Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2019

Τί συμβολίζει τὸ θυμιάμα ;

 Εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ τρία δῶρα ποὺ προσέφεραν οἱ τρεῖς Μάγοι στὸν Κύριό μας. Συμβολίζει τὴν προσευχή μας ποὺ ἀνέρχεται ὅπως ὁ καπνός, στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ. Ὅπως δηλαδὴ τὸ λιβάνι συναντᾶται μὲ τὸ ἀναμμένο κάρβουνο καὶ δὲν μένει ἐκεῖ, ἀλλὰ ἀφοῦ ἀφοῦ θερμανθεῖ ἀνέρχεται πρὸς τὰ ἄνω καὶ σκορπίζει τὴν εὐωδία, ἔτσι καὶ οἱ ψυχές μας μὲ ζεστὴ καὶ θερμὴ πίστη προσευχόμενες, δὲν πρέπει νὰ κολλοῦν στὰ γήινα ὑλικὰ ὅταν λατρεύουν τὸ Θεό, ἀλλὰ νὰ φτερουγίζουν πρὸς τὰ ἄνω μυροβλήζουσες, ἀπαγκιστρωμένες ἀπὸ τὶς ὑλικὲς μέριμνες.
Μὲ τὴν ἀνάταση τοῦ νοῦ καὶ τῆς ψυχῆς μας πρὸς τὰ ἄνω, ἡ προσευχὴ μᾶς γίνεται πιὸ καθαρὴ καὶ ἡ κοινωνία μας μὲ τὸ Θεὸ περισσότερο οὐσιαστική. Τὸ θυμίαμα μᾶς μεταφέρει στὸ χῶρο τῆς προσευχῆς τῶν Ἁγίων στὸν Ἕνα καὶ Ἀληθινὸ Θεὸ καὶ τονίζει τὴν παρουσία τοῦ Κυρίου καὶ τῶν Ἁγίων στὴ ζωή μας. Ὅταν θυμιάζει ὁ ἱερέας τὴν πρόθεση, τὸ θυμίαμα θυμίζει τὰ δῶρα τῶν Μάγων. Ὅταν θυμιάζει πρὶν τὴν Μέγ. Εἴσοδο τὸ θυμίαμα ὑποδηλώνει τὴν σμυρναλόη τοῦ Νικοδήμου. Κατὰ τὴν Μέγ. Εἴσοδο συμβολίζει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα .
Τὰ θυμιατὰ ποὺ χρησιμοποιοῦμε στοὺς Ἱεροὺς Ναοὺς εἶναι κινητὰ μεταλλικὰ σκεύη ποὺ στὸ κάτω μέρος δέχονται τὰ ἀναμμένα κάρβουνα ἢ καρβουνόσκονη. Ἐξαρτῶνται ἀπὸ τέσσερις ἁλυσίδες μὲ δώδεκα κουδουνάκια. Συμβολίζουν τοὺς τέσσερις Εὐαγγελιστὲς καὶ τοὺς δώδεκα Ἀποστόλους ἀντίστοιχα. Ἡ βάση τοῦ θυμιατοῦ συμβολίζει τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ μέσα στὰ σπλάχνα τῆς Παναγίας Μητέρας Του. Τὰ ἀναμενα κάρβουνα συμβολίζουν τὸ πῦρ τῆς θεότητας. Εἶναι ἡ βάτος ἡ φλεγόμενη ἀλλὰ μὴ κατακαιομένη. Ἡ φωτιὰ συμβολίζει καὶ τὴ Θεία Ἀγάπη του ὡς φωτιὰ καίει τὴν καρδιὰ τοῦ κάθε πιστοῦ.


Λιβανίζουμε στὸ σπίτι μᾶς κάθε βράδυ πρὶν τὴν προσευχὴ μᾶς , ὅταν διαβάζουμε παράκληση στὴν Παναγία καὶ ὅταν ζυμώνουμε πρόσφορα. Λιβανίζουμε τὶς ἱερὲς εἰκόνες .

ΓΕΡΟΝΤΑ ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΟΤΑΝ ΘΕΛΟΥΜΕ ΝΑ ΠΑΡΑΚΑΛΕΣΟΥΜΕ ΕΝΑΝ ΑΓΙΟ ΓΙΑ ΚΑΤΙ;

Πρώτα να κάνετε τον Σταυρό σας στο Όνομα της Αγίας Τριάδος.
Μετά πείτε την προσευχή της Παναγίας ΧΑΙΡΕ ΚΕΧΑΡΙΤΩΜΕΝΗ ΜΑΡΙΑ….
και Ύστερα επικαλεστείτε τον Άγιο τρεις φορές.
Για παράδειγμα… Άγιε Μεγαλομάρτυρα Γεώργιε, παρακάλεσε τον Θεό για μας..
και ύστερα ζητήστε εκείνο που θέλετε, αλλά αυτό να είναι χρήσιμο για την ψυχή.
Αυτό να ζητάτε,
Γέροντας Γαβριήλ Αγιορείτης

Άγιος Ιωάννης Κοτσούρωφ ο πρωτομάρτυρας της νεότερης Ρωσίας

Ο πρωτοπρεσβύτερος Ιωάννης Κοτσούρωφ (Kochurov) ήταν ο πρώτος κληρικός - θύμα της Οκτωβριανής Επανάστασης.

Το 1901 μ.Χ., μετά την αποφοίτησή του από την Θεολογική Ακαδημία της Αγίας Πετρούπολης, διορίσθηκε εφημέριος της Ρωσικής Κοινότητας του Σικάγου. Επιστρέφοντας στη Ρωσία, δολοφονήθηκε από τους Μπολσεβίκους στο Tsarskoe Selo, τον Νοέμβριο του 1917 μ.Χ. Το όνομά του μνημονεύθηκε δεύτερο, μετά από εκείνο του Μητροπ. Κιέβου αγίου Βλαδιμήρου, από τον Πατριάρχη Τύχωνα, κατά την Θεία Λειτουργία της 31/03/1918 μ.Χ.

Όσιοι Σπυρίδων και Νικόδημος «οι εν τω σπηλαίω»

Ο μακάριος Σπυρίδων καταγόταν από φτωχή και άσημη οικογένεια. Ήταν εντελώς αγράμματος και τραχύς στους τρόπους, αλλ' αυθόρμητος και ανεπιτήδευτος. Ένας «χωριάτης» για τους αριστοκράτες, ένας «αγροΐκος» για τους μεγαλωμένους στα σαλόνια, ένας «μωρός» για τους σοφούς του κόσμου τούτου.

Κι όμως ο όσιος ξεπέρασε σε αξία και τους σοφούς και τους ισχυρούς και τους ευγενείς, με την ανώτερη πνευματική του ζωή, με τα θεάρεστα έργα της αρετής του, με την ασκητική βία, με το φόβο του Θεού, που είναι η αρχή και η πηγή της πραγματικής σοφίας.

Ο όσιος Σπυρίδων ήρθε στη μονή των Σπηλαίων και άρχισε την τραχεία ασκητική του ζωή το 1139 μ.Χ.. Ήταν ήδη σε ώριμη ηλικία, αλλά δεν ήξερε γράμματα, Γι' αυτό και δεν μπορούσε να μελετά τα ιερά βιβλία. Αυτό τον γέμιζε θλίψη. Προσευχήθηκε ολόκαρδα στον Κύριο να του δώση φωτισμό και δύναμη για να μάθη ανάγνωση. Πράγματι, με σκληρή προσπάθεια, σε πολύ λίγο χρόνο έμαθε να διαβάζει. Ήταν απερίγραπτη η χαρά του που μπορούσε πια να μελετά τα θεία λόγια του Κυρίου και τα θεόπνευστα έργα των αγίων. Έμαθε απ' έξω ολόκληρο το Ψαλτήρι και το έλεγε μ' ευλάβεια και ψυχική μέθεξη κάθε μέρα, την ώρα που εργαζόταν με υπομονή και επιμέλεια στα διακονήματα του μοναστηρίου.

Ηγούμενος τα χρόνια εκείνα ήταν ένας μεγάλος νηστευτής και αγωνιστής ιερομόναχος, ο μακάριος Ποιμήν. Βλέποντας την καθαρότητα, την ακακία, την ευσέβεια και τη φιλοπονία του υποτακτικού του Σπυρίδωνος, του ανέθεσε το ευλογημένο διακόνημα του προσφοράρη. Ο όσιος θα έφτιαχνε τα πρόσφορα για το μεγάλο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, και γι' αυτό ήταν ολόχαρος και συγκινημένος βαθιά.

Με ψαλμούς, με ύμνους, με ωδές πνευματικές και με την αδιάλειπτη ευχή του Ιησού εκτελούσε τη θεοφιλή διακονία του ο δίκαιος Σπυρίδων: Έκοβε ξύλα, έκαιγε το φούρνο, κοσκίνιζε το αλεύρι, έπλαθε το ζυμάρι...

Κάποια μέρα, εκτελώντας τη συνήθη εργασία του, ο όσιος άναψε φωτιά στο φούρνο, για να ψήσει τα πρόσφορα που είχε ετοιμάσει. Ξαφνικά όμως μια σπίθα πήδησε μέσ' από τίς φλόγες και πετάχτηκε μέχρι το καλαμένιο ταβάνι, που άρπαξε αμέσως φωτιά. Αμέσως ο δούλος του Θεού έβγαλε το μανδύα του κι έκλεισε μ' αυτόν βιαστικά το άνοιγμα του φούρνου. Έπειτα έβγαλε και το τρίχινο πουκάμισο του, έδεσε τα μανίκια μεταξύ τους, έτρεξε στο κοντινό πηγάδι και το γέμισε νερό! Επιστρέφοντας γοργά φώναξε: «Αδελφοί! Βοήθεια! Φωτιά! Τρέξτε»!

Έτρεξαν οι αδελφοί με κουβάδες, αλλά τι να δουν! ο μανδύας, με τον όποιο ο όσιος είχε κλείσει τον αναμμένο φούρνο, ήταν εντελώς απείραχτος από τη φωτιά και το δεμένο πουκάμισο ήταν γεμάτο νερό, σαν ασκί στεγανό, και δεν άφηνε ούτε μια σταγόνα να χυθεί! Με το νερό εκείνο έσβησε ο μακάριος τη φωτιά, χωρίς να χρειαστεί τη βοήθεια των αδελφών. Κι αυτοί δόξασαν το Θεό, που η χάρη Του ολοφάνερα επισκίαζε και βοηθούσε τον πνευματοφόρο αδελφό τους.

Βοηθός του οσίου Σπυρίδωνος στο προσφορειό ήταν ο μοναχός Νικόδημος. Ευλαβέστατος και υπάκουος, αληθινά νεκρός για τον κόσμο, τη σάρκα και το σαρκικό θέλημα, προσπαθούσε πάντοτε με ζήλο κι επιμέλεια να μιμήται τον ευλογημένο Σπυρίδωνα τόσο στους χειρωνακτικούς κόπους όσο και στο θεάρεστο ήθος, στην αδιάλειπτη προσευχή, στον ενάρετο βίο.

Οι δύο όσιοι, αφού διακόνησαν θεοφιλώς το μοναστήρι τους τριάντα χρόνια σαν προσφοράρηδες, εκοιμήθησαν ειρηνικά εν Κυρίω σε βαθύ γήρας, και πήγαν να συναντήσουν τον ποθούμενο Ιησού, τον «Άρτο της Ζωής», «τον έσθιόμενον και μηδέποτε δαπανώμενον».

Άγιοι Σέλευκος και Στρατονίκη οι σύζυγοι

Οι Άγιοι Σέλευκος και Στρατονίκη, σε νεαρή ηλικία ενώθηκαν με τα δεσμά του γάμου. Ήταν γνήσιο χριστιανικό ζευγάρι, που με τόση τελειότητα παρουσιάζει ο Απόστολος Παύλος στην προς Εφεσίους Επιστολήν του. Ήταν μια ψυχή και μια καρδιά. Αλλά όταν κλήθηκαν να διαλέξουν μεταξύ της ζωής τους και της πίστης τους, δεν δίστασαν ούτε στιγμή. Για να μείνουν ενωμένοι, έπρεπε να δεχτούν τον θάνατο για το Ευαγγέλιο. Και έτσι έπεσαν ιερά σφάγια, για να ανατείλουν περίλαμπροι την ήμερα της ανάστασης.

Μνήμη ανώνυμου ομολογητού

Ο Άγιος αυτός έζησε στα χρόνια του Ιουλιανού του Παραβάτη (361 μ.Χ.) και ήταν γιος Ιερέα των ειδώλων. Στην πίστη του Χριστού τον έφερε κάποια ευσεβής χριστιανή Διακόνισσα, που ήταν φίλη της μητέρας του.

Ο νέος αυτός στην αρχή, όταν το έμαθε ο πατέρας του, υπέστη απ' αυτόν σκληρά βασανιστήρια. Δια θαύματος όμως σώθηκε και όταν πέθανε ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, κατόρθωσε να φέρει στη Χριστιανική πίστη και τον γέροντα πατέρα του, καθώς και πολλούς ειδωλολάτρες νέους. Αφού στη συνέχεια έζησε ανώτερη πνευματική ζωή, απεβίωσε ειρηνικά.

Το περιστατικό είναι παρμένο από την Εκκλησιαστική Ιστορία του Θεοδώρητου.

Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης γράφει για το περιστατικό αυτό:

«Kατά τους χρόνους Iουλιανού του παραβάτου εν έτει τξα΄ [361], ήτον ο Άγιος ούτος, υιός γενόμενος ενός ιερέως των ειδώλων, και εν δυσσεβεία ανατραφείς. Όταν δε ήτον νέος κατά την ηλικίαν, τότε μετετέθη εις την ευσέβειαν με τοιούτον τρόπον. Mία γυνή ονομαστή κατά την ευσέβειαν, και Διάκονος κατά το αξίωμα, ήτον φίλη με την μητέρα του Aγίου τούτου. Aύτη δε η τούτου μήτηρ, όσαις φοραίς επήγαινε με τον μικρόν όντα υιόν της εις την ευσεβή εκείνην γυναίκα, εχαιρετούσεν εκείνη, τόσον την μητέρα, όσον και τον υιόν, και επαρακίνει αυτόν εις την ευσέβειαν και την του Xριστού πίστιν. Aφ’ ου δε η μήτηρ του απέθανεν, επήγαινεν ο νέος εις την ευσεβή Διάκονον, και απελάμβανεν από εκείνην την συνήθη διδασκαλίαν. Eπειδή δε εδέχθη εις την ψυχήν του τας συμβουλάς της, ερώτησεν αυτήν, με ποίον τρόπον εδύνετο να φύγη την πλάνην του πατρός του, Έλληνος όντος, και να απολαύση την παρ’ αυτής κηρυττομένην ευσέβειαν. H δε Διάκονος είπεν εις αυτόν. Πρέπει τέκνον μου, να αποστραφής τον πατέρα σου, και να προτιμήσης τον Θεόν τον δημιουργόν εκείνου και εδικόν σου. Kαι να υπάγης εις μίαν πόλιν, εις την οποίαν ευρισκόμενος, δύνασαι να γλυτώσης από τας χείρας του δυσσεβούς βασιλέως. Υπέσχετο δε η θεοφιλής εκείνη, ότι αυτή η ιδία να λάβη πρόνοιαν διά τούτο.

O δε νέος είπε. Θέλω έλθω εις εσένα, και θέλω παραδώσω εις τας χείρας σου την ψυχήν μου. Aφ’ ου δε επέρασαν ολίγαι ημέραι, ο μεν Iουλιανός ανέβη εις την εν Aντιοχεία Δάφνην (τζεφτιλίκιον δε ήτον η Δάφνη της Aντιοχείας) διά να κάμη εορτήν εις τους δαίμονας και κοινήν τράπεζαν. Aνέβη δε και ο του νέου τούτου πατήρ, με το να ήτον ιερεύς, και εσυνείθιζε να ακολουθή με τον βασιλέα. Mαζί δε με τον πατέρα του ήτον και ο νέος ούτος, ομοίως και άλλος ένας αδελφός του. Eπειδή και αυτοί ήτον νεωκόροι, ήγουν προσμονάριοι του ναού των ειδώλων, και ερράντιζαν τα φαγητά του βασιλέως. Eπτά δε ημέρας εσυνείθιζον να πανηγυρίζουν εις την Δάφνην. Kατά την πρώτην λοιπόν ημέραν, αφ’ ου παρεστάθη ο νέος ούτος εις την τράπεζαν του βασιλέως, και ερράντισε τα μιαρά φαγητά, και εγέμωσεν αυτά από την ακαθαρσίαν των δαιμόνων. Tότε αναχωρήσας δρομαίος από την Δάφνην, πηγαίνει εις την Aντιόχειαν, και ευρίσκει την θαυμασίαν εκείνην Διάκονον. Kαι ιδού, λέγει, ήλθον εις εσένα, χωρίς να φανώ ψεύστης εις την υπόσχεσίν μου. Όθεν εσύ επιμελήσου τώρα διά την σωτηρίαν και της ψυχής μου και της ζωής μου, και τελείωσον την υπόσχεσίν σου. Παρευθύς λοιπόν εσηκώθη η θεοφιλής εκείνη, και πέρνουσα μαζί της τον νέον, επήγεν αυτόν προς τον άνθρωπον του Θεού Mελέτιον τον Aντιοχείας. O δε Άγιος Mελέτιος ιδών αυτόν, του είπε να καθίση κατά το παρόν επάνω εις τον εκεί ευρισκόμενον οίκον. O δε πατήρ του, επεριτριγύριζεν εις την Δάφνην ζητών τον υιόν του. Πηγαίνωντας δε και εις την Aντιόχειαν, εγύριζεν εις τους δρόμους και εις τα στενά σωκάκια, στρέφωντας εις κάθε μέρος τους οφθαλμούς του, μήπως ιδή τον ποθούμενον υιόν εις κανένα μέρος. Eπειδή επήγεν εις τον τόπον εκείνον, όπου εκατοίκει ο θείος Mελέτιος, στρέφωντας επάνω τα ομμάτιά του, βλέπει τον υιόν του, οπού έσκυπτεν από τα κάγκελλα. Όθεν τρέξας, ετράβιξεν αυτόν από εκεί και τον εκατέβασε. Kαι αφ’ ου τον επήγεν εις το οσπήτιόν του, πρώτον μεν έδειρεν αυτόν πολλά. Έπειτα πυρώσας σουβλία, έβαλεν αυτά εις τας χείρας και πόδας και πλάτας του υιού του. Ύστερον δε κλείσας αυτόν μέσα εις τον κοιτώνα, και κλειδωνίας έξωθεν βαλών, ανέβη πάλιν εις την Δάφνην.

Λέγει δε ο μακάριος Θεοδώρητος, ότι αυτά ήκουσεν οπού τα εδιηγείτο ο ίδιος πατήρ του νέου, ο μετά ταύτα πιστεύσας, όστις ήτον γέρωντας, όταν τα έλεγεν, επρόσθεσε δε, λέγει, ο γέρων και ταύτα ακόμη. Ότι ο νέος ούτος υιός του, έγινεν ένθους, και γεμώσας από θείαν χάριν, εσύντριψε μεν όλα τα είδωλα του πατρός του, τα εν τω οίκω ευρισκόμενα. Eπεριγέλα δε και την των ειδώλων ασθένειαν. Ύστερον δε στοχασθείς αυτό οπού έκαμεν, ήτοι την συντριβήν των ειδώλων, εφοβήθη τον ερχομόν του πατρός του. Όθεν παρεκάλεσε τον Δεσπότην Xριστόν να νεύση, διά να τζακισθούν μεν αι κλειδωνίαι, να ανοιχθούν δε αι πόρται. Eπειδή, έλεγεν, ότι διά εσένα Kύριε, ταύτα έπαθα και εποίησα. Όθεν ευθύς οπού τούτο είπεν, έπεσαν αι κλειδωνίαι, άνοιξαν δε αι πόρται. Kαι ευθύς έδραμεν εις την θεοφιλή διδάσκαλόν του, εκείνη δε ενδύσασα αυτόν γυναικεία φορέματα, εκράτησεν αυτόν εις τον οίκον της. Έπειτα επρόσφερεν αυτόν πάλιν εις τον θείον Mελέτιον. O δε Άγιος Mελέτιος, απέστειλεν αυτόν διά νυκτός εις την Παλαιστίνην προς τον Eπίσκοπον των Iεροσολύμων. Ήτον δε τότε Iεροσολύμων ο θείος Kύριλλος. Aφ’ ου δε απέθανεν ο Iουλιανός, ωδήγησεν ο νέος ούτος εις την ευσέβειαν και τον πατέρα του. Kαθώς ο ίδιος ούτος πατήρ του, γέρων ήδη ώντας, τούτο εδιηγήθη εις ημάς, περιφέρων ακόμη εις το σώμα του και τα στίγματα και σημάδια των πληγών, οπού έλαβε διά την του Xριστού πίστιν. O νέος λοιπόν ούτος πολλούς και άλλους Έλληνας οδηγήσας εις την της ευσεβείας επίγνωσιν με τα λόγιά του και με την ενάρετον πολιτείαν του, απήλθεν εις τας αιωνίους μονάς».

Άγιος Ιάκωβος επίσκοπος Μυγδονίας

Ο Άγιος Ιάκωβος έγινε επίσκοπος Αντιοχείας της Μυγδονίας, που ονομάζεται και Νίσιβις (ή Nησίκη) και βρίσκεται μεταξύ των ποταμών Τίγρη και Ευφράτη.

Για την μεγάλη του αρετή, ο Θεός του είχε δώσει το χάρισμα της θαυματουργίας. Μάλιστα με την δύναμη του Χριστού, ανέστησε ακόμα και νεκρό, ενώ βοήθησε πολλούς να γίνουν Χριστιανοί.

Μετείχε στη Σύνοδο της Νίκαιας και μετά τη λήξη της Συνόδου πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου παρέστη στην κηδεία του Πατριάρχη Μητροφάνη του Α'.

Ο Ιάκωβος έγραψε και βιβλίο ψυχωφελέστατο, για το όποιο αναφέρει ο επίσκοπος Θεοδώρητος.

Η μνήμη του Αγίου επαναλαμβάνεται και την 13η Ιανουαρίου.

Άγιος Νικόλαος από τη Χίο ο Νεομάρτυρας

Ο Άγιος Νεομάρτυς Νικόλαος μαρτύρησε στις 31 Οκτωβρίου 1754 μ.Χ. και ώρα έκτη, στη θέση Βουνάκι της Χίου.

Ο Άγιος Νικόλαος γεννήθηκε στις Καρυές της Χίου από γονείς ευσεβείς χριστιανούς, τον Πέτρο και την Σταματού. Από μικρό παιδί ήταν χαριτωμένος όχι μόνο στο σώμα αλλά και στην ψυχή. Ζούσε χριστιανικά με πολλή ευλάβεια και εγκράτεια, παρόλο που μεγάλωνε χωρίς νουθεσίες, καθώς ήταν ορφανός από πατέρα. Πάνω απ’ όλα ήταν απλός, άκακος και όλοι θαύμαζαν την υπομονή του.

Σε ηλικία είκοσι ετών συμφώνησε μ’ ένα συμπατριώτη του χτίστη να πάνε μαζί στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας, να εργαστούν. Εκεί στη Μαγνησία ο Άγιος συνέχιζε τον χριστιανικό τρόπο ζωής και πρόκοβε στην αρετή.

Κάποια μέρα όμως σαν κάτι να έπαθε ο νους του και έμεινε παραλογισμένος, χωρίς ωστόσο να κάνει τρελά πράγματα. Βλέποντάς τον οι Τούρκοι σ’ αυτή την κατάσταση τον έφεραν στους αρχηγούς τους με σκοπό να τον εξισλαμίσουν. Όταν εκείνοι τον εξέταζαν ο Άγιος δεν τους αποκρινόταν αλλά έμενε σιωπηλός, σαν να μην άκουγε τι του έλεγαν. Οπότε οι αγάδες αγανακτισμένοι, χτυπώντας τον, τον έδιωξαν ως τρελλό και ήλεγξαν εκείνους που τους τον πήγαν.

Οι συμπατριώτες του, βλέποντας την κατάστασή του, φοβήθηκαν μη διαταραχθεί ψυχικά και τον πήγαν στη Χίο, στην αδελφή του, στην οποία και είπαν τα καθέκαστα. Εκείνη, από αφροσύνη, δεν τα φύλαξε μυστικά και κυκλοφόρησε φήμη ότι ο Νικόλαος είχε εξισλαμισθεί. Τα έμαθαν οι αγάδες του νησιού και τον πήραν, τον ονόμασαν Μεϊμέτη (Μεχμέτ) και τον έντυσαν τούρκικα, χωρίς να του κάνουν όμως περιτομή. Για να ζήσει έβοσκε τα ζώα των χασάπηδων.

Εκεί, στα βουνά της Αγίας Υπομονής, τον συνάντησε κάποιος αρχιμανδρίτης που ονομαζόταν Κύριλλος. Συζήτησε μαζί του, είδε την απλότητά του και του έδωσε κάποιες συμβουλές. Αυτό ήταν και η αρχή της αλλαγής του Νικολάου.

Κάποια νύχτα κοιμήθηκε σ’ ένα μισογκρεμισμένο ναό της Αγίας Άννης και εκεί είδε στο όνειρό του μια ωραιότατη κόρη που του είπε: να πας στον ιερέα του ναού του Υιού μου να σε λούσει, να γίνεις καλά για να σε πάρω γαμπρό.

Σηκώθηκε και έτρεξε στην αδελφή του και της διηγήθηκε το όνειρο. Πήγαν μαζί στον ιερέα του χωριού αλλά εκείνος δεν τους έδωσε σημασία. Τότε προσέτρεξαν στον ναό του Σωτήρος, όπου εφημέρευε ο αρχιμανδρίτης Κύριλλος, ο οποίος του έκανε αγιασμό, του διάβασε τις σχετικές ευχές και ο νέος ήρθε στα συγκαλά του. Ύστερα τον κατήχησε και τον δίδαξε. Από τότε ο Νικόλαος άρχισε να ζει με μεγάλη μετάνοια, με προσευχή, αγρυπνία και αυστηρή νηστεία. Επειδή όμως είχε ακουστεί ότι είχε τουρκέψει, οι συγχωριανοί του φοβόντουσαν την οργή των Τούρκων και δεν τον δέχονταν στην εκκλησία, παρόλα τα δάκρυα και την διαμαρτυρία του.

Πράγματι κάποια μέρα έφτασαν απεσταλμένοι από τον δικαστή και τον συνέλαβαν σαν να ήταν ληστής. Μαζί του συνέλαβαν και τον ιερέα του χωριού με δύο προεστούς. Εκείνον τον οδήγησαν στον δικαστή ενώ τους άλλους απλώς τους φυλάκισαν. Ο δικαστής τον ρώτησε γιατί, ενώ προηγουμένως ήταν μουσουλμάνος, τώρα έγινε πάλι χριστιανός. Ο άγιος απάντησε: Επειδή εγώ από Χριστιανούς γεννήθηκα και Χριστιανός ανατράφηκα και είμαι Χριστιανός και τον Χριστό μου ποτέ δεν Τον αρνήθηκα ούτε έγινα μουσουλμάνος ούτε πρόκειται να Τον αρνηθώ ποτέ αλλά Χριστιανός πρόκειται να πεθάνω.

Ο δικαστής και οι δικοί του προσπαθούσαν με κολακείες και διάφορες υποσχέσεις να τον πείσουν να εξισλαμιστεί. Δεν κατάφεραν τίποτε παρά να ανάψουν τον ζήλο του. Χωρίς να φοβηθεί το πλήθος των Τούρκων, ήλεγξε την αμάθειά τους και την πλάνη τους χωρίς να μπορέσει κάποιος να αντιτάξει κάποιο αντιρρητικό λόγο. Επειδή λοιπόν εκείνοι ντροπιάστηκαν από ένα απλό και αγράμματο νεαρό Ρωμιό, άλλαξαν στάση, άρχισαν τις απειλές και τον έδειραν σκληρότατα, με πεντακόσιους ραβδισμούς στα πόδια. Στη συνέχεια τον έριξαν στη φυλακή σφίγγοντας τα καταπληγιασμένα πόδια του στο τιμωρητικό ξύλο. Σαν να μην έφταναν τα βασανιστήρια, είχε και τους συμπατριώτες του και μάλιστα τον ιερέα που τον παρακινούσαν να τουρκέψει για να απαλλαγούν από τη φυλάκιση λέγοντάς του ότι μ’ ένα Χριστιανό λιγότερο δεν κινδυνεύει η Χριστιανοσύνη.

Μετά από κάποιες ημέρες τον οδήγησαν και πάλι στο δικαστήριο. Εκεί άρχισαν πάλι τις κολακείες, τις προτάσεις για αξιώματα, πλούτη και τιμές αλλά και τις απειλές για βάσανα και θάνατο. Ο άγιος και πάλι με γενναιότητα και θάρρος τους απάντησε: Ούτε τις κολακείες σας δέχομαι ούτε τις τιμωρίες και το θάνατο φοβούμαι. Χριστιανός είμαι και από την αγάπη του Χριστού τίποτα δεν θα με χωρίσει. Όμως αν με ακούσετε εσείς πρώτα σε κάτι που θα σας ζητήσω, θα σας υπακούσω κατόπιν και εγώ.

Μη γνωρίζοντας τι θα τους ζητήσει του απάντησαν ναι, μετά χαράς. Λοιπόν τους λέει δεχθείτε εσείς πρώτα να σας βαπτίσω εγώ Χριστιανούς και κατόπιν κάντε με κι εσείς ό,τι θέλετε. Τόσο πολύ θύμωσαν ώστε επινόησαν δεινά βασανιστήρια. Έχυσαν στη φυλακή νερά, έβαλαν ύστερα κάτω μια σανίδα με καρφιά και ξάπλωσαν επάνω τον μάρτυρα και τοποθέτησαν πάνω στο στήθος και την κοιλιά του μια βαριά πλάκα. Έδεσαν τον λαιμό του με αλυσίδα και τα πόδια του πάντα στο τιμωρητικό ξύλο. Ο άγιος τα δεχόταν όλα υπομονετικά δοξάζοντας τον Θεό.

Τη νύχτα έγινε σεισμός, έπεσε η πλάκα από πάνω του και διαπιστώθηκε ότι ούτε του είχε σπάσει τα κόκαλα ούτε τα καρφιά είχαν μπηχτεί στη ράχη του. Η φυλακή δε είχε πλημμυρήσει από ευωδία. Όλοι οι φυλακισμένοι εξεπλάγησαν και φώναζαν ότι είναι άγιος ο άνθρωπος, ο δε ιερέας του ζητούσε συγγνώμη για τα βλάσφημα λόγια του.

Ύστερα απ’ όλα αυτά αποφυλάκισαν τους συγχωριανούς του αγίου, για να μη βλέπουν και διαδώσουν τα θαύματα, τον ίδιο δε τον έδεσαν χειροπόδαρα και τον έριξαν στον σταύλο των αλόγων, για να μην τον βλέπουν οι άλλοι φυλακισμένοι και επηρεάζονται αλλά και για να τον σκοτώσουν τα άλογα καταπατώντας τον. Ο άγιος όμως με τη χάρη του Θεού διαφυλάχτηκε σώος και αβλαβής, όπως και ο Δανιήλ στο λάκκο των λεόντων. Όλες τις ημέρες στον σταύλο νήστευε, σχεδόν άσιτος και προσευχόταν.

Αντιλαμβανόμενοι οι Τούρκοι ότι δεν κατάφερναν τίποτε τον καταδίκασαν σε θάνατο. Τον οδήγησαν έξω από τα τείχη της Σούδας του κάστρου όπου τον ρώτησαν ξανά αν τουρκεύει κι εκείνος ο μακάριος εξουθενωμένος τους απάντησε όχι, μόνο με κίνηση της κεφαλής. Τότε ο δήμιος τον γονάτισε και του έδωσε μια μπηχτή μαχαιριά στην πλάτη, ύστερα τον σήκωσε και τον ρώτησε αν τουρκεύει και στην αρνητική απάντησή του τον γονάτισε δεύτερη φορά και τον έκοψε λίγο στο λαιμό. Τον σήκωσε πάλι επάνω και τον ρώτησε αν τουρκεύει, λέγοντάς του: μη στεναχωριέσαι οι πληγές σου γιατρεύονται. Ο άγιος μεγαλομάρτυρας από τον μεγάλο του πόθο να μαρτυρήσει έτρεξε και γονάτισε φωνάζοντας τρεις φορές: Παναγία, βοήθει μοι. Τότε ο δήμιος τον χτύπησε με όλη του την δύναμη, ξανά και ξανά, για να τον αποκεφαλίσει αλλά η πάντιμη κεφαλή δεν κοβόταν, οπότε πιάνοντάς τον από τα μαλλιά τον έσφαξε σαν το πρόβατο.

Τότε συνέβη ένα συγκλονιστικό φαινόμενο. Ενώ ήταν μεσημέρι, πυκνότατο σκοτάδι κάλυψε όλο το νησί, σε σημείο που ο ένας δεν έβλεπε τον άλλο ούτε τον δρόμο για να πάνε στα σπίτια τους. Στο υπόλοιπο νησί όπου οι κάτοικοι δεν γνώριζαν την αιτία έλεγαν ότι σίγουρα είναι οργή Θεού. Μέχρι και σήμερα διηγούνται για το φοβερό εκείνο σκοτάδι. Και ενώ παντού επικρατούσε σκοτάδι το πρόσωπο του αγίου μάρτυρος έλαμπε σαν τον ήλιο. Ουράνιο δε φως έλουζε τρεις νύχτες το άγιο λείψανο. Μη υποφέροντας οι Τούρκοι τα θεϊκά αυτά σημεία έλεγαν ότι ο Θεός ρίχνει φωτιά να τον κάψει και πήγαν με δαδιά και μαύριζαν το πρόσωπο του αγίου για να μη φαίνεται λαμπρό. Πολλοί Χριστιανοί δωροδοκούσαν τους φύλακες να τους δώσουν κομμάτια από τα ρούχα του ή χώμα βρεγμένο από το αίμα του ή να του κόψουν κάποιο από τα δάχτυλά του. Τα μαρτυρικά του λείψανα του στη συνέχεια έκαναν παράδοξα θαύματα, όπως αναφέρει το συναξάρι του.

Τέλος για να μην πάρουν οι Χριστιανοί το λείψανό του και το τιμήσουν το έριξαν οι ασεβείς στη θάλασσα και κανείς δεν έμαθε που έφτασε.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τῆς Χίου ἀγλάϊσμα, καὶ Ἀθλητῶν μιμητῆς, ἐδείχθης Νικόλαε, ὁμολογήσας Χριστόν, τυράννων ἐνώπιον· ὅθεν τῶν σῶν αἱμάτων, οἱ κρουνοὶ Ἀθλοφόρε, δρόσος ὤφθησαν θεία, τῇ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ· ἐντεῦθεν πανευχαρίστως, μέλπει τοὺς ἄθλους σου.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Φερωνύμως γέγονας, νίκη λαοῦ Ὀρθοδόξου, ἱερὲ Νικόλαε, ὑπὲρ Χριστοῦ ἐναθλήσας· ὅθεν σοι, ἐν κατανύξει ψυχῆς βοῶμεν· Δώρησαι, ἡμῖν τὴν νίκην ταῖς σαῖς πρεσβείας, κατ’ ἐχθρῶν τῶν ὁρωμένων, καὶ ἀοράτων, τοῖς σὲ τιμῶσι πιστῶς.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις ὁ τῆς Χίου θεῖος βλαστός, καὶ Νεομαρτύρων, ἐγκαλώπισμα ἱερόν· χαίροις ὁ ἀθλήσας, ὑπὲρ Χριστοῦ νομίμως, Νικόλαε τρισμάκαρ, Μαρτύρων σύσκηνε.

Άγιος Επίμαχος ο Αιγύπτιος

Ο Άγιος Επίμαχος καταγόταν από την πόλη Πηλούσιο της Αιγύπτου και έζησε την εποχή που ο διοικητής της Αλεξάνδρειας Απελλιανός καταδίωκε τους Χριστιανούς.

Ο Άγιος Επίμαχος μοίρασε τα υπάρχοντα του στους φτωχούς και κατέφυγε στην έρημο, όπου έκανε άσκηση στην τελειότερη πνευματική ζωή. Αλλά όταν άρχισε ο διωγμός των Χριστιανών, αποφάσισε να πάει στην Αλεξάνδρεια, για να συμμετέχει από κοντά στη σκληρή και φλογερή πάλη.

Εκεί, κατηγορήθηκε στον διοικητή ως Χριστιανός και συνελήφθη. Ο Απελλιανός τον διέταξε να θυσιάσει στα είδωλα. Όταν ο Άγιος αρνήθηκε διέταξε να τον βασανίσουν. Συγκεκριμένα διέταξε να του σχίσουν τις σάρκες. Την ώρα που οι δήμιοι καταξέσκιζαν τις σάρκες του, ένα κομμάτι αποσπάστηκε από το δέρμα του και έσταξε αίμα στο τυφλό μάτι μίας γυναίκας, η οποία τον συμπονούσε. Τότε ευθύς η γυναίκα απόχτησε φως από το τυφλό της μάτι. Μετά από αυτό το θαύμα ο Άγιος Επίμαχος υπέκυψε στα βασανιστήρια και παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο. Το λείψανο του παρέλαβαν ευσεβείς χριστιανοί και το έθαψαν με μεγάλη ευλάβεια.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ὡς γενναῖος ὁπλίτης τοῦ Σωτῆρος Ἐπίμαχε, τῷ ἐχθρῷ στερρῶς συνεπλάκης, συμμαχίᾳ τῆς πίστεως, καὶ τοῦτον ἐτροπώσω Ἀθλητά, βασάνους πολυτρόπους ὑποστάς· διὰ τοῦτο ὡς τοῦ Λόγου σε κοινωνόν, τιμῶμεν ἀνακράζοντες· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Αὐτοκλήτως ὥρμησας, πρὸς εὐσεβείας τοὺς ἄθλους, ἀκβοῶν Ἐπίμαχε, τοῖς παρανόμοις ἀνδρείως· Πάρειμι, ὑπεραθλῆσαι τῆς ἀληθείας, ξόανα, ἐκμυστηρίσαι τῆς ἀπωλείας· καὶ τμηθεὶς τὸν σὸν αὐχένα, δικαιοσύνης στέφανον εἰληφας.

Μεγαλυνάριον
Μάχην συγκροτήσας περιφανῆ, Ἐπίμαχε μάκαρ, ἐναντίον τῶν δυσμενῶν, θείᾳ δυναστείᾳ λαμπρὸν τρόπαιον ἦρας· διὸ τῶν σῶν καμάτων, δρέπεις τὰ ἔπαθλα.


Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιοι Στάχυς, Απελλής, Αμπλίας, Ουρβανός, Νάρκισσος και Αριστόβουλος οι Απόστολοι από τους Εβδομήκοντα

Οι Άγιοι Στάχυς, Απελλής, Αμπλίας, Ουρβανός, Νάρκισσος και Αριστόβουλος άνηκαν στους εβδομήκοντα Αποστόλους του Κυρίου και όλοι τους υπήρξαν «Χριστοῦ εὐωδία τῷ Θεῷ ἐν τοῖς σωζομένοις» (Β' προς Κορινθίους, Β' 15). Δηλαδή ευωδιά Χριστού, ευχάριστη στο Θεό, και ευωδία μεταξύ των σωζόμενων πυύ άκουγαν απ' αυτούς το σωτήριο μήνυμα του Ευαγγελίου.

Ο Άγιος Στάχυς έγινε πρώτος επίσκοπος Βυζαντίου, και αφού διάνυσε 16 χρόνια στο αποστολικό κήρυγμα, ειρηνικά αναπαύθηκε εν Κυρίω.

Ο Άγιος Απελλής έγινε επίσκοπος Ηράκλειας και πολλούς έφερε στη χριστιανική πίστη.

Ο Άγιος Αμπλίας έγινε επίσκοπος Οδυσσουπόλεως και ο Ουρβανός, επίσκοπος Μακεδονίας. Επειδή και οι δύο γκρέμιζαν τα είδωλα, θανατώθηκαν μαρτυρικά.

Ο Άγιος Νάρκισσος χειροτονήθηκε επίσκοπος Αθηνών. Η αλήθεια, όμως, του Ευαγγελίου, την οποία δίδασκε με ζήλο, εξήγειρε τους ειδωλολάτρες, με αποτέλεσμα να τον βασανίσουν και να παραδώσει την ψυχή του μαρτυρικά.

Ο Άγιος Αριστόβουλος, και αυτός υπήρξε επίσκοπος και πέθανε ειρηνικά, κηρύττοντας μέχρι τέλους της ζωής του το Χριστό.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’.
Ἀπόστολοι Ἅγιοι, πρεσβεύσατε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὴν κιθάραν τοῦ Πνεύματος τὴν ἑξάχορδον, τὴν μελῳδήσασαν κόσμῳ τὰς ὑπὲρ νοῦν δωρεάς, ὡς ἐκφάντορας Χριστοῦ ἀνευφημήσωμεν, Στάχυν Ἀμπλίαν Ἀπελλῆν σὺν Ναρκίσσῳ Οὐρβανόν, καὶ Ἀριστόβουλον ἅμα· ὡς γὰρ Ἀπόστολοι θεῖοι, χάριν αἰτοῦνται ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς ἱερὰ κειμήλια, τοῦ Παναγίου Πνεύματος, καὶ τοῦ Ἡλίου τῆς δόξης αὐγάσματα, χρεωστικῶς ὑμνήσωμεν, τοὺς σοφοὺς Ἀποστόλους, Ἀπελλῆν Οὐρβανόν τε καὶ Ἀριστόβουλον, Ἀμπλίαν Νάρκισσον καὶ Στάχυν, οὓς ἡ χάρις συνήγαγε τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοῖς τῶv αἱμάτων σου.
Εἰς τὰ τοῦ κόσμου δραμόντες πληρώματα, θεογνωσίας τὸν λόγον ἐσπείρατε, καὶ στάχυν πολύχουν δρεψάμενοι, Βασιλεῖ τῶν ἁπάντων προσήξατε, Ἀπόστολοι Χριστοῦ παναοίδιμοι.

Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Εἰς ἅπασαν τὴν γῆν, ὁ σοφὸς ὑμῶν φθόγγος, ἐξῆλθεν ἀληθῶς, τοῦ Κυρίου αὐτόπται, Ἀπόστολοι ἔνδοξοι, Οὐρβανὲ σὺν Ἀμπλίᾳ τε, Ἀριστόβουλε, καὶ Ἀπελλῆ σὺν Ναρκίσσῳ, μετὰ Στάχυος, ὑπὲρ ὑμῶν τὸν Σωτῆρα, ἀπαύστως πρεσβεύσατε.

Ὁ Οἶκος
Τῶν Ἀποστόλων τὴν μνήμην πάντες, ὡς σωτηρίας ἡμέραν εὐφημήσωμεν νῦν, καὶ εὐσεβῶς μακαρίσωμεν. Αὕτη γὰρ πάσῃ τῇ οἰκουμένῃ ὥς περ ἥλιος λάμπει, φωτὸς ἀκτῖσι πᾶσαν ἀχλὺν ἐκδιώκουσα, καὶ καταλάμπουσα τοὺς πόθῳ ταύτην ἐκτελοῦντας, καὶ πίστει γεραίροντας· διὸ προθύμως συνδράμωμεν, ἀνυμνοῦντες αὐτοὺς καὶ κραυγάζοντες· Ἐκ τῶν κινδύνων ῥύσασθε ἡμᾶς, Ἀπόστολοι Κυρίου παναοίδιμοι.

Μεγαλυνάριον
Δῆμος Ἀποστόλων θεοφεγγής, Νάρκισσος Ἀμπλίας, Ἀριστόβουλος Οὐρβανός, Ἀπελλῆς καὶ Στάχυς, ἀνέτειλαν ὡς ἄστρα· δεῦτε οὖν καὶ θαλφθῶμεν, τούτων τῇ χάριτι.


Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2019

…Ήταν Άγγελος Κυρίου…

Μια χειροπιαστή βοήθεια αγίου Αγγέλου έζησε και ο αγωνιστής μοναχός π. Γεράσιμος Μενάγιας (†1957), στο πρώτο μισό του αιώνα μας, ενώ ασκήτευε στο Άγιο Όρος.
Τον έστειλε κάποτε ο γέροντάς του στη μονή της Λαύρας για μια επείγουσα υπόθεση. Ο π. Γεράσιμος πήρε την ευχή του και ξεκίνησε. Η απόσταση Κατουνάκια-Λαύρα είναι 3-4 ώρες, αλλά ήταν χειμώνας καιρός και είχε ρίξει χιόνι.
Όταν πέρασε την Κερασιά, ξέσπασε τρομερή χιονοθύελλα. Τον τύλιξαν πυκνές νιφάδες και δεν διέκρινε σχεδόν που βρισκόταν. Έχασε και το μονοπάτι, γιατί είχε σκεπαστεί από το χιόνι, και αναγκάστηκε να σταματήσει.
Βλέποντας τον κίνδυνο που δίετρεχε, άρχισε να προσεύχεται θερμά στον Κύριο και τη Θεοτόκο. Δεν πέρασαν λίγα λεπτά, και ήρθε απ’ τον ουρανό η απάντηση: Φανερώνεται μπροστά του ένα χαριτωμένο δεκάχρονο παιδάκι.
- Ευλόγησον, γέροντα! Του λέει.
- Ο Κύριος.
- Που πηγαίνεις, γέροντα, μ’ αυτό τον καιρό; Θα σε σκεπάσουν τα χιόνια. Θα χαθείς στο δάσος με τέτοια χιονοθύελλα.
- Τι να κάνω, παιδάκι μου; Μ’ έστειλε ο γέροντάς μου στη Λαύρα. Είναι ανάγκη να πάω.
- Έλα τότε να σε βοηθήσω να προσανατολιστείς.
Κι αφού τον οδήγησε ως ένα σημείο, του είπε:
- Θα πάρεις τον κάτω δρόμο και θα βγεις στο μονοπάτι που οδηγεί στη Λαύρα.
Ο π. Γεράσιμος ευχαρίστησε. Μόλις έκανε μερικά βήματα, συνήλθε. «Πως βρέθηκε μικρό παιδί εδώ και μέσα στα χιόνια;», αναρωτήθηκε. Γύρισε πίσω, αλλά δεν βλέπει κανένα. Το παιδάκι είχε εξαφανιστεί. Ίχνη βημάτων δεν υπήρχαν στα χιόνια. Ήταν άγγελος Κυρίου.


Πηγή: Από το βιβλίο «Εμφανίσεις και θαύματα των αγγέλων»

O καθένας εκ των έργων του δικαιωθήσεται ή κριθήσεται...

Ο καθένας εκ των έργων του δικαιωθήσεται η κριθήσεται. Ο,τι έργα θα κάνης, αυτά θα σε κρίνουν η, βοηθήσουν.
Αν κοιμηθώ εγώ, θα λυπηθείς εσύ. Θα πεις την επομένη: Ο καημένος ο Γέρων απ την Μικρά Ασία, αλλά δεν θα μπορείς να κάμεις τίποτα περισσότερο η, εκείνες, η άλλοι για σένα. Ο,τι θα κάνη ο καθένας μόνος του.
 Ένας μοναχός απ’ το Άγιο Όρος, έκαμε πολλή νηστεία και έκλαιγε. Εξομολογήθη λοιπόν σε ένα Γέροντα και του είπε γιατί έκλαιγε:
 «Γνωρίζω, δεν είμαι καλά. Με εγκατέλειψε ο Κύριος. Πειρασμούς δεν έχω. Θλίψεις δεν έχω, ασθένεια δεν έχω!». Και προσηύχετο να του στείλει ο Κύριος πειρασμό η ασθένεια. Πρέπει να έχουμε κάτι.
Όλοι οι Άγιοί μας είχον θλίψεις, πειρασμούς, ασθενείας. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος που τον έστειλαν και εξορία!…
Κατόπιν, στρεφόμενος ο Γέροντας εις την άλλη, την ερωτά:
Τι κάνεις; Μου λέει ένας λογισμός ότι θυμώνεις. Αντιμιλάς στους γονείς σου. Γιατί; Μη τους φωνάζεις. Μη τους υποδεικνύεις εσύ. Διδασκαλία δίχως θέληση του άλλου έχθρα είναι και γίνεται αμαρτία και σε εκείνον που ακούει και δεν κάνει και εσύ στενοχωρείσαι και ταράζεσαι. Μη τους φωνάξεις. Όλοι είμεθα αμαρτωλοί. Δεν βλέπομε την αμαρτωλότητά μας, γιατί δεν πλησιάσαμε πολύ τον Κύριό μας. Έχεις ένα κερί και έχεις μακριά από την φλόγα του το δάκτυλό σου. Αφού είναι μακριά, δεν σε καίει. Όσο πιο κοντά πλησιάζεις, τόσο καταλαβαίνεις τη φωτιά- και όταν θα φθάσης πολύ κοντά, θα δεις ότι καίει! Να πλησιάσουμε πιο κοντά τον Κύριό μας και θα δούμε την αμαρτωλότητά μας. Να πλησιάσουμε περισσότερο.
Απευθύνεται πάλιν εις τον Διάκονο: Είσαι καλός τώρα, αλλά πρόσεχε. Πρόσεχε, γιατί και οι Άγγελοι πέφτουν. Τετάρτη και Παρασκευή μη βγαίνεις έξω, ούτε να βλέπεις γυναίκες. Κλείσου στο δωμάτιό σου και θα νοιώσεις μέσα σου διαφορά. Διάβαζε, προσεύχου, θα δεις. Γι’ αυτό που μου λες, θα παρακαλέσω και εγώ την Θεία Πρόνοια.Τετάρτη και Παρασκευή να νηστεύετε. Εγώ όλους μέρα νύχτα σας θυμάμαι. Παρακαλώ για σας. Να σας διαφυλάττει ο Κύριος μας, να σας φωτίζει. Προσπαθήστε. Αγωνίζεσθε. Στον ‘Άγιο Αρσένιο, μια φωνή. του έλεγε: «Φεύγε και σώζου. Φεύγε, Αρσένιε, και σώζου!» Και επειδή ο Βασιλεύς χωρίς τον Άγιο Αρσένιο δεν έκανε, πήγε και κείνος και έγινε βοσκός.


 Γέροντος Ιερωνύμου της Αίγινας

Όσιοι Στέφανος Μιλιούτιν, Θεόκτιστος ο αδελφός του και Ελένη η μητέρα τους

Οι Όσιοι Στέφανος και Θεόκτιστος ήταν γιοί του Βασιλιά των Σέρβων Στεφάνου Α' και εγγονοί του Αγίου Στεφάνου .

Ο Όσιος Θεόκτιστος αφού κυβέρνησε για μικρό χρονικό διάστημα, παραιτήθηκε από το θρόνο της Σερβίας και ασκήτεψε στο Σρέμ μέχρι την κοίμηση του το 1316 μ.Χ. Εργάστηκε σκληρά για να επαναφέρει στην ορθή πίστη τους αιρετικούς Βογόμιλους.

Ο νεώτερος αδελφός του Όσιος Στέφανος κυβέρνησε την Σερβία από το 1275 έως το θάνατο του το 1320 μ.Χ. και προστάτεψε τους Χριστιανούς από τους ειδωλολάτρες. Έχτισε πάνω από 40 Εκκλησίες και βοήθησε στην ανέγερση νέων μοναστηριών.

Η Οσία Ελένη, ήταν η μητέρα των Οσίων Στεφάνου και Θεόκτιστου. Έζησε θεοφιλώς και εργάστηκε σκληρά για την ανέγερση νέων μοναστηριών. Κοιμήθηκε το 1306 μ.Χ.

Αγία Απολλωνία, η Παρθένος και Πρεσβύτης, και οι συν αυτή εν Αλεξάνδρεια Μάρτυρες

Η μνήμη της τιμάται στην Ελλαδική Εκκλησία, στις 30 Οκτωβρίου, σύμφωνα με σχετική Απόφαση (έτος 2000 μ.Χ.) της Εκκλησίας της Ελλάδος, ενώ στη Δυτική Εκκλησία τιμάται στις 9 Φεβρουαρίου και μάλιστα θεωρείται ως προστάτιδα των οδοντιάτρων (μέχρι το έτος 1967 μ.Χ., την τιμούσαν και στον Ελλαδικό χώρο, οι οδοντίατροι, ως προστάτιδά τους. Έκτοτε καθιέρωσαν ως προστάτη τους τον Άγιο Αντίπα, Επίσκοπο Περγάμου ).

Η Αγία Απολλωνία μαρτύρησε στην Αλεξάνδρεια, λίγο πριν να ξεσπάσει ο διωγμός επί Δεκίου (248 – 249 μ.Χ.). Αναφέροντας ο ιστορικός Ευσέβιος (ο Καισαρείας) επιστολή του Αγίου Διονυσίου Αλεξανδρείας  για τα γεγονότα που προηγήθηκαν του διωγμού του Δεκίου στην Αλεξάνδρεια, μνημονεύει την Αγία Απολλωνία, «τήν θαυμασιωτάτην πρεσβῡτιν παρθένον», η οποία έπεσε αυτοβούλως στην πυρά. Το σχετικό απόσπασμα αναφέρει: «Ἀλλά καί τήν θαυμασιωτάτην τότε παρθένον πρεσβῡτιν Ἀπολλωνίαν διαλαβόντες, τούς μέν ỏδόντας ἃπαντας κόπτοντες τάς σιαγόνας έξήλασαν,πυράν δέ νήσαντες πρό τῆς πόλεως ζῶσαν ἠπείλουν κατακαύσειν, εἰ μή συνεκφωνήσειεν αὐτοῖς τά τῆς ἀσεβείας κηρύγματα. Ἡ δέ, ὑποπαραιτησαμένη βραχύ καί ἀνεθεῖσα, ἐπήδησεν εἰς τό πῡρ καί καταπέφλεκται». Το «παρθένος πρεσβῡτις» προφανώς σημαίνει ότι η Απολλωνία ήταν Διακόνισσα.

Δυστυχώς στα συναξάρια δεν αναφέρονται κάποια στοιχεία. Στο συναξάριο της Αγία Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας , αναγράφεται ότι, όταν μαρτύρησε η Αγία Αναστασία, «το λείψανό της το πήρε μία γυναίκα, που λεγόταν Απολλωνία, αφού χρησιμοποίησε τη γνωριμία της με τη σύζυγο του Επάρχου. Ενταφίασε το Σώμα της στον κήπο της, όπου αργότερα έκτισε Ναό προς τιμήν της (ποιός ακριβώς ήταν ο τόπος του μαρτυρίου και του ενταφιασμού της δεν γνωρίζουμε). Από το γεγονός πάντως, ότι είχε γνωριμία με τη γυναίκα του Επάρχου, εξάγεται το συμπέρασμα, ότι ήταν γόνος οικογένειας περιωπής.


Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. α’ Τον συνάναρχον Λόγον.
Των οδόντων εκρίζωσιν καθυπέμεινας και συντριβήν των σων γνάθων, Απολλωνία σεμνή, εκλεκτή παρθενομάρτυς και παρέδωκας σώμα το θείον σου πυρί, ίνα δρόσου θεϊκής παστάδος επαπολαύσης και χάριν λάβης οδόντων διώκειν άλγη τα κατώδυνα.

Όσιος Θεράπων ο παρά τον Λυθροδόνταν ασκήσας

Ο Όσιος Θεράπων του Λυθροδόντα ήρθε μαζί με την ομάδα των «Τριακοσίων» προσφύγων από την Παλαιστίνη κατά τους διωγμούς που έγιναν κατά τον Ζ' αιώνα από τους μουσουλμάνους Άραβες. Αφού έζησε και εδιδάχθη στην έρημο της Παλαιστίνης τον μοναχισμό, τον ασκητισμό, την προσευχή, την ταπείνωση, την αγρυπνία και την εγκράτεια, όταν ήρθε στην χριστιανική Κύπρο, ψάχνοντας τόπο επιτήδιο για άσκηση, βρήκε τον κατάλληλο, και δίπλα σε αυτόν νερό, κοντά στο χωριό Λυθροδόντας, της επαρχίας Λευκωσίας.

Στον ερημικό εκείνο τόπο του Λυθροδόντα, ο Όσιος Θεράπων, μετά από πολλούς πνευματικούς αγώνες, αξιώθηκε από τον Θεό να λάβει το χάρισμα της θαυματουργίας. Οι πιστοί της γύρω περιοχής προσέτρεχαν κοντά του για να θεραπευτούν από διάφορες αρρώστιες, αλλά και για να πάρουν και την ορθή χριστιανική διδασκαλία για τη ψυχική τους ωφέλεια.

Όταν ο Όσιος αποδήμησεν εις Κύριον, το σώμα του τάφηκε εκεί στον τόπο της άσκησής του από τους πιστούς ή από τους μαθητές του. Από θαύμα Θεού, μετά από πολλούς αιώνες, ανευρέθηκαν τα οστά του, με αυτό τον τρόπο: Σύμφωνα με διηγήσεις των γεροντότερων κατοίκων του Λυθροδόντα, στα παλαιότερα χρόνια, πριν κτιστεί το χωριό εδώ που βρίσκεται σήμερα, υπήρχε μόνο μικρός οικισμός εκεί που βρίσκεται σήμερα το νεκροταφείο του χωριού. Οι κάτοικοι κάποτε παρακολουθούσαν τις νύκτες κάποιο φως που φαινόταν εκεί που είναι σήμερα η εκκλησία του.

Αφού πήγαν κοντά δεν είδαν τίποτα. Το είδαν και δεύτερη και τρίτη φορά τον μυστηριώδες από φως και τελικά το φως φαινόταν πάνω από κάποιο βάτο. Απεφάσισαν τότε να κόψουν από την ρίζα το βάτο. Έτσι κι έκαμαν. Όταν έκοψαν το βάτο, τότε ανακάλυψαν και τον τάφο του Οσίου Θεράποντα μαζί με τα οστά του. Τότε έκτισαν εκκλησία στο όνομα του Οσίου Θεράποντος. Ο ναός αυτός υπήρχε μέχρι το 1863 μ.Χ., οπότε κατεδαφίστηκε για να κτιστεί ο έως της σήμερον υπάρχων μεγάλος ναός. Στον ναό σώζεται μικρό τεμάχιο του μετώπου του Αγίου, το οποίο βρίσκεται σε αργυρόχρυση θήκη και λιτανεύεται την ημέρα της εορτής του.

Για το θαύμα της ανεύρεσης των λειψάνων του Οσίου Θεράποντα αναφέρει, τροπάριον της η' ωδής της Ακολουθίας του: «Ὁ Μωϋσῆς τὸ πρότερον ἀπὸ στύλου φεγγόμενος, στῦλον ἀπὸ γῆς εἰς οὐρανοὺς ὁλόφωτον, ἀκτῖνα σὲ ἔδειξε, ἔνθα καὶ νῦν κατακεῖται τὸ καρτερικόν σου καὶ πολυᾶθλον σῶμα ὢ πιστοὶ παρεστῶτες εὐσεβῶς μελωσούσιν εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας».

Το λείψανο του Οσίου μετά την ανεύρεσή του έκαμε πολλά θαύματα και κυρίως θεράπευσε πολλούς από ελώδη πυρετό. Και μέχρι σήμερα κάνει διάφορα θαύματα σε αυτούς που έρχονται με πίστη στον ναό του. Για τούτο πήρε την προσωνυμία θαυματουργός. Κοντά στην εκκλησίαν υπάρχει και το αγίασμα του Οσίου.

Από το δοξαστικόν των αίνων της Ακολουθίας του Οσίου, φαίνεται να δίδασκεν ο Όσιος: «Ἀγαπήσατε τὸν Θεὸν καὶ εὑρήσετε χάριν αἰώνιον, μηδὲν προτιμήσετε τῆς ἀγάπης αὐτοῦ ἵνα ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν μετὰ πάντων τῶν ἁγίων». Επίσης σε ειλητάριον νεοτέρας εικόνας του αναγράφεται: «Ἐγκράτεια γλώσσης καὶ κοιλίας μεγίστη φιλοσοφία».


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Δεῦτε, πάντες Θεράποντα ὁσιώτατον, ἐν Λυθροδόντᾳ ἀσκήσει συντόνῳ καὶ προσευχῆ τῷ Χριστῷ εὐαρεστήσαντα τιμήσωμεν ὡς ταχινὸν θεραπευτὴν τῶν νοσούντων ἀλγεινῶς καὶ πάντων θερμὸν προστάτην τῶν ἐκβοώντων ἐν πίστει· Χαῖρε, κρουνὲ τῆς Θείας Χάριτος.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. β’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Επ' εὐλογίαις σπόρον σπείραντα ἀσκήσεως ἐν λυθροδόντα καὶ θερίσαντα τὸν ἄσταχυν τὸν πολύχουν ἀφθαρσίας ψαλμοῖς εὐτάκτοις εὐφημήσωμεν, Θεράποντα, τὸ σέμνωμα ἰσαγγέλου πολιτείας καὶ θεώσεως, πόθω κράζοντες· Χαίροις, Πάτερ πανόσιε.

Άγιοι Τέρτιος, Μάρκος, Ιούστος και Αρτεμάς οι Απόστολοι από τους Εβδομήκοντα

Ο Τέρτιος έγινε δεύτερος επίσκοπος Ικονίου μετά τον Σωσίπατρο. Έγραψε δε και την προς Ρωμαίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου, καθώς ο ίδιος μαρτυρεί (Ρωμ. ιστ' 22).

Ο Μάρκος, ανεψιός του Βαρνάβα, έγινε επίσκοπος Απολλωνιάδας και με το Ευαγγελικό του κήρυγμα εξολόθρευσε το σέβας των ειδώλων. (Κολασ. Δ' 10).

Ο Ιούστος (ή Ιησούς) έγινε επίσκοπος Ελευθερούπολης και με τα λόγια του και τα θαύματα του, είλκυσε στην αλήθεια του Ευαγγελίου τους εκεί άπιστους.

Ο Αρτεμάς, τέλος, έγινε επίσκοπος στα Λύστρα, και σαν δόκιμος υπηρέτης του Χριστού διέλυσε στον τόπο αυτόν την πλάνη των δαιμόνων.

Άγιοι Αστέριος, Κλαύδιος, Νέων και Νεονίλλη τα αδέλφια

Οι Άγιοι αυτοί ήταν από την πόλη των Λαράνδων, το γένος Ίσαυροι και αδέλφια κατά σάρκα, στα χρόνια του Διοκλητιανού και Λυσίου ηγεμόνος της Κιλικίας (περί το 288 μ.Χ.).

Όταν πέθανε ο πατέρας τους, έπεσαν στα νύχια της κακιάς μητριάς τους, που ήθελε να αρπάξει την περιουσία που τους άφησε ο πατέρας τους. Τα τέσσερα αδέλφια δεν επέτρεψαν στη μητριά τους να οικειοποιηθεί την περιουσία τους, αντίθετα όμως, με κάθε προθυμία βοηθούσαν με τα χρήματα αυτά τους φτωχούς. Τότε η μέγαιρα μητριά, για να εκδικηθεί τα τέσσερα αδέλφια, τα κατάγγειλε στον ηγεμόνα της Κιλικίας Λυσία, ότι ήταν χριστιανοί. Αμέσως συνελήφθησαν και βασανίστηκαν σκληρά. Αλλά το φρόνημά τους δεν άλλαξε. Τότε αποκεφαλίστηκαν και οι τέσσερις, τα δε σώματά τους ρίχτηκαν στα φαράγγια για να τα φάνε τα όρνεα. Αλλά η ψυχή τους πέταξε ένδοξη μπροστά στον θρόνο του Θεού, περιμένοντας τη μεγάλη ήμερα της μισθαποδοσίας.

Άγιοι Κλεόπας ο Απόστολος και Ιωσήφ Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης

Ο Κλεόπας ήταν ένας από τους 70 μαθητές του Κυρίου. Γι' αυτόν βλέπε στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιον κδ’ 19-27. Ο Κλεόπας, έλαβε και αυτός κατά την ήμερα της Πεντηκοστής τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος και πέρασε τη ζωή του κοπιάζοντας για το Ευαγγέλιο.

Ο Ιωσήφ έζησε τον 13ο αιώνα μ.Χ.. Έγινε Ιερομόναχος μετά τον θάνατο της συζύγου του και διαδέχτηκε στον Πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης τον Γερμανό Γ' το 1268 μ.Χ. Το 1275 μ.Χ. υπέβαλε την παραίτησή του, διότι ο βασιλιάς Μιχαήλ, είχε υπογράψει χωρίς τη θέληση κλήρου και λαού, στη Λυών της Γαλλίας, την ένωση της Ανατολικής και της παπικής Εκκλησίας. Στις 31 Οκτωβρίου 1282 μ.Χ. επανήλθε στον θρόνο και έκανε πολλές και κοπιαστικές περιοδείες για να αποκαταστήσει την Ορθόδοξη εκκλησιαστική τάξη. Όμως, τον Μάρτιο του 1283 μ.Χ., εξουθενωμένος από τους κόπους, παρέδωσε το πνεύμα του στον Θεό.

Άγιοι Αλέξανδρος, Κρονίων, Ιουλιανός, Μακάριος και άλλοι Δεκατρείς Μάρτυρες

Μαρτύρησαν όλοι στα χρόνια του βασιλιά Δεκίου το 250 μ.Χ., στην Αλεξάνδρεια. Οι δύο πρώτοι θανατώθηκαν, μετά από σκληρά βασανιστήρια, αφού έχυσαν επάνω τους βρασμένη ασβέστη. Οι δε επόμενοι δύο, αφού και αυτοί βασανίστηκαν απάνθρωπα, στο τέλος τους αποκεφάλισαν. Από τους άλλους 13 μάρτυρες, άλλους έκαψαν ζωντανούς και άλλους αποκεφάλισαν.

Άγιος Μαρκιανός ο Ιερομάρτυρας

Ο Άγιος ιερομάρτυρας Μαρκιανός χειροτονήθηκε επίσκοπος από τον Απόστολο Πέτρο και στάλθηκε στις Συρακούσες της Σικελίας. Εκεί ο Άγιος με την προσευχή του κατέστρεψε τους ναούς των ειδώλων. Και δεν έκανε μόνο αυτό, πραγματοποίησε πολλά θαύματα, με αποτέλεσμα να πιστέψουν πολλοί ειδωλολάτρες. Όμως την παρρησία του Αγίου δεν μπορούσαν να την υποφέρουν οι φθονεροί και χριστοκτόνοι Ιουδαίοι και τον θανάτωσαν με βίαιο θάνατο.

Αγία Ευτροπία

Η Αγία Ευτροπία ήταν από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και μάταια ο έπαρχος Απελλιανός προσπαθούσε να διεγείρει την ψυχή της Ευτροπίας στις ορμές της ζωής των ανέσεων, των τέρψεων και των ηδονών, που υποσχόταν σ' αυτή αν ήθελε ν' αρνηθεί τον Χριστό. Τέρψη, ηδονή και άνεση για μένα είναι, έλεγε η Ευτροπία, το να ζω κατά τα χριστιανικά παραγγέλματα. Εμάς ελκύουν η εγκράτεια, η λιτότητα, οι κακοπάθειες και οι θλίψεις για τους άλλους, η δε μεγαλύτερη των ηδονών είναι ο θάνατος για το Χριστό. Και αυτό το απέδειξε η μάρτυς και με έργα. Ούτε φυλακή, ούτε σιδερένια νύχια και αναμμένες λαμπάδες πτόησαν ή πίκραναν την ψυχή της. Τα λόγια της εξακολουθούσαν θαρραλέα και ηρωικά, το δε κεφάλι της βάφηκε με το αίμα της. Και το κεφάλι εκείνο, που με τέτοιο τρόπο έπεσε, ήταν το τιμιότερο από κάθε άλλο κεφάλι στολισμένο με διαμάντια και στέμματα βασιλικά.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιοι Ζηνόβιος και Ζηνοβία τα αδέλφια

Οι Άγιοι Ζηνόβιος και Ζηνοβία έζησαν και μαρτύρησαν την εποχή του Διοκλητιανού. Τα δύο αδέρφια κατάγονταν από τις Αίγες της Κιλικίας και προέρχονταν από οικογένεια πλούσια και ευσεβή. Ο Ζηνόβιος ήταν ιατρός και εξασκούσε την επιστήμη του αφιλοκερδώς. Τα δύο αδέρφια ασκούσαν μεγάλο φιλανθρωπικό έργο και αυτό προκάλεσε την οργή των ειδωλολατρών και συγκεκριμένα του ηγεμόνα Λυσία, ο οποίος διέταξε τη σύλληψη του Ζηνόβιου. Κατά τη διάρκεια της φυλάκισης του προσήλθε οικειοθελώς στις αρχές και η αδερφή του η Ζηνοβία με την επιθυμία να συμμαρτυρήσει με τον αδελφό της. Και οι δύο θανατώθηκαν με αποκεφαλισμό κατόπιν βασανιστηρίων το 285 μ.Χ.




Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς θεῖοι αὐτάδελφοι ὁμονοοῦντες καλῶς, Ζηνόβιε ἔνδοξε καὶ Ζηνοβία σεμνή, συμφώνως ἠθλήσατε· ὅθεν καὶ τῶν στεφανῶν τῶν ἀφθάρτων τυχόντες, δόξης ἀκαταλύτου ἠξιώθητε, ἅμα ἐκλάμποντες τοῖς ἐν κόσμῳ χάριν ἰάσεων.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς.
Τοὺς ἀληθείας Μάρτυρας, καὶ εὐσεβείας κήρυκας, τῶν ἀδελφῶν τὴν δυάδα τιμήσωμεν, ἐν θεοπνεύστοις ᾄσμασι, τὸν Zηvόβιοv ἅμα τῇ σεπτῇ Zηνοβία, ὁμοῦ βιώσαντας, καὶ διὰ μαρτυρίου τευξαμένους στέφος ἄφθαρτον.

Ὁ Οἶκος
Τὸν γενναῖον καὶ μέγαν Ζηνόβιον, ἐν ᾀσμάτων ᾠδαῖς εὐφημήσωμεν, καὶ σὺν αὐτῷ τὴν παρθένον καὶ ἄσπιλον Ζηνοβίαν· ὑπάρχει γὰρ σύναθλος. Οὗτοι καθεῖλον ἐχθροῦ φρυάγματα, τὴν δὲ πίστιν Χριστοῦ κατετράνωσαν· διὸ περιφανῶς ἐκομίσαντο, οὐρανόθεν ἀξίως παρὰ Θεοῦ, στέφος ἄφθαρτον.



Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2019

Όσιος Μάρκος ο Ασκητής

Ο,ΤΙ ΚΑΛΟ θυμάσαι, κάνε το• και αυτό που δεν θυμάσαι θα σου αποκαλυφθεί. Μη παραδώσεις απερίσκεπτα στη λησμοσύνη την έννοια του καλού.
ΜΗ ΛΕΣ ότι έχεις αποκτήσει κάποια αρετή χωρίς θλίψη• δεν έχει δοκιμαστεί η αρετή που απόκτησες εύκολα.
ΠΟΛΛΕΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ των άλλων είναι για το καλό μας• τίποτα όμως δεν είναι πιο ωφέλιμο για τον καθένα από τη δική του γνώμη.
ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ να γιατρευτείς φρόντισε τη συνείδησή σου, ο,τι σου λέει κάνε το, και θα βρεις το φάρμακο.
ΤΑ ΚΡΥΦΑ κάθε ανθρώπου τα γνωρίζει ο Θεός και η συνείδηση• από αυτά τα δύο καθένας ας διορθώνεται.
ΟΠΟΙΟΣ ΕΞΥΒΡΙΖΕΙ τη φρόνηση και περηφανεύεται για την αμάθειά του, δεν είναι μόνο στα λόγια ανίκανος αλλά και στη γνώση.
ΟΠΩΣ ΕΙΝΑΙ άλλο η σοφία στα λόγια και άλλο η φρόνηση, έτσι διαφέρουν η ανικανότητα στα λόγια και η αφροσύνη.
ΚΑΛΥΤΕΡΑ να προσεύχεσαι με ευλάβεια για τον πλησίον σου παρά να τον ελέγχεις για κάθε αμάρτημά του.
ΑΝ ΣΟΥ ΜΙΛΗΣΟΥΝ άσχημα, με τον εαυτό σου να οργίζεσαι, όχι με τον άλλον• γιατί αν είναι πονηρή η ακοή, πονηρά θα απαντήσεις.
ΑΛΛΟ ΕΙΝΑΙ η εκτέλεση μιας εντολής και άλλο η αρετή, αν και ξεκινούν η μία από την άλλη για να κάνουν το καλό.
ΠΑΝΤΟΤΕ ΟΣΟ ΜΠΟΡΕΙΣ να κάνεις το καλό, και όταν χρειάζεται το μεγαλύτερο εσύ να μη στρέφεσαι στο μικρότερο• γιατί όπως λέει η Γραφή όποιος κοιτάει πίσω δεν είναι κατάλληλος για τη βασιλεία των ουρανών.
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ σχεδόν δεν μπορεί να διαχειριστεί ούτε αυτά που έχει από τη φύση του. Ο Χριστός δια του Σταυρού χαρίζει την υιοθεσία.
ΤΟ ΠΡΩΤΟ κακό είναι η άγνοια• δεύτερη ακολουθεί η απιστία.
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ταπεινοφροσύνη η καταδίκη της συνείδησής μας αλλά η χάρη του Θεού και η επίγνωση της συμπάθειάς Του.

Ὑπάρχουμε για να αναζητούμε και να κοινωνούμε Εκείνον που τόσο μας αγάπησε…

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός


  Σε τι και σε ποιόν βασίζεται η ζωή μας; Ο Απόστολος Παύλος θέτει αυτό το σπουδαίο ερώτημα, καθώς περιγράφει στους Γαλάτες τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει ο ίδιος τη ζωή του.
«Ο δε νυν ζω εν σαρκί, εν πίστει ζω τη του Υιού του Θεού του αγαπήσαντος με και παραδόντος εαυτόν υπέρ εμού» (Γαλ. 2, 20). Η τωρινή σωματική του ζωή, λέει ο Παύλος, είναι ζωή βασισμένη στην πίστη του στον Υιό του Θεού που τον αγάπησε και πέθανε εκούσια για χάρη του.  Στηρίζεται η κατά κόσμον και κατά άνθρωπον ζωή του στην πίστη στο Χριστό, Αυτόν που αγάπησε και τον Παύλο και όλους τους ανθρώπους και πέθανε για χάρη μας.
Τι σημαίνει να βασίζεται η ζωή στο Χριστό;
                Σημαίνει σχέση ενώπιος ενωπίω με το Χριστό. Δεν είναι ο Χριστός ένα φανταστικό πρόσωπο. Δεν είναι ο ιδρυτής μιας θρησκείας, ο οποίος έφερε μερικές όμορφες ιδέες στον άνθρωπο η έδωσε ένα καλό παράδειγμα. Είναι το Θεανθρώπινο Πρόσωπο το Οποίο ο Παύλος έχει δει και αισθάνεται να αγκαλιάζει τη ζωή του με τέτοιο τρόπο ώστε να μην ζει εκείνος, αλλά στο πρόσωπό του να ζει ο Χριστό. Να είναι τα χέρια του χέρια Χριστού. Τα μάτια και η σκέψη του μάτια και σκέψη Χριστού. Στην καρδιά του να υπάρχει ο Χριστός. Νους, αισθήσεις, επιθυμίες, θέλημα, ψυχή, η ζωή του ολόκληρη, ως τις λεπτομέρειές της να είναι ζωή Χριστού.  Ο χρόνος και ο τρόπος του είναι χρόνος και τρόπος Χριστού. Έχει παραιτηθεί από το θέλημά του, από το δικαίωμα να σκέφτεται για τον εαυτό του, ακόμη και για τις υλικές του ανάγκες. Ζει την κοινωνία με το Χριστό ως ερωτευμένος που τίποτε δεν έχει νόημα παρά η κοινωνία με το πρόσωπο που αγαπά.
                Σημαίνει αποταγή της αμαρτίας, ως αποτυχίας να ζήσει ο άνθρωπος κατά το θέλημα του Θεού και υιοθέτησης του εγωκεντρικού τρόπου που θεοποιεί τον ανθρώπινο εαυτό, τις ανάγκες, τα δικαιώματα, τις επιθυμίες. Τίποτε δεν έχει ο άνθρωπος που να του ανήκει. Σε κανένα από τα αγαθά του δεν μένει. Δεν ζητά να απολαύσει τα πάθη του, αλλά παλεύει εναντίον τους για να φύγουν από την ύπαρξή του, να γίνει καθαρός τη καρδία, για να βλέπει συνεχώς την όψη του Θεού. Και εγκεντρίζεται στη ζωή της Εκκλησίας ως την κατεξοχήν μέθοδο αποταγής από την αμαρτία. Τη ζωή της αγάπης και της συγχωρητικότητας απέναντί σε όποιον του οφείλει και ζητά από το Θεό άφεση για ο,τι Του οφείλει.
                Σημαίνει απόρριψη όλων των άλλων νοημάτων που ο κόσμος προσφέρει στον άνθρωπο. Και αυτά τα νοήματα δεν έγκεινται μόνο στις άλλες θρησκευτικές δοξασίες η τις ηθικές και φιλοσοφίες που κάνουν τον άνθρωπο να πιστεύει ότι μπορεί να στηριχθεί. Σημαίνει απόρριψη κυρίως του υλιστικού φρονήματος, το οποίο μας κάνει να εμπιστευόμαστε το πρόσκαιρο, την απόλαυση των αγαθών, ακόμη και το όραμα για μια καλύτερη ζωή, στηριγμένη στο νυν του κόσμου και του χρόνου. Ο άνθρωπος δεν γίνεται απόκοσμος. Όμως δεν βλέπει τη ζωή στην προοπτική της καθημερινότητας. Δεν ελπίζει στα επιτεύγματα για να την νοηματοδοτήσει. Δεν νικιέται από τη δύναμη της ανθρώπινης φιλοσοφίας, χωρίς αυτό να συνεπάγεται απόρριψη ο,τι υγιούς αυτή έχει να προσφέρει. Δεν ελπίζει ούτε στα δικά του κατορθώματα, στην ανάγκη να αφήνει καλό όνομα, ο,τι κι αν κάνει. Δεν τον ενδιαφέρει η γνώμη των άλλων.
                Πόσο εφικτός είναι αυτός ο δρόμος σήμερα;
                Ζούμε σε μια πραγματικότητα και έναν κόσμο που η πίστη συνήθως λοιδορείται. Δεν θεωρείται ικανή να μας βοηθήσει να παρακολουθήσουμε τα δεδομένα της εποχής. Γι’ αυτό και ο χριστιανός θεωρείται ένας ρομαντικός ονειροπόλος, ο οποίος είναι προσκολλημένος στο παρελθόν.
Την ίδια στιγμή το ερώτημα «τι κάνει ο Θεός για τον κόσμο;»  έχει υποκαταστήσει το ερώτημα «τι κάνει ο άνθρωπος, ο καθένας μας για τον κόσμο;», γιατί αυτό βολεύει τη νοοτροπία του πονηρού να μεταφέρει την απουσία νοήματος στην δήθεν αδιαφορία του Θεού για τα πλάσματά Του και επομένως να χρησιμοποιήσει την ανικανότητα η την αδιαφορία του ανθρώπου να παλέψει να μεταφέρει Αυτόν που θα έπρεπε να ζει, τον Χριστό, στις διαστάσεις της ζωής. Η πίστη δεν συνδέεται με την χαρά που λείπει. Αντίθετα, τα αγαθά είναι που δίνουν χαρά. Η πίστη όμως είναι αυτή που δίνει αξία σε ο,τι κάνουμε, αλλά και σε ο,τι έχουμε. Η πίστη ως δοξολογία και ευχαριστία. Η πίστη ως αγάπη και μοίρασμα. Η πίστη ως η βεβαιότητα των εσχάτων, της Ανάστασής μας. Η πίστη ως αυτή που κατισχύει της δύναμης της Ιστορίας και της Εξουσίας. Η πίστη γεμίζει την καρδιά μας νόημα και σκοπό. Υπάρχουμε για να αναζητούμε και να κοινωνούμε Εκείνον που τόσο μας αγάπησε ώστε να παραδώσει τον εαυτό Του για μας στο θάνατο.
                Η πίστη διδάσκεται, αλλά και βιώνεται. Μέσα από το λόγο του Ευαγγελίου, το παράδειγμα των Αγίων, φωτισμένους ανθρώπους που αγγίζουν την ψυχή μας. Η βίωση όμως είναι υπόθεση προσωπική.
Ξεκινά από το μυστήριο της Ευχαριστίας και συνεχίζεται στην καθημερινότητα της ζωής μας, σε κάθε πτυχή της. Στον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τον πλησίον μας. Την ειλικρίνεια και την αγάπη που αποπνέει ο λόγος και το παράδειγμά μας. Την εμπιστοσύνη στο Θεό.
Μπορεί η πορεία του καθενός να είναι αδύνατον ούτε να πλησιάσει έστω την πορεία του Παύλου. Όμως ο Χριστός μας δίνει την βεβαιότητα της αγάπης Του και της παρουσίας Του εντός μας κάθε φορά που Τον ζητούμε και Τον κοινωνούμε στη Θεία Ευχαριστία. Που Τον βλέπουμε στο πρόσωπο του συνανθρώπου μας. Που απορρίπτουμε την στήριξη είτε στα αγαθά είτε στις ιδέες είτε στη νοοτροπία του κόσμου τούτου.  Κάθε φορά που Τον επικαλούμαστε με ταπείνωση και ελπίδα, όπως τα παιδιά τον πατέρα η τον φίλο και οικείο.  Κάθε φορά που μετανοούμε για τις πτώσεις μας. Όταν ζούμε αληθινά τον τρόπο και την οδό της Εκκλησίας. Αξίζει οποιαδήποτε απόρριψη και λοιδορία ο δρόμος της πίστης.

Αγία Βάσσα

Η μνήμη της Αγίας Βάσσας αναφέρεται στον Συναξαριστή του Sirmond (Delehaye σελ. 176, 2) ως έξης: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῶν ἁγίων ἀποστόλων καὶ μαρτύρων Πέτρου, Παύλου, Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ, Στεφάνου τοῦ πρωτομάρτυρος, Βαρνάβα τοῦ ἀποστόλου, Ἰωσὴφ τοῦ Πατριάρχου, καὶ Κλεώπα, Τροφίμου, Δορυμέδοντος, Κοσμᾶ, Δαμιανοῦ, Βάσσης καὶ τῆς συνοδείας αὐτῶν. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτῶν σύναξις ἐν τῷ σεπτῷ ἀποστολείῳ τοῦ ἁγίου καὶ πανευφήμου ἀποστόλου Παύλου ἐν τῷ Ὀρφανοτροφείῳ ἅμα δὲ καὶ τὰ ἐγκαίνια τοῦ αὐτοῦ ναοῦ». (Και Sinaxaria Selecta σελ. 172, 43).

Άγιος Τιμόθεος ο Εσφιγμενίτης ο νέος Οσιομάρτυρας

Πατρίδα του Αγίου Τιμοθέου ήταν το χωριό Παράορα της επαρχίας Κεσσάνης (ή Κισάννης) της Θράκης, και κατά κόσμον ονομαζόταν Τριαντάφυλλος. Παντρεύτηκε και απόκτησε δύο κόρες.

Κάποτε, η σύζυγός του, με συνέργεια του διαβόλου, τον εγκατέλειψε και παντρεύτηκε κάποιο Τούρκο. Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα συναισθάνθηκε το σφάλμα της αλλά δεν μπορούσε εύκολα να απαλλαγεί από τον αλλόπιστο. Ο σύζυγός της Τριαντάφυλλος σκέφτηκε τότε , για να μπορέσει να την απαλλάξει από τα χέρια του Τούρκου, να ασπαστεί εικονικά τον μωαμεθανισμό και κατόπιν να γίνουν και οι δύο μοναχοί.

Πράγματι πήγε στο δικαστήριο και είπε ότι, αν του δώσουν πίσω τη γυναίκα του, δέχεται να γίνει μουσουλμάνος. Με πολλή ευχαρίστηση το δικαστήριο ενέκρινε το αίτημά του και αφού του έκαναν περιτομή του έδωσαν τη σύζυγό του.

Μετά από κάποιους μήνες έφυγαν κρυφά και πήγαν στις Κυδωνίες, όπου τακτοποίησε τη γυναίκα του σε γυναικείο μοναστήρι ενώ αυτός έφυγε για το Άγιο Όρος.

Αρχικά εργάστηκε ως κηπουρός στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας όπου και εκάρη μοναχός με το όνομα Τιμόθεος. Εκεί άκουσε για το μαρτύριο του αγίου νεομάρτυρος Αγαθαγγέλλου του Εσφιγμενίτου  που είχε μαρτυρήσει εκείνη τη χρονιά και μέσα του γεννήθηκε ο πόθος για μαρτύριο.

Κατόπιν πήγε στο κοινόβιο του Εσφιγμένου, όπου έγινε μεγαλόσχημος και προπαρασκευάστηκε για το μαρτύριο. Τελικά, αφού πήρε την ευχή του ηγούμενου του Ευθυμίου, αναχώρησε από το Άγιο Όρος και έφτασε στην Κεσσάνη.

Στην Κεσσάνη, μαζί με τον συνοδό του Ιερομόναχο Ευθύμιο, προσπαθούσαν να επαναφέρουν στη σωστή πίστη αρνησίχριστους. Τους πρόδωσαν όμως και αφού τους συνέλαβαν τους μετέφεραν στις φυλακές της Αδριανούπολης. Εκεί βασανίστηκαν με τον πιο βάρβαρο τρόπο. Αλλά επειδή οι Όσιοι έμεναν σταθεροί στην πίστη τους, τους μεν Ευθύμιο και κάποιον άλλο μοναχό Βαρνάβα τους ελευθέρωσαν και τους απέλασαν, τον δε Τιμόθεο αποκεφάλισαν στις 29 Οκτωβρίου 1820 μ.Χ.

Μέρος των αιματωμένων ενδυμάτων του, βρίσκεται στη Μονή Εσφιγμένου.

Ορισμένοι Συναξαριστές, μαζί μ' αυτούς τους Αγίους, αναφέρουν και κάποιον Ιερέα Νικόλαο.

Άγιος Αθανάσιος ο Ιερομάρτυρας «ἐκ Σπάρτης Ἀτταλίας»

Σύμφωνα με το Νέο Μαρτυρολόγιο, ο μάρτυρας αυτός μαρτύρησε στα Μουδανιά στις 29 Οκτωβρίου 1653 μ.Χ. Κανόνα του Αγίου, συνέγραψε ο Μελέτιος Συρίγου. Ο Otto Meinardus, αναφέρει σαν ήμερα μνήμης του νεομάρτυρα την 7η Ιανουαρίου και συγχέει τα περιστατικά του βίου του με αυτά του Αθανασίου εξ Ατταλίας, που μαρτύρησε το 1700 μ.Χ.

Οσία Άννα η μετονομασθείσα Eυφημιανός

Η Οσία Άννα γεννήθηκε στο Βυζάντιο από ευσεβείς γονείς και ο πατέρας της, Ιωάννης ονομαζόμενος, ήταν Διάκονος στον Ναό της Θεοτόκου στις Βλαχέρνες.

Νωρίς έμεινε ορφανή από γονείς και η γιαγιά της την πάντρεψε με κάποιο ευσεβή Διάκονο, με τον όποιο απόκτησε δύο παιδιά. Αλλά αργότερα, ο άντρας της και τα δύο της παιδιά πέθαναν και έτσι η Άννα διαμοίρασε τα υπάρχοντα της και αποσύρθηκε σε μοναστήρι. Κατόπιν όμως, ο εικονομάχος Λέων ο Ισαυρος (περί το 716 μ.Χ.), διέλυσε τη Μονή στην οποία ανήκε η Άννα.

Στην ανάγκη αυτή, η Οσία φόρεσε ρούχα ανδρικά και μπήκε σε ανδρικό μοναστήρι με το ψευδώνυμο: Ευφημιανός. Εκεί έζησε με μεγάλη προσοχή και ακρίβεια, και μετά τον θάνατο του Λέοντα του Ισαύρου, φόρεσε πάλι γυναικεία ρούχα και έμεινε σαν μοναχή στο Βυζάντιο. Εκεί επιδόθηκε στη διακονία των φτωχών και των ασθενών.

Με τέτοια δε θεοφιλή εργασία παρέδωσε το πνεύμα της στον Κύριο.

Αγία Μελιτίνη

Η Αγία Μελιτίνη κατηγορήθηκε ως Χριστιανή και οδηγήθηκε στον τοπικό άρχοντα όπου ομολόγησε την πίστη της στο Χριστό. Ο άρχοντας εξοργίστηκε και πρόσταξε να τη χτυπήσουν βάναυσα στο πρόσωπο. Στη συνέχεια τη γύμνωσαν και την οδήγησαν στο δικαστήριο, όπου την ανέκριναν πολλές ώρες. Μετά από την ανάκριση υποβλήθηκε σε πολλά βασανιστήρια. Τελικά υποβλήθηκε στην τιμωρία του αποκεφαλισμού. Έτσι η Αγία μάρτυρας Μελιτίνη τελείωσε και έλαβε από τον Κύριο το άφθαρτο στέφανο του μαρτυρίου.

Όσιος Αβράμιος και Μαρία η ανεψιά του

Αριστεύς της εγκράτειας και των πνευματικών ασκήσεων ο όσιος Αβράμιος, άφησε τη μεγάλη περιουσία που κληρονόμησε στους φτωχούς και αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στη διακονία του Θεού και του πλησίον. Ζούσε σε ερημικό τόπο, όπου προσευχόταν και μελετούσε τα Ιερά γράμματα. Από εκεί πήγαινε σε διάφορες πόλεις, για να κηρύξει το λόγο του Θεού και να διακονήσει τη βασιλεία της αλήθειας και της ειρήνης του Ευαγγελίου. Η πίστη, η αγάπη και η υπομονή του κατόρθωσαν πολλές φορές να καταπραΰνουν βάρβαρες καρδιές και να ελκύσουν στο σταυρό ψυχές υπερβολικά εξαγριωμένες.

Πάνω από 70 ετών ο Αβράμιος, διατηρούσε όλη τη ζωντάνια της Ιεραποστολικής δράσης του. Προστατευόμενος μάλιστα και από την ηλικία του, μπόρεσε να αφοσιωθεί στη σωτηρία αμαρτωλών γυναικών. Κάποτε ευτύχησε να ανασύρει από το βόρβορο της αμαρτίας και την κόρη του αδελφού του, τη Μαρία. Την είδε σε κάποιο πανδοχείο, χωρίς να τη γνωρίζει, φορτωμένη με κοσμήματα και συντροφιά με ακόλαστους νέους. Η παραστρατημένη όμως νεαρή, δεν είχε αποβάλει εντελώς τις ευσεβείς αναμνήσεις της. Την επομένη, πήγε στο γέροντα ασκητή και ζήτησε την ευλογία του. Εκείνος της απάντησε ότι δεν ωφελεί σε τίποτα η ευλογία των ανθρώπων, όταν ο Θεός είναι αναγκασμένος να μη παρέχει τη δική Του. Τα λόγια αυτά συντάραξαν τη Μαρία, μετανόησε, εξομολογήθηκε και από τότε έζησε ζωή αγία. Ο δε Αβράμιος πέθανε υπέργηρος, υπηρετώντας πιστά μέχρι τέλους το Θεό.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Ζωῆς τῆς φθειρομένης λιπῶν τᾶς ἀπολαύσεις, ἐν τὴ τῶν μελλόντων ἐλπίδι, Ἀβράμιε θεοφόρε, ὁσίως ἐβίωσας ἐν γῇ, καὶ χρῖσμα ὑπεδέξω ἱερὸν διὰ τοῦτο ὡς τοῦ Λόγου μυσταγωγός, κατηύγασας τοὺς βοώντας, δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ, πάσιν ἰάματα.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν σοὶ Πάτερ ἀκριβῶς διεσώθη τὸ κατ᾽ εἰκόνα· λαβὼν γὰρ τὸν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καὶ πράττων ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μὲν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διὸ καὶ μετὰ Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὅσιε Ἀβράμιε τὸ πνεῦμά σου.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐν σαρκὶ ὡς Ἄγγελος, ἐπὶ τῆς γῆς ἀνεφάνης, καὶ ἀσκήσας γέγονας, πεφυτευμένον ὡς ξύλον, ὕδατι τῆς ἐγκρατείας καλῶς αὐξήσας, ῥεύματι τῶν σῶν δακρύων ῥύπον ἐκπλύνας· διὰ τοῦτο ἀνεδείχθης, δοχεῖον θείου, Ἀβράμιε Πνεύματος.

Ὁ Οἶκος
Τὰ φθαρτὰ παριδών, τὴν ἀφθαρσίαν εἴληφας, τὰς τερπνὰς ἡδονὰς τοῦ σώματος ἐμίσησας σοφὲ ἀπὸ βρέφους, ποθήσας ἁγνείαν· ὅθεν θαλάμου καὶ κόσμου ἀπέδρασας, συζύγου τε εὔκλειαν, καὶ τῶν γονέων ἐξέκλινας, μόνου Θεοῦ σοφὲ τὸν ἔρωτα ἐπιποθήσας, καὶ ἀγαπήσας ἐξ ὅλης, Πάτερ τῆς ψυχῆς, καὶ διανοίας ἀληθῶς· διὰ τοῦτο ἀνεδείχθης, δοχεῖον θείου, Ἀβράμιε Πνεύματος.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Αγία Αναστασία η Ρωμαία, η Οσιομάρτυς

Η όσια Αναστασία έζησε στα χρόνια του Δεκίου (κατ' άλλους του Διοκλητιανού) και Bαλλεριανού και καταγόταν από τη Ρώμη. Όταν πέθαναν οι πλούσιοι γονείς της, διαμοίρασε την περιουσία που κληρονόμησε στους φτωχούς και αποσύρθηκε σε μοναστήρι.

Όταν τη συνέλαβε ο ηγεμόνας Πρόβος (περί το 256 μ.Χ.), υπενθύμισε στην Αναστασία την ανθηρή νεότητα της, για την οποία θα έπρεπε να αρνηθεί το Χριστό. Τότε, δυναμική υπήρξε η απάντηση της Αναστασίας: «Εγώ, είπε, μία ωραιότητα και νεότητα γνωρίζω, εκείνη που δίνει ο Χριστός στις πιστές και γενναίες ψυχές, που προτιμούν γι’ Αυτόν το θάνατο αντί άλλων εγκόσμιων αγαθών, όταν αυτά προτείνονται για την προδοσία του Θεού τους. Πλούτη είχα άφθονα. Δεν τα θέλησα. Αλλά το Χριστό μου τον θέλω και απ' Αυτόν καμία δύναμη δε θα μπορέσει να με χωρίσει. Αν αμφιβάλλεις, δοκίμασε». Εξαγριωμένος από την απάντηση ο Πρόβος, τη μαστίγωσε στο πρόσωπο και την άπλωσε σε αναμμένα κάρβουνα. Έπειτα, την κρέμασε και της έσκισε το σώμα. Μετά έκοψε τους μαστούς της, ξερίζωσε τα νύχια της και τελικά την αποκεφάλισε. Έτσι, η Αναστασία πήρε τον αμαράντινο στέφανο του μαρτυρίου.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε
Ἀσκήσει ἐκλάμψασα ὥσπερ παρθένος σεμνή ἀθλήσεως αἵμασι τὴν τῆς ἁγνείας στολὴν ἐνθέως ἐφοίνιξας· ὅθεν, Ἀναστασία, ὡς ὁσία καὶ μάρτυς, χάριτας ἰαμάτων ἀποστράπτεις ἐν κόσμῳ πρεσβεύουσα τῷ Σωτῆρι ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Παρθενίας vάμασι, καθηγvισμέvη ὁσία, μαρτυρίου αἵμασιν, Ἀvαστασία πλυθεῖσα, παρέχεις τοῖς ἐν ἀνάγκαις τῶν νοσημάτων, ἴασιν καὶ σωτηρίαν τοῖς προσιοῦσιν, ἐκ καρδίας, ἰσχὺν γᾶρ νέμει, Χριστὸς ὁ βρύωv, χάριν ἀέναον.

Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ἐκ βρέφους τῷ Θεῷ, ἀνετέθης Ὁσία, νεκρώσασα σαρκός, ἐγκρατείᾳ τὰ πάθη, εἰς ὕψος δ' ἀνέδραμες, μαρτυρίου περίδοξον, ἐναθλήσασα, Ἀναστασία νομίμως, καὶ τόν δράκοντα, καταβαλοῦσα εἰς χάος, δυνάμει τοῦ Πνεύματος.


Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2019

«…Όχι τι λέτε εσείς, τι λέει ο Θεός…»

«Είχαμε έλθει στη Μονή, Ιούνιο του 2006, κι ο Γέροντας Κύριλλος σταύρωσε τη σύζυγό μου Αικατερίνη, η οποία έπασχε από σοβαρή ασθένεια και, δόξα τω Θεώ, όλα πηγαίνουν καλά.
Την ίδια εποχή, ο γιος μας Βασίλης έδινε πανελλαδικές εξετάσεις, με στόχο να περάσει Ιατρική. Δεν είχαμε όμως καθόλου ελπίδες, ούτε ο ίδιος, ούτε εμείς, και το αναφέραμε στον Γέροντα. Ο Γέροντας απάντησε: Φαρμακοποιός είναι καλύτερα από γιατρός. Θα γίνει φαρμακοποιός. Εμείς, όμως, δεν είχαμε ούτε για κει ελπίδες. Ο Γέροντας μας λέει: “Όχι τι λέτε εσείς, τι λέει ο Θεός!
Εκείνη τη χρονιά πέσανε πολύ οι βάσεις και πράγματι, πέρασε φαρμακοποιός στην Αθήνα».

Δημήτρης Λαμπρινός, Οικονομολόγος
και Αικατερίνη Λαμπρινού
Υπάλ. Υπουργ. Αγροτ. Ανάπτυξης, Κάτοικοι Αθηνών

Γέροντας Πορφύριος: Εμείς οι άνθρωποι δεν γεννηθήκαμε τώρα, μέσα στην παντογνωσία του Θεού υπήρχαμε προ των αιώνων.

Τα προβλήματά σας τότε δεν θα λυθούν, αλλά θα καταργηθούν. Θα νιώσετε, ότι τα καλύτερα είναι μπροστά μας και μας περιμένουν στη χώρα της Αιωνιότητας!
Η Εκκλησία είναι άναρχη, ατελεύτητη, αιώνια, όπως ο ιδρυτής της, ο Τριαδικός Θεός, είναι άναρχος, ατελεύτητος, αιώνιος.

Η Εκκλησία είναι άκτιστη, όπως και ο Θεός είναι άκτιστος. Υπήρχε προ των αιώνων, προ των αγγέλων, προ της δημιουργίας του κόσμου. «Προ καταβολής κόσμου», λέγει ο Απόστολος Παύλος. Είναι θείο καθίδρυμα και σ’ αυτήν «κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος». Είναι έκφραση της πολυποίκιλης σοφίας του Θεού.

Είναι το μυστήριο των μυστηρίων. Υπήρξε αφανέρωτο και εφανερώθη «επ’ εσχάτων των χρόνων». Η Εκκλησία παραμένει απαρασάλευτη, γιατί είναι ριζωμένη στην αγάπη και στη σοφή πρόνοια του Θεού. Την αιώνια Εκκλησία αποτελούν τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Στη σκέψη και στην αγάπη του Τριαδικού Θεού υπήρχαν απ” αρχής και οι άγγελοι και οι άνθρωποι. Εμείς οι άνθρωποι δεν γεννηθήκαμε τώρα, μέσα στην παντογνωσία του Θεού υπήρχαμε προ των αιώνων.

Την αιώνια Εκκλησία αποτελούν τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος.

Η αγάπη του Θεού μας έπλασε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν Του. Μας συμπεριέλαβε στην Εκκλησία παρ’ ότι εγνώριζε την αποστασία μας. Μας έδωσε τα πάντα, για να μας κάνει κι εμάς θεούς κατά χάριν και δωρεάν. Εν τούτοις εμείς, κάνοντας κακή χρήση της ελευθερίας μας, εχάσαμε το αρχέγονον κάλλος, την αρχέγονη δικαιοσύνη και αποκοπήκαμε απ’ την Εκκλησία. Έξω απ’ την Εκκλησία, μακριά απ’ την Αγία Τριάδα, εχάσαμε τον Παράδεισο, το παν. Έξω, όμως, απ’ την Εκκλησία δεν υπάρχει σωτηρία, δεν υπάρχει ζωή. Γι’ αυτό η σπλαχνική καρδιά του Θεού Πατέρα μας δεν μας άφησε έξω απ’ την αγάπη Του. Άνοιξε για μας πάλι τις πύλες του Παραδείσου, επ’ εσχάτων των χρόνων και εφανερώθη εν σαρκί.

Με τη θεία σάρκωση του μονογενούς Υιού του Θεού φανερώθηκε πάλι στους ανθρώπους το προαιώνιο σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου.

Ο Θεός εν τη απείρω αγάπη Του μας ένωσε πάλι με την Εκκλησία Του στο πρόσωπο του Χριστού. Μπαίνοντας στην άκτιστη Εκκλησία, ερχόμαστε στον Χριστό, μπαίνομε στο άκτιστον. Καλούμαστε δηλαδή κι εμείς οι πιστοί να γίνομε άκτιστοι κατά χάριν, να γίνομε μέτοχοι των θείων ενεργειών του Θεού, να μπούμε μέσα στο μυστήριο της θεότητος, να ξεπεράσομε το κοσμικό μας φρόνημα, να αποθάνομε κατά «τον παλαιό άνθρωπον» και να γίνομε ένθεοι. Όταν ζούμε στην Εκκλησία, ζούμε τον Χριστό. Αυτό είναι πολύ λεπτό θέμα, δεν μπορούμε να το καταλάβομε. Μόνο το Άγιον Πνεύμα μπορεί να μας το διδάξει.
ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ, σελ. 193. Έκδοση 6η

Σύναξη της Παναγίας Πονολύτριας στις Σέρρες

Η μαρμαρόγλυφη εικόνα της Θεοτόκου με τη σπάνια προσωνυμία της «Πονολύτριας», ήταν εντοιχισμένη στην εξωτερική πλευρά του δυτικού τοίχου της εκκλησίας των Αγίων Θεοδώρων. H Θεοτόκος εικονίζεται κατά μέτωπο, με υψωμένα τα χέρια της σε στάση δεήσεως.

H εικόνα αυτή, που δεν ήταν η μοναδική στην εικονιστική γλυπτική στην περιοχή των Σερρών, χρονολογείται από τούς περισσότερους μελετητές ως έργο του 11ου μ.Χ. αιώνα.

H θέση στην οποία καταγράφηκε η εικόνα από διάφορους μελετητές στα νεότερα χρόνια δεν ήταν η αρχική της. O δυτικός τοίχος της παλαιάς Μητροπόλεως, που σήμερα ορίζει την αρχή του νάρθηκά της, καο στον οποίο ήταν εντοιχισμένη η εικόνα, είναι έργο του 1602 μ.Χ., όπως μαρτυρά ο παπά-Συναδινός: «(1601-1602) Eγίνην νέος αρχιερεύς Σερρῶν ο κύρ Θεοφάνης είς τήν Kοσίνιτζα, άνδρας θεωριτικός...ευλαβής, φιλοκκλήσιος, είς τόν λόγον του στέρεος. Kαί ἒκαμεν... τόν τοῖχον του νάρθηκα εκ βάθρων καί τό σκέπος ὃλο τοῦ νάρθηκα και ἐχώρισε καί τόν γυναικίτην...».

H εντοίχιση της γλυπτής εικόνας της Θεομήτορος στο δυτικό τοίχο, προφανώς έγινε το 1602 μ.Χ., εποχή της οικοδομήσεώς του από τον επίσκοπο Θεοφάνη (1601 – 1613 μ.Χ.). Η εντοίχιση ιερών συμβόλων και εικόνων απηχεί πανάρχαιες δοξασίες, σύμφωνα με τις οποίες τα εντοιχισμένα σύμβολα λειτουργούν προστατευτικά για το όποιο ανθρώπινο έργο. Έτσι και στην περίπτωση του ναού των Αγίων Θεοδώρων, η εντοίχιση της εικόνας της Θεοτόκου έγινε το 1602 μ.Χ., με την ακλόνητη προσδοκία πως η Παναγία με την ακεραιότητα και αγιότητα της υπάρξεώς της, η Θεοτόκος η Πονολύτρεα, «τό ἱερόν παλλάδιον τῶν Σερρῶν», θα προστάτευε το ναό από κάθε κακό όπως αυτό π.χ. της λεηλασίας του από τούς Τούρκους πριν από τριάντα χρόνια (1571 μ.Χ.).

Η εικόνα της Θεοτόκου της Πονολύτρεας σπασμένη στη μέση κατά την οριζόντια διάστασή της, παρέμεινε στη θέση της στο δυτικό τοίχο των Αγίων Θεοδώρων έως και τις αρχές του 1917 μ.Χ. οπότε, μετά το θάνατο του Μητροπολίτη Σερρών Απόστολου Χριστοδούλου, που συνέβη στις 14/27 Ιανουαρίου του 1917 μ.Χ., οι Βούλγαροι την αποτοίχισαν και την αποθήκευσαν, μαζί με άλλα κλοπιμαία από τις εκκλησίες της πόλης των Σερρών, σε παρακείμενη οικία που χρησιμοποιούσαν τα στρατεύματα κατοχής για αποθήκη επισιτισμού, προφανώς, για να τη μεταφέρουν στη Βουλγαρία, πράγμα που δεν πραγματοποιήθηκε εξαιτίας της εσπευσμένης τους φυγής.

Το 1919 μ.Χ. η εικόνα, που θεωρούνταν χαμένη, εντοπίστηκε και μεταφέρθηκε στον Μητροπολιτικό ναό των Ταξιαρχών, απ’ όπου, κατά τη διάρκεια της τρίτης Βουλγαρικής κατοχής, τον Οκτώβριο του 1941 μ.Χ., οι βούλγαροι την αφαίρεσαν. Εντοπίστηκε τα νεότερα χρόνια στη Δράμα.

Που βρισκόταν λοιπόν το «...μαρμάρινον ἀνάγλυφον τῆς Θεομήτορος ευλογούσης», πριν από τη θέση που την κατέγραψαν οι μελετητές του μνημείου;

Στους βυζαντινούς χρόνους και σχεδόν έως το τέλος του 15ου μΧ. αιώνα, οι μαρμάρινες εικόνες που απεικόνιζαν το Χριστό και την Παναγία σε στάση Δεομένης ή Οδηγήτριας, προορίζονταν αποκλειστικά για προσκύνηση και τοποθετούνταν στο εσωτερικό του ναού, μέσα σε πλαίσιο, στις παραστάδες του Ιερού Βήματος.

Στο ναό των Αγίων Θεοδώρων το 1602 μ.Χ., ο Μητροπολίτης Σερρών Θεοφάνης, κατά τη μαρτυρία του παπα-Συναδινοῦ, αντικατέστησε το μαρμάρινο τέμπλο με ξυλόγλυπτο: «Eγίνην νέος αρχιερεύς Σερρῶν ο κύρ Θεοφάνης... Kαί ἒκαμεν τον τέμπλον τῆς μητρόπολης...». Tο νέο τέμπλο η σωστότερα εικονοστάσιο, που ήταν ένα από τα πρώτα πού κατασκευάστηκαν στις εκκλησίες της Βορείου Ελλάδος, για να εντάξει οργανικά στο χώρο του Ιερού Βήματος το Διακονικό και την Πρόθεση, χωρίς να διακόπτεται από τους πεσσούς, όπως γινόταν με το μαρμάρινο τέμπλο, στηρίχθηκε σε βάσεις πριν από το θριαμβευτικό τόξο καλύπτοντας έτσι τις ανατολικές παραστάδες, οπότε, η εικόνα της Θεοτόκου της Πονολύτρεας αφαιρέθηκε από τη θέση της και τοποθετήθηκε στο δυτικό τοίχο της Εκκλησίας των Αγίων Θεοδώρων.

Εν κατακλείδι, η ανάγλυφη εικόνα της Θεοτόκου της Πονολύτριας, ηταν λατρευτική εικόνα και ως τέτοια, ήταν τοποθετημένη στις ανατολικές παραστάδες του ναού των Αγίων Θεοδώρων .

Μετά τον εντοπισμό της εικόνας της Θεοτόκου της Πονολύτρεας και την επιστροφή της, με τις ενέργειες του Σεβασμιωτάτου Ποιμενάρχου μας κ. Θεολόγου και την ευγενική συνδρομή του Σεβ. Μητροπολίτου Δράμας κ. Παύλου στο πάνσεπτο χώρο πού η παρουσία της καθαγίαζε, η ιερά εικόνα τοποθετήθηκε και πάλι στην αριστερή, προς ανατολάς παραστάδα του Ιερού Βήματος του ναού των Αγίων Θεοδώρων όπου, ως λατρευτική εικόνα βρισκόταν έως και το 1602 μ.Χ. Καθιερώθηκε μάλιστα ο επίσημος και πάνδημος εορτασμός της την 28η Οκτωβρίου εκάστου έτους (Αγίας Σκέπης).

Σύναξη της Παναγίας Ελευθερώτριας στo Διδυμότειχο

Το πλάτος του Ιερού Ναού Παναγίας Ελευθερώτριας στο Διδυμότειχο είναι 28μ., το μήκος 42μ. και το ύψος 35μ ενώ το κωδωνοστάσιο έχει 33 μέτρα ύψος. Ο ναός είναι βυζαντινού ρυθμού και την σχεδίαση έκανε ο καθηγητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου κ. Νικόλαος Μουτσόπουλος ενώ την επίβλεψη των έργων έκανε ο πολιτικός μηχανικός και μετέπειτα δήμαρχος της πόλης κ. Χρήστος Τοκαμανης. Το επιχρυσωμένο τέμπλο του Ναού, μοναδικό στην Ελλάδα, έχει μήκος 30 μ. και ύψος 5.5μ. Οι τοιχογραφίες έγιναν δια χειρός Ιωάννου Σαρσακη και των βοηθών αυτού, Γεωργίας Νταλαγιώργου, Ιωάννου Καμπασάκη και Χρήστου Σαρσακη. Τα ψηφιδωτά στον τρούλο από τον Παύλο Σαρφατη ενώ οι ψηφίδες είναι από το Μουράνο της Ιταλίας. Το τέμπλο κατασκεύασε ο Παντελεήμων Αμανατίδης ενώ η χρύσωση έγινε από ειδικούς τεχνίτες από το Ιάσιο της Ρουμανίας, το φύλλο χρυσού αγοράστηκε από την Νυρεμβέργη της Γερμανίας και είναι 22 καρατίων. Να σημειωθεί επίσης και η μεγάλη βοήθεια της 16ης Μεραρχίας στην επιχωμάτωση των θεμελίων. Σημαντική ήταν η συμπαράσταση του τότε δημάρχου της πόλης κ. Ευάγγελου Παπατσαρούχα για την παραχώρηση του οικοπέδου και στην τελετή εγκαινίων ο μακαριστός Μητροπολίτης κ .Νικηφόρος ο Β’ τον κάλεσε κοντά του και του είπε: «Ἐμείς οι δυο θα φωνάξουμε! Όλοι είναι άξιοι συγχαρητηρίων και τους εὐχαριστούμε... Όμως εμείς περάσαμε τις δυσκολίες... Και από το μικρόφωνο μαζί θα φωνάξουμε: Νενίκηκά σε, Βαγιαζήτ»!

Ο Ναός πανηγυρίζει στις 28 Οκτωβρίου .


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’.
Εἰκόνα σου ἁγίαν, Ἐλευθερώτριαν Ἄχραντε, νῦν πανευλαβῶς προσκυνοῦντες, γεραίρομεν, Παρθένε· ἐπέστη γὰρ σκέπη πρὸς ἡμᾶς, βραβεύουσα θαυμάτων προχοήν. Ἐκ παντοίων κινδύνων, καὶ νόσων ἡμᾶς ἀπαλλάττουσα εὐχαρίστως βοῶμεν. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Θεῷ, δόξα τῷ σὲ μεγαλύναντι, δόξα τῷ ἐλευθερώσαντι ἡμᾶς διὰ τοῦ τόκου σου.


Σύναξη της Παναγίας Ελευθερώτριας στην Αθήνα

Το Ιερό Προσκύνημα και Καθίδρυμα Παναγία η Ελευθερώτρια βρίσκετε στην Πολιτεία (Κοκκιναράς) και πανηγυρίζει τη 28η Οκτωβρίου.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’.
Εἰκόνα σου ἁγίαν, Ἐλευθερώτριαν Ἄχραντε, νῦν πανευλαβῶς προσκυνοῦντες, γεραίρομεν, Παρθένε· ἐπέστη γὰρ σκέπη πρὸς ἡμᾶς, βραβεύουσα θαυμάτων προχοήν. Ἐκ παντοίων κινδύνων, καὶ νόσων ἡμᾶς ἀπαλλάττουσα εὐχαρίστως βοῶμεν. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Θεῷ, δόξα τῷ σὲ μεγαλύναντι, δόξα τῷ ἐλευθερώσαντι ἡμᾶς διὰ τοῦ τόκου σου.

Μεγαλυνάριον
Δέξαι μου τούς ὕμνους ὦ Μαριάμ, καί τούς δακρυῤῥόους στεναγμούς μου Μῆτερ Ἁγνή, ὦ Ἐλευθερώτρια Κόρη, ἐκ θλίψεως παντοίας Σύ ἐλευθέρωσον.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Τήν παντοβασίλισσαν Μαριάμ, τήν ἐλευθεροῦσαν ἀπό πάσης ἡμᾶς ὀργῆς καί πρός βασιλείαν εἰσάγουσαν τήν ἄνω, τήν μόνην Θεοτόκον ὕμνοις τιμήσωμεν.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Τῆ ἐπισκιάσει Σου τῆ σεπτῆ, ὄντως ὡραιώθη ἡ Εἰκών Σου ἡ θαυμαστή καί ἐλευθερίαν δεινῶν ἀεί παρέχει, τοῖς ταῦτῃ προσιοῦσιν, Ἐλευθερώτρια.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Τούς μαστιζομένους ὑπό παθῶν καί συνεχομένους ἀσθενείαις ὀδυνηραῖς, Κόρη Παναγία, τῆ Σῆ ἐπισκάσει, ὡς Μήτηρ εὐσπλαχνίας, ἀπελευθέρωσον.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Ἐλευθερωτρίας τῆ θαυμαστῆ καί σεπτῆ Εἰκόνι, καταφύγωμεν οἱ πιστοί, ἵνα λυτρωθῶμεν τῶν λυπηρῶν τοῦ βίου καί θείας πληρωθῶμεν ἀγαλλιάσεως.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Ἅπαντας τούς πίστει εἰλικρινῆ προστρέχοντας, Κόρη, τῆ θερμῆ Σου ἐπισκοπῆ, ἀβλαβεῖς συντήρει ἐκ πάσης ἐπηρείας, ὡς εὐσεβῶν, Παρθένε, Ἐλευθερώτρια.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Δεῦτε Ὀρθοδόξων αἱ στρατιαί, Ἄχραντον Παρθένον καί Ὑπέρμαχον Στρατηγόν, ὑμνήσωμεν Μαρίαν τήν Κεχαριτωμένην καί πάντων ἐν κινδύνοις Ἐλευθερώτριαν.

Άγιος Δημήτριος Μητροπολίτης Ροστόφ

Ο Άγιος Δημήτριος του Ροστόφ, γιος του αξιωματικού Σάββα Τουπτάλα, γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1651 μ.Χ. στην κωμόπολη Μακάρωφ, κοντά στο Κίεβο. Το βαπτιστικό του όνομα Λίαν Δανιήλ. Ανατράφηκε και διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα μέσα σε μια βαθύτατα ευσεβή οικογένεια. Από το 1662 μ.Χ. μέχρι το 1665 μ.Χ. ο Δανιήλ φοιτησε στο κολλέγιο Κιεβο-Μογγιλιάνσκυ, όπου για πρώτη φορά εκδηλώθηκαν τα σπάνια χαρίσματα και οι εξαιρετικές διανοητικές ικανότητες του. Πολύ γρήγορα έμαθε την ελληνική και λατινική γλώσσα και σπούδασε κλασσικές επιστήμες. Στις 9 Ιουλίου του 1668 μ.Χ. εκάρη μοναχός στη μονή του Αγίου Κυρίλλου και πήρε το όνομα Δημήτριος, προς τιμήν του μεγαλομάρτυρας αγίου Δημητρίου του Θεσσαλονικέως .

Στις 25 Μαρτίου του 1669 μ.Χ. χειροτονήθηκε διάκονος, από τον μητροπολίτη Κιέβου Ιωσήφ, και στις 23 Μαΐου του 1675 μ.Χ. πρεσβύτερος, από τον αρχιεπίσκοπο Τσερνιγώφ Λάζαρο. Υπηρέτησε ως ιεροκήρυκας και ηγούμενος σε διάφορες μονές της Ουκρανίας, Λιθουανίας και Λευκορωσίας. Γύρω στα 1684 μ.Χ. άρχισε να συγγράφη, στη Λαύρα του Κιέβου, το μεγάλο έργο του, τον Συναξαριστή («Τσέτμινέϊ»), δηλαδή τους βίους των αγίων ολοκλήρου του εκκλησιαστικού έτους. Ο προϊστάμενος της Λαύρας αρχιμανδρίτης Βαρλαάμ (Γιασίνσκυ), γνωρίζοντας καλά το υψηλό διανοητικό επίπεδο, τη μόρφωση, τη φιλοπονία και το λογοτεχνικό χάρισμα του μαθητού του, τον προέτρεψε επίμονα ν' ασχοληθή μ' αυτή τη σπουδαία εργασία.

Από τότε ολόκληρη η ζωή του Αγίου Δημητρίου αφιερώθηκε στη σύνταξη του Συναξαριστού. Το 1688 μ.Χ. εκτυπώθηκε ο πρώτος τόμος (Σεπτέμβριος, Οκτώβριος, Νοέμβριος), το 1695 μ.Χ. ο δεύτερος (Δεκέμβριος, Ιανουάριος, Φεβρουάριος) και το 1700 μ.Χ. ο τρίτος (Μάρτιος, Απρίλιος, Μάιος).

Εν τω μεταξύ, το κηρυκτικό χάρισμα και το συγγραφικό έργο του ιερομόναχου Δημητρίου προκάλεσαν την προσοχή του πατριάρχου Αδριανού (+ 1700 μ.Χ.) και άλλων εκκλησιαστικών αξιωματούχων, οι όποιοι εκτίμησαν βαθιά τα πνευματικά προσόντα, τις αρετές και τον ένθεο ζήλο του. Έτσι, στις 23 Μαρτίου 1701 μ.Χ. χειροτονείται στον ναό της Κοιμήσεως του Κρεμλίνου μητροπολίτης Τομπόλσκ και Σιβηρίας. Επειδή όμως, λόγω της εύθραυστης υγείας του, ήταν αδύνατη η παραμονή του στη Σιβηρία, στις 4 Ιανουαρίου 1702 μ.Χ. εκλέγεται μητροπολίτης Ροστόφ και Γιαροσλάβ. Μόλις έφθασε στην έδρα του, την 1η Μαρτίου του 1702 μ.Χ., άρχισε ένα ευρύ έργο για την πνευματική και υλική ανόρθωση της επαρχίας και του ποιμνίου του. Δυστυχώς όμως οι περισσότεροι οραματισμοί του έμειναν ανεκπλήρωτοι ή ημιτελείς, λόγω ελλείψεως οικονομικών μέσων: Ήταν η εποχή που η πολιτεία επιζητούσε με όλα τα μέσα να περιορίση τις δυνατότητες της Εκκλησίας, πλήττοντας πρωτίστως την οικονομική ευρωστία της.

Ο Άγιος Δημήτριος αγωνίσθηκε σθεναρά και για την ενότητα της Ρωσικής Εκκλησίας, πού υπέστη βαρύτατο πλήγμα με το σχίσμα των παλαιοπίστων [Παλαιόπισιοι ή ρασκόλνηκοι (ρασκόλ = σχίσμα): Ρώσοι σχισματικοί, οι οποίοι τον 17ο-18ο αι μ.Χ., χωρίσθηκαν από την Ορθόδοξη Εκκλησία, επειδή η Ιερά Σύνοδος της Ρωσικής Εκκλησίας, με πρωτοβουλία του πατριάρχου Μόσχας Νίκωνος, έκανε ορισμένες διορθώσεις και βελτιώσεις στα βιβλία της λατρείας]. Έκτος από πολυάριθμα κηρύγματα, αφιέρωσε στη μελέτη και την κριτική της σχισματικής διδασκαλίας και το έργο «Έρευνα περί της πίστεως του Μπρύνσκ» (Μπρύνσκ ήταν η περιοχή πού ζούσαν οι πιο πολλοί σχισματικοί).

Το 1709 μ.Χ., τελευταίο έτος της επιγείου ζωής του, ο άγιος Δημήτριος τελείωσε και τον τέταρτο τόμο του Συναξαριστού (Ιούνιος, Ιούλιος, Αύγουστος), ενώ συγχρόνως αναθεώρησε και τους προηγουμένους τρεις τόμους.

Στις 28 Οκτωβρίου του 1709 μ.Χ., κατά τη διάρκεια νυκτερινής προσευχής, ο άγιος ιεράρχης αναπαύθηκε εν Κυρίω ζώντας μέσα σε απόλυτη πτώχεια. Εκτός από βιβλία και χειρόγραφα, δεν βρέθηκε κανένα άλλο περιουσιακό του στοιχείο. Τούτο μαρτυρεί και η συγκινητική διαθήκη του. Ετάφη στη μονή του αγίου Ιακώβου του Ροστώφ, σε μια γωνιά του Καθολικού πού ο ίδιος είχε επιλέξει, στις 25 Νοεμβρίου του 1709 μ.Χ.

Η εύρεσης του ιερού σκηνώματος του έγινε στις 21 Σεπτεμβρίου του 1752 μ.Χ. Το δρύινο φέρετρο και τα χειρόγραφα, που υπήρχαν μέσα σ' αυτό, είχαν σχεδόν καταστραφή από την υγρασία του τόπου, αλλά το σώμα του αγίου ιεράρχου βρέθηκε άφθορο, καθώς επίσης και η αρχιερατική ενδυμασία και το μεταξωτό κομποσχοίνι του. Το χαριτόβρυτο σκήνος του, μετά την ανεύρεση του, άρχισε να χαρίζη τη θεραπεία σε πολλούς ασθενείς και να επιτελή ποικίλα θαύματα. Γι' αυτό η λαϊκή εκκλησιαστική συνείδησης του έδωσε την προσωνυμία του θαυματουργού.

Όταν η Ιερά Σύνοδος πληροφορήθηκε τα γεγονότα, απέστειλε επιτροπή, από τον μητροπολίτη Σουζντάλ Σίλβεστρο και τον αρχιμανδρίτη της μονής Σιμωνώφ Γαβριήλ, για να εξέταση το σκήνωμα του ιεράρχου Δημητρίου και να πιστοποίηση τις επιτελούμενες απ' αυτό θαυματουργικές θεραπείες.

Μετά από εισήγηση της επιτροπής, στις 29 Απριλίου του 1757 μ.Χ. η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ρωσίας συγκατέλεξε με πράξη της τον αοίδιμο μητροπολίτη Ροστόφ και Γιαροσλάβ Δημήτριο, κατά κόσμον Δανιήλ Σάββιτς Τουπταλα, στη χορεία των αγίων.

Όσιος Διομήδης

Ο Όσιος Διομήδης γεννήθηκε στην Κύπρο αλλά που ακριβώς και ποίοι ήταν οι γονείς του δεν ξέρουμε. Εκείνο που μας λέει ο άγιος Νεόφυτος, που τον εγκωμιάζει, είναι πως ο θεσπέσιος αθλητής Διομήδης «ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων» δόθηκε στον Χριστό. Τούτο προϋποθέτει γονείς όχι μονάχα χριστιανούς άλλα και βαθιά πιστούς.

Σε κάποια ευκαιρία η Θεία Πρόνοια, που όλα τα παρακολουθεί και όλα τα φροντίζει, έφερε έτσι τα πράγματα, ώστε ο μεγάλος της Λευκουπόλεως (Λευκωσίας) επίσκοπος Τριφύλλιος, να συναντήσει και να γνωρίσει το παιδί.

Η εκτίμηση του αγίου από την πρώτη στιγμή υπήρξε τόση, ώστε χωρίς κανένα ενδοιασμό τον κάλεσε κοντά του κι ανέλαβε αυτός μαζί με τον δάσκαλο του, τον επίσκοπο της Τριμυθούντος, τον άγιο και θαυματουργό Σπυρίδωνα, τη συνέχιση του έργου των ευσεβών γονιών. Κοντά στους δύο αυτούς κολοσσούς της αρετής και ξεχωριστούς της Εκκλησίας εργάτες, ο φλογερός νέος μεγαλώνει και συνεχίζει με αδιάπτωτο ενδιαφέρον τον αγώνα του και με τη χάρη του Θεού κατορθώνει να γίνει πιστό αντίγραφο τους.

Πόσα χρόνια έζησε ο όσιος που μελετούμε δεν γνωρίζουμε. Ο άγιος Νεόφυτος μας λέγει μονάχα πως όλη η ζωή του φλογερού ασκητή υπήρξε μια ζωή αρετής και καλοσύνης και προσφοράς για τη δόξα του Χριστού. Όταν πέθανε, οι πιστοί που τον ακολουθούσαν μαζί με τους μαθητές του - κι ήσαν αυτοί πολλοί - κήδεψαν με δάκρυα το σώμα του πνευματικού τους πατέρα εκεί στη σπηλιά κι απάνω από αυτήν έκτισαν αργότερα μια εκκλησία και γύρω πολλά δωμάτια. Σ' αυτά ένας μεγάλος αριθμός από εκλεκτές ψυχές είχε μαζευτεί και ζούσε μ' ευλάβεια και φόβο Θεού την αγγελική ζωή. Ο πόθος των ασκητών να έχουν μια εικόνα, που να τους θυμίζει τον δάσκαλο τους, τους οδήγησε ύστερα από μερικά χρόνια να στείλουν στην Κωνσταντινούπολη ένα αδελφό της Μονής, για να βρει κάποιο ζωγράφο, που να τους φτιάξει μια τέτοια εικόνα. Ο μοναχός πήγε στην Πόλη. Βρήκε πράγματι ένα εξαίρετο ζωγράφο και του ανακοίνωσε τον σκοπό της επίσκεψης του. Ο ζωγράφος σαν άκουσε τον μοναχό είπε με απορία: «Μάρτυρα Διομήδη, ἐπίσταμαι. Ὅσιον Διομήδη ὅμως οὔτε γινώσκω, οὔτε ἰστορῆσαι ἰκανῶ». (Μάρτυρα Διομήδη γνωρίζω. Όσιο Διομήδη όμως ούτε ξέρω ούτε μπορώ να ζωγραφίσω).

Με πόνο ο μοναχός άκουσε την άρνηση του ζωγράφου σε όλα τα παρακάλια του. Λυπημένος έφυγε για το δωμάτιο του. Στην προσευχή η θεοφιλής εκείνη ψυχή, τη θερμή κι επίμονη, ζητάει την παρηγοριά της. Τα λόγια του Κυρίου «αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμίν, ζητεῖτε, καὶ εὐρήσετε, κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται ὑμὶν πᾶς γὰρ ὁ αἰτῶν λαμβάνει καὶ ὁ ζητῶν εὑρίσκει καὶ τῷ κρούοντι ἀνοιγήσεται». (Ματθ. ζ' 7-8) προβάλλουν συνέχεια στη σκέψη του. Μ' όλη του την καρδιά ποθεί να μη γυρίσει στην Κύπρο με αδειανά τα χέρια. Θέλει να βρει μια εικόνα του προστάτη της Μονής του Αγίου. Γι' αυτό προσεύχεται. Όλη νύχτα προσεύχεται και ζητάει τη βοήθεια του Θεού. Κι η βοήθεια προσφέρεται.

Την ίδια νύχτα στον ύπνο του ζωγράφου παρουσιάζεται ο άγιος Διομήδης και του λέει: «Γιὰ ἰδές, ζωγράφε, αὐτόν, ποὺ λέγεις πὼς δὲν ξέρεις. Ἄκουσε τὸν μοναχὸ καὶ ζωγράφισέ του αὐτὸν ποὺ σοῦ ζητεῖ».

Μόλις τα είπε αυτά χάθηκε από μπροστά του εκείνος που του μιλούσε. Ο ζωγράφος, που ξύπνησε, σηκώθηκε αμέσως από το κρεβάτι, κι αφού έκανε την προσευχή του και ζήτησε από τον άγιο Διομήδη συγχώρηση για την προηγούμενη άρνηση του, κάθισε κι άρχισε να ζωγραφίζει. Σαν τέλειωσε την εικόνα, την πήρε και την τοποθέτησε στο δωμάτιο, που είχε και τις άλλες τελειωμένες εικόνες.

Ύστερα από λίγες μέρες ξαναήρθε και πάλι ο γνωστός μοναχός κι άρχισε να τον παρακαλεί να του κάμει τη χάρη να του φτιάξει την εικόνα που του ζητούσε. Στην παράκληση του ο ζωγράφος τον έστειλε στο δωμάτιο και του είπε να μαζέψει τις εικόνες. Εκείνος μόλις μπήκε κι είδε την εικόνα του οσίου, την αναγνώρισε και γεμάτος χαρά την πήρε και την έφερε στον ζωγράφο, βεβαιώνοντας τον πως η εικόνα που έφτιαξε απέδιδε θαυμάσια τη μορφή του οσίου. Ο ζωγράφος τότε απεκάλυψε στον μοναχό το όνειρο του και με δάκρυα κι οι δύο τους δοξολόγησαν τον Θεό για τη χάρη που δίνει στους εκλεκτούς του.

Πολλά θαύματα έκανε ο Όσιος Διομήδης. Και σε παλαιότερες εποχές, μα και στην εποχή του αγίου Νεοφύτου που τον εγκωμιάζει.

Η περιγραφή αυτή της ζωής του αγίου Διομήδη, όπως μας δίνεται από τον άγιο Νεόφυτο τον Έγκλειστο, παρουσιάζει μερικά ερωτηματικά σχετικά με το πότε έζησε ο όσιος. Σαν λάβουμε υπόψη ότι οι αραβικές επιδρομές στο νησί της Κύπρου άρχισαν περί τα μέσα του έβδομου αιώνα μ.Χ. και κράτησαν μέχρι τα μέσα του δέκατου μ.Χ., τότε γίνεται φανερό, πως ο όσιος μας δεν είναι δυνατό να υπήρξε μαθητής του αγίου Τριφυλλιού, ο οποίος έζησε πολύ ενωρίτερα, τον πέμπτο περίπου αιώνα μ.Χ. Εκείνο που συνδέει τους δύο αγίους, Τριφύλλιο και Διομήδη, είναι αυτό που αναφέρει κάποιος άλλος χρονογράφος, που μας λέγει πως σε μια από τις αραβικές επιδρομές, οι Σαρακηνοί ανέσκαψαν και τον τάφο του αγίου Τριφυλλίου, που βρισκόταν στο κοιμητήριο που ήταν κοντά στο ναό της Οδηγήτριας με την ελπίδα να βρουν κάποιο θησαυρό κι έβγαλαν από μέσα ακέραιο κι ευωδιάζον το ιερό λείψανο. Γεμάτοι αγριότητα απέκοψαν το κεφάλι και, ω του θαύματος! Από τον λαιμό έτρεξε άφθονο αίμα, που κατατρόμαξε τα ανθρωπόμορφα εκείνα τέρατα.

Τη σκηνή αυτή παρακολουθούσε κάποιος ασκητής που ασκήτευε σε μια σπηλιά κοντά στο προάστιο της Λευκωσίας, τον Λευκομιάτη, ο άγιος Διομήδης. Εκμεταλλευόμενος ο ασκητής τη σύγχυση των τυμβωρύχων, άρπαξε την ιερά κεφαλή του αγίου Τριφυλλίου κι έτρεξε να τη μεταφέρει στο ασκητήριό του. Κάποιος όμως τον αντελήφθη και τον πρόδωσε και 500 Σαρακηνοί περίπου τον καταδίωξαν.

Αυτό το περιστατικό είναι ότι συνδέει τους δυο αγίους Τριφύλλιο και Διομήδη.

Άγιοι Νεομάρτυρες Αγγελής, Μανουήλ, Γεώργιος και Νικόλαος «ἐκ Μελάμπων Κρήτης»

Όλοι γεννήθηκαν στο χωριό Μέλαμπες Ρεθύμνου Κρήτης, από γονείς ευσεβείς χριστιανούς.

Ο Αγγελής και ο Μανουήλ ήταν γνήσια αδέλφια, γιοι του Ιωάννη Ρετζέπη. Ο Γεώργιος ήταν γιος του Κωνσταντίνου Ρετζέπη. Ο Νικόλαος ήταν γιος κάποιου άλλου Ιωάννη Ρετζέπη. Όλοι δηλαδή ήταν από την ίδια οικογένεια, πλούσιοι, διακεκριμένοι για την ανδρεία τους, έγγαμοι με παιδιά και απολάμβαναν όλα τα προνόμια των Μωαμεθανών, διότι υποκρίνονταν τους Τούρκους.

Το 1821 μ.Χ. όμως, συντάχθηκαν με τους χριστιανούς και πολέμησαν γενναία για την ελευθερία της Πατρίδας. Όταν επέστρεψαν στη γενέτειρα τους και πήγαν να πληρώσουν τους καθιερωμένους φόρους στους εντεταλμένους Τούρκους, τους κατάγγειλαν σαν αποστάτες του Μουσουλμανισμού στον Μεχμέτ Πασά του Ρεθύμνου. Συλλήφθηκαν και οδηγήθηκαν δεμένοι στην πόλη αυτή. Επειδή όμως δεν υπέκυψαν στις κολακείες των τυράννων και έμειναν σταθεροί στην πίστη, βασανίστηκαν με τον πιο φρικτό τρόπο.

Τελικά στις 28 Οκτωβρίου 1824 μ.Χ. τους αποκεφάλισαν μπροστά στη «Μεγάλη Πόρτα» του Ρεθύμνου. Οι τρεις κάρες απ' αυτούς τους Νεομάρτυρες, φυλάσσονται στον Ναό των τεσσάρων μαρτύρων στο Ρέθυμνο.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Τῆς Κρήτης γεννήματα καὶ Λάμπῃς θρέμματα, τοὺς τετραρίθμους Νεομάρτυρας ἀνευφημήσωμεν, Γεώργιον, Ἀγγελήν, Μανουὴλ καὶ Νικόλαον, οὗτοι γὰρ διὰ πίστιν τοῦ Κυρίου σφαγέντες, τὸ αἷμα αὐτῶν ἐθελουσίως ἐν τὴ Ρεθύμνη ἐξέχεαν, διὸ καὶ παρρησίαν ἔχοντες πρὸς Χριστόν, πρεσβεύουσιν ἀεί, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.

Άγιος Αρσένιος ο Αυτωρειανός Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης

Ο Άγιος Αρσένιος ο επονομαζόμενος Αυτωρειανός, γεννήθηκε και ανατράφηκε στην Κωνσταντινούπολη και ήταν γόνος σημαντικής οικογενείας (ο πατέρας του είχε τιμηθεί με το αξίωμα του «Κριτοῦ τοῦ δρόμου».

Το κοσμικό του όνομα ήταν Γεώργιος, αλλά μετονομάσθηκε Γεννάδιος, όταν ασπάστηκε τον μοναχικό βίο στην Ιερά Μονή της Πόλεως και ύστερα της Βιθυνίας. Έχαιρε της εμπιστοσύνης του βασιλέως της Νίκαιας Θεόδωρου Β´ του Λάσκαρη (1254 – 1258 μ.Χ.), με απαίτηση του οποίου εξελέχθη το 1254 μ.Χ. Πατριάρχης, παρά το γεγονός ότι οι αρχιερείς επιθυμούσαν την εκλογή του Νικηφόρου Βλεμμύδη. Μετά τον θάνατο του Θεοδώρου (1258 μ.Χ.) ανέλαβε την επιτροπεία του ανήλικου υιού του, Ιωάννου Β´, τον οποίο προσπάθησε να προστατεύσει από την άκρατο φιλοδοξία του Μιχαήλ Παλαιολόγου.

Ο Μιχαήλ ο Παλαιολόγος τύφλωσε τον νόμιμο διάδοχο και σφετερίσθηκε τον θρόνο. Επειδή ο Πατριάρχης Αρσένιος αντέδρασε σθεναρώς, εξορίσθηκε στην Προκόνησο, όπου κοιμήθηκε το 1273 μ.Χ.. Οι αντιδράσαντες στο έγκλημα του Μιχαήλ Παλαιολόγου ακολούθησαν τον Αρσένιο και δημιούργησαν έτσι το σχίσμα των Αρσενιατών. Η Εκκλησία ανακήρυξε τον Αρσένιο Άγιο και τον τιμά την 28η Οκτωβρίου· η δε διαθήκη του Πατριάρχη, το μόνο σωζόμενο αυθεντικό του έργο, θεωρείται αξιόλογη πηγή (ΡG 140, 947-958).

Όσιος Αθανάσιος Α' Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης

Ο Όσιος Αθανάσιος γεννήθηκε στην Αδριανούπολη της Θράκης (ή κατά άλλες πηγές στην Ανδρούσα της Μεσσηνίας περί το 1235 μ.Χ.), από τους ευσεβείς γονείς Γεώργιο και Ευφροσύνη. Το πρώτο του όνομα ήταν Αλέξιος και ήταν άνθρωπος μεγάλης εγκράτειας και σωφροσύνης. Ασπάσθηκε τον μοναχισμό σε νεαρή ηλικία και ασκήτευσε στο Άγιο Όρος και στο μοναστήρι του Γάνου της Θράκης.

Ο Όσιος Αθανάσιος διακρίθηκε για την αυστηρότητα των αντιλήψεων του, όχι μόνο στον μοναχικό βίο αλλά και στην ποιμαντική δραστηριότητα του κλήρου και ιδιαιτέρως των επισκόπων. Η προσπάθεια του να επιβάλει την τάξη στους απείθαρχους και περιφερόμενους μοναχούς, όπως και η επιμονή του για την επιστροφή των επισκόπων που έμεναν στης Κωνσταντινούπολη στις επαρχίες τους προκάλεσε οξύτατες αντιδράσεις. Οι θαρραλέες προσπάθειές του, που θα έδιναν ριζικές λύσεις στα σοβαρά προβλήματα της Εκκλησίας, δυστυχώς δεν τελεσφόρησαν, διότι ήρθαν σε αντίθεση με τις γενικότερες τάσεις της εποχής του. Στον διορατικό αυτόν Πατριάρχη οφείλονται οι σχετικές «Νεαραί», που εξεδόθηκαν από τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β´ τον Παλαιολόγο (1282 – 1328 μ.Χ.), όπως φαίνεται από τις αξιολογότατες επιστολές του Πατριάρχη προς τον αυτοκράτορα. Οι θιγόμενοι από αυτά τα αυστηρά μέτρα επίσκοποι και μοναχοί έγιναν προσωπικοί του αντίπαλοι και επιδόθηκαν στην κατασυκοφάντηση του Πατριάρχη, και τον ανάγκασαν να παραιτηθεί δύο φορές. Την πρώτη φορά διαδέχτηκε τον Γρηγόριο, τον Κύπριο (1289 - 1293 μ.Χ.) και τη δεύτερη φορά (1304 - 1311 μ.Χ.) τον Ιωάννη IB'. Κατόπιν αποσύρθηκε του θρόνου και μόνασε σε κάποια Μονή (πιθανότατα στο μοναστήρι του Ξηρολόφου, που ίδρυσε ο ίδιος), όπου απεβίωσε ειρηνικά σε ηλικία 100 χρονών (περί το 1323 μ.Χ.).

Τη βιογραφία του συνέγραψε ο Ιωάννης Καλόθετος, σύγχρονος του Γρηγορίου Παλαμά και η μεταγλώττιση αυτής έγινε από τον Αγάπιο Λάνδο στον «Νέο Παράδεισο».

Το Λείψανο του Αγίου Αθανασίου Α’ μεταφέρθηκε στη Βενετία από την Κωνσταντινούπολη το 1455 μ.Χ., μετά την Άλωση της Πόλεως από τους Τούρκους, από τον Βενετό πλοιοκτήτη Δομήνικο Zottarello, ως λείψανο του Αγίου Αθανασίου του Μεγάλου Αρχιεπισκόπου Αλεξάνδρειας και ως τέτοιο τιμάται μέχρι σήμερα από τους Βενετούς. Το 1705 μ.Χ. η Κάρα του Λειψάνου καταστράφηκε από πυρκαγιά και αντικαταστάθηκε από επιχρυσωμένη κεφαλή. Το 1807 μ.Χ. το Λείψανο μεταφέρθηκε στη Μονή του Αγίου Ζαχαρία, όπου και σήμερα φυλάσσεται.

Άγιος Κυριάκος ο Ιερομάρτυρας

Ο Άγιος αυτός αφού φανέρωσε τον Τίμιο Σταυρό στην Αγία Ελένη, κατόπιν αναδείχτηκε επίσκοπος Ιεροσολύμων.

Όταν το 361 μ.Χ. ο Ιουλιανός ο Παραβάτης εκστράτευσε κατά των Περσών και πέρασε από την Ιερουσαλήμ, έμαθε για τον Κυριάκο και αφού τον κράτησε τον ανάγκαζε να θυσιάσει στα είδωλα. Αλλά ο Κυριάκος, όχι μόνο δεν θυσίασε αλλά και ήλεγξε τον Ιουλιανό. Τότε αυτός του έκοψε το δεξί χέρι. Κατόπιν έχυσε καυτό μολύβι στο στόμα του και τον έβαλε να πλαγιάσει σε χάλκινο πυρακτωμένο κρεβάτι. Έπειτα τον έβαλαν μέσα σ' ένα καζάνι, που ήταν γεμάτο με βραστό λάδι. Εκεί τον κάρφωσαν με ακόντιο και έτσι μαρτυρικά, αλλά ένδοξα παρέδωσε το πνεύμα του.

Άγιοι Τερέντιος και Νεονίλλη οι σύζυγοι και τα παιδιά τους Σάρβηλος, Νίτας, Ιέραξ, Θεόδουλος, Φώτιος, Βήλη και Ευνίκη

Ήταν μια πραγματική «κατ᾿ οἶκον ἐκκλησία» (Α' προς Κορινθίους ιστ' 19.). Οικογένεια αληθινά χριστιανική, με μια ψυχή, με μια καρδιά και το ίδιο φρόνημα.

Όταν άρχισε ο διωγμός κατά των χριστιανών, ειδοποίησαν τους δύο συζύγους ότι κινδυνεύουν να συλληφθούν. Τότε ο Τερέντιος και η Νεονίλλη αναρωτήθηκαν να φύγουν μακριά, προκειμένου να προστατέψουν τα παιδιά τους, ή να μείνουν και να περιμένουν με γενναιότητα οποιοδήποτε μαρτύριο; Οι πέντε γιοι και οι δύο θυγατέρες τους έδωσαν αποφασιστική απάντηση. Γιατί να φύγουν; Ο διωγμός είχε εξαπλωθεί παντού. Έπειτα, η αναχώρησή τους θα ενέσπειρε τον πανικό στους εκεί χριστιανούς. Και το σπουδαιότερο, η Εκκλησία δεν ενισχύεται από φυγάδες, αλλά από μάρτυρες και αθλητές. Έτσι, όλη η οικογένεια αποφάσισε να μείνει σταθερή στην απόφαση της. Και όλοι μαζί, αφού ομολόγησαν το Χριστό, πέθαναν με αποκεφαλισμό.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Νόμω φύσεως, συνδεδεμένοι, κράτος πίστεως, ἐνδεδυμένοι, μαρτυρίου τὴν ὁδὸν διηνύσατε, σὺν Νεονίλλη θεόφρον Τερέντιε, καὶ ἡ τῶν Παίδων ὑμῶν ἑπτὰς ἔνθεος. Καὶ νῦν ἄφεσιν, αἰτήσασθε παμμακάριστοι, τοὶς μέλπουσιν ὑμῶν τὴν θείαν ἄθλησιν.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν.
Ὡς ἀστέρες ἡλίῳ φωτοειδεῖς, Τερεντίῳ οἱ παῖδες οἱ ἱεροί, σαφῶς συνανατέλλουσι, καὶ τὴν κτίσιν αὐγάζουσιν, ἀνδρικῶν ἀγώνων, γενναίοις πυρσεύμασι, πολυθεΐας ὄντως, τὴν νύκτα σκεδάσαντες, οὓς ἐν εὐφροσύνῃ μακαρίσωμεν πίστει, ὡς ὄντας θεράποντας, τοῦ Θεοῦ καὶ βοήσωμεν· Ἀθλοφόροι πανεύφημοι, πρεσβεύσατε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην ὑμῶν.


Όσιος Στέφανος ο Σαββαΐτης

Λόγιος μοναχός ο όσιος Στέφανος στη Λαύρα του αγίου Σάββα, έζησε τον 8ο αιώνα μ.Χ. Η ασκητική του ζωή, συνοδευόταν από μεγάλη αγάπη στη μελέτη και από την αξιόλογη επιδεξιότητα της Ιερής ποίησης. Αγαπούσε τους αγώνες για την ορθόδοξη αλήθεια, και πρόθυμα μετείχε στον πόλεμο κατά των αιρέσεων. Συχνά απέφευγε κάθε λογής ανθρώπινης επικοινωνίας και ζούσε εντελώς μόνος σε διάφορα ερημικά μέρη. Εκεί αγαπούσε να παρατηρεί τη φύση και να μεταρσιώνεται με την προσευχή. Επίσης χάιδευε τα ελάφια, που τον πλησίαζαν συναισθανόμενα και αυτά την αγαθότητα και την παιδική αφέλεια της ψυχής του. Τέλος ο ερημοπολίτης Στέφανος ο Σαββαΐτης, βάσταξε και τα βάρη του επισκόπου, μετά από επίμονες παρακλήσεις. Πέθανε διδάσκοντας και οικοδομώντας το λαό με το χρηστό, άμεμπτο και φιλάνθρωπο παράδειγμα του. (βλέπε και στις 13 Ιουλίου όπου επαναλαμβάνεται η μνήμη του).


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.
Στέφος εἴληφας, τῆς εὐδοκίας, στέφος γεγονός, τῆς Ἐκκλησίας, ἐπωνύμως παναοίδιμε Στέφανε, σὺ γὰρ ἐνθέοις στεφόμενος χάρισι, δι’ εὐσέβειας ποικίλως διέπρεψας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ὀρθοδοξίας ὁδηγέ, εὐσεβείας Διδάσκαλε καὶ σεμνότητος, τῆς Οἰκουμένης ὁ φωστήρ, τῶν Μοναζόντων θεόπνευστον ἐγκαλλώπισμα, Στέφανε σοφέ, ταῖς διδαχαῖς σου πάντας ἐφώτισας, λύρα τοῦ Πνεύματος. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς.
Καταφυτεύσας ἀρετῶν τὸν παράδεισον, καὶ καταρδεύσας ταῖς ῥοαῖς τῶν δακρύων, ὡς τῆς ζωῆς Πανένδοξε τοῦ ξύλου τυχῶν, σῶσον ἰκεσίαις σου, ἐκ φθορᾶς τὴν σὴν ποίμνην, ῥύσαι περιστάσεως τοὺς θερμῶς σε τιμῶντας, σὲ γὰρ προστάτην μέγιστον Σοφέ, πάντες ἐν πίστει καὶ πόθῳ κεκτήμεθα.


Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Αγία Σκέπη της Υπεραγίας Θεοτόκου εν Βλαχερνώ και επέτειος του «ΟΧΙ»

Η Αγία Σκέπη της Υπεραγίας Θεοτόκου εν Βλαχερνώ εορτάζει την 1η Οκτωβρίου όπου και το βιογραφικό σημείωμα. Η Εκκλησία της Ελλάδος όμως, την έχει μεταθέσει στις 28 Οκτωβρίου, όπου η Ελλάδα γιορτάζει το μεγάλο γεγονός της διασώσεως και απελευθερώσεως της από τον Ιταλογερμανικό ζυγό. Την Ακολουθία που ψάλλεται αυτή την ημέρα την έγραψε ο Αγιορείτης Μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης και εγκρίθηκε από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος στις 21 Οκτωβρίου 1952 μ.Χ. όπου και αποφασίστηκε ο συνεορτασμός της εορτής της Αγίας Σκέπης και της Εθνικής επετείου του «ΟΧΙ» (Συνοδικές Εγκύκλιοι, Τόμος Β', Αθήνα 1956, σελ. 649).


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Σκέπης σου Παρθένε, ἀvuμνοῦμεν τάς χαρίτας, ἣν ὡς φωτοφόρον νεφέλην, ἐφαπλοῖς ὑπὲρ ἔννοιαν, καὶ σκέπεις τὸν λαόν σου νοερῶς, ἐκ πάσης τῶν ἐχθρῶν ἐπιβουλῆς. Σὲ γὰρ σκέπην καὶ προστάτιν καὶ βοηθόν, κεκτήμεθα βοῶντές σοι· Δόξα τοῖς μεγαλείοις σου Ἁγνή, δόξα τῇ θείᾳ Σκέπῃ σου, δόξα τῇ πρὸς ἡμᾶς σου, προμηθείᾳ Ἄχραντε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’. Θεοτόκε Ἀειπάρθενε.
Θεοτόκε Ἀειπάρθενε, τὴν ἁγίαν σοῦ Σκέπην, δι' ἧς περισκέπεις, τοὺς εἰς σὲ ἐλπίζοντας, κραταιὰν τῷ Ἔθνει σου καταφυγὴν ἐδωρήσω‧ ὅτι ὡς πάλαι καὶ νῦν θαυμαστῶς ἡμᾶς ἔσωσας, ὡς νοητὴ νεφέλη, τὸν σὸν λαὸν περιβαλοῦσα. Διὸ δυσωποῦμεν σε, εἰρήνην τῇ πολιτείᾳ σου δώρησαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὥσπερ νεφέλη ἀγλαῶς ἐπισκιάζουσα, τῆς Ἐκκλησίας τὰ πληρώματα Πανάχραντε, ἐν τῇ πόλει πάλαι ὤφθης τῇ Βασιλίδι. Ἀλλ' ὡς σκέπη τοῦ λαοῦ σου καὶ ὑπέρμαχος, περισκέπασον ἡμᾶς ἐκ πάσης θλίψεως, τοὺς κραυγάζοντας· Χαῖρε Σκέπη ὁλόφωτε.

Ὁ Οἶκος
Ἄνωθεν ἐφαπλοῦσα, τὴν ἁγίαν σοῦ Σκέπην, Παρθένε Θεοτόκε Μαρία, σκέπεις καὶ σῴζεις τὸν σὸν λαόν, καθ' ὥραν σε Ἁγνὴ ἐπιβοώμενον· νῦν δὲ σου τὰ θαυμάσια, εὐγνωμόνως ὑμνεῖ κραυγάζων·

Χαῖρε τοῦ κόσμου ἡ Σωτηρία
Χαῖρε Ἑλλάδος ἡ προστασία.
Χαῖρε τῶν Ἀγγέλων παράδοξον θέαμα
Χαῖρε τῶν ἀνθρώπων ἀκλόνητον ἔρεισμα.
Χαῖρε Μήτηρ Ἀειπάρθενος τοῦ Παντάνακτος Χριστοῦ
Χαῖρε σκέπη καὶ ἀντίληψις τοῦ λαοῦ σου τοῦ πιστοῦ.
Χαῖρε ὅτι ἐφάνης σκέπουσα τὸ σὸν Ἔθνος
Χαῖρε ὅτι παρέχεις νίκας τῷ στρατοπέδῳ.
Χαῖρε πηγὴ πλουσίας χρηστότητος
Χαῖρε λαμπὰς Θεοῦ ἀγαθότητος.
Χαῖρε δι' ἧς τοὺς ἐχθροὺς ἐκνικῶμεν
Χαῖρε πρὸς ἣν καθ' ἑκάστην βοῶμεν·
Χαῖρε Σκέπη ὁλόφωτε.

Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2019

Η πίστη ως τόλμη

«Και παραχρήμα έστη η ρύσις του αίματος»

Πολλοί ήταν οι άνθρωποι που έτρεχαν κοντά στον Χριστό για να τον δουν, να τον ακούσουν και να δεχθούν κάποια ευεργετική δωρεά Του. Αρκετοί πίστευαν ότι και με ένα άγγιγμα στα ενδύματά Του, θα γίνονταν δέκτες της ευλογίας Του. Και πραγματικά «όσοι αν ήπτοντο αυτού εσώζοντο». Το βλέπουμε και στην αιμορροούσα γυναίκα του σημερινού Ευαγγελίου. Η δυστυχισμένη εκείνη ύπαρξη υπέφερε δώδεκα ολόκληρα χρόνια και η επιστήμη ακόμα ύψωνε τα χέρια. Οι γιατροί δεν μπορούσαν να την θεραπεύσουν. Μόνο μια ελπίδα απέμενε.

Ο παντοδύναμος Ιησούς για τον οποίο τόσα πολλά ακούγονταν, ότι δηλαδή θαυματουργούσε και πρόσφερε ζωή στους ανθρώπους. Έτσι, λοιπόν, όταν ο Κύριος επισκέφθηκε τον τόπο της, αυτή δεν παρέλειψε να αδράξει την ευκαιρία. Αποφάσισε να τον πλησιάσει. Αυτή τολμούσε, αλλά το πλήθος του κόσμου που τον είχε κυκλώσει και συμπορευόταν μαζί Του, δεν της επέτρεπε να πάει πιο κοντά. Φάνταζε αδύνατο να μπορέσει να του μιλήσει. Η πίστη όμως πάντοτε και ιδιαίτερα σε τέτοιες κρίσιμες στιγμές, δίνει διεξόδους ζωής. Καθώς, λοιπόν, ο Χριστός βάδιζε ανάμεσα στο συνωθούμενο πλήθος, εκείνη κατάφερε να πλησιάσει και να αγγίξει στο πίσω μέρος ένα άκρο του ενδύματός Του.

Τη στιγμή αυτή ένιωσε σαν να την άγγιξε ηλεκτροφόρο καλώδιο. Αισθάνθηκε κάτι παράξενο και κατάλαβε ότι έλαβε το ποθούμενο. Ότι θεραπεύθηκε. Ίσχυσε και στην περίπτωσή της το αποστολικό λόγιο «εγγίσατε τω Θεώ και εγγιεί υμίν». Αγγίζουμε τον Θεόν όταν έχουμε πίστη. Όταν εναρμονίζουμε τη ζωή μας με το θέλημά του. Όταν εκφράζουμε εμπιστοσύνη για τις δωρεές Του.

Το σωτήριο άγγιγμα

Όπως μας πληροφορεί ο ευαγγελιστής Λουκάς, καθώς πορευόταν ο Χριστός και τον «συνέθλιβε» πλήθος κόσμου, όλοι έμειναν σαστισμένοι όταν ρώτησε: «Ποιος με άγγιξε;». Το ερώτημά του τη μεγάλη αυτή στιγμή του συνωστισμού φάνηκε να ήταν μάλλον ακατανόητο. Και όμως ο Κύριος επέμενε: «Κάποιος με άγγιξε». Τότε η πιστή γυναίκα, έντρομη, πλησίασε, ομολόγησε την ενέργειά της και δημοσιοποίησε το θαυμαστό αποτέλεσμα που είχε.

Όμως κάτι που θα πρέπει να προσέξουμε, αγαπητοί αδελφοί, είναι ότι το άγγιγμά της στο ρούχο του Ιησού δεν ήταν μόνο εξωτερικό, αλλά ήταν κυρίως εσωτερικό. Τι σημαίνει αυτό; Ήταν άγγιγμα με πίστη. Γι’ αυτό, άλλωστε, υπήρξε και το θαυμαστό αποτέλεσμα. Η αιμορροούσα γυναίκα γίνεται αιώνιο παράδειγμα για κάθε άνθρωπο που καταλαμβάνεται από τον ευλογημένο πόθο να «αγγίξει» το πρόσωπο του Χριστού, η παρουσία του οποίου αποκαλύπτεται αυθεντικά στο Σώμα του, την Εκκλησία. Η μετοχή στη μυστηριακή ζωή της, μεταβάλλεται σ’ ένα σωτήριο «άγγιγμα» που αποκαθιστά την προσωπικότητα του ανθρώπου και τον αφήνει να γεύεται το χώρο της θείας θαυματουργίας στη ζωή του. Αρκεί ο άνθρωπος να μην μένει εγκλωβισμένος στον εαυτό του. Να μην εμπιστεύεται τις εγωτικές του δυνάμεις, αλλά να εγκολπώνεται την αγάπη και την χάρη του Χριστού. Είναι χαρακτηριστική η αναφορά του αποστόλου Παύλου, ο οποίος λέει ότι ο σκοπός του πνευματικού μας αγώνα στην Εκκλησία είναι «ίνα μη ώμεν πεποιθότες εφ’ εαυτοίς, αλλ’ επί τω Θεώ τω εγείροντι τους νεκρούς».

Αγαπητοί αδελφοί, η ευαγγελική αλήθεια υπαγορεύει στη ζωή μας να προσεγγίσουμε κι εμείς το Σωτήρα Χριστό για να δεχθούμε τη σωτήρια αλήθεια του. Ας μη λησμονούμε ότι και εμείς σήμερα, όπως η αιμορροούσα γυναίκα τότε, υποφέρουμε από διάφορες «ασθένειες» που δεν μας επιτρέπουν να ζούμε στην χάρη και την αγάπη του Θεού. Γι’ αυτό, ας τολμήσουμε όπως η γυναίκα τότε να πλησιάσουμε τον Κύριο για να καταστούμε και εμείς δέκτες της θεραπευτικής ενέργειάς Του, η οποία είναι η μόνη που μπορεί να μας απαλλάξει από τα σημερινά τραγικά αδιέξοδα που τόσο οδυνηρά βιώνουμε. Η ευαγγελική περικοπή σήμερα αναφέρεται και στο θαύμα της ανάστασης της θυγατέρας του Ιαείρου. Ο λόγος του Χριστού που απηύθυνε στον Ιάειρο «μη φοβού, μόνον πίστευε και σωθήσεται», ας γίνει ο πιο ισχυρός δείκτης και στη δική μας ζωή. Αμήν!

Χριστάκης Ευσταθίου, Θεολόγος