Δευτέρα 21 Απριλίου 2025

Ὠδὴ γ´ Κανόνα με Καταβασία Άγιον Πάσχα

Ὠδὴ α´ Κανόνα με Καταβασία Άγιον Πάσχα

«Ἀναστάσεως ἡμέρα καὶ λαμπρυνθῶμεν τῇ πανηγύρει»

 Ἁγίου Ἀμφιλοχίου, Ἐπισκόπου Ἰκονίου








Ἡμέρα χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης σήμερα, ἀγαπητοί. Ἡμέρα ἀγαλλιάσεως καὶ σωτηρίας, ἡμέρα φωτισμοῦ καὶ ἁγιασμοῦ, ἡμέρα εἰρήνης καὶ καταλλαγῆς· ἡμέρα ἀναπλάσεως καὶ ἀνακαινισμοῦ τῶν ψυχῶν μας, ἡμέρα πραγματικὰ μεγάλη καὶ θαυμαστή, ἡμέρα ἐπιφανής. Αὐτὴ τὴν ἡμέρα μᾶς συνανέστησε ὁ Χριστός μας, ἐμᾶς ποὺ εἴχαμε πέσει στὴν ἁμαρτία. Αὐτὴ τὴν ἡμέρα μᾶς συνεζωοποίησε ὁ Χριστός, ἐμᾶς ποὺ εἴχαμε νεκρωθεῖ ἀπὸ τὰ παραπτώματά μας. Αὐτὴ τὴν ἡμέρα μᾶς ἄνοιξε τὸν Παράδεισο, γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε τὸ ξύλο τῆς Ζωῆς. Δηλαδή, τὸ Τίμιο καὶ ζωοποιὸ σῶμα του καὶ αἷμα του, διὰ τοῦ ὁποίου ἐξαγνιζόμεθα καὶ ἁγιαζόμεθα καὶ φωτιζόμεθα καὶ ἀνακαινιζόμεθα…








Διότι ὁ Χριστὸς ἔδωσε τὸν ἑαυτὸ του λύτρο γιὰ ὅλους μας καὶ μᾶς ὁδήγησε ἀπὸ τὸ θάνατο στὴ ζωή, ἀπὸ τὸ σκοτάδι στὸ φῶς, ἀπὸ τὴν δουλεία στὴν ἐλευθερία, ἀπὸ τὴν ἔχθρα στὴ γνήσια φιλία. Μᾶς ἐξαγόρασε ὁ Χριστός μας ἀπὸ τὴν κατάρα καὶ τὴν ἁμαρτία, ἀφοῦ ἔγινε γιὰ μᾶς κατάρα, κι ἔτσι μποροῦμε νὰ ἀπολαύσουμε τὴν υἱοθεσία, γιὰ νὰ μὴν εἴμεθα πλέον δοῦλοι, ἀλλὰ ἐλεύθεροι, νὰ μὴν εἴμεθα ἐμπαθεῖς, ἀλλὰ ἀπαθεῖς, νὰ μὴν εἴμεθα φιλοκόσμοι, ἀλλὰ φιλόθεοι. Νὰ μὴν πορευόμεθα σαρκικὰ ἀλλὰ πνευματικά.








Ὁ Χριστός μας, ἀγαπητοί, μᾶς ἐδόξασε «ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ». Ἐμεῖς τί θὰ ἀνταποδώσουμε στὸν Κύριό μας γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ ὁποῖα μᾶς χάρισε; Τί θὰ τοῦ προσφέρουμε ἴσο πρὸς τὴν ὑπερβάλλουσα δωρεά του καὶ τὴ χάρη του;…








Ἂς τὸν εὐχαριστήσουμε, ἀγαπητοί, καὶ ἂς προσπέσουμε στὸν Κύριό μας. Ἂς τὸν προσκυνήσουμε καὶ ἂς τοῦ προσφέρουμε μὲ σεβασμὸ καὶ εὐλάβεια τὰ μύρα (τῆς ἀγάπης μας) καὶ τοὺς ὕμνους μας ὡς δῶρα. Διότι εἶναι φιλάνθρωπος καὶ φιλάγαθος ὁ Δεσπότης μας καὶ δέχεται τὰ πάντα, ἔστω κι ἂν εἶναι μικρὰ καὶ εὐτελῆ, αὐτὰ ποὺ τοῦ προσφέρουμε.








Ἂς ἀγαπήσουμε κι ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, Αὐτὸν ποὺ μᾶς ἀγάπησε κατὰ χάρη, …ἂς πορευθοῦμε συμφώνως μὲ τὶς ἅγιες ἐντολές του.








Ἂς καθαρίσουμε τοὺς ἑαυτούς μας ἀπὸ κάθε σαρκικὸ καὶ πνευματικὸ μολυσμό. Ἂς προσφέρουμε στὸ Θεὸ πράξεις ἀγαθές, ὅπως τὴν πίστη, τὴν ἐλπίδα, τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ὑπομονή. Ἂς τοῦ προσφέρουμε τὸ συντριμμὸ τῆς καρδίας μας, τὴ δωρεὰ τῆς κατανύξεως, τὴν καθαρότητα τῆς συνειδήσεως, τὴν νέκρωση τῶν παθῶν, τῆς ἀκαθαρσίας, τῆς κακῆς ἐπιθυμίας καὶ τῆς πλεονεξίας.








Ἂς δουλεύσουμε στὸν Κύριο μὲ σύνεση καὶ εὐστάθεια, μὲ καρτερία καὶ ὑπομονή. Ἂς ἐνστερνιστοῦμε τὸ φίλτρο τῆς ἀγάπης τοῦ Ἀναστάντος Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας. Ἂς ψάλλουμε στὸ Θεὸ μᾶς ἄσμα καινό.








Ἂς κροτήσουμε δυνατὰ τὰ χέρια μας κι ἂς φωνάξουμε στὸ Θεὸ μὲ φωνὴ ἀγαλλιάσεως. Διότι ὁ Κύριός μας εἶναι μέγας καὶ τῆς μεγαλοσύνης του δὲν ὑπάρχει τέλος. Μέγας εἶναι ὁ Κύριος καὶ μεγάλη ἡ δύναμή του. Κατάργησε καὶ καταπάτησε τὸν ἀλαζόνα καὶ ὑπερήφανο ἐχθρό μας, τὸν διάβολο, καὶ μὲ τὴν Ἀνάστασή του πάτησε τὸ θάνατο καὶ μᾶς ἀνέστησε ὅλους καὶ μᾶς δώρισε τὴν αἰώνια ζωή. Γι’ αὐτὸ ἂς ἀπολαύσουμε ὅλοι, ἀγαπητοί, τῶν ἀγαθῶν χαρισμάτων αὐτῆς τῆς καλῆς πανηγύρεως. Ἂς εἰσέλθουμε χαίροντες στὴ χαρὰ τοῦ Κυρίου μας…








Ἄρχοντες καὶ ἀρχόμενοι, πρεσβύτεροι καὶ νεώτεροι, πλούσιοι καὶ φτωχοί, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, δοῦλοι καὶ ἐλεύθεροι, δοξάσατε καὶ μεγαλύνατε τὸν Κύριο καὶ Θεό μας σήμερα, κατὰ τὴν λαμπρὴ αὐτὴ ἡμέρα καὶ ἑορτὴ τῆς Ἀναστάσεώς του…








Διότι, ἀνέστη Χριστὸς καὶ ἀπὸ τὴ φθορὰ λυτρωθήκαμε.








Ἀνέστη Χριστὸς καὶ ἀπὸ τὴν κατάρα σωθήκαμε.








Ἀνέστη Χριστὸς καὶ ἐμεῖς συναναστηθήκαμε.








Ἀνέστη Χριστὸς καὶ ἐμεῖς ζωοποιηθήκαμε.








Ἀνέστη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν καὶ ἀπαρχὴ τῆς ἀναστάσεως τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο.








Σ’ Αὐτὸν τὸν Ἀναστημένο Χριστὸ ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη, καὶ ἡ προσκύνηση καὶ ἡ μεγαλοσύνη τώρα καὶ πάντοτε καὶ εἰς τοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν. 

ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΠΑΣΧΑ

 Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου








1. Εἶναι κατάλληλη στιγμή σήμερα ν᾿ ἀναφωνήσουμε ὅλοι ἐμεῖς ἐκεῖνο πού εἶπε ὁ μακάριος Δαυΐδ.«Ποιός μπορεῖ νά διηγηθεῖ τή δύναμη τοῦ Κυρίου, νά ἐξυμνήσει ὅλες τίς δόξες του;» (Ψαλμ. 105, 2). Νά λοιπόν ἔφθασε ἡ ποθητή γιά μᾶς καί σωτήρια ἑορτή, ἡ ἀναστάσιμη ἡμέρα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ προϋπόθεση τῆς εἰρήνης, ἡ ἀφορμή τῆς συμφιλίωσης, ἡ ἐξαφάνιση τῶν πολέμων, ἡ κατάργηση τοῦ θανάτου, ἡ ἥττα τοῦ διαβόλου. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἀναμείχθηκαν μέ τούς ἀγγέλους καί αὐτοί πού ἔχουν σῶμα προσφέρουν τή δοξολογία τους μαζί μέ τίς ἀσώματες δυνάμεις. Σήμερα καταργεῖται ἡ ἐξουσία τοῦ διαβόλου, σήμερα λύθηκαν τά δεσμά τοῦ θανάτου, ἐξαφανίσθηκε ἡ νίκη τοῦ ἅδη. Σήμερα εἶναι εὐκαιρία νά ποῦμε τά προφητικά ἐκεῖνα λόγια. «Ποῦ εἶναι, θάνατε, τό κεντρί σου; ποῦ εἶναι, ἅδη, ἡ νίκη σου;» (Α´ Κορ. 15, 55). Σήμερα ὁ Κύριός μας ὁ Χριστός συνέτριψε τίς χάλκινες πύλες καί ἐξαφάνισε τόν ἴδιο τό θάνατο.








Καί γιατί λέγω τόν ἴδιο τό θάνατο; Ἄλλαξε τό ὄνομά του, γιατί δέ λέγεται πιά θάνατος, ἀλλά κοίμηση καί ὕπνος. Γιατί πρίν ἀπό τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ καί τή φροντίδα του γιά τόν ἄνθρωπο μέ τή σταύρωσή Του, ἦταν φοβερό καί τό ἴδιο τό ὄνομα τοῦ θανάτου. Γιατί ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ἀφοῦ δημιουργήθηκε, καταδικαζόταν ν᾿ ἀκούει αὐτό, σάν μιά κάποια μεγάλη τιμωρία.«Τήν ἡμέρα πού θά φάγεις, θά πεθάνεις ὁπωσδήποτε» (Γέν. 2, 17). Καί ὁ μακάριος Ἰώβ μ᾿ αὐτό τό ὄνομα τόν ὀνόμασε, λέγοντας.«Ὁ θάνατος εἶναι ἀνάπαυση στόν ἄνθρωπο» (Ἰώβ 3, 23). Καί ὁ προφήτης Δαυΐδ ἔλεγε.«Ὁ θάνατος τῶν ἁμαρτωλῶν εἶναι κακός» (Ψαλμ. 33, 22). Καί ὀνομαζόταν ὄχι μόνο θάνατος ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, ἀλλά καί ἅδης. Ἄκουσε λοιπόν τόν πατριάρχη Ἰακώβ πού λέγει.«Θά κατεβάσετε τά γηρατειά μου μέ λύπη στόν ἅδη» (Γεν. 42, 38). Ἄκουσε πάλι τόν προφήτη.«Ἄνοιξε πολύ τό στόμα του ὁ ἅδης» (Ἠσ. 5, 14).








Καί ἄκουσε πάλι ἄλλον προφήτη πού λέγει.«Θά μέ σώσει ἀπό τόν κατώτατο ἅδη» (Ψαλμ. 85 13). Καί σέ πολλά σημεῖα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης θά βρεῖς νά ὀνομάζεται θάνατος καί ἅδης ἡ ἀναχώρηση ἀπό τήν παρούσα ζωή. Ἀφ᾿ ὅτου ὅμως ὁ Χριστός, ὁ Θεός μας, προσφέρθηκε θυσία καί ἀναστήθηκε, ἔβγαλε ἀπό τή μέση καί αὐτές τίς ὀνομασίες ὁ φιλάνθρωπος Κύριος καί ἔφερε καινούρια καί παράξενη συμπεριφορά στή ζωή μας. Γιατί ἀντί γιά θάνατος λέγεται στό ἑξῆς κοίμηση καί ὕπνος ἡ ἀναχώρηση ἀπό τήν παρούσα ζωή.








Καί ἀπό ποῦ εἶναι φανερό αὐτό; Ἄκουσε τόν ἴδιο τό Χριστό πού λέγει.«Ὁ φίλος μας Λάζαρος ἔχει κοιμηθεῖ, ὅμως πηγαίνω νά τόν ξυπνήσω» (Ἰω. 11, 11). Ὅπως λοιπόν εἶναι εὔκολο σ᾿ ἐμᾶς νά ξυπνήσουμε καί νά σηκώσουμε ἐπάνω ἐκεῖνον πού κοιμᾶται, ἔτσι καί στόν Κύριο ὅλων μας εἶναι εὔκολο τό νά ἀναστήσει νεκρό. Καί ἐπειδή ἦταν καινούρια καί παράξενα τά λόγια του, οὔτε οἱ μαθητές τά κατάλαβαν, ὥσπου συγκαταβαίνοντας στήν ἀδυναμία τους τά εἶπε πιό καθαρά. Καί ὁ διδάσκαλος τῆς οἰκουμένης, ὁ μακάριος Παῦλος, γράφοντας στούς Θεσσαλονικεῖς, λέγει.«Δέ θέλω νά ἔχετε ἄγνοια γιά ἐκείνους πού ἔχουν κοιμηθεῖ, γιά νά μή λυπᾶστε, ὅπως καί οἱ ἄλλοι πού δέν ἔχουν ἐλπίδα» (Α´ Θεσ. 4, 13). Καί ἀλλοῦ πάλι.«Συνεπῶς καί ἐκεῖνοι πού κοιμήθηκαν μέ τήν πίστη στό Χριστό, χάθηκαν» (Α´ Κορ. 15, 18). Καί πάλι.«Ἐμεῖς οἱ ζωντανοί, πού ἀπομείναμε στή ζωή, δέ θά προφθάσουμε ἐκείνους πού κοιμήθηκαν» (Α´ Θεσ. 4, 15). Καί ἀλλοῦ πάλι λέγει.«Γιατί ἄν πιστεύουμε καί ὅτι ὁ Ἰησοῦς πέθανε καί ἀναστήθηκε, ἔτσι πρέπει νά πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεός θά φέρει μαζί του ἐκείνους πού κοιμήθηκαν» (Α´ Θεσ. 4, 14).








2. Εἶδες ὅτι παντοῦ ἀπό τότε ὁ θάνατος ὀνομάζεται κοίμηση καί ὕπνος; καί ὅτι ἐκεῖνος πού πρίν εἶχε φοβερό ὄνομα, τώρα γίνεται εὐκαταφρόνητος μετά τήν ἀνάσταση; Εἶδες ὅτι εἶναι λαμπρό τό τρόπαιο τῆς ἀνάστασης; Μέ αὐτήν ἔχουν ἔρθει σ᾿ ἐμᾶς τά ἄπειρα ἀγαθά, μέ αὐτήν διαλύθηκε ἡ ἀπάτη τῶν δαιμόνων, μέ αὐτήν περιγελοῦμε τό θάνατο. Μέ τήν ἀνάσταση περιφρονοῦμε τήν παρούσα ζωή, μέ αὐτήν ἐπιθυμοῦμε σφοδρά τά μέλλοντα ἀγαθά. Μέ αὐτήν, ἐνῶ ἔχουμε σῶμα, δέν ἔχουμε τίποτε λιγότερο ἀπό τίς ἀσώματες δυνάμεις, ἐάν θέλουμε. Σήμερα ἔγινε ἡ λαμπρή μας νίκη. Σήμερα ὁ Κύριός μας, ἀφοῦ ἔστησε τό τρόπαιο τῆς νίκης του ἐναντίον τοῦ θανάτου καί διέλυσε τήν ἐξουσία τοῦ διαβόλου, μᾶς χάρισε μέ τήν ἀνάστασή του τό δρόμο γιά τή σωτηρία μας. Ἄς χαιρόμαστε λοιπόν ὅλοι, ἄς χορεύουμε, ἄς εὐφραινόμαστε. Γιατί, ἄν καί ὁ Κύριός μας νίκησε καί ἔστησε τό τρόπαιο, εἶναι δική μας ὅμως ἡ εὐφροσύνη καί ἡ χαρά. Γιατί ὅλα τά ἔκαμε γιά τήν δική μας σωτηρία, καί μέ ἐκεῖνα τά μέσα πού μᾶς πολέμησε ὁ διάβολος, μέ τά ἴδια τόν νίκησε ὁ Χριστός.








Τά ἴδια τά ὅπλα πῆρε ὁ Χριστός, καί μέ αὐτά τόν νίκησε. Καί ἄκουσε μέ ποιό τρόπο. Ἡ παρθένος καί τό ξύλο καί ὁ θάνατος ἦταν τά σύμβολα τῆς ἥττας μας. Καί πράγματι ἡ Εὔα ἦταν παρθένος, ἀφοῦ δέ γνώριζε ἀκόμη ἄνδρα, ὅταν ἐξαπατήθηκε. Ξύλο ἦταν τό δένδρο, θάνατος ἡ τιμωρία στόν Ἀδάμ. Εἶδες πῶς τά σύμβολα τῆς ἥττας μας ἦταν παρθένος καί ξύλο καί θάνατος; Πρόσεχε λοιπόν πῶς αὐτά ἔγιναν πάλι τά σύνεργα τῆς νίκης μας. Στή θέση τῆς Εὔας εἶναι ἡ Μαρία. Στή θέση τοῦ ξύλου γιά τή γνώση τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, εἶναι τό ξύλο τοῦ σταυροῦ. Στή θέση τοῦ θανάτου τοῦ Ἀδάμ, εἶναι ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου. Εἶδες ὅτι μ᾿ αὐτά πού μας νίκησε, μέ τά ἴδια νικήθηκε; Κοντά στό δένδρο νίκησε τόν Ἀδάμ ὁ διάβολος.








Κοντά στό σταυρό νίκησε τό διάβολο ὁ Χριστός. Καί τό ξύλο ἐκεῖνο ἔστελνε στόν ἅδη, τό ξύλο ὅμως αὐτό, δηλαδή τό ξύλο τοῦ σταυροῦ, ξανάφερε πάλι ἀπό τόν ἅδη καί αὐτούς πού πέθαναν. Καί ἐκεῖνο ἔκρυβε τόν νικημένο σάν αἰχμάλωτο καί γυμνό, αὐτό ὅμως ἔδειχνε σ᾿ ὅλους τόν νικητή γυμνό, καρφωμένο στά ψηλά. Καί ὁ θάνατος τοῦ Ἀδάμ καταδίκαζε καί αὐτούς πού ἔζησαν ὕστερα ἀπό αὐτόν, ὁ θάνατος ὅμως τοῦ Χριστοῦ ἀνάστησε πραγματικά καί αὐτούς πού ἔζησαν πρίν ἀπό αὐτόν. «Ποιός μπορεῖ νά διηγηθεῖ τή δύναμη τοῦ Κυρίου, νά ἐξυμνήσει ὅλες τίς δόξες του;». Ἀπό θνητοί ἔχουμε γίνει ἀθάνατοι, ἀπό νεκροί ἀναστηθήκαμε, ἀπό νικημένοι γίναμε νικητές.








3. Αὐτά εἶναι τά κατορθώματα τοῦ σταυροῦ, αὐτά ἀποτελοῦν τήν πιό μεγάλη ἀπόδειξη τῆς ἀνάστασης. Σήμερα χορεύουν οἱ ἄγγελοι καί ἀγάλλονται ὅλες οἱ οὐράνιες δυνάμεις, ἐπειδή χαίρονται γιά τή σωτηρία ὅλου τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Γιατί, ἄν γίνεται χαρά στόν οὐρανό καί τή γῆ, ὅταν μετανοεῖ ἕνας ἁμαρτωλός, πολύ περισσότερο θά γίνεται γιά τή σωτηρία ὅλης τῆς οἰκουμένης. Σήμερα ἀφοῦ ἐλευθέρωσε τό ἀνθρώπινο γένος ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ διαβόλου, τό ξανάφερε στήν προηγούμενη τιμητική του θέση. Ὅταν λοιπόν δῶ ὅτι ἡ ἐκλεκτή προσφορά μας νίκησε τόσο πολύ τό θάνατο, δέ φοβοῦμαι πιά, δέν τρέμω πιά τόν πόλεμο. Οὔτε βλέπω στήν ἀδυναμία μου, ἀλλά προσέχω στήν ἀνέκφραστη δύναμη ἐκείνου πού πρόκειται νά γίνει σύμμαχός μου. Γιατί ἐκεῖνος πού νίκησε τήν ἐξουσία τοῦ θανάτου καί τοῦ ἀφαίρεσε ὅλη του τή δύναμη, τί δέ θά κάμνει στό ἑξῆς γιά τό γένος πού εἶναι ὅμοιό του, τή μορφή τοῦ ὁποίου ἀπό τή μεγάλη του φιλανθρωπία θεώρησε ἄξιο νά πάρει, καί μ᾿ αὐτήν νά παλέψει μέ τό διάβολο; Σήμερα παντοῦ στήν οἰκουμένη ἐπικρατεῖ χαρά καί πνευματική εὐφροσύνη. Σήμερα ὅλοι οἱ ἄγγελοι καί ὅλες οἱ οὐράνιες δυνάμεις ἀγάλλονται γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.








Σκέψου λοιπόν, ἀγαπητέ μου, πόσο μεγάλη εἶναι ἡ χαρά, ἀφοῦ καί οἱ οὐράνιες δυνάμεις ἑορτάζουν μαζί μας, γιατί χαίρονται μαζί μας γιά τά δικά μας ἀγαθά. Γιατί ἄν καί εἶναι δική μας ἡ χάρη πού ἔδωσε ὁ Κύριος, εἶναι ὅμως καί δική τους ἡ εὐχαρίστηση. Γι᾿ αὐτό δέν ντρέπονται νά ἑορτάσουν μαζί μας. Καί γιατί λέγω, ὅτι οἱ σύνδουλοί μας δέν ντρέπονται νά ἑορτάσουν μαζί μας; Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, πού εἶναι δικός τους καί δικός μας, δέν ντρέπεται νά ἑορτάσει μαζί μας. Καί γιατί εἶπα, δέν ντρέπεται; Αὐτός μάλιστα ἐπιθυμεῖ νά ἑορτάσει μαζί μας. Ἀπό ποῦ εἶναι φανερό αὐτό; Ἄκουσε τόν ἴδιο πού λέγει.«Ἐπιθύμησα πολύ νά φάγω αὐτό τό Πάσχα μαζί σας» (Λουκ. 22, 15). Ἐάν ὅμως ἐπιθύμησε νά φάγει τό Πάσχα, εἶναι φανερό ὅτι ἐπιθυμεῖ καί νά ἑορτάσει μαζί μας. Ὅταν λοιπόν βλέπεις ὅτι ὄχι μόνο οἱ ἄγγελοι καί ὅλες οἱ οὐράνιες δυνάμεις, ἀλλά καί ὁ Κύριος τῶν ἀγγέλων ἑορτάζει μαζί μας, τί σοῦ λείπει πιά γιά νά χαίρεσαι πολύ; Κανένας λοιπόν ἄς μήν εἶναι θλιμμένος σήμερα ἐξ αἰτίας τῆς φτώχειας του, γιατί σήμερα εἶναι ἑορτή πνευματική.








Ἄς μήν ὑπερηφανεύεται κανένας πλούσιος γιά τόν πλοῦτο του, γιατί δέν μπορεῖ νά προσφέρει τίποτε στήν ἑορτή αὐτή ἀπό τά χρήματά του. Στίς ἑορτές βέβαια ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἐννοῶ τίς κοσμικές, ὅπου γίνεται μεγάλη ἐπίδειξη καί τῆς ἐξωτερικῆς περιβολῆς καί τῆς πολυτέλειας στά τραπέζια, δικαιολογημένα ἐκεῖ θά εἶναι ὁ φτωχός στενοχωρημένος καί θλιμμένος, καί ὁ πλούσιος χαρούμενος καί εὐχαριστημένος. Γιατί ὅμως; Γιατί ὁ πλούσιος φορᾶ λαμπρά ροῦχα καί προσφέρει πλουσιότερο τραπέζι, ὁ φτωχός ὅμως ἐμποδίζεται ἀπό τή φτώχεια του νά δείξει τήν ἴδια γενναιοδωρία. Ἐδῶ ὅμως δέ συμβαίνει τίποτε τέτοιο, ἀλλά λείπει κάθε τέτοια διάκριση καί ὑπάρχει ἕνα τραπέζι καί γιά τόν πλούσιο καί γιά τό φτωχό, καί γιά τό δοῦλο καί γιά τόν ἐλεύθερο. Καί ἄν εἶσαι πλούσιος, δέν ἔχεις τίποτε περισσότερο ἀπό τό φτωχό. Καί ἄν εἶσαι φτωχός, δέν ἔχεις τίποτε λιγότερο ἀπό τόν πλούσιο, οὔτε θά ἐλαττωθεῖ ἡ πνευματική σου εὐωχία ἐξ αἰτίας τῆς φτώχειας σου. Γιατί ἡ χάρη εἶναι τοῦ Θεοῦ καί δέν ξεχωρίζει τά πρόσωπα. Καί γιατί λέγω, ὅτι τό ἴδιο τραπέζι βρίσκεται μπροστά στόν πλούσιο καί στό φτωχό; Καί σ᾿ αὐτόν πού ἔχει τό βασιλικό στέμμα καί φορᾶ τή βασιλική πορφύρα, πού ἔχει ἀναλάβει τήν ἐξουσία τῆς οἰκουμένης, καί στό φτωχό πού κάθεται γιά ἐλεημοσύνη, ὑπάρχει τό ἴδιο τραπέζι.








Τέτοια λοιπόν εἶναι τά πνευματικά δῶρα. Δέ διαιροῦν τήν κοινωνία ἀνάλογα μέ τή διάθεση καί τίς σκέψεις τοῦ καθενός. Μέ τό ἴδιο θάρρος καί τήν ἴδια τιμή ὁρμοῦν καί ὁ βασιλιάς καί ὁ φτωχός γιά ν᾿ ἀπολαύσουν καί νά κοινωνήσουν τά θεῖα αὐτά μυστήρια. Καί γιατί λέγω, μέ τήν ἴδια τιμή; Πολλές φορές ὁ φτωχός ἔρχεται μέ περισσότερο θάρρος. Γιατί λοιπόν γίνεται αὐτό; Γιατί τό βασιλιά, πού εἶναι κυκλωμένος ἀπό φροντίδες καί περιστοιχισμένος ἀπό πολλά ζητήματα, σάν νά εἶναι μέσα σέ πέλαγος, ἔτσι ἀπό παντοῦ τόν κτυποῦν τά κύματα συνεχῶς καί τόν καταστρέφουν τά πολλά ἁμαρτήματα. Ὁ φτωχός ὅμως, ἀπαλλαγμένος ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, καί φροντίζοντας μόνο γιά τήν ἀπαραίτητη τροφή του, καί κάμνοντας μιά ἀμέριμνη καί ἥσυχη ζωή, σάν νά κάθεται σέ λιμάνι καί γαλήνη, πλησιάζει μέ πολλή εὐλάβεια τό τραπέζι.








4. Καί ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά καί ἀπό πολλά ἄλλα προέρχονται διάφορες στενοχώριες σ᾿ ἐκείνους πού ἀσχολοῦνται μέ τίς κοσμικές ἑορτές. Γιατί ἐκεῖ πάλι ὁ φτωχός εἶναι στενοχωρημένος καί ὁ πλούσιος χαρούμενος, ὄχι μόνο γιά τό τραπέζι καί τήν πολυτέλεια, ἀλλά καί γιά τά πολυτελή ροῦχα καί τή φανταστική ἐμφάνισή τους. Ἐκεῖνο λοιπόν πού παθαίνουν στό τραπέζι, αὐτό παθαίνουν καί στά ροῦχα. Ὅταν λοιπόν δεῖ τόν πλούσιο ὁ φτωχός νά φορᾶ πολυτελέστερη στολή, τόν κυριεύει μεγάλη λύπη, θεωρεῖ τόν ἑαυτό του δυστυχισμένο, ξεστομίζει πολλές κατάρες. Ἐδῶ ὅμως καί αὐτή ἡ στενοχώρια ἐξαφανίζεται, γιατί ἕνα εἶναι τό ἔνδυμα τῆς σωτηρίας γιά ὅλους. Καί φωνάζει ὁ Παῦλος λέγοντας: «Ὅσοι βαπτισθήκατε στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ντυθήκατε τό Χριστό» (Γαλ. 3, 27).








Ἄς μήν προσβάλλουμε λοιπόν αὐτήν τήν ἑορτή, σᾶς παρακαλῶ, ἀλλά ἄς ἀποκτήσουμε φρόνημα ἄξιο ἐκείνων πού μᾶς δώρησε ἡ χάρη τοῦ Χριστοῦ. Ἄς μήν παραδοθοῦμε στή μέθη καί στήν πολυφαγία, ἀλλ᾿, ἀφοῦ κατανοήσουμε τή γενναιοδωρία τοῦ Κυρίου μας, καί ὅτι τίμησε τό ἴδιο καί τούς πλούσιους καί τούς φτωχούς καί τούς δούλους καί τούς ἐλεύθερους, καί ἔστειλε σ᾿ ὅλους τήν ἴδια χάρη, ἄς ἀμείψουμε τόν εὐεργέτη γιά τήν ἀγάπη του πού δείχνει σ᾿ ἐμᾶς. Καί ἀμοιβή ἱκανοποιητική εἶναι συμπεριφορά πού ἀρέσει σ᾿ Αὐτόν καί ψυχή νηφάλια καί ἄγρυπνη. Αὐτή ἡ ἑορτή καί πανήγυρη δέ χρειάζεται χρήματα, οὔτε ἔξοδα, ἀλλά διάθεση μόνο καί καθαρή σκέψη. Τίποτε τό ὑλικό δέν μποροῦμε νά ὠφεληθοῦμε ἐδῶ, ἀλλ᾿ ὅλα τά πνευματικά, τήν ἀκρόαση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, τίς εὐχές τῶν πατέρων, τίς εὐλογίες τῶν ἱερέων, τήν κοινωνία τῶν θείων καί ἀπόρρητων μυστηρίων, τήν εἰρήνη καί τήν ὁμόνοια, καί δῶρα πνευματικά καί ἄξια τῆς γενναιοδωρίας ἐκείνου πού τά δωρίζει.








Ἄς ἑορτάσουμε λοιπόν τήν ἑορτή αὐτή κατά τήν ὁποία ἀναστήθηκε ὁ Κύριος. Γιατί ἀναστήθηκε καί ἀνέστησε μαζί του τήν οἰκουμένη. Καί αὐτός βέβαια ἀναστήθηκε, ἀφοῦ ἔσπασε τά δεσμά τοῦ θανάτου, ἐμᾶς ὅμως μᾶς ἀνέστησε ἀφοῦ διέλυσε τούς σωρούς τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ἁμάρτησε ὁ Ἀδάμ καί πέθανε, δέν ἁμάρτησε ὁ Χριστός καί πέθανε. Καινούριο καί παράδοξο πράγμα. Ἐκεῖνος ἁμάρτησε καί πέθανε, αὐτός δέν ἁμάρτησε καί πέθανε. Γιά ποιό λόγο καί γιά ποιό σκοπό; Γιά νά μπορέσει ἐκεῖνος πού ἁμάρτησε καί πέθανε νά ἐλευθερωθεῖ ἀπό τά δεσμά τοῦ θανάτου μέ τή βοήθεια ἐκείνου πού δέν ἁμάρτησε καί πέθανε. Ἔτσι γίνεται πολλές φορές καί σ᾿ ἐκείνους πού ὀφείλουν χρήματα. Ὀφείλει κάποιος χρήματα σέ κάποιον καί δέν μπορεῖ νά τά ἐπιστρέψει, καί γι᾿ αὐτό φυλακίζεται. Κάποιος ἄλλος πού δέν ὀφείλει, ἀλλά πού μπορεῖ νά τά ἐπιστρέψει, ἀφοῦ τά δώσει ἐλευθερώνει τόν ὑπεύθυνο. Ἔτσι ἔγινε καί στόν Ἀδάμ καί στό Χριστό. Χρεωστοῦσε ὁ Ἀδάμ τό θάνατο, καί τόν κρατοῦσε φυλακισμένο ὁ διάβολος. Δέ χρεωστοῦσε ὁ Χριστός, οὔτε τόν κρατοῦσε ὁ διάβολος. Ἦρθε καί κατέθεσε τό θάνατό του γιά χάρη τοῦ φυλακισμένου, μέ σκοπό νά τόν ἐλευθερώσει ἀπό τά δεσμά τοῦ θανάτου. Εἶδες τά κατορθώματα τῆς ἀνάστασης; εἶδες τή φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου; εἶδες τό μέγεθος τῆς φροντίδας του;








Ἄς μή γινόμαστε λοιπόν ἀχάριστοι πρός αὐτόν τόν τόσο μεγάλο εὐεργέτη, οὔτε ἐπειδή πέρασε ἡ νηστεία νά γίνουμε πιό ἀδιάφοροι. Ἀλλά τώρα ἄς φροντίζουμε τήν ψυχή μας περισσότερο ἀπό προηγουμένως, γιά νά μή γίνει πιό ἀδύνατη, ἐπειδή παχαίνει τό σῶμα μας, γιά νά μή παραμελοῦμε τήν οἰκοδέσποινα φροντίζοντας τή δούλη. Γιατί ποιό εἶναι τό ὄφειλος, πές μου, νά σκάνουμε ἀπό τήν πολυφαγία καί νά ξεπερνᾶμε τό μέτρο; Αὐτό καί τό σῶμα καταστρέφει καί τήν εὐγένεια τῆς ψυχῆς ζημιώνουμε. Ἀλλά ἄς μᾶς ἱκανοποιοῦν τά λίγα καί τά ἀπαραίτητα, γιά νά ξεπληρώσουμε ἐκεῖνο πού πρέπει καί στήν ψυχή καί στό σῶμα, γιά νά μή σκορπίσουμε ἀμέσως ἐκεῖνα πού συγκεντρώσαμε ἀπό τή νηστεία. Μήπως λοιπόν σᾶς ἐμποδίζω νά ἀπολαμβάνετε τά φαγητά καί νά διασκεδάζετε; Δέν ἐμποδίζω αὐτά, ἀλλά συμβουλεύω νά γίνονται τά ἀπαραίτητα, καί νά σταματήσουμε τήν πολλή διασκέδαση καί νά μή καταστρέφουμε τήν ὑγεία τῆς ψυχῆς μας ξεπερνώντας τό μέτρο. Γιατί ἐκεῖνος πού ξεπερνᾶ τά ὅρια τῆς ἀνάγκης δέ θά ἀπολαύσει καμιά εὐχαρίστηση, καί τό γνωρίζουν αὐτό πολύ καλά ἐκεῖνοι πού τό δοκίμασαν, ἀφοῦ προξενοῦν ἀπό αὐτό πολλές ἀρρώστιες στόν ἑαυτό τους καί ὑποφέρουν πολλές στενοχώριες. Ἀλλά τό ὅτι θά ὑπακούσετε στίς παραινέσεις μου, δέν ἀμφιβάλλω, γιατί γνωρίζω πόσο ὑπάκουοι εἶστε.








5. Καί γι᾿ αὐτό ἀφοῦ σταματήσω ἐδῶ τίς παραινέσεις γιά τό ζήτημα αὐτό, θέλω νά μεταφέρω τό λόγο πρός αὐτούς πού ἀξιώθηκαν τή λαμπρή αὐτή νύχτα νά πάρουν τή χάρη τοῦ θείου βαπτίσματος, τά καλά αὐτά φυτά τῆς Ἐκκλησίας, τά πνευματικά ἄνθη, τούς νέους στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ. Προχθές ὁ Κύριος βρισκόταν στό σταυρό, ἀλλά ἀναστήθηκε τώρα. Ἔτσι καί αὐτοί, προχθές τούς κρατοῦσε δούλους ἡ ἁμαρτία, ἀλλά τώρα ἀναστήθηκαν μαζί μέ τό Χριστό. Ἐκεῖνος μέ τό σῶμα του πέθανε καί ἀναστήθηκε, αὐτοί ἦταν μέ τίς ἁμαρτίες τους νεκροί, καί ἀπό τήν ἁμαρτία ἀναστήθηκαν. Ἡ γῆ λοιπόν τήν ἐποχή αὐτή τῆς ἄνοιξης μᾶς προσφέρει τριαντάφυλλα καί μηνεξέδες καί ἄλλα λουλούδια. Τά νερά ὅμως μᾶς παρουσίασαν σήμερα λιβάδι πιό ὄμορφο ἀπό τό τῆς γῆς.








Καί μήν ἀπορήσεις, ἀγαπητέ μου, ἄν βγῆκαν ἀπό τά νερά λιβάδια μέ λουλούδια. Γιατί οὔτε ἡ γῆ ἀπό τήν ἀρχή ἔβγαλε τά εἴδη τῶν φυτῶν γιατί τό ἀπαιτοῦσε ἡ φύση της, ἀλλά γιατί ὑπάκουσε στό πρόσταγμα τοῦ Κυρίου. Καί τά νερά ὅμως τότε ἔβγαλαν ζῶα μέ ζωή, ἐπειδή ἄκουσαν.«Ἄς βγάλουν τά νερά ἑρπετά ζωντανά» (Γεν. 1, 20). Καί ἡ προσταγή πραγματοποιήθηκε, ἡ ἄψυχη οὐσία ἔβγαλε ζωντανά ζῶα. Ἔτσι καί τώρα ἡ ἴδια προσταγή ἔκαμε τά πάντα. Τότε εἶπε.«Ἄς βγάλουν τά νερά ἑρπετά ζωντανά», τώρα ὅμως δέ ἔβγαλαν ἑρπετά, ἀλλά πνευματικά χαρίσματα. Τότε τά νερά ἔβγαλαν ψάρια χωρίς λογικό, τώρα ὅμως μᾶς γέννησαν ψάρια λογικά καί πνευματικά πού τά ψάρεψαν οἱ ἀπόστολοι. Γιατί λέγει. «Ἀκολουθῆστε με καί θά σᾶς κάνω ἱκανούς νά ψαρεύετε ἀνθρώπους» (Ματθ. 4, 19). Εἶναι ἀλήθεια καινούριος αὐτός ὁ τρόπος ψαρέματος. Γιατί αὐτοί πού ψαρεύουν βγάζουν ἀπό τά νερά τά ψάρια, καί ὅσα ψαρέψουν τά νεκρώνουν. Ἐμεῖς ἀντίθετα τούς ρίχνουμε μέσα στά νερά καί παίρνουν ζωή ἐκεῖνοι πού ψαρεύονται.








Ὑπῆρχε κάποτε καί στούς Ἰουδαίους κολυμβήθρα μέ νερό. Ἀλλά μάθε ποιά δύναμη εἶχε, γιά νά γνωρίσεις καλά τή φτώχεια τῶν Ἰουδαίων καί νά μπορέσεις νά ἀντιληφθεῖς τό δικό μας πλοῦτο. «Κατέβαινε ἐκεῖ», λέγει, «ἕνας ἄγγελος καί τάραζε τό νερό, καί ἐκεῖνος πού θά ἔμπαινε πρῶτος ὕστερα ἀπό τό κούνημα τοῦ νεροῦ, θεραπευόταν» (Ἰω. 5, 4). Κατέβηκε ὁ Κύριος τῶν ἀγγέλων στά νερά τοῦ Ἰορδάνη, καί ἀφοῦ ἁγίασε τά νερά θεράπευσε ὅλη τήν οἰκουμένη. Γι᾿ αὐτό ἐκεῖ ἐκεῖνος πού κατέβαινε ὕστερα ἀπό τόν πρῶτο δέ θεραπευόταν πιά, γιατί στούς Ἰουδαίους ἡ χάρη δινόταν στούς ἄρρωστους, σ᾿ ἐκείνους πού σύρονταν στό ἔδαφος. Ἐδῶ ὅμως ὕστερα ἀπό τόν πρῶτο μπαίνει ὁ δεύτερος, ὕστερα ἀπό τό δεύτερο ὁ τρίτος καί ὁ τέταρτος. Καί ἄν ἀκόμη πεῖς πάρα πολλούς, καί ἄν ἀκόμη ὅλη τήν οἰκουμένη βάλεις μέσα σ᾿ αὐτά τά πνευματικά νερά, δέν ξοδεύεται ἡ χάρη, δέν τελειώνει ἡ δωρεά, δέ μολύνονται τά νερά, δέν ἐλαττώνεται ἡ γενναιοδωρία του.








Εἶδες πόσο μεγάλη εἶναι ἡ δωρεά; Ἀκοῦτε αὐτά ἐσεῖς πού σήμερα καί αὐτή τή νύχτα γίνατε πολίτες στήν ἄνω Ἰερουσαλήμ, καί φυλάξτε τα ὅπως ἀξίζει στίς πολλές δωρεές, γιά ν᾿ ἀποσπάσετε πιό ἄφθονη τή χάρη. Γιατί ἡ εὐγνωμοσύνη γι᾿ αὐτά πού μᾶς ἔδωσε ἤδη προσκαλεῖ τή γενναιοδωρία τοῦ Κυρίου. Δέν ἐπιτρέπεται, ἀγαπητέ, νά ζεῖς ἀδιάφορα στό ἑξῆς, ἀλλά ὅρισε στόν ἑαυτό σου νόμους καί κανόνες, ὥστε νά κάνεις τά πάντα στήν ἐντέλεια καί νά φυλάγεσαι πολύ καί ἀπό ἐκεῖνα πού θεωροῦνται ὅτι εἶναι κακά. Γιατί ὅλη ἡ παρούσα ζωή εἶναι ἀγώνας καί πάλη, καί πρέπει ἐκεῖνοι πού μπαίνουν μιά γιά πάντα στό στάδιο αὐτό τῆς ἀρετῆς νά εἶναι ἐγκρατεῖς σ᾿ ὅλα. «Γιατί καθένας πού ἀγωνίζεται, εἶναι ἐγκρατής σ᾿ ὅλα» (Α´ Κορ. 9, 25). Δέ βλέπεις στούς γυμνικούς ἀγῶνες πῶς φροντίζουν πολύ γιά τόν ἑαυτό τους ἐκεῖνοι πού δέχονται νά παλέψουν μέ ἀνθρώπους, καί μέ πόση ἐγκράτεια κάνουν τήν ἄσκηση τοῦ σώματός τους; Ἔτσι βέβαια καί ἐδῶ πρέπει νά γίνεται. Ἐπειδή ἡ πάλη μας δέν εἶναι μέ ἀνθρώπους, ἀλλά μέ τά πονηρά πνεύματα, καί ἡ ἄσκηση καί ἡ ἐγκράτειά μας ἄς εἶναι πνευματική, ἀφοῦ καί τά ὅπλα μας, πού μᾶς ἔδωσε ὁ Κύριος, εἶναι πνευματικά.








Ἄς ἔχουν λοιπόν καί τά μάτια περιορισμούς καί κανόνες, ὥστε νά μήν πέφτουν χωρίς σκέψη σ᾿ ὅλα πού συναντοῦν. Καί ἡ γλώσσα ἄς ἔχει φράχτη, ὥστε νά μή τρέχει πρίν ἀπό τό νοῦ. Γι᾿ αὐτό λοιπόν καί τά δόντια καί τά χείλη δημιουργήθηκαν γιά τήν προφύλαξη τῆς γλώσσας, γιά νά μή βγεῖ ποτέ χωρίς σκέψη ἀφοῦ ἀνοίξει τίς πόρτες, ἀλλ᾿ ὅταν τακτοποιήσει καλά τά δικά της, τότε μέ κάθε σεμνότητα νά προχωρήσει καί νά προφέρει τέτοια λόγια, γιά νά ὠφελεῖ ἐκείνους πού ἀκούουν καί νά λέγει ἐκεῖνα πού συντελοῦν στήν οἰκοδομή τῶν ἀκροατῶν. Καί πρέπει νά ἀποφεύγει ἐντελῶς τά ἄπρεπα γέλια, νά ἔχει ἤρεμο καί ἥσυχο βάδισμα νά ἔχει σεμνό ντύσιμο, καί γενικά πρέπει νά ρυθμίζει τά πάντα ἐκεῖνος πού διάλεξε τό στάδιο τῆς ἀρετῆς. Γιατί ἡ καλή διαγωγή τῶν ἐξωτερικῶν μας μελῶν εἶναι εἰκόνα τῆς κατάστασης πού ἐπικρατεῖ στήν ψυχή μας.








6. Ἑάν φέρουμε ἀπό τήν ἀρχή τούς ἑαυτούς μας σέ τέτοια συνήθεια, βαδίζοντας στό ἑξῆς μέ εὐκολία τό δρόμο μας, θά κατορθώσουμε ὅλη τήν ἀρετή, καί δέ θά χρειασθοῦμε πολύ κόπο καί θά προσελκύσουμε μεγάλη βοήθεια ἀπό τό Θεό. Ἔτσι λοιπόν θά μπορέσουμε καί τά κύματα τῆς παρούσας ζωῆς νά περάσουμε μέ ἀσφάλεια καί, ἀφοῦ ἐξουδετερώσουμε τίς παγίδες τοῦ διαβόλου, νά ἐπιτύχουμε τά αἰώνια ἀγαθά, μέ τή χάρη καί τή φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ, μαζί μέ τόν ὁποῖο στόν Πατέρα καί συγχρόνως στό ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα, ἡ δύναμη, ἡ τιμή, τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Χωρίς την Ανάσταση του Χριστού δεν θα υπήρχε Χριστιανισμός!

  Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς
































Ἐὰν ὑπάρχει μιὰ ἀλήθεια στὴν ὁποία θὰ μποροῦσαν νὰ συνοψισθοῦν ὅλες οἱ εὐαγγελικὲς ἀλήθειες, ἡ ἀλήθεια αὐτὴ θὰἦταν ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἀκόμη, ἐὰν ὑπάρχει μιὰ πραγματικότητα στὴν ὁποία θὰ μποροῦσαν νὰ συνοψισθοῦν ὅλες οἱ καινοδιαθηκικὲς πραγματικότητες, ἡ πραγματικότητα αὐτὴθὰ ἦταν ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Μόνο στὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἐξηγοῦνται ὅλα τὰ θαύματά Του, ὅλες οἱ ἀλήθειές Του, ὅλα τὰ λόγια Του, ὅλα τὰ γεγονότα τῆς Καινῆς Διαθήκης.
















Μέχρι τὴν ἀνάστασή Του ὁ Κύριος δίδασκε γιὰ τὴν αἰώνια ζωή, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀνάστασή Του ἔδειξε ὅτι ὁ Ἴδιος ὄντως εἶναι ἡ αἰώνια ζωή. Μέχρι τὴν ἀνάστασή Του δίδασκε γιὰ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ἀλλὰμὲ τὴν ἀνάστασή Του ἔδειξε ὅτι ὁ Ἴδιος εἶναι πράγματι ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Μέχρι τὴν ἀνάστασή Του δίδασκε ὅτι ἡ πίστη σ’ Αὐτὸν μεταφέρει ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν, ἀλλὰμὲ τὴν ἀνάστασή Του ἔδειξε ὅτι ὁ Ἴδιος νίκησε τὸ θάνατο καὶ ἔτσι ἐξασφάλισε στοὺς θανατωμένους ἀνθρώπους τὴ μετάβαση ἐκ τοῦ θανάτου στὴν ἀνάσταση.
















Μὲ τὴν ἁμαρτία ὁ ἄνθρωπος ἔγινε θνητὸς καὶ πεπερασμένος· μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Θεανθρώπου γίνεται ἀθάνατος καὶ αἰώνιος. Σ’ αὐτὸ δὲἀκριβῶς ἔγκειται ἡ δύναμη καὶ τὸκράτος καὶἡ παντοδυναμία τῆς τοῦ Χριστοῦ ἀναστάσεως. Καὶ γιὰ αὐτὸ χωρὶς τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δὲν θὰ ὑπῆρχε κἄν ὁ Χριστιανισμός.
















Μεταξὺ τῶν θαυμάτων ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου εἶναι τὸ μεγαλύτερο θαῦμα. Ὅλα τὰ ἄλλα θαύματα πηγάζουν ἀπὸ αὐτὸ καὶ συνοψίζονται σ’ αὐτό. Ἀπ’ αὐτὸπηγάζουν ἡπίστη καὶ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ προσευχὴ καὶ ἡθεοσέβεια. Αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο καμία ἄλλη θρησκεία δὲν ἔχει· αὐτὸεἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ἀνυψώνει τὸν Κύριο ὑπεράνω ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν θεῶν. Αὐτὸεἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο κατὰ τρόπο μοναδικὸ καὶ ἀναμφισβήτητο δείχνει καὶἀποδεικνύει ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεὸς καὶ Κύριος σὲ ὅλους τοὺς ὁρατοὺς καὶ ἀόρατους κόσμους.
















Τὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος πιστεύει ἀληθινὰ στὸν Ἀναστάντα Κύριο τὸ ἀποδεικνύει μὲ τὸ νὰ ἀγωνίζεται κατὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ τῶν παθῶν καὶ ἐὰν μὲν ἀγωνίζεται, πρέπει νὰ γνωρίζει ὅτι ἀγωνίζεται γιὰ τὴν ἀθανασία καὶ τὴν αἰώνια ζωή. Ἐὰν ὅμως δὲν ἀγωνίζεται, τότε μάταιη ἡ πίστη του! Διότι, ἐὰν ἡ πίστη τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι ἀγώνας γιὰ τὴν ἀθανασία καὶ τὴν αἰωνιότητα, τότε τί εἶναι; Ἐὰν μὲ τὴν πίστη στὸ Χριστὸ δὲν φθάνει κανεὶς στὴν ἀθανασία καὶ τὴν ἐπὶ τοῦ θανάτου νίκη, τότε πρὸς τί ἡ πίστη μας; Ἐὰν ὁ Χριστὸς δὲν ἀναστήθηκε, τοῦτο σημαίνει ὅτι ἡ ἁμαρτία καὶ ὁ θάνατος δὲν ἔχουν νικηθεῖ. Ἐὰν δὲ δὲν ἔχουν αὐτὰ τὰδύο νικηθεῖ, τότε γιατί νὰπιστεύει κανεὶς στὸ Χριστό; Ἐκεῖνος ὅμως ὁ ὁποῖος μὲ τὴν πίστη στὸν Ἀναστάντα Χριστὸ ἀγωνίζεται ἐναντίον κάθε ἁμαρτίας του, αὐτὸς ἐνισχύει σιγὰ-σιγὰ μέσα του τὴν αἴσθηση ὅτι ὁ Κύριος πραγματικὰ ἀναστήθηκε, ἄμβλυνε τὸ κέντρο τοῦ θανάτου, νίκησε τὸ θάνατο σὲ ὅλα τὰ μέτωπα τῆς μάχης.
















Χωρὶς τὴν ἀνάσταση δὲν ὑπάρχει οὔτε στὸν οὐρανὸ οὔτε κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανὸ τίποτε πιὸ παράλογο ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ οὔτε μεγαλύτερη ἀπελπισία ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτή, δίχως ἀθανασία. Σ’ ὅλους τοὺς κόσμους δὲν ὑπάρχει περισσότερο δυστυχισμένη ὕπαρξη ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ δὲν πιστεύει στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Γι’ αὐτό, γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη, ὁ Ἀναστημένος Κύριος εἶναι τὰ «πάντα ἐν πᾶσιν» σ’ ὅλους τοὺς κόσμους: ὅ,τι τὸ Ὡραῖο, τὸ Καλό, τὸ Ἀληθινό, τὸ Προσφιλές, τὸ Χαρμόσυνο, τὸ Θεῖο, τὸ Σοφό, τὸ Αἰώνιο. Αὐτὸς εἶναι ὅλη ἡ Ἀγάπη μας, ὅλη ἡ Ἀλήθειά μας, ὅλη ἡ Χαρά μας, ὅλο τὸ Ἀγαθό μας, ὅλη ἡ Ζωή μας, ἡ Αἰωνία Ζωὴ σὲ ὅλες τὶς αἰωνιότητες καὶ ἀπεραντοσύνες.
















Αναρτήθηκε από nick στις 6:11 μ.μ. Δεν υπάρχουν σχόλια:  








Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου








BlogThis!








Μοιραστείτε το στο Twitter








Μοιραστείτε το στο Facebook








Κοινοποίηση στο Pinterest








Ἡ ἑρμηνεία τῆς εἰκόνας τῆς Ἀναστάσεως








 Ἡ εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει δύο τύπους: Ὁ ἕνας εἶναι ἡ κάθοδος τοῦ Χριστοῦ στὸν Ἅδη, ὁ δεύτερος εἰκονογραφικὸς τύπος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ εἰκονίζει ἄλλοτε τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη στὸ κενὸ Μνημεῖο καὶ ἄλλοτε τὸν ἄγγελο ποὺ «ἐπὶ τὸν λίθο καθήμενος» ἐμφανίστηκε στὶς Μυροφόρες.
































Ἀργότερα ἡ εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ τύπου αὐτοῦ πλουτίστηκε μὲ τὶς σκηνὲς τῆς ἐμφάνισης τοῦ Χριστοῦ στὴ Μαρία Μαγδαληνὴ (τὸ «Μὴ μου ἅπτου») καὶ στὶς δύο Μαρίες (τὸ «Χαῖρε τῶν Μυροφόρων»).
































Ὁ Λεωνίδας Οὐσπένσκη γράφει σχετικά: «Οἱ δύο αὐτὲς συνθέσεις χρησιμοποιοῦνται στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς εἰκόνες τῆς Ἀναστάσεως. Στὴν παραδοσιακὴ ὀρθόδοξη ἁγιογραφία ἡ πραγματικὴ στιγμὴ τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ οὐδέποτε ἀπεικονίστηκε. Τόσο τὰ Εὐαγγέλια, ὅσο καὶ ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, σιγοῦν γιὰ τὴ στιγμὴ αὐτὴ καὶ δὲ λένε πῶς ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε, πράγμα ποὺ δὲν κάνουν γιὰ τὴν Ἔγερση τοῦ Λαζάρου. Οὔτε ἡ εἰκόνα δείχνει αὐτό. Ἡ σιγὴ αὐτὴ ἐκφράζει καθαρὰ τὴ διαφορὰ ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ τῶν δύο γεγονότων. Ἡ Ἔγερση τοῦ Λαζάρου ἦταν ἕνα θαῦμα, τὸ ὁποῖο μποροῦσαν ὅλοι νὰ κατανοήσουν, ἐνῶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἀπρόσιτη σὲ ὁποιαδήποτε ἀντίληψη... Ὁ ἀνεξιχνίαστος χαρακτήρας τοῦ γεγονότος αὐτοῦ γιὰ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ καὶ συνεπῶς τὸ ἀδύνατο τῆς ἀπεικόνισής του εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἀπουσιάζουν εἰκόνες αὐτῆς ταύτης τῆς Ἀναστάσεως. Γι᾿ αὐτὸ στὴν Ὀρθόδοξη εἰκονογραφία ὑπάρχουν δύο εἰκόνες, ποὺ ἀντιστοιχοῦν στὴ σημασία τοῦ γεγονότος αὐτοῦ καὶ ποὺ συμπληρώνουν ἡ μία τὴν ἄλλη. Ἡ μία εἶναι συμβολικὴ παράσταση. Ἀπεικονίζει τὴ στιγμὴ ποὺ προηγήθηκε τῆς θεόσωμης Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ – τὴν Κάθοδο στὸν Ἅδη, ἡ ἄλλη τὴ στιγμὴ ποὺ ἀκολούθησε τὴν Ἀνάσταση τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἱστορικὴ ἐπίσκεψη τῶν Μυροφόρων στὸν Τάφο τοῦ Χριστοῦ».
































































Τὰ παραπάνω συμφωνοῦν καὶ μὲ τὰ ἀναστάσιμα τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ ὑπογραμμίζουν τὸ ἀνεξιχνίαστο μυστήριο τῆς Ἀναστάσεως καὶ τὸ παραλληλίζουν μὲ τὴ Γέννηση τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ τὴν ἐμφάνισή του στοὺς μαθητὲς μετὰ τὴν Ἀνάσταση («Προῆλθες ἐκ τοῦ μνήματος, καθὼς ἐτέχθης ἐκ τῆς Θεοτόκου». «Ὥσπερ ἐξῆλθες ἐσφραγισμένου τοῦ τάφου, οὕτως εἰσῆλθες καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων πρὸς τοὺς μαθητάς σου»).
































Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς παραπάνω δύο τύπους τῆς Ἀναστάσεως, συναντᾶμε στοὺς ναούς μας κι ἄλλο τύπο: αὐτὸν ποὺ δείχνει τὸ Χριστὸ γυμνό, μ᾿ ἕνα μανδύα ριγμένο, πάνω του νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸν Τάφο κρατώντας κόκκινη σημαία. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ δὲν εἶναι ὀρθόδοξη, ἀλλὰ δυτική. Ἐπικράτησε στὴν Ἀνατολή, ὅταν ἡ ὀρθόδοξη ἁγιογραφία ἀποκόπηκε ἀπὸ τὶς ρίζες της, τὴ βυζαντινὴ παράδοση, λόγω τῆς ἐπικράτησης τῆς ζωγραφικῆς τῆς Ἀναγέννησης. Ὑποστηρίχθηκε πὼς «ἡ μεγάλη προτίμηση γιὰ τὴν δυτικότροπη ἀπόδοση τῆς Ἀναστάσεως ὀφείλεται, μεταξὺ τῶν ἄλλων, καὶ στὴν ἐπίδραση τῶν προσκυνητῶν τῶν Ἁγίων Τόπων, γιατί πάνω ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ Παναγίου Τάφου βρισκόταν παρόμοια (δυτικότροπη) εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως, πού, ἀντιγραφόμενη στὰ διάφορα ἐνθύμια τῶν προσκυνητῶν, ἔγινε ὑπόδειγμα γιὰ πολλοὺς ζωγράφους. Ὥστε μποροῦμε νὰ ποῦμε πώς, ὁ συγκεκριμένος εἰκονογραφικὸς τύπος, διαδόθηκε τόσο ἀπὸ τὴ δυτικὴ τέχνη, ὅσο καὶ ἀπ᾿ τοὺς Ἁγίους Τόπους» (Εἰκόνες τῆς κρητικῆς τέχνης... σ. 357).
































Παρακάτω θὰ παρουσιάσουμε καὶ θὰ ἀναλύσουμε τὴν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως, ποὺ λέγεται καὶ «Ἡ εἰς ᾍδου Κάθοδος, γιατὶ εἶναι ἡ γνήσια εἰκὼν τῆς Ἀναστάσεως, ἣν παρέδωσαν ἡμῖν οἱ παλαιοὶ ἁγιογράφοι, σύμφωνος μὲ τὴν ὑμνωδίαν τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐκφράζει δὲ διὰ τῆς ζωγραφικῆς ὅσα ἱερὰ καὶ συμβολικὰ νοήματα ἐκφράζει ἰδίᾳ τὸ πασίγνωστον καὶ ὑπὸ πάντων ψαλλόμενον, ἀπὸ παίδων ἕως γερόντων, τροπάριον, «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος» (Φ. Κόντογλου).
















































Περιγραφὴ τῆς εἰκόνας
































Στὴ βάση τῆς εἰκόνας ἀνάμεσα σὲ ἀπότομους βράχους, ἀνοίγεται μία σκοτεινὴ ἄβυσσος. Διακρίνουμε τίς μαρμάρινες σαρκοφάγους, τίς πύλες τῆς κολάσεως μὲ τίς σκόρπιες κλειδαριές, καρφιὰ καὶ κλεῖθρα, καθὼς καὶ τίς μορφὲς τοῦ σατανᾶ καὶ τοῦ Ἅδη μὲ τὰ φοβισμένα πρόσωπα καὶ τὰ γυάλινα μάτια. Εἶναι τὰ «κατώτατα τῆς γῆς», «τὰ ταμεῖα τοῦ ᾍδου», ὅπου κατέβηκε ὁ Κύριος γιὰ νὰ κηρύξει τὴ σωτηρία «τοῖς ἀπ’ αἰῶνος ἐκεῖ καθεύδουσι».
































Πάνω ἀπὸ τὸ σπήλαιο, στὸ κέντρο τῆς εἰκόνας, προβάλλει ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου, ὁ Χριστός. Ὁ φωτοστέφανος τῆς κεφαλῆς του, τὰ χρυσοκόκκινα ἱμάτιά του ποὺ ἀκτινοβολοῦν, καὶ ἡ θριαμβευτικὴ ὄψη τοῦ προσώπου του ἐναρμονίζονται πλήρως μὲ τὸ δίστιχο τῆς πασχαλινῆς ἀκολουθίας:
































Χριστὸς κατελθὼν πρὸς πύλην ᾍδου μόνος,
















Λαβὼν ἀνῆλθε πολλά τῆς νίκης σκῦλα (=λάφυρα).
































Ὁ Χριστὸς ἐπιστρέφει τροπαιοῦχος ἀπὸ τὴ μάχη του μὲ τὸν ἅδη κρατώντας τὰ πρῶτα λάφυρα τῆς νίκης. Εἶναι ὁ Ἀδὰμ ποὺ τὸν κρατάει ἀπὸ τὸ χέρι, ἐνῶ ἐκεῖνος γονατιστὸς τὸν κοιτάζει εὐχαριστιακά. Πίσω του ἡ Εὔα μὲ κατακόκκινο μαφόριο καὶ κοντά της οἱ δίκαιοι, ποὺ περίμεναν μὲ πίστη τὴν ἔλευση τοῦ Λυτρωτῆ. Ἀνάμεσά τους ὁ Ἄβελ ποὺ πρῶτος γεύτηκε τὸν θάνατο. Στὴν ἀριστερὴ πλευρὰ εἰκονίζονται οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης Δαβίδ, Σολομών, Μωυσῆς, Πρόδρομος κ.ἄ. Ὅλοι αὐτοὶ ἀναγνώρισαν τὸ Λυτρωτὴ ὅταν κατέβηκε στὸν ἅδη καὶ προετοίμασαν τὸ κήρυγμά του, ὥστε νὰ βρεῖ ἀνταπόκριση στὶς ψυχὲς τῶν κεκοιμημένων.
































Σὲ μερικὲς εἰκόνες ἡ παράσταση τοῦ τροπαιούχου Κυρίου εἶναι πιὸ ἐκφραστική, γιατὶ σ᾿ αὐτὲς ὁ Κύριος κρατάει στὸ χέρι του τὸ ζωηφόρο Σταυρό, τῆς εὐσεβείας τὸ «ἀήττητον τρόπαιον», μὲ τὸν ὁποῖο καταργήθηκε ἡ δύναμη καὶ τὸ κράτος τοῦ θανάτου.
































Ἀλλοῦ ἔχουμε στὸ ἐπάνω μέρος τῆς εἰκόνας δύο ἀγγέλους ποὺ κρατοῦν στὰ χέρια τοὺς τὰ σύμβολα τοῦ Πάθους καὶ στὸ σπήλαιο τὸ θάνατο νὰ παριστάνεται μὲ γέροντα ἁλυσοδεμένο. Εἶναι δεμένος ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους μὲ τὰ ἴδια δεσμά, μὲ τὰ ὁποῖα εἶχε δέσμιο καὶ ὑποχείριο τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων.
































Τὴν παράσταση κλείνουν δύο γκρίζοι βράχοι μὲ ἐπίπεδους ἐξῶστες καὶ οἱ ἐπιγραφές: «Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ» καὶ «ΙΣ ΧΣ
































Ἡ εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει δύο τύπους: Ὁ ἕνας εἶναι ἡ κάθοδος τοῦ Χριστοῦ στὸν Ἅδη, ὁ δεύτερος εἰκονογραφικὸς τύπος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ εἰκονίζει ἄλλοτε τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη στὸ κενὸ Μνημεῖο καὶ ἄλλοτε τὸν ἄγγελο ποὺ «ἐπὶ τὸν λίθο καθήμενος» ἐμφανίστηκε στὶς Μυροφόρες.
































Ἀργότερα ἡ εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ τύπου αὐτοῦ πλουτίστηκε μὲ τὶς σκηνὲς τῆς ἐμφάνισης τοῦ Χριστοῦ στὴ Μαρία Μαγδαληνὴ (τὸ «Μὴ μου ἅπτου») καὶ στὶς δύο Μαρίες (τὸ «Χαῖρε τῶν Μυροφόρων»).
































Ὁ Λεωνίδας Οὐσπένσκη γράφει σχετικά: «Οἱ δύο αὐτὲς συνθέσεις χρησιμοποιοῦνται στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς εἰκόνες τῆς Ἀναστάσεως. Στὴν παραδοσιακὴ ὀρθόδοξη ἁγιογραφία ἡ πραγματικὴ στιγμὴ τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ οὐδέποτε ἀπεικονίστηκε. Τόσο τὰ Εὐαγγέλια, ὅσο καὶ ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, σιγοῦν γιὰ τὴ στιγμὴ αὐτὴ καὶ δὲ λένε πῶς ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε, πράγμα ποὺ δὲν κάνουν γιὰ τὴν Ἔγερση τοῦ Λαζάρου. Οὔτε ἡ εἰκόνα δείχνει αὐτό. Ἡ σιγὴ αὐτὴ ἐκφράζει καθαρὰ τὴ διαφορὰ ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ τῶν δύο γεγονότων. Ἡ Ἔγερση τοῦ Λαζάρου ἦταν ἕνα θαῦμα, τὸ ὁποῖο μποροῦσαν ὅλοι νὰ κατανοήσουν, ἐνῶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἀπρόσιτη σὲ ὁποιαδήποτε ἀντίληψη... Ὁ ἀνεξιχνίαστος χαρακτήρας τοῦ γεγονότος αὐτοῦ γιὰ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ καὶ συνεπῶς τὸ ἀδύνατο τῆς ἀπεικόνισής του εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἀπουσιάζουν εἰκόνες αὐτῆς ταύτης τῆς Ἀναστάσεως. Γι᾿ αὐτὸ στὴν Ὀρθόδοξη εἰκονογραφία ὑπάρχουν δύο εἰκόνες, ποὺ ἀντιστοιχοῦν στὴ σημασία τοῦ γεγονότος αὐτοῦ καὶ ποὺ συμπληρώνουν ἡ μία τὴν ἄλλη. Ἡ μία εἶναι συμβολικὴ παράσταση. Ἀπεικονίζει τὴ στιγμὴ ποὺ προηγήθηκε τῆς θεόσωμης Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ – τὴν Κάθοδο στὸν Ἅδη, ἡ ἄλλη τὴ στιγμὴ ποὺ ἀκολούθησε τὴν Ἀνάσταση τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἱστορικὴ ἐπίσκεψη τῶν Μυροφόρων στὸν Τάφο τοῦ Χριστοῦ».
































Τὰ παραπάνω συμφωνοῦν καὶ μὲ τὰ ἀναστάσιμα τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ ὑπογραμμίζουν τὸ ἀνεξιχνίαστο μυστήριο τῆς Ἀναστάσεως καὶ τὸ παραλληλίζουν μὲ τὴ Γέννηση τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ τὴν ἐμφάνισή του στοὺς μαθητὲς μετὰ τὴν Ἀνάσταση («Προῆλθες ἐκ τοῦ μνήματος, καθὼς ἐτέχθης ἐκ τῆς Θεοτόκου». «Ὥσπερ ἐξῆλθες ἐσφραγισμένου τοῦ τάφου, οὕτως εἰσῆλθες καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων πρὸς τοὺς μαθητάς σου»).
































Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς παραπάνω δύο τύπους τῆς Ἀναστάσεως, συναντᾶμε στοὺς ναούς μας κι ἄλλο τύπο: αὐτὸν ποὺ δείχνει τὸ Χριστὸ γυμνό, μ᾿ ἕνα μανδύα ριγμένο, πάνω του νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸν Τάφο κρατώντας κόκκινη σημαία. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ δὲν εἶναι ὀρθόδοξη, ἀλλὰ δυτική. Ἐπικράτησε στὴν Ἀνατολή, ὅταν ἡ ὀρθόδοξη ἁγιογραφία ἀποκόπηκε ἀπὸ τὶς ρίζες της, τὴ βυζαντινὴ παράδοση, λόγω τῆς ἐπικράτησης τῆς ζωγραφικῆς τῆς Ἀναγέννησης. Ὑποστηρίχθηκε πὼς «ἡ μεγάλη προτίμηση γιὰ τὴν δυτικότροπη ἀπόδοση τῆς Ἀναστάσεως ὀφείλεται, μεταξὺ τῶν ἄλλων, καὶ στὴν ἐπίδραση τῶν προσκυνητῶν τῶν Ἁγίων Τόπων, γιατί πάνω ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ Παναγίου Τάφου βρισκόταν παρόμοια (δυτικότροπη) εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως, πού, ἀντιγραφόμενη στὰ διάφορα ἐνθύμια τῶν προσκυνητῶν, ἔγινε ὑπόδειγμα γιὰ πολλοὺς ζωγράφους. Ὥστε μποροῦμε νὰ ποῦμε πώς, ὁ συγκεκριμένος εἰκονογραφικὸς τύπος, διαδόθηκε τόσο ἀπὸ τὴ δυτικὴ τέχνη, ὅσο καὶ ἀπ᾿ τοὺς Ἁγίους Τόπους» (Εἰκόνες τῆς κρητικῆς τέχνης... σ. 357).
































Παρακάτω θὰ παρουσιάσουμε καὶ θὰ ἀναλύσουμε τὴν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως, ποὺ λέγεται καὶ «Ἡ εἰς ᾍδου Κάθοδος, γιατὶ εἶναι ἡ γνήσια εἰκὼν τῆς Ἀναστάσεως, ἣν παρέδωσαν ἡμῖν οἱ παλαιοὶ ἁγιογράφοι, σύμφωνος μὲ τὴν ὑμνωδίαν τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐκφράζει δὲ διὰ τῆς ζωγραφικῆς ὅσα ἱερὰ καὶ συμβολικὰ νοήματα ἐκφράζει ἰδίᾳ τὸ πασίγνωστον καὶ ὑπὸ πάντων ψαλλόμενον, ἀπὸ παίδων ἕως γερόντων, τροπάριον, «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος» (Φ. Κόντογλου).
















































Περιγραφὴ τῆς εἰκόνας
































Στὴ βάση τῆς εἰκόνας ἀνάμεσα σὲ ἀπότομους βράχους, ἀνοίγεται μία σκοτεινὴ ἄβυσσος. Διακρίνουμε τίς μαρμάρινες σαρκοφάγους, τίς πύλες τῆς κολάσεως μὲ τίς σκόρπιες κλειδαριές, καρφιὰ καὶ κλεῖθρα, καθὼς καὶ τίς μορφὲς τοῦ σατανᾶ καὶ τοῦ Ἅδη μὲ τὰ φοβισμένα πρόσωπα καὶ τὰ γυάλινα μάτια. Εἶναι τὰ «κατώτατα τῆς γῆς», «τὰ ταμεῖα τοῦ ᾍδου», ὅπου κατέβηκε ὁ Κύριος γιὰ νὰ κηρύξει τὴ σωτηρία «τοῖς ἀπ’ αἰῶνος ἐκεῖ καθεύδουσι».
































Πάνω ἀπὸ τὸ σπήλαιο, στὸ κέντρο τῆς εἰκόνας, προβάλλει ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου, ὁ Χριστός. Ὁ φωτοστέφανος τῆς κεφαλῆς του, τὰ χρυσοκόκκινα ἱμάτιά του ποὺ ἀκτινοβολοῦν, καὶ ἡ θριαμβευτικὴ ὄψη τοῦ προσώπου του ἐναρμονίζονται πλήρως μὲ τὸ δίστιχο τῆς πασχαλινῆς ἀκολουθίας:
































Χριστὸς κατελθὼν πρὸς πύλην ᾍδου μόνος,
















Λαβὼν ἀνῆλθε πολλά τῆς νίκης σκῦλα (=λάφυρα).
































Ὁ Χριστὸς ἐπιστρέφει τροπαιοῦχος ἀπὸ τὴ μάχη του μὲ τὸν ἅδη κρατώντας τὰ πρῶτα λάφυρα τῆς νίκης. Εἶναι ὁ Ἀδὰμ ποὺ τὸν κρατάει ἀπὸ τὸ χέρι, ἐνῶ ἐκεῖνος γονατιστὸς τὸν κοιτάζει εὐχαριστιακά. Πίσω του ἡ Εὔα μὲ κατακόκκινο μαφόριο καὶ κοντά της οἱ δίκαιοι, ποὺ περίμεναν μὲ πίστη τὴν ἔλευση τοῦ Λυτρωτῆ. Ἀνάμεσά τους ὁ Ἄβελ ποὺ πρῶτος γεύτηκε τὸν θάνατο. Στὴν ἀριστερὴ πλευρὰ εἰκονίζονται οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης Δαβίδ, Σολομών, Μωυσῆς, Πρόδρομος κ.ἄ. Ὅλοι αὐτοὶ ἀναγνώρισαν τὸ Λυτρωτὴ ὅταν κατέβηκε στὸν ἅδη καὶ προετοίμασαν τὸ κήρυγμά του, ὥστε νὰ βρεῖ ἀνταπόκριση στὶς ψυχὲς τῶν κεκοιμημένων.
































Σὲ μερικὲς εἰκόνες ἡ παράσταση τοῦ τροπαιούχου Κυρίου εἶναι πιὸ ἐκφραστική, γιατὶ σ᾿ αὐτὲς ὁ Κύριος κρατάει στὸ χέρι του τὸ ζωηφόρο Σταυρό, τῆς εὐσεβείας τὸ «ἀήττητον τρόπαιον», μὲ τὸν ὁποῖο καταργήθηκε ἡ δύναμη καὶ τὸ κράτος τοῦ θανάτου.
































Ἀλλοῦ ἔχουμε στὸ ἐπάνω μέρος τῆς εἰκόνας δύο ἀγγέλους ποὺ κρατοῦν στὰ χέρια τοὺς τὰ σύμβολα τοῦ Πάθους καὶ στὸ σπήλαιο τὸ θάνατο νὰ παριστάνεται μὲ γέροντα ἁλυσοδεμένο. Εἶναι δεμένος ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους μὲ τὰ ἴδια δεσμά, μὲ τὰ ὁποῖα εἶχε δέσμιο καὶ ὑποχείριο τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων.
































Τὴν παράσταση κλείνουν δύο γκρίζοι βράχοι μὲ ἐπίπεδους ἐξῶστες καὶ οἱ ἐπιγραφές: «Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ» καὶ «ΙΣ ΧΣ».
































Ὡραῖα παρατηρήθηκε, πὼς «ἡ σύνθεση τῆς εἰκόνας εἶναι βαθιὰ μελετημένη, ἀκόμα καὶ στὶς μικρότερες λεπτομέρειές της. Ὅλα, ἀπὸ τὸ σχῆμα τῶν βράχων στὸ δεύτερο ἐπίπεδο ὡς καὶ τὶς ἀναλογίες τῶν χρωμάτων, περιέχουν ἕνα βαθύτερο νόημα καὶ ὑπακούουν σ’ ἕνα γενικὸ σχέδιο. Ἡ εἰκαστικὴ ἀπεικόνιση τοῦ ἀπόκρυφου κειμένου ἀποκτᾶ συμβολικὸ χαρακτήρα. Ταυτόχρονα, ὅμως, δὲν χάνεται ἡ σχέση μὲ τὰ συγκεκριμένα ἐπεισόδια τοῦ κειμένου» (Εἰκόνες τῆς κρητικῆς τέχνης..., σ. 327).
















».
































Ὡραῖα παρατηρήθηκε, πὼς «ἡ σύνθεση τῆς εἰκόνας εἶναι βαθιὰ μελετημένη, ἀκόμα καὶ στὶς μικρότερες λεπτομέρειές της. Ὅλα, ἀπὸ τὸ σχῆμα τῶν βράχων στὸ δεύτερο ἐπίπεδο ὡς καὶ τὶς ἀναλογίες τῶν χρωμάτων, περιέχουν ἕνα βαθύτερο νόημα καὶ ὑπακούουν σ’ ἕνα γενικὸ σχέδιο. Ἡ εἰκαστικὴ ἀπεικόνιση τοῦ ἀπόκρυφου κειμένου ἀποκτᾶ συμβολικὸ χαρακτήρα. Ταυτόχρονα, ὅμως, δὲν χάνεται ἡ σχέση μὲ τὰ συγκεκριμένα ἐπεισόδια τοῦ κειμένου» (Εἰκόνες τῆς κρητικῆς τέχνης..., σ. 327).

Νίκη της ζωής κατά του φοβερού θανάτου!

 π. Μωυσέως του Αγιορείτου
































Για μία ακόμη φορά εορτάζουμε την ανάσταση του Χριστού, το Πάσχα του Κυρίου, την ολόφωτη Λαμπρή, τη χαρούμενη Πασχαλιά, τη μοναδική Αυτοανάσταση. Το κενό μνήμα δίνει μνήμες ζωηφόρες. Εκκλησίες λαμπροφώτιστες, παπάδες λαμπροφορεμένοι, πρόσωπα που λαμποκοπούν. Ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός τα λέει ωραία: “Χριστός Ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες, όλοι μικροί, μεγάλοι ετοιμαστείτε. Μέσα στις εκκλησιές τες δαφνοφόρες, με το φως της χαράς συμμαζωχτήτε. Ανοίξτε αγκαλιές ειρηνοφόρες ομπροστά στους αγίους και φιληθήτε. Φιληθήτε γλυκά χείλη με χείλη. Πέστε: Χριστός Ανέστη, εχθροί και φίλοι”.
































Εορτάζεται η τροπαιοφόρα νίκη της ζωής κατά του φοβερού θανάτου. Η χάρη και η χαρά δεν εξαντλούνται στο πασχαλινό γεύμα, τα κόκκινα αυγά και το αρνί. Η Ανάσταση του Χριστού γεμίζει την καρδιά φως, την ψυχή αγαλλίαση, τον νου αισιοδοξία, τη ζωή νόημα. Η εορτή δεν ολοκληρώνεται στα πασχαλινά έθιμα της πατρίδος μας. Η εορτή είναι κυρίως πνευματική. Βιώνεται στην ωραιότατη μεταμεσονύκτια Θεία Λειτουργία, στη Θεία Μετάληψη, τη Θεία Κοινωνία. Τελείωσε το κατανυκτικό Τριώδιο. Αρχίζει το πανευφρόσυνο Πεντηκοστάριο. Ξεκινά μια νέα ζωή μέσα στη μυροβόλα άνοιξη.
































Ο κάθε πιστός, κατά τον κορυφαίο άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, αποφασίζοντας ελεύθερα να μισήσει την αμαρτία, αφήνεται στο καθαρτικό λουτρό της μετανοίας με γλυκά και χαροποιά δάκρυα, με καρδιά ταπεινωμένη, και συμμετέχει με λαχτάρα, φιλότιμο και μεράκι στην αναστάσιμη Θεία Ευχαριστία, κι έτσι ενώνεται με τον αναστηθέντα Χριστό και αναγεννάται και θαυματουργά. Εισερχόμενος κανείς στον τάφο της μετανοίας και της ταπεινώσεως, αναγκάζει, κατά κάποιον τρόπο, να κατεβεί εκεί ο ίδιος ο Χριστός, όπως κατήλθε στον Άδη, για να μας αναστήσει και ζωοποιήσει. Με τον τρόπο αυτό, αυτός που συναντήθηκε μαζί Του παρατηρεί έκθαμβος τη δόξα της αναστάσεώς Του. Η ανάσταση δηλαδή της ψυχής είναι η μυστική ένωση με την όντως ζωή και η αρχή μιας καινούργιας ζωής εν Χριστώ Ιησού Σταυροαναστηθέντι.
































Η Ανάσταση δίνει νέα διάσταση στη ζωή μας όλη. Η Ανάσταση δεν εξαντλείται σε εκείνη την υπέροχη νύχτα, αλλά μακραίνει, βαθαίνει και μπορεί να βιώνεται καθημερινά, εμπειρικά και στο βάθος της καρδιάς. Η Ανάσταση του Χριστού για τον πιστό και ευσυνείδητο χριστιανό είναι βίωμα συνεχές απαράμιλλο και ανέκφραστο. Ο Χριστός ανασταίνεται εντός μας. Μας φωτίζει, μας εμπνέει, μας κάνει διαφανείς, χριστοφόρους και θεοφόρους. Η θέα του φωτός δεν τυφλώνει, αλλά παραμυθεί και προβληματίζει αισιόδοξα.
































Το φως του Χριστού μας φωτίζει, μας λαμπρύνει, μας ανασταίνει. Ζωοποιεί τη ναρκωθείσα από τις αμαρτίες ψυχή μας. Αισθανόμεθα ζωηρά τη χάρη τη θαυματουργό. Θεωρούμε εντός μας το φως το αληθινό. Γνωρίζουμε πλέον καλά ποιος μας ανασταίνει και δοξάζει. Κατά τον μεγάλο Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, ο Χριστός αναστήθηκε και διέλυσε τα δεσμά του θανάτου. Εμείς ανιστάμεθα με το που ο Χριστός συνθλίβει τις αλυσίδες των αμαρτιών μας. Τη νύχτα της Αναστάσεως δεν έχει κανείς δικαίωμα να κλαίει. Από τον τάφο του Χριστού ανέτειλε δυνατό, ωραίο και ανεξάντλητο φως, που σφουγγίζει δάκρυα, συγχωρεί πταίσματα, σβήνει αμαρτίες. Κανένας να μην απελπίζεται ποτέ για τα όποια αμαρτήματά του, όσο μεγάλα και να είναι. Ο ήλιος της δικαιοσύνης ανέτειλε από το κενό μνημείο. Τώρα υπάρχει διέξοδος, φως στο τούνελ, συγκινητική ευκαιρία ανεφοδιασμού, ενισχύσεως κι ευλογίας.
































Το Πάσχα δεν είναι μόνο για διασκέδαση. Είναι σημαντική ευκαιρία φωτός, χάριτος κι ελπίδος. Νικηφόροι, χριστοφόροι, φωτοφόροι οι χριστιανοί μας, γνωρίζουν πολύ καλά να μην αγχώνονται, να μη βιάζονται, να μην παρασύρονται από μάταια λόγια. Καλούμεθα σε συνεχή επαγρύπνηση προς εξαφανισμό κάθε ίχνους απογνώσεως δαιμονοκίνητης. Λέγοντας “Χριστός Ανέστη” να το εννοούμε. Να το λέμε και με την καρδιά. Ο λαοφίλητος Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ έλεγε καθημερινά, ολοχρονίς σε όλους: “Χριστός Ανέστη, χαρά μου”. Βίωνε τη χαρά της Αναστάσεως μέσα του και γι’ αυτό συνεχώς έλεγε: “Χριστός Ανέστη, χαρά μου”. Ζούσε τη χαρά της Αναστάσεως, ήταν αληθινά χαρούμενος, και αυτό διαλαλούσε χαρούμενα.
































Πάσχα σημαίνει πέρασμα. Από το σκοτάδι στο φως, από την αμαρτία στην αρετή, από τον βυθό στην επιφάνεια. Ο καιρός είναι καλός, η κρίση μεγάλη, το Πάσχα παρόν. Αγαπώντας το φως, αγαπούμε τη διαφάνεια. Η διαφάνεια χαρίζει ελευθερία, άνεση και αληθινή χαρά. Πάσχα Κυρίου Πάσχα, θανάτου εορτάζουμε, άλλης βιοτής απαρχή. Σκιρτούν οι καρδιές και φωτίζονται τ’ άφωτα.

Ἡ “Διακαινήσιμος” ἑβδομάδα.

 Ολόκληρη η εβδομάδα από το άγιο Πάσχα μέχρι την επομένη Κυριακή, δηλαδή, την Κυριακή του Θωμά, λέγεται «διακαινήσιμος».
































Γιατί ονομάζεται έτσι;
































Στην παλαιά εποχή στην Εκκλησία υπήρχε η τάξη των Κατηχουμένων, όσων δηλ. προέρχονταν από τους ειδωλολάτρες ή τους Ιουδαίους και διδάσκονταν τις αλήθειες της χριστιανικής πίστεως για να γίνουν μέλη της με το μυστήριο του Βαπτίσματος. Το Βάπτισμα δεν ήταν τότε ατομικό ή οικογενειακό γεγονός, όπως σήμερα, αλλά γεγονός που αφορούσε το πλήρωμα της Εκκλησίας. Γι’ αυτό οι Κατηχούμενοι βαπτίζονταν ομαδικά κατά τη νύχτα του Μ. Σαββάτου προς την Κυριακή του Πάσχα. Με το βάπτισμα στο νερό ο «παλαιός άνθρωπος», ο άνθρωπος της αμαρτίας με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος πεθαίνει και γεννιέται ο νέος, ο ανακαινισμένος, ο καινούριος που ζει την αναγέννηση, την ανανέωση. Η εβδομάδα που ακολουθούσε το Πάσχα ονομάζεται «διακαινήσιμος» γι’ αυτό το γεγονός της ανακαινίσεως. Επειδή οι βαπτισμένοι ολόκληρη την εβδομάδα φορούσαν λευκά φορέματα ονομάζεται και «λευκή εβδομάδα».
















































Οι εφτά ημέρες της διακαινησίμου εβδομάδας θεωρούνται ως «μία» ημέρα, όπως η Κυριακή του Πάσχα. Οι πιστοί σύμφωνα με τον 66ο Κανόνα της Έκτης Οικουμενικής Συνόδου πρέπει να τη γιορτάζουν με πνευματική ευφροσύνη, δηλ. ψάλλοντας ψαλμούς και ύμνους, όχι με χορούς και διασκεδάσεις, συμμετέχοντας όλη την εβδομάδα στη λατρεία της Εκκλησίας κοινωνώντας καθημερινά, άν και την προηγουμένη ημέρα έφαγαν αρτύσιμα φαγητά, συνανιστάμενοι με τον αναστημένο Κύριο. Κατά τη διακαινήσιμη εβδομάδα τρώμε κρέας και την Τετάρτη και την Παρασκευή. Ο πένθιμος χαρακτήρας της νηστείας δεν έχει θέση στο γεγονός της Αναστάσεως του Χριστού. «Κατά δε την εβδομάδα της Διακαινησίμου ακινδύνως κρεωφαγήσομεν (να τρώμε κρέας) κατά την αυτής Τετράδα και Παρασκευήν· ως μία γαρ λογίζεται Κυριώνυμος το επταήμερον τούτο διάστημα».
















Κατά τη διακαινήσιμη εβδομάδα ψάλλεται καθημερινά η ακολουθία του Πάσχα χωρίς το «Δεύτε λάβετε φως», που είναι μεταγενέστερη συνήθεια και που δεν αναφέρεται στα έντυπα Πεντηκοστάρια. Η ακολουθία αυτή έγινε κατά μίμηση της ακολουθίας του «αγίου φωτός» του ναού του Παναγίου Τάφου των Ιεροσολύμων.
















Και γιατί γιορτάζουμε κάθε χρόνο τη «Διακαινήσιμο» εβδομάδα; Πολλοί απαντούν. Για λόγους ιστορικούς. Η Εκκλησία δεν ζει όμως με το παρελθόν. Ο λόγος του εορτασμού είναι καθαρά πνευματικός. Ποιός; Επειδή λόγω των αμαρτιών μας μολύνουμε τον λευκό χιτώνα του βαπτίσματος χρειαζόμαστε με τη μετάνοια εξαγιασμό. Χρειάζεται πάλι να γίνουμε ναός του Αγίου Πνεύματος. Όπως λέει ο απ. Παύλος «εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν» (Ρωμ. 6,4). Χρειαζόμαστε λοιπόν εγκαίνια, αναγέννηση, ανανέωση. «Εγκαινίζεσθε, αδελφοί», λέει ένα τροπάριο, «και αφού αφήσετε τον παλαιό άνθρωπο να ζείτε την καινούρια ζωή». Ή όπως ψάλλει ένας άλλος ύμνος: «Επίστρεψε στον εαυτό σου άνθρωπε! Γίνε καινούριος, αντί παλιός και γιόρταζε τα εγκαίνια (την ανανέωση) της ψυχής σου. Όσο είναι καιρός η ζωή σου ας αναγεννηθεί».
















Η «διακαινήσιμος εβδομάδα» γίνεται για τους πιστούς αφορμή πνευματικής καρποφορίας και καλής αλλοιώσεως.
































Α. Χ.

Σύναξη της Παναγίας της Παντάνασσας στον Μυστρά

 O ναός της Παντάνασσας είναι ένα από τα σημαντικότερα μνημεία του α΄ μισού του 15ου μ.Χ. αιώνα. Iδρυτής του καθολικού και της μονής ήταν ο πρωτοστράτωρ Iωάννης Φραγκόπουλος, ο οποίος άφησε μονογράμματα κι επιγραφή με το όνομα και τους τίτλους του στα πάνω δυτικά παράθυρα, στο νοτιοδυτικό παρεκκλήσι και στην κυκλική βάση του τρούλου του νάρθηκα. Tα εγκαίνια της μονής έγιναν το Σεπτέμβριο του 1428 μ.Χ.


H Παντάνασσα ανήκει στο μικτό τύπο του Mυστρά, είναι δηλαδή τρίκλιτη βασιλική στο ισόγειο και ναός σύνθετος σταυροειδής με τρούλο στον όροφο. Έντονες είναι οι φραγκικές επιδράσεις στην αψίδα, με γοτθικά τόξα να περιβάλλουν μονόλοβα παράθυρα, στο ψηλό καμπαναριό, όπου τα τρίλοβα ανοίγματα του πλαισιώνονται από ένα μεγάλο «σπασμένο» γοτθικό τόξο, και στον ψηλό τρούλο της οροφής, που συνοδεύεται από τέσσερις μικρούς πύργους.


Στο νότιο τοίχο του νάρθηκα βρίσκεται ο τάφος του Mανουήλ Λάσκαρη Xατζίκη, που πέθανε στα 1445 μ.Χ. Στον τοίχο υπάρχει επιτάφια επιγραφή, μονογράμματα και παράσταση του νεκρού. H μορφή του παριστάνεται ψηλή, επιβλητική, αρχοντικά ντυμένη, με καπέλο που μιμείται το αυτοκρατορικό σκιάδιο του Iωάννη H΄ Παλαιολόγου. H οικογένεια του προερχόταν από την Kωνσταντινούπολη, τόπο προέλευσης πολλών αριστοκρατών της Πελοποννήσου, κατά τον 15ο μ.Χ. αιώνα.


H αρχική ζωγραφική διακόσμηση έχει σωθεί αρκετά καλά στον όροφο, ενώ το ισόγειο φέρει τοιχογραφίες του 17ου - 18ου μ.Χ. αιώνα. Tο εικονογραφικό πρόγραμμα του 1430 μ.Χ. ακολουθεί πιστά το πρόγραμμα της Oδηγήτριας. O κτήτορας ίσως ήταν αυτός, που υπέδειξε ως πρότυπο το Aφεντικό.


Το συνεργείο που ζωγράφισε την Παντάνασσα, διακρίνεται για τον τεχνοτροπικό εκλεκτικισμό του. Eπιστρέφει στα πρότυπα της Oδηγήτριας και σχεδιάζει φωτεινές μορφές, με κυλινδρικά σώματα και επιβλητικές φυσιογνωμίες. Δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση στα βραχώδη τοπία για το φόντο των παραστάσεων. Πολλές συνθέσεις είναι πολυπρόσωπες, με ζωηρή κίνηση κι αρκετές γραφικές λεπτομέρειες, χαρακτηριστικά που θυμίζουν τη ζωγραφική της Περιβλέπτου. Tα χρώματα είναι ανοικτά και χαρούμενα, όπως και στην Περίβλεπτο, εδώ όμως η ζωγραφική αποκτά πιο έντονο διακοσμητικό χαρακτήρα.


Oι τοιχογραφίες της Παντάνασσας χαρακτηρίζονται γενικά από έντονη εκζήτηση. Oι ζωγράφοι καταφεύγουν σε τρόπους και μέσα του παρελθόντος, ενώ τονίζουν δευτερεύοντα στοιχεία, διασπώντας έτσι την ενότητα των συνθέσεων και των χώρων. Tα χαρακτηριστικά αυτά είναι τυπικά της τελευταίας φάσης της αριστοκρατικής παλαιολόγειας ζωγραφικής και οι τοιχογραφίες της Παντάνασσας, με την υψηλή ποιότητα τους, είναι το μόνο μνημείο αυτής της περιόδου που σώζεται άρτιο.



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Ἐν Μυστρᾷ συνελθόντες πιστῶς εἰσέλθωμεν, ἐν τῷ ναῷ Παντανάσσης καὶ Θεοτόκου Μητρός, προσκυνοῦντες εὐλαβῶς θεῖον εἰκόνισμα· ὅτι ὡς Μήτηρ τοῦ Θεοῦ, κατασκέπει τοὺς πιστούς, ἐκ πάσης δοκιμασίας, καὶ στηρίζει ἐν τοῖς ἀγῶσι, τοὺς εὐσεβῶς ἐπευφημοῦντας αὐτήν.


Κοντάκιον

Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.

Τῆς Παντανάσσης τὴν Εἰκόνα προσκυνήσωμεν, ἐν ἱερῷ ναῷ Μυστρᾶ καὶ ἐκβοήσωμεν· χαῖρε Μῆτερ ἡ γεννήσασα Θεὸν Λόγον. Τὸν λαὸν ταῖς Σαῖς πρεσβείαις διαφύλαξον, καὶ τὴν πίστιν ὀρθόδοξον περιτράνωσον, ἵνα κράζωμεν· Χαῖρε πάντων ἡ Ἄνασσα.


Μεγαλυνάριον

Παντάνασσα χαῖρε ἡ τοῦ Μυστρᾶ, Εἰκόνα Σου θείαν, οἱ τιμῶντες πανευλαβῶς, βοῶμεν ἐκ πόθου, προστρέχοντες ναῷ Σου, αἰτούμενοι Σὴν σκέπην, καὶ Σὴν βοήθειαν.


Ὁ Οἶκος

Ἄγγελοι οὐρανόθεν, ἀοράτως κυκλοῦσι, ναὸν τῆς Παντανάσσης ἐν φόβῳ (γ΄)· καὶ σὺν αὐτοῖς πλήθη πιστῶν πρὸ τῆς σεπτῆς αὐτῆς Εἰκόνος ἱστάμενα, ἐν χαρᾷ καὶ ἀγαλλιάσει βοῶσι πρὸς αὐτὴν τοιαῦτα·

Χαῖρε, Μυστρᾶ ἡ χαρὰ καὶ δόξα·

χαῖρε, πιστῶν ἡ ἐλπὶς καὶ σκέπη.

Χαῖρε, τοῦ σεπτοῦ Σου ναοῦ ἡ ἐπίσκεψις·

χαῖρε, εὐσεβείας πιστῶν ἡ ἀνάδειξις.

Χαῖρε, Κόρη θεοδώρητε, Ἐκκλησίας τοῦ Μυστρᾶ·

χαῖρε, Μῆτερ θεοτίμητε, τῶν Ἀγγέλων ἡ χαρά.

Χαῖρε, ὅτι ὑπάρχεις τῶν πιστῶν προστασία·

χαῖρε, ὅτι στηρίζεις τὴν Χριστοῦ Ἐκκλησίαν.

Χαῖρε, κρατὴρ τῆς χἄριτος ἔμπλεως·

χαῖρε, κρουνὸς τῆς πίστεως ἔνθεος.

Χαῖρε, δι’ ἧς εὐλογεῖται ἡ κτίσις·

χαῖρε, δι’ ἧς νεουργεῖται ἡ φύσις.

Χαῖρε πάντων ἡ Ἄνασσα.


Κάθισμα

Ἦχος α΄. Τὸν τάφον Σου Σωτήρ.

(Μετὰ τὴν α΄ στιχολογίαν)

Παντάνασσα πιστῶν, Παναγία Παρθένε, ἱκέτευε Χριστόν, ὑπὲρ γένους ἀνθρώπων, τοῦ κόσμου ἡ σώτειρα, καὶ Ἀγγέλων τὸ μέλισμα, τῶν τιμώντων σε, ἡ κραταιὰ προστασία, τοῦ ναοῦ Μυστρᾶ, κόσμος ἀγλάϊσμα εὖχος, καὶ ἄνασσα ἔνδοξος.


Έτερον Κάθισμα

Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.

(Μετὰ τὴν β΄ στιχολογίαν)

Παντάνασσα Δέσποινα τοὺς Σὲ τιμῶντας πιστῶς, περίσωζε φύλαττε ἐξ ἀοράτων ἐχθρῶν, καὶ πάσης κακώσεως· Σὺ γὰρ Θεὸν Σωτῆρα, ἐν ἀγκάλαις βαστάζεις, ἔχουσα παῤῥησίαν, τοῦ πρεσβεύειν ἀπαύστως, ὡς Μήτηρ τοῦ πάντων Κτίστου, Θεοχαρίτωτε.


Έτερον Κάθισμα

Ἦχος δ'. Κατεπλάγη Ἰωσήφ.

(Μετὰ τὸν Πολυέλεον)

Τὴν Παντάνασσαν πιστοί, καὶ Θεοτόκον ἀληθῆ, ἀνυμνήσωμεν φαιδρῶς, ὡς τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ, καὶ προστασίαν τοῦ κόσμου καὶ θείαν σκέπην· κλέϊσμα Μυστρᾶ καὶ ἀγλάϊσμα, τεῖχος τῶν πιστῶν καὶ προπύργιον, καὶ τῶν παρθένων πρότυπον καὶ κλέος, καὶ Ἐκκλησίας τὸ καύχημα· μητέρων δόξα, χαῖρε Μαρία, μείζων πάντων Ἀγγέλων.


Έτερον Κάθισμα

Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Ἑορτάζει σήμερον, ἡ τοῦ Μυστρᾶ Ἐκκλησία, καὶ τιμᾷ φαιδρότατα, τῆς Παντανάσσης Μαρίας, ἄῤῥητον, κυοφορίαν καὶ παρθενίαν, ἄφραστον, οἰκονομίαν τοῦ μυστηρίου· δι’ ἡμᾶς γὰρ ἀνεδείχθη, Παρθένος Μήτηρ τοῦ πρὸ αἰώνων Θεοῦ.


Σύναξη της Παναγίας «Ἄξιον Ἐστί» (ή ἐν τῷ «Ἀδειν»)

 Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Πατέρων ἀθροίσθητε, πασὰ τοῦ Ἄθω πληθύς, πιστῶς ἑορτάζοντες, σήμερον χαίροντες, καὶ φαιδρῶς ἀλαλάζοντες, πάντες ἐν εὐφροσύνῃ, τοῦ Θεοῦ γὰρ ἡ Μήτηρ, νῦν παρὰ τοῦ Ἀγγέλου, παραδόξως ὑμνεῖται διὸ ὡς Θεοτόκον ἀεὶ ταύτην δοξάζομεν.


Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Τῇ σεπτῇ σπυ Εἰκόνι Γαβριὴλ ὁ Ἀρχάγγελος, καταπτὰς ἐν σχήματι ξένῳ, τὴν ᾠδήν σοι ἀνέμελψεν, Ἄξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς, τὴν μόνην μακαρίζειν σε Ἁγνή, ὡς Μητέρα τοῦ τῶν ὅλων Δημιουργοῦ, καὶ σώζουσαν τοὺς κράζοντας· δόξα τοῖς θαυμασίοις σου Ἁγνή, δόξα τοῖς μεγαλείοις σου, δόξα τῇ πρὸς ἡμᾶς σου προνοίᾳ Ἄχραντε.


Κοντάκιον

Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.

Ἑορτάζει σήμερον ἅπας ὁ Ἄθως, ὅτι ὕμνοις δέδεκται, ὑπὸ Ἀγγέλου θαυμαστῶς, σοῦ τῆς Ἁγνῆς Θεομήτορος, ἣν πᾶσα κτίσις γεραίρει δοξάζουσα.


Έτερον Κοντάκιον

Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὡς ἐπιστὰς ἀπ’ οὐρανοῦ ἐν ξένῳ σχήματι Ὁ Γαβριὴλ τὸν μοναστὴν ἐμυσταγώγησε Μακαρίζει καὶ ὑμνεῖν σε ἀξίως Κόρη. Ἀλλ’ ἡμεῖς τούτου τὴν μνείαν ἑορτάζοντες τὴν πολλήν σου πρὸς ἡμᾶς ὑμνοῦμεν πρόνοιαν καὶ βοῶμέν σοι, χαῖρε Ἄθω ἡ ἔφορος.


Μεγαλυνάριον

Ἄξιον ὑμνεῖν σε διὰ παντός, τὴν Θεοῦ Μητέρα, καὶ προστάτιν τῶν γηγενῶν, παρὰ τοῦ Ἀγγέλου, Παρθένε διδαχθέντες, ὑμνοῦμεν καθ’ ἑκάστην, τὰ μεγαλεῖά σου.


Όσιος Αναστάσιος ο Σιναΐτης

 Ο Όσιος Ανστάσιος έζησε τον 7ο αιώνα μ.Χ. και καταγόταν από ευγενή οικογένεια. Γρήγορα όμως εγκατέλειψε τον κόσμο και τα βιοτικά πράγματα και εκάρη μοναχός. Πήγε στα Ιεροσόλυμα και αφού προσκύνησε τους Αγίους Τόπους, κατέληξε στο Όρος Σινά, στη μονή της Αγίας Αικατερίνης, της οποίας διετέλεσε ηγούμενος. Εκεί βρήκε ασκητές μοναχούς και έμεινε κοντά τους σαν υποτακτικός και υπηρέτης τους. Επειδή είχε πολύ ταπεινοφροσύνη, πήρε από τον Θεό τη δωρεά της γνώσης και πολλής σοφίας, με την οποία συνέγραψε βίους Αγίων Πατέρων και συνέθεσε ψυχωφελείς λόγους. Αφού έφτασε σε βαθιά γεράματα, απεβίωσε ειρηνικά στις αρχές του 8ου αιώνος μ.Χ.


Μερικά έργα του Οσίου Αναστάσιου είναι τα ακόλουθα:

α) «Οδηγός». Το έργο αυτό αποτελείται από 24 κεφάλαια και ονομάσθηκε έτσι διότι ήταν προορισμένο να χρησιμεύσει ως οδηγός προς υποστήριξη της Ορθοδοξίας εναντίον του Μονοφυσιτισμού,

β) «Ερωτήσεις και αποκρίσεις περί διαφόρων κεφαλαίων και διαφόρων προσώπων». Στο έργο αυτό ο Όσιος Αναστάσιος, ακολουθώντας τη μέθοδο του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, των ερωτήσεων και τον αποκρίσεων, επιλύει διάφορα ζητήματα δογματικά, πρακτικά και εκκλησιαστικά,

γ) «Λόγος περί της αγίας συνάξεως και περί του μη κρίνειν και μνησικακείν», όπου αναφέρεται στη Θεία Ευχαριστεία,

δ) «Θεωρίαι αναγωγικαί εις την εξαήμερον». Το όλο έργο αποτελείται συνολικά από δώδεκα βιβλία,

ε) «Εκ του κατ' εικόνα». Δύο λόγοι περί της κατ' εικόνα Θεού δημιουργίας του ανθρώπου,

στ) «Χρήσεις άχρηστοι μιαρών δυσσεβών Αρειανών αθετούσαι την ομοούσιον θεότητα του Υιού του Θεού και κτίσμα τον Κτίστην των απάντων λέγουσα». Το βιβλίο αυτό περιέχει αποσπάσματα από συλλογή χωρίων Πατέρων εναντίων των αιρετικών.


Τέλος, αξίζει να παραθέσουμε ένα απόσπασμα από ένα σύγγραμα του Οσίου Ανστάσιου, ο οποίος παίρνοντας αφορμή από τα λόγια του Ιησού Χριστού «μη κρίνετε ίνα μη κριθήτε» γράφει: «Κι όταν βλέπετε τον αδελφό σας να αμαρτάνη και τότε να μην τον κρίνετε και μάλιστα όταν είναι ιερέας. Να θυμώσαστε πως ένας είναι ο κριτής, ο Θεός, που θα αποδώση στον καθένα κατά τα έργα του. Είδες βέβαια το αμάρτημα του αδελφού σου· μήπως όμως γνωρίζεις και όλες του τις καλές πράξεις; Μπορεί μάλιστα αυτήν την αμαρτία, που εσύ είδες, εκείνος να την έπλυνε κι όλας με τα δάκρυα της μετανοίας του».

Άγιος Μαξιμιανός Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης

 Ο Άγιος Μαξιμιανός έζησε στα χρόνια του βασιλιά Θεοδοσίου Β' του μικρού (408 - 450 μ.Χ.) και καταγόταν από τη παλιά Ρώμη, από την οποία ήλθε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί έλαμψε με την αρετή του και την αυστηρότητα της ζωής του, καθώς μάλιστα ήταν ευφυής και πολυμαθής, χειροτονήθηκε από τον Πατριάρχη Σισίνιο (426 - 427 μ.Χ.) Πρεσβύτερος. Όταν πέθανε ο Σισίνιος, τον διαδέχτηκε ο αιρετικός Νεστόριος (428 - 431 μ.Χ.) του οποίου, κατά των αιρετικών δοξασιών αντέδρασε έντονα ο Άγιος Μαξιμιανός. Αφού τελικά εξορίστηκε ο Νεστόριος, στο θρόνο ανήλθε ο Άγιος Μαξιμιανός με την ψήφο βασιλιά και λάου στις 25 Οκτωβρίου 431 μ.Χ. Επί της Πατριαρχίας του στην Εκκλησία επικράτησε ειρήνη, χωρίς σκάνδαλα και αιρετικές ταραχές. Έτσι λοιπόν καλά αφού ποίμανε το ποίμνιο του για δύο χρόνια και πέντε μήνες, απεβίωσε ειρηνικά στις 12 Απριλίου 434 μ.Χ. Η Σύναξή του τελείται στους Αγίους Αποστόλους.

Αγία Αλεξάνδρα η βασίλισσα και οι ακόλουθοι της Απολλώς, Ισαάκιος και Κοδράτος

 Η Αγία Αλεξάνδρα ήταν σύζυγος του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (284 - 305 μ.Χ.). Εντελώς διαφορετική από εκείνον, που ήταν τραχύς στα αισθήματα και φίλος της βίας και του αίματος, διακρινόταν για την ήρεμη ψυχική της διάθεση, την ευσπλαχνία και την φιλάνθρωπη ζωή της. Και η Χάρη του Κυρίου αύξανε μέσα της τον φωτισμό. Και το θείο έλεος την καταξίωσε κατά τη διάρκεια του μαρτυρίου του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου να αισθανθεί μέσα της την πνοή και την ορμή της πίστεως στον Χριστό. Τότε, αφού στράφηκε προς τον αυτοκράτορα, τον παρακάλεσε να διατάξει την παύση των μαρτυρικών βασανιστηρίων. Εκείνος υπέθεσε ότι η αυτοκράτειρα, ασυνήθιστη σε τέτοιου είδους θεάματα, κατελήφθη από οίκτο ασυνείδητο και απερίσκεπτο. Της είπε λοιπόν να αποσυρθεί. Αλλά έλαβε μεγαλόφωνη την απάντηση ότι μια τέτοιου είδους σκηνή είναι απάνθρωπη και ανάξια του στέμματος.


Και όταν ο αυτοκράτορας καθύβρισε το Όνομα του Χριστού, εκείνη με ανδρεία φωνή διακήρυξε ότι καταγγέλλει ενώπιον του αληθινού Θεού τους διώκτες των Χριστιανών και ομολογεί και αυτή την πίστη της στον Ιησού Χριστού.


Ο αυτοκράτορας θέλησε να ερμηνεύσει τη δήλωση της ως διανοητική διατάραξη. Αλλά εκείνη διαμαρτυρήθηκε και επανέλαβε την ομολογία της. Ο Διοκλητιανός τότε εξεμάνη. Ενώ αυτός ζητούσε να εξοντώσει τους Χριστιανούς, η κατάκτησή τους εισήλθε και στα ανάκτορα και η ίδια η βασίλισσα προέβαλε φανερά την ίδια πίστη και ήταν συνήγορός τους. Διέταξε λοιπόν την απαγωγή και την φυλάκισή της.


Στη φυλακή η Αγία πέρασε τη νύχτα με προσευχή για τον εαυτό της και παρακαλώντας τον Κύριο για την Εκκλησία Του, η οποία τόσο σφοδρά κλυδωνιζόταν. Για την ζωή της δεν ενδιαφέρθηκε καθόλου. Επιθυμούσε μάλιστα να λάβει μαρτυρικό θάνατο, αλλά δίσταζε. Γνώριζε ότι για τον σύζυγό της δεν υπήρχε έλεος ενώπιον του Θεού που ήταν δίκαιος κριτής, δεν ήθελε όμως να επιβαρυνθεί η ενοχή του για το έγκλημα με το δικό της φόνο, και δεήθηκε προς τον Ύψιστο να παραλάβει την ψυχή της από την φυλακή εκείνη και να φανεί ευσπλαχνικός προς αυτή, για το ότι επί τόσο καιρό εκείνη παρακολουθούσε απαθής τους διωγμούς των Χριστιανών κοντά στο πλευρό του διώκτη αυτών.


Η δέησή της εισακούσθηκε. Δυο μέρες πριν από τη θανάτωση του Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, το 303 μ.Χ., παρέδιδε την τελευταία της πνοή στη φυλακή. Το παράδειγμα της βασίλισσας ακολούθησαν και τρεις από τους ακολούθους της, ο Απολλώ, ο Ισαάκιος και ο Κοδράτος. Τίμιοι και ενάρετοι υπηρέτες, αφοσιωμένοι από καρδιά στην αυτοκράτειρά τους, της οποίας γνώριζαν την αγαθότητα, σκέφθηκαν ότι η απόφασή της και η πίστη της στον Χριστό έπρεπε να τους κάνει να εξετάσουν και αυτοί χωρίς προκατάληψη την πίστη στον αληθινό Θεό και να κανονίσουν αναλόγως τη διαγωγή τους στο μέλλον. Πήγαν λοιπόν σε ένα Χριστιανό ιερέα, τον άκουσαν και αποχώρησαν από το σπίτι του ένθερμοι πιστοί, φωτισμένοι από τη Χάρη του παρακλήτου, με την απόφαση να ακολουθήσουν το παράδειγμα της βασίλισσάς τους. Και κάποια μέρα ομολόγησαν και αυτοί την πίστη τους.


Ο Διοκλητιανός διέταξε την θανάτωσή τους. Και τον μεν Κοδράτο τον αποκεφάλισαν, τους δε Απολλώ και Ισαάκιο τους υπέβαλαν στο θάνατο δια της πείνας και της δίψας. Το βασανιστήριο αυτό υπήρξε οδυνηρότατο. Αλλά το αντιμετώπισαν με ανδρεία, παρηγορούμενοι από την ελπίδα ότι επρόκειτο να συναντηθούν στα σκηνώματα της δικαιοσύνης και της μακαριότητας μαζί με την Αγία βασίλισσα. Η ελπίδα τους ικανοποιήθηκε. Η Εκκλησία τιμώντας τη μνήμη τους συνεορτάζει μαζί της την ίδια ημέρα.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιος Ιανουάριος ο Επίσκοπος και οι Πρόκουλος, Σώσσος και Φαύστος οι Διάκονοι, Δισιδέριος ο Αναγνώστης, Ακούτιος και Ευτύχιος

 Ο Άγιος Ιανουάριος ήταν επίσκοπος στη Νεάπολη της Ιταλίας, στα χρόνια του Διοκλητιανού (284-304) και όταν έπαρχος στην περιοχή αυτή ήταν ο Τιμόθεος. Ο Ιανουάριος μαζί με μια πολύ καλή ομάδα συνεργατών-χριστιανών, που την αποτελούσαν: οι διάκονοι Πρόκουλος (ή Πρόκλος), Σώσσος, Φαύστος, ο αναγνώστης Δησιδέριος, ο Ακούτιος και ο Ευτύχιος, αγωνίζονταν τον άγιο αγώνα της αρετής και έφερναν στο Χριστό πολλούς ειδωλολάτρες. Όταν έγινε ο μεγάλος διωγμός κατά των χριστιανών, συνελήφθησαν και υπέστησαν φοβερά βασανιστήρια. Τον Ιανουάριο έριξαν στη φωτιά για να καεί, αλλά με τη θεία χάρη έμεινε αβλαβής. Αμέσως, τότε, τον οδήγησαν σε άλλο τόπο, όπου του έκοψαν τα νεύρα και έτσι έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου. Στο δρόμο για το μαρτύριο, συνέβη το έξης περιστατικό: Οι πολυάριθμοι χριστιανοί της Νεάπολης, προσπάθησαν να πάρουν από τα χέρια των στρατιωτών τον Ιανουάριο. Εκείνος, όμως, αρνήθηκε και τους είπε: «Αφήστε, παιδιά μου, να τελειώσω τον καλό αγώνα του μαρτυρίου, και σας υπόσχομαι ότι θα είμαι πάντοτε προστάτης της πόλης σας». Έτσι και έγινε. Η Νεάπολη τον ανακήρυξε πολιούχο της Άγιο.


Στο Συναξάρι του Αγίου Ιανουαρίου αναφέρεται ότι μια γυναίκα, που ονομαζόταν Μαξιμίνα και ήταν χήρα, είχε την ατυχία να χάσει το μονάκριβο παιδί της. Κάποια στιγμή, ενώ θρηνούσε, συνήλθε για λίγο και κοιτάζοντας ψηλά, είδε άνω από την πύλη του ναού ένα ύφασμα κρεμασμένο, στο οποίο ήταν ζωγραφισμένη η εικόνα του Αγίου Ιανουαρίου. Τότε η γυναίκα έφερε στο νου της εκείνο που κάποτε έκανε ο προφήτης Ελισσαίος, όταν ανέστησε τον υιό της Σωμανίτιδος. Αφού κινήθηκε λοιπόν η Μαξιμίνα από θείο φωτισμό, έκανε και αυτή το ίδιο. Σχημάτισε δηλαδή κατάλληλα τον υιό της και ακολούθως σχημάτισε το ομοίωμα του Αγίου Ιανουαρίου. Στη συνέχεια δε, στα μάτια του παιδιού της προσάρμοσε τα μάτια της εικόνας του Αγίου. Το ίδιο έκανε και με τα αυτιά, το στόμα και με τα υπόλοιπα μέλη. Κάνοντας το έργο αυτό η γυναίκα προσευχόταν θερμά προς τον Άγιο Ιανουάριο λέγοντας: «Δούλε του Θεού, ελέησέ με και ανάστησε τον υιό μου, γιατί είναι το μόνο μου παιδί, δεν έχω άλλο». Και πραγματικά, ο Άγιος άκουσε την παράκληση της Μαξιμίνας και ανέστησε τον υιό αυτής.



Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Ὡς Ἱεράρχης καὶ σοφὸς θεηγόρος, τύπος ἐγένου πρὸς ἀθλήσεως πόνους, Πάτερ Ἰανουάριε τοὶς περὶ σεαυτόν. Σῶσος γὰρ καὶ Πρόκουλος, Δισιδέριος Φαῦστος, καὶ σὺν Ἀκουτίωνι, ὁ Εὐτύχιος ἅμα, σὺν σοῖ ἀθλούσι μάκαρ εὐσεβῶς, μεθ' ὧν δυσώπει, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.


Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ’.

Καί τρόπων μέτοχος, καί θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τήν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· διά τοῦτο τόν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, καί τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Ἰανουάριε· πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.


Κοντάκιον

Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.

Ἐν τῷ κόσμῳ λάμψαντες, ὥσπερ λυχνία, μυστικῶς ἑπτάφωτος, καταφωτίζετε ἡμᾶς, Ἰανουάρις ἔνδοξε, σὺν τοῖς συνάθλοις, μεθ᾽ὧν εὐφημοῦμέν σε.

Κυριακή 20 Απριλίου 2025

Αναστάσεως Ημέρα

Ἡ ἑρμηνεία τῆς εἰκόνας τῆς Ἀναστάσεως

 Χρήστου Γ. Γκότση








Ἡ εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει δύο τύπους: Ὁ ἕνας εἶναι ἡ κάθοδος τοῦ Χριστοῦ στὸν Ἅδη, ὁ δεύτερος εἰκονογραφικὸς τύπος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ εἰκονίζει ἄλλοτε τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη στὸ κενὸ Μνημεῖο καὶ ἄλλοτε τὸν ἄγγελο ποὺ «ἐπὶ τὸν λίθο καθήμενος» ἐμφανίστηκε στὶς Μυροφόρες. Ἀργότερα ἡ εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ τύπου αὐτοῦ πλουτίστηκε μὲ τὶς σκηνὲς τῆς ἐμφάνισης τοῦ Χριστοῦ στὴ Μαρία Μαγδαληνὴ (τὸ «Μὴ μοῦ ἅπτου») καὶ στὶς δύο Μαρίες (τὸ «Χαῖρε τῶν Μυροφόρων»). Ὁ Λεωνίδας Οὐσπένσκη γράφει σχετικά: «Οἱ δύο αὐτὲς συνθέσεις χρησιμοποιοῦνται στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς εἰκόνες τῆς Ἀναστάσεως. Στὴν παραδοσιακὴ ὀρθόδοξη ἁγιογραφία ἡ πραγματικὴ στιγμὴ τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ οὐδέποτε ἀπεικονίστηκε. Τόσο τὰ Εὐαγγέλια, ὅσο καὶ ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, σιγοῦν γιὰ τὴ στιγμὴ αὐτὴ καὶ δὲ λένε πῶς ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε, πράγμα ποὺ δὲν κάνουν γιὰ τὴν Ἔγερση τοῦ Λαζάρου. Οὔτε ἡ εἰκόνα δείχνει αὐτό.








Ἡ σιγὴ αὐτὴ ἐκφράζει καθαρὰ τὴ διαφορὰ ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ τῶν δύο γεγονότων. Ἡ Ἔγερση τοῦ Λαζάρου ἦταν ἕνα θαῦμα, τὸ ὁποῖο μποροῦσαν ὅλοι νὰ κατανοήσουν, ἐνῶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἀπρόσιτη σὲ ὁποιαδήποτε ἀντίληψη… Ὁ ἀνεξιχνίαστος χαρακτήρας τοῦ γεγονότος αὐτοῦ γιὰ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ καὶ συνεπῶς τὸ ἀδύνατο τῆς ἀπεικόνισής του εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἀπουσιάζουν εἰκόνες αὐτῆς ταύτης τῆς Ἀναστάσεως.








Γι᾿ αὐτὸ στὴν Ὀρθόδοξη εἰκονογραφία ὑπάρχουν δύο εἰκόνες, ποὺ ἀντιστοιχοῦν στὴ σημασία τοῦ γεγονότος αὐτοῦ καὶ ποὺ συμπληρώνουν ἡ μία τὴν ἄλλη. Ἡ μία εἶναι συμβολικὴ παράσταση. Ἀπεικονίζει τὴ στιγμὴ ποὺ προηγήθηκε τῆς θεόσωμης Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ – τὴν Κάθοδο στὸν Ἅδη, ἡ ἄλλη τὴ στιγμὴ ποὺ ἀκολούθησε τὴν Ἀνάσταση τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἱστορικὴ ἐπίσκεψη τῶν Μυροφόρων στὸν Τάφο τοῦ Χριστοῦ».








Τὰ παραπάνω συμφωνοῦν καὶ μὲ τὰ ἀναστάσιμα τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ ὑπογραμμίζουν τὸ ἀνεξιχνίαστο μυστήριο τῆς Ἀναστάσεως καὶ τὸ παραλληλίζουν μὲ τὴ Γέννηση τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ τὴν ἐμφάνισή του στοὺς μαθητὲς μετὰ τὴν Ἀνάσταση («Προῆλθες ἐκ τοῦ μνήματος, καθὼς ἐτέχθης ἐκ τῆς Θεοτόκου». «Ὥσπερ ἐξῆλθες ἐσφραγισμένου τοῦ τάφου, οὕτως εἰσῆλθες καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων πρὸς τοὺς μαθητάς σου»).








Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς παραπάνω δύο τύπους τῆς Ἀναστάσεως, συναντᾶμε στοὺς ναούς μας κι ἄλλο τύπο: αὐτὸν ποὺ δείχνει τὸ Χριστὸ γυμνό, μ᾿ ἕνα μανδύα ριγμένο, πάνω του νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸν Τάφο κρατώντας κόκκινη σημαία. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ δὲν εἶναι ὀρθόδοξη, ἀλλὰ δυτική. Ἐπικράτησε στὴν Ἀνατολή, ὅταν ἡ ὀρθόδοξη ἁγιογραφία ἀποκόπηκε ἀπὸ τὶς ρίζες της, τὴ βυζαντινὴ παράδοση, λόγω τῆς ἐπικράτησης τῆς ζωγραφικῆς της Ἀναγέννησης.








Ὑποστηρίχθηκε πῶς «ἡ μεγάλη προτίμηση γιὰ τὴν δυτικότροπη ἀπόδοση τῆς Ἀναστάσεως ὀφείλεται, μεταξὺ τῶν ἄλλων, καὶ στὴν ἐπίδραση τῶν προσκυνητῶν τῶν Ἁγίων Τόπων, γιατί πάνω ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ Παναγίου Τάφου βρισκόταν παρόμοια (δυτικότροπη) εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως, πού, ἀντιγραφόμενη στὰ διάφορα ἐνθύμια τῶν προσκυνητῶν, ἔγινε ὑπόδειγμα γιὰ πολλοὺς ζωγράφους. Ὥστε μποροῦμε νὰ ποῦμε πώς, ὁ συγκεκριμένος εἰκονογραφικὸς τύπος, διαδόθηκε τόσο ἀπὸ τὴ δυτικὴ τέχνη, ὅσο καὶ ἀπ᾿ τοὺς Ἁγίους Τόπους» (Εἰκόνες τῆς κρητικῆς τέχνης… σ. 357).








Παρακάτω θὰ παρουσιάσουμε καὶ θὰ ἀναλύσουμε τὴν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως, ποὺ λέγεται καὶ «Ἡ εἰς ᾍδου Κάθοδος, γιατὶ εἶναι ἡ γνήσια εἰκὼν τῆς Ἀναστάσεως, ἣν παρέδωσαν ἡμῖν οἱ παλαιοὶ ἁγιογράφοι, σύμφωνος μὲ τὴν ὑμνωδίαν τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐκφράζει δὲ διὰ τῆς ζωγραφικῆς ὅσα ἱερὰ καὶ συμβολικὰ νοήματα ἐκφράζει ἴδια τὸ πασίγνωστον καὶ ὑπὸ πάντων ψαλλόμενον, ἀπὸ παίδων ἕως γερόντων, τροπάριον, «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτω θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος» (Φ. Κόντογλου).








Περιγραφὴ τῆς εἰκόνας Στὴ βάση τῆς εἰκόνας ἀνάμεσά σε ἀπότομους βράχους, ἀνοίγεται μία σκοτεινὴ ἄβυσσος. Διακρίνουμε Τίς μαρμάρινες σαρκοφάγους, Τίς πύλες τῆς κολάσεως μὲ Τίς σκόρπιες κλειδαριές, καρφιὰ καὶ κλεῖθρα, καθὼς καὶ Τίς μορφὲς τοῦ σατανᾶ καὶ τοῦ Ἅδη μὲ τὰ φοβισμένα πρόσωπα καὶ τὰ γυάλινα μάτια. Εἶναι τὰ «κατώτατά της γής», «τὰ ταμεῖα τοῦ ᾍδου», ὅπου κατέβηκε ὁ Κύριος γιὰ νὰ κηρύξει τὴ σωτηρία «τοῖς ἀπ᾿ αἰῶνος ἐκεῖ καθεύδουσι».








Πάνω ἀπὸ τὸ σπήλαιο, στὸ κέντρο τῆς εἰκόνας, προβάλλει ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου, ὁ Χριστός. Ὁ φωτοστέφανος τῆς κεφαλῆς του, τὰ χρυσοκόκκινα ἱμάτιά του ποὺ ἀκτινοβολοῦν, καὶ ἡ θριαμβευτικὴ ὄψη τοῦ προσώπου τοῦ ἐναρμονίζονται πλήρως μὲ τὸ δίστιχο τῆς πασχαλινῆς ἀκολουθίας:








Χριστὸς κατελθὼν πρὸς πάλην ᾍδου μόνος, Λαβὼν ἀνῆλθε πολλὰ τῆς νίκης σκύλα (=λάφυρα). Ὁ Χριστὸς ἐπιστρέφει τροπαιοῦχος ἀπὸ τὴ μάχη του μὲ τὸν ἅδη κρατώντας τὰ πρῶτα λάφυρα τῆς νίκης. Εἶναι ὁ Ἀδὰμ ποὺ τὸν κρατάει ἀπὸ τὸ χέρι, ἐνῶ ἐκεῖνος γονατιστὸς τὸν κοιτάζει εὐχαριστιακά. Πίσω του ἡ Εὔα μὲ κατακόκκινο μαφόριο καὶ κοντά της οἱ δίκαιοι, ποὺ περίμεναν μὲ πίστη τὴν ἔλευση τοῦ Λυτρωτῆ. Ἀνάμεσά τους ὁ Ἄβελ ποὺ πρῶτος γεύτηκε τὸν θάνατο. Στὴν ἀριστερὴ πλευρὰ εἰκονίζονται οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης Δαβίδ, Σολομών, Μωυσῆς, Πρόδρομος κ.α.








Ὅλοι αὐτοὶ ἀναγνώρισαν τὸ Λυτρωτὴ ὅταν κατέβηκε στὸν ἅδη καὶ προετοίμασαν τὸ κήρυγμά του, ὥστε νὰ βρεῖ ἀνταπόκριση στὶς ψυχὲς τῶν κεκοιμημένων. Σὲ μερικὲς εἰκόνες ἡ παράσταση τοῦ τροπαιούχου Κυρίου εἶναι πιὸ ἐκφραστική, γιατὶ σ᾿ αὐτὲς ὁ Κύριος κρατάει στὸ χέρι τοῦ τὸ ζωηφόρο Σταυρό, τῆς εὐσεβείας τὸ «ἀήττητον τρόπαιον», μὲ τὸν ὁποῖο καταργήθηκε ἡ δύναμη καὶ τὸ κράτος τοῦ θανάτου. Ἀλλοῦ ἔχουμε στὸ ἐπάνω μέρος τῆς εἰκόνας δύο ἀγγέλους ποὺ κρατοῦν στὰ χέρια τοὺς τὰ σύμβολα τοῦ Πάθους καὶ στὸ σπήλαιο τὸ θάνατο νὰ παριστάνεται μὲ γέροντα ἁλυσοδεμένο. Εἶναι δεμένος ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους μὲ τὰ ἴδια δεσμά, μὲ τὰ ὁποῖα εἶχε δέσμιο καὶ ὑποχείριο τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων. Τὴν παράσταση κλείνουν δύο γκρίζοι βράχοι μὲ ἐπίπεδους ἐξῶστες καὶ οἱ ἐπιγραφές: «Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ» καὶ «ΙΣ ΧΣ».








Ὡραῖα παρατηρήθηκε, πῶς «ἡ σύνθεση τῆς εἰκόνας εἶναι βαθιὰ μελετημένη, ἀκόμα καὶ στὶς μικρότερες λεπτομέρειές της. Ὅλα, ἀπὸ τὸ σχῆμα τῶν βράχων στὸ δεύτερο ἐπίπεδο ὡς καὶ τὶς ἀναλογίες τῶν χρωμάτων, περιέχουν ἕνα βαθύτερο νόημα καὶ ὑπακούουν σ᾿ ἕνα γενικὸ σχέδιο. Ἡ εἰκαστικὴ ἀπεικόνιση τοῦ ἀπόκρυφου κειμένου ἀποκτᾶ συμβολικὸ χαρακτήρα. Ταυτόχρονα, ὅμως, δὲν χάνεται ἡ σχέση μὲ τὰ συγκεκριμένα ἐπεισόδια τοῦ κειμένου»
















Ἀπὸ τὸ βιβλίο, «Ὁ Μυστικὸς Κόσμος τῶν Βυζαντινῶν Εἰκόνων» 








Ἔκδ. Ἀποστολικὴ Διακονία

ΘΑΝΑΤΟΥ ΕΟΡΤΑΖΟΜΕΝ ΝΕΚΡΩΣΙΝ, ΑΔΟΥ ΤΗΝ ΚΑΘΑΙΡΕΣΙΝ!

 ΛΑΜΠΡΟΣ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΣ
















Θεολόγος - Καθηγητής
































    Το άγιο Πάσχα αποτελεί την κορωνίδα του ορθοδόξου εορτολογίου. Είναι, κατά τον ιερό υμνογράφο της αναστάσεως, η «εορτή των εορτών και η πανήγυρις των πανηγύρεων». Η σημασία της μεγάλης εορτής οφείλεται στο ότι εκφράζει το πέρας και τον τελικό θρίαμβο της επιτυχίας του επί γης απολυτρωτικού έργου του Χριστού. Εορτάζεται πανηγυρικότατα η νίκη του Αγαθού κατά του Κακού, η επικράτηση του φωτός στο νοητό σκοτάδι της αμαρτίας και της φθοράς, η κατάργηση του 'δη και πάνω απ' όλα η αναίρεση του θανάτου, του χειρότερου εχθρού μας!
















Η είσοδος του κακού στον κόσμο μαζί με τα άλλα μύρια κακά, έφερε και τον θάνατο, ως την φυσική κατάληξη μιας αφάνταστα μαρτυρικής ζωής. Ο πικρός 'δης υπήρξε ο τόπος κατάληξης όλων των ανθρωπίνων ψυχών. Η έννοια της αθανασίας, ως το σπουδαιότερο αρχέγονο δώρο του Θεού στον άνθρωπο, έμεινε ως μια μακρινή Η λαχτάρα για την νίκη του θανάτου εκφράστηκε ποικιλότροπα μέσα στις ανάμνηση στην ανθρώπινη σκέψη και ως μια αμυδρή προσδοκία ανάκτησής της στο μέλλον.
















διάφορες μυθολογίες των λαών. Οι προφήτες και οι συγγραφείς της Παλαιάς Διαθήκης, ως όργανα του Θεού για την προετοιμασία του ανθρωπίνου γένους για την εν Χριστώ σωτηρία, προείδαν πιο καθαρά την μελλοντική νίκη της ζωής κατά του θανάτου. Ο Ίδιος ο Θεός θα δοκιμάσει το πικρό ποτήρι του θανάτου και θα νικήσει τον 'δη, θα τον συλήσει από τους απ' αιώνος δεσμίους του νεκρούς και θα κλείσει οριστικά το δρόμο του θανάτου για τους πιστούς Του. Ο μοναδικός ζωντανός Θεός είναι ο Ίδιος η ζωή και η πηγή της ζωής σε όλα τα όντα. Αυτός «θανατοί και ζωογονεί, κατάγει εις άδου και ανάγει» (Α΄ Βασιλ.2,6). Ο Ηλίας και ο Ελισαίος ανασταίνουν νεκρούς στο όνομα του Κυρίου (Γ΄ Βασιλ.17,23, Δ΄ Βασιλ.4,33). Ο προφήτης Ωσηέ, προβλέποντας την εις άδου κάθοδον του Μεσσία, την εκ νεκρών ανάστασή Του και την συντριβή του θανάτου διακηρύσσει στους άπιστους συμπατριώτες του «Πορευθώμεν και επιστρέψωμεν προς Κύριον! ... Υγιάσει ημάς μετά δύο ημέρας, εν τη τρίτη ημέρα εξαναστηθώμεθα και ζησόμεθα ενώπιον αυτού» (Ωσηέ 6,1) και γι' αυτό σκιρτώντας από άκρατο ενθουσιασμό φωνάζει να το ακούσουν όλοι οι άνθρωποι «Που σου η δίκη σου, θάνατε, που το κέντρον σου άδη;» (Ωσηέ 13,14).
















     Στο θεανδρικό πρόσωπο του Κυρίου Ιησού Χριστού βρήκε το ανθρώπινο γένος τον πραγματικό λυτρωτή του. Αυτός, ως ο σαρκωμένος Θεός, υλοποίησε το θείο σχέδιο της σωτηρίας του κόσμου. Πέτυχε τη σωτηρία μας ως διδάσκαλος, ως ιερεύς και ως βασιλεύς. Δίδαξε πρωτόγνωρη διδασκαλία, αποκάλυψε τα μυστήρια του Θεού και έδωσε νέο τρόπο ζωής στους ανθρώπους. Ιερούργησε την πιο αποτελεσματική θυσία όλων των εποχών, με ιερείο άμωμο τον ίδιο Του τον εαυτό, πάνω στον φρικτό Γολγοθά και πέτυχε την περιπόθητη καταλλαγή του ανθρώπου με το Θεό. «Ο δε Θεός πλούσιος ων εν ελέει, δια την πολλήν αγάπην αυτού ην ηγάπησεν ημάς και όντας ημάς νεκρούς τοις παραπτώμασι συνεζωοποίησε τω Χριστώ... και συνήγειρε και συνεκάθησεν εν τοις επουρανίοις» (Εφ.2,4-6). Τέλος ως θριαμβευτικός νικητής, νίκησε τις αντίθεες δυνάμεις και το κακό, νίκησε το θάνατο και ανέστη από τους νεκρούς, ανελήφθη στους ουρανούς και κάθισε στα δεξιά του Θεού, συνεχίζοντας το απόλυτο και αναντικατάστατο μεσιτικό Του έργο. Αποτέλεσμα: «Νυνί δε εν Χριστώ Ιησού υμείς οι ποτέ όντες μακράν εγγύς εγενήθητε εν τω αίματι του Χριστού. Αυτός γαρ εστιν η ειρήνη ημών, ο ποιήσας τα αμφότερα εν και το μεσότοιχον του φραγμού λύσας, την έχθραν, εν τη σαρκί αυτού τον κόσμον των εντολών εν δογμασι καταργήσας, ίνα τους δύο κτίση εν εαυτώ εις ένα καινόν άνθρωπον ποιών ειρήνην» (Εφ.2,13-15).
















Ο Ιησούς Χριστός διακήρυξε: «Εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή, ο πιστεύων εις εμέ καν αποθάνη ζήσεται» (Ιωάν.11,25). Αυτός είναι ο μόνος, ο Οποίος μπορεί να νικήσει τον θάνατο. Με την λαμπροφόρο Ανάστασή Του πραγματοποίησε αυτή την λαμπρή νίκη, ανάστησε το σώμα Του και μαζί ολόκληρη την ανθρώπινη φύση., δηλαδή όλα τα ανθρώπινα πρόσωπα όλων των εποχών, ως κύτταρα του σώματός Του. Αυτό σημαίνει ότι ο κάθε άνθρωπος είναι ήδη αναστημένος δυνητικά από την ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίου. Είναι μια δυνητική κατάσταση την οποία μπορεί να αποδεχτεί και να αξιοποιήσει ο κάθε άνθρωπος. Ο βιολογικός θάνατος, ως προσωρινή κατάσταση, δεν αίρει το γεγονός της αναστάσεως και της αιώνιας ζωής, διότι «έρχεται ώρα και νυν εστιν, ότι οι νεκροί ακούσουσι της φωνής του Υιού του Θεού και οι ακούσαντες ζήσονται» (Ιωάν.5,25). «Ο εγείρας τον Χριστόν εκ νεκρών ζωοποιήσει και τα θνητά σώματα υμών δια το ενοικούν αυτού Πνεύμα εν υμίν» (Ρωμ.8:11). Αυτή είναι (πρέπει να είναι) η μόνιμη χαρά στις ψυχές των πιστών του Χριστού, διότι έχουμε τη βεβαιότητα, ότι χάρις στην Ανάσταση του Κυρίου μας, «μεταβεβήκαμεν εκ του θανάτου εις την ζωήν» (1 Ιωάν.3,14) και « Πας ο ζων και πιστεύων εις εμέ ου μη αποθάνη εις τον αιώνα» (Ιωάν.11,26).
















     Απτά παραδείγματα της αναστάσεώς μας είναι οι θαυμαστές νεκραναστάσεις που έκανε ο Κύριος κατά την επί της γης παρουσίας Του. Οι αναστάσεις της κόρης του Ιαείρου (Μαρκ.5,21-42, του γιου της χείρας στη Ναϊν (Λουκ.7,11-17), του Λαζάρου (Ιωάν.11,1-44). Επίσης η ανάσταση των «κεκοιμημένων αγίων» (Ματθ.27,52), κατά την ημέρα της Σταυρώσεως του Κυρίου, είναι οι προάγγελοι και της δικής μας αναστάσεως.
















Η λαμπροφόρος Ανάσταση του Σωτήρος μας σημαίνει ακόμα και την οντολογική αλλαγή του κόσμου. Ο παλαιός πτωτικός κόσμος της φθοράς άλλαξε κυριολεκτικά σύσταση, διότι με την Ανάσταση του Κυρίου νικήθηκαν οι αντίθεες δυνάμεις και απαλλάχτηκε από το κράτος του διαβόλου. Χάρη στην Ανάσταση του Χριστού ξαναβρήκε ο κόσμος την πραγματική του θέση μέσα στη θεία δημιουργία. Τη φθορά, που δημιούργησε η πτώση, διαδέχτηκε η αφθαρσία. Ο πιστός άνθρωπος δεν ζει πλέον για να πεθάνει, αλλά ζει για να μεταβεί στην αιωνιότητα και να συμβασιλεύει αιώνια με τον Χριστό.
















Το μέγα και ανεπανάληπτο γεγονός της Αναστάσεως του Κυρίου είναι για τους πιστούς Του μια διαρκής χαρά και ατέλειωτη αισιοδοξία. Η Ορθοδοξία μας ζει ακατάπαυτα την εορτή του Πάσχα. Κάποιοι ετερόδοξοι μελετητές αποκάλεσαν την Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία μας ως την Εκκλησία της Αναστάσεως, διότι κάθε Κυριακή είναι για μας Πάσχα! Οι άγιοι Απόστολοι έγιναν οι διαπρύσιοι κήρυκες του Ευαγγελίου στα έθνη χάρις στην εμπειρία της Αναστάσεως του Σωτήρος Χριστού. Τα νέφη των Μαρτύρων θυσίασαν την πολύτιμη ζωή τους χάρις στην βεβαιότητα της Αναστάσεως. Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας ζούσαν το γεγονός της Αναστάσεως ως μια ατέρμονη προσωπική συγκλονιστική εμπειρία.
















Αυτήν ακριβώς την αναστάσιμη χαρά και αισιοδοξία θέλει η αγία μας Εκκλησία να μεταδώσει και σε μας σήμερα. Μας καλεί να αποβάλλουμε το άγχος της καθημερινότητας και κυρίως το φόβο του θανάτου και να διαποτίσουμε την ύπαρξή μας με την μακάρια ελπίδα και της δικής μας ανάστασης, της οποίας τεκμήριο και απαρχή υπήρξε η Ζωηφόρος Ανάσταση του Λυτρωτή μας Χριστού.