Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2024

Απ' αυτό που βιώ­νου­με στη διάρ­κεια μιας Θείας Λει­τουρ­γί­ας,μπο­ρού­με να κα­τα­λά­βου­με,το τι θέση θα έχου­με στην αιω­νιό­τη­τα...

 «Απ' αυτό που βιώ­νου­με στη διάρ­κεια μιας Θείας Λει­τουρ­γί­ας, μπο­ρού­με να κα­τα­λά­βου­με, το τι θέση θα έχου­με στην αιω­νιό­τη­τα, για το αν κά­νου­με ή όχι για τον πα­ρά­δει­σο! Είναι μια προ­σω­πι­κή συ­νάν­τη­ση με το Χρι­στό τετ α τετ. 


Ό,τι νιώ­θου­με μέσα στην Εκκλη­σία κατά τη Θεία Λει­τουρ­γία, έτσι θα νιώ­σου­με και κατά την Δευ­τέ­ρα Πα­ρου­σία, στην οποία ο Χρι­στός θα μας κρί­νει. 


Και όταν κα­νείς αι­σθά­νε­ται ωραία, μέσα στη Θεία Λει­τουρ­γία, τότε προ­γεύ­ε­ται σαν σπερ­μα­τι­κή Χάρη, την πραγ­μα­τι­κή Βασι­λεία των Ουρα­νών μέσα του.»


+Γέροντας Εφραίμ, 

Δικαίος της Ιεράς Σκήτης του Αγίου Ανδρέα (Σαράι) Αγίου Όρους.

«Δέομαί Σου ελεήμον Κύριε, ίνα γνωρίσωσί σε εν Πνεύματι Αγίω πάντες οι λαοί της γης».

 Στον άπιστο δίνω αυτή τη συμβουλή. Ας πει: «Κύριε, αν υπάρχεις, φώτισέ με και θα Σε υπηρετήσω με όλη την καρδιά μου και με όλη την ψυχή μου».

Και ο Κύριος οπωσδήποτε θα φωτίσει μια τέτοια ταπεινή σκέψη και προθυμία για την υπηρεσία του Θεού. Δεν πρέπει, όμως, να λέει: «Αν υπάρχεις, τότε παίδεψέ με», γιατί αν έρθει η τιμωρία, είναι δυνατό να μη βρεις τη δύναμη να ευχαριστήσεις τον Θεό και να μετανοήσεις…

[...] Κύριε , δώσε να γνωρίσουν όλοι οι λαοί της γης πόσο μας αγαπάς και ποια θαυμαστή ζωή χαρίζεις σε όσους πιστεύουν σε Σένα.

Κι εγώ έχασα τη χάρη και φωνάζω μαζί με τον Αδάμ: «Σπλαγχνίσου με Κύριε. Δώσε μου πνεύμα ταπεινώσεως και αγάπης».

Κι αν έδωσες σ’ εμέ τον αμαρτωλό τη χάρη να Σε γνωρίσω με το άγιο Πνεύμα, τότε σε ικετεύω, Κύριε, να δώσης να σε γνωρίση όλος ο κόσμος.

Και συλλογίζεται η ψυχή:«Θα προσεύχομαι για όλο το ανθρώπινο γένος, για να επιστρέψουν όλοι οι άνθρωποι στον Κύριο και ν’ αναπαυθούν κοντά Του, γιατί η αγάπη του Θεού «πάντας θέλει σωθήναι»….


Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης

Άγιος Ιωάννης Κοτσούρωφ ο πρωτομάρτυρας της νεότερης Ρωσίας

 Ο πρωτοπρεσβύτερος Ιωάννης Κοτσούρωφ (Kochurov) ήταν ο πρώτος κληρικός - θύμα της Οκτωβριανής Επανάστασης.


Το 1901 μ.Χ., μετά την αποφοίτησή του από την Θεολογική Ακαδημία της Αγίας Πετρούπολης, διορίσθηκε εφημέριος της Ρωσικής Κοινότητας του Σικάγου. Επιστρέφοντας στη Ρωσία, δολοφονήθηκε από τους Μπολσεβίκους στο Tsarskoe Selo, τον Νοέμβριο του 1917 μ.Χ. Το όνομά του μνημονεύθηκε δεύτερο, μετά από εκείνο του Μητροπ. Κιέβου αγίου Βλαδιμήρου, από τον Πατριάρχη Τύχωνα, κατά την Θεία Λειτουργία της 31/03/1918 μ.Χ.

Όσιοι Σπυρίδων και Νικόδημος «οι εν τω σπηλαίω»

 Ο μακάριος Σπυρίδων καταγόταν από φτωχή και άσημη οικογένεια. Ήταν εντελώς αγράμματος και τραχύς στους τρόπους, αλλ' αυθόρμητος και ανεπιτήδευτος. Ένας «χωριάτης» για τους αριστοκράτες, ένας «αγροΐκος» για τους μεγαλωμένους στα σαλόνια, ένας «μωρός» για τους σοφούς του κόσμου τούτου.


Κι όμως ο όσιος ξεπέρασε σε αξία και τους σοφούς και τους ισχυρούς και τους ευγενείς, με την ανώτερη πνευματική του ζωή, με τα θεάρεστα έργα της αρετής του, με την ασκητική βία, με το φόβο του Θεού, που είναι η αρχή και η πηγή της πραγματικής σοφίας.


Ο όσιος Σπυρίδων ήρθε στη μονή των Σπηλαίων και άρχισε την τραχεία ασκητική του ζωή το 1139 μ.Χ.. Ήταν ήδη σε ώριμη ηλικία, αλλά δεν ήξερε γράμματα, Γι' αυτό και δεν μπορούσε να μελετά τα ιερά βιβλία. Αυτό τον γέμιζε θλίψη. Προσευχήθηκε ολόκαρδα στον Κύριο να του δώση φωτισμό και δύναμη για να μάθη ανάγνωση. Πράγματι, με σκληρή προσπάθεια, σε πολύ λίγο χρόνο έμαθε να διαβάζει. Ήταν απερίγραπτη η χαρά του που μπορούσε πια να μελετά τα θεία λόγια του Κυρίου και τα θεόπνευστα έργα των αγίων. Έμαθε απ' έξω ολόκληρο το Ψαλτήρι και το έλεγε μ' ευλάβεια και ψυχική μέθεξη κάθε μέρα, την ώρα που εργαζόταν με υπομονή και επιμέλεια στα διακονήματα του μοναστηρίου.


Ηγούμενος τα χρόνια εκείνα ήταν ένας μεγάλος νηστευτής και αγωνιστής ιερομόναχος, ο μακάριος Ποιμήν. Βλέποντας την καθαρότητα, την ακακία, την ευσέβεια και τη φιλοπονία του υποτακτικού του Σπυρίδωνος, του ανέθεσε το ευλογημένο διακόνημα του προσφοράρη. Ο όσιος θα έφτιαχνε τα πρόσφορα για το μεγάλο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, και γι' αυτό ήταν ολόχαρος και συγκινημένος βαθιά.


Με ψαλμούς, με ύμνους, με ωδές πνευματικές και με την αδιάλειπτη ευχή του Ιησού εκτελούσε τη θεοφιλή διακονία του ο δίκαιος Σπυρίδων: Έκοβε ξύλα, έκαιγε το φούρνο, κοσκίνιζε το αλεύρι, έπλαθε το ζυμάρι...


Κάποια μέρα, εκτελώντας τη συνήθη εργασία του, ο όσιος άναψε φωτιά στο φούρνο, για να ψήσει τα πρόσφορα που είχε ετοιμάσει. Ξαφνικά όμως μια σπίθα πήδησε μέσ' από τίς φλόγες και πετάχτηκε μέχρι το καλαμένιο ταβάνι, που άρπαξε αμέσως φωτιά. Αμέσως ο δούλος του Θεού έβγαλε το μανδύα του κι έκλεισε μ' αυτόν βιαστικά το άνοιγμα του φούρνου. Έπειτα έβγαλε και το τρίχινο πουκάμισο του, έδεσε τα μανίκια μεταξύ τους, έτρεξε στο κοντινό πηγάδι και το γέμισε νερό! Επιστρέφοντας γοργά φώναξε: «Αδελφοί! Βοήθεια! Φωτιά! Τρέξτε»!


Έτρεξαν οι αδελφοί με κουβάδες, αλλά τι να δουν! ο μανδύας, με τον όποιο ο όσιος είχε κλείσει τον αναμμένο φούρνο, ήταν εντελώς απείραχτος από τη φωτιά και το δεμένο πουκάμισο ήταν γεμάτο νερό, σαν ασκί στεγανό, και δεν άφηνε ούτε μια σταγόνα να χυθεί! Με το νερό εκείνο έσβησε ο μακάριος τη φωτιά, χωρίς να χρειαστεί τη βοήθεια των αδελφών. Κι αυτοί δόξασαν το Θεό, που η χάρη Του ολοφάνερα επισκίαζε και βοηθούσε τον πνευματοφόρο αδελφό τους.


Βοηθός του οσίου Σπυρίδωνος στο προσφορειό ήταν ο μοναχός Νικόδημος. Ευλαβέστατος και υπάκουος, αληθινά νεκρός για τον κόσμο, τη σάρκα και το σαρκικό θέλημα, προσπαθούσε πάντοτε με ζήλο κι επιμέλεια να μιμήται τον ευλογημένο Σπυρίδωνα τόσο στους χειρωνακτικούς κόπους όσο και στο θεάρεστο ήθος, στην αδιάλειπτη προσευχή, στον ενάρετο βίο.


Οι δύο όσιοι, αφού διακόνησαν θεοφιλώς το μοναστήρι τους τριάντα χρόνια σαν προσφοράρηδες, εκοιμήθησαν ειρηνικά εν Κυρίω σε βαθύ γήρας, και πήγαν να συναντήσουν τον ποθούμενο Ιησού, τον «Άρτο της Ζωής», «τον έσθιόμενον και μηδέποτε δαπανώμενον».

Άγιοι Σέλευκος και Στρατονίκη οι σύζυγοι

 Οι Άγιοι Σέλευκος και Στρατονίκη, σε νεαρή ηλικία ενώθηκαν με τα δεσμά του γάμου. Ήταν γνήσιο χριστιανικό ζευγάρι, που με τόση τελειότητα παρουσιάζει ο Απόστολος Παύλος στην προς Εφεσίους Επιστολήν του. Ήταν μια ψυχή και μια καρδιά. Αλλά όταν κλήθηκαν να διαλέξουν μεταξύ της ζωής τους και της πίστης τους, δεν δίστασαν ούτε στιγμή. Για να μείνουν ενωμένοι, έπρεπε να δεχτούν τον θάνατο για το Ευαγγέλιο. Και έτσι έπεσαν ιερά σφάγια, για να ανατείλουν περίλαμπροι την ήμερα της ανάστασης.

Μνήμη ανώνυμου ομολογητού

 Ο Άγιος αυτός έζησε στα χρόνια του Ιουλιανού του Παραβάτη (361 μ.Χ.) και ήταν γιος Ιερέα των ειδώλων. Στην πίστη του Χριστού τον έφερε κάποια ευσεβής χριστιανή Διακόνισσα, που ήταν φίλη της μητέρας του.


Ο νέος αυτός στην αρχή, όταν το έμαθε ο πατέρας του, υπέστη απ' αυτόν σκληρά βασανιστήρια. Δια θαύματος όμως σώθηκε και όταν πέθανε ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, κατόρθωσε να φέρει στη Χριστιανική πίστη και τον γέροντα πατέρα του, καθώς και πολλούς ειδωλολάτρες νέους. Αφού στη συνέχεια έζησε ανώτερη πνευματική ζωή, απεβίωσε ειρηνικά.


Το περιστατικό είναι παρμένο από την Εκκλησιαστική Ιστορία του Θεοδώρητου.


Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης γράφει για το περιστατικό αυτό:


«Kατά τους χρόνους Iουλιανού του παραβάτου εν έτει τξα΄ [361], ήτον ο Άγιος ούτος, υιός γενόμενος ενός ιερέως των ειδώλων, και εν δυσσεβεία ανατραφείς. Όταν δε ήτον νέος κατά την ηλικίαν, τότε μετετέθη εις την ευσέβειαν με τοιούτον τρόπον. Mία γυνή ονομαστή κατά την ευσέβειαν, και Διάκονος κατά το αξίωμα, ήτον φίλη με την μητέρα του Aγίου τούτου. Aύτη δε η τούτου μήτηρ, όσαις φοραίς επήγαινε με τον μικρόν όντα υιόν της εις την ευσεβή εκείνην γυναίκα, εχαιρετούσεν εκείνη, τόσον την μητέρα, όσον και τον υιόν, και επαρακίνει αυτόν εις την ευσέβειαν και την του Xριστού πίστιν. Aφ’ ου δε η μήτηρ του απέθανεν, επήγαινεν ο νέος εις την ευσεβή Διάκονον, και απελάμβανεν από εκείνην την συνήθη διδασκαλίαν. Eπειδή δε εδέχθη εις την ψυχήν του τας συμβουλάς της, ερώτησεν αυτήν, με ποίον τρόπον εδύνετο να φύγη την πλάνην του πατρός του, Έλληνος όντος, και να απολαύση την παρ’ αυτής κηρυττομένην ευσέβειαν. H δε Διάκονος είπεν εις αυτόν. Πρέπει τέκνον μου, να αποστραφής τον πατέρα σου, και να προτιμήσης τον Θεόν τον δημιουργόν εκείνου και εδικόν σου. Kαι να υπάγης εις μίαν πόλιν, εις την οποίαν ευρισκόμενος, δύνασαι να γλυτώσης από τας χείρας του δυσσεβούς βασιλέως. Υπέσχετο δε η θεοφιλής εκείνη, ότι αυτή η ιδία να λάβη πρόνοιαν διά τούτο.


O δε νέος είπε. Θέλω έλθω εις εσένα, και θέλω παραδώσω εις τας χείρας σου την ψυχήν μου. Aφ’ ου δε επέρασαν ολίγαι ημέραι, ο μεν Iουλιανός ανέβη εις την εν Aντιοχεία Δάφνην (τζεφτιλίκιον δε ήτον η Δάφνη της Aντιοχείας) διά να κάμη εορτήν εις τους δαίμονας και κοινήν τράπεζαν. Aνέβη δε και ο του νέου τούτου πατήρ, με το να ήτον ιερεύς, και εσυνείθιζε να ακολουθή με τον βασιλέα. Mαζί δε με τον πατέρα του ήτον και ο νέος ούτος, ομοίως και άλλος ένας αδελφός του. Eπειδή και αυτοί ήτον νεωκόροι, ήγουν προσμονάριοι του ναού των ειδώλων, και ερράντιζαν τα φαγητά του βασιλέως. Eπτά δε ημέρας εσυνείθιζον να πανηγυρίζουν εις την Δάφνην. Kατά την πρώτην λοιπόν ημέραν, αφ’ ου παρεστάθη ο νέος ούτος εις την τράπεζαν του βασιλέως, και ερράντισε τα μιαρά φαγητά, και εγέμωσεν αυτά από την ακαθαρσίαν των δαιμόνων. Tότε αναχωρήσας δρομαίος από την Δάφνην, πηγαίνει εις την Aντιόχειαν, και ευρίσκει την θαυμασίαν εκείνην Διάκονον. Kαι ιδού, λέγει, ήλθον εις εσένα, χωρίς να φανώ ψεύστης εις την υπόσχεσίν μου. Όθεν εσύ επιμελήσου τώρα διά την σωτηρίαν και της ψυχής μου και της ζωής μου, και τελείωσον την υπόσχεσίν σου. Παρευθύς λοιπόν εσηκώθη η θεοφιλής εκείνη, και πέρνουσα μαζί της τον νέον, επήγεν αυτόν προς τον άνθρωπον του Θεού Mελέτιον τον Aντιοχείας. O δε Άγιος Mελέτιος ιδών αυτόν, του είπε να καθίση κατά το παρόν επάνω εις τον εκεί ευρισκόμενον οίκον. O δε πατήρ του, επεριτριγύριζεν εις την Δάφνην ζητών τον υιόν του. Πηγαίνωντας δε και εις την Aντιόχειαν, εγύριζεν εις τους δρόμους και εις τα στενά σωκάκια, στρέφωντας εις κάθε μέρος τους οφθαλμούς του, μήπως ιδή τον ποθούμενον υιόν εις κανένα μέρος. Eπειδή επήγεν εις τον τόπον εκείνον, όπου εκατοίκει ο θείος Mελέτιος, στρέφωντας επάνω τα ομμάτιά του, βλέπει τον υιόν του, οπού έσκυπτεν από τα κάγκελλα. Όθεν τρέξας, ετράβιξεν αυτόν από εκεί και τον εκατέβασε. Kαι αφ’ ου τον επήγεν εις το οσπήτιόν του, πρώτον μεν έδειρεν αυτόν πολλά. Έπειτα πυρώσας σουβλία, έβαλεν αυτά εις τας χείρας και πόδας και πλάτας του υιού του. Ύστερον δε κλείσας αυτόν μέσα εις τον κοιτώνα, και κλειδωνίας έξωθεν βαλών, ανέβη πάλιν εις την Δάφνην.


Λέγει δε ο μακάριος Θεοδώρητος, ότι αυτά ήκουσεν οπού τα εδιηγείτο ο ίδιος πατήρ του νέου, ο μετά ταύτα πιστεύσας, όστις ήτον γέρωντας, όταν τα έλεγεν, επρόσθεσε δε, λέγει, ο γέρων και ταύτα ακόμη. Ότι ο νέος ούτος υιός του, έγινεν ένθους, και γεμώσας από θείαν χάριν, εσύντριψε μεν όλα τα είδωλα του πατρός του, τα εν τω οίκω ευρισκόμενα. Eπεριγέλα δε και την των ειδώλων ασθένειαν. Ύστερον δε στοχασθείς αυτό οπού έκαμεν, ήτοι την συντριβήν των ειδώλων, εφοβήθη τον ερχομόν του πατρός του. Όθεν παρεκάλεσε τον Δεσπότην Xριστόν να νεύση, διά να τζακισθούν μεν αι κλειδωνίαι, να ανοιχθούν δε αι πόρται. Eπειδή, έλεγεν, ότι διά εσένα Kύριε, ταύτα έπαθα και εποίησα. Όθεν ευθύς οπού τούτο είπεν, έπεσαν αι κλειδωνίαι, άνοιξαν δε αι πόρται. Kαι ευθύς έδραμεν εις την θεοφιλή διδάσκαλόν του, εκείνη δε ενδύσασα αυτόν γυναικεία φορέματα, εκράτησεν αυτόν εις τον οίκον της. Έπειτα επρόσφερεν αυτόν πάλιν εις τον θείον Mελέτιον. O δε Άγιος Mελέτιος, απέστειλεν αυτόν διά νυκτός εις την Παλαιστίνην προς τον Eπίσκοπον των Iεροσολύμων. Ήτον δε τότε Iεροσολύμων ο θείος Kύριλλος. Aφ’ ου δε απέθανεν ο Iουλιανός, ωδήγησεν ο νέος ούτος εις την ευσέβειαν και τον πατέρα του. Kαθώς ο ίδιος ούτος πατήρ του, γέρων ήδη ώντας, τούτο εδιηγήθη εις ημάς, περιφέρων ακόμη εις το σώμα του και τα στίγματα και σημάδια των πληγών, οπού έλαβε διά την του Xριστού πίστιν. O νέος λοιπόν ούτος πολλούς και άλλους Έλληνας οδηγήσας εις την της ευσεβείας επίγνωσιν με τα λόγιά του και με την ενάρετον πολιτείαν του, απήλθεν εις τας αιωνίους μονάς».

Άγιος Ιάκωβος επίσκοπος Μυγδονίας

 Ο Άγιος Ιάκωβος έγινε επίσκοπος Αντιοχείας της Μυγδονίας, που ονομάζεται και Νίσιβις (ή Nησίκη) και βρίσκεται μεταξύ των ποταμών Τίγρη και Ευφράτη.


Για την μεγάλη του αρετή, ο Θεός του είχε δώσει το χάρισμα της θαυματουργίας. Μάλιστα με την δύναμη του Χριστού, ανέστησε ακόμα και νεκρό, ενώ βοήθησε πολλούς να γίνουν Χριστιανοί.


Μετείχε στη Σύνοδο της Νίκαιας και μετά τη λήξη της Συνόδου πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου παρέστη στην κηδεία του Πατριάρχη Μητροφάνη του Α'.


Ο Ιάκωβος έγραψε και βιβλίο ψυχωφελέστατο, για το όποιο αναφέρει ο επίσκοπος Θεοδώρητος.


Η μνήμη του Αγίου επαναλαμβάνεται και την 13η Ιανουαρίου.

Άγιος Νικόλαος από τη Χίο ο Νεομάρτυρας

 Ο Άγιος Νεομάρτυς Νικόλαος μαρτύρησε στις 31 Οκτωβρίου 1754 μ.Χ. και ώρα έκτη, στη θέση Βουνάκι της Χίου.


Ο Άγιος Νικόλαος γεννήθηκε στις Καρυές της Χίου από γονείς ευσεβείς χριστιανούς, τον Πέτρο και την Σταματού. Από μικρό παιδί ήταν χαριτωμένος όχι μόνο στο σώμα αλλά και στην ψυχή. Ζούσε χριστιανικά με πολλή ευλάβεια και εγκράτεια, παρόλο που μεγάλωνε χωρίς νουθεσίες, καθώς ήταν ορφανός από πατέρα. Πάνω απ’ όλα ήταν απλός, άκακος και όλοι θαύμαζαν την υπομονή του.


Σε ηλικία είκοσι ετών συμφώνησε μ’ ένα συμπατριώτη του χτίστη να πάνε μαζί στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας, να εργαστούν. Εκεί στη Μαγνησία ο Άγιος συνέχιζε τον χριστιανικό τρόπο ζωής και πρόκοβε στην αρετή.


Κάποια μέρα όμως σαν κάτι να έπαθε ο νους του και έμεινε παραλογισμένος, χωρίς ωστόσο να κάνει τρελά πράγματα. Βλέποντάς τον οι Τούρκοι σ’ αυτή την κατάσταση τον έφεραν στους αρχηγούς τους με σκοπό να τον εξισλαμίσουν. Όταν εκείνοι τον εξέταζαν ο Άγιος δεν τους αποκρινόταν αλλά έμενε σιωπηλός, σαν να μην άκουγε τι του έλεγαν. Οπότε οι αγάδες αγανακτισμένοι, χτυπώντας τον, τον έδιωξαν ως τρελλό και ήλεγξαν εκείνους που τους τον πήγαν.


Οι συμπατριώτες του, βλέποντας την κατάστασή του, φοβήθηκαν μη διαταραχθεί ψυχικά και τον πήγαν στη Χίο, στην αδελφή του, στην οποία και είπαν τα καθέκαστα. Εκείνη, από αφροσύνη, δεν τα φύλαξε μυστικά και κυκλοφόρησε φήμη ότι ο Νικόλαος είχε εξισλαμισθεί. Τα έμαθαν οι αγάδες του νησιού και τον πήραν, τον ονόμασαν Μεϊμέτη (Μεχμέτ) και τον έντυσαν τούρκικα, χωρίς να του κάνουν όμως περιτομή. Για να ζήσει έβοσκε τα ζώα των χασάπηδων.


Εκεί, στα βουνά της Αγίας Υπομονής, τον συνάντησε κάποιος αρχιμανδρίτης που ονομαζόταν Κύριλλος. Συζήτησε μαζί του, είδε την απλότητά του και του έδωσε κάποιες συμβουλές. Αυτό ήταν και η αρχή της αλλαγής του Νικολάου.


Κάποια νύχτα κοιμήθηκε σ’ ένα μισογκρεμισμένο ναό της Αγίας Άννης και εκεί είδε στο όνειρό του μια ωραιότατη κόρη που του είπε: να πας στον ιερέα του ναού του Υιού μου να σε λούσει, να γίνεις καλά για να σε πάρω γαμπρό.


Σηκώθηκε και έτρεξε στην αδελφή του και της διηγήθηκε το όνειρο. Πήγαν μαζί στον ιερέα του χωριού αλλά εκείνος δεν τους έδωσε σημασία. Τότε προσέτρεξαν στον ναό του Σωτήρος, όπου εφημέρευε ο αρχιμανδρίτης Κύριλλος, ο οποίος του έκανε αγιασμό, του διάβασε τις σχετικές ευχές και ο νέος ήρθε στα συγκαλά του. Ύστερα τον κατήχησε και τον δίδαξε. Από τότε ο Νικόλαος άρχισε να ζει με μεγάλη μετάνοια, με προσευχή, αγρυπνία και αυστηρή νηστεία. Επειδή όμως είχε ακουστεί ότι είχε τουρκέψει, οι συγχωριανοί του φοβόντουσαν την οργή των Τούρκων και δεν τον δέχονταν στην εκκλησία, παρόλα τα δάκρυα και την διαμαρτυρία του.


Πράγματι κάποια μέρα έφτασαν απεσταλμένοι από τον δικαστή και τον συνέλαβαν σαν να ήταν ληστής. Μαζί του συνέλαβαν και τον ιερέα του χωριού με δύο προεστούς. Εκείνον τον οδήγησαν στον δικαστή ενώ τους άλλους απλώς τους φυλάκισαν. Ο δικαστής τον ρώτησε γιατί, ενώ προηγουμένως ήταν μουσουλμάνος, τώρα έγινε πάλι χριστιανός. Ο άγιος απάντησε: Επειδή εγώ από Χριστιανούς γεννήθηκα και Χριστιανός ανατράφηκα και είμαι Χριστιανός και τον Χριστό μου ποτέ δεν Τον αρνήθηκα ούτε έγινα μουσουλμάνος ούτε πρόκειται να Τον αρνηθώ ποτέ αλλά Χριστιανός πρόκειται να πεθάνω.


Ο δικαστής και οι δικοί του προσπαθούσαν με κολακείες και διάφορες υποσχέσεις να τον πείσουν να εξισλαμιστεί. Δεν κατάφεραν τίποτε παρά να ανάψουν τον ζήλο του. Χωρίς να φοβηθεί το πλήθος των Τούρκων, ήλεγξε την αμάθειά τους και την πλάνη τους χωρίς να μπορέσει κάποιος να αντιτάξει κάποιο αντιρρητικό λόγο. Επειδή λοιπόν εκείνοι ντροπιάστηκαν από ένα απλό και αγράμματο νεαρό Ρωμιό, άλλαξαν στάση, άρχισαν τις απειλές και τον έδειραν σκληρότατα, με πεντακόσιους ραβδισμούς στα πόδια. Στη συνέχεια τον έριξαν στη φυλακή σφίγγοντας τα καταπληγιασμένα πόδια του στο τιμωρητικό ξύλο. Σαν να μην έφταναν τα βασανιστήρια, είχε και τους συμπατριώτες του και μάλιστα τον ιερέα που τον παρακινούσαν να τουρκέψει για να απαλλαγούν από τη φυλάκιση λέγοντάς του ότι μ’ ένα Χριστιανό λιγότερο δεν κινδυνεύει η Χριστιανοσύνη.


Μετά από κάποιες ημέρες τον οδήγησαν και πάλι στο δικαστήριο. Εκεί άρχισαν πάλι τις κολακείες, τις προτάσεις για αξιώματα, πλούτη και τιμές αλλά και τις απειλές για βάσανα και θάνατο. Ο άγιος και πάλι με γενναιότητα και θάρρος τους απάντησε: Ούτε τις κολακείες σας δέχομαι ούτε τις τιμωρίες και το θάνατο φοβούμαι. Χριστιανός είμαι και από την αγάπη του Χριστού τίποτα δεν θα με χωρίσει. Όμως αν με ακούσετε εσείς πρώτα σε κάτι που θα σας ζητήσω, θα σας υπακούσω κατόπιν και εγώ.


Μη γνωρίζοντας τι θα τους ζητήσει του απάντησαν ναι, μετά χαράς. Λοιπόν τους λέει δεχθείτε εσείς πρώτα να σας βαπτίσω εγώ Χριστιανούς και κατόπιν κάντε με κι εσείς ό,τι θέλετε. Τόσο πολύ θύμωσαν ώστε επινόησαν δεινά βασανιστήρια. Έχυσαν στη φυλακή νερά, έβαλαν ύστερα κάτω μια σανίδα με καρφιά και ξάπλωσαν επάνω τον μάρτυρα και τοποθέτησαν πάνω στο στήθος και την κοιλιά του μια βαριά πλάκα. Έδεσαν τον λαιμό του με αλυσίδα και τα πόδια του πάντα στο τιμωρητικό ξύλο. Ο άγιος τα δεχόταν όλα υπομονετικά δοξάζοντας τον Θεό.


Τη νύχτα έγινε σεισμός, έπεσε η πλάκα από πάνω του και διαπιστώθηκε ότι ούτε του είχε σπάσει τα κόκαλα ούτε τα καρφιά είχαν μπηχτεί στη ράχη του. Η φυλακή δε είχε πλημμυρήσει από ευωδία. Όλοι οι φυλακισμένοι εξεπλάγησαν και φώναζαν ότι είναι άγιος ο άνθρωπος, ο δε ιερέας του ζητούσε συγγνώμη για τα βλάσφημα λόγια του.


Ύστερα απ’ όλα αυτά αποφυλάκισαν τους συγχωριανούς του αγίου, για να μη βλέπουν και διαδώσουν τα θαύματα, τον ίδιο δε τον έδεσαν χειροπόδαρα και τον έριξαν στον σταύλο των αλόγων, για να μην τον βλέπουν οι άλλοι φυλακισμένοι και επηρεάζονται αλλά και για να τον σκοτώσουν τα άλογα καταπατώντας τον. Ο άγιος όμως με τη χάρη του Θεού διαφυλάχτηκε σώος και αβλαβής, όπως και ο Δανιήλ στο λάκκο των λεόντων. Όλες τις ημέρες στον σταύλο νήστευε, σχεδόν άσιτος και προσευχόταν.


Αντιλαμβανόμενοι οι Τούρκοι ότι δεν κατάφερναν τίποτε τον καταδίκασαν σε θάνατο. Τον οδήγησαν έξω από τα τείχη της Σούδας του κάστρου όπου τον ρώτησαν ξανά αν τουρκεύει κι εκείνος ο μακάριος εξουθενωμένος τους απάντησε όχι, μόνο με κίνηση της κεφαλής. Τότε ο δήμιος τον γονάτισε και του έδωσε μια μπηχτή μαχαιριά στην πλάτη, ύστερα τον σήκωσε και τον ρώτησε αν τουρκεύει και στην αρνητική απάντησή του τον γονάτισε δεύτερη φορά και τον έκοψε λίγο στο λαιμό. Τον σήκωσε πάλι επάνω και τον ρώτησε αν τουρκεύει, λέγοντάς του: μη στεναχωριέσαι οι πληγές σου γιατρεύονται. Ο άγιος μεγαλομάρτυρας από τον μεγάλο του πόθο να μαρτυρήσει έτρεξε και γονάτισε φωνάζοντας τρεις φορές: Παναγία, βοήθει μοι. Τότε ο δήμιος τον χτύπησε με όλη του την δύναμη, ξανά και ξανά, για να τον αποκεφαλίσει αλλά η πάντιμη κεφαλή δεν κοβόταν, οπότε πιάνοντάς τον από τα μαλλιά τον έσφαξε σαν το πρόβατο.


Τότε συνέβη ένα συγκλονιστικό φαινόμενο. Ενώ ήταν μεσημέρι, πυκνότατο σκοτάδι κάλυψε όλο το νησί, σε σημείο που ο ένας δεν έβλεπε τον άλλο ούτε τον δρόμο για να πάνε στα σπίτια τους. Στο υπόλοιπο νησί όπου οι κάτοικοι δεν γνώριζαν την αιτία έλεγαν ότι σίγουρα είναι οργή Θεού. Μέχρι και σήμερα διηγούνται για το φοβερό εκείνο σκοτάδι. Και ενώ παντού επικρατούσε σκοτάδι το πρόσωπο του αγίου μάρτυρος έλαμπε σαν τον ήλιο. Ουράνιο δε φως έλουζε τρεις νύχτες το άγιο λείψανο. Μη υποφέροντας οι Τούρκοι τα θεϊκά αυτά σημεία έλεγαν ότι ο Θεός ρίχνει φωτιά να τον κάψει και πήγαν με δαδιά και μαύριζαν το πρόσωπο του αγίου για να μη φαίνεται λαμπρό. Πολλοί Χριστιανοί δωροδοκούσαν τους φύλακες να τους δώσουν κομμάτια από τα ρούχα του ή χώμα βρεγμένο από το αίμα του ή να του κόψουν κάποιο από τα δάχτυλά του. Τα μαρτυρικά του λείψανα του στη συνέχεια έκαναν παράδοξα θαύματα, όπως αναφέρει το συναξάρι του.


Τέλος για να μην πάρουν οι Χριστιανοί το λείψανό του και το τιμήσουν το έριξαν οι ασεβείς στη θάλασσα και κανείς δεν έμαθε που έφτασε.



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Τῆς Χίου ἀγλάϊσμα, καὶ Ἀθλητῶν μιμητῆς, ἐδείχθης Νικόλαε, ὁμολογήσας Χριστόν, τυράννων ἐνώπιον· ὅθεν τῶν σῶν αἱμάτων, οἱ κρουνοὶ Ἀθλοφόρε, δρόσος ὤφθησαν θεία, τῇ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ· ἐντεῦθεν πανευχαρίστως, μέλπει τοὺς ἄθλους σου.


Κοντάκιον

Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Φερωνύμως γέγονας, νίκη λαοῦ Ὀρθοδόξου, ἱερὲ Νικόλαε, ὑπὲρ Χριστοῦ ἐναθλήσας· ὅθεν σοι, ἐν κατανύξει ψυχῆς βοῶμεν· Δώρησαι, ἡμῖν τὴν νίκην ταῖς σαῖς πρεσβείας, κατ’ ἐχθρῶν τῶν ὁρωμένων, καὶ ἀοράτων, τοῖς σὲ τιμῶσι πιστῶς.


Μεγαλυνάριον

Χαίροις ὁ τῆς Χίου θεῖος βλαστός, καὶ Νεομαρτύρων, ἐγκαλώπισμα ἱερόν· χαίροις ὁ ἀθλήσας, ὑπὲρ Χριστοῦ νομίμως, Νικόλαε τρισμάκαρ, Μαρτύρων σύσκηνε.


Άγιος Επίμαχος ο Αιγύπτιος

 Ο Άγιος Επίμαχος καταγόταν από την πόλη Πηλούσιο της Αιγύπτου και έζησε την εποχή που ο διοικητής της Αλεξάνδρειας Απελλιανός καταδίωκε τους Χριστιανούς.


Ο Άγιος Επίμαχος μοίρασε τα υπάρχοντα του στους φτωχούς και κατέφυγε στην έρημο, όπου έκανε άσκηση στην τελειότερη πνευματική ζωή. Αλλά όταν άρχισε ο διωγμός των Χριστιανών, αποφάσισε να πάει στην Αλεξάνδρεια, για να συμμετέχει από κοντά στη σκληρή και φλογερή πάλη.


Εκεί, κατηγορήθηκε στον διοικητή ως Χριστιανός και συνελήφθη. Ο Απελλιανός τον διέταξε να θυσιάσει στα είδωλα. Όταν ο Άγιος αρνήθηκε διέταξε να τον βασανίσουν. Συγκεκριμένα διέταξε να του σχίσουν τις σάρκες. Την ώρα που οι δήμιοι καταξέσκιζαν τις σάρκες του, ένα κομμάτι αποσπάστηκε από το δέρμα του και έσταξε αίμα στο τυφλό μάτι μίας γυναίκας, η οποία τον συμπονούσε. Τότε ευθύς η γυναίκα απόχτησε φως από το τυφλό της μάτι. Μετά από αυτό το θαύμα ο Άγιος Επίμαχος υπέκυψε στα βασανιστήρια και παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο. Το λείψανο του παρέλαβαν ευσεβείς χριστιανοί και το έθαψαν με μεγάλη ευλάβεια.



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Ὡς γενναῖος ὁπλίτης τοῦ Σωτῆρος Ἐπίμαχε, τῷ ἐχθρῷ στερρῶς συνεπλάκης, συμμαχίᾳ τῆς πίστεως, καὶ τοῦτον ἐτροπώσω Ἀθλητά, βασάνους πολυτρόπους ὑποστάς· διὰ τοῦτο ὡς τοῦ Λόγου σε κοινωνόν, τιμῶμεν ἀνακράζοντες· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.


Κοντάκιον

Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Αὐτοκλήτως ὥρμησας, πρὸς εὐσεβείας τοὺς ἄθλους, ἀκβοῶν Ἐπίμαχε, τοῖς παρανόμοις ἀνδρείως· Πάρειμι, ὑπεραθλῆσαι τῆς ἀληθείας, ξόανα, ἐκμυστηρίσαι τῆς ἀπωλείας· καὶ τμηθεὶς τὸν σὸν αὐχένα, δικαιοσύνης στέφανον εἰληφας.


Μεγαλυνάριον

Μάχην συγκροτήσας περιφανῆ, Ἐπίμαχε μάκαρ, ἐναντίον τῶν δυσμενῶν, θείᾳ δυναστείᾳ λαμπρὸν τρόπαιον ἦρας· διὸ τῶν σῶν καμάτων, δρέπεις τὰ ἔπαθλα.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιοι Στάχυς, Απελλής, Αμπλίας, Ουρβανός, Νάρκισσος και Αριστόβουλος οι Απόστολοι από τους Εβδομήκοντα

 Οι Άγιοι Στάχυς, Απελλής, Αμπλίας, Ουρβανός, Νάρκισσος και Αριστόβουλος ανήκαν στους εβδομήκοντα Αποστόλους του Κυρίου και όλοι τους υπήρξαν «Χριστοῦ εὐωδία τῷ Θεῷ ἐν τοῖς σωζομένοις» (Β' προς Κορινθίους, Β' 15). Δηλαδή ευωδία Χριστού, ευχάριστη στο Θεό, και ευωδία μεταξύ των σωζόμενων πυύ άκουγαν απ' αυτούς το σωτήριο μήνυμα του Ευαγγελίου.


Ο Άγιος Στάχυς έγινε πρώτος επίσκοπος Βυζαντίου, και αφού διάνυσε 16 χρόνια στο αποστολικό κήρυγμα, ειρηνικά αναπαύθηκε εν Κυρίω.


Ο Άγιος Απελλής έγινε επίσκοπος Ηράκλειας και πολλούς έφερε στη χριστιανική πίστη.


Ο Άγιος Αμπλίας έγινε επίσκοπος Οδυσσουπόλεως και ο Ουρβανός, επίσκοπος Μακεδονίας. Επειδή και οι δύο γκρέμιζαν τα είδωλα, θανατώθηκαν μαρτυρικά.


Ο Άγιος Νάρκισσος χειροτονήθηκε επίσκοπος Αθηνών. Η αλήθεια, όμως, του Ευαγγελίου, την οποία δίδασκε με ζήλο, εξήγειρε τους ειδωλολάτρες, με αποτέλεσμα να τον βασανίσουν και να παραδώσει την ψυχή του μαρτυρικά.


Ο Άγιος Αριστόβουλος, και αυτός υπήρξε επίσκοπος και πέθανε ειρηνικά, κηρύττοντας μέχρι τέλους της ζωής του το Χριστό. (Για τον Άγιο Αριστόβουλο βλέπε σχετικά και την 15η Μαρτίου).



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος γ’.

Ἀπόστολοι Ἅγιοι, πρεσβεύσατε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.


Έτερον Ἀπολυτίκιον 

Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Τὴν κιθάραν τοῦ Πνεύματος τὴν ἑξάχορδον, τὴν μελῳδήσασαν κόσμῳ τὰς ὑπὲρ νοῦν δωρεάς, ὡς ἐκφάντορας Χριστοῦ ἀνευφημήσωμεν, Στάχυν Ἀμπλίαν Ἀπελλῆν σὺν Ναρκίσσῳ Οὐρβανόν, καὶ Ἀριστόβουλον ἅμα· ὡς γὰρ Ἀπόστολοι θεῖοι, χάριν αἰτοῦνται ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.


Κοντάκιον

Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.

Ὡς ἱερὰ κειμήλια, τοῦ Παναγίου Πνεύματος, καὶ τοῦ Ἡλίου τῆς δόξης αὐγάσματα, χρεωστικῶς ὑμνήσωμεν, τοὺς σοφοὺς Ἀποστόλους, Ἀπελλῆν Οὐρβανόν τε καὶ Ἀριστόβουλον, Ἀμπλίαν Νάρκισσον καὶ Στάχυν, οὓς ἡ χάρις συνήγαγε τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.


Έτερον Κοντάκιον

Ἦχος β’. Τοῖς τῶv αἱμάτων σου.

Εἰς τὰ τοῦ κόσμου δραμόντες πληρώματα, θεογνωσίας τὸν λόγον ἐσπείρατε, καὶ στάχυν πολύχουν δρεψάμενοι, Βασιλεῖ τῶν ἁπάντων προσήξατε, Ἀπόστολοι Χριστοῦ παναοίδιμοι.


Μεγαλυνάριον

Δῆμος Ἀποστόλων θεοφεγγής, Νάρκισσος Ἀμπλίας, Ἀριστόβουλος Οὐρβανός, Ἀπελλῆς καὶ Στάχυς, ἀνέτειλαν ὡς ἄστρα· δεῦτε οὖν καὶ θαλφθῶμεν, τούτων τῇ χάριτι.


Ὁ Οἶκος

Τῶν Ἀποστόλων τὴν μνήμην πάντες, ὡς σωτηρίας ἡμέραν εὐφημήσωμεν νῦν, καὶ εὐσεβῶς μακαρίσωμεν. Αὕτη γὰρ πάσῃ τῇ οἰκουμένῃ ὥς περ ἥλιος λάμπει, φωτὸς ἀκτῖσι πᾶσαν ἀχλὺν ἐκδιώκουσα, καὶ καταλάμπουσα τοὺς πόθῳ ταύτην ἐκτελοῦντας, καὶ πίστει γεραίροντας· διὸ προθύμως συνδράμωμεν, ἀνυμνοῦντες αὐτοὺς καὶ κραυγάζοντες· Ἐκ τῶν κινδύνων ῥύσασθε ἡμᾶς, Ἀπόστολοι Κυρίου παναοίδιμοι.


Κάθισμα

Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.

Εἰς ἅπασαν τὴν γῆν, ὁ σοφὸς ὑμῶν φθόγγος, ἐξῆλθεν ἀληθῶς, τοῦ Κυρίου αὐτόπται, Ἀπόστολοι ἔνδοξοι, Οὐρβανὲ σὺν Ἀμπλίᾳ τε, Ἀριστόβουλε, καὶ Ἀπελλῆ σὺν Ναρκίσσῳ, μετὰ Στάχυος, ὑπὲρ ὑμῶν τὸν Σωτῆρα, ἀπαύστως πρεσβεύσατε.


Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2024

Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τό πᾶν εἶναι ὁ Χριστός κι οἱ ἀρετές τρόπος γιά νά Τόν ζοῦμε και να τον κηρύττουμε!

 


Ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανός δέν εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος βαπτίσθηκε κι ἔκτοτε ἐπισκέπτεται πότε-πότε τόν Ἱερό Ναό καί συνήθως ἀπό κοινωνική ὑποχρέωση γιά κάποιο γάμο ἤ βάπτισμα ἤ κηδεία ἤ μνημόσυνο καί τίς περισσότερες φορές χωρίς εὐπρέπεια σώματος καί ψυχῆς!


Ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανός ἐπίσης δέν εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἐκκλησιάζεται τυπικά χωρίς νά θέλγεται ἀπό τόν πόθο τῆς ἕνωσής του μέ τόν Χριστό.


Ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανός δέν εἶναι οὔτε ἐκεῖνος, πού νηστεύει, προσεύχεται καί κάνει φιλανθρωπίες, ἀλλά μεταλαμβάνει σπανίως, ἀραιά καί ποῦ, προβάλλοντας διάφορες ψευτοευλάβειες τοῦ τύπου «δέν νήστεψα ὅσο ἤθελα» κι ἄλλα τέτοια.


Ἄς μήν παρεξηγηθεῖ ὁ λόγος, διότι νηστεία, προσευχή, φιλανθρωπίες καί ἄλλες ἀρετές ὑπάρχουν καί στις θρησκεῖες τοῦ κόσμου, στις ὁποῖες ὅμως δέν ὑπάρχει πραγματική ἕνωση μέ τόν Θεό, ὅπως στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.


Στις θρησκεῖες τοῦ κόσμου οἱ ἀρετές εἶναι τό πᾶν, στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τό πᾶν εἶναι ὁ Χριστός κι οἱ ἀρετές τρόπος γιά νά Τόν ζοῦμε και να τον κηρύττουμε!

Η φοβερή και ύπουλη αίρεση τής αγαπολογίας,που ισοπεδώνει και διαλύει...

 "Μη νομίσητε ότι ήλθον βαλείν ειρήνην επί την γην· ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην, αλλά μάχαιραν." (Ματθ. 10, 34)

"Ο Χριστός φέρνει την ουράνια ειρήνη του σ'εκείνους που τον εμπιστεύονται.

Αλλά δεν ήλθε να φέρει ειρήνη μεταξύ των υιών τού φωτός και των υιών τού σκότους. 

Μας λέει :

Δεν ήλθα να συμφιλιώσω

την Αλήθεια με το ψέμμα,

την Σοφία με την βλακεία,

το Καλό με το κακό,

το Δίκαιο με το άδικο,

την Ανθρωπιά με την κτηνωδία,

την Αγνότητα με την ασωτία,

τον Θεό με τον μαμωνά,

αλλά έφερα το ξίφος μου γιά να κόψω

το ένα από το άλλο."

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς-"Δρόμος δίχως Θεό δεν αντέχεται",Εκδόσεις "Εν Πλώ"-


Προσέξτε τα λόγια αυτά,όσοι με την λέξη ειρήνη,εννοείτε οτιδήποτε άλλο,εκτός από ότι λέει ο Χριστός στο κατά Ματθαίον,και ο Άγιος του Νικόλαος,εδώ, ο Βελιμίροβιτς.

Όπως και  αριθμός άλλων,μέχρι που ο λόγος τους στις μέρες μας αυτές τής τρομακτικής παρακμής,να επικαλυφθεί από τον "λόγο"τής φοβερής και ύπουλης

αίρεσης τής αγαπολογίας,που ισοπεδώνει και διαλύει, "γιά το καλό" μας,

τα πάντα•και έχει χορέψει τυραννικά εσχάτως,τον πλανήτη στο ταψί.

Τα λόγια αυτά,είναι ότι χρειαζόταν να ξέρει μέσα στην καρδιά του, που φώναζε "Αέρα"!!!(παρ'όλα του τα χάλια),ο Έλληνας•

Ο Έλληνας Άνθρωπος,το ξημέρωμα τής 28ης Οκτωβρίου 1940·καθώς χρειαζόταν να πολεμήσει,σε πνευματικό κ σε υλικό επίπεδο.

Άγιος Δήμιος ο Μάρτυρας

 Ο Άγιος αυτός Μάρτυς, που δεν γνωρίζουμε το όνομά του, ήταν στο πρότερό του βίο δήμιος. Γνώρισε τον Χριστό, ομολόγησε το Όνομά Του και τελειώθηκε μαρτυρικά αφού τον έκλεισαν σε βρωμερή απομόνωση, και πέθανε μάλλον από ασφυξία.


Η μνήμη του Αγίου Δημίου του μάρτυρα επαναλαμβάνεται στις 25 Μαρτίου.

Όσιοι Στέφανος Μιλιούτιν, Θεόκτιστος ο αδελφός του και Ελένη η μητέρα τους

 Οι Όσιοι Στέφανος και Θεόκτιστος ήταν γιοί του Βασιλιά των Σέρβων Στεφάνου Α' και εγγονοί του Αγίου Στεφάνου .


Ο Όσιος Θεόκτιστος αφού κυβέρνησε για μικρό χρονικό διάστημα, παραιτήθηκε από το θρόνο της Σερβίας και ασκήτεψε στο Σρέμ μέχρι την κοίμηση του το 1316 μ.Χ. Εργάστηκε σκληρά για να επαναφέρει στην ορθή πίστη τους αιρετικούς Βογόμιλους.


Ο νεώτερος αδελφός του Όσιος Στέφανος κυβέρνησε την Σερβία από το 1275 έως το θάνατο του το 1320 μ.Χ. και προστάτεψε τους Χριστιανούς από τους ειδωλολάτρες. Έχτισε πάνω από 40 Εκκλησίες και βοήθησε στην ανέγερση νέων μοναστηριών.


Η Οσία Ελένη, ήταν η μητέρα των Οσίων Στεφάνου και Θεόκτιστου. Έζησε θεοφιλώς και εργάστηκε σκληρά για την ανέγερση νέων μοναστηριών. Κοιμήθηκε το 1306 μ.Χ.

Αγία Απολλωνία, η Παρθένος και Πρεσβύτης, και οι συν αυτή εν Αλεξάνδρεια Μάρτυρες

 Η μνήμη της τιμάται στην Ελλαδική Εκκλησία, στις 30 Οκτωβρίου, σύμφωνα με σχετική Απόφαση (έτος 2000 μ.Χ.) της Εκκλησίας της Ελλάδος, ενώ στη Δυτική Εκκλησία τιμάται στις 9 Φεβρουαρίου και μάλιστα θεωρείται ως προστάτιδα των οδοντιάτρων (μέχρι το έτος 1967 μ.Χ., την τιμούσαν και στον Ελλαδικό χώρο, οι οδοντίατροι, ως προστάτιδά τους. Έκτοτε καθιέρωσαν ως προστάτη τους τον Άγιο Αντίπα, Επίσκοπο Περγάμου ).


Η Αγία Απολλωνία μαρτύρησε στην Αλεξάνδρεια, λίγο πριν να ξεσπάσει ο διωγμός επί Δεκίου (248 – 249 μ.Χ.). Αναφέροντας ο ιστορικός Ευσέβιος (ο Καισαρείας) επιστολή του Αγίου Διονυσίου Αλεξανδρείας  για τα γεγονότα που προηγήθηκαν του διωγμού του Δεκίου στην Αλεξάνδρεια, μνημονεύει την Αγία Απολλωνία, «τήν θαυμασιωτάτην πρεσβῡτιν παρθένον», η οποία έπεσε αυτοβούλως στην πυρά. Το σχετικό απόσπασμα αναφέρει: «Ἀλλά καί τήν θαυμασιωτάτην τότε παρθένον πρεσβῡτιν Ἀπολλωνίαν διαλαβόντες, τούς μέν ỏδόντας ἃπαντας κόπτοντες τάς σιαγόνας έξήλασαν,πυράν δέ νήσαντες πρό τῆς πόλεως ζῶσαν ἠπείλουν κατακαύσειν, εἰ μή συνεκφωνήσειεν αὐτοῖς τά τῆς ἀσεβείας κηρύγματα. Ἡ δέ, ὑποπαραιτησαμένη βραχύ καί ἀνεθεῖσα, ἐπήδησεν εἰς τό πῡρ καί καταπέφλεκται». Το «παρθένος πρεσβῡτις» προφανώς σημαίνει ότι η Απολλωνία ήταν Διακόνισσα.


Δυστυχώς στα συναξάρια δεν αναφέρονται κάποια στοιχεία. Στο συναξάριο της Αγία Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας , αναγράφεται ότι, όταν μαρτύρησε η Αγία Αναστασία, «το λείψανό της το πήρε μία γυναίκα, που λεγόταν Απολλωνία, αφού χρησιμοποίησε τη γνωριμία της με τη σύζυγο του Επάρχου. Ενταφίασε το Σώμα της στον κήπο της, όπου αργότερα έκτισε Ναό προς τιμήν της (ποιός ακριβώς ήταν ο τόπος του μαρτυρίου και του ενταφιασμού της δεν γνωρίζουμε). Από το γεγονός πάντως, ότι είχε γνωριμία με τη γυναίκα του Επάρχου, εξάγεται το συμπέρασμα, ότι ήταν γόνος οικογένειας περιωπής.



Ἀπολυτίκιον

Ήχος πλ. α’ Τον συνάναρχον Λόγον.

Των οδόντων εκρίζωσιν καθυπέμεινας και συντριβήν των σων γνάθων, Απολλωνία σεμνή, εκλεκτή παρθενομάρτυς και παρέδωκας σώμα το θείον σου πυρί, ίνα δρόσου θεϊκής παστάδος επαπολαύσης και χάριν λάβης οδόντων διώκειν άλγη τα κατώδυνα.


Όσιος Θεράπων ο παρά τον Λυθροδόνταν ασκήσας

 Ο Όσιος Θεράπων του Λυθροδόντα ήρθε μαζί με την ομάδα των «Τριακοσίων» προσφύγων από την Παλαιστίνη κατά τους διωγμούς που έγιναν κατά τον Ζ' αιώνα από τους μουσουλμάνους Άραβες. Αφού έζησε και εδιδάχθη στην έρημο της Παλαιστίνης τον μοναχισμό, τον ασκητισμό, την προσευχή, την ταπείνωση, την αγρυπνία και την εγκράτεια, όταν ήρθε στην χριστιανική Κύπρο, ψάχνοντας τόπο επιτήδιο για άσκηση, βρήκε τον κατάλληλο, και δίπλα σε αυτόν νερό, κοντά στο χωριό Λυθροδόντας, της επαρχίας Λευκωσίας.


Στον ερημικό εκείνο τόπο του Λυθροδόντα, ο Όσιος Θεράπων, μετά από πολλούς πνευματικούς αγώνες, αξιώθηκε από τον Θεό να λάβει το χάρισμα της θαυματουργίας. Οι πιστοί της γύρω περιοχής προσέτρεχαν κοντά του για να θεραπευτούν από διάφορες αρρώστιες, αλλά και για να πάρουν και την ορθή χριστιανική διδασκαλία για τη ψυχική τους ωφέλεια.


Όταν ο Όσιος αποδήμησεν εις Κύριον, το σώμα του τάφηκε εκεί στον τόπο της άσκησής του από τους πιστούς ή από τους μαθητές του. Από θαύμα Θεού, μετά από πολλούς αιώνες, ανευρέθηκαν τα οστά του, με αυτό τον τρόπο: Σύμφωνα με διηγήσεις των γεροντότερων κατοίκων του Λυθροδόντα, στα παλαιότερα χρόνια, πριν κτιστεί το χωριό εδώ που βρίσκεται σήμερα, υπήρχε μόνο μικρός οικισμός εκεί που βρίσκεται σήμερα το νεκροταφείο του χωριού. Οι κάτοικοι κάποτε παρακολουθούσαν τις νύκτες κάποιο φως που φαινόταν εκεί που είναι σήμερα η εκκλησία του.


Αφού πήγαν κοντά δεν είδαν τίποτα. Το είδαν και δεύτερη και τρίτη φορά τον μυστηριώδες από φως και τελικά το φως φαινόταν πάνω από κάποιο βάτο. Απεφάσισαν τότε να κόψουν από την ρίζα το βάτο. Έτσι κι έκαμαν. Όταν έκοψαν το βάτο, τότε ανακάλυψαν και τον τάφο του Οσίου Θεράποντα μαζί με τα οστά του. Τότε έκτισαν εκκλησία στο όνομα του Οσίου Θεράποντος. Ο ναός αυτός υπήρχε μέχρι το 1863 μ.Χ., οπότε κατεδαφίστηκε για να κτιστεί ο έως της σήμερον υπάρχων μεγάλος ναός. Στον ναό σώζεται μικρό τεμάχιο του μετώπου του Αγίου, το οποίο βρίσκεται σε αργυρόχρυση θήκη και λιτανεύεται την ημέρα της εορτής του.


Για το θαύμα της ανεύρεσης των λειψάνων του Οσίου Θεράποντα αναφέρει, τροπάριον της η' ωδής της Ακολουθίας του: «Ὁ Μωϋσῆς τὸ πρότερον ἀπὸ στύλου φεγγόμενος, στῦλον ἀπὸ γῆς εἰς οὐρανοὺς ὁλόφωτον, ἀκτῖνα σὲ ἔδειξε, ἔνθα καὶ νῦν κατακεῖται τὸ καρτερικόν σου καὶ πολυᾶθλον σῶμα ὢ πιστοὶ παρεστῶτες εὐσεβῶς μελωσούσιν εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας».


Το λείψανο του Οσίου μετά την ανεύρεσή του έκαμε πολλά θαύματα και κυρίως θεράπευσε πολλούς από ελώδη πυρετό. Και μέχρι σήμερα κάνει διάφορα θαύματα σε αυτούς που έρχονται με πίστη στον ναό του. Για τούτο πήρε την προσωνυμία θαυματουργός. Κοντά στην εκκλησίαν υπάρχει και το αγίασμα του Οσίου.


Από το δοξαστικόν των αίνων της Ακολουθίας του Οσίου, φαίνεται να δίδασκεν ο Όσιος: «Ἀγαπήσατε τὸν Θεὸν καὶ εὑρήσετε χάριν αἰώνιον, μηδὲν προτιμήσετε τῆς ἀγάπης αὐτοῦ ἵνα ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν μετὰ πάντων τῶν ἁγίων». Επίσης σε ειλητάριον νεοτέρας εικόνας του αναγράφεται: «Ἐγκράτεια γλώσσης καὶ κοιλίας μεγίστη φιλοσοφία».



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Δεῦτε, πάντες Θεράποντα ὁσιώτατον, ἐν Λυθροδόντᾳ ἀσκήσει συντόνῳ καὶ προσευχῆ τῷ Χριστῷ εὐαρεστήσαντα τιμήσωμεν ὡς ταχινὸν θεραπευτὴν τῶν νοσούντων ἀλγεινῶς καὶ πάντων θερμὸν προστάτην τῶν ἐκβοώντων ἐν πίστει· Χαῖρε, κρουνὲ τῆς Θείας Χάριτος.


Κοντάκιον

Ἦχος πλ. β’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Επ' εὐλογίαις σπόρον σπείραντα ἀσκήσεως ἐν λυθροδόντα καὶ θερίσαντα τὸν ἄσταχυν τὸν πολύχουν ἀφθαρσίας ψαλμοῖς εὐτάκτοις εὐφημήσωμεν, Θεράποντα, τὸ σέμνωμα ἰσαγγέλου πολιτείας καὶ θεώσεως, πόθω κράζοντες· Χαίροις, Πάτερ πανόσιε.

Άγιοι Τέρτιος, Μάρκος, Ιούστος και Αρτεμάς οι Απόστολοι από τους Εβδομήκοντα

 Ο Τέρτιος έγινε δεύτερος επίσκοπος Ικονίου μετά τον Σωσίπατρο. Έγραψε δε και την προς Ρωμαίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου, καθώς ο ίδιος μαρτυρεί (Ρωμ. ιστ' 22).


Ο Μάρκος, ανεψιός του Βαρνάβα, έγινε επίσκοπος Απολλωνιάδας και με το Ευαγγελικό του κήρυγμα εξολόθρευσε το σέβας των ειδώλων. (Κολασ. Δ' 10).


Ο Ιούστος (ή Ιησούς) έγινε επίσκοπος Ελευθερούπολης και με τα λόγια του και τα θαύματα του, είλκυσε στην αλήθεια του Ευαγγελίου τους εκεί άπιστους.


Ο Αρτεμάς, τέλος, έγινε επίσκοπος στα Λύστρα, και σαν δόκιμος υπηρέτης του Χριστού διέλυσε στον τόπο αυτόν την πλάνη των δαιμόνων.

Άγιοι Αστέριος, Κλαύδιος, Νέων και Νεονίλλη τα αδέλφια

Οι Άγιοι αυτοί ήταν από την πόλη των Λαράνδων, το γένος Ίσαυροι και αδέλφια κατά σάρκα, στα χρόνια του Διοκλητιανού και Λυσίου ηγεμόνος της Κιλικίας (περί το 288 μ.Χ.).


Όταν πέθανε ο πατέρας τους, έπεσαν στα νύχια της κακιάς μητριάς τους, που ήθελε να αρπάξει την περιουσία που τους άφησε ο πατέρας τους. Τα τέσσερα αδέλφια δεν επέτρεψαν στη μητριά τους να οικειοποιηθεί την περιουσία τους, αντίθετα όμως, με κάθε προθυμία βοηθούσαν με τα χρήματα αυτά τους φτωχούς. Τότε η μέγαιρα μητριά, για να εκδικηθεί τα τέσσερα αδέλφια, τα κατάγγειλε στον ηγεμόνα της Κιλικίας Λυσία, ότι ήταν χριστιανοί. Αμέσως συνελήφθησαν και βασανίστηκαν σκληρά. Αλλά το φρόνημά τους δεν άλλαξε. Τότε αποκεφαλίστηκαν και οι τέσσερις, τα δε σώματά τους ρίχτηκαν στα φαράγγια για να τα φάνε τα όρνεα. Αλλά η ψυχή τους πέταξε ένδοξη μπροστά στον θρόνο του Θεού, περιμένοντας τη μεγάλη ήμερα της μισθαποδοσίας.

Άγιοι Κλεόπας ο Απόστολος και Ιωσήφ Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης

 Ο Κλεόπας ήταν ένας από τους 70 μαθητές του Κυρίου. Γι' αυτόν βλέπε στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιον κδ’ 19-27. Ο Κλεόπας, έλαβε και αυτός κατά την ήμερα της Πεντηκοστής τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος και πέρασε τη ζωή του κοπιάζοντας για το Ευαγγέλιο.


Ο Ιωσήφ έζησε τον 13ο αιώνα μ.Χ.. Έγινε Ιερομόναχος μετά τον θάνατο της συζύγου του και διαδέχτηκε στον Πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης τον Γερμανό Γ' το 1268 μ.Χ. Το 1275 μ.Χ. υπέβαλε την παραίτησή του, διότι ο βασιλιάς Μιχαήλ, είχε υπογράψει χωρίς τη θέληση κλήρου και λαού, στη Λυών της Γαλλίας, την ένωση της Ανατολικής και της παπικής Εκκλησίας. Στις 31 Οκτωβρίου 1282 μ.Χ. επανήλθε στον θρόνο και έκανε πολλές και κοπιαστικές περιοδείες για να αποκαταστήσει την Ορθόδοξη εκκλησιαστική τάξη. Όμως, τον Μάρτιο του 1283 μ.Χ., εξουθενωμένος από τους κόπους, παρέδωσε το πνεύμα του στον Θεό.

Άγιοι Αλέξανδρος, Κρονίων, Ιουλιανός, Μακάριος και άλλοι Δεκατρείς Μάρτυρες

 Μαρτύρησαν όλοι στα χρόνια του βασιλιά Δεκίου το 250 μ.Χ., στην Αλεξάνδρεια. Οι δύο πρώτοι θανατώθηκαν, μετά από σκληρά βασανιστήρια, αφού έχυσαν επάνω τους βρασμένη ασβέστη. Οι δε επόμενοι δύο, αφού και αυτοί βασανίστηκαν απάνθρωπα, στο τέλος τους αποκεφάλισαν. Από τους άλλους 13 μάρτυρες, άλλους έκαψαν ζωντανούς και άλλους αποκεφάλισαν.


Άγιος Μαρκιανός ο Ιερομάρτυρας

 Ο Άγιος ιερομάρτυρας Μαρκιανός χειροτονήθηκε επίσκοπος από τον Απόστολο Πέτρο και στάλθηκε στις Συρακούσες της Σικελίας. Εκεί ο Άγιος με την προσευχή του κατέστρεψε τους ναούς των ειδώλων. Και δεν έκανε μόνο αυτό, πραγματοποίησε πολλά θαύματα, με αποτέλεσμα να πιστέψουν πολλοί ειδωλολάτρες. Όμως την παρρησία του Αγίου δεν μπορούσαν να την υποφέρουν οι φθονεροί και χριστοκτόνοι Ιουδαίοι και τον θανάτωσαν με βίαιο θάνατο.

Αγία Ευτροπία

 Η Αγία Ευτροπία ήταν από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και μάταια ο έπαρχος Απελλιανός προσπαθούσε να διεγείρει την ψυχή της Ευτροπίας στις ορμές της ζωής των ανέσεων, των τέρψεων και των ηδονών, που υποσχόταν σ' αυτή αν ήθελε ν' αρνηθεί τον Χριστό. Τέρψη, ηδονή και άνεση για μένα είναι, έλεγε η Ευτροπία, το να ζω κατά τα χριστιανικά παραγγέλματα. Εμάς ελκύουν η εγκράτεια, η λιτότητα, οι κακοπάθειες και οι θλίψεις για τους άλλους, η δε μεγαλύτερη των ηδονών είναι ο θάνατος για το Χριστό. Και αυτό το απέδειξε η μάρτυς και με έργα. Ούτε φυλακή, ούτε σιδερένια νύχια και αναμμένες λαμπάδες πτόησαν ή πίκραναν την ψυχή της. Τα λόγια της εξακολουθούσαν θαρραλέα και ηρωικά, το δε κεφάλι της βάφηκε με το αίμα της. Και το κεφάλι εκείνο, που με τέτοιο τρόπο έπεσε, ήταν το τιμιότερο από κάθε άλλο κεφάλι στολισμένο με διαμάντια και στέμματα βασιλικά.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιοι Ζηνόβιος και Ζηνοβία τα αδέλφια

 Οι Άγιοι Ζηνόβιος και Ζηνοβία έζησαν και μαρτύρησαν την εποχή του Διοκλητιανού. Τα δύο αδέρφια κατάγονταν από τις Αίγες της Κιλικίας και προέρχονταν από οικογένεια πλούσια και ευσεβή. Ο Ζηνόβιος ήταν ιατρός και εξασκούσε την επιστήμη του αφιλοκερδώς. Τα δύο αδέρφια ασκούσαν μεγάλο φιλανθρωπικό έργο και αυτό προκάλεσε την οργή των ειδωλολατρών και συγκεκριμένα του ηγεμόνα Λυσία, ο οποίος διέταξε τη σύλληψη του Ζηνόβιου. Κατά τη διάρκεια της φυλάκισης του προσήλθε οικειοθελώς στις αρχές και η αδερφή του η Ζηνοβία με την επιθυμία να συμμαρτυρήσει με τον αδελφό της. Και οι δύο θανατώθηκαν με αποκεφαλισμό κατόπιν βασανιστηρίων το 285 μ.Χ.




Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Ὡς θεῖοι αὐτάδελφοι ὁμονοοῦντες καλῶς, Ζηνόβιε ἔνδοξε καὶ Ζηνοβία σεμνή, συμφώνως ἠθλήσατε· ὅθεν καὶ τῶν στεφανῶν τῶν ἀφθάρτων τυχόντες, δόξης ἀκαταλύτου ἠξιώθητε, ἅμα ἐκλάμποντες τοῖς ἐν κόσμῳ χάριν ἰάσεων.


Κοντάκιον

Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς.

Τοὺς ἀληθείας Μάρτυρας, καὶ εὐσεβείας κήρυκας, τῶν ἀδελφῶν τὴν δυάδα τιμήσωμεν, ἐν θεοπνεύστοις ᾄσμασι, τὸν Zηvόβιοv ἅμα τῇ σεπτῇ Zηνοβία, ὁμοῦ βιώσαντας, καὶ διὰ μαρτυρίου τευξαμένους στέφος ἄφθαρτον.


Ὁ Οἶκος

Τὸν γενναῖον καὶ μέγαν Ζηνόβιον, ἐν ᾀσμάτων ᾠδαῖς εὐφημήσωμεν, καὶ σὺν αὐτῷ τὴν παρθένον καὶ ἄσπιλον Ζηνοβίαν· ὑπάρχει γὰρ σύναθλος. Οὗτοι καθεῖλον ἐχθροῦ φρυάγματα, τὴν δὲ πίστιν Χριστοῦ κατετράνωσαν· διὸ περιφανῶς ἐκομίσαντο, οὐρανόθεν ἀξίως παρὰ Θεοῦ, στέφος ἄφθαρτον.

Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2024

ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΤΗΝ ΡΩΜΑΙΑ

Χτύπα το κακό με την προσευχή και τη δοξολογία προς τον Θεό...

 Νιώθεις οργή, θυμό, νεύρα για κάποιον; Θέλεις να τον υβρίσεις, διότι σου προξένησε λύπη, πόνο, κακό, σε αδίκησε;

Κάνε ένα κομποσχοίνι εκατοστάρι γι' αυτόν και θα δεις πως θα ελαφρύνεις και θα νοιώσεις αγάπη γι' αυτόν.

Προσευχήσου με θέρμη γι' αυτόν.Χτύπα το κακό με το καλό.Χτύπα το κακό με την προσευχή και τη δοξολογία προς τον Θεό.


Γέροντος Σεραφείμ του Σαββαΐτου

«Θλιβόμενοι ἀλλ᾿οὐ στενοχωρούμενοι»

  Ἔλεγε ὁ Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, ὅτι ἡ ψυχή πού στεναχωριέται εἶναι σημάδι ὅτι δέν ἔχει παραδοθεῖ στό θέλημα τοῦ Θεοῦ ὁλοκληρωτικά.


Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πάλι μᾶς λέει: «θλιβόμενοι ἀλλ᾿ οὐ στενοχωρούμενοι» (Β’ Κορ. 4,8). Ὑπάρχει μία διαφορά.

 Θλίψη εἶναι αὐτό πού μᾶς συμβαίνει ἀπ’ ἔξω, οἱ διάφοροι πειρασμοί, οἱ διάφορες δυσκολίες. 

Ἀντίθετα, στενοχώρια εἶναι κάτι πού ἔρχεται ἀπό μέσα μας, τό δημιουργοῦμε ἐμεῖς, δηλαδή τό ὁποῖο μποροῦμε καί νά μήν τό δημιουργήσουμε.

Αὐτή λοιπόν ἡ δὐναμη τῆς ψυχῆς πού λέγεται «λύπη» -«στενοχώρια» εἶναι ἕνα πάθος ἀδιάβλητο, ὅπως εἶναι ἡ πείνα, ἡ δίψα, ἡ διάθεση πού ἔχουμε γιά ὕπνο κλπ. Εἶναι κάτι πού μᾶς δόθηκε μετά τήν πτώση.


Ἡ κακή διαχείριση τῆς λύπης, ὅπως καί τῆς πείνας, τῆς δίψας, τῆς διάθεσης γιά ἀνάπαυση, εἶναι ἁμαρτία. Ὅταν δηλαδή φᾶμε ὑπερβολικά ἤ φᾶμε ὄχι μέ σκοπό νά ζήσουμε, ἀλλά μέ σκοπό νά ἀπολαύσουμε, νά τρυφήσουμε, νά γεμίσουμε μέ σαρκική ἡδονή, τότε διαπράττουμε ἁμαρτία.


Ἀντίστοιχα καί ἡ λύπη, ὅταν χρησιμοποιηθεῖ γιά λάθος λόγο, γίνεται ἁμαρτωλή λύπη. Ὁ λάθος λόγος εἶναι, ὅταν ἡ λύπη χρησιμοποιεῖται γιά τά πράγματα αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ὅταν χάσουμε κάτι, ὅταν στερηθοῦμε ἤ ὅταν δέν ἔχουμε κάτι ἀπό τά ὑλικά πράγματα καί λυπόμαστε ἤ ὅταν λυπόμαστε γιά κάτι πού ἀφορᾶ στό σῶμα μας, τότε αὐτό εἶναι ἁμαρτία.


 Ἀντίθετα, ἡ λύπη γιά τίς ἁμαρτίες μας εἶναι ἡ καλή χρήση τῆς λύπης, εἶναι ἀρετή. Ὁ Θεός γι’ αὐτό μᾶς ἔδωσε τήν λύπη, πού εἶναι δύναμη τῆς ψυχῆς, γιά νά τήν χρησιμοποιοῦμε γιά μετάνοια. Ὁπότε ἡ λύπη μέ στόχο τήν μετάνοια εἶναι ἀρετή, ἐνῶ γιά τά πράγματα αὐτοῦ τοῦ κόσμου εἶναι ἁμαρτία.

Ἡ τέλεια λοιπόν ἐμπιστοσύνη στά χέρια τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτό πού μᾶς γλιτώνει ἀπό τήν στενοχώρια, ἀπό τήν κακή λύπη. Τότε μόνο ἔχουμε κακή λύπη, ὅταν δέν ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στόν Θεό καί στήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Καί ὅταν δέν ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ, εἶναι δεῖγμα ὑπερηφάνειας.


Ἱερομονάχου Σάββα Ἁγιορείτου (Ὁμιλία 29 – 5 – 2011)

Αγία Βάσσα

 Η μνήμη της Αγίας Βάσσας αναφέρεται στον Συναξαριστή του Sirmond (Delehaye σελ. 176, 2) ως έξης: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῶν ἁγίων ἀποστόλων καὶ μαρτύρων Πέτρου, Παύλου, Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ, Στεφάνου τοῦ πρωτομάρτυρος, Βαρνάβα τοῦ ἀποστόλου, Ἰωσὴφ τοῦ Πατριάρχου, καὶ Κλεώπα, Τροφίμου, Δορυμέδοντος, Κοσμᾶ, Δαμιανοῦ, Βάσσης καὶ τῆς συνοδείας αὐτῶν. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτῶν σύναξις ἐν τῷ σεπτῷ ἀποστολείῳ τοῦ ἁγίου καὶ πανευφήμου ἀποστόλου Παύλου ἐν τῷ Ὀρφανοτροφείῳ ἅμα δὲ καὶ τὰ ἐγκαίνια τοῦ αὐτοῦ ναοῦ». (Και Sinaxaria Selecta σελ. 172, 43).

Ανάμνηση της καταθέσεως της τίμιας κεφαλής του Προδρόμου και βαπτιστο Ιωάννου

 Τη μνήμη αυτού του γεγονότος, συναντάμε μόνο στο Λαυρωτιακό Κώδικα Δ' 14 φ. 15, όπου υπάρχει και ειδικός Κανόνας για τη γιορτή αυτή από άγνωστο ποιητή, πού μεταξύ άλλων λέει: «Κάρα τὴν σὴ ῥέοντος πλούτου φανότερον πιστῶς ἐναγλαΐζεται τοῦδε τοῦ ἄστεως ἡ σεπτὴ ἐκκλησία τεῖχος κεκτημένη. Πρόδρομε κῆρυξ Χριστοῦ».


Άγιος Τιμόθεος ο Εσφιγμενίτης ο νέος Οσιομάρτυρας

 Πατρίδα του Αγίου Τιμοθέου ήταν το χωριό Παράορα της επαρχίας Κεσσάνης (ή Κισάννης) της Θράκης, και κατά κόσμον ονομαζόταν Τριαντάφυλλος. Παντρεύτηκε και απόκτησε δύο κόρες.


Κάποτε, η σύζυγός του, με συνέργεια του διαβόλου, τον εγκατέλειψε και παντρεύτηκε κάποιο Τούρκο. Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα συναισθάνθηκε το σφάλμα της αλλά δεν μπορούσε εύκολα να απαλλαγεί από τον αλλόπιστο. Ο σύζυγός της Τριαντάφυλλος σκέφτηκε τότε , για να μπορέσει να την απαλλάξει από τα χέρια του Τούρκου, να ασπαστεί εικονικά τον μωαμεθανισμό και κατόπιν να γίνουν και οι δύο μοναχοί.


Πράγματι πήγε στο δικαστήριο και είπε ότι, αν του δώσουν πίσω τη γυναίκα του, δέχεται να γίνει μουσουλμάνος. Με πολλή ευχαρίστηση το δικαστήριο ενέκρινε το αίτημά του και αφού του έκαναν περιτομή του έδωσαν τη σύζυγό του.


Μετά από κάποιους μήνες έφυγαν κρυφά και πήγαν στις Κυδωνίες, όπου τακτοποίησε τη γυναίκα του σε γυναικείο μοναστήρι ενώ αυτός έφυγε για το Άγιο Όρος.


Αρχικά εργάστηκε ως κηπουρός στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας όπου και εκάρη μοναχός με το όνομα Τιμόθεος. Εκεί άκουσε για το μαρτύριο του αγίου νεομάρτυρος Αγαθαγγέλλου του Εσφιγμενίτου  που είχε μαρτυρήσει εκείνη τη χρονιά και μέσα του γεννήθηκε ο πόθος για μαρτύριο.


Κατόπιν πήγε στο κοινόβιο του Εσφιγμένου, όπου έγινε μεγαλόσχημος και προπαρασκευάστηκε για το μαρτύριο. Τελικά, αφού πήρε την ευχή του ηγούμενου του Ευθυμίου, αναχώρησε από το Άγιο Όρος και έφτασε στην Κεσσάνη.


Στην Κεσσάνη, μαζί με τον συνοδό του Ιερομόναχο Ευθύμιο, προσπαθούσαν να επαναφέρουν στη σωστή πίστη αρνησίχριστους. Τους πρόδωσαν όμως και αφού τους συνέλαβαν τους μετέφεραν στις φυλακές της Αδριανούπολης. Εκεί βασανίστηκαν με τον πιο βάρβαρο τρόπο. Αλλά επειδή οι Όσιοι έμεναν σταθεροί στην πίστη τους, τους μεν Ευθύμιο και κάποιον άλλο μοναχό Βαρνάβα τους ελευθέρωσαν και τους απέλασαν, τον δε Τιμόθεο αποκεφάλισαν στις 29 Οκτωβρίου 1820 μ.Χ.


Μέρος των αιματωμένων ενδυμάτων του, βρίσκεται στη Μονή Εσφιγμένου.


Ορισμένοι Συναξαριστές, μαζί μ' αυτούς τους Αγίους, αναφέρουν και κάποιον Ιερέα Νικόλαο.

Άγιος Αθανάσιος ο Ιερομάρτυρας «ἐκ Σπάρτης Ἀτταλίας»

 Σύμφωνα με το Νέο Μαρτυρολόγιο, ο μάρτυρας αυτός μαρτύρησε στα Μουδανιά στις 29 Οκτωβρίου 1653 μ.Χ. Κανόνα του Αγίου, συνέγραψε ο Μελέτιος Συρίγου. Ο Otto Meinardus, αναφέρει σαν ήμερα μνήμης του νεομάρτυρα την 7η Ιανουαρίου και συγχέει τα περιστατικά του βίου του με αυτά του Αθανασίου εξ Ατταλίας, που μαρτύρησε το 1700 μ.Χ.

Οσία Άννα η μετονομασθείσα Eυφημιανός

 Η Οσία Άννα γεννήθηκε στο Βυζάντιο από ευσεβείς γονείς και ο πατέρας της, Ιωάννης ονομαζόμενος, ήταν Διάκονος στον Ναό της Θεοτόκου στις Βλαχέρνες.


Νωρίς έμεινε ορφανή από γονείς και η γιαγιά της την πάντρεψε με κάποιο ευσεβή Διάκονο, με τον όποιο απόκτησε δύο παιδιά. Αλλά αργότερα, ο άντρας της και τα δύο της παιδιά πέθαναν και έτσι η Άννα διαμοίρασε τα υπάρχοντα της και αποσύρθηκε σε μοναστήρι. Κατόπιν όμως, ο εικονομάχος Λέων ο Ισαυρος (περί το 716 μ.Χ.), διέλυσε τη Μονή στην οποία ανήκε η Άννα.


Στην ανάγκη αυτή, η Οσία φόρεσε ρούχα ανδρικά και μπήκε σε ανδρικό μοναστήρι με το ψευδώνυμο: Ευφημιανός. Εκεί έζησε με μεγάλη προσοχή και ακρίβεια, και μετά τον θάνατο του Λέοντα του Ισαύρου, φόρεσε πάλι γυναικεία ρούχα και έμεινε σαν μοναχή στο Βυζάντιο. Εκεί επιδόθηκε στη διακονία των φτωχών και των ασθενών.


Με τέτοια δε θεοφιλή εργασία παρέδωσε το πνεύμα της στον Κύριο.

Αγία Μελιτίνη

 Η Αγία Μελιτίνη κατηγορήθηκε ως Χριστιανή και οδηγήθηκε στον τοπικό άρχοντα όπου ομολόγησε την πίστη της στο Χριστό. Ο άρχοντας εξοργίστηκε και πρόσταξε να τη χτυπήσουν βάναυσα στο πρόσωπο. Στη συνέχεια τη γύμνωσαν και την οδήγησαν στο δικαστήριο, όπου την ανέκριναν πολλές ώρες. Μετά από την ανάκριση υποβλήθηκε σε πολλά βασανιστήρια. Τελικά υποβλήθηκε στην τιμωρία του αποκεφαλισμού. Έτσι η Αγία μάρτυρας Μελιτίνη τελείωσε και έλαβε από τον Κύριο το άφθαρτο στέφανο του μαρτυρίου.

Όσιος Αβράμιος και Μαρία η ανεψιά του

 Αριστεύς της εγκράτειας και των πνευματικών ασκήσεων ο όσιος Αβράμιος, άφησε τη μεγάλη περιουσία που κληρονόμησε στους φτωχούς και αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στη διακονία του Θεού και του πλησίον. Ζούσε σε ερημικό τόπο, όπου προσευχόταν και μελετούσε τα Ιερά γράμματα. Από εκεί πήγαινε σε διάφορες πόλεις, για να κηρύξει το λόγο του Θεού και να διακονήσει τη βασιλεία της αλήθειας και της ειρήνης του Ευαγγελίου. Η πίστη, η αγάπη και η υπομονή του κατόρθωσαν πολλές φορές να καταπραΰνουν βάρβαρες καρδιές και να ελκύσουν στο σταυρό ψυχές υπερβολικά εξαγριωμένες.


Πάνω από 70 ετών ο Αβράμιος, διατηρούσε όλη τη ζωντάνια της Ιεραποστολικής δράσης του. Προστατευόμενος μάλιστα και από την ηλικία του, μπόρεσε να αφοσιωθεί στη σωτηρία αμαρτωλών γυναικών. Κάποτε ευτύχησε να ανασύρει από το βόρβορο της αμαρτίας και την κόρη του αδελφού του, τη Μαρία. Την είδε σε κάποιο πανδοχείο, χωρίς να τη γνωρίζει, φορτωμένη με κοσμήματα και συντροφιά με ακόλαστους νέους. Η παραστρατημένη όμως νεαρή, δεν είχε αποβάλει εντελώς τις ευσεβείς αναμνήσεις της. Την επομένη, πήγε στο γέροντα ασκητή και ζήτησε την ευλογία του. Εκείνος της απάντησε ότι δεν ωφελεί σε τίποτα η ευλογία των ανθρώπων, όταν ο Θεός είναι αναγκασμένος να μη παρέχει τη δική Του. Τα λόγια αυτά συντάραξαν τη Μαρία, μετανόησε, εξομολογήθηκε και από τότε έζησε ζωή αγία. Ο δε Αβράμιος πέθανε υπέργηρος, υπηρετώντας πιστά μέχρι τέλους το Θεό.



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.

Ζωῆς τῆς φθειρομένης λιπῶν τᾶς ἀπολαύσεις, ἐν τὴ τῶν μελλόντων ἐλπίδι, Ἀβράμιε θεοφόρε, ὁσίως ἐβίωσας ἐν γῇ, καὶ χρῖσμα ὑπεδέξω ἱερὸν διὰ τοῦτο ὡς τοῦ Λόγου μυσταγωγός, κατηύγασας τοὺς βοώντας, δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ, πάσιν ἰάματα.


Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος πλ. δ’.

Ἐν σοὶ Πάτερ ἀκριβῶς διεσώθη τὸ κατ᾽ εἰκόνα· λαβὼν γὰρ τὸν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καὶ πράττων ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μὲν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διὸ καὶ μετὰ Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὅσιε Ἀβράμιε τὸ πνεῦμά σου.


Κοντάκιον

Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Ἐν σαρκὶ ὡς Ἄγγελος, ἐπὶ τῆς γῆς ἀνεφάνης, καὶ ἀσκήσας γέγονας, πεφυτευμένον ὡς ξύλον, ὕδατι τῆς ἐγκρατείας καλῶς αὐξήσας, ῥεύματι τῶν σῶν δακρύων ῥύπον ἐκπλύνας· διὰ τοῦτο ἀνεδείχθης, δοχεῖον θείου, Ἀβράμιε Πνεύματος.


Ὁ Οἶκος

Τὰ φθαρτὰ παριδών, τὴν ἀφθαρσίαν εἴληφας, τὰς τερπνὰς ἡδονὰς τοῦ σώματος ἐμίσησας σοφὲ ἀπὸ βρέφους, ποθήσας ἁγνείαν· ὅθεν θαλάμου καὶ κόσμου ἀπέδρασας, συζύγου τε εὔκλειαν, καὶ τῶν γονέων ἐξέκλινας, μόνου Θεοῦ σοφὲ τὸν ἔρωτα ἐπιποθήσας, καὶ ἀγαπήσας ἐξ ὅλης, Πάτερ τῆς ψυχῆς, καὶ διανοίας ἀληθῶς· διὰ τοῦτο ἀνεδείχθης, δοχεῖον θείου, Ἀβράμιε Πνεύματος.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Αγία Αναστασία η Ρωμαία, η Οσιομάρτυς

 Η όσια Αναστασία έζησε στα χρόνια του Δεκίου (κατ' άλλους του Διοκλητιανού) και Bαλλεριανού και καταγόταν από τη Ρώμη. Όταν πέθαναν οι πλούσιοι γονείς της, διαμοίρασε την περιουσία που κληρονόμησε στους φτωχούς και αποσύρθηκε σε μοναστήρι.


Όταν τη συνέλαβε ο ηγεμόνας Πρόβος (περί το 256 μ.Χ.), υπενθύμισε στην Αναστασία την ανθηρή νεότητα της, για την οποία θα έπρεπε να αρνηθεί το Χριστό. Τότε, δυναμική υπήρξε η απάντηση της Αναστασίας: «Εγώ, είπε, μία ωραιότητα και νεότητα γνωρίζω, εκείνη που δίνει ο Χριστός στις πιστές και γενναίες ψυχές, που προτιμούν γι’ Αυτόν το θάνατο αντί άλλων εγκόσμιων αγαθών, όταν αυτά προτείνονται για την προδοσία του Θεού τους. Πλούτη είχα άφθονα. Δεν τα θέλησα. Αλλά το Χριστό μου τον θέλω και απ' Αυτόν καμία δύναμη δε θα μπορέσει να με χωρίσει. Αν αμφιβάλλεις, δοκίμασε». Εξαγριωμένος από την απάντηση ο Πρόβος, τη μαστίγωσε στο πρόσωπο και την άπλωσε σε αναμμένα κάρβουνα. Έπειτα, την κρέμασε και της έσκισε το σώμα. Μετά έκοψε τους μαστούς της, ξερίζωσε τα νύχια της και τελικά την αποκεφάλισε. Έτσι, η Αναστασία πήρε τον αμαράντινο στέφανο του μαρτυρίου.



Ἀπολυτίκιον 

Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε

Ἀσκήσει ἐκλάμψασα ὥσπερ παρθένος σεμνή ἀθλήσεως αἵμασι τὴν τῆς ἁγνείας στολὴν ἐνθέως ἐφοίνιξας· ὅθεν, Ἀναστασία, ὡς ὁσία καὶ μάρτυς, χάριτας ἰαμάτων ἀποστράπτεις ἐν κόσμῳ πρεσβεύουσα τῷ Σωτῆρι ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.


Κοντάκιον

Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Παρθενίας vάμασι, καθηγvισμέvη ὁσία, μαρτυρίου αἵμασιν, Ἀvαστασία πλυθεῖσα, παρέχεις τοῖς ἐν ἀνάγκαις τῶν νοσημάτων, ἴασιν καὶ σωτηρίαν τοῖς προσιοῦσιν, ἐκ καρδίας, ἰσχὺν γᾶρ νέμει, Χριστὸς ὁ βρύωv, χάριν ἀέναον.


Κάθισμα

Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.

Ἐκ βρέφους τῷ Θεῷ, ἀνετέθης Ὁσία, νεκρώσασα σαρκός, ἐγκρατείᾳ τὰ πάθη, εἰς ὕψος δ' ἀνέδραμες, μαρτυρίου περίδοξον, ἐναθλήσασα, Ἀναστασία νομίμως, καὶ τόν δράκοντα, καταβαλοῦσα εἰς χάος, δυνάμει τοῦ Πνεύματος.

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2024

ΑΓΙΑΣ ΣΚΕΠΗΣ Αίνοι , Δόξα.

Εμείς δεν γιορτάζουμε το τέλος του πολέμου. Γιορτάζουμε την αρχή του.

 Εμείς δεν γιορτάζουμε το τέλος του πολέμου. Γιορτάζουμε την αρχή του.

Και μην νομίσεις ότι θαρρούμε τον πόλεμο καλό. Αλίμονο.

Όταν όμως πειράζεται η Πίστη, η Ελευθερία ή ο όποιος αδελφός, τότε δεν υπάρχει άλλος δρόμος, παρά εκείνος του Αγώνα…

Εμείς δεν γιορτάζουμε το τέλος του πολέμου. Γιορτάζουμε την αρχή του.

Η Ρωμιοσύνη, δεν αντέχει να μένει σκλαβωμένη. Αγωνίζεται.

Τα πρωτοτόκια της δεν τα ξεπουλά ποτέ…

Μένει πιστή. «Τοις κείνων ρήμασι».

Εκείνων που για τη Πίστη και Πατρίδα, δεν λογαριάσανε ζωές.

Εμείς δεν γιορτάζουμε το τέλος του πολέμου. Γιορτάζουμε την αρχή του.

Για να μην ξεχνάμε το χρέος μας.

Είναι πονηρές οι μέρες. Δαιμονικές. Μια σκοτεινιά απλώνεται παντού.

Σύντομα ίσως, χρειαστεί ξανά, να ριχτούμε και πάλι στον αγώνα…

Χρόνια πολλά αδελφοί.

Θαρσείτε.

Ψυχολόγος Ελευθεριάδης Ελευθέριος

Το περιβόλι του Θεού

  Χάσαμε από το θάλαμο το Μανώλη, που μας έλεγε κάθε πρωί, σαν ξυπνούσε, τα όνειρα που είδε.




Σπουδαίος ο Μανώλης! Και, για να βλέπει τέτοια παράξενα όνειρα, τι πλούτο στη φαντασία του θα είχε!




Ο γιατρός, που αγάπαγε τα παιδιά, σαν είχε καιρό, τον έκανε γούστο· και τον έβαζε να του λέει τα όνειρά του, που μοιάζανε σαν ολόκληρα παραμύθια… Καμιά φορά μάλιστα κρατούσε και σημείωση… Καθόντανε κοντά και τα έγραφε…




«Γιατί τα γράφεις;» τον ρωτούσε ο Μανώλης.




«Για να σε θυμάμαι, Μανώλη, σαν φύγεις από δω και γίνεις καλά… Ποιος άλλος σαν και σένα θα μας λέει τέτοια όμορφα ονείρατα που είδε στον ύπνο του;…»




Και καμάρωνε ο Μανώλης… Ήταν ως δέκα – έντεκα χρονών αγόρι. Κοντούτσικο, μελαχρινό, με πλακουτσή μυτίτσα, με μάτια μαύρα, μεγάλα, έξυπνα, και ονειροπόλα μαζί.




Λούστρος το επάγγελμα, με κασελάκι αριθμημένο και άδεια από την Αστυνομία… Πώς τον νομίζετε το Μανώλη;… Πλήρωνε μάλιστα και φόρο, σαν αληθινός επαγγελματίας!




περιβόλι του Θεού




Ο Μανώλης δε θα πέθαινε ποτέ του από την πείνα… Θα κατάφερνε να ζήσει με το επαγγελματάκι του, γιατί ο στρατός της Κατοχής λουστράριζε συχνά τα παπούτσια του και του άφηνε αρκετές δραχμούλες… Του δίνανε μάλιστα πολλές φορές οι φαντάροι και λίγο ψωμάκι, σαν τυχαίνανε καλοί… Μα να, ο καημένος ο Μανώλης ήταν κιόλας οικογενειάρχης! Ήτανε προστάτης οικογενείας!… Είχε να θρέψει μάνα με πλευρίτη και δυο κουτσούβελα αδερφάκια… Ο πατέρας του είχε φύγει τότες, με το δικό μας στρατό, έξω στην Αλβανία και δεν ξαναγύρισε πίσω, «Η μάνα μας -έλεγε ο Μανώλης- τον περιμένει ακόμα και λαχταρά, άμα ακούει κανέναν στην πόρτα!…»




Ό,τι λεφτά του δίνανε λοιπόν του Μανώλη, τα πήγαινε γλήγορα στη μάνα του και στα κουτσούβελα… Ότι φαγώσιμο του δίνανε, έτρωγε λιγάκι και το άλλο το κρατούσε για το σπίτι…




Μισή φετίτσα ψωμί του δίνανε; Το μισό ήτανε για τους άλλους που περιμένανε στο σπίτι…




Μα ήρθε και ο δύσκολος καιρός, έφτασε η μέση του χειμώνα του σαρανταδύο – και ούτε μισή φετίτσα πια δεν έδινε κανένας… Οι φούρνοι ήταν κλειστοί… Το ψωμί είχε σωθεί από τον κόσμο… Τίποτα δεν έβρισκες ν’ αγοράσεις στην αγορά… Παντού ξεραΐλα, οι άνθρωποι αγριεμένοι από την πείνα. Ούτε οι φαντάροι του δίνανε πια… Κέρδιζε δραχμούλες ο Μανώλης με το κασελάκι του, μα τι να τις κάνει; Τίποτα δεν ωφελούσαν, γιατί τίποτα δεν έβρισκε κανείς πια ν’ αγοράσει… Τα έχασε τότε το καημένο το παιδί!… Πελάγωσε!… Τι να σου κάνει κι αυτός;… Τα μωρά, μόλις τον βλέπανε, φωνάζανε: «Ψωμί!… Σέλω ψωμί!…» Και η μάνα του όλο έκλαιγε και όλο αδυνάτιζε…




Τι να κάνει ο Μανώλης;… Αγόραζε τότες από κείνα τα μαυριδερά, τα ύποπτα γλυκά που γιόμιζαν κείνον το χειμώνα τους δρόμους της Αθήνας. Όλοι έγιναν πλανόδιοι πουλητές και πουλούσανε κάτι τέτοια γλυκά, φτιαγμένα από ό,τι μπορεί κανείς να φανταστεί. Τα έτρωγες και, άμα τα μάσαγες, καταλάβαινες πως μασάς χώμα και κιντύνευες να δηλητηριαστείς.




Και όμως ο κόσμος αγόραζε κ’ έτρωγε, γιατί πεινούσε πολύ. Και τότες είναι που άρχιζε να θερίζει η δυσεντερία.




Αγόραζε κι ο Μανώλης κ’ έτρωγε γλυκά, μα δε χόρταινε. Πήγαινε και στη μάνα του, στα κουτσούβελα· μα δε χορταίνανε κι αυτά…




«Ψωμί! φωνάζανε κ’ οι τρεις τους. Ψωμί!» κάνανε τα τρία στόματα και ζητούσανε βοήθεια από το Μανώλη…




Πού να το βρει;… Και, σαν να μην έφταναν όλα τούτα, μια μέρα, εκεί που ξεχάστηκε σκεφτικός ο Μανώλης, του κλέψανε το κασελάκι με τις μπογές!




Τότες παράτησε το επάγγελμα, και βγήκε διακονιά στους δρόμους της Αθήνας, γυρεύοντας να βρει κάτι να φάει και να πάει και στους δικούς του…




Γιόμισε η Αθήνα τότες από τέτοια παιδιά -αληθινά πουλιά της καταιγίδας, που ξεκινούσανε από τους πιο μακρινούς συνοικισμούς, ζητώντας κάτι να βρούνε να φάνε. Κοπάδια ολόκληρα παιδιών, που είχανε κιόλας καταντήσει σωστή μάστιγα για όλους, γιατί τίποτα δεν αφήνανε ορθό και κλέβανε ό,τι βρίσκανε.




Ο Μανώλης γύριζε, ζητιάνευε στους δρόμους…




«Δε μ’ άρεσε να διακονεύω…, μας είπε, γιατί ήμουν μαθημένος να δουλεύω!… Μα τι να κάνεις τα λεφτά;… Στη διακονιά βρίσκεται κάποιος να σε ελεήσει και να σου βάλει στο ντενεκεδάκι σου λίγο φαΐ…»




Έτρωγε λιγάκι από το φαΐ που του έδινε καμιά πονόψυχη κυρία και άφηνε και για το σπίτι… Μα τι ήταν ο κάβουρας και τι το ζουμί του;… Τί να φάει η μάνα, τι τα μωρά;… Έτσι βγήκανε κι αυτά στη διακονιά…




Πείνα… Πεινούσε ο Μανώλης στη μέση του χειμώνα, μέσα στη μεγάλη πείνα και το κακό, όταν πεθαίνανε αράδα οι ανθρώποι, χιλιάδες την ημέρα!… Έτσι, έπεσε από την πείνα μια μέρα ο Μανώλης και τον φέρανε στη Ριζάρειο…




«Δυο μέρες έχω να φάω!» είπε σαν συνήλθε.




Ήταν σε κακά χάλια… Έβηχε, είχε πυρετό… Τον βάλαμε στο κρεβάτι, τον τρίψαμε, του βάλαμε βεντούζες, τον ζεστάναμε… Έφαγε και λίγα φασόλια, που του φανήκανε, καθώς μας έλεγε, λουκούμια!… Και, σαν απόφαγε, έκανε και το σταυρό του, γιατί έτσι, λέει, τον συνήθισε η μάνα του άμα τρώει, να ευχαριστάει το Θεό…




Και, μόλις συνήλθε και κοιμήθηκε καλά, ζεστά, μεσ’ στο νοσοκομείο, από την πρώτη κιόλας νύχτα, άρχισε να μας λέει τα ονείρατά του…




«Είδα, ένα όνειρο, αδελφή, απόψε!… έλεγε χαρούμενος… Ένα όνειρο!… Να σου το πω;…»




Και άρχιζε να διηγείται…




Έβλεπε, λέει, πως ταξίδευε μέσα σε μια όμορφη βαρκούλα, στον ουρανό… Και έσκυβε, λέει, κάτω και έβλεπε τον κόσμο να πεινάει και να φωνάζει για ψωμί.




Και αμέσως αυτός διέταζε τους ναύτες και, από τη βαρκούλα, ρίχνανε στον κόσμο ψωμί!… «Μα πολύ ψωμί, αδελφούλα, μου έλεγε, για να χορτάσουν όλοι!…»




Άλλοτε πάλι ταξίδευε σε μέρη μακρινά, που έχανε ζέστη κ’ ήτανε σα δέντρα γεμάτα από φρούτα.




Τα άλλα παιδιά, μέσα στο θάλαμο, τον ακούγανε με προσοχή, σα να τους έλεγε παραμύθια· και γυρεύανε να μάθουνε κάθε πρωί τα ονείρατά του.




«Απόψε τι είδες, Μανώλη; Για πες μας!» τον ρωτούσε μια άλλη αδελφή, γελώντας, ύστερ’ από κάμποσες μέρες, αφού μπήκε ο Μανώλης στο νοσοκομείο…




Και το παιδί έλεγε:




«Αμέσως να σας πω!… Είδα ένα σπουδαίο όνειρο!…»




Και ανακαθότανε στο κρεβατάκι του, καμαρωτός, επειδή όλοι τον και τον προσέχαμε.




«Απόψε, αδελφή, είδα άλλο όνειρο… Άκου να δεις… Είδα τούτο το νοσοκομείο, όχι όμως όπως είναι… Ήταν σαν παλάτι… Να, σαν του βασιλιά το παλάτι! Και όχι παλιό, όπως είναι τούτο… Και κάθε παιδί είχε το κρεβάτι του, λέει, μοναχό. Δεν ήταν έτσι στοιβαγμένα όπως εμείς!… Και τα κρεβάτια, είχανε ρόδες και μας βγάζανε, λέει, έξω σε ταράτσες και βλέπαμε κάμπους και βουνά… Και σεις, αδελφές, είχατε, λέει, ρούχα ολόασπρα και φτερά! Δεν περπατούσατε, μόνο, λέει, πετούσατε!… Και μας μπάσανε, στο παλάτι αυτό κάτι χρυσοντυμένοι, λέει, άντρες ως εκεί πάνω και μας χαιρετούσανε βαθιά. Μας λέγανε: «Καλώς τα τά παιδιά!… Κοπιάστε μέσα!…» Εγώ όμως, λέει, ξαφνιάστηκα, σαν είδα ανάμεσά τους έναν πόλισμαν, που τον ήξερα καλά, γιατί με κυνήγαγε κάποτες, να μου πάρει το κασελάκι, επειδής δεν είχα να πλερώσω το φόρο… Τρόμαξα πολύ που τον είδα… Κ’ είπα μέσα στον ύπνο μου, σα νάμουν τάχα ξυπνός: «Πολισμάνο είδες μπροστά σου; Για καλό δεν είναι!…» Μα, σα να διάβασε στο νου μου ο πολισμάνος τι έλεγα, μου είπε: «Όχι, Μανώλη!… Τώρα είμαι καλός, μη φοβάσαι…! Βαρέθηκα πια νάμαι κακός!… Έμπα μέσα και κράτα το κασελάκι σου!… Δε σε πειράζει κανείς!..» Και με πέρασε σε μια σάλα μεγάλη… Αχ, τι ωραία που ήταν όλα κει μέσα!… Όλα τα παράθυρα ήταν ανοιχτά!… Έμπαινε από παντού ο ήλιος!… Μας καθίσανε σε καναπέδες και μας δίνανε γλυκά και γάλα μέσα σε ποτήρια!…»




«Γάλα αληθινό;» ρώτησε ένας μικρούτσικος από το διπλανό κρεβάτι, που άκουγε με προσοχή το όνειρο του Μανώλη.




«Αμ’ τι; Ψεύτικο, ρε κορόιδο!» του κάνει ο Μανώλης.




«Μμ!… κάνει ένα άλλο παιδί… Τα όνειρα είναι ψεύτικα!… Απ’ ό,τι βλέπουμε, τίποτα, δε γίνεται!…»




«Γιατί, βρε, είναι ψεύτικα; κάνει θυμωμένος ο Μανώλης… Και πού το ξέρεις, δε μου λες, πως είναι ψεύτικα;… Για πες μου, πού το ξέρεις, αν, τώρα που ζούμε, δεν ονειρευόμαστε; Ή, όταν ονειρευόμαστε, αν δεν είναι αλήθεια;…»




Τα έχασε το άλλο παιδί. Άνοιξε το στόμα του και δεν ήξερε τι ν’ απαντήσει. Είπε μόνο λιγάκι σαστισμένο:




«Πώς τόπες;… Για ξαναπές το!…»




Το ίδιο κι ο γιατρός, που έμπαινε κείνη τη στιγμή στην πόρτα και είχε ακούσει, καθώς στεκότανε στην πόρτα τα λόγια αυτά, σταμάτησε ξαφνιασμένος και κοίταξε το Μανώλη… Ύστερα γύρισε και είπε στην Προϊσταμένη γελώντας:




«Καταλάβατε λοιπόν τι λέει ο Μανωλάκης;… Ρωτά και θέτει ένα από τα δυσκολότερα προβλήματα της μεταφυσικής!…»




Και, γυρίζοντας κατά το παιδί, του φώναξε στ’ αστεία:




«Μανώλη, έλα τώρα, πες μας… Ποιο, κατά τη γνώμη σου, είναι πιο πραγματικό, πιο αληθινό… Τώρα, τούτην τη στιγμή που σου μιλάω, ή σαν ήσουν στο παλάτι και σου φέρνανε κ’ έπινες γάλα οι νοσοκόμες με τα φτερά;…»




Ο Μανώλης γέλασε κι αυτός, δεν τα έχασε, γιατί πάντα έτσι του αστειευόντανε ο γιατρός… Μόνο είπε:




«Αμ’ τώρα που μιλάμε, τίποτα δεν έχω στο στόμα! Ενώ στο όνειρο που ήπια το γάλα, έφαγα τα γλυκά, ξύπνησα, με την ουσία στο στόμα!…»




Και, λιγάκι σκεφτικός, κοντοστάθηκε ακόμα και είπε σοβαρός:




«Να σας πω κάτι;… Άμα ξαπλωθείς και κλείσεις τα μάτια, σου και λίγο ήσυχος σταθείς και συλλογιστείς, και συ δεν ξέρεις να πεις τι διαφορά έχει το όνειρο από τη ζωή… Αυτό, πολλές φορές και μοναχός μου το συλλογάμαι…»




Η Προϊσταμένη ξαφνιάστηκε πολύ με τα λόγια αυτά και είπε σιγά στο γιατρό:




«Αυτό το παιδί δε μοιάζει με τ’ άλλα… Ένιαι ιδιόρρυθμο και στα λόγια του και στα φερσίματά του… Δεν το παρατηρήσατε και σεις;…»




«Είναι έξυπνο!… Τετραπέρατο!… είπε ο γιατρός γελώντας. Και έχει τάση το μυαλό του προς τη μεταφυσική. Αυτό είναι όλο…»




Και χάιδεψε στοργικά με το χέρι του το κουρεμένο κεφάλι του Μανώλη. Του είχε, είναι αλήθεια, ιδιαίτερη συμπάθεια…




Κάθε πρωί λοιπόν που ξύπναγε ο Μανώλης, είχε κι από ένα όνειρο να μας διηγηθεί πως είδε.




Και όλα ήταν ευχάριστα και ωραία.




Αλίμονο όμως, όσο τα όνειρα του Μανώλη ήταν ευχάριστα και ωραία, τόσο η πραγματικότητα της ζωής του ήτανε τραγική.




Η μάνα του, που ήρθε σούρνοντας μια μέρα να τον δει, ήταν σε κακό χάλι… Νέα ήταν, μα φαινόνταν γριά… Είχε τώρα πρηστεί από την πείνα, ήταν ρακένδυτη και δεν έπαυε να κλαίει, καθώς έλεγε τα νέα του σπιτιού.




Το ένα αδερφάκι του Μανώλη από τα δίδυμα πέθανε από τη δυσεντερία, που θέριζε όλα τα παιδιά. Πέθανε προχτές το βράδυ. Το άλλο δεν ήταν και τόσο καλά…




Ύστερα γύρισε η μάνα του σε μας τις νοσοκόμες και μας είπε:




«Σαν έφυγε ο Μανώλης, όλο τον ζητούσανε τα μικρά και γυρεύανε ψωμί!… Νομίζανε όλο πως θα τους έφερνε ψωμί! Τί να σου κάνει, κοπέλες μου, και ο Μανώλης; εξακολούθησε να μας λέει η μάνα του… Τί να σου κάνει το παιδί;… Παράπονο κανένα δεν έχω από δαύτο. Μας βοήθησε σα νάτανε μεγάλο το καημένο! Έτσι με βοήθαγε και ο πατέρας του, που απόμεινε στην Αλβανία…»




Και αρχίνησε τα κλάματα η καημένη η γυναίκα στη θύμηση αυτή.




Ο Μανώλης στενοχωρέθηκε πολύ με το νέο που του έφερε η μάνα του, πως πέθανε το ένα από τα δίδυμα, τα κουτσούβελα, όπως τα έλεγε.




Έκλαψε μάλιστα πολύ, Και το βράδυ, σαν πήγα να τον συγυρίσω στο κρεβάτι του, πάλι για το αδερφάκι του μου μίλησε.




«Αχ, αδελφούλα μου, νάξερες τι γουστόζικα λόγια μου έλεγε, σαν του έφερνα τίποτες απ’ όξω! Κάνανε τούμπες τα κουτσούβελα πάνω στην κουρελού, για να με διασκεδάσουνε!…»




Αγαπούσε πολύ ο Μανώλης τα δυο του κουτσούβελα. Αυτό ήταν φανερό…




Έκανα και του είπα ό,τι μπορούσα, να τον παρηγορήσω… Του κάκου όμως!… Τον άφησα να κλαίει ακόμα, σαν τον καληνύχτισα… Έκλαιγε με αναφιλητά κι όταν, αργά, κάνανε τα παιδιά όλα μαζί, την προσευχή τους για να κοιμηθούνε…




Το άλλο πρωί όμως, σαν πήγα να τον δω, ήταν διαφορετικός… Φαινότανε χαρούμενος και πάλι ένα όνειρο ήταν έτοιμος να μας πει. Τον κατάλαβα αμέσως…




«Ε! Μανώλη! του φώναξα… Κοιμήθηκες απόψε καλά;»




«Φίνα!» μου έκανε γελαστός.




Εγώ σκέφτηκα μόνη μου: «Τί σου είναι τα παιδιά! Αμέσως ξεχνάνε, ευτυχώς γι’ αυτά, ό,τι κακό και να τους συμβεί!…»




Μα γελιόμουν…




Σαν πήγα στο Μανώλη το πιάτο με το φασουλόζουμο, μου είπε εμπιστευτικά και σιγά:




«Αδελφούλα!… Είμαι πολύ ευχαριστημένος!…»




«Τι σου συμβαίνει, Μανώλη;»




«Απόψε είδα στον ύπνο μου το αδερφάκι μου, που πέθανε· και κει που βρίσκεται είναι πολύ ευχαριστημένο!..»




«Μπα! έκανα. Πώς το ξέρεις αυτό;… Σου είπε τίποτα;…»




«Και βέβαια μου είπε! «Μανώλη, μου κάνει, νάξερες τι ωραία περνώ εδώ και που βρίσκομαι!» «Πού βρίσκεσαι;» του λέω τότες εγώ. «Να! Στο περιβόλι του Θεού! Στο μεγάλο περιβόλι του Θεού! Και τι δεν έχει μέσα αυτό!… Τί μηλιές, τί κερασιές, τί πορτοκαλιές! Όλες γιομάτες φρούτα!… Όλα εδώ ο Θεός μας τα έχει ανοιχτά και άφθονα!… Κανένα παιδί δεν πεινά!…» «Τί λες; του λέω εγώ. Ώστε καλά τα περνάτε;…» «Φίνα τα περνάμε!… Και δω, να δεις, δεν είναι σαν και κει κάτω τα παιδιά, άλλα με κουρέλια και άλλα καλοντυμένα!… Όλα ίδια είναι!… Δεν ξεχωρίζεις πλούσιο από φτωχό παιδί!… Όλα είμαστε ίδια και τραγουδάμε και χαιρόμαστε και παίζουμε!…» Αυτά μου είπε το αδερφάκι μου και χάρηκα, να ξέρεις, πολύ…»




Και ο Μανώλης, σώπασε για λίγο κι απόμεινε σκεφτικός. Μα ύστερα, καθώς του έστρωνα το κρεβάτι, μου είπε σα να μονολογούσε:




«Αχ! Μακάρι να ήμουν κ’ εγώ στο περιβόλι του Θεού!..»




Και αναστέναξε.




«Ε, Μανώλη! Μη βιάζεσαι! του λέω. Άμα είμαστε καλοί, μια μέρα όλοι θα πάμε να δούμε τα περιβόλια του Θεού!..»




Ο Μανώλης είπε ξανά σκεφτικός:




«Μα εγώ τώρα θα ήθελα να πάω!… Άμα γίνω καλά, αδελφή, και βγω από δω μέσα, τι θα κάνω έξω; Πάλι στους δρόμους θα γυρίζω;… Ποιος θα μου δίνει να τρώω;…»




Τι νάλεγα στο Μανώλη;… Λόγια ψεύτικα να του πω; Το δράμα το μεγάλο των παιδιών, εδώ τώρα σε μας, ήτανε που, βγαίνοντας από το νοσοκομείο, δεν είχανε πού να πάνε… Ούτε ένα άσυλο δεν υπήρχε γι’ αυτά, γιατί τρόφιμα δεν υπήρχαν… Πάλι, αναγκαστικά, στους δρόμους θα γυρίζανε…




Ένα καράβι τούρκικο, το «Κουρτουλούς», ευλογημένο νάναι, μας έφερνε πού και πού τρόφιμα του Ερυθρού Σταυρού. Μα ίσα – ίσα φτάνανε για τα νοσοκομεία και για λίγο στα συσσίτια…




Τι να πεις λοιπόν του Μανώλη για να τον παρηγορήσεις;




Τι να πεις και στ’ άλλα παιδιά, που, άμα φεύγανε από το νοσοκομείο, μας ράιζε η καρδιά, γιατί ξέραμε τι τα καρτερούσε… Αχ, το δράμα αυτό των παιδιών της Αθήνας και του Πειραιά, το χειμώνα του σαρανταδύο, ποιος από μας μπορεί να το ξεχάσει, άμα το έχει δει και τόχει ζήσει;…




Ο Μανώλης δεν ξαναμίλησε πια κείνη την ημέρα για το αδερφάκι του που πέθανε…




Ήταν βέβαιος πως ήταν καλά. Δεν ανησυχούσε, ούτε λυπόταν γι’ αυτό. Άρχισε μόνο ν’ ανησυχεί για τον εαυτό του, όσο έβλεπε μάλιστα πως, μέρα με τη μέρα, γινόταν πιο καλά…




«Αχ! έλεγε πού και πού… Τί όμορφο που θάναι το περιβόλι του Θεού!…»




Και τάλλα παιδιά, που τον πειράζανε για τα ονείρατά του, του λέγανε:




«Ποιο περιβόλι, βρε Μανώλη;… Για πες μας και μας, ν’ ακούσουμε…»




Και ο Μανώλης ξανάρχιζε την περιγραφή του για το περιβόλι του Θεού – έτσι καθώς του τόχε παραστήσει τ’ αδερφάκι του.




Οι μεγάλοι, τα μεγαλύτερα αγόρια, οι μάγκες, στο τέλος αρχίσανε να τον κοροϊδεύουνε. Μα τα μικρά, στο διπλανό κρεβάτι, τον ακούγανε με προσοχή, τον θαυμάζανε. Ήταν και μερικά μάλιστα που τον ρωτούσανε:




«Και έχει και αγγέλους, Μανώλη, στο περιβόλι;… Και πώς πετάν οι αγγέλοι;…»




Και ο Μανώλης έκανε:




«Να, μωρέ! Σαν τα πουλιά! Πως κάνουνε τα πουλιά και ανοίγουνε τα φτερά;… Περιστέρια δεν είδατε πώς πετάνε;…»




«Πώς! Ξέρουμε!…» κάνανε τα μικρά και ανοίγανε τα μάτια σκεφτικά.




Και ο Μανώλης, άθελα, με τα λόγια του, τις περιγραφές του και τα ονείρατά του, είχε σταλάξει στις καρδιές όλων των παιδιών τη νοσταλγία για το περιβόλι του Θεού.




«Αχ! άκουγες και λέγανε τα παιδιά, τρώγοντας το πιάτο με τα αραιά φασόλια ή λακέρδα… Νάμαστε στο περιβόλι του Θεού, να τρώγαμε φρούτα!… Κεράσια, πορτοκάλια!…»




Ένα μικρό αγόρι, μια μέρα, ρώτησε ξαφνικά το Μανώλη:




«Και το Θεό, Μανώλη, τόνε βλέπουνε;… Πώς είναι;»




Ο Μανώλης, στην ερώτηση αυτή, καθόλου δεν τα έχασε. Μόνο που έτσι, ξαφνικά, θύμωσε, κατακοκκίνισε.




Είπε:




«Βρε! Το Θεό μονομιάς εσύ πάλι θέλεις να δεις; Έτσι βλέπουνε το Θεό;… Εσύ, μωρέ, δεν είσαι που, προχτές ακόμα, βούτηξες του διπλανού σου το πορτοκάλι;… Άκου, ρε μούτρο, για να δει το Θεό!…»




Ζάρωσε ο άλλος ο μικρός, σώπασε και τί να πει; Προχτές, στ’ αλήθεια, φασαρία μεγάλη είχε γίνει στο θάλαμο μέσα, που έκλεψε ένα πορτοκάλι.




Συχνά γίνονταν τέτοιες μικροκλοπές ανάμεσα στα παιδιά… Και τότες αρχίζανε οι φωνές, οι τσακωμοί, τα παλιόλογα. Και έτρεχε η Προϊσταμένη να βάλει το θάλαμο των παιδιών σε τάξη.




Ο Μανώλης λοιπόν είχε το λόγο του, να τα λέει αυτά. Είχε ανάψει και είχε πάρει φόρα. Τ’ άλλα παιδιά γύρω, στα κρεβάτια, τον ακούγανε.




«Άκου! έλεγε. Θέλει να σου δει και τον ίδιο το Θεό!… Έτσι νομίζεις, μωρέ, πως βλέπεις αμέσως το Θεό; Αμ’ κλέβουμε, αμ’ λέμε λογής – λογής ψέματα, αμ’ κάνουμε στους δρόμους τον πεθαμένο και ξεγελάμε τον κοσμάκη και μας δίνει ψωμί, λεφτά – και θέλουμε να δούμε και το Θεό!…»




Τότες αρχίνησε ανάμεσα στα παιδιά μια μεγάλη συζήτηση για τούτην την πονηράδα, τους. Πότε και πού αναγκαστήκανε να ξαπλωθούνε καταμεσίς στο δρόμο, να κάνουνε το νεκρό.




Ο Μανώλης πρώτος ξομολογήθηκε:




«Γιατί λες ψέματα, ρε, πως εσύ ποτές τάχα δεν έκανες τον πεθαμένο;… Όλοι τον κάναμε!… Κ’ εγώ έκανα τον πεθαμένο μια μέρα στο δρόμο!… Πείναγα πολύ, κανένας κείνη τη μέρα ούτε μια σταφιδίτσα δε μούδωσε να βάλω στο στόμα… Απελπίστηκα… Λέω με το νου μου: Κάτσε τώρα να δούμε, να πέσω στο δρόμο, να κάνω πως λιγοθύμησα από την πείνα, να δούμε αν βρεθεί κανείς να μου δώσει μια σταλιά φαΐ!… Και ξαπλώθηκα, στο πεζοδρόμιο, κει, θυμάμαι, κατά την οδό Ακαδημίας… Σε λιγάκι μαζεύτηκε, θυμάμαι, κόσμος… Μια κυρία μάλιστα έκλαιγε κ’ έλεγε δυνατά: «Αχ, πού καταντήσαμε! Πώς μας καταντήσανε!…» Και όλο έκλαιγε… Τότε δε βάσταξα κι αρχίνησα κ’ εγώ να κλαίω… Λυπόμουν κ’ εγώ τον εαυτό μου κι όλους γύρω… Έλεγα, γιατί να τους ξεγελάσω; Ήτανε καλοί ανθρώποι όλοι τους, αφού έτσι κλαίγανε και λυπόνταν και μένα… Μόνο ένας κύριος είπε: «Βρε, δεν έχει τίποτα!… Του έπιασα το χέρι!… Ο σφυγμός είναι κανονικός!… Έτσι πέφτουν, τα σιχαμένα, για να γελάσουνε τον κόσμο!…» και έφυγε». ,




«Έτσι είπε και σε μένα μια κυρία, όταν έκανα κ’ εγώ τον πεθαμένο!… φώναξε ένας άλλος μικρός από ένα κρεβάτι… Μα εγώ δε βάσταξα από το θυμό μου και της έβγαλα τη γλώσσα!… Και τότες ο κόσμος, που ήτανε μαζωμένος γύρω, άρχισε να γελάει και μια γριούλα ήρθε κοντά μου και μούπε με το καλό: «Άντε, σήκω, αγόρι μου, να μην κρυώσεις, από χάμου! Σήκω και θα σου δώσω ένα καρότο!»… Και μούβαλε η γριά στο χέρι ένα καρότο… Ήτανε πολύ φτωχειά…»




«Το λοιπόν, εξακολούθησε να λέει ο Μανώλης, το λοιπόν, με τέτοια χάλια και τέτοια μούτρα, θέλουμε να δούμε και το Θεό! Και του λόγου σου με ρωτάς, αν κανένας τον βλέπει… Μωρέ κόσμος και μυαλά, που λέει και η μάνα μου… Φτάνει, ντε, που μας ανοίγει τα περιβόλια του και δε μας διώχνει με τις κλωτσιές, όπως το κάνουνε οι ανθρώποι…»




Αυτά έλεγε, ξαναμμένος πάντα, ο Μανώλης, για την προσβολή που κάνανε στο Θεό, γυρεύοντας τα παιδιά να τόνε δούνε.




Ένα άλλο αγόρι, μεγαλύτερο, με πελάγρα, με κουρεμένο σύρριζα το κεφάλι και ξαπλωμένο στο πέρα κρεβάτι, ωχρό και με μάτια μαύρα με μεγάλους κύκλους μπλε ολόγυρα, είπε σκεφτικό:




«Δίκιο έχει ο Μανώλης!… Έχουμε μούτρα εμείς για ν’ αντικρίσουμε το Θεό;… Τι άλλο ξέρουμε εμείς, τι άλλο μας μάθανε οι μεγάλοι, παρά την κλεψιά και την ψευτιά;… Και ο πατέρας μου έκλεβε… Έβγαινε τη νύχτα κ’ έκλεβε τα σύρματα, ολούθε όπου έβρισκε… Και η μάνα έκλαιγε, φώναζε… Φοβόντανε το Θεό κ’ έλεγες πως με τις κλεψιές ποτέ κανένας δεν προκόβει…»




Και τα παιδιά συζητούσαν έτσι, ώσπου χτύπησε το κουδούνι για τη μεσημεριανή σούπα, το αιώνιο φασουλόζουμο…




Ύστερ’ από λίγες μέρες όμως, στο θάλαμο που υπηρετούσα και που είχαμε το Μανώλη, ένα παιδί έπαθε ιλαρά.




Τη δεύτερη μέρα, νέο κρούσμα, βαρύτερο, με επιπλοκές στα νεφρά… Και, άμα ένα παιδί πάθαινε κάτι, αμέσως κολλούσανε όλα… Πώς να τα απομονώσουμε; Αυτό ήταν αδύνατο, καθώς μας έλεγε με τρόμο από καιρό η Προϊσταμένη.




«Χαθήκαμε, αν τύχει, έλεγε, και παρουσιαστεί καμιά κολλητική αρρώστια! … Θα πάνε χαμένα, τα παιδιά, καθώς μάλιστα είναι ξαδυνατισμέγοι…»




Ως τώρα στο νοσοκομείο μέσα δεν είχαμε παρά πελάγρα, αποβιταμίνωση, ψωρίαση. Αρρώστιες που γιατρεύονταν είτε με λίγη τροφή, είτε με καθαριότητα…




Αλλά πώς να προφυλάξουμε τα παιδιά από μολυσματικές αρρώστιες;… Και ό,τι φοβόμαστε το πάθαμε… Έτσι συνήθως συμβαίνει…




Το ένα παιδί λοιπόν ύστερ’ από τ’ άλλο, μέσα στο θάλαμο, κολλούσε ιλαρά. Και σε άλλα παρουσιάζονταν με ελαφρά μορφή, άλλα όμως τα θέριζε…




Έτσι, ένα πρωί, σηκώθηκε ο Μανώλης με στίγματα κόκκινα στην κοιλιά και στο πρόσωπο.




«Δεν έχω τίποτες!» έχανε γελώντας.




Και άρχισε να λέει πάλι τα ονείρατα που είδε τη νύχτα.




Μα ποιος είχε καιρό τώρα ν’ ακούει τα ονείρατα του Μανώλη… Είχαμε τρελλαθεί από τη δουλειά εμείς οι νοσοκόμες… Άφησε που δεν υπήρχανε πια αρκετές μέσα στο νοσοκομείο. Όλες είχανε πάθει από εξάντληση και δεν μπορούσανε να σταθούνε στα πόδια τους… Ακόμα και ρούχα δεν είχανε να φορέσουνε και οι ποδιές τους είχανε λυώσει, ούτε έβρισκε κανείς ύφασμα ν’ αγοράσει…




Ό,τι κάνανε οι εθελοντίνες που ερχόνταν απ’ όξω… Κάτι σπουδαία κορίτσια, φοιτήτριες ή από μεγαλόσπιτα, που ερχόνταν να εργαστούνε τζάμπα στα νοσοκομεία από ανθρωπισμό…




Το βράδυ του Μανώλη του παρουσιάστηκε δυνατός πυρετός… Άρχισε να παραμιλάει… Σαν πήγα να τον θερμομετρήσω, έγραψα στο δελτίο του τριανταεννιά πυρετό… Έκαιγε το παιδί…




Βράζανε όλα τα παιδιά στον πυρετό, χτυπιόνταν, βογγούσανε – και πώς να σταθούνε πέντε – πέντε μαζί στα κρεβάτια!…




Ήταν φοβερό και ούτε να το φανταστεί αυτό κανείς δεν μπορεί… Γινόνταν ένα κακό μέσα στο θάλαμο των παιδιών, που δε λέγεται… Κόλαση σωστή!…




Μόνο ο Μανώλης ήταν ευχαριστημένος… Παραμιλούσε κι όλο έλεγε πως έβλεπε το περιβόλι του Θεού!…




Μα κανένα από τα παιδιά πια δεν τον άκουγε… Ήταν βυθισμένα από τον πολύ πυρετό ή έκλαιγαν και γύρευαν τη μάνα τους. Και όλα μαζί τυραννιόντουσαν, σπρώχνονταν και χτυπιόνταν μέσα στον πυρετό τους και στην ανησυχία τους, στριμωγμένα πέντε – πέντε σε κάθε κρεβάτι…




Ο Μανώλης καθόνταν ήσυχος, Μόνο που διαρκώς έκοβε η γλωσσίτσα του και μονολογούσε, κ’ είχε τα μάτια, στηλωμένα στο ταβάνι, κ’ έκαιγε από τον πυρετό.




«Ωχού!… Ομορφιά που την έχει, έλεγε, το περιβόλι του Θεού!… Και νερά, νερά που έχει!… Κρούσταλλο το νερό!… Πίνω και δε χορταίνω!… Ένα νερό, μα τι νερό!… Και πουλιά, και λουλούδια λογής – λογής, και μυρουδιές μέσα στο περιβόλι του Θεού!… Αχ, ποτές δεν ήπια τόσο όμορφο νερό!…»




Και ο Μανώλης έβρεχε με τη γλωσσίτσα του το ξεραμένο στοματάκι του.




Σαν πέρασα από κοντά του, με τράβηξε από την ποδιά. Έσκυψα κοντά του.




«Αδελφούλα! μου λέει. Κρίμα που δε βλέπεις και συ το περιβόλι του Θεού!… Σ’ αγαπάω!… Θάθελα ναρχόσουν μαζί μου, να τόβλεπες… Αδελφούλα, στάσου ν’ ακούσεις!… Μη βιάζεσαι!… Κάτσε, ντε, να σου πω!… Όλα, ξέρεις, εκεί μέσα είναι χαρούμενα!… Δε βρέχει, λέει, ποτές!… Μόνο έτσι τρέχουνε τα νερά και τα πουλιά κελαϊδούνε!… Κανένας δεν τα χτυπάει, ούτε με λάστιχο, ούτε με πέτρα!… Και να δεις, αδελφούλα, πόσα παιδιά είναι κει μέσα!… Ένα σωρό παιδιά, μα δεν τσακώνουνται κι αυτά ποτές!… Είναι χαρούμενα!…»




Και με κράταγε ο Μανώλης από την ποδιά, με τα χεράκια του.




Το βράδυ ο γιατρός, σαν πέρασε από το θάλαμο και είδε το Μανώλη, κατσούφιασε. Είπε στην Προϊσταμένη:




«Νιός μπήκα σε τούτο το νοσοκομείο και γέρος θα βγω!… Απελπισία είναι να βλέπεις έτσι τα παιδιά να πεθαίνουνε και να μη μπορείς τίποτα να τους κάνεις!… Ούτε στη ζωή, ούτε στο θάνατο να τα βοηθήσεις!… Πάει και ο Μανώλης!… Έχει έναν ελεεινό σφυγμό!… Ζήτημα είναι αν θα βγάλει τη νύχτα!… Και με τι φάρμακο να του τονώσεις την καρδιά;… Υπάρχει φάρμακο σε όλη την Αθήνα;»




«Μα, είπε η Προϊσταμένη, άκουσα πως θα φέρουνε, οι Ελβετοί που θα έρθουνε, του Ερυθρού Σταυρού…»




«Να το δούμε!… είπε ο γιατρός. Μας έφαγε αυτός ο πόλεμος!..»




Και, ταραγμένος, στενοχωρημένος, σηκώθηκε κ’ έφυγε, δίχως να χαιρετήσει ούτε την Προϊσταμένη…




Τη νύχτα αργά χειροτέρεψε πολύ ο Μανώλης. Κάθισα κοντά του. Είχε πολύ βαρύνει. Μια στιγμή μου έσφιξε το χέρι, έτσι καθώς το είχα ακουμπήσει απάγω στο κρεβάτι.




Ύστερα άνοιξε τα μάτια που τα είχε κλειστά. Το πρόσωπό του ξαφνικά έλαμψε και πήρε μιαν έκφραση εκστατική. Τέντωσε τα χεράκια.




«Να! Να! είπε. Δες το, το περιβόλι του Θεού!…»




Και ύστερα έγειρε το κεφαλάκι στο μαξιλάρι και ξεψύχησε σαν πουλάκι…




Έτσι χάσαμε από το θάλαμο το Μανώλη…




Και πια δεν έχουμε κανένα να μας λέει τα ονείρατά, του, ούτε κανένα να μας λέει για το περιβόλι του Θεού…




Στο θάλαμο μόνο βογγητά και κλάματα ακούς των αρρώστων παιδιών. Και τίποτα δεν μπορεί να τους κάνει κανείς, για να τα ανακουφίσει. Μόνο με λιγάκι νερό τους βρέχουμε το στόμα…




Μουγκάθηκε ο θάλαμος από το κελαϊδητό που έκανε ο Μανώλης, εξηγώντας κάθε πρωί τα όνειρά του.




Τα παιδιά δε ρωτήσανε πού πήγε ο Μανώλης. Όλα το ξέρανε καλά που πήγε…




Μια μέρα μόνο, που έξω έβρεχε, έκανε ένα θλιβερό καιρό και η βροχή χτυπούσε τα τζάμια και το περιβόλι του νοσοκομείου φαινόντανε από τα μεγάλα παράθυρα νάχει και αυτό μιαν όψη θλιβερή, ένα παιδί, που κοίταζε απ’ όξω, θυμήθηκε άξαφνα το Μανώλη.




Είπε με καημό, αναστενάζοντας:




«Αχ, μωρέ, τι όμορφα θε νάναι κείνος ο Μανώλης τώρα στο περιβόλι του Θεού!…»




Αύγουστος 1942.




Λιλίκα Νάκου, Η κόλαση των παιδιών, εκδ. Εστία, Αθήνα 1982.

Ο Ιερός Κλήρος κατά την περίοδο της κατοχής

  Η ιταμή εισβολή των Ιταλών εναντίον της Πατρίδος μας και τα μαύρα χρόνια της Κατοχής γίνονται αφορμή να αποκαλυφθούν τα πατριωτικά χαρίσματα και η ελπίδα της πίστης του ιερού Κλήρου. Οι Ιερείς, κάτω από τον βαρύ αχό των όπλων και το βουητό των σειρήνων, τελούν καθημερινά τις Ακολουθίες στις Εκκλησίες. Ποιος δεν θυμάται την κοσμοπλημμύρα, η οποία κατά την θύελλα εκείνη γινόταν στους ναούς, για να κλάψουν οι Έλληνες στους οίκους των Πατέρων τους, για να αντλήσουν δύναμη, ελπίδα και θάρρος.




Προσεύχονται για τους αγωνιζόμενους στρατιώτες και τις οικογένειές τους. Εκφωνούν πύρινους λόγους, με τους οποίους ενθαρρύνουν και παρηγορούν. Συμμετέχουν στις διάφορες Επιτροπές των μετόπισθεν. Γίνονται οι εμψυχωτές και παρηγορητές των οικογενειών εκείνων, των οποίων οι σύζυγοι και τα παιδιά έπεσαν μαχόμενοι υπέρ της Πατρίδος στο πεδίο της τιμής και του καθήκοντος. Συμμετέχουν και μοιράζονται την κατοχική πείνα και δυστυχία με το ποίμνιό τους. Βοηθούν όσο μπορούν, με όλες τους τις δυνάμεις για την αντιμετώπιση της πείνας και της δυστυχίας. Είναι μεταξύ των πρωτεργατών για την απελευθέρωση της κατεχόμενης και δοκιμαζόμενης Πατρίδος. Στην πρώτη γραμμή του Αγώνος. Στο Μέτωπο, στις μυστικές ομάδες της Αντίστασης, στα νοσοκομεία, στα σανατόρια, στα σχολεία, στις φυλακές, στα υπόγεια της Γκεστάπο, στα στρατόπεδα, τους τόπους εκτελέσεως, στα ολοκαυτώματα, στα συσσίτια, στις διαμαρτυρίες… Παντού. Μέρα και νύχτα.




Κάθε φορά που δινόταν στον κατακτητή ευκαιρία από αυτό ή εκείνο το πρόσχημα, από αυτή ή εκείνη την αφορμή, στρεφόταν κατά των ιερέων, για να καλλιεργήσει τον φόβο και τον πανικό στον λαό. Αγαθοί λευίτες, νέοι και πρεσβύτεροι στην ηλικία, Μοναχοί, Διάκονοι, Πρεσβύτεροι, Ιερομόναχοι, Επίσκοποι, πλήρωσαν με το αίμα τους την προσήλωσή τους στην Πατρίδα, στην ελευθερία και στην αξιοπρέπεια, στο καθήκον και στο χρέος. Άλλοι εκτελέσθηκαν κατά τον πλέον απάνθρωπο τρόπο, άλλοι απέθαναν από τις κακουχίες, τις στερήσεις και τα βασανιστήρια, άλλοι φυλακίσθηκαν, κακοποιήθηκαν, υπέμειναν απερίγραπτο όργιο βασανισμών, εξορίσθηκαν στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, απήχθησαν ως όμηροι σε εχθρική γη, είδαν τα παιδιά και τις συζύγους τους να κακοποιούνται και να δολοφονούνται μπρος στα μάτια τους, εξευτελίσθηκαν και λοιδωρήθηκαν. Υπέστησαν τα πάνδεινα, μα δε λύγισαν. Τρέφονταν με λίγο ξερό ψωμί που βρέχανε με το αίμα και το δάκρυ τους. Παρέμειναν πιστοί άχρι θανάτου στην παράδοση του Γένους. Και ήσαν πολλοί. Ήταν τον νέφος των μαρτύρων και των ηρώων της Φυλής. Για να αποδείξουν με την ζωή τους, για μια φορά ακόμα, ότι ποτέ η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είχε μείνει μακρυά από τους Εθνικούς αγώνες του Ελληνικού λαού.[1]




Αριθμός 57.754


Ο Αρχιμανδρίτης Δαμασκηνός Χατζόπουλος, μετέπειτα Μητροπολίτης Τριφυλίας και Ολυμπίας και στη συνέχεια Δημητριάδος, που οδηγήθηκε σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως με αριθμό κρατουμένου 57.754,[2] θα γράψει για την κόλαση του Νταχάου και την απάνθρωπη μεταχείριση των κληρικών κρατουμένων.




«Οὐδεὶς ἐξ αὒτῶν διετήρησε τὸ ἱερὸν του σχῆμα. Μὲ ἀδαμιαίαν περιβολὴν πάντες ἅμα τῇ εἰσόδῳ των εἰς τὸ στρατόπεδον, ὡδηγοῦντο εἰς τὸ λουτρὸν διὰ νὰ ὑποστοῦν τὴν δοκιμασίαν καὶ τὸν ἐξευτελισμὸν τοῦ ξυρίσματος τῆς κεφαλῆς, μύστακος, γενείου καὶ ἀποκρύφων μερῶν ὑπὸ τοὺς σαρκαστικοὺς γέλωντας




τῶν σαδιστῶν Ἔς-Ἔς καὶ τοὺς χλευασμούς, οὐχί σπανίως δὲ καὶ τὰ ραπίσματα καὶ λακτίσματα αὐτῶν καὶ τῶν ἄλλων καταδίκω».[3]




Στο Χαϊδάρι, ξύριζαν τη γενειάδα των Κληρικών, τους αφαιρούσαν τα ράσα και τους επέβαλαν σε βαρύτατες χειρονακτικές εργασίες. Ο Γερμανός Δήμιος Ρομτόσκυ, ο αποκαλούμενος Δράκος του Χαϊδαρίου, τους έλεγε χαρακτηριστικά: «Εγώ είμαι ο Θεός σας…». Παρά ταύτα, οι φυλακισμένοι Ιερείς μας, εκεί στην φυλακή με τα δεσμά τους, επιτελούσαν μεγάλο ποιμαντικό έργο: «…Οι ιερείς μας αυτοί,, τόνωναν τους φυλακισμένους. Συμπροσευχόντουσαν με τους φυλακισμένους. Ο παπάς στο κελί ήταν για κάθε φυλακισμένο πατέρας και μάνα. Καρδιά π’ ακουμπούσαν μ’ εμπιστοσύνη. Ο Άγγελος της φυλακής, που τους μηνούσε ότι ο Θεός υφαίνει τη λευτεριά τους με τα βάσανά τους».[4]




Η θεία Λειτουργία στις φυλακές


Μα το πιο μεγάλο, το πιο αληθινό δώρο των φυλακισμένων ιερέων προς τους συγκρατουμένους τους ήταν η θεία Λειτουργία που τελούσαν.




«…Από καιρού σε καιρό οι δεσμοφύλακες άφηναν τους φυλακισμένους να εκκλησιάζωνται. Κάθε Κυριακή και μεγάλη γιορτή, στο προαύλιο των φυλακών ή μέσα σε ένα μεγάλο θάλαμο εγίνετο η λειτουργία από τον πιο ηλικιωμένο παπά, με συλλειτουργούς τους άλλους φυλακισμένους ιερωμένους. Δεν υπήρχε ιερό, δεν υπήρχαν άμφια, δεν υπήρχαν κεράκια και δισκοπότηρα για τα Άγια των Αγίων. Υπήρχε όμως μία βαθειά, απαράμιλλη πίστις που έκανε το περίεργο εκείνο εκκλησίασμα πιο ευλαβικό, πιο συγκινημένο, πιο βαθειά παραδομένο στην παραμυθητική επίδραση της Θρησκείας. Είναι χαρακτηριστικό ότι κάθε λειτουργία ετελείωνε με το “Τῇ Ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια”, που το έψαλλον όλοι μαζί…




»Μια λειτουργία που εψάλη στις Ιταλικές φυλακές των Αθηνών είναι η Λειτουργία της 15ης Αυγούστου 1943. …Ήθελαν οι φυλακισμένοι να δείξουν με κάποιον τρόπο, ότι δεν ξεχνούσαν πως εδώ και τρία χρόνια οι σημερινοί των δεσμοφύλακες είχαν διαπράξει το αξέχαστο εκείνο έγκλημα της “Έλλης”. Εσκέφθησαν αρκετά και ευρήκαν ένα αληθινά χαριτωμένο τρόπο. Ο λόγος που υπενθύμιζε τον αισχρό τορπιλισμό του Ελληνικού καταδρομικού μπροστά από τον πανηγυρίζοντα Ναό της Ευαγγελιστρίας της Τήνου, εγγράφηκε με ψιλά-ψιλά γράμματα… και ο ιερωμένος, ωραία μορφή Έλληνος αγωνιστού της ελευθερίας, εδέχθηκε πρόθυμα και με ευχαρίστηση μάλιστα να “ψάλη” τον έντονο αυτό αντιϊταλικό λόγο, σαν μια συνέχεια του Ευαγγελίου της ημέρας. Έτσι όλοι οι φυλακισμένοι άκουσαν με βαθεία συγκίνηση την υπόμνηση του μεγάλου Ιταλικού εγκλήματος να ψέλνεται από τον παπά, ενώ οι Ιταλοί δεσμοφύλακες παρακολουθούσαν, χωρίς να καταλάβουν τίποτε.




»Ίσως να ήταν οι φυλακές αυτές το μόνο μέρος της υπόδουλης Ελλάδος, όπου κάτω από την απειλή των στημένων στις σκοπιές Ιταλικών πολυβόλων, ετιμήθη η επέτειος της ανάνδρου Ιταλικής επιθέσεως.




»Οι φυλακισμένοι παπάδες, ηγούμενοι, καλογήροι, φυσικοί παραστάται των βασανισμένων και των μελλοθανάτων, έπαιρναν τις στιγμές εκείνες τον χαρακτήρα και την σημασία, που είχαν οι μαθηταί των Αποστόλων του Ναζωραίου στους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού, τους αιώνες των κατακομβών και των διώξεων…»[5]




Η διακονία στις Φυλακές


Όμως «τὴν δυσμενῆ διὰ τὴν ἀνθρωπίνην ἐλευθερίαν ἀντίληψιν, τὴν ὁποίαν προξενεῖ πᾶσα φυλακή», γλύκαινε όχι μόνο η παρουσία των Ιερέων αλλά και των γυναικών Μοναχών, από την Ιερά Μονή Αγίου Ιεροθέου Μεγάρων, που διακονούσαν τις κρατούμενες γυναίκες και τα παιδιά τους στις γυναικείες φυλακές της Εμπειρικείου Σχολής.[6]




Η μαρτυρική θυσία του παπαδάσκαλου Δημητρίου Βαστάκη


Ο π. Δημήτριος ήταν Εφημέριος και Δημοδιδάσκαλος του Μεγάλου Χωριού Ευρυτανίας. Με την κήρυξη του πολέμου του ανατίθεται η Διεύθυνση του Ταχυδρομικού γραφείου σε αντικατάσταση του στρατευθέντος τηλεγραφητού. Γίνεται μέλος της μυστικής αντιστασιακής ομάδος ΒΥΡΩΝΕΣ. Οι ΒΥΡΩΝΕΣ ήταν μονάδα μυστικού πολέμου με τα κρυπτογραφικά στοιχεία Ν.Ν. 707 του Συμμαχικού Στρατηγείου Μέσης Ανατολής, εξαρτώμενη από την Βρετανική Υπηρεσία «Αντβάνς Φόορς 133».[7] Περιέθαλπε Βρετανούς στρατιώτες[8] και ήταν εφοδιασμένος με ασύρματο, στον οποίο τον εκπαίδευσε Υπολοχαγός με το ψευδώνυμο Γιάννης Γρυπάρης.[9] Κάθε Σάββατο, σε απογευματινή ώρα, άκουγε την ελληνική ραδιοφωνική εκπομπή του B.B.C. του Λονδίνου, για να μεταφέρει τα νέα στους άλλους Έλληνες. Στις 18 Δεκεμβρίου 1942, ο Ιταλικός στρατός Κατοχής πήγε στο Μεγάλο Χωριό. Ο ηρωικός Ιερεύς μετείχε στην Επιτροπή υποδοχής προς διάσωση του χωριού. Τον συνέλαβαν, με άλλους δώδεκα ενορίτες του, και τον βασάνισαν, για επτά ημέρες, απάνθρωπα. Εκείνος, κυλισμένος από τα βασανιστήρια στη γη, έκανε το σημείο του Σταυρού. Τον άφησαν γυμνό, χωρίς ράσο. Το πρόσωπό του παραμορφωμένο, χωρίς γένια και καταματωμένο. Τον έκαψαν ζωντανό στις 24 Δεκεμβρίου 1942.[10]




Το μαρτύριο του Ιερέως Αθανασίου Τόσκα


Ο μαρτυρικός Κληρικός ήταν Εφημέριος του χωριού Κυδωνιές Γρεβενών. Στις 7 Ιουλίου 1944, ενώ οι κάτοικοι του χωρίου του έφευγαν στα βουνά, για να σωθούν από την καταστροφική επιδρομή των Γερμανοβουλγάρων, ο π. Αθανάσιος παρέμεινε, ελπίζοντας ότι η παρουσία του θα απέτρεπε την πυρπόληση του χωριού. Όμως οι επιδρομείς όχι μόνο πυρπόλησαν το χωριό, αλλά και τον οδήγησαν δέσμιο έξω από το χωριό, στην θέση «Παληοχέρωνα», τον κατακρεούργησαν. Το σώμα του βρέθηκε μετά από λίγες ημέρες. Τα χέρια και τα ώτα είχαν αποκοπεί. Η γενειάδα είχε ξεριζωθεί. Στο στήθος και στα νώτα έφερε πολλά χτυπήματα με μαχαίρι.[11]




Στην μάχη του Νικολίτσε – 15 Νοεμβρίου 1940


Σύμφωνα με την μαρτυρία του Συνταγματάρχου Πεζικού Βασιλείου Παναγιωτόπουλου, Διοικητού του 68ου Συντάγματος Πεζικού, ο έφεδρος Ανθυπολοχαγός Ιερεύς Λαδάς Γεώργιος, Εφημέριος του Ναού των Εισοδίων της Θεοτόκου Καρβελίων Μεσσηνίας, υπηρέτησε στο Σύνταγμα (ζώνη πρόσω) από την έναρξη των επιχειρήσεων μέχρι το τέλος. Του απενεμήθη το μετάλλιο Νίκης, διότι «παρέσχεν» συνεχώς παράδειγμα ευψυχίας και φιλοπατρίας εμψυχώνοντας τους άνδρες. Κατά την μάχην «Νικολίτσε», στις 15 Νοεμβρίου 1940μ έσπευσε με δική του πρωτοβουλία, διαρκούντος του αγώνος, στο 3ο Τάγμα και ανήλθε μετά του Υποδιοικητού και των πρώτων κλιμακίων του Τάγματος στην κορυφή 1827 του Μοράβα διανυκτερεύσας εκεί, υπό το εχθρικό πυρ και εμπνέων με το παράδειγμά του την καρτερία, την αυτοθυσία και την αφοσίωση προς την Πατρίδα.[12]




Συλλογικό, Μνήμες και μαρτυρίες από το ’40 και την Κατοχή: η προσφορά της Εκκλησίας το 1940-1944, Κλάδος Εκδόσεων Επικοινωνιακής και Μορφωτικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα, 2000

Ἡ φιλανθρωπικὴ δράση καὶ προσφορὰ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Δαμασκηνοῦ κατὰ τὴν περίοδο τῆς Κατοχῆς

 Ζοῦμε σὲ μία ἐποχὴ ποὺ κυρίως ὁ κάλπικος προοδευτισμός, ἐπιθυμεῖ μὲ τὴν μονοκονδυλιὰ τῆς ἀφισβητήσεως, νὰ σβήσῃ τοῦς πόνους, τοῦς κόπους, τὶς θλίψεις καὶ τὴν θυσιαστικὴ προσφορὰ κάποιων ἀνθρώπων τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ ὁλοκλήρου τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, σὲ ἰδιαίτερα δύσκολες στιγμὲς γιὰ τὸ Ἔθνος, ἐξυπηρετῶντας ἀλλότριες σκοπιμότητες.




Ὡς ἀντίδοτο αὐτῶν τῶν σκοπιμοτήτων, προβάλλονται οἱ Ἐθνικὲς Ἐπέτειοι ἀποτελῶντας μία πρώτης τάξεως εὐκαιρία ξεφυλλίσματος τῶν ἱστορικῶν σελίδων τοῦ Ἔθνους μας, καὶ ψηλαφίσεως τῶν ἱστορικῶν προσωπικοτήτων οἱ ὁποῖες ἀνταποκρινόμενες στὶς πρωτόγνωρες ἱστορικὲς ἀπαιτήσεις τῆς περιόδου ἐκείνης, ἄφησαν ἀνεξίτηλη τὴν ὑπογραφὴ τους στὴν ἱστορικὴ ἐξέλιξη τῆς πορείας τῆς πατρίδος μας. Μία τέτοια προσωπικότητα ἀποτελεῖ καὶ ὁ μακαριστὸς Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος Δαμασκηνὸς (Παπανδρέου), ὁ ὁποῖος κατὰ τὴ περίοδο τῆς Γερμανικῆς Κατοχῆς ἐπέδειξε πρωτοφανὴ φιλανθρωπικὴ δράση, ἡ ὁποῖα ἀποκτᾶ πολλὴ μεγαλύτερη ἀξία ἄν ἀναλογιστεῖ κανεὶς τὶς δυσμενέστατες ἐκείνες συνθῆκες.




Ἀμέσως μετὰ τὴν ἀνάληψη τῶν καθηκόντων του στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο τὸ 1941, ὁ Δαμασκηνὸς ἔθεσε ὡς στόχο τὴν οὐσιαστικὴ βελτίωση τῶν δυσχερῶν συνθηκῶν ποὺ βίωνε ὁ ἑλληνικὸς λαός. Ἤξερε ὅτι μὲ λιγοστὲς δυνάμεις καὶ φτωχικοὺς πόρους ἔπρεπε νὰ προσφέρῃ μεγάλο ἔργο. Ἡ δυσκολία δὲν τὸν τρόμαξε, οὔτε τὸν πτόησε, τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο θὰ τολμούσαμε νὰ ἱσχυριστοῦμε.




Ὁ προκάτοχος τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Δαμασκηνοῦ, Χρύσανθος, εἶχε ἐπιτελέσει ἕνα ἐξαίρετο ἔργο στον τομέα τῆς κοινωνικῆς προνοίας, τὸν βασικὸ σκελετὸ τοῦ ὁποίου χρησιμοποίησε καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Δαμασκηνὸς γιὰ νὰ στελεχώσῃ τὶς νέες ὑπηρεσίες. Λίγες μόλις μέρες μετὰ τὴν κήρυξη τοῦ ἑλληνοϊταλικοῦ πολέμου ὁ Χρύσανθος, ἵδρυσε στὴν Ἀρχιεπισκοπὴ τὴν Ὑπηρεσία Προνοίας Στρατευομένων, με σκοπό νὰ συνδράμῃ τὶς οἰκογένειές τους. Σύμφωνα μὲ τὰ ἐπίσημα στοιχεῖα, 51.235 οἰκογένειες ἀπόρων στρατιωτῶν βοηθήθηκαν στὸ διάστημα Νοεμβρίου 1940 – Μαϊου 1941, από 173 ἐνοριακὰ κέντρα. Ἡ Ὑπηρεσία Προνοίας Στρατευομένων, εἶχε ὡς ἀντικείμενο τὴ διανομὴ βοηθημάτων, τὴν περίθαλψη ἀσθενῶν, τὴν ἀποστολὴ μαλλίνων καλτσῶν καὶ γαντιῶν στὸ μέτωπο καὶ πλῆθος ἄλλων κοινωνικῶν ὑπηρεσιῶν, ἐνῶ μετὰ τὴν κατάρρευση τοῦ Μετώπου, ἡ ὑπηρεσία διευκόλυνε τὸν ἐπαναπατρισμὸ τῶν ἀποστρατευθέντων.




Τὴν ὑπηρεσία αὐτὴ διαδέχθηκαν ἐν μέρει ἡ Ὑπηρεσία Προστασίας Κρατουμένων καὶ ἡ Ὑπηρεσία Προστασίας Ἀπορφανισθεισῶν Οἰκογενειῶν, μὲ τὴ συμμετοχὴ ἐπιφανῶν κυριῶν τῆς ἀθηναϊκῆς κοινωνίας μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὴν κ. Ἰωάννα Τσάτσου καὶ ἄλλα δραστήρια στελέχη ποὺ ἐργάσθηκαν ἐθελοντικὰ καὶ μὲ ζῆλο, ἀνάμεσὰ τους καὶ ὁ ἀρχιμανδρίτης τότε Ἱερώνυμος Κοτσώνης, μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν.




Μὲ πυρήνα αὐτὲς τὶς δύο ὑπηρεσίες συγκροτήθηκε παράλληλα καὶ ὁ Ἐθνικὸς Ὀργανισμὸς Χριστιανικῆς Ἀλληλεγγύης (ΕΟΧΑ), ὁ ὁποῖος λειτούργησε μὲ μεγάλη ἐπιτυχία καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς Κατοχῆς. Ὁ ΕΟΧΑ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῶν Ἀθηνῶν, εἶχε ἱδρύσει παραρτήματα στὸν Πειραιᾶ, μὲ Πρόεδρο τὸν Ἀρχιεπίσκοπο, καθῶς ἐπίσης καὶ στὶς ἔδρες τῶν κατὰ τόπους Μητροπόλεων, μὲ Πρόεδρο τὸν οἰκεῖο Μητροπολίτη. Πέρα ἀπὸ τὸν γιγαντιαῖο μηχανισμὸ ποὺ ἀπαιτήθηκε γιὰ τὴν στελέχωση καὶ τὴν διοίκησή του, ὁ ΕΟΧΑ σήκωσε ὅλο τὸ βάρος τῆς κοινωνικῆς συνδρομῆς κατὰ τὴν Κατοχικὴ περίοδο. Ἀπὸ πλευρᾶς τοῦ Κράτους, ὑπῆρχε ὅλη ἡ καλὴ θέληση γιὰ βοήθεια, ὅμως οἱ πόροι του ἦταν ἀδύναμοι. Ὡς πρὸς τὸν ἐφοδιασμό, βασικὸς ἁρωγός στάθηκε ὁ Διεθνῆς Ἐρυθρὸς Σταυρός. Μὲ πόρους λοιπὸν ποὺ προέρχονταν ἀπὸ τὸν κρατικὸ προϋπολογισμό, ἀπὸ διαφόρους ἐράνους, καθῶς καὶ ἀπὸ βοήθεια σὲ εἴδη τοῦ Διεθνοῦς Ἐρυθροῦ Σταυροῦ, ἐπιτελέστηκε ἕνα ἔργο ἐκπληκτικό, ἀνακουφίζοντας ὅσους πόνεσαν, πείνασαν καὶ δυστύχησαν χωρίς πάντα οἱ συνθῆκες νὰ εἶναι οἱ καλύτερες.




“Σύμφωνα μὲ ἐπίσημα στοιχεῖα τοῦ ΕΟΧΑ, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Κατοχικῆς περιόδου:




διανεμήθηκαν 35.955.195 μερίδες φαγητό.


Βοηθήθηκαν 85.587 οἰκογένειες.


Λειτούργησαν 11 στέγες ὀρφανῶν ποὺ παρεῖχαν στέγη, τροφή, θαλπωρή καὶ ρουχισμό σὲ ὀρφανὰ παιδιὰ ἀπὸ 3 μηνῶν μέχρι 12 χρόνων.


Σιτίστηκαν ἡμερησίως 1.437 φοιτητὲς καταγόμενοι ἀπὸ Μακεδονία, Θράκη, Κρήτη, Αἴγυπτο καὶ Κωνσταντινούπολη, καὶ εἶχαν ἀποκλειστεῖ στὴν Ἀθήνα.


Δόθηκε ἐργασία σὲ 66.280 ἄπορες γυναῖκες γιὰ ραφὴ καὶ πλέξιμο ρούχων.


Σὲ κάθε ἐνοριακὸ παράρτημα τοῦ ΕΟΧΑ, συγκροτήθηκαν ἰατρεῖα γιὰ τὴν περίθαλψη ἀπόρων ἀσθενῶν.


Παρασχέθηκε φαρμακευτικὴ περίθαλψη ἀπὸ τὴν φαρμακαποθήκη τοῦ ΕΟΧΑ καὶ ἔγιναν συνολικὰ 15.945 παρακλινικὲς ἐξετάσεις καὶ ἀκτινογραφίες.


Στὸ μέγαρο τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς, ἐξοπλίστηκε καὶ λειτούργησε πολυιατρεῖο γιὰ τὴν ἄμεση περίθαλψη τῶν ἀσθενῶν, παρέχοντας ὐπηρεσίες ὄλων τῶν κλάδων τῆς ἰατρικῆς.


Προσφέρθηκε γυναικολογικὴ περίθαλψη σὲ 36.022 γυναῖκες, ἐκ τῶν ὁποίων οἱ 29.505 ἦταν ἐπίτοκες. Παράλληλα μὲ ἔξοδα τοῦ ΕΟΧΑ, ἔγιναν 4.480 τοκετοὶ ἄπόρων γυναικῶν κατ’ οἴκον, καὶ 1.568 σὲ μαιευτήρια.


Τὴν περίοδο αὐτὴ τὸ γάλα ὑπῆρξε ἔνα ἐξαιρετικὰ δυσεύρετο ἀγαθό. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ συγκροτήθηκαν Κέντρα Γάλακτος, ποὺ παρεῖχαν γάλα στὰ βρέφη. Στὸν τομέα αὐτὸ συνεργάστηκε μὲ τὸν ΕΟΧΑ ὁ Ἑλβετικὸς Ἐρυθρός Σταυρός, μὲ ἀπολογισμὸ τὸν ἐντυπωσιακὸ ἀριθμὸ τῶν 6.773.845 μερίδων γάλακτος.


Παρασχέθηκε σὲ 3.068 ἐξαιρετικὰ ἄπορες οἰκογένειες χρηματικὴ ἐνίσχυση.”


(Χρ. Χρηστίδη ΕΟΧΑ Ἀθηνῶν-Πειραιῶς, Ἔκθεσις τῆς Διευθύνσεως ἐπὶ τῶν πεπραγμένων τῆς τριετίας Ἰανουάριος 1942 – Σεπτέμβριος 1944, Πειραιεῦς 1944).




Ἀπὸ τὰ στοιχεῖα αὐτὰ προκύπτει τὸ συμπέρασμα ὅτι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, πάλευε καθημερινὰ γιὰ τὴν ἐξασφάλιση τῶν ἀπαραιτήτων ἐφοδίων γιὰ τὸν ΕΟΧΑ, ἔργο ὁμολογουμένως δυσβάσταχτο καὶ εὐθυνοφόρο, αφοῦ ἄν αποτύγχανε ὁ λιμὸς θἀ ἦταν ἀκόμα ἰσχυρότερος στὴ πρωτεύουσα.




“Κρεῖττον τοῦ λαλεῖν, τὸ σιγᾶν”! Ἤδη οἱ προαναφερθέντες ἀριθμοί, θὰ πείσουν καὶ τὸν πλέον δύσπιστο ἀναγνώστη γιὰ δύο κυρίως καταστάσεις. Πρῶτον γιὰ την τραγικὴ κατάσταση πού εἴχε περιέλθει τὸ Ἔθνος μας μὲ τὴν πείνα νὰ ἔχει γίνει ὁ σκληρότερος ἐσωτερικὸς ἐχθρὸς, σκληρότερος ἀκόμα καὶ ἀπὸ τοὺς κατακτητὲς, καὶ δεύτερον γιὰ τὴν εὐαισθησία τοῦ γιγαντόσωμου Ἀρχιεπισκόπου Δαμασκηνοῦ ὁ ὁποῖος σήκωσε στοὺς ὥμους του τὸ βαρὺ φορτίο τῆς ἀνακούφισης τοῦ λαοῦ. Ταυτόχρονα θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθῇ ἡ παροῦσα ἔκθεση ὡς μία ἀπάντηση σὲ ὅποιον θέτει τὸ ἐρώτημα “τί ἔκανε ἡ Ἐκκλησίατὸ 1940;” Οἱ ἀριθμοὶ καὶ τὰ στοιχεῖα ἀποδεικνύουν τὶ ἐκαμε!!!




Τοῦ ἀειδήμου Ἀρχιεπισκόπου Δαμασκηνοῦ εἴη αἰωνία ἡ μνήμη, καὶ ἡ εύχὴ του νὰ σκέπῃ τὸ Ἔθνος μας!




+ Ἀρχιμ. Νεόφυτος Δοντᾶς