Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2025

Παράκληση Αγίας Φιλοθέης

«... μέ τόν νυμφίον Χριστόν στον κοιτῶνα τῶν μυστηρίων...»

 «Ὅποιος πιστεύει φοβᾶται, καί ὅποιος φοβᾶται ταπεινοφρονεῖ, καί ὅποιος ταπεινοφρονεῖ γίνεται πρᾷος· ὁ πρᾷος φυλάει τίς ἐντολές, ὅποιος φυλάει τίς ἐντολές γίνεται καθαρός, ὅποιος γίνει καθαρός φωτίζεται, καί ὅποιος φωτιστεῖ γίνεται ἄξιος νά συγκοιμηθεῖ μέ τόν νυμφίον Χριστόν στον κοιτῶνα τῶν μυστηρίων».


 Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής


[Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν καί Ἀσκητικῶν, τ. 14, σσ. 452-453. πατερικαί ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη 1985, 

Κεφάλαια περί θεολογίας καί τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ἑκατοντάς Α΄, 16].

Η ψυχή δεν έχει ημερομηνία λήξης...

 Η ψυχή δεν μπαίνει κάτω από το χώμα.Η ψυχή δεν γερνάει όπως το σώμα.

Ζεί στο σώμα μέχρι και την εκπνοή της θνητής ζωής και έκτοτε αναχωρεί από αυτό

και συνεχίζει να ζει έως και την ημέρα της κρίσεως.

Η ψυχή έχει μέσα της γραμμένα όλα όσα έζησε,ένιωσε,έπραξε καλά καί κακά σε τούτο τον θνητό κόσμο.


Η ψυχή είναι αυτή που κινεί το σώμα και του δίνει πνοή και ζωή, την οποία μόνον ο Θεός θα εξετάσει.

Την θνητή ζωή μας μπορούν να μας την αφαιρέσουν αλλά την ψυχή μας κανείς.

Η ψυχή χαίρεται, πονάει, ζηλεύει, μισεί, αγαπάει αλλά καί ταπεινώνεται, μετανοεί , συγχωρεί...

Η ψυχή δεν έχει ημερομηνία λήξης.

Αναχωρεί στον ουρανό καί πρέπει να προσευχόμαστε γι’αυτήν.

Ο Θεός δεν μας έπλασε για να πεθαίνουμε αλλά για να ζήσουμε αιώνια.


Τί υπάρχει λοιπόν μετά τον θάνατο;Υπάρχει η ψυχή του κάθε ανθρώπου.

Καλή Ανάσταση!!! Σε όλες τίς ψυχες!!!

Οσία Μαρία του Όλονετς

 Η Οσία Μαρία γεννήθηκε κατά τον 19ο αιώνα μ.Χ. στο χωριό Περεντίνο της επαρχίας Σταράγια του Νόβγκοροντ από ευσεβείς και φιλόθεους γονείς. Ο πατέρας της ονομαζόταν Βασίλειος Σωφρόνωφ και αξιώθηκε να αποκτήσει ακόμη τέσσερα παιδιά, δύο υιούς και δύο θυγατέρες. Από μικρή ηλικία η Μαρία διδάχθηκε το Ωρολόγιο και το Ψαλτήρι. Τα βράδια του χειμώνα καθόταν και διάβαζε τους Βίους των Αγίων, ενώ τη νύχτα σηκωνόταν κρυφά και σχεδόν αθόρυβα πήγαινε μπροστά στις ιερές εικόνες και έκανε μετάνοιες.


Τα χρόνια περνούσαν, αλλά η Μαρία δεν αποφάσιζε να κάνει τη δική της οικογένεια. Επισκεπτόταν τακτικά τα μοναστήρια και τους ασκητές που ζούσαν στα δάση πέρα από τον ποταμό Λόβατ. Κάποιος από τους άγιους εκείνους Γέροντες τη συμβούλεψε να βαδίσει προς το βορά, στη λίμνη Βέιζ, όπου ζούσε ο ερημίτης π. Ησαΐας, ο θείος της. Εκείνος θα την καθοδηγούσε στο δρόμο της σωτηρίας. Έτσι η Οσία Μαρία ξεκίνησε για το Όλονετς, για να πάρει την ευλογία του πατρός Ησαΐου. Εκεί και έμεινε, για να σκητέψει, μέσα σε μια καλύβα.


Μετά τρία χρόνια ασκήσεως και προσευχής ήλθαν νέοι πειρασμοί. Η Οσία αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την καλύβα της και να περιπλανιέται στα δάση και στην έρημο. Έτσι έφθασε μετά από πολλές ταλαιπωρίες για προσκύνημα στη Σταυρούπολη του Καυκάσου, αναζητώντας ένα ησυχαστικό καταφύγιο σε μια χαράδρα.


Μετά από πολύ άσκηση και προσευχή έφθασε ο καιρός να παραδώσει την αγία της ψυχή στον Κύριο, που τόσο αγάπησε. Η ψυχή της χωρίσθηκε από το σώμα της Αγίας το έτος 1860 μ.Χ.

Όσιος Κόνων

 Ο Ο Όσιος Κόνων έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α' (527 - 565 μ.Χ.) και καταγόταν από την Κιλικία της Μικράς Ασίας. Σε νεαρή ηλικία έγινε μοναχός στη μονή του Πενθουκλά, η οποία βρισκόταν κοντά στον Ιορδάνη ποταμό. Όταν ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Πέτρος (524 - 552 μ.Χ.) πληροφορήθηκε την θερμή ευσέβεια και την αρετή του Οσίου Κόνωνος, του ανέθεσε τη διακονία να βαπτίζει στον Ιορδάνη ποταμό όσους έρχονταν να δεχθούν εκεί το Άγιο Βάπτισμα. Όταν όμως επρόκειτο να βαπτίσει γυναίκα, σαν άνθρωπος σκανδαλιζόταν και σκεφτόταν να αναχωρήσει από το Κοινόβιο. Αλλά του παρουσιάστηκε ο Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής, που του έλεγε: «Κάνε υπομονή γέροντα και εγώ θα σε ελαφρύνω από τον πόλεμο».


Κάποια μέρα όμως, ήλθε να βαπτισθεί μια πανέμορφη Περσίδα και ο Όσιος δεν μπόρεσε να τη βαπτίσει και να τη χρίσει γυμνή. Και η κόρη έμεινε αβάπτιστη. Ο Αρχιεπίσκοπος όταν το έμαθε στενοχωρήθηκε πολύ. Ο δε Κόνων πήρε το δρόμο της αναχώρησης. Αλλά του παρουσιάσθηκε και πάλι ο Τίμιος Πρόδρομος και του επανέλαβε τα βοηθητικά εκείνα λόγια. Τότε ο Κόνων του είπε ότι δεν ξαναεπιστρέφει, διότι ενώ του υποσχέθηκε ότι θα τον βοηθήσει δεν το έκανε. Ο δε Τίμιος Πρόδρομος, αφού τον σφράγισε με το σημείο του Σταυρού, του είπε να επιστρέψει και να μη αμφιβάλει πλέον. Οπότε ο Γέρων επανήλθε στο κοινόβιο και την επομένη έχρισε και βάπτισε τη νεαρή Περσίδα, χωρίς καθόλου να στοχασθεί, ότι ήταν γυναίκα.


Έζησε δε μετά από αυτά ο Όσιος άλλα 20 χρόνια και έφτασε στο μεγαλύτερο βαθμό της απάθειας, και ειρηνικά απεβίωσε σε βαθύ γήρας.

Όσιοι Ευγένιος και Μακάριος οι Ομολογητές

 Οι Όσιοι Πατέρες Ευγένιος και Μακάριος συνελήφθησαν επί αυτοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτου (361 - 363 μ.Χ.), ενώπιον του οποίου διεκήρυξαν με πνευματική ανδρεία ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο αληθινός Θεός και έλεγξαν τον ειδωλολάτρη αυτοκράτορα για τις δοξασίες του.


Αμέσως ο Ιουλιανός έδωσε εντολή να τους βασανίσουν. Αφού τους κρέμασαν, τους έβαλαν πάνω σε πυρακτωμένη σχάρα. Όμως οι Άγιοι με τη Χάρη του Θεού διαφυλάχθηκαν σώοι και αβλαβείς. Ύστερα από αυτό ο Ιουλιανός τους εξόρισε στην Μαυριτανία.


Εκεί έφθασαν σε ένα τόπο, όπου ασκήτευαν και ζούσαν με προσευχή και νηστεία. Οι κάτοικοι όμως της περιοχής τους συνέστησαν να φύγουν από εκεί, διότι στον τόπο εκείνο υπήρχε ένας δράκοντας. Οι Όσιοι δεν φοβήθηκαν, αλλά προσευχήθηκαν με θέρμη στον Θεό και αμέσως το θαύμα έγινε. Κεραυνός από τον ουρανό έπεσε και κατέκαψε τον δράκοντα.


Μετά από αυτό το γεγονός, οι Όσιοι μπήκαν στην σπηλιά που κατοικούσε ο δράκοντας και άρχισαν να προσεύχονται χωρίς να φάνε ή να πιουν τίποτα. Την τριακοστή μέρα, άκουσαν μια φωνή από τον ουρανό που τους πρόσταζε να πάνε σε μια πέτρα που υπήρχε εκεί κοντά. Όταν πήγαν οι Όσιοι, είδαν από την πέτρα να βγαίνει δυνατό φως και αμέσως, από θαύμα, σχίστηκε η πέτρα στα δυο και βγήκε απ' αυτήν άφθονο νερό. Αφού οι Όσιοι ήπιαν και ξεδίψασαν προσευχήθηκαν για άλλες οκτώ ημέρες και κοιμήθηκαν με ειρήνη παραδίδοντάς τις άγιες ψυχές τους στον Κύριο.

Όσιος Ραβουλάς

 Ο Όσιος Ραβουλάς γεννήθηκε στα Σαμόσατα της Συρίας και έζησε επί των αυτοκρατόρων Ζήνωνος του Ισαύρου (474 - 475, 476 - 491 μ.Χ.), Αναστασίου Α' (491 - 518 μ.Χ.) και Ιουστινιανού Α' (527 - 565 μ.Χ.). Εκπαιδεύτηκε από τον διδάσκαλο Βαρυψαβά και εκτός από την άλλη παιδεία και μόρφωση ο Όσιος έμαθε και την συριακή γλώσσα.


Στη συνέχεια έγινε μοναχός και απομονώθηκε στα όρη και τα σπήλαια, για να επιδοθεί στην προσευχή και την άσκηση και ζούσε όπως ο Ιωάννης ο Βαπτιστής και ο Προφήτης Ηλίας. Ακολούθως ήλθε στη Φοινίκη, όπου ίδρυσε κοινόβιο και αργότερα με την συνδρομή του αυτοκράτορα Ζήνωνος και του Επισκόπου Βηρυττού Ιωάννου έκτισε μονή, η οποία αναδείχθηκε, σε ιεραποστολικό κέντρο για τη διάδοση του λόγου του Θεού στους ειδωλολάτρες.


Όταν πέθανε ο αυτοκράτορας Ζήνων, διάδοχός του έγινε ο Αναστάσιος ο Δίκορος. Ο Όσιος Ραβουλάς με την βοήθεια του νέου βασιλέως έκτισε στην Κωνσταντινούπολη νέα μονή, που προσαγορεύεται μονή του Ραβουλά.


Όταν ο Όσιος υπερέβη τα ογδόντα του χρόνια, στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Ιουστινιανού, τελείωσε το βίο του με ειρήνη ψιθυρίζοντας τον λόγο του Κυρίου: «Δεῦτε πρὸς μὲ πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς».

Άγιοι Μάξιμος, Θεόδοτος, Ησύχιος και Ασκληπιοδότη

 Οι Άγιοι Μάρτυρες του Χριστού Μάξιμος, Θεόδοτος, Ησύχιος και Ασκληπιοδότη περιερχόμενοι σε κάθε πόλη και κάθε χώρα, κήρυτταν με παρρησία το Ευαγγέλιο. Ομολογούσαν ότι ο Χριστός είναι ο αληθινός Θεός και Κύριος του παντός και δημιουργός του κόσμου, ενώ τα είδωλα είναι έργα χειρών και δημιουργήματα των ανθρώπων, κατασκευασμένα με πέτρες και ξύλα. Γι' αυτό συνελήφθησαν από τους ειδωλολάτρες και παραδόθηκαν στον Άρχοντα της χώρας και βασανίσθηκαν, για να αρνηθούν τον Χριστό και να προσκυνήσουν τα είδωλα. Επειδή όμως δεν πείθονταν, σύρονταν σιδηροδέσμιοι από πόλη σε πόλη, και μάχονταν με τα θηρία. Τα θηρία όμως δεν τόλμησαν να πλησιάσουν τους Αγίους και έτσι αυτοί διαφυλάχθηκαν σώοι και αβλαβείς. Έπειτα με σιδερένια νύχια τους έγδαραν και τέλος αφού άναψαν μεγάλο καμίνι, τους έριξαν μέσα σε αυτό, ενώ αυτοί έψαλλαν χαίροντες. Και ευχαριστώντας τον Άγιο Θεό παρέδωσαν τις Άγιες και μακάριες ψυχές τους στον Κύριο και έλαβαν το στέφανο του μαρτυρίου.

Άγιος Νικήτας ο νέος Ιερομάρτυρας

 Ο Άγιος Νικήτας καταγόταν από την Ήπειρο και έγινε Ιερομόναχος στο Άγιον Όρος, και συγκεκριμένα στη Σκήτη της Αγίας Άννας και κατόπιν στη Μονή του Αγίου Παντελεήμονα (Ρώσικη). Τον κατέλαβε ο πόθος του μαρτυρίου και γύριζε τα χωριά γύρω από τις Σέρρες και τη Δράμα, κηρύττοντας τον Χριστό σαν αληθινό Θεό και τον Μωάμεθ σαν πλάνο. Συνελήφθη από τους Τούρκους και φυλακίστηκε στις Σέρρες. Κατόπιν υποβλήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια, όπως όσφρηση φωτιάς από τη μύτη, ακάνθινο στεφάνι στο κεφάλι, καλαμένιες ακίδες στα νύχια του και κάψιμο στα απόκρυφα μέλη του. Ο Νικήτας όμως, με θαυμαστή σταθερότητα, συνεχώς ομολογούσε την πίστη του στο Χριστό. Τελικά, στις 19 Φεβρουαρίου 1806 μ.Χ. τον κρέμασαν και έτσι δέχτηκε το στεφάνι της αφθαρσίας.

Άγιος Άρχιππος ο Απόστολος

 Ο Άγιος Άρχιππος καταγόταν από τις Κολοσσαίς, όπου τον γνώρισε και τον έφερε στην πίστη του Χριστού ο Απόστολος Παύλος. Ο δε ζήλος και η όλη του προθυμία και ευσέβεια, γρήγορα ανέδειξαν τον μαθητή Άρχιππο και συστρατιώτη του ενδόξου διδασκάλου του, όπως χαρακτηριστικά τον ονομάζει ο Απόστολος Παύλος στην προς Φιλήμονα επιστολή του. Τον Άρχιππο αναφέρει επίσης και στην προς Κολοσσαείς επιστολή του.


Κατά την εκτέλεση της θείας αποστολής του, ο Άρχιππος, συνελήφθη με διαταγή του έπαρχου Ανδροκλέους. Αφού αρνήθηκε να θυσιάσει στα είδωλα, τον γύμνωσαν και τον έχωσαν μέχρι τη μέση σ' ένα λάκκο. Επειδή όμως ο Άρχιππος συνέχιζε με μεγάλη φωνή να ομολογεί το Χριστό, τότε τον κέντησαν με βελόνες, μπρος, πίσω, στο λαιμό, τις μασχάλες, τις πλευρές, τα μάτια, τα αυτιά, το στόμα και το κεφάλι. Αλλά και πάλι ο Άρχιππος επέμενε να ομολογεί το Χριστό. Ο Ιησούς ήταν η προσευχή και ο ύμνος του. Πυκνός και βαρύς λιθοβολισμός τότε, έδωσε τέλος στη ζωή του. Και στο στεφάνι του αποστόλου του προστέθηκε και το στεφάνι του μάρτυρα.



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος γ’.

Ἀπόστολε ἅγιε Ἄρχιππε, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.


Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ’. Ὃ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Ὡς προσπελάσας ὁλικὴ διαθέσει, τῷ τῶν ἀρρήτων μυητῆ καὶ ἐπόπτη, τῶν Ἀποστόλων σύσκηνος ἐδείχθης σοφέ, ὅθεν τὸν τῆς πίστεως, θεῖον λόγον κηρύξας, ἔτεμες τοὶς τρόποις σου, τὰ φυτὰ τῆς κακίας, καὶ ἐναθλήσας Ἄρχιππε στερρῶς, δικαιοσύνης ἐδέξω τὸν στέφανον.


Κοντάκιον

Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.

Ὡς ἀστέρα μέγαν σε, ἡ Ἐκκλησία, κεκτημένη Ἄρχιππε, ταῖς τῶν θαυμάτων σου βολαῖς, φωτιζομένη κραυγάζει σοι· Σῶσον τούς πίστει, τιμῶντας τὴν μνήμην σου.


Ὁ Οἶκος

Πιστὸν σε δοῦλον τοῦ Χριστοῦ ὁ κορυφαῖος Παῦλος, Ἄρχιππε, ἐκθειάζων, συγγράφει τοῖς ἐπαίνοις, καὶ μαρτυρεῖ περιφανῶς πληρωτὴν τοῦ λόγου, καὶ ἱερὸν ὑφηγητήν, καὶ κήρυκα σοφώτατον· Ἡμεῖς δὲ λύχνον σήμερον ἄσβεστον βλέπομέν σε πάντες, καταλάμποντα τῷ κόσμῳ Ἀπόστολε· ὃν καὶ ἡ Ἀπφία ἐγνώρισε καλῶς, ἐκ τοῦ φωτὸς τοῦ πρώτου τηλαυγέστατον πυρσόν, φαεσφόρον δᾳδουχητικῶς φωτίζοντα τοὺς βοῶντας· Σῶσον τοὺς πίστει τιμῶντας τὴν μνήμην σου.


Κάθισμα

Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.

Τοῦ Παύλου μαθητής, γεγονὼς θεοφόρε, ἐφώτισας λαούς, ἀνυμνεῖν τὴν Τριάδα, ναοὺς δὲ κατέστρεψας, ἀπωλείας ἐν χάριτι· ἐναθλήσας δέ, καρτερικῶς τοὺς στεφάνους, χαίρων εἴληφας, ὑπὲρ ἡμῶν ἱκετεύων, Χριστὸν Μάρτυς, Ἄρχιππε.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Αγία Φιλοθέη η Αθηναία

 Η Αγία Φιλοθέη γεννήθηκε το έτος 1522 μ.Χ. στην τουρκοκρατούμενη τότε Αθήνα. Οι ευσεβείς γονείς της ονομάζονταν Άγγελος και Συρίγα Μπενιζέλου. Η μητέρα της ήταν στείρα και απέκτησε την Αγία μετά από θερμή και συνεχή προσευχή.


Ο Κύριος που ικανοποιεί το θέλημα εκείνων που Τον σέβονται και Τον αγαπούν, άκουσε την δέησή της. Και πράγματι, μια ημέρα η Συρίγα μπήκε κατά την συνήθειά της στο ναό της Θεοτόκου για να προσευχηθεί και από τον κόπο της έντονης και επίμονης προσευχής την πήρε για λίγο ο ύπνος. Τότε ακριβώς είδε ένα θαυμαστό όραμα. Ένα φως ισχυρό και λαμπρό βγήκε από την εικόνα της Θεομήτορος και εισήλθε στην κοιλιά της. Έτσι ξύπνησε αμέσως και έκρινε ότι το όραμα αυτό σήμαινε στην ικανοποίηση του αιτήματός της. Έτσι κι έγινε. Ύστερα από λίγο καιρό η Συρίγα έμεινε έγκυος και έφερε στον κόσμο τη μονάκριβη θυγατέρα της.


Μαζί με την Χριστιανική ανατροφή, έδωσαν στην μοναχοκόρη τους και κάθε δυνατή, για την εποχή εκείνη, μόρφωση. Έτσι η Ρηγούλα (ή Ρεβούλα, δηλαδή Παρασκευούλα), αυτό ήταν το όνομά της προτού γίνει μοναχή, όσο αύξανε κατά την σωματική ηλικία, τόσο προέκοπτε και κατά την ψυχή, όπως λέει το συναξάρι της.


Σε ηλικία 14 χρονών, οι γονείς της την πάντρεψαν, παρά την θέλησή της, με έναν από τους άρχοντες της Αθήνας. Αργότερα, αφού πέθαναν οι γονείς και ο σύζυγός της, ήρθε η ώρα να πραγματοποιήσει ένα μεγάλο πόθο της. Αφιερώνεται εξ ολοκλήρου στον Χριστό, γίνεται μοναχή και παίρνει το όνομα Φιλοθέη.


Κατ' αρχήν, ύστερα από εντολή του Αγίου Ανδρέα του Πρωτόκλητου, τον οποίο είδε σε όραμα, οικοδόμησε ένα γυναικείο μοναστήρι με αρκετά κελιά, στο οποίο και έδωσε το όνομα του Αγίου για να τον τιμήσει. Στο μοναστήρι πρόσθεσε και άλλα αναγκαία οικοδομήματα και εκτάσεις και το προικοδότησε με μετόχια και υποστατικά, που υπερεπαρκούσαν για τη διατροφή και συντήρηση των μοναζουσών.


Το μοναστήρι αυτό του Αγίου Ανδρέα σωζόταν στην Αθήνα, με τη Χάρη του Θεού, επί πολλά έτη μετά την κοίμηση της Αγίας και ήταν πλουτισμένο, όχι μόνο με υποστατικά και διάφορα μετόχια, αλλά και με πολυειδή χρυσοΰφαντα ιερατικά άμφια και σκεύη, απαραίτητα για τις ετήσιες ιερές τελετές και αγρυπνίες. Προπαντός όμως το μοναστήρι σεμνυνόταν και εγκαλλωπιζόταν με το θησαυρό του τιμίου και αγίου λειψάνου της Αγίας, το οποίο ήταν αποθησαυρισμένο και αποτεθειμένο στο δεξιό μέρος του Ιερού Βήματος, όπου και το ασπάζονταν με ευλάβεια όλοι οι Χριστιανοί. Το τίμιο λείψανο της Αγίας σκορπούσε ευωδία, γεγονός που αποτελούσε εμφανή μαρτυρία και απόδειξη της αγιότητας αυτής.


Το παράδειγμά της, λοιπόν, να αφιερωθεί στον Χριστό, το ακολουθούν και άλλες νέες. Σε λίγο διάστημα, η μονή έφθασε να έχει διακόσιες αδελφές. Η μονή της Οσίας Φιλοθέης γίνεται πραγματικό λιμάνι. Εκεί βρίσκουν προστασία όλοι οι ταλαιπωρημένοι από την σκλαβιά. Εκεί οι άρρωστοι βρίσκουν θεραπεία, οι πεινασμένοι τροφή, οι γέροντες στήριγμα και τα ορφανά στοργή.


Η Οσία, παρά τις αντιδράσεις των Τούρκων, οικοδομεί διάφορα φιλανθρωπικά ιδρύματα, νοσηλευτήρια, ορφανοτροφεία, «σχολεῖα διὰ τοὺς παίδας τῶν Ἀθηναίων, διὰ ν’ ἀνοίξη τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν πρὸς τὴν παράδοσιν καὶ τὴν δόξαν τῶν προγόνων των». Πρωτοστατεί σε όλα αυτά τα έργα η ηγουμένη Φιλοθέη. Διδάσκει με τα λόγια και με τη ζωή της. Στηρίζει τους πονεμένους σκλάβους με την προσευχή της. Ιδιαίτερες είναι οι φροντίδες της για να σώσει από τον εξισλαμισμό ή την αρπαγή των Τούρκων τις νέες Ελληνίδες. Το έργο της, κατά βάση εθνικό και θρησκευτικό, ξεπέρασε τα όρια της Αθήνας και έγινε γνωστό σε όλη την Ελλάδα. Αδιαφιλονίκητη ιστορική επιβεβαίωση για το έργο αυτό παρέχει η αλληλογραφία της Φιλοθέης με τη Γερουσία της Βενετίας (1583 μ.Χ.), από την οποία ζητούσε οικονομική βοήθεια.


Η όλη όμως δράση της Αγίας Φιλοθέης εξαγρίωσε κάποτε τους Τούρκους. Κάποια στιγμή την συλλαμβάνουν και εκείνη με πνευματική ανδρεία ομολογεί: «Εγώ διψώ να υπομείνω διάφορα είδη βασανιστηρίων για το όνομα του Χριστού, τον οποίο λατρεύω και προσκυνώ με όλη μου την ψυχή και την καρδιά, ως Θεό αληθινό και άνθρωπο τέλειο και θα σας χρωστάω μεγάλη ευγνωμοσύνη αν μπορείτε μια ώρα πρωτύτερα να με στείλετε προς Αυτόν με το στεφάνι του μαρτυρίου». Ύστερα από την ηρωική αυτή απάντηση προς τους κατακτητές, όλοι πίστευαν ότι η πανευτυχής και φερώνυμη Φιλοθέη εντός ολίγου θα ετελειούτο διά του μαρτυρικού θανάτου. Όμως, κατά θεία βούληση, την τελευταία σχεδόν στιγμή πρόφθασαν κάποιοι Χριστιανοί και καταπράυναν τον ηγεμόνα με διάφορους τρόπους. Έτσι πέτυχαν να ελευθερώσουν την Αγία.


Αφεθείσα πλέον ελεύθερη, η Αγία Φιλοθέη, επέστρεψε αναίμακτη στο μοναστήρι της, όπως επί Μεγάλου Κωνσταντίνου ο μυροβλύτης Νικόλαος και πολλούς αιώνες αργότερα ο Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Φρόντιζε δε, όχι μόνο για τη σωτηρία της δικής της ψυχής αλλά και των άλλων, αφού τους μεν ενάρετους τους στερέωνε στην αρετή, τους δε αμαρτωλούς τους βελτίωνε ηθικά και τους οδηγούσε στη μετάνοια. Και αποκλειστικά για το σκοπό αυτό πέρασε στη νήσο Τζια (Κέα), όπου προ πολλού είχε οικοδομήσει μετόχι, για να αποστέλλει εκεί τις μοναχές εκείνες που φοβούνταν για διαφόρους λόγους να διαμένουν στην Αθήνα. Στην Τζια έμεινε αρκετό χρόνο και κατήχησε θεαρέστως τις ασκούμενες αδελφές στην ακριβή τήρηση των κανόνων της μοναστικής ζωής. Μόλις τελείωσε το έργο της εκεί, επέστρεψε και πάλι στην Αθήνα.


Έτσι λοιπόν, η Αγία Φιλοθέη, αφού έφθασε στην τελειότητα και στην πράξη και στην θεωρία, αξιώθηκε από τον Θεό να επιτελεί θαύματα, από τα οποία, προς απόδειξη του θαυματουργικού της χαρίσματος, θα μνημονεύσουμε ένα μόνο, το ακόλουθο: Ζούσε στην εποχή της ένας νέος, ποιμένας προβάτων, ο οποίος από πολύ μικρός είχε συνηθίσει στις κλεψιές και στις ραδιουργίες. Ο νέος αυτός, κατά παραχώρηση του Θεού, κυριεύθηκε από τον Σατανά. Εξ αιτίας τούτου περιφερόταν στα βουνά και στις σπηλιές γυμνός και τετραχηλισμένος, θέαμα όντως ελεεινό. Πολλές φορές, όταν συνερχόταν από την τρέλα, στην οποία τον είχε οδηγήσει ο Σατανάς, σύχναζε στα γύρω μοναστήρια για να βρει θεραπεία στην ασθένειά του. Δεν μπορούσε όμως να πετύχει τίποτε. Κάποιοι, που τον ευσπλαγχνίστηκαν, τον οδήγησαν στην Αγία Φιλοθέη η οποία, ύστερα από πολύ και εκτενή προσευχή τον λύτρωσε από εκείνη τη διαβολική μάστιγα. Έπειτα, αφού το νουθέτησε αρκετά, τον εισήγαγε και στην τάξη των μοναχών. Και έτσι ο νέος εκείνος, αφού εκάρη μοναχός, πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του με μετάνοια και άσκηση, θαυμαζόμενος απ' όλους.


Μάταια οι Τούρκοι προσπαθούν να ανακόψουν την δράση της. Ώσπου μια νύχτα, στις 2 Οκτωβρίου του έτους 1588 μ.Χ., πήγαν στο μονύδριο που είχαν οικοδομήσει στα Πατήσια (έτυχε τότε να εορτάζεται η μνήμη του αγίου ιερομάρτυρος Διονυσίου του Αρεοπαγίτου και η Αγία μαζί με τις άλλες αδελφές βρίσκονταν στον ιερό ναό επιτελώντας ολονύκτια αγρυπνία) και πέντε από αυτούς ανέβηκαν στον εξωτερικό τοίχο και πήδησαν μέσα στην αυλή. Στην συνέχεια εισέβαλαν στο ναό, όπου άρπαξαν την Αγία και την μαστίγωσαν με μανία και βαναυσότητα και την εγκαταλείπουν ημιθανή έξω από τη μονή της.


Έξω από το ναό, στα δεξιά της εισόδου του, σώζεται η κολώνα, όπου η Φιλοθέη δέθηκε και μαστιγώθηκε. Οι μοναχές της την μετέφεραν στην κρύπτη της στην Καλογρέζα. Εκεί η Φιλοθέη υποκύπτει στα τραύματά της στις 19 Φεβρουαρίου 1589 μ.Χ.


Είκοσι ημέρες μετά από την κοίμηση της Αγίας, ο τάφος της ευωδίαζε. Ακόμη, όταν μετά από ένα έτος έγινε η ανακομιδή, το τίμιο λείψανό της βρέθηκε σώο και ακέραιο. Επιπλέον ήταν γεμάτο με ευωδιαστό μύρο, τρανή και λαμπρή απόδειξη της θεάρεστης και ενάρετης πολιτείας της, προς δόξα και αίνο του Θεού και καύχημα της πίστεώς μας. Το ιερό λείψανό της βρίσκεται σήμερα στον Μητροπολιτικό Ναό των Αθηνών. Στο μνήμα της απάνω βρεθήκανε γραμμένα τούτα τα λόγια: «Φιλοθέης υπό σήμα τόδ' αγνής κεύθει σώμα, ψυχήν δ' εν μακάρων θήκετο Yψιμέδων».


H Φιλοθέη ανακηρύχθηκε αγία επί Oικουμενικού Πατριάρχου Mατθαίου B΄ (1595 - 1600 μ.Χ.). Ο Nεόφυτος ο μητροπολίτης Aθηνών, αφού εξήτασε και ερεύνησε τα κατά τον βίον και το μαρτύριον της οσίας, σύνταξε αναφορά στο Πατριαρχείο μαζί με τους επισκόπους Kορίνθου και Θηβών και με τους προκρίτους της Aθήνας για να τάξει την οσία Φιλοθέη στους χορούς των αγίων. Σ' αυτό το συνοδικό έγγραφο είναι γραμμένα και τούτα: «Eπειδή εδηλώθη ασφαλώς ότι το θειότατον σώμα της οσιωτάτης Φιλοθέης ευωδίας πεπληρωμένον εστί και μύρον διηνεκώς εκχείται, αλλά και τοις προσιούσι τε ασθενέσι τε και θεραπείας δεομένοις την ίασιν δίδωσι... τούτου χάριν έδοξε ημίν τε και πάση τη ιερά Συνόδω των καθευρεθέντων ενταύθα αρχιερέων συγγραφήναι και ταύτην εν τω χορώ των οσίων και αγίων γυναικών, ώστε κατ' έτος τιμάσθαι και πανηγυρίζεσθαι». Tην Aκολουθία της την έγραψε κάποιος σοφός και ευλαβής άνθρωπος που ονομαζόταν Iέραξ. Aνάμεσα στα ωραία εγκώμια είναι και τούτο: «Δαυΐδ γαρ το πράον έσχες και Σολομώντος, σεμνή, την σοφίαν, Σαμψών την ανδρείαν, και Aβραάμ το φιλόξενον, υπομονήν τε Iώβ, του Προδρόμου δε θείαν άσκησιν...».



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Ὅσιων τὴν ἔλλαμψιν, εἰσδεδεγμένη σεμνή, τὴν πάλιν ἐφαίδρυνας, τῶν Ἀθηναίων τὴ σῆ, ἀσκήσει καὶ χάριτι, σὺ γὰρ ἐν εὐποιίαις, διαλάμπουσα Μῆτερ, ἤθλησας δι' ἀγάπην, εὐσεβῶς τοῦ πλησίον διὸ σὲ ὢ Φιλοθέη, Χριστὸς ἐδόξασε.


Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ἀθηνῶν τῶν κλεινῶν τε νῦν καὶ πάλαι τὸ βλάστημα καὶ τῶν χθὲς καὶ πρώην ὁσίων τὸ ἀρίζηλον καύχημα τιμήσωμεν ἐν ὕμνοις οἱ πιστοί, ὁσίαν Φιλοθέην εὐλαβῶς ὅτι τὸν Χριστὸν εὐτόνως πάντων τῶν γεηρῶν ἀντήλλαξεν. Ἔχουσα οὗν συμπρεσβευτὴν τὸν παμμέγαν Διονύσιον, σῶζε τοὺς προσκυνούντας, εὐσεβῶς τὸ πάνσεπτον σκῆνος σου.


Έτερον Ἀπολυτίκιον  

Ἀθηναίων ἡ πόλις ἡ περιώνυμος Φιλοθέην τιμᾷ τὴν ὁσιομάρτυρα καὶ ἀσπάζεται αὐτῆς τὸ θεῖον λείψανον, ὅτι ἐβίωσε σεμνῶς καὶ μετήλλαξε τὸ ζῆν ἀθλήσει καὶ μαρτυρίῳ, καὶ πρεσβεύει πρὸς τὸν Σωτῆρα, διδόναι πᾶσι τὸ θεῖον ἔλεος.

Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2025

Άν θελήσης, θά έχεις και τον Παύλο και τον Πέτρο και τον Ιωάννη κι όλη τη χορεία των προφητών μαζί με τους αποστόλους, να σου μιλάνε συνεχώς....

  Άν θελήσης, θά έχεις και τον Παύλο και τον Πέτρο και τον Ιωάννη κι όλη τη χορεία των προφητών μαζί με τους αποστόλους, να σου μιλάνε συνεχώς. Πάρε, λοιπόν, στο χέρι τα βιβλία των μακαρίων αυτών ανδρών και διάβαζε συνεχώς όσα εκείνοι έγραψαν...


Ἄγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος

( Ἅπαντα τά Ἔργα σειρά ΕΠΕτ. 17 σελ. 683).

Όσοι δεν έχουν τον Χριστό μέσα τους, δεν έχουν την δύναμη να αγαπήσουν πραγματικά

 Όσοι δεν έχουν τον Χριστό μέσα τους, δεν έχουν την δύναμη να αγαπήσουν πραγματικά. Διότι ο Χριστός, είναι ο Αρχηγός της Αγάπης! 

Κανένας άνθρωπος όταν αγαπά πραγματικά, δεν κατακρίνει,δεν ξεσκεπάζει,δεν αποκαλύπτει.

 Όταν αγαπάς το παιδί σου, βγαίνεις να μιλήσεις για τις ατασθαλίες και τις αταξίες του; Τις σκεπάζεις, μακροθυμείς και υπομένεις. Μη νομίσεις, λοιπόν, ότι θα μπορέσεις να αγαπήσεις τον Θεόν, την στιγμή που στέλνεις τον άλλον στα Δικαστήρια ή δεν έχεις καλημέρα μ’ αυτόν ή... ή… ή…

Γιατί, αν δεν μπορείς να αγαπήσεις τον άνθρωπο, που τον βλέπεις, πώς θα μπορέσεις να αγαπήσεις τον Θεόν, που δεν Τον βλέπεις;


Δημήτριος Παναγόπουλος, Ιεροκήρυκας.

Όσιος Κοσμάς του Γιαχρόμ

 Ο Όσιος Κοσμάς του Γιαχρόμ γεννήθηκε στη Ρωσία τον 15ο αιώνα μ.Χ. Αρχικά ήταν υπηρέτης κάποιου ευγενούς, το οποίο φρόντιζε κατά τον χρόνο της ασθένειάς του και του διάβαζε βιβλία.


Κάποτε, όταν ο Όσιος ταξίδευε, εμφανίσθηκε σε αυτόν στη δασώδη περιοχή του ποταμού Γιαχρόμ, η Υπεραγία Θεοτόκος λέγοντάς του να γίνει μοναχός και να ανεγείρει μονή. Έτσι ο Όσιος μετέβη στο Κίεβο, όπου εκάρη μοναχός στη μονή των Σπηλαίων και κατόπιν επέστρεψε στο Γιαχρόμ, για να κτίσει ναό αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου.


Με την βοήθεια των Χριστιανών της περιοχής έκτισε το ναό και ίδρυσε μονή της οποίας εξελέγη ηγούμενος.


Ο Όσιος Κοσμάς κοιμήθηκε με ειρήνη σε βαθύ γήρας το έτος 1492 μ.Χ. και ενταφιάσθηκε στη μονή την οποία είχε ιδρύσει.

Όσιος Αγαπητός ο Ομολογητής και θαυματουργός Επίσκοπος Συναού

 Ο Όσιος Αγαπητός καταγόταν από την Καππαδοκία και γεννήθηκε από ευσεβείς και φιλόθεους γονείς. Έζησε κατά την εποχή των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού (284 - 305 μ.Χ.) και Μαξιμιανού (285 - 305 μ.Χ.). Σε νεαρή ηλικία αναχώρησε για μοναστήρι κοντά στη Σίναο και έγινε μοναχός. Αγαπήθηκε από τον Ηγούμενο, εξαιτίας της ενάρετης ζωής του και διδάχθηκε τα ιερά γράμματα. Έλαβε δε από τον Θεό και το χάρισμα των θαυμάτων. Με την προσευχή θανάτωσε δράκοντα μεγάλο, που φανερώθηκε κοντά στο μοναστήρι και αφάνιζε ανθρώπους και ζώα και ευεργετούσε τους προστρέχοντες σε αυτόν.


Αργότερα, επί αυτοκράτορα Λικινίου (308 - 323 μ.Χ.), ο Όσιος Αγαπητός προσελήφθη στο στράτευμα. Εκεί είδε να βασανίζονται για την πίστη τους στον Χριστό οι καλλίνικοι Μάρτυρες Βικτώριος, Δωρόθεος, Θεόδουλος, Αγρίππας και άλλοι πολλοί . Αμέσως θέλησε και αυτός να γίνει κοινωνός του μαρτυρίου τους. Και ενώ εκείνοι ετελειώθησαν εν Χριστώ διά του ξίφους, αυτός διαφυλάχθηκε σώος και αβλαβής, αν και τον κτύπησαν με ακόντιο, κατ' οικονομία Θεού, για να οδηγήσει πολλούς στη σωτηρία.


Μετά την στρατιωτική θητεία και όταν πλέον αυτοκράτορας ήταν ο Μέγας Κωνσταντίνος (324 - 337 μ.Χ.), ο Άγιος Αγαπητός επιδόθηκε στη μελέτη του ιερού Ευαγγελίου και ο Επίσκοπος της πόλεως Σινάου τον χειροτόνησε Πρεσβύτερο. Μετά την κοίμηση του Επισκόπου του και ύστερα από κοινή γνώμη κλήρου και λαού, εξελέγη Επίσκοπος.


Ο Όσιος Αγαπητός αφού αρχιεράτευσε θεοφιλώς, κοιμήθηκε με ειρήνη.

Άγιοι Λέων και Παρηγόριος οι Μάρτυρες οι εν Πατάροις της Λυκίας Αθλήσαντες

 Οι Συναξαριστές σημειώνουν ότι οι Άγιοι Μάρτυρες Λέων και Παρηγόριος συνελήφθησαν στα Πάταρα της Λυκίας. Πρώτος συνελήφθη ο Άγιος Παρηγόριος, ο οποίος μαρτύρησε διά πολλών και ποικίλων βασάνων. Ο Άγιος Λέων προσευχόταν στον τόπο, όπου έριξαν το λείψανο του Αγίου Παρηγορίου και έκλαιγε για τον θάνατο του αγαπημένου του φίλου και Μάρτυρα, επιθυμώντας να ακολουθήσει και αυτός την οδό του μαρτυρίου. Και η ευκαιρία βρέθηκε.


Σε κάποια εορτή των Εθνικών ο Λέων πλησίασε στον ειδωλολατρικό ναό και συνέτριψε τα κηροπήγια και τους λύχνους των ειδώλων, ενώ έψαλε ύμνους προς τον Κύριο. Αμέσως συνελήφθη και οδηγήθηκε στον ηγεμόνα του τόπου, ενώπιον του οποίου ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό. Αμέσως τα βασανιστήρια άρχισαν. Τον χτύπησαν με βούνευρα και τον έσυραν σε γκρεμό, όπου τον έριξαν. Έτσι έλαβε το στέφανο του μαρτυρίου ο αθλητής του Χριστού Λέων.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιος Λέων Πάπας Ρώμης

 O Άγιος Λέων υπήρξε από τούς μεγαλύτερους υπερασπιστές και προμάχους της ορθόδοξης πίστης. Έζησε στο χρόνια του αυτοκράτορα Μαρκιανού και Πουλχερίας. Διακρινόταν για την μεγάλη θεολογική του κατάρτιση, το ήθος του χαρακτήρα του, την αγνότητα του βίου του. Διετέλεσε επίσκοπος της πρεσβυτέρας Ρώμης.


Σημαντικότατη ήταν η συμβολή του στις εργασίες της Δ' Οικουμενικής Συνόδου, όταν απέστειλε τέσσερις αντιπροσώπους, ως και επιστολή στην οποία με πλήρη ακρίβεια και βάσεις της αποστολικής παραδόσεως, καθόριζε τις δύο φύσεις του Χριστού, η οποία βοήθησε στη διεξαγωγή των συζητήσεων ως και στη συγγραφή των τελικών όρων της Συνόδου (για την ακρίβεια η επιστολή του Αγίου Λέοντος είχε σταλεί τρία χρόνια πριν στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φλαβιανό  και ανεγνώσθη στη Σύνοδο. Είναι δε γνωστή ως «Τόμος τοῦ Λέοντος»).


Παράλληλα υπήρξε και συγγραφεύς πολυγραφότατος. Σήμερα, σώζονται αρκετές επιστολές, γραμμένες με πλήρη γλαφυρότητα αλλά και δύναμη λόγου.


Εκοιμήθη οσιακά σε βαθύτατο γήρας στις 10 Νοεμβρίου 460 μ.Χ. και η Σύναξή του ετελείτο στη Μεγάλη Εκκλησία.


Υπάρχει όμως και μια άλλη εκδοχή της βιογραφίας του, αυτή του Σ. Ευστρατιάδη. Σύμφωνα με αυτήν, ο Άγιος Λέων γεννήθηκε στην Ρώμη στα τέλη του 4ου μ.Χ. αιώνα. Διετέλεσε διάκονος των Πάπων Καλλίστου και Σήξτου πριν ανεβεί στον θρόνο την 29η Σεπτεμβρίου του 440 μ.Χ. Υπήρξε από τους απολυταρχικότερους Πάπες και υποστήριξε με πείσμα το παπικό πρωτείο. Την αγιοκατάταξη του την οφείλει στην επιστολή που έστειλε στην Δ' Οικουμενική Σύνοδο εναντίον των Μονοθελητών και Μονοφυσιτών και η οποία έχει δεκτή με ενθουσιασμό από τους παρευρεθέντες πατέρες. Κοιμήθηκε στις 10 Νοεμβρίου του 460 μ.Χ.



Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.

Θείας πίστεως, ὀρθοδοξία, ὑπεστήριξας, τὴν Ἐκκλησίαν, ὡς πολύφωνον τοῦ πνεύματος ὄργανον ἐκ γὰρ Δυσμῶν ἀναλάμψας ὡς ἥλιος, αἱρετικῶν τὴν ἀπάτην ἐμείωσας, Λέων Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.


Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ’.

Κανόνα πίστεως, καὶ εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας διδάσκαλον, ἀνέδειξε σε τῇ ποίμνῃ σου, ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια· διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια. Πάτερ Ἱεράρχα Λέων, πρέσβευε Χριστῷ τῷ θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.


Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος πλ. δ’.

Ὀρθοδοξίας ὁδηγέ, εὐσεβείας Διδάσκαλε καὶ σεμνότητος, τῆς οἰκουμένης ὁ φωστήρ, τῶν ὀρθοδόξων θεόπνευστον ἐγκαλλώπισμα, Λέον σοφέ, ταῖς διδαχαῖς σου πάντας ἐφώτισας, λύρα τοῦ Πνεύματος· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἤμων.


Κοντάκιον

Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Ἐπί θρόνου Ἔνδοξε, ἱερωσύνης καθίσας, καί λεόντων στόματα, τῶν λογικῶν ἀποφράξας, δόγμασιν ἐν θεοπνεύστοις σεπτῆς Τριάδος, ηὔγασας φῶς τῇ σῇ ποίμνῃ θεογνωσίας· διά τοῦτο ἐδοξάσθης, ὡς θεῖος μύστης Θεοῦ τῆς χάριτος.


Ὁ Οἶκος

Τὸν Πατέρα καὶ Υἱὸν καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὸ τρισήλιον φῶς, τὴν τρισαγίαν δύναμιν, Θεότητα μίαν, καὶ μίαν οὐσίαν, ταύτην κηρύξας, χείλη τὰ δόλια εἰς τέλος ἐνέφραξας αἱρετιζόντων, Λέον Θεόσοφε· ὅθεν τὴν ἁγνὴν Χριστοῦ λοχεύτριαν, Θεοτόκον ὁμολογήσας, τοῦ Νεστορίου τὴν ὀφρὺν καὶ φληνάφειαν καθεῖλες· Διὰ τοῦτο ἐγνώσθης ἐν τῷ κόσμῳ , ὡς θεῖος μύστης Θεοῦ τῆς χάριτος.


Κάθισμα

Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Θείοις δόγμασι, περιαστράπτων, φέγγος ἔλαμψας ὀρθοδοξίας, καὶ αἱρέσεων τὸ σκότος ἐμείωσας· καὶ μεταστὰς ἐκ τοῦ βίου πανόλβιε, πρὸς τὸ ἀνέσπερον φῶς κατεσκήνωσας· Λέον Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2025

Γέροντα πώς θα καταλάβω ότι συγχωρέθηκα;

 Η ανάγκη από συγκεκριμένα προβλήματα με οδήγησαν με την ευχή του Πνευματικού στον Άγιο Πορφύριο, το 1982, στο Μήλεσι πριν ακόμα κτιστούν τα κτίρια, όπως φαίνονται σήμερα σε μια παράγκα, όπου ο Άγιος έμενε και εξομολογούσε τον κόσμο.

Μόλις τον αντίκρυσα ένοιωσα ότι ήμουν μπροστά στον Θεό, ένοιωσα ότι τον έβλεπα μετά φόβο Θεού πίστεως και αγάπης.


-«Γέροντα, έχω ένα πρόβλημα», του είπα.

-«Το ξέρω», μου είπε και μου απεκάλυψε το πρόβλημά μου, που είχε σχέση με την βρεφική μου ηλικία και την οικογένειά μου.

Είχα νυμφευτεί και είχα μόλις ένα παιδάκι. Μέσα από τις σχέσεις στο σπίτι, αντιλήφθηκα ότι έπρεπε να διορθώσω στον εαυτό μου ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα που καταλάβαινε ότι μου ήταν εντελώς αδύνατο με τις δικές μου δυνάμεις να το λύσω, γιατί ξεκινούσε από την δική μου βρεφική ηλικία.

Ο Άγιος μου είπε ακριβώς και το πρόβλημα, το χρόνο και την ηλικία που το έπαθα.

Η αίσθηση της αδυναμίας μου μετά την αποκάλυψή του μεγάλωσε και ρώτησα:

-«Τί πρέπει να κάνω για να θεραπευτώ;»

-«Να εξομολογείσαι», μου είπε.

-«Μα εξομολογούμαι στον Πνευματικό μου», απάντησα και πολύ συχνά.

-«Δε φτάνει αυτό που κάνεις», μου είπε. «Εξομολόγηση, δεν είναι μόνο να πηγαίνεις στον Πνευματικό και να του λες τις αμαρτίες σου. Εξομολόγηση είναι να Μετανοείς καλά πρώτα, πριν πας. Δεν είδες τον άσωτο;

Πρώτα ήλθε εις εαυτόν, συνειδητοποίησε την πείνα και την φτώχεια του, ένοιωσε ότι έχασε την Αγάπη του Πατέρα του, επιθύμησε να επιστρέψει στο σπίτι του με απόφαση να ζει όπως οι δούλοι του Πατέρα του και αναστάς, δηλαδή με πολλή προθυμία και ταπείνωση γύρισε, σίγουρος ότι ο Πατέρας του τον περίμενε με Αγάπη.

Τότε ο Πατέρας τον συγχώρησε και τον έντυσε με την στολή την πρώτη, του έδωσε το δαχτυλίδι του και τον Μόσχο τον σιτευτό, δηλαδή τον θεράπευσε. Τον συγχώρησε και τον θεράπευσε.

Αυτό να κάνεις, να σηκώνεσαι κάθε πρωί και αφού κάνεις την προσευχή που κάνεις, τον κανόνα σου, είτε διαβάζοντας όρθρο, είτε με κομποσκοίνι να λες μετά στον Χριστό τις αμαρτίες σου απέναντι στον Θεό και τους ανθρώπους που έβλαψες και να ζητάς συγχώρεση.


-«Πώς θα καταλάβω ότι συγχωρέθηκα», ρώτησα.

-«Δε λέει ο Απόστολος Παύλος, ότι καρπός του Πνεύματος είναι η Αγάπη, η Χαρά, η Ειρήνη, η Πίστις; Αυτά αν νοιώθεις όταν Μετανοείς, πήρες σε πρώτη δόση την άφεση των Αμαρτιών και την Αιώνιο Ζωή. Δηλαδή, θα συγχωρείσαι και θα αισθάνεσαι την Παρουσία του Θεού μέσα σου!

Δεν σταματάμε όμως εδώ. Έως εδώ, είπαμε ''Άφες ημίν τα οφειλήματα ημών''.

Ο Χριστός όμως ζητά να λέμε και: ''Ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών'', έτσι δεν είναι;»

-«Έτσι είναι», απάντησα.

-«Μάλιστα λέει, αν δεν συγχωρέσουμε από καρδίας αυτούς που μας έβλαψαν, ούτε ο Χριστός θα μας συγχωρέσει. 


Πρώτα λοιπόν θα μετανοείς για τις αμαρτίες σου και μόλις λαμβάνεις την Άφεση, νοιώθοντας την Ειρήνη του Αγίου Πνεύματος, τότε θα συγχωρείς και εσύ τους άλλους.

Αυτός είναι ο Μόσχος ο Σιτευτός , η Άφεση των Αμαρτιών και η Αιώνιος Ζωή που πήρε πρώτα ο Άσωτος από τον Πατέρα του, αφού μετανόησε και ύστερα την μοιράστηκε με τους φίλους του, δηλαδή με Αγάπη την πρόσφερε σε αυτούς που τον έβλαψαν και τους έκανε στην καρδιά του, από εχθρούς, φίλους του.


Όλα αυτά σύμφωνα με το λόγο του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, για τη μετάνοια που γράφει:

«Μετά την τετυπωμένη ευχή, γονάτισε και πες τις αμαρτίες σου στο Θεό και αν ο Χριστός δεν σου συγχωρέσει τις Αμαρτίες σου, εγώ να χάσω τη Σωτηρία μου!»


Έτσι λοιπόν θα εξομολογείσαι, Μετανοώντας στην προσευχή σου το πρωί αλλά και όλη μέρα θα είσαι σε εγρήγορση, να βλέπεις τις παραβιάσεις των Εντολών του Χριστού που κάνεις, με την επιθυμία πρώτα, μετά με τον λογισμό και τέλος με τις πράξεις σου. Αυτό σημαίνει ο Λόγος του Χριστού, Γρηγορείτε και Προσεύχεσθε.


Και αυτό είναι το χαρακτηριστικό ελάττωμα των ανθρώπων του καιρού μας...

 Ο φοβούμενος να γνωρίσει τον εαυτόν του, αυτός βρίσκεται μακριά από την γνώση· άλλο τίποτε δεν αγαπά παρά να βλέπει μόνο λάθη στους άλλους και να τους κρίνει. Αυτός δεν βλέπει στους άλλους χαρίσματα, αλλά μόνον ελαττώματα, δεν βλέπει στον εαυτό του ελαττώματα, παρά μόνο χαρίσματα. Και αυτό είναι το χαρακτηριστικό ελάττωμα των ανθρώπων του καιρού μας, που δεν αναγνωρίζουμε ο ένας, το χάρισμα του άλλου.”

Άγιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής

Όσιος Βαρνάβας της Γεθσημανή

 Ο Όσιος Βαρνάβας, κατά κόσμος Βασίλειος Ίλιτς Μέρκουλωφ, γεννήθηκε στις 24 Ιανουαρίου 1831 μ.Χ. στο χωριό Προυντίσκι της επαρχίας Τούλα της Ρωσίας. Το έτος 1851 μ.Χ. εισήλθε στη μονή της Λαύρας του Κιέβου και εκάρη μοναχός. Ασκήτεψε θεοφιλώς στην έρημο της Γεθσημανή κοντά στον στάρετς Δανιήλ και στον ιερομόναχο Γρηγόριο και κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1906 μ.Χ.

Όσιος Ρωμανός ο εκ Τυρνόβου

 Ο Όσιος Ρωμανός ο ησυχαστής καταγόταν από το Τύρνοβο της Βουλγαρίας και έζησε κατά τον 14ο αιώνα μ.Χ. Κοιμήθηκε με ειρήνη περί το έτος 1370 μ.Χ.


Όσιος Θεόδωρος ο Σιωπηλός

 Ο Όσιος Θεόδωρος έζησε κατά τον 13ο αιώνα μ.Χ. και μόνασε στη Μεγάλη Λαύρα του Κιέβου. Η μεγάλη άσκησή του ήταν η σιωπή, γι' αυτό και επονομάζεται «Σιωπηλός». Ο Θεός τον αξίωσε με το χάρισμα της θαυματουργίας.


Άγιος Θεόδουλος

 Ο Άγιος Μάρτυς Θεόδουλος μαρτύρησε επί αυτοκράτορα Μαξιμίνου (307 - 313 μ.Χ.), το έτος 308 μ.Χ., στην Καισάρεια της Παλαιστίνης.

Άγιοι Ρωμύλος, Σεκουνδιανός και Δονάτος

 Οι Άγιοι Μάρτυρες Ρωμύλος, Σεκουνδιανός και Δονάτος μαρτύρησαν στη Βενετία το έτος 304 μ.Χ. επί αυτοκρατορων Διοκλητιανού (284 - 305 μ.Χ.) και Μαξιμιανού (285 - 305 μ.Χ.).

Άγιος Ερμογένης ο Ιερομάρτυρας Πατριάρχης Μόσχας

 Ο Άγιος Ερμογένης, κατά κόσμο Ερμόλαος, γεννήθηκε στη Μόσχα το έτος 1530 μ.Χ. και έζησε στη μονή Μεταμορφώσεως του Καζάν. Το 1579 μ.Χ. χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος και διορίσθηκε εφημέριος του ναού του Αγίου Νικολάου Καζάν. Η διακονία του εκεί τον συνέδεσε με την ανακάλυψη της ιεράς εικόνος της Υπεραγίας Θεοτόκου του Καζάν. Το έτος 1583 μ.Χ. χήρευσε και έγινε μοναχός στη Μονή Μεταμορφώσεως, της οποία ανεδείχθη ηγούμενος. Η Σύνοδος του 1589 μ.Χ.τον εξέλεξε Μητροπολίτη Καζάν.


Ως ποιμενάρχης ο Άγιος ανέπτυξε μεγάλη ιεραποστολική δραστηριότητα. Φρόντισε κυρίως για την στερέωση του φρονήματος και της εκκλησιαστικής ζωής των νεοφώτιστων της επαρχίας του. Το έτος 1592 μ.Χ. πραγματοποίησε τη μετακομιδή των ιερών λειψάνων ενός εκ των προκατόχων του, του Αγίου Γερμανού .


Όταν την εξουσία ανέλαβε ο Βασίλειος Ιβάνοβιτς Σούισκυ (1606 - 1610 μ.Χ.), ο Άγιος Ερμογένης εξελέγη Πατριάρχης Μόσχας. Στην ταραγμένη εποχή του αγωνίστηκε ιδιαιτέρως κατά της ιησουιτικής προπαγάνδας και επεσήμανε τους σοβαρούς κινδύνους για την Ορθοδοξία.


Από τους πρώτους μήνες της πατριαρχίας του ο Άγιος Ερμογένης υπεραμύνθηκε των δικαιωμάτων του αυτοκράτορα Βασιλείου Σουίσκυ. Μάταια, όμως. Ο λαός ανέτρεψε τον αυτοκράτορα Βασίλειο στις 17 Ιουλίου 1610 μ.Χ. Τότε ο Ερμογένης επεδίωξε μάταια να εκλεγεί αυτοκράτορας ο νεαρός Μιχαήλ Ρομανώφ, ο οποίος πράγματι εξελέγη το 1613 μ.Χ. και συμμερίστηκε το σχέδιο ορισμένων ευγενών, το οποίο προέβλεπε την ανάδειξη στο Ρώσικο θρόνο του Βλαδίσλαου, υιού του βασιλέως της Πολωνίας Σιγιμούνδου, υπό τον όρο ότι ο πρίγκιπας θα ασπαζόταν την ορθόδοξη πίστη. Οι Πολωνοί, θέλοντας να παρακάμψουν τον όρο αυτό, προσέκρουσαν στην ακαμψία του Πατριάρχου. Ο Άγιος ως μόνος αναμφισβήτητος εκκλησιαστικός άνδρας κύρους στη Ρωσία κατ' εκείνη την ώρα, κατόρθωσε να εμποδίσει τον ρωμαιοκαθολικό Βλαδίσλαβο, να γίνει επίσημα αυτοκράτορας της Ρωσίας. Η κατοχή της πρωτεύουσας υπό του Πολωνικού στρατού δεν λύγισε τον Πατριάρχη. Αντίθετα, ο Άγιος Ερμογένης, βλέποντας την κακοπιστία του βασιλέως της Πολωνίας, στράφηκε ανοικτά κατά του ξένου επιδρομέως και επεδίωξε με όλα τα μέσα την συγκρότηση του αναγκαίου στρατού για την απελευθέρωση της πατρίδας του.


Ο Άγιος συνελήφθη και καθαιρέθηκε από την θέση του Πατριάρχου. Τον έκλεισαν στο Μετόχι του Αγίου Κυρίλλου, όπου πέθανε, από πείνα ίσως, στις 17 Ιανουαρίου 1612 μ.Χ.


Η μνήμη του Αγίου Ερμογένη επαναλαμβάνεται στις 12 Μαΐου.

Άγιος Μιχαήλ ο Μαυροειδής από την Αδριανούπολη

 Ο Άγιος Νεομάρτυς Μιχαήλ καταγόταν από την Αδριανούπολη και ανήκε στους επιφανείς και εύπορους κατοίκους αυτής. Διαβλήθηκε στον δικαστή της Αδριανουπόλεως από φανατικούς Τούρκους, ότι περιφρόνησε το όνομα του θεού αυτών. Ο δικαστής, που γνώριζε την εντιμότητα του Αγίου, τον απέλυσε, αλλά οι συκοφάντες τον απείλησαν ότι θα καταγγείλουν αυτόν στον Σουλτάνο ως ολιγωρούντα της πίστεως αυτών. Ο δικαστής φοβήθηκε και έδωσε εντολή να φυλακίσουν τον Άγιο. Παράλληλα γνωστοποίησε στον Σουλτάνο τα γενόμενα και ανέμενε τις εντολές αυτού. Η διαταγή ήταν σαφής: ή να αρνηθεί την πατρώα πίστη του ή να καεί ζωντανός. Παρά τις υποσχέσεις και τις απειλές ο Μάρτυρας παρέμεινε ακλόνητος στην πίστη του στον Χριστό, γι' αυτό και αποκεφαλίσθηκε το έτος 1490 μ.Χ.


Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης καλεί τον Μάρτυρα Μαυρουδή και ορίζει την μνήμη του στις 10 Μαρτίου, ενώ ο Παρισινός Κώδικας καλεί αυτόν Μαυροειδή και σημειώνει τη μνήμη του στις 17 Φεβρουαρίου. Ο Σωφρόνιος Ευστρατιάδης θεωρεί ότι δεν είναι άλλος ο Άγιος Νεομάρτυς Μιχαήλ ο εξ Αδριανουπόλεως και άλλος ο Άγιος Νεομάρτυς Μιχαήλ ο Μαυρουδής, που καταγόταν από την Γρανίτσα της Ευρυτανίας και εορτάζει στις 21 Μαρτίου, αλλά πρόκειται περί ενός και του αυτού προσώπου. Η νεωτέρα έρευνα θεωρεί ότι δεν πρόκειται περί του αυτού προσώπου, αλλά περί δύο ξεχωριστών Αγίων.

Εύρεση των Τιμίων Λειψάνων του Αγίου Μηνά του Καλλικέλαδου

 Κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Μαρκιανού (450 - 457 μ.Χ.) ο Άγιος Μηνάς ο Καλλικέλαδος (κοιμήθηκε 10 Δεκεμβρίου) εμφανίσθηκε μια νύχτα σε κάποιον άνδρα που λεγόταν Φιλομμάτης, ο οποίος είχε καταταγεί στη στρατιωτική σχολή των Ικανάτων και του υπέδειξε τον τόπο όπου έκειτο το άγιο λείψανο αυτού.


Το γεγονός έφτασε στις βασιλικές ακοές του Μαρκιανού, ότι δηλαδή κάτω στον αιγιαλό της Νικομήδειας, κατά την ακρόπολη, κρύπτονταν κάτω από τη γη τα τίμια λείψανα του Αγίου. Πράγματι, στρατιώτες έσκαψαν στον τόπο εκείνο και βρήκαν σιδερένια λάρνακα, μέσα στην οποία υπήρχε το ιερό λείψανο. Στη λάρνακα ήταν κολλημένη μια πλάκα, στην οποία ήταν χαραγμένη επιγραφή που έλεγε ότι εκεί είχε εναποτεθεί το λείψανο του Αγίου, καθώς και σε ποιον τόπο έπρεπε να κατατεθεί.

Όσιος Θεοστήρικτος

 Ο Όσιος Θεοστήρικτος, όπως μαθαίνουμε από κάποιο Εξαποστειλάριο, που περισώθηκε στον Παρισινό Κώδικα 259 φ. 97β, έζησε επί των εικονομάχων και άθλησε υπέρ των ιερών εικόνων. Στον Συναξαριστή του Αγίου Νικόδημου, σημειώνεται ότι πέθανε ειρηνικά.


Ίσως είναι ο ίδιος με αυτόν πού γιορτάζουμε στις 10 Νεομβρίου, όπου αναφέρεται και ως ηγούμενος της μονής Πελεκητής στην Τριγλία.

Άγιος Αυξίβιος Επίσκοπος Σόλων Κύπρου

 Ο Άγιος Αυξίβιος (ή κατ' άλλους Ευξίφιος) ο πρώτος Επίσκοπος Σόλων και φωτιστής της θεοσώστου επαρχίας Μόρφου, πατρίδα του είχε τη μεγαλούπολη της Ρώμης. Οι γονείς αυτού ήσαν πλούσιοι στα υλικά αγαθά ειδωλολάτρες όμως στη θρησκεία. Ο άγιος είχε αδελφό και τ' όνομα αυτού Θεμισταγόρας.


Ο μακάριος Αυξίβιος ήταν ωραίος στην όψη, πράος στο πνεύμα και σώφρονας στον λογισμό. Όταν, λοιπόν, έφτασε σ' έννομο ηλικία, ηθέλησαν οι γονείς του να τον συζεύξουν με γυναίκα. Ο νέος στην ηλικία και γέροντας στο φρόνημα Αυξίβιος έχοντας νουν ένθεο και τέλειο λογισμό, στον έρωτα της σαρκός απαντούσε με έρωτα θείο. Ήκουεν περί του Χριστού και πόθον είχε μεγάλο να γενεί χριστιανός.


Βλέποντας, λοιπόν, την προαίρεση των γονέων του, να τον δεσμεύσουν με τα δεσμά του γάμου, τον έκαναν ν' αναχωρήσει από τη Ρώμη για τα μέρη της Ανατολής. Διέπλευσε τη Ρόδο, το πέλαγος της Παμφυλίας και έφθασε στην Κύπρο, στην κώμη του Λιμνίτη. Το χωρίον αυτό ευρίσκεται παρά την θάλασσα, απέχει δε από την πόλη των Σόλων τέσσερα σημεία (στάδια).


Εκείνον τον καιρό ήταν η εποχή που ο Απόστολος του Χριστού Βαρνάβας  ήλθε στην πατρίδα του την Κύπρο μαζί με τον ανιψιό του Μάρκο  κατά τη δεύτερη του περιοδεία, αφού χωρίστηκε από τον Παύλο . Περιερχόμενοι όλη την Κύπρο, ήλθαν στη Σαλαμίνα όπου βρήκαν τον Ηρακλείδιο , τον Αρχιεπίσκοπο της νήσου. Ο Βαρνάβας τέλεσε τον καλό δρόμο της πίστεως και εδέχθη τον στέφανο του μαρτυρίου στην Κωνσταντία. Οι Ιουδαίοι όμως αναζητούσαν και τον Ευαγγελιστή Μάρκο. Αφού κατεδίωξαν αυτόν μέχρι τη Λήδρα – τη σημερινή Λευκωσία – εκρύβη ο Ευαγγελιστής του Χριστού για τρεις μέρες σ’ ένα σπήλαιο. Ήταν μαζί του οι Απόστολοι Τίμων και Ρόδων . Διέβησαν τα βουνά του Χιονώδους όρους – του Τροόδους – και έφτασαν στην παραθαλάσσια κώμη του Λιμνίτη, όπου συνάντησαν εκεί τον μακάριο Αυξίβιο. Τους αποκάλυψε ο άγιος μας ότι πόθον έχει να γίνει χριστιανός.


Ο Μάρκος βλέποντας ότι ο Αυξίβιος είναι άντρας πλήρης πίστεως και λόγιος, αφού τον κατήχησε, τον βάφτισε στην πηγή του τόπου εκείνου και τον χειροτόνησε Επίσκοπο Σόλων. Τον δίδαξε δε πώς να κηρύξει το Ευαγγέλιο στην πόλη των Σόλων: «Επειδή η πόλις είναι γεμάτη από το σκότος των ειδώλων, δεν θα δεχθεί αμέσως το φως του Χριστού. Μην φανερώσεις στην αρχή ότι είσαι χριστιανός, αλλά να υποκριθείς τη θρησκεία των ειδώλων, διαλεγόμενος μαζί τους σαν να είναι νήπια γαλακτοτροφούμενα. Όταν γίνουν τέλειοι, τότε να μετάσχουν και της στερεάς τροφής της πίστεως». Και ο μεν Ευαγγελιστής Μάρκος απέπλευσε για την Αλεξάνδρεια, ο δε Αυξίβιος ανεχώρησε για την πόλη των Σόλων.Ο σοφός Αυξίβιος όταν έφτασε στους Σόλους, επέλεξε ως τόπο κατοικίας του την έξω της πόλεως περιοχή του Διός. Εφιλοξενείτο στον οίκου του ιερέως των ειδώλων, υποκρινόμενος τη θρησκεία εκείνου. Πέρασε ικανός χρόνος και με την προσευχή του και τη διάκρισή του, εκατανύχθη ο ιερέας των ειδώλων και εφωτίσθη πρώτος την αλήθεια του Χριστού. Με τούτον τον τρόπο συνέχισε αρκετό χρόνο και σε άλλους κατοίκους της πόλεως, έως έφτασε ο αρχιεπίσκοπος της νήσου Ηρακλείδιος. Εκείνες τις μέρες περιήρχετο ολόκληρη τη νήσο ο αγιότατος Αρχιεπίσκοπος αυτής Ηρακλείδιος και εγκαθιστούσε επισκόπους στις πόλεις κατόπιν γραπτής εντολής του Αποστόλου των εθνών Παύλου. Το μεν Επαφρά στην Πάφο, τον δε Τυχικόν στη Νεάπολη – Λεμεσό (βλέπε 8 Δεκεμβρίου). Εις τους Σόλους δεν έπρεπε να χειροτονήσει τον Αυξίβιο, γιατί αυτός κατηξιώθη της αρχιεροσύνης από τον Απόστολο και Ευαγγελιστή Μάρκο. Ο άγιος Ηρακλείδιος παρώτρυνε τον ιεράρχη Αυξίβιο να εισέλθει στην πόλη και να φανερώσει την αλήθεια σε όλους τους κατοίκους. Εκεί ο Ηρακλείδιος «διεχάραξεν τύπον εκκλησίας επί της γης». Μικρά στο μέγεθος, μεγάλη όμως σε χάριν του Χριστού. Αφού τον δίδαξε κάθε εκκλησιαστικό κανόνα, όπως αυτός διδάχθηκε από τους αποστόλους, τον ασπάσθηκε «εν φιλήματι αγίω» και επορεύθη στη δική του πόλη.


Ο Άγιος Αυξίβιος ευθέως, χωρίς ν' αμελήσει, άρχισε την οικοδομή της εκκλησίας. Μετά την τελείωση αυτής εισήλθε και έρριψε τον εαυτό του εις το έδαφος και άρχισε να βοά στον Χριστό μετά δακρύων: «Δέσποτα Θεέ Παντοκράτωρ, δυνάμωσον και εμέ τον σον οικέτην και δος μοι μετά παρρησίας αφόβως κηρύξαι τον σον λόγον. Έμβαλε, Δέσποτα, εις την καρδίαν του λαού τούτου τον φόβον σου, φώτισον αυτούς τη ση χάριτι, όπως επιστρέψαντες εκ της πλάνης του διαβόλου επιγνώσουσιν δε τον μόνον αληθινόν Θεόν. Και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν...». Τελείωσεν την προσευχή του και επορεύθη σε δημόσιον τόπον της πόλεως και άρχισε να διδάσκει την καλήν αυτού διδασκαλία. Εδόθη δε σ' αυτόν η χάρις της ιάσεως των ασθενών και εξεδίωκεν τ' ακάθαρτα πνεύματα. Όσοι δε είχον αρρώστους, τους έφερον προς αυτόν και τους εθεράπευε με τη δύναμη του ονόματος του Χριστού. Εξήλθε η αγία φήμη του εις τα περίχωρα των Σόλων και μετέφερον τους ασθενείς των χωρίων εις την πόλη και, αφού τους εθεράπευε τας νόσους, επίστευαν και τους εβάπτιζε εις τ' όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.


Ένας τέτοιος αγαθός άνθρωπος από το χωριόν Σολοποτάμιον, που ονομάζετο και αυτός Αυξίβιος, ήλθε και έρριψε τον εαυτό του στα πόδια του Αγίου Ιεράρχου, ζητώντας του τη σφραγίδα του Χριστού. Εβαπτίσθη, εφωτίσθη και έμεινε για πάντα στον Επίσκοπο του, προκόπτοντας σε σοφία και χάρη, μιμούμενος κατά πάντα τον διδάσκαλό του. Αργότερα, η κατά Θεόν προκοπή του νεότερου Αυξιβίου, φανερώθηκε στον μεγάλο ιεράρχη με τούτο το σημείο. Ενώ ύπνωσε στο ύπαιθρο ο νεότερος να ξεκουρασθεί στη σκιά ενός δέντρου, πέρασε ο Επίσκοπος Αυξίβιος και είδε πλήθος μυρμήγκων να έχουν σχηματίσει ένα φωτοστέφανο γύρω από το κεφάλι του νεότερου Αυξιβίου. Εθαύμασε ο ιεράρχης το γεγονός και αντελήφθη ότι ο στέφανος των μυργήκων προεμήνυε την αξία της ιεροσύνης, ότι έμελλε ο μαθητής να καθίσει εις τον θρόνο του καλού διδασκάλου. Μετά από αυτά έφτασαν από τη μεγάλη πόλη της Ρώμης ο Θεμισταγόρας – αδελφός του αγίου Αυξιβίου – μαζί με τη γυναίκα του τη μακαρία Τιμώ.


Αφού τους βάπτισε και αυτούς, τους χειροτόνησε και τους δύο διακόνους της Εκκλησίας. Σχεδόν όλοι οι κάτοικοι των Σόλων επίστευσαν στον Θεόν του Αυξιβίου και έβλεπε ο άγιος ότι ο πρώτος ναός ήταν μικρός για το μεγάλο του ποίμνιο. Συνεργούντος του Θεού, ανήγειρε ναό μέγα και θαυμαστό, που έγινε ονομαστός σ’ ολόκληρη την Κύπρο.Αφού όλα καλώς τα έκανε και την αρχιεροσύνη ετίμησε για πενήντα ολόκληρα χρόνια, έφτασε ο Μέγας Αυξίβιος στο τέλος του βίου του. Ο μεγάλος φωτιστής της επαρχίας των Σόλων και κατοπινής Θεομόρφου – Μόρφου, εκάλεσε κοντά του τον θεοτίμητο Αυξίβιο, τον πιστό μαθητή του, στον οποίο ανέθεσε την επισκοπή των λογικών προβάτων λέγοντας: «Σε εξελέξατο ο θεός ιερέα. Συ έση ποιμαίνων την ποίμνην του Χριστού». Την Τρίτη ημέρα «ακοή εγένετο εις πάσαν την πόλιν ότι Αυξίβιος ο πατήρ ημών μέλλει καταλύειν τον ανθρώπινον βίον». Συναθροίσθησαν όλοι στην Επισκοπή μετά κλαυθμού και οδυρμού μεγάλου και, αφού ασπάσθηκε έναν έκαστο, εν ειρήνη παρέδωσε το πνεύμα στον Κύριον και Θεό του Ιησού Χριστό.

Αγία Μαριάμνη η Ισαπόστολος αδελφή του Αγίου Φιλίππου του Αποστόλου

 Η Αγία Μαριάμνη καταγόταν από την Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας. Χριστιανή και αύτη, είχε τον ίδιο θείο ζήλο με τον αδελφό της. Φλεγόμενη από τον πόθο της ευρύτερης διάδοσης του Ευαγγελίου και της σωτηρίας περισσότερων ψυχών, ακολούθησε εκείνον σε πολλές περιοδείες του βοηθώντας τον στο φωτιστικό έργο του και συμμεριζόμενη τους κινδύνους του.


Μετά τον θάνατο του αδελφού της , μαζί με τον απόστολο Βαρθολομαίο  πήρε το λείψανο του Αποστόλου Φιλίππου και το έθαψε. Ο Βαρθολομαίος, αφού τακτοποίησε τα της Εκκλησίας της Ιεραπόλεως εγκατέστησε εκεί επίσκοπο κάποιο Στάχυ και συνοδευόμενος από τη Μαριάμνη προχώρησε προς τη Λυκαονία κηρύττοντας τον λόγο του Θεού. Αργότερα μετέβη στις Ινδίες όπου συνέχισε το έργο του, και όπου είχε μαρτυρικό τέλος με σταυρικό θάνατο.


Η Μαριάμνη μετά τη Λυκαονία επέστρεψε στην Παλαιστίνη στα μέρη του Ιορδάνου όπου και κοιμήθηκε ειρηνικά.



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε..

Ἄμνω ἠκολούθησας τῆς σωτηρίας Χριστῷ, ἀμνὰς ὥσπερ ἄμωμος σὺν ἀποσταλῶ κλεινῶ, Φιλίππω ὀμαίμονι, πάνσεπτε Μαριάμνη, ἀλογήσασα πάντων, ὅθεν πολλοὶς ἐγένου, τῶν ψυχῶν εὐεργέτις, ζωὴν ἀνακηρύττουσα, τὴν ἐπουράνιον.


Μεγαλυνάριον

Πλάνην αποδίωξαν αφ' ημών, Μαριάμνη θεία, και εγκαίνισον του Χριστού, Φως ημίν τοίς πόθω, σήν μνήμην εκτελούντων, και ποθώ προσκυνούντων, σεπτήν εικόνα σου.

Άγιοι Μαρκιανός και Πουλχερία οι βασιλείς

 Η Αγία Πουλχερία γεννήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 399 μ.Χ. και ήταν θυγατέρα των βασιλέων Αρκαδίου (395- 408 μ.Χ.) και Ευδοκίας και αδελφή του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β' του Μικρού (408 - 450 μ.Χ.). Το έτος 414 μ.Χ. η Πουλχερία αναγορεύθηκε Αυγούστα και ανέλαβε την εξουσία του κράτους. Ήταν ευσεβέστατη, πλήρης σωφροσύνης, χρηστότητος και σοφίας.


Όταν, κατά το έτος 429 μ.Χ., ο Πατριάρχης Νεστόριος (428 - 431 μ.Χ.) παρουσίασε τη γνωστή αίρεσή του, επικεφαλής των αντιπάλων του τάχθηκε ο Άγιος Κύριλλος, Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρεία. Και ο μεν Θεοδόσιος, έχοντας ήδη αναλάβει την βασιλική αρχή, υποστήριζε τον αιρεσιάρχη Νεστόριο, ωθούμενος από τον Χρυσάφιο, η δε Πουλχερία ήταν με το μέρος του Αγίου Κυρίλλου και κατόρθωσε να πείσει τον αδελφό της να συγκαλέσει την Γ' Οικουμενική Σύνοδο, που συνήλθε στη Χαλκηδόνα, το έτος 431 μ.Χ. και καταδίκασε τους αιρετικούς.


Η Αγία νυμφεύθηκε τον Μαρκιανό, ο οποίος καταγόταν από τη Θράκη και στις 25 Αυγούστου του 450 μ.Χ. διαδέχθηκε στον θρόνο τον αδελφό της Θεοδόσιο Β'. Ωστόσο η πολιτική κατάσταση ήταν ταραγμένη. Είχε ήδη γίνει στο προηγούμενο έτος η ληστρική Σύνοδος της Εφέσου, που εξόρισε τον Πατριάρχη Άγιο Φλαβιανό  και η Ορθόδοξη Εκκλησία μαστιζόταν από την αίρεση του Ευτυχούς. Οι δύο ευσεβείς βασιλείς συγκάλεσαν τότε στη Χαλκηδόνα, το έτος 451 μ.Χ., την Δ' Οικουμενική Σύνοδο, η οποία καταδίκασε τις αιρετικές δοξασίες του Ευτυχούς και του Διόσκουρου.


Η Αγία Πουλχερία κοιμήθηκε με ειρήνη στις 10 Σεπτεμβρίου 453 μ.Χ. και ο Άγιος Μαρκιανός το έτος 457 μ.Χ.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

Άγιος Θεόδωρος ο Νεομάρτυρας ο Βυζαντινός

 Ο Άγιος Νεομάρτυς Θεόδωρος καταγόταν από το Νεοχώρι της Κωνσταντινουπόλεως. Γονείς ήταν ο Χατζη-Αναστάσιος και η Σμαραγδού και αδελφοί του ο Αντώνιος και ο Γεώργιος, αναγνώστης της Μεγάλης Εκκλησίας και μετέπειτα Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως με το όνομα Γρηγόριος (1830 - 1840 μ.Χ.).


Ο Θεόδωρος ήταν ζωγράφος και εργαζόταν στα ανάκτορα. Οι Τούρκοι προσπάθησαν να τον προσελκύσουν στην μουσουλμανική θρησκεία και το επέτυχαν. Ο Άγιος όμως ανάνηψε και μετανόησε γι αυτό. Έτσι κατέφυγε στη Χίο και έμεινε κοντά σε ένα πνευματικό πατέρα, τον Άγιο Μακάριο το Νοταρά (βλέπε 17 Απριλίου). Εκεί καθημερινά εμελετούσε τα μαρτύρια των Αγίων και βιβλία ψυχοφελή και κατανυκτικά. Από ημέρα σε ημέρα ηύξανε σε αυτόν η κατάνυξη και ο πόθος του μαρτυρίου. Έτσι έφθασε στη Μυτιλήνη, όπου ενώπιον των αρχών ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό και απεκήρυξε την μωαμεθανική θρησκεία. Ο Άγιος Θεόδωρος συλλαμβάνεται, φυλακίζεται και πάσχει από τους βασανισμούς, τους δαρμούς, τους λακτισμούς και άλλα απάνθρωπα μαρτύρια. Του έδεσαν τα πόδια σε ξύλο και του επέρασαν στο λαιμό βαριά αλυσίδα. Του ετύλιξαν το κεφάλι με ένα σχοινί και του έβαλαν στους κροτάφους δύο κομμάτια από τούβλο. Έπειτα με ένα ξύλο έσφιγγαν την κεφαλή του τόσο πολύ, μέχρι που βγήκαν οι βολβοί των οφθαλμών του έξω από τον τόπο τους. Ο δε του Χριστού στρατιώτης έλεγε: «Χριστιανός, Χριστιανός, Χριστιανός είμαι».


Το πρωί του Σαββάτου ο Άγιος εζήτησε από ένα Χριστιανό υπηρέτη καλαμάρι και έγραψε προς τον Επίσκοπο, για να του στείλει τη Θεία Κοινωνία. Αφού μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων οδηγήθηκε στον τόπο της εκτελέσεως, στον οποίο έτρεχε με μεγάλη προθυμία. Εκεί υπέστη τον δι' αγχόνης θάνατο το 1774 μ.Χ. (ή κατά άλλους το 1795 μ.Χ.).


Μετά τρεις ημέρες οι Χριστιανοί παρέλαβαν το ιερό λείψανο αυτού και το ενταφίασαν στο νότιο μέρος του ναού της Παναγίας της Χρυσομαλλούσας. Το έτος 1798 μ.Χ. το ιερό λείψανο του Μάρτυρος ανακομίσθηκε και μεταφέρθηκε στην κρύπτη του μητροπολιτικού ναού της Μυτιλήνης.



Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.

Το πάντιμον λείψανον του Θεοδώρου, πιστοί, ενδόξως τιμήσωμεν ως θησαυρών τιμαλφή, και πάντες βοήσωμεν, Σώσον εκ των κινδύνων τους πιστώς σε υμνούντας, ως πότε σύ ερρύσω εκ πανώλους την πόλιν και πάντας περιφρούρησον ταις ικεσίαις σου.


Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιος Θεόδωρος ο Τήρων

 Ο Αγιος Θεόδωρος ο Τήρων καταγόταν από το χωριό Αμάσεια στη Μαύρη Θάλασσα, που ονομαζόταν Χουμιαλά, και έζησε κατά τους χρόνους των αυτοκρατόρων Μαξιμιανού (286 - 305 μ.Χ.), Γαλερίου (305 - 311 μ.Χ.) και Μαξιμίνου (305 - 312 μ.Χ.). Ονομάζεται Τήρων, διότι κατετάγη στο στράτευμα των Τηρώνων, δηλαδή των νεοσυλλέκτων, διοικούμενο υπό του πραιπόσιτου Βρίγκα.


Διαβλήθηκε στον πραιπόσιτο ως Χριστιανός και εκλήθηκε σε εξέταση. Εκεί ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό χωρίς δισταγμό. Ο διοικητής Βρίγκας δεν θέλησε να προχωρήσει στην σύλληψη και τιμωρία του Αγίου Θεοδώρου, αλλά τον άφησε να σκεφτεί και να του απαντήσει λίγο αργότερα. Πίστευε ότι ο Θεόδωρος θα άλλαζε και θα θυσίαζε στα είδωλα. Ο Μεγαλομάρτυς όχι μόνο παρέμεινε αδιάσειστος στην πίστη του, αλλά έκαψε και το ναό της μητέρας των θεών Ρέας μετά του ειδώλου αυτής. Αμέσως τότε συνελήφθη και ρίχτηκε από τους ειδωλολάτρες σε πυρακτωμένη κάμινο, όπου και ετελειώθηκε μαρτυρικά.


Η Σύναξη του Αγίου Μεγαλομάρτυρα Θεοδώρου του Τήρωνος ετελείτο στο αγιότατο Μαρτύριό του, το οποίο βρισκόταν στην περιοχή του Φωρακίου ή Σφωρακίου, το Σάββατο της Α' εβδομάδος των Νηστειών, δηλαδή την ημέρα που ο Άγιος έκανε το θαύμα των κολλύβων σώζοντας τον ορθόδοξο λαό από τα μιασμένα ειδωλόθυτα, τα οποία επρόκειτο από άγνοια να φάει.


Στην Αγιογραφία, ο Άγιος Θεόδωρος ο Τήρων εμφανίζεται σε τεσσάρων ειδών μορφές. Είτε μόνος με στρατιωτική στολή, είτε αντιμετωπίζοντας ένα φίδι-δράκο και μαζί με τον Άγιο Θεόδωρο τον Στρατηλάτη όρθιοι ή πάνω σε άλογα. Πάντα φέρει στρατιωτική στολή.



Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος β’.

Μεγάλα τά τῆς πίστεως κατορθώματα! ἐν τῇ πηγῇ τῆς φλογός, ὡς ἐπί ὕδατος ἀναπαύσεως, ὁ ἅγιος Μάρτυς Θεόδωρος ἠγάλλετο· πυρί γάρ ὁλοκαυτωθείς, ὡς ἄρτος ἡδύς, τῇ Τριάδι προσήνεκται. Ταῖς αὐτοῦ ἱκεσίαις, Χριστέ ὁ Θεός, σῶσον τάς ψυχάς ἡμῶν.


Κοντάκιον

Ἦχος πλ. δ’. Αὐτόμελον.

Πίστιν Χριστοῦ ὡσεί θώρακα, ἔνδον λαβών ἐν καρδίᾳ σου, τάς ἐναντίας δυνάμεις κατεπάτησας πολύαθλε, καί στέφει οὐρανίῳ ἐστέφθης, αἰωνίως ὡς ἀήττητος.


Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2025

Το Δοξαστικό των Αίνων Κυριακής του Ασώτου

ΕΚΤΟΣ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ, ΕΙΣ ΤΟ ΙΔΙΟΝ ΣΩΜΑ-Κυριακή Ασώτου

 Το να καθίσταται ο άνθρωπος αντικείμενο, πράγμα, res, δεν είναι σημερινό φαινόμενο μόνο. Στις μέρες μας, στον τρίτο κόσμο, οι άνθρωποι είναι φτηνό εργατικό δυναμικό, για να απολαμβάνει ο πλούσιος κόσμος αγαθά, ιδίως τεχνολογικά, εν αφθονία. Στον πόλεμο οι καθημερινοί άνθρωποι γίνονται “παράπλευρες απώλειες”, ενώ ενδιαφέρει ο αριθμός των νεκρών καιο όχι ποιοι αυτοί πραγματικά ήταν. Στις σχέσεις πολλοί βλέπουν τον άλλον ως σώμα και σάρκα και όχι ως ολοκληρωμένη συνύπαρξη ψυχής και σώματος. Έτσι, οι σχέσεις σήμερα χαρακτηρίζονται από την αποκλειστικότητα της φιληδονίας.


Το χειρότερο είναι πως η νέα γενιά εθίζεται στην πορνική θέαση της σχέσης. Δεν μπορεί να κατανοήσει και να ζήσει την ομορφιά του να βλέπεις τον άλλον ως εικόνα Θεού, που σημαίνει ως πρόσωπο με χαρίσματα, τα οποία δεν περιορίζονται στην όποια σωματική ομορφιά. Η σχέση στηρίζεται στον τονισμό της αυτοεπιβεβαίωσης, ότι δηλαδή μπορώ να κατακτήσω τον άλλον, να τον έχω κτήμα μου, να απολαύσω τις στιγμές της σωματικής ηδονής, χωρίς να με ενδιαφέρει το ποιος πραγματικά είναι, ποια ευθύνη αισθάνομαι την ανάγκη να αναλάβω γι’ αυτόν, πόσο πολύτιμος μπορεί να μου είναι, ώστε να μην μπορώ να αποδεχθώ ότι υπάρχει ζωή χωρίς αυτόν. Ας δούμε τις εξωσυζυγικές σχέσεις, σύνηθες φαινόμενο των καιρών μας. Ο απηυδισμένος από την ρουτίνα του γάμου, από την αδυναμία του άλλου να ανταποκριθεί σ’ αυτό που του ζητά να είναι, η αίσθηση ότι όλα χρειάζονται ένα διάλειμμα, κάποτε και ο πειρασμός της στιγμής, η ανάγκη για αυτοβεβαίωση μέσα στην πλήξη, γεννούν εφήμερες περιπέτειες, στις οποίες η αγάπη δεν υπάρχει, αλλά μόνο η εκτόνωση. Ο άλλος είναι “μια κάποια λύσις”.


Η Εκκλησία μας, ολοκληρώνει την δεύτερη εβδομάδα του Τριωδίου την ολοκληρώνει με την ανάγνωση του ευαγγελικού αναγνώσματος του ασώτου υιού, της επιστροφής δηλαδή του ανθρώπου από την γη της απόστασης από τον Θεό, όπου τα πάντα είναι αντικείμενα για ξόδεμα, με τίμημα το ξόδεμα του ίδιου του ανθρώπου, στο πατρικό σπίτι, στην Εκκλησία, εκεί όπου η σχέση είναι των προσώπων που τιμούνε ο Θεός τον άνθρωπο με την αγάπη, την αναγνώριση ότι είναι παιδί Του, με τα στολίδια του ξεχωριστού, τα ρούχα, τα παπούτσια, το δαχτυλίδι, δηλαδή την απονομή του βασιλικού τίτλου στον επιστρέφοντα, και ο άνθρωπος τον Θεό με την μετάνοια, την ταπείνωση, την ευθύνη της αγάπης που γνωρίζει τα όρια και τα μέτρα, την αποδοχή μιας πατρότητας που δεν καταναγκάζει, αλλά ελευθερώνει στην αγάπη. 


 Ταυτόχρονα, η Εκκλησία μάς υπενθυμίζει διά του αποστολικού αναγνώσματος από την Α’ προς Κορινθίους επιστολή του αποστόλου Παύλου ότι το σώμα μας είναι ναός του Αγίου Πνεύματος και ότι αμαρτία είναι η χρήση του σώματός μας ως μέσου για να εξασφαλίσουμε την απόλαυση, χωρίς αγάπη, χωρίς κοινότητα, χωρίς την ευθύνη του μοιράσματος, αλλά και την μετατροπή του άλλου σε αντικείμενο χρήσης σε σώμα χωρίς ψυχή, χωρίς πρόσωπο, χωρίς νόημα, αλλά με μόνη αξία ύπαρξης την ηδονή που μπορεί να προσφέρει.


Και επισημαίνει ο Παύλος ότι η αμαρτία εις το ίδιον σώμα, στην πραγματικότητα, είναι πολύ βαριά, διότι εθίζει τον άνθρωπο να αρνείται την αγάπη και τη θέαση της ζωής μέσα από τη ματιά και το πρόσωπο του άλλου, την κοινωνία του “εμείς”. Η αμαρτία λοιπόν γυρίζει στον ίδιο τον εαυτό, καθώς εθίζει τον άνθρωπο στο να αρνείται την αγάπη ως στόχο ζωής. Οι άλλες αμαρτίες είναι κι αυτές αποτυχίες, μόνο που μένουν εκτός του σώματος, δεν παγιώνουν νοοτροπία άρνησης της αγάπης, αλλά μόνο πρόσκαιρης ηδονής, που όμως δεν κλείνει στον άνθρωπο την πόρτα στο να αγαπήσει. Η θέαση του άλλου ως αντικειμένου γίνεται διαστροφή της καρδιάς και όχι απλή αδυναμία. Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας καλεί να ξαναδούμε την ύπαρξή μας συνολικά, ως εικόνα Θεού, και το σώμα μας ειδικά ως ναό του Αγίου Πνεύματος, ως ύπαρξη που αγιάζεται και μπορεί να προσφέρει αγιότητα.


Η περίοδος του Τριωδίου είναι περίοδος υπόμνησης ότι οι ανθρώπινες σχέσεις δεν είναι ένα παιχνίδι σωμάτων, αλλά η ευλογία της συνύπαρξης, της συντροφικότητας, της αγάπης που σέβεται τον άλλον συνολικά. Ο άλλος δεν υπάρχει για να μας υπηρετεί και να ικανοποιεί τις ανάγκες μας, αλλά για να του προσφέρουμε και να μας προσφέρει. Αν έχουμε ξαστοχήσει, καιρός μετανοίας, καιρός επιστροφής στη. Γνήσια θέαση των σχέσεων, όπως ορίζει η Εκκλησία!

π. Θεμιστοκλής  Μουρτζανός

Κυριακή του Ασώτου- ΟΙ «ΣΩΦΡΟΝΕΣ» ΔΙΚΑΙΟΙ

 Ὅταν ὁ ἄσωτος υἱὸς ἐπέστρεψε στὸ πατρικό του σπίτι καὶ ἔγινε δεκτὸς μὲ ἀνοιχτὲς ἀγκάλες ἀπὸ τὸν πατέρα του, ὁ μεγαλύτερος ἀδελφὸς δὲν χάρηκε. Καὶ μάλιστα διαμαρτυρήθηκε ἔντονα στὸν πατέρα του, ἐκφράζοντας παράπονο καὶ διαφωνώντας γιὰ τὸν τρόπο ὑποδοχῆς τοῦ ἀδελφοῦ του (Κυριακὴ τοῦ Ἀσώτου).


Παρόμοιο παράπονο ἐκφράζουν καὶ οἱ ἐργάτες τοῦ ἀμπελώνα σὲ μιὰ ἄλλη παραβολὴ τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖ ὁ Χριστὸς μιλάει γιὰ ἐργάτες ποὺ ἔπιασαν δουλειὰ πρωὶ-πρωὶ καὶ ἐργάστηκαν ὅλη τὴν ἡμέρα καὶ γιὰ ἄλλους ποὺ ἐργάστηκαν μονάχα μιὰ ὥρα. Ἀλλὰ στὸ τέλος ὅλοι αὐτοὶ πῆραν τὸν ἴδιο μισθό. Τότε οἱ πρῶτοι ἐργάτες ποὺ ὑπέμειναν τὸν ὁλοήμερο κόπο καὶ τὸν καύσωνα, παραπονέθηκαν στὸ ἀφεντικὸ γιὰ ἀδικία (Ματθ. 20, 1-16).


Ὁ πρεσβύτερος υἱὸς τῆς παραβολῆς καὶ οἱ ἐργάτες τοῦ ἀμπελώνα εἶναι οἱ δίκαιοι. Τὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐργάζονται πιστὰ κοντά του σὲ ὅλη τους τὴ ζωή. Ποὺ ἐφαρμόζουν προσεκτικὰ τὶς ἐντολές του. «Οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον», λέει μὲ πικρία ὁ μεγάλος γιὸς στὸν πατέρα του. Ὁ Χριστὸς δὲν ἰσχυρίστηκε ποτὲ ὅτι ἔλεγε ψέματα ὁ πρεσβύτερος ἀδελφός. Οὔτε ὅτι δὲν ἐργάστηκαν ὅλη τὴν ἡμέρα οἱ ἐργάτες τοῦ ἀμπελώνα. Οὔτε ὅτι ὁ φαρισαῖος τῆς ἄλλης παραβολῆς δὲν εἶχε τὶς ἀρετὲς ποὺ ἔλεγε. Ἀλλὰ κάτι ἔλειπε ἀπὸ ὅλους αὐτούς. Ποιὸ ἦταν αὐτό;


Αὐτοὶ ἦταν οἱ ἐργάτες τοῦ μισθοῦ. Φρόντιζαν γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Νὰ ἐξασφαλίσουν τὴ σωτηρία τους. Ὅταν εἶδαν ὅτι καὶ ἄλλοι διεκδικοῦν τὸ ἴδιο πράγμα, χωρὶς τὶς δικές τους προϋποθέσεις, ἀντέδρασαν. Ζήλεψαν. Φθόνησαν. Θεώρησαν τὸν ἑαυτό τους ἀδικημένο. Καὶ τὸν Θεὸ ἄδικο. Δὲν ἦταν οἱ ἐργάτες τῆς ἀγάπης. Δὲν μποροῦσαν νὰ ἀποδεχθοῦν ἰσότιμα δίπλα τους τοὺς παρακατιανοὺς τῆς κοινωνίας. Ἐνεργοῦσαν κατὰ καθῆκον. Ἀποβλέποντας στὸ τί θὰ κερδίσουν. Τοὺς ἔλειπε ἡ ἀνθρωπιά. Τὸ νὰ κάνουν τὸ καλὸ ἀπὸ ἀγάπη. Γιὰ τὸν Θεὸ καὶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο.


Αὐτὸ ἔκανε τὴν καρδιά τους σκληρή, πέτρινη, χωρὶς εὐαισθησία ἀπέναντι στὸν ἁμαρτωλό. Ἔμεναν στὸ γράμμα τοῦ νόμου. Ἀπαιτοῦσαν δικαιοσύνη κατὰ τὴν ἀνθρώπινη λογική. Οἱ «σώφρονες» δίκαιοι ἀδυνατοῦσαν νὰ κατανοήσουν ἕνα Θεὸ ποὺ ἀγαπᾶ ἐξ ἴσου μὲ τοὺς καλοὺς καὶ τοὺς κακούς. Ποὺ ἀνατέλλει τὸν ἥλιο καὶ στέλνει τὴ βροχή του «ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθούς». Καὶ συγχωρεῖ τὸν μετανοημένο ἄνθρωπο χωρὶς νὰ ἀπαιτεῖ τὴν περαιτέρω τιμωρία του.


Μὲ τέτοιο φρόνημα οἱ θεωρούμενοι δίκαιοι γίνονται ἀπὸ πρῶτοι ἔσχατοι. Οἱ πρώην ἄσωτοι, ἐμφορούμενοι ἀπὸ δυναμική, σωτήρια μετάνοια, τοὺς ξεπερνοῦν. Εἰσέρχονται πρῶτοι, μὲ ἀρχηγὸ τὸν ληστή, στὸν Παράδεισο. Ὁ Χριστὸς εἶναι κατηγορηματικός: «Οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι προάγουσιν ὑμᾶς εἰς τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ». Ὁ λόγος του αὐτὸς ἐπαληθεύτηκε πολλὲς φορές.


Μιὰ εὐλαβὴς ὀρφανὴ κοπέλα ὀλίσθησε κάποτε στὴ ζωὴ τῆς πορνείας. Ἀπεστάλη τότε σ’ αὐτὴν ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Κολοβὸς καὶ κατάφερε νὰ τὴ φέρει σὲ κατάνυξη. «Ὑπάρχει γιὰ μένα μετάνοια;» ρώτησε ἡ παραστρατημένη. Καὶ στὴν καταφατικὴ ἀπάντηση τοῦ γέροντα, «πήγαινέ με τότε ὅπου θέλεις», τοῦ εἶπε. Καὶ χωρὶς νὰ πάρει τίποτε μαζί της, ἔφυγε ἀμέσως μὲ τὸν γέροντα.


Νυχτώθηκαν στὴν ἔρημο καὶ κοιμήθηκαν πάνω στὴν ἄμμο. Τὰ μεσάνυχτα ὁ ἀββᾶς βλέπει μιὰ φωτεινὴ στήλη ἀπὸ τὴ γῆ μέχρι τὸν οὐρανὸ καὶ ἀγγέλους νὰ ἀνεβάζουν ψηλὰ τὴν ψυχὴ τῆς πόρνης. Καὶ ἀκούει φωνὴ Θεοῦ νὰ λέει: «Μία ὥρα τῆς δικῆς της μετάνοιας ἦταν πολὺ πιὸ εὐπρόσδεκτη ἀπὸ τὴ μακροχρόνια, ἀλλὰ χωρὶς θέρμη, μετάνοια πολλῶν» (ἀπὸ τὸ Γεροντικό).


Νά, πῶς ἕνας ἄσωτος, ἕνας ἁμαρτωλός, ἕνας ἐργάτης τῆς ἑνδεκάτης ὥρας, μπορεῖ νὰ ξεπεράσει τὸν δίκαιο.

π. Δημητρίου Μπόκου

Κυριακή του Ασώτου

 † Μητροπολίτης Σουρόζ Αντώνιος Bloom


Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.


Ξανὰ καὶ ξανὰ ἔχω τὴν εὐκαιρία νὰ μιλῶ γιὰ τὴν Παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ, τὴν ἱστορία τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου, καὶ κάθε φορὰ παρατηρῶ πόσο εὔκολο εἶναι αὐτὸ γιὰ μένα –ὄχι πραγματικά, ἀλλὰ φανταστικὰ – νὰ ταυτιστῶ μὲ τὸν ἁμαρτωλὸ ποὺ βρῆκε τὸν δρόμο του γιὰ τὸν Θεό, τὸν τελώνη ποὺ στάθηκε συντετριμμένος στὴν εἴσοδο τοῦ ναοῦ, ἀνίκανος ἀκόμα καὶ νὰ βαδίσει πρὸς τὸν ἱερὸ τόπο τοῦ Θεοῦ, ἢ μὲ τὸν Ἄσωτο Υἱό, ποὺ παρὰ τὴν βαριὰ ἁμαρτία του, τὴν ἀπίστευτη ἀναισθησία, τὴν σκληρότητά του, βρῆκε τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς στὴν πατρικὴ ἑστία.Ἀλλὰ πόσο σπάνια μὲ συγκίνησε, ἔστω βιαστικά, ἡ μοίρα τοῦ Φαρισαίου, ἀπὸ τὴν μοίρα τοῦ μεγαλύτερου ἀδελφοῦ – ὅμως ὁ Θεὸς δὲν καταδίκασε κανέναν ἀπὸ τοὺς δύο. Εἶπε γιὰ τὸν τελώνη: Καὶ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος πῆγε στὸ σπίτι του περισσότερο συγχωρεμένος, περισσότερο ἐλεημένος ἀπὸ τὸν ἄλλο. Δὲν εἶπε ὅτι ὁ Φαρισαῖος πῆγε χωρὶς νὰ τὸν συνοδεύει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὅτι ὁ Θεὸς ξέχασε τὴν πίστη του, τὴν αἴσθηση τῆς ὑπακοῆς πρὸς τὸ καθῆκον.


Καὶ πάλι σήμερα βρισκόμαστε πρόσωπο μὲ πρόσωπο μὲ τὸν μεγαλύτερο ἀδελφό. Ὅλη τὴ ζωὴ του εἶχε ζήσει στὸ πλευρὸ τοῦ πατέρα, ὅλη τὴ ζωὴ του μεριμνοῦσε γιὰ τὶς ὑποθέσεις τοῦ πατέρα του –εἶχε δουλέψει σκληρά, μὲ πίστη, ξεχνώντας τὸν ἑαυτό του, χωρὶς νὰ δίνει σημασία στὴν κούραση, χωρὶς νὰ ζητᾶ καμιὰ ἀνταμοιβή, γιατί αἰσθανόταν ὅτι ἔκανε τὸ σωστό. Στὴν πραγματικότητα ὑστεροῦσε σὲ κάτι: τοῦ ἔλειπε ἡ ζεστασιά, ἡ τρυφερότητα, ἡ χαρὰ γιὰ τὸν πατέρα. Ἀλλὰ ὑπάρχει κάτι ποὺ ἐντυπωσιάζει τόσο σ΄ αὐτὸν – ἡ πίστη του· παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ καρδιά του δὲν ἦταν φλογερή, παρέμεινε πιστός. Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ἔλαβε καμιὰ φανερὴ ἀνταμοιβὴ ἢ ἀναγνώριση παρέμεινε πιστὸς κι ἐργαζόταν σκληρά.


Πόσο σκληροὶ εἴμαστε ὅταν σκεφτόμαστε ὅτι τοῦ ἀξίζει λίγη ἀπ’ τὴν συμπάθειά μας· ἀλλὰ πόσο λίγοι ἀπὸ ἐμᾶς μποροῦν νὰ εἶναι τόσο πιστοί, τόσο τέλεια καὶ σταθερὰ ὑπάκουοι στὸ κάλεσμα τοῦ καθήκοντος ὅπως αὐτὸς ὅταν δὲν βρίσκουμε ἀνταπόδοση, ὅταν δὲν ἀκοῦμε ἕναν ἐνθαρρυντικὸ λόγο, ὅταν δὲν παίρνουμε τὴν παραμικρὴ ἀμοιβὴ ὅπως ἔκανε ὁ πατέρας ὅσον ἀφορᾶ τὸν μεγαλύτερο υἱό, ἐπειδὴ οἱ γύρω μας, αὐτοὶ τοὺς ὁποίους ἐξυπηρετοῦμε, ποὺ δουλεύουμε σκληρά, ποὺ τὸ συμφέρον τους βρίσκεται ἀκριβῶς στὸ κέντρο τῆς ζωῆς μας, τὸ θεωροῦν δεδομένο. Δὲν εἶναι φυσικό; Δὲν εἶναι γιός μου; Δὲν εἶναι πατέρας μου; Δὲν εἶναι ἀδελφός μου; Σύζυγός μου; Φίλος μου; Δὲν σημαίνουν ὅλα αὐτὰ μία συνολικὴ δίχως ὅρια ἀφοσίωση ποὺ εἶναι ἡ δική του ἀνταμοιβή;


Πόσο σκληροὶ γινόμαστε συχνὰ στοὺς γύρω μας ποὺ τοὺς βάζουμε στὴν θέση τοῦ μεγαλύτερου ἀδελφοῦ- ποὺ ποτὲ δὲν ἀναγνωρίζουμε καὶ ποὺ πάντοτε περιμένουμε νὰ κάνουν τὸ σωστό, ἀδιαμαρτύρητα καὶ τέλεια.


Στὴν πραγματικότητα ὁ ἄσωτος υἱὸς εἶχε ζεστὴ καρδιά, εἶχε ἐπιστρέψει μὲ ραγισμένη καρδιά, ἕτοιμος νὰ ἀλλάξει, ἐνῶ ὁ ἄλλος μποροῦσε μοναχὰ νὰ συνεχίσει, νὰ περπατήσει τὴν πικρὴ πορεία του μὲ τὴν ἀμφιταλαντευόμενη πίστη του· ἐκτὸς ἂν ἀντιμετωπίζοντας τὴν συμπόνια τοῦ πατέρα, ἐκτὸς ἂν καταλάβαινε τί σήμαινε ὅτι ὁ μικρότερος ἀδελφός του ἦταν στὴν πραγματικότητα νεκρὸς καὶ ξανάζησε, ὅτι εἶχε ἀληθινὰ χαθεῖ καὶ βρέθηκε.


Ἂς σκεφθοῦμε τὸν ἑαυτό μας. Ἔχουμε ὅλοι κάποιον γύρω μας ποὺ τοῦ φερόμαστε μὲ τὴν ἴδια ψυχρότητα, ποὺ θεωροῦμε ὅτι εἶχε ὁ μεγαλύτερος υἱός, ἀλλὰ ὅλοι μας ἔχουμε κάποιον πρὸς τὸν ὁποῖο φερόμαστε ἐξίσου περιφρονητικὰ καὶ σκληρὰ ὅπως φερόταν ὁ μεγαλύτερος υἱὸς στὸν μικρότερο ἀδελφὸ ποὺ εἶχε ξεγράψει, ποὺ δὲν ἦταν ἀδελφὸς γιὰ κεῖνον· ποὺ εἶχε φανεῖ ἀγνώμων πρὸς τὸν πατέρα, ποὺ ἦταν ἀσυγχώρητος. Κι ὅμως, ἐκεῖ βρισκόταν ὁ πατέρας, τὸ θύμα τῆς ἀπόρριψης τοῦ υἱοῦ του, τὸ θύμα τῆς ἐλαφρόμυαλης συμπεριφορᾶς του, τῆς σκληρότητάς του, ποὺ τὸν συγχώρησε τρυφερὰ καὶ ὁλόψυχα.


Ἂς βροῦμε τὴ θέση μας σὲ αὐτὴν τὴν τραγικὴ καὶ ὄμορφη παραβολὴ γιατί τότε ἴσως βροῦμε τὸν δρόμο μας, εἴτε παρότι ὁ καθένας πέρα ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι ὁ μεγαλύτερος γιός, μολονότι λιγότερο τοῦ καθήκοντος, πολὺ λιγότερο τίμιος, πολὺ λιγότερο ἀφοσιωμένος στὶς μέριμνες τοῦ πατέρα, στοὺς φίλους, στοὺς συγγενεῖς· ἢ ἴσως μποροῦμε ν΄ ἀνακαλύψουμε στὴν καρδιὰ μας μιὰ δημιουργικὴ συμπάθεια γιὰ τὸν μικρότερο γιὸ καὶ νὰ μάθουμε πρῶτα ἀπ’ αὐτὸν ὅτι δὲν ὑπάρχει κατάσταση ἡ ὁποία δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς φέρει μιὰ εἰλικρινῆ μετάνοια, μιὰ μεταστροφὴ καὶ ὅτι ὑπάρχει ἕνας τουλάχιστον – ὁ Θεὸς- καὶ προφανῶς ἕνα πρόσωπο ἢ πολλά, ποὺ εἶναι ἕτοιμα νὰ μᾶς δεχθοῦν, νὰ μᾶς ἀπολυτρώσουν, νὰ μᾶς ἐπαναφέρουν καὶ νὰ μᾶς ἐπιτρέψουν νὰ ξεκινήσουμε μαζὶ μιὰ νέα ζωὴ – μὲ τὸν πατέρα, τὸν νεότερο καὶ τὸν μεγαλύτερο υἱό. Ἀμήν.

«Καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως».

 (†) ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου Μητροπολίτου Νικαίας


Μόνον ὁ Κύριος, ὁ θεῖος καὶ ἀνυπέρβλητος διδάσκαλος, ἠμποροῦσεν ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα, νὰ ζωγραφίσῃ μὲ τὸσον χτυπητὰ χρώματα, μὲ τέτοιες δραματικὲς φράσεις, μὲ τόσην ἀριστουργηματικὴν ἀληθινὰ πλοκὴν τὰς συνεπείας τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς, ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ νεωτέρου παιδιοῦ τῆς συγκλονιστικῆς Παραβολῆς τοῦ Ἀσώτου.


Καθὼς ἠκούσαμεν σήμερα τὸ Ἱ. Εὑαγγέλιον, ἐνόμιζες, ὅτι ἐζωντάνευαν ἐμπρός σου τὰ πρόσωπα, ὅτι ἦταν ἕτοιμα νὰ σοῦ ὁμιλήσουν. Ὁ δυστυχὴς ἄσωτος!.....



Ἀκουμπισμένος στὸ φτωχικό του ραβδί, στὴ σκιὰ κάποιου δένδρου, μέσα στὴν παγερή του μόνωσι, βλέπει τὴ σημερινὴ εἰκόνα τῆς ζωῆς του. Θλιμμένος, πονεμένος νοσταλγὸς ρίχνει τὴν καυτερή του τὴ ματιὰ στὰ περασμένα.... Τότε ἦταν ἀληθινὸς πρίγκηψ, ἐλεύθερος, χρυσοκέντητος, χορτᾶτος, ἀξιοπρεπὴς κύριος μέσα σὲ ὁλόκληρη στριὰ προθύμων ὑπερητῶν.


Τώρα ὅμως!..... Ἀλλοίμονον!  Χοιροβοσκός, ἔρημος, κουρελιασμένος, πεινασμένος μέσα σὲ μιὰ ἀγέλη λασπωμένων καὶ βρωμερῶν χοίρων.


«Εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν»...


Ἔτσι χαρακτηρίζει ὁ Κύριος τὴν ἀλλαγή του.  Τ ώ ρ α  ὁ ἄνθρωπος συνῆλθε. Μέχρι σήμερα ἦταν σὲ κατάστασι παραφροσύνης, σὲ πυρετὸ καὶ πνευματικὸ παραλήρημα. Τώρα βλέπει τὴν πραγματικότητα. Τώρα καταλαβαίνει, ὅτι εἶναι ἕνα διαμάντι πεταμένο, χωμένο στὴ λάσπη.  Καὶ ξυπνάει.  Καὶ συνέρχεται.  Βέβαια μετὰ τὴν συμφοράν.  Μετὰ τὸ ἐγκληματικὸ σκόρπισμα τῶν ἀγαθῶν.


Διότι πράγματι ἡ ζωὴ τῆς ἁμαρτίας, ἡ ζωὴ χωρὶς Θεόν, εἶναι ἕνα τρομερὸ σκόρπισμα:


1.Ὑ λ ι κ ῶ ν   ἀ γ α θ ῶ ν.


Κοίταξε τὸν ἄσωτον. Ἔχει χρήματα πολλά. Εἶναι ἡ πατρικὴ περιουσία, ποὺ ἠμπορεῖ νὰ τὴ διαθέσῃ ὅπως θέλει.  Καὶ ἀρχίζει τὸ «ξεφάντωμα».  Διασκεδάσεις· σπατάλες· δῶρα σὲ γνωστούς· ταξίδια πολυδάπανα· σκόρπισαμ ἀφειδώλευτο χρημάτων.... «Ζῶν ἀσώτως! Μέσα στὶς δυὸ αὐτὲς λέξεις, ποὺ εἶπεν ὁ Κύριος, πόσα ὄργια δὲν κρύπτονται, πόσα πάθη καὶ λάθη, πόσοι βόθροι ἀνθόσπαρτοι, πόσαι χυδαιότητα, ποία πτῶσις ψυχῆς! Ἀλλὰ ἡ ζωὴ ἀπαιτεῖ χρήματα. Καὶ ὁ ἄσωτος δίδει χωρὶς δυσκολίαν. Ἕως ὅτου μίαν ἡμέραν.... τελειώνουν. Καταλαμβάνεται τότε ἀπὸ ἀγωνίαν καὶ φρίκην· Ἀλλ’ εἶναι πλέον, ἀργά, πολὺ ἀργά!


Το ἴδιον ὅμως συμβαίνει καὶ μὲ τοὺς σημερινοὺς ἀσώτους. Πόσαι περουσίαι δὲν ἐσπαταλήσθησαν ἀπὸ ἄσωτα παιδιὰ πλουσίων γονέων! Πόσαι κληρονομίαι δὲν ἐξηνεμίσθησαν σὲ διάστημα ἐλάχιστον! Πόσα παιδιὰ μεγάλων οἰκογενειῶν, μὲ ὄνομα, μὲ ἱστορίαν, δὲν κατέληξαν πάμπτωχοι, θλιβερὰ ἀπομεινάρια μιᾶς παλαιᾶς ζωῆς λαμπρότητος καὶ μεγαλείου!.... Ἔτσι γίνεται, ἀγαπητέ μου, πάντα. Ἡ ζωὴ τῆς ἁμαρτίας εἶναι ρουφήχτρα ἀνικανοποίητη. Καταπίνει τοὺς κόπους ἐτῶν καὶ τὰς αἱματηρὰς προσπαθείας τιμίων γονέων, ὅταν τὰ παιδιὰ των πιασθοῦν στὸ ἀπαίασιο δίχτυ της.


Καί ὅμως, τὶ δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ γίνουν μὲ τὰ χρήματα αὐτά!  Πόσες πληγὲς νὰ κλείσουν!  Πόσα δάκρυα νὰ στεγνώσουν.  Πόσες χαρὲς νὰ δημιουργήσουν. Πόσα δράματα νὰ προλάβουν.... Πόσα...!


2. Σ κ ό ρ π ι σ μ α  π ν ε υ μ α τ ι κ ω ν   ἀ γ α θ ῶ ν.


Ἀλλ’ ἡ ζωὴ τῆς ἁμαρτίας σκορπάει καὶ ἄλλα σοβαρώτερα ἀγαθὰ καὶ κεφάλαια.


α) Τὴν ἀτομικὴν ἀξιοπρέπειαν.


Μιὰ ματιὰ πάλις εἰς τὸν «ἄσωτο». Ἀπὸ πρίγκηψ, χοιροβοσκός. Ἀπὂ τὸ παλάτι, στὴ βοσκή.  Πῶς κατήντησε!  Ἀλλὰ τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τοὺς συγχρόνους ἀσώτους.  Πόσοι νέοι δὲν κατερράκωσαν τὸ κῦρος των ἐξ ἀφορμῆς τῆς ἁμαρτωλῆς των ζωῆς; Πόσοι δὲν ἔγιναν πλαστογράφοι, κλέπται, καταχρασταί, διὰ νὰ ἡμποροῦν νὰ χαρτοπαίξουν, νὰ διασκεδάζουν εἰς πολυτελῆ κέντρα, νὰ ξοδεύουν χάριν ἐπιδείξεως; Πόσοι δὲν ἐκλείσθησαν εἰς φυλακὰς, πόσοι δὲν ἔγιναν ἐρείπια κοινωνικά, ὅλοι αὐτοὶ θύματα τῆς ἀσώτου ζωῆς;


β) Τὴν οἰκογενειακὴν τιμήν.


Οἰκουγένειαι ἔπειτα μὲ ὑπόληψιν κοινωνικὴν, μὲ «φίρμες», μὲ ὑψηλὲς γνωριμίες, ἐβυθίσθησαν εἰς τὸ πένθος καὶ τὸ ὄνειδος, διότι τὰ παιδιὰ των, ἀγόρια ἤ κοπέλλες, ἐπῆραν τὸν κατήφορον καὶ ἐσπίλωσαν τὴν τιμὴν τῆς οἰκογενείας καὶ ἐκόλλησαν στὸ σπίτι τῶν μελανὴ κηλῖδα, ποὺ δὲν θὰ σβήσῃ ποτέ.... Καὶ κοκκινίζει ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα ἀπὸ ἐντροπὴν διὰ τὴν ζωὴν τοῦ «ἐξειλιγμένου» νέου τῆς οἰκογενείας ἤ τῆς «ὑπερμοντέρνας» νέας, ποὺ θεώρησαν ἀφόρτηον σκλαβιὰν τὴν ἠθικὴν τοῦ Εὐγγελίου καὶ τὴν ἁγνότητα τῆς χριστιανικῆς ζῶης.


γ) Τὰ διανοητικὰ χαρίσματα.


Πόσοι νέοι μὲ ἱκανόητητες σοβαρές, μὲ ταλέντα θαυμάσια, μὲ δυνατότητες ἐξελίξεως ἐξαίρετες δὲν ἐχάθησαν ἐξ αἰτίας τῆς ἁματωλῆς των ζωῆς; Μέσα εἰς τὸ στριβίλισμα τῆς ἀνηθικότητος, ποῦ νὰ βροῦν τὴν δύναμιν καὶ τὸν καιρὸν νὰ μελετήσουν, νὰ καλλιεργήσουν τὰ προσόντα των, νὰ ἀνεβοῦν ὑψηλότερα; Ἐχάθησαν χιλιάδες νέων μέχρι σήμερα μέσα εἰς τὰ βρωμόνερεα τῆς ἁμαρτίας καὶ ἐμαράθηκαν ἀπὸ ἔλλειψι πνευματικῆς δροσιᾶς μπουμπούκια, ποὺ μποροῦσαν νὰ γίνουν τριαντάφυλλα.


Καὶ περίμεναν οἱ δυστυχεῖς γονεῖς νὰ ἰδοῦν τὰ παιδιὰ των εὐτυχισμένα, γιὰ νὰ χαροῦν κι’ αὐτοὶ στὰ γηρατειά των, ἀφοῦ σ’ ὅλην τὴν ζωὴ των ἐπόνεσαν καὶ ἔκλαψαν γι’ αὐτὰ τὰ παιδιά.... Οἱ δυστυχεῖς γονεῖς!  Τί τραγικὴ διάψευσις ἐλπίδων! ....


δ) Τὰ ψυχικὰ προτερήματα.


Μὲ τέτοιες συνθῆκες πῶς κατόπιν νὰ μὴ γίνῃ τὸ σκόρπισμα τῶν ψυχικῶν ἀρετῶν; Νέοι καὶ νέαι, ποὺ παρουσίαζαν ψυχικὲς ἀρετὲς καὶ ἔδιδαν διὰ τὸ μέλλον χρυσὲς ἐλπίδες ἀπὸ τότε ποὺ ἄρχισαν τὸ κατρακύλισμα, σιγανὸ στὴν ἀρχή, γοργότερα ἀργότερα, παρουσίασαν διαστροφήν.


Ἐχάθησαν τὰ ὡραῖα ἐκεῖνα ψυχκά των σκιρτήματα. Ἐπονηρεύθηκαν. Ἔφυγεν ἡ ἀθῳότης τῶν ματιῶν των. Ἐσκλαβώθηκαν πλέον στὸ κακό. Κουρέλια καὶ αἰχμάλωτοι τῆς ἁμαρτίας, φτερὰ στὸν ἄνεμο, τρέχουν πίσω ἀπὸ κάθε ψεύτικη χαρά, γιὰ νὰ γεμίσουν τῆς ψυχῆς των τὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀποσμέτρητο κενό. Νυχτωμένοι στρατοκόποι, τριγυρνᾶνε στὰ «σοκάκια» ἀχόρταγοι, ἀνικανοποίητοι, μὲ τὴν πικρία στὴν ψυχή, μὲ τὸ μαχαίρι τῆς ἀπελπισίας στὴν καρδιά των.


Κι’ ἔτσι ἀνίκανοι πιὰ νὰ ἰδοῦν τὴ ζωὴ μὲ καθαρὸ μάτι, τίς πιὸ πολλὲς φορὲς τερματίζουν βίαια τὴ ζωή τους καὶ χάνονται γιὰ πάντα, ἐνῷ θὰ μποροῦσαν νὰ κερδίσουν τὰ πάντα. Κατὰ μίαν στατιστικὴν 1200 κοπέλλες αὐτοκτονοῦν τὸν χρόνο, μόνον στὴν Ἀθήνα! 


Πόσα ἔπειτα ἀγόρια... Πόσοι καὶ πόσες σ’ ὅλη τὴν Ἑλλάδα!


Ὅλοι αὐτοὶ εἶναι θύματα τῆς ζωῆς χωρὶς Θεόν.... Τοὺς ἠθέλησεν ὁ Θεὸς ἀγγέλους καὶ αὐτοὶ γίνονται σκουλήκια, ποὺ σέρνονται καὶ γλύφουν τὸ βοῦρκο, τὴ σαπίλα.... Κρῖμα!


3. Φ ύ λ α κ ε ς,  γ ρ η γ ο ρ ε ι τ ε!


Αὐτὴ εἶναι ἡ ἁμαρτία, ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα. Ὕπουλη, προκλητική, ἀπατηλή, προδοτική. Ἁπλώνει τὰ δίχτυα της μὲ μαεστρίαν. Σ’ ὅλους, ἰδίως εἰς τοὺς νέους, ποὺ ἔχουν πολλὴν ὁρμήν, ἀλλὰ ὁλίγην πεῖραν.


Καὶ οἱ ταλαίπωροι παρασύρονται ἀπὸ τὴν λάμψιν της.


Θὰ ἤθελε σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας νὰ πῇ κάτι στοὺς νέους, ἀμφοτέρων τῶν φίλων.


Νέοι!  Μὴ παρασύρεσθε ἀπὸ τὰ ἐξωτερικά, ἀπὸ τὰ φανταχτερὰ θέλγητρα τῆς ἁμαρτίας. Πίσω ἀπὸ τὰ φῶτα τὰ πολλὰ, τὰ βαρύτιμα παραπετάσματα, τὶς μουσικὲς καὶ τὶς κοσμικὲς ἐμφανίσεις, κρύβονται πολλάκις δράματα μυστικὰ καὶ ἀφανέρωτα. Μὴ γοητεύεσθε σὰν τὴ φτωχὴ πεταλούδα, ποὺ τριγυρνάει διαρκῶς γύρω ἀπὸ τὴ φλόγα τῆς λαμπάδας, καὶ, στὸ τέλος, βρίσκει τὸν θάνατο. Ἡ ζωὴ εἶναι ἀγών. Μιὰ φορὰ ὁ καθένας μας τὸν κάνει.


Ἤ τὸν χάνομεν ἤ τὸν κερδίζομεν.  Καὶ τότε χάνομε ἤ κερδίζομεν τὸ πᾶν.... Ἀλήθεια, τὸ πᾶν!


Ἀγαπητοί,


 Εἶναι σὲ κάποια χώρα ἕνα μαῦρο πουλί, ποὺ τρώγει μόνον στρείδια.  Ψάχνει καὶ τὰ βρίσκει. Πῶς ὅμως νὰ τ’ ἀνοίξῃ; Ἄκουσε τί κάνει. Τὰ παίρνει στὰ νύχια του. Ἀνεβαίνει ψηλὰ καὶ κοιτάζει ποῦ ὑπάρχουν βράχοι. Ἀφήνει τότε τὰ στρεῖδια καὶ πέφτουν.  Χτυποῦν στὰ βράχια. Καὶ σπάζουν. Καὶ ἀνοίγουν.  Καὶ τὸ πουλὶ ἤσυχο τρώγει τὸ περιεχόμενο.  Καταλαβαίνεις τό νόημα. Ἡ ἁμαρτία εἶναι τὸ πουλί αὐτό.  Μᾶς παίρνει στὰ φτερὰ της καὶ πετᾶμε σὲ κόσμους ἀπατηλῆς εὐτυχίας. Καὶ ἔρχεται ἡ ὥρα ποὺ μᾶς ρίχνει ἀπὸ τὰ ὕψη τῶν φανταστικῶν κόσμων στὶς βραχώδεις ἐκτάσεις τῆς καταστροφῆς.... Καὶ γινόμεθα τότε τραγικὰ συντρίμμια.


Ἀδελφέ μου!  Ἀκούω τὸ φρικιαστικὸ πλατάγισμα τοῦ μαύρου αὐτοῦ πουλιοῦ. Πετάει γύρω μας. Πρόσεξε τί παραγγέλλει ὁ Θεός·


-Παιδί μου φυλάξου, πολύ, ἀπὸ τὸ μαῦρο πουλί.


Ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου


Μητροπολίτου Νικαίας


Λύχνος τοῖς ποσί μου


Λόγοι εἰς τὰ Εὐαγγέλια τῶν Κυριακῶν


Ἐκδόσεις Β΄


Ἀποστολική διακονία


τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος 

Στήν Εὐαγγελική περικοπή τῆς Κυριακῆς του Ἀσώτου

 π. Νικόλαος Λουδοβῖκος


Νομίζω πώς ἀπό τό σημερινό Εὐαγγέλιο μποροῦμε νά καταλάβουμε, μελετώντας προσεκτικά, πώς ἡ μόνη χαρά τοῦ ἀνθρώπου, ἡ μεγάλη χαρά, ἀπό τήν ὁποία πηγάζουν ὅλες οἱ χαρές, ἡ χαρά ἡ μόνη τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ὁ Θεός. Γι᾿ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία μας καταλάμπεται ἀπό αὐτήν τή χαρά.


Αὐτή ἡ χαρά δέν εἶναι μία χαρά κοινή, τοῦ Πάσχα, ἔχει καί τήν Μ. Παρασκευή προηγουμένως. Δέν εἶναι μιά κοινή εὐφορία, εἶναι ἡ χαρά τῆς μετανοίας.


Πρέπει νά προσέξουμε νά μήν κατανοοῦμε τή μετάνοια ψυχολογικά καί ἀτομιστικά μόνο. Ἡ μετάνοια δέν εἶναι μιά μεταβολή στήν αὐτογνωσία καί μόνο, πού μᾶς δίδαξαν οἱ δυτικοί Θεολόγοι μέ πρῶτο τόν Αὐγουστῖνο. Δέν εἶναι μόνο μιά μεταβολή στή γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας. Εἶναι κάτι πού ἀφορᾶ τήν ἴδια τήν ὕπαρξή μου, τήν ὀντολογία. Θά λέγαμε εἶναι κάτι πού ἀφορᾶ τό γεγονός, τό εἶναι, τήν ὕπαρξη, εἶναι κοινωνία.


Καί ἐγώ ἔχω ἐκπέσει τῆς κοινωνίας καί δέν ἔχω τό εἶναι μου. Δέν ἔχω τή ζωή, παρόλο πού φαίνεται πώς τήν ἔχω. Εἶναι τό αἴσθημα διά τοῦ ὁποίου ὁ ἄνθρωπος πραγματικά φαίνεται νά σταυροῦται τῷ κόσμῳ, φαίνεται νά ἀρνεῖται τήν κοινή εὐφορία τοῦ κόσμου, πλήν ὅμως αἰσθανόμενος ὅτι τό εἶναι, ἡ ζωή, ἐνεργεῖται πολύ βαθύτερα, πολύ πληρέστερα, ἀπ᾿ ὅτι ὁ κόσμος συνήθως μπορεῖ νά καταλάβει καί νά νιώσει.


Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος πραγματικά μέ τή μετάνοια ἀνήκει σέ ὅλους καί καταλαβαίνει τήν ἀληθινή ζωή μέ τό νά ἀνήκει σέ ὅλους καί νά μπορέσει νά προσφερθεῖ σέ ὅλους.


Τό νά μάθεις τήν τέχνη τοῦ νά προσφέρεσαι σέ ὅλους, τό νά μάθεις τήν ἁπλότητα τοῦ Θεοῦ, καί νά τό ποῦμε μέ ἄλλα λόγια, νά μάθεις πώς ὁ Θεός φανερά μετέδωσε τήν ἁπλότητα πρός ὅλους καί ἐνῶ ἐμεῖς ἔχουμε γίνει τόσο περίπλοκοι, ὁ καθένας, καθώς εἴμαστε κλεισμένοι -ἀκριβῶς γι᾿ αὐτό- στή φιλαυτία μας.


Ἡ μετάνοια εἶναι μιά μεγάλη καί ἰσόβια σπουδή, εἶναι μιά μεγάλη καί ἰσόβια χαρά. Τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ εἶναι μυστήριο τῆς ἀναστάσεως. Ὁ Σταυρός εἶναι ἡ μετάνοια. Εἶναι αὐτό πού βιώνουν καί λένε οἱ Πατέρες μας, ὅτι δηλαδή ὅλος ὁ κόσμος εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ καί μόνον διά τοῦ Θεοῦ ἀληθεύει.


Στή μετάνοια ξαναβρίσκουμε τά ἴχνη τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο. Μαθαίνομε τόν τρόπο αὐτῆς τῆς ἁπλότητος τοῦ εἶναι. Μαθαίνομε πώς τό εἶναι, ἐνεργεῖται, ὑπάρχει ὡς κοινωνία. Μαθαίνομε ὅτι ὅλοι εἴμαστε ἕνα. Καί μαθαίνομε ὅτι ἡ ζωή αὐτή τῆς ἑνότητος εἶναι ἡ ζωή τοῦ Θεοῦ τοῦ Ἴδιου καί μαθαίνομεν ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ αἴσθηση τοῦ Θεοῦ μέσῳ τῶν μυστηρίων.


Γι᾿ αὐτό ἡ Ἐκκλησία, βλέπετε, ἔβαλε αὐτά τά ἀναγνώσματα πρό τῆς Τεσσαρακοστῆς, γιατί εἶναι ἡ Σαρακοστή ἀκριβῶς μιά ἀφιέρωση, ἕνα ἀφιέρωμα τοῦ καθενός μας στόν Θεό.


Μέ τόν γλυκύ αὐτό καί ἁπαλό τρόπο εἶναι ἡ μετάνοια προσωπική.


Δέν εἶναι νομική ἡ μετάνοια, δέν εἶναι νομικισμός.


Εἶναι ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο καταλαβαίνουμε πραγματικά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ἀνοιγόμαστε καί ἐμεῖς στήν ἀγάπη αὐτήν.


Ἡ μετάνοια εἶναι ἕνα ἐρωτικό γεγονός.


Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς βλέπομε στό Εὐαγγέλιο σήμερα ὅτι ὁ μετανοῶν ἁμαρτωλός αὐτός ὁ ὁποῖος ἐσκόρπισε τίποτε ὀλιγώτερον ἀπό τήν οὐσίαν του -ἡ λέξη αὐτή «οὐσία» ἔχει πολλές σημασίες- ἐσκόρπισε τόν ἑαυτό του χωρίς οὐσία, θά μπορούσαμε νά ποῦμε. Ὅμως μέ τήν μετάνοια αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἔχει τόν «μόσχον τόν σιτευτόν», ἔχει ἕνα κομμάτι χαρᾶς, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, πού δέν μπορεῖ κανείς νά τοῦ τό πάρει.


Καί ὁ ἄλλος ἀδελφός, ὁ πρεσβύτερος, ἔχοντας τή σκληρότητα τήν νομική, δέν ἔχει «μόσχον σιτευτόν»! Οὐδέποτε, λέγει, ἔλαβα ἔρριφον! Τίποτε δέν ἔχω λάβει. Δέν ἔχω χαράν!!!


Πιστέψτε με ἡ μεγαλύτερη κατηγορία πού ἀπευθύνθηκε ποτέ στούς Χριστιανούς εἶναι αὐτή πού ἀπηύθυνε ὁ Νίτσε: ὅτι οἱ Χριστανοί δέν ἔχουν χαρά! Καί δέν ἐννοῶ αὐτή τήν τοῦ κόσμου, τά τραγούδια κτλ., ἐννοῶ αὐτήν τήν χαρά τήν ὁποία εἶχε ὁ ἄσωτος μέ τόν «μόσχον τόν σιτευτόν»! Ἐννοῶ τήν χαρά, ὅτι ἔλαβε μέρος στή Θεία Ζωή! Τήν ἔκπληξη, τήν ἀναπάντεχη αὐτήν, τήν ἐρωτική ἔκπληξη τοῦ προσώπου πού βρέθηκε μπροστά στό πέλαγος τῆς Θείας ἀγάπης, μέ τή μετάνοια.


Ἐνῶ ὁ ἄλλος, ὁ πλήρης ἐντολῶν καί τηρήσεων, ἦταν ἀδύνατον νά καταλάβει τόν θεῖο ἔρωτα. Λέγει κάπου ὁ π. Παϊσιος: Εἶναι πολύ παράξενο τό γεγονός αὐτό· τό πῶς κοσμικοί ἄνθρωποι ὅταν τούς πεῖς γιά τόν θεῖο ἔρωτα τόν καταλαβαίνουν, καί ἄνθρωποι χριστιανοί δέν καταλαβαίνουν τόν θεῖο ἔρωτα. Δέν ἔχει σπάσει μέσα τους κάτι, τό ἐγώ, δέν ἔχει βρεῖ τήν διέξοδό του πρός τήν ἀγάπη. Μπορεῖ νά εἶναι γεμάτοι ἀπό ἀρετές, ἀλλά καί τίς ἀρετές αὐτές τίς χρησιμοποιοῦν γιά νά θωρακίσουν τό ἐγώ τους. Δέν τίς χρησιμοποιοῦν ὡς ὁδούς, δέν τίς χρησιμοποιοῦν ὡς διοδεύσεις πρός τό μυστήριο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.


Λέγει κάπου ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής ὅτι «ἡ ἀρετή ἔστω διά τήν ἀλήθειαν». Οἱ ἀρετές εἶναι μέσα, δέν εἶναι αὐτοσκοποί, ὅπως εἶναι αὐτοσκοποί στή φιλοσοφική ἀρετή. Δέν εἶναι αὐτοσκοπός νά εἶμαι ἐλεήμων, ἀγαθός, φιλάνθρωπος. Εἶναι ἰδιώματα τοῦ Θεοῦ, πού γιά μένα εἶναι «ἄκτιστες ἐνέργειες», «ἄκτιστοι λόγοι» πού μέ ἱκανώνουν νά ζήσω ἐν τῷ Θεῷ.


Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὁ σκοπός, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ σκοπός. Δέν εἶναι τό νά εἶμαι ἐνάρετος ἁπλῶς· μπορεῖ νά σημαίνει μεγάλη φτώχεια ἡ ἀρετή, ὅταν συνοδεύεται μέ τό θανάσιμο αὐτό κλείσιμο. Τό κλείσιμο αὐτό σπάει ἀκριβῶς ἡ μετάνοια καί ὁδηγεῖ τό εἶναι ἐν κοινωνίᾳ μετά τοῦ Θεοῦ καί μέ ὅλη τήν κτίση. Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς πάντοτε οἱ Πατέρες μιλοῦν γιά τίς ἀρετές, συνδέοντάς τες πάντοτε, μέ τήν μετάνοια καί τήν ταπείνωση!


Ἡ θεοπτία εἶναι ἡ μετάνοια!


Ἡ κατάσταση τῆς αἰώνιας ζωῆς εἶναι μιά κατάσταση ἡ ὁποία ὁδοποιεῖται διά τῆς μετανοίας, ἀλλά ὄχι μέ τήν νομική αἴσθηση ἡ ἔννοια τῆς μετανοίας, ἀλλά μέ αὐτήν τήν ἐρωτική καί χαρμόσυνη αἴσθηση, ὅτι ὁ Θεός μέ ἀγαπάει καί ἐγώ εἶμαι ἀνάξιος τῆς ἀγάπης Του.


Καί ἔρχεται λοιπόν «ὁ μόσχος ὁ σιτευτός καί ὁ δακτύλιος καί τά καινούρια ροῦχα», καί ὅλα αὐτά τά ἐσχατολογικά, τά ἐνδύματα τά ὁποῖα ἐπιφυλάσσει ὁ Θεός σέ ἐκείνους πού μετανοοῦν. Καί παραδόξως οἱ ἄλλοι, αὐτοί πού ἔχουν τίς ἀρετές καί τίποτε ἄλλο, δέν ἔχουν αὐτή τή δυνατότητα.


Ἡ λογική αὐτή εἶναι παράξενη, θά ἔλεγα ὅτι εἶναι ἐρωτική λογική. Δέν ἐξηγεῖται ἀλλιῶς. Δέν νομίζω ὅτι μποροῦμε νά τό καταλάβουμε ἀλλιῶς.


Ἕνας ἄνθρωπος ἀκοινώνητος, γεμάτος ἀρετές, δέν ἔχει Θεό. Καί ἕνας ἄνθρωπος παναμαρτωλός γεμάτος μετάνοια εἶναι ὁ «ἄσωτος υἱός».


Αὐτό εἶναι χαρμόσυνο γιά ὅλους μας, γιατί ἀρετές μπορεῖ νά μήν ἔχουμε, ἔχουμε ὅμως ἁμαρτίες, ἔχουμε ἐλλείψεις, ἀλλά μποροῦμε νά ἔχουμε αὐτή τήν πνευματική τήν σταυροαναστάσιμη χαρά τῆς μετάνοιας. Αὐτό μᾶς δίνει κουράγιο στήν πνευματική ζωή. Αὐτό εἶναι μεγάλο πράγμα. Ἐκφράζει ἰσοβίως τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τήν ἔκπτωσή μας ἀπό τήν ἀγάπη αὐτή.


Αὐτό εἶναι πού σᾶς εὔχομαι νά κερδίσουμε: Νά δεχθοῦμε πραγματικά νά ἀγωνισθοῦμε νά σβήσουμε τή φιλαυτία καί νά κοιτάξουμε ὅλο τόν ἑαυτό μας, νά τόν «προσάξωμεν ὡς θυσία δοξολογική», ἔτσι ὅπως ὁ ἄσωτος ὁ ὁποῖος ἐπιστρέφει δοξολογώντας. Ἐνῶ ὁ ἄλλος, ὁ νομικός «ἄμεμπτος» ἀδελφός, «ὁ μεγάλος», ὁ «ἐνάρετος» ἁπλῶς καί μόνον, δέν μπορεῖ νά φθάσει στή θεοπτία, δέν ἔχει πνεῦμα Θεοῦ.


«Διά τήν ἀλήθειαν, λοιπόν, ἔστω ἡ ἀρετή»!


Οἱ ἀρετές εἶναι τόποι θεανθρώπινης ζωῆς, εἶναι τό Θεανθρώπινον τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο ὅταν τό ἀποκτήσουμε, τό πλησιάσουμε, μᾶς ὁδηγεῖ, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ, στήν ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Εἶναι χῶροι οἱ ἀρετές τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», ἔλεγεν ὁ ἅγιος Σεραφείμ. Καί διά τῶν ἀρετῶν ἐλπίζομεν πραγματικά, τά αἰώνια αὐτά χαρίσματα, τά ὁποῖα δέν εἶναι μακριά μας. Οὔτε ἡ θεοπτία εἶναι κάτι πού εἶναι πολύ μακριά ἀπό μᾶς.


Ἀπό τήν πρώτη στιγμή πού θά πεῖ κανείς «μετανοῶ», ἐσωτερικά, ἔχει πρώτου βαθμοῦ θεοπτία. Ἔχει μιά πρώτη θέα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ!


Εὔχομαι καλή Σαρακοστή ἀπό καρδίας σέ ὅλους καί ὅλες.

«Ὁ ἄνθρωπος ἔρχεται εἰς ἑαυτὸν»

 Ἀρχιμανδρίτης Ζαχαρίας Ζάχαρου


Ἡ Ἐκκλησία, προκειμένου νὰ μᾶς ἐνθαρρύνει στὴν πορεία τῆς ἀναγεννήσεώς μας, μᾶς δίδει τὴν εὐκαιρία νὰ μελετήσουμε τὴν παραβολὴ τοῦ ἀσώτου υἱοῦ λίγο πρὶν τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Πρόθεσή της εἶναι νὰ καταδείξει ὅτι, ὅσο σκληρὸς καὶ ἂν εἶναι ὁ ἀγώνας μας, ἡ ἀπόγνωση δὲν ἔχει θέση στὴν ἐν Χριστῷ ζωή. Ἔχουμε ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὸν οὐράνιο Πατέρα, ὁ Ὁποῖος μᾶς ἀναζητεῖ καὶ μᾶς ἀναμένει μὲ ἀνοιχτὲς ἀγκάλες. Ὄχι ἁπλῶς μᾶς παρακολουθεῖ ἀπὸ μακριά, ἀλλὰ σπεύδει ἀκόμη καὶ νὰ μᾶς συναντήσει, ἐπιποθώντας νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴ Βασιλεία Του.


Τέτοια εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ οὐράνιου Πατρός. Τὸ τροπάριο ποὺ ψάλλουμε στὴν ἀρχὴ τῆς ἀκολουθίας τῆς μοναχικῆς κουρᾶς εἶναι γνωστὸ ὡς «ἀγκάλας πατρικάς»: «Ἀγκάλας πατρικάς, διανοῖξαί μοι σπεῦσον, ἀσώτως τὸν ἐμὸν κατηνάλωσα βίον, εἰς πλοῦτον ἀδαπάνητον ἀφορῶν τῶν οἰκτιρμῶν Σου Σωτήρ. Νῦν πτωχεύουσαν, μὴ ὑπερίδης καρδίαν. Σοὶ γάρ, Κύριε, ἐν κατανύξει κραυγάζω, Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν Σου». Ὁ μοναχισμὸς ἀποτελεῖ φοβερὸ ἅλμα πίστεως, στὸ ἐπίμοχθο ἔργο τῆς μετανοίας. Ὡστόσο, ἀπὸ τὸ ξεκίνημα ἀκόμη ψάλλουμε τὸν τρυφερὸ αὐτὸ ὕμνο, ὡς ὑπενθύμιση ὅτι τίποτα δὲν εἶναι ἀδύνατον, ἐφόσον γευθήκαμε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.


Ἂς ἐξετάσουμε τὴν ἴδια τὴν παραβολή. Ὁ νεότερος γιὸς ἀπαιτεῖ ἀπὸ τὸν πατέρα του: «Πάτερ, δὸς μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας». Ὁ Θεὸς τρέφει ὕψιστο σεβασμὸ γιὰ τὴν ἐλευθερία τῶν τέκνων Του καὶ τοὺς ἀποδίδει ἀνεπιφύλακτα ὅσα ἰσχυρίζονται ὅτι τοὺς ἀνήκουν. Δὲν μᾶς ἐπιβάλλει νὰ Τὸν ἀγαπήσουμε, γιατί ὅποιο ἔργο ἀναλαμβάνεται μὲ ἐξαναγκασμὸ δὲν ἔχει καμία ἀξία στὴν αἰωνιότητα. Ἡ ἀγάπη καταξιώνεται, ὅταν προσφέρεται ἐλεύθερα ἀπὸ καρδιὰ γεμάτη μὲ πίστη, διαφορετικὰ ἀποδεικνύεται εὐτελής.


«Καὶ μετ’ οὐ πολλάς ἡμέρας συναγαγῶν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακρὰν καὶ ἐκεῖ διεσκόπρισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως». Ἐδῶ φαίνεται καθαρὰ ἡ δυναμική του κακοῦ. Μόλις ἀποδεχθοῦμε καὶ τὸν μηδαμινότερο κακὸ λογισμό, παραχωροῦμε στὸν ἐχθρὸ ἕνα μικρὸ ἄνοιγμα, γιὰ νὰ εἰσέλθει. Στὴ συνέχεια μᾶς παρασύρει ὁλοένα καὶ πιὸ κάτω, ἐνῶ ἡ δική μας ἀντίσταση διαρκῶς ἐξασθενεῖ. Κατὰ τὴν πατερικὴ διδασκαλία, πρέπει νὰ καταπνίγουμε τοὺς λογισμοὺς αὐτοὺς μόλις ἐμφανισθοῦν, διαφορετικὰ εἶναι ἀδύνατον νὰ λυτρωθοῦμε ἀπὸ αὐτοὺς χωρὶς τὴ μεσιτεία τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας. Μὲ τὸν τρόπο αὐτό, ἡ δύναμη τοῦ κακοῦ ἐπιφέροντας ραγδαία κατάπτωση μᾶς καταποντίζει στὸ ἀπύθμενο χάσμα τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς ἀπώλειας. Ἡ τρομακτικὴ μακρινὴ χώρα, ἀπ’ ὅπου ἀπουσιάζει ὁ Θεὸς ἀναφέρεται στὶς Γραφὲς ὡς ἅδης. Ὁποτεδήποτε ἐγκαταλείπουμε τὸν οἶκο τοῦ Πατέρα, ἀποξενωνόμαστε ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του. Ἔχοντας ἐκλάβει τὴν προστασία Του ὡς δεδομένη, τὴν ἀπορρίπτουμε καὶ ἐπιχειροῦμε ἕνα πολὺ μεγάλο ταξίδι, μακριὰ ἀπὸ τὸν ἐναγκαλισμὸ τῆς πατρικῆς ἀγάπης Του.


«Διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἐκδαπάνησε ἄσκοπα τὴν ἴδια του τὴν ὕπαρξη – τὴν οὐσία καὶ τὴν ὑπόστασή του. Ἀπέρριψε τὸ χάρισμα τῆς υἱοθεσίας. Ἐγκατέλειψε τὴν τιμὴ τῆς υἱότητας τοῦ ἑνὸς ἀληθινοῦ Πατέρα του καὶ κατάντησε ἄγριο θηρίο. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος παίρνει ἀψήφιστα τὴ χάρη ποὺ τοῦ ἀπένειμε ὁ οὐράνιος Πατέρας, τὰ χάνει ὅλα. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι θὰ ἦταν προτιμότερο νὰ μὴν εἶχε ἔλθει στὴ ζωὴ αὐτή, παρὰ νὰ ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὴν εὐδοκία τῆς θεϊκῆς εὐσπλαχνίας. Ὅπως διαβεβαιώνει ὁ Ψαλμωδός, τὸ ἔλεός Του εἶναι πολυτιμότερο ἀπὸ τὴ ζωή.


«Ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι». Δὲν ὑπάρχει τίποτα φοβερότερο ἀπὸ τὴν ξηρασία ποὺ ἐπακολουθεῖ τὴν ὑποχώρηση τῆς χάριτος. Τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μὲ τὸν πόνο τοῦ χωρισμοῦ ἀπὸ αὐτήν. Καὶ ὅταν ἡ ἀπομάκρυνσή της ὀφείλεται στὴν παράβαση καὶ στὴν ἀνυπακοὴ τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἀγωνία του κορυφώνεται καὶ αὐτὸς ἀρχίζει νὰ «ὑστερεῖται». Ὑποφέρει ἀπὸ πείνα καὶ δίψα, καὶ ἐνῶ παλαιότερα ἀπολάμβανε τὸν πατρικὸ ἐναγκαλισμό, τώρα βρίσκεται παγιδευμένος στὸν λιμὸ τῆς καρδιᾶς του καὶ μέσα στὸν τυραννικὸ κλοιὸ τοῦ θανάτου.


Ἡ μακρινὴ χώρα τοῦ λιμοῦ εἶναι ὁ κόσμος ποὺ μᾶς περιβάλλει· εἶναι ὁ κόσμος ὁ ὁποῖος ἀπέρριψε τὸν Θεὸ καὶ τὴ χάρη Του, καὶ οἱ κάτοικοί του ζοῦν μέσα σὲ βαθειὰ ἐρήμωση. Οἱ ἀποθῆκες καὶ οἱ τσέπες τους εἶναι ἴσως ἀσφυκτικὰ γεμάτες, ἀλλὰ οἱ ξηρὲς καρδιὲς τους πλήττονται ἀπὸ τὴ φοβερὴ δυστυχία τοῦ λιμοῦ. Καρδιὰ γεμάτη ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνενδεής, γιατί πλοῦτος της εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος. Ὁ ἄνθρωπος τότε ὑποφέρει τὴ φτώχεια μὲ χαρά, ἐκλαμβάνοντας ὅλες τὶς θλίψεις ὡς εὐκαιρίες ἀγαλλιάσεως ἐν Κυρίῳ. Ἡ ἀνέχεια μπορεῖ νὰ συγκεντρώσει τὴν προσοχὴ τοῦ ἀνθρώπου στὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε νὰ ἀπελευθερώσει μέσα του μεγάλη ἐνέργεια, ἱκανὴ νὰ τὸν στηρίξει σὲ κάθε μορφὴ ἀντιξοότητας. Ὅσο γιὰ τὴν κενὴ καρδιά, φαίνεται νὰ μὴν ὑπάρχει τέλος στὴ δυστυχία της.


Ὁ λιμὸς τῆς μακρινῆς ἐκείνης χώρας δὲν εἶναι ἁπλῶς ἡ πείνα μίας ἀποστεγνωμένης καὶ ἀπολιθωμένης καρδιᾶς ποὺ στερήθηκε τὴ χάρη. Ὁ ἀτυχὴς νέος, ἀφοῦ ἀπόλαυσε μεγάλη ἄνεση στὸν οἶκο τοῦ πατέρα του, ἀποστασιοποιήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὴ Βασιλεία τῆς ἀγάπης Του τόσο πολύ, ὥστε νὰ ἐξοικειωθεῖ μὲ τὸ ἀπόκοσμο βασίλειο τῶν δαιμόνων καὶ νὰ ὑποταχθεῖ στὰ καταχθόνια σχέδια τους. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀναλαμβάνει τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ σὲ συνεργασία μαζί Του γιὰ τὴν οἰκοδόμηση τῆς σωτηρίας του, εὔκολα οἱ δαίμονες τὸν θέτουν ὑπὸ τὸν ἔλεγχο καὶ τὴν ἐκδούλευσή τους. Τοῦ ἀναθέτουν νὰ βόσκει χοίρους, δηλαδὴ τὸν ὁδηγοῦν στὸ νὰ τροφοδοτεῖ τὴν ὀλέθρια φλόγα τῶν παθῶν. Καὶ ἡ μόνη ἀνταμοιβὴ βέβαια ἀπὸ τέτοιο ἔργο εἶναι ἡ κατάρα τοῦ θανάτου. Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἡ κατάρα ἐπερχόταν ὡς συνέπεια ἁμαρτίας ἀλλὰ καὶ ὡς ἐπακόλουθο ἀμέλειας στὴν ἐκπλήρωση τῶν ἔργων τοῦ Θεοῦ. Ὅπως μαρτυρεῖ ὁ προφήτης Ἱερεμίας: «Ἐπικατάρατος ὁ ποιῶν τὰ ἔργα τοῦ Κυρίου ἀμελῶς» (Ἱερ. 48, 10). Ἂν ὁ ἄνθρωπος ἐπιχειρήσει νὰ ἐπιτελέσει τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ μὲ μισή καρδιά, θὰ ἐπισύρει ἐπάνω του κατάρα, ἀκόμη καὶ ἂν ζεῖ μέσα στὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς μας εἶναι ὄντως ζηλωτὴς καὶ δὲν ἀνέχεται μερισμὸ στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν ἀρκεῖται σὲ ἕνα μικρότερο ἢ μεγαλύτερο μερίδιο. Ποθεῖ ὁλόκληρη τὴν καρδιὰ ὄχι ἀπὸ ἰδιοτέλεια, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὴν γεμίσει μὲ τὸ πλήρωμα τῆς θεϊκῆς ζωῆς Του.


Ὁ δυστυχὴς καὶ ἐπικατάρατος ἄσωτος υἱὸς «ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ». Ὁ στίχος αὐτὸς ρίχνει φῶς σὲ μία τρομακτικὴ πραγματικότητα. Ὅταν ὁ Θεὸς μᾶς ἐγκαταλείψει, τότε οἱ ἀνθρώπινες ἀλλὰ ἀκόμη καὶ οἱ ἀγγελικὲς δυνάμεις ἀδυνατοῦν νὰ μᾶς συνδράμουν. Φυσικὰ ὁ ἄνθρωπος ἑκούσια ἐγκαταλείπει τὴ θεϊκὴ Βασιλεία τῆς ζωῆς καὶ τοῦ φωτός, γιὰ νὰ προσχωρήσει στὸ ζοφερὸ βασίλειο τοῦ θανάτου. Ὑπόκειται ἔτσι στὴ δυναμική του κακοῦ καὶ δαπανᾶ ἐφεξῆς ὅλες τὶς δυνάμεις του μόνο γιὰ τὴν ἐπιβίωσή του. Καθὼς ὅμως ἀγωνίζεται νὰ ἐπιζήσει, καταποντίζεται ὅλο καὶ πιὸ βαθιὰ στὴν ἁμαρτία, ἐνῶ ἡ κατάρα ποὺ ἐπισύρει ἐπάνω του γίνεται δριμύτερη. Ὅσο περισσότερο ἐνδίδει στὰ πάθη, τόσο ἐπιτείνεται ἡ λιμοκτονία του ἀπὸ τὴν ἀπουσία τοῦ Θεοῦ. Ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου μένει ἀπαράκλητη ἀπὸ τὶς πρόσκαιρες ἡδονὲς τοῦ κόσμου τούτου. Μόνο ἡ ἄφθαρτη παρηγοριὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ τὴν ἱκανοποιήσει ἀληθινά.


Ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ πόσο ἔχει ἐξαχρειωθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἢ πόσο βαθιὰ ἔχει βυθισθεῖ στὴν ἄβυσσο τῆς κολάσεως, διατηρεῖ πάντοτε μέσα του κάποια εὐγένεια ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἀπαλειφθεῖ, δηλαδὴ τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία δημιουργήθηκε. Ὁ Θεὸς ἐμφύτευσε στὴν ὕπαρξή μας τὴ δυνατότητα τῆς μετάνοιας, ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ στρεφόμαστε πρὸς Αὐτὸν καὶ νὰ ἱκετεύουμε γιὰ τὴ συγχώρησή Του ὁποιαδήποτε στιγμὴ τῆς ζωῆς μας. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος «ἔρχεται εἰς ἑαυτόν», ἐξετάζει προσεκτικὰ τὴν καρδιά του καὶ στὴ συνέχεια καταφεύγει στὸν Θεὸ μὲ ὑπευθυνότητα, δηλαδὴ μὲ τὴν ἀλήθεια τῆς μετάνοιάς του. Τότε Ἐκεῖνος τοῦ ἀπονέμει μεγάλη τιμή, ἐκχέοντας πάνω του τοὺς ἀναζωογονητικοὺς καταρράκτες τοῦ ἐλέους Του. Ἔχοντας δημιουργήσει τὸν ἄνθρωπο κατὰ τὴν εἰκόνα καὶ τὴν ὁμοίωσή Του, ἐμφύσησε στὴ φύση του τὸν πόθο τῆς θεϊκῆς υἱοθεσίας, στὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς ἀποκρίνεται μὲ τοὺς εὐλογημένους καὶ σωτηριώδεις λόγους: «Πάντα τὰ ἐμά σὰ ἐστιν». Αὐτὸ σημαίνει: «Τὸ πλήρωμα τῆς ζωῆς μου, ὢ ἄνθρωπε, εἶναι τώρα δική σου ζωή». Ὅσα ἰδιώματα ἔχει ὁ Θεὸς ἐκ φύσεως τὰ ἀποδίδει δωρεὰν στὸν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος γίνεται κατὰ χάριν θεός.


Ἡ πείνα καὶ ἡ δίψα τοῦ ἀσώτου τὸν ὑποχρεώνουν σὲ βαθειὰ αὐτοεξέταση. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος συνέρχεται, ἀπαιτεῖται μεγάλη ἀνδρεία, προκειμένου νὰ ἐξετάσει τὴν καρδιά του καὶ νὰ ἔλθει ἀντιμέτωπος μὲ τὴν ἀληθινὴ καὶ ὀλέθρια πτωχεία ποὺ τὸν χαρακτηρίζει. Μόλις ὅμως ἀντιληφθεῖ καὶ ἐξομολογηθεῖ τὴν κατάστασή του, ὁ Θεὸς σπεύδει νὰ τοῦ συμπαρασταθεῖ. Τὸν φωτίζει, ὑποδεικνύοντάς του ποῦ ἀκριβῶς βρίσκεται. Μὲ τὴν παράδοξη αὐτὴ ὅραση, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ Γέροντας Σωφρόνιος, ὁ ἄνθρωπος δέχεται τὸν φωτισμὸ τοῦ Θεοῦ «ἐκ τῶν ὄπισθεν». Δὲν βλέπει τὸν Θεό, ἀλλὰ μᾶλλον ἀποκτᾶ ἐπίγνωση τῶν ἁμαρτημάτων του. Ἡ χάρη τοῦ ἀποκαλύπτει τὰ ὑστερήματά του. Συναισθάνεται τότε τὴν κόλαση στὴν ὁποία βρίσκεται, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀπουσιάζει ὁ Θεός, ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει, ὅταν μία ἀκτίνα φωτὸς ἀποκαλύπτει ξαφνικὰ τὴ σκόνη σὲ ἕνα σκοτεινὸ δωμάτιο. Ἡ ἐπίγνωση τῆς πνευματικῆς πτωχείας του προσδίδει στὸν ἄνθρωπο τὴν ἱκανότητα νὰ διακρίνει καὶ νὰ ἐπιδιώκει μόνο τὰ ἄφθαρτα καὶ θεϊκὰ πράγματα, ἐνῶ συγχρόνως τὸν κάνει ἱκανὸ νὰ περιφρονεῖ ὅλα τὰ φθαρτά τῆς πρόσκαιρης αὐτῆς ὑπάρξεως. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς σοφίας, ἐφόσον ἡ γνώση τῆς ἀληθινῆς μας καταστάσεως ἐμπνέει μέσα μας τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ (Ψαλμ. 110, 10).


Εἶναι ἐξέχουσα ἡ στιγμή, κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος «ἔρχεται εἰς ἑαυτόν». Οἱ ἡσυχαστὲς τοῦ δέκατου τέταρτου αἰώνα ἔκαναν συχνὴ χρήση τῆς φράσεως αὐτῆς, ποὺ ὑποδεικνύει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἡ ἁμαρτία, διαχέει τὸν νοῦ πρὸς τὸν ἐξωτερικὸ κόσμο. Ἄσωτος υἱὸς εἶναι, κατὰ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος, ὅταν ἀποχωρίζεται ἀπὸ τὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ, καθίσταται εἴτε θηριώδης εἴτε δαιμονιώδης. Τότε ἀρχίζει ἡ ζωὴ τῆς ἀσωτείας, ποὺ εἶναι ἀντίθετη πρὸς τὴ σωφροσύνη καὶ ποὺ προκαλεῖ τὴ διάσπαση καὶ τὴ διάχυση τοῦ νοῦ, τῶν αἰσθήσεων καὶ ὅλης τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Προκειμένου νὰ ἑνοποιηθεῖ ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου, ὁ νοῦς πρέπει νὰ ἑνωθεῖ καὶ πάλι μὲ τὴν καρδιὰ μὲ μία θεραπευτικὴ κίνηση πρὸς τὰ μέσα. Εἶναι ἀναγκαῖο νὰ κατεβεῖ καὶ νὰ ἀναπαυθεῖ στὴν καρδιά, ὥστε ἑνωμένος πάλι μὲ αὐτὴν νὰ μπορεῖ νὰ κυβερνᾶ ἀποτελεσματικὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξή του, συμπεριλαμβανομένου καὶ τοῦ σώματος, συγκεντρωθεῖ στὴν καρδιά, συντελεῖται μία τρίτη κίνηση, αὐτὴ τὴ φορὰ πρὸς τὸν Ἴδιο τὸν Θεό. Τὸ συνολικὸ σχῆμα ἔχει κυκλικὸ χαρακτήρα, σύμφωνα μὲ τοὺς ὅσιους ἡσυχαστές. Ἀφοῦ «διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ» στὸν ἐξωτερικὸ κόσμο (πρώτη κίνηση), ὁ ἄσωτος υἱὸς «ἔρχεται εἰς ἑαυτὸν» (δεύτερη κίνηση), οὕτως ὥστε νὰ κατευθύνει ὅλη τὴν ὕπαρξή του πρὸς τὸν ἐναγκαλισμὸ τοῦ Πατέρα (τρίτη κίνηση). Προκειμένου ὅμως ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐπανασυνδέσει τὸν νοῦ μὲ τὴν καρδιά του, πρέπει νὰ ἀντιταχθεῖ στὸ πλῆθος τῶν λογισμῶν ποὺ τοῦ ὑποβάλλει ὁ ἐχθρός. Οἱ περισσότεροι ἀπὸ αὐτοὺς ἔχουν τὴ ρίζα τους στὴν ὑπερηφάνεια. Ὡστόσο ἔχοντας ὁ ἄνθρωπος ἀνακαλύψει τὴν καρδιά του, ἀρχίζει νὰ ἐντοπίζει τὴν προέλευση τέτοιου εἴδους λογισμῶν καθὼς ἐπίσης καὶ τὸν σκοπό τους. Δὲν τὸν ἐξαπατοῦν οἱ λογισμοὶ πιὰ μὲ τὴν ἴδια εὐκολία ὅπως παλιά, γιατί μαθαίνει νὰ ἐπιτηρεῖ τὴν εἴσοδο τῆς καρδιᾶς του. Ὅταν τελικὰ καταφέρει νὰ ἐνοικήσει σὲ αὐτήν, τότε μόνο ταπεινοὶ διαλογισμοὶ θὰ ἀναφύονται στὸ ἔδαφός της, ποὺ θὰ τρέφουν καὶ θὰ ζωογονοῦν τὴν ὕπαρξή του.


Οἱ περισσότεροι ἀπὸ ἐμᾶς ζοῦμε δυστυχῶς ἔξω ἀπὸ τὴν καρδιά μας, καὶ ὁ νοῦς μας παραμένει σὲ διαρκῆ σύγχυση. Ὁρισμένοι καλοὶ λογισμοὶ ἀναδύονται κατὰ καιροὺς στὴν ἐπιφάνεια, ἀλλὰ οἱ σκέψεις μας στὴν πλειονότητά τους εἶναι ἐπιβλαβεῖς. Ὅσο ἐξακολουθοῦμε νὰ ἀγνοοῦμε τὴν καρδιά μας θὰ βρισκόμαστε ὑπὸ τὴν κυριαρχία τοῦ ὀλέθριου αὐτοῦ καθεστῶτος. Πρὸς τὸ τέλος ὅμως ὁ πόνος ἐντείνεται τόσο πολύ, ὥστε ἀνήμποροι νὰ τὸν ἀνεχθοῦμε ἀρχίζουμε νὰ ψάχνουμε τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς.


Ἐνθυμούμενος τὸ πατρικό του σπίτι ὁ ἄσωτος υἱὸς συνέρχεται καὶ ἀναλογίζεται: «Πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῶ ἀπόλλυμαι!» Ὅλοι ἔχουμε θαμμένες βαθιὰ μέσα μας ἀναμνήσεις ἀπὸ τὸν οἶκο τοῦ Πατρός, γιατί ἡ ψυχὴ μας διατηρεῖ παντοτινὰ τὰ ἴχνη τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, ὅταν ἐνδυθήκαμε τὸν Χριστό. Ἐπιπλέον, κάθε φορά ποὺ μετέχουμε στὰ Ἄχραντα Μυστήρια ἡ ὕπαρξή μας σημαδεύεται ἀνεξίτηλα ἀπὸ τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ. Στὴν καρδιὰ τοῦ ἀσώτου ἄλλη ταπεινὴ σκέψη ἀναδύεται τώρα: «Ἀναστάς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου …» Ἡ διαδικασία τῆς ἐνδότερης ἀναγεννήσεως ἔχει πιὰ ξεκινήσει, ἀφοῦ ἀποφάσισε νὰ ἀνασηκωθεῖ ἀπὸ τὴν πτώση του. Ἔχοντας ἀντικρίσει τὴν πραγματικότητα τῆς ἀπώλειάς του, ἐπιστρέφει πρὸς τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν Θεό. Ἀρχίζει ἡ δυναμικὴ ἐν Θεῷ αὔξησή του. Εἶναι ἕτοιμος νὰ φωτισθεῖ καὶ νὰ καθαρισθεῖ, ἀφοῦ ἄρχισε νὰ μιλᾶ μὲ εἰλικρίνεια στὸν Θεὸ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του. Οἱ προσευχὲς μιᾶς κατακερματισμένης διάνοιας δὲν ἔχουν οὔτε ἐνάργεια οὔτε βάθος, ἀλλὰ ὁ νοῦς ποὺ ἐπανασυνδέθηκε μὲ τὴν καρδιὰ ξεχειλίζει ἀπὸ ταπεινὴ προσευχὴ μὲ τέτοια δύναμη, ποὺ φθάνει στὰ ὦτα τοῦ Κυρίου Σαβαώθ. «Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν Σου». Ὁ ἄνθρωπος ἀνακαλύπτει τώρα τὴν ἰσχὺ τῆς ταπεινώσεως. Διαπιστώνει ὅτι ἡ μόνη ὀρθὴ στάση εἶναι νὰ ἀποδώσει ὅλη τὴ δόξα καὶ τὴν τιμὴ στὸν Θεό, ἐνῶ στὸν ἑαυτὸ του «τὴν αἰσχύνη τοῦ προσώπου» (Δανιὴλ 9, 7) ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν του. Καταθέτει ὅλη τὴν ἐμπιστοσύνη του στὸ ἔλεος τοῦ Πατρὸς καὶ ὄχι πιὰ στὸ διεφθαρμένο ἐγώ του, καὶ υἱοθετώντας τὴ στάση αὐτὴ τῆς καρδιᾶς ὁδηγεῖται σὲ ἀληθινὴ μετάνοια. Ὅπως διαβάζουμε σὲ μία ἀπὸ τὶς μεγάλες «εὐχὲς τῆς γονυκλισίας» κατὰ τὴν Πεντηκοστή: «Σοὶ μόνω ἁμαρτάνομεν, ἀλλὰ καὶ Σοὶ μόνω λατρεύομεν». Εἴμαστε ἁμαρτωλοὶ καὶ ἀνάξιοι τοῦ ἐλέους Του, ἀλλὰ ἔχουμε πλήρη πεποίθηση σὲ Ἐκεῖνον τὸν Ὁποῖο λατρεύουμε. Τὸ «ἀλλὰ» αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ λεχθεῖ χωρὶς πίστη, καὶ ἀκριβῶς ἡ πίστη αὐτὴ εἶναι ὁ βράχος πάνω στὸν ὁποῖο οἰκοδομοῦμε τὴν πνευματικὴ ζωή μας.


Ὁ ἄσωτος υἱός, στὴ συνέχεια, ταπεινώνεται ἀκόμη περισσότερο: «Οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου». Δὲν λέει «ἕνα τῶν ὑπηρετῶν σου». Οἱ ὑπηρέτες ἀνῆκαν γενικὰ στὴν οἰκογένεια τοῦ ἀφεντικοῦ τους καὶ περνοῦσαν τὴ ζωὴ τους μέσα στὸ οἰκιακὸ περιβάλλον. Ἀπεναντίας οἱ μισθωτοὶ ὑπηρέτες δὲν εἶχαν δικαίωμα νὰ μένουν στὸ σπίτι τοῦ ἀφεντικοῦ καὶ μποροῦσαν νὰ ἀπολυθοῦν ἀνὰ πάσαν στιγμήν. Ἔτσι ὁ ἄσωτος κρίνει ὅτι τοῦ ἁρμόζει νὰ τοποθετηθεῖ στὴν ἴδια τάξη μὲ τοὺς προσωρινοὺς ἐργάτες, τοὺς πιὸ ἀσήμαντους ὑπηρέτες. Σὲ ὅσους μετανοοῦν ἀληθινὰ εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὲς τέτοιες ταπεινὲς σκέψεις, καθεμιὰ ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἐκφράζει βαθύτερη ταπεινοφροσύνη ἀπὸ τὶς προηγούμενες. Τὸ πῦρ τῆς μετάνοιας βυθίζει τὸν ἄνθρωπο ποὺ μετανοεῖ στὴν ἄβυσσο τῆς μηδαμινότητάς του, ἀπ’ ὅπου μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ πάλι νὰ τὸν ἀνυψώσει. (Ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς ὑπέδειξε τὴν ὁδὸ αὐτή: προηγήθηκε ἡ κατάβασή Του στὸν Ἅδη, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἡ ἀνάβασή Του ὑπεράνω ὅλων τῶν οὐρανῶν). Ὅσο ταπεινώνεται ὁ ἄνθρωπος, τόσο κερδίζει σὲ σοφία, καλλιεργώντας ἀδιασάλευτη πίστη στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ γνωρίζοντας ὅτι Αὐτὸς θὰ τὸν ἀνυψώσει διαπαντὸς ἐν καιρῷ εὐθέτω (Α΄ Πέτρ. 5, 6). Ἀφότου ὁ ἄνθρωπος ἀνακαλύψει τὴν καρδιά του, μοναδική του μέριμνα εἶναι νὰ καλλιεργεῖ τέτοιους λογισμούς, ποὺ τὸν τοποθετοῦν στὴν καθοδικὴ πορεία τῆς μετάνοιας. Γνωρίζουμε ὅτι, ὅποιος φέρεται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, δὲν παύει νὰ μέμφεται τὸν ἑαυτό του. Μάλιστα ὅσο περισσότερο ὁδεύει πρὸς τὰ κάτω, ἀκολουθώντας τὸ ὑπόδειγμα τοῦ Χριστοῦ, τόσο ὑψηλότερα θὰ ἀνυψωθεῖ μαζί Του.


Ὅπως ἀκριβῶς ἡ ἐνέργεια τοῦ κακοῦ ὠθεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀπώλεια, ἔτσι καὶ ἡ ἐνέργεια τῆς θείας χάριτος τὸν μετασχηματίζει, ἂν αὐτὸς συμμορφώνει τὴ ζωή του μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέχεται τὴ σωτηρία, κάθε ταπεινὸς λογισμὸς γεννᾶ ἄλλον ταπεινότερο, ποὺ αἰχμαλωτίζει κάθε κακὴ σκέψη στὴν ὑπακοὴ τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ (Β΄ Κορ. 10, 15). Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἀνιστᾶ τὸν ἄνθρωπο στὴ δόξα τοῦ ἐναγκαλισμοῦ του ἀπὸ τὸν οὐράνιο Πατέρα καὶ τὸν ἀποκαθιστᾶ στὴν υἱοθεσία.


Ἡ μεγάλη ὀδύνη βοήθησε τὸν ἄσωτο υἱὸ νὰ βρεῖ τὴν καρδιά του. Μέσα ἀπὸ τὴ δυναμικὴ ἀλληλοδιαδοχὴ τῶν ταπεινῶν λογισμῶν ποὺ ἀναζωογονοῦν τὴν ψυχή του, ὁδηγήθηκε στὴν ἀνακάλυψη τοῦ πνευματικοῦ χώρου τῆς μετάνοιας. «Ἀναστάς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου». Τόσο μεγάλη εἶναι ἡ ἰσχὺς ἑνὸς ταπεινοῦ λογισμοῦ. Μὲ λίγες μόνο λέξεις ἡ Ἁγία Γραφὴ ἑστιάζει τὴν προσοχή μας στὴ μεγαλειώδη πραγματικότητα, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καὶ τὸν κεκρυμμένο σκοπὸ τῆς παραβολῆς αὐτῆς. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐπιστρέφει στὴν καρδιά του καὶ ἀρχίζει νὰ αὐξάνει μέσα του τὴ χάρη ταπεινώνοντας τὸν νοῦ του, ἀποκτᾶ ἀνδρεία λέοντος στὴ μετάνοιά του. Ἐπιπλέον ὁ αὐτοκαθορισμὸς του ἐνδυναμώνεται, ὥστε εἶναι ἕτοιμος νὰ ὑπομείνει ἀκόμη καὶ τὴν κάμινο τοῦ ἴδιου τοῦ ἅδη. Ὅπως καὶ ἂν διαμορφώνονται οἱ περιστάσεις τοῦ βίου του, εἶναι πιὰ ὁπλισμένος μὲ τέτοιο θάρρος καὶ τόση παρρησία, ποὺ προσφεύγει πάντοτε στὸν Θεὸ μὲ ἀκλόνητη ἑτοιμότητα γιὰ ἅλματα τῆς πίστεως.


«Ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ εὐσπλαγχνίσθη». Ποιὸς ἄλλος πατέρας ἐκτὸς ἀπὸ τὸν οὐράνιο ἔχει τὴν ἱκανότητα νὰ διακρίνει τόσο καθαρὰ καὶ ἀπὸ τόσο μακριά, ἀκόμη καὶ πίσω ἀπὸ τὰ βουνὰ τῶν ἁμαρτιῶν μας; Ἀληθινὰ καταπλήττει τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Θεὸς ἔφθασε ἀκόμη καὶ στὴν ἄβυσσο τῆς κολάσεως καὶ τῆς ἁμαρτίας γιὰ νὰ ἀναζητήσει τὰ ἴχνη τοῦ ἀνθρώπου. Πράγματι, ἡ ἐπισκοπή Του δὲν μᾶς ἐγκαταλείπει ποτέ. Μᾶς παρατηρεῖ καὶ καρτερεῖ ὑπομονετικὰ νὰ ἔλθουμε εἰς ἑαυτὸν καὶ τότε μόνο μᾶς ἀνιστᾶ στὸ ὕψος τῆς δικῆς Του δόξας.


Ὁ πατέρας «εὐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμών ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτὸν» (Λουκ. 15,  20). Τρέχει, πέφτει καὶ καταφιλεῖ: τρία ρήματα ποὺ μεταδίδουν μεγάλη δύναμη. Ὁ Θεὸς τρέχει νὰ συναντήσει τὸν ἄνθρωπο ποὺ μετανοεῖ, ὥστε νὰ τοῦ χορηγήσει τὴ δύναμη ποὺ ἀπαιτεῖται, γιὰ νὰ ὁλοκληρώσει τὴν καλὴ πρόθεση τῆς ἐπιστροφῆς του. Πέφτει στὸν τράχηλο τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ νὰ τὸν καταστήσει θεοφόρο, «ἄλογο» ποὺ ἔχει καβαλάρη τὸν Θεό. Τὸ Εὐαγγέλιο χρησιμοποιεῖ τὶς θαυμάσιες αὐτὲς εἰκόνες, γιὰ νὰ καταδείξει τὴν ἄπειρη ἀγάπη καὶ ταπείνωση τοῦ Θεοῦ. Τί Θεὸ ἔχουμε! Ἔχοντας ὑπερβεῖ τὸν θάνατο τῆς ἁμαρτίας, ταπεινώθηκε ἐνώπιόν μας ἀπὸ ἀγάπη. Χάρη στὴν ὑπερβάλλουσα ἀγάπη Του γίνεται ὑπηρέτης τοῦ ἀνθρώπου, συγκαταλέγοντας τὸν στὴ ζωὴ καὶ τὴ Βασιλεία Του. Ὁ Θεὸς ἐπιχέει τὰ ἐλέη Του πάνω στὸν ἄνθρωπο ποὺ μετανοεῖ σηματοδοτώντας μαζί Του τὸ προοίμιο τῆς αἰώνιας ζωῆς, ἡ ὁποία δὲν γνωρίζει οὔτε φθορὰ οὔτε τέλος. Καθὼς ὁ ἄνθρωπος γίνεται θεοφόρος, μεταβαίνει ἀπὸ δύναμη σὲ δύναμη, ἐνῶ ἡ ἀγαλλίασή του μεγαλώνει συνεχῶς ἀπὸ ἕνα πλήρωμα χαρᾶς σὲ ἄλλο ἀκόμη μεγαλύτερο.


Δὲν ἀργεῖ ὁ εὔσπλαγχνος πατέρας νὰ ἀκούσει τὰ λόγια τοῦ υἱοῦ του, καὶ ἀμέσως τὸν σφίγγει στὴν ἀγκαλιά του καὶ τὸν καταφιλεῖ. Ὁ πατέρας γνωρίζει τὴν ἀλλοίωση τῆς καρδιᾶς του καὶ μέσα στὴ χαρά του οὔτε κἄν ἀκούει τὴν ἐξομολόγησή του. Ποθεῖ τόσο φλογερὰ νὰ ἀποκαταστήσει τὸν μεταμελημένο γιό του, ὥστε διατάζει τοὺς ὑπηρέτες νὰ φέρουν τὴν πιὸ ἐκλεκτὴ στολή. Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς συμβαίνει, ὅταν στεκόμαστε μὲ μετάνοια ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ πενθοῦμε. Ὁ Θεὸς μᾶς συγχωρεῖ, πρὶν ἀκόμη νὰ τὸ καταλάβουμε. Ἀλλὰ ἂς μὴν ξεχνοῦμε ὅτι ἡ ἀλήθεια τῆς μετάνοιάς μας ἐπισφραγίζεται, μόνο ὅταν ἐξομολογούμαστε τὶς ἁμαρτίες μας ἐνώπιον ἑνὸς «ὁμοιοπαθοῦς» ἀνθρώπου (Πράξ. 14, 15), ἑνὸς ἱερέα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.


Ὁ πατέρας, ὅταν ἀγκαλιάζει τὸν υἱό του, τοῦ μεταδίδει τὴν ἴδια τὴ ζωή του καὶ τοῦ προσφέρει ὅλα τὰ πλούτη του, ὅπως ἀκριβῶς θὰ ἔκανε, ἂν ἐκεῖνος δὲν εἶχε ἐγκαταλείψει ποτὲ τὴν πατρικὴ ἑστία. Θεωρώντας τὰ ἁμαρτήματά του ὡς ἐλάχιστα ἴχνη σκόνης πάνω σὲ ἕναν καθρέφτη τὰ ἐξαλείφει ὅλα, ἀφήνοντας τὴ γυάλινη ἐπιφάνεια ὁλοκάθαρη, ὅπως ἦταν στὴν ἀρχή. «Ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην …» Ὁ πατέρας τὸν ἐνδύει μὲ τὴν περιβολὴ τῆς τιμῆς καὶ τῆς δόξας καὶ τοῦ φορεῖ δαχτυλίδι στὸ χέρι καὶ ὑποδήματα στὰ πόδια. Σύμφωνα μὲ τοὺς Πατέρες ἡ ἐνδυμασία δηλώνει τὴν τιμὴ τῆς υἱοθεσίας. Τὸ δαχτυλίδι συμβολίζει τὴ δύναμη ποὺ τοῦ παρέχεται, ὥστε νὰ ζήσει στὸ ἑξῆς ἀναμάρτητη ζωή, ἑνωμένος μὲ τὸν Θεὸ καὶ τηρώντας τὶς ἐντολές Του. Ἐπιπλέον, στὰ ἀρχαῖα χρόνια, ὅταν κάποιος ἔδιδε τὸ δαχτυλίδι του σὲ κάποιον ἄλλο, σήμαινε ὅτι τοῦ μεταβίβαζε τὴν ἐξουσία του. Αὐτὸ ἀκριβῶς κάνει καὶ ὁ Θεὸς κατὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Τοῦ παραδίδει τὴν ἐξουσία τοῦ κληρονόμου τῆς ἴδιας τῆς ζωή Του. Τὰ ὑποδήματα ἀποτελοῦν ἐπίσης σύμβολο υἱοθεσίας. Μόνο οἱ ὑπηρέτες περπατοῦσαν ἀνυπόδητοι, ἐνῶ τὰ ὑποδήματα συνιστοῦσαν τὸ διακριτικὸ σημεῖο ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου.


«Ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν». Ὁ πατέρας, γεμάτος ἀγαλλίαση, ἑτοιμάζει λαμπρὴ ἑορτὴ γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ υἱοῦ του. Ὅπως βεβαιώνει ὁ Κύριος: «Χαρὰ γίνεται ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ ἐπὶ ἐνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι». Πράγματι, ζοῦμε στὴ γῆ μεταξὺ δύο κόσμων: Καταυγαζόμαστε ἀπὸ τὶς ἀκτίνες φωτὸς τῆς ἐπουράνιας Βασιλείας καὶ ἀπειλούμαστε ἀπὸ τὶς ζοφερὲς σκιὲς τοῦ Ἅδη. Ἀνάλογα μὲ τὴν ἐλεύθερη ἐπιλογή μας νὰ ἀσπασθοῦμε εἴτε τὸν ἕνα κόσμο εἴτε τὸν ἄλλο, ἡ στιγμὴ τῆς διαβάσεώς μας θὰ ἀποδειχθεῖ πύλη εἰσόδου στὴν αἰώνια μακαριότητα ἢ στὸ τυραννικὸ σκότος τοῦ ἴδιου τοῦ παραλογισμοῦ μας. Ὁ οὐράνιος Πατέρας ὅμως ἔχει μία μόνο σκέψη: «Οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε καὶ ἀπολωλὸς ἦν καὶ εὑρέθη». Ἡ χαρά τοῦ οὐρανίου Πατρὸς εἶναι ἀνεκλάλητη, γιατί ἀνεξάντλητη εἶναι καὶ ἡ δίψα Του γιὰ τὴ σωτηρία μας! Στὴν οὐσία εἶναι ὁ δικός Του σφοδρὸς πόθος γιὰ τὴν ἐπιστροφή μας ποὺ ἀπεργάζεται τὴ δική μας μετάνοια.


Ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ ἀσώτου υἱοῦ δὲν χαροποίησε, ὡστόσο, τὸν μεγαλύτερο ἀδελφό του, ὁ ὁποῖος ἐργαζόταν στοὺς ἀγρούς, ἔξω ἀπὸ τὴν πατρικὴ οἰκία. Αὐτὸς ἐκπροσωπεῖ τοὺς Φαρισαίους, οἱ ὁποῖοι ποτὲ δὲν ὑποδέχονταν μὲ χαρὰ τὴ μεταμέλεια ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ, θεωρώντας ὅτι τοῦ ἀξίζει ἡ κόλαση. Ἐμπιστεύονταν μόνο τὴ δική τους δικαιοσύνη, ἀλλὰ μὲ τὴν αὐτοδικαίωση αὐτὴ ἀποδεικνύεται ὅτι βρίσκονταν στοὺς ἀγρούς, δηλαδὴ ἔξω ἀπὸ τὸν οἶκο τῆς καρδιᾶς τους. Εἶχαν τὴν πίστη ὅτι ἀνήκουν στὸν Θεό, ὅπως ὁ μεγάλος γιὸς τῆς παραβολῆς, χωρὶς νὰ ἐννοοῦν ὅτι στὴν πραγματικότητα δὲν εἶχαν δώσει ποτὲ τὴν καρδιά τους στὸν ἐπουράνιο Πατέρα. Δὲν εἶχαν καμιὰ γνώση τοῦ Θεοῦ οὔτε ἦλθαν ποτὲ σὲ κοινωνία μὲ τὸ Πνεῦμα Του. Ἔτρεφαν μᾶλλον τὴν πεποίθηση ὅτι ἡ τυπικὴ ἀπὸ μέρους τους τήρηση τοῦ Νόμου θὰ ὑποχρέωνε κατὰ κάποιον τρόπο τὸν Θεὸ νὰ τοὺς ἀποδώσει τὴ σωτηρία.


«Καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τὴ οἰκία, ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν, καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί ἄν εἴη ταῦτα». Ἐπειδὴ ἦταν ἀδύνατον νὰ ἐννοήσει ὁ μεγάλος γιὸς τί συνέβαινε, ἀναγκάσθηκε νὰ ρωτήσει ἕναν ὑπηρέτη, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν πληροφόρησε: «Ὁ ἀδελφός σου ἤκει καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν». Ἐκεῖνος τότε, ὑπὸ τὸ κράτος τῆς ἐγωιστικῆς ἠθικῆς του, ὀργίσθηκε καὶ ἀντέδρασε ὡς ἀκάρδιος ἢ μᾶλλον ὡς λιθοκάρδιος. Ἀρνήθηκε νὰ μπεῖ στὸ σπίτι σὰν νὰ δήλωνε στὸν Θεό: «Ἂν ὑποδέχεσαι ἁμαρτωλοὺς στὴ Βασιλεία σου, ἐγὼ προτιμῶ νὰ μείνω ἔξω». Δυστυχῶς ἡ στάση αὐτὴ χαρακτηρίζει πολλοὺς χριστιανούς. Λίγοι ἀπὸ μᾶς χαιρόμαστε ἀληθινὰ γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ ἑνὸς ἀδελφοῦ ποὺ ἔζησε ἁμαρτωλὴ ζωὴ καὶ πολὺ συχνὰ μάλιστα ἀντιμετωπίζουμε μὲ δυσφορία τὴν πνευματική του σταθερότητα καὶ πρόοδο.


«Ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθών παρεκάλει αὐτόν». Ὅπως ἀκριβῶς ὁ πατέρας ἔσπευσε νωρίτερα νὰ προϋπαντήσει τὸν ἄσωτο γιό του, ἔτσι ἐξέρχεται τώρα νὰ συναντήσει καὶ τὸν μεγάλο γιό του. Ὁ Θεὸς ταπεινώνεται μπροστὰ στὸ καθένα ἀπὸ τὰ τέκνα Του, προκειμένου νὰ τὰ ὁδηγήσει ὅλα κοντά Του. Πόσοι ἀπὸ μᾶς ὅμως ἀρνούμαστε νὰ συμμετάσχουμε στὴ χαρὰ τοῦ ἐπουράνιου Πατέρα μας! Ἀντιλέγουμε μὲ ἀλαζονικὴ ἀναισθησία: «Ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ». Ἡ ἀπάντηση αὐτὴ δείχνει ὅτι ἡ σχέση μας μὲ τὸν οὐράνιο Πατέρα μας δὲν ἀποτελεῖ σύνδεσμο ἀληθινῆς ἀγάπης. Ἂν ὅμως δὲν συνδεόμαστε μὲ τὸν Χριστὸ μὲ ταπεινὴ ἀγάπη, ἀπέχουμε πάρα πολὺ ἀπὸ τὴν τελειότητα καὶ ἡ σωτηρία μας εἶναι ἀβέβαιη. Τὰ λόγια τοῦ μεγάλου γιοῦ συνιστοῦν σαφῆ ἔνδειξη ὅτι ἡ καρδιὰ του στερεῖται τοῦ «ἅλατος» τῆς ἀγάπης. Συνεχίζει τὸν λόγο μὲ ἀκόμη ἐντονότερη πικρία: «Ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν». Πόση ἀγανάκτηση αἰσθάνεται ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του! Τὸν κατηγορεῖ, καταδικάζοντάς τον γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, ἀνίκανος νὰ διακρίνει τὴ μεταμόρφωση ποὺ ἐπῆλθε στὴν ψυχή του.


Τότε ὁ εὔσπλαχνος πατέρας, μέσα στὴν ἄφατη ἀγαθότητά Του, ἀποκρίνεται: «Τέκνον, σύ πάντοτε μετ’ ἐμοῦ εἰ, καὶ πάντα τὰ ἐμά σὰ ἐστιν;». Αὐτὴ εἶναι ἴσως ἡ πιὸ συγκινητικὴ ρήση σὲ ὅλη τὴν παραβολή. Ὁ πατέρας κατακλύζεται ἀπὸ τὸν πόθο νὰ θεραπεύσει τὸν φθόνο τοῦ γιοῦ του καὶ τοῦ θέτει τὸν προβληματισμό: «Σὲ σένα ἔχω δώσει ἤδη ὅλη μου τὴν περιουσία. Γιατί φθονεῖς τὸν ἀδελφό σου; Τὸ μόνο πού σοῦ ζητῶ εἶναι νὰ μὲ ἀγαπᾶς ὡς γιός μου». Ἂν ἡ καρδιὰ τοῦ μεγαλύτερου υἱοῦ ἦταν ἑνωμένη μὲ τὴν καρδιὰ τοῦ πατέρα του, τότε ἡ χαρὰ τοῦ πατέρα θὰ ἦταν καὶ δική του χαρά. Ἡ δόξα τοῦ ἀδελφοῦ του θὰ ἦταν καὶ δική του δόξα, ὅπως ἀκριβῶς τὸ φῶς ἑνὸς κεριοῦ δὲν ἐλαττώνεται, ὅταν ἀνάβονται ἀπὸ αὐτὸ ἄλλα κεριά. Ὅταν ἀποδεικνύουμε στὸν Θεὸ ὅτι Τὸν ἀγαπᾶμε ὡς ἀληθινοὶ υἱοί, γινόμαστε ἱκανοὶ νὰ λάβουμε ὅλα ὅσα εἶναι δικά Του, τὴν ἴδια τὴ ζωή Του καὶ ὅλο τὸν ἀκένωτο πλοῦτο τῶν χαρισμάτων Του.


Οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου, διατυπωμένοι μὲ ἐξαιρετικὴ εὐγένεια, φανερώνουν τὸν σφοδρὸ πόθο Του νὰ μᾶς θεραπεύσει ἀπὸ τὴ μικροπρέπεια τῆς ζηλοτυπίας. Σὲ ἄλλο σημεῖο τοῦ Εὐαγγελίου, μετὰ τὴν Ἀνάστασή του Κυρίου, ὁ Πέτρος ζητεῖ νὰ ἐνημερωθεῖ γιὰ τὸν Ἰωάννη. Εἶχε δεῖ τὸν ἀγαπημένο μαθητὴ νὰ γέρνει στὸ στέρνο τοῦ Κυρίου κατὰ τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο καὶ διατήρησε τὴν εἰκόνα αὐτὴ στὴ μνήμη του. Νιώθοντας ὁ ἴδιος μεγάλη ντροπὴ γιὰ τὴ δική του προδοσία, ρωτᾶ τὸν Χριστό: «Οὗτος δὲ [ὁ Ἰωάννης] τί;» Καὶ ὁ Κύριος ἀποκρίνεται: «Ἐὰν αὐτὸν θέλω μένειν ἕως ἔρχομαι, τί πρὸς σέ; Σὺ ἀκολούθει μοι» (Ἰωάν. 21, 22). Μὲ ἄλλα λόγια, δὲν πρέπει νὰ μᾶς ἀπασχολεῖ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς συμπεριφέρεται στοὺς συνανθρώπους μας. Σκοπὸς καὶ χρέος μας εἶναι νὰ Τὸν ἀκολουθοῦμε μὲ πίστη καὶ ἀφοσίωση, ὥστε νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ ἀκούσουμε τὸν μακάριο λόγο: «Πάντα τὰ ἐμά σά ἐστι». Καὶ πραγματικά, ὅταν ἡ καρδιὰ μας ἀνήκει στὸν Θεό, δὲν ὑστεροῦμε σὲ τίποτα, ἀφοῦ ὅ,τι δωρίζει στοὺς ἀδελφούς μας ἀποτελεῖ συγχρόνως καὶ δικό μας χάρισμα.


«Εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλῶς ἦν καὶ εὑρέθη». Ἂν ἀκολουθοῦμε τὰ ἴχνη τοῦ Κυρίου μὲ πιστότητα, ἡ σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων θὰ εἶναι ἡ μόνη μας ἐπιθυμία. Τότε καὶ ἡ δική μας σωτηρία θὰ ἀποτελεῖ φυσικὸ ἐπακόλουθο, ἐφόσον ἡ ἐπιθυμία μας θὰ εἶναι ἀδιάρρηκτα συνδεδεμένη μὲ τὸν πόθο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου. Γνώρισα ἕναν μοναχὸ ποὺ προσευχόταν γιὰ πολὺ καιρό: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, σῶσε ὅλο τὸν κόσμο, καὶ μένα». Μὲ ἄλλα λόγια: «Κύριε, παράλαβε ὅλους τούς ἀνθρώπους στὸν Παράδεισο, καὶ ἴσως τότε ὑπάρξει καὶ γιὰ μένα κάποια ἐλπίδα».


Ὅταν ἀκολουθοῦμε τὸν Κύριο, μοναδική μας μέριμνα εἶναι νὰ Τὸν εὐαρεστοῦμε καὶ νὰ Τοῦ ἀποδίδουμε εὐχαριστία σὲ ὅ,τι κάνουμε. Προηγουμένως ὅμως εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἀποκτήσουμε αὐθεντικὴ σχέση μαζί Του, καλλιεργώντας τὴν ταπείνωση τοῦ τελώνη καὶ τὴν ἀποφασιστικὴ μετάνοια τοῦ ἀσώτου υἱοῦ. Ὁ Θεὸς δημιούργησε κάθε ἄνθρωπο μὲ τέτοιον τρόπο, ὥστε ὁ ἰδιαίτερος καὶ μοναδικὸς σύνδεσμός του μὲ τὸν Δημιουργό του νὰ τὸν ὁλοκληρώνει καὶ νὰ τὸν τελειοποιεῖ. Ἔτσι ἀποτελεῖ ὕψιστη ἀποστολὴ καὶ σκοπό μας ἡ δημιουργία ἰσχυρῆς σχέσεως μὲ τὸν Χριστὸ καὶ ὁ ἀδιάλειπτος διάλογος μαζί Του. Τότε ὅλες οἱ ἀνθρώπινες σχέσεις μας θὰ ἀντλοῦν δύναμη ἀπὸ τὸν σύνδεσμό μας μὲ τὸν Θεὸ καὶ θὰ ἀρχίσουμε νὰ ἀντιλαμβανόμαστε τὰ πάντα, κάθε στοιχεῖο τοῦ κτιστοῦ κόσμου, στὸ φῶς τῆς σχέσεως αὐτῆς. Ἂν ἡ βελτίωση τῆς σχέσεώς μας μαζί Του καταστεῖ ἡ μοναδικὴ φροντίδα μας, τότε βαθειὰ μετάνοια θὰ ἐκπηγάσει ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ εἶναι μας. Ὅσο περισσότερο αὐξανόμαστε ἐν Χριστῷ, τόσο ἐναργέστερα θὰ προβάλλει μπροστὰ μας ἡ πτωχεία μας ἀνανεώνοντας διαρκῶς τὴν ἔμπνευσή μας. Δὲν θὰ φοβόμαστε τίποτα, γιατί τίποτα δὲν θὰ εἶναι ἱκανὸ νὰ μᾶς χωρίσει ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του.


Ἡ σχέση ποὺ οἰκοδομήσαμε μὲ τὸν Σωτήρα μας στὴ ζωὴ αὐτὴ θὰ συνεχισθεῖ καὶ στὸν μέλλοντα κόσμο. Θὰ κριθοῦμε ἀνάλογα μὲ τὴν ἀγάπη μας καὶ σύμφωνα μὲ κάθε λόγο τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶναι ἀποθησαυρισμένος στὸ Εὐαγγέλιο. Ὅπως ἀκριβῶς ὁ Κύριος μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του ἔθεσε στὸν Πέτρο τὸ ἐρώτημα: «Φιλεῖς με;», τὸ ἴδιο ἐρώτημα θὰ θέσει στὸν καθένα ἀπὸ μᾶς στὸν μέλλοντα αἰώνα: «Καὶ σύ, φιλεῖς μέ;» Καὶ ἐμεῖς θὰ ἀπαντήσουμε: «Ναί, Κύριε, Σὺ γνωρίζεις ὅτι φιλῶ Σε». Ὁ δυναμισμὸς ὅμως καὶ ἡ παρρησία τῆς ἀποκρίσεώς μας θὰ ἐξαρτηθοῦν ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ τὸ βάθος τοῦ συνδέσμου μας μὲ τὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ὅποια στάση υἱοθετήσουμε στὴ ζωὴ αὐτὴ θὰ συνεχισθεῖ καὶ μετὰ τὸ μνῆμα, γεγονὸς ποὺ γίνεται σαφὲς στὴν εὐαγγελικὴ ἀφήγηση περὶ τῆς κρίσεως τῶν δικαίων. «Κύριε, πότε πράξαμε κάτι καλὸ πάνω στὴ γῆ; Σὲ Σένα πρέπει δόξα, σὲ μᾶς αἰσχύνη» (Ματθ. 25, 37-39) εἶναι ἡ ταπεινὴ σκέψη ποὺ προφέρουν οἱ δίκαιοι ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ καὶ ἡ ὁποία ἔθρεψε τὴ μετάνοιά τους στὴ ζωὴ αὐτή. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ὀφείλουμε καὶ ἐμεῖς νὰ μαθητεύσουμε στὴ στάση αὐτὴ τῆς ταπεινώσεως ἀπὸ τώρα, ὥστε νὰ ἀξιωθοῦμε τῆς αἰώνιας ζωῆς μὲ τὸν Κύριο. Ἡ ἀλαζονεία καὶ ἡ αὐτοδικαίωση δὲν ἔχουν θέση στὴ ζωή Του, μποροῦν ὅμως νὰ μᾶς συνοδεύσουν τραγικὰ στὴν αἰωνιότητα, καταδικάζοντάς μας σὲ αἰώνιο χωρισμὸ ἀπὸ Αὐτόν.


Γιὰ μᾶς Παράδεισος εἶναι ὁ Χριστός. Ὁ ἅγιος Σιλουανὸς διαβεβαιώνει: «Ἂν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι μετανοοῦσαν καὶ τηροῦσαν τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ὁ παράδεισος θὰ ἦταν στὴ γῆ, γιατί ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ἡμῶν ἐστιν. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι τὸ ἴδιο στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ». Ὁ Παράδεισος ἀρχίζει στὴ γῆ μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀδελφούς μας. Ἐδῶ ἔγκειται ὅλος ὁ πλοῦτος τῆς αἰώνιας ζωῆς, γιατί ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε, γιὰ νὰ μεγαλύνει τὸν Θεὸ ἀποδίδοντάς Του αἰώνια δόξα. Ἐκεῖνος πάλι ἀγάλλεται μὲ τὴν ἐπιστροφὴ τῆς δόξας αὐτῆς στὴν εἰκόνα Του, τὸν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος τότε ἀπονέμει ἀκόμη μεγαλύτερο αἶνο στὸν Δημιουργό του. Ἔτσι εἰσχωροῦμε στὴν ἀέναη αὐτὴ ἀνακύκλωση τῆς ἀγάπης καὶ τῆς δοξολογίας. Ἡ «κατὰ Θεὸν αὔξηση» συνιστᾶ τὴν ἀληθινὴ πραγμάτωση τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος κλήθηκε νὰ ὁμοιωθεῖ μὲ τὸν Ἴδιο τὸν Θεό.


Ἀπό τό βιβλίο, Πιστοὶ στὴ διαθήκη τῆς Ἀγάπης,


ἔκδ. Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Ἐσσεξ Ἀγγλίας 2012