της Νηστείας φωτίζεται από την παρουσία του Τιμίου Σταυρού, τον οποίο μνημονεύουν αδιάκοπα οι ακολουθίες αυτών των ημερών. «Μέσον διιπεύοντες σήμερον, ἡμερῶν τῆς ἐγκρατείας, τῇ δυνάμει τοῦ Σταυροῦ, τὸν ἐν τοῦτῳ ὑψωθέντα, μέσον γῆς ὡς κραταιὸν καὶ Θεὸν δοξολογήσωμεν…».


Ο τίμιος Σταυρός αυτές τις ημέρες ευρίσκεται στο προσκυνητάρι για προσκύνημα υπό των πιστών. «Σήμερον τὸν Σταυρὸν τοῦ Κυρίου προσκυνοῦντες, βοήσωμεν: “Χαῖρε ζωῆς ξύλον, ἅδου καθαιρέτα, Χαῖρε χαρὰ κόσμου, φθορᾶς ἀναιρέτα, Χαῖρε ὁ τοὺς δαίμονας σκορπίζων τῇ δυνάμει σου”…».


Μαζί με την τιμή του Σταυρού μνημονεύεται αυτή την εβδομάδα και η παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου, που μας υπενθυμίζει πάλι τον κίνδυνο της υπερηφανείας και την μεγάλη ωφέλεια της ταπεινώσεως. Τα αμαρτωλά έργα που εκάναμε είναι πάντοτε μία αφορμή ταπεινώσεως και κραυγής με τον τελώνη: «Ἀτενίσαι τὰ ὄμματα εἰς οὐρανὸν οὐ τολμῶ ὁ τάλας ἐγώ, ἐκ τῶν πονηρῶν μου πράξεων…» (Εσπερινός της Κυριακής).


«Τοῖς πάθεσι δουλώσας τῆς ψυχῆς μου τὸ ἀξίωμα, κτηνώδης ἐγενόμην, καὶ οὐκ ἰσχύω ἀτενίσαι πρὸς σὲ Ὕψιστε, ἀλλὰ κάτω νενευκὼς Χριστέ, ὡς ὁ Τελώνης, δέομαι κραυγάζων σοι: ὁ Θεὸς ἱλάσθητί μου καὶ σῶσον με» (Εσπερινός της Παρασκευής).


Αλλά ο Χριστός μας εδίδαξε, περισσότερο από το παράδειγμα του Τελώνου, την ταπείνωση με την ίδια την ταπεινωμένη ζωή Του. Γι’ αυτό: «Παρὰ Κυρίου, τοῦ ταπεινώσαντος ἑαυτόν, μέχρι τοῦ διὰ σταυροῦ θανάτου, διὰ σε, μαθοῦσα ψυχή μου, τὴν ἐξ ἐπάρσεως ταπείνωσιν, καὶ τὴν ἐκ ταπεινώσεως ὕψωσιν, ἐπ᾿ ἀρεταῖς μὴ ἐπαίρου, μηδὲ σαυτὴν δικαίαν ὑποπτεύσασα, τὸν πλησίον κατάκρινε, ὡς ὁ μεγάλαυχος φαρισαῖος, ἀλλὰ τῶν ἁμαρτημάτων μνημονεύουσα μόνον, ὡς ὁ τελώνης βόησον: Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Εσπερινός της Πέμπτης).


Με την ταπείνωσή Του ο Κύριος μας εχάραξε την μοναδική οδό της ταπεινώσεως: «Ἀρίστην ὁδὸν ὑψώσεως Χριστέ, τὴν ταπείνωσιν ἔδειξας, σεαυτὸν κενώσας καὶ μορφὴν δούλου λαβών, τοῦ φαρισαίου τὴν μεγάλαυχον εὐχὴν μὴ προσιέμενος, τοῦ δὲ τελώνου τὸν συντετριμμένον στεναγμόν, ὡς ἱερεῖον ἄμωμον, ἐν τοῖς ὑψίστοις προσδεχόμενος».


Η Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως με την αναφορά της στις δύο ευαγγελικές παραβολές, του Ασώτου Υιού και του Τελώνου, έχει ένα βαθύ πνευματικό νόημα. Ο Σταυρός από το ένα μέρος είναι σημείο της ανεκφράστου ευσπλαγχνίας και απείρου αγάπης του Θεού. «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν Αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν…» (Ιωάν. 3, 16). Ενώ από το άλλο μέρος είναι το σημείο  της απεράντου ταπεινώσεως του Κυρίου, ο οποίος «ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ» (Φιλιπ. 2, 8).


Αυτά μας διδάσκει ο Σωτήρ μ’ αυτές τις δύο παραβολές. Μας το φανέρωσε τελειότερα με τον σταυρικό του θάνατο. Ταπείνωσις και αγάπη είναι το πλήρωμα της πνευματικής τελειότητος. Αυτές τις αρετές τις ζητάμε με τόση επιμονή, καθ’ όλη την διάρκεια της Νηστείας, με την προσευχή του οσίου Εφραίμ. Το αυτό μας αποκαλύπτει ο Κύριος με το μυστήριο του Σταυρού Του, το οποίον τιμούμε στο μέσον της Αγίας Τεσσαρακοστής.


Η τετάρτη Κυριακή θέτει ενώπιόν μας, ωσάν μία ζωντανή εικόνα, όλες τις αρετές του μεγάλου πατρός και διδασκάλου της μετανοίας, του αγίου Ιωάννου του συγγραφέως του βιβλίου που λέγεται Κλίμαξ. Η ζωή του ήτο ζωή μυστική, ταπεινή και φλογισμένη από τον θείο έρωτα. Δεκατέσσερα χρόνια έζησε στην ησυχία, συνεχώς πυρακτούμενος από τον ένθεο ζήλο και την φλόγα της θείας αγάπης.


Τέταρτη εβδομάδα και Κυριακή


Όλη η βιοτή του ήτο μία αφιέρωσις στην αδιάκοπη προσευχή και την πύρινη αγάπη του Θεού. Γι’ αυτό έγινε πρότυπο πάσης αρετής και εμπειρίας ιατρός των αρρωστημένων ψυχών μας. Με την ταπεινωτική του σοφία, διότι το Άγιο Πνεύμα ωμιλούσε δια του στόματός του, ανεδείχθη απλανής αστήρ φωτίζων τα πέρατα του κόσμου. (Βλέπε Κοντάκιον του Αγίου).


Τον πλούτο αυτής της σοφίας του συγκέντρωσε στο πνευματικό του θησαυροφυλάκιο, που ονομάζεται «Κλίμαξ του παραδείσου», την οποία προσέφερε ως το τιμιώτατο δώρο στον ορθόδοξο μοναχισμό.


Αποτελείται από 30 βαθμίδες (σκαλιά), όσα ήσαν και τα χρόνια της ταπεινἤς ζωής του Κυρίου μας, και μας ανεβάζει από σκαλί σε σκαλί, από τα επίγεια στα ουράνια. Φυγή εκ του κόσμου, δηλαδή απάρνησις περιουσιών, συγγενών, του ιδίου του εαυτού μας, υποταγή σ’ έναν έμπειρο διδάσκαλο, μετάνοια μετά δακρύων, μνήμη θανάτου, σιωπή, απροσπάθεια και άρνησις κάθε ανθρωπίνης φροντίδος, όλα αυτά μας βοηθούν να ξεριζώσουμε τα πάθη από την καρδιά μας, όπως γαστριμαργία, φιλαργυρία, υπερηφάνεια, ακηδία και τα λοιπά πάθη, και μας ανεβάζουν ψηλά για την απόκτηση των πνευματικών αρετών, όπως είναι η πραότης, αγνεία, ακτημοσύνη, αγρυπνία, ταπείνωσις, εγρήγορσις, προσευχή, ησυχία, απάθεια και οι τρεις μεγάλες θεολογικές αρετές: πίστις, ελπίς και αγάπη.


Αφού ο ίδιος ανέβηκε προηγουμένως τις βαθμίδες αυτής της κλίμακος και έφθασε στην κορυφή της, παρακινεί και εμάς λέγοντας: Ανεβείτε, αδελφοί, ανεβείτε αναβάσεις πνευματικές, ενθυμούμενοι τον Προφήτη που λέγει: «Δεῦτε ἀναβῶμεν εἰς τὸ ὄρος Κυρίου καὶ εἰς οἶκον Θεοῦ ἡμῶν» (Ησ. 2, 3).


Η μυστική-ουσιαστική διδασκαλία της Κλίμακος είναι η εξής: Όπως ο αναβάτης ανεβαίνει την κλίμακα από σκαλί σε σκαλί, έτσι ακριβώς και η πνευματική πρόοδος δεν επιτυγχάνεται με μαγικό τρόπο, αλλά με σύνεση σε μια συγκεκριμένη και αδιάκοπη αλληλοδιαδοχή καλών έργων, κατά την διάρκεια ολοκλήρου της ζωής μας και υπό την καθοδήγηση ενός δοκιμασμένου πνευματικού διδασκάλου.


Το βιβλίο «Κλίμαξ» του οσίου Ιωάννου, γεμάτο από θεία σοφία, είναι σπουδαίος οδηγός για τους αναχωρούντας εκ του κόσμου και για όσους θέλουν να πλουτισθούν με αληθινά βιώματα εν Χριστώ ζωής.


Καθ’ όλο το μήκος αυτής της σκάλας βλέπουμε σαν σε καθρέπτη τα σατανικά όπλα των αμαρτιών, την αλληλοδιαδοχή των αρετών και των παθών, για να μάθουμε την επιστήμη της θεογνωσίας και απαθείας, την απόκτηση των αρετών, που είναι η καρποφορία στην ζωή του μοναχού, ο οποίος ξεκινά με θεμέλιο την υπακοή και φθάνει στο ύψος του πληρώματος της θείας αγάπης.


Οι λόγοι της «Κλίμακος» είναι γεμάτοι από μυστικά νοήματα, απλά και βαθειά, αληθινά συνθήματα της πνευματικής ζωής.


«Ο μοναχός είναι βάθος ταπεινώσεως», «είναι βία φύσεως διηνεκής», είναι αειλαμπές φως των οφθαλμών της καρδίας».


Η ταπείνωσις είναι ο μεγάλος πλούτος του μοναχού, ο οίκος της ευτυχίας, στον οποίο δεν ημπορούν να πλησιάσουν οι νοητοί εχθροί. Ταπείνωσις και αγάπη είναι η αγιασμένη δυάς των αρετών. Η αγάπη εξυψώνει, ενώ η ταπείνωσις σκεπάζει και φυλάγει να μη πέσουν αυτοί που ανεβαίνουν ψηλά.


Η σπουδαιότερη απασχόλησις του μοναχού είναι η νήψις και η προσευχή. Ησυχαστής είναι αυτός που λέγει ότι «εγώ κοιμάμαι και η καρδία μου αγρυπνεί» (πρβλ. Ψαλμ. 5, 2). Η προσευχή είναι το μέσον γνώσεως του εαυτού μας, «καθρέπτης του μοναχού», «πλούτος του μοναχού», αδαμάντινο και ανεκτίμητο στεφάνι του μοναχού», σημείο της αγάπης του Θεού. Εάν θέλει να γνωρίσει γρήγορα ο μοναχός την ωφέλεια της προσευχής, ας ενώσει την μνήμη του ονόματος του Ιησού με την αναπνοή του.


Κάθε πνευματική πάλη του μοναχού γίνεται εναντίον των παθών και για την απόκτηση των αρετών. Ας προσέξουμε τα παρακάτω αποφθέγματα:


– Η ιατρεία της παρρησίας αγοράζεται με τον χρυσό της ταπεινώσεως.


– Όποιος απέκτησε την μνήμη του θανάτου δεν αμαρτάνει ποτέ.


– Υπακοή σημαίνει τάφος του προσωπικού θελήματος.


– Ο οκνηρός μοναχός είναι βασιλεύς του κόσμου της αμαρτίας.


– Ο αλαζόνας μοναχός δεν έχει ανάγκη από δαίμονες, διότι ο ίδιος έγινε δαίμονας του εαυτού του.


Η σωματική άσκησις έχει μεγάλη δύναμη κατά των δαιμόνων, διότι η αποξηραμένη λάσπη δεν προσελκύει πλέον τους χοίρους, ούτε και το μαραμένο από την άσκηση σώμα αναπαύει πλέον τους δαίμονες.


Η μεγαλύτερη φροντίδα του μοναχού είναι να λυτρωθεί από την αναισθησία, η οποία είναι «θάνατος της ψυχής προ του θανάτου σου σώματος». Ταυτόχρονα ν’ αγωνισθεί για την απάθεια, η οποία είναι «η ανάστασις της ψυχής προ της αναστάσεως του σώματος». Το τιμιώτερο στολίδι του είναι η αγία παρθενία και αγνεία. Αυτός που την επέτυχε, απέθανε και ανέστη και ζει από εδώ την αφθαρσία του μέλλοντος αιώνος.


Λόγω της ανεκτιμήτου αξίας που έχει το βιβλίο αυτό του Οσίου, διαβάζεται στις ιερές Ακολουθίες κατά την διάρκεια της Νηστείας και είναι ένα από τα κορυφαία και λαοφιλέστερα βιβλία του ορθοδόξου μοναχισμού. Ο συγγραφεύς του, όσιος Ιωάννης, κατέχει πρωτεύουσα θέση ανάμεσα στους μεγάλους διδασκάλους και Πατέρες της Εκκλησίας.


Η μνήμη του τιμάται μέσα στην περίοδο της Νηστείας και είναι ευκαιρία για όλους μας να ακούσωμε τα ασκητικά του παλαίσματα για τον προσωπικό μας αγώνα.


«Ὅσιε πάτερ τῆς φωνῆς τοῦ Εὐαγγελίου ἀκούσας, τὸν κόσμον κατέλιπες, τὸν πλοῦτον καὶ τὴν δόξαν εἰς οὐδὲν λογισάμενος. Ὅθεν ἐβόας: Ἀγαπήσατε τὸν Θεὸν καὶ εὑρήσετε χάριν αἰώνιον. Μηδὲν προτιμήσατε τῆς ἀγάπης αὐτοῦ, ἵνα ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ, εὑρήσητε ἀνάπαυσιν μετὰ πάντων τῶν ἁγίων, ὧν ταῖς ἱκεσίαις, Χριστέ, φύλαξον καὶ σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν».


Γέροντας Πετρώνιος Τανάσε, Οι Πύλες της Μετανοίας – Στοχασμοί στο Τριώδιο, Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη, 2003.

Ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος και η Δ’ Κυριακή των Νηστειών

 († Αρχ. Γεώργιος Καψάνης, Προηγούμενος Ι. Μ. Γρηγορίου Αγίου Όρους)


Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, τον οποίο σήμερα η Εκκλησία μας ιδιαιτέρως τιμά, είναι ένα πολύτιμο δώρο του Θεού στην Εκκλησία μας, διότι μας άφησε πολύτιμη παρακαταθήκη, την Κλίμακα, με την οποία μας διδάσκει δύο σπουδαία πράγματα.


Πρώτον, η πρόοδος στην πνευματική ζωή πρέπει να γίνεται μετ’ επιστήμης, όχι χωρίς πρόγραμμα, όχι πρόχειρα, όχι χωρίς συνέπεια, αλλά με προσοχή και με προσπάθεια ν’ αγωνιστεί κανείς να αποτινάξει από επάνω του τα πάθη και να οικειωθεί τις αρετές.


Και το δεύτερον, σ’ αυτόν τον αγώνα δεν μπορεί κανείς να φθάσει από την μια στιγμή στην άλλη στην τελειότητα, αλλά πρέπει με βαθμίδες να ανεβαίνει τις αρετές, να τις επιδιώκει, να τις επιθυμεί, να προσεύχεται γι’ αυτές ωσότου φθάσει στην υψίστη αρετή, που είναι η αγάπη.


Και ο άγιος Ιωάννης μάς αναφέρει 30 σκαλοπάτια στην κλίμακα των αρετών, τα οποία πρέπει ο αγωνιζόμενος μοναχός και χριστιανός να τα ανεβεί.


Είναι ένα μήνυμα σημαντικό όχι μόνο για τους μοναχούς, αλλά και για τους εν τω κόσμω αγωνιζομένους χριστιανούς, ότι δεν πρέπει να ξεχνάμε, παρασυρόμενοι από τις βιοτικές μέριμνες, ότι κύριος σκοπός της ζωής μας, είναι η τελείωσή μας. Είναι η ένωσή μας με τον Θεό. Είναι η κάθαρσή μας από τα πάθη. Είναι ο αγώνας ο πνευματικός. Κι αυτός πρέπει να γίνεται, όπως είπα, με συνέπεια, με αγώνα καθημερινό, με πόθο Θεού.


Κι αυτό είναι για τους μοναχούς το κύριο έργο και δεν πρέπει να το ξεχνάμε, ιδίως όσοι εξήλθαμε στην έρημο. Αυτόν τον αγώνα εξήλθαμε να κάνουμε. Και οι χριστιανοί στον κόσμο, κι αυτοί με τις συνθήκες που ευρίσκονται, που δεν έχουν βέβαια την άνεση που έχουν οι μοναχοί, ούτε τον χρόνο που έχουν οι μοναχοί, αλλά μπορούν όμως κι αυτοί να αφιερώνουν κάποιον χρόνο στη ζωή τους για να ασχολούνται με την πνευματική τους πρόοδο και καλλιέργεια και κάθαρση από τα πάθη και τον φωτισμό του Θεού.


Και υπάρχουν σήμερα στον κόσμο χριστιανοί που κάνουν αυτόν τον αγώνα με τη βοήθεια του Θεού και οι οποίοι δεν παρασύρονται από τα πρόσκαιρα και φθαρτά για να ξεχνούν τα αιώνια και τα μένοντα, αλλά μπορούν και αγωνίζονται μέσα στον κόσμο για τη σωτηρία τους και την ένωσή τους με τον Θεό. Κι αυτοί θα έχουν πολύ μεγάλο μισθό.


Διότι είναι πολύ δύσκολο πράγμα, σε μια εποχή, που συναγωνίζονται όλα να διασπούν τον άνθρωπο, να τον βγάζουν σε μία εξωστρέφεια, να μην αγαπά την εσωστρέφεια τού έσω ανθρώπου, αλλά να φθείρεται συνεχώς από την προσκόλληση στα επίγεια, στα δευτερεύοντα, στα γήινα, στα μάταια· κι όμως υπάρχουν χριστιανοί σήμερα, που από αγάπη για τον Θεό και αγωνίζονται, και νικούν αυτή την εξωστρέφεια κι αυτή την προσκόλληση στα γήινα και στα φθαρτά, για τη σωτηρία τους, για την αγάπη του Χριστού, για την ένωσή τους με τον Θεό.


Κι εμείς οι μοναχοί έχουμε αυτόν τον μόνιμο στόχο. Πρέπει να μη ξεχνάμε το «δι’ ο εξήλθομεν», και τον αγώνα αυτόν πρέπει να τον κάνουμε κάθε ημέρα. Να μη περνά η ημέρα που να μη κάνουμε αυτόν τον αγώνα. Τον αγώνα της καθάρσεως από τα πάθη, και τον αγώνα της αποκτήσεως των αρετών και του φωτισμού. Γιατί αν περάσει και μία ημέρα της ζωής μας, που δεν κάναμε αυτόν τον αγώνα, αυτή η ημέρα πήγε χαμένη. Γι’ αυτό βλέπουμε στο Γεροντικό και στους Βίους των Αγίων ότι οι Άγιοι είχαν ανύστακτο το ενδιαφέρον της ψυχής τους να κάνουν αυτόν τον αγώνα, μέχρι την τελευταία τους στιγμή.


Και ενθυμείσθε τον αββά Σισώη που ήλθε η ώρα του να φύγει απ’ αυτόν τον κόσμο και παρακάλεσε τον Θεό να τον αφήσει ακόμη μισή ώρα να μετανοήσει. Όλη την ζωή του μετανοούσε, αλλά δεν του έφθανε. Ζητούσε ακόμη μισή ώρα να μετανοήσει. Και μετά ήλθε ο χορός των Προφητών, των Αποστόλων, ο Ίδιος ο Χριστός να πάρουν την ευλογημένη και αγωνιζομένη ψυχή του.


***


Ας παρακαλέσουμε τον Θεό, διότι η ραθυμία μάς χαυνώνει πολλές φορές και ξεχνάμε το «δι’ ο εξήλθομεν», την εγρήγορση και την πνευματική αναζήτηση της ανόδου μας στην κλίμακα των αρετών, αφού λέγει και ο λόγος του Κυρίου: «Γρηγορείτε και προσεύχεσθε, ίνα μη εισέλθητε εις πειρασμόν».


Αυτό είναι το ήθος του μοναχού και του ορθοδόξου Χριστιανού. Πρέπει να είναι η εγρήγορση, διότι ανά πάσα στιγμή κινδυνεύουμε να πέσουμε στη ματαιότητα των φθαρτών πραγμάτων του κόσμου και να ξεχάσουμε τον αιώνιο προορισμό μας και την αποστολή μας, που είναι η κατάπαυσή μας στους κόλπους του Αγίου Θεού.


Εύχομαι, με την ευχή του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος, μεγάλου διδασκάλου της Εκκλησίας μας, που το βιβλίο του «Κλίμαξ», είναι το Αναγνωστικό και το καλύτερο σύγγραμμα και για τον τελειότερο χριστιανό και μοναχό. Δεν χρειάζεται άλλο βιβλίο για την πρώτη τάξη, ούτε άλλο βιβλίο για την τελευταία τάξη του πνευματικού πανεπιστημίου, διότι η Κλίμακα τα έχει όλα.


Είναι και το Αλφαβητάριο, αλλά είναι και το βιβλίο των τελείων, διότι περιέχει μέσα σοφία πνευματική, την οποία έλαβε ο Άγιος εκ της προσωπικής του πείρας και του αγώνα του στην πνευματική ζωή, αλλά και εκ της πείρας του, ως γέροντος και ηγουμένου αδελφών μοναχών, την οποία αποτύπωσε στο βιβλίο του αυτό.


Γι’ αυτό είπα, ότι η Κλίμαξ, την οποία διαβάζουμε μάλιστα τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή στα μοναστήρια, η Κλίμαξ είναι ένα μεγάλο πολύτιμο δώρο του Θεού στην Εκκλησία μας και, αν δεν το είχαμε, θα ήμασταν φτωχότεροι. Γι’ αυτό η Πρόνοια του Θεού μερίμνησε να υπάρχουν τέτοια σπουδαία θεόπνευστα βοηθήματα, ώστε απ’ αυτά να παιδαγωγούμαστε και να οδηγούμαστε στη σωτηρία.


Με την ευχή λοιπόν του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος να ενισχυθούμε κι εμείς για να συνεχίσουμε τον αγώνα μέχρι να εορτάσουμε το Άγιον Πάσχα, αλλά και μετά το Άγιον Πάσχα, γρηγορούντες και προσευχόμενοι πάντοτε. Αμήν.

Ένας έξοχος γιατρός

 Επισκόπου Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου


Υπάρχουν, αγαπητοί μου, υπάρχουν άνθρωποι, που ζουν χωρίς καμιά συναίσθηση του προορισμού που έχουν σαν χριστιανοί. Αγνοούν τον εαυτό τους. Αγνοούν το Θεό. Είναι αμαρτωλοί. Έχουν διαπράξει διάφορα αμαρτήματα˙ και όμως, αν τους ρωτήσει κανένας για την ηθική και πνευματική τους κατάσταση, θα απαντήσουν: Εμείς είμαστε οι καλύτεροι άνθρωποι! Τίποτα κακό στον εαυτό του δεν διακρίνουν. Και αυτά ακόμη τα κακά που έχουν διαπράξει δεν τα θεωρούν αμαρτήματα. Θεωρούν τον εαυτό τους εν τάξει.


Τί δυστυχισμένοι άνθρωποι είναι αυτοί! Μοιάζουν με έναν άνθρωπο, που εξωτερικά φαίνεται ότι είναι καλά στην υγεία. Περπατάει, δουλεύει, τρώει, κοιμάται. Δεν αισθάνεται τίποτα. Και όμως μεσ’ στα σωθικά του βόσκει ο θάνατος˙ κρύβεται μικρόβιο καταραμένης αρρώστιας. Το μικρόβιο δεν φαίνεται, δεν προκαλεί στην αρχή πόνο˙ κάνει όμως τη δουλειά του, και να προχωρήσει πιο πολύ, τότε αρχίζουν οι πόνοι και ο άνθρωπος τρέχει στους γιατρούς και στα νοσοκομεία και είναι ζήτημα αν θα ζήσει. Εάν όμως αυτός ο αδιάφορος για την υγεία του άνθρωπος πήγαινε προηγουμένως στο γιατρό και περνούσε από τις ακτίνες, τότε οι γιατροί θα διέκριναν στην πλάκα τα πρώτα σημάδια της αρρώστιας και θα συνιστούσαν να γίνει η σχετική θεραπεία ή και εγχείρηση ακόμα, για να σωθεί.


Ένας έξοχος γιατρός


Αυτό, που παρατηρείται σε λίγους ανθρώπους ως προς τη σωματική τους υγεία, παρατηρείται στους περισσοτέρους ανθρώπους ως προς την πνευματική τους υγεία. Ένας μέσα στους 100 αδιαφορούν για τη σωματική τους υγεία, αλλά 999 στους 1.000 αδιαφορούν για την ψυχική τους υγεία. Το κορμί τους να είναι καλά, να τρώνε και να πίνουν, και δεν τους νοιάζει για την ψυχική τους κατάσταση. Αλλ’ αν ήθελαν λίγο να ενδιαφερθούν για την ψυχική τους κατάσταση, αν ήθελαν να πάνε στους πνευματικούς γιατρούς και να υποβληθούν σε μια πνευματική εξέταση, τότε θα έβλεπαν ότι δεν πηγαίνουν καθόλου καλά πνευματικώς. Μεσ’ στον ψυχικό τους κόσμο υπάρχουν χιλιάδες μικρόβια, χειρότερα από τα δαιμόνια εκείνα, που είχαν φωλιάσει στην καρδιά του δυστυχισμένου νέου που λέει το Ευαγγέλιο (Μάρκ. 9, 17-29). Και τότε φοβισμένοι σαν τον πατέρα του δυστυχισμένου νέου θα ζητούσαν από το Χριστό να τους γιατρέψει από τις διάφορες πνευματικές αρρώστιες, που βασανίζουν την ανθρώπινη ζωή. Γιατί δεν έχει καρκίνο και φθίση μόνο το σώμα˙ έχει και η ψυχή τις δικές της αρρώστιες, που είναι πολύ χειρότερες και από τη φθίση και από τον καρκίνο και από κάθε άλλη αρρώστια.


Είπαμε ότι πρέπει να πάμε στους γιατρούς της ψυχής. Ποιοι είναι αυτοί οι γιατροί της ψυχής; Δεν είναι αυτοί που ονομάζονται ψυχίατροι˙ είναι κάποιοι άλλοι πολύ ανώτεροι. Είναι άνθρωποι πνευματικοί. Φωτίζονται από το Πνεύμα το Άγιο και είναι ικανοί να εξετάσουν την ψυχική μας κατάσταση, να κάμουν διάγνωση και να μας πουν τι έχουμε και να μας υποδείξουν τα κατάλληλα φάρμακα για τη θεραπεία. Οι γιατροί αυτοί οι πνευματικοί είναι οι άγιοι διδάσκαλοι και πατέρες της Εκκλησίας. Αυτοί έζησαν χρόνια μέσ’ στη νηστεία, στην προσευχή και στη μελέτη της Γραφής, νίκησαν τη σάρκα, τον κόσμο και το Διάβολο, γνώρισαν πολύ καλά τον εαυτό τους και είναι σε θέση να διακρίνουν τα ανθρώπινα πάθη. Βέβαια ο σημερινός κόσμος περιφρονεί τους γιατρούς αυτούς, ενώ θαυμάζει τους γιατρούς του κόσμου τούτου, που πήγαν στο εξωτερικό και σπούδασαν και πληρώνονται ακριβά για μια επίσκεψη. Να ήξερε όμως ο κόσμος τί αξία έχουν οι πνευματικοί γιατροί που έχει η Εκκλησία!


Σ’ αυτή την ομιλία θα σας συστήσω έναν τέτοιο πνευματικό γιατρό˙ είναι ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, που η Εκκλησία μας όρισε να γιορτάζεται η μνήμη του την Δ΄ Κυριακή των Νηστειών και στις 30 Μαρτίου.


***


Να διηγηθούμε το βίο του; Σύντομα λέμε, ότι ο άγιος αυτός γεννήθηκε τον 6ο αιώνα μ.Χ. Νέος, 16 χρονών άφησε την πατρίδα του και πήγε σ’ ένα ψηλό βουνό, που και μέχρι σήμερα είναι γνωστό στον κόσμο˙ πήγε στο όρος Σινά, στο βουνό εκείνο, όπου ο Μωυσής πήρε από το Θεό τις 10 εντολές. Εκεί έζησε αρκετά χρόνια κάτω από την πνευματική καθοδήγηση ενός αγίου γέροντος ασκητού. Ύστερα έφυγε από το μοναστήρι και πήγε μακριά πέντε μίλια, σε ένα ερημικό μέρος, κι εκεί έστησε την καλύβα του και έζησε μια αυστηρή ζωή. Η προσευχή, η μελέτη της Αγίας Γραφής και η εξέταση του εαυτού του ήταν το έργο του. Η έρημος, όπου δεν ακούγονταν φωνές ανθρώπων, αλλ’ επικρατούσε απόλυτη ησυχία και μόνο κάπου-κάπου τα πουλιά με τα κελαηδήματά τους και τα άγρια θηρία με τις φωνές τους διέκοπταν τη σιωπή της μοναξιάς, η έρημος που τη νύχτα παίρνει μια ιδιαίτερη μαγεία με το γλυκό φως του φεγγαριού και τη λάμψη των άστρων, η έρημος έγινε για τον Ιωάννη το σχολείο του Θεού. Γνώρισε βαθιά τον εαυτό του, είδε ποια αθλιότης υπάρχει στον άνθρωπο, διέκρινε και τα μικρότερα ίχνη της κακίας, όπως ο γιατρός διακρίνει πάνω στην ακτινογραφία τα σημάδια της αρρώστιας, και έκαμε αγώνα εσωτερικό, για να νικήσει τους αμαρτωλούς λογισμούς, να καθαρίσει την καρδιά του και να την κάμει καθρέφτη του Θεού.


Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος είχε γίνει ένας πνευματικός καθρέφτης, ένας έξοχος πνευματικός γιατρός. Η φήμη του δεν άργησε να διαδοθεί σ’ όλα τα μέρη της Παλαιστίνης και της Αραβίας. Άνθρωποι πονεμένοι και βασανισμένοι, χτυπημένοι από διάφορες θλίψεις του κόσμου, άνθρωποι αμαρτωλοί, που είχαν διαπράξει διάφορα αμαρτήματα και υπέφεραν από τις τύψεις της συνειδήσεως και ζητούσαν λύτρωση και σωτηρία, άνθρωποι-ναυάγια του κόσμου τούτου έτρεχαν στον Ιωάννη της Κλίμακος, και ο άγιος είχε για τον καθένα το δικό του φάρμακο. Δεν έπεφτε ποτέ έξω στη διάγνωση. Δεν έμοιαζε με κάτι δικούς μας ψυχιάτρους, που, ενώ ούτε τον εαυτό τους δεν γνωρίζουν, προσπαθούν να κάμουν καλά τους άλλους, περιορίζοντας τη θεραπεία μόνο στο κορμί και στα νεύρα˙ αγνοούν οι ταλαίπωροι ότι ο άνθρωπος έχει ανάγκη ψυχικής θεραπείας, μιας θεραπείας που μόνο η πίστη στο Θεό μπορεί να προσφέρει. Αυτό που λέμε το αναγνωρίζουν μεγάλοι επιστήμονες και καθηγητές της ιατρικής επιστήμης, που δεν ντρέπονται να διακηρύξουν στα ιατρικά συνέδρια ότι η πίστη είναι άριστο φάρμακό στις ψυχικές ασθένειες.


***


Ένας άριστος πνευματικός γιατρός, γιατρός της ψυχής, αναδείχθηκε ο άγιος Ιωάννης στην εποχή του. Τί είπε; Στην εποχή του; Αν και πέρασαν 1.300 χρόνια από τότε που έζησε, εν τούτοις και μέχρι σήμερα εξακολουθεί να είναι γιατρός των ψυχών. Πώς; Με ένα σοφό σύγγραμμά του, που ονομάζεται «Κλίμαξ». Μέσα στο ανεκτίμητο αυτό βιβλίο ο Ιωάννης περιγράφει όλη την ψυχική κατάσταση του ανθρώπου, τις κακίες και τις αρετές, το ύψος και το βάθος, και συνιστά τα κατάλληλα φάρμακα για την ψυχική θεραπεία. Το βιβλίο αυτό σε παίρνει από τη γη και σε υψώνει μέχρι τα άστρα του ουρανού. Στην Ελλάδα δεν εκτιμάται τόσο˙ έχει όμως μεταφρασθεί σε πολλές γλώσσες και διαβάζεται από τους ξένους.


Αγαπητοί μου! Τώρα που ακούσαμε για τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος, τον ηγούμενο της μονής του Σινά, συνιστώ σ’ όλους, και ιδιαιτέρως στους εγγράμματους, δασκάλους, καθηγητές, γιατρούς, ν’ αγοράσουν το βιβλίο αυτό και να το μελετήσουν˙ και όταν το μελετήσουν, τότε μόνοι τους θα ομολογήσουν ότι γιατρός έξοχος, βαθύς ψυχολόγος, φιλόσοφος και άριστος πνευματικός οδηγός είναι ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος.




Επισκόπου Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου Μητροπολίτου Φλωρίνης, Μυρίπνοα άνθη, εκδ. Ορθόδοξος Ιεραποστολική Αδελφότητα ο «Σταυρός», Αθήνα, 1974

Ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος

 Anthony Bloom


Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι περίοδος μετανοίας, περίοδος κατά την οποία η πέτρινη καρδιά μας πρέπει, με τη χάρη του Θεού να γίνει σάρκινη, και από αναίσθητη να γίνει αισθαντική, από ψυχρή και σκληρή να γίνει ζεστή και ανοιχτή προς τους άλλους και, κυρίως, προς τον Ίδιο τον Θεό.[1]


Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι καιρός ανανέωσης, όπου καθετί -όπως γίνεται την άνοιξη- κάνει μία καινούρια αρχή· και η ανήλια ζωή μας ζωντανεύει και πάλι με όλη την ένταση την οποία ο Θεός μπορεί να δώσει σ’ εμάς τους ανθρώπους, κάνοντάς μας διά των Αχράντων Μυστηρίων και των πλούσιων δωρεών Του κοινωνούς του Αγίου Του Πνεύματος, κοινωνούς θείας φύσεως.


Είναι εποχή συμφιλίωσης και η συμφιλίωση είναι χαρά: η χαρά του Θεού και η δική μας χαρά – ένα νέο ξεκίνημα!


Σήμερα είναι η ημέρα του Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος και θέλω να σας διαβάσω μερικές δικές του φράσεις, τόσο σχετικές με την ιδιαιτερότητα της περιόδου που διάγουμε:


«Η μετάνοια, δηλαδή η επιστροφή μας στον Θεό, είναι ανανέωση του βαπτίσματός μας· είναι ανανέωση της συνθήκης μας με τον Θεό, της υπόσχεσής μας να αλλάξουμε τη ζωή μας. Είναι περίοδος κατά την οποία μπορούμε να αποκτήσουμε την ταπείνωση, η οποία είναι ειρήνη· ειρήνη με τον Θεό, ειρήνη με τον εαυτό μας, ειρήνη με όλο τον κτιστό κόσμο. Η μετάνοια γεννιέται από την ελπίδα, όταν δηλαδή απορρίψουμε την απόγνωση. Και εκείνος που μετανοεί, είναι κάποιος που αξίζει την καταδίκη – ωστόσο αναχωρεί από το δικαστήριο χωρίς ντροπή, επειδή η μετάνοια είναι η ειρήνη μας με τον Θεό. Κι αυτό επιτυγχάνεται μέσα από μία ζωή αντάξια, που αποξενώθηκε από τις αμαρτίες που διαπράτταμε στο παρελθόν. Μετάνοια είναι το καθάρισμα της συνειδήσεώς μας. Μετάνοια σημαίνει ολοκληρωτική απαλλαγή από τη λύπη και τον πόνο».


Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος


Κι αν αναρωτηθούμε πώς θα το πετύχουμε αυτό, πώς θα φθάσουμε εκεί, πώς μπορούμε να ανταποκριθούμε στον Θεό που μας δέχεται όπως ο Πατέρας της παραβολής δέχθηκε τον άσωτο γιό του, σ’ ένα Θεό που μας περιμένει με λαχτάρα και που ενώ Τον απορρίψαμε Εκείνος δεν απομακρύνθηκε ποτέ από κοντά μας, αξίζει να ακούσουμε αυτά τα λίγα λόγια για την προσευχή:


«Στην προσευχή μη χρησιμοποιείτε επιτηδευμένες λέξεις, διότι, συχνά το απλό και ανεπιτήδευτο ψέλλισμα των παιδιών είναι εκείνο που ευφραίνει τον ουράνιο Πατέρα μας. Όταν μιλάτε στον Θεό, μην προσπαθείτε να πείτε πολλά, διότι διαφορετικά, ο νους, αναζητώντας τις λέξεις θα χαθεί σ’ αυτές. Η μία λέξη που ψιθύριζε ο Τελώνης του έφερε το έλεος του Θεού· μία λέξη γεμάτη πίστη έσωσε τον ληστή πάνω στον Σταυρό. Η ποικιλία των λέξεων όταν προσευχόμαστε διασκορπίζει τον νου και εξάπτει τη φαντασία. Η μία λέξη που απευθύνουμε στον Θεό συμμαζεύει τον νου στην παρουσία Του. Κι αν στην προσευχή σου, αυτή η μία λέξη σε αγγίζει μέσα σου, αν τη νιώθεις βαθιά, μείνε σ’ αυτήν, μείνε, γιατί κάτι τέτοιες στιγμές ο φύλακας Άγγελός μας προσεύχεται μαζί μας, επειδή είμαστε αληθινοί με τον εαυτό μας και με τον Θεό».


Ας μην ξεχάσουμε τα λόγια αυτά του Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος, ακόμη κι αν ξεχάσουμε τα δικά μου σχόλια που για ευκολία δική σας πρόσθεσα, ώστε να γίνει το κείμενο ευκολότερα κατανοητό. Ας θυμόμαστε τα λόγια του, γιατί ήταν άνθρωπος που ήξερε τι σημαίνει να στρέφεσαι στον Θεό, να μένεις στον Θεό, να είσαι η χαρά του Θεού και να ευφραίνεσαι εν Αυτώ. Μας προσφέρεται αυτή την περίοδο, καθώς ανεβαίνουμε προς τις ημέρες του Πάθους, ως παράδειγμα του τι μπορεί να κάνει η χάρη του Θεού για να μεταμορφώσει έναν απλό και συνηθισμένο άνθρωπο σε φως του κόσμου.


Ας μάθουμε απ’ αυτόν, ας ακολουθήσουμε το παράδειγμά του, ας χαρούμε βλέποντας πώς μπορεί να εργαστεί η δύναμη του Θεού μέσα στον άνθρωπο και, με πίστη, με εμπιστοσύνη, με χαρά θριαμβική αλλά και ειρηνική ας ακολουθήσουμε τη συμβουλή του, ας ακούσουμε τον Θεό να μας παρακαλεί να βρούμε τον δρόμο της ζωής και να μας λέει ότι μαζί μ’ Αυτόν και εν Αυτώ όντως θα ζήσουμε, επειδή Αυτός είναι η Αλήθεια και η οδός και η Αιώνιος Ζωή.


[1] Ομιλία που εκφωνήθηκε στις 9 Απριλίου του 1989.




Anthony Bloom, Στο φως της κρίσης του Θεού: Πορεία από το Τριώδιο στην Ανάσταση, 1η έκδοση, εκδ. Εν πλω, Αθήνα, 2009

ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΣ

 Ἁγίου Ἰωάννου «Τῆς Κλίμακος»


1.-.Ἡ βεβαία πίστις εἶναι μητέρα τῆς ἀποταγῆς.  Καί τό ἀντίθετο εἶναι ἐξ ἴσου φανερό. Ἡ ἀκλόνητη ἐλπίδα εἶναι ἡ θύρα τῆς ἀπροσπαθείας. Καί τό ἀντίθετο εἶναι   ἐξ ἴσου φανερό. Ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεόν εἶναι αἰτία τῆς ξενιτείας. Καί τό ἀντίθετο εἶναι ἐξ ἴσου φανερό.


2.-. Τήν ὑποταγή τήν ἐγέννησε ἡ καταδίκη τοῦ ἑαυτοῦ μας καί ἡ ὄρεξις τῆς πνευματικῆς ὑγείας. Μητέρα τῆς ἐγκρατείας εἶναι ἡ σκέψις τοῦ θανάτου καί ἡ διαρκής μνήμη τῆς χολῆς καί τοῦ ὄξους τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Προϋπόθεσις καί συνεργός τῆς σωφροσύνης καί καθαρότητος εἶναι ἡ ἡσυχία. Θραῦσις τῆς σαρκικῆς πυρώσεως εἶναι ἡ νηστεία. Καί ἀντίπαλος τῶν αἰσχρῶν λογισμῶν εἶναι ἡ συντριβή τοῦ νοῦ.


3.-. Ἡ πίστις καί ἡ ξενιτεία εἶναι ὁ θάνατος τῆς φιλαργυρίας. Ἡ εὐσπλαγχνία καί ἡ ἀγάπη παρέδωσαν τό σῶμα σέ θυσία. Ἡ ἐκτενής προσευχή εἶναι ὄλεθρος τῆς ἀκηδίας. Ἡ μνήμη τῆς Κρίσεως εἶναι πρόξενος τῆς πνευματικῆς προθυμίας. Θεραπεία τοῦ θυμοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη τῆς ἀτιμίας, ἡ ὑμνωδία καί ἡ εὐσπλαγχνία.


4.-. Ἡ ἀκτημοσύνη καταπνίγει τήν λύπη. Ἡ ἀπροσπάθεια πρός τά αἰσθητά πράγματα ὁδηγεῖ στήν θεωρία τῶν νοερῶν. Ἡ σιωπή καί ἡ ἡσυχία καταπολεμοῦν τήν κενοδοξία ― ἐάν ὅμως εὑρίσκεσαι σέ ἀνθρώπους, χρησιμοποί ησε τήν ἀτιμία.


5.-. Τήν ἐξωτερική καί ὁρατή ὑπερη φάνεια τήν ἐθεράπευσαν ἡ πτωχεία, ἡ θλῖψις καί οἱ παρόμοιες καταστάσεις. Τήν δέ ἐσωτερική καί ἀόρατη Ἐκεῖνος πού εἶναι προαιωνίως Ἀόρατος. Ὅλα τά αἰσθητά ἐρπετά τά φονεύει τό ἐλάφι καί ὅλα τά νοητά ἡ ταπείνωσις. Εἶναι δυνατόν μέ παραδείγματα ἀπό τήν φύσι νά διδασκώμεθα καλῶς ὅλα τά πνευματικά.


6.-. Ὅπως εἶναι ἀδύνατο νά ἀποβάλη ὁ ὄφις τό παλαιό του δέρμα, ἐάν δέν εἰσχωρήση σέ στενή τρύπα, ἔτσι καί ἐμεῖς δέν θά άποβάλωμε τίς παλαιές προλήψεις καί τήν ψυχική παλαιότητα καί τόν χιτῶνα τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, ἐάν δέν περάσωμε ἀπό τήν στενή καί τεθλιμμένη ὁδό τῆς νηστείας καί τῆς ἀτιμίας.


7.-. Ὅπως τά πολύσαρκα πτηνά δέν μποροῦν νά πετάξουν στόν οὐρανό, ἔτσι καί ἐκεῖνος πού τρέφει καί περιποιεῖται τήν σάρκα του.


8.-. Ὁ ξηραμένος βόρβορος δέν ἱκανοποιεῖ πλέον τούς χοίρους. Καί ἡ σάρκα πού ἐμαράνθηκε δέν ἀναπαύει πλέον τούς δαίμονας.


9.-. Ὅπως πολλές φορές τά πολλά ξύλα πνίγουν καί σβήνουν τήν φωτιά δημιουργῶντας ὑπερβολικό καπνό, ἔτσι πολλές φορές καί ἡ ὑπέρμετρη λύπη καπνίζει καί γεμίζει σκότος τήν ψυχή καί ξηραίνει τό ὕδωρ τῶν δακρύων.


10.-. Ὅπως ἀποτυγχάνει ὁ τυφλός τοξότης στόν στόχο του, ἔτσι ἀποτυγχάνει καί καταστρέφεται καί ὁ ὑποτακτικός πού ἀντιλέγει.


11.-. Καθώς τό κοπτερό σίδερο μπορεῖ νά ὀξύνη ἕνα ἄλλο ἀκατέργαστο, ἔτσι καί ὁ πρόθυμος ἀδελφός ἔσωσε πολλές φορές τόν ράθυμο.


12.-. Ὅπως τά αὐγά τῶν ὀρνίθων πού θερμαίνονται στόν κόλπο τοῦ στήθους ζωογονοῦνται, ἔτσι καί οἱ λογισμοί πού δέν φανερώνονται μέ τήν ἐξομολόγησι, γίνονται ἔργα.


13.-. Ὅπως οἱ ἵπποι πού τρέχουν ἁμιλλῶνται μεταξύ τους, ἔτσι καί μέσα στήν καλή συνοδία ὁ ἕνας ἀδελφός διεγείρει τόν ἄλλο.


14.-. Ὅπως τά σύννεφα ἀποκρύπτουν τόν ἥλιο, ἔτσι καί οἱ πονηρές σκέψεις σκοτίζουν καί καταστρέφουν τόν νοῦ.


15.-. Ὅπως αὐτός πού ἔλαβε τήν καταδικαστική ἀπόφασι καί ὁδηγεῖται πρός τήν ἐκτέλεσι δέν ὁμιλεῖ γιά τά θέατρα, ἔτσι καί ἐκεῖνος πού πενθεῖ εἰλικρινά δέν θά ἀναπαύση ποτέ τήν κοιλία του.


16.-. Ὅπως οἱ πτωχοί πού βλέπουν τούς θησαυρούς τοῦ βασιλέως αἰσθάνονται περισ σότερο τήν πτωχεία τους, ἔτσι καί ἡ ψυχή πού μελετᾶ τίς μεγάλες ἀρετές τῶν Πατέρων, ταπεινώνει ὁπωσδήποτε περισσότερο τό φρόνημά της.


17.-. Ὅπως τό σίδερο καί χωρίς νά τό θέλη σπεύδει πρός τόν μαγνήτη, διότι ἕλκεται ἀπό κάποια μυστική φυσική δύναμι, ἔτσι καί ἐκεῖνοι πού ἐχρόνισαν στίς κακές τους συνήθειες τυραννοῦνται ἀπό αὐτές.


18.-. Ὅπως τό λάδι γαληνεύει τήν θάλασσα καί παρά τήν θέλησί της, ἔτσι καί ἡ νηστεία σβήνει ἐντελῶς τίς σαρκικές πυρώσεις, καί παρά τήν θέλησί τους.


19.-. Ὅπως τό ὕδωρ ὅταν πιεσθῆ ἀνυψώνεται, ἔτσι πολλές φορές καί ἡ ψυχή πού ἐπιέσθη ἀπό διαφόρους κινδύνους, ἀνυψώθηκε πρός τόν Θεόν μέ τήν μετάνοια, καί ἐσώθηκε.


20.-. Ὅπως ἐκεῖνος πού κρατᾶ ἀρώματα προδίδεται καί χωρίς νά τό θέλη ἀπό τήν εὐωδία, ἔτσι καί ὅποιος ἔχει μέσα του τό Πνεῦμα τοῦ Κυρίου ἀναγνωρίζεται ἀπό τά λόγια του καί τήν ταπεινοφροσύνη του.


21.-. Ὅπως ὁ ἥλιος μέ τό φῶς του δείχνει τόν χρυσό πού λάμπει, ἔτσι καί ἡ ἀρετή φανερώνει αὐτόν πού τήν ἔχει.


22.-. Ὅπως οἱ ἄνεμοι ἀναταράζουν τόν βυθό τῆς θαλάσσης, ἔτσι καί ὁ θυμός ταράζει περισσότερο ἀπό ὅλα τόν νοῦ.


23.-. Ὅπως, ὅσα δέν εἶδε ὁ ἄνθρωπος μέ τούς ὀφθαλμούς του, δέν ἐπιθυμεῖ καί τόσο πολύ νά τά γευθῆ, ἔστω καί ἄν τά ἄκουσε, ἔτσι καί ὅσοι ἔμειναν ἁγνοί στό σῶμα, ἔχουν ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τοῦ γεγονότος ἐλαφροτέρους πειρασμούς.


24.-. Ὅπως οἱ κλέπτες δέν πλησιάζουν εὔκολα στόν τόπο πού βλέπουν βασιλική φρουρά καί ὅπλα, ἔτσι καί ἐκεῖνος πού ἕνωσε τήν καρδιά μέ τήν προσευχή δέν κλέπτεται εὔκολα άπό τούς νοητούς ληστάς.


25. -. Ὅπως ἡ φωτιά δέν γενᾶ χιόνι, ἔτσι καί αὐτός πού ζητεῖ τίς τιμές τοῦ κόσμου δέν θά ἀπολαύση τίς τιμές τῆς μελλούσης ζωῆς.


26.-. Ὅπως πολλές φορές μία σπίθα κατέκαυσε ἕνα μεγάλο δάσος, ἔτσι καί μία ἐνάρετη πρᾶξις συνέβη νά ἐξαλείψη πλῆθος ἀπό μεγάλα πταίσματα.


27.-. Ὅπως δέν εἶναι δυνατόν νά φονεύση κανείς ἕνα ἄγριο θηρίο χωρίς ὅπλο, ἔτσι δέν εἶναι δυνατόν νά ἀποκτήση τήν ἀοργησία χωρίς ταπείνωσι.


28.-. Ὅπως εἶναι ἀδύνατο, σύμφωνα μέ τούς φυσικούς νόμους, νά ζήση κανείς χωρίς τροφή, ἔτσι εἶναι ἀδύνατο, ὁ ἄνθρωπος πού ἐπιθυμεῖ τήν σωτηρία του, νά δείξη μέχρι τό θανατό του, ἔστω καί γιά μία στιγμή ἀμέλεια.


29.-. Ὅπως ἡ ἡλιακή ἀκτῖνα πού εἰσχωρεῖ ἀπό κάποιο μικρό ἄνοιγμα στό σπίτι, τό φωτίζει τόσο, ὥστε νά διακρίνεται καί ἡ πιό λεπτή σκόνη πού αἰωρεῖται στόν ἀέρα, ἔτσι καί ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ εἰσερχόμενος στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, τῆς φανερώνει ὅλα τά ἁμαρτήματά της.


30.-. Ὅπως τά λεγόμενα καβούρια συλλαβάνονται εὔκολα, διότι βαδίζουν ἄλλοτε ἐμπρός καί ἄλλοτε πίσω, ἔτσι καί μία ψυχή πού ἄλλοτε γελᾶ, ἄλλοτε πενθεῖ καί ἄλλοτε ζῆ μέ τρυφή, δέν εἶναι δυνατόν νά κατορθώση τίποτε.


31.-. Ὅπως οἱ κοιμώμενοι κλέπτονται εὔκολα, ἔτσι καί ὅσοι ἀσκοῦνται στήν ἀρετή κοντά στόν κόσμο.


32.-. Ὅπως ἐκεῖνος πού παλαίει μέ λέοντα, ἄν στρέψη ἀλλοῦ τό βλέμμα του, ἐξοντώνεται ἀμέσως, ἔτσι καί ἐκεῖνος πού παλαίει μέ τήν σάρκα του, ἐάν τῆς προσφέρη ἀνάπαυσι.


33.-. Ὅπως κινδυνεύουν νά πέσουν ὅσοι ἀνεβαίνουν σέ σαθρή σκάλα, ἔτσι κάθε τιμή καί δόξα καί ἐξουσία καταρρίπτουν τόν κάτοχό τους, ἐπειδή αὐτές ἔρχονται σέ ἀντίθεσι μέ τήν ταπεινοφροσύνη.


34.-. Ὅπως εἶναι ἀδύνατον νά μή σκέπτεται ὁ πεινασμένος τόν ἄρτο, ἔτσι εἶναι ἀδύνατο νά μή σκέπτεται τόν θάνατο καί τήν Κρίσι ἐκεῖνος πού ἀγωνίζεται γιά νά σωθῆ.


35.-. Ὅπως τό ὕδωρ σβήνει τά γράμματα, ἔτσι καί τό δάκρυ μπορεῖ νά σβήση τά πταίσματα.


36.-. Ὅπως μερικοί πού δέν ἔχουν ὕδωρ, σβήνουν μέ ἄλλο τρόπο τά γράμματα, ἔτσι ὑπάρχουν καί ψυχές πού στεροῦνται δακρύων, καί γι᾿ αὐτό τρίβουν καί ἀποξέουν τίς ἁμαρτίες τους μέ τήν λύπη, τούς στεναγμούς καί τήν σκυθρωπότητα.


37.-. Ὅπως ἀπό τό πλῆθος τῆς κοπριᾶς προέρχονται πλῆθος σκουλήκια, ἔτσι καί ἀπό τό πλῆθος τῶν φαγητῶν προέρχονται πλῆθος ἁμαρτωλῶν πτώσεων καί πονηρῶν λογισμῶν καί ἀκαθάρτων ὀνείρων.


38.-. Ὅπως ὁ τυφλός δέν βλέπει νά βαδίζη, ἔτσι καί ὁ ὀκνηρός δέν μπορεῖ νά ἰδῆ τό καλό καί νά τό πράξη.


39.-. Ὅπως ἐκεῖνος πού ἔχει δεμένα τά πόδια δέν μπορεῖ νά βαδίζη εὔκολα, ἔτσι καί αὐτοί πού θησαυρίζουν χρήματα δέν μποροῦν νά ἀνέβουν στόν οὐρανό.


40.-. Ὅπως ἡ πρόσφατη πληγή θεραπεύεται εὔκολα, ἔτσι ἀντιθέτως τά χρό νια τραύματα τῆς ψυχῆς δύσκολα θεραπεύονται, ὅταν βεβαίως θεραπεύωνται.


41.-. Ὅπως εἶναι ἀδύνατον νά βαδίζη ὁ νεκρός, ἔτσι εἶναι ἀδύνατον νά σωθῆ ὁ ἀπελπισμένος.


42.-. Αὐτός πού ἔχει ὀρθή πίστι καί ὅμως διαπράττει ἁμαρτίες, ὁμοιάζει μέ πρόσωπο πού δέν ἔχει ὀφθαλμούς.


43.-. Αὐτός πού δέν ἔχει πίστι, καί ὅμως πράττει ἴσως μερικά καλά, ὁμοιάζει μέ ἐκεῖνον πού ἀντλεῖ ὕδωρ καί τό χύνει σ᾿ ἕνα τρυπημένο πιθάρι.


44.-. Ὅπως τό πλοῖο πού ἔχει καλόν κυβερνήτη φθάνει μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ σῶο στό λιμάνι, ἔτσι καί ἡ ψυχή πού ἔχει καλόν ποιμένα ἀνεβαίνει εὔκολα στόν οὐρανό, ἔστω καί ἐάν ἔχη διαπράξει πλῆθος κακῶν.


45.-. Ὅπως αὐτός πού δέν ἔχει ὁδηγό χάνει εὔκολα τόν δρόμο, ἔστω καί ἐάν εἶναι πολύ ἔξυπνος, ἔτσι καί ἐκεῖνος πού προχωρεῖ αὐτοκυβέρνητος τήν μοναχική ὁδό, εὔκολα χάνεται, ἔστω καί ἐάν κατέχη ὅλη τήν σοφία τοῦ κόσμου.


46.-. Ὅταν κάποιος ἀσθενῆ κατά τό σῶμα, ἔχη δέ διαπράξει καί βαρειά ἁμαρτήματα αὐτός ἄς ἀκολουθῆ τήν ὁδό τῆς ταπεινώσεως καί τῶν διαφόρων μορφῶν καί ἐκδηλώσεών της, διότι δέν πρόκειται νά εὕρη ἀλλοῦ τήν σωτηρία.


47.-. Ὅπως δέν εἶναι δυνατόν αὐτός πού ἐπέρασε μακροχρόνιο ἀσθένεια νά ἀνακτήση τήν ὑγεία του μέσα σέ μία στιγμή, ἔτσι δέν εἶναι δυνατόν νά νικήσουμε διά μιᾶς τά πάθη μας ἤ ἕνα πάθος μας. Νά παρατηρῆς σέ τί μέτρα εὑρίσκεσαι σέ κάθε πάθος καί σέ κάθε ἀρετή, καί ἔτσι θά ἀντιληφθῆς καλύτερα τήν πρόοδο σου.


48.-. Ὅπως ζημιώνονται ὅσοι ἀνταλλάσσουν τόν χρυσό μέ τήν λάσπη, ἔτσι καί ὅσοι διηγοῦνται καί ἀποκαλύπτουν τά πνευματικά, γιά νά κερδίσουν κάτι ἀπό τά ὑλικά.


49.-. Τήν ἄφεσι πολλοί τήν ἀπέκτησαν σύντομα, ἀλλά τήν ἀπάθεια κανείς, διότι αὐτό ἀπαιτεῖ πολύν χρόνο καί πόθο καί τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ.


50.-. Ἄς ἀναζητήσωμε ποιά θηρία ἤ πτηνά μᾶς ἐπιβουλεύονται στήν σπορά, ποιά στήν βλάστησι καί ποιά στόν θερισμό, ὥστε νά στήνωμε κάθε φορά τίς ἀνάλογες παγίδες.


51.-. Ὅπως δέν εἶναι σωστό νά αὐτοκτονήση κάποιος, ἐπειδή ἔχει πυρετό, ἔτσι δέν πρέπει νά περιπίπτη κανείς στήν ἀπόγνωσι ποτέ μέχρι τελευταίας ἀναπνοῆς.


52.-. Ὅπως εἶναι ἄσχημο, ἐκεῖνος πού ἔθαψε τόν πατέρα του, ἐπιστρέφοντας ἀπό τήν κηδεία νά κατευθυνθῆ σέ γάμο, ἔτσι εἶναι ἀνάρμοστο σέ ὅσους θρηνοῦν τίς πτώσεις τους, νά ἐπιζητοῦν στήν παροῦσα ζωή ἀπό τούς ἀνθρώπους τιμή ἤ ἀνάπαυσι ἤ δόξα.


53.-. Ὅπως ἄλλες εἶναι οἱ κατοικίες τῶν ἐλευθέρων πολιτῶν καί ἄλλες τῶν καταδίκων, ἔτσι πρέπει νά ξεχωρίζη τελείως ἡ κατάστασις καί ἡ ζωή τῶν πενθούντων καί ἐνόχων ἀπό τῶν ἀνενόχων.


54.-. Ὅπως τόν στρατιώτη πού ἐπληγώθηκε βαρειά στό πρόσωπό του κατά τόν πόλεμο, ὁ βασιλεύς δέν τόν ἀποβάλλει ἀπό τό στράτευμα, ἀλλά μᾶλλον τόν προβιβάζει σέ ἀνωτέρα τάξι, ἔτσι καί τόν μοναχό πού κινδυνεύει καί ὑποφέρει πολλά ἀπό τούς δαίμονας, ὁ ἐπουράνιος Βασιλεύς τόν στεφανώνει.


55.-. Ἡ αἴσθησις πού διαθέτει ἡ ψυχή εἶναι ἕνα ἰδίωμά της. Ἡ δέ ἁμαρτία εἶναι ὁ κόλαφος αὐτῆς τῆς αἰσθήσεως. Ἡ συναίσθησις εἶναι αὐτή πού ἐπιφέρει τήν κατάπαυσι ἤ τήν μείωσι τοῦ κακοῦ, καί εἶναι τέκνο τῆς συνειδήσεως. Ἡ δέ συνείδησις εἶναι ὁ λόγος καί ὁ ἔλεγχος τοῦ φύλακός μας Ἀγγέλου, ὁ ὁποῖος μᾶς ἐδόθηκε στό βάπτισμα. Γι᾿ αὐτό τόν λόγο βλέπομε ὅτι οἱ ἀβάπτιστοι δέν αἰσθάνονται ἔντονες τύψεις γιά τίς κακές τους πράξεις, ἀλλά πολύ ἐλαφρές. Ἡ ἐλάττωσις τοῦ κακοῦ γεννᾶ τήν ἀποχή ἀπό τό κακό. Ἡ ἀποχή ἀπό τό κακό εἶναι ἡ ἀρχή τῆς μετανοίας. Ἡ ἀρχή τῆς με τανοίας εἶναι ἡ ἀρχή τῆς σωτηρίας. Ἡ ἀρχή τῆς σωτηρίας εἶναι ἡ καλή πρόθεσις.


Ἡ καλή πρόθεσις γεννᾶ τούς κόπους. Ἀρχή τῶν κόπων εἶναι οἱ ἀρετές. Ἡ ἀρχή τῶν ἀρετῶν εἶναι τό ἄνθος (τῆς πνευματικῆς ζωῆς). Τό ἄνθος τῆς ἀρετῆς εἶναι ἡ ἀρχή τῆς (πνευματικῆς) ἐργασίας. Ἡ (πνευματική) ἐργασία εἶναι τέκνο τῆς ἀρετῆς· καί αὐτῆς τέκνο ἡ συνέχισις καί ἡ συχνότης τῆς ἐργασίας. Καρπός καί τέκνο τῆς συνεχοῦς καί ἐπιμελοῦς ἐργασίας εἶναι ἡ ἕξις, (ἡ μόνιμη δηλαδή συνήθεια). Καί τέκνο τῆς ἕξεως εἶναι ἡ ποίωσις, (νά γίνη δηλαδή ἡ ἀρετή ἕνα μέ τήν ψυχή, φυσική κατάστασίς της).


Ἡ ποίωσις στό καλό γεννᾶ τόν φόβο (τοῦ Θεοῦ). Ὁ φόβος γεννᾶ τήν τήρησι τῶν ἐντολῶν ― εἴτε τῶν ἐπουρανίων εἴτε τῶν ἐπιγείων. Ἡ τήρησις τῶν ἐντολῶν εἶναι ἀπόδειξις τῆς ἀγάπης (πρός τόν Θεόν). Ἀρχή τῆς ἀγάπης εἶναι τό πλῆθος τῆς ταπεινώσεως.


Τό πλῆθος δέ τῆς ταπεινώσεως εἶναι θυγατέρα τῆς ἀπαθείας. Καί ἡ ἀπόκτησις τῆς ἀπαθείας εἶναι ἡ πληρότης τῆς ἀγάπης, δηλαδή ἡ πλήρης κατοίκησις τοῦ Θεοῦ σέ ὅσους ἔγιναν μέ τήν ἀπάθεια «καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» (Ματθ. ε´ 8).


Αὐτῷ ἡ δόξα εἰς τούς αἰῶνας. Ἀμήν.


Ἀπό τό βιβλίο 


«ΚΛΙΜΑΞ»Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου Ἔκδ. Ἱ.Μ. τοῦ Παρακλήτου

Περὶ τοῦ χαροποιοῦ πένθους

 Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, τῆς Κλίμακος


ΤΟ ΚΑΤΑ ΘΕΟΝ πένθος εἶναι ἡ σκυθρωπότητα τῆς ψυχῆς, ἡ διάθεσις τῆς πονεμένης καρδιᾶς, ἡ ὁποία δὲν παύει νὰ ζητῆ μὲ πάθος ἐκεῖνο γιὰ τὸ ὁποῖο εἶναι διψασμένη. Καὶ ὅσο δὲν τὸ κατορθώνει, τόσο περισσότερο κοπιάζει καὶ τὸ κυνηγᾶ καὶ τρέχει πίσω του μὲ ὀδυνηρὸ κλάμα.


2. Ἂς τὸ χαρακτηρίσωμε καὶ ἔτσι: Πένθος εἶναι ἕνα χρυσὸ καρφὶ τῆς ψυχῆς. Τὸ καρφὶ αὐτὸ ἀπογυμνώθηκε ἀπὸ κάθε γήϊνη προσήλωσι καὶ σχέσι, καὶ καρφώθηκε ἀπὸ τὴν εὐλογημένη λύπη (στὴν πόρτα) τῆς καρδιᾶς γιὰ νὰ τὴν φρουρῆ.


3. Κατάνυξις εἶναι ἕνας συνεχὴς βασανισμὸς τῆς συνειδήσεως, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν νοερὰ ἐξομολόγησι κατορθώνει νὰ δροσίζη τὴν φλογισμένη καρδιά.


4. Ἐξομολόγησις σημαίνει τὸ νὰ λησμονοῦμε τὴν ἴδια τὴν φύσι μας. Κάποιος ἐξ αἰτίας της «ἐλησμονοῦσε ἀκόμη νὰ φάγη τὸν ἄρτο του» (Ψαλμ. ρα´ 5).


5. Μετάνοια εἶναι τὸ νὰ στερηθῆς κάθε σωματικὴ παρηγορία, χωρὶς καθόλου νὰ λυπηθῆς.


6. Χαρακτηριστικὸ ἐκείνων ποὺ προώδευσαν κάπως στὸ μακάριο πένθος εἶναι ἡ ἐγκράτεια καὶ ἡ σιωπὴ τῶν χειλέων. Ἐκείνων ποὺ προώδευσαν περισσότερο, ἡ ἀοργησία καὶ ἡ ἀμνησικακία. Καὶ αὐτῶν ποὺ ἔφθασαν στὴν τελειότητα, ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ δίψα τῆς ἀτιμίας, ἡ ἑκούσια πείνα τῶν ἀκουσίων θλίψεων, τὸ ὅτι δὲν κατακρίνουν τοὺς ἀμαρτάνοντας, καὶ τὸ ὅτι αἰσθάνονται ὑπερβολικὴ συμπάθεια πρὸς αὐτούς.


Εὐπρόσδεκτοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ οἱ πρῶτοι. Ἀξιέπαινοι οἱ δεύτεροι. Μακάριοι ὅμως οἱ τελευταῖοι ποὺ πεινοῦν γιὰ θλίψι καὶ διψοῦν γιὰ ἀτιμία. Διότι αὐτοὶ θὰ χορτάσουν ἀπὸ τροφὴ ποὺ δὲν χορταίνεται.


7. Ὅταν κατακτήσης τὸ πένθος, κράτα το μὲ ὅλη τὴ δύναμί σου. Διότι προτοῦ ἀποκτηθῆ μόνιμα καὶ ὁριστικά, χάνεται εὔκολα ἀπὸ τοὺς θορύβους καὶ τὶς μέριμνες τοῦ σώματος καὶ τὴν καλοπέρασι, καὶ μάλιστα ἀπὸ τὴν πολυλογία καὶ τὴν ἀστειολογία, καὶ διαλύεται ὅπως τὸ κερὶ ἀπὸ τὴν φωτιά.


8. Ἀνώτερη ἀπὸ τὸ βάπτισμα ἀποδεικνύεται ἡ μετὰ τὸ βάπτισμα πηγὴ τῶν δακρύων (τῆς μετανοίας), ἂν καὶ εἶναι κάπως τολμηρὸ αὐτὸ ποὺ λέγω. Διότι ἐκεῖνο μᾶς καθαρίζει ἀπὸ τὰ προηγούμενά μας κακά, ἐνῷ τοῦτο, τὸ βάπτισμα τῶν δακρύων, ἀπὸ τὰ μετέπειτα. Καὶ τὸ πρῶτο, ἐφ᾿ ὅσον τὸ ἐλάβαμε ὅλοι στὴν νηπιακὴ ἡλικία, τὸ ἐμολύναμε. Ἐνῷ μὲ τὸ δεύτερο καθαρίζομε πάλι καὶ τὸ πρῶτο. Καὶ ἐὰν ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ δὲν τὸ εἶχε χαρίσει αὐτὸ στοὺς ἀνθρώπους, οἱ σῳζόμενοι θὰ ἦταν πράγματι σπάνιοι καὶ δυσεύρετοι.


9. Οἱ στεναγμοὶ καὶ ἡ κατήφεια φωνάζουν δυνατὰ πρὸς τὸν Κύριον. Τὰ δάκρυα ποὺ προέρχονται ἀπὸ φόβο μεσιτεύουν. Καὶ τὰ δάκρυα ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν παναγία ἀγάπη μᾶς φανερώνουν ὅτι ἡ ἱκεσία μας ἔγινε δεκτή.


10. Ἀφοῦ τίποτε δὲν ταιριάζει τόσο μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη, ὅσο τὸ πένθος, καὶ τίποτε πάντως δὲν εἶναι τόσο πολὺ ἀντίθετό της, ὅσο τὸ γέλιο.


11. Νὰ κρατῆς σφικτὰ τὴν μακαρία χαρμολύπη, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπὸ τὴν εὐλογημένη κατάνυξι· καὶ ἀκατάπαυστα νὰ τὴν καλλιεργῆς μέχρις ὅτου σὲ ἀνυψώση ἀπὸ τὰ γήϊνα καὶ σὲ παρουσιάση καθαρὸν ἐμπρὸς στὸν Χριστόν.


12. Ἀκατάπαυστα νὰ ἀναπαριστάνης μέσα σου καὶ νὰ περιεργάζεσαι τὴν ἄβυσσο τοῦ σκοτεινοῦ πυρός, τοὺς ἄσπλαγχνους ὑπηρέτες, τὸν Κριτὴ ποὺ δὲν θὰ συμπαθῆ καὶ δὲν θὰ συγχωρῆ πλέον, τὸ ἀπέραντο χάος μὲ τὶς καταχθόνιες φλόγες, τὸ ὀδυνηρὸ κατέβασμα στὰ χάσματα καὶ στοὺς ὑπογείους καὶ φοβεροὺς τόπους… καὶ ὅλες τὶς παρόμοιες εἰκόνες. Ἔτσι ἀπὸ τὸν πολὺ τρόμο θὰ ἐξαφανισθῆ ἀπὸ μέσα μας ἡ λαγνεία καὶ θὰ ἑνωθῆ ἡ ψυχή μας μὲ τὴν ἄφθαρτη ἁγνεία. Δηλαδὴ θὰ δεχθῆ μέσα μας τὸ ἄφθαρτο πῦρ τῆς ἁγνείας, τὸ κατὰ πολὺ λαμπρότερο (ἀπὸ τὸ πῦρ τῶν κολάσεων καί) τοῦ πένθους.


13. Στάσου ἔντρομος ὅταν προσεύχεσαι καὶ ἱκετεύης τὸν Θεόν, σὰν τὸν κατάδικο ἐμπρὸς στὸν δικαστή, ὥστε καὶ μὲ τὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνισι καὶ μὲ τὴν ἐσωτερικὴ στάσι νὰ σβήσης τὸν θυμὸ τοῦ δικαίου Κριτοῦ. Διότι δὲν ἀντέχει νὰ παραβλέπη τὴν ψυχὴ ἐκείνη, ἡ ὁποία σὰν τὴν χήρα τῆς παραβολῆς ἵσταται ἐμπρός Του γεμάτη ὀδύνη καὶ κουράζει τὸν Ἀκούραστο (πρβλ. Λουκ. ιη´ 1-8).


14. Σὲ ὅποιον ἀπέκτησε τὸ χάρισμα τοῦ ἐσωτερικοῦ δακρύου, ὁ κάθε τόπος εἶναι κατάλληλος γιὰ πένθος. Αὐτὸς ὅμως ποὺ ἀσκεῖ ἀκόμη τὸ ἐξωτερικὸ δάκρυ, ἂς μὴν παύση νὰ ἐρευνᾶ καὶ νὰ εὑρίσκη τοὺς καταλλήλους τόπους καὶ τρόπους.


15. Ὁ κρυμμένος θησαυρὸς εἶναι περισσότερο ἀσφαλισμένος ἀπὸ τὸν ἐκτεθειμένο στὴν ἀγορά. Βάσει αὐτῆς τῆς εἰκόνας ἂς κατανοήσωμε καὶ τὸ προηγούμενο.


16. Μὴν συμπεριφέρεσαι σὰν ἐκείνους ποὺ μετὰ τὴν ταφὴ τῶν νεκρῶν τους ἄλλοτε θρηνοῦν γι᾿ αὐτοὺς καὶ ἄλλοτε (στὰ νεκρόδειπνα τρώγουν, πίνουν καί) μεθοῦν. Ἀλλὰ νὰ ὁμοιάσης μὲ τοὺς καταδίκους στὰ μεταλλεῖα ποὺ τοὺς μαστιγώνουν κάθε ὥρα οἱ δήμιοι.


17. Ἐκεῖνος ποὺ ἄλλοτε ἐπιδίδεται στὸ πένθος καὶ ἄλλοτε στὴν τρυφὴ καὶ στὰ γέλια ὁμοιάζει μ᾿ ἐκεῖνον ποὺ διώχνει τὸν «κύνα» τῆς φιληδονίας πετροβολώντας τον μὲ ψωμί. Ἔτσι ἐξωτερικὰ φαίνεται ὅτι τὸν διώχνει, ἐνῷ στὴν πραγματικότητα τὸν προσκαλεῖ κοντά του.


18. Νὰ εἶσαι «σύννους». Νὰ εἶσαι ἀφιλένδεικτος (νὰ μὴν ἀγαπᾶς δηλαδὴ νὰ ἐπιδεικνύεσαι). Νὰ παρατηρῆς τὴν καρδιά σου καὶ νὰ εἶσαι στραμμένος πρὸς αὐτὴν ὡσὰν μέσα σε κάποια ἔκστασι, διότι οἱ δαίμονες φοβοῦνται τὴν «σύννοια», ὅπως οἱ κλέπτες τοὺς σκύλους.


19. Δὲν εἶναι ἐδῶ, ἀγαπητοί μου, ὁ γάμος στὸν ὁποῖον ἔχομε προσκληθῆ. Ὁπωσδήποτε λοιπὸν Ἐκεῖνος ποὺ μᾶς ἐκάλεσε ἐδῶ, μᾶς ἐκάλεσε γιὰ νὰ πενθήσωμε τοὺς ἑαυτούς μας.


20. Μερικοί, ἐνῷ δακρύζουν, δὲν δείχνουν καμμία προσπάθεια, ὥστε νὰ καλλιεργήσουν, κατὰ τὴν εὐλογημένη ἐκείνη ὥρα, τὴν σκέψι ἡ ὁποία προκάλεσε τὸ δάκρυ, ἀλλὰ ἄκαιρα καὶ ἄστοχα τὴν ἀντιπαρέρχονται. Καὶ δὲν συλλογίζονται ὅτι δάκρυ χωρὶς αἰτία καὶ χωρὶς ἔννοια δὲν ἔχει θέσι στὰ λογικὰ πλάσματα, ἀλλὰ μόνο στὰ ἄλογα. Τὸ δάκρυ γεννᾶται ἀπὸ ὡρισμένες σκέψεις. Καὶ οἱ σκέψεις ἔχουν ὡς πατέρα τὸν λογικὸ νοῦ.


21. Ἡ κατάκλισίς σου στὸ κρεββάτι, ἂς σοῦ εἶναι προτύπωσις τῆς κατακλίσεώς σου στὸν τάφο, καὶ τότε θὰ κοιμηθῆς λιγώτερο. Καὶ αὐτὴ ἡ ἀπόλαυσις τοῦ φαγητοῦ στὴν τράπεζα, ἂς σοῦ ὑπενθυμίζη τὸ θλιβερὸ ἐκεῖνο φαγητὸ ποὺ θὰ κάνουν τὰ σκουλήκια τὸ σῶμα σου, καὶ τότε λιγώτερο θὰ φάγης. Καὶ ὅταν πίνης νερό, νὰ μὴ λησμονῆς τὴν δίψα στὴν φλόγα τῆς κολάσεως, ὁπότε θὰ περιορίσης ὁπωσδήποτε τὴν φυσική σου ἐπιθυμία.


Καὶ ὅταν ὁ Γέροντας μᾶς προσφέρη τὴν τιμημένη ἀτιμία, τὴν ἐπίπληξι καὶ τὴν ἐπιτίμησι, ἂς σκεφθοῦμε τὴν φοβερὴ ἀπόφασι τοῦ Κριτοῦ, καὶ τότε τὴν παράλογη ἐκείνη λύπη καὶ τὴν πικρία ποὺ εἰσχωρεῖ μέσα μας θὰ τὴν κατασφάξωμε σὰν μὲ δίστομη μάχαιρα μὲ τὴν πραότητα καὶ τὴν ὑπομονή.


22. «Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου -λέει ὁ Ἰὼβ (ιδ´ 11)- σπανίζεται ἡ θάλασσα» (χάνει δηλαδὴ τὰ νερά της καὶ ἀποσύρεται βαθύτερα ἀπὸ τὴν παραλία). Κατὰ παρόμοιο τρόπο, μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου καὶ τὴν ὑπομονή, ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον ἐμφυτεύονται καὶ τελειοποιοῦνται μέσα μας τὰ προηγούμενα.


23. Ἡ μνήμη τοῦ αἰωνίου πυρὸς ἂς κοιμηθῆ κάθε βράδυ μαζί σου καὶ ἂς ξυπνήση πάλι μαζί σου. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ δὲν θὰ σὲ κυριεύση ποτὲ ἡ ρᾳθυμία στὸν καιρὸ τῆς ψαλμῳδίας.


24. Ἂς σὲ παρακινῆ τουλάχιστον στὴν ἄσκησι τοῦ πένθους τὸ μαῦρο σου ἔνδυμα. Ὅλοι βέβαια ὅσοι θρηνοῦν νεκρούς, φοροῦν μαῦρα. Ἐὰν λοιπὸν μέχρι τώρα δὲν πενθῆς, ἂς πενθῆς γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ (γιὰ τὸ ὅτι δηλαδὴ φορεῖς μαῦρα). Ἐὰν ὅμως πενθῆς, νὰ αὐξήσης τὸ πένθος σου καὶ τὸν θρῆνο, διότι ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν σου ἄφησες τὴν ἄνετη ζωὴ καὶ ἀναγκάσθηκες νὰ ἀσπασθῆς τὸν σκληρὸ (καὶ πένθιμο μοναχικό) βίο.


25. Ὅπως σὲ ὅλα τὰ ἄλλα, ἔτσι καὶ στὴν περίπτωσι τῶν δακρύων ὁ καλὸς καὶ δίκαιος Κριτής μας λαμβάνει ὑπ᾿ ὄψι Του καὶ τὴν φυσικὴ προδιάθεσι καὶ δύναμι τοῦ καθενός. Εἶδα μικρὲς σταγόνες νὰ χύνωνται μὲ πόνο σὰν αἷμα. Καὶ εἶδα βρύσες δακρύων ποὺ ἔτρεχαν χωρὶς δυσκολία. Ἐγὼ τουλάχιστον ἐβαθμολόγησα τοὺς ἀγωνιστὲς ἀνάλογα μὲ τὸν πόνο καὶ ὄχι μὲ τὸ ποσὸν τῶν δακρύων. Καὶ ὁ Θεὸς νομίζω παρόμοια θὰ τοὺς ἔκρινε.


26. Σὲ ὅσους πενθοῦν δὲν ἁρμόζει νὰ θεολογοῦν, διότι ἡ θεολογία συνήθως διασκορπίζει τὸ πένθος τους. Ἐπειδὴ ἐκεῖνος ποὺ θεολογεῖ εἶναι σὰν νὰ κάθεται σὲ διδασκαλικὸ θρόνο, ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ πενθεῖ «ἐπὶ κοπρίας καὶ σάκκου». Καὶ αὐτὸ νομίζω ὅτι ἐννοοῦσε ὁ Δαβίδ, ὁ ὁποῖος, ἂν καὶ σοφὸς καὶ διδάσκαλος, ὅταν θρηνοῦσε γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, ἀπαντοῦσε σ᾿ ἐκείνους ποὺ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ ψάλη: «Πῶς ᾄσομαι τὴν ᾠδὴν Κυρίου ἐπὶ γῆς ἀλλοτρίας; δηλαδὴ στὴν γῆ τῆς ἐμπαθείας;» (πρβλ. Ψαλμ. ρλστ´ 4).


27. Μερικὰ ἀπὸ τὰ κτίσματα εἶναι αὐτο-κίνητα καὶ μερικὰ ἑτερο-κίνητα. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ στὴν κατάνυξι, (ἄλλοτε δηλαδὴ ἔρχεται μόνη της καὶ ἄλλοτε μὲ τὴν ἰδική μας προσπάθεια καὶ βία). Ὅταν, χωρὶς καμμία ἰδική μας προσπάθεια καὶ ἐνέργεια, κατανυχθῆ ἡ ψυχή μας καὶ ὑγρανθῆ καὶ μαλακώση ἀπὸ τὰ δάκρυα, ἂς τρέξωμε (νὰ ἁρπάξωμε τὴν εὐκαιρία). Διότι αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Κύριος μᾶς ἐπισκέφθηκε ἀπρόσκλητος καὶ μᾶς ἔδωσε τὸ σφουγγάρι τῆς θεαρέστου λύπης καὶ τὸ δροσιστικὸ ὕδωρ τῶν εὐλαβικῶν δακρύων, γιὰ νὰ ἐξαλείψωμε τὸ χειρόγραφο τῶν ἁμαρτιῶν μας. Αὐτὴ τὴν κατάστασι φύλαξέ την σὰν κόρη ὀφθαλμοῦ, μέχρις ὅτου ὑποχωρήση, διότι εἶναι περισσότερο δυνατὴ καὶ ἀποτελεσματική σε σύγκρισι μὲ ἐκείνη ποὺ δημιουργεῖται ἀπὸ τὸν ἰδικό μας ζῆλο καὶ ἀγώνα.


28. Δὲν κατέκτησε τὸ κάλλος τοῦ πένθους ἐκεῖνος ποὺ πενθεῖ ὅταν θέλη, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ πενθεῖ γιὰ τὸν λόγο ποὺ θέλει. Οὔτε αὐτὸς ποὺ πενθεῖ γιὰ ὅ,τι θέλει, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ πενθεῖ ὅπως ὁ Θεὸς θέλει.


29. Πολλὲς φορὲς τὸ κατὰ Θεὸν πένθος ἀναμειγνύεται μὲ τὸ ἄχαρο δάκρυ τῆς κενοδοξίας. Αὐτὸ θὰ τὸ ἀναγνωρίσωμε μὲ τρόπο ἐπιτυχῆ καὶ εὐσεβῆ, ὅταν συλλάβωμε τὸν ἑαυτό μας νὰ πενθῆ καὶ συγχρόνως νὰ ἐνεργῆ μὲ (κακότητα καί) πονηρία.


30. Κατάνυξις στὴν κυριολεξία σημαίνει νὰ ἔχη ὁ μοναχὸς στὴν ψυχή του ἀμετεώριστη ὀδύνη, χωρὶς νὰ ἐπιτρέπη στὸν ἑαυτό του καμμία παρηγορία. Τὸ μόνο ποὺ συλλογίζεται συνεχῶς εἶναι ἡ ἀναχώρησίς του ἀπὸ τὴν ζωὴ αὐτή. Καὶ ἐκεῖνο ποὺ περιμένει σὰν δροσιστικὸ ὕδωρ εἶναι ἡ παρηγορία τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος «παρηγορεῖ τοὺς ταπεινούς» (Β´ Κορ. ζ´ 6) μοναχούς.


31. Ὅσοι ἀπέκτησαν μὲ πραγματικὴ καρδιακὴ συναίσθησι τὸ πένθος, ἐμίσησαν ἀκόμη καὶ αὐτὴν τὴν ζωή τους, σὰν αἰτία κόπων καὶ δακρύων καὶ πόνων. Τὸ δὲ σῶμα τους τὸ ἀπεστράφησαν σὰν ἐχθρό.


32. Ὅταν, σὲ ὅσους φαίνονται ὅτι πενθοῦν κατὰ Θεόν, διακρίνωμε ὀργὴ ἢ ὑπερηφάνεια, ἂς θεωρήσωμε ὅτι τὰ δάκρυά τους προέρχονται ἀπὸ δαιμονικὰ πάθη, διότι «ποία κοινωνία -λέγει ἡ Γραφή- φωτὶ πρὸς σκότος»; (Β´ Κορ. στ´ 14).


33. Γέννημα τῆς νοθευμένης κατανύξεως εἶναι ἡ οἴησις, ἐνῷ τῆς ἐπαινετῆς ἡ παράκλησις. Ὅπως ἡ φωτιὰ καίει καὶ ἐξαφανίζει τὴν «καλαμιά», ἔτσι καὶ τὸ ἁγνὸ δάκρυ ἐξαφανίζει κάθε ἐξωτερικὴ καὶ ἐσωτερικὴ ἀκαθαρσία.


34. Ὁ περὶ τῶν δακρύων λόγος ἀπὸ πολλοὺς Πατέρες χαρακτηρίζεται ἀσαφὴς κάπως, σκοτεινὸς καὶ δυσερμήνευτος, καὶ μάλιστα ὅταν πρόκειται γιὰ δάκρυα τῶν ἀρχαρίων. Πολλὲς καὶ διάφορες, λέγουν, εἶναι οἱ αἰτίες ποὺ τὰ γεννοῦν. Προέρχονται δηλαδή, ἀπὸ τὴν ἰδιοσυγκρασία, ἀπὸ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ θλίψι δαιμονική, ἀπὸ θλίψι θεάρεστη, ἀπὸ κενοδοξία, ἀπὸ πορνεία, ἀπὸ ἀγάπη, ἀπὸ μνήμη θανάτου καὶ ἀπὸ πολλὰ ἄλλα.


35. Μὲ φόβο Θεοῦ ἂς δοκιμάσωμε καὶ ἂς διακρίνωμε τὰ ἰδιώματα ὅλων αὐτῶν τῶν δακρύων. Καὶ ἂς φροντίσωμε νὰ καλλιεργοῦμε τὰ καθαρὰ καὶ ἄδολα δάκρυα ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν μνήμη τοῦ θανάτου μας. Σ᾿ αὐτὰ τὰ δάκρυα δὲν ἔχει θέσι οὔτε ἡ οἴησις οὔτε ἡ κλοπὴ (ἀπὸ τὸν διάβολο), ἀλλὰ μᾶλλον ἡ κάθαρσις, ἡ πρόοδος στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τὸ πλύσιμο ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες καὶ ἡ ἀπάθεια.


36. Τὸ νὰ ἀρχίση κάποιος ποὺ πενθεῖ μὲ ἐπαινετὰ δάκρυα καὶ νὰ καταλήξη σὲ ἄσχημα, δὲν εἶναι καὶ τόσο περίεργο. Τὸ νὰ ἀρχίση ὅμως μὲ δάκρυα ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὰ πάθη ἢ ἔστω ἀπὸ τὴν φυσικὴ ἰδιοσυγκρασία, καὶ νὰ τὰ μεταποιήση σὲ πνευματικά, εἶναι πράγματι κάτι τὸ ἀξιέπαινο. Αὐτὸ τὸ ζήτημα τὸ γνωρίζουν πολὺ καλὰ ὅσοι ρέπουν πρὸς τὴν κενοδοξία.


37. Μὴν ἐμπιστεύεσαι στὶς πηγὲς τῶν δακρύων σου πρὶν ἀπὸ τὴν τελεία κάθαρσι. Δὲν μποροῦμε νὰ παραδεχθοῦμε ὡς καλὸν τὸν οἶνο ποὺ μόλις μετὰ τὸ πατητήρι τὸν ἐβάλαμε στὰ βαρέλια. Ὅλα βέβαια τὰ κατὰ Θεὸν δάκρυά μας εἶναι ὠφέλιμα. Κανεὶς δὲν ἔχει ἀντίρρησι σ᾿ αὐτό. Ποιὰ ὅμως εἶναι ἡ ὠφέλειά τους, θὰ τὸ γνωρίσουμε στὴν ὥρα τοῦ θανάτου μας.


38. Ὅποιος περνᾶ τὴν ζωή του συνεχῶς μὲ τὸ κατὰ Θεὸν πένθος, δὲν παύει ἀπὸ τοῦ νὰ ἑορτάζη καθημερινά. Ἐκεῖνον ὅμως ποὺ συνεχῶς πανηγυρίζει ὑλικὰ καὶ σωματικά, τὸν περιμένει τὸ αἰώνιο πένθος.


39. Δὲν μπορεῖ νὰ ἔχουν χαρὲς οἱ κατάδικοι τῶν φυλακῶν. Οὔτε οἱ πραγματικοὶ μοναχοὶ πανηγύρια. Γι᾿ αὐτὸ ἴσως ἐκεῖνος ὁ καλλίπενθος ἔλεγε μὲ στεναγμό: «Ἐξάγαγε ἐκ φυλακῆς τὴν ψυχήν μου (Ψαλμ. ρμα´ 8), γιὰ νὰ εὐφρανθῶ στὸ ἄρρητο καὶ ἀπερίγραπτο φῶς σου».


40. Νὰ γίνης σὰν βασιλεὺς στὴν καρδιά σου, καθισμένος στὸν ὑψηλὸ θρόνο τῆς ταπεινοφροσύνης. Νὰ διατάζης τὸ γέλιο νὰ ἀπομακρυνθῆ, καὶ ἀμέσως νὰ ἀπομακρύνεται· τὸ κλάμα νὰ ἔλθη, καὶ ἀμέσως νὰ ἔρχεται· καὶ στὸν δοῦλο μας, τὸ σῶμα, ποὺ εἶναι συγχρόνως καὶ τύραννος, νὰ ἐπιτελέση κάποιο ἔργο καὶ ἀμέσως νὰ τὸ ἐπιτελῆ (πρβλ. Ματθ. η´ 9).


41. Ὅποιος ἐφόρεσε τὸ μακάριο καὶ χαριτωμένο πένθος σὰν νυμφικὴ διπλοΐδα, αὐτὸς ἐγνώρισε τὸν «πνευματικὸ γέλωτα» τῆς ψυχῆς. Ποιὸς εἶναι ἄραγε ὁ μοναχὸς αὐτὸς ποὺ ἐδαπάνησε τόσο θεάρεστα τὸν καιρό του στὴν μοναχικὴ ζωή, ὥστε οὔτε μία ἡμέρα οὔτε μία ὥρα οὔτε μία στιγμὴ νὰ μὴν τὴν ἐξώδευσε ἐπιζήμια, ἀλλὰ τὴν προσέφερε στὸν Κύριον, μὲ τὴν σκέψι ὅτι εἶναι ἀδύνατον τὴν ἴδια ἡμέρα νὰ τὴν συναντήση δυὸ φορὲς στὴν ζωήν του.


42. Μακάριος εἶναι ὁ μοναχὸς ποὺ ἔφθασε στὸ σημεῖο νὰ ἀντικρύζη μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς τὶς ἀγγελικὲς δυνάμεις. Ἄπτωτος ὅμως εἶναι ὁ μοναχὸς ποὺ ἀκατάπαυστα βρέχει τὸ πρόσωπό του μὲ τὴν ροὴ τῶν δακρύων του, ποὺ ἀναβλύζουν ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς του μὲ τὴν μνήμη τοῦ θανάτου καὶ τῶν ἁμαρτιῶν του. Δὲν δυσκολεύομαι μάλιστα νὰ πιστεύσω, ὅτι ἀπὸ τὴν δεύτερη αὐτὴ κατάστασι ἐδιάβηκε ἡ πρώτη.


43. Συνήντησα μερικοὺς ἐπαῖτες καὶ πτωχοὺς ποὺ δὲν εἶχαν ἐντροπὴ καὶ ποὺ μὲ μερικὰ ἀστεῖα ἔκαναν καὶ τὶς καρδιὲς τῶν βασιλέων νὰ καμφθοῦν καὶ νὰ τοὺς συμπαθήσουν. Καὶ συνήντησα πάλι ἀνθρώπους πτωχοὺς ἀπὸ ἀρετές, οἱ ὁποῖοι ἐχρησιμοποίησαν ὄχι ἀστεῖα, ἀλλὰ λόγια ταπεινώσεως καὶ σκοτεινῆς ἀπογνώσεως βγαλμένα ἀπὸ τὸ βάθος τῆς ἀπελπισμένης καρδιᾶς τους. Μὲ τὰ λόγια αὐτά, χωρὶς ἐντροπὴ καὶ μὲ ἐπιμονή, ἀνέκραζαν πρὸς τὸν ἐπουράνιο Βασιλέα καὶ κατώρθωσαν μὲ τὴν βία τους νὰ παραβιάσουν τὴν ἀπαραβίαστη θεϊκὴ φύσι καὶ εὐσπλαγχνία.


44. Ἐκεῖνος ποὺ ὑπερηφανεύεται μέσα του γιὰ τὰ δάκρυά του καὶ κατακρίνει μὲ τὸν νοῦ του ὅσους δὲν δακρύζουν, ὁμοιάζει μ᾿ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἐζήτησε ἀπὸ τὸν βασιλέα ὅπλο ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν του καὶ μ᾿ αὐτὸ ἐφόνευσε τὸν ἑαυτό του.


45. Ὁ Θεός, ἀγαπητοί μου, δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ δάκρυα οὔτε ἐπιθυμεῖ νὰ πενθῆ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν ὀδύνη τῆς καρδιᾶς του, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ τὸν βλέπη νὰ ἀγάλλεται καὶ νὰ εὐθυμῆ ἐσωτερικὰ ἀπὸ τὴν ἀγάπη του πρὸς Αὐτόν.


46. Θανάτωσε τὴν ἁμαρτία, καὶ τότε θὰ εἶναι περιττὰ τὰ δάκρυα τῆς ὀδύνης στοὺς ὀφθαλμούς σου. Ὅπου δὲν ὑπάρχει πληγή, δὲν χρειάζεται νυστέρι. Στὸν Ἀδὰμ πρὶν ἀπὸ τὴν παράβασι δὲν ὑπῆρχαν δάκρυα, ὅπως ἀκριβῶς καὶ (στοὺς δικαίους) μετὰ τὴν ἀνάστασι τῶν νεκρῶν, ἐφ᾿ ὅσον θὰ ἔχη καταργηθῆ ἡ ἁμαρτία καὶ «θὰ ἔχη ἐξαφανισθῆ ἡ ὀδύνη, ἡ λύπη καὶ ὁ στεναγμός» (Ἡσ. λε´ 10).


47. Εἶδα σὲ μερικοὺς πένθος. Εἶδα καὶ ἄλλους οἱ ὁποῖοι πενθοῦσαν, διότι δὲν εἶχαν πένθος, οἱ ὁποῖοι, μολονότι στὴν πραγματικότητα ἔχουν πένθος, ζοῦν σὰν νὰ μὴν ἔχουν, καὶ μὲ τὴν καλὴ αὐτὴ ἄγνοια παραμένουν ἀσφαλισμένοι (ἀπὸ τὸν δαίμονα τῆς κενοδοξίας). Καὶ γι᾿ αὐτοὺς μᾶλλον ἔχει λεχθεῖ στὴν Γραφή: «Κύριος σοφοῖ τυφλούς» (Ψαλμ. ρμε´ 8).


48. Πολλὲς φορές, συνήθως στοὺς πιὸ ἐπιπολαίους, καὶ τὰ δάκρυα προκαλοῦν ἔπαρσι. Γι᾿ αὐτὸ καὶ σὲ μερικοὺς δὲν δίδονται, ὥστε μὲ τὴν στέρησι καὶ τὴν ἀναζήτησί τους νὰ ἐλεεινολογοῦν τοὺς ἑαυτούς των καὶ νὰ τοὺς καταδικάζουν, γεμάτοι στεναγμοὺς καὶ κατήφεια καὶ λύπη ψυχῆς καὶ βαθειὰ σκυθρωπότητα καὶ ἀμηχανία. Καὶ ἔτσι ἀναπληρώνεται χωρὶς κίνδυνο ἡ ἔλλειψις τοῦ πένθους, ἔστω καὶ ἂν αὐτοὶ νομίζουν ὅτι δὲν ἔχουν κανένα συμφέρον ἀπὸ αὐτά.


49. Ἐὰν προσέξωμε, θὰ ἀντιληφθοῦμε τοὺς δαίμονας νὰ μᾶς πολεμοῦν μὲ ἕναν γελοῖο τρόπο: Ὅταν εἴμαστε χορτασμένοι, μᾶς δημιουργοῦν κατάνυξι, καὶ ἀντιθέτως, ὅταν νηστεύωμε, μᾶς σκληρύνουν. Αὐτὸ τὸ κάνουν γιὰ νὰ μᾶς ἐξαπατήσουν μὲ τὰ νοθευμένα δάκρυα, κι ἔτσι νὰ μᾶς ρίξουν στὴν τρυφή, ποὺ εἶναι ἡ μητέρα τῶν παθῶν. Δὲν πρέπει λοιπὸν νὰ τοὺς ἀκοῦμε, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ κάνουμε τὸ ἀντίθετο.


50. Ἐγώ, καθὼς σκέπτομαι τὴν ποιότητα τῆς κατανύξεως, μένω ἔκθαμβος. Πῶς αὐτὸ ποὺ ὀνομάζεται πένθος καὶ λύπη εἶναι συμπεπλεγμένο μὲ τὴν χαρὰ καὶ τὴν εὐφροσύνη, ὅπως τὸ μελί μὲ τὸ κερί! Καὶ τί διδασκόμεθα ἀπὸ αὐτό; Ὅτι ἡ κατάνυξις εἶναι καθ᾿ ἑαυτὸ δῶρο τοῦ Κυρίου. Καὶ στὴν ψυχὴ ποὺ κατανύσσεται ὑπάρχει μία ἀληθινὴ ἡδονή, διότι ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μὲ μυστικὸ τρόπο παρηγορεῖ τοὺς «συντετριμμένους τῇ καρδίᾳ».


Γιὰ νὰ ἀποκτήσωμε γνήσιο καὶ καθαρὸ πένθος καὶ ὀδύνη ὠφέλιμη, (ἀφοῦ καὶ τὰ ἀντίθετα διδάσκουν), ἂς ἀκούσωμε μιὰ ψυχωφελῆ καὶ πολὺ ἀξιοθρήνητη διήγησι:


Ἔμενε ἐδῶ κάποιος μοναχὸς Στέφανος, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀσπασθῆ τὴν ἐρημικὴ καὶ ἡσυχαστικὴ ζωή. Ἀγωνίσθηκε πολλὰ ἔτη στὴν μοναχικὴ παλαίστρα. Ἦταν στολισμένος μὲ νηστεῖες, καὶ ἰδιαιτέρως μὲ δάκρυα καὶ μὲ ἄλλα ἐνάρετα κατορθώματα. Εἶχε τὸ κελλί του στὴν κατάβασι τοῦ ἁγίου τούτου ὄρους, (κάτω ἀπὸ τὴν Ἁγία Κορυφή), στὸ σημεῖο ποὺ εὑρίσκεται τὸ σπήλαιο τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ.


Αὐτὸς λοιπὸν ὁ ἀείμνηστος γιὰ πιὸ ἀκριβῆ καὶ κοπιαστικὴ μετάνοια καὶ ἄσκησι, ἐπῆγε στὸν τόπο ὅπου ἔμεναν οἱ ἀναχωρηταί, ποὺ ὀνομάζεται Σίδδης. Παρέμεινε ἐκεῖ μερικὰ χρόνια μὲ ὑπερβολικὲς στερήσεις καὶ σκληρὴ ἄσκησι, ἐφ᾿ ὅσον ὁ τόπος ἦταν «ἀπαράκλητος» καὶ ἀδιάβατος σχεδὸν ἀπὸ ἀνθρώπους – ἀπεῖχε περίπου ἑβδομήντα μίλια ἀπὸ τὸ κάστρο. Ἔπειτα, γύρω στὸ τέλος τῆς ζωῆς του, ἀνεβαίνει ὁ γέροντας αὐτὸς στὸ κελλί του, κάτω ἀπὸ τὴν Ἁγία Κορυφή. Εἶχε μάλιστα καὶ δυὸ ὑποτακτικοὺς ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη πολὺ εὐλαβεῖς, οἱ ὁποῖοι καὶ τοῦ ἐφύλαγαν τὸ κελλὶ πρὶν ἐπιστρέψη.


Ἀφοῦ ἐπέρασαν ὀλίγες ἡμέρες ἔπεσε σὲ ἀσθένεια, μὲ τὴν ὁποία καὶ ἐτελείωσε τὴν ζωή του. Τὴν παραμονὴ τοῦ θανάτου του περιέπεσε σὲ ἔκστασι καὶ μὲ τὰ μάτια ἀνοικτὰ παρατηροῦσε δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ τῆς κλίνης του. Σὰν νὰ τὸν ἀνέκριναν κάποιοι, ἀπαντοῦσε -τὸν ἄκουγαν ὅλοι οἱ παρευρισκόμενοι- καὶ ἄλλοτε ἔλεγε: «Ναί, πράγματι, ἀληθινά, πλὴν ὅμως ἐνήστευσα τόσα ἔτη γι᾿ αὐτό». Ἄλλοτε: «Ὄχι. Εἶναι ψέμα. Αὐτὸ δὲν τὸ ἔκανα». Ἔπειτα ἀπὸ λίγο: «Αὐτὸ ναί, ἀληθινὰ τὸ ἔπραξα, ἀλλὰ ἔκλαυσα, ἔκανα διακονήματα ἀγάπης». Καὶ πάλι: «Ἀληθινά μὲ κατηγορεῖτε». Μερικὲς φορὲς γιὰ ὡρισμένα ἀπαντοῦσε: «Ναί, ἀληθινά, ναί. Γι᾿ αὐτὰ δὲν ἔχω τί νὰ ἀπολογηθῶ. Ὁ Θεὸς εἶναι ἐλεήμων».


Ἦταν ἀλήθεια ἕνα θέαμα φρικτὸ καὶ φοβερό. Ἕνα δικαστήριο ἀόρατο καὶ χωρὶς ἔλεος. Καὶ τὸ φοβερώτερο, ὅτι τὸν κατηγοροῦσαν καὶ γιὰ πράγματα ποὺ δὲν εἶχε διαπράξει. Ὁ ἡσυχαστὴς αὐτὸς καὶ ἀναχωρητὴς γιὰ ὡρισμένα πταίσματά του -ἀλλοίμονο!- ἔλεγε: «Γι᾿ αὐτὰ δὲν ἔχω τί νὰ εἰπῶ». Καὶ εἶχε σαράντα περίπου ἔτη μοναχός, χωρὶς νὰ τοῦ λείπη καὶ τὸ δάκρυ!


Ἀλλοίμονο! Καὶ πάλι ἀλλοίμονο! Ποῦ ἦταν τότε ἡ φωνὴ ἐκείνη τοῦ προφήτου Ἰεζεκιήλ, γιὰ νὰ τοὺς εἰπῆ: «Ἐν ᾧ εὕρω σε, ἐκεῖ καὶ κρίνω σε, εἶπεν ὁ Θεός» (πρβλ. Ἰεζ. λγ´ 12-16). Ἀλλὰ δὲν κατώρθωσε νὰ χρησιμοποιήση μία τέτοια ἀπολογία. Γιατί ἄραγε; Ἄγνωστον. Ἂς ἔχη δόξα ὁ Θεός, ὁ μόνος ποὺ γνωρίζει. (Ἂς σημειωθῆ καὶ τοῦτο): Ὁ μοναχὸς αὐτός -μοῦ τὸ διηγήθηκαν ἀψευδεῖς μάρτυρες- στὴν ἔρημο (εἶχε τόσο χάρι), ὥστε νὰ τρέφη μὲ τὰ χέρια του καὶ λεοπάρδαλι.


Καὶ ἐνῷ συνεχιζόταν ἡ αὐστηρὰ αὐτὴ δικαστικὴ ἀνάκρισις, ἀποχωρίσθηκε τὸ σῶμα του, χωρὶς νὰ ἀφήση καμμία ἔνδειξι γιὰ τὴν κρίσι ἢ τὸ πόρισμα ἢ τὴν ἀπόφασι καὶ τὸ τέλος τῆς δίκης.


51. Ἡ χήρα ποὺ ἔχασε τὸν ἄνδρα της καὶ ἔμεινε μὲ τὸ μονάκριβο παιδί της, αὐτὸ ἔχει σὰν μόνη παρηγορία της μετὰ τὸν Κύριον. Παρόμοια καὶ γιὰ τὴν ψυχὴ ποὺ ἁμάρτησε δὲν ὑπάρχει ἄλλη καμμία παρηγορία τὴν ὥρα τοῦ θανάτου ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς κόπους τοῦ λαιμοῦ, (τὴν νηστεία δηλαδή), καὶ τὰ δάκρυα. Ὅσοι πενθοῦν ἔτσι, δὲν θὰ ψάλουν ποτὲ οὔτε θὰ ξεσπάσουν σὲ ἀλαλαγμοὺς ὕμνων, διότι ὅλα αὐτὰ ἀφανίζουν τὸ πένθος. Ἐὰν ἐπιχειρῆς μὲ αὐτὰ νὰ ἀποκτήσης τὸ πένθος, γνώριζε ὅτι εὑρίσκεσαι μακρυὰ ἀπὸ τὸν σκοπό σου. Διότι πένθος σημαίνει συνεχὴς καὶ μονιμοποιημένη κατάστασις πόνου σὲ μία φλογισμένη (ἀπὸ θεϊκὴ ἀγάπη) ψυχή.


Σὲ πολλοὺς τὸ πένθος ὑπῆρξε πρόδρομος τῆς μακαρίας ἀπαθείας, διότι προευτρέπισε τὴν ψυχὴ καὶ ἐσάρωσε καὶ ἔκαψε τὸ ὑλικὸ τῶν ἁμαρτιῶν καὶ τῶν παθῶν.


52. Κάποιος «δόκιμος ἐργάτης» τοῦ ἐπαινετοῦ αὐτοῦ πένθους μοῦ ἀνέφερε τὸ ἑξῆς: «Πολλὲς φορὲς ποὺ ἐπήγαινα νὰ παρασυρθῶ στὴν κενοδοξία ἢ στὴν ὀργὴ ἢ στὴν γαστριμαργία, διαμαρτυρόταν μέσα μου ὁ λογισμὸς τοῦ πένθους καὶ μοῦ ψιθύριζε: «Μὴν κενοδοξήσης, γιατί σὲ ἐγκαταλείπω». Παρόμοια καὶ γιὰ τὰ ἄλλα πάθη. Καὶ ἐγὼ τοῦ ἀπαντοῦσα: «Δὲν θὰ σὲ παρακούσω μέχρις ὅτου μὲ ὁδηγήσης ἐμπρὸς στὸν Χριστόν».


53. Ἡ ἄβυσσος τοῦ πένθους ἀντικρύζει τὴν (ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ) παράκλησι. Καὶ ἡ καθαρότης τῆς καρδίας δέχεται τὴν (θεία) ἔλλαμψι. Ἔλλαμψις σημαίνει ἀπερίγραπτη ἐνέργεια, ἡ ὁποία κατανοεῖται χωρὶς νὰ κατανοῆται καὶ βλέπεται χωρὶς νὰ βλέπεται. Παράκλησις σημαίνει ἀνάψυξις τῆς ψυχῆς ἑνὸς πονεμένου ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος σὰν νήπιο τὴν ὥρα αὐτὴ καὶ κλαυθμυρίζει μέσα του καὶ φωνάζει χαρούμενα. Ἀντίληψις σημαίνει ἀνανέωσις τῆς ψυχῆς ποὺ κατέπεσε ἀπὸ τὴν λύπη, μὲ θαυμαστὴ μεταβολὴ τῶν δακρύων τοῦ πόνου σὲ δάκρυα ἀνώδυνα.


54. Τὰ δάκρυα τοῦ θανάτου γεννοῦν τὸν φόβο. Ὁ φόβος γεννᾶ τὴν ἀφοβία, καὶ ἔτσι προβάλλει ἡ χαρά. Καὶ ὅταν λήξη ἡ χαρὰ ποὺ δὲν λήγει, προβάλλει τὸ ἄνθος τῆς εὐλογημένης ἀγάπης.


55. Ὅταν ἔρχεται στὴν ψυχή σου χαρά, νὰ τὴν διώχνης μὲ τὸ χέρι τῆς ταπεινοφροσύνης. Διότι δὲν πρέπει νὰ εἶσαι «εὐπαράδεκτος», μήπως καὶ ἀντὶ βοσκὸ ὑποδεχθῆς λύκο.


56. Μὴ βιάζεσαι νὰ φθάσης τὴν θεωρία, ἐνῷ δὲν ἦλθε ἀκόμη ἡ ὥρα της. Ἄφησε καλύτερα νὰ κυνηγήση ἐκείνη καὶ νὰ φθάση τὸ κάλλος τῆς ταπεινώσεώς σου, ὁπότε καὶ θὰ ἑνωθῆ μαζί σου μὲ αἰώνιο πάναγνο γάμο.


57. Στὶς ἀρχές, καθὼς τὸ νήπιο ἀντικρύζει τὸν πατέρα του, γεμίζει ὅλο ἀπὸ χαρά. Ὅταν ὅμως ὁ πατέρας ἀπουσιάση ὡρισμένο καιρὸ σκόπιμα καὶ ἔπειτα ἐπιστρέψη, τότε τὸ παιδὶ εἶναι γεμάτο καὶ ἀπὸ χαρὰ καὶ ἀπὸ λύπη. Ἀπὸ χαρά, διότι εἶδε αὐτὸν ποὺ ποθοῦσε, καὶ ἀπὸ λύπη, διότι τόσο καιρὸ στερήθηκε τὴν καλλονὴ τοῦ προσώπου του.


58. Μερικὲς φορὲς κρύπτεται ἡ μητέρα ἀπὸ τὸ βρέφος της, καὶ ἐνῷ αὐτὸ τὴν ἀναζητεῖ κλαίοντας, ἐκείνη χαίρεται. Μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸ μαθαίνει νὰ προσκολλᾶται πάντοτε κοντά της, καὶ ἀναφλέγει ἔντονα τὴν ἀγάπη καὶ τὸ φίλτρο ποὺ ἔχει γι᾿ αὐτήν. (Αὐτὰ ἔχουν κάποιο μυστικὸ νόημα). «Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω» (Ματθ. ια´ 15), λέγει ὁ Κύριος (1).


59. Ἐκεῖνος ποὺ ἄκουσε τὴν καταδικαστικὴ ἀπόφασι τοῦ θανάτου του, δὲν θὰ ἐνδιαφερθῆ πλέον γιὰ προγραμματισμοὺς θεατρικῶν παραστάσεων. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ πενθεῖ πραγματικά, δὲν θὰ σκεφθῆ ποτὲ τὴν τρυφὴ ἢ τὴν δόξα ἢ τὸν θυμὸ καὶ τὴν ἔξαψι τῆς ὀργῆς.


60. Πένθος σημαίνει μονιμοποιημένη κατάστασις ὀδύνης στὴν ψυχὴ ποὺ μετανοεῖ. Ἡ ὀδύνη αὐτὴ γεννᾶ καθημερινὰ ὀδύνη ἐπάνω στὴν ὀδύνη, σὰν γυναίκα «τίκτουσα καὶ ὡδίνουσα».


61. Ὁ Κύριος εἶναι δίκαιος καὶ ὅσιος. Καὶ σὲ ὅποιον ἀσκεῖται κανονικὰ στὴν ἡσυχία, ἀνάλογα τοῦ χαρίζει κατάνυξι. Καὶ ὅποιον ἀσκεῖται στὴν ὑποταγὴ κανονικά, κάθε ἡμέρα τὸν εὐφραίνει. Ὅποιος ὅμως δὲν ζῆ καθαρὰ καὶ ἀνόθευτα τὴν μία ἀπὸ τὶς δυὸ αὐτὲς ἀσκήσεις στερεῖται τὸ πένθος.


62. Διῶξε τον ἐκεῖνον τὸν «κύνα» ποὺ πλησιάζει, ὅταν πενθῆς ὑπερβολικὰ γιὰ τὶς ἁμαρτίες σου, καὶ σοῦ ψιθυρίζει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἄσπλαγχνος καὶ ἀσυμπαθής. Διότι, ἐὰν προσέξης τὴν τακτική του, θὰ διαπιστώσης ὅτι πρὶν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία σοῦ παρουσιάζει τὸν Θεὸν εὐσπλαγχνικὸ καὶ συγχωρητικό.


63. Ἡ ἐπίμονος ἀπασχόλησις καὶ ἄσκησις (στὸ πένθος) δημιουργεῖ τὴν συνεχῆ καλλιέργειά του. Ἡ συνεχὴς καλλιέργεια ὁδηγεῖ στὴν γεῦσι του. Καὶ ἐκεῖνο ποὺ γευόμεθα καὶ συναισθανόμεθα τὴν ἀξία του εἶναι δύσκολο νὰ μᾶς τὸ ἀφαιρέσουν.


64. Ὁσονδήποτε ὑψηλὴ καὶ ἂν εἶναι ἡ ἀσκητική μας ζωή, ἐὰν δὲν ὑπάρχη πόνος στὴν καρδιά μας, ἀποβαίνει νοθευμένη καὶ ἀνωφελής.


65. Πρέπει, πρέπει ὁπωσδήποτε, γιὰ νὰ τὸ εἰπῶ ἔτσι, ὅσοι ἐμολύνθηκαν καὶ μετὰ τὸ βάπτισμα, νὰ ἀφαιρέσουν τὴν πίσσα ἀπὸ τὰ χέρια τους, μὲ φωτιὰ καὶ μὲ λάδι, μὲ τὴν ἀκατάπαυστη δηλαδὴ φλόγα τῆς καρδιᾶς τους καὶ μὲ τὸ λάδι τῆς θεϊκῆς εὐσπλαγχνίας.


66. Εἶδα ἐγὼ σὲ μερικοὺς ἕνα ἀκρότατο ὅριο πένθους. Νὰ βγάζουν δηλαδὴ ἀπὸ τὸ στόμα τους αἷμα, ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὴν πικραμένη καὶ πληγωμένη καρδιά τους. Καὶ ἐνθυμήθηκα τὰ λόγια του Ψαλμῳδοῦ: «Ἐπλήγην ὡσεὶ χόρτος καὶ ἐξηράνθη ἡ καρδία μου» (Ψαλμ. ρα´ 5).


67. Τὰ δάκρυα τοῦ φόβου (τοῦ Θεοῦ) περιέχουν μέσα τους τὸν τρόμο καὶ τὴν προφύλαξι. Τὰ δάκρυα ὅμως τῆς ἀγάπης, πρὶν ἀπὸ τὴν κατάκτησι τῆς τελείας ἀγάπης, εἶναι κάπως ἐκτεθειμένα σὲ κίνδυνο, ἐκτὸς ἐὰν τὸ εὐλογημένο πῦρ τῆς ἀγάπης τὸν καιρὸ τῆς ἐνεργείας του πυρακτώση πολὺ τὴν καρδιά. Εἶναι δὲ ἀξιοθαύμαστο, ὅτι τὰ δάκρυα τοῦ φόβου, ὁ ὁποῖος εἶναι ταπεινότερο καὶ κατώτερο πράγμα, εἶναι ἀσφαλέστερα στὸν καιρό τους ἀπὸ τὰ δάκρυα τῆς ἀγάπης.


68. Ὑπάρχουν οὐσίες ποὺ ξηραίνουν τὶς πηγὲς τῶν δακρύων μας, καὶ ἄλλες ποὺ ἐπὶ πλέον δημιουργοῦν μέσα στὶς πηγὲς βόρβορο καὶ γεννοῦν θηρία. Καὶ παράδειγμα τοῦ ἑνὸς εἶναι ὁ Λὼτ ποὺ συνευρέθη παράνομα μὲ τὶς θυγατέρες του, ἐνῷ τοῦ ἄλλου ὁ διάβολος ποὺ ἐξέπεσε ἀπὸ τὴν ἀγγελική του κατάστασι (2).


69. Εἶναι μεγάλη ἡ κακία τῶν ἐχθρῶν μας: Τὶς μητέρες τῶν ἀρετῶν τὶς μετατρέπουν σὲ μητέρες κακιῶν! Καὶ τὶς αἰτίες τῆς ταπεινώσεως τὶς κάνουν αἰτίες ὑπερηφανείας.


70. Πολλὲς φορὲς ὁδηγεῖ τὸν νοῦ μας σὲ κατάνυξι καὶ ἡ τοποθεσία ποὺ μένομε καὶ ἡ θέα ποὺ ἔχει. Ἂς σὲ πείσουν γι᾿ αὐτὸ ὁ Κύριος, ὁ Ἠλίας καὶ ὁ Ἰωάννης, οἱ ὁποῖοι προσεύχονταν κατὰ μόνας (σὲ διαλεγμένους ἐρημικοὺς τόπους).


71. Συνήντησα πολλὲς φορὲς μέσα στὸν θόρυβο τῶν πόλεων δάκρυα. (Προέρχονταν ἀπὸ δαιμονικὴ συνεργία). Ἦταν γιὰ νὰ μᾶς σπρώξουν πρὸς τὸν κόσμο, μὲ τὴν ἰδέα ὅτι δὲν βλαπτόμεθα καθόλου ἀπὸ τὸν θόρυβο. Σ᾿ αὐτὸ ἀποσκοποῦσαν οἱ πονηροὶ δαίμονες.


72. Ἕνας λόγος πολλὲς φορὲς ὑπῆρξε ἱκανὸς νὰ διασκορπίση τὸ πένθος. Εἶναι δὲ ἀξιοθαύμαστο, ἐὰν ἕνας λόγος μπόρεσε νὰ τὸ συγκεντρώση πάλι.


73. Δὲν θὰ κατηγορηθοῦμε, ἀγαπητοί μου, δὲν θὰ κατηγορηθοῦμε τὴν ὥρα τοῦ θανάτου μας, διότι δὲν ἐθαυματουργήσαμε ἢ διότι δὲν ἐθεολογήσαμε ἢ διότι δὲν ἐγίναμε θεωρητικοί. Ὁπωσδήποτε ὅμως θὰ δώσωμε λόγο στὸν Θεὸν διότι δὲν ἐπενθήσαμε συνεχῶς.


Βαθμὶς ἑβδόμη! Ὅποιος ἀξιώθηκε νὰ τὴν ἀνεβῆ, ἂς βοηθήση κι ἐμένα.


Διότι αὐτὸς πλέον ἐβοηθήθηκε, ἀφοῦ μὲ τὴν ἑβδόμη βαθμίδα ἔπλυνε τὶς κηλίδες τῆς παρούσης ζωῆς.


———-


1. Ὡς μητέρα θὰ νοηθῆ ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐδῶ ἔχομε ἐμφανῆ ἐπίδρασι τῶν ὁμιλιῶν τοῦ Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου, ὅπου συχνὰ γίνεται λόγος γιὰ τὴν ἐπουράνιο μητέρα, τὴν χάρι δηλαδὴ τοῦ Πνεύματος: «Αἱ ψυχαὶ αἱ ἐν τῇ νηπιότητι τοῦ κόσμου τυγχάνουσαι καὶ ὑπὸ τῶν παθῶν συνεχόμεναι… τὴν ἐπουράνιον μητέρα, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, κλαυθμῷ καὶ βοῇ ζητοῦσαι ἐπὶ μηδενὶ ἐπαναπαυόμεναι τοῦ κόσμου τούτου…» (ὁμιλ. 84).


2. Παλαιὸς σχολιαστὴς σημειώνει: «Ὗλες ποὺ ξηραίνουν τὶς πηγὲς τῶν δακρύων εἶναι ὁ οἶνος, ὅταν πίνεται χωρὶς μέτρο», ὅπως συνέβη στὴν περίπτωσι τοῦ Λώτ (Γεν. ιθ´ 30-36). Καὶ συμπληρώνει: «Ἄλλες ὕλες, ἂς τὶς εἰποῦμε ἔτσι, εἶναι, νομίζω, ἡ ἐξουσία καὶ ἡ ὑπερβολικὴ τιμή. Αὐτὲς προκαλοῦν τὴν ὑπερηφάνεια μὲ τὴν ὁποία ἐξέπεσε ὁ διάβολος»