Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2025

Ενώ είμαστε κλητοί,δεν γινόμαστε εκλεκτοί....Κυριακή ΙΑ Λουκά

 π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός-Δύο ερωτήματα που ζητούν απάντηση

Κυριακή ΙΑ Λουκά: Πρόσκληση στο Μεγάλο Δείπνο



«Λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου. Πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί» (Λουκ. 14, 24 και Ματθ. 22, 14)

«Γιατὶ σᾶς βεβαιώνω πὼς κανένας ἀπὸ κείνους ποὺ κάλεσα δὲν θὰ γευτεῖ τὸ δεῖπνο μου. Γιατί, πολλοὶ εἶναι οἱ καλεσμένοι, λίγοι ὅμως οἱ ἐκλεκτοί». 


Οι περισσότεροι από εμάς δεν θα δυσκολευόμασταν να ομολογήσουμε ότι θα μας άρεσε η πρόσκληση από κάποιον επιφανή, με δύναμη στην κοινωνία, σε ένα δείπνο. Θα κολακευόμασταν, θα αισθανόμασταν ότι το πρόσωπό μας έχει αξία, διότι για να μας καλέσουν, σημαίνει ότι θεωρούμαστε σημαντικοί. Θα το σκεφτόμασταν πολύ σοβαρά να μην πηγαίναμε σε ένα τέτοιο δείπνο. Μάλλον θα θεωρούσαμε ως απώλεια μιας μεγάλης ευκαιρίας να δείξουμε ποιοι είμαστε μία τέτοια άρνηση.


 Η παραβολή του Μεγάλου Δείπνου μάς δείχνει ότι για τον Θεό είμαστε μοναδικής αξίας. Είμαστε, άλλωστε, οι πλασμένοι κατ’ εικόνα Του. Είμαστε τα παιδιά Του και ο Πατέρας θέλει, ακόμα κι αν αυτά έχουν μεγαλώσει και ζούνε την ελευθερία τους, να τα συναντήσει. Η πόρτα του σπιτιού Του είναι ανοιχτή. Δεν φέρεται σε αυτά ως ο κύριος προς τους υπηρέτες, αλλά ως ισότιμα πρόσωπα, τα οποία ταιριάζει να είναι καθισμένα μαζί Του στο ίδιο τραπέζι, για να μοιραστούν όχι μόνο την υλική τροφή, αλλά την κοινωνία της αγάπης. 


 Όμως, σ’ αυτό το δείπνο της Βασιλείας, τη Θεία Λειτουργία, όπου συναντιόμαστε με τον Θεό στο πρόσωπο του Χριστού, γνωρίζουμε διά του Χριστού τον Πατέρα και εν Αγίω Πνεύματι ζούμε την μεταβολή των Τιμίων Δώρων, του Άρτου και του Οίνου, σε Σώμα και Αίμα Χριστού, για να κοινωνήσουμε, για να γίνουμε ένα με τον Θεό και ένα με τον πλησίον μας, όποιος κι αν είναι αυτός, η ελευθερία μας μάς σπρώχνει να αρνηθούμε την πρόκληση.

Άλλοτε για χάρη των υλικών πραγμάτων, άλλοτε για χάρη των απολαύσεων είτε αυτές έχουν να κάνουν με την ανάπαυση είτε με τις ηδονές κάθε μορφής, εικονικές και πραγματικές, άλλοτε για χάρη των βιοτικών υποθέσεων και μεριμνών που περιλαμβάνουν και την πρόφαση της οικογένειας, η συνείδησή μας, ο ράθυμος και εγκωκεντρικός εαυτός μας, μάς ωθούν να πούμε ΟΧΙ. Η θεία λειτουργία είναι παράδοση, συνδέεται με τις γιορτές, είναι θρησκευτικό καθήκον, αλλά αυτό μπορεί να επιτελεστεί μόνο όταν νιώσουμε την ανάγκη. Κι έτσι, ενώ είμαστε κλητοί, δεν γινόμαστε εκλεκτοί, όχι γιατί ο Θεός δεν μας θέλει, αλλά γιατί εμείς θεωρούμε πως μπορούμε να ζήσουμε και χωρίς Αυτόν.


Μας αγαπά ο Θεός. Η θύρα της Βασιλείας είναι ανοιχτή σε όλους. Η πρόσκληση είναι διαρκής. Δεν εξαρτάται από την ηθική μας κατάσταση, γιατί ο Θεός δέχεται και τα κουρέλια της ψυχής μας, αρκεί να υπάρχει ένα ίχνος αναζήτησής Του και η επιθυμία να λυτρωθούμε. 

Το ερώτημα έρχεται σε μας: θέλουμε να πάρουμε μέρος στο Δείπνο της Θείας Λειτουργίας, της Ευχαριστίας, της Εκκλησίας ή η Κυριακή και κάθε γιορτή γίνονται αλυσίδα χαμένων ευκαιριών να συναντήσουμε τον Θεό και τον συνάνθρωπο; Και το δεύτερο και συγκλονιστικότερο ερώτημα είναι το γιατί λέμε ΟΧΙ στην αγάπη του Θεού; Η κατάφαση βρίσκεται στην ελευθερία, στην απόφαση, στην συναίσθηση ότι ο Υψηλός Θεός, αφού εφάνη επί γης ταπεινός άνθρωπος, μάς καλεί σε μία συνεχόμενη συνάντηση χαράς, που νοηματοδοτεί αυθεντικά τη ζωή μας.

Ἂν ὁ μεγάλος μας ἔρωτας ἦταν ὁ Θεός, τίποτε δέν θά ἐμπόδιζε,νά Τόν ἔχουμε πάντα στό κέντρο τῆς καρδιᾶς καί τοῦ μυαλοῦ

 Ἐντύπωση προκαλεῖ ὅτι μᾶς προσκαλεῖ σὲ μέγα δεῖπνο ὁ Θεός, ἀλλὰ ἐμεῖς προσπαθοῦμε πάσῃ θυσία νὰ τὸ ἀποφύγουμε. Ἐκεῖνος μᾶς ὑπόσχεται χαρὰ καὶ καλοπέραση, ἐμεῖς, κολλημένα στὰ δικά μας, προτιμᾶμε τὴ μιζέρια μας. Καὶ οἱ δικαιολογίες μας; Πραγματικὰ γιὰ κλάματα. Προφασιζόμαστε δουλειές, φροντίδες καὶ διάφορα (Κυριακὴ ΙΑ΄ Λουκᾶ).



 Ἀνάμεσα στὶς «σημαντικές» αἰτίες ποὺ προβάλλουμε γιὰ νὰ δικαιολογήσουμε τὴν ἀποχή μας ἀπὸ τὸ πλούσιο καὶ πανευφρόσυνο τραπέζι τοῦ Θεοῦ, εἶναι καὶ τὸ «γυναῖκα ἔγημα». Ἡ οἰκογένεια. Οἱ μέριμνες γιὰ τὴ συντήρηση καὶ τὴν προκοπή της δὲν μᾶς ἀφήνουν περιθώριο γιὰ ἐνασχόληση μὲ τὸν Θεό.


Ἡ οἰκογένεια ὅμως μᾶς δόθηκε γιὰ καλό. Ἔπλασε ὁ Θεὸς τὴν Εὔα ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Ἀδὰμ καὶ τὴν ἔφερε μπροστά του γιὰ νὰ τὸν βοηθάει στὸν μεγάλο σκοπό του, ὄχι νὰ τὸν ἐμποδίζει. Νὰ τὸν συντροφεύει στὴ μεγάλη του προσπάθεια γιὰ τὴ θέωση. Τοὺς εὐλόγησε καὶ τοὺς δύο νὰ κάνουν παιδιὰ καὶ νὰ τὰ χαίρονται. Νὰ τὰ ἔχουν συνοδοὺς στὴν πορεία τους πρὸς τὸν ἔσχατο προορισμό τους, νὰ φτάσουν ὅλοι μαζὶ στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.


Πῶς γίνεται τώρα ἐμεῖς νὰ τὰ βλέπουμε ὅλα ἀντίστροφα; Νὰ θεωροῦμε κατάρα τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ; Καὶ τὴν οἰκογένεια ἐμπόδιο στὸ κάλεσμά του νὰ τὸν συναντήσουμε πρόσωπο πρὸς πρόσωπο, νὰ βρεθοῦμε σὲ μιὰ σχέση ἄμεσης κοινωνίας καὶ ἀληθινῆς ἀγάπης μαζί του; Θέτουμε ἀμέσως δυὸ εὐλογημένες πραγματικότητες, τὴν οἰκογένεια καὶ τὸν Θεό, σὲ ἄμεση ἀντίθεση, σὲ σχέση ἀποκλεισμοῦ μεταξύ τους. Κάποιο λάθος γίνεται σίγουρα ἀπ’ τὴν πλευρά μας.


Λέει κάπου ὁ Χριστός: «Ὅπου ἐστὶν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν» (Ματθ. 6,21). Τί μᾶς λέει ὁ Χριστός; Τί ἀγαπᾶτε πιὸ πολύ; Σὲ τί ἔχετε προσκολληθεῖ περισσότερο; Ποιὸς θεωρεῖτε ὅτι εἶναι ὁ θησαυρός σας; Ἐκεῖ θὰ εἶναι στραμμένη καὶ προσκολλημένη καὶ ἡ καρδιά σας. Σὲ ὅ,τι θεωρεῖτε σπουδαιότερο καὶ λαχταρᾶτε περισσότερο. Αὐτὸ θὰ γίνει κέντρο τῆς ζωῆς σας, ὑπέρτατος σκοπός. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ θὰ παίρνουν σειρὰ προτεραιότητας τὰ ὑπόλοιπα.


Εἶναι λοιπὸν ὁ Θεὸς τὸ πρῶτο ποὺ ζητάμε στὴ ζωή μας; Θὰ προσαρμοστοῦν τότε ὅλα πρὸς αὐτόν. Τίποτε δὲν θὰ μᾶς ἐμποδίσει ἀπὸ τὸ νὰ πράξουμε ὅσα μᾶς ζητεῖ ὁ Θεός. Κερδίζει μήπως περισσότερο ἡ οἰκογένεια τὸ ἐνδιαφέρον μας, τὴν ἀπόλυτη ἀγάπη μας; Θὰ προσκολληθοῦμε τότε ἀποκλειστικὰ σ’ αὐτὴν καὶ δὲν θὰ βροῦμε ποτὲ χρόνο καὶ διάθεση γιὰ τίποτε ἄλλο.


Πῶς γίνεται ὅμως μὲ τὸν ἐρωτευμένο ἄνθρωπο; Ἀσχολεῖται μὲ ὅλα, ἀλλὰ ποτὲ δὲν φεύγει ἀπ’ τὸ μυαλό του τὸ πρόσωπο ποὺ ἀγαπάει. Καὶ μάλιστα χωρὶς νὰ κάνει τὴν παραμικρὴ προσπάθεια γι’ αὐτό. «Ὁ ὄντως ἐρῶν ἀεὶ τὸ τοῦ φιλουμένου πρόσωπον φαντάζεται». Ὅ,τι κι ἂν κάνει, δὲν τὸν ἐμποδίζει νὰ ἀγκαλιάζει μέσα του γεμάτος εὐχαρίστηση τὸ ἀγαπώμενο πρόσωπο (ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κλίμακος). Ἂν ὁ μεγάλος μας ἔρωτας ἦταν ὁ Θεός, τίποτε δὲν θὰ ἐμπόδιζε, οὔτε οἱ φροντίδες τῆς οἰκογένειας οὔτε κάτι ἄλλο, νὰ τὸν ἔχουμε πάντα στὸ κέντρο τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ μυαλοῦ μας.


Δὲν εἶναι ὅτι οἱ πολλές μας φροντίδες δὲν μᾶς ἀφήνουν χρόνο γιὰ τὸν Θεό. Μᾶς δίνει ἄφθονο χρόνο, μιὰ ὁλόκληρη ζωή, ὁ Θεός. Τὸ πρόβλημα εἶναι ὅτι δὲν τοῦ δίνουμε προτεραιότητα στὴν καρδιά μας.

Θὰ νιώσουμε ἄραγε ποτὲ τὴν πρέπουσα διάθεση, ἀγάπη, ἔρωτα γι’ αὐτόν;


π. Δημητρίου Μπόκου

Ὁ Μεγάλος Δεῖπνος

 Ἰωὴλ Φραγκάκος (Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας)


«Ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα»




  Στὴν παραβολὴ αὐτὴ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα, ὁ Θεὸς παρουσιάζεται μὲ τὴ μορφὴ ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ἔχει ἑτοιμάσει ἕνα δεῖπνο γιὰ πολλλοὺς προσκεκλημένους. Ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος μᾶς συμπληρώνει πὼς ὁ γάμος τοῦ παιδιοῦ του προκάλεσε τὸ δεῖπνο αὐτό. Ἐνῶ εἶχε καλέσει πολλούς, οἱ προσκεκλημένοι ἀρνήθηκαν τὴν πρόσκληση φέρνοντας διάφορες δικαιολογίες. Π.χ. Ἀγόρασαν κτήματα, ζῶα ἢ νυμφεύθηκαν κ. ἄ. Τότε ὁ οἰκοδεσπότης ἔφερε στὸ τραπέζι του ὄχι τοὺς ἐπώνυμους προσκεκλημένους, ἀλλὰ τὸν ἁπλὸ λαὸ ποὺ ἦταν στὶς πλατεῖες καὶ στὰ σοκάκια τῆς πόλεως, τοὺς χωλούς, τοὺς ἀναπήρους, τυφλοὺς καὶ πτωχούς, μέχρις ὅτου γέμισε τὸ σπίτι του. Μάλιστα εἶπε: «Οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου» (Λουκ. 14,24).



Τὰ χαρακτηριστικά τοῦ δείπνου

Μὲ τὴ λέξη «δεῖπνος» ἐννοοῦνται πολλά. Ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος γράφει πὼς ὁ Κύριος ὀνόμαζε τὸ δεῖπνο μέγα, «ἐπειδὴ καὶ μέγα τὸ τῆς σωτηρίας ἡμῶν μυστήριον», δηλ. εἶναι μεγάλο τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας μας. Τὸ τραπέζι ποὺ ἔστρωσε ὁ οἰκοδεσπότης Κύριος συμβολίζει τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Μία ἄλλη ἑρμηνεία εἶναι πὼς ὁ Κύριος ἔκανε ἕνα μεγάλο δεῖπνο, δηλ. μία οἰκουμενικὴ πανήγυρη. Ἡ ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, ἡ θυσία Του καὶ τὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας εἶναι ἡ οἰκουμενικὴ πανήγυρη, γράφει ἕνας Ἅγιος «...δέδωκεν ἡμῖν τὴν ἑαυτοῦ σάρκα φαγεῖν, ἄρτος ὤν ἐξ οὐρανοῦ καὶ ζωὴν διδοὺς τῷ κόσμῳ», μᾶς ἔδωσε νὰ φᾶμε τὴ σάρκα του, ἐπειδὴ ὁ ἴδιος εἶναι ὁ ἄρτος ποὺ κατέβηκε ἀπ’τὸν οὐρανὸ κι ἔδωσε ζωὴ στὸν κόσμο (ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας).


Ἐὰν πάρουμε τὴν εἰκόνα τοῦ γαμήλιου δείπνου ποὺ ἀναφέρει ὁ Ματθαῖος «ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὅστις ἐποίησε γάμους τῷ υἱῷ αὐτοῦ›› (κεφ. 22,2), μποροῦμε νὰ ποῦμε καὶ τὶς ἑξῆς ἑρμηνεῖες: Ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ οἱ γάμοι ποὺ κλήθηκαν τόσοι πολλοὶ νὰ συμμετάσχουν σ’αὐτούς; Κατὰ τοὺς Πατέρες, γάμος εἶναι ἡ μυστικὴ συνάφεια τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν Ἐκκλησία. Ὁ ἄνθρωπος ἑνώνεται μὲ τὸ Χριστὸ μὲ τὴν πίστη στὴ γῆ αὐτὴ καὶ ὑπερφυέστατα καὶ τέλεια θὰ ἑνωθεῖ μαζί Του στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ λαὸς ποὺ ἑνώθηκε μὲ τὸν Κύριο, εἶναι ἡ Ἐκκλησία Του. «Νύμφη μὲν οὖν ὁ λαὸς τῶν πιστῶν, ἡ Ἐκκλησία μυστικῶς συναπτομένη διὰ πίστεως νυμφίος δὲ ὁ Χριστός» (Εὐθύμιος Ζιγαβηνός). Κάθε ψυχῆς νυμφίος εἶναι ὁ Χριστὸς νυμφώνας ὅπου γίνεται ἡ ἕνωση ἀνδρὸς καὶ γυναικός, εἶναι ὁ τόπος τοῦ βαπτίσματος, δηλ. ἡ Ἐκκλησία. Ἐδῶ δίδονται οἱ ἀρραβῶνες στὴ νύμφη, ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καὶ ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὰ «τελεώτερα» θὰ δοθοῦν στὸ μέλλον, ὅταν θὰ μυσταγωγήσει ὁ Χριστὸς τοὺς τελείους στὰ καλύτερα καὶ ὑψηλότερα. Ἂς σημειωθεῖ πὼς νυμφίος εἶναι μόνον ὁ Χριστός, ἐνῶ ὅλοι ὅσοι διδάσκουν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ εἶναι νυμφαγωγοί, γράφει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος. Πράγματι κανεὶς ἄλλος δὲν εἶναι δοτήρας ἀγαθῶν παρὰ μόνον ὁ Χριστός. Ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶναι μεσίτες καὶ διάκονοι τῶν ἀγαθῶν ποὺ δίνει ὁ Κύριος.


Ἀπὸ ποῦ μᾶς κάλεσε ὁ Κύριος;


Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ παρατήρηση τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου. Ὁ Κύριος μᾶς κάλεσε ἀπὸ τὰ στενὰ τῆς ἁμαρτίας. Μέσα ἀπὸ καταστάσεις ἁμαρτωλές, ἐνῶ ζούσαμε ἀνυποψίαστοι ὅτι ὑπάρχει ἄλλη πνευματικὴ ζωή. Καθένας ἀπὸ μᾶς ἔχει νὰ διηγηθεῖ μία τέτοια ἱστορία τῆς ζωῆς του. Βέβαια ἡ πρόσκληση γίνεται ἀδιάκριτα σ’ ὅλους δηλ. ἀγαθοὺς καὶ πονηρούς, ἀλλὰ ἡ ζωὴ ὅμως αὐτῶν ποὺ κλήθηκαν στὸ δεῖπνο τοῦ Κυρίου, δὲν εἶναι «ἀνεξέταστος», ἀλλ’ ἐρευνᾶται ἐπιμελῶς ἀπ’ τὸν οἰκοδεσπότη Χριστό. Προσκλήθηκαν ὅλοι. Κάθε ἄνθρωπος ἀπὸ τὴ φύση του ἔχει κληθεῖ στὸ ἀγαθό. Ἔχει ἔμφυτο τὸ ἀγαθὸ μέσα του. Ἡ ἁμαρτία ἔκανε τὸν ἄνθρωπο πτωχό, ἀνάπηρο καὶ τυφλὸ πνευματικά. Μετὰ τὸ Χριστό, ὅσοι πιστέψαμε σ’ Αὐτόν, γίναμε εὔρωστοι καὶ ὑγιεῖς. Μᾶς κάλεσε ὁ Κύριος ἀπὸ τὰ στενὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ μᾶς ἔκανε ὁμοτράπεζους καὶ συγκληρονόμους Του. Ὅσοι δὲν τιμήσαμε τὴν πρόσκληση τοῦ Κυρίου καὶ ὅσοι παρακαθήσαμε στὸ δεῖπνο Του, ἀλλὰ δὲν ἀλλάξαμε ζωή, θὰ εἴμαστε ἀναπολόγητοι. Μᾶς δόθηκε ἡ πρόσκληση ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ συμμετάσχουμε στὸ δεῖπνο κι ἐμεῖς, κυριευμένοι ἀπὸ τὰ πάθη μας καὶ εἰδικότερα ἀπὸ τὰ πάθη τῆς φιλαργυρίας καὶ φιληδονίας, τὴν ἀπορρίψαμε, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ στερηθοῦμε τὴν πραγματικὴ ζωή.


Ἀδελφοί μου,

Δὲν βιάζει κανέναν ὁ Κύριος νὰ συμμετάσχει στὸ δεῖπνο Του. Ἀπευθύνεται στὴν προαίρεσή μας. Ἐὰν ὅμως θελήσουμε νὰ συμμετάσχουμε σ’ αὐτό, τότε ἀρχίζουν καὶ οἱ ὑποχρεώσεις μας. Ὀφείλουμε νὰ ἐργαστοῦμε μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ συμμετέχουμε στὸ μυστήριο τῆς ζωῆς, στὸ ὄντως δεῖπνο, ποὺ εἶναι ἡ Θεία Εὐχαριστία. «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες» (Ματθ. 26,27), μᾶς εἶπε ὁ Ἴδιος. Ἡ συμμετοχή μας στὸ ποτήριο τῆς ζωῆς εἶναι ἀπαραίτητη, γιὰ νὰ συμμετάσχουμε καὶ στὴ ζωὴ τοῦ Θεανθρώπου. Χριστιανὸς ποὺ δὲ συμμετέχει στὸ δεῖπνο τοῦ Κυρίου, εἶναι πνευματικὰ νεκρός. Ἂς εὐχηθοῦμε ὅλοι μας νὰ ἀνταποκριθοῦμε στὸ προσκλητήριο τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶναι καὶ ἡ σωτηρία μας.


Οἱ Ἅγιοι Προπάτορες

 Διονύσιος Ψαριανός (Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+))



   Καθὼς πλησιάζει ἡ μεγάλη ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων, ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει καὶ τιμᾶ τὴν ἱερὴ μνήμη τῶν ἁγίων Προπατόρων τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Προπάτορες εἶναι οἱ τρεῖς Πατριάρχες Ἀβραάμ, Ἰσαάκ, Ἰακώβ, καὶ ἀπὸ τὰ δώδεκα παιδιὰ τοῦ Ἰακὼβ ὁ Ἰούδας, ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ ὁποίου γεννήθηκε ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα νὰ πεθάνη, ὁ Ἰακὼβ κάλεσε τὰ δώδεκα παιδιά του καὶ τοὺς εἶπε· «Συναχθῆτε καὶ ἀναγγείλω ὑμῖν τί συναντήσει ὑμῖν ἐπ’ ἐσχάτου τῶν ἡμερῶν». Ἔπειτα ἄρχισε νὰ τοὺς εὐλογῆ ἕναν - ἕναν, κι ὅταν ἔφτασε στὸν Ἰούδα εἶπε· «Οὐκ ἐκλείψει ἄρχων ἐξ Ἰούδα καὶ ἡγούμενος ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ, ἕως ἂν ἔλθῃ τὰ ἀποκείμενα αὐτῷ, καὶ αὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν». Αὐτὴ εἶναι ἡ προφητεία ὅτι ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα θὰ γεννηθῆ ὁ Χριστός.


Δὲν θὰ μείνωμε τώρα περισσότερο, ἀκολουθώντας τὴ συνέχεια τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰούδα ὥς τὸν βασιλέα Δαβὶδ κι ὕστερα ὥς τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Γι’ αὐτοὺς ὅλους στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια εἶναι δυὸ κατάλογοι, ἕνας ὁ κατάλογος τοῦ εὐαγγελιστῆ Ματθαίου καὶ δεύτερος ὁ κατάλογος τοῦ εὐαγγελιστῆ Λουκᾶ. Ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος ἀρχίζει τὸ Εὐαγγέλιό του μὲ τὴ γενεαλογία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ· «Ἀβραὰμ ἐγέννησε τὸν Ἰσαάκ...», καθὼς ἀκοῦμε στὴ θεία Λειτουργία μία Κυριακὴ πρὶν ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων. Ὅλοι ὅσων τὰ ὀνόματα ἀναφέρονται στὸν γενεαλογικὸ αὐτὸν κατάλογο, ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ ὥς τὸν Ἰούδα, ἀπὸ τὸν Ἰούδα ὥς τὸν Δαβὶδ κι ἀπὸ τὸ Δαβὶδ ὥς τὸν Ἰωσήφ, τὸν μνήστορα, εἶναι οἱ προπάτορες τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.


Θὰ ὁμιλήσουμε τώρα μόνο γιὰ τὸν Ἀβραάμ, ποὺ εἶναι ὁ πρῶτος ἀπὸ τοὺς Προπάτορες καὶ ὁ γενάρχης τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἔθνους. Ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ ἀρχίζει ἡ ἱστορία τῆς ἀπολύτρωσης τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, μετὰ τὸν ὑπαινιγμὸ καὶ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ στοὺς Πρωτοπλάστους, ἀμέσως μετὰ τὴν παρακοὴ καὶ τὴν πτώση. Δυὸ χιλιάδες χρόνια μετὰ τὴ δημιουργία καὶ τετρακόσια χρόνια μετὰ τὸν κατακλυσμό, κάλεσε ὁ Θεὸς τὸν Ἀβραὰμ καὶ τοῦ εἶπε ὅτι οἱ ἀπόγονοί του θὰ κληρονομήσουν τὴν Παλαιστίνη, θὰ γίνουν μέγα ἔθνος καὶ αὐτοὶ θὰ μεταδώσουν τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ σὲ ὅλα τὰ ἔθνη. Στὸ πρῶτο βιβλίο τῆς θείας Γραφῆς, ποὺ εἶναι ἡ Γένεση, διαβάζομε τὴν ἱερὴ ἱστορία τοῦ πατριάρχη Ἀβραάμ.


Ὁ Ἀβραὰμ εἶναι ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἀπόλυτη πίστη στὸ Θεό. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν θέλη νὰ ὁμιλήση γιὰ τὴν πίστη, πάντα καὶ μάλιστα στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή, φέρνει γιὰ παράδειγμα τὸν Ἀβραάμ. Θὰ περιορισθοῦμε σὲ δυὸ μόνο περιστατικὰ τῆς ζωῆς τοῦ Ἀβραάμ, στὰ ὁποῖα φαίνεται ἡ πίστη του πρὸς τὸ Θεὸ καὶ ἡ ἀδιαμαρτύρητη ὑπακοή του σὲ ὅ,τι λέγει ὁ Θεός. Στὸ δωδέκατο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου τῆς Γένεσης διαβάζομε γιὰ τὴν κλήση τοῦ Ἀβραάμ. Ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε· «Ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγγενείας σου καὶ ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου καὶ δεῦρο εἰς γῆν ἥν ἂν σοὶ δείξω». Δὲν εἶναι μικρὸ καὶ λίγο αὐτὸ ποὺ λέγει ὁ Θεός· νὰ φύγη ἀπὸ τὸν τόπο του καὶ νὰ μὴν ξέρη ποῦ πηγαίνει. Ὁ Ἀβραάμ ἀδιαμαρτύρητα «ἐπορεύθη, καθάπερ ἐλάλησεν αὐτῷ ὁ Κύριος».


Στὸ εἰκοστὸ δεύτερο κεφάλαιο πάλι τῆς Γένεσης διαβάζομε γιὰ τὴν θυσία τοῦ Ἀβραάμ. Ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε· «Πάρε τὸ γιό σου τὸν Ἰσαὰκ κι ἀνέβα στὸ βουνὸ ποὺ θὰ σοῦ δείξω καὶ πρόσφερε τὸν θυσία σ’ ἐμένα...» Ἡ θεία Γραφὴ λέγει ὅτι «ὁ Θεὸς ἐπείραζε τὸν Ἀβραάμ», τὸν δοκίμαζε δηλαδὴ καὶ τὸν ἔβαζε νὰ κάμη κάτι, ποὺ στὸ τέλος ὁ ἴδιος δὲν θὰ τὸ ἐπέτρεπε. Ὁ Ἀβραάμ, μὲ πίστη ποὺ χαρίζει ὑπεράνθρωπη δύναμη, πῆρε τὸν Ἰσαάκ, τὸν φόρτωσε καὶ τὰ ξύλα τῆς θυσίας κι ἀνέβηκε στὸ βουνό. Ἒχτισ’ ἐκεῖ ἕνα πρόχειρο θυσιαστήριο, ἔβαλε τὸ παιδὶ ἐπάνω στὰ ξύλα καὶ σήκωσε τὸ μαχαίρι γιὰ νὰ τὸ σφάξη. Καὶ τότε ἀκούστηκε ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ· «Μὴ ἐπιβάλης τὴν χεῖρά σου ἐπὶ τὸ παιδάριον, μηδὲ ποίησῃς αὐτῷ μηδὲν νῦν γὰρ ἔγνων ὅτι φοβῇ τὸν Θεὸν σύ, καὶ οὐκ ἐφείσω τοῦ υἱοῦ σου τοῦ ἀγαπητοῦ δι’ ἐμέ...».


Ἄλλο παράδειγμα τέτοιας πίστης καὶ ὑπακοῆς στὸ Θεὸ δὲν ὑπάρχει. Καὶ νὰ σκεφθοῦμε ὅτι ὁ Ἰσαὰκ ἦταν «υἱὸς τῆς ἐπαγγελίας», τὸ παιδὶ ποὺ γέννησε ὁ Ἀβραὰμ ἀπὸ τὴ Σάρα σὲ ἡλικία ἑκατὸ ἐτῶν, γιὰ νὰ ἐκπληρωθοῦν οἱ ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ. Ὅταν τοῦ εἶπε ὁ Θεὸς πὼς στὰ γεράματά του θὰ γέννηση παιδί, δὲν ἀπίστησε· κι ὅταν ὕστερα τοῦ εἶπε νὰ τὸ θυσιάση, πάλι δὲν ἀπίστησε, ἀλλὰ συμμορφώθηκε ἀδιαμαρτύρητα καὶ μὲ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὸ Θεό. Γιὰ τὰ δυὸ αὐτὰ περιστατικὰ τῆς ζωῆς τοῦ Ἀβραάμ, γιὰ τὰ ὁποῖα εἴπαμε, γράφει ὁ Ἀπόστολος στὸ ἑνδέκατο κεφάλαιο τῆς πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολῆς. Μὲ πίστη ὑπήκουσε ὁ Ἀβραὰμ κι ἔφυγε ἀπὸ τὸν τόπο του, «μὴ ἐπιστάμενος ποῦ ἔρχεται». Καὶ πάλι μὲ πίστη «προσενήνοχεν Ἀβραὰμ τὸν Ἰσαὰκ πειραζόμενος». Ἀμήν.

Κυριακή των αγίων Προπατόρων

 († Αρχ. Γεώργιος Καψάνης, Προηγούμενος Ι. Μ. Γρηγορίου Αγίου Όρους)


Σήμερα η Κυριακή των αγίων Προπατόρων μάς μεταφέρει την νοσταλγία του λαού του Θεού τού προ Χριστού για την έλευση του Μεσσία. Σήμερα εμείς δεν μπορούμε να το καταλάβουμε αυτό, γιατί ο Χριστός είναι εν τω μέσω ημών. Όταν όμως εκείνα τα χρόνια τα προ Χριστού οι άνθρωποι νοσταλγούσαν τον Θεό, ως Εμμανουήλ, δηλαδή τον Θεό εν μέσω αυτών, και δεν μπορούσαν να τον χαρούν έτσι, ήταν βαθιά μέσα τους η νοσταλγία για την ευλογημένη αυτή ώρα.


Και γι’ αυτό έψαλλαν «ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου» (Ψαλμ. 117:26). Ευλογούσαν Εκείνον, ο οποίος επρόκειτο να έλθει εν τω ονόματι του Κυρίου. Και όλοι αυτοί οι άνθρωποι της Παλαιάς Διαθήκης του λαού του Θεού όχι μόνον νοσταλγούσαν, αλλά και προετοίμαζαν τον εαυτό τους για την έλευση του Μεσσία. Και προετοιμάζοντας τον εαυτό τους για την έλευση του Μεσσία, επιτάχυναν και τον χρόνο της ελεύσεως του Μεσσία.


Διότι εάν αυτοί δεν είχαν αποτελέσει τους αγίους κλάδους του δένδρου των Προπατόρων, δεν θα κατέληγε αυτό το δένδρο στον τελευταίο κλάδο και τον ωραιότερο, την Κυρία Θεοτόκο, εξ ης εβλάστησε ως καρπός ο Σωτήρας μας Ιησούς Χριστός.


Και προετοίμαζαν τον εαυτό τους και την έλευση του Χριστού οι άγιοι Προπάτορες με τον αγώνα τους αλλά και με την αποδοχή του Σταυρού. Διότι, θεολογεί ο μέγας φωστήρ της Εκκλησίας μας, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ότι το μυστήριο του Σταυρού προενεργούσε στην Παλαιά Διαθήκη. Αλλιώς δεν θα μπορούσαν οι Δίκαιοι να είναι Δίκαιοι. Δια του προενεργούντος μυστηρίου του Σταυρού του Χριστού προετοιμάζονταν για να δουν τον Ιησού Χριστό ερχόμενο, κενούμενο και σταυρούμενο υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας.


Και απόδειξη μεγάλη, ότι δια του Σταυρού του Χριστού ετελειώθησαν οι Προπάτορες, είναι ο άγιος και δίκαιος Αβραάμ, για τον οποίο ακούσαμε στην ωραία ανάγνωση.


Τι άλλο ήταν παρά σταυρική η ζωή τού ευλογημένου Αβραάμ; Σταυρική η αρετή του, σταυρική η θυσία του μονογενούς του υιού του Ισαάκ, σταυρική και η αναχώρησή του εκ της γης της πατρίδος του και των συγγενών του στη γη την άγνωστη, την οποία ο Κύριος θα υπεδείκνυε.


Δια του Σταυρού λοιπόν ετελειώθη ο Αβραάμ. Και φαίνεται ότι τόσο πιστά σήκωσε και έζησε τον Σταυρό του Χριστού στη ζωή του, ώστε έγινε και πατήρ των πιστευόντων. Πατήρ όχι μόνο του λαού της Παλαιάς Διαθήκης, ο οποίος λαός της Παλαιάς Διαθήκης μετά εγκατέλειψε τον πιστό Αβραάμ και επορεύθη εν τοις θελήμασι των καρδιών αυτού, αλλά έγινε πατήρ και του νέου λαού της Χάριτος, του λαού των Χριστιανών, διότι δια της Πίστεως εδικαιώθη, όπως λέγει ο μέγας Παύλος. Και δια της Πίστεως εμείς οι Χριστιανοί, ως μιμητές και απόγονοι του Αβραάμ, πνευματικοί απόγονοι του Αβραάμ, δικαιωνόμαστε δωρεάν.


Ταύτα πάντα λοιπόν και εμείς αναλογιζόμενοι σήμερα και μνημονεύοντες εν πίστει των αγίων Προπατόρων και του πόθου τους για τον Χριστό, και του σταυρού τους για τον Χριστό, και της νοσταλγίας τους για τον Χριστό, τους μακαρίζουμε σήμερα και ζητούμε τις ισχυρές προς τον Θεό πρεσβείες τους, ώστε και εμείς, ο νέος λαός της Χάριτος, όχι πλέον προ Χριστού πιστοί αλλά μετά Χριστόν, τιμώντες τον Κύριο, να είμαστε πολύ προθυμότεροι στην ένωσή μας με τον Χριστό και στον αγώνα μας για τον Χριστό.


Ο Κύριος να ενισχύσει όλους μας, ώστε όλα αυτά τα οποία ζούμε, διαβάζουμε, ακούμε καθημερινά, τις ιερές υμνωδίες, το ιερό Ευαγγέλιο, τα αποστολικά αναγνώσματα, τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, την υμνολογία της Εκκλησίας μας, να τα ζούμε σαν συγκλονιστικά βιώματα, σαν αλλεπάλληλες εκπλήξεις μπροστά στα μεγαλεία του Θεού και μπροστά στην αγάπη του Θεού και μπροστά στους αγώνας των ανθρώπων του Θεού, που έκαναν από πιστότητα και από αγάπη προς τον Κύριο.


Ήδη πλησιάζουμε· πλησιάζει και η μεγάλη εορτή της του Κυρίου Επιφανείας, η οποία κατά τον ιερό Χρυσόστομο είναι η Μητρόπολις των εορτών, και όλοι καλούμαστε εντατικότερα να εργασθούμε πνευματικά, για να αξιωθούμε να εορτάσουμε και την αγία αυτή μεγάλη εορτή της πίστεώς μας θεαρέστως.


(1988)


[Από το βιβλίο: † Αρχιμανδρίτου Γεωργίου, Ομιλίες σε Εορτές Αγίων (των ετών 1981-1991) Β’. Έκδ. Ι.Μ. Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 2016, σελ. 136]

Τὸ Χρυσὸ δακτυλίδι !

 (†) ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου Μητροπολίτου Νικαίας


Μεγαλειώδης, ἀλλὰ καὶ συγκλονιστικὴ ἡ σημερινή Παραβολή, ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα. Ὀπίσω ἀπὸ τὴν μορφήν τοῦ πλουσίου καὶ γενναιοδώρου οἰκοδεσπότου, εἶναι γνωστόν, ὅτι κρύπτεται ὁ ἄπειρος Θεός.


Καὶ τὸ δεῖπνον τὸ μέγα, ποὺ ἡτομάσθη δι’ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους, εἶναι ἡ εὐλογημένη τράπεζα τῶν μεγάλων πνευματικῶν δωρεῶν, ἡ Θεία Κοινωνία, ἡ ἁγιάζουσα χάρις τοῦ Θεοῦ, ποὺ προσφέρεται διὰ τὴν εὐτυχίαν καὶ αἰωνίαν μακαριότητα τοῦ ἀνθρώπου.



Καὶ ἔστειλε καὶ στέλλει ἔκτοτε ὁ Θεὸς ἀπεσταλμένους, οἱ ὁποῖοι καλοῦν τοὺς ἀνθρώπους εἰς τὸ τιμητικὸν αὐτὸ δεῖπνον. Ἦλθεν ὁ Χριστός, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Διδάσκαλοι καὶ μεγάλοι Πατέρες, ἡ σημερινὴ Ἐκκλησία μὲ τοὺς λειτουργούς της. Ὅσον ὅμως λαμπρὰ εἶναι ἡ τράπεζα τοῦ θείου Οἰκοδεσπότου, τόσον ἀχαρακτήριστος καὶ ἐγκληματικὴ, συνήθως, ἡ στάσις τῶν προσκεκλημένων.


Ἄς παρακολουθήσωμεν ὅμως τὴν παραβολήν, διότι ἀπὸ τὴν ἀνάλυσιν θὰ προκύψουν σοβαρώτατα διδάγματα.


1. «Ἀγρὸν ἠγόρασα..»


Ὅταν ἡτοιμάσθη τὸ δεῖπνον, σημειώνει ἡ Παραβολή, ὁ Οἰκοδεσπότης ἔστειλε τοὺς δούλους Του καὶ εἰδοποίησε τοὺς προσκεκλημένους: «Ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα» (στ. 17). Ὁ καθείς, βέβαια, θὰ ἐπερίμενε νὰ μὴν ἀπορρίψῃ κανεὶς τὴν πρόσκλησιν εἰς ἕνα τόσον ἐπίσημον καὶ λαμπρὸν δεῖπνον. Καὶ ὅμως δὲν συνέβη αὐτό.


«Ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες». Ἠρνήθηκαν ὅλοι. Ὁ πρῶτος ἐδικαιολογήθη μὲ τὴν πρόφασιν, ὅτι ἠγόρασεν ἕναν ἀγρὸν καὶ θέλει νὰ τὸν ἰδῇ ἀπὸ κοντά.  Περίεργος δικαιολογία. Μήπως δὲν ἠμποροῦσε νὰ πάῃ ἄλλην ἡμέραν, ποὺ ἦτο καλεσμένος, στὸ δεῖπνον; Εἶναι, ἀγαπητέ, ἡ τάξις τῶν φιλοπλούτων, οἱ ὁποῖοι διαρκῶς ἀγοράζουν καὶ πωλοῦν, οἰκοδομοῦν σπίτια, προσκολλοῦν τὴν ψυχήν των εἰς τὸν χρυσὸν καὶ τὴν ὕλην.


Ἔτσι δὲν μένει καιρὸς διὰ τὴν ψυχὴν καὶ τὴν θρησκείαν, διὰ τὰ πνευματικὰ ἀγαθὰ, τὰ ἄφθαρτα καὶ αἰώνια.  Πόσοι ἄνθρωποι –τρομερόν ! – μένουν χωρὶς ἰδανικὰ θρησκευτικὰ, χωρὶς Χριστόν, χωρὶς τὴν χάριν τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας μας, μέσα εἰς μίαν ἀτμόσφαιραν ξηράν, πνιγηράν, ὑλιστικήν διότι ἐθαμβώθησαν ἀπὸ τὴ λάμψιν τοῦ χρυσοῦ, παρεσύρθησαν ἀπὸ τὴν ἕλξιν τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἐδέθησαν εἰς τὸ ἄρμα τῆς εἰδωλολατρικῆς φιλαργυρίας !


Καλεῖ ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον εἰς τὴν ζωῆν τῆς πνευματικῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀρετῆς, τῆς ἁγιότητος. Ἀλλ’ ἐκεῖνος, δεσμώτης καὶ αἰχμάλωτος, μένει δεμένος εἰς τὰς κλίσεις του καὶ τὰ ἐφήμερα ἀγαθὰ του, ἕως ὅτου ὁ θάνατος τὸν ἀποσπᾷ βιαίως ἀπὸ τὴν ζωὴν καὶ τὸν ὁδηγεῖ εἰς τὴν αἰωνίαν καταστροφήν.  Τί τύφλωσις, Θεέ  μου !


2. «Ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε...»


Ὁ δεύτερος προσκεκλημένος ἐδικαιολογήθη, ὅτι «ἠγόρασε πέντε ζεύγη βοδιῶν, καὶ θέλει νὰ πάῃ νὰ τὰ δοκιμάσῃ». Ἀπέρριψεν ἔτσι καὶ αὐτὸς καὶ περιφρόνησε τὴν πρόσκλησιν. Ἡ τάξις αὐτὴ συμβολίζει τοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι δὲν εὐχαριστοῦνται νὰ ζοῦν μίαν ζωὴν ἁγνήν, καθαράν, ἀπηλλαγμένην ἀπὸ ἠθικὰς πτώσεις, ἀλλὰ προτιμοῦν νὰ βόσκουν τὰ βόδια τῶν παθῶν τους.


Ἄνθρωποι τῶν χαμηλῶν αἰσθήσεων, δοῦλοι τῶν σαρκικῶν ἐπιθυμιῶν, κολλημένοι εἰς τὸν βόρβορον τοῦ σταύλου, εὐφραίνονται μὲ τὴν λάσπην, ἱκανοποιοῦνται μὲ τὴν σαπίλαν. Ἡ εὐωδία τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἡ ζωὴ τῆς λευκότητος καὶ τὴς ἠθικῆς ἀκτινοβολίας, δὲν τοὺς συγκινεῖ.


Ἔτσι μένουν χωρὶς Θεὸν, τυφλοὶ μέσα εἰς τὴν φρικοτέραν φυλακὴν τῶν αἰσθήσεων, χωρὶς ἀνώτερα σκιρτήματα, χωρὶς εὐγενεῖς ὁραματισμούς. Λυπηρόν !  Πόσοι πηγαίνουν ἔτσι χαμένοι, ἀνίσχυροι ἀργότερα νὰ σπάσουν τὶς ἀλυσίδες, ράκη καὶ συντρίμματα, χωρὶς ὑπόληψιν, χωρὶς ἀξιοπρέπειαν, οἰκονομικὰ ναυάγια, ψυχικὰ κουρέλια, μουσεῖα ἀσθενειῶν !


Καὶ ὅμως, ἐνῷ ἠμποροῦσαν νὰ εἶναι ἀετοί, μέσα στὰ γαλανὰ πλάτη τοῦ πνευματικοῦ οὐρανοῦ, νέοι μέ μόρφωσιν καὶ κοινωνινκὴν προβολήν, νέοι μὲ δύναμιν ψυχικὴν καὶ ἀκτινοβολίαν ἐναρέτου βίου, οἰκογενειάρχαι μὲ εὐτυχισμένην ζωήν, δημιουργική, παράγοντες σημαντικοὶ εἰς τὸ περιβάλλον των, μεταβάλλονται εἰς σαῦρες καὶ γλοιώδη ἑρπετά, ποὺ ζοῦν εἰς τὰ τέλματα καὶ τὰ χαμόκλαδα, εἰς τὴν σῆψιν καὶ τὰ λιμνάζοντα νερὰ τῆς ἁμαρτίας.


Δεσμῶται !  Γιατὶ σᾶς ἀρέσουν «τῆς φυλακῆς τὰ σίδερα»; Δὲν ἀπαντᾶτε; Δεσμῶται !  Σᾶς καλεῖ ὁ Θεὸς !  Σπάστε τις ἁλυσίδες !


3. «Γυναῖκα ἔγημα..»


Ὁ ὑπηρέτης ἐκτύπησε τὴν πόρτα τοῦ τρίτου προσκεκλημένου.  Καὶ ἐκεῖ συνήντησε τὴν ἄρνησιν. «Ἔχω κάμει τώρα οἰκογένεια καὶ δὲν μπορῶ νὰ ἔλθω.  Εἶμαι ἀπασχολημένος». Ἔτσι ἡ ἀχαρακτήριστη ἡ στάση τῶν κεκελημένων συνεπληρώθη μὲ τὴν ἀπάντησιν τοῦ «νεοπαντρεμένου».


Καὶ ὅμως θὰ ἐπερίμενε κανεὶς τὸ ἀντίθετον νὰ συμβῇ. Ὅσον καιρὸν ὁ ἄνθρωπος εἶναι χωρὶς οἰκογένειαν, εἶναι μέσα εἰς τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὰς προκλήσεις.  Καὶ πολλοὶ παρασύρονται καὶ κάνουν μίαν ζωὴν ἄτακτον, ἁμαρτωλὴν.


Ὁ γάμος ὅμως εἶναι χαλινός, εἶναι λιμάνι, ὅπου εὑρίσκουν καταφύγιον οἱ ναυαγοί.  Θὰ ἔπρεπε τώρα, ἀντιθέτως, νὰ ἐπιζητοῦν τὸν Θεὸν εἰς τὴν νέαν μορφὴν τῆς ζωῆς των, τὴν οἰκογενειακή. Ἀλλοίμονον ὅμως !  Πόσοι νομίζουν, ὅτι δὲν συμβιβάζεται ὁ οἰκογενειακὸς μὲ τὸν χριστιανικὸν βίον !


Λησμονοῦν, ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ ὑπάρξῃ συζυγικὴ ζωὴ εἰρηνική, ὁμαλή, χωρὶς φιλονικίας καὶ ζηλοτυπίας, ἄν δὲν θεμελιωθῇ εἰς τὸν Θεόν·  ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ ἰδοῦν οἱ γονεῖς τίμια καὶ φρόνιμα καὶ προωδευμένα παιδιά, στήριγμα τῶν γηρατειῶν των, ἄν δὲν τὰ συνδέσουν μὲ τὴν Ἐκκλησία, μὲ τὰ Μυστήριά της, κυρίως μὲ τὴν Θ. Εὐχαριστίαν.  Λάθη ὀλέθρια!


Ἔτσι δημιουργοῦνται αἱ νέαι οἰκογένειαι μὲ τὰς παλαιὰς συνθείας. «Γλέντια» καὶ ἀπροσεξία καὶ ἁμαρτωλοὶ χοροὶ καὶ ξενύχτια ἄσωτα καὶ ἐξωφρενικότητες καὶ ἀσύνετα ἔξοδα καὶ ματαιοδοξίες καὶ κατερείπωσις τῆς ἠθικῆς καὶ καταπάτησις τοῦ ὅρκου. Ἀλλ’ αὐτὰ δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἔχουν ἄλλο ἀποτέλεσμα ἀπὸ τὴν διάλυσιν.


Καὶ εἴμεθα σήμερα μάρτυρες τοῦ οἰκογενειακοῦ δράματος, μὲ τὴν ἀσυμφωνίαν τῶν χαρακτήρων, μὲ τοὺς ἐξευτελισμούς, μὲ τοὺς φόνους, μὲ τὰ διαζύγια.  Στεῖραι οἰκογένειαι, χωρὶς παιδιά, ἤ μὲ ἕνα ἤ δύο τὸ πολύ, χωρὶς θρησκευτικὴν ζωὴν, χωρὶς ἰδανικά, ὁμοιάζουν μὲ πλοιάρια χωρὶς κυβερνήτην.


Καὶ ἔτσι, ἐνῷ ἡ γυναῖκα ἐδόθη ἀπὸ τὸν Θεὸν διὰ νὰ εἶναι «βοηθός» τοῦ ἀνδρός, ἐνισχυτὴς εἰς τὸν ἀγῶνα τοῦ καλοῦ, ἡ ἁμαρτία τὴν ἔκαμε πέτραν σκανδάλου, ἀφορμὴν ἀφορήτων δραμάτων.


Καὶ ἐνῷ ὁ Κύριος ἐζήτησε νὰ μὴ ὑπάρχῃ ἄλλο πρόσωπον εἰς τὴν ζωήν μας, ποὺ νὰ ἐλαττώνῃ τὴν ἀγάπην μας πρὸς Αὐτὸν, συχνὰ ἡ σύζυγος παρασύρει τὸν σύζυγον εἰς μίαν ζωὴν χωρὶς Χριστόν, κοσμικὴν, ἐπιπόλαιαν, μακρὰν τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἔχει ὡς κατακλεῖδα τὸν ἠθικὸν θάνατον τῆς οἰκογενείας.


Καὶ ἔτσι, ἀντὶ ἡ οἰκογένεια νὰ γίνεται μέσον σωτηρίας, ἀποβαίνει ἐμπόδιον καὶ πικρὰ ἁλυσίδα, ἡ ὁποία κρατεῖ τὸν ἄνθρωπον δεμένον εἰς τὸν δρόμον τῆς «κοσμικῆς» ζωῆς, ποὺ ἱσοδυναμεῖ μὲ ἀνατίναξιν τῆς εὐτυχίας στὸν ἀέρα.  Λυπηρὸν καὶ ὀλέθριον !



4. Αἱ συνέπεια.


Οἱ κεκλημένοι ἠρνήθηκαν μὲ ἀστήρικτους δικαιολογίας νὰ μετάσχουν εἰς τὸ δεῖπνον.  Καὶ ὁ οἰκοδεσπότης, σημειώνει ἡ Παραβολή, «ὠργίσθη».  Διέταξε, λοιπόν, νὰ σπεύσουν οἱ δοῦλοι εἰς τοὺς δρόμους καὶ τὶς πλατεῖες καὶ νὰ μαζέψουν ὅλους·  πτωχούς, ἀνάπηρους, χωλούς, τυφλούς καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσουν εἰς τὸ ἀρχοντικὸν.  Αὐτοὶ θὰ χαροῦν τὰ ἀγαθὰ.


Σὲ λίγο ἡ τράπεζα ἦταν γεμάτη ἀπὸ κόσμο, ποὺ ηὐφραίνετο. Ἱκανοποιημένος ὁ οἰκοδεσπότης. Ἀλλὰ καὶ ἀμείλικτος εἰς τὰς ἀποφάσεις του. «Κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς, ποὺ ἐκλήθησαν, ἀλλὰ περιφρόνησαν τὸν καλέσαντα, δὲν θὰ γευθῇ τοῦ δείπνου».  Καὶ  -ἀλλοίμονον ! – εἶναι πολλοὶ ἐκεῖνοι, ποὺ μὲ τὰς ἀναφερθείσας δικαιολογίας, ἀλλὰ καὶ μὲ τόσας ἄλλας, -ὅπως ὅτι, τάχα εἶναι δύσκολη ἡ χριστιανικὴ ζωή, ἤ ὅτι ὁ δεῖνα καὶ ἡ δεῖνα, ποὺ θρησκεύουν, εἶναι ὑποκριταί, ἤ ἐπειδὴ ὁ ἱερεὺς δὲν εἶναι κάποτε ἄξιος τῆς ἀποστολῆς του, ἤ ὅτι ὅταν γηράσουν, τότε θὰ σκεφθοῦν διὰ τὴν ψυχήν των, καὶ τόσα ἄλλα –μένουν μακρυὰ ἀπὸ τὴν πηγὴν τῆς σωτηρίας, τὰ Μυστήρια, τὴν Θ. Κοινωνίαν.


Αἱ δυσκολίαι αὐταὶ εἶναι «προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις», αἱ ὁποῖαι δὲν θὰ ἀπαλλάξουν τῆς εὐθύνης τοὺς ἀρνούμενους νὰ συμορφωθοῦν μὲ τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ.  Καὶ «φοβερὸν τὸ ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος» (Ἑβρ. 10,31), λέγει ἡ Ἁγία Γραφή.



5. Τὰ βαθύτερα αἵτια.


Νὰ ρίψωμεν μιὰ ματιὰ, ἀδελφὲ, εἰς τὸ βάθος τῶν ἐκδηλώσεων αὐτῶν; Χρειάζεται.  Μᾶς τραβάει, δυστυχῶς, ἡ ζωὴ χωρὶς πνεῦμα.  Ὁ κατήφορος εἶναι εὔκολος.  Κατρακυλάει κανεὶς ἀνεμπόδιστα.  Δὲν ἔχομεν μέσα μας –πολλοὶ τοὐλάχιστον-δυνάμεις ἀντιδράσεως.


Ἔχομεν πάθει πνευματικὴν «ἀβιταμίνωσιν».  Καὶ παρασυρόμεθα. Ἔσπασεν ἡ ἐποχή μας τὴν πυξίδα, ποὺ τῆς εἶχε δώσει ἡ πίστις.  Καὶ τώρα τραβᾶμε χωρὶς προσανατολισμό. Ἀντιγράφομεν ὅ,τι σάπιο καὶ στραβὸ ἔχει ὁ ἄλλος. Μᾶς παρασύρει ἡ ὑλιστικὴ ζωή.


Αὐτὴ, ὅμως, ἡ ζωὴ μυρίζει ξεραΐλα. Εἶναι χωρὶς δροσιὰ πνευματική.  Χωρὶς τὶς σταγόνες τῆς θείας χάριτος, ποὺ χαρίζουν πλούσια βλάστησι. Ἄνευ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος σκάβει στὸ χέρσο χωράφι, καὶ, ἀντὶ γιὰ καρπό, μαζεύει ἀγκάθια.  Καὶ τοῦτο, διότι ἀποβλέπουμε στὴ διάρκεια τῆς ζωῆς μας καὶ ὄχι στὴν ποιότητα. Κοιτᾶμε πόσα χρόνια θὰ ζήσουμε καὶ ὄχι πῶς θὰ τὰ ζήσουμε.  Ζοῦν μερικοὶ 100 χρόνια ξερά, χωρὶς νόημα. Τί νὰ τὰ κάμῃς; Ἄλλοι ζοῦν μόνον 20, ἀλλὰ μεστωμένα. Αὐτὰ ἀξίζουν αἰῶνας. «Κλαίω τὰ χρόνια μου ποὺ πήγαν χαμένα». Ἔτσι εἶπεν ἕνας καλλιτέχνης πρὸ ἐτῶν, λίγες ἡμέρες πρὶν πεθάνῃ, στὸ Νοσοκομεῖο.  Καὶ ἐδάκρυσε.  Κι’ ἦταν ἐκεῖνο τὸ δάκρυ μιὰ ἐπικύρωσι τῆς ἀλήθειας, ὅτι χωρὶς τὸν Θεὸν ὅλα εἶναι χαμένα.


Καὶ πεθαίνουν πολλοὶ ἀκρωτηριασμένοι ἀπὸ τὸ λεπίδι τοῦ ἡδονισμοῦ καὶ τῆς φιλοχρηματίας, ποὺ κατακτοῦν ἔδαφος στὴν κοινωνία μας σήμερα. Ἀτυχῶς τὴν παλαιὰν ἐποχὴν τῶν μαρτυρίων καὶ τῶν ἁγίων τὴν διεδέχθη σήμερα ἡ ἐποχὴ τῶν ὑλοφρόνων καὶ ἡδονιστῶν.


Σὰν ἀχόρταγοι κυνηγᾶμε διαρκῶς νὰ βροῦμε κάτι, μὲ τὸ ὁποῖον νὰ γεμίσωμε τὸ μεγάλο κενὸ τῆς ψυχῆς μας.


Ἐλησμονήσαμεν, ὅτι τὰ ἰδανικὰ, ποὺ δίδουν νόημα στὴ ζωὴ καὶ τὴν ξεχωρίζουν ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ κτήνουνς, εἶναι κρεμασμένα ἀπὸ μίαν κλωστήν.  Καὶ ὅποιος δὲν προσέχει, κόβει αὐτὴν τὴν κλωστήν, Καὶ τότε τὰ ἰδανικὰ πέφτουν στὸ χάος καὶ χάνονται.  Καὶ ἡ κλωστὴ αὐτή, στὴ γενεά μας, ἔχει -ἀλλοίμονον ! – κοπῆ....


Καὶ θὰ ἔλθουν πάλιν ἐφέτος τὰ Χριστούγεννα.  Καὶ οἱ πιὸ πολλοὶ ἀπὸ ἡμᾶς θὰ ἐορτάσουν χωρὶς Χριστὸν.  Χωρὶς μετάνοιαν.  Χωρὶς Ἐξομολόγησιν.  Χωρὶς συμμετοχὴν εἰς τὸ οὐράνιον δεῖπνον, τὴν Θ. Κοινωνίαν.  Χριστούγεννα χωρὶς Χριστόν !  Τί τραγικὴ ἀντινομία !


Ἀγαπητοί,



Εἰς τὸ μουσεῖον τῆς Δρέσδης ὑπάρχει ἕνα περίφημο ἀσημένιο αὐγό. Ὅταν πατητθῇ ἕνα ἐλατήριο, ἀνοίγει καὶ φαίνεται μέσα μιὰ μᾶζα χρυσοῦ, ὁ κρόκος δηλ. τοῦ αὐγοῦ. Ἔπειτα, μὲ τὸ πάτημα ἄλλου ἐλατηρίου, ἐμφανίζετια ἕνα πουλάχι ὁλόχρυσο. Ἔπειτα ἕνα ἀδαμαντοκόλλητο στέμμα.  Καὶ τελευταῖα ἕνα δακτυλίδι, θαῦμα τέχνης καὶ ὡραιότητος.


Αὐτὴ εἶναι ἡ χριστιανικὴ ζωή.  Μιὰ συνεχῆς ἀποκάλυψις πνευματικῶν θαυμάτων, ἱκανοποιήσεων, χαρᾶς καὶ γαλήνης, ποὺ εἶναι ὅλα καρπὸς τῆς συμμετοχῆς τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὸ θεῖον Μυστήριον τοῦ ἁγιασμοῦ, τὸ «μέγα Δεῖπνον», τὴν Θ.Κοινωνίαν.


Μέχρις ὅτου μίαν ἡμέραν ἀποκαλυφθῆ τὸ χρυσὸ δακτυλίδι, ποὺ θὰ ἑνώσῃ τὴν ψυχὴν μας πλέον αἰωνίως μὲ τὸν Θεόν καὶ τὴν μακαριότητα.


Ἀδελφέ !  Νὰ ἐρωήσω κάτι; Ὑπάρχει μέσα στὴν ψυχήν μας ὁ ἅγιος πόθος νὰ ἀποκτήσωμε, μόνιμα καὶ σταθερὰ, αὐτὸ τὸ χρυσὸ δακτυλίδι;


  ________________


Ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου

Μητροπολίτου Νικαίας


Λύχνος τοῖς ποσί μου

Λόγοι εἰς τὰ Εὐαγγέλια τῶν Κυριακῶν

Ἐκδόσεις Β΄


Ἀποστολική διακονία

τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος  

Η παραβολή του Δείπνου

 † Μητροπολίτης Σουρόζ Αντώνιος Bloom


Στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος


Ξανὰ καὶ ξανὰ ἀκοῦμε τούτη τὴν παραβολὴ τοῦ Χριστοῦ. Ἂν μονάχα τὴν δεχόμασταν βαθιὰ στὴν καρδιά μας, ἐὰν βλέπαμε τοὺς ἑαυτούς μας ὅπως ἀπεικονίζονται σ’ αὐτήν! Πόσοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ περιγράφονται στὴν παραβολή, ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ ποῦν στὸν Κύριο ὅταν τοὺς καλεῖ – ὄχι νὰ κάνουν κάτι ἰδιαίτερο, ἀλλὰ ἁπλὰ νὰ εἶναι μαζί Του, νὰ μοιραστοῦν τὴν χαρά Του, νὰ γίνουν μέτοχοι τῆς Θείας Χάριτος- πόσοι ἀπὸ ἐμᾶς θὰ Τοῦ ἔλεγαν (καὶ τὸ κάνουμε, ἀλλὰ τὸ συνειδητοποιοῦμε;): Κύριε, ἀνήκω στὴν γῆ, δὲν μὲ ἔφτιαξες ἀπὸ τὴν γῆ, δὲν ἔχω δημιουργηθεῖ ἀπὸ τὴν σκόνη; Ἡ γῆ εἶναι ἡ μητέρα μου, εἶναι τὸ πιὸ κοντινὸ πράγμα σὲ μένα, τῆς ἀνήκω.


Ξεχνώντας ὅτι πράγματι τῆς ἀνήκουμε· ἔχουμε φτιαχτεῖ ἀπὸ αὐτήν, ἔχουμε διαμορφωθεῖ ἀπὸ αὐτήν, ἀλλὰ θὰ ἐπιστρέψουμε σ’ αὐτὴν σὰν σκόνη, ἐκτὸς ἐὰν ὑπάρχει μέσα μας ἡ ἄλλη προοπτική, ἐκτὸς ἐὰν συνειδητοποιοῦμε, ὄχι μονάχα μὲ τὸ νοῦ, ὅτι πράγματι δημιουργηθήκαμε ἀπὸ τὴν γῆ, ἀλλὰ ὅμως ἀπὸ τὸν ἰσχυρό, δημιουργικὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅτι ἀνήκουμε σ’ Ἐκεῖνον ποὺ πρόφερε αὐτὸν τὸν λόγο, ὅτι συγγενεύουμε μ’ Ἐκεῖνον πιὸ πολὺ ἀπ’ ὅ,τι μὲ τούτη τὴ γῆ. Νοιώθουμε σὰν νὰ ἔχουμε ριζώσει βαθιὰ σ’ αὐτήν, σὰν ν’ ἀντλοῦμε ἀπὸ ἐκεῖ αὐτὸ ποὺ εἴμαστε: τὴ ζωὴ· ἀλλὰ ἐπίσης αὐτὰ ποὺ ἡ γῆ γεννᾶ, ὀμορφιὰ καὶ χαρά, καὶ τὸ κάθε τι· καὶ εἶναι τόσο εὔκολο νὰ ξεχάσουμε ὅτι ἔχουμε κληθεῖ νὰ γίνουμε κάτι περισσότερο ἀπὸ τὴ σκόνη αὐτῆς τῆς γῆς!

Καὶ ὕστερα πόσο συχνὰ σκεφτόμαστε, ὅτι δὲν μᾶς μένει καιρὸς γιὰ νὰ σχετιστοῦμε μὲ τὸν Θεό, νὰ εἴμαστε μαζί Του, νὰ εἴμαστε ἁπλὰ χαρούμενοι, νὰ εἴμαστε μαζὶ μ’ Ἐκεῖνον; Μπορεῖ νὰ εἶναι κάτι ποὺ νοιώθω ὅτι εἶναι σημαντικό! Ἴσως νὰ εἶναι κάτι ποὺ φανταζόμαστε ὅτι εἶναι σημαντικὸ γιὰ τὸν Θεὸ- ἔχω τὸ χρόνο νὰ βρίσκομαι μαζί Του; Ἴσως ἀργότερα νὰ εἴμαστε μαζί, ὅταν ὅλα θὰ ἐκπληρωθοῦν ἢ ὅταν ὁ θάνατος θὰ ἔχει κόψει τὰ δεσμὰ τῆς ζωῆς, τὸν σύνδεσμό μας μὲ τὴ γῆ καὶ αὐτὸ ποῦ φανταζόμαστε ὅτι εἶναι τὸ ἔργο μας ποὺ δὲν ἔχει τέλος· ἄλλος ἕνας θεολόγος τοῦ παρελθόντος εἶχε πεῖ ὅτι ἡ εἰκόνα μὲ τὰ πέντε ζευγάρια βόδια μᾶς μιλάει πράγματι γιὰ τὸ ἔργο ποὺ πρέπει νὰ φέρουμε εἰς πέρας· ἢ δὲν ἀντιπροσωπεύουν ἴσως τὶς πέντε αἰσθήσεις μας; Τὶς πέντε αἰσθήσεις ποὺ χρησιμοποιοῦμε συνεχῶς πρὸς κάθε κατεύθυνση, ἄναρχα, χωρὶς σκοπό, ποὺ μᾶς καθιστοῦν τυφλοὺς σὲ ὅ,τι δὲν βλέπουμε;


Καὶ τότε, ὁ τελευταῖος ἄνθρωπος τῆς παραβολῆς εἶπε, δὲν μπορῶ νὰ μοιραστῶ τὴ χαρά σου, Κύριε, ἔχω τὴ δική μου. Ἔχω γυναίκα, ἡ καρδιά μου εἶναι γεμάτη ἀπὸ χαρά! Μπορῶ νὰ γυρίσω τὴν πλάτη στὴν χαρὰ ποὺ νοιώθω, νὰ τὴν ξεχάσω γιὰ μία στιγμή, νὰ τὴν ἀφήσω καὶ νὰ μοιραστῶ τὴ δική σου; Ἂς γίνει ἡ χαρά μου, χαρὰ τῆς κάθε ἡμέρας· ἂς χάσει τὴ φρεσκάδα της, καὶ ἴσως τότε νὰ μοιραστῶ τὴ δική σου χαρά.


Αὐτὲς δὲν εἶναι διάφορες εἰκόνες ποὺ περιγράφουν τὴ ζωή μας; Καὶ τί μπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ κάνει γι’ αὐτό; Προσφέρει τὸν ἑαυτό Του· θέλει νὰ μοιραστεῖ μαζί μας ὅ,τι ὑπάρχει: ναί, τούτη ἀκόμα τὴ γῆ, ἀλλὰ μὲ τοὺς ὅρους Του· γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω μία εἰκόνα ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἐφραὶμ τὸν Σύρο, γιὰ νὰ κάνει γιὰ μᾶς τὴ γῆ μύηση ἑνὸς μυστηρίου: ἕνα μυστήριο, μιὰ θεϊκὴ πράξη ὅπου ὁ ἴδιος ἀποκαλύπτεται, καὶ τὰ μέσα μὲ τὰ ὁποῖα ἀποκαλύπτει τὸν ἑαυτό Του, γίνονται ἱερά, ἅγια, λάμπουν μέσα στὸ φῶς τῆς Θεϊκῆς δόξας. Ναί, θέλει ἀπὸ ἐμᾶς νὰ ἐκπληρώσουμε ἕνα ἔργο στὴ γῆ, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ ἔργο θὰ πρέπει νὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ κάνει Ἐκεῖνος, θέλει νὰ μᾶς κάνει συνεργάτες Του, ὄχι ἀνθρώπους ποὺ ἡ παρουσία Του τοὺς ἔδιωξε μακρυά, ἀλλὰ ἀνθρώπους ποὺ τόσο τέλεια, εἶχαν γίνει ἕνα μαζί Του, ὥστε νὰ κάνουμε ὅ,τι κάνει Ἐκεῖνος καὶ νὰ εἴμαστε αὐτὸ ποὺ εἶναι, ὥστε τελικὰ ἡ χαρά Του θὰ εἶναι καὶ δική μας χαρά, ἡ χαρὰ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ χωρέσει ἡ καρδιά μας, τόσο μεγάλη εἶναι- γεμίζει τὴν καρδιὰ τοῦ Θεοῦ.


Ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει τρόπος; Ναί: Ἂς γίνουμε ὅπως οἱ ἄνθρωποι στοὺς ὁποίους ὁ Βασιλιὰς ἔστειλε τοὺς ὑπηρέτες Του: ἦταν χωλοί, ζητιάνοι, ντυμένοι μὲ κουρέλια, ἦταν καθάρματα τῆς γῆς· ἀλλὰ ἐπειδὴ ἦταν στερημένοι ἀπὸ τὰ πάντα, λαχταροῦσαν τὰ πάντα· δὲν ἐπιθυμοῦσαν ἁπλὰ τὶς μικρὲς χαρὲς τῆς γῆς, ποὺ μᾶς φαίνονται τόσο σπουδαῖες, ἀλλὰ κάτι μεγαλύτερο: ὅλη τὴ ζωὴ τους ποθοῦσαν τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅπου ὅλα θὰ πρέπει νὰ εἶναι ὀμορφιά, ἀγάπη· καὶ σ’ αὐτοὺς στάλθηκαν οἱ Ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ, οἱ ὑπηρέτες τοῦ Βασιλιᾶ!


Τί συμβαίνει μέ μᾶς; Δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ μοιάσουμε σ΄ ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους; Δὲν εἴμαστε τόσο τυφλοὶ ὅπως οἱ τυφλοί, τόσο χωλοί, τόσο φτωχοὶ ὅσο οἱ πιὸ φτωχοὶ ἀπὸ ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους; Γιατί δὲν στρεφόμαστε στὸν Θεὸ καὶ δὲν δεχόμαστε τὴ γῆ, καὶ τὸ ἔργο ποὺ ἔχουμε νὰ φέρουμε εἰς πέρας, καὶ ὅ,τι μπορεῖ νὰ γεμίσει τὴ ζωὴ καὶ τὴν καρδιά μας μὲ τοὺς ὅρους τοῦ Θεοῦ, μ’ Ἐκεῖνον; Καὶ αὐτὸ μᾶς προσφέρει τὴν ἡμέρα τῆς Γεννήσεώς Του, ποὺ θὰ γιορτάσουμε τὴν ἑπόμενη ἑβδομάδα· τὴν ἡμέρα ποὺ ἔγινε ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς γιὰ νὰ μᾶς δείξει ὅτι ἐνῶ εἶναι ἐντελῶς ἄνθρωπος, τέλεια, ἀνεπιφύλακτα ἄνθρωπος καὶ ὅμως, ἡ ἀνθρώπινη φύση Του διαπνέται ἀπὸ τὴν θεότητα, μποροῦμε νὰ γίνουμε ἕνα μ’ Ἐκεῖνον, μέτοχοι τῆς θεϊκῆς φύσεως, τοῦ Σταυροῦ, καὶ τῆς δόξας Του. Ἂς συλλογιστοῦμε τούτη τὴν παραβολή· ἂς γίνουμε οἱ ἀπόκληροι καὶ οἱ φτωχοὶ καὶ οἱ τυφλοί, καὶ οἱ πεινασμένοι· καὶ τότε, κατὰ τοὺς Μακαρισμούς, θὰ τρέφεται αἰώνια ἡ ψυχή μας. Ἀμήν.


(Πηγή καί Μετάφραση: www.agiazoni.gr)

Το Δείπνο τής Βασιλείας

 † Μητροπολίτης Σουρόζ Αντώνιος Bloom


(Λκ. 14, 16-24)


Ἂς μελετήσουμε γιὰ λίγα λεπτὰ τὴν παραβολὴ αὐτή.


Κάποιος ἄνθρωπος προσκάλεσε σὲ δεῖπνο αὐτοὺς ποὺ φαινόντουσαν νὰ εἶναι οἱ πιὸ ἀγαπημένοι φίλοι του γιὰ νὰ περάσουν λίγες ὧρες μέσα στὴ δική του χαρά. Καὶ οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ὁ ἕνας ὕστερα ἀπὸ τὸν ἄλλο περιφρόνησαν τὴν πρόσκλησή του, ὁ καθένας καὶ γιὰ τὸ δικό του λόγο. Ὁ ἕνας εἶχε ἀγοράσει ἕνα κομμάτι γῆς, εἶχε ἐγκατασταθεῖ ἐκεῖ, τὸ κατεῖχε, εἶχε γίνει ὁ ἰδιοκτήτης καὶ δὲν εἶχε πιὰ τὸν καιρὸ νὰ μοιραστεῖ τὴ χαρὰ κάποιου ἄλλου – εἶχε τὴ δική του.


Ἕνας ἄλλος εἶχε ἀγοράσει πέντε ζευγάρια βόδια καὶ εἶχε δουλειά, εἶχε ἔργο σοβαρὸ στὴ ζωή, ἦταν πολὺ ἀπασχολημένος καὶ δὲν μποροῦσε νὰ ξεχαστεῖ στὶς γιορτὲς ἑνὸς ἄλλου, νὰ κάθεται ἀργὸς στὴ χαρὰ κάποιου ἄλλου τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε πάνω στὴ γῆ τὴ δική του δημιουργικὴ ἀπασχόληση.


Κάποιος τρίτος εἶχε παντρευτεῖ, εἶχε βρεῖ τὴν προσωπική του χαρὰ καὶ δὲ γνοιαζόταν γιὰ τὴ γιορτὴ ἑνὸς φίλου.


Ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι γύρισαν τὴν πλάτη στὸ φίλο τους γιατί ὁ καθένας εἶχε βρεῖ καὶ κάτι τὸ ὁποῖο τὸν ἀπορροφοῦσε περισσότερο ἀπὸ τὴ φιλία, περισσότερο ἀπὸ τὴν ἀγάπη, περισσότερο ἀπὸ τὴν ἀφοσίωση.


Δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ δική μας ἡ μοῖρα; Ὁ Κύριος μᾶς προσκαλεῖ νὰ μοιραστοῦμε τὴν ἴδια ζωὴ μ’ Ἐκεῖνον, τὴ δική Του ζωή, τὴν αἰώνια, οὐράνια ζωὴ καὶ ἑπομένως καὶ τὴν αἰώνια εὐφροσύνη. Κι ἐμεῖς λέμε: «Ναὶ Κύριε, θὰ ἔλθουμε, θὰ ἔλθουμε ὅμως ὅταν δὲ θὰ ἔχουμε πιὰ τίποτα νὰ κάνουμε πάνω στὴ γῆ· ὅσο ὅμως ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπάρχει μιὰ λωρίδα γῆς στὴν ὁποία εἶναι δυνατὸ νὰ προσκολληθοῦμε ἢ κάτι νὰ κάνουμε ποὺ νὰ μᾶς ἀπορροφᾶ καὶ νὰ μᾶς μεθάει, ὅσο ἔχουμε τὴ δική μας χαρά, μικρὴ ἴσως ἀλλὰ δική μας, δὲν ἐνδιαφερόμαστε γιὰ τὴ δική σου χαρά. Ὅταν θὰ ἔλθει ὁ καιρὸς ποὺ θὰ φύγουν αὐτὰ τὰ τερπνὰ ἴσως νὰ θυμηθοῦμε ὅτι μᾶς ἔχεις προσκαλέσει. Ἴσως, ὅταν τίποτα δὲ θὰ μᾶς ἔχει ἀπομείνει, νὰ ἐκμεταλλευτοῦμε αὐτὸ ποὺ ἀνήκει σὲ κάποιον ἄλλο – τὸ δικό Σου».


Δὲν εἶναι τέτοιος ὀ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ζοῦμε; Ὁ καθένας μας ἔχει δώσει τὴν καρδιά του σὲ κάτι, εἶναι μπλεγμένος καὶ μεθυσμένος μὲ κάποιο πράγμα, ὁ καθένας ἀναζητεῖ τὴ δική του εὐχαρίστηση, ἡ ζωὴ ὅμως περνᾶ καὶ ὁ Κύριος ἔχει ἔλθει πάνω στὴ γῆ γιὰ νὰ μᾶς ἀποκαλύψει τὴ δική Του χαρά. Ἦλθε μέσα στὸν κόσμο αὐτὸ καὶ τὸν ἀγάπησε τόσο ποὺ ἂν μόνο ἤμασταν μαζί Του θὰ ‘τανε ὅλος δικός μας· ὄχι πὼς θὰ τὸν θεωρούσαμε κτῆμα μας μὲ τὸν τρόπο ποὺ ὁ κτηματίας αἰσθάνεται τὴν ἰδιοκτησία τῆς γῆς ἀλλὰ μὲ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἕνας καλλιτέχνης βλέπει τὴν ὀμορφιὰ καὶ μπορεῖ νὰ χαίρεται, ἐλεύθερος ἀπὸ τὴν ἀρπακτικότητα.


Ὁ Κύριος ἔχει μπεῖ στὴ ζωὴ καὶ ἐκτελεῖ ἕνα ἔργο στὸ ὁποῖο μᾶς προσκαλεῖ νὰ συμμετάσχουμε. Τὸ ἔργο αὐτὸ εἶναι νὰ μεταμορφώσουμε τὴ ζωή, νὰ μεταμορφώσουμε τὸν κόσμο, νὰ μεταμορφώσουμε τὴ γῆ μας σὲ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Αὐτὸ ὅμως ἀπαιτεῖ μεγαλοψυχία καὶ πλατειὰ ἀγάπη, ἀπαιτεῖ τὴν ἱκανότητα νὰ θεωροῦμε σὰν δική μας φροντίδα ὄχι μόνο τὴ δική μας ἐργασία ἀλλὰ καὶ ἐκείνη τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Γιὰ νὰ γίνει τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ δικό μας ἔργο πρέπει οἱ ψυχές μας νὰ μεγαλώσουν, πρέπει νὰ μποροῦμε νὰ ξεχνᾶμε τὶς δικές μας μικρὲς ὑποθέσεις γιὰ χάρη τοῦ μεγάλου ἔργου τοῦ Θεοῦ. Ἡ κάθε καρδιὰ εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἀγάπη γιὰ κάποιον, ὁ Κύριος ὅμως μᾶς λέει: «Ἡ καρδιὰ σας εἶναι πολὺ στενή, ἀνοῖξτε την πλατύτερα, ἀγαπῆστε συμπαθεῖς καὶ ἀσυμπαθεῖς, ἀγαπᾶτε τοὺς ἀγαπημένους σας, ἀγαπᾶτε ὅμως καὶ τοὺς ξένους, ἀγαπᾶτε μὲ ἀγάπη δοσμένη, χωρὶς ἰδιοτέλεια, ξεχνώντας τοὺς ἑαυτούς σας».


Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ποὺ καὶ ἐμεῖς καὶ οἱ ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι περιγράφονται στὴν παραβολὴ εἴμαστε ἀνίκανοι νὰ κάνουμε. Εἴμαστε ἀνίκανοι νὰ ξεχάσουμε τοὺς ἑαυτούς μας καὶ περιμένουμε μέχρι ποὺ νὰ μᾶς ἐγκαταλείψει ἡ ἐπίγεια χαρὰ πρὶν θυμηθοῦμε τὴ χαρὰ τοῦ οὐρανοῦ. Ἐνῶ θὰ μπορούσαμε ἤδη νὰ ζούσαμε μέσα της, ἡ ζωὴ παρέρχεται κι ἐμεῖς ἀντιπαρερχόμαστε τὴ ζωή.


Ό Κύριος λέει: «ζητεῖτε πρῶτον τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Ματθ. 6.33), δὲν προσθέτει ὅμως ὅτι ὅλα τὰ ὑπόλοιπα τότε θὰ μᾶς ἀφαιρεθοῦν. Λέει ἀντίθετα: «ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν». Εἴμαστε ἀληθινὰ ἀνίκανοι νὰ καταλάβουμε ὅτι ὁ Κύριος ἦλθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ μᾶς δώσει ζωή, περίσσεια ζωῆς ὥστε ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξη νὰ μᾶς εἶναι ἀκριβή καὶ ὄχι μόνο μιὰ ἐλάχιστη γωνιά της, ὥστε νὰ ‘ ναι δικό μας ὁλόκληρο τὸ δημιουργικὸ ἔργο τοῦ κόσμου κι ὁλόκληρο τὸ πεπρωμένο του, ὄχι ἁπλῶς τὸ κομματάκι ποὺ ἐμεῖς θὰ μπορέσουμε νὰ κατορθώσουμε κατὰ τὴ διάρκεια τῆς σύντομης ἐπίγειάς μας ζωῆς; Δὲν μποροῦμε νὰ Τὸν πιστέψουμε ὅτι ἡ ἀγάπη μας ποὺ ἀγκαλιάζει τόσο λίγους ἀνθρώπους μπορεῖ νὰ τοὺς στηρίξει τέλεια μόνο, ὅταν ξεχάσουμε τὴν ἰδιοκτησία καὶ θυμηθοῦμε τὴν ἀπεριόριστη ἐλευθερία τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ;

Γαμήλια γιορτή

 † Μητροπολίτης Σουρόζ Αντώνιος Bloom


(Λουκ. ιδ΄16-24)


24 Δεκεμβρίου 1989


Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος


Πόσο συχνὰ ἔχουμε ἀκούσει τὴν σημερινὴ παραβολὴ γιὰ κείνους ποὺ κλήθηκαν στὴ Γαμήλια Γιορτὴ τοῦ Βασιλιᾶ, καὶ ἀρνήθηκαν νὰ πᾶνε. Ὁ ἕνας εἶχε ἀποκτήσει ἕνα κομμάτι γῆς· νόμιζε ὅτι τοῦ ἀνῆκε· στὴν πραγματικότητα ἦταν τόσο δεμένος ποὺ δὲν μποροῦσε ν’ ἀποδεσμευτεῖ ἀπ’ αὐτὴν· ἦταν φυλακισμένος σ’ αὐτὸ ποὺ νόμιζε ὅτι τοῦ ἀνῆκε. Καὶ τὸ ἴδιο συμβαίνει μὲ ὅ,τι νομίζουμε ὅτι κατέχουμε· μᾶς ἀρκεῖ νὰ κρατᾶμε στὰ χέρια μας τὸ πιὸ ἀσήμαντο πράγμα – καὶ αὐτὸ τὸ χέρι γίνεται ξένο πρὸς ἐμᾶς· δὲν μποροῦμε πλέον νὰ τὸ χρησιμοποιήσουμε, δὲν μποροῦμε νὰ χρησιμοποιήσουμε τὸ μπράτσο μας, ὅλο τὸ σῶμα μας ἐξαρτᾶται ἀπὸ αὐτὸ ποὺ κατέχουμε ἤ φανταζόμαστε ὅτι κατέχουμε: εἴμαστε δέσμιοί του.



Ἄλλοι ἄνθρωποι ἀρνήθηκαν νὰ ἔλθουν ἐπειδὴ εἶχαν ἀγοράσει πέντε ζευγάρια βόδια: ἔπρεπε νὰ τὰ δοκιμάσουν, ἔπρεπε νὰ τελειώσουν μιὰ ἐργασία, εἶχαν ὅπως νόμιζαν μιὰν ἀποστολὴ στὴ ζωή τους, γιὰ τοῦτο τὸν λόγο δὲν εἶχαν χρόνο γιὰ ὁτιδήποτε πέρα ἀπ’ ὅ,τι ἀποτελοῦσε τὴν προσωπική τους μέριμνα.


Καὶ ὁ τελευταῖος ποὺ κλήθηκε ἀρνήθηκε νὰ πάει ἐπειδὴ ἡ καρδιά του ἦταν γεμάτη ἀπὸ τὴ χαρὰ του, ἔχοντας παντρευτεῖ, πῶς θὰ μποροῦσε νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὸν γάμο κάποιου ἄλλου; Ἦταν γεμάτος ἀπὸ τὴν δικὴ του χαρὰ - πῶς θὰ μποροῦσε νὰ συμμετέχει στὴ χαρὰ κάποιου ἄλλου;


Κι ἔτσι ὅλοι τους ἀρνήθηκαν τὸ κάλεσμα.


Τοὺτη ἡ παραβολὴ δὲν μᾶς ἀφορᾶ ἄμεσα; Ὁ καθένας μας κατέχει κάτι ποὺ θεωρεῖ τόσο σημαντικὸ ποὺ εἶναι ἕτοιμος νὰ γυρίσει τὴν πλάτη του στὸν Θεὸ - ναὶ, στὸν Θεὸ: δὲν ὐπάρχει χρόνος γιὰ προσευχή, γιὰ λατρεία. Τὴν ἴδια ὥρα ἀπορρίπτουμε ἄλλους ἀνθρώπους ποὺ μᾶς χρειάζονται, ἐπειδὴ εἴμαστε ἀπασχολημένοι μὲ τὶς δουλειὲς μας;


Καὶ πόσο συχνὰ συμβαινει νὰ εἴμαστε γεμάτοι ἀπὸ χαρὰ ἤ λύπη - ἀλλὰ ἀνήκουν σ’ ἐμᾶς, τὰ ἔχουμε κλείσει στην καρδιά μας, δὲν ἔχουμε χρόνο γιὰ τὴν λύπη ἥ τὴν χαρὰ κάποιου ἄλλου.


Ἀλλὰ τότε, τὶ θὰ πρέπει νὰ κάνουμε; Κάθε Κυριακὴ στὴν Θεία Λειτουργία ἀκοῦμε, «πᾶσαν τὴν βιοτικὴ ἀποθώμεθα μέριμναν»· σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ ἀρνηθοῦμε τὴν γῆ ὅπου ζοῦμε, τὶς μέριμνές μας, τὶς χαρές καὶ τὶς λύπες ποὺ ἔρχονται στὸν δρόμο μας; Ὄχι!


Ἀλλὰ ὑπάρχει ἴσως μία ἀπάντηση σ’ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα στὶς γραμμὲς ποὺ προηγοῦνται τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς στὸ Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ποὺ ἀκούσαμε σήμερα, ποὺ μᾶς λέει: Ἀναστηθήκατε μὲ τὸν Χριστό; Βρίσκεστε ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται; Εἶναι ἡ ζωή σας κρυμμένη μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ εἰς τὸν Θεό; Τὶ σημαίνει πραγματικὰ αὐτὸ γιὰ μᾶς; Σημαίνει ὅτι ἄν εἴμαστε νεκροὶ μὲ τὸν θάνατο τοῦ Χριστοῦ στὸ κάθε τι ποὺ καταστρέφει τὴν ἀγάπη, τὴν συμπόνοια, στὸ κάθε τι ποὺ ἔχει σὰν κέντρο του τὸν ἐγωισμό, ποὺ εἶναι ἀγάπη γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ποὺ δὲν ἀφήνει χῶρο γιὰ κανέναν παρὰ γιὰ τὸν ἑαυτό μας - ἐὰν εἴμαστε νεκροὶ γιὰ ὅλα αὐτὰ, καὶ ἔχουμε ἀποδεχτεῖ τὴν ζωὴ μὲ τοὺς ὅρους τοῦ Χριστοῦ, ἕτοιμοι νὰ ζήσουμε γιὰ τοὺς ἄλλους, γιὰ τὸν Χριστὸ, νὰ ζήσουμε γιὰ τὴν χαρὰ καὶ τὴν ζωὴ ἐκείνων ποὺ βρίσκονται γύρω μας – τότε ἔχουμε ἀναστηθεῖ μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, καὶ ἡ ζωή μας εἶναι πραγματικὰ κρυμμένη μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ εἰς τὸν Θεό, βρίσκεται στὰ ἴδια τὰ βάθη τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς θεϊκῆς ἀγάπης! Καὶ τότε μποροῦμε νὰ γυρίσουμε πρὸς τὴν γῆ· τότε, ἀντὶ νὰ κατέχουμε μποροῦμε νὰ ὑπηρετοῦμε, ἀντὶ νὰ ὑπερισχύουμε μποροῦμε νὰ προσπαθοῦμε νὰ γίνει ἡ δική μας γῆ ἐλεύθερη, μέσα ἀπὸ μιὰ πράξη ἀγάπης, ἀπὸ μιὰ πράξη εὐλάβειας, νὰ γίνει γῆ τοῦ Θεοῦ, νὰ μπορεῖ νὰ φέρει καρποὺς, ὄχι σὰν νὰ βιάζεται ἀπὸ μᾶς, σὰν νὰ ἀνήκει σὲ μᾶς μὲ τὴ βία, ἀλλὰ προσφέροντάς μας τοὺς καρπούς της μέσα ἀπὸ μιὰ πράξη σωτήριας καὶ ἀνταποδοτικῆς ἀγάπης. Τὸ ἴδιο ἰσχύει γιὰ τὰ ἔργα μας· καλούμαστε νὰ διακονήσουμε, καλούμαστε νὰ φτιάξουμε μιὰ ζωὴ ποὺ νὰ εἶναι γιὰ ὅλους πράξη ἐνδιαφέροντος, ἀγάπης, φροντίδας – τότε, ὅ,τι κάνουμε γίνεται ἔργο τοῦ Θεοῦ, ἀποκτάει νόημα καὶ δὲν μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸν Θεὸ.


Κι ἄν ἡ χαρὰ ἔχει ἔλθει στὴν καρδιά μας, εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ· ἄν ἡ θλίψη ἔχει ἔλθει στὴν καρδιά μας, μποροῦμε νὰ τὴν παρουσιάσουμε στὸν Θεό, γιὰ νὰ γίνει ἕνα μέσα στὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας!


Ἄς προβληματιστοῦμε πάνω σ’ αὐτό! Ἄς παραμερίσουμε ὅλες τὶς μέριμνες τούτης τῆς ζωῆς, ποὺ πάει νὰ πεῖ νὰ εἴμαστε ἐλεύθεροι καὶ ὄχι φυλακισμένοι: Ὁ Χριστὸς ἦλθε νὰ μᾶς ἐλευθερώσει. Καὶ τότε ἡ γῆ καὶ ὁ μόχθος μας καὶ οἱ χαρές καὶ οἱ θλίψεις μας θὰ γίνουν κομμάτι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Τότε πραγματικά, ἡ ζωή μας θὰ βρίσκεται κρυμμένη μὲ τὸν Χριστό στὸν Θεό, ἀλλὰ ἕναν Θεὸ ποὺ διάλεξε ν’ ἀγαπήσει τόσο τὸν κόσμο ὥστε νὰ ἐνδυθεῖ τὴν ἀνθρώπινη σάρκα, νὰ γίνει ἄνθρωπος ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, νὰ φέρει στοὺς ὤμους Του τὴν ἀνθρώπινη μοῖρα, τὴν κτιστότητα, τὴν ζωὴ σ’ ἕναν ἁμαρτωλὸ κόσμο, τὶς συνέπειες τῆς ἀνθρώπινης ἁμαρτίας, καὶ ἀκόμα τὴν ἀπώλεια τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι αὐτὸ ποὺ σκοτώνει. Καὶ ἀφοῦ, μέσα ἀπὸ μιὰ πράξη σωτηριολογικὴ καὶ λυτρωτική, τὰ ἀποδέχτηκε ὅλα, ἀναστήθηκε, καὶ ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς μπορεῖ νὰ εἰσέλθει στὴν αἰώνια ζωή, τὴ ζωὴ τῆς ἀνάστασης ἑνώνοντας τὴ ζωή του μὲ αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ. Ἀμήν.

Άρνηση σε πρόσκληση - Κυριακή ΙΑ' Λουκά

 Μακαριστού Επισκόπου Αυγουστίνου Ν. Καντιώτη


Θα μιλήσουμε με άπλα λόγια, αγαπητοί μου.


Το ακούσατε το ιερό ευαγγέλιο. Είναι ή ωραία παραβολή του μεγάλου δείπνου.


Άλλα προτού να μπούμε στην παραβολή, θα σας πω μια ιστορία. Όταν ήμουν ιεροκήρυκας σε κάποιο άλλο μέρος, μια μέρα βρήκα στο δρόμο έναν υπάλληλο. Ήταν πολύ στενο­χωρημένος, μέχρι σημείου να θέλει ν' αυτοκτονήσει. —Τι σου συνέβη, λέω, πέθανε ή γυναίκα σου, το παιδί σου; σε τιμώρησαν, σε απέλυσαν από την υπηρεσία;...



—Όχι τίποτα άπ' αυτά.


—Τότε;


—Δέχτηκα μια προσβολή και δεν την υποφέρω.


—Ποια προσβολή;


—Να, χθες έγινε τραπέζι ήταν όλοι οί σπουδαίοι, κ' εμένα δέ με κάλεσαν. Δεν το ανέχομαι.


—Τόσο εύθικτος είσαι, λέω, και τόσο κατάκαρδα το πήρες;


—Βεβαίως. 'Ακούς εκεί, να καλέσουν τη σάρα και τη μάρα κ' εμένα να μη με καλέσουν;


Το θεωρώ ανυπόφορο...


Τότε κ' εγώ έκανα στροφή και του λέω


—Μη στενοχωριέσαι· έχω στην τσέπη μία άλλη πρόσκληση για σένα.


—Τι;


—Σε καλεί κάποιος τιμητικώς σε μεγάλο τραπέζι... Αυτός, όπως του μιλούσα σοβαρά, το πίστεψε και λέει·


—Ποιος, ό νομάρχης;


—Μπα, κάποιος ανώτερος.


—Ό υπουργός;


—Παραπάνω.


— Ποιος, ό βασιλιάς;


—Παραπάνω.


—Ποιος;


—Κάποιος, πού όλοι αυτοί πού θεωρείς μεγάλους Είναι μπροστά του πελώρια μηδενικά.


Σε καλεί εκείνος πού κυβερνά τα άστρα τ' ουρανού, πού έφτιαξε κ' εσένα κ' εμένα. Σε καλεί ό βασιλεύς των βασιλευόντων και κύριος των κυριευόντων.


—Ποιος; λέει (κατάλαβε πού το πήγαινα).


—Σε καλεί ό Χριστός!


—Ό Χριστός;


— Ναι, ό Χριστός.


Κι αν θεωρείς προσβολή το ότι δέ σε κάλεσαν οί εντός εισαγωγικών «μεγάλοι», μη στενοχωριέσαι. Σε καλεί ό Χριστός. —Πού; πότε; —Κάθε Κυριακή πού χτυπά ή καμπάνα· κάθε χτύπημα Είναι μία πρόσκληση...


Ό Χριστός καλεί εσένα, τον άλλο, όλους. Όχι βέβαια και το μασόνο, το χιλιαστή, το μουσουλμάνο, το βουδιστή, το βραχμάνο, όποιον ανήκει σε άλλη θρησκεία.


Καλεί όσους πιστεύουν σ' αυτόν και φέρουν το όνομα του ορθοδόξου Χριστιανού· άντρες - γυναίκες, μικρούς - μεγάλους.


Είναι υποχρεωτικό. Οι ιεροί κανόνες λένε καθαρά, ότι όποιος χωρίς λόγο λείψει τρεις Κυριακές από την Εκκλησία, αυτός διαγράφεται από τα μητρώα της, αποκόπτεται, με άλλα λόγια Είναι αφορισμένος.


Ό Χριστός καλεί. Και οί άνθρωποι Τι κάνουν;


Ελάχιστοι έρχονται. Κι' είναι όλοι σχεδόν βαπτισμένοι, όλοι δηλώνουν «Χριστιανός ορθόδοξος». Κουράστηκαν τα χέρια των αστυνομικών να το γράφουν στις ταυτότητες. Εν τούτοις από τους εκατό Χριστιανούς ένας μόνο εκκλησιάζεται. Αν εκκλησιάζονταν όλοι, θα 'πρεπε να γκρεμίσουμε τους ναούς και να τους χτίσουμε μεγαλύτερους. Ή πλειονότητα λείπει χωρίς λόγο σοβαρό (ορισμένοι μόνο δικαιολογούνται· ένας γέρος σακάτης, μια γυναίκα άρρωστη, κάποιοι με ειδικά επαγγέλματα). Ένας στους εκατό εκκλησιάζεται. Οι άλλοι; Εμένα ρωτάτε; Ποιους όμως να κλάψω; εκείνους πού απουσιάζουν, ή αυτούς πού Είναι παρόντες μεν τω σώματι άλλ' απόντες τω πνεύματι; αν τους ρωτήσεις Τι είπε ό απόστολος, δεν ξέρουν. Πού είν' εκείνη ή εποχή, πού έμπαιναν στην εκκλησία απλοϊκοί άνθρωποι και ένιωθαν τη λειτουργία! Εγώ γνώρισα αγράμματο τσοπάνο πού ήξερε άπ' έξω τη θεία λειτουργία, το «Πιστεύω» κ.τ.λ.. Σήμερα γραμματισμένοι, μ' ένα μάτσο διπλώματα, δεν ξέρουν να σου πουν ένα ρητό της Αγίας Γραφής· κι όταν έρθουν στην εκκλησία, άλλος κοιτάζει τον πολυέλεο, άλλος χαζεύει, άλλος βλέπει το ρολόι, άλλος ξύνεται δεν υπάρχει ενδιαφέρον.


Εν πάση περιπτώσει, κάτι Είναι και το ότι έρχονται. Άλλα έρχεται μόνο το ένα εκατοστό. Οί άλλοι; Ή διαγωγή τους Είναι αγενής, όπως των καλεσμένων της σημερινής παραβολής Κάποιος, λέει, έκανε δείπνο. Τα ετοίμασε όλα και κάλεσε πολλούς στο τραπέζι. Ό ένας είπε· —Αγόρασα χωράφι και πάω να το δω' δέ' θα έρθω... Ό άλλος ήταν ζωέμπορος. —Αγόρασα, λέει, πέντε ζευγάρια βόδια· πρέπει να πάω να τα δοκιμάσω... Ό άλλος ήταν νιόπαντρος και λέει αδιάντροπα· —Εγώ θα πάω να γλεντήσω με τη γυναίκα μου· άφησε με ήσυχο... Όλοι τους τραβήχτηκαν, τον άφησαν, και οι θέσεις έμειναν κενές. Τότε ό οικοδεσπότης κάλεσε άλλους και συμπλήρωσε τα κενά.


Κάτι τέτοια προφασίζεται κι ό καθένας άπ' αυτούς πού απουσιάζουν από την εκκλησία. Ό ένας, γιατί αποβραδίς ξημερώθηκε παίζοντας χαρτιά· ό άλλος γιατί, αν Είναι καλοκαίρι, παίρνει το αυτοκίνητο και πάει για κολύμπι... Είπα και άλλοτε το παράδειγμα του Μπράουν, εκείνου πού ανακάλυψε τους πυραύλους. Είχε πάει να παραθέριση στη Μύκονο με τη γυναίκα του. Την Κυριακή, όταν χτύπησε ή καμπάνα, ενώ οι άλλοι πήγαν στην παραλία, αυτός πήγε στην εκκλησία. Τον ρώτησαν —Πως εσύ στην εκκλησία; —Από παιδί πιστεύω στο Θεό και τώρα ακόμη πιο πολύ, γιατί είδα το Θεό μέσα στα έργα του!...


Κι αν εμείς, αγαπητοί μου, αδειάσουμε την εκκλησία, δέ' μας έχει ανάγκη ό Θεός. Δέ' χρειάζεται ανθρώπους πού έρχονται να εκκλησιαστούν με το ζόρι. Παρατηρώ ότι μερικές φορές, ενώ βγαίνουν τα άγια, κάποιοι εκείνη την ώρα έρχονται. Εάν εφαρμοστή το κανονικό δίκαιο, πρέπει να μην επιτρέπεται ή είσοδος. Λέω να το κάνω κάποτε αλλά ξέρω, θα σηκωθούν όλοι να φωνάζουν. Κανονικώς, με το «Ευλογημένη ή βασιλεία...» πρέπει ή εκκλησία κλεινή, όσο λίγοι κι αν έχουν έρθει. Πέντε; πέντε! Όχι να 'ρχεται ό καθένας όποτε θέλει. Στον κινηματογράφο ή στη δεξίωση δεν πηγαίνουν όποτε να 'ναι, άλλα στην ώρα τους.


Στο ναό; Αυτή Είναι ή τιμή πού αποδίδουμε στο μεγαλοδύναμο Θεό;


Γίναμε ασεβέστατοι. Δεν έχει ανάγκη από 'μάς ό Θεός· εμείς Τον έχουμε ανάγκη. Ό ήλιος δεν έχει ανάγκη τα δέντρα, τα δέντρα έχουν ανάγκη τον ήλιο· κ' εμείς έχουμε ανάγκη τη θρησκεία. Μεγάλοι και μικροί, κι ό ασπρομάλλης γέρος και το μικρό παιδί, κι αυτός πού Είναι στην κορυφή του αξιώματος κι ό στρατιώτης, όλοι ανεξαιρέτως έχουμε ανάγκη το Θεό. Και ενώ εμείς δεν έχουμε τίποτα να προσθέσουμε στη μεγαλοσύνη Του, εμείς χρειαζόμαστε Εκείνον και την Εκκλησία του. Ανοίξτε την ιστορία να δείτε. Πεντακόσια χρόνια, πού περάσαμε σκλαβωμένοι, ποιος κράτησε αυτή την έρημη και μαρτυρική φυλή, ποιος παρηγόρησε αυτό το λαό; Ή θρησκεία και μόνο ή θρησκεία. Φέσια θα φορούσαμε ακόμα, αν δεν ήταν ή αγία μας Εκκλησία. Δεν τα λέμε εμείς, τα λένε οί ξένοι. Κα! το 1943, πού ήμουν κ' εγώ στη Φλώρινα, και ακουγόταν να χτυπά ή μπότα του Γερμανού κ' ήταν σκλαβιά και ερημιά, ποιος παρηγόρησε το λαό και ποιος τον κράτησε όρθιο; Ή θρησκεία των πατέρων μας. Και πάντοτε ή θρησκεία.


Τη χρειαζόμαστε τη θρησκεία. Κι αν έρθει μέρα πού θα σβήσουμε τη θρησκεία των πατέρων μας, θα 'ναι κατηραμένη. "Αν ή θρησκεία φυγή από την Ελλάδα, δέ' θα χαθεί· θα πάει στην Ουγκάντα, θα πάει στα άκρα της γης. Εμείς θα ζημιωθούμε. Όπως χρειάζεσαι το νερό, το οξυγόνο, το ψωμί, το φάρμακο, έτσι και παραπάνω άπ' αυτά χρειάζεσαι τη θρησκεία. Θα το νιώσεις όταν πλησίαση ή τελευταία ώρα· τότε θα πεις «Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης» (Έκκλ. 1,2). Τίποτα δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη θρησκεία· ούτε ή φιλοσοφία, ούτε ή επιστήμη, ούτε ή τέχνη, ούτε τίποτ' άλλο. Ή θρησκεία δεν έχει υποκατάστατα. Ξέρετε πώς μοιάζει; Σαν κάποιος να διψά, και να Βέλη να σβήσει τη δίψα του με αλμυρό νερό από τη θάλασσα· ή δίψα δέ' σβήνει, θα διψά περισσότερο. Αλμυρά θάλασσα Είναι ή παρών κόσμος. Πιες από το χρήμα, πιες από τις διασκεδάσεις, πιες από γυναίκες, πιες από γλέντια, πιες από επιστήμη...· περισσότερο θα διψάσεις. Μόνο ή αγία μας θρησκεία έχει τη δύναμη να ξεδιψά τον άνθρωπο, να του δίνη τη χαρά.


Αγαπητοί μου! Ό Χριστός μας προσκαλεί. Όχι από δική του ανάγκη, αλλά για να ικανοποίηση δική μας ανάγκη. Μην αρνηθούμε και εμείς την πρόσκληση. Ας ανταποκριθούμε με προθυμία κι ας τρέξουμε στο δείπνο της θείας λειτουργίας. Κ' εκεί να σταθούμε με προσοχή. «Όσοι πιστοί!». Δέ' μας έχει ανάγκη ό Θεός. Προτιμότερο να προσεύχονται δέκα ευσεβείς παρά όλος ό κόσμος των ασεβών. Αν πάτε σε συνάξεις αιρετικών, θα τους δείτε όλους εκεί οικογενειακώς. Κ' εσείς, ορθόδοξοι γονείς, οδηγήστε και τα παιδιά σας στο ναό. Γιατί παιδί πού δεν πιστεύει στο Θεό, μεθαύριο θα γίνη τεντιμπόης, θα σου σπάσει το κεφάλι και θα τινάξει στον αέρα το σπίτι σου.


Έχουμε ανάγκη από τη θρησκεία. «Όσοι πιστοί» στη θρησκεία των πατέρων μας!


Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης


Απομαγνητοφωνημένη ομιλία, ή οποία έγινε στον Ιερό Ναό Αγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης την 16-12-1973

Η ΘΕΙΑ ΚΛΗΣΙΣ

 «Ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα » (Λουκ. 14,17)


  Ο ΚΥΡΙΟΣΑκούσατε, ἀγαπητοί μου, τὴν παραβολὴ τοῦ δείπνου; «Ἄνθρωπός τις», λέει ὁ Κύριος, «ἐποίησε δεῖπνον μέγα». Μπορεῖτε νὰ φαντα­στῆτε τὶς φροντίδες του; Αἴ­θουσα, τρα­πέζια, φαγητά, ποτά, μουσική… Κι ὅταν πλέον ἦταν ὅλα ἕτοιμα, ὁ εὐγενὴς οἰ­κοδεσπότης διέταξε τὸ δοῦλο του ν᾿ ἀρχί­σῃ τὶς προσ­κλήσεις. Τοῦ δίνει τὸν πρῶ­το κατάλογο. Ὁ δοῦλος τρέχει καὶ διανέ­μει σὲ ἕναν – ἕνα ἀτομικὲς προσκλήσεις


Ἀλλὰ περίεργο· κανείς δὲν προθυμοποιεῖ­ται νὰ ἔρθῃ! Οἱ καλεσμένοι ἔχουν ἄλλες φρον­τίδες. Ὁ ἕνας κρατάει συμβόλαιο ἑνὸς κτήματος, ὁ δεύτερος σέρνει δέκα βόδια ποὺ θέλει νὰ τὰ δοκιμάσῃ, ὁ τρίτος μό­λις στεφανώθηκε καὶ δὲν ἀφήνει τὴ γυναίκα του οὔτε λεπτό. Ἀπ᾽ τὸ στόμα καὶ τῶν τριῶν ἀκούγεται ἡ ἴδια ἀπάντησι· «Ἔχε με παρῃτημένον» (Λουκ. 14,18,19).

Μετὰ τὴν ἄρνησι αὐτῶν ὁ δοῦλος παίρνει ἄλ­λη διαταγή, ποὺ συμπεριλαμβάνει κόσμο ὁλόκληρο. Ἔρχε­ται σὲ πλατεῖες δρόμους καὶ φράχτες καὶ φωνάζει· «Ἐλᾶτε. Ὅλα εἶνε ἕ­τοιμα. Ὁ κύριός μου σᾶς καλεῖ».

Καὶ νά, ἔρχονται ἀπὸ παντοῦ. Τοὺς βλέπετε; Εἶνε ῥακένδυτοι, φτωχοὶ καὶ ἀνάπηροι, κουτσοὶ καὶ τυφλοί. Μὰ ἡ θύρα δὲν κλείνει, ὑπάρχει ἀκόμη χῶρος στὴν αἴ­θουσα. Καὶ ἡ πρόσκλησι συνεχίζεται διὰ μέσου τῶν αἰώνων καὶ φτάνει μέχρι τὶς μέρες μας.

* * *

Αὐτὸς ποὺ «ἐποίησε δεῖπνον μέγα», ἀγαπητοί μου, εἶνε ὁ Θεός. Δὲν θέλει νὰ ζῇ ὁ ἄν­θρωπος μακριὰ ἀπ᾽ τὴ χαρά – αὐτὴν συμβολίζει τὸ δεῖπνο. Ὁ Θεὸς δὲν θέλει οὔτε ἕνα πλά­σμα του νὰ ζῇ καὶ νὰ πεθάνῃ μέσα στὸ σκοτά­δι, στὴ φρίκη τῆς ἁμαρτίας. Ὄχι. Εἶνε «ὁ πα­τὴρ τῶν οἰκτιρμῶν» (Β΄ Κορ. 1,3). Ὁ Δαυῒδ ψάλλει· «Οἰ­κτίρμων καὶ ἐλεήμων ὁ Κύριος…» (Ψαλμ. 102,8). Οἱ οὐ­ρανοὶ φλέγονται ἀπὸ ἀγάπη. Ἡ ἁγία Τριὰς ἐπι­θυμεῖ τὴ σωτηρία μας, καταρτίζει τὰ σοφὰ σχέ­διά της, κινητοποιεῖ ἀγγέλους καὶ ἀνθρώπους καὶ μᾶς καλεῖ νὰ ἐπιστρέψουμε ἀπ᾽ τὸ σκοτά­δι στὸ φῶς, ἀπ᾽ τὴν αἰχμαλωσία τοῦ σατανᾶ «εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θε­οῦ» (῾Ρωμ. 8,21). Κλῆσις ὑψίστη! Ὁ Θεὸς μᾶς καλεῖ.

Πῶς καλεῖ; Τὰ μέσα τῆς κλήσε­ως στὴ σωτη­ρία καὶ μακαριότητα εἶνε ἄπειρα καὶ ποικίλα. Μελετώντας βίους ἁγίων μένεις κα­τάπληκτος.

Ἂς ὑπενθυμί­σουμε τὴν κλῆσι τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Τί ἦταν ὁ Παῦλος εἶνε γνωστό· ἀ­­μείλικτος διώκτης τῶν Χριστιανῶν. Ἦταν πα­ρὼν στὸ λιθοβολισμὸ τοῦ πρωτομάρτυρος Στε­φάνου. Ἄκουγε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ φρύ­αττε. Καταδίωκε τοὺς Χριστιανοὺς ὅπου τοὺς εὕρισκε. Ὡρμοῦσε σὲ αὐλὲς καὶ σπίτια, ἅρπαζε ἄντρες καὶ γυναῖκες, καὶ δεμένους τοὺς ἔ­σερνε στὶς φυλακές. Μέρα – νύχτα πάσχιζε γιὰ τὴν καταστροφὴ τῆς Ἐκκλησίας. Κι ὄχι μόνο στὰ Ἰεροσόλυμα ἀλλὰ κι ἀλλοῦ μακριά. Διψοῦ­­σε αἷμα χριστιανικό. Οἱ ἀρχιερεῖς ποὺ σταύρω­σαν τὸ Χριστὸ θὰ ἀγάλλονταν καὶ χαϊδεύον­τας τὶς γενειάδες τους θὰ ἔλεγαν· Δέκα νὰ εἴχαμε σὰν τὸ Σαῦλο… Μὰ ἡ χαρά τους δὲν ἐ­πρόκειτο νὰ διαρκέσῃ πολύ. Ὁ Παῦλος δὲν θὰ πέθαινε διώκτης τοῦ Χριστοῦ. Τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γι᾽ αὐτὸν ἦταν ἀσύλληπτο. Καὶ μιὰ μέρα, ἐνῷ πήγαινε μὲ συνο­δεία στὴ Δαμασκὸ γιὰ νὰ ἐξολοθρεύσῃ τὸ ποίμνιο τοῦ Ἰησοῦ, πάνω στὸ δημόσιο δρόμο, λίγα χιλιόμετρα ἔ­ξω ἀπ᾽ τὴν πόλι, εἶδε ἀστραπὴ κι ἄκουσε φωνή· –«Σαοὺλ Σαούλ, τί με διώκεις; σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν». –«Τίς εἶ, Κύριε;», ρωτάει περίτρομος ὁ Παῦλος. –«Ἐ­γώ εἰμι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, ὃν σὺ διώκεις», ἦταν ἡ ἀ­πάντησι (Πράξ. 22,7-8· βλ. καὶ 26,14-15· 9,4-5). Τί δραματικὴ σκηνή! Ἂν ἔχῃς, ἀγαπητέ, Καινὴ Διαθήκη, ἄ­νοιξε ἀ­πόψε καὶ διάβασε μόνος σου τὰ κεφά­λαια 9 22 καὶ 26 τῶν Πράξεων τῶν ἀποστόλων.

Ἡ κλῆσις τοῦ Παύλου στὸν Χριστιανισμὸ εἶ­νε βέβαια κάτι ξεχωριστό, εἶνε μία ἄμεση καὶ ἀπ᾿ εὐθείας κλῆσι· διαλαλεῖ πάντως, ὅτι ὁ Θε­ὸς καλεῖ τὸν ἄνθρωπο ἀπ᾽ τὰ σοκάκια καὶ τοὺς δρόμους τοῦ σκότους καὶ τοῦ ἐγκλήματος. Ἡ ὥρα αὐτὴ γιὰ τὸν Παῦλο ἦταν ἡ σπουδαιότερη τῆς ζωῆς του. Χαράχτηκε μέσα του· γι᾿ αὐτὸ στὴν ἀρχὴ ἐπιστολῶν του γράφει· «Παῦλος, κλητὸς ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ…» (Α΄ Κορ. 1,1. ῾Ρωμ. 1,1).

Το Άθλημα της Πίστεως

 (Κυριακή των Προπατόρων) 


Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστή


 Στο απολυτίκιο της εορτής των Αγίων Προπατόρων αναφέρεται ότι «εν πίστει τους Προπάτορας εδικαίωσας, την εξ Εθνών διαυτών προμνηστευσάμενος Εκκλησίαν». Πόσο βαθειά νοήματα έχουν αυτά τα λόγια, αν τα προσέξετε! Εδικαιώθησαν οι Προπάτορες, που αποτελούν το θεμέλιο της Εκκλησίας, και που φανερώνουν την αφορμή της σχέσεως του Θεού μετά των ανθρώπων πρακτικά.



Και ποίοι ήσαν οι Προπάτορες; Άνθρωποι φυσικά, εθνικοί. Όπως και όλοι οι άνθρωποι, εθνικοί ήσαν τότε. Μετά την πτώσι, ο άνθρωπος τα έχασε και ακολουθούσε τον ιδικό του δρόμο. Και ο Θεός εξέλεξε από το σύνολο των ανθρώπων μερικούς, τους οποίους εκάλεσε να τον πιστεύσουν και να τον ακολουθήσουν. Και επείσθησαν. Δια της πίστεως απεδέχθησαν την κλήσι αυτή του Θεού και έγιναν φίλοι Του, ούτως ώστε, όταν ο Θεός απεκαλύφθη, να λέγεται «εγώ ειμί ο Θεός Αβραάμ και ο Θεός Ισαάκ και ο Θεός Ιακώβ».


Με την πίστι την οποία απεδέχθησαν και ακολούθησαν τον Θεό, έφθασαν σε τέτοιο ύψος, ούτως ώστε ο Θεός, όταν αποκαλύπτεται, να αποκαλείται Θεός αυτών. Και κατά αυτό τον τρόπο να δημιουργείται μια σχέσι, μια αγχιστεία, μια συγγένεια πλέον, μεταξύ ανθρώπων και Θεού. Και αυτός ο πανίσχυρος δεσμός να γεννάται μόνο από την πίστι. «Εν πίστει τους Προπάτορας εδικαίωσας». Βλέπετε τι μεγάλο πράγμα είναι η πίστι; Αυτό ακριβώς ζητά ο Θεός από τον άνθρωπο. Και ακούομε εν συνεχεία από τον Απ. Παύλο τον ωραίο εκείνο ύμνο. Διότι δεν είναι απλώς μια επιστολή, ένα σύγγραμα, που έγραψε ένας φωτισμένος άνθρωπος. Αυτός είναι ένας θεοΰφαντος ύμνος. «Οι Άγιοι Πάντες δια πίστεως» - και αρχίζει να λέη εκεί βέβαια για τους Προπάτορες-«κατηγωνίσαντο βασιλείας, ειργάσαντο δικαιοσύνην, επέτυχον επαγγελιών, έφραξαν στόματα λεόντων, έσβεσαν δύναμιν πυρός, ενεδυναμώθησαν από ασθενείας, εγεννήθησαν ισχυροί εν πολεμώ, παρεμβολάς έκλιναν αλλοτρίων έλαβον γυναίκες εξ αναστάσεως τους νεκρούς αυτών άλλοι δε ετυμπανίσθησαν..., έτεροι δε εμπαιγμών και μαστιγών πείραν έλαβον, έτι δε δεσμών και φυλακής· ελιθάσθησαν, επρίσθησαν, επειράσθησαν...» (Εβρ. 11, 33-37) και συνεχίζει όλο τον υπέροχο ύμνο τον οποίο γνωρίζετε.


Και όλα αυτά τα άθλα, όλοι οι θρίαμβοι οι οποίοι παρέτειναν και ολοκλήρωσαν την σχέσι της ανθρωπινής φυλής μετά του Θεού, εγεννήθησαν από την πίστι. Αυτή είναι, που μας σώζει. Η πίστι είναι που προεκτείνεται και στον καθένα μας και στο σύνολο των πιστών και αυτό ακριβώς είναι που δικαιώνει τα πάντα.


Ερχόμεθα τώρα σε ένα βαθύτερο μυστήριο. Όλοι αυτοί οι Προπάτορες, ήσαν εκείνοι, οι οποίοι εξ αποκαλύψεως ήσαν κεκλημένοι και άρα εις αυτούς τους ανθρώπους επρόκειτο να δοθούν οι ευλογίες, διότι ο Θεός τους προώρισε και τους εκάλεσε και έμεινε μαζί τους, ούτως ώστε να καυχάται ότι είναι Θεός αυτών. Αυτοί έλαβαν κατευθείαν τις επαγγελίες και κατά πρόσωπο ωμιλούσαν με τον Θεό. Και όμως όλοι αυτοί παρόλη την βεβαιότητα της επαγγελίας η οποία επεφαίνετο επάνω τους αποτελεσματικά, εκέρδισαν την Θεοσέβεια, την ευσέβειά τους και γενικά την προς τον Θεό στροφή τους, με ένα περιεκτικό σταυρό, δηλαδή με θλίψεις, με οδύνες, με διωγμούς, με ταλαιπωρίες, και σχεδόν παρήλθαν από τον κόσμο αυτό, χωρίς να ιδούν τίποτε από όλα εκείνα τα οποία τους υπεσχέθη ο Θεός, παρά μόνο σύμβολα και κατά περιόδους διάφορες αντιλήψεις. Βλέπετε το μυστήριο; Εις αυτή την κοιλάδα του Κλαυθμώνος, οι Θείες επαγγελίες από μέρους βλέπονται, από μέρους γινώσκονται και από μέρους αποκαλύπτονται. Εδώ ακριβώς είναι που εφαρμόζεται το «τις σοφός και φυλάξει ταύτα και συνήσει τα ελέη του Κυρίου» (Ψαλμ. 106,43).


Αυτός είναι ο τρόπος, με τον οποίο εμείς οι κεκλημένοι δια της πίστεως μένομε και εφαρμόζομε την υπόσχεσί μας προς τον Θεό και τις επαγγελίες Του. Πάλι ερμηνεύοντες δια της πίστεως, μέσα σε μια απέραντη μακροθυμία, υπομονή και καρτερία, μέσα στις διάφορες δοκιμασίες από πειρασμούς, θα τελειωθούμε και εμείς καθώς όλοι οι γιοι. Προχωρούμε λοιπόν με την ιδία πίστι, που δεν είναι πλέον αφηρημένη, διότι οι επαγγελίες ήλθαν, το πλήρωμα του χρόνου έφθασε και έγινε η σάρκωσι του Θεού Λόγου και παρουσιάστηκε ο «της μεγάλης βουλής άγγελος» (Ζαχ. 9,6). Η πίστι μας είναι συγκεκριμένη, διότι ήλθε ο Μονογενής Υιός του Θεού. Τον είδαμε, Τον εψηλαφήσαμε, Τον ακούσαμε και ήδη Τον κατέχομε. Τώρα, σε μας, η πίστι είναι κάτι παραπάνω. Δεν είναι η απλή εκείνη πίστι των Προπατόρων, που προσδοκούσαν, ότι οπωσδήποτε σύμφωνα με την υπόσχεσί Του ο Θεός θα έλθη κάποτε και θα σώση τους απογόνους των και γενικά όλη την ανθρωπότητα. Επεράσαμε τα όρια αυτής της εισαγωγικής πίστεως και εισήλθαμε στην υψηλότερα πίστι, της πραγματικής πλέον παρουσίας της επαγγελίας του Θεού.


Τώρα πλέον με αναπεπταμένο το φρόνημα, χωρίς ποτέ να φοβούμεθα, είμεθα πεπεισμένοι ότι, εφόσον ο Κύριος μας εκάλεσε και ευρισκόμεθα πλέον στο δρόμο αυτό τον στενό, τον τεθλιμμένο, πού ανάγει στον Γολγοθά, θα ιδούμε και την ανάστασι.


Οι διάφορες αντιξοότητες και πειρασμοί που προκύπτουν, είτε από τον σατανά, είτε από τα τόσα άλλα που υπάρχουν μέσα στην ζωή μας, δεν είναι κάτι το οποίο μας απειλεί, μας φράζει τον δρόμο, μας γεννάαμφιβολία, αλλά είναι τα μυστικά  εκείνα πρακτικά μέσα, δια των οποίων κατεργάζεται το μυστήριο του Σταυρού. Είναι οι τρόποι μέσω των οποίων θα αποδείξωμε την πίστι μας ορθή, για να δικαιούμεθα της επαγγελίας Του. Όταν βλέπωμε πειρασμούς, σηκώνομε το ανάστημά μας και συνεχίζομε, διότι η παρουσία των είναι σαφής απόδειξι, ότι η Θεία Χάρις, η οποία μας εκάλεσε και μας έβαλε μέσα στον δρόμο της γνώσεως, ευρίσκεται αυτή την ώρα μαζί μας και μας ερεθίζει για το βραβείο της προαγωγής. Τι χρειαζόμεθα τώρα; Καρτερία και υπομονή. Περισσότερο όμως η καρτερία και η υπομονή μας θα γιγαντώνεται, όταν το θέμα του πειρασμού, οποιουδήποτε πειρασμού, άγεται προς το θέμα της αγάπης του πλησίον μας. Εκεί θα είναι περισσότερο η προσοχή μας. Γιατί η αποκαλυφθείσα αλήθεια, «η Καινή Κτίσις», ο Ιησούς μας, αφού μας απέδειξε με όλη την λεπτομέρεια τον τρόπο της καταγωγής μας, τον τρόπο της σχέσεως μας μετά του Θεού και τανάπαλιν, απεφάσισε να μας πη και μία καινή εντολή, «Εντολή καινήν δίδωμι υμίν, ίνα αγαπάτε αλλήλους» (Ιωάν. 13,34). Και όπως γνωρίζετε, από τις ερμηνείες των Πατέρων μας, «εκ του πλησίον ημών εστίν η σωτηρία». Υπερτονίζουν οι Πατέρες ότι η εντολή της αγάπης είναι το κεφάλαιο όλων των αρετών και εντολών. Δεν είναι μια ελεύθερη αρετή, την οποία κατά βούλησι κανείς κατεργάζεται. Για μας είναι καθήκο, γιατί αυτό είναι το έμβλημά μας, είναι το ένσημό μας, που αποδεικνύει από που καταγόμεθα και που κατευθύνεται ο δρόμος μας.


Γι’αυτό να είστε προσεκτικοί. Κάθε εντολή που προήλθε από το στόμα του Θεού, για μας είναι δόγμα.  Αλλά η εντολή της αγάπης, είναι κάτι παραπάνω. Γιατί, βλέπετε, ότι Αυτός Ούτος ο Ιησούς μας, που είναι το κέντρο της αγάπης μας, ονομάζεται καθαυτό Αυτοαγάπη. «Ο Θεός αγάπη εστί και ο μένων εν τη αγάπη, εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αύτω» (Α’ Ιωάν. 4,16).


Ιδού λοιπόν. Εάν θέλωμε να «μείνωμε εν τω Θεώ και να μείνη ο Θεός εν ημίν», δεν υπάρχει άλλος τρόπος και άλλος δρόμος από το νόημα της αγάπης. Γι’αυτόνα μην είστε πρόχειροι μέσα στον δαίδαλο των παρεξηγήσεων, που είναι το ευχερέστερο εργαλείο του σατανά, για να προκαλή συγκρούσεις και διαφωνίες. Εκεί να εντείνετε την προσοχή σας. Προκειμένου να πληγώσετε την αγάπη, καλύτερα να διαρρήξετε ο,τιδήποτε ευρίσκεται μπροστά σας. Κατά την γνώμη των Πατέρων, εκείνος ο οποίος πταίει στην αγάπη, είναι όμοιος με τον δούλο εκείνο που εράπισε στην παρειά τον Ιησού.


Δεν εννοούμε, ότι δήθεν μόνο με την αγάπη, με μόνο μια λέξι, προδιαγράφαμε και χαρακτηρίζομε την χριστιανική μας ζωή. Γιατί η αγάπη είναι αποτέλεσμα. Μαζί με την προσοχή μας στη φυλακή πασών των εντολών, περισσότερο στρέφεται το ενδιαφέρο μας εις αυτό τον δεσμό. Γιατί, αν τούτο κρατήσωμε, να είσθε βέβαιοι, ότι εξουδετερώνεται ο σατανάς. Είναι ο "σύνδεσμος της τελειότητας".


Όλοι οι πειρασμοί, όταν επικρατήσουν, πράγματι μας βλάπτουν και μας φράζουν τον δρόμο. Ένα έχουν σκοπό· να διαβρώσουν την αγάπη. Ο σατανάς πλάθει υποθέσεις και γεγονότα που στην ουσία είναι ανύπαρκτα και συγχίζει τον νου του ανθρώπου, που τον βρίσκει είτε στην κόπωσί του, είτε στην αδυναμία του, είτε στην συστολή της Χάριτος· και προσπαθεί να τον πείση να πιστέψη στις παρεξηγήσεις και να αρχίση να μέμφεται, να πονηρεύεται, να υπονοή, να κατηγορή, να υποψιάζεται κατά του άλλου και έτσι χαλαρώνει τον δεσμό της αγάπης που μας οδηγεί στην τελειότητα.


Το ότι είμεθα πιστοί, αυτό δεν είναι τυχαίο, για μας ιδίως τους μοναχούς. Εμεσολάβησε προσωπικά η ενέργεια της Μακαριάς Θεότητος. Κοιτάξετε τι λέει ο Ιησούς μας. «Ουδείς δύναται ελθείν προς με, εάν μη ο Πατήρ ο πέμψας με ελκύση αυτόν» (Ιωάν. 6,44). Δεν είπε ουδείς έρχεται προς με, εάν μη ο Πατήρ μου καλέση αυτόν. Διότι κλήσι γίνεται και από μακριά, με την φωνή, με ένα σύνθημα, με ένα νεύμα, με κάποιο άλλο μέσο. Εδώ δεν είναι έτσι. Είναι έλξι. Δηλαδή λέει ο Ιησούς μας, δεν ήλθετε σε μένα, αλλά ο Πατήρ μου πρώτος σας τράβηξε, σας ήλκυσε και σας έφερε κοντά μου. Να η ενέργεια του Πατρός. Και πάλι λέει. «Ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα ει μη διεμού» (Ιωάν. 14,6). Διότι «Εγώ ειμί η οδός, η Θύρα και η ζωή». Να η δευτέρα ενέργεια του δευτέρου προσώπου. Και «ουδείς» λέει ο Παύλος «δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν, είμη εν Πνεύματι Αγίω» (Α’ Κορ. 12,3).


Και το ότι εμείς σήμερα ευρισκόμεθα μέσα στην οσμή της γνώσεως του Θεού, αυτό πλέον είναι απόδειξι - δεν είναι ένδειξι, δεν είναι σύμβολο, δεν είναι σημείο - ότι ενήργησε η Μακαριά Θεότης μέσα στην παναγάπη Της. Γιατί ο Θεός δεν κάνει λάθη και τα χαρίσματά Του είναι αμεταμέλητα. Είδατε τότε στην δημιουργία, όταν εβουλήθη ο Θεός να κατασκευάση την κτίσι, με πόση αρμονία και θεοπρεπή σύνεσι ετέθησαν τα πάντα, ούτως ώστε να είναι λίαν καλώς; Και στην κατασκευή του ανθρώπου, προετοίμασε τα πάντα - φως, γην, θάλασσα, εφύτευσε τον παράδεισο - και μετά έκανε αυτόν δια τον οποίο "τα πάντα εγεννήθησαν".


Το ίδιο και τώρα στην ανάπλασι και κάτι παραπάνω, διότι έχομε «περίσσειαν Χάριτος», κατά τον Παύλο. Ναι, γιατί αυτή την ώρα δεν «είπε και εγεννήθησαν», ο Μονογενής Λόγος του Θεού, αλλά ήλθε προσωπικά και εφόρεσε την ιδική μας φύσι και εβάδισε μαζί μας, ανέβηκε στον Σταυρό και με τα ημαγμένα Του δάκτυλα εσφράγισε την σωτηρία και κατέστρεψε την παγκόσμιο αμαρτία και συνέτριψε τον σατανά. Άνοιξε τον παράδεισο και εκαυχήθη ότι «θέλω, ίνα όπου ειμί εγώ, κακείνοι ώσι μετεμού, ίνα θεωρώσι την δόξαν την εμήν» (Ιωάν. 17, 24). Αυτά συγκλονίζουν. Αυτές είναι θέσεις, δεν είναι διηγήματα. Είναι η Επαγγελία του Πατρός, με λίγα λόγια, η κληρονομιά μας. Και όλα αυτά επιτυγχάνονται με την πίστι.


Κρατούντες αυτή την πίστι, ότι μας εκάλεσε ο Θεός, δεν αμφιβάλλαμε πλέον, δεν διερωτώμεθα. Εκείνο το οποίο φοβούμεθα και στενάζαμε είναι μήπως νυστάξωμε και γελαστούμε και αντί να βαδίζωμε προς ανατολάς, που είναι η κατευθύνουσα οδός, γυρίσωμε προς δυσμάς, με την ιδική μας ραθυμία. Αυτός είναι ο φόβος μας, μήπως ραθυμήσωμε, μήπως ξεχαστούμε. Αλλά πάλι και τούτα είναι έωλα, γιατί λέμε, πως είναι δυνατό να γίνη αυτό, αφού ο Θεός, εγνώριζε από πριν ότι είμεθα αδύνατοι και πάλι δεν απεποιήθη της αγάπης Του, να καλέση και εμάς, «τα μωρά και ασθενή και τα εξουθενημένα και τα μη όντα» (Α’ Κορινθ. 1,27-28).


Η εορτή των Προπατόρων, πράγματι μας συγκινεί. Όπως εκάλεσε αυτούς ο Θεός και τον ακολούθησαν και εβάστασαν με τον τρόπο τους τον Σταυρό τους και επέτυχαν των επαγγελιών, έτσι και εις εμάς έγινε κάτι πιο σπουδαίο. Γιατί εις εμάς υπάρχει όχι η προσδοκία, αλλά η απόδειξι του παρόντος και του μέλλοντος, που κατέχαμε δια της πίστεως προς τον Ιησού μας και δια της αποδείξεως της αγάπης Του και της Χάριτός Του, που ενεργεί μέσα στις ψυχές μας. Με αυτά ας ετοιμαζόμεθα να προσκυνήσωμε και την εορτή της γεννήσεως Του και να εορτάσωμε την ιδική μας αναγέννησι.


Αμήν

Περί κλήσεως Θεού

 Αντίοχος ο Πανδέκτης


Σήμερα, Κυριακή των Προπατόρων, διαβάζεται η παραβολή του Δείπνου, από το κατά Λουκά Ευαγγέλιο (Λουκ.,14,16-24). Ο Θεός απευθύνει το προσκλητήριό του σε όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους, δίχως διακρίσεις. Αλλά δεν αρκεί η κλήση του, καθώς πρέπει να γίνει δεκτή. Για την ανταπόκριση ευθύνεται ο καθένας προσωπικά. Ο καθένας είναι ελεύθερος να δεχτεί ή να απορρίψει την πρόσκληση του Θεού.


Η παραβολή αυτή μοιάζει πολύ με την παραβολή των βασιλικών γάμων (Ματθ. 22,1-14), αλλά δεν είναι η ίδια. Εκείνη έχει ηθικό χαρακτήρα και μας διδάσκει ότι για να παρουσιαστούμε στον Θεό που μας κάλεσε, πρέπει να είμαστε έτοιμοι. Το ίδιο επίσης, στην παραβολή των δέκα Παρθένων (Ματθ. 25, 1-13) η Εκκλησία μας καλεί σε εγρήγορση, σε πνευματική καλλιέργεια, να είμαστε έτοιμοι, για να υποδεχτούμε τον Χριστό, που δεν γνωρίζουμε πότε θα έρθει να μας συναντήσει, έχοντας τις λαμπάδες των αρετών μας, τις οποίες οφείλουμε να καλλιεργήσουμε. Χωρίς κόπο κανείς δεν εισέρχεται στην Βασιλεία του Χριστού.


Ο εκατοστός εικοστός έκτος Λόγος του Αντιόχου του Πανδέκτου, εξαιρετικά επίκαιρος, από το βιβλίο «ΠΑΝΔΕΚΤΗΣ ΤΩΝ ΘΕΟΠΝΕΥΣΤΩΝ ΓΡΑΦΩΝ», το οποίο εξέδωσε ο άγιος Νεκτάριος, μας προτρέπει να απαλλαγούμε από την προσκόλληση στα γήινα και πρόσκαιρα και να μην αδιαφορήσουμε στην κλήση του Θεού προς την ουράνια βασιλεία και την απόλαυση των αιωνίων αγαθών.


«Καθώς ο Κύριος και Θεός μας μάς καλεί και με τον Νόμο του και με τους Προφήτες αλλά και με τους Αποστόλους και Ευαγγελιστές, και όχι μόνο μας καλεί, αλλά και μας παρακαλεί να πάμε κοντά του, δεν μας επιτρέπεται να περιφρονήσουμε την εντολή του με την πνευματική οκνηρία και νωθρότητα και να αμελήσουμε για την σωτηρία μας. Διότι έτσι, με την βραδύτητά μας θα αποκλειστούμε από τον γάμο και θα στερηθούμε τον ποθούμενο Νυμφίο. Και αφού θα χτυπήσουμε πολλές φορές την θύρα, θα μείνουμε έξω άπρακτοι, κλαίγοντας χωρίς καμιά ωφέλεια. Αλλά ας προτιμήσουμε, αδελφοί, να κινηθούμε βιαστικά, για να κερδίσουμε την ακρόπολη, μάλλον δε την ετοιμασμένη για μας μητρόπολη, δηλαδή, την άνω Ιερουσαλήμ, η οποία είναι η μητέρα όλων μας και η πατρίδα όλων αυτών που ζουν αιώνια. Σ` αυτήν καταλάμπει το φως της ζωής, ο άσβηστος λαμπτήρας, ο οφθαλμός που ποτέ δεν κλείνει, ο χορηγός των αιωνίων αγαθών, ο Χριστός.


Αν λοιπόν, αγαπητοί, πλησιάσουμε με φόβο και πόθο και ειλικρινή διάθεση κοντά στον Πανάγαθό μας Δεσπότη, εκεί θα δούμε όλη την φύση των Αγγέλων, των Αρχαγγέλων, των Δυνάμεων και των Εξουσιών, αλλά και τα αγαθά, τα οποία ετοίμασε και φύλαξε ο Κύριος από αιώνων για τους δικούς του πιστούς. Όσοι λοιπόν έγιναν εραστές της άνω Ιερουσαλήμ, από αυτήν θα θηλάσουν και θα απολαύσουν τους παρακλητικούς μαστούς της και θα ποτιστούν από τον χείμαρρο των αιωνίων απολαύσεων.


Ας προσκολληθούμε σ` αυτόν, ο οποίος είπε: «πλησιάστε κοντά μου και εγώ θα σας πλησιάσω». Ας πλησιάσουμε στον νομοθέτη, ο οποίος λέει: «Εάν ακούσετε με προσοχή τους λόγους μου και κάνετε όσα εγώ εντέλλομαι και φυλάξετε την διαθήκη μου, θα είστε για μένα ο εκλεκτός λαός μεταξύ όλων των άλλων εθνών. Θα είστε για μένα βασίλειο ιερέων, έθνος άγιο και θα αγιαστείτε και θα γίνεται άγιοι, καθώς και εγώ ο Κύριος και Θεός σας είμαι άγιος». Και: «Εσένα διάλεξα και ξεχώρισα για δικό μου λαό εκλεκτό, μεταξύ όλων των εθνών». Η δε Σοφία Σειράχ λέει: «Ελάτε κοντά μου όσοι επιθυμείτε να με αποκτήσετε και θα χορτάσατε από τους καρπούς μου». «Και μόνη η σκέψη και ανάμνησή σας για μένα είναι πιο γλυκιά κι από το μέλι. Εκείνοι οι οποίοι με τρώνε, θα έχουν ακόμη όρεξη και πείνα για μένα και εκείνοι οι οποίοι θα με πίνουν θα διψούν πάλι για μένα. Όποιος με προσέχει και υπακούει στους λόγους μου, δεν θα ντροπιαστεί ποτέ». Και πάλι: «Ελάτε να φάτε από τους άρτους μου και να πιείτε από το κρασί, το οποίο εγώ σας έχω κεράσει. Αφήστε την ανοησία και την απερισκεψία, στην οποία σας προσκαλεί η αμαρτία, και ελάτε μαζί μου, για να βασιλεύσετε με μένα αιωνίως. Ζητήστε και επιδιώξτε την φρόνηση, που εγώ παρέχω, και αγωνιστείτε, για να πετύχετε να γίνετε συνετοί εν γνώσει». Αλλά και ο Δαβίδ λέει: «Ελάτε, λοιπόν, προς αυτόν όλοι οι θλιμμένοι, για να πάρετε το φως της χαράς· και ας είστε βέβαιοι, ότι τα θλιμμένα πρόσωπά σας δεν θα ντροπιαστούν, διότι δεν θα διαψευστούν οι ελπίδες σας». Επίσης ο απόστολος Παύλος: «Αν, λοιπόν, αναστηθήκατε μαζί με τον Χριστό, ζητάτε και επιδιώκετε τα άνω, αυτά που βρίσκονται στους ουρανούς, εκεί όπου υπάρχει ο Χριστός, καθήμενος επί θρόνου στα δεξιά του Θεού». Και συνεχίζει: «άρα, δεν είστε πλέον ξένοι, όπως προηγουμένως, και προσωρινοί πολίτες της Εκκλησίας του Χριστού, αλλά είστε συμπολίτες όλων των αγίων, και οικιακοί του Θεού. Λοιπόν ας προσευχόμαστε με θάρρος και ακλόνητη πεποίθηση στον θρόνο της χάριτος, για να λάβουμε έλεος και συγχώρεση των αμαρτιών μας και για να βρούμε την θεία χάρη, που θα μας βοηθάει αποτελεσματικά εις κάθε περίσταση πειρασμών και κινδύνων». Ο δε φιλάνθρωπος Σωτήρας και Κύριός μας, μας προσκαλεί λέγοντας: «Ελάτε κοντά μου όλοι όσοι μοχθείτε και κοπιάζετε και είστε φορτωμένοι από το βάρος των αμαρτιών και των θλίψεων και των πλανών και εγώ θα σας αναπαύσω και θα σας ξεκουράσω. Σηκώστε επάνω σας τον ζυγό της υπακοής σε μένα και μάθετε από εμένα τον ίδιον ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά και θα βρείτε τότε ανάπαυση και ειρήνη στις ψυχές σας. Μη διστάσετε· διότι ο ζυγός μου είναι καλός και χρήσιμος και το φορτίο των υποχρεώσεων και των καθηκόντων, που επιβάλλω εγώ, είναι ελαφρύ». Και το: «Ακολουθήστε με και θα σας καταστήσω ψαράδες και θα ψαρεύετε ανθρώπους». Αυτώ η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν».


(Επιμέλεια – Απόδοση στην Νεοελληνική: Σάββας Ηλιάδης, Δάσκαλος – Κιλκίς)

Για την παραβολή του Μεγάλου Δείπνου

 Άγιος Κύριλλος, αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας


[Λουκ. 14,16-24]


«Ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα· καὶ ἀπέστειλε τὸν δοῦλον αὐτοῦ τῇ ὥρᾳ τοῦ δείπνου εἰπεῖν τοῖς κεκλημένοις· ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα (: Κάποιος άνθρωπος έκανε μεγάλο βραδινό συμπόσιο και κάλεσε πολλούς. Και την ώρα του δείπνου έστειλε το δούλο του για να πει στους καλεσμένους: “Ελάτε και μην αναβάλλετε, διότι είναι πλέον όλα έτοιμα”)» [Λουκ.14, 16-17].


Ας εξετάσουμε με λεπτομέρεια πριν από τα άλλα, ποια ακριβώς ήταν η αιτία, ώστε να μην καλεί σε γεύμα μάλλον, αλλά σε δείπνο πολλούς και μάλλον πριν από αυτό, ποιος άνθρωπος μπορεί να  εννοηθεί από εμάς ο οποίος έστειλε τον υπηρέτη του να καλέσει για το δείπνο και ποιος είναι εκείνος που κάλεσε στο δείπνο, και ποιοι είναι γενικά εκείνοι που κλήθηκαν βέβαια, αλλά περιφρόνησαν την πρόσκληση.


Λοιπόν ως οικοδεσπότης «άνθρωπος» μπορεί να εννοηθεί ο Θεός και Πατέρας, γιατί οι εικόνες στην παραβολή πλάθονται βέβαια να ομοιάζουν προς την πραγματικότητα, αλλά οπωσδήποτε δεν είναι αυτές η ίδια η αλήθεια. Ο ίδιος λοιπόν ο Δημιουργός και Πατέρας της δόξας παρέθεσε δείπνο μεγάλο, δηλαδή ετοίμασε οικουμενική πανήγυρη, φυσικά προς τιμήν του Χριστού, κατά τους εσχάτους καιρούς του αιώνα, όταν ήρθε σε εμάς ο Υιός, τότε και που υπέστη τον θάνατο για εμάς, και μας έδωσε να φάμε την σάρκα Του, επειδή είναι άρτος από τον ουρανό και δίνει ζωή στον κόσμο. Κατά το βράδυ όμως και κάτω από το φως των λύχνων σφαζόταν επίσης αμνός, σύμφωνα με τον νόμο του Μωυσή. «Δείπνο» λοιπόν εύλογα ονομάσθηκε η κλήση στον Χριστό.


Έπειτα ποιος είναι ο απεσταλμένος, ο οποίος λέγει ότι είναι και δούλος; Ο ίδιος ασφαλώς ο Χριστός· γιατί, ενώ ήταν Θεός από τη φύση Του και αληθινός Υιός του Θεού και Πατέρα, ταπείνωσε τον εαυτό Του, παίρνοντας μορφή δούλου. Είναι λοιπόν Κύριος βέβαια των όλων, ως Θεός που γεννήθηκε από Θεό, την ονομασία όμως του «δούλου» θα μπορούσε κανείς να την εφαρμόσει εύλογα στα μέτρα της ανθρώπινης φύσης Του.


Πότε όμως στάλθηκε; «Κατά την ώρα του δείπνου», λέγει· γιατί δεν ήρθε στις αρχές τούτου του αιώνα ο μονογενής Λόγος του Πατέρα και έλαβε τη μορφή τη δική μας, αλλά σε καιρούς που θέλησε ο Εξουσιαστής, δηλαδή τους εσχάτους, όπως είπαμε παραπάνω. Και ποιος ήταν ο λόγος εκείνου που τους κάλεσε; «Ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα (: Ελάτε και μην αναβάλλετε, διότι είναι πλέον όλα έτοιμα)». Γιατί ο Θεός και Πατέρας ετοίμασε για τους ανθρώπους στη γη με τον Χριστό τα αγαθά που έχουν δωριστεί στον κόσμο, την άφεση των αμαρτιών, την κοινωνία του αγίου Πνεύματος, τη λαμπρότητα της υιοθεσίας, τη βασιλεία των ουρανών. Σε αυτά κάλεσε ο Χριστός με τις ευαγγελικές εντολές, και πριν από τους άλλους, τον Ισραήλ.


«Καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες. ὁ πρῶτος εἶπεν αὐτῷ· ἀγρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. καὶ ἕτερος εἶπε· ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε, καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. καὶ ἕτερος εἶπε· γυναῖκα ἔγημα, καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν» (: Και άρχισαν όλοι οι καλεσμένοι, ο ένας μετά τον άλλον, μεμιάς, σαν να ήταν συνεννοημένοι, να δικαιολογούν την απουσία τους από το δείπνο. Ο πρώτος του είπε: ‘’Έχω αγοράσει κάποιο χωράφι και πρέπει να βγω έξω και να το δω. Σε παρακαλώ, θεώρησέ με δικαιολογημένο και απαλλαγμένο από την υποχρέωση να έλθω’’. Άλλος πάλι του είπε: ‘’Έχω αγοράσει πέντε ζευγάρια βόδια και πηγαίνω να τα δοκιμάσω. Σε παρακαλώ, συγχώρησε τη δικαιολογημένη απουσία μου’’. Κι ένας άλλος του είπε: ‘’Είμαι νιόπαντρος και γι’ αυτό δεν μπορώ να έλθω’’. Δηλαδή οι προσκεκλημένοι όλοι απορροφήθηκαν από τις βιοτικές και τις σαρκικές τους μέριμνες και αδιαφόρησαν για την πρόσκληση του Θεού, ο οποίος τους καλούσε να γίνουν μέτοχοι και κληρονόμοι της βασιλείας Του)»[Λουκ.14,18-20].


Μήπως λοιπόν σκέφθηκαν κάτι χρήσιμο για τον εαυτό τους; Μήπως θαύμασαν την αγαθότητα Εκείνου που τους κάλεσε, τη φροντίδα Του με την πρόσκληση του δούλου Του; Όχι, βέβαια, αλλά περιφρόνησαν και Αυτόν που τους καλούσε, και Εκείνον που έστειλε να τους καλέσει, και άρχισαν ένας ένας να παραιτούνται όλοι, δηλαδή με ένα σχεδόν σύνθημα.


Βλέπεις ότι έχοντας συγκατανεύσει απερίσκεπτα προς τα πλέον γήινα, δεν βλέπουν τα νοητά και δεν κάνουν κανένα λόγο για τα προσδοκώμενα από τον Θεό. Έπειτα, ποιοι πρέπει να θεωρηθούν αυτοί που παραιτήθηκαν εξαιτίας των χωραφιών και της γεωργικής εργασίας και της σαρκικής τεκνογονίας, παρά οι προϊστάμενοι της ιουδαϊκής Συναγωγής; Άνθρωποι με γεμάτα βαλάντια, που είναι κυριευμένοι από τη φιλοκέρδεια και συγκεντρώνουν όλη τη φροντίδα τους σε αυτό· γιατί από όλη τη θεόπνευστη Γραφή, όπως φαίνεται, μπορούμε να δούμε γι’ αυτά ακριβώς να κατηγορούνται.


Και όταν ακούσεις ότι έστειλε αυτός που παρέθετε το δείπνο τον δούλο του, να σκέφτεσαι την ένσαρκη οικονομία και τη δουλεία και την αποστολή. Και τι λοιπόν στάλθηκε να πει στους Ιουδαίους που προσκλήθηκαν με τον νόμο; «Ελάτε, ήδη όλα είναι έτοιμα». Εκείνοι όμως προβάλλοντας ο καθένας από κάποια δικαιολογία, αρνήθηκαν την πρόσκληση αυτή.


«Καὶ παραγενόμενος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ἀπήγγειλε τῷ κυρίῳ αὐτοῦ ταῦτα. Τότε ὀργισθεὶς ὁ οἰκοδεσπότης εἶπε τῷ δούλῳ αὐτοῦ· ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ῥύμας τῆς πόλεως, καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ χωλοὺς καὶ τυφλοὺς εἰσάγαγε ὧδε (: Όταν λοιπόν γύρισε ο δούλος εκείνος, διηγήθηκε στον κύριό του τα όσα του είπαν οι καλεσμένοι. Τότε οργίστηκε ο οικοδεσπότης εναντίον των ανάξιων προσκαλεσμένων και είπε στον δούλο του: ‘’Βγες γρήγορα στις πλατείες και τους δρόμους της πόλεως και φέρε εδώ μέσα τους πτωχούς και τους αναπήρους και τους χωλούς και τους τυφλούς που θα βρεις εκεί. Κάλεσε δηλαδή όσους είναι περιφρονημένοι μεταξύ των Ισραηλιτών, αφού οι επίσημοι άρχοντες του Ισραήλ αρνούνται να δεχτούν τη σωτηρία που τους προσφέρει ο Μεσσίας’’)» [Λουκ. 14, 21].


Επειδή όμως λοιπόν οι άρχοντες των Ιουδαίων απέρριψαν την πρόσκληση, καθώς έλεγαν οι ίδιοι: «Μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων; (: μήπως πίστεψε σε Αυτόν κάποιος από τους άρχοντες, που είναι οι μόνοι αρμόδιοι να κρίνουν τα θρησκευτικά ζητήματα, ή από τους Φαρισαίους, που είναι άγρυπνοι φύλακες των παραδόσεων και της αληθινής πίστεως;)» [Ιω. 7, 48], οργίσθηκε ο οικοδεσπότης, επειδή ήταν άξιοι να υποστούν τις συνέπειες του θυμού και της οργής Του. Τότε δηλαδή οργίστηκε ο οικοδεσπότης εναντίον των Ιουδαίων αρχόντων επειδή περιφρόνησαν το μεγάλο δείπνο, και έτσι αντί για εκείνους κλήθηκαν εκείνοι από το πλήθος των Ιουδαίων που βρίσκονταν στις πλατείες και στα σοκάκια, και είχαν ασθενή και ταπεινό τον νου, χωρίς πνευματική διαύγεια και αρτιότητα. Γιατί αυτοί θα μπορούσαν να θεωρηθούν τυφλοί και χωλοί, αλλά όμως έγιναν δυνατοί και υγιείς με τον Χριστό, διδάχθηκαν να ορθοποδούν και δέχθηκαν στον νου τους το θείο φως.


Ότι όμως επίστεψαν όχι και λίγοι από τους Ιουδαίους, μπορεί να το μάθει κανείς διαβάζοντας τις Πράξεις των αγίων Αποστόλων. Γιατί σε αυτές λέγεται ότι όταν μίλησε ο Πέτρος μπροστά στο λαό, πίστεψαν στην αρχή τρεις χιλιάδες, και ύστερα πολύ πλήθος. Αλλά από τη μια διδάσκοντας αυτά και από την άλλη θαυματουργώντας, οδηγούσαν το άδολο πλήθος στον Χριστό και πολλοί από τους Ιουδαίους πίστεψαν σε Αυτόν, τους οποίους μάλιστα οι Φαρισαίοι τους ονόμαζαν και «καταραμένους», απλά και μόνο επειδή πίστευαν στον Χριστό. Γιατί έλεγαν: «μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων; ἀλλ᾿ ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί εἰσι! (: Μήπως πίστεψε κάποιος από άρχοντες ή τους Φαρισαίους σ’ Αυτόν; (Κανείς δεν πίστεψε, διότι αυτοί τάχα μόνοι γνωρίζουν την αλήθεια και έχουν ορθή κρίση…). Αλλά πίστεψε αυτός ο αγράμματος όχλος, που δεν γνωρίζει τον νόμο και γι’ αυτό είναι όλοι τους καταραμένοι)» [Ιω. 7, 48-49]. Εδώ γίνονται φανερά και τα δύο, και ότι οι άρχοντες δεν πίστεψαν, και ότι πολλοί από το πλήθος πίστεψαν, τα οποία και τα δύο υπαινίχθηκε η παραβολή, παρουσιάζοντας τους πρώτους να παραιτούνται, και τους άλλους να καλούνται και να υπακούουν.


«Καὶ εἶπεν ὁ δοῦλος· κύριε, γέγονεν ὡς ἐπέταξας, καὶ ἔτι τόπος ἐστί. καὶ εἶπεν ὁ κύριος πρὸς τὸν δοῦλον· ἔξελθε εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ φραγμοὺς καὶ ἀνάγκασον εἰσελθεῖν, ἵνα γεμισθῇ ὁ οἶκος μου. λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου (: ύστερα από λίγο επέστρεψε πάλι ο δούλος και είπε: ‘’Κύριε, έγινε όπως διέταξες, και υπάρχει ακόμη τόπος αδειανός στο σπίτι για να προσκληθούν κι άλλοι’’. Τότε είπε ο κύριος στο δούλο: ‘’Βγες έξω από την πόλη στους δρόμους και στους φράχτες των κτημάτων, όπου συνήθως μαζεύονται οι περιπλανώμενοι που δεν έχουν σπίτι και μόνιμη κατοικία. Κι επειδή αυτοί θα διστάζουν από συστολή να πάρουν μέρος στο δείπνο μου, παρακίνησέ τους επίμονα να μπουν εδώ για να γεμίσει το σπίτι μου. Προσκάλεσε δηλαδή και τους εθνικούς να πάρουν μέρος στα αγαθά της Βασιλείας μου· διότι σας βεβαιώνω ότι κανένας από τους ανθρώπους εκείνους που κάλεσα και αρνήθηκαν την πρόσκλησή  μου δε θα καθίσει, αλλά ούτε και θα γευθεί το δείπνο μου’’)» [Λουκ. 14, 22-24].


Εδώ πρόσεχε σε παρακαλώ την κλήση των εθνικών, οι οποίοι έχουν εισέλθει με την πίστη μετά από τους εξ αίματος Ισραηλίτες. Γιατί παλαιότερα οι εθνικοί ήταν ακαλλιέργητοι στο μυαλό, εξαγριωμένοι στον νου και ζούσαν κατά κάποιο τρόπο έξω από την πόλη, επειδή δεν ζούσαν σύμφωνα με τις εντολές του νόμου, αλλά μάλλον με τρόπο κτηνώδη και με πολλή απερισκεψία, γι’ αυτό και εκείνος που προσκαλούσε στο δείπνο στάλθηκε και σε εκείνους που βρίσκονταν στους αγρούς και στους φράκτες έξω από την πόλη.


Διατάχθηκε όμως από εκείνον που τον έστειλε, όχι απλώς να τους καλέσει αλλά ακόμη και να τους αναγκάσει. Κι όμως εφόσον βέβαια η πίστη είναι σε όλους προαιρετική και είναι δεκτό αυτό από τον Θεό, τότε γιατί αναγκάζονται κάποιοι; Ναι, και αυτό έγινε κατ’ οικονομία. Γιατί έπρεπε, ναι έπρεπε, επειδή οι εθνικοί ήταν υποδουλωμένοι στην ανυπόφορη πλεονεξία και βρίσκονταν κάτω από τον διαβολικό ζυγό, και κατά κάποιο τρόπο ήταν δεμένοι με τις αδιάσπαστες αλυσίδες των αμαρτημάτων τους και δεν γνώριζαν τον από τη φύση Του και αληθινό Θεό των όλων, χρειάζονταν εντονότερη πρόσκληση που έμοιαζε με εξαναγκασμό, για να μπορέσουν να αναβλέψουν προς τον Θεό και να γευθούν τα ιερά μαθήματα, ώστε να απομακρυνθούν από την αρχαία απάτη και να ξεφύγουν κατά κάποιο τρόπο από το χέρι του διαβόλου.


Και πράγματι είπε ο Χριστός: «Οὐδεὶς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐὰν μὴ ὁ πατὴρ ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν, καὶ ἐγὼ ἀναστήσω αὐτὸν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ (: Κανείς δεν μπορεί να έλθει σε μένα πιστεύοντας στη θεϊκή μου προέλευση και αποστολή, εάν ο πατέρας μου, που με έστειλε στον κόσμο, δε μεταβάλει την ψυχή του και δεν τον ελκύσει με τη θεϊκή του δύναμη και χάρη. Και όταν αυτός ελκυστεί προς εμένα, εγώ θα ολοκληρώσω το έργο της σωτηρίας του και θα τον αναστήσω την έσχατη ημέρα της Κρίσεως)» [Ιω. 6, 44]. Αλλά και η λέξη γενικά εμφανίζει την κλήση ως έργο δύναμης που ταιριάζει στον Θεό.


Κάτι τέτοιο βρίσκουμε να λέγει και ο Δαβίδ στον Θεό γι’ αυτούς: «Μὴ γίνεσθε ὡς ἵππος καὶ ἡμίονος, οἷς οὐκ ἔστι σύνεσις, ἐν κημῷ καὶ χαλινῷ τὰς σιαγόνας αὐτῶν ἄγξαις τῶν μὴ ἐγγιζόντων πρὸς σέ (: και όπως με σιδερένιο φίμωτρο και χαλινάρι συσφίγγονται οι σιαγόνες των αγρίων ζώων, έτσι και Εσύ, Κύριε, ας σφίξεις με χαλινάρι και ας περιορίσεις τους αμαρτωλούς, οι οποίοι μένουν αμετανόητοι και δεν θέλουν να πλησιάσουν προς Εσένα)» [Ψαλμ. 31, 9]. Βλέπεις ότι σαν με κάποιο χαλινάρι επιστρέφει προς τον εαυτό Του ο Θεός των όλων, εκείνους που αποσκίρτησαν με τρόπο άγριο; Γιατί είναι αγαθός και φιλάνθρωπος ο Θεός, «ὃς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν (: ο οποίος θέλει να σωθούν όλοι οι άνθρωποι και  με την πίστη να γνωρίσουν βαθύτερα και πληρέστερα την αλήθεια)» [Α΄ Τιμ. 2, 4].

Κυριακή τοῦ Λουκᾶ ΙΑ΄ (ΚΗ΄)

 Λουκ. ιδ΄, 16-24


Θεοφυλάκτου Ἀρχιεπισκόπου Βουλγαρίας


Περὶ τῶν καλουμένων ἐν τῷ δείπνῳ, Κεφάλαιον ιδ΄


«Κι ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε· Ἔκαμε κάποιος ἄνθρωπος μεγάλο δεῖπνο κι ἐκάλεσε πολλούς. Τὴν ὥρα τοῦ τραπεζιοῦ ἔστειλε τὸ δοῦλο του νὰ πῆ στοῦς καλεσμένους· Ἐλᾶτε, εἴναι ὅλα ἔτοιμα. Κι ἄρχισαν ὅλοι μὲ μιὰ γνώμη νὰ παρακαλοῦν νὰ μὴν παρευρεθοῦν. Ὁ πρῶτος τοῦ εἶπε ἀγόρασα χωράφι καὶ ἔχω ἀνάγκη νὰ βγῶ καὶ νὰ τὸ δῶ. Σὲ παρακαλῶ, θεώρησέ με δικαιολογημένο. Κι ὁ δεύτερος εἶπε ἀγόρασα πέντε ζευγάρια βόδια καί πηγαίνω νὰ τὰ δοκιμάσω. Σὲ παρακαλῶ, θεωρησὲ με δικαιολογημένο.  Κι ὁ τρίτος εἶπε. Ἔκαμα τὸ γάμο μου καὶ γι’ αὐτὸ δὲν μπορῶ νἀρθῶ».  Κι ὅταν κάποιος ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ἦσαν μαζί στὸ τραπέζι εἶπε· μακάριος εἶναι ὅποιος πάρη τὸ γεῦμα του στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ,

ὁ Κύριος τοῦ ἐξηγεῖ πλατύτερα, πῶς πρέπει νὰ φανταζώμαστε τὰ δεῖπνα τοῦ Θεοῦ.  Καὶ λέει τὴν παραβολὴ αὐτή, ὀνομάζοντας ἄνθρωπο καὶ τὸν φιλάνθρωπο πατέρα του.   Γιατὶ ὅταν ὁ Θεὸς κάνη ὑπαινιγμὸ γιὰ τὴν τιμωρητική του δύναμη ὀνομάζεται στὴν Γραφὴ πάνθηρας καὶ πάρδαλη καὶ ἄρκτος. Ὅταν ὅμως εἶναι νὰ ὑποδηλώση κάποια φιλανθρωπία παρουσιάζεται, ὅπως τώρα, σὰν ἄνθρωπος. Ἐπειδὴ ἡ παραβολὴ μιλᾶ γιὰ τὴν πιὸ μεγάλη φιλανθρωπία ποὺ ἔκαμε σ’ἐμᾶς κάνοντας νὰ κοινωνήσυομε ἀπὸ τὴ σάρκα τοῦ Γιοῦ του, τὸν ἀποκάλεσε «ἄνθρωπο».  Καὶ τὴ φιλανθρωπία του αὐτὴ τὴν ἐκάλεσε δεῖπνο μεγάλο, δεῖπνο, γιατὶ στοὺς τελευταίους καιρούς, καὶ ὅπως στὴ δύση τοῦ κόσμου, ἦρθε  ὁ Κύριος. Κι εἶναι μεγάλο τὸ δεῖπνο αὐτό, γιατὶ ὀλοφάνερα εἶναι μεγάλο τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας μας. Καὶ τὴν ὥρα τοῦ δείπνου ἔστειλε τὸ δοῦλο του.  Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ δοῦλος; Ὁ Γιὸς τοῦ Θεοῦ ποῦ πῆρε δούλου μορφή, κι ἔγινε ἄνθρωπος στάλθηκε στὴ γῆ.  Πρόσεξε ἀκόμα πὼς δὲν εἶπε δοῦλο,  ἀλλὰ τὸ δοῦλο, αὐτὸν ποὺ μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση του εὐαρέστησε καὶ στάθηκε δοῦλος πιστός.  Δὲν ἦταν ἀρεστὸς στὸ Θεὸ μόνο, ἐπειδὴ ἦταν Γιὸς καὶ Θεός ἀλλὰ κι ἐπειδὴ ἦταν ἄνθρωπος, ποὺ αὐτὸς μόνο ἀναμάρτητα ὑπηρέτησε τὰ θελήματα καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ.  Κι ἀφοῦ ἐκπλήρωσε ὅλες τὶς ὑποχρεώσεις, ποὺ ἀπαιτοῦσε ἡ δικαιοσύνη, λέγεται γι’ αὐτὸν ὅτι ἔγινε δοῦλος τοῦ Θεοῦ καὶ Πατέρα του. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο, μόνο αὐτὸς κατ’ ἐξοχὴν μπορεῖ νὰ λέγεται δοῦλος τοῦ Θεοῦ. Κι ὅτι στάλθηκε τὴν ὥρα τοῦ δείπνου σημαίνει τὴν ὡρισμένη καὶ κατάλληλη στιγμή.  Κι οὔτε ὑπῆρχε ἄλλη πιὸ κατάλληλη εὐκαιρία, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς βασιλείας τοῦ Αὐγούστου, ὅταν ἔπρεπε νὰ καταλυθῆ ἡ κακία ποὺ εἶχε κορυφωθεῖ. Ὅπως οἱ γιατροὶ ἀφήνουν τὴν ὕπουλη καὶ κακοήθη ἀρρώστια νὰ ἐκδηλώση ὅλη τὴ δύναμή της καὶ τότε χρησιμοποιοῦν τὰ φάρμακά τους, ἔτσι καὶ ἡ ἁμαρτία ἔπρεπε νὰ παρουσιάση ὅλη τὴ ποικιλία της κι ἔπειτα ὁ μεγάλος γιατρὸς νὰ χρησιμοποιήση τὸ φάρμακο.  Γι’ αὐτὸ περίμενε ὁ Κύριος νὰ συμπληρώση ὁ διάβολος τὸ μέτρο τῆς κακίας καὶ τότε, ἀφοῦ ἔλαβε σάρκα, μὲ τὴν ἁγία του ζωὴ ἐθεράπευσε κάθε εἶδος κακίας.  Στάλθηκε λοιπόν στήν ὥρα, στήν ἐπίκαιρη καὶ κατάλληλη δηλαδὴ στιγμή. Ἔτσι λέει καὶ ὁ Δαβίδ· «Ζώσου τὸ σπαθὶ σου, δυνατὲ, στὸ μηρό σου στὴν ὥρα τῆς ἀκμῆς σου». Σπαθὶ εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ μηρὸς σημαίνει τὴ γέννησή του μέσα στὴ σάρκα, ποὺ ἔγινε τὴν ὥρα τῆς ἀκμῆς, δηλαδὴ τὴν κατάλληλη στιμγή.  Καὶ στάλθηκε, γιὰ νὰ μιλήση στοὺς καλεσμένους.  Ποιοί εἶναι αὐτοὶ οἱ καλεσμένοι; Ἴσως καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, γιατὶ ὅλους ἐκάλεσε ὁ Θεός νὰ τὸν γνωρίσουν μὲ τὴν τάξη καὶ τὴν ἁρμονία τῆς φύσεως ἀπὸ τὴ μιά, καὶ μὲ τὸ φυσικὸ νόμο ἀπὸ τὴν ἄλλη.  Ἴσως καὶ πιὸ ἰδιαίτερα οἱ Ἰσραηλῖτες, ποὺ τοὺς ἐκάλεσε μὲ τὸ Νόμο καὶ τοὺς Προφῆτες. Σ’ αὐτοὺς   ἐστάλθηκε πρῶτα ὁ Κύριος, στὰ πρόβατα τοῦ Ἰσραήλ.  Αὐτὸς λοιπὸν ἔλεγε· Ἐλᾶτε, γιατὶ εἶναι πιὰ ἕτοιμα ὅλα. Σ’ ὅλους εὐαγγελιζόταν ὁ Κύριος ὅτι εἶναι κοντά μας καὶ μέσα μας ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.  Κι αὐτοὶ ἄρχισαν μὲ μιὰ γνώμη ν’ ἀρνοῦνται νὰ παρευρεθοῦν, σὰ νὰ τοὺς δόθηκε σύνθημα. Ὅλοι οἰ ἄρχοντες τῶν Ἰδουδαίων, ἀφοῦ ἀρνήθηκαν νὰ ἔχουν βασιλιά τους τὸν Ἰησοῦ, δὲν ἀξιώθηκαν καὶ τὸ δεῖπνο. Ἄλλος ἀπὸ ἀγάπη τοῦ πλούτου, κι ἄλλος τῶν ἡδονῶν. Αὐτὸς ποὺ ἀγόρασε τὸ χωράφι κι ὁ ἄλλος τὰ ζευγάρια τῶν βοδιῶν, πρέπει νὰ θεωρηθοῦν σὰν φίλοι τοῦ πλούτου καὶ φιλήδονος αὐτὸς ποὺ ἔκαμε τὸ γάμο του.  Κι ἄν θέλης, χωράφι ἀγοράζει αὐτὸς ποὺ ἀπὸ τὴ σοφία τοῦ κόσμου δὲν παραδέχεται τὸ μυστήριο.  Χωράφι ὁ κόσμος καὶ γενικὰ ἡ φύση κι αὐτὸς ποὺ τὴ φύση βλέπει δὲν παραδέχεται τὸ ὑπερφυσικό. Ἀποβλέποντας λοιπὸν ὁ Φαρισαῖος στὸ χωράφι, δηλαδὴ ἔχοντας τὸ νοῦ του στοὺς νόμους τῆς φύσεως δὲν παραδέχτηκε ὅτι ἡ Παρθένος ἐγέννησε τὸ Θεό, ἐπειδὴ εἶναι ὑπερφυσικό. Ἀλλὰ κι αὐτοὶ ποὺ ὅλοι καυχιοῦνται γιὰ κοσμικὴ σοφία, γιὰ τὸ χωράφι τοῦτο, δηλαδή, τὴ φύση, ἁγνόησαν τὸν Ἰησοῦ, ποὺ ἀνανέωσε τὴ φύση. Μ’ αὐτὸν τέλος ποὺ ἀγόρασε τὰ πέντε ζευγάρια βόδια καὶ τὰ δοκιμάζει, μπορεῖ νὰ ἐννοήσης καὶ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀγαπᾶ τὴν ὕλη, ποὺ ἔδεσε τὶς πέντε αἰσθήσεις τῆς ψυχῆς μὲ τὶς αἰσθήσεις τοῦ σώματος κι ἔκαμε σάρκα τὴν ψυχή.  Γι’  αὐτὸ τὸ λόγο ἀφοῦ εἶναι ἀπασχολημένος μὲ τὴ γῆ, δὲ θέλει νὰ πάρη μέρος στὸ πνευματικὸ δεῖπνο.  Ρωτᾶ καὶ ὁ σοφός·  «τί νὰ καταλάβη αὐτὸς ποὺ κρατάει τὸ ἀλέτρι»; Κι αὐτὸς ποὺ χάνει τὴ θέση του στὸ δεῖπνο γιὰ τὴ γυναῖκα, μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ φιλήδονος, ποὺ τὴ σάρκα, τὴ σύντροφο τῆς ψυχῆς, ποθῶντας περισσότερο καὶ μένοντας μέσα σ’ αὐτή, δὲν μπορεῖ ν’ ἀρέση στὸ Θεό. Μπορεῖς ὅμως νὰ τὰ ἐξηγήσης καὶ κυριολεκτικά·  χάνομε τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ γιὰ χωράφια καὶ γιά ζευγάρια βοδιῶν καὶ γιὰ γάμους, μένοντας   κολλημένοι σ’ αὐτὰ καὶ ξοδεύοντας σ’ αὐτὰ ὅλη τὴ ζωή μας καὶ κάποτε φτάνοντας νὰ χύνωμε καὶ αἷμα.  Καὶ δὲν ἔχομε στὸ νοῦ μας οὔτε ἐκτελοῦμε καμμιὰ βουλὴ τοῦ  Θεοῦ καὶ κανένα λόγο.


«Ἦρθε ὁ δοῦλος καὶ τὰ ἀνάφερε αὐτὰ στὸν Κύριό του.  Τότε θύμωσε ὁ οἰκοδεσπότης κι εἶπε στὸν δοῦλο του. Ἔβγα γρήγορα στὶς πλατεῖες καὶ στοὺς δρόμους τῆς πόλεως καὶ φέρε στὸ σπίτι τοὺς φτωχούς, τοὺς ἀναπήρους, τοὺς κουτσοὺς καὶ τοὺς τυφλοὺς.  Κι ὁ δοῦλος εἶπε.  Κύριε, ἔγινε ὅπως εἶπες κι ἀκόμα ὑπάρχει τόπος. Κι εἶπε ὁ Κύριος στὸ δοῦλο· Ἔβγα στοὺς δρόμους καὶ στοὺς φράχτες τῶν χωραφιῶν καὶ πίεσέ τους νἀρθοῦν γιὰ νὰ γεμίση τὸ σπίτι. Σᾶς βεβαιώνων ὅτι κανένας ἀπὸ τοὺς καλεσμένους μου ἐκείνους δὲ θὰ δοκιμάση τὸ φαγητό μου». Ἐκδιώχθηκαν οἱ ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων καὶ κανένας ἀπ’  αὐτοὺς δὲν ἐπίστεψε στὸ Χριστό, ὅπως καὶ οἱ ἴδιοι μὲ κακία καυχιόνταν· «Μήπως ἐπίστεψε κάποιος ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες σ’ αὐτόν»; Αὐτοὶ λοιπὸν οἱ διδάσκαλοι τοῦ Νομου καὶ οἱ Γραμματεῖς, ὅπως λέει ὁ προφήτης ἀπὸ ἀνοησία ξέπεσαν ἀπὸ τὴ χάρη. Δέχτηκαν ὅμως πρόσκηση οἱ ἁπλοῖ Ἰουδαῖοι ποὺ παρομοιάζονται μὲ κουτσοὺς, τυφλοὺς καὶ ἀνάπηρους, οἱ κουτοὶ τοῦ κόσμου κι οἱ ἀσήμαντοι.  Γιατὶ ὁ κόσμος ἐθαύμαζε τοὺς λόγους, ποὺ ἐμπνευσμένοι ἀπὸ τὴ χάρη, ἐβγῆκαν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Ἰησοῦ καὶ χαιρόταν μὲ τὴ διδασκαλία του. Ὕστερ’ ἀπ’ αὐτὸ μπῆκαν   κι αὐτοὶ ποὺ πορέρχονται ἀπὸ οτὺς Ἰουδαίους, οἱ διαλεχτοί, αὐτοὶ ποὺ τοὺς προώρισε ὁ Θεὸς γιὰ τὴ δόξα του, ὁ Πέτρος καὶ οἱ γιοὶ τοῦ Ζεβεδαίου, μπῆκαν κι οἱ μυριάδες ἐκείνων ποὺ πίστεψαν –ξεχύνεται καὶ στοὺς εἰδωλολατρικοὺς λαοὺς ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, γιατὶ μ’ αὐτοὺς ποὺ ἦσαν στοὺς δρόμους καὶ στοὺς φράχτες πρέπει νὰ ἐννοήσωμε τοὺς ἐθνικούς. Οἱ Ἰσραηλῖτες ἦταν βέβαια μέσα στὴν πόλη, ἀφοῦ καὶ τὸ νόμο εἶχαν δεχθῆ καὶ μὲ περισσότερη λεπτότητα συμπεριφέρονταν. Οἱ εἰδωλολάτρες ὅμως, ἐπειδὴ ἦσαν ξένοι πρὸς τὶς διαθῆκες καὶ ἄσχετοι ἀπὸ τὴ νομοθεσία τοῦ Χριστοῦ καὶ δὲν ἦσαν συμπολῖτες τῶν ἁγίων, δὲν ἐπλανιόνταν σ’ἕνα μονάχα ἀλλὰ σὲ πολλοὺς δρόμους, τῆς ἀνομίας καὶ τὴς στενοκεφαλιᾶς καὶ στοὺς φραγμούς, ἐννοῶ τὶς ἁμαρτίες. Ἡ ἁμαρτία εἶναι μεγάλος φραγμὸς καὶ μεσότοιχο ποὺ μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸ Θεό.  Τὴ διαγωγὴ λοιπὸν τῶν ἐθνῶν, ποὺ ἔμοιαζε μὲ τῶν ζώων κι ἦταν χωρισμένη σὲ πολλὲς γνῶμες, ὑπονοεῖ μὲ τοὺς δρόμους καὶ μὲ τοὺς φραγμοὺς, τὴν ἁμαρτωλὴ ζωὴ τους. Καὶ δὲν προστάζει νὰ τοὺς καλέσουν ἁπλῶς ἀλλὰ νὰ τοὺς πιέσουν, μολονότι ἡ πίστη εἶναι προαιρετικὴ σ’ ὅλους. Εἶπε ὅμως «ἀνάγκασέ τους» γιὰ νὰ καταλάβωμε ὅτι εἶναι σημάδι τῆς μεγάλης δυνάμεως τοῦ Θεοῦ νὰ πιστέψουν οἱ εἰδωλολάτρες, ἄν κι ἔχουν τόσο μεγάλη ἄγνοια.  Γιατὶ ἄν δὲν ἦταν μεγάλη ἡ δύναμη τοῦ κηρύγματος καὶ φανερὴ ἡ ἀλήθεια τοῦ λόγου, πῶς θὰ γινόταν ἄνθρωποι, ποὺ ἦσαν τρελλοὶ μὲ τὰ εἴδωλα καὶ ἀσχημονοῦσαν μὲ τὸ σακκί, νὰ καταλάβουν τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ νὰ ζήσουν πνευματικὴ ζωή; Θέλοντας λοιπὸν νὰ δηλώση τὴν παράδοξη μεταβολὴ στὴν κατάστασή τους τὴν ὠνόμασε ἀνάγκη. Θὰ ἔλεγε κανένας ὅτι καὶ μόλο ποὺ δὲν ἤθελαν οἱ Ἕλληνες νὰ ἐγκαταλείψουν τὰ εἴδωλα καὶ τὶς ἀπολαύσεις, ἀναγκάστηκαν ὡστόσο νὰ τ’ ἀποφύγουν ἀπὸ τὴν ἀλήθεια  τοῦ κηρύγματος. Ἐξ ἄλλου καὶ ἡ δύναμη τῶν θαυμάτων δημιουργοῦσε μεγάλη ἀνάγκη νὰ περάσουν στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ.  Καὶ καθημερινὰ στρώνεται αὐτὸ τὸ τραπέζι καὶ προσκαλούμαστε ὅλοι στὴ βασιλεία, ποὺ ὁ Κύριος καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν καταβολὴ ἀκόμα τοῦ κόσμου ἑτοίμασε γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Ὡστόσο ἄλλοι ἀπὸ τὶς σοφιστικὲς μικρολογίες, κι ἄλλοι ἀπὸ τὴν ἀγάπη τους στὴν ὕλη κι ἄλλοι ἀπὸ τὸ σαρκικὸ φρόνημά τους δὲ γινόμαστε ἄξιοι γι’ αὐτήν.  Καὶ τὴ χαρίζει ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ σὲ ἄλλους ἁμαρτωλούς, ποὺ εἶναι τυφλὰ τὰ μάτια τοῦ νοῦ τους καὶ δὲν κατανοοῦν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἤ ποὺ τὸ κατανοοῦν ἀλλὰ εἶναι κουτσοὶ κι ἀδρανοῦν νὰ τὸ πράξουν. Καὶ γενικὰ σὲ φτωχοὺς ποὺ ἐξέπεσαν ἀπὸ τὴν οὐράνια δόξα, καὶ σὲ ἀνάπηρους ποὺ ἡ ζωὴ τους δὲν παρουσιάζεται ἄψογη.  Σ’ αὐτοὺς τοὺς ἁμαρτωλοὺς ποὺ εἶναι στὶς πλατείες, καὶ τριγυρίζουν στοὺς φαρδιοὺς δρόμους τῆς ἁμαρτίας στέλνει ὁ Πατέρας τὸ δειπνοκαλεστὴ Γιὸ του, ποὺ καὶ δοῦλος ἀκόμα ἔγινε κατὰ τὴ σάρκα, ποὺ δὲν ἦρθε νά καλέσῃ τοὺς δικαίους ἀλλὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς.  Καὶ παραθέτει τραπέζι πλούσιο σ’ αὐτοὺς ἀντὶ στοὺς ἄλλους, ποὺ ἔχουν τὴ σοφία καὶ τὸν πλοῦτο καὶ χαρίζονται στὴν σάρκα.  Σὲ πολλοὺς στέλνοντας ἀρρώστιες καὶ κινδύνους τοὺς κάνει ὅλους ν’ ἀρνηθοῦν αὐτὴ τὴν ζωή, γιά λόγους ποὺ ἐκεῖνος γνωρίζει, καὶ τοὺς φέρνει στὸ τραπέζι του, σὰν ἀνάγκη στέλνοντας τους τὴ ἀπειλὴ τῶν κινδύνων. Ὑπάρχουν πολλὰ παραδείγματα γι’ αὐτὸ.  Μᾶς δίνει κι ἕνα πιὸ πρόχειρο νόημα ἡ παραβολή·  νά κάνωμε χάρη περισσότερο στοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς ἀνάπηρους παρὰ στοὺς πλούσιους. Σ’ αὐτὸ καὶ πρὶν ἀπὸ λίγο παρακινοῦσε, γι’ αὐτὸ τὸ ἴδιο φάνηκε ὅτι εἴπε τὴν παραβολή, ἐπιβεβαιώνοντας μ’ αὐτή, ὅτι πρέπει νὰ τρέφωμε τοὺς φτωχούς.  Καὶ κάτι ἄλλο μαθαίνομε, ὅτι ὀφείλομε νὰ εἴμαστε ἔτσι πρόθυμοι καὶ φιλότιμοι στὴν ὑποδοχὴ τῶν ἀδελφῶν μας, ὥστε, καὶ χωρὶς νὰ θέλουν, νὰ τοὺς ἀναγκάζωμε νὰ παίρνουν μέρος στὰ ἀγαθά μας. Αὐτὸ ἀποτελεῖ καὶ γιὰ τοὺς δασκάλους τῆς πίστεως μεγάλο δίδαγμα, ὥστε νὰ διδάσκουν τοὺς μαθητάς τους τὸ ὀρθὸ καὶ χωρὶς νὰ θέλουν.


Μητροπολίτου Τρίκκης καὶ Σταγῶν Διονυσίου

Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον

Τόμος Δεύτερος

Ἀθῆναι 1969