Τρίτη 31 Μαΐου 2022

Τα λόγια είναι εύκολα αλλά άχρηστα όταν βρίσκεσαι μπροστά σε μυστήρια.

 Πολλοί πιστεύουν και θρησκεύουν συνειδητά και σ' αυτό συντελεί φυσικά και η δοκιμασία τους. Άνθρωποι που πονούν και ταλαιπωρούνται για χρόνια δηλώνουν ότι κατάφεραν να ανακαλύψουν τον βαθύτερο εαυτό τους καθώς και το πρόσωπο του Χριστού.

 Εκεί που δημιουργούνται εύλογα ερωτήματα όμως είναι με τη διανοητική καθυστέρηση. Ίσως φανεί παράδοξο αλλά πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους αναπτύσσουν βαθιά θρησκευτικότητα. Φαίνεται διότι εμπιστεύονται το Θεό σαν παιδιά, δεν παρεμβάλλουν τις διανοητικές επιφυλάξεις και τις νευρώσεις που αναπτύσσουμε εμείς οι υγιείς.

 Το ίδιο και με την ηθική: είχε γραφτεί ότι κατά τους ειδικούς ολυμπιακούς αγώνες ένας αθλητής σταμάτησε και σήκωσε έναν συναθλητή του που είχε πέσει. Γι' αυτόν δεν λειτουργούσαν δύο ηθικές στάσεις, μια στην καθημερινή ζωή και μία για την ώρα του ανταγωνισμού.


  Κάποτε λειτουργούσα σε μία πόλη για πρώτη φορά αναπληρώνοντας τον εφημέριο και ένας ενήλικος με σύνδρομο Ντάουν στεκόταν κοντά μου στο ιερό. Μου έκανε εντύπωση ότι και στο «Πιστεύω» και στο «Πάτερ ημών» πλησίασε στην Αγία Τράπεζα και απήγγειλε (ή τουλάχιστον προσπαθούσε) και αυτός, με έκδηλη αφοσίωση στο πρόσωπό του. Κατόπιν επανερχόταν στη θέση του. Αισθάνθηκα πως έτσι δήλωνε με τις δικές του δυνάμεις ότι αποτελούσε μέλος του σώματος του Χριστού.


Τα λόγια είναι εύκολα αλλά άχρηστα όταν βρίσκεσαι μπροστά σε μυστήρια. Πράγματι ο Θεός φαίνεται ανίσχυρος μπροστά στις ατέλειες της ανθρώπινης φύσης. Δεν πρόκειται όμως για αληθινή αδυναμία αλλά για μυστηριώδη συστολή της δυνάμεως Του κατά το πρότυπο του Χριστού. Αδύναμος φάνηκε ο Θεός Πατέρας όταν δεν προφύλαξε τον Υιό Του από ατιμωτικό θάνατο. Αδύναμος φάνηκε κατά τα ανθρώπινα φάνηκε και ο Υιός την ώρα εκείνη. Και η τελική έκβαση είναι να εμφανίζεται «γεμάτος από μώλωπες και εν τούτοις πανίσχυρος».


Τα ερωτήματα αυτά θα απαντηθούν στη Βασιλεία του Θεού, όπου ποιος ξέρει πως θα μας εμφανιστούν τα άτομα με ειδικές ανάγκες! Το μόνο που καλούμαστε να κάνουμε εμείς εν το μεταξύ είναι να σηκώνουμε λίγο βάρος, όσο μπορούμε, από τον Σταυρό του Χριστού. Ανακουφίζοντας αυτούς ανακουφίζουμε τον Ίδιο.


π. Βασίλειος Θερμός

Διαδρομές αγάπης και γνώσης

εκδόσεις Αρχονταρίκι

Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΑΝΤΑΜΕΙΒΕΤΑΙ ΚΑΙ Σ' ΕΤΟΥΤΗ ΤΗΝ ΖΩΗ"

 Αγ. Παϊσίου Αγιορείτου


Έχω δει ψυχές που αδικήθηκαν, αλλά υπέμειναν την αδικία με καλούς λογισμούς και τους έλουσε η Χάρις σ' αυτήν την ζωη. Πριν από πολλά χρόνια με είχε επισκεφθή ένας ευλαβής Χριστιανός, απλός και καλοκάγαθος, και με παρακάλεσε να ευχηθώ να φωτίση ο Χριστός τα παιδιά του, όταν ενηλικιωθούν, να μην γογγύσουν κατά των συγγενών για την μεγάλη αδικία που τους είχαν κάνει, και μου διηγήθηκε την υπόθεση. Όπως είδα, ο άνθρωπος αυτός ήταν πραγματικά άνθρωπος του Θεού. Ήταν ο μεγαλύτερος αδερφός από πέντε παιδιά της οικογενείας του και μετά τον αιφνίδιο θάνατο του πατέρα τους συμπαραστάθηκε σαν καλός πατέρας στα αδέρφια. Εργάσθηκε σκληρά, απέκτησε και άλλη περιουσία, κτήματα κ.λπ. και αποκατέστησε τις δυό αδερφές τους. Παντρεύτηκαν και τα μικρότερα αδέρφια του, πήραν όλα τα καλά κτήματα, ελαιώνες κ.λπ. Και σ' αυτόν άφησαν τα άχρηστα, τα άγονα, κάτι αμμουδιές. Στο τέλος παντρεύτηκε και αυτός και απέκτησε τρία παιδάκια. Ήταν ηλικιωμένος φυσικά και σκεφτόταν τα παιδιά του, όταν μεγαλώσουν, μήπως καταλάβουν την αδικία και γογγύσουν. Μου έλεγε: «Εγώ δεν στενοχωριέμαι για την αδικία, γιατί διαβάζω το Ψαλτήρι. Ένα Κάθισμα το απόγευμα και δυό Καθίσματα πριν ξημερώση. Σχεδόν το έμαθα απ' έξω το Ψαλτήρι. Κανένας Ψαλμός δεν λέει ότι οι άδικοι έκαναν προκοπή. Ενώ τους δικαίους τους σκέφτεται ο Θεός. Εγώ, Πάτερ μου, δεν λυπάμαι τα κτήματα που έχασα, αλλά λυπάμαι τα... αδέρφια μου που χάνουν την ψυχή τους.» Έφυγε μετά ο ευλογημένος αυτός άνθρωπος και με ξαναεπισκέφθηκε μετά από δέκα χρόνια περίπου, πολύ χαρούμενος, και με ρωτάει: «Με θυμάσαι, Πάτερ, με θυμάσαι;». «Ναι», του είπα και τον ρώτησα πως περνάει. «Έγινα πλούσιος τώρα», μου απάντησε. «Και πως έγινες πλούσιος αδερφέ;». «Να, εκείνα τα άχρηστα χωράφια, οι αμμουδιές, πήραν μεγάλη αξία, γιατί ήταν παραθαλάσσια. Αυτήν την φορά ήρθα να μου πης τι να τα κάνω τα πολλά χρήματα που έχω». «Να εξασφαλίσης τα παιδιά σου με ένα σπιτάκι και να κρατήσης μερικά χρήματα και για τις σπουδές τους, μέχρι να τακτοποιηθούν». «Έχω και για τα παιδιά μου, μου λέει, αλλά πάλι είναι πολλά». «Δώσε στους φτωχούς συγγενείς σου πρώτα και μετά σε άλλους φτωχούς». «Έδωσα, Πάτερ, αλλά πάλι είναι πολλά». «Δώσε, για να φτιάξουν τον Ναό του χωριού σου και τα εξωκκλήσια». «Έδωσα, αλλά πάλι είναι πολλά». Τότε του λέω: «Θα εύχωμαι να σε φωτίζη ο Χριστός, για να κάνης καλωσύνες εκεί που υπάρχει μεγαλύτερη αναγκη». Μετά τον ρώτησα: «Τι κάνουν τα αδέρφια σου; που βρίσκονται;». Ξέσπασε σε κλάμα και με λυγμούς μου απάντησε: «Δεν ξέρω, Πάτερ μου, χάθηκαν και τα ίχνη τους. Είχαν πουλήσει τα κτήματα από το χωριό, ελαιώνες και χωράφια, και τώρα δεν ξέρω που βρίσκονται. Είχαν πάει πρώτα στην Γερμανία, μετά στην Αυστραλία και τώρα δεν ακούγονται». Μετανόησα που τον ρώτησα για τα αδέρφια του, γιατί δεν ήξερα πως θα λυπηθή τόσο πολύ. Τον παρηγόρησα μετά και έφυγε ειρηνικός. Του είπα να ευχηθούμε και οι δυό να μάθουμε και γι' αυτούς χαρούμενες ειδήσεις. Θυμήθηκα μετά τον Ψαλμό που λέει: «Είδον τον ασεβή υπερυψούμενον και επαιρόμενον ως τας κέδρους του Λιβάνου. Και παρήλθον και ιδού ουκ ην και εζήτησα αυτόν και ουχ ευρέθη ο τόπος αυτού». Αυτό ακριβώς συνέβη με τα ταλαίπωρα αδέρφια του. Χειρότερο πράγμα από την αδικία δεν υπάρχει. Οτιδήποτε κάνετε, κοιτάξτε νάχετε την ευλογία του Θεού.

Άγιος Κρήσκης ο Μάρτυρας

 Ο Άγιος Μάρτυς Κρήσκης καταγόταν από την πόλη Σάρραρι της Σαρδηνίας και μαρτύρησε το 130 μ.Χ., κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Αδριανού (117-138 μ.Χ.).

Άγιος Πασχάσιος

 Ο Άγιος Πασχάσιος έζησε τον 5ο και 6ο αιώνα μ.Χ. και ήταν διάκονος της Εκκλησίας της Ρώμης. Συνέγραψε πολλά θεολογικά έργα, τα οποία όμως δεν διασώθηκαν. Κοιμήθηκε με ειρήνη το 512 μ.Χ. και αναφέρεται από τον Άγιο Γρηγόριο τον Διάλογο, Επίσκοπο Ρώμης

Άγιος Ιερόθεος ο Νέος ο Ιερομάρτυρας

 Ο Άγιος Ιερομάρτυς Ιερόθεος ο Νέος, Επίσκοπος Νικόλσκ, γεννήθηκε περί το 1891 μ.Χ. Έφθασε, ως Επίσκοπος, στο Νικόλσκ την Κυριακή των Βαΐων του 1923 μ.Χ. Εκεί διακόνησε την Εκκλησία με ένθεο ζήλο και αυταπάρνηση. Το 1927 μ.Χ. μετετέθη στην Επισκοπή Βελίκυ Ούστιουνγκ, κοντά στην περιοχή Βολογκντά. Αυτή την περίοδο αρνήθηκε να υπογράψει δήλωση του Μητροπολίτου Σεργίου περί υποταγής της Εκκλησίας στην κρατική εξουσία. Για τον λόγο αυτό οι άνδρες της μυστικής ασφαλείας, κατά την περίοδο του Σοβιετικού καθεστώτος, τον κάλεσαν για ανάκριση αρκετές φορές. Τελικά τον συνέλαβαν, ενώ είχε πάει να λειτουργήσει σε κωμόπολη της επαρχίας του. Οι άνθρωποι έκλαιγαν και φώναζαν, γιατί ένιωθαν ότι έχαναν τον πνευματικό τους πατέρα. Τό ατμόπλοιο έφθασε σύντομα στην πόλη Ούστγιουγκ. Επειδή ήταν ασθενής, τον οδήγησαν στο νοσοκομείο. Εκεί ο Άγιος Ιερόθεος κοιμήθηκε οσίως το 1928 μ.Χ. Αλλά η μνήμη του δεν εξαφανίσθηκε. Έγινε το αλάτι της ευσέβειας και ελπίδας του Ρωσικού λαού.

Άγιος Φιλόσοφος ο Ιερομάρτυρας και οι συν αυτώ Βόρις και Νικόλαος οι Μάρτυρες

 Ο Άγιος Ιερομάρτυς Φιλόσοφος (Νικολάγιεβιτς Ορνάτσκιυ) έζησε το 19ο και 20ο αιώνα μ.Χ. Το 1885 μ.Χ. τελείωσε τη θεολογική ακαδημία της Αγίας Πετρουπόλεως και νυμφεύθηκε την Ελένη Ζαοζέρκοϋ. Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και εργάσθηκε ποιμαντικά αναπτύσσοντας ένα τεράστιο φιλανθρωπικό και ιεραποστολικό έργο. Συνδέθηκε πνευματικά με τον Πατριάρχη Τύχωνα και κατά την διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου στάθηκε στο πλευρό των τραυματισμένων στρατιωτών και των οικογενειών τους. Ο υιός του Νικόλαος υπηρετούσε με ανώτερο βαθμό στο 9ο τάγμα του Ρωσικού και ο υιός του Boris είχε διορισθεί ως αρχηγός της 23ης ταξιαρχίας πυροβολικού και πολέμησε ηρωικά στο αυστρο-ουγγρικό μέτωπο.


Μετά την επανάσταση του 1917 μ.Χ., ο Άγιος Ιερομάρτυς Φιλόσοφος συνελήφθη, στις 9 Αυγούστου 1918 μ.Χ., μαζί με τους υιούς του από άνδρες της κρατικής ασφάλειας, που τους μετέφεραν στις φυλακές της Κροστάνδης. Εκτελέσθηκαν διά τουφεκισμού, δίδοντας έτσι τη μαρτυρία της πίστεώς τους στον Κύριο και Θεό μας.

Αγία Πετρονίλα

 Η Αγία Μάρτυς Πετρονίλα έζησε τον 1ο ή 3ο αιώνα μ.Χ. Στο κοιμητήριο της Δομιτίλλης, στη Ρώμη, υπάρχει μία νωπογραφία, η οποία χρονολογείται από τον 4ο αιώνα μ.Χ., και στην οποία απεικονίζεται το μαρτύριο της Αγίας Πετρονίλης.


Η Αγία καταγόταν από ευγενή οικογένεια, ήταν Χριστιανή και αρνήθηκε να νυμφευθεί έναν ευγενή, ονομαζόμενο Φλάσσο, επειδή ήθελε να αφιερωθεί στο Νυμφίο της Χριστό. Για τον λόγο αυτό συνελήφθη και τελειώθηκε μαρτυρικά.


Η παράδοση θεωρεί, λόγω του ονόματός της, ότι ήταν θυγατέρα του Αποστόλου Πέτρου ή αφοσιωμένη μαθήτρια του Αποστόλου, που τον βοηθούσε στο έργο του. Όμως η παράδοση αυτή αναφέρεται σε διάφορα βιβλία των Γνωστικών του 6ου αιώνος μ.Χ. και οι περισσότεροι μελετητές - αγιολόγοι δεν αποδέχονται την άποψη αυτή.

Άγιος Μάγος

 Ο Άγιος αυτός Μάρτυς, του οποίου το όνομα δεν γνωρίζουμε, ήταν αυτός, που έδωσε διάφορα δηλητήρια στον Άγιο Ερμεία (31 Μαΐου), αλλά ο Άγιος τον έκανε με τη θεία χάρη να πιστέψει στον Χριστό και στη συνέχεια αποκεφαλίστηκε μαζί μ' αυτόν, αφού ομολόγησε την πίστη του.

Άγιος Ευστάθιος Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης

 Ο Άγιος Ευστάθιος είναι άγνωστος στους Συναξαριστές και τα Μηναία. Η μνήμη του αναφέρεται στο Κώδικα 426 του Αγιοταφικού Μετοχίου (βλέπε Γεδεών, Βυζαντινόν Εορτολόγιο, σελ. 109). Κατ' αυτό, ο Άγιος ήταν πρωτοπρεσβύτερος του παλατιού και ανήλθε στον πατριαρχικό θρόνο το 1019 μ.Χ. και διαδέχθηκε τον θανόντα Πατριάρχη Σέργιο Β' (999 - 1019 μ.Χ.). Αφού ποίμανε την Εκκλησία θεοφιλώς, κοιμήθηκε με ειρήνη, το Νοέμβριο ή Δεκέμβριο του 1025 μ.Χ.

Άγιοι Ευσέβιος και Χαράλαμπος

 Οι Άγιοι Μάρτυρες Ευσέβιος και Χαράλαμπος κατάγονταν από τη Νικομήδεια και είναι άγνωστο πότε μαρτύρησαν. Επειδή ήταν Χριστιανοί συνελήφθησαν και, αρνούμενοι να θυσιάσουν στα είδωλα, υπέστησαν μαζί με τους Αγίους Μάρτυρες Ρωμανό, Τελέτιο ή Μελέτιο και Χριστίνα (τιμούνται 30 Μαΐου), τον επί της πυράς μαρτυρικό θάνατο.


Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιος Ερμείας

 Ο Άγιος Μάρτυς Ερμείας, ζούσε στα Κόμανα της Καππαδοκίας την εποχή του αυτοκράτορα των Ρωμαίων Αντωνίνου Πίου. Είχε από νεαρή ηλικία ενταχθεί στα στρατεύματα του Καίσαρα και γρήγορα ξεχώρισε για την γενναιότητα, την ανδρεία και το αγωνιστικό του φρόνημα, τα οποία αντλούσε από την πίστη του στον Ιησού Χριστό.


Την περίοδο της βασιλείας του Μάρκου Αυρήλιου (138 - 161 μ.Χ.) ξέσπασε μεγάλος διωγμός κατά των χριστιανών, μεταξύ δε των πρώτων που συνέλαβαν, ήταν και ο Ερμείας, αγνοώντας και τις μεγάλες του υπηρεσίες στην πατρίδα αλλά και τα σεβάσμια γηρατειά του. Οδηγήθηκε μπροστά στο Δούκα Σεβαστιανό, ο οποίος τον διέταξε να θυσιάσει τα είδωλα. Ο Άγιος όμως ακλόνητος και ακατάβλητος, αρνήθηκε να προδώσει τον Κύριό του και να θυσιάσει στα μιαρά ειδωλολατρικά ξόανα. Με τη γλυκύτητα δε πού τον διέκρινε, απάντησε στις προτροπές των τυράννων: «Θα ήταν πολύ ανόητο σεβαστέ άρχοντά μου να αφήσω το φως και να προτιμήσω το σκοτάδι, να εγκαταλείψω την αλήθεια και να ασπασθώ το ψέμα, να παραιτηθώ από τη ζωή και να προτιμήσω το θάνατο. Θα ήταν λοιπόν παράλογο στο τέλος της ζωής μου να χάσω αυτά τα πολύτιμα αγαθά».


Τότε εξοργισμένος ο άρχοντας, διέταξε, αφού τον βασανίσουν σκληρά, να τον ρίξουν στην πυρά. Με την επέμβαση όμως και τη χάρη του Θεού, ο Άγιος εξήλθε σώος και αβλαβής από όλα τα φρικτά βασανιστήρια. Τελικά τον αποκεφάλισαν χαρίζοντας του το στέφανο της δόξας το 160 μ.Χ.



Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Χριστῷ στρατευσάμενος, τῷ Βασιλεῖ τοῦ παντός, γενναίως διέκοψας, τὰς παρατάξεις ἐχθρῶν. Ἑρμεία πανένδοξε· σὺ γὰρ ἐγκαρτερήσας, πολυτρόποις αἰκίαις, ἤθλησας ἐν τῷ γήρᾳ, ὡς τοῦ Λόγου ὁπλίτης· ὧ πρέσβευε Ἀθλοφόρε, σώζεσθαι ἅπαντας.


Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ´

Ὁ Μάρτυς σου Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτοῦ, τὸ στέφος ἐκομίσατο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· ἔχων γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλεν ἔθραυσε καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτοῦ ταῖς ἱκεσίαις Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.


Κοντάκιον

Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Τοῦ Χριστοῦ τὸ ὄνομα, ὁμολογήσας εὐτόνως, καὶ σφοδρῶν κολάσεων, ὑπενεγκὼν τὰς ὀδύνας, ᾔσχυνας, τῶν παρανόμων τὰς ἐπινοίας· ἔδειξας, τῆς εὐσεβείας πᾶσι τὸ κράτος· διὰ τοῦτό σε Ἑρμεία, ὁ Ἀθλοθέτης Λόγος ἐδόξασε.


Μεγαλυνάριον

Ὄπλοις ἀληθείας περιφραχθείς, κάθεῖλες τοῦ ψεύδους, Ἀθλοφόρε τὸν εὑρετήν, ἐν γήρᾳ νεάζον, ψυχῆς φρόνημα φέρων, καὶ ἤθλησας νομίμως, Ἑρμεία ἔνδοξε.


Δευτέρα 30 Μαΐου 2022

ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ:ΤΡΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ...

 Φιλία είναι αγάπη υγιούς ψυχής προς ψυχή επίσης υγιή. Η φιλία ως απόρροια υγιούς ψυχής είναι ιερή, αγνή, ακέραιη, πιστή, σταθερή, ειλικρινής, θαρραλέα, αληθινή, αιώνια. Η φιλία είναι αρετή, γιατί θεμελιώνεται στο ήθος και την καλή διαγωγή της ψυχής. Γι' αυτό και μόνο με την αρετή συνάπτεται και αυτής γίνεται εραστής και αυτήν αγκαλιάζει, μένοντας μαζί της πάντοτε.

 Η φιλία σαν αρετή, έλκεται από το όμοιο και αναπαύεται με τις συγγενείς αρετές. Είναι σύνδεσμος δύο όμοιων ψυχών. Είναι πάθος συνετής ψυχής και συνδέει τους φίλους με σφοδρή αγάπη. Συνδέει δε με πόθο τους ανθρώπους που έχουν από τη φύση τους την τάση να διασπώνται.


Η φιλία έχει σταθερό και ασυμβίβαστο ήθος. Είναι η φιλία ένα είδος ηθικής ευχαρίστησης, που κατευχαριστεί την ψυχή. Η φιλία υπομένει τα πάντα, συμπάσχουσα  και συμπαραστεκόμενη.

Ο Αριστοτέλης έχει πει: "Φιλία είναι μία ψυχή που κατοικεί σε δύο σώματα". Η φιλία είναι πιο δυνατή από τη συγγενική αγάπη, διότι η μεν συγγενική αγάπη είναι έργο ανάγκης, η φιλία όμως βασίζεται στη θέληση. Η φιλία υπαγορεύει ευλάβεια προς τα ιερά των φίλων, αγνότητα στη συμπεριφορά, ακεραιότητα στα ήθη, πίστη στον χαρακτήρα, σταθερότητα στις αποφάσεις, ειλικρίνεια στους λόγους, θάρρος στο να ειπωθούν τα ορθά και ωφέλιμα και στο να λέγεται η αλήθεια.

Η φιλία είναι το στήριγμα για την ευτυχία δύο αγαθών ανθρώπων, γιατί μόνο μεταξύ αγαθών ανθρώπων μπορεί να αναπτυχθεί η αληθινή φιλία. Ο Πλάτων λέει: "Φιλία είναι η ομόνοια υπέρ των καλών και των δικαίων. Η θέληση για κοινό τρόπο ζωής, ίδιος τρόπος σκέψης και πράξης, ζωή με αρμονία και καλή διάθεση ώστε να υπάρχει ομόνοια, συνοδοιπορία τόσο στα ευχάριστα, όσο και στα δυσάρεστα".

Τρία είναι τα είδη της φιλίας: αυτή που βασίζεται στην αρετή, αυτή που θεμελιώνεται στο συμφέρον και αυτή που υπάρχει από συνήθεια. Άριστη όμως είναι η χάριν της αρετής φιλία, γιατί τη στερεώνει η αρετή της αγάπης."


“Το Γνώθι Σ’αυτον”

Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως

ΤΑ ΣΤΑΔΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΤΕΛΕΙΩΣΗ!

 Πνευματική ζωή είναι όλα όσα κάνουμε, συνεργαζόμενοι με την χάρη του Θεού, για να πετύχουμε τον σκοπό της ύπαρξής μας που είναι η θέωση.

Η πνευματική ζωή είναι μια δυναμική πορεία. Αρχίζει με το βάπτισμα, που είναι κάθαρση του κατ’ εικόνα, και συνεχίζεται με την ασκητική ζωή για να φθάσει ο άνθρωπος στο καθ’ ομοίωσιν, δηλαδή στην κοινωνία με τον Θεό.

Στην Ορθόδοξη Εκκλησία η πνευματικότητα δεν είναι κάτι το αφηρημένο, ούτε κάτι που συνδέεται με την λογική, το συναίσθημα, την αισθητική, αλλά η ενότητα του Χριστιανού με τον Χριστό και η κοινωνία του με το Άγιον Πνεύμα.

Οπότε, η ορθόδοξη πνευματικότητα είναι συνώνυμη με την ορθόδοξη εκκλησιαστική πνευματική ζωή. Η πνευματικότητα δεν είναι κάτι που παρεμβάλλεται μεταξύ του Χριστιανού και του Θεού, αλλά είναι έκφραση της ενώσεως του ανθρώπου με τον Θεό, δεν είναι κάτι που γίνεται έξω από την Εκκλησία, αλλά η ζωή μέσα στην Εκκλησία.

Ο Απόστολος Παύλος στις επιστολές του κάνει λόγο για πνευματικό, ψυχικό και σαρκικό άνθρωπο. Πνευματικός άνθρωπος είναι εκείνος που έχει κοινωνία με τον Τριαδικό Θεό εν Χριστώ Ιησού, δια του Αγίου Πνεύματος, ψυχικός είναι εκείνος που στηρίζεται απλώς στις ψυχικές του δυνάμεις και σαρκικός είναι εκείνος που δεν έχει το Άγιον Πνεύμα. Πολλές φορές ο ψυχικός άνθρωπος ταυτίζεται με τον σαρκικό.

Η πνευματική ζωή δεν είναι η ζωή της κουλτούρας και του πολιτισμού αλλά η ζωή του πολιτισμού της ψυχής, η αγιοπνευματική, η ζωή «εν αγίω Πνεύματι» και οπωσδήποτε η ζωή «εν τω Πατρί και εν τω Υιώ», αφού η Αγία Τριας είναι αχώριστη.

Η πνευματική ζωή του αγωνιζομένου χριστιανού εμπερικλείει τις ακόλουθες φάσεις:

α) την μετάνοια – αναγνώριση της πνευματικής τύφλωσης που προκαλεί η αμαρτία (γενικώς).

β) την επιθυμία απαλλαγής από την τύφλωση αυτή.

γ) το πλησίασμα του Θεού, που επιτυγχάνεται με την ταπείνωση. Ο Θεός «ταπεινοίς δίδωσι χάριν».

δ) τη σωτηρία του ανθρώπου από τα πάθη και τις αμαρτίες μέσω του βαπτίσματος και της ενσυνείδητης εξομολόγησης που είναι ανανέωση του βαπτίσματος.

ε) τον πόλεμο των δαιμόνων κατά του αγωνιζομένου χριστιανού.

στ) τη σταθερότητα του αγωνιζομένου στην πνευματική ζωή, άσχετα με το κόστος που τυχόν θα έχει αυτή η στάση.

ζ) την αποκάλυψη, τέλος, του Θεού στον άνθρωπο. Την τέλεια γνώση του Θεού, η οποία δίνεται ως δώρο στους αγαθούς δούλους του Θεού.

η) την απόκτηση της αγάπης, η οποία πλυμμηρίζει την ύπαρξη του ασκητή-χριστιανού λόγο της ύπαρξης της Χάριτος στην ζωή του.


Το αποτέλεσμα είναι ο άνθρωπος να προοδεύει προς την κατά χάριν θεανθρωπία χωρίς ο ίδιος να συναισθάνεται την “αξιοτητά” του (λόγο της ταπείνωσης που έχει) και δι’ αυτού του τρόπου να επιτυχάνει τον σκοπό της δημιουργίας του, ο οποίος είναι η εν Χριστώ τελείωσίς του.

Όσιος Βενάνδιος

 Ο Όσιος Βενάνδιος γεννήθηκε στη Γαλλία και έζησε τον 4ο και 5ο αιώνα μ.Χ. Συνδέθηκε πνευματικά με τον Όσιο Καρπάσιο (τιμάται 1 Ιουνίου) και τον Άγιο Ονωράτο (τιμάται 16 Ιανουαρίου) και μαζί ξεκίνησαν προσκυνηματικό ταξίδι στα μοναστήρια της Ανατολής.


Ο Όσιος Βενάνδιος κοιμήθηκε με ειρήνη στην Ελλάδα.


Αγία Εμμελεία

 Η Οσία Εμμελεία καταγόταν από ευσεβή οικογένεια της Καισαρείας της Καππαδοκίας. Ο πατέρας αυτής αναδείχθηκε σε Μάρτυρα κατά τους τελευταίους διωγμούς. Ο βίος της Αγίας είναι η αγαθή ρίζα από την οποία βλάστησαν γλυκύτατοι καρποί, τα παιδιά της, τα οποία ανεδείχθησαν εξέχοντα μέλη της κοινωνίας και τα περισσότερα Άγιοι της Εκκλησίας, όπως ο Μέγας Βασίλειος, ο Γρηγόριος Νύσσης, ο Πέτρος Σεβαστείας, η μοναχή Μακρίνα και ο μοναχός Ναυκράτιος. Από αγία ρίζα προήλθαν αγιασμένοι βλαστοί, δηλαδή από αγίους γονείς προήλθαν ευλογημένα και άγια τέκνα.


Η Οσία Εμμελεία δοκίμασε στη ζωή της, όπως συμβαίνει συνήθως με τους εκλεκτούς, πολλές θλίψεις. Ο θάνατος των γονέων της, πριν ακόμα νυμφευθεί, ο θάνατος του συζύγου της, μόλις γεννήθηκε ο υιός τους Πέτρος και ο πρόωρος θάνατος του υιού της Ναυκρατίου, αλλά και το να αναθρέψει μόνη της με παιδεία και νουθεσία Κυρίου, από ένα σημείο και μετά, τα τέκνα της, ήταν μερικές από αυτές. Τις αντιμετώπισε όμως με υποδειγματική πίστη, ανδρεία και υπομονή. Δίδασκε τα παιδιά της κυρίως με το παράδειγμά της. Τους έδωσε, μαζί με το δικό της γάλα, το ανόθευτο γάλα της πίστεως και τους δίδαξε το μυστήριο της Εκκλησίας.


Τελείωσε τη ζωή της ως μοναχή με ηγουμένη τη θυγατέρα της Οσία Μακρίνα.


Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Σωφρόνως τὸν βίον σου κατ' ἐναντίον Θεοῦ, ἐτέλεσας πρότερον σὺν Βασιλείω σεμνῶ, Ἐμμέλεια πάνσεμνε, εἴτα δὲ ἐν ἐρήμῳ, ἀναβάσεις διέθου ἅμα τοὶς σοὶς ἐκγόνοις, ὡς τὰ ἄνω ποθοῦσα, διὸ σὲ ὁ Χριστὸς πανοικοί, ὑπερεδόξασε.


Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Όσιος Ισαάκιος ο Ομολογητής ηγούμενος Μονής Δαλμάτων

 Ο Όσιος Ισαάκιος καταγόταν από την Συρία και έζησε στα χρόνια του βασιλιά Ουάλη (364 μ. Χ.), που ήταν υποστηρικτής των Αρειανών. Κάποτε οι Οστρογότθοι, παρά την απαγόρευση της κυβέρνησης, κατασκήνωσαν στη Θράκη και απειλούσαν την Κωνσταντινούπολη. Τότε ο Ουάλης αναγκάσθηκε να βαδίσει εναντίον τους. Ο Ισαάκιος, που ήταν ηγούμενος στη Μονή Δαλμάτων, βγήκε και συνάντησε τον πολέμιο των ορθοδόξων Ουάλη, και αφού έπιασε από τα χαλινάρια το άλογο του, του είπε: «Άπόδος ταις ποίμναις τους αρίστους νομέας και λήψη την νίκην άπονητί ει δε τούτων μηδέν δεδρακώς παρατάξαιο, μαθήσει τη πείρα ότι σκληρόν το προς κέντρα λακτίζειν ούτε γαρ έπανήξεις και προσαπολέσεις την στρατιάν» (Πράξεις των Αποστόλων, κστ' 14). Δηλαδή, δώσε στά ποίμνια τους άριστους ποιμένες και χωρίς κόπους θα πάρεις τη νίκη. Αν, όμως, δεν αποδεχθείς αυτά που σου λέω και δε συμφωνήσεις μαζί τους, θα μάθεις από την πείρα ότι είναι σκληρό πράγμα να κλωτσάς στα καρφιά. Διότι ούτε εσύ πρόκειται να γυρίσεις από τον πόλεμο, και σύντομα θα χάσεις και το στράτευμα. Ο Ουάλης όχι μόνο δεν πείσθηκε από τα λόγια του ηγουμένου, αλλά αφού τον ειρωνεύθηκε, τον έριξε μέσα σε ένα κρημνώδες φαράγγι. Ο Ισαάκιος από θαύμα δεν έπαθε απολύτως τίποτα. Ο δε Ουάλης έπαθε αυτά που προφήτευσε ο Άγιος ηγούμενος.


Στις 9 Αυγούστου του 378 μ.Χ., διεξήχθη γύρω από την Αδριανούπολη σφοδρή μάχη, κατά την οποία ο αυτοκρατορικός στρατός κατατροπώθηκε, αφού φονεύθηκαν πολλοί από τους άριστους στρατηγούς του. Ο Ουάλης, καταφεύγοντας εντός αχυρώνος, για να σωθεί, κάηκε ζωντανός, μαζί με τον αρχιστράτηγό του.


Ως ηγούμενος παρευρέθηκε στη Β' Οικουμενική Σύνοδο, που συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη το 381 μ.Χ., συντελώντας τα μέγιστα στην επιτυχία αυτής.


Προαισθανόμενος το τέλος του, αφού διόρισε διάδοχό του τον Όσιο Δαλμάτιο (τιμάται 3 Αυγούστου), κοιμήθηκε με ειρήνη σε βαθύ γήρας το 396 μ.Χ.


Η μνήμη του Οσίου Ισαάκιου επαναλαμβάνεται και στις 3 Αυγούστου.



Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Τύπος πέφηνας, τῆς ἐγκρατείας, καὶ ἑδραίωμα, τῆς Ἐκκλησίας, Ἰσαάκιε Πατέρων ἀγλάϊσμα· ἐν ἀρεταῖς γὰρ φαιδρύνας τὸν βίον σου, Ὀρθοδοξίας τὸν λόγον ἐτράνωσας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαο ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.


Κοντάκιον

Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὡς τῶν Ὁσίων ἀκριβέστατον ὑπόδειγμα· καὶ εὐσεβείας πρακτικώτατον ἐκφάντορα· ἀνυμνοῦμέν σε οἱ δούλοι σου θεοφόρε. Ἀλλ’ ὡς χάριτος τῆς θείας καταγώγιον, ναοὺς ἔργασθαι ἡμᾶς φωτὸς τοῦ Πνεύματος, τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Ἰσαάκιε.


Μεγαλυνάριον

Χαίροις Μοναζόντων ὑπογραμμός, καὶ Μονῆς Δαλμάτων, κυβερνήτης ὁ ἀπλανής· χαίροις χαρισμάτων, ταμεῖον θεοβρύτων, Ἰσαάκιε παμμάκαρ, Ἀγγέλων σύσκηνε.

Κυριακή 29 Μαΐου 2022

Δοξαστικό Αίνων Κυριακής του Τυφλού.

ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΚ ΓΕΝΕΤΗΣ ΤΥΦΛΟΝ

 ΑΓΙΟΥ ΑΣΤΕΡΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΜΑΣΕΙΑΣ


Μόλις ἀκούσαμε τὸν «υἱὸ τῆς βροντῆς», τὸν Ἰωάννη, ἢ μᾶλλον τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ ἀπὸ ἁλιέα καὶ χειροτέχνη τὸν ἔκαμε συγγραφέα καὶ κήρυκα Θείων ὄντως καὶ ὑψηλῶν ὑποθέσεων, νὰ μᾶς ἐκθέτει τὸ θαῦμα τῆς σωματικῆς καὶ πνευματικῆς ἀναβλέψεως τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ. Στὸ προηγούμενο κεφάλαιο ἀνέλυσε τὴν πολλὴ καὶ ἐκτεταμένη διάλεξη τοῦ Κυρίου, μὲ τὴν ὁποία καθωδηγοῦσε τὸν ἀπειθῆ καὶ δύστροπο ἑβραϊκὸ λαὸ στὴ θεογνωσία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ, ἀπομακρύνοντας τὸν νοῦ τους ἀπὸ τὴν ἔννοια τῆς μοναρχίας· τοὺς ἄνοιγε τὴν πόρτα γιὰ νὰ περάσουν ἀπὸ τὴν νομικὴ παράδοση στὴ Χάρη, ὁδηγώντας τους ὁμαλά ἀπὸ τὴν Παλαιὰ στὴν Καινὴ Διαθήκη, ὅπως κάποτε ἀπὸ τὴν ἔρημο πρὸς τὴν πλούσια καὶ εὔφορη γῆ.


Ἀλλὰ, ἂν καὶ φανέρωνε ποικιλοτρόπως καὶ τὴν δικὴ του προΰπαρξη, ὅτι δηλαδὴ ὑπάρχει προαιώνια καὶ βρίσκεται πάντοτε σὲ συνάφεια μὲ τὸν Πατέρα, καὶ φώναζε μὲ σαφήνεια στὰ ὦτα τῶν κωφῶν: «Πρὶν Ἀβραὰμ γενέσθαι ἐγὼ εἰμι», ἐκεῖνοι δὲν ἀντιλήφθηκαν τὴ δύναμη τοῦ λόγου, οὔτε ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο δὲν παρεδέχθηκαν, ἔλεγξαν μὲ κάποια ἐπιστημονικὴ ἀντίρρηση· ἀλλὰ ἀντὶ γιά λόγια πῆραν πέτρες καὶ ἐνῶ βρίσκονταν ἀκόμη μακριὰ ἀπὸ τὸ σταυρό, γύμναζαν τὰ φονικά τους χέρια γιὰ τὴ δολοφονία. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ πάντοτε προέκρινε τὴν μακροθυμία ἐμπρὸς στὸν ὑβριστὴ καὶ βλάσφημο λαό, ἀπέφυγε τὴν ὀργὴ καὶ τὴν ὀχλαγωγία τους· ἀπέδρασε, ὄχι ὅμως μὲ τρόπο ταπεινό, ἀλλὰ θεϊκό· στάθηκε μεταξύ τους, τόσο κοντὰ ὥστε νὰ τὸν φθάνουν μὲ τὰ χέρια τους, ἀλλὰ δὲν τὸν ἔβλεπαν, καὶ ἐνῶ ἄγγιζε τοὺς ἐξοργισμένους, δὲν φαινόταν.


Εἶχαν μείνει τότε ἐμβρόντητοι, φονεύοντας μὲ τὴν προαίρεση, χωρὶς ὅμως νὰ βρίσκουν τρόπο νὰ ἐκτονώσουν τὴν ὀργή τους· ὅμοιοι μὲ τοὺς ἄπειρους κυνηγούς, οἱ ὁποῖοι, ἐὰν φοβίσουν καὶ διώξουν τὸ κυνήγι παράκαιρα καὶ ἔτσι τὸ ἐλάφι βρεῖ διέξοδο σὲ κάποιο δάσος καὶ διαφύγει κρυφά, περιπλανιῶνται χωρὶς λόγο στὴν κοιλάδα περιφέροντας τὰ δίκτυα ἄσκοπα, τραβώντας μαζί τους καὶ τὰ σκυλιὰ χωρίς ἀποτέλεσμα. Ἐγὼ δέ, ἂν καὶ κατὰ τὰ ἄλλα εἶμαι ἀχρεῖος, δὲν λησμόνησα πὼς εἶμαι δοῦλος καὶ ὀφείλω νὰ ἐξεγερθῶ κατὰ τῶν ὑβριστῶν ὑποστηρίζοντας τὸν Δεσπότη μου.


Γι’ αὐτὸ καὶ θὰ φωνάξω στοὺς Ἑβραίους σὰν νὰ εἶναι σήμερα παρόντες καὶ ἔχουν καταληφθεῖ ἀπὸ μανία: Λιθοβολεῖτε, ἀχάριστοι, τὸν Εὐεργέτη; Καὶ ποιὸς σᾶς ξεδίψασε κάποτε ἀπὸ μιά πέτρα; Πετᾶτε πέτρες σ’ αὐτὸν πού νομοθέτησε τὴ ζωή σας μὲ τὶς λίθινες πλάκες; Στὸ λίθο τὸν ἐκλεκτὸ καὶ πολύτιμο πού προφήτευσε ὁ Ἠσαΐας; Στὸ λίθο τὸν νοητὸ πού ἀποσχίσθηκε ἀπὸ τὸν ἀπότομο βράχο χωρὶς ἀνθρώπινο χέρι, ὅπως ὁ θεσπέσιος Δανιὴλ σᾶς δίδαξε; Λιθοβολεῖτε τὸν «λίθον τὸν ἀκρογωνιαῖον», ὁ ὁποῖος συνένωσε τήν Καινή καὶ τήν Παλαιά Διαθήκη; Καὶ ἂν ἐσεῖς δὲν πιστέψετε, «δυνατὸς ὁ Θεὸς ἐκ τῶν λίθων τούτων ἐγεῖραι τέκνα τῷ Ἀβραὰμ»·δηλαδὴ νὰ συνάξει στὸν Χριστὸ λαὸ περιούσιο, τοὺς ἀπερίτμητους ἐθνικούς.


Αὐτὴ τὴν ἐπαγγελία δέχθηκε καὶ ὁ Ἀβραάμ, ὅταν ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε ὅτι «εὐλογηθήσονται ἐν σοί πάντα τὰ ἔθνη»· διότι βλέποντας ὁ Θεὸς μὲ τὴν ἀπόρρητη πρόγνωσή του τὸ μέλλον, χάρισε στὸν ἀρχηγὸ τῆς πίστεως ὡς τέκνα ὅλους ἐκείνους ποὺ ἐπρόκειτο στὸ μέλλον νὰ πιστέψουν.Ἐπειδὴ προέβλεπε τὴν ἐπανάσταση τῶν Ἑβραίων, ἀλλὰ καὶ τοὺς λίθους ποὺ θὰ σήκωναν ἐναντίον του τὰ ψευδώνυμα τέκνα του, τὰ εἶχε συμπεριλάβει στοὺς ἀποκηρυγμένους. Καὶ ἐπειδὴ κηρύττοντάς τους τὴν ἀλήθεια, δὲν τοὺς ἔπειθε νὰ εὐσεβοῦν, ἐνῶ ἦταν παρών, κρύφθηκε καὶ ἐνῶ βρισκόταν μπροστά στά μάτια τους, ἐξαφανίσθηκε, ὥστε μὲ αὐτὴ τὴ θαυματουργία του νὰ τοὺς κάνει νὰ ἀποδεχθοῦν καί νά ὁμολογήσουν ὅτι, πράγματι, ἦταν ὁ Χριστὸς καὶ Θεὸς ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ παλαιότερος.


Ἔτσι παρελογίζονταν οἱ ἀνόητοι Ἑβραῖοι, καὶ ὁ Κύριος καὶ Σωτήρας μας σὰν σοφὸς καὶ ἐπιμελής γιατρός, ἀφοῦ τὸ πάθος δὲν ὑποχώρησε μὲ τὴν πρώτη ἐπέμβαση, μεταχειρίζεται ἄλλο τρόπο θεραπείας.


Θέλει νὰ θεραπεύσει αὐτούς πού ἦταν διανοητικά τυφλοί διὰ μέσου ἑνὸς σωματικά τυφλοῦ ποὺ ἔτυχε νὰ βρίσκεται ἐκεῖ, ὁ ὁποῖος δὲν τυφλώθηκε ἀπὸ κάποια ἀρρώστεια, ἀλλὰ εἶχε ἔλθει ἔτσι στὴ ζωή, ἀπὸ λάθος τῆς φύσεως. Βλέποντας, λοιπόν, αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο στάθηκε, ἕτοιμος νὰ τὸν θεραπεύσει μὲ τρόπο ποὺ ξεπερνᾶ τὴν ἀνθρώπινη λογικὴ καὶ τέχνη. Ἐπειδὴ ἡ ἰατρικὴ καὶ ἡ θεραπευτική της ἀσχολεῖται μὲ τὰ νοσήματα ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα παρουσιάζονται, ὅταν ἤδη ἡ φύση ἔχει φέρει στὸ φῶς ἕναν ἄρτιο ὀργανισμό, καὶ μετὰ ἀπὸ κάποιο χρονικὸ διάστημα ἀρρωσταίνουν, δὲν ἀσχολεῖται ὅμως μὲ τὴν θεραπεία μιᾶς σωματικῆς βλάβης ἡ ὁποία ἔχει γεννηθεῖ μαζὶ μὲ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ οὔτε ὅλα τὰ νοσήματα ποὺ συμβαίνουν ἀργότερα μπορεῖ νὰ θεραπεύσει. Καὶ τὸ μαρτυροῦν αὐτὸ οἱ ἀκρωτηριασμένοι ἄνθρωποι, τῶν ὁποίων κανείς γιατρός δέν μπόρεσε να ἀποκαταστήσει τὴ στέρηση τῶν μελῶν.


Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ οἱ μαθητές βλέποντας ἕναν ἄνθρωπο ποὺ δὲν εἶχε δοκιμάσει τὴ μεγαλύτερη ἀπ’ ὅλες ἀπόλαυση τοῦ φωτός, καὶ συμπονώντας τον γιὰ τὸ πάθημα προσπαθοῦσαν νὰ ἀνακαλύψουν τὴν αἰτία αὐτῆς τῆς κάκωσης· ρώτησαν λοιπὸν τὸν Κύριο μὲ ἁπλότητα, γιὰ νὰ μάθουν ἐὰν ἀπὸ δικὴ του ἁμαρτία ἢ ἀπὸ εὐθύνη τῶν γονέων του ἦλθε ἔτσι στὴ ζωή.


Καὶ τὰ δύο ὅμως σκέλη τῆς ἐρώτησης ἔχουν κάτι τὸ ἐπιλήψιμο· διότι δὲν θὰ κατεκρινόταν ἐξαιτίας τῶν γονέων του, ἀφοῦ ὁ Θεὸς δὲν τιμωρεῖ ἄλλον ἀντ’ ἄλλου· οὔτε βέβαια πλήρωνε γιὰ δικὰ του ἁμαρτήματα, ἀφοῦ γεννήθηκε ἔτσι τυφλός. Ἐπειδὴ κανεὶς δὲν ἁμαρτάνει πρὶν ἀπὸ τὴ γέννηση. Ἡ ἐρώτηση λοιπὸν δὲν ἦταν τόσο ἐπιτυχής. Νὰ δοῦμε ὅμως πῶς ἀποκρίθηκε ἡ Ἀλήθεια, ὁ Κύριός μας, στὴν ἐρώτηση. Αὐτὸ τὸ πάθος, μαθηταί μου, λέγει, δὲν προῆλθε ἀπὸ ἁμαρτίες, ἀλλὰ ἀποτελεῖ πρόγευση μελλοντικῆς οἰκονομίας, ὥστε αὐτὸς ποὺ θεωρεῖται κοινὸς ἄνθρωπος νὰ ἐνεργήσει ὑπεράνθρωπα καὶ ὁ Κτίστης τῶν ὅλων, μετὰ τὴν πρώτη δημιουργία νὰ βρεῖ ἀφορμὴ γιὰ νέα. Ἔτσι ἀπὸ τὸ μερικὸ νὰ ἐπιβεβαιώσει τὸ γενικὸ καὶ ὁ σκληρὸς καὶ δύστροπος λαὸς νὰ πεισθεῖ νὰ τὸν προσκυνάει ἀντὶ νὰ τὸν πετροβολεῖ.


 Ἂς φωτισθοῦν λοιπὸν μάτια ποὺ δὲν βλέπουν, γιὰ νὰ λάμψει στὶς ψυχὲς τῶν ἀσύνετων ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης. Ἂς γίνει αὐτὸ τὸ παράδοξο, νὰ πλασθοῦν μάτια, γιὰ νὰ μάθουν οἱ ἐπαναστάτες ὅτι ὁ λεγόμενος υἱὸς τοῦ Ἰωσήφ, ἐὰν πράγματι εἶχε πατέρα τὸν ξυλουργό, θὰ μποροῦσε μὲν νὰ διορθώσει ἕνα σπασμένο σκαμνὶ ἢ νὰ κολλήσει τὰ ξύλα ποὺ ξεκόλλησαν ἢ νὰ στερεώσει κάποια σπασμένη δοκὸ.Δέν θὰ μποροῦσε ὅμως ἄλλος, ἐκτός ἀπὸ αὐτὸν ποὺ ἔχει ἐξ ἀρχῆς τὴν ἐξουσία πάνω στὴ φύση, νὰ φτιάξει ἕνα μέλος ἀνθρώπου καὶ μάλιστα τὸ ὀμορφότερο, τά μάτια, τά ὁποῖα δημιουργοῦνται ἀπὸ τὴ φύση μὲ τὸν πιὸ προσεκτικὸ καὶ πολύπλοκο τρόπο.


Καὶ ἐὰν κάποιος θελήσει νὰ ἐρευνήσει μὲ προσοχὴ τὰ ἀνθρώπινα μέλη, ἰδιαίτερα σ’ αὐτὸ τὸ μέρος τοῦ σώματος θὰ διαπιστώσει τὴν παντοδύναμη καὶ πολυποίκιλη σοφία τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος τίμησε τὴ μικρὴ περιοχὴ ποὺ καταλαμβάνει αὐτὸ τὸ μέλος, τόσο περίτεχνα. Διότι πέρα ἀπ’ ὅλα τὰ ἄλλα, αὐτὸ τὸ μέλος τὸ διακρίνει μία ἰδιαίτερη χάρη·καὶ εἶναι ἁπαλώτατο καὶ ἄσαρκο, θὰ ἔλεγε κανείς, συνδυάζοντας τὸ τρυφερὸ μὲ τὸ στερεὸ καὶ τὸ μαλακὸ μὲ τὸ σκληρό. Εἶναι διανθισμένο καὶ μὲ διάφορα χρώματα· τὸ κέντρο του εἶναι ζωγραφισμένο μαῦρο· διασπᾶ ὅμως τὴν μονοχρωμία ἕνας συνδυασμὸς ἀπὸ ποικιλόχρωμους ὁμόκεντρους κύκλους ποὺ τὸ περιβάλλει· ὥστε τὸ κεντρικὸ τμῆμα ἔχει καὶ τὸ βαθύτερο χρῶμα, ἐνῶ ἡ περιφέρεια προχωρεῖ βαθμιαίως πρὸς μία ξανθότερη ἀπόχρωση. Αὐτοὺς τοὺς κύκλους τοὺς περιβάλλει ἕνας λευκός χιτώνας γυαλιστερὸς καὶ λαμπερός, ποὺ ἔχει ὅμως καὶ κάτι γιὰ νὰ μειώνει τὴ λευκότητα, μοιάζει δὲ μὲ κρύσταλλο καθαρό. Τὸ κόκκινο βρίσκεται στὴν ἄκρη, ἐκεῖ ποὺ ἀναβλύζει τὸ δάκρυ, ὥστε νὰ δίνει χάρη στὸ λευκὸ καὶ στὸ μαῦρο.


Ἐπίσης, εἶναι ἐσωτερικά, τόσο λεῖος καὶ διαφανής καὶ ὁμοιογενὴς ὡς πρὸς τὴν πυκνότητα, ὥστε νὰ δημιουργεῖ εἴδωλα τῶν μορφῶν ποὺ βρίσκονται ἐμπρός του καὶ νὰ ἀποτυπώνει σὰν ἀκριβὴς καθρέπτης τὰ χαρακτηριστικὰ τῶν συνομιλητῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ κεντρικὸς κύκλος ὀνομάζεται κόρη, ἀφοῦ στὸ μάτι ποὺ βλέπει τὸν ἀπέναντί του σχηματίζεται ἀνθρώπινη μορφή. Ὅπως δὲν εἶναι δυνατὸν σ’ αὐτὸν ποὺ βλέπει σὲ καθρέπτη νὰ μὴν δεῖ μέσα στὸ ὑλικὸ τὰ δικὰ του χαρακτηριστικά, ἔτσι καὶ σ’ ἐκεῖνον ποὺ βλέπει κατὰ πρόσωπο ἕναν ἄνθρωπο εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴ σχηματίσει στὸ μάτι τὴ μορφή του. Οἱ ἄνθρωποι λοιπὸν καθὼς βλέπονται μεταξύ τους γίνονται ὁ ἕνας καθρέπτης τοῦ ἄλλου.


Ἀξιοθαύμαστο κτίσμα λοιπὸν τό μάτι. Αὐτό μοῦ ἀποκαλύπτει τὸν Θεό, ἐξετάζοντας μὲ ἀκρίβεια ὅλη τὴν κτίση καταδείχνοντας ἀπὸ τὰ ἔργα τὸν τεχνίτη. Αὐτὸ ἀπὸ τὰ ὁρατὰ ἐξηγεῖ τὰ ἀόρατα. Μὲ αὐτὸ γνώρισα τὸν ἥλιο καὶ ἔμαθα τὴ διακόσμηση τοῦ οὐρανοῦ, ζωγράφησα τὴν ὀμορφιὰ τῶν ἀστεριῶν, τὴν ὑπόσταση τῆς γῆς, τὴ φύση τῆς θάλασσας, τῶν σπόρων τὴ διαφορά, τῶν φυτῶν τὴν ποικιλία καὶ τῶν χρωμάτων τὴ διαφορετικὴ χροιά· τοῦ σκότους τὴν κατήφεια καὶ τοῦ φωτὸς τὴ λαμπρότητα, καὶ ὅλα γενικά ὅσα ὁ Θεὸς ἔκτισε ἐπαινώντας τα ὡς «καλὰ λίαν». Ὥστε, ἐὰν δὲν ὑπῆρχαν τά μάτια, ἡ κτίση θὰ γήρασκε, χωρὶς νὰ τήν ἔχει δεῖ κανείς, ἀφοῦ κανείς δὲν θὰ ἔβλεπε καὶ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ ποὺ ὑπάρχει μέσα της.


Ἐξ αἰτίας λοιπὸν αὐτῆς τῆς θαυμαστῆς λειτουργίας τῆς ὁράσεως κτίστηκαν καὶ τώρα ἐξ ἀρχῆς μάτια, ὥστε νὰ ἀπομακρύνουμε ἐμεῖς τὶς μικροπρεπεῖς σκέψεις μας, σχετικά μέ τή Θεανθρώπινη ὑπόσταση τοῦ Κυρίου, ἀποβάλλοντας ἀπὸ τὴν ψυχὴ, μὲ τὴ μεγαλειώδη αὐτὴ ἐνέργεια, κάθε ταπεινὴ καὶ γήινη ἀντίληψη γιά Ἐκεῖνον. Γιά νὰ μάθουμε, ἐπίσης,ὅτι τὸ μακάριο φῶς καὶ κάλλος τῆς Θεότητας τὸ δέχθηκε ἕνα πήλινο σκεῦος, διακονώντας ὅπως ὁ λύχνος διακονεῖ τὸ φῶς.


Πραγματοποιεῖ δὲ ὁ Κύριος μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια τὴ θεραπεία καὶ δὲν χρησιμοποιεῖ τὸ λόγο μόνο γιὰ νὰ ἐνεργήσει, αὐτὸς ποὺ μὲ πρόσταγμα μόνον δημιούργησε ὅλο τὸν κόσμο καὶ μὲ δύο μικρὲς λέξεις θεράπευσε τὸν παράλυτο. Ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ στόμα καὶ μὲ τὰ χέρια καὶ μὲ πολλὴ φροντίδα θεραπεύει τὴν τυφλότητα, ὥστε ἀπὸ τὶς ἐνέργειές του νὰ προξενήσει στοὺς ἄπιστους τὴ βεβαία πίστη. Ἔφτυσε στὸ ἔδαφος καὶ ἔφτιαξε λάσπη, χρησιμοποιώντας καὶ τὴ γῆ γιὰ τὴ θεραπεία, ὥστε νὰ δείξει πὼς μὲ ἐκεῖνο τὸ χῶμα ἀπὸ τὸ ὁποῖο εἶχε πλασθεῖ ἀρχικά ὁλόκληρο τὸ σῶμα δημιουργεῖται τώρα καὶ τὸ μέρος αὐτὸ ποὺ λείπει. Τὸ ἀναμιγνύει δὲ μὲ σάλιο καὶ κολλᾶ ἔτσι τοὺς διάχυτους κόκκους, ὥστε νὰ ἔχουν συνοχή, γιὰ νὰ μᾶς δείξει φανερὰ ὅτι μὲ τὴ δύναμη τοῦ στόματός του ὁ Θεός-Λόγος κατώρθωσε τὰ πάντα. Ἐπειδὴ «τῷ λόγω Κυρίου οἱ οὐρανοὶ ἐστερεώθησαν καὶ τῷ πνεύματι τοῦ στόματος αὐτοῦ πάσα ἡ δύναμις αὐτῶν».


Ἀλλὰ καὶ γιὰ ἕναν ἄλλο λόγο θεραπεύει μὲ φτύμα: γιὰ νὰ συνεφέρει σέ κατάνυξη καὶ φόβο αὐτοὺς ποὺ λίγο ἀργότερα πρόκειται νὰ τὸν βρίζουν φτύνοντάς τον. Καὶ ὅμως δὲν μείωσε τὸ θράσος τῶν μαινομένων, ἀλλὰ ὑπέμεινε ἐμπτυσμοὺς πολλοὺς ἐκεῖνος ποὺ τὰ κατώρθωσε ὅλα αὐτὰ μὲ τὸ φτύμα. Μὲ τὴν πρώτη αὐτὴ λοιπὸν ἐνέργεια φανερώνει τὴ δημιουργική του δύναμη. Καὶ προστάζοντας τὸν τυφλὸ νὰ πλυθεῖ στοῦ Σιλωὰμ τὴν κολυμβήθρα μᾶς ὑποδεικνύει τὴ σωτηρία διὰ τοῦ ὕδατος, τὴν ὁποία χάρισε ὁ ἀπεσταλμένος (Σιλωὰμ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος). Διότι τότε μόνο βλέπουμε ἀληθινά, ὅταν βγοῦμε ἀπὸ τὸ ἁγιασμένο νερό τοῦ βαπτίσματος. Τότε μᾶς λαμπρύνει τὸ φῶς τῆς χάριτος, ὅταν ἡ δύναμη αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου ἀποπλύνει τὴν ἀκαθαρσία καὶ τὶς κηλίδες τῶν ἁμαρτιῶν. Καὶ ὅλοι ὅσοι μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Σιλωὰμ βαπτιζόμαστε, βλέπουμε τὸ πνευματικὸ φῶς «τὸ φωτίζον πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον».


Ὢ τοῦ θαύματος καὶ τῆς μεγάλης εὐεργεσίας! Ἔφυγε ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα ὁ πρὸ ὀλίγου τυφλός, στολισμένος στὸ πρόσωπο μὲ τὴν προσθήκη τῶν ματιῶν, βλέποντας καθαρὰ ττόν ἥλιο. Μὲ ἔκπληξη εἶδαν οἱ γείτονες καὶ οἱ γνωστοὶ τὸ γεγονός. Θορυβήθηκαν ἀπὸ τὸν πρωτοφανῆ τρόπο τῆς θεραπείας. Περιφερόταν στὴν πόλη ὁ ἄνθρωπος βλέποντας, γιὰ νὰ βλέπεται ἀπὸ ὅλους τὸ πρωτάκουστο καὶ παράδοξο ἔργο Ἐκείνου ποὺ γεννήθηκε στὴ Βηθλεέμ, τοῦ μικροῦ βρέφους τὸ ὁποῖο στὴ φάτνη τυλίχθηκε μὲ σπάργανα. Ἐπειδὴ αὐτὰ εἶναι ποὺ ἔκαναν τοὺς Ἰουδαίους νὰ ἀπιστοῦν στὴν Θεότητα.


Ὤ, σεῖς, λοιπόν, ἀνόητοι καὶ παχυκάρδιοι, βάλετε στὸ νοῦ σας ὅλους τούς ἀνθρώπους τῶν αἰώνων. Ἀρχίστε ἀπ’ τὸν Ἀδὰμ καὶ ἐρευνῆστε ὅλους τούς μεταγενεστέρους. Βρίσκετε νὰ ἔγινε σὲ κάποιον ἄλλο αὐτὸ πού συνέβηκε τώρα; Ὑπάρχει στὸν κόσμο παράδειγμα παρόμοιας θεραπείας; Ἀλλὰ σεῖς ἐπιμένετε νὰ διασύρετε τὸν Κύριό μου καὶ τὸν ἀποκαλεῖτε τέκνο τοῦ ξυλουργοῦ –«οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός;»- τοῦ ὁποίου γνωρίζετε τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τὴν κατοικία. Ἀπαριθμῆστε ὅλα τὰ ταπεινά, φιλονικῆστε, ὑποτιμῆστε τον, ὅσο θέλετε. Ἂν ὅμως τίποτε παρόμοιο δὲν ἔγινε ποτὲ ἀπὸ ἄνθρωπο, οὔτε ὁ κόσμος γνώρισε ἄλλο περιστατικό, τότε ἀνοίξτε τὰ μάτια σας καὶ ἀντικρύστε τὴν ἀλήθεια, κατακρίνοντας τὴν ἄγνοιά σας. Νιφθῆτε καὶ σεῖς στὸν Σιλωὰμ γιὰ νὰ μὴν πεθάνετε τυφλοί.


Ἀλλὰ ἀπὸ ὅ,τι φαίνεται, καθόλου δὲν συνῆλθαν. Οὔτε μὲ τὰ λόγια θέλησαν νὰ μάθουν, οὔτε ἡ πράξη τοὺς δίδαξε, οὔτε τὰ θαύματα τοὺς προξένησαν σεβασμό. Ἀντίθετα, ἀπὸ τὴν ὑπερήφανη ἀχαριστία τους ἐπιχειροῦσαν μὲ μύριους τρόπους ὅλα νὰ τὰ ἐξαφανίσουν καὶ νὰ τὰ διασύρουν. Ἀλλὰ ἡ κακουργία ἀντιστρεφόταν κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ τους. Διότι ὅσο ἀπιστοῦσαν καὶ μὲ τὶς ἐρωτήσεις τους προσπαθοῦσαν νὰ ἀνατρέψουν τὰ γεγονότα, τόσο περισσότερο ἐπιβεβαιωνόταν ἡ ἀλήθεια. Ἔπαθαν ὅ,τι καὶ τὰ θηρία ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα πληγώθηκαν ἀπὸ κάποιον, ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν ἔχει εἰσχωρήσει βαθειὰ στὰ σπλάγχνα τους τὸ μαχαίρι, ὁρμοῦν ἐξαγριωμένα στὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνο, ἀποτελειώνοντας μόνα τους τὴν σφαγή.


Τὴν ἐριστικότητά τους τὴν ἔδειξαν ἀρχικά ψάχνοντας νά ἐπιβεβαιώσουν κατά πόσον τοὺς παρουσιάσθηκε ὁ ἴδιος ὁ τυφλὸς ἢ ἄλλος ἀντὶ γιὰ ἐκεῖνον. Γι’ αὐτὸ σαφῶς τοὺς διεβεβαίωνε ὁ ἄνθρωπος ἐξηγώντας τους καὶ τὴ διαδικασία τῆς θεραπείας, ὅτι δηλαδὴ, τὸ φάρμακο τῆς τυφλώσεως ἦταν ὁ πηλός, μὲ τὸν ὁποῖο τὸν ἔχρισε ὁ Ἰησοῦς· καὶ ὅτι, ὅταν ἐξέπλυνε τὸν πηλὸ στὴν κολυμβήθρα, βρῆκε τὸ φῶς του. Αὐτὰ περιεργάζονταν οἱ γείτονες καὶ τὰ ἔμαθαν, τὰ ἀναζητοῦσαν καὶ οἱ Φαρισαῖοι, ἀλλά αὐτοί δὲν πείθονταν.


Δεύτερο τέχνασμα μὲ τὸ ὁποῖο ἀποπειράθηκαν νὰ διαστρεβλώσουν τὸ γεγονὸς ἦταν ἡ προσπάθειά τους νὰ ἀποδείξουν ὅτι δὲν ἦταν ὁ Χριστὸς ἐκεῖνος ποὺ τὸν θεράπευσε. Ἐπειδὴ δὲ ὁ ἄνθρωπος ἀνεκήρυττε τὸν Σωτήρα καὶ μὲ τὴν ὁμολογία τοῦ κηρύγματος ἀνταπέδιδε τὴ χάρη διαφημίζοντας τὸν εὐεργέτη, ἐκεῖνοι τοῦ ἔκλειναν τὸ στόμα καὶ μὲ τὸ μυαλὸ ζαλισμένο, ἐπειδὴ δέν εἶχαν τί νὰ κάνουν, ἐπανέρχονται πάλι στὴν ἴδια συζήτηση. Περιεργάζονται ἐὰν ἦταν τυφλὸς ἐκ γενετῆς, ἀναζητοῦν τοὺς γονεῖς τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἐξετάζουν καθετί μὲ ἀκρίβεια, ὄχι γιὰ νὰ βεβαιώσουν τὸ γεγονός, ἀλλὰ γιὰ νὰ βροῦν κάποια ἀφορμὴ νὰ διαψεύσουν τὸ θαῦμα· καὶ ἔτσι, κατασκευάζοντας κάποια ψεύτικη σκευωρία νὰ ἀνατρέψουν τὴν ὁρμητικότητα τοῦ πλήθους ποὺ πίστευσε.


Τί ὑπερβολὴ κακίας! Νὰ πολεμοῦν τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ διασύρουν, ἀντὶ νὰ προσκυνοῦν τὸν εὐεργέτη· ἀντὶ νὰ θαυμάζουν τὴν δύναμί του, προσπαθοῦν νὰ παρουσιάσουν σὰν ἀσήμαντα τὰ γεγονότα. Πεισθῆτε καὶ ἀπὸ τοὺς γονεῖς, Φαρισαῖοι, γιὰ τὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος γεννήθηκε τυφλός. Τρέξτε πάλι στὸν τυφλὸ καὶ δεύτερη καὶ τρίτη φορά, γιὰ νὰ σᾶς ἀποκαλύψει ἐκεῖνος τὴν κακία καὶ τὴν ἐπιβουλὴ ποὺ κρύβουν αὐτὰ τὰ ἐπιχειρήματα.


Ἀλλὰ σεῖς ὅταν δοκιμάσετε τὴν πρώτη ἀπογοήτευσι, προχωρεῖτε στὴ δεύτερη· ὅταν δοκιμάσετε τὴ δεύτερη, στὴν τρίτη, καὶ οὕτω καθεξῆς. Ἀκολουθεῖτε τὴν πορεία τῆς κακούργου ἀλεποῦς. Εἶστε ἀπὸ παντοῦ περικυκλωμένοι μὲ τὰ δίκτυα τῆς ἀληθείας. Ἀδυνατεῖτε νὰ ἀρνηθῆτε τὸ θαῦμα, δὲν ὑπάρχει ἄλλη διέξοδος. Παρ’ ὅλα αὐτά δὲν ἀμελεῖτε μὲ κάθε τρόπο νὰ περιπλέκετε τὸ πράγμα, ὑφαίνοντας ἱστὸ ἀράχνης μὲ ὅλη σας τὴν τέχνη· ἀνίσχυρη ὅμως καὶ ἀνώφελη εἶναι ἡ ἐπιβουλή σας. Προγονικὴ ἡ ἀρρώστια σας. Ἀπίστων πατέρων ὅμοια τέκνα.


Ἔτσι ἀντιμετώπιζαν κι ἐκεῖνοι τὰ θαύματα τῆς Αἰγύπτου. Σώζονταν ἀπὸ πολέμους παράδοξα καὶ ἀνέλπιστα καὶ ἀπιστοῦσαν σ’ αὐτὸν ποὺ χάριζε τὴν σωτηρία. Τρέφονταν μὲ ὑπερφυσικές τροφὲς καὶ ἦσαν πιὸ ἀχάριστοι κι ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ λιμοκτονοῦν. Ὑποδέχονταν τὸ μάννα ποὺ τοὺς ἀποστελλόταν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ ποθοῦσαν τὴ δυσωδία τῶν σκόρδων καὶ τῶν κρεμμυδιῶν τῆς Αἰγύπτου. Μὲ στήλη νεφέλης σκεπάζονταν τὴν ἡμέρα γιὰ νὰ μὴ ταλαιπωροῦνται ἀπὸ τὸ κάψιμο τοῦ ἥλιου καὶ μὲ στήλη φωτεινὴ φωτίζονταν τὴ νύκτα, ἀπολαμβάνοντας ἄλλο, νέο φωστήρα ἐκτὸς ἀπὸ τὴ σελήνη. Καὶ σὰν νὰ μὴν εἶχαν εὐεργετηθεῖ μὲ καμμιά θεϊκὴ ἐνέργεια, ὅταν ὁ Μωϋσῆς εἶχε ἀνεβεῖ στὸ ὅρος γιὰ νὰ τοῦ δοθεῖ ὁ νόμος καὶ καθυστεροῦσε νὰ ἐπιστρέψει, αὐτοὶ ζητοῦσαν καὶ εὕρισκαν νέους καὶ ἀνύπαρκτους θεούς.


Εἶστε ὄντως κληρονόμοι τῆς ἀχαριστίας τους· καὶ τὸν νόμο δὲν ἀγαπήσατε, καὶ τὴν χάρη μισεῖτε. Σᾶς χρειάζεται ράβδος, φτιαγμένη ὄχι ἀπὸ καρυδιά, γιὰ ἐπιστασία, ἀλλὰ ἀπὸ σίδηρο. Βλέπετε ἕναν ἄνθρωπο ποὺ ἂν καὶ τὸν εἶδε τὸ φῶς, αὐτὸς βρίσκεται στὸ σκοτάδι μέχρι τέτοια ἡλικία. Δὲν ξέρει τί εἶναι ἡ δημιουργία καὶ ὁδηγεῖται ἀπὸ ξένα μάτια. Κάθε μέρα κάθεται μπροστά στὸ ναὸ φανερώνοντας τὴν συμφορά του, γιὰ νὰ προσελκύσει πολλοὺς σὲ ἐλεημοσύνη καὶ ἔχει ὅλη τὴν πόλι μάρτυρα τοῦ πάθους του. Σὲ μιά στιγμὴ τὸν βλέπετε νὰ θεραπεύεται καὶ νὰ βρίσκει το φῶς του, ὄχι μὲ συνδυασμὸ διαφόρων φαρμάκων, οὔτε μὲ χρῆση χειρουργικῶν ἐργαλείων, ἀλλὰ μόνο μὲ λάσπη κι αὐτὴ ἀπὸ φτύμα. Καὶ πῶς δὲν θαμπωνόσαστε, δὲν ἐκφράζετε τήν ἔκπλξή σας, δὲν πέφτετε στὴ γῆ νὰ προσκυνήσετε, ἀπό σεβασμό στὴ θεϊκὴ ἐνέργεια, αὐτὸν πού ἀπὸ τὴ γῆ ἔπλασε τά μάτια;


Ἀντίθετα, σεῖς κινδυνεύετε νὰ διαρραγῆτε ἀπὸ τὸν φθόνο καὶ ζηλεύετε τὸν Θεὸ σὰν ἀντίζηλο, σὰν νά εἴσαστε σεῖς δημιουργοὶ τοῦ Δημιουργοῦ· ζηλεύετε σὰν κοινὸ ἄνθρωπο τὸν Θεάνθρωπο. Διαβάζετε τὰ βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅσα γράφθηκαν ἐκεῖ γιὰ νὰ οἰκονομήσουν τὸ λαό, καὶ ὅσα διδάσκουν γιά τούς βασιλεῖς καὶ τήν ἱστορία τους καὶ παραδέχεσθε ὅσα γράφουν γιὰ τὸν καθένα. Ὅτι, για παράδειγμα, τὸν Μωϋσῆ λίγο ἔλειψε νὰ τὸν ἐκλάβουν ὡς Θεὸ καὶ τὸν Ἐλισσαῖο τὸν ὑπερεθαύμαζαν, καθώς καὶ τὸ δάσκαλό του τὸν Ἠλία πολὺ τὸν ἐξυμνοῦσαν· τιμᾶτε ὡς ἀγγέλους ὅλους τούς ἁγίους κάθε γενεᾶς, οἱ ὁποῖοι ἔλαβαν τὶς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καὶ πραγματοποίησαν τὰ μεγάλα καὶ πασίγνωστα θαύματα. Σὲ τίποτε δὲν ἀμφισβητεῖτε τοὺς ἀρχαίους, οὔτε ἀπιστεῖτε στὶς διηγήσεις τῶν πατέρων σας, μολονότι οἱ ἄνθρωποι ἐκ φύσεως δίδουν λιγότερη πίστη στὴν ἀκοή.


Αὐτὸ ὅμως ποὺ συνέβηκε στὶς ἡμέρες σας μὲ τά μάτια ἐκείνου καὶ τὸ εἴδατε μὲ τά δικά σας μάτια, καί μπορεῖτε μὲ τὰ δάκτυλα νὰ τὸ ψηλαφήσετε καὶ νὰ ἀκούσετε μὲ ἀκρίβεια τὴν ἐξιστόρησή του, αὐτὸ μὲ τόση ἀπιστία καὶ ἀχαριστία κακότροπα τὸ ἐπιβουλεύεσθε, καταπατώντας τὶς προφητεῖες καὶ προσπαθώντας νὰ διαψεύσετε τὴν ἐκπλήρωσή τους. Ἀφοῦ ὅσα βλέπουμε τώρα νὰ πραγματοποιοῦνται, εἶχε προφθάσει ὁ Ἠσαΐας νὰ μᾶς τὰ διδάξει λέγοντας: «Ἰδοὺ ὁ Θεὸς ἡμῶν κρίσιν ἀναταποδίδωσι καὶ ἀνταποδώσει, αὐτὸς ἥξει καὶ σώσει ἡμᾶς. τότε ἀνοιχθήσονται ὀφθαλμοὶ τυφλῶν, καὶ ὦτα κωφῶν ἀκούσονται. τότε ἁλεῖται ὡς ἔλαφος ὁ χωλός, τρανὴ δὲ ἔσται γλῶσσα μογιλάλων» (τότε θὰ πηδᾶ σάν ἐλάφι ὁ κουτσὸς καὶ θὰ γίνει τρανὴ ἡ γλώσσα τῶν κωφαλάλων).


Αὐτὰ δὲν εἶναι λόγια τοῦ Πέτρου καὶ τοῦ Ἰωάννη οὔτε κάποιου ἀπὸ τὰ πρόσωπα ποὺ ὑποπτεύεσθε, ὥστε νὰ ἀπιστήσετε στὴν ἀλήθεια ὑποθέτοντας ὅτι χαρίζονται στὸν Κύριο καὶ κάνουν διαφήμιση. Εἶναι λόγια τῆς δικῆς σας προφητείας ‒ἐὰν βέβαια ἀναγνωρίζετε τοὺς Προφῆτες σας‒ καὶ μάλιστα τὸν μεγαλύτερο ἀπὸ τοὺς Προφῆτες καὶ διδασκάλους τοῦ Νόμου.


«Τῷ δὲ Θεῶ δόξα, κράτος, τιμὴ καί προσκύνηση νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων». Ἀμὴν.

ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΟΝ ΤΥΦΛΟΝ

 ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ 


«Καί διερχόμενος ὁ Ἰησοῦς εἶδεν ἄνθρωπον τυφλόν ἐκ γενετῆς. Καί ἠρώτησαν αὐτόν οἱ μαθηταί του, λέγοντες· Διδάσκαλε, ποῖος ἥμαρτεν, αὐτός ἤ οἱ γονεῖς του, ὥστε νά γεννηθῇ τυφλός;»


1.«Καί διερχόμενος ὁ Ἰησοῦς εἶδεν ἄνθρωπον τυφλόν ἐκ γενετῆς». Ἐπειδή εἶναι πάρα πολύ φιλάνθρωπος καί φροντίζει διά τήν σωτηρίαν μας καί θέλων νά κλείσῃ τά στόματα τῶν ἀχαρίστων, δέν παραλείπει νά κάνῃ ἀπό ἐκεῖνα πού ἔπρεπε νά κάνῃ καί ἄν ἀκόμη κανείς δέν τόν ἐπρόσεχεν. Αὐτό λοιπόν γνωρίζων καλά καί ὁ προφήτης ἔλεγεν· «Διά νά δικαιωθῇς μέ τούς λόγους σου καί νά νικήσῃς μέ τήν κρίσιν σου» (Ψαλμ. 50,6).


Διά τοῦτο λοιπόν καί ἐδῶ, ἐπειδή δέν ἐδέχθησαν τό ὑψηλόν νόημα τῶν λόγων του, ἀλλά τόν ὠνόμασαν καί δαιμονισμένον καί ἐπεχείρουν καί νά τόν φονεύσουν, ἀφοῦ ἐξῆλθεν ἀπό τόν ναόν, θεραπεύει τόν τυφλόν, καί καταπραύνων τήν ὀργήν των μέ τήν ἀπουσίαν του καί μέ τήν πραγματοποίησιν τοῦ θαύματος μαλακώνων τήν σκληρότητα καί τήν ἀσπλαχνίαν των καί κάμνων πιστευτούς τούς λόγους του· καί τό θαῦμα πού κάμνει δέν εἶναι τυχαῖον, ἀλλά τότε συνέβη διά πρώτην φοράν. Καθ̉ ὅσον λέγει· «Ποτέ πρίν δέν ἠκούσθη, ὅτι ἤνοιξε κάποιος τούς ὀφθαλμούς τυφλοῦ ἐκ γενετῆς» (Ἰω. 9,32)· διότι ἴσως κάποιος νά ἤνοιξε τούς ὀφθαλμούς τυφλοῦ, ἐκ γενετῆς ὅμως ὄχι ἀκόμη. Καί τό ὅτι ἐξελθών ἀπό τόν ναόν, ἦλθεν ἐπίτηδες νά κάνῃ τό θαῦμα γίνεται φανερόν ἀπό τό ἑξῆς· αὐτός δηλαδή εἶδε τόν τυφλόν, καί δέν προσῆλθε πρός αὐτόν ὁ τυφλός, καί μέ τόσην προσοχήν τόν εἶδεν, ὥστε καί εἰς τούς μαθητάς νά κάνῃ ἐντύπωσιν.


Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ λοιπόν ἔσπευσαν νά τόν ἐρωτήσουν· διότι, βλέποντες αὐτόν νά τόν βλέπῃ μέ τόσην προσοχήν, ἐζητοῦσαν νά μάθουν, λέγοντες· «Ποῖος ἥμαρτεν, αὐτός ἤ οἱ γονεῖς του;». Ἐσφαλμένη ἡ ἐρώτησις· διότι πῶς ἦτο δυνατόν ν̉ ἁμαρτήσῃ πρίν γεννηθῇ; πῶς δέ, ἄν ἡμάρτησαν οἱ γονεῖς του, ἦτο δυνατόν αὐτός νά τιμωρηθῇ; Διατί λοιπόν ἔκαμαν αὐτήν τήν ἐρώτησιν; Πρίν ἀπό αὐτό τό θαῦμα, θεραπεύων τόν παράλυτον, ἔλεγεν· «Νά ἔγινες ὑγιής· μή ἁμαρτάνῃς εἰς τό ἑξῆς» (Ἰω. 5,14).


Αὐτοί λοιπόν ἀντιληφθέντες ὅτι ἐκεῖνος ἔγινε παράλυτος ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν του, τοῦ λέγουν· «Ἔστω, ἐκεῖνος ἔγινεν παράλυτος ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτημάτων του, δι̉ αὐτόν ὅμως τί θά ἠμποροῦσες νά εἰπῇς; αὐτός ἥμαρτεν; Ἀλλά δέν ἠμπορεῖς νά τό εἰπῆς, διότι εἶναι τυφλός ἐκ γενετῆς. Μήπως ὅμως ἥμαρτον οἱ γονεῖς του; Ἀλλ̉ οὔτε αὐτό, διότι τό παιδί δέν τιμωρεῖται διά τάς ἀδικίας τοῦ πατρός του» Ὅπως ἀκριβῶς λοιπόν, βλέποντες κάποιο παιδί νά εὑρίσκεται εἰς ἀθλίαν κατάστασιν, λέγομεν, «Τί θά ἠμποροῦσε κανείς νά εἰπῇ δι̉ αὐτό; τί ἔκαμε τό παιδί»; χωρίς νά ἐρωτῶμεν, ἀλλά ἐκφράζομεν ἀπορίαν, ἔτσι λοιπόν καί οἱ μαθηταί, δέν τό ἔλεγον αὐτό τόσο ὑπό μορφήν ἐρωτήσεως ἀλλά ἀπορίας.


Τί ἀπαντᾶ λοιπόν ὁ Χριστός; «Οὔτε αὐτός ἥμαρτεν, οὔτε οἱ γονεῖς του». Αὐτό δέ δέν τό λέγει ἀπαλλάσσων αὐτούς ἀπό τάς ἁμαρτίας (Διότι δέν εἶπεν ἁπλῶς, «Οὔτε αὐτός ἥμαρτεν, οὔτε οἱ γονεῖς του», ἀλλά ἐπρόσθεσεν, «Διά νά γεννηθῇ τυφλός»), ἀλλά γιά νά δοξασθῇ ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ· ἡμάρτησε βέβαια καί αὐτός καί οἱ γονεῖς του, ἀλλά δέν προέρχεται, λέγει, ἀπό αὐτήν τήν αἰτίαν ἡ τύφλωσις.


Αὐτά δέ τά ἔλεγεν ὄχι γιά νά δείξῃ αὐτό, ὅτι δηλαδή αὐτός μέν δέν ἐτυφλώθη δι̉ αὐτήν τήν αἰτίαν, ἐνῶ ὡρισμένοι ἄλλοι ἐτυφλώθησαν ἐξ αἰτίας αὐτῶν τῶν αἰτιῶν, ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν τῶν γονέων των· καθ̉ ὅσον δέν εἶναι δυνατόν ν̉ ἁμαρτάνῃ ἄλλος καί νά τιμωρῆται ἄλλος. Διότι ἐάν τό παραδεχθῶμεν αὐτό, κατ̉ ἀνάγκην θά παραδεχθῶμεν καί ἐκεῖνο, ὅτι δηλαδή ἡμάρτησε πρίν γεννηθῇ. Ὅπως ἀκριβῶς λοιπόν εἰπών, ὅτι «οὔτε αὐτός ἥμαρτεν», δέν ἐννοεῖ αὐτό, ὅτι δηλαδή εἶναι δυνατόν ἐκ γενετῆς ν̉ ἀμαρτήσῃ καί τιμωρηθῇ, ἔτσι εἰπών· «Οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ», δέ ἐννοεῖ αὐτό, ὅτι δηλαδή εἶναι δυνατόν νά τιμωρηθῇ ἐξ αἰτίας τῶν γονέων του· καθ̉ ὅσον διά τοῦ Ἰεζεκιήλ ἀναιρεῖ αὐτήν τήν σκέψιν «Ὁρκίζομαι εἰς τόν ἑαυτόν μου, λέγει ὁ Κύριος, ὅτι δέν θά λέγεται αὐτή ἡ παροιμία, οἱ πατέρες ἔφαγον ἄγορα σταφύλια καί ἐμωδίασαν τά δόντια τῶν παιδιῶν των» (Ἰεζ. 18,3´2). Καί ὁ Μωϋσῆς δέ λέγει· «Δέν θά ἀποθάνῃ ὁ πατέρας ἐξ αἰτίας τοῦ υἱοῦ του» (Δευτ. 24,16).


 Καί γιά κάποιο βασιλέα λέγεται ὅτι, γι̉ αὐτό τό λόγο δέν τό ἔκαμεν αὐτό, φυλάσσων τόν νόμο τοῦ Μωϋσέως (Δ´ Βασ. 14,6). Ἐάν δέ λέγῃ κάποιος, πῶς λοιπόν ἐλέχθη «Αὐτός πού καταλογίζει ἁμαρτίας γονέων εἰς τά τέκνα μέχρι τρίτην καί τετάρτην γενεάν»; (Δευτ. 5,9) ἐκεῖνο θά ἠμπορούσαμεν νά εἰποῦμεν, ὅτι ἡ ἀπόφασις αὐτή δέν ἐλέχθη δι̉ ὅλους, ἀλλά δι̉ ἐκείνους πού ἐξῆλθον ἀπό τήν Αἴγυπτον. Αὐτό δέ πού ἐννοεῖ εἶναι τό ἑξῆς· Ἐπειδή αὐτοί πού ἐξῆλθον ἀπό τήν Αἴγυπτον εἶχον γίνει μετά τά σημεῖα καί θαύματα χειρότεροι ἀπό τούς προγόνους των πού δέν εἶδαν κανένα ἀπό αὐτά, τά ἴδια, λέγει, θά πάθουν πού ἔπαθον ἐκεῖνοι, ἐπειδή διέπραξαν τά ἴδια παραπτώματα. Καί τό ὅτι ἐλέχθη δι̉ ἐκείνους θά τό διαπιστώσῃ κανείς ἐάν ἐξετάσῃ ἀκριβέστερον τό χωρίον.


Διά ποῖον λόγον λοιπόν ἐγεννήθη τυφλός; «Διά νά φανερωθῇ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ», λέγει. Νά καί πάλιν ἄλλη ἀπορία, ἐάν λοιπόν δέν ἦταν δυνατόν νά φανῇ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ χωρίς τήν τιμωρίαν αὐτοῦ. Βέβαια δέν ἐλέχθη αὐτό, ὅτι δέν ἦτο δυνατόν (διότι ἦτο δυνατόν), ἀλλά διά νά φανερωθῇ καί εἰς αὐτόν. Τί λοιπόν, λέγει, ἠδικήθη διά τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ; Ποίαν ἀδικίαν; εἰπέ μου· διότι ἐάν ἤθελεν οὔτε κἄν θά τόν ἔφερεν εἰς τήν ζωήν. Ἐγώ ὅμως λέγω, ὅτι καί εὐηργετήθη ἀπό τήν τύφλωσιν, καθ̉ ὅσον ἀνέβλεψε μέ τούς ἐσωτερικούς ὀφθαλμούς· διότι τί ὠφελήθησαν οἱ Ἰουδαῖοι ἀπό τούς σωματικούς ὀφθαλμούς; (διότι ἐτιμωρήθησαν χειρότερα, ἀφοῦ ἐτυφλώθησαν ὡς πρός τούς ἐσωτερικούς ὀφθαλμούς)· ποία δέ ἡ βλάβη εἰς αὐτόν ἀπό τήν τύφλωσιν; Διότι μέ τήν τύφλωσίν του αὐτήν ἀνέβλεψεν.


Ὅπως ἀκριβῶς λοιπόν τά κακά δέν εἶναι κακά, δηλαδή τά κακά τῆς παρούσης ζωῆς, ἔτσι οὔτε τά ἀγαθά δέν εἶναι ἀγαθά, ἀλλά κακόν εἶναι μόνον ἡ ἁμαρτία, ἐνῶ ἡ τύφλωσις δέν εἶναι κακόν. Αὐτός δέ πού τόν ἔφερεν εἰς τήν ζωήν ἀπό τήν ἀνυπαρξίαν, ἐξουσίαν εἶχεν καί νά τόν ἀφήσῃ εἰς αὐτήν τήν κατάστασιν.


Μερικοί δέ λέγουν, ὅτι αὐτή ἡ φράσις δέν ἔχει αἰτιολογικόν χαρακτῆρα, ἀλλ̉ ἐκφράζει τό ἀποτέλεσμα, ὅπως ἐπί παραδείγματι ὅταν λέγῃ· «Ἐγώ ἦλθα εἰς αὐτόν τόν κόσμον διά κρίσιν, διά ν̉ ἀποκτήσουν τό φῶς των ἐκεῖνοι, πού δέν βλέπουν καί νά γίνουν τυφλοί αὐτοί πού βλέπουν», (Ἰω. 9, 39) (καί ὅμως δέν ἦλθεν δι̉ αὐτόν τόν λόγον, διά νά γίνουν δηλαδή τυφλοί αὐτοί πού βλέπουν). Καί πάλιν ὁ Παῦλος λέγει· «Αὐτό πού εἶναι δυνατόν νά γίνῃ γνωστόν περί τοῦ Θεοῦ τούς εἶναι φανερόν, ὥστε νά εἶναι ἀδικαιολόγητοι» (Ρωμ. 1, 19-20) (ἄν καί βέβαια δέν ἐφανέρωσε εἰς αὐτούς τά περί ἑαυτοῦ δι̉ αὐτόν τόν λόγον, διά νά στερηθοῦν τήν ἀπολογίαν, ἀλλά διά νά τύχουν ἀπολογίας).


Καί πάλιν ἀλλοῦ λέγει· «Ὁ νόμος δέ ἐδόθη διά νά πλεονάσουν τά παραπτώματα» (Ρωμ. 5,20) (μολονότι βέβαια δέν εἰσῆλθεν εἰς τήν ζωήν τῶν ἀνθρώπων δι̉ αὐτόν τόν λόγον, ἀλλά διά νά ἐμποδισθῇ ἡ ἁμαρτία). 2. Βλέπεις εἰς ὅλας τάς περιπτώσεις ὅτι ὁ προσδιορισμός δεικνύει τό ἀποτέλεσμα; Διότι ὅπως ἀκριβῶς ἕνας ἄριστος οἰκοδόμος, τό μέν ἕνα τμῆμα τῆς οἰκίας τό κατασκευάζει, τό δέ ἄλλο τό ἀφήνει ἀτελείωτον, ὥστε μέ τό ὑπόλοιπον νά ἀπολογηθῇ πρός αὐτούς πού δέν πιστεύουν δι̉ ὅλον τό ἔργον του, ἔτσι καί ὁ Θεός, ὡσάν μίαν οἰκίαν ἑτοιμόρροπον, συγκολλεῖ τό σῶμα μας καί τό τελειοποιεῖ, θεραπεύων τήν ξηράν χεῖρα, δίδων ζωήν εἰς παράλυτα μέλη, θεραπεύων τούς χωλούς, καθαρίζων τούς λεπρούς, θεραπεύων τούς ἀσθενεῖς, καθιστῶν ἀρτιμελεῖς τούς ἀναπήρους, ἐπαναφέρων εἰς τήν ζωήν ἀπό τόν θάνατον τούς νεκρούς, διανοίγων τούς ὀφθαλμούς τῶν τυφλῶν καί δίδων ὀφθαλμούς εἰς ἐκείνους πού δέν ἔχουν, καί διορθώνων ὅλα αὐτά, πού ἦσαν ἀτέλειαι τῆς ἐκ φύσεως ἀσθενείας, ἐδείκνυε τήν δύναμίν του. Εἰπών δέ, «Διά νά φανερωθῇ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ», ἐννοεῖ τόν ἑαυτόν του καί ὄχι τόν Πατέρα, διότι ἡ δόξα ἐκείνου ἦτο φανερά.


Ἐπειδή λοιπόν ἤκουον ὅτι ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπον ἀφοῦ ἔλαβε χῶμα ἀπό τήν γῆν, διά τοῦτο καί αὐτός ἔπλασε καθ̉ ὅμοιον τρόπον τό χῶμα· διότι τό νά εἰπῇ, ἐγώ εἶμαι ἐκεῖνος πού ἔλαβον χῶμα ἀπό τήν γῆν καί ἔπλασα τόν ἄνθρωπον, ἐφαίνετο ὅτι δυσαρεστοῦσε τούς ἀκροατάς, ἀποδεικνυόμενον ὅμως αὐτό ἐμπράκτως, δέν θά ἐνοχλοῦσε πλέον αὐτούς.


Διά τοῦτο λοιπόν καί αὐτός, ἀφοῦ ἔλαβε χῶμα καί τό ἀνέμειξε μέ τό πτύσμα, ἐφανέρωσε μέ τήν ἐνέργειάν του αὐτήν τήν κρυμμένην δόξαν του· διότι δέν ἦτο μικρή δόξα τό νά θεωρηθῇ αὐτός δημιουργός τῆς κτίσεως· καθ̉ ὅσον ἀπό αὐτό ἠκολούθουν καί τά ἄλλα καί ἀπό τό ἐπί μέρους ἐγένετο πιστευτόν τό ὅλον·διότι ἡ πίστις διά τό μεγαλύτερον ἔργον του, ἐπεβεβαίωνε καί τό μικρότερον· καθ̉ ὅσον ὁ ἄνθρωπος εἶναι τό πολυτιμώτερον ἀπό ὅλα τά ὄντα τῆς κτίσεως, καί ἀπό τά μέλη μας πολυτιμώτερος εἶναι ὁ ὀφθαλμός.


Διά τοῦτο ἔδωσε τό φῶς εἰς τούς ὀφθαλμούς ὄχι ἔτσι ἁπλῶς, ἀλλά μέ ἐκεῖνον τόν τρόπον· διότι ἄν καί εἶναι μικρόν τό μέλος αὐτό ὡς πρός τό μέγεθος, ἀλλ̉ ὅμως εἶναι ἀναγκαιότερον ἀπό ὅλα τά μέλη σώματος. Καί αὐτό δηλῶν ὁ Παῦλος, ἔλεγεν· «Ἐάν εἰπῇ ἡ ἀκοή, ἐπειδή δέν εἶμαι ὀφθαλμός, δέν ἀνήκω εἰς τό σῶμα, μήπως παύῃ, ἐξ αἰτίας αὐτοῦ, νά ἀνήκῃ εἰς τό σῶμα;» (Α´ Κορ. 12,16). Διότι ὅλα τά μέλη τοῦ σώματός μας εἶναι ἀπόδειξις τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ, πολύ περισσότερον δέ ὁ ὀφθαλμός. Καθ̉ ὅσον αὐτός διακυβερνᾷ ὁλόκληρον τό σῶμα, αὐτός δίδει τό κάλλος εἰς ὅλον τό σῶμα, αὐτός στολίζει τό πρόσωπον, αὐτός εἶναι ὁ λύχνος ὅλων τῶν μελῶν· διότι αὐτό πού εἶναι ὁ ἥλιος διά τήν οἰκουμένην, αὐτό εἶναι ὁ ὀφθαλμός διά τό σῶμα.


Ἄν σβήσῃς τόν ἥλιον, ὅλα τά κατέστρεψες καί τά ἀνέτρεψες· ἄν σβήσῃς τούς ὀφθαλμούς καί τά πόδια εἶναι ἄχρηστα καί τά χέρια καί ἡ ψυχή· διότι χάνεται ἡ γνῶσις ἀχρηστευομένων αὐτῶν· καθ̉ ὅσον δι̉ αὐτῶν ἐγνωρίσαμεν τόν Θεόν· «Διότι τά ἀόρατα τοῦ Θεοῦ βλέπονται καθαρά ἀπό τότε πού ἐκτίσθη ὁ κόσμος διά μέσου τῶν δημιουργημάτων» (Ρωμ. 1,20). Ἑπομένως δέν εἶναι ὁ ὀφθαλμός μόνον λύχνος εἰς τό σῶμα, ἀλλά περισσότερον ἀπό τό σῶμα εἶναι λύχνος τῆς ψυχῆς. Καί ἀκριβῶς λοπόν διά τοῦτο ἔχει τοποθετηθῆ, ὡσάν ἀκριβῶς εἰς κάποιαν βασιλικήν θέσιν, εἰς τό ὑψηλότερον μέρος τοῦ σώματος καί προΐσταται τῶν ἄλλων αἰσθήσεων. Αὐτόν λοιπόν διαπλάσσει.


Εἰς τήν συνέχειαν, διά νά μή νομίσῃς ὅτι ἔχει ἀνάγκην ἀπό ὕλην ὅταν δημιουργῇ, καί διά νά μάθῃς ὅτι οὔτε καί εἰς τήν ἀρχήν εἶχεν ἀνάγκην ἀπό πηλόν (διότι αὐτός πού ἔφερεν εἰς τήν ὕπαρξιν τάς σπουδαιοτέρας οὐσίας πού δέν ὑπῆρχον, πολύ περισσότερον ἐδημιούργησεν αὐτήν χωρίς νά ὑπάρχῃ ὕλη), διά νά μάθῃς λοιπόν, ὅτι αὐτό δέν τό κάμνει ἀπό ἀνάγκην, ἀλλά διά νά διδάξῃ ὅτι αὐτός εἶναι ὁ ἀρχικός δημιουργός, ἀφοῦ ἄλειψε τόν πηλόν εἰς τούς ὀφθαλμούς εἶπεν· «Πήγαινε καί πλύσου», διά νά γνωρίσῃς, ὅτι δέν ἔχω ἀνάγκην ἀπό πηλόν διά νά ἀνοίξω τούς ὀφθαλμούς, ἀλλά διά νά φανερωθῇ μέ αὐτήν τήν ἐνέργειάν μου ἡ δόξα μου.


Τό ὅτι λοιπόν ὁμιλεῖ περί τοῦ ἑαυτοῦ του γίνεται φανερόν ἀπό τό ὅτι, ἀφοῦ εἶπεν, «Διά νά φανερωθῇ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ», ἐπρόσθεσεν· «Ἐγώ πρέπει νά ἐκτελῶ τά ἔργα ἐκείνου πού μέ ἔστειλεν»· δηλαδή, ἐγώ πρέπει νά φανερώσω τόν ἑαυτόν μου καί νά πράξω ἐκεῖνα πού ἠμποροῦν νά ἀποδείξουν ὅτι πράττω τά ἴδια μέ τόν Πατέρα, ὄχι παρόμοια, ἀλλά τά ἴδια, πρᾶγμα πού ἀποδεικνύει εἰς μεγαλύτερον βαθμόν ὅτι εἶναι ὅμοια ἀκριβῶς τά ἔργα του μέ τά τοῦ Πατρός, καί τό ὁποῖον λέγεται ἐπί τῶν πραγμάτων ἐκείνων πού δέν διαφέρουν καθόλου.


Ποῖος λοιπόν θά ἀμφισβητῇ εἰς τό ἑξῆς, βλέπων αὐτόν νά ἠμπορῇ νά πράττῃ τά ἴδια μέ τόν Πατέρα; διότι δέν ἔπλασε μόνον ὀφθαλμούς, οὔτε ἤνοιξεν, ἀλλά καί ἐχάρισε καί τήν ὅρασιν, πρᾶγμα πού σημαίνει ὅτι ἐνεφύσησε καί ψυχήν· καθ̉ ὅσον ἐάν ἐκείνη δέν ἐνεργῇ, ὁ ὀφθαλμός, καί ἄν ἀκόμη εἶναι ὑγιέστατος, δέν θά ἠμπορέσῃ ποτέ νά ἰδῆ τίποτε. Ὥστε καί τήν ἐνέργειαν τῆς ψυχῆς ἐχάρισε καί ἔδωσεν εἰς τό μέλος τά πάντα, καί ἀρτηρίας καί νεῦρα καί φλέβας καί αἷμα καί ὅλα τά ἄλλα, ἀπό τά ὁποῖα ἀποτελεῖται τό σῶμα μας.


«Ἐγώ πρέπει νά ἐργάζωμαι ἐν ὅσῳ ἀκόμη εἶναι ἡμέρα». Τί θέλουν νά εἰποῦν αὐτοί οἱ λόγοι; ποίαν σημασίαν ἔχουν; Πολλήν. Διότι αὐτό πού λέγει ἔχει τήν ἑξῆς σημασίαν· «Ἕως ἡμέρα ἐστίν»· Ἐν ὅσῳ ἀκόμη ἠμποροῦν οἱ ἄνθρωποι νά πιστεύουν εἰς ἐμέ, ἐν ὅσῳ συνεχίζεται αὐτή ἡ ζωή, πρέπει νά ἐργάζωμαι. «Ἔρχεται νύξ (δηλαδή ὁ μέλλων καιρός), ὁπότε κανείς δέν ἠμπορεῖ νά ἐργάζεται». Δέν εἶπεν, ὁπότε ἐγώ δέν ἠμπορῶ νά ἐργάζωμαι, ἀλλά «ὁπότε κανείς δέν ἠμπορεῖ νά ἐργάζεται», δηλαδή, τότε πού δέν θά ἰσχύῃ πλέον ἡ πίστις, οὔτε οἱ κόποι, οὔτε ἡ μετάνοια. Τό ὅτι βέβαια ἔργον ὀνομάζει τήν πίστιν, γίνεται φανερόν ἀπό τήν ἐρώτησιν πρός αὐτόν· «Τί θά κάνωμεν, διά νά ἐκτελέσωμεν τά ἔργα τοῦ Θεοῦ;» (Ἰω. 6,28). Ἀπαντᾶ· «Αὐτό εἶναι τό ἔργον τοῦ Θεοῦ, διά νά πιστεύσετε εἰς αὐτόν πού ἀπέστειλε ἐκεῖνος» (Ἰω. 6,29).


Πῶς λοιπόν αὐτό τό ἔργον «δέν ἠμπορεῖ κανείς νά τό πράξῃ τότε»; Διότι τότε οὔτε ἡ πίστις ἰσχύει, ἀλλ̉ ὅλοι θά ὑπακούσουν εἴτε τό θέλουν εἴτε ὄχι. Διά νά μή εἰπῇ λοιπόν κάποιος ὅτι αὐτό τό κάνει ἀπό φιλοδοξίαν, δεικνύει ὅτι ὅλα τά κάνει ἀπό ἐνδιαφέρον δι̉ αὐτούς πού ἔχουν τήν δυνατότητα μόνον ἐδῶ νά πιστεύσουν, καί δέν ἠμποροῦν πλέον ἐκεῖ νά ἔχουν καμμίαν ὠφέλειαν. Διά τοῦτο δέν ἔκαμεν αὐτό πού ἔκαμεν ἀφοῦ ἦλθε πρός αὐτόν ὁ τυφλός.


Τό ὅτι βέβαια ἦτο ἄξιος μέν νά θεραπευθῇ καί, ἐάν ἔβλεπεν, θά ἐπίστευε καί θά προσήρχετο, καί, δέν θά ἔδειχνεν ἀδιαφορίαν καί πάλιν ἐάν ἤκουεν ἀπό κάποιον πού ἦτο ἐκεῖ, γίνεται φανερόν ἀπό τά ἑξῆς, ἀπό τήν ἀνδρείαν καί τήν ἰδίαν τήν πίστιν του· καθ̉ ὅσον φυσικόν ἦτο νά σκεφθῇ καί νά εἰπῇ· Μά τί τέλος πάντων σημαίνει αὐτό; ἔκαμε πηλόν καί ἤλειψε τούς ὀφθαλμούς μου καί μοῦ εἶπε· «Πήγαινε καί πλύσου». Δέν ἠμποροῦσε νά μέ θεραπεύσῃ καί μετά νά μέ στείλῃ εἰς τήν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ; Πολλές φορές ἐπλύθην ἐκεῖ μαζί μέ ἄλλους πολλούς καί δέν εἶδα καμμίαν ὠφέλειαν· ἐάν εἶχε κάποιαν δύναμιν θά ἠμποροῦσε νά μέ θεραπεύσῃ παρόντα, πρᾶγμα πού καί ὁ Νεεμάν ἔλεγε πρός τόν Ἐλισσαῖον· καθ̉ ὅσον καί ἐκεῖνος, λαβών ἐντολήν νά ὑπάγῃ καί νά λουσθῇ εἰς τόν Ἰορδάνην δυσπιστοῦσε, καί ὅλα αὐτά τήν στιγμήν πού τόση φήμη ὑπῆρχε περί τοῦ Ἐλισσαίου(Δ´ Βασ. 5, 10-11). Ἀλλ̉ ὅμως ὁ τυφλός δέν ἠπίστησεν οὔτε ἔφερεν ἀντίρρησιν οὔτε ἐσκέφθη μέσα του· Τί τέλος πάντων σημαίνει αὐτό; ἔπρεπε νά ἀλείψῃ τούς ὀφθαλμούς μου μέ πηλόν; αὐτό περισσότερον τυφλώνει· ποῖος ποτέ ἀνέβλεψε μέ αὐτόν τόν τρόπον; Ἀλλά τίποτε ἀπό αὐτά δέν ἐσκέφθη. Εἶδες πίστιν σταθεράν καί προθυμίαν; «Ἔρχεται ἡ νύκτα». Δείχνει μέ αὐτό ὅτι καί μετά τήν σταύρωσίν του πρόκειται νά συνεχίσῃ τήν πρόνοιάν του διά τούς ἀσεβεῖς καί νά ἐπιστρέψῃ πολλούς εἰς τήν πίστιν· διότι ἀκόμη εἶναι ἡμέρα. Μετά δέ ἀπό αὐτό τούς ἀπομακρύνει τελείως. Καί θέλων νά δηλώσῃ αὐτό, ἔλεγεν· «Ὅσον καιρόν εἶμαι εἰς τόν κόσμον, εἶμαι τό φῶς τοῦ κόσμου»· πρᾶγμα πού ἔλεγε καί πρός ἄλλους· «Πιστεύετε ἐν ὅσῳ τό φῶς εἶναι μαζί σας» (Ἰω. 12,36).


3. Καί διατί λοιπόν ὁ Παῦλος τήν μέν παροῦσαν ζωήν ὠνόμασε νύκτα, τήν δέ μέλλουσαν ἡμέραν; Δέν ἀντιτίθεται πρός τόν Χριστόν, ἀλλά λέγει τά ἴδια, ἄν καί ὄχι μέ τά ἴδια λόγια, ἀλλά μέ τό ἴδιο νόημα· καθ̉ ὅσον λέγει· «Ἡ νύκτα ἐπροχώρησε, ἡ δέ ἡμέρα ἐπλησίασεν» (Ρωμ. 13,12). Διότι νύκτα ὀνομάζει τήν παροῦσαν ζωήν δι̉ ἐκείνους πού κάθονται εἰς τό σκότος, ἤ συγκρίνων αὐτήν μέ ἐκείνην τήν ἡμέραν, ἐνῷ ὁ Χριστός νύκτα ὀνομάζει τήν μέλλουσαν ζωήν λόγῳ τοῦ ὅτι δέν συγχωροῦνται τότε τά ἁμαρτήματα, ὁ Παῦλος ὅμως ὀνομάζει τήν παροῦσαν ζωήν νύκτα ἐπειδή εὑρίσκονται μέσα εἰς τό σκότος αὐτοί πού ζοῦν μέσα εἰς τήν κακίαν καί τήν ἀπιστίαν. Ἀπευθυνόμενος πρός πιστούς, ἔλεγεν· «Ἡ νύκτα ἐπροχώρησεν, ἡ δέ ἡμέρα ἐπλησίασεν», καθ̉ ὅσον πρόκειται νά ἀπολαύσουν ἐκεῖνο τό φῶς, καί νύκτα ὀνομάζει τόν παλαιόν βίον· διότι λέγει· «Ἄς ἀποβάλωμεν τά ἔργα τοῦ σκότους» (Ρωμ. 13,12). Βλέπεις πού λέγει δι̉ ἐκείνους ὅτι εἶναι νύκτα; Διά τοῦτο λέγει· «Ἄς συμπεριφερώμεθα σεμνά, ὅπως ὅταν εἶναι ἡμέρα» (Ρωμ.13,13) διά νά ἀπολαύσωμεν ἐκεῖνο τό φῶς. Διότι, ἐάν αὐτό τό φῶς εἶναι τόσον ὡραῖον, σκέψου πόσον ὡραῖον θά εἶναι ἐκεῖνο· ὅσον δηλαδή ἀνώτερον εἶναι τό φῶς τοῦ ἡλίου ἀπό τό τοῦ λύχνου, τόσον καί πολύ περισσότερον ἐκεῖνο εἶναι ἀνώτερον ἀπό αὐτό. Καί διά νά δηλώσῃ αὐτό, ἔλεγεν ὅτι «ὁ ἥλιος θά σκοτισθῇ» (Ματθ. 24,29), δηλαδή ἐξ αἰτίας ἐκείνης τῆς ἀφθόνου λαμπρότητός του οὔτε ὁ ἥλιος θά φανῇ. Ἐάν δέ τώρα δαπανῶμεν ἀμέτρητα χρήματα διά νά ἔχωμεν φωτεινάς καί εὐαέρους οἰκίας κτίζοντες αὐτάς καί ταλαιπωρούμενοι, σκέψου πῶς πρέπει νά μεταχειριζώμεθα τά σώματα διά νά οἰκοδομήσωμεν λαμπράς οἰκίας εἰς τούς οὐρανούς, ὅπου ὑπάρχει τό ἀπερίγραπτον ἐκεῖνο φῶς· διότι ἐδῶ μέν γίνονται καί μάχαι καί φιλονικίαι διά τά σύνορα καί τούς τοίχους, ἐνῷ ἐκεῖ δέν ὑπάρχει τίποτε τό παρόμοιον, οὔτε φθόνος οὔτε κακολογία, καί κανείς δέν θά φιλονικήσῃ μαζί μας διά σύνορα κτημάτων. Καί αὐτήν μέν τήν οἰκίαν εἴμεθα ἀναγκασμένοι νά τήν ἐγκαταλείψωμεν ὁπωσδήποτε ἐνῷ ἐκείνη θά παραμείνῃ διαρκῶς· καί αὐτή μέν κατ̉ ἀνάγκην καταστρέφεται ἀπό τόν χρόνον καί ὑφίσταται μυρίας ζημίας, ἐνῷ ἐκείνη μένει αἰωνίως ἄφθαρτος· καί αὐτήν μέν δέν ἠμπορεῖ πτωχός νά τήν οἰκοδομήσῃ, ἐνῷ ἐκείνην μπορεῖ νά τήν οἰκοδομήσῃ καί μέ δύο ὀβολούς, ὅπως ἀκριβῶς ἡ χήρα. Διά τοῦτο λυποῦμε ὑπερβολικά, διότι ἄν καί εὑρίσκονται ἔμπροσθέν μας τόσα ἀγαθά, ραθυμοῦμεν καί ἀδιαφοροῦμεν, καί πράττομεν μέν τά πάντα διά νά ἔχωμεν ἐδῶ λαμπράς οἰκίας, ἀδιαφορῶμεν ὅμως καί δέν φροντίζομεν νά ἀποκτήσωμεν εἰς τούς οὐρανούς ἔστω καί μικρόν κατάλυμα.


Εἰπέ μου λοιπόν, πού θά ἤθελες νά ἔχῃς οἰκίαν ἐδῶ; ἆρά γε εἰς τήν ἐρημίαν ἤ εἰς μίαν ἀπό τάς μικράς πόλεις; Ἐγώ τουλάχιστον δέν τό νομίζω, ἀλλά θά ἤθελες νά ἔχῃς εἰς τάς βασιλικωτάτας καί μεγάλας πόλεις, ὅπου ὑπάρχει περισσότερον ἐμπόριον καί μεγαλυτέρα πολυτέλεια. Ἀλλ̉ ἐγώ σέ ὁδηγῶ εἰς μίαν τέτοιαν πόλιν, τῆς ὁποίας τεχνίτης καί δημιουργός εἶναι ὁ Θεός. Ἐκεῖ σέ παρακαλῶ νά κτίζῃς καί νά οἰκοδομῇς μέ ὀλιγώτερα χρήματα καί ὀλιγώτερον κόπον. Ἐκείνην τήν οἰκίαν τήν οἰκοδομοῦν τά χέρια τῶν πτωχῶν καί αὐτό πρό πάντων εἶναι οἰκοδομή· διότι αὐτά πού γίνονται τώρα εἶναι δείγματα τῆς πιό φοβερᾶς παραφροσύνης. Καθ̉ ὅσον ἐάν κάποιος σέ ὡδήγει εἰς τήν περσικήν γῆν διά νά ἰδῇς τά ἐκεῖ καί νά ἐπανέλθῃς καί εἰς τήν συνέχειαν σέ διέτασσε νά κτίσῃς οἰκίαν, ἆρά γε δέν θά ἀπέδιδες εἰς αὐτόν τήν πιό χειροτέραν ἀνοησίαν, μέ τό νά σέ διατάσσῃ νά κάμνῃς ἀσκόπους δαπάνας; Πῶς λοιπόν κάμνῃς τό ἴδιο πρᾶγμα εἰς τήν γῆν, τήν ὀποίαν μετά ἀπό ὀλίγον θά ἐγκαταλείψῃς;


Ἀλλά, λέγει, θά τήν ἀφήσω εἰς τά παιδιά μου. Ὅμως καί ἐκεῖνα μετά ἀπό ὀλίγον ἀπό σένα θά τήν ἐγκαταλείψουν, πολλές φορές δέ καί πρίν ἀπό σένα, καί ὁμοίως καί οἱ μετά ἀπό ἐκείνους. Καί αὐτό τό πρᾶγμα γίνεται εἰς σέ αἰτία ἀπογοητεύσεως, ὅταν δέν ἰδῇς τούς κληρονόμους σου νά κατέχουν αὐτά. Ἐκεῖ ὅμως τίποτε παρόμοιον δέν εἶναι δυνατόν νά φοβηθῇς, ἀλλά μένει σταθερά αὐτό πού ἀπέκτησες καί εἰς ἐσένα καί εἰς τά παιδιά σου καί εἰς τά ἐγγόνια σου, ἄν ἐπιδείξουν τήν ἰδίαν ἀρετήν. Τήν οἰκοδόμησιν ἐκείνης τῆς οἰκίας τήν κάμνει ὁ Χριστός· ἐάν οἰκοδομῇς ἐκείνην δέν εἶναι ἀνάγκη νά ὁρίζῃς ἐπιστάτας, οὔτε νά φροντίζῃς, οὔτε νά μεριμνᾷς· διότι ὅταν ὁ Θεός ἀναλάβῃ τό ἔργον τί χρειάζεται ἡ φροντίς; Ἐκεῖνος τά συγκεντρώνει ὅλα καί κτίζει τήν οἰκίαν. Καί δέν εἶναι αὐτό μόνον τό ἀξιοθαύμαστον, ἀλλ̉ ὅτι αὐτός ἔτσι οἰκοδομεῖ αὐτήν, ὅπως ἀρέσει εἰς ἐσένα, ἀλλά καί περισσότερον ἀπό αὐτό πού σοῦ ἀρέσει καί ἀπό αὐτό πού θέλεις· διότι εἶναι τεχνίτης ἄριστος καί φροντίζει πάρα πολύ διά τά συμφέροντά σου. Καί ἄν εἶσαι πτωχός καί θελήσῃς νά οἰκοδομήσῃς αὐτήν τήν οἰκίαν κανείς δέν θά σέ φθονήσῃ οὔτε καί θά σέ κακολογήσῃ· διότι κανείς δέν τήν βλέπει αὐτήν ἀπό ἐκείνους πού φθονοῦν, ἀλλ̉ οἱ ἄγγελοι πού γνωρίζουν νά χαίρωνται μέ τά ἰδικά σου ἀγαθά. Κανείς δέν θά ἠμπορέσῃ νά ἐξουσιάσῃ αὐτήν, διότι κανείς δέν κατοικεῖ πλησίον της ἀπό αὐτούς πού πάσχουν ἀπό παρόμοια νοσήματα. Γείτονας ἐκεῖ ἔχεις τούς ἁγίους, τούς περί τόν Παῦλον καί Πέτρον, ὅλους τούς προφήτας, τούς μάρτυρας, τό πλῆθος τῶν ἄγγελων καί τῶν ἀρχαγγέλων.


Διά τοῦτο λοιπόν ὅλα αὐτά τά ὑπάρχοντά μας ἄς τά προσφέρωμεν εἰς τούς πτωχούς , διά νά ἐπιτύχωμεν ἐκείνας τάς σκηνάς, τά ὁποίας μακάρι νά ἐπιτύχωμεν ὅλοι ἡμεῖς μέ τήν χάριν καί φιλανθρωπίαν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, διά τοῦ ὁποίου καί μετά τοῦ ὁποίου ἀνήκει εἰς τόν Πατέρα δόξα συγχρόνως καί εἰς τό ἅγιον Πνεῦμα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Θεωρεῖν τὸν Ἰησοῦν

 Ἀρχιμ. Εὐσεβείου Βίττη 


Ἡ δυνατότητα τοῦ ὁρᾶν, τοῦ βλέπειν, ἡ θέαση τῶν ἀντικειμένων γύρω μας καὶ πρὸ πάντων τῶν συνανθρώπων μας, ἀποτελεῖ μία ἀπ’ τὶς πιὸ μεγάλες καὶ ὄμορφες δυνατότητες ἐπικοινωνίας. Ὅταν τὸ βλέμμα συναντᾶ τὸ βλέμμα, βρισκόμαστε στὴν πιὸ ἀποφασιστικὴ στιγμὴ ἐπικοινωνίας, ἐφ’ ὅσον φυσικὰ προϋπάρχουν καὶ οἱ ψυχολογικὲς προϋποθέσεις ποὺ δίνουν στὸ βλέμμα τὸ ἰδιαίτερο βάθος καὶ τὴ δυνατότητα διεισδύσεως. Τὸ ἕνα βλέμμα βυθίζεται μέσα στὸ ἄλλο μὲ τρόπο ἀνεξήγητο, μυστικό. Ὁ καθένας γίνεται ὑποκείμενο καὶ ἀντικείμενο θεωρίας ταυτόχρονα, θεωρὸς καὶ θεωρούμενος.


Τὸ βλέμμα προχωρεῖ βαθειὰ μέσα ἀπ’ τὴ ζωντανὴ θυρίδα τῶν ματιῶν. Ὅλη ἡ ψυχὴ γίνεται ματιὰ καὶ εἰσδύει στὴν ἄλλη ματιὰ ὅλη δὶ’ ὅλης. Ὁσοσδήποτε λόγος κι ἂν γίνει γιὰ τὴν ἀξία καὶ τὸν τρόπο λειτουργίας τοῦ βλέμματος δὲν θὰ μπορέσει νὰ παραστήσει σ’ ὅλο της τὸ βάθος καὶ τὴν ἔκταση τὴ σημασία τῆς ἐνέργειας «τοῦ θεωρεῖν».


Ἡ θέαση, «τὸ θεωρεῖν», ἔπαιξε πρωταρχικὴ σημασία στὴ σχέση μὲ τὸν Ἰησοῦ. Ὁ Ἰησοῦς ὑπῆρξε ἀντικείμενο θέας τῶν πρώτων μαθητῶν του. Τὸν εἶδαν, τὸν θεώρησαν. Καὶ μετὰ τὸν γνώρισαν καὶ προχώρησαν στὴ βαθύτερη καὶ μυστικότερη θεωρία του. Ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης εἶναι πολὺ σαφής: «Ὅ ἦν ἀπ᾿ ἀρχῆς, ὃ ἀκηκόαμεν, ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, περὶ τοῦ λόγου τῆς ζωῆς· –καὶ ἡ ζωὴ ἐφανερώθη, καὶ ἑωράκαμεν καὶ μαρτυροῦμεν καὶ ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον, ἥτις ἦν πρὸς τὸν πατέρα καὶ ἐφανερώθη ἡμῖν· –ὃ ἑωράκαμεν καὶ ἀκηκόαμεν, ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν, ἵνα καὶ ὑμεῖς κοινωνίαν ἔχητε μεθ’ ἡμῶν· καὶ ἡ κοινωνία δὲ ἡ ἡμετέρα μετὰ τοῦ πατρὸς καὶ μετὰ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ» (Α΄ Ἰωάν. Α΄ 1-3).


Ἡ θέαση αὐτὴ τοῦ Ἰησοῦ σὰν ἀνθρώπου καὶ αἰσθητὰ ψηλαφητοῦ ἦταν ἀναγκαία, γιατί χωρὶς αὐτὴν θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ ξεφύγει ἡ θεωρία τοῦ Ἰησοῦ ἀπ’ τὸ συγκεκριμένο καὶ τὸ ὁρισμένο στὸ ἀόριστο καὶ ἀπροσδιόριστο, ἢ καλύτερα σ’ ἕνα θολὸ καὶ σκοτεινὸ μυστικισμό, ὅπου χάνονται τὰ ὅρια ἀνάμεσα στὸ ἀληθινὸ καὶ στὸ πλασματικό. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς ἐπιμένει: «Καὶ ἠμεῖς τεθεάμεθα καὶ μαρτυροῦμεν» (Α΄ Ἰωάν. δ΄ 14). Εἶναι ὅμως φανερὸ πὼς ἡ θέαση τοῦ Ἰησοῦ δὲν ἦταν, δὲν μποροῦσε νὰ εἶναι μία ἁπλὴ λειτουργία τῆς ὁράσεως. «Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρὸς» (Ἰωάν. α΄, 14). Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε σάρξ, χωρὶς νὰ παύσει ὅμως νὰ εἶναι ὅ,τι ἦταν. Κάθε τί ποὺ γίνεται κάτι ἄλλο ἀποκτώντας τὶς ἰδιότητες ἐκείνου τοῦ ἄλλου, παύει νὰ εἶναι ὅ,τι ἦταν προηγουμένως. Εἶναι κάτι καινούργιο πιά.


Ὁ οἶνος ποὺ ἔγινε τὸ νερὸ στὶς ὑδρίες τοῦ θαύματος στὴν Κανὰ δὲν εἶχε πιὰ τίποτε τὸ κοινὸ μ’ αὐτὸ ποὺ ἦταν. Μονάχα ὁ Λόγος μποροῦσε νὰ εἶναι ταυτόχρονα καὶ Λόγος καὶ «σὰρξ» ξεπερνώντας τῆς φύσεως τοὺς ὅρους. Τὸ φυσιολογικὸ βλέμμα ἔδειχνε τὸν Ἰησοῦ. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν ἦταν ἀρκετὸ νὰ δώσει πληροφορίες ἱκανοποιητικὲς γι’ αὐτόν. Χρειαζόταν καὶ ἄλλου εἴδους βλέμμα, γιὰ νὰ δεῖ καὶ τὸν Λόγο ποὺ κρυβόταν πίσω ἀπὸ τὴν «σάρκα». Χρειαζόταν μία εἰδικὴ δυνατότητα θεωρίας καὶ θεάσεως τῆς δόξας του, τῆς μοναδικῆς του δόξας σὰν Υἱοῦ Μονογενοῦς. Ποιὰ εἶναι ἡ εἰδικὴ αὐτὴ ματιά, ἢ καλύτερα, σὲ τί πρέπει νὰ μεταμορφωθεῖ ἡ ματιά, γιὰ νὰ θεωρήσει τὸν Ἰησοῦν ἀληθινὰ καὶ σωστά; Μᾶς τὸ λέει ὁ ἴδιος: «τοῦτο δέ ἐστι τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με, ἵνα πᾶς ὁ θεωρῶν τὸν υἱὸν καὶ πιστεύων εἰς αὐτὸν ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον, καὶ ἀναστήσω αὐτὸν ἐγὼ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ.» (Ἰωάν. στ΄ 40). Τὸ «θεωρεῖν» ἐδῶ γίνεται ταυτόσημο μὲ τὸ «πιστεύειν». Παύει δηλαδὴ τὸ βλέμμα νὰ ἀποτελεῖ μία καθαρὴ ἐνέργεια τῆς αἰσθήσεως μόνο. Τὸ βλέμμα γίνεται πίστη.


Τὸ θεωρεῖν ἔχει λόγον ὑπάρξεως τότε μόνον, ὅταν γίνεται ὄχημα πίστεως. Ἀλλιῶς μένει μία ἁπλὴ φυσιολογικὴ ἐνέργεια χωρὶς βάθος καὶ ἰδιαίτερη σημασία. «ἑωράκατέ με καὶ οὐ πιστεύετε» (Ἰωάν. στ΄ 36). Εἶναι μία διαπίστωση καὶ ἕνα παράπονο τοῦ Ἰησοῦ, γι’ αὐτοὺς ποὺ ἔμεναν στὸ πεδίο τῆς φυσιολογίας μόνον. Ἀλλὰ τὸ «θεωρεῖν» αὐτὸ γίνεται ἀφορμὴ καταδίκης. Γιατί ἐνέχει μέσα τοῦ τὸ στοιχεῖο τῆς κρίσεως. «εἰς κρῖμα ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον τοῦτον ἦλθον, ἵνα οἱ μὴ βλέποντες βλέπωσι καὶ οἱ βλέποντες τυφλοὶ γένωνται» (Ἰωάν. θ΄ 39) καὶ «εἰ τυφλοὶ ἦτε, οὐκ ἂν εἴχετε ἁμαρτίαν· νῦν δὲ λέγετε ὅτι βλέπομεν· ἡ οὖν ἁμαρτία ὑμῶν μένει» (Ἰωάν. θ΄ 41). Ὁ ἄνθρωπος καταδικάζεται στὴν περίπτωση αὐτὴ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του νὰ μένει στὸ χῶρο τοῦ γήινου καὶ τοῦ ἐγκόσμιου χωρὶς νὰ ἀξιώνεται νὰ γίνει θεωρὸς τῶν ἐπέκεινα.


Ὁ Ἰησοῦς ὅμως δὲν εἶναι τώρα καὶ σωματικὰ παρὼν στὸν κόσμο. Παύει ἄραγε ἡ δυνατότητα τοῦ θεωρεῖν τὸν Ἰησοῦν; Τώρα ἔχουμε ἀντιστροφὴ τοῦ ἄξονα θεωρεῖν-πιστεύειν. Γίνεται πιστεύειν-θεωρεῖν. Μὲ τὴν πίστη καθαρίζει τὸ βλέμμα καὶ προχωρεῖ στὴν ἄμεση ἐσωτερικὴ θεωρία τοῦ Ἰησοῦ, καθαρίζει τὸ βλέμμα τῆς ψυχῆς. Καθαρίζει τὸ «διορατικόν», ὁ νοῦς, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ μάτι τῆς ψυχῆς. Σ’ αὐτὸ ἐνεργεῖ καὶ ἕνας ἄλλος παράγων ποὺ θὰ τὸν δοῦμε πιὸ κάτω. Τώρα δημιουργοῦνται, μποροῦμε νὰ τὸ ποῦμε χωρὶς δυσκολία, ὅροι καὶ προϋποθέσεις καλύτερες «τοῦ ἰδεῖν τὸν Ἰησοῦν», πολὺ καλύτερες ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ εἶχαν οἱ ἄνθρωποι τότε ποὺ ὁ Ἰησοῦς ἦταν καὶ σωματικὰ στὴ γῆ. «ἕως πότε τὴν ψυχὴν ἡμῶν αἴρεις;» (Ἰωάν. 10, 24),


Ἡ ἀμφιβολία καὶ ὁ δισταγμὸς βασάνιζαν τὶς καρδιὲς τῶν ἀκροατῶν του καὶ τότε, ἐφ’ ὅσον τὸ βλέμμα τους ἔμενε μόνο στὸν ραββί. Τὸν ἔβλεπαν, τὸν ἄκουγαν, τὸν ψηλαφοῦσαν, καὶ ὅμως ἔβλεπαν χωρὶς νὰ βλέπουν καὶ ἄκουγαν χωρὶς νὰ καταλαβαίνουν. «Τυφλοὶ τὰ τ’ ὦτα τὸν τὲ νοῦν τὰ τ’ ὄμματα». Δὲν λειτουργοῦσε ἡ ἐσωτερικὴ αἴσθηση, καὶ ἡ ἐσωτερικὴ ματιά. Γιατί; Κι’ ἂν ὑποθέσουμε πὼς ὑπῆρχε καλὴ διάθεση, ὅμως «οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα ῞Αγιον, ὅτι ᾿Ιησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη» (Ἰωάν. ζ΄ 39). Ἔτσι ἐρχόμαστε στὸν παράγοντα ποὺ παίζει τὸν πιὸ ἀποφασιστικὸ ρόλο στὸ ζήτημά μας.


Ἡ θεωρία τοῦ Ἰησοῦ δὲν εἶναι ζήτημα ἐξυπνάδας, ὀξύνοιας, ὀξυδέρκειας ἢ ἄλλων ψυχικῶν καὶ πνευματικῶν δεξιοτήτων. Δὲν εἶναι προνόμιο μερικῶν ψυχῶν ποὺ ρέπουν στὴ μυστικὴ καὶ ἐσωτερικὴ ζωή, ποὺ εὔκολα βυθίζονται σὲ ἐνοράσεις καὶ χάνονται σὲ κόσμους ἀνεξέλεγκτους καὶ αὐθαίρετης ὑποκειμενικότητας. Ὁ Ἰησοῦς χάνεται ἀπὸ τὸ αἰσθητὸ ὀπτικὸ πεδίο, «μικρὸν καὶ οὐ θεωρεῖτέ με», ἀλλὰ ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ ἀπομάκρυνσή του θὰ γίνει ἀφορμὴ νὰ τὸν ξαναδοῦν οἱ μαθηταί του καὶ τότε καὶ τώρα καθαρότερα: «καὶ πάλιν μικρὸν καὶ ὄψεσθέ με, ὅτι ἐγὼ ὑπάγω πρὸς τὸν πατέρα» (Ἰωάν. ιστ΄ 16). Ὁδηγὸς στὴ θέα αὐτὴν εἶναι ὁ Παράκλητος. Ἐκεῖνος εἶναι ὁ ὁδηγὸς «εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν». Ἐκεῖνος θὰ διδάξει καὶ θὰ ἀποκαλύψει τὴν ἀλήθεια καὶ γιὰ τὸν Ἰησοῦ. Ἐκεῖνος θὰ τὸν δοξάσει (Ἰωάν ιστ΄ 14 ἑ.). Θὰ μιλήσει γι’ αὐτὸν καὶ θὰ τὸν φανερώσει στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων.


Ὁ Ἰησοῦς ἔρχεται καὶ πάλι στὴν Ἐκκλησία του διὰ τοῦ Παρακλήτου. «μικρὸν καὶ οὐ θεωρεῖτέ με, καὶ πάλιν μικρὸν καὶ ὄψεσθέ με, ὅτι ἐγὼ ὑπάγω πρὸς τὸν πατέρα … καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ (ὅταν δηλ. θὰ ἔλθει ὁ Παράκλητος) ἐμὲ οὐκ ἐρωτήσετε οὐδέν· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὅσα ἂν αἰτήσητε τὸν πατέρα ἐν τῷ ὀνόματί μου, δώσει ὑμῖν». Ὁ Παράκλητος μιλάει στὶς καρδιὲς καὶ φυτεύει τὴν πίστη. «ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες» (Ἰωάν. κ΄ 29). Ἀπὸ τώρα δὲν θὰ εἶναι ἀναγκαία ἡ αἰσθητὴ ψηλάφηση. Τώρα πιὰ εἶναι κατατεθειμένη ἡ μαρτυρία γιὰ τὸν Ἰησοῦ καὶ τὸ Πνεῦμα θὰ φανερώνει τὸ βαθύτερο καὶ μυστικότερο νόημά της.


Τὸ Πνεῦμα ὑπάρχει μέσα στὴν Ἐκκλησία. Τὸ ἀνήκειν στὴν Ἐκκλησία, τὸ εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ μυστικὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἀποτελεῖ τὸ ἐχέγγυο τῆς μετοχῆς στὸ Πνεῦμα καὶ τῆς χορηγήσεως ἀπὸ αὐτὸ τῆς δωρεᾶς «τοῦ ἰδεῖν τὸν Ἰησοῦν». Ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἀνήκει κανεὶς στὸν κόσμο καὶ «οὐ δύναται λαβεῖν» τὸ Πνεῦμα (Ἰωάν. ιδ΄ 17). Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ τὸν Ἰησοῦ. Ὅλες οἱ προσπάθειες γιὰ τὴν ἀπομύθευση τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὴν ἀνατομία της ὑπὸ τὸ φῶς τῆς γνώσεως τοῦ κόσμου αὐτοῦ καὶ μὲ κριτήριο τὶς ἀνθρώπινες δυνατότητες κατανοήσεως δὲν κατέληξε παρὰ στὴν ἐξαφάνιση τοῦ Ἰησοῦ. Καθόλου παράξενο γιατί μετὰ τόση συζήτηση γίνεται λόγος «περὶ τίνος Ἰησοῦ τεθνηκότος ὃν ἔφασκεν ὁ Παῦλος ζῆν». (Πρ. κε΄ 19).


Τὸ ἀνθρώπινο πνεῦμα, ἀδύναμο καθὼς εἶναι, εἶναι ἀνίκανο νὰ ξεπεράσει τοὺς φυσικοὺς ὅρους, ποὺ τὸ διέπουν καὶ τὸ κρατοῦν δέσμιο τοῦ παρόντος, καὶ νὰ κατανοήσει καὶ ἀκόμη πιὸ πολύ, νὰ θεωρήσει τὸν Ἰησοῦ. Μέσα ὅμως στὴν Ἐκκλησία ἐμφανίζεται ὁ Ἰησοῦς. Μέσα στὴν Ἐκκλησία ὁ Παράκλητος μᾶς ὁδηγεῖ στὴ θεωρία τοῦ Ἰησοῦ. Μᾶς ἀποκαλύπτει τὸν Ἰησοῦ.


Ἡ Ἐκκλησία στηριζόμενη στὸ θεμέλιο τῶν ἀποστόλων (Ἐφεσ. Β΄ 20) ποὺ κατέθεσαν μὲ τὸ αἷμα τοὺς τὴ μαρτυρία γιὰ τὸν Ἰησοῦ καὶ στὴ χειραγωγία τοῦ Πνεύματος ποὺ τὴν ἐμψυχώνει καὶ τὴν ὁδηγεῖ στὴν ἐσωτερικὴ γνώση τοῦ Ἰησοῦ, κινεῖται ἀνάμεσα στὶς δύο παρουσίες τοῦ Ἰησοῦ μέσα στὴν ἱστορία. Καὶ ζεῖ μὲ τὴν μυστικὴ θεωρία του καὶ τὴν ἀναμονή του, ἕως ὅτου τὸν δεῖ «πρόσωπον πρὸς πρόσωπον» (Α΄ Κορ. Ιγ΄ 12). Τὴ θεωρία αὐτὴ τοῦ Ἰησοῦ τὴ ζεῖ κάθε ἀληθινὰ πιστὸς μὲ ἕνα τρόπο πολὺ προσωπικό, ἀλλὰ πραγματικὸ καὶ ἀληθινό. Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ σύμπτωση τῆς μυστικῆς ἐμπειρίας τῶν μεγάλων ἁγίων ποὺ τὴν καταθέτουν στὸ κοινὸ θησαυροφυλάκιο τῆς Ἐκκλησίας μας.


Μιλᾶμε γιὰ τὴ θεωρία τοῦ Ἰησοῦ. Ἡ ἔννοια αὐτή, ἢ καλύτερα, ἡ πραγματικότητα ποὺ κρύβεται πίσω ἀπὸ τὴν ἔννοια αὐτή, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ περιγραφεῖ, ὅπως καὶ κάθε συναφὴς πραγματικότητα ποὺ ἀναφέρεται στὴν οὐράνια καὶ ὑπερβατικὴ πραγματικότητα. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι ἀδύνατον νὰ ἐκφρασθεῖ μὲ λέξεις, ποὺ ἀδυνατοῦν ἀκόμα καὶ τὴν περιγραπτὴ καὶ ἁπλὴ πραγματικότητα νὰ περιγράψουν. Αὐτὲς τὶς πραγματικότητες «οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι» στὴν ἀνθρώπινη γλώσσα (Β΄ Κορ. ιβ΄ 4). Καὶ γι’ αὐτὸ, τὸ λόγο τὸν ἔχει ἡ ἄμεση ἐσωτερικὴ βίωση καὶ ἡ φανέρωση τοῦ Πνεύματος. Ἐκεῖνο ποὺ μπορεῖ μονάχα νὰ λεχθεῖ εἶναι τοῦτο: Τὸ θεωρεῖν τὸν Ἰησοῦ δὲν εἶναι λέξεις χωρὶς ἀντίκρυσμα. Εἶναι μία ἀπρόσιτη πραγματικότητα ποὺ τὴν γεύονται ὅσοι εἶναι ὅλο φωτιὰ καὶ θεῖο ἔρωτα.


Ὧρες-ὧρες ἐκφράζεται καὶ μὲ δάκρυα καὶ μὲ ἐσωτερικὸ κατακλυσμὸ χαρᾶς καὶ ἀνείπωτης εὐτυχίας, μὲ συναισθηματικὴ εὐφορία καὶ πνευματικὴ ἀνάταση καὶ ἄρρητο γλυκασμὸ ποὺ εἶναι μία ἰσχυρὴ πρόγευση τοῦ Ἰησοῦ καὶ μία ἀνείπωτη παρηγοριὰ τοῦ πιστοῦ ποὺ γιὰ τὸν Ἰησοῦ πονᾶ, θλίβεται καὶ πάσχει στὸν κόσμο αὐτὸ καὶ μαρτυρεῖ ἀκόμα καὶ γιὰ χάρη του. Αὐτὰ ὅμως δὲν συμβαίνουν πάντοτε. Δὲν εἶναι ὁ κανόνας. Κανόνας εἶναι ἡ πίστη. Κανόνας εἶναι ἡ «ἐν ἐσόπτρῳ καὶ ἐν αἰνίγματι» θέαση τοῦ Ἰησοῦ (Α΄ Κορ.ιγ΄ 12).


Δὲν εἶναι σπάνιες οἱ περιπτώσεις ποὺ ἡ ψυχὴ στὸν ἀγώνα της καὶ στὴν πάλη της νὰ σταθεῖ πιστὴ καὶ ἀφοσιωμένη στὸν ποθητό της Νυμφίο περνάει ὧρες σκληρῆς ἀμφιβολίας καὶ δέρνεται μέσα στὴ συννεφιὰ καὶ τὴν φουρτούνα τῆς ἀβεβαιότητος. Ἀλλὰ στὴν κρίσιμη στιγμὴ φτάνει μία μικρὴ ἀνακίνηση τοῦ πυκνοῦ παραπετάσματος ἀπὸ τὴν πνοὴ τοῦ Πνεύματος γιὰ νὰ ἀφήσει νὰ διαφανεῖ ἡ ὑπάρχουσα πραγματικότης. Νὰ διαφανεῖ ὁ Ἰησοῦς…


Μερικοὶ συγκεκριμένοι «τρόποι» θεωρίας τοῦ Ἰησοῦ μέσα στὴν Ἐκκλησία:


1) Τὸ Μυστήριο τῆς Θ. Εὐχαριστίας. Στὸ μυστήριο ὑπάρχει ὁ Ἰησοῦς. Στὸ Μυστήριο συνεχίζεται ἡ ἔνσαρκος οἰκονομία του μὲ τὸ ἴδιο καὶ πιὸ πολὺ τονισμένο τὸ στοιχεῖο τῆς ταπεινώσεως τοῦ Ἰησοῦ. Στὴν παράδοση τῆς ὀρθόδοξης εὐσέβειας ἀναφέρονται περιπτώσεις ἁγίων ἀνθρώπων ποὺ «ἐθεώρουν» τὸν Ἰησοῦ κρυμμένο πίσω ἀπὸ τὸν ἄρτο καὶ τὸν οἶνο. Ἐμεῖς οἱ κοινοὶ πιστοὶ δὲν τὸν θεωροῦμε μὲ τὸν τρόπο αὐτό. Τὸν βλέπουμε μόνο μὲ τὰ μάτια τῆς πίστεως. Πιστεύουμε πὼς εἶναι «οὐσιωδῶς παρὼν» στὴ Θ. Εὐχαριστία. Τὸν ἀγκαλιάζουμε μυστικά. Τὸν δεχόμαστε στὴν καρδιά μας.


Ὤ, σπάνιες στιγμὲς πνευματικῆς εὐφροσύνης! Νοιώθει κανεὶς πὼς τότε βρίσκεται στὴν προβαθμίδα τοῦ «θεωρεῖν τὴν δόξαν τοῦ Ἰησοῦ, ἥν δέδωκεν αὐτῷ ὁ Πατὴρ» (Ἰωάν. ιζ΄ 24). Μέσα στὸ Μυστήριο λοιπὸν μποροῦμε νὰ «ἀφορῶμεν εἰς τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν Ἰησοῦν» (Ἑβρ. ιβ΄ 2) μὲ ἀπόλυτη βεβαιότητα, μὲ τὴν ἴδια βεβαιότητα ποὺ μποροῦσε νὰ ἔχει ὁ Πρωτομάρτυρας, ὅταν ἔλεγε: «θεωρῶ τοὺς οὐρανοὺς ἀνεῳγμένους καὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ ἑστῶτα» (Πρ. ζ΄ 56).


2) Οἱ ἀδελφοί. Κάθε ἀδελφὸς εἶναι τὸ ἀντίτυπο τοῦ Ἰησοῦ. Πίσω ἀπὸ τὸν κάθε ἀδελφὸ κρύβεται ὁ Ἰησοῦς. Αὐτὸ ἀποτελεῖ πρώιμη συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας ὅπως βλέπουμε στὴ συνοπτικὴ παράδοση: (Ματθ. Κε΄ 31-46). Θεωρεῖν τὸν Ἰησοῦ σημαίνει στὴν πρακτικὴ κοινωνικὴ ζωὴ θεωρεῖν τὸν Ἰησοῦ στὰ πρόσωπα τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν του. Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ἔχει δύο ἐκφράσεις ποῦ μιλοῦν γιὰ τὸ ζήτημα αὐτό; «ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ πιστεύων τῷ πέμψαντί με ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται, ἀλλὰ μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν» (Ἰωάν. ε΄ 24). Καί: «ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι μεταβεβήκαμεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν, ὅτι ἀγαπῶμεν τοὺς ἀδελφούς· ὁ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν μένει ἐν τῷ θανάτῳ» (Α΄ Ἰωάν. γ΄ 14). Τόσο ἡ πίστη ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ὅσο καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς εἶναι μετάβαση πρὸς τὴν ζωή. Ἐφ’ ὅσον ὅμως ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἡ ζωή, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ πίστη συγκλίνουν στὸ ἴδιο σημεῖο: στὸν Ἰησοῦ. Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀναχθεῖ στὴ θέα τοῦ Ἰησοῦ χωρὶς τὰ δύο αὐτὰ φτερά.


3) Ἡ γενικότερη συνεπὴς ἐφαρμογὴ τῆς ἐντολῆς τοῦ Ἰησοῦ. Ἡ σύγκρουση μὲ τὴν πραγματικότητά μας, τὴν καθόλου εἰδυλλιακὴ, ἁμαρτωλὴ πραγματικότητά μας μὲ τὶς ἀσκήμιες της καὶ τὶς τρικλοποδιὲς ποὺ μᾶς βάζει στὴν προσπάθειά μας νὰ φανοῦμε συνεπεῖς, μᾶς βγάζει ἀπὸ τὶς αὐταπάτες καὶ τὶς φαντασιοπληξίες, ἀλλὰ καὶ μᾶς στερεώνει περισσότερο στὴν ἐπιθυμία τοῦ «ἰδεῖν τὸν Ἰησοῦν». Θέλεις νὰ δεῖς τὸν Ἰησοῦ; Ἀγάπησέ τον θερμά, ὅσο γίνεται πιὸ θερμά, πιὸ δυνατά, πιὸ παράφορα. Θέλεις νὰ δοκιμάσεις γνησιότητα τῆς ἀγάπης σου πρὸς τὸν Ἰησοῦ; Τήρησε τὶς ἐντολές του, ὅσο κι ἂν εἶναι δύσκολη ἡ ἐφαρμογή τους. «Ὁ ἔχων τὰς ἐντολάς μου καὶ τηρῶν αὐτάς, ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με· ὁ δὲ ἀγαπῶν με ἀγαπηθήσεται ὑπὸ τοῦ πατρός μου, καὶ ἐγὼ ἀγαπήσω αὐτὸν καὶ ἐμφανίσω αὐτῷ ἐμαυτόν» (Ἰωάν. ιδ΄ 21).


Αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὴν θέα τοῦ Ἰησοῦ. Εἶναι ὁ ὁμαλὸς καὶ ἀσφαλὴς δρόμος, στὸν ὁποῖο πατοῦμε μὲ τὸ ἕνα πόδι, δηλ ἡ πραγματικότητα στὴν ὁποία ζοῦμε, ἐνῶ μὲ τὸ ἄλλο πόδι πατοῦμε στὴν ἄλλη πραγματικότητα, τὴ μυστική, τῆς ὁποίας εἴμαστε δυνάμει μέτοχοι. Τηρώντας κανεὶς τὴν ἐντολὴ τοῦ Ἰησοῦ φεύγει ἀπ’ τὴν πραγματικότητα τοῦ κόσμου καὶ μπαίνει στὴν ἱερὴ περιοχὴ τῆς νοσταλγίας του καὶ τῶν μυστικῶν πόθων του. Ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν εἶναι μία προσπάθεια νὰ ἀρθεῖ ἡ αὐλαία τοῦ κόσμου καὶ τῆς ἁμαρτίας ποὺ παρεμβάλλονται ἀνάμεσα σέ μᾶς καὶ στὸν Ἰησοῦ. Ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν εἶναι ἡ προχώρηση γιὰ νὰ συναντήσουμε τὸν Ἰησοῦ, ποὺ ἔρχεται γιὰ νὰ «ἐμφανίση ἑαυτὸν» καὶ «νὰ θεωρῶμεν τὴν δόξαν αὐτοῦ».


Εἶναι τόση ἡ εὐτυχία καὶ ἡ μακαριότητα τῆς ψυχῆς ποὺ «εἶδε», ἔστω καὶ ἀμυδρὰ τὸν Ἰησοῦ, ὥστε δὲν μπορεῖ νὰ μένει μόνη στὴ θέα αὐτή, θέλει καὶ ἄλλες ψυχὲς νὰ γευτοῦν τὴν ἴδια πραγματικότητα. Ἡ μακαριότητα τῆς σὺν-θέας, τῆς σὺν-θεωρήσεως γίνεται αὐτόματα πιὸ μεγάλη, πιὸ βαθειά. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅσοι εἶδαν τὸν Ἰησοῦ δὲν παρέμειναν σὲ μία ἀδράνεια, ἀλλὰ σκορπίστηκαν στὸν τετραπέρατο κόσμο καὶ διεκήρυξαν: «ὃ ἑωράκαμεν καὶ ἀκηκόαμεν, ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν, ἵνα καὶ ὑμεῖς κοινωνίαν ἔχητε μεθ’ ἡμῶν· καὶ ἡ κοινωνία δὲ ἡ ἡμετέρα μετὰ τοῦ πατρὸς καὶ μετὰ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ» (Α΄ Ἰωάν. α΄ 1-3). Εἶναι φανερὸς ὁ σύνδεσμος θέας καὶ μαρτυρίας. Θεάσεως καὶ ἀπαγγελίας, καὶ εὐαγγελισμοῦ καὶ σὺν-κοινωνίας καὶ ἄλλων στὸ ἄρρητο αὐτὸ θέαμα.


Αὐτὸ εἶναι τὸ μυστικὸ καὶ ἡ βιωματικὴ ἀφετηρία κάθε ἱεραποστολικῆς προσφορᾶς καὶ προοπτικῆς. Τίποτε ἄλλο. Τὰ ἄλλα ὅλα εἶναι δευτερεύοντα συμπληρώματα. Ἡ πηγὴ τῆς ἱεραποστολικῆς θέρμης καὶ δράσεως εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἱεραπόστολος «εἶδε» καὶ θεᾶται ἐξακολουθητικὰ τὸν Ἰησοῦ. Καὶ γίνεται ἡ βίωσή του αὐτὴ φωνή. Καὶ γίνεται ὅλη φωτιά. Καὶ συνεχίζει μὲ ἐσωτερικὴ βεβαιότητα τὸ ἔργο ἐκείνων ποὺ πρῶτοι εἶδαν τὸν Ἰησοῦ. Τὸν ἀνακάλυψαν ἐκεῖνοι καὶ μᾶς εἶπαν τί ἦταν αὐτὸ ποὺ βρῆκαν. Τὸν γευτήκαμε καὶ ἐμεῖς ἐλάχιστα καὶ βλέπουμε ὅτι εἶχαν τόσο δίκαιο στὶς διακηρύξεις τους.


Αὐτὴ ἡ ἐλάχιστη ἐμπειρία μας πρέπει νὰ γίνει πιὸ μεγάλη καὶ πιὸ βαθειά. Νὰ ἀνάβει τὴ λαχτάρα νὰ θεαθοῦμε πιὸ πολὺ τὸν Ἰησοῦ. Νὰ τὸν θεαθοῦμε ὅσο γίνεται καὶ στὴ γῆ τούτη, ἀλλὰ νὰ τὸν θεώμεθα καὶ στὸν οὐρανὸ ὅπου «πάντοτε σὺν Κυρίῳ ἐσόμεθα» (Α΄ Θεσ. δ΄17) «θεωροῦντες τὴν δόξαν» του (Ἰωάν. ιζ΄ 24) προχωρώντας ἐκ μακαριότητος εἰς μακαριότητα…

Κυριακή τοῦ Τυφλοῦ

 Ἰωάν. θ΄, 1-38 


Θεοφυλάκτου Ἀρχιεπισκόπου Βουλγαρίας


ἑρμηνεία εἰς τὸ κατὰ Ἰωαν. Εὐαγγέλιον Κεφ. θ΄.


Καὶ προχωρῶντας εἶδε κάποιον τυφλὸ ἐκ γενετῆς· τὸν ρώτησαν οἱ μαθηταὶ του καὶ τοῦ εἶπαν·  «Δάσκαλε, ποιὸς ἁμάρτησε αὐτὸς ἤ οἱ γονεῖς του γιὰ νὰ γεννηθῆ τυφλός;» Βγαίνοντας ἀπὸ τὸ ἱερὸ ὁ Κύριος μηχανεύεται τρόπο νὰ διασκεδάση τὸν θυμὸ τῶν Ἰουδαίων καὶ βαδίζει γιὰ νὰ θεραπεύση τὸν τυφλό.  Μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο   θέλει νὰ μαλακώση τὴν σκληρότητα καὶ τὴν ἀπείθειά τους, ἄν καὶ δὲν ἐδόχοντα αὐτοὶ καμμιὰ ἐπίδραση.  Συνάμα τοὺς ἔδειχνε ὅτι δὲν εἶπε μάταια καὶ κομπαστικά «Πρὶν γίνη ὁ Ἀβραάμ, ἐγὼ ὑπῆρχα».


Νὰ ποὺ κάνει ἕνα θαῦμα ποὺ δὲν τὸ ἔκεανε κανένας πρωτύτερα. Μπορεῖ ν’ ἄνοιξε κάποιος τὰ μάτια ἑνὸς τυφλοῦ· ὄχι ὅμως τυφλοῦ γεννημένου. Εἶναι φανερὸ λοιπὸν ὅτι σὰν Θεὸς ποὺ ὑπῆρχε καὶ πρὶν ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ κάει ἀυτὸ τὸ θαῦμα, ποὺ δὲν εἶχε γίνει ὡς τότε. Ἐπίτηδες πῆγε καὶ στὸν τυφλό· δὲν πῆγε ὁ τυφλός σ’ ἐκεῖνον. Ἔτσι λοιπὸν κι οἱ μαθητὲς ὅταν τὸν εἶδαν ποὺ παρατήρησε προσεκτικὰ τὸν τυφλό, τὸν ρώτησαν· «ποιὸς ἁμάρτησε αὐτὸς ἤ οἱ γονεῖς του, γιὰ νὰ γεννηθῆ τυφλός; Φαίνεται ὅμως ἡ ἐρώτηση ἄστοχη. Πῶς θὰ μποροῦσε ν’ ἁμαρτήση αὐτὸς πρὶν γεννηθῆ; Γιατὶ βέβαια οἱ ἀπόστολοι δὲν παραδέχτηκαν τὶς ἑλληνικὲς φλυαρίες, ὅτι ἡ ψυχὴ πρὶν μπῆ στὸ σῶμα ζῆ σ’ ἄλλο κόσμο, ὅπου ἁμαρτάνει κι ἔπειτα ἡ εἴσοδός της στὸ σῶμα εἶναι σὰν τιμωρία γι’  αὐτό.  Γιατὶ σὰν ψαράδες ποὺ ἦσαν οὔτε ποὺ θὰ εἶχαν ἀκούσει κάτι τέτοιο· αὐτὰ εἶναι τῶν φιλοσόφων σοφίες. Οἱ ἀπόστολοι ἄκουσαν τὸ Χριστὸ νὰ λέη πρὸς τὸν παράλυτο «Ἔγινες καλά, μὴν ξαναμαρτήσεις πιά, μὴ πάθης τίποτα χειρότερο. Ἀφοῦ εἶδαν τὸν τυλφὸ ἀποροῦν καὶ κάτι τέτοια σὰ νὰ συλλογίστηκαν.  Καλὰ ἐκεῖνος ἔγινε παράλυτος ἀπὸ ἁμαρτήματα; Δὲν ὑπάρχει ἀντίρρηση γι’ αὐτό.  Ἀπὸ ἁμαρτήματα δικά του; Δὲν μπορεῖς νὰ τὸ πῆς ἀφοῦ εἶναι τυφλὸς ἐκ γενετῆς. Ἀπὸ ἁμαρτήματα   γονέων; οὔτε  αὐτὸ λέγεται γιατὶ δὲν τιμωρεῖται γυιὸς γιὰ τὸν πατέρα.  Δὲν διατυπώνουν λοιπὸν αὐτὲς τὶς σκέψεις σὰν ἐρωτήσεις ἀλλὰ ἐκφράζουν τὴν ἀπορία τους.  Κι ὁ Κύριος ἀπαντῶντας στὴν ἀπορία τοὺς λέει·  Οὔτε αὐτὸς ἁμάρτησε (πῶς θὰ γίνονταν αὐτὸ πρὶν γεννηθῆ;)  οὔτε οἱ γονεῖς του.  Δὲν τὸ εἶπε ἐπειδὴ τοὺς ἀπαλλάσσει ἀπὸ ἁμαρτήματα.  Γιατὶ δὲν εἶπε μόνο ὅτι «δὲν ἁμάρτησαν οἱ γονεῖς» ἀλλὰ συμπλήρωσε «γιὰ νὰ γεννηθῆ τυφλός». Ἁμάρτησαν βέβαια οἱ γονεῖς του ἀλλὰ δὲν ἦταν συνέπεια τῆς ἁμαρτίας ἡ ἀναπηρία. Γιατὶ δὲν εἶναι σωστὸ οἱ ἁμαρτίες τῶν πατέρων νὰ φορτώνωνται στὰ παιδιὰ ποὺ δὲν ἀδίκησαν τίποτα. Αὐτὸ διδάσκει ὁ Θεὸς μὲ τὸ στὸμα τοῦ Ἰεζεκιὴλ λέγοντας ὅτι «Δὲν ἰσχύει πιὰ ἡ μεταφορὰ ποὺ λέγεται: Οἱ πατέρες ἔφαγαν ἀγουρίδες καὶ μούδιασαν τὰ δόντια τῶν παιδιῶν».  Καὶ μὲ τὸ χέρι τοῦ Μωυσῆ γράφει «Δὲν θὰ πεθάνει ὁ πατέρας γιὰ χάρη τοῦ παιδιοῦ». Πῶς ὅμως ἔχει γραφῆ «Ἀφίνει νὰ ξεσπάσουν στὰ παιδιὰ οἱ ἁμαρτίες τῶν γονέων ὡς τὴν Τρίτη καὶ τέταρτη γενεά;».  Μπορεῖ κανένας νὰ πῆ πρῶτα ὅτι μήτε καθολικὸ κῦρος ἔχει αὐτὴ ἡ ἀπόφαση, μήτε ἔχει λεχθῆ γιὰ ὅλους παρὰ μόνο γι’ αὐτοὺς ποὺ ἐλευθερώθηκαν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο. Ὕστερα λογάριασε καὶ τὸ πνεῦμα τῆς ἀποφάσεως.  Δὲ λέγει ὅτι γι’ αὐτό, ποὺ ἁμάρτησαν οἱ γονεῖς, τιμωροῦνται τὰ παιδιὰ, ἀλλὰ ὅτι οἱ ἁμαρτίες τῶν πατέρων, δηλαδὴ οἱ τιμωρίες γιὰ τὶς ἁμαρτίες θὰ ξεσπάσουν καὶ στὰ παιδιὰ τους σὰ νὰ ἔχουν πέσει στὰ ἴδια παραπτώματα.  Γιὰ νὰ μὴ νομίσουν αὐτοὶ ποὺ ἔφυγαν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο ὅτι δὲ θὰ ὑποστῦς τὶς ἴδιες τιμωρίες, ἀκόμα κι ἄν λιγώτερα ἀπὸ τοὺς γονεῖς ἁμαρτήσουν, τοὺς λέει ὅτι δὲ θὰ γίνη ἔτσι ἀλλὰ οἱ ἁμαρτίες τῶν πατέρων σας, δηλαδὴ οἱ τιμωρίες θὰ ξεσπάσουν καὶ σὲ σᾶς ἐπειδὴ δὲν γίνατε καλύτεροι ἀλλὰ πέσατε στὰ ἴδια ἤ καὶ χειρότερα παραπτώματα. Κι ἄν βλέπης, πολλὲς φορὲς ἀκόμα καὶ νήπια νὰ ἁρπάζωνται, γιὰ τιμωρία τάχα τῶν γονέων, νὰ ξέρης καλά, ὅτι ἀπὸ φιλανθρωπία, ὁ Θεὸς τὰ ἁρπάζει προτοῦ ζήσουν. Αὐτὸ συμβαίνει γιὰ νὰ μὴν γίνουν χειρότερα ἀπὸ τοὺς γονεῖς καὶ νὰ μὴ ζήσουν γιὰ κακὸ τῆς ψυχῆς τους καὶ πολλῶν ἄλλων. Ἀλλὰ αὐτὰ μένουν κρυμμένα στῶν θείων βουλῶν τὴν ἄβυσσο. Ἐμεῖς ἄς προχωρήσωμε.


Ἀπάντησε ὁ Ἰησοῦς· οὔτε αὐτὸς ἁμάρτησε οὔτε οἱ γονεῖς του, γιὰ νὰ γεννηθῆ τυφλὸς ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνουν φανερὰ στὴν περίπτωσή του τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ. Ἐγὼ πρέπει νὰ ἐκτελῶ τὰ ἔργα ἐκείνου ποὺ μὲ ἔστειλε, ὅσο εἶναι μέρα. Ἔρχεται νύχτα, ὁπότε κανένας δὲν μπορεῖ νὰ ἐργασθῆ. Ὅσο βρίσκομαι στὸν κόσμο, «εἶμαι τὸ κόσμου τὸ φῶς».  Αὐτὸ ἀποτελεῖ δεύτερη ἀπορία.  Θὰ ρωτοῦσε κανένας, πῶς τὸ εἶπε αὐτό; Ἀδικήθηκε ὁ ἄνθρωπος μὲ στέρηση τοῦ φωτὸς «γιὰ νὰ γίνουν φανερὰ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ»; Δὲν μποροῦσε νὰ φανερωθοῦν μ’ ἄλλο τρόπο; Σὲ τὶ ἀδικήθηκες; στερήθηκα τὸ φῶς, ἀπαντᾶ καὶ τί βλάβη προέρχεται ἀπ’ τὴ στέρηση τοῦ αἰσθητοῦ φωτός; τὸ ἀντίθετο, ἔχει εὐεργετηθῆ. Γιατὶ μαζὶ μὲ τὰ σωματικὰ μάτια φωτίστηκαν καὶ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς· ὥστε ἡ ἀναπηρία τὸν ὠφέλησε, ἀφοῦ μὲ τὴ θεραπεία γνώρισε τὸν ἀληθινὸ  Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης. Δὲν ἀδικήθηκηε λοιπὸν ὁ τυφλὸς ἀλλὰ ἔχει εὐεργετηθῆ. Ἔπειτα κάθε μελετητὴς τῶν θείων ἄς γνωρίζη ὅτι τὸ «ἵνα» καὶ «ὅπως» πολλὲς φορὲς στὴ Γραφὴ δὲν ἀπαντοῦν αἰτιολογικὰ ἀλλὰ ἀποτελεσματικά. Παράδειγμα τὸ χωρίο τοῦ Δαυίδ «ὅπως ἄν δικαιωθῆς ἐν τοῖς λόγοις σου» (Μέ ἀποτέλεσμα νὰ δικαιωθῆς στοὺς λόγους σου). Δὲν ἁμάρτησε ὁ Δαυίδ μὲ σκοπὸ νὰ δικαιωθῆ ὁ Θεός, ἀλλὰ αὐτὸ ἦταν τὸ ἀποτέλεσμα. Μὲ τὴν ἁμαρτία τοῦ Δαυίδ πραγματοποιεῖται ἡ δικαίωση τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε τόσα ὅσα δὲν ἦταν ἄξιος νὰ λάβη κι αὐτὸς ἐπάτησε τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ καὶ κοντὰ στὴ μοιχεία διέπραξε φόνο καὶ ἔκαμε χρήση τῆς βασιλείας του ἀθετῶντας τὸ Θεό, τί ἄλλο ἀκολουθεῖ σὰν ἀποτέλεσμα παρὰ νὰ δικαιωθῆ ὁ Θεός στὴν κρίση του καὶ τὸ διάλογο πρὸς τὸν Δαυίδ καὶ νὰ πάρη τὴ νικῶσα ψῆφο καὶ νὰ καταδικασθῆ ὁ βασιλεύς; Γιατὶ ἐκείνου, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔλαβε  τὴ βασιλεία, τοὺς νόμους ἀψήφησε ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἦταν βασιλεύς. Γιατὶ ἄν ἦταν ἰδιώτης δὲ θὰ μποροῦσε τόσο εὔκολα νὰ διαπράξη δύο τέτοια μεγάλα κακουργήματα. Καταλαβαίνεις ὅτι τὸ «ὅπως ἄν δικαιωθῆς» δὲν ἔχει σημασία αἰτιολογική (τελικοῦ αἰτίου) ἀλλὰ ἀποτελεσματική. Ἄπειρα παρόμοια συνατοῦμε καὶ στὸν ἀπόστολο Παῦλο, ὅπως τὸ χωρίο τῆς ἐπιστολῆς πρὸς Ρωμαίους.  «Γιατὶ ἡ γνώση του Θεοῦ εἶναι ἀποδεδειγμένη στοὺς Ἕλληνες ὥστε νὰ εἶναι ἀναπολόγητοι. Δὲν ἔδωσε βέβαια ὁ Θεὸς στοὺς Ἕλληνες τὴ γνώση μὲ τὸ σκοπὸ νὰ εἶναι ἀναπολόγητοι στὰ σφάλματά τους. Τοὺς τὴν ἔδωσε γιὰ νὰ μὴ σφάλουν· κι ἔπειτα ἀφοῦ ἔσφαλαν, ἡ γνώση εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα τὴν ἀδυναμία   τῆς ἀπολογίας. Καὶ τὸ ἄλλο χωρίο. «Ἡ εἰσαγωγὴ τοῦ νόμου ἔγινε γιὰ νὰ περισσέψη ἡ καταδίκη». Δὲν ἔγινε βέβαια γι’ αὐτὸ ἀλλὰ μᾶλλον γιὰ νὰ σταματήση ἡ ἁμαρτία. Κι ἐπειδὴ δὲ θέλησαν ἐκεῖνοι ποὺ δέχτηκαν τὸ νόμον νὰ τὴ σταματήσουν, ὁ νόμος ἔγινε αἰτία νὰ περισέψη ἡ ἁμαρτία. Γιατὶ περισσότεροι καὶ βαθύτερη γι’ αὐτοὺς λογαριάστηκε ἡ ἁμαρτία, ἐπειδὴ ἁμάρταναν μόλο ποὺ εἶχαν τὸ νόμο. Ἔτσι κι ἐδῶ ἡ φράση «ἵνα φανερωθῆ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ» δὲν ἔχει νόημα αἰτιολογικὸ ἀλλὰ ἀποτελεσματικό. Σὰν ἀποτέλεσμα τῆς θεραπείας του τυφλοῦ προέκυψε ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι κι ὁ οἰκοδόμος πολλὲς φορὲς ἄλλα μέρη τῆς οἰκοδομῆς τὰ τελειώνει κι ἄλλα τ’ ἀφήνει ἀτελειοποίητα. Κι ἔτσι, ἄν κάποτε δυσπιστήση κάποιος ὅτι δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ δημιούργησε τὸ τέλειο, κατασκευάζοντας κι ἐκεῖνο τὸ ἀτελείωτο, μπορεῖ ν’ ἀποδείξη ὅτι αὐτὸς εἶναι καὶ τοῦ τελειωμένου τεχνίτης. Ὅμοια καὶ ὁ Θεός μας Ἰησοῦς θεραπεύοντας τὰ ἀνάπηρα μέλη μας καὶ ἀποκαθιστῶντας τὴν ὑγεία τους ἀποδεικνύει ὅτι εἶναι ὁ δημιουργὸς καὶ τῶν ἄλλων μελῶν μας.  Κι ὅταν εἶπε «γιὰ νὰ φανερωθῆ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ» μίλησε γιὰ τὸν ἑαυτό του κι ὄχι γιὰ τὸν Πατέρα. Γιατὶ ἡ δόξα ἐκείνου ἦταν φανερή, ἐνῶ ἔπρεπε νὰ φανερωθῆ κι ἡ δική του κι ἀκόμη ὅτι αὐτὸς  εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ εἶχε πλάσει τὸν ἄνθρωπο. Κι ὁπωσδήποτε δὲν εἶναι μικρὴ δόξα νὰ ἀποδειχθῆ ὅτι αὐτὸς ποὺ παρουσιάστηκε σὰν ἄνθρωπος τώρα, ἔχει δημιουργήσει τὸν ἄνθρωπο, Θεὸς στὴν ἀρχή. Ὅτι αὐτὸ τὸ λέει γιὰ τὸν ἑαυτό του ἄσκουσε τὰ παρακάτω. Προσθέτει «Ἐγὼ πρέπει νὰ πραγματοποιῶ τὰ ἔργα ἐκείνου ποὺ μ’ ἔστειλε». Ἐγὼ πρέπει νὰ φανερώσω, λέει, τὸν ἑαυτὸ μου καὶ νὰ κάνω ἔργα, ποὺ ν’ ἀποδείξουν ὅτι κάνω τὰ  ἴδια μὲ τὸν Πατέρα. Πρόσεξε ὅτι δὲν εἶπε τέτοια ἔργα ποὺ κάνει ὁ Πατέρας πρέπει νὰ παραγματοποιῶ κι ἐγώ.  Ἀλλὰ ἐκεῖνα ποὺ κάνει ὁ Πατέρας. Πρέπει, λέγει, νὰ πραγματοποιῶ ἐκεῖνα τὰ ἴδια ἔργα ποὺ κάνει ἐκεῖνος ποὺ μ’  ἔστειλε κι αὐτὰ πρέπει καὶ νὰ ἐκτελῶ «ὅσο εἶναι ἡμέρα» δηλαδὴ ὅσο διαρκεῖ αὐτὴ ἡ ζωὴ καὶ μποροῦν οἱ ἄνθρωποι νὰ πιστεύουν σὲ μένα.  Γιατὶ ἔρχεται νύχτα, ὁπότε κανένας δὲν μπορεῖ νὰ ἐργασθῆ, δηαλδὴ νὰ πιστέψη. Ἔργο ὀνομάζει τὴν πίστη. Στὴ μέλλουσα ζωὴ κανένας δὲν μπορεῖ νὰ πιστέψει. Ἡ μέρα εἶναι ἡ παροῦσα ζωή; γιατὶ μποροῦμε νὰ ἐργασθοῦμε ὅπως ὅταν εἶναι ἡμέρα (Ὁ Παῦλος ὅμως τὴ ζωὴ αὐτὴ τὴν ἀποκαλεῖ νύχτα γιατὶ ἐδῶ ἁγνοοῦνται ποιοὶ πράττουν τὴν ἀρετὴ καὶ ποιοὶ τὴν κακία. Κι ἀκόμα γιατὶ συγκρίνει μ’ αὐτὴ τὸ φῶς ποὺ μέλλει νὰ περιλάμψη τοὺς δικαίους). Νύχτα εἶναι ἡ μέλλουσα ζωή, γιατὶ ἐκεὶ κανένας δὲν μπορεῖ νὰ ἐργασθῆ (Αὐτὴν ὁ Παῦλος τὴν ἀποκαλεῖ ἡμέρα γιὰ τὴ λαμπρότητα τῶν δικαίων καὶ τὴν παρουσίαση τῶν πράξεων τοῦ καθενός). Στὴ μέλλουσα ζωὴ λοιπὸν δὲν ὑπάρχει πίστη ἀλλὰ θέλοντας μὴ θέλοντας θὰ ὑπακούσουν ὅλοι «Ὅταν λοιπὸν βρίσκωμαι στὸν κόσμο, εἶμαι φῶς τοῦ κόσμου». Γιατὶ μὲ τὴ διδασκαλία καὶ τὰ θαύματα φωτίζω τὶς ψυχές. Ὥστε πρέπει καὶ τώρα νὰ φωτίσω τὶς ψυχὲς πολλῶν θεραπεύοντας τὸν τυφλό καὶ φωτίζοντας τὶς κόρες τῶν ματιῶν. Ἀφοῦ εἶμαι φῶς πρέπει νὰ φωτίζω καὶ αἰσθητὰ καὶ πνευματικά.


«Αὐτὰ ἀφοῦ εἶπε ἔφτυσε, ἔκαμε πηλὸ ἀπὸ τὸ φτύμα κι ἀλείβοντας τὸν πηλὸ στὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ τοῦ εἶπε·  πήγαινε καὶ πλύσου στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ, ποὺ θὰ πῆ ἀπεσταλμένος. Ἔφυγε, πλύθηκε κι ἦρθε βλέποντας».-Ἀφοῦ τὰ εἶπε αὐτὰ ὁ Ἰησοῦς δὲν ἔμεινε στὰ λόγια ἀλλὰ ἔφερε σὰν συμπλήρωμα καὶ τὸ ἔργο. Ἔφτυσε κάτω, καὶ ἀφοῦ ἔκαμε πηλό, ἅλλειψε τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ. Ἔδειξε μὲ τὸν πηλό ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος ποὺ ἔπλασε ἀπὸ πηλὸ τὸν Ἀδάμ. Γιατὶ τὸ νὰ πῆ ὅτι «Ἐγὼ εἶμαι ποὺ ἔπλασα τὸν Ἀδάμ» φαινόταν δύσκολο στοὺς ἀκροατάς του. Φανερωμένο μὲ τὰ ἔργα δὲ χτυποῦσε πιά.    Γι’ αὐτὸ δημιουργεῖ τὰ μάτια, ἀπὸ πηλὸ μὲ τὸν ἴδιο δημιουργικὸ τρόπο ποὺ δημιούργησε καὶ τὸν Ἀδάμ. Καὶ δὲν ἔπλασε μονάχα τὰ μάτια, οὔτε τ’ ἄνοιξε μόνο, ἀλλὰ τοὺς χάρισε τὴν ὅραση. Αὐτὸ εἶναι τεκμήριο ὅτι ἐμφύσησε στὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν ψυχή. Γιατί, ἄν αὐτὴ δὲ λειτουργῆ, κι ἄν ἀκόμα τὸ μάτι εἶναι συγκροτημένο, ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ δῆ. Ἀλλὰ χρησιμοποίησε τὸ φτύμα γιὰ νὰ ξαναβρεθῆ τὸ φῶς. Αὐτὸ ἐπειδὴ ἦταν νὰ τὸν στείλεη στὸ Σιλωάμ, γιὰ νὰ μὴν καταλογιστῆ τὸ θαῦμα στὴν δύναμιν τοῦ νεροῦ ἀλλὰ νὰ μάθωμε ὅτι ἡ δύναμη ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὸ στόμα του καὶ διαμόρφωσε καὶ τοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια. Γι’ αὐτὸ ἔφτυσε κάτω κι ἔκαμε πηλό.  Καὶ πάλι γιὰ νὰ μὴ νομίσης ὅτι τὸ θαῦμα ἦταν τῆς γῆς τοῦ λέει νὰ νιφτῆ γιὰ ν’ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὸν πηλό. Μερικοὶ ἔχουν τὴ γνώμη ὅτι δὲν ἔβγαλε τὸν πηλὸ ἀλλὰ μεταβλήθηκε σὲ μάτια καὶ τοῦ λέει νὰ πάη στὸ Σιλωὰμ γι’ αὐτοὺς τοὺς λόγους. Πρῶτα γιὰ νὰ δοῦμε τὴν πίστη τοῦ τυφλοῦ καὶ πὼς ἦταν ὑπάκουος. Δὲ σκέτηκε ἄν ἦταν ὁ πηλὸς ὅλο κι ὅλο καὶ τὸ φτύμα ποὺ τοῦ ἔδωσε τὰ μάτια, τί τοῦ χρειαζόταν ὁ Σιλωάμ ἤ τὸ νίψιμο; Ἀλλὰ ὑπάκουσε σ’ αὐτὸν ποὺ τὸν διέταξε. Κι ἔπειτα γιὰ νὰ ἀποστομώση τοὺς ἀχαρίστους Ἰουδαίους . Γιατὶ εἶναι φυσικὸ ὅτι τὸν εἶδαν πολλοὶ νὰ ἁλείφη στὰ μάτια τὸν πηλὸ καὶ θὰ παρακολουθοῦσαν μὲ προσοχή, γιὰ νὰ μὴ μποροῦν νὰ ποῦν ὕστερα αὐτὸς εἶναι καὶ δὲν εἶναι αὐτός. Καὶ τρίτο, παρουσιάζεται ὅτι δὲν ἦταν ἐχθρὸς τοῦ Νόμου καὶ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀφοῦ, ἔστειλε στὸ Σιλωάμ. Καὶ γιατὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς πρόσθεσε καὶ τὴν ἐξήγηση τοῦ Σιλωάμ; Γιὰ νὰ μάθωμε ὅτι κι ἐκεῖ ὁ Χριστὸς ἦταν ποὺ τὸν ἐθεράπευσε, καὶ ὅτι ὁ Σιλωάμ εἶναι τύπος τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως ὁ Χριστὸς εἶναι πνευματικὴ πέτρα, ἔτσι κι ὁ Σιλωάμ εἶναι πνευματικός. Καὶ καθὼς ὁ χείμαρρος αὐτὸς τοῦ Σιλωάμ ἔμοιαζε μ’ ἕνα φοβερὸ ρεῦμα, ἔτσι κι ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου, κρυφὴ καὶ ἄγνωστη στοὺς ἀγγέλους ὄλη τὴν ἁμαρτία κατακλύζει μὲ τὴ δύναμή της.


«Οἱ γείτονες ποὺ τὸν ἔβλεπαν ἀπὸ πρῶτα ὅτι ἦταν τυφλὸς ἔλεγαν· δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ καθισμένος ζητιάνευε; Ἄλλοι ἔλεγαν ὅτι αὐτὸς εἶναι·  κι ἄλλοι πὼς εἶναι κάποιος ποὺ τοῦ μοιάζει.  Κι ἐκεῖνος ἔλεγε ὅτι ἐγὼ εἶμαι. Πῶς λοιπὸν ἄνοιξαν τὰ μάτια σου; τοῦ παρατηροῦσαν. Κι αὐτὸς ἀποκρίθηκε. Κάποιος λεγόμενος Ἰησοῦς ἔκαμε πηλό, μοῦ ἔλειψε τὰ μάτια καὶ μοῦ εἶπε: Πήγαινε νίψου στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ. Πῆγα κι ἀφοῦ νίφτηκα ξαναεῖδα». Ξαφνιασμένοι ἀπὸ τὸ παράδοξο θαῦμα οἱ γείτονες δυσπιστοῦσαν. Κι ὅμως εἶχε ἔρθει στοῦ Σιλωὰμ μὲ ἀλειμμένα μὲ πηλὸ τὰ μάτια, γιὰ νὰ τὸν  δοῦνε πολλοὶ καὶ νὰ μὴν ἀρνοῦνται ἔπειτα, ἐπειδὴ τάχα δὲν ἤξεραν. Ἀπιστοῦν ὅμως ἀκόμη. Καὶ δὲ σημειώνει τυχαῖα ὁ Εὑαγγελιστὴς ὅτι ἦταν ἐπαίτης, ἀλλὰ γιὰ νὰ δείξη τὴν ἀνείπωτη φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου, πῶς συγκατέβαινε ὡς τοὺς ἀσήμαντους τῆς ζωῆς, ὥστε μὲ πολὺ ἐνδιαφέρον νὰ θεραπεύη καὶ τοὺς ζητιάνους καὶ νὰ μάθωμε καὶ μεῖς νὰ μὴν καταφρονοῦμε τοὺς ἐλαχίστους. Κι ὁ τυφλὸς χωρὶς νὰ ντρέπεται οὔτε γιὰ τὴν πορηγούμενη ἀναπηρία του, οὔτε τὸ λαὸ νὰ φοβᾶται ὀμολογεῖ, ὅτι «ἐγὼ εἶμαι» διαλαλῶντας τὸν εὐεργέτη του·  Ἕνας ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς. Ὀνομάζει ἄνθρωπο τὸν Κύριο, γιατὶ τίποτε ὡς τότε δὲν ἤξερε γι’ αὐτόν. Αὑτὸ ποὺ πρὶν ἀπὸ λίγο ἔμαθε, αὐτὸ ὁμολογεῖ. Καὶ πῶς ἤξερε , ὅτι εἶναι ὁ Ἰησοῦς; Ἀπὸ τὴ συνομιλία μὲ τοὺς μαθητάς.  Ρώτησαν οἱ μαθηταὶ τὸν Κύριο γι’ αὐτὸν κι αὐτὸς παρέτεινε τὸ λόγο του. «Ὅτι πρέπει νὰ πραγματοποιῶ τὰ ἔργα ἐκείνου ποὺ μ’ ἔστειλε κι ὅτι εἶμαι φῶς τοῦ κόσμου».  Τέτοια κανένας ἄλλος δὲν ἐδίδασκε παρὰ μονάχα ὁ Ἰησοῦς καὶ αὐτὰ τὰ ἔλεγε συχνά. Ἀπ’ αὐτὰ κατάλαβε ὁ τυφλὸς ὅτι εἶναι ὁ Ἰησοῦς. Τὸ ὅτι ἔκανε πηλὸ καὶ τοῦ ἄλειψε τὰ μάτια τὸ κατάλαβε ἀπὸ τὸ ἄγγιμα. Τὸ ὅτι ὅμως ἔφτυσε δὲν τὸ ἤξερε ἀκόμα, γιατὶ δὲν τὸ εἶχε δεῖ.  Αὐτὸ ποὺ δὲν εἶχε ἀντιληφθῆ, οὔτε τὸ προσθέτει· ἔλεγε τὴν ἀλήθεια ὁ ἄνθρωπος.


«Ποῦ εἶναι ἐκεῖνος; τὸν ρώτησαν.  Δὲν ξέρω, τοὺς λέει. Τὸν δείχνουν στοὺς Φαρισαίους αὐτὸν ποὺ ἦταν κάποτε τυφλός. Ἦταν Σάββατο τότε ποὺ ὁ Ἰησοῦς ἔκαμε τὸν πηλὸ καὶ τοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια. Τὸν ξαναρώτησαν καὶ οἱ Φαρισαῖοι πῶς ξαναβρῆκε τὸ φῶς του. Καὶ τοὺς εἶπε·  ἔβαλε πηλὸ στὰ μάτια μου, νίφτηκα καὶ βλέπω.  Μερικοὶ Φαρισαῖοι ἔλεγαν ὅτι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔρχεται ἀπὸ τὸ Θεὸ, γιατὶ δὲν κρατεῖ τὸ Σάββατο. Κι ἄλλοι ἔλεγαν, πῶς μπορεῖ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος νὰ κάμη τέτοια σημαντικὰ πράγματα; Χωρίστηκαν μεταξύ τους». Ἐπειδὴ ὁ Κύριος, ὅταν ἔκανε θεραπεῖες καὶ θαύματα, συνήθιζε νὰ διαφεύγη ἀπὸ τὸ πλῆθος, γιατὶ δὲν ἤθελε νὰ κομπάζη, ὅταν ρώτησαν τὸν τυφλὸ «ποὺ εἶναι ἐκεῖνος;» ἀπάντησε δὲν ξέρω.  Κι εἶπε τότε τὴν ἀλήθεια. Τὸν ὁδηγοῦν στοὺς Φαρισαίους, γιὰ νὰ τοῦ γίνουν περισσότερες καὶ δυσκολώτερες ἐρωτήσεις. Ὁ Εὐαγγελιστὴς σημειώνει, «ἦταν Σάββατο», γιὰ νὰ φανερώση τὴν πονηρία τους, ὅτι ἔβρισκαν προφάσσεις γιὰ νὰ ὑποτιμήσουν τὸ Χριστὸ καὶ ὅτι τὸν κατηγοροῦσαν γιὰ τὴν παράβαση τοῦ Σαββάτου κι ὅτι προσπαθοῦσαν νὰ ξεχαστῆ τὸ θαῦμα. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν τὸν ρώτησαν πῶς βρῆκες τὸ φῶς σου ἀλλὰ πῶς σοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια; Ἐκτοξεύοντας στὸν Κύριον ἀποκλειστικὰ τὴν διαβολὴ ὅτι τάχα ἐργάστηκε τὸ Σάββατο τὸν πηλό. Κι αὐτὸς σὰ νὰ μιλοῦσε σ’ ἀνθρώπους ποὺ εἶχαν ἤδη ἀκούσει, δὲν ἀναφέρει οὐτε τ’ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, οὔτε τί τοῦ εἶπε ὁ Κύριος παρὰ μόνο ὅτι «ἔβαλε στὰ μάτια μου πηλό, νίφτηκα καὶ βλέπω». Γιατὶ ἦταν φυσικὸ ὅτι οἱ Φαρισαῖοι θὰ εἶχαν ἀκούσει πιὸ μπροστὰ κι ἀπὸ κείνους ποὺ εἶχαν ὁδηγήσει τὸν τυφλό, σ’ αὐτοὺς καὶ εἶχαν ἴσως διατυπώσει τὴ διαβολὴ κατὰ τοῦ Κυρίου. «Κοιτάξτε τί κάνει τὸ Σάββατο ὁ Ἰησοῦς». Ἀξίζει νὰ προσέξωμε τὸ θάρρος τοῦ τυφλοῦ, πῶς μιλᾶ χωρὶς νὰ ξαφνιαστῆ μὲ τοὺς Φαρισαίους. Αὐτοὶ τὸν ἔφεραν γιὰ   νὰ τρομάξη καὶ ν’ ἀρνηθῆ τὴ θεραπεία του. Κι αὐτὸς πιό δυνατά φωνάζει «Βλέπω».  Μερικοὶ Φαρισαῖοι ἔλεγαν -ὄχι   ὅλοι, οἱ πιὸ θρασεῖς- αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἀπὸ τὸ Θεό.  Κι ἄλλοι ἔλεγαν πῶς μπορεῖ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος νὰ κάμη τέτοια μεγάλα; Βλέπεις ὅτι οἱ πολλοὶ μαλακώνουν ἀπὸ τὸ θαῦμα. Εἶναι Φαρισαῖοι κι ἄρχοντες·  τοὺς συγκλονίζει ὅμως τὸ θαῦμα καὶ τὸ ὑπερασπίζουν.  Χωρίστηκαν μεταξύ τους. Αὐτὴ ἡ διαίρεση πρῶτα γεννήθηκε στὸ λαό. Ἄλλοι ἔλεγαν ὅτι ἐξαπατᾶ τὸ λαό, καὶ ἄλλοι ὄχι. Τώρα παρουσιάζεται κι ἀνάμεσα στοὺς ἄρχοντες καὶ βλέπομε πολλοὺς Φαρισαίους νὰ χωρίζονται ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ νὰ ὑπερασπίζουν τὸ θαῦμα.  Μόλο ποὺ χωρίστηκαν ὅμως, ἡ ἔνστασή τους γιὰ τὸ Χριστὸ ἦταν ἄτονη δὲν εἶχαν βεβαιότητα, ἀμφέβαλλαν μᾶλλον καὶ διχογνωμοῦσαν. Πῶς μπορεῖ, εἶπαν, ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος νὰ κάμη τέτοια; Αὐτὴ δὲν εἶναι μία ἄτονη ἔνστανση; Προσέξετε καὶ τὴν κακότητα ἐκείνων ποὺ ἔκαμαν τὴ διαβολή. Δὲν λένε ὅτι αὐτὸς δὲν εἶναι ἀπὸ τὸ Θεό, ἐπειδὴ θεραπεύει τὸ Σάββατο, ἀλλὰ ὅτι δὲν κρατεῖ τὸ Σάββατο, προβάλλοντας μὲ σκόπιμη ἀντιστροφὴ ὄχι τὴν εὐεργεσία ἀλλὰ τὴν παράβαση τῆς ἡμέρας.  Προσέξετε καὶ τοῦτο·  οἱ ἄρχοντες εἶναι πιὸ διστακτικοὶ στὸ καλὸ ἀπὸ ὅ,τι τὸ πλῆθος. Τὸ πλῆθος προηγήθηκε στὴ διχογνωμία καὶ δὲν συμφωνοῦσαν ὅλοι κατὰ τοῦ Χριστοῦ· οἱ ἄρχοντες ἔπαθαν ἀργότερα τὴν ἐπαινετὴ αὐτὴ διαίρεση. Γιατὶ ὑπάρχει καὶ καλὸ σχίμα·  ὅπως λέει ὁ Κύριος· «Ἦρθα νὰ φέρω μαχαίρι στὴ γῆ», τὴ διαίρεση ποὺ ὁδηγεῖ στὸ καλὸ ὁπωσδήποτε καὶ τὴν εὐσέβεια.


Εἶπαν ξανὰ στὸν τυφλό· Σὺ τί ἔχεις νὰ πῆς γιὰ τὸ ὅτι σοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια; Κι αὐτὸς εἶπε, ὅτι εἶναι προφήτης.  Δὲν πίστεψαν ὅμως οἱ Ἰουδαῖοι ὅτι ἦταν τυφλὸς καὶ βρῆκε τὸ φῶς του, ὥσπου φώναξαν τοὺς γονεὶς του καὶ τοὺς ρώτησαν· τοῦτος εἶναι ὁ γιός σας ποὺ λέτε ὅτι γεννήθηκε τυφλός; Πῶς τώρα βλέπει; Ποιοὶ ἦσαν αὐτοὶ ποὺ ρώτησαν τὸν τυφλό· σὺ τί ἔχεις νὰ πῆς γι’ αὐτό; Ἦσαν ἀπὸ τὴν μερίδα τῶν καλοδιάθετων. Εἶχαν παρατηρήσει, πῶς μπορεῖ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος νὰ κάμη τέτοια; Γιὰ νὰ μὴ φανῆ ὅτι συνηγοροῦσαν μάταια, φέρνουν σὰν μάρτυρα τὸν ἴδιο ποὺ εὐεργετήθηκε κι εἶχε νιώσει τὴ δύναμη, γιὰ νὰ ἀποστομώση τοὺς συκοφάντες.  Πρόσεξε πόσα καλόβολα ρωτοῦν. Δὲν τοῦ εἶπαν·  Τί ἔχεις νὰ πῆς ἐσὺ γιὰ τὸ ὅτι ἔκαμε τὸν πηλό; Καὶ ὅτι δὲν ἐκράτησε τὸ Σάββατο; Ἀλλὰ  ἀναφέρουν τὸ θαῦμα, ὅτι σοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια.  Καὶ μόνο δὲν παρακινοῦν·  κι αὐτὸν ποὺ θεραπεύτηκε νὰ κάμη τὴ συνηγορία ποὺ ἔπρεπε γιὰ τὸ Χριστό. Τοῦ κάνουν ὑπομνήσεις καὶ  τὸν ἐρεθίζουν. «Σοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια». Σ’ εὐεργέτησε, τοῦ λένε, ὥστε χρωστᾶς νὰ μιλήσης γι’ αὐτόν.  Γι’ αὐτὸ κι ὁ τυφλὸς ὁμολογεῖ αὐτὸ ποὺ μποροῦσε ὅτι «Δὲν εἶναι ἁμαρτωλὸς ἀλλὰ ἀπὸ τὸ Θεό». Εἶναι προφήτης.  Κι ἄς λένε ἄλλοι ὅτι δὲν εἶναι ἀπὸ τὸ Θεό, γιατὶ δὲν κρατᾶ τὸ Σάββατο. Νόμιζαν ὅτι ὁ Χριστὸς καταπατοῦσε τὸ Σάββατο ἐπειδὴ μὲ τὸ ἕνα δάχτυλο ἅλειψε τὸ πηλό. Αὐτοὶ ποὺ μὲ ὅλο τὸ χέρι τους ἔλυναν τὸ Σάββατο τὰ ζῶα τους γιὰ νὰ τὰ ποτίσουν, νόμιζαν πῶς ἦσαν εὐσεβεῖς. Φωνάζουν λοιπόν οἱ σκληροί καὶ ἀνυπάκουοι τοὺς γονεῖς, θέλοντας νὰ τοὺς βάλουν σὲ ἀμηχανία κι ἔτσι νὰ τοὺς κάνουν ν’ ἀρνηθοῦν τὴν ἀναπηρία τοῦ παιδιοῦ τους. Ἐπειδὴ ἐκεῖνοι δὲν μπόρεσαν νὰ κλείσουν  τὸ στόμα ποὺ εὐγνωμονεῖ, φοβερίζουν τοὺς γονεῖς, περιμένοντας ὅτι ἔτσι θὰ χτυπήσουν τὸ θαῦμα. Τοὺς βάζουν στὴ μέση μὲ πολὺ θυμό τοὺς ἐρωτοῦν, καλύτερα, μὲ πολλὴ κακότητα. Δὲν τοὺς εἶπαν «τοῦτος εἶναι ὁ γιός σας ποὺ ἦταν τυφλός;» ἀλλὰ «αὐτὸς ποὺ σεῖς λέγατε». Μόνο ποὺ δὲν εἶπαν, αὐτὸς ποὺ σεῖς τὸν κάνατε τυφλό, καὶ διαλαλήσατε τὸ λόγο παντοῦ, διαδίδοντας πλαστὰ καὶ ψεύτικα πράγματα. Ὦ μιαροὶ Φαρισαῖοι!  Ποιὸς πατέρα μποροῦσε νὰ πῆ τέτοια ψέματα γιὰ τὸ παιδί του; Μὲ τὰ δύο τοῦτα τοὺς στενοχωροῦν καὶ τοὺς πιέζουν, ν’ ἀρνηθοῦν τὸ γιό τους μὲ τὴ φράση «αὐτὸς ποὺ σεῖς λέγατε» καὶ μὲ τὴν ἄλλη «πῶς λοιπὸν τώρα βλέπει». Βλέπεις ὅτι σὰν ἀπόδειξη, τῆς πρώτης ψευτιᾶς τους, ὅτι τὸ παιδὶ εἶναι τυφλό, προσκομίζουν τὸ γεγονὸς ὅτι ἔπειτα αὐτὸς βλέπει. Ἤ τοῦτο εἶναι ψέμα, ὅτι τώρα βλέπει, ἤ ἐκεῖνο, ὅτι ἦταν τυφλός. Ὅμως τὸ πρῶτο εἶναι ἀληθινό, γιατὶ βλέπει· εἶναι ψέμα ἑπομένως αὐτὸ ποὺ διαδώσατε, ὅτι ἦταν πρῶτα τυφλός.


Τοῦ ἀπάντησαν οἱ γονεῖς του· Ξέρουμε ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ γιὸς μας καὶ ὅτι γεννήθηκε τυφλός, πῶς ὅμως τώρα βλέπει, δὲν ξέρομε, οὔτε ξέρομε ποιός τοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια. Ὁ ἴδιος εἶναι ἀρκετὰ μεγάλος καὶ ρωτῆστε τον. Ἄς μιλήση ὁ ἴδιος γιὰ τὸν ἑαυτὸ του. Αὐτὰ εἶπαν οἱ γονεῖς του γιατὶ φοβοῦνταν τοὺς Ἰουδαίους. Γιατὶ εἶχαν ἤδη συμφωνήσει οἱ Ἰουδαῖοι, ἄν κάποιος ὁμολογήση ὅτι αὐτὸς ἦταν ὁ Χριστὸς νὰ γίνη ἀποσυνάγωγος. Γι’ αὐτὸ οἱ γονεῖς τους εἶπαν· Ὁ ἴδιος εἶναι ἀρκετὰ μεγάλος καὶ ρωτῆστε τον. Τρεῖς ἐρωτήσεις ἀπηύθυναν οἱ Φαρισαῖοι στοὺς γονεῖς τοῦ τυφλοῦ, ἄν ἦταν γιὸς τους, ἄν γεννήθηκε τυφλὸς καὶ πῶς βρήκε τὸ φῶς του, Κι ἐκεῖνοι ἀπαντοῦν στὰ δύο ὅτι εἶναι γιός τους κι ὅτι γεννήθηκε τυφλός. Δὲν προσθέτουν καὶ τὸν τρόπο τῆς θεραπείας, γιατὶ δὲν τὸν ξέρουν. Καὶ τοῦτο ὅμως γίνεται γιὰ νὰ ὁμολογηθῆ πιὸ βέβαια ἡ ἀλήθεια. Μαρτυρεῖ γι’ αὐτὸ ὁ ἴδιος ποὺ δέχτηκε τὴν εὐεργεσία καὶ εἶναι καὶ πιὸ ἀξιόπιστος. Τὸ λένε κι οἰ γονεῖς του. Εἶναι ἀρκετὰ μεγάλος ὁ ἴδιος. Μήπως εἶναι νήπιο ἤ ἀνώριμος, ὥστε νὰ μὴν καταλαβαίνη πῶς ἔχει θεραπευτῆ; Τέτοια εἶπαν οἱ γονεῖς του, ἐπειδὴ φοβοῦνταν τοὺς Φαρισαίους. Τόσο ἀνώριμοι ἦσαν ἀκόμα καὶ ἀπὸ τὸ παιδὶ χειρότεροι. Αὐτὸς στέκεται μάρτυρας τῆς ἀλήθειας ἀτρόμητος. Ἔτσι δέχτηκε φῶς καὶ στὰ μάτια τῆς ψυχῆς.


Φώναξαν γιὰ δεύτερη φορὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἦταν τυφλὸς καὶ τοῦ εἶπαν Δόξασε τὸ Θεό. Ἐμεῖς γνωρίζουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶναι ἁμαρτωλός. Ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε· Ἄν εἶναι ἁμαρτωλὸς δὲν γνωρίζω. Ἕνα γνωρίζω ὅτι βλέπω ἐνῶ ἥμουν τυφλός. Τοῦ ξαναεῖπαν·  τί σοῦ ἔκανε; πῶς σοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια; Τοὺς ἀπάντησε·  Σᾶς τὸ εἶπα κιόλας καὶ δὲν τὸ ἀκούσατε·  γιατὶ θέλετε νὰ τὸ ἀκούσετε πάλι; Μήπως θέλετε νὰ γίνετε καὶ σεῖς μαθηταί του;  Τὸν μάλλωσαν καὶ τοῦ εἶπαν·  Σὺ εἶσαι μαθητὴς ἐκείνου·  ἐμεῖς εἴμαστε μαθηταὶ τοῦ Μωυσῆ. Ἐμεῖς ξέρομε ὅτι ὁ Θεὸς μίλησε στὸ Μωυσῆ, αὐτὸς δὲν ξέρομε ἀπὸ ποῦ  εἶναι. Ἐπειδὴ οἱ γονεῖς ὑπέδειξαν ὅτι ἔπρεπε νὰ ἐρωτηθῆ ὁ γιός τους αὐτὸ κάνουν οἱ κακόβουλοι· τὸν φέρνουν λοιπὸν ὄχι γιὰ νὰ τὸν ρωτήσουν ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν ὑποβάλουν, ὥστε νὰ κατηγορήσει τὸ θεραπευτή του.  Γιατὶ ἐκεῖνο τὸ «δόξασε τὸ Θεό» αὐτὸ σημαίνει. Ὁμολόγησε ὅτι ὁ Ἰησοῦς δὲν μοῦ ἔκανε τίποτε (αὐτὸ δόξα Θεοῦ·  νὰ μὴ μαρτυρηθῆ κανένα καλὸ γιὰ τὸν Ἰησοῦ). Ἐμεῖς γνωρίζομε ὅτι εἶναι ἁμαρτωλός, πῶς λοιπὸν δὲν τὸν ἐξετάζετε ὅταν σᾶς προκαλοῦσε λέγοντας, ποιὸς ἀπὸ σᾶς μὲ ἐξετάζει γιὰ ἁμαρτία; Κι ὁ τυφλὸς λέει· ἄν εἶναι ἁμαρτωλὸς δὲν τὸ γνωρίζω, δηλαδὴ δὲν τὸ ἐξετάζω τώρα οὔτε ἔχω γνώμη. Γνωρίζω ὅμως φανερὰ ὅτι ἔκαμε σὲ μένα θαῦμα. Ἄς ἐξετάση καθένας τὴν πραγματικότητα κι ἄς ρίξη τὴν φῆφο του. Κι ἔπειτα πάλι τὸν ρωτοῦσαν «τί σοῦ ἔκανε» θέλοντας νὰ κατηγορήσουν τὸ Σωτῆρα, ἐπειδὴ ἅλειψε τὸν πηλὸ. Κατάλαβε ὁ ἄνθρωπος ὅτι ρωτοῦσαν ὄχι γιὰ νὰ μάθουν ἀλλὰ γιὰ νὰ κατηγορήσουν  καὶ τοὺς ἀπαντοῦσε πιὸ προκλητικά. «Μήτε νὰ σᾶς μιλήσω πιὰ δὲν σᾶς ἔχω  ἄξιους. Πολλὲς φορὲς σᾶς εἶπα καὶ δὲν προσέξατε. Καὶ προσθέτει αὐτὸ ποὺ περισσότερο μπορεῖ νὰ τοὺς ἐρεθίση·  Μήπως θέλετε νὰ γίνετε καὶ σεῖς μαθηταί του; Φανερώνει ὅτι αὐτὸς θέλει νὰ εἶναι μαθητής του.  Τοὺς περιπαίζει καὶ τοὺς διακωμωδεῖ -ἤρεμα μιλῶντας- αὐτὸς ποὺ διαθέτει φρόνημα θαρραλέο καὶ ἄφοβο, ποὺ δὲν δειλιάζει γιὰ τὴ μανία τους. Ἔκεῖνοι τοῦ λένε ὑβριστικά·  Σὺ εἶσαι μαθητὴς ἐκείνου· ἐμεῖς εἴμαστε μαθηταὶ τοῦ Μωυσῆ. Σ’ αὐτὸ ψεύδονται φανερά. Ἄν ἦσαν μαθηταὶ τοῦ Μωυσῆ θὰ ἦσαν καὶ τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως τοὺς ἔλεγε ὁ ἴδιος. «Ἄν πιστεύατε στὸ Μωυσῆ, θὰ πιστεύατε καὶ σ’ ἐμένα» καὶ δὲν εἶπαν ὅτι «ἐμεῖς ἀκούσαμε» ἀλλὰ «ἐμεῖς γνωρίζουμε» ὅτι ὁ Θεὸς μίλησε στὸ Μωυσῆ. Μολονότι οἱ πρόγονοί τους τοὺς ἄφησαν παράδοση, αὐτοὶ ἰσχυρίζονται ὅτι ἔχουν ἀκριβῆ γνώση γι’ αὐτὰ ποὺ παρέλαβαν μὲ τὴν ἀκοή. Ἐνῶ αὐτὸν ποὺ ἔβλεπαν μὲ τὰ μάτια τους νὰ θαυματουργῆ καὶ τὸν ἄκουαν νὰ λέγη θείους λόγους καὶ οὐράνιους, αὐτὸν τὸν ἀποκαλοῦσαν πλάνο. Βλέπετε ἀνοησία ποὺ προκαλεῖ ἡ κακία;


Τοὺς ἀπάντησε ὁ ἄνθρωπος· Σ’ αὐτὸ ὑπάρχει ἡ ἀπορία·  ὅτι σεῖς δὲν ξέρετε ἀπὸ ποῦ ἔρχεται καὶ μοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια καὶ γνωρίζομε ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἀκούει τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀλλὰ ἄν εἶναι κανένας θεοφοβούμενος καὶ κάνει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, αὐτὸν ἀκούει. Ὡς τώρα ποτὲ δὲν ἔχει ἀκουσθῆ ὅτι ἄνοιξε κάποιος τὰ μάτια ἑνὸς γεννημένου τυφλοῦ. Ἄν αὐτὸς δὲν ἦταν ἀπὸ τὸ Θεὸ δὲ θὰ κατόρθωνε τίποτα. Σεῖς, τοὺς λέει, Ἰουδαῖοι, ἀποκρούετε ἐκεῖνον ποὺ μὲ θεράπευσε, γιατὶ τάχα δὲν ξέρετε ἀπὸ ποῦ εἶναι.  Κι ἐγὼ σᾶς λέγω ὅτι γι’ αὐτὸ εἶναι πιὸ θαυμαστός. Γιατὶ κάποιος ποὺ δὲν εἶναι ἀπὸ σᾶς τοὺς ἐπίσημους, οὔτε ἀπὸ τοὺς δοξασμένους, κατορθώνει τόσο μεγάλα. Εἶναι λοιπὸν ἀπ’ ὅλα φανερό, ὅτι προέρχεται ἀπὸ μιὰ ἀνώτερη δύναμη, καὶ δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ καμμιὰ ἀνθρωπίνη βοήθεια. Ἔπειτα ἐπειδὴ μερικοὶ ἀπ’ αὐτοὺς εἶχαν πεῖ «πῶς μπορεῖ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος νὰ κάνη τέτοια θαύματα;» παίρνει καὶ αὐτῶν τὴ σκέψη καὶ τοὺς ὑπενθυμίζει τὰ ἴδια τὰ λόγια τους. Γνωρίζομε ὅλοι, τοὺς λέει, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἀκούει ἁματωλοὺς ἀλλὰ ἄν εἶναι κανένας θεοσεβούμενος καὶ κάνη τὸ θέλημά του, αὐτὸν ἀκούει. Πρόσεξε πὼς μ’ αὐτὰ ὄχι μόνο ἀπάλλαξε τὸν Κύριο ἀπὸ ἁμαρτίες ἀλλὰ τὸν παρουσιάζει ἀκόμα πὼς ἀρέσει πάρα πολὺ στὸ Θεὸ κι ὅτι κάνει πάντα τὸ θέλημά του. Ἀλλὰ ἄν εἶναι   κάποιος θεοσεβούμενος καὶ κάνη τὸ θέλημά του. Κι ἐπειδὴ καταλάβαινε ὅτι αὐτοὶ ἤθελαν νὰ συσκιάσουν τὸ θαῦμα, γεμᾶτος ἀπὸ σύνεση πολλή, διαλαλεῖ τὴν εὐεργεσία. « Ἄν δὲν ἦταν ἀπὸ τὸ Θεό», δὲ θὰ πραγματοποιοῦσε τέτοιο θαῦμα. Ὅπως κανεὶς ὡς τώρα. Ἄνοιξαν ἴσως μάτια τυφλοῦ, ὄχι ὄμως χαλασμένα ἐκ γενετῆς ἀλλὰ ἀπὸ ἕνα πάθημα. Τὸ παράξενο εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔγινε τώρα .Εἶναι ὁλοφάνερο λοιπὸν ὅτι αὐτὸς ποὺ ἔκανε τέτοιο θαῦμα εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ ἄνθρωπο. Ἀλλὰ μερικοὶ προβάλλουν τὴν ψυχρὴ καὶ σοφιστικὴ ἀπορία τους: «πῶς εἶπε ὅτι δὲν ἀκούει τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀφοῦ ὅταν προσεύχωνται νὰ τοὺς συγχωρεθοῦν οἱ ἁμαρτίες τοὺς ἀκούει, ἐπειδὴ εἶναι φιλάνθρωπος. Τί σημαίνει λοιπὸν αὐτὸ ποὺ λέει ἐδῶ ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἀκούει τοὺς ἁμαρταλωλούς; θὰ ἔπρεπε σ’ αὐτὸ νὰ μὴ δώσωμε καμμιὰ ἀπόκριση. Ὅμως πρέπει νὰ λεχτῆ ὅτι τὸ «ὁ Θεὸς δὲν ἀκούει τοὺς ἁμαρτωλοῦς» σημαίνει ὅτι ὁ Θεὸς δὲν παραχωρεῖ στοὺς ἁμαρτωλοὺς νὰ πραγματοποιοῦν θαύματα. Γιατὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ δὲν εἰσέρχεται σὲ σῶμα   καταχρεωμένο ἀπὸ ἁμαρτίες. Ὅταν ὅμως ζητοῦν τὴν ἄφσεη τῶν ἁμαρτιῶν τους ἀληθινὰ καὶ μὲ τὴν καρδιά τους, τοὺς ἀκούει ὄχι σὰν ἁμαρτωλοὺς ἀλλὰ σὰν ἀνθρώπους ποὺ μετανοοῦν. Εὔλογα λοιπὸν ἔχει λεχθῆ ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἀκούει τοὺς ἁμαρτωλούς. Γιατὶ δὲν δίνει στοὺς ἁμαρτωλοὺς μήτε τὴ χάρη τῶν θαυμάτων. Πῶς βέβαια ἐκείνους ποὺ καὶ νὰ ζητήσουν κάτι τέτοιο τοὺς μισεῖ, γιατὶ θέλουν νὰ οἰκειοποιηθοῦν πράγματα ποὺ καθόλου δὲν τοὺς ἀνήκουν, αὐτοὺς ὅταν ζητοῦν ἄφεση ὄχι σὰν ἁμαρτωλοὶ ἀλλὰ σὰν μετανοημένοι τοὺς ἀκούει; Πρόσεξε ὅτι εἶπε «ὅταν εἶναι θεοφοβούμενοι» καὶ πρόσθεσε «καὶ κάνουν τὸ θέλημά του. Ὑπάρχουν πολλοὶ θεοφοβούμενοι ποὺ δὲν   ὅμως κάνουν τὸ θέλημά του.Πρέπει ὅμως νὰ ὑπάρχουν καὶ τὰ δύο καὶ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἐκτέλεση τοῦ θελήματός του, δηλαδὴ καὶ ἡ πίστη καὶ τὰ ἔργα, ἤ, ὅπως λέει ὁ Παῦλος, πίστη καὶ ἀγαθὴ συνείδηση. Γενικώτερα ἡ θεωρία καὶ ἡ πράξη. Τότε εἶναι ζωντανὴ ἡ πίστη, ὅταν συνοδεύεται κι ἀπὸ θεάρεστα ἔργα, τὰ ὁποῖα φέρνον τὴν ἀγαθὴ συνείδηση ὅπως τὰ πονηρὰ ἔργα τὴν πονηρὴ συνείδηση. Καὶ τὰ ἔργα πάλι τότε εἶναι ζωντανά, ὅταν τὰ θερμαίνει ἡ πίστη. Χωρισμένα μεταξὺ τους εἶναι νεκρά. Ὅπως ἔχει λεχθῆ «πίστη χωρὶς ἔργα εἶναι νεκρή» καὶ τὰ ἔργα χωρὶς τὴν πίστη. Πρόσεξε πῶς ἡ ἀλήθεια δίδει τὴ δύναμη στὸν ἀσήματνο ζητιάνο νὰ μιλᾶ μὲ θάρρος, νὰ ἐλέγχη αὐτοὺς ποὺ οἱ Ἰουδαῖοι θεωροῦσαν μεγάλους καὶ ἐκτιμοῦσαν. Τόσο μεγάλη εἶναι ἡ δύναμη της καθὼς καὶ τοῦ ψεύδους ὁ δισταγμὸς καὶ ἡ δειλία.


Τοῦ ἀπάντησαν καὶ τοῦ εἶπαν· Ἐσὺ γεννήθηκες ὁλόκληρος μέσα στὴν ἁμαρτία καὶ θέλεις νὰ διδάξης ἐμᾶς; Τὸν πέταξαν ἔξω ἀπὸ τὴ συναγωγή. Ἔμαθε ὁ Ἰησοῦς ὅτι τὸν ἔβγαλαν ἔξω·  τὸν ηὗρε καὶ τοῦ εἶπε. Σὺ πιστεύεις στὸ Γιὸ τοῦ Θεοῦ; Ἀποκριθηκε ἐκεῖνος. Ποιός εἶναι, Κύριε, γιὰ νὰ πιστέψω σ’ αὐτόν; Ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε, τὸν ἔχεις δεῖ κι αὐτὸς ποὺ μιλᾶ μαζί σου, ἐκεῖνος εἶναι. Πιστεύω Κύριε, εἶπε αὐτός, κι ἔπεσε στὰ πόδια του. Ὥσπου περίμεναν ὅτι ὁ ἄνθρωπος θὰ μιλοῦσε ὅπως ἤθελαν, τὸν καλοῦσαν καὶ τὸν ρωτουσαν καὶ μάλιστα ὄχι μιὰ φορὰ μόνο. Ὅταν ὅμως διαπίστωσαν ἀπὸ τὶς ἀπαντήσεις του ὅτι δὲν συμμεριζόταν τὴ γνώμη τους ἀλλὰ προτιμοῦσε τὴν ἀλήθεια, τὸν ἐξευτελίζουν πρῶτα ὅτι γεννήθηκε μέσα στὴν ἁμαρτία. Προβάλλουν ἀνόητα τὴν τύφλωσή του καὶ   νομίζουν ὅτι πρὶν ἀπὸ τὴ γέννησή του καταδικάστηκε νὰ γεννηθῆ τυφλός. Εἶναι ὁλότελα παράλογο. Κι’ ἔπειτα τὸν βγάζουν ἔξω ἀπὸ τὸ ναό, κήρυκα τῆς ἀλήθειας οἱ γιοὶ τοῦ ψεύδους. Προσέξετε τὸ κέρδος. Τὸν βγάζουν ἀπὸ τὸ ναὸ καὶ τὸν βρίσκει ἀμέσως ὁ Κύριος τοῦ ναοῦ. Τὸν ἀτίμασαν γιὰ τὴν ἰδέα ποὺ εἶχε τὸ Χριστὸ καὶ τιμήθηκε μὲ πλήρη ἐπίγνωση τοῦ Γιοῦ τοῦ Θεοῦ. Τὸν βρῆκε ὁ Ἰησοῦς σὰ νὰ πῆγε ἐπίτηδες γι’ αὐτό, γιὰ νὰ τὸν παρηγορήση, ὅπως ἕνας ἀγωνοθέτης δέχεται τὸν ἀθλητὴ πολὺ κοπίασε καὶ στεφανώθηκε, καὶ τὶ τοῦ λέει; «Πιστεύεις στὸ Γιὸ τοῦ Θεοῦ;» Γιατὶ τὸ ρωτᾶ αὐτό; Ὕστερ’ ἀπὸ τόση ἀπολογία πρὸς τοὺς Ἰουδαίους καὶ τόσους λόγους ρωτᾶ ἄν πιστεύη; Δὲν τὸ κάνει αὐτὸ ἐπειδὴ δὲν ξέρει, ἀλλὰ θέλει νὰ γνωρίση τὸν ἑαυτὸ του στὸν τυφλό. Δὲν τὸν εἶχε δεῖ καθόλου μετὰ τὴ θεραπεία. Πῶς μποροῦσε, ἀφοῦ τὸν τὸν τραβοῦσαν ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ τὰ πάγκακα σκυλιὰ τῶν Ἰουδαίων. Γι αὐτὸ τὸν ρωτᾶ τώρα, ὥστε νὰ ρωτήση κι ἐκεῖνος ποιός εἶναι ὁ γιὸς τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ   τοῦ παρουσιάση ἔπειτα τὸν ἑαυτό του. Συνάμα τοῦ δείχνει ὅτι δίνει μεγάλη ἀξία στὴν πίστη του, σὰ νὰ λέεη τέτοια·  Μὲ ὕβρισε τόσος κόσμος, ἀλλὰ δὲν τοὺς ὑπολογίζω καθόλου·  ἕνα μ’ ἐνδιαφέρει ἡ πίστη. Κι ἐκεῖνος ρωτᾶ «ποιός εἶναι, Κύριες ὁ Γιὸς τοῦ Θεοῦ;» Ὁ λόγος του βγῆκε ἀπὸ τὸν πόθο τῆς ψυχῆς του. Καὶ ἡ ἀπάντηση·  Τὸν εἶδες κι αὐτὸς ποὺ μιλάει μαζί σου, ἐκεῖνος εἶναι. Δὲν τοῦ εἶπε Ἐγὼ εἶμαι ποὺ σὲ θεράπευσα, αὐτὸς ποὺ σοῦ εἶπε πήγαινε, νίψου. Τοῦ μίλησε πρῶτα συγκεκαλυμμένα κι ἀόριστα. Τὸν ἔχεις δεῖ του εἶπε κι ὕστερ πιὸ φανερά· Αὐτὸς ποὺ μιλάει μαζί σου, ἐκεῖνος εἶναι.  Φαίνεται ὅτι ὁ Κύριος εἶπε ἐπίτηδες τὸν ἔχεις δεῖ, γιὰ νὰ τὸν κάνη ὁπωσδήποτε νὰ θυμηθῆ τὴ θεραπεία κι ὅτι ἔλαβε ἀπ’ αὐτὸν τὴν ἰκανότητα νὰ βλέπη.  Καὶ ὅπως πιστεύει εὐθὺς ὁ ἄνθρωπος, δείχνει εὐθὺς ἔμπρακτα τὴ θερμὴ κι ἀληθινὴ πίστη του, προσκυνῶντας καὶ ἐπιβεβαιώνοντας τὸ λόγο μὲ τὸ ἔργο καὶ δοξάζοντάς τον σὰν Θεό. Γιατὶ ἔχει καθιερωθῆ μόνο στὸ Θεὸ ν’ ἀποδιδεται προσκύνηση.  Ὑποθέσετε τώρα ὅτι τὸ θαῦμα τοῦτο πραγματοποιήθηκε μεταφορικά. Ἀφότου καταδικαστήκαμε σὲ θάνατο κι ἀποφασίστηκε νὰ μεγαλώνωμε μέσα στοὺς πόνους, κάτι σὰν πηχτὸ νέφος καὶ δεμάτινο ροῦχο, ὅπως λένε τὰ ἱερὰ Λόγια ἁπλώθηκε στὰ πνευματικά μας μάτια. Ἔτσι τυφλὸς ἦταν εἴτε κάθε ἄνθρωπος ἐκ γενετῆς, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ ὅτι ἦταν ὑποκείμενος σὲ γένεση, μὲ τὴν ὁποία ἦταν συνδεδεμένη ἡ φθορὰ, εἴτε καὶ τὰ πλήθη τῶν ἐθνικῶν. Κι αὐτοὶ ἐκ γενετῆς τυφλοὶ ἦσαν, ὅπως οἱ Ἕλληνες. Ἐπειδὴ θεοποίησαν ὅσα ἦταν ὑποκείμενα στὴ γένεση καὶ στὴ φθορά, τυφλώθηκαν σύμφωνα μὲ τὴ ρήση «Σκοτίσθηκε ἡ ἀσύνετη καρδιά τους». Τέτοιοι ἦσαν κι οἱ μάγι τῶν Περσῶν ποὺ δαπάνησαν τὴ ζωὴ τους σὲ φλυαρίες γιὰ τὴ γένεση καὶ τὰ γενέθλια. Αὐτὸν λοιπὸν τὸν τυφλό, σὰν ἐκπρόσωπο ἤ τοῦ ἀνθρώπου γενικά ἤ τοῦ ἐθνικοῦ ἀνθρώπου –εἶδε ὁ Ἰησοῦς. Ἐπειδὴ ἐκεῖνος δὲν μποροῦσε νὰ δῆ τὸ Δημιουργὸ μᾶς ἐπισκέφτηκε ὁ ἴδιος ἀπὸ εὐσπλαχνία, σὰν ἀνατολὴ ἀπὸ τὸν οὐρανό. Καὶ πῶς τὸν εἶδε; Περνῶντας, ὄχι μένοντας δηλ. στὸν οὐρανό ἀλλὰ ἀφοῦ κατέβηκε ἀδειάζοντας ἀπὸ θεϊκὸ μεγαλεῖο κι ἀφοῦ, κατὰ τὸν Προφήτη ἔσκυψε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ κι εἶδε τοὺς ἐθνικούς, δὲν εἶχε δηλ. ἔρθει σ’ αὐτοὺς πιὸ μπροστά. Ἦρθε γιὰ τὰ χαμένα πρόβατα τῆς μάντρας τοῦ Ἰσραήλ. Ὕστερα σὰν παρέκκλιση ἀπὸ τὸ δρόμο του ἐπισκέφτηκε τὸ λαὸ ποὺ καθόταν στὸ σκοτάδι τῆς ὁλικῆς ἄγνοιας. Καὶ πῶς θεραπεύει τὴν τύφλωση; Φτύνοντας στὴ γῆ καὶ κάνοντας πηλό. Ὅποιος δηλαδὴ πιστέψη, ὅτι σὰ σταγόνα βροχῆς ποὺ πέφτει στὴ γῆ, κατέβηκε στὴν ἁγνὴ Παρθένο ὁ Λόγος, αὐτὸς θ’ ἁλείψη τὰ πνευματικὰ μάτια μὲ τὸν πηλὸ ἀπὸ τὸ φτύμα καὶ τὴ γῆ, δηλαδὴ μὲ ἕνα Χριστὸ ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ θεία οὐσία, σύμβολό της τὸ φτύμα, καὶ τὴν ἀνθρώπινη, ποὺ τὴ συμβολίζει ἡ γῆ, ἀπ’τὴν  ὁποία προέρχεται τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου. Ἇραγε θὰ σταματήση τὴ θεραπεία ὡς τὸ σημεῖο ποὺ θὰ πιστέψη κανείς; Ὄχι βέβαια ἀλλὰ πρέπει νὰ πάη καὶ στὸ Σιλωὰμ, τὴν πηγὴ τοῦ Βαπτίσματος καὶ νὰ βαπτιστῆ στ’ ὄνομα τοῦ ἀπεσταλμένου δηλαδὴ τοῦ Χριστοῦ. Γιατὶ ὅσοι βαφτιστήκαμε πνευματικά, βαφτιστήκαμε στ’ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Κι ἀφοῦ βαφτιστῆ καθένας θὰ πέση καὶ σὲ πειρασμοὺς.  Θὰ τὸν ὁδηγήσουν ἴσως δὲ βασιλιάδες κι ἄχροντες, ἐξ αἰτίας τοῦ Χριστοῦ ποὺ τὸν ἐθεράπευσε. Πρέπει λοιπὸν νὰ εἴμασατε σταθεροὶ καὶ νὰ στεκώμαστε ἀκλόνητα στὴν ὁμολογία μας,  νὰ μὴ μᾶς ὁδηγῆ ὁ φόβος στὴν ἄρνηση ἀλλὰ νὰ γίνωμε, ἄν χρειαστῆ ἀποδιωγμένοι κι ἀποσυγάγωγοι κατὰ τὸ λόγο «θὰ σᾶς μισήσουν ὅλοι γιὰ τὄνομά του καὶ θὰ σᾶς κάνουν ἀποσυνάγωγους». Κι ἄν βγάλουν ἔξω οἱ ἄνθρωποι αὐτὸν ποὺ θὰ ὁμολογήση, μισῶντας τον ἐξ αἰτίας τῆς ἀληθειας καὶ τὸν ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ἀκριβὰ τους, τὸν πλοῦτο καὶ τὴν δόξα, θὰ τὸν εὕρη  ὁ Ἰησοῦς καὶ πιὸ πολὺ ἀπ’ ὅ,τι τὸν ἀτίμησαν οἱ ἐχθροὶ του, θὰ τὸν τιμήση ὁ Χριστὸς μὲ βαθύτερη ἐπιγνωση καὶ καθαρώτερη πίστη.  Θὰ προσκυνήση τότε περισσότερο τὸ Χριστό, ποὺ φαίνεται σὰν ἄνθρωπος, εἶναι ὅμως καὶ γιὸς τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ δὲν εἶναι διαφορετικὸς ὁ Γιὸς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸ Γιὸ τῆς Μαρίας, αὐτὴ εἷναι  ἡ ἀσέβεια τοῦ Νεστορίου, ἀλλὰ ἕνας κι ὁ ἴδιος ὁ Γιὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ τοῦ ἀνθρώπου. Πρόσεξε πῶς ὁ Κύριος, ὅταν ὀ τυφλὸς ρώτησε·  ποιός εἶναι ὁ Γιὸς τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ πιστέψω σ’ αὐτόν, του ἀπάντησε·  Καὶ τὸν ἔχεις δεῖ καὶ αὐτὸς ποὺ σοῦ μιλᾶ ἐκεῖνος εἶναι, Ποιὸς ὅμως μιλοῦσε; Ὄχι αὐτὸς ποὺ γέννησε ἡ Μαρία; Ὁ ἴδιος ἦταν ὁ Γιὸς τοῦ Θεοῦ, διαφορὰ δὲν ὑπάρχει.  Γι’  αὐτὸ καὶ ἡ ἁγία Μαρία εἶναι κυριολεκτικὰ Θεοτόκος, ἀφοῦ γἐννησε κατὰ σάρκα Γιὸ τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἀδιαίρετος καὶ ἕνας, ἄν καὶ διπλός, καὶ εἶναι ὁ Κύριος ὁ Χριστός.


 Καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπε. Ἐγὼ ἦρθα στὸν κόσμο τοῦτο γιὰ νὰ γίνη ξεχώρισμα, ὥστε αὐτοὶ ποὺ δὲ βλέπουν νὰ δοῦν κι αὐτοὶ ποὺ βλέπουν νὰ γίνουν τυφλοί. Τ’ ἄκουσαν αὐτὰ μερικοὶ Φαρισαῖοι, ποὺ ἦσαν μαζί του καὶ τοῦ εἶπαν μήπως εἴμαστε καὶ μεῖς τυφλοί; Κι ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε· Ἄν ἤσαστε  τυφλοὶ δὲ θὰ εἴχατε ἁμαρτία. Τώρα ὅμως ἰσχυρίζοντες ὅτι βλέπετε·  ἡ ἁμαρτία σας λοιπὸν μένει. Ἐπειδὴ εἶδε ὁ Κύριος ὅτι οἱ Φαρισαῖοι πιὸ πολὺ ζημιώθηκαν ἀπὸ τὸ θαῦμα καὶ δὲν ὠφελήθηκαν καὶ γι’ αὐτὸ τοὺς ἄξιζε μεγαλύτερη καταδίκη, παρατηρεῖ ὅτι «ὅπως φαίνεται κι ὅπως καταντοῦν τὰ πράγματα» ἐγὼ ἦρθα γιὰ  ξεχώρισα, ἀντὶ νὰ πῆ γιὰ μεγαλύτερη τιμωρία καὶ καταδίκη, γιὰ νὰ βλέπουν αὐτοὶ ποὺ δὲν βλέπουν κι αὐτοὶ ποὺ βλέπουν –οἱ Φαρισαῖοι- νὰ γίνουν τυφλοί, στὰ μάτια τῆς ψυχῆς. Γιατὶ αὐτὸς ποὺ ἀπὸ τὴ γέννησή του δὲν ἔβλεπε τώρα βλέπει καὶ ψυχικὰ καὶ σωματικά. Ἐνῶ αὐτοὶ ποὺ νομίζουν ὅτι βλέπουν, ἔπαθαν τύφλωση τοῦ νοῦ.  Δυὸ ἀναβλέψεις ἀναφέρει ἐδῶ καὶ δυὸ τυφλότητες. Οἱ Φαρισαῖοι ὅμως ποὺ στέκουν μ’ ἀνοιχτὸ τὸ στόμα πάντα μπροστὰ στὰ αἰσθητά, ἐπειδὴ νόμισαν ὅτι μιλοῦσε γιὰ ἀναπηρία τῆς αἰσθήσεως, ρωτοῦν μήπως εἴμαστε καὶ μεῖς τυφλοί;  Τὴ σωματικὴ μόνο τύφλωση ὑπολόγιζαν. Ὁ Κύριος θέλοντας νὰ τοὺς δείξη ὅτι εἶναι καλύτερο νὰ εἶνα τυφλοὶ στὸ σῶμα παρὰ ἄπιστοι τοὺς λέει·  ἄν ἤσατε τυφλοὶ, δὲ θὰ εἴχατε ἁμαρτία. Ἄν εἴχατε πάθε ἀναπηρία ἀπὸ φυσικὸ λόγο, θὰ δινόταν κάποια συγγνώμη γιὰ τὴ νόσο τῆς ἀπιστίας.  Τώρα ὅμως ποὺ λέτε ὅτι βλέπετε καὶ μάλιστα ποὺ γίνατε αὐτόπτες τοῦ θαύματος μὲ τὸν τυφλό, ἀφοῦ ἐξακολουθῆτε νὰ ἔχετε ἀκόμα τὴ νόσο τῆς ἀπιστίας, δὲ εἶστε ἄξιοι γιὰ συγγνώμη. Ἡ ἁμαρτία σας ἔμεινε ἀνεξάλειπτη καὶ θὰ τιμωρηθῆτε περισσότερο, ἐπειδὴ δὲν ὁδηγεῖσθε στὴν πίστη ὕστερα ἀπὸ τὸσα θαύματα ποὺ βλέπετε. Ἴσως μποροῦσε κι ἔτσι νὰ ἐννοήση κανένας τὴ φράση «ἄν ἤσαστε τυφλοὶ δὲ θὰ εἴχατε ἁμαρτία». Σεῖς μὲ ρωτᾶτε τοὺς λέει γιὰ σωμτικὴ τύφλωση, ἐπειδὴ αὐτὴν μόνο ντρέπεσθε. Ἐγὼ ὅμως ἐννοῶ τὴν ψυχικὴ σας τύφλωση. Ἄν ἤσαστε τυφλοί, δηλαδὴ δὲν γνωρίζετε τὶς Γραφές, δὲ θὰ εἴχατε τόσο μεγάλη ἁμαρτία, ἀφοῦ θὰ ἁμαρτάνατε χωρὶς νὰ ξέρετε. Τώρα ὅμως λέτε ὅτι βλέπετε καὶ προβάλλετε τοὺς ἑαυτοὺς σας σὰν φρόνιμους καὶ νομοθμαθεῖς·  ὥστε αὐτοκατδικάζεστε καὶ ἡ ἁμαρτία σας εἶναι μεγαλύτερη γιατὶ ἁμαρτάνετε ἐνῶ γνωρίζετε.




Μητροπολίτου Τρίκκης καὶ Σταγῶν Διονυσίου


Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον


Τόμος Δεύτερος


Ἀθῆναι 1969