Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2018
Ὁ ἅγιος ἀπόστολος Ἀνδρέας
Διονύσιος Ψαριανός (Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+))
Σήμερα ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει καὶ τιμᾶ τὴν ἱερὴ μνήμη τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Ἀνδρέα τοῦ πρωτοκλήτου. Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ἦταν ἀπὸ τὴ Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας, μιὰ μικρὴ πόλη στὶς ὄχθες τῆς λίμνης Γεννησαρέτ. Ἦταν γιὸς τοῦ Ἰωνᾶ καὶ ἀδελφός τοῦ Σίμωνα, ποὺ ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ μετωνομάσθηκε Πέτρος. Ὑπῆρξε πρῶτα μαθητὴς τοῦ βαπτιστῆ Ἰωάννη καὶ ὀνομάζεται πρωτόκλητος, ἐπειδὴ εἶναι ὁ πρῶτος, ποὺ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς κάλεσε στὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα. Ἦταν βέβαια ψαρᾶς μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του καὶ τὸν ἀδελφό του. Ἄκουσε τὸ βαπτιστὴ Ἰωάννη, ποὺ εἶπε κι ἔδειχνε τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ· «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ». Ὁ Ἀνδρέας κι ἕνας ἄλλος μαθητὴς πῆραν ἀπὸ κοντὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ἐκεῖνος στράφηκε καὶ τοὺς ρώτησε· «Τί ζητεῖτε;». Καὶ τότε ὁ Ἀνδρέας τοῦ εἶπε· «Διδάσκαλε, ποῦ μένεις;».
Φαίνεται πὼς ὁ ἄλλος μαθητὴς τοῦ βαπτιστῆ μαζὶ μὲ τὸν Ἀνδρέα ἦταν ὁ ὕστερα ἀπόστολος καὶ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ποὺ τὸ συνηθίζει σὲ τέτοιες περιπτώσεις νὰ μὴ λέγη τὸ ὄνομά του. Στὴν ἐρώτηση λοιπὸν τοῦ Ἀνδρέα ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἀπάντησε· «Ἔρχεσθε καὶ ἴδετε», ἐλᾶτε νὰ δῆτε. Καὶ συνεχίζει τὴ διήγηση ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης μὲ τὰ ἑξῆς ἀξιομνημόνευτα λόγια· «Ἦλθον σὺν καὶ εἶδον ποῦ μένει, καὶ παρ’ αὐτῷ ἔμειναν τὴν ἡμέραν ἐκείνην· ὥρα ἦν ὡς δεκάτη»· ἦλθαν λοιπὸν καὶ εἶδαν ποὺ μένει καὶ ἔμειναν κοντὰ του ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ὡς τὶς τέσσερις τὸ ἀπόγευμα. Μποροῦμε νὰ φαντασθοῦμε τί θὰ ἤκουσαν ἀπὸ τὸν θεῖο Διδάσκαλο οἱ δυὸ μαθητὲς τοῦ Ἰωάννη μία ἥμερα ὁλόκληρη, ποὺ ἔμειναν μαζί του, καὶ ποιὲς θὰ ἦσαν οἱ ἐντυπώσεις των.
Ἀλλὰ τὴν ἐντύπωση ποὺ ἔκαμε καὶ τὴν ἐπίδραση ποὺ εἶχε ἡ ὁλοήμερη ἀναστροφὴ καὶ ὁ λόγος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στοὺς ψαράδες τῆς Γεννησαρέτ, τὴν βλέπομε στὴ συνέχεια τῆς εὐαγγελικῆς διήγησης. Ὁ Ἀνδρέας, λέγει τὸ Εὐαγγέλιο, «εὑρίσκει πρῶτος τὸν ἀδελφὸν τὸν ἴδιον Σίμωνα καὶ λέγει αὐτῷ· εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν!». Πρῶτος ὁ Ἀνδρέας βρίσκει τὸν ἀδελφό του τὸ Σίμωνα καὶ τοῦ λέγει· «Βρήκαμε τὸ Χριστό!». Ἡ ἑβραϊκὴ λέξη Μεσσίας στὰ ἑλληνικὰ θὰ πῆ Χριστός, ὁ ἀπεσταλμένος δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ, τὸν ὁποῖο περίμενε ὁ λαός. Ὅλα ἦσαν ἕτοιμα· ὁ βάπτισης Ἰωάννης ἔδειχνε τὸν Ἰησοῦ καὶ ἔλεγε «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ!». Ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὡμίλησε τώρα στοὺς δύο ψαράδες καὶ τοὺς ἔπεισε πὼς αὐτὸς ἦταν ἐκεῖνος ποὺ περίμεναν. Δὲν ἔμενε λοιπὸν ἀμφιβολία, κι ὁ Ἀνδρέας γεμάτος χαρὰ καὶ ἱερὸ ἐνθουσιασμὸ ἔφερε τὴν ἀγγελία στὸν ἀδελφό του.
Κι ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ τὸ ἱερὸ κείμενο συπληρώνει ὅτι ὁ Ἀνδρέας πῆρε τὸν ἀδελφό του καὶ τὸν παρουσίασε στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ· «ἤγαγεν αὐτὸν πρὸς τὸν Ἰησοῦν». Τότε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς κύτταξε τὸ Σίμωνα στὰ μάτια καὶ τοῦ εἶπε· «Σὺ εἶ Σίμων ὁ υἱὸς Ἰωνᾶ, σὺ κληθήσῃ Κηφᾶς»· ἐσὺ εἶσαι ὁ Σίμωνας ὁ γιὸς τοῦ Ἰωνᾶ, ἐσὺ θὰ ὀνομασθῆς Κηφᾶς. Καὶ ἐξηγεῖ ὁ Εὐαγγελιστὴς ὅτι τὸ Κηφᾶς στὰ ἑλληνικὰ θὰ πῆ Πέτρος. Γιατί ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἄλλαξε τὸ ὄνομα τοῦ Σίμωνα καὶ τὸν εἶπε Κηφά, δηλαδὴ Πέτρο, μᾶς τὸ λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος. Ὓστερ’ ἀπὸ τὴ μεγάλη ὁμολογία τὸ Πέτρου, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα τοῦ εἶπε· «Σὺ εἶ Πέτρος καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν Ἐκκλησίαν...». Ἡ ὁμολογία τοῦ Πέτρου ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ πέτρα τῆς πίστεως καὶ τὸ θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ πρώτη συνάντηση τοῦ Ἀνδρέα μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ δὲν εἶναι καὶ ἡ ὁριστικὴ κλήση του στὸ ἔργο τοῦ Ἀποστόλου. Ὅταν παραδόθηκε ὁ Ἰωάννης ὁ βαπτιστής, τότε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς κάλεσε ὁριστικά τους μαθητές, ποὺ θὰ γίνονταν Ἀπόστολοι καὶ τότε πρῶτον πάλι κάλεσε τὸν Ἀνδρέα μὲ τὸν ἀδελφό του τὸν Πέτρο, ποὺ τοὺς βρῆκε «βάλλοντας ἀμφίβληστρον εἰς τὴν θάλασσαν». Ἄλλες δυὸ φορὲς ὕστερα βλέπομε τὸν ἀπόστολο Ἀνδρέα στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια. Μία φορά, ὅταν μαζὶ μὲ τὸν Φίλιππο ἔφεραν στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ κάποιους Ἕλληνες, ποὺ ζήτησαν νὰ τὸν δοῦν. Καὶ δεύτερη, ὅταν ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὡμιλοῦσε γιὰ τὴν καταστροφὴ τῆς Ἱερουσαλήμ· τότε, μαζὶ μὲ τὸν Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη, ὁ Ἀνδρέας ρώτησε· «Εἰπὲ ταῦτα πότε ἔσται;», πές μας πότε θὰ γίνουν αὐτά;
Μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ δὲν ξέρομε πολλὰ γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ ἀποστόλου Ἀνδρέα. Εἶναι ὅμως βέβαιο ὅτι ἡ ἱεραποστολική του δράση συνδέεται μὲ τὴ δική μας Βυζαντινὴ καὶ Ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία. Εἶναι ὁ ἱδρυτὴς τῆς Ἐκκλησίας στὸ ἀρχαῖο Βυζάντιο, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ πατριαρχικὸς ναὸς σήμερα στὴν Πόλη τιμᾶται στὸ ὄνομά του. Στὴν Ἑλλάδα εἶναι ὁ ἱδρυτὴς τῆς Ἐκκλησίας τῶν Πατρῶν, ὅπου καὶ μαρτύρησε, σταυρωμένος ἀνάποδα. Ὁ ναὸς τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου στὴν Πάτρα εἶναι ἀπὸ τοὺς μεγαλοπρεπέστερους σήμερα ναοὺς στὴν Ἑλλάδα. Τὴν ἁγία του κάρα τὸ 1460 ὁ Θωμᾶς Παλαιολόγος φεύγοντας τὴν κατάκτηση τῶν Τούρκων τὴν πῆρε μαζί του ἀπὸ τὴν Πάτρα στὴ Ρώμη, καὶ πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια ὁ Μητροπολίτης Πατρὼν τὴν ξαναπῆρε στὴν Πάτρα. Μένει πάντα στ’ αὐτιά μας ὁ λόγος τοῦ ἀποστόλου Ἀνδρέα, ἀπὸ τοὺς πιὸ ἀξιομνημόνευτούς του Εὐαγγελίου· «Εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν!». Ἀμὴν
Σήμερα ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει καὶ τιμᾶ τὴν ἱερὴ μνήμη τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Ἀνδρέα τοῦ πρωτοκλήτου. Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ἦταν ἀπὸ τὴ Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας, μιὰ μικρὴ πόλη στὶς ὄχθες τῆς λίμνης Γεννησαρέτ. Ἦταν γιὸς τοῦ Ἰωνᾶ καὶ ἀδελφός τοῦ Σίμωνα, ποὺ ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ μετωνομάσθηκε Πέτρος. Ὑπῆρξε πρῶτα μαθητὴς τοῦ βαπτιστῆ Ἰωάννη καὶ ὀνομάζεται πρωτόκλητος, ἐπειδὴ εἶναι ὁ πρῶτος, ποὺ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς κάλεσε στὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα. Ἦταν βέβαια ψαρᾶς μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του καὶ τὸν ἀδελφό του. Ἄκουσε τὸ βαπτιστὴ Ἰωάννη, ποὺ εἶπε κι ἔδειχνε τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ· «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ». Ὁ Ἀνδρέας κι ἕνας ἄλλος μαθητὴς πῆραν ἀπὸ κοντὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ἐκεῖνος στράφηκε καὶ τοὺς ρώτησε· «Τί ζητεῖτε;». Καὶ τότε ὁ Ἀνδρέας τοῦ εἶπε· «Διδάσκαλε, ποῦ μένεις;».
Φαίνεται πὼς ὁ ἄλλος μαθητὴς τοῦ βαπτιστῆ μαζὶ μὲ τὸν Ἀνδρέα ἦταν ὁ ὕστερα ἀπόστολος καὶ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ποὺ τὸ συνηθίζει σὲ τέτοιες περιπτώσεις νὰ μὴ λέγη τὸ ὄνομά του. Στὴν ἐρώτηση λοιπὸν τοῦ Ἀνδρέα ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἀπάντησε· «Ἔρχεσθε καὶ ἴδετε», ἐλᾶτε νὰ δῆτε. Καὶ συνεχίζει τὴ διήγηση ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης μὲ τὰ ἑξῆς ἀξιομνημόνευτα λόγια· «Ἦλθον σὺν καὶ εἶδον ποῦ μένει, καὶ παρ’ αὐτῷ ἔμειναν τὴν ἡμέραν ἐκείνην· ὥρα ἦν ὡς δεκάτη»· ἦλθαν λοιπὸν καὶ εἶδαν ποὺ μένει καὶ ἔμειναν κοντὰ του ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ὡς τὶς τέσσερις τὸ ἀπόγευμα. Μποροῦμε νὰ φαντασθοῦμε τί θὰ ἤκουσαν ἀπὸ τὸν θεῖο Διδάσκαλο οἱ δυὸ μαθητὲς τοῦ Ἰωάννη μία ἥμερα ὁλόκληρη, ποὺ ἔμειναν μαζί του, καὶ ποιὲς θὰ ἦσαν οἱ ἐντυπώσεις των.
Ἀλλὰ τὴν ἐντύπωση ποὺ ἔκαμε καὶ τὴν ἐπίδραση ποὺ εἶχε ἡ ὁλοήμερη ἀναστροφὴ καὶ ὁ λόγος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στοὺς ψαράδες τῆς Γεννησαρέτ, τὴν βλέπομε στὴ συνέχεια τῆς εὐαγγελικῆς διήγησης. Ὁ Ἀνδρέας, λέγει τὸ Εὐαγγέλιο, «εὑρίσκει πρῶτος τὸν ἀδελφὸν τὸν ἴδιον Σίμωνα καὶ λέγει αὐτῷ· εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν!». Πρῶτος ὁ Ἀνδρέας βρίσκει τὸν ἀδελφό του τὸ Σίμωνα καὶ τοῦ λέγει· «Βρήκαμε τὸ Χριστό!». Ἡ ἑβραϊκὴ λέξη Μεσσίας στὰ ἑλληνικὰ θὰ πῆ Χριστός, ὁ ἀπεσταλμένος δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ, τὸν ὁποῖο περίμενε ὁ λαός. Ὅλα ἦσαν ἕτοιμα· ὁ βάπτισης Ἰωάννης ἔδειχνε τὸν Ἰησοῦ καὶ ἔλεγε «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ!». Ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὡμίλησε τώρα στοὺς δύο ψαράδες καὶ τοὺς ἔπεισε πὼς αὐτὸς ἦταν ἐκεῖνος ποὺ περίμεναν. Δὲν ἔμενε λοιπὸν ἀμφιβολία, κι ὁ Ἀνδρέας γεμάτος χαρὰ καὶ ἱερὸ ἐνθουσιασμὸ ἔφερε τὴν ἀγγελία στὸν ἀδελφό του.
Κι ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ τὸ ἱερὸ κείμενο συπληρώνει ὅτι ὁ Ἀνδρέας πῆρε τὸν ἀδελφό του καὶ τὸν παρουσίασε στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ· «ἤγαγεν αὐτὸν πρὸς τὸν Ἰησοῦν». Τότε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς κύτταξε τὸ Σίμωνα στὰ μάτια καὶ τοῦ εἶπε· «Σὺ εἶ Σίμων ὁ υἱὸς Ἰωνᾶ, σὺ κληθήσῃ Κηφᾶς»· ἐσὺ εἶσαι ὁ Σίμωνας ὁ γιὸς τοῦ Ἰωνᾶ, ἐσὺ θὰ ὀνομασθῆς Κηφᾶς. Καὶ ἐξηγεῖ ὁ Εὐαγγελιστὴς ὅτι τὸ Κηφᾶς στὰ ἑλληνικὰ θὰ πῆ Πέτρος. Γιατί ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἄλλαξε τὸ ὄνομα τοῦ Σίμωνα καὶ τὸν εἶπε Κηφά, δηλαδὴ Πέτρο, μᾶς τὸ λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος. Ὓστερ’ ἀπὸ τὴ μεγάλη ὁμολογία τὸ Πέτρου, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα τοῦ εἶπε· «Σὺ εἶ Πέτρος καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν Ἐκκλησίαν...». Ἡ ὁμολογία τοῦ Πέτρου ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ πέτρα τῆς πίστεως καὶ τὸ θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ πρώτη συνάντηση τοῦ Ἀνδρέα μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ δὲν εἶναι καὶ ἡ ὁριστικὴ κλήση του στὸ ἔργο τοῦ Ἀποστόλου. Ὅταν παραδόθηκε ὁ Ἰωάννης ὁ βαπτιστής, τότε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς κάλεσε ὁριστικά τους μαθητές, ποὺ θὰ γίνονταν Ἀπόστολοι καὶ τότε πρῶτον πάλι κάλεσε τὸν Ἀνδρέα μὲ τὸν ἀδελφό του τὸν Πέτρο, ποὺ τοὺς βρῆκε «βάλλοντας ἀμφίβληστρον εἰς τὴν θάλασσαν». Ἄλλες δυὸ φορὲς ὕστερα βλέπομε τὸν ἀπόστολο Ἀνδρέα στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια. Μία φορά, ὅταν μαζὶ μὲ τὸν Φίλιππο ἔφεραν στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ κάποιους Ἕλληνες, ποὺ ζήτησαν νὰ τὸν δοῦν. Καὶ δεύτερη, ὅταν ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὡμιλοῦσε γιὰ τὴν καταστροφὴ τῆς Ἱερουσαλήμ· τότε, μαζὶ μὲ τὸν Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη, ὁ Ἀνδρέας ρώτησε· «Εἰπὲ ταῦτα πότε ἔσται;», πές μας πότε θὰ γίνουν αὐτά;
Μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ δὲν ξέρομε πολλὰ γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ ἀποστόλου Ἀνδρέα. Εἶναι ὅμως βέβαιο ὅτι ἡ ἱεραποστολική του δράση συνδέεται μὲ τὴ δική μας Βυζαντινὴ καὶ Ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία. Εἶναι ὁ ἱδρυτὴς τῆς Ἐκκλησίας στὸ ἀρχαῖο Βυζάντιο, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ πατριαρχικὸς ναὸς σήμερα στὴν Πόλη τιμᾶται στὸ ὄνομά του. Στὴν Ἑλλάδα εἶναι ὁ ἱδρυτὴς τῆς Ἐκκλησίας τῶν Πατρῶν, ὅπου καὶ μαρτύρησε, σταυρωμένος ἀνάποδα. Ὁ ναὸς τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου στὴν Πάτρα εἶναι ἀπὸ τοὺς μεγαλοπρεπέστερους σήμερα ναοὺς στὴν Ἑλλάδα. Τὴν ἁγία του κάρα τὸ 1460 ὁ Θωμᾶς Παλαιολόγος φεύγοντας τὴν κατάκτηση τῶν Τούρκων τὴν πῆρε μαζί του ἀπὸ τὴν Πάτρα στὴ Ρώμη, καὶ πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια ὁ Μητροπολίτης Πατρὼν τὴν ξαναπῆρε στὴν Πάτρα. Μένει πάντα στ’ αὐτιά μας ὁ λόγος τοῦ ἀποστόλου Ἀνδρέα, ἀπὸ τοὺς πιὸ ἀξιομνημόνευτούς του Εὐαγγελίου· «Εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν!». Ἀμὴν
Άγιος Φρουμέντιος αρχιεπίσκοπος Αβησσυνίας
Στα χρόνια του μεγάλου Κωνσταντίνου (330 μ.Χ.), κάποιος φιλόσοφος από την Τύρο, που ονομαζόταν Φρουμέντιος, πήγε στην Αβησσυνία (Αιθιοπία) για να συλλέξει ιστορικά στοιχεία γι' αυτή τη χώρα. Έγινε γνωστός στη βασιλική αυλή για τη λογιότητά του και διορίστηκε σε ανώτερη διοικητική θέση.
Τη θέση και την επιρροή του, χρησιμοποίησε για την έναρξη διάδοσης του χριστιανισμού. Κατόπιν επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια, όπου ανακοίνωσε στον τότε αρχιεπίσκοπο Μέγα Αθανάσιο, ότι μια πιο συστηματική χριστιανική εργασία σ' αυτή τη χώρα θα είχε αποτελέσματα καρποφόρα. Ο Μέγας Αθανάσιος συμφώνησε και του ανέθεσε την Ιεραποστολή εκείνη, αφού τον χειροτόνησε επίσκοπο (το έτος 341 μ.Χ.) με τον τίτλο «Ἀξώμης». Και η Ιεραποστολή εκείνη, με βοηθό του Φρουμεντίου τον Αιδέσιο, έφερε πράγματι αρκετή καρποφορία.
Τη θέση και την επιρροή του, χρησιμοποίησε για την έναρξη διάδοσης του χριστιανισμού. Κατόπιν επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια, όπου ανακοίνωσε στον τότε αρχιεπίσκοπο Μέγα Αθανάσιο, ότι μια πιο συστηματική χριστιανική εργασία σ' αυτή τη χώρα θα είχε αποτελέσματα καρποφόρα. Ο Μέγας Αθανάσιος συμφώνησε και του ανέθεσε την Ιεραποστολή εκείνη, αφού τον χειροτόνησε επίσκοπο (το έτος 341 μ.Χ.) με τον τίτλο «Ἀξώμης». Και η Ιεραποστολή εκείνη, με βοηθό του Φρουμεντίου τον Αιδέσιο, έφερε πράγματι αρκετή καρποφορία.
Άγιος Αλέξανδρος Επίσκοπος Μηθύμνης
Ο Άγιος Αλέξανδρος, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν επίσκοπος Μηθύμνης, ο πρώτος ίσως επίσκοπος αυτής της Μητροπόλεως, και μάλιστα έλαβε μέρος στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο το έτος 325 μ.Χ. Επίσης, λέγεται, ότι ίδρυσε μοναστήρι στην περιφέρεια της Κοινότητος Λαφιώνας, όπου πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Σε αρκετή, από το χωριό αυτό απόσταση και κοντά σε ερείπια, που υποτίθεται ότι ήταν το μοναστήρι του αγίου, βρίσκεται μεγάλη πέτρινη σαρκοφάγος, στην οποία πιστεύεται ότι ετάφη ο άγιος. Στην σαρκοφάγο υπάρχει η επιγραφή:
+ Ο ΤΗΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΚΗΡΥΞ
ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΡΘΕΝΙΑΣ ΦΥ
A ΛΑΞ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΦΙΛΟΣ Ω
ΕΝΘΑΔΕ ΚΑΤΑΚΕΙΤΑΙ
ΥΠΕΡ ΗΜΩΝ ΕΥΧΟΜΕΝΟΣ
Για την ορθή ανάγνωση της επιγραφής υπάρχουν πολλές αντιρρήσεις.
Σύμφωνα με την παράδοση και οι Τούρκοι κάτοικοι της Λαφιώνας, επί τουρκοκρατίας, θεωρούσαν τη σαρκοφάγο τάφο του «Ισκεντέρ Μπαμπά», δηλαδή τάφο του πατρός Αλεξάνδρου.
Για το έργο του Αγίου Αλεξάνδρου δεν έχουμε άλλες πληροφορίες, εκτός από αυτές που μας δίνει η ακολουθία που ψάλλετε την ήμερα της εορτής του Αγίου, στις 30 Νοεμβρίου. Εκεί εγκωμιάζεται ο Άγιος Αλέξανδρος «φωστὴρ ἀκοίμητος, ποιμὴν ὁ πραότατος, ἐν εὐσεβείᾳ συγκρατήσας τὸ ποίμνιον, ὁδηγήσας τε καὶ ποιμάνας ἐν χάριτι, λύκους ὡς τροπωσάμενος δεινῶς αἱρετίζοντας» και στη συνέχεια ως «πολύφωτος ἀστὴρ μοναζόντων» και σε άλλο σημείο ότι «ἰατρεῖον παθῶν ἀναδέδεικται ἡ σορὸς τῶν ἁγίων λειψάνων αὐτοῦ».
Αν και δεν έχομε βιογραφικές και άλλες ιστορικές πληροφορίες, έχουμε την παράδοση της Εκκλησίας, την μαρτυρία της λάρνακας, που οπωσδήποτε μαρτυρεί ότι ετάφη σ' αυτήν «ο της Τριάδος κήρυξ», δηλαδή κάποιος, επίσκοπος ασφαλώς, που κήρυξε τον Χριστό. Επίσης τα σωζόμενα στην επαρχία Μηθύμνης εξωκκλήσια επ' ονόματι του Αγίου Αλεξάνδρου, η ακολουθία που έγινε και ψάλλετε την ημέρα της γιορτής του, στις 30 Νοεμβρίου, όλα αυτά μαρτυρούν ότι έζησε και έδρασε και επιβλήθηκε στη συνείδηση τού κόσμου ο Άγιος, Αλέξανδρος.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τριάδα ἐκήρυξας τὴν παναγίαν σοφέ, φυλάξας ἁγνότητα καὶ παρθενίαν καλῶς, Πατέρων ἐκλόγιον ὅθεν καὶ τοῦ Κυρίου φίλος γνήσιος ὤφθης ὦ καὶ θερμῶς πρεσβεύεις, ποιμενάρχα Μηθύμνης, Ἀλέξανδρε θεοφόρε, Λεσβίων τὸ καύχημα.
Σε αρκετή, από το χωριό αυτό απόσταση και κοντά σε ερείπια, που υποτίθεται ότι ήταν το μοναστήρι του αγίου, βρίσκεται μεγάλη πέτρινη σαρκοφάγος, στην οποία πιστεύεται ότι ετάφη ο άγιος. Στην σαρκοφάγο υπάρχει η επιγραφή:
+ Ο ΤΗΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΚΗΡΥΞ
ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΡΘΕΝΙΑΣ ΦΥ
A ΛΑΞ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΦΙΛΟΣ Ω
ΕΝΘΑΔΕ ΚΑΤΑΚΕΙΤΑΙ
ΥΠΕΡ ΗΜΩΝ ΕΥΧΟΜΕΝΟΣ
Για την ορθή ανάγνωση της επιγραφής υπάρχουν πολλές αντιρρήσεις.
Σύμφωνα με την παράδοση και οι Τούρκοι κάτοικοι της Λαφιώνας, επί τουρκοκρατίας, θεωρούσαν τη σαρκοφάγο τάφο του «Ισκεντέρ Μπαμπά», δηλαδή τάφο του πατρός Αλεξάνδρου.
Για το έργο του Αγίου Αλεξάνδρου δεν έχουμε άλλες πληροφορίες, εκτός από αυτές που μας δίνει η ακολουθία που ψάλλετε την ήμερα της εορτής του Αγίου, στις 30 Νοεμβρίου. Εκεί εγκωμιάζεται ο Άγιος Αλέξανδρος «φωστὴρ ἀκοίμητος, ποιμὴν ὁ πραότατος, ἐν εὐσεβείᾳ συγκρατήσας τὸ ποίμνιον, ὁδηγήσας τε καὶ ποιμάνας ἐν χάριτι, λύκους ὡς τροπωσάμενος δεινῶς αἱρετίζοντας» και στη συνέχεια ως «πολύφωτος ἀστὴρ μοναζόντων» και σε άλλο σημείο ότι «ἰατρεῖον παθῶν ἀναδέδεικται ἡ σορὸς τῶν ἁγίων λειψάνων αὐτοῦ».
Αν και δεν έχομε βιογραφικές και άλλες ιστορικές πληροφορίες, έχουμε την παράδοση της Εκκλησίας, την μαρτυρία της λάρνακας, που οπωσδήποτε μαρτυρεί ότι ετάφη σ' αυτήν «ο της Τριάδος κήρυξ», δηλαδή κάποιος, επίσκοπος ασφαλώς, που κήρυξε τον Χριστό. Επίσης τα σωζόμενα στην επαρχία Μηθύμνης εξωκκλήσια επ' ονόματι του Αγίου Αλεξάνδρου, η ακολουθία που έγινε και ψάλλετε την ημέρα της γιορτής του, στις 30 Νοεμβρίου, όλα αυτά μαρτυρούν ότι έζησε και έδρασε και επιβλήθηκε στη συνείδηση τού κόσμου ο Άγιος, Αλέξανδρος.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τριάδα ἐκήρυξας τὴν παναγίαν σοφέ, φυλάξας ἁγνότητα καὶ παρθενίαν καλῶς, Πατέρων ἐκλόγιον ὅθεν καὶ τοῦ Κυρίου φίλος γνήσιος ὤφθης ὦ καὶ θερμῶς πρεσβεύεις, ποιμενάρχα Μηθύμνης, Ἀλέξανδρε θεοφόρε, Λεσβίων τὸ καύχημα.
Άγιος Ανδρέας ο Απόστολος, ο Πρωτόκλητος
Ο Ανδρέας, ψαράς στο επάγγελμα και αδελφός του Αποστόλου Πέτρου, ήταν από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας και τον πατέρα του τον έλεγαν Ιωνά. Επειδή κλήθηκε από τον Κύριο πρώτος στην ομάδα των μαθητών, ονομάστηκε πρωτόκλητος.
Ο Ανδρέας (μαζί με τον Ιωάννη τον ευαγγελιστή) υπήρξαν στην αρχή μαθητές του Ιωάννου του Προδρόμου. Κάποια μέρα μάλιστα, που βρισκόντουσαν στις όχθες του Ιορδάνη κι ο Πρόδρομος τους έδειξε τον Ιησού και τους είπε «ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», οι δύο απλοϊκοί εκείνοι ψαράδες συγκινήθηκαν τόσο πολύ, που χωρίς κανένα δισταγμό κι επιφύλαξη αφήκαν αμέσως τον δάσκαλο τους κι ακολούθησαν τον Ιησού.
Η ιστορία της ζωής του Ανδρέα μέχρι την Σταύρωση, την Ανάσταση και την Ανάληψη, υπήρξε σχεδόν ίδια με εκείνη των άλλων μαθητών. Μετά το σχηματισμό της πρώτης Εκκλησίας, ο Ανδρέας κήρυξε στη Βιθυνία, Εύξεινο Πόντο (μάλιστα ο Απόστολος, είναι ο ιδρυτής της Εκκλησίας του Βυζαντίου αφού εκεί εγκατέστησε πρώτο επίσκοπο, τον απόστολο Στάχυ κι αυτού διάδοχος είναι ο Οικουμενικός Πατριάρχης), Θράκη, Μακεδονία και Ήπειρο. Τελικά, κατέληξε στην Αχαΐα.
Στην Αχαΐα, η διδασκαλία του καρποφόρησε και με τις προσευχές του θεράπευσε θαυματουργικά πολλούς ασθενείς. Έτσι, η χριστιανική αλήθεια είχε μεγάλες κατακτήσεις στο λαό της Πάτρας. Ακόμα και η Μαξιμίλλα, σύζυγος του ανθύπατου Αχαΐας Αιγεάτου, αφού τη θεράπευσε ο Απόστολος από τη βαρειά αρρώστια που είχε, πίστεψε στο Χριστό. Το γεγονός αυτό εκνεύρισε τον ανθύπατο και με την παρότρυνση ειδωλολατρών ιερέων συνέλαβε τον Ανδρέα και τον σταύρωσε σε σχήμα Χ. Έτσι, ο Απόστολος Ανδρέας παρέστησε τον εαυτό του στο Θεό «δόκιμον ἐργάτην» (Β΄ προς Τιμόθεον, 2: 15). Δηλαδή δοκιμασμένο και τέλειο εργάτη του Ευαγγελίου.
Οι χριστιανοί της Αχαΐας θρήνησαν βαθιά τον θάνατο του. Ο πόνος τους έγινε ακόμη πιο μεγάλος, όταν ο ανθύπατος Αιγεάτης αρνήθηκε να τους παραδώσει το άγιο λείψανο του, για να το θάψουν. Ο Θεός όμως οικονόμησε τα πράγματα. Την ίδια μέρα, που πέθανε ο άγιος, ο Αιγεάτης τρελάθηκε κι αυτοκτόνησε. Οι χριστιανοί τότε με τον επίσκοπο τους τον Στρατοκλή, πρώτο επίσκοπο των Πατρών, παρέλαβαν το σεπτό λείψανο και το 'θαψαν με μεγάλες τιμές.
Αργότερα, όταν στον θρόνο του Βυζαντίου ανέβηκε ο Κωνστάντιος, που ήταν γιος του Μεγάλου Κωνσταντίνου, μέρος του ιερού λειψάνου μεταφέρθηκε από την πόλη των Πατρών στην Κωνσταντινούπολη και κατατέθηκε στον ναό των αγίων Αποστόλων «ένδον της Αγίας Τραπέζης». Η αγία Κάρα του Πρωτοκλήτου φαίνεται πως απέμεινε στην Πάτρα.
Όταν όμως οι Τούρκοι επρόκειτο να καταλάβουν την πόλη το 1460 μ.Χ., τότε ο Θωμάς Παλαιολόγος, αδελφός του τελευταίου αυτοκράτορας Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου και τελευταίος Δεσπότης του Μοριά, πήρε το πολύτιμο κειμήλιο και το μετέφερε στην Ιταλία. Εκεί, αφού το παρέλαβε ο Πάπας Πίος ο Β, το πολύτιμο κειμήλιο εναποτέθηκε στον ναό του αγίου Πέτρου της Ρώμης.
Τον Νοέμβριο του 1847 μ.Χ. ένας Ρώσος Πρίγκηπας, ο Ανδρέας Μουράβιεφ δώρησε στην πόλη της Πάτρας ένα τεμάχιο δακτύλου του χεριού του Αγίου. Ο Μουράβιεφ είχε λάβει το παραπάνω ιερό Λείψανο από τον Καλλίνικο, πρώην Επίσκοπο Μοσχονησίων, ο οποίος μόναζε τότε στο Άγιο Όρος.
Στην πόλη της Πάτρας, επανακομίσθηκαν και φυλάσσονται από την 26η Σεπτεμβρίου 1964 μ.Χ. η τιμία Κάρα του Αγίου και από την 19ην Ιανουαρίου 1980 μ.Χ. λείψανα του Σταυρού, του μαρτυρίου του. Η αγία Κάρα του Πρωτοκλήτου ύστερα από ενέργειες της Αρχιεπισκοπής Κύπρου μεταφέρθηκε και στην Κύπρο το 1967 μ.Χ. για μερικές μέρες κι εξετέθηκε σε ευλαβικό προσκύνημα.
Όπως αναφέρει μια Κυπριακή παράδοση, σε μια περιοδεία του, ο Απόστολος Ανδρέας, πήγε και στην Κύπρο. Το καράβι, που τον μετέφερε στην Αντιόχεια από την Ιόππη, λίγο πριν προσπεράσουν το γνωστό ακρωτήρι του αποστόλου Ανδρέα και τα νησιά, που είναι γνωστά με το όνομα Κλείδες, αναγκάστηκε να σταματήσει εκεί σ' ένα μικρό λιμανάκι, γιατί κόπασε ο άνεμος. Τις μέρες αυτές της νηνεμίας τους έλειψε και το νερό. Ένα πρωί, που ο πλοίαρχος βγήκε στο νησί κι έψαχνε να βρει νερό, πήρε μαζί του και τον απόστολο. Δυστυχώς πουθενά νερό. Κάποια στιγμή, που έφτασαν στη μέση των δύο εκκλησιών, που υπάρχουν σήμερα, της παλαιάς και της καινούργιας, που 'ναι κτισμένη λίγο ψηλότερα, ο άγιος γονάτισε μπροστά σ' ένα κατάξερο βράχο και προσευχήθηκε να στείλει ο Θεός νερό. Ποθούσε το θαύμα, για να πιστέψουν όσοι ήταν εκεί στον Χριστό. Ύστερα σηκώθηκε, σφράγισε με το σημείο του Σταυρού τον βράχο και το θαύμα έγινε. Από τη ρίζα του βράχου βγήκε αμέσως μπόλικο νερό, που τρέχει μέχρι σήμερα μέσα σ' ένα λάκκο της παλαιάς εκκλησίας κι απ' εκεί προχωρεί και βγαίνει από μια βρύση κοντά στη θάλασσα. Είναι το γνωστό αγίασμα. Το ευλογημένο νερό, που τόσους ξεδίψασε, μα και τόσους άλλους, μυριάδες ολόκληρες, που το πήραν με πίστη δρόσισε και παρηγόρησε. Και πρώτα-πρώτα το τυφλό παιδί του καπετάνιου.
Ήταν κι αυτό ένα από τα πρόσωπα του καραβιού που μετέφερε ο πατέρας. Γεννήθηκε τυφλό και μεγάλωσε μέσα σε ένα συνεχές σκοτάδι. Ποτέ του δεν είδε το φως. Δένδρα, φυτά, ζώα αγωνιζόταν να τα γνωρίσει με το ψαχούλεμα. Εκείνη την ήμερα, όταν οι ναύτες γύρισαν με τα ασκιά γεμάτα νερό κι εξήγησαν τον τρόπο που το βρήκαν στο νησί, ένα φως γλυκιάς ελπίδας άναψε στην καρδιά του δύστυχου παιδιού. Μήπως το νερό αυτό, σκέφτηκε, που βγήκε από τον ξηρό βράχο ύστερα απ' την προσευχή του παράξενου εκείνου συνεπιβάτη τους, θα μπορούσε να χαρίσει και σ' αυτόν το φως του που ποθούσε; Αφού με θαυμαστό τρόπο βγήκε, θαύματα θα μπορούσε και να προσφέρει. Με τούτη την πίστη και τη βαθιά ελπίδα ζήτησε και το παιδί λίγο νερό. Διψούσε. Καιγόταν απ' τη δίψα. Ο απόστολος, που ήταν εκεί, έσπευσε κι έδωσε στο παιδί ένα δοχείο γεμάτο από το δροσερό νερό. Όμως το παιδί προτίμησε, αντί να δροσίσει με το νερό τα χείλη του, να πλύνει πρώτα το πρόσωπο του. Και ω του θαύματος! Μόλις το δροσερό νερό άγγιξε τους βολβούς των ματιών του παιδιού, το παιδί άρχισε να βλέπει!
Κι ο απόστολος, που τον κοίταζαν όλοι με θαυμασμό, άρχισε να τους μιλά και να τους διδάσκει τη νέα θρησκεία. Το τέλος της ομιλίας πολύ καρποφόρο. Όσοι τον άκουσαν πίστεψαν και βαφτίστηκαν. Την αρχή έκανε ο καπετάνιος με το παιδί του, που πήρε και το όνομα Ανδρέας. Κι ύστερα όλοι οι άλλοι επιβάτες και μερικοί ψαράδες που ήσαν εκεί. Πίστεψαν όλοι στον Χριστό που τους κήρυξε ο απόστολος μας και βαφτίστηκαν. Φυσικά το θαύμα της θεραπείας του τυφλού παιδιού, ακολούθησαν κι άλλα, κι άλλα. Στο μεταξύ ο άνεμος άρχισε να φυσά και το καράβι ετοιμάστηκε για να συνεχίσει το ταξίδι του. Ο απόστολος, αφού κάλεσε κοντά του όλους εκείνους που πίστεψαν στον Χριστό και βαφτίστηκαν, τους έδωκε τις τελευταίες συμβουλές του και τους αποχαιρέτησε.
Αργότερα, μετά από χρόνια, κτίστηκε στον τόπο αυτόν που περπάτησε και άγιασε με την προσευχή, τα θαύματα και τον ιδρώτα του ο Πρωτόκλητος μαθητής, το μεγάλο μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα, που με τον καιρό είχε γίνει παγκύπριο προσκύνημα. Κάθε χρόνο χιλιάδες προσκυνητές απ' όλα τα μέρη της Κύπρου, ορθόδοξοι και ετερόδοξοι κι αλλόθρησκοι ακόμη, συνέρεαν στο μοναστήρι, για να προσκυνήσουν τη θαυματουργό εικόνα του αποστόλου, να βαφτίσουν εκεί τα νεογέννητα παιδιά τους και να προσφέρουν τα δώρα τους, για να εκφράσουν τα ευχαριστώ και την ευγνωμοσύνη τους στον θείο απόστολο. Κολυμβήθρα Σιλωάμ ήταν η εκκλησία του για τους πονεμένους. Πλείστα όσα θαύματα γινόντουσαν εκεί σε όσους μετέβαιναν με πίστη αληθινή και συντριβή ψυχής.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Ὡς τῶν Ἀποστόλων Πρωτόκλητος, καὶ τοῦ Κορυφαίου αὐτάδελφος, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων Ἀνδρέα ἱκέτευε, εἰρήνην τῇ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Τὸν τῆς ἀνδρείας ἐπώνυμον θεηγόρον, καὶ μαθητῶν τὸν πρωτόκλητον τοῦ Σωτῆρος, Πέτρου τὸν σύγγονον εὐφημήσωμεν· ὅτι ὡς πάλαι τούτῳ, καὶ νῦν ἡμῖν ἐκέκραγεν· Εὑρήκαμεν δεῦτε τὸν ποθούμενον.
Μεγαλυνάριον
Πρώτος προσπελάσας τω Ιησού, Πρωτόκλητος ώφθης, και ακρότης των Μαθητών, Ανδρέα θεόπτα, εντεύθεν διανύεις, παθών τας αναβάσεις της αναστάσεως.
Ο Ανδρέας (μαζί με τον Ιωάννη τον ευαγγελιστή) υπήρξαν στην αρχή μαθητές του Ιωάννου του Προδρόμου. Κάποια μέρα μάλιστα, που βρισκόντουσαν στις όχθες του Ιορδάνη κι ο Πρόδρομος τους έδειξε τον Ιησού και τους είπε «ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», οι δύο απλοϊκοί εκείνοι ψαράδες συγκινήθηκαν τόσο πολύ, που χωρίς κανένα δισταγμό κι επιφύλαξη αφήκαν αμέσως τον δάσκαλο τους κι ακολούθησαν τον Ιησού.
Η ιστορία της ζωής του Ανδρέα μέχρι την Σταύρωση, την Ανάσταση και την Ανάληψη, υπήρξε σχεδόν ίδια με εκείνη των άλλων μαθητών. Μετά το σχηματισμό της πρώτης Εκκλησίας, ο Ανδρέας κήρυξε στη Βιθυνία, Εύξεινο Πόντο (μάλιστα ο Απόστολος, είναι ο ιδρυτής της Εκκλησίας του Βυζαντίου αφού εκεί εγκατέστησε πρώτο επίσκοπο, τον απόστολο Στάχυ κι αυτού διάδοχος είναι ο Οικουμενικός Πατριάρχης), Θράκη, Μακεδονία και Ήπειρο. Τελικά, κατέληξε στην Αχαΐα.
Στην Αχαΐα, η διδασκαλία του καρποφόρησε και με τις προσευχές του θεράπευσε θαυματουργικά πολλούς ασθενείς. Έτσι, η χριστιανική αλήθεια είχε μεγάλες κατακτήσεις στο λαό της Πάτρας. Ακόμα και η Μαξιμίλλα, σύζυγος του ανθύπατου Αχαΐας Αιγεάτου, αφού τη θεράπευσε ο Απόστολος από τη βαρειά αρρώστια που είχε, πίστεψε στο Χριστό. Το γεγονός αυτό εκνεύρισε τον ανθύπατο και με την παρότρυνση ειδωλολατρών ιερέων συνέλαβε τον Ανδρέα και τον σταύρωσε σε σχήμα Χ. Έτσι, ο Απόστολος Ανδρέας παρέστησε τον εαυτό του στο Θεό «δόκιμον ἐργάτην» (Β΄ προς Τιμόθεον, 2: 15). Δηλαδή δοκιμασμένο και τέλειο εργάτη του Ευαγγελίου.
Οι χριστιανοί της Αχαΐας θρήνησαν βαθιά τον θάνατο του. Ο πόνος τους έγινε ακόμη πιο μεγάλος, όταν ο ανθύπατος Αιγεάτης αρνήθηκε να τους παραδώσει το άγιο λείψανο του, για να το θάψουν. Ο Θεός όμως οικονόμησε τα πράγματα. Την ίδια μέρα, που πέθανε ο άγιος, ο Αιγεάτης τρελάθηκε κι αυτοκτόνησε. Οι χριστιανοί τότε με τον επίσκοπο τους τον Στρατοκλή, πρώτο επίσκοπο των Πατρών, παρέλαβαν το σεπτό λείψανο και το 'θαψαν με μεγάλες τιμές.
Αργότερα, όταν στον θρόνο του Βυζαντίου ανέβηκε ο Κωνστάντιος, που ήταν γιος του Μεγάλου Κωνσταντίνου, μέρος του ιερού λειψάνου μεταφέρθηκε από την πόλη των Πατρών στην Κωνσταντινούπολη και κατατέθηκε στον ναό των αγίων Αποστόλων «ένδον της Αγίας Τραπέζης». Η αγία Κάρα του Πρωτοκλήτου φαίνεται πως απέμεινε στην Πάτρα.
Όταν όμως οι Τούρκοι επρόκειτο να καταλάβουν την πόλη το 1460 μ.Χ., τότε ο Θωμάς Παλαιολόγος, αδελφός του τελευταίου αυτοκράτορας Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου και τελευταίος Δεσπότης του Μοριά, πήρε το πολύτιμο κειμήλιο και το μετέφερε στην Ιταλία. Εκεί, αφού το παρέλαβε ο Πάπας Πίος ο Β, το πολύτιμο κειμήλιο εναποτέθηκε στον ναό του αγίου Πέτρου της Ρώμης.
Τον Νοέμβριο του 1847 μ.Χ. ένας Ρώσος Πρίγκηπας, ο Ανδρέας Μουράβιεφ δώρησε στην πόλη της Πάτρας ένα τεμάχιο δακτύλου του χεριού του Αγίου. Ο Μουράβιεφ είχε λάβει το παραπάνω ιερό Λείψανο από τον Καλλίνικο, πρώην Επίσκοπο Μοσχονησίων, ο οποίος μόναζε τότε στο Άγιο Όρος.
Στην πόλη της Πάτρας, επανακομίσθηκαν και φυλάσσονται από την 26η Σεπτεμβρίου 1964 μ.Χ. η τιμία Κάρα του Αγίου και από την 19ην Ιανουαρίου 1980 μ.Χ. λείψανα του Σταυρού, του μαρτυρίου του. Η αγία Κάρα του Πρωτοκλήτου ύστερα από ενέργειες της Αρχιεπισκοπής Κύπρου μεταφέρθηκε και στην Κύπρο το 1967 μ.Χ. για μερικές μέρες κι εξετέθηκε σε ευλαβικό προσκύνημα.
Όπως αναφέρει μια Κυπριακή παράδοση, σε μια περιοδεία του, ο Απόστολος Ανδρέας, πήγε και στην Κύπρο. Το καράβι, που τον μετέφερε στην Αντιόχεια από την Ιόππη, λίγο πριν προσπεράσουν το γνωστό ακρωτήρι του αποστόλου Ανδρέα και τα νησιά, που είναι γνωστά με το όνομα Κλείδες, αναγκάστηκε να σταματήσει εκεί σ' ένα μικρό λιμανάκι, γιατί κόπασε ο άνεμος. Τις μέρες αυτές της νηνεμίας τους έλειψε και το νερό. Ένα πρωί, που ο πλοίαρχος βγήκε στο νησί κι έψαχνε να βρει νερό, πήρε μαζί του και τον απόστολο. Δυστυχώς πουθενά νερό. Κάποια στιγμή, που έφτασαν στη μέση των δύο εκκλησιών, που υπάρχουν σήμερα, της παλαιάς και της καινούργιας, που 'ναι κτισμένη λίγο ψηλότερα, ο άγιος γονάτισε μπροστά σ' ένα κατάξερο βράχο και προσευχήθηκε να στείλει ο Θεός νερό. Ποθούσε το θαύμα, για να πιστέψουν όσοι ήταν εκεί στον Χριστό. Ύστερα σηκώθηκε, σφράγισε με το σημείο του Σταυρού τον βράχο και το θαύμα έγινε. Από τη ρίζα του βράχου βγήκε αμέσως μπόλικο νερό, που τρέχει μέχρι σήμερα μέσα σ' ένα λάκκο της παλαιάς εκκλησίας κι απ' εκεί προχωρεί και βγαίνει από μια βρύση κοντά στη θάλασσα. Είναι το γνωστό αγίασμα. Το ευλογημένο νερό, που τόσους ξεδίψασε, μα και τόσους άλλους, μυριάδες ολόκληρες, που το πήραν με πίστη δρόσισε και παρηγόρησε. Και πρώτα-πρώτα το τυφλό παιδί του καπετάνιου.
Ήταν κι αυτό ένα από τα πρόσωπα του καραβιού που μετέφερε ο πατέρας. Γεννήθηκε τυφλό και μεγάλωσε μέσα σε ένα συνεχές σκοτάδι. Ποτέ του δεν είδε το φως. Δένδρα, φυτά, ζώα αγωνιζόταν να τα γνωρίσει με το ψαχούλεμα. Εκείνη την ήμερα, όταν οι ναύτες γύρισαν με τα ασκιά γεμάτα νερό κι εξήγησαν τον τρόπο που το βρήκαν στο νησί, ένα φως γλυκιάς ελπίδας άναψε στην καρδιά του δύστυχου παιδιού. Μήπως το νερό αυτό, σκέφτηκε, που βγήκε από τον ξηρό βράχο ύστερα απ' την προσευχή του παράξενου εκείνου συνεπιβάτη τους, θα μπορούσε να χαρίσει και σ' αυτόν το φως του που ποθούσε; Αφού με θαυμαστό τρόπο βγήκε, θαύματα θα μπορούσε και να προσφέρει. Με τούτη την πίστη και τη βαθιά ελπίδα ζήτησε και το παιδί λίγο νερό. Διψούσε. Καιγόταν απ' τη δίψα. Ο απόστολος, που ήταν εκεί, έσπευσε κι έδωσε στο παιδί ένα δοχείο γεμάτο από το δροσερό νερό. Όμως το παιδί προτίμησε, αντί να δροσίσει με το νερό τα χείλη του, να πλύνει πρώτα το πρόσωπο του. Και ω του θαύματος! Μόλις το δροσερό νερό άγγιξε τους βολβούς των ματιών του παιδιού, το παιδί άρχισε να βλέπει!
Κι ο απόστολος, που τον κοίταζαν όλοι με θαυμασμό, άρχισε να τους μιλά και να τους διδάσκει τη νέα θρησκεία. Το τέλος της ομιλίας πολύ καρποφόρο. Όσοι τον άκουσαν πίστεψαν και βαφτίστηκαν. Την αρχή έκανε ο καπετάνιος με το παιδί του, που πήρε και το όνομα Ανδρέας. Κι ύστερα όλοι οι άλλοι επιβάτες και μερικοί ψαράδες που ήσαν εκεί. Πίστεψαν όλοι στον Χριστό που τους κήρυξε ο απόστολος μας και βαφτίστηκαν. Φυσικά το θαύμα της θεραπείας του τυφλού παιδιού, ακολούθησαν κι άλλα, κι άλλα. Στο μεταξύ ο άνεμος άρχισε να φυσά και το καράβι ετοιμάστηκε για να συνεχίσει το ταξίδι του. Ο απόστολος, αφού κάλεσε κοντά του όλους εκείνους που πίστεψαν στον Χριστό και βαφτίστηκαν, τους έδωκε τις τελευταίες συμβουλές του και τους αποχαιρέτησε.
Αργότερα, μετά από χρόνια, κτίστηκε στον τόπο αυτόν που περπάτησε και άγιασε με την προσευχή, τα θαύματα και τον ιδρώτα του ο Πρωτόκλητος μαθητής, το μεγάλο μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα, που με τον καιρό είχε γίνει παγκύπριο προσκύνημα. Κάθε χρόνο χιλιάδες προσκυνητές απ' όλα τα μέρη της Κύπρου, ορθόδοξοι και ετερόδοξοι κι αλλόθρησκοι ακόμη, συνέρεαν στο μοναστήρι, για να προσκυνήσουν τη θαυματουργό εικόνα του αποστόλου, να βαφτίσουν εκεί τα νεογέννητα παιδιά τους και να προσφέρουν τα δώρα τους, για να εκφράσουν τα ευχαριστώ και την ευγνωμοσύνη τους στον θείο απόστολο. Κολυμβήθρα Σιλωάμ ήταν η εκκλησία του για τους πονεμένους. Πλείστα όσα θαύματα γινόντουσαν εκεί σε όσους μετέβαιναν με πίστη αληθινή και συντριβή ψυχής.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Ὡς τῶν Ἀποστόλων Πρωτόκλητος, καὶ τοῦ Κορυφαίου αὐτάδελφος, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων Ἀνδρέα ἱκέτευε, εἰρήνην τῇ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Τὸν τῆς ἀνδρείας ἐπώνυμον θεηγόρον, καὶ μαθητῶν τὸν πρωτόκλητον τοῦ Σωτῆρος, Πέτρου τὸν σύγγονον εὐφημήσωμεν· ὅτι ὡς πάλαι τούτῳ, καὶ νῦν ἡμῖν ἐκέκραγεν· Εὑρήκαμεν δεῦτε τὸν ποθούμενον.
Μεγαλυνάριον
Πρώτος προσπελάσας τω Ιησού, Πρωτόκλητος ώφθης, και ακρότης των Μαθητών, Ανδρέα θεόπτα, εντεύθεν διανύεις, παθών τας αναβάσεις της αναστάσεως.
Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2018
Άγιος Γέροντας Πορφύριος: Όταν λέμε «Βλέπει ο Θεός», τι εννοούμε;
Ο άνθρωπος έχει τέτοιες δυνάμεις, ώστε να μπορεί να μεταδώσει το καλό ή το κακό στο περιβάλλον του. Αυτά τα θέματα είναι πολύ λεπτά. Χρειάζεται μεγάλη προσοχή.
Πρέπει να βλέπομε το καθετί με αγαθό τρόπο. Τίποτα το κακό να μη σκεπτόμαστε για τους άλλους. Κι ένα βλέμμα κι ένας στεναγμός επιδρά στους συνανθρώπους μας.
Και η ελάχιστη αγανάκτηση κάνει κακό. Να έχομε μέσα στην ψυχή μας αγαθότητα κι αγάπη αυτά να μεταδίδομε.
Να προσέχομε να μην αγανακτούμε για τους ανθρώπους που μας βλάπτουν· μόνο να προσευχόμαστε γι’ αυτούς με αγάπη. Ό,τι κι αν κάνει ο συνάνθρωπος μας, ποτέ να μη σκεπτόμαστε κακό γι’ αυτόν. Πάντοτε να ευχόμαστε αγαπητικά. Πάντοτε να σκεπτόμαστε το καλό.
Δεν πρέπει ποτέ να σκεπτόμαστε για τον άλλο ότι θα του δώσει ο Θεός κάποιο κακό ή ότι θα τον τιμωρήσει για το αμάρτημά του. Αυτός ο λογισμός φέρνει πολύ μεγάλο κακό, χωρίς εμείς να το αντιλαμβανόμαστε.
Πολλές φορές αγανακτούμε και λέμε στον άλλο: «Δεν φοβάσαι τη δικαιοσύνη του Θεού, δεν φοβάσαι μη σε τιμωρήσει;».
Άλλη φορά πάλι λέμε: «Ο Θεός δεν μπορεί θα σε τιμωρήσει γι’ αυτό που έκανες» ή «Θεέ μου, μην κάνεις κακό σ’ αυτόν τον άνθρωπο γι’ αυτό που μου έκανε» ή «Να μην πάθει αυτό το πράγμα ο τάδε».
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, έχομε βαθιά μέσα μας την επιθυμία να τιμωρηθεί ο άλλος.Αντί, όμως να ομολογήσομε το θυμό μας για το σφάλμα του, παρουσιάζομε με άλλον τρόπο την αγανάκτησή μας και, δήθεν, παρακαλούμε τον Θεό γι’ αυτόν. Έτσι, όμως, στην πραγματικότητα καταριόμαστε τον αδελφό.
Κι αν, αντί να προσευχόμαστε, λέμε, «να το βρεις απ’ τον Θεό, να σε πληρώσει ο Θεός για το κακό που μου έκανες», και τότε πάλι ευχόμαστε να τον τιμωρήσει ο Θεός.
Ακόμη και όταν λέμε, «ας είναι βλέπει ο Θεός», η διάθεση της ψυχής μας ενεργεί κατά ένα μυστηριώδη τρόπο, επηρεάζει την ψυχή του συνανθρώπου μας και αυτός παθαίνει κακό.
Καταλάβατε, λοιπόν πώς οι κακές μας σκέψεις, η κακή μας διάθεση επηρεάζουν τους άλλους; Γι’ αυτό πρέπει να βρούμε και τον τρόπο να καθαρίσομε το βάθος του εαυτού μας από κάθε κακία. Όταν η ψυχή μας είναι αγιασμένη, ακτινοβολεί το καλό. Στέλνομε τότε σιωπηλά την αγάπη μας χωρίς να λέμε λόγια.
Ο Χριστός ποτέ δεν θέλει το κακό. Αντίθετα παραγγέλλει: «Ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς …».
Πρέπει να βλέπομε το καθετί με αγαθό τρόπο. Τίποτα το κακό να μη σκεπτόμαστε για τους άλλους. Κι ένα βλέμμα κι ένας στεναγμός επιδρά στους συνανθρώπους μας.
Και η ελάχιστη αγανάκτηση κάνει κακό. Να έχομε μέσα στην ψυχή μας αγαθότητα κι αγάπη αυτά να μεταδίδομε.
Να προσέχομε να μην αγανακτούμε για τους ανθρώπους που μας βλάπτουν· μόνο να προσευχόμαστε γι’ αυτούς με αγάπη. Ό,τι κι αν κάνει ο συνάνθρωπος μας, ποτέ να μη σκεπτόμαστε κακό γι’ αυτόν. Πάντοτε να ευχόμαστε αγαπητικά. Πάντοτε να σκεπτόμαστε το καλό.
Δεν πρέπει ποτέ να σκεπτόμαστε για τον άλλο ότι θα του δώσει ο Θεός κάποιο κακό ή ότι θα τον τιμωρήσει για το αμάρτημά του. Αυτός ο λογισμός φέρνει πολύ μεγάλο κακό, χωρίς εμείς να το αντιλαμβανόμαστε.
Πολλές φορές αγανακτούμε και λέμε στον άλλο: «Δεν φοβάσαι τη δικαιοσύνη του Θεού, δεν φοβάσαι μη σε τιμωρήσει;».
Άλλη φορά πάλι λέμε: «Ο Θεός δεν μπορεί θα σε τιμωρήσει γι’ αυτό που έκανες» ή «Θεέ μου, μην κάνεις κακό σ’ αυτόν τον άνθρωπο γι’ αυτό που μου έκανε» ή «Να μην πάθει αυτό το πράγμα ο τάδε».
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, έχομε βαθιά μέσα μας την επιθυμία να τιμωρηθεί ο άλλος.Αντί, όμως να ομολογήσομε το θυμό μας για το σφάλμα του, παρουσιάζομε με άλλον τρόπο την αγανάκτησή μας και, δήθεν, παρακαλούμε τον Θεό γι’ αυτόν. Έτσι, όμως, στην πραγματικότητα καταριόμαστε τον αδελφό.
Κι αν, αντί να προσευχόμαστε, λέμε, «να το βρεις απ’ τον Θεό, να σε πληρώσει ο Θεός για το κακό που μου έκανες», και τότε πάλι ευχόμαστε να τον τιμωρήσει ο Θεός.
Ακόμη και όταν λέμε, «ας είναι βλέπει ο Θεός», η διάθεση της ψυχής μας ενεργεί κατά ένα μυστηριώδη τρόπο, επηρεάζει την ψυχή του συνανθρώπου μας και αυτός παθαίνει κακό.
Καταλάβατε, λοιπόν πώς οι κακές μας σκέψεις, η κακή μας διάθεση επηρεάζουν τους άλλους; Γι’ αυτό πρέπει να βρούμε και τον τρόπο να καθαρίσομε το βάθος του εαυτού μας από κάθε κακία. Όταν η ψυχή μας είναι αγιασμένη, ακτινοβολεί το καλό. Στέλνομε τότε σιωπηλά την αγάπη μας χωρίς να λέμε λόγια.
Ο Χριστός ποτέ δεν θέλει το κακό. Αντίθετα παραγγέλλει: «Ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς …».
Οἱ συμβουλὲς τοῦ Γέροντα Εὐσέβιου Γιαννακάκη (1910 –1995) γιὰ τὴν κατὰ Θεὸν ζωὴ
Πόσο δυνατὸ εἶναι κανεὶς πραγματικὰ νὰ κινεῖται, νὰ σκέπτεται, νὰ ζεῖ, νὰ νταραβερίζεται, νὰ ἐργάζεται συνέχεια μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Κυρίου. Ὅλο ἀναμορφώνεται καὶ ὅλο ἀναγεννᾶται καὶ ἀνεβαίνει ἡ στάθμη τῆς ψυχῆς του καὶ ὅλο περισσότερο ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸν Κύριο καὶ ἐπιτυγχάνει τὴ θέωση κατὰ τοὺς πατέρας τῆς Ἐκκλησίας.
Λοιπόν ἐκεῖνο ποῦ ἀποτελεῖ κίνδυνο, μεγάλο κίνδυνο εἶναι ἡ συνήθεια, μεγάλο καὶ τρομερὸ κίνδυνο ἡ συνήθεια. Ἐμεῖς νὰ μὴν ἐπιτρέψουμε στὸν ἑαυτό μας νὰ συνηθίζει, εἴτε τὴ Λειτουργία, εἴτε τὴν ψαλτική, εἴτε τὸ Ποτήριο τῆς Ζωῆς εἴτε… νὰ μὴ τὸ συνηθίζουμε. Νὰ νοιώθουμε δέος κάθε φορᾶ ποῦ γίνεται Λειτουργία.
Μὲ πολλὴ συγκίνηση καὶ συναίσθηση καὶ εὐγνωμοσύνη εἰς τὸν Θεὸν νὰ παρακολουθοῦμε. Θὰ μπορούσαμε πάντοτε ὡς γιὰ πρώτη φορὰ καὶ τελευταία φορὰ νὰ παρακολουθοῦμε τὴ Θεία Λειτουργία; Λοιπὸν εἶναι ὁ μεγαλύτερος κίνδυνος ἡ συνήθεια. Συνήθεια καὶ στὸν κανόνα καὶ στὴν προσευχὴ καὶ στὴ Λειτουργία καί, καί, καί.
Ὅταν προσπαθεῖ κανεὶς νὰ νοιώθει τὸν Κύριο κοντά του καὶ νὰ ζεῖ τὸ ἰδανικό του, δὲν γίνεται συνήθεια ποτέ. Μά, καὶ νὰ μὴν προλάβει, ἃς ποῦμε, νὰ κάνει τὸν κανόνα τοῦ ὅλον, ἂν κάνει κεῖνο τὸν κανόνα τὸν πιὸ λίγο καλά, παστρικά, καθαρά, μὲ πολλὴ συναίσθηση, τὸν δέχεται ὁ Θεὸς σὰν δέκα κανόνες. Νὰ εἶναι ὁ νοῦς καὶ ἡ σκέψις μᾶς εἰς τὸν Θεὸν καὶ νὰ νοιώθουμε ἐκεῖ τὸν Θεὸν κοντά μας. Ε, εὐλογεῖ, εὐλογεῖ τότε ὁ Κύριος καὶ ἁγιάζει.
Η ζωή μας νὰ περπατάει ἔξω ἀπὸ ἀδυναμίες καὶ μακριὰ ἀπὸ ὑποχωρήσεις καὶ συμβιβασμούς. Νὰ ἐπιδιώκουμε βίον ἁγνὸν καὶ ζωὴ ὁλοκάθαρη καὶ Μυστηριακή. Νὰ μοσχοβολάει ἀπὸ προσευχή, ἀπὸ Λατρεία, ἀπὸ ἀγώνα πνευματικὸ καὶ ἅγιο. Ὥστε ὅλα αὐτὰ νὰ βεβαιώνουν ὅτι εἴμαστε σταθεροὶ στὴν κλήση μας, καὶ ὅτι κρατᾶμε δυνατὰ τὴν ἁγίαν παρακαταθήκην τῆς ζωῆς ποῦ μᾶς ἐνεπιστεύθη ὁ Κύριος.
Ε, αὐτὲς οἳ ἀνθρώπινες ἀδυναμίες θέλουν περιφρόνηση, περιφρόνηση θέλουνε καὶ κατακέφαλα νὰ τὶς χτυπᾶμε. Νὰ μὴ μᾶς παρασύρουνε ποτὲ οἳ ἀνθρώπινες ἀδυναμίες. Νὰ πρυτανεύει τὸ καλλιεργημένο χωράφι καὶ νὰ πρυτανεύει ὁ καλὸς καὶ ἀγαθὸς ἐαυτός μας, διότι ἔχουμε καὶ καλά. Ἐργασία χρειάζεται, ἐργασία, ἐργασία, ἐργασία.
Νομίζω, εἴτε στὸν ἑαυτὸ μᾶς παρατηροῦμε ἀδυναμίες καὶ πέφτουμε, εἴτε στοὺς παραέξω, μπροστὰ στὴ δόξα καὶ τὸ μεγαλεῖο καὶ τὴ χαρὰ τοῦ Οὐρανοῦ, δὲν πρέπει νὰ στεκόμαστε καθόλου. Μπροστὰ στὴν ἁγίαν ἀποστολήν μας, ὄχι ἁπλῶς νὰ ξεχνᾶμε τὰ ἐλαττώματα καὶ τὶς ἀδυναμίες μας, ἀλλὰ οὐδόλως νὰ στέκουν στὴ σκέψη μας. Τελεία – τελεία – τελεία περιφρόνησις.
Στη μετάνοια τοῦ Τελώνου νὰ στεκόμαστε. Οὔτε στὸ ἐλάχιστο νὰ μὴ νιώθει κάποιος ὅτι εἶναι καλύτερος ἀπὸ τὸν ἄλλο….
Η ἓν μετάνοια ἀδελφὴ εἶναι σιωπηλή, εὐχάριστη, ταπεινή. Ἀκτινοβολεῖ. Δὲν ἐκφράζει γνώμη, δὲν σχολιάζει, δὲν ἐλέγχει. Οὔτε γιὰ τὸν κόσμο ποῦ ζεῖ στὴν ἁμαρτία ἐκφράζεται ἄσχημα. Λέει: «ἄραγε αὐτοὶ εἶχαν τὶς δικές μου εὐκαιρίες;» Καὶ συμπεριφέρεται μὲ ἐπιείκεια. Τότε ἀπολαμβάνει τὸν κανόνα της, τὴν προσευχή, τὴ λατρεία, τὴ συγχώρηση ποῦ ζητάει κάθε βράδυ.
Μετάνοια ἴσον τελεία ἀλλαγή. Πρῶτα το ἔργο τῆς μετανοίας καὶ κατόπιν τῆς διακονίας. Ἅμα προηγεῖται ἡ μετάνοια εἶναι χαριτωμένος ὁ ἄνθρωπος. Τὸν ἑαυτὸ τοῦ παρακολουθεῖ καὶ ἐλέγχει. Ἀγωνίζεται γύρω ἀπὸ τὰ ἐλαττώματά του, καὶ λέει συνέχεια «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησαν μέ, τὸν ἁμαρτωλό»…. Λοιπὸν ἡ ἀφιερωμένη ψυχὴ ποῦ ζεῖ ἐν μετάνοια δὲν φοβᾶται κανένα δύσκολο σημεῖο. Ἀφήνει μὲ ἐμπιστοσύνη τὸν ἑαυτό της στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.
Σας μεταφέρω μιὰ παραγγελία τοῦ οὐρανοῦ: Ἡ Νύμφη τοῦ Χρίστου νὰ εἶναι εἰρηνική, χαρούμενη καὶ αἰσιόδοξη, ὅσες δυσκολίες κι ἂν συναντάει.
Νὰ καταφέρνει ὁ πνευματικὸς καὶ ἀφιερωμένος ἄνθρωπος νὰ εἶναι πάντοτε ξάστερος. Νὰ στέκεται παραπάνω ἀπὸ καταστάσεις, ἀπὸ κάτι ποῦ θὰ συμβεῖ, ἀπὸ δυσκολίες. Νὰ τὸ πνίγει μέσα του.
Ἐφόσον ἐγκαταλείψαμε τὰ πάντα, θέλουμε δὲν θέλουμε θὰ περπατήσουμε στ’ ἀχνάρια τῶν Λγίων. Αὐτὸ καλούμεθα νὰ κάνουμε. Καὶ κατ’ ἀκολουθίαν δὲν μᾶς κουράζει καὶ δὲν μᾶς ἀπογοητεύει καμμιὰ δυσκολία. Διότι ἂν οἳ Μάρτυρες ἀντιμετώπισαν τὸ Μαρτύριο μὲ χαρὰ καὶ μὲ ἐνθουσιασμό, ἐμεῖς εἶναι νὰ στεκόμαστε σὲ τυχὸν μικροδυσκολίες;
Συναντήσαμε ἐμεῖς δυσκολίες ποῦ συνάντησε ὁ Παῦλος; Μπορεῖ νὰ εἴμαστε λίγο ἀδύνατοι καὶ μᾶς στοιχίζει. Ἔτσι, παιδί μου, θὰ μᾶς κάνει μεγάλο παράπονο ὁ Κύριος. «Βρὲ παιδί μου», θὰ πεῖ «ἐγὼ πάνω στὸ Σταυρὸ παραπονέθηκα; Δέχτηκα καρφιά. Παραπονέθηκα ἐγώ; Παρουσιάστηκα σκυθρωπὸς καὶ κατηφὴς καί… καί… καὶ ἀπογοητευμένος; Ἔσυ, γιατί, παιδί μου; Γιατί ἀφήνεις τὸν ἑαυτό σου καὶ ἀπογοητεύεσαι»;
Νὰ λέμε: «Εἶσαι καλὴ δυσκολία, ἦλθες νὰ μὲ ὠφελήσεις. Ἦλθες νὰ μὲ γεμίσεις μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴ δύναμη τοῦ Κυρίου. Καὶ τί εἶσαι σὺ δυσκολία μπροστὰ στὸ Σταυρὸ τοῦ Κυρίου; Λοιπὸν ἔτσι νομίζω· ὡς Πνευματικὸς μικρὸς καὶ ταπεινός, αὐτὸ ἔχω νὰ καταθέσω. Καὶ δὲν πρέπει νὰ ἀφήνουμε τὸ κάθε τί ποῦ λέμε ἀπαρατήρητο καὶ νὰ μὴν τὸ ἐφαρμόζουμε. Διότι θὰ μοῦ ζητήσει λόγο ὁ Θεὸς ἐκεῖ πάνω. Θὰ μοῦ πεῖ: «τί ἔκανες ἐκεῖ κάτω; Γιατί δικαιολογοῦσες τὶς δυσκολίες τῆς καθεμιᾶς καὶ προχωροῦσε ὁ καιρὸς μὲ τὰ ἐλαττώματά της;».
Λοιπόν, παρακαλῶ τὸ δύσκολο νὰ τὸ βλέπουμε εὔκολο καὶ τὸν πειρασμὸ νὰ τὸν βλέπουμε ὡς εὐκαιρία γιὰ νὰ ὠφελούμεθα. Νὰ ἔχουμε πιὸ πολλὴ Χάρη, πιὸ πολὺ πλοῦτο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς δυνάμεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Νὰ λέμε: «δόξα Σοί, ὁ Θεός», νὰ εὐχαριστοῦμε τὸν Θεὸ γιὰ τὴν κάθε δύσκολη στιγμή. Γιατί μᾶς δίνει τὴν εὐκαιρία νὰ κάνουμε κάτι, νὰ παρουσιάσουμε κάτι.
Να ἐνισχύσουμε λίγο περισσότερο τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ καταλάβουμε ὅτι τὰ δύσκολα σημεῖα εἶναι οἳ πλατιοὶ δρόμοι καὶ οἱ λεωφόροι ποὺ μᾶς ὁδηγοῦν στὸν Οὐρανὸ καὶ στὸν Παράδεισο. Νὰ τὸ ζεῖ αὐτὸ ὁ ἀφιερωμένος ἄνθρωπος. Ἡ δυσκολία εἶναι τὸ ὡραιότερο, τὸ ἁγιώτερο, τὸ πιὸ εὐχάριστο γεγονὸς γιὰ τὸ Χριστιανό. Καθ’ ὃν χρόνον ὁ Λπόστολος Παῦλος τὸ ἐπαναλαμβάνει «Χαίρω ἐν τοῖς παθήμασιμου».
Μας καλεῖ ἡ δυσκολία νὰ προσευχηθοῦμε περισσότερο καὶ νὰ γονατίσουμε περισσότερο καὶ νὰ ἔλθουμε περισσότερο κοντὰ στὸν Κύριο, γιὰ νὰ γνωρίσουμε τὸν ἑαυτό μας. Οἳ ἀδυναμίες εἶναι ἐκεῖνες οἳ ὅποιες πολύ μας βασανίζουν. Διότι δὲν στεκόμαστε στὸ μεγαλεῖο του ξεκινήματός μας καὶ τοῦ ἰδανικοῦ μας…. Ἂν ἔχετε ταξιδέψει μὲ ἀεροπλάνο, θὰ εἴδατε κάτω τὶς πεδιάδες, τὰ ποτάμια, τοὺς δρόμους, τὰ χωριά. Ἔτσι εἶδε ὁ Παῦλος τὸν Παράδεισο! Λοιπόν, τί ὡραῖο νὰ ζοῦμε ἀπὸ ἐδῶ αὕτη τὴν Πολιτεία, ποῦ μᾶς περιμένει!
Σύντομο βιογραφικὸ καὶ πατρικὲς νουθεσίες τοῦ πολυχαρισματούχου Γέροντος Εὐσεβίου Γιαννακάκη (1910-1995), ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ», Θεσσαλονίκη 2009
Λοιπόν ἐκεῖνο ποῦ ἀποτελεῖ κίνδυνο, μεγάλο κίνδυνο εἶναι ἡ συνήθεια, μεγάλο καὶ τρομερὸ κίνδυνο ἡ συνήθεια. Ἐμεῖς νὰ μὴν ἐπιτρέψουμε στὸν ἑαυτό μας νὰ συνηθίζει, εἴτε τὴ Λειτουργία, εἴτε τὴν ψαλτική, εἴτε τὸ Ποτήριο τῆς Ζωῆς εἴτε… νὰ μὴ τὸ συνηθίζουμε. Νὰ νοιώθουμε δέος κάθε φορᾶ ποῦ γίνεται Λειτουργία.
Μὲ πολλὴ συγκίνηση καὶ συναίσθηση καὶ εὐγνωμοσύνη εἰς τὸν Θεὸν νὰ παρακολουθοῦμε. Θὰ μπορούσαμε πάντοτε ὡς γιὰ πρώτη φορὰ καὶ τελευταία φορὰ νὰ παρακολουθοῦμε τὴ Θεία Λειτουργία; Λοιπὸν εἶναι ὁ μεγαλύτερος κίνδυνος ἡ συνήθεια. Συνήθεια καὶ στὸν κανόνα καὶ στὴν προσευχὴ καὶ στὴ Λειτουργία καί, καί, καί.
Ὅταν προσπαθεῖ κανεὶς νὰ νοιώθει τὸν Κύριο κοντά του καὶ νὰ ζεῖ τὸ ἰδανικό του, δὲν γίνεται συνήθεια ποτέ. Μά, καὶ νὰ μὴν προλάβει, ἃς ποῦμε, νὰ κάνει τὸν κανόνα τοῦ ὅλον, ἂν κάνει κεῖνο τὸν κανόνα τὸν πιὸ λίγο καλά, παστρικά, καθαρά, μὲ πολλὴ συναίσθηση, τὸν δέχεται ὁ Θεὸς σὰν δέκα κανόνες. Νὰ εἶναι ὁ νοῦς καὶ ἡ σκέψις μᾶς εἰς τὸν Θεὸν καὶ νὰ νοιώθουμε ἐκεῖ τὸν Θεὸν κοντά μας. Ε, εὐλογεῖ, εὐλογεῖ τότε ὁ Κύριος καὶ ἁγιάζει.
Η ζωή μας νὰ περπατάει ἔξω ἀπὸ ἀδυναμίες καὶ μακριὰ ἀπὸ ὑποχωρήσεις καὶ συμβιβασμούς. Νὰ ἐπιδιώκουμε βίον ἁγνὸν καὶ ζωὴ ὁλοκάθαρη καὶ Μυστηριακή. Νὰ μοσχοβολάει ἀπὸ προσευχή, ἀπὸ Λατρεία, ἀπὸ ἀγώνα πνευματικὸ καὶ ἅγιο. Ὥστε ὅλα αὐτὰ νὰ βεβαιώνουν ὅτι εἴμαστε σταθεροὶ στὴν κλήση μας, καὶ ὅτι κρατᾶμε δυνατὰ τὴν ἁγίαν παρακαταθήκην τῆς ζωῆς ποῦ μᾶς ἐνεπιστεύθη ὁ Κύριος.
Ε, αὐτὲς οἳ ἀνθρώπινες ἀδυναμίες θέλουν περιφρόνηση, περιφρόνηση θέλουνε καὶ κατακέφαλα νὰ τὶς χτυπᾶμε. Νὰ μὴ μᾶς παρασύρουνε ποτὲ οἳ ἀνθρώπινες ἀδυναμίες. Νὰ πρυτανεύει τὸ καλλιεργημένο χωράφι καὶ νὰ πρυτανεύει ὁ καλὸς καὶ ἀγαθὸς ἐαυτός μας, διότι ἔχουμε καὶ καλά. Ἐργασία χρειάζεται, ἐργασία, ἐργασία, ἐργασία.
Νομίζω, εἴτε στὸν ἑαυτὸ μᾶς παρατηροῦμε ἀδυναμίες καὶ πέφτουμε, εἴτε στοὺς παραέξω, μπροστὰ στὴ δόξα καὶ τὸ μεγαλεῖο καὶ τὴ χαρὰ τοῦ Οὐρανοῦ, δὲν πρέπει νὰ στεκόμαστε καθόλου. Μπροστὰ στὴν ἁγίαν ἀποστολήν μας, ὄχι ἁπλῶς νὰ ξεχνᾶμε τὰ ἐλαττώματα καὶ τὶς ἀδυναμίες μας, ἀλλὰ οὐδόλως νὰ στέκουν στὴ σκέψη μας. Τελεία – τελεία – τελεία περιφρόνησις.
Στη μετάνοια τοῦ Τελώνου νὰ στεκόμαστε. Οὔτε στὸ ἐλάχιστο νὰ μὴ νιώθει κάποιος ὅτι εἶναι καλύτερος ἀπὸ τὸν ἄλλο….
Η ἓν μετάνοια ἀδελφὴ εἶναι σιωπηλή, εὐχάριστη, ταπεινή. Ἀκτινοβολεῖ. Δὲν ἐκφράζει γνώμη, δὲν σχολιάζει, δὲν ἐλέγχει. Οὔτε γιὰ τὸν κόσμο ποῦ ζεῖ στὴν ἁμαρτία ἐκφράζεται ἄσχημα. Λέει: «ἄραγε αὐτοὶ εἶχαν τὶς δικές μου εὐκαιρίες;» Καὶ συμπεριφέρεται μὲ ἐπιείκεια. Τότε ἀπολαμβάνει τὸν κανόνα της, τὴν προσευχή, τὴ λατρεία, τὴ συγχώρηση ποῦ ζητάει κάθε βράδυ.
Μετάνοια ἴσον τελεία ἀλλαγή. Πρῶτα το ἔργο τῆς μετανοίας καὶ κατόπιν τῆς διακονίας. Ἅμα προηγεῖται ἡ μετάνοια εἶναι χαριτωμένος ὁ ἄνθρωπος. Τὸν ἑαυτὸ τοῦ παρακολουθεῖ καὶ ἐλέγχει. Ἀγωνίζεται γύρω ἀπὸ τὰ ἐλαττώματά του, καὶ λέει συνέχεια «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησαν μέ, τὸν ἁμαρτωλό»…. Λοιπὸν ἡ ἀφιερωμένη ψυχὴ ποῦ ζεῖ ἐν μετάνοια δὲν φοβᾶται κανένα δύσκολο σημεῖο. Ἀφήνει μὲ ἐμπιστοσύνη τὸν ἑαυτό της στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.
Σας μεταφέρω μιὰ παραγγελία τοῦ οὐρανοῦ: Ἡ Νύμφη τοῦ Χρίστου νὰ εἶναι εἰρηνική, χαρούμενη καὶ αἰσιόδοξη, ὅσες δυσκολίες κι ἂν συναντάει.
Νὰ καταφέρνει ὁ πνευματικὸς καὶ ἀφιερωμένος ἄνθρωπος νὰ εἶναι πάντοτε ξάστερος. Νὰ στέκεται παραπάνω ἀπὸ καταστάσεις, ἀπὸ κάτι ποῦ θὰ συμβεῖ, ἀπὸ δυσκολίες. Νὰ τὸ πνίγει μέσα του.
Ἐφόσον ἐγκαταλείψαμε τὰ πάντα, θέλουμε δὲν θέλουμε θὰ περπατήσουμε στ’ ἀχνάρια τῶν Λγίων. Αὐτὸ καλούμεθα νὰ κάνουμε. Καὶ κατ’ ἀκολουθίαν δὲν μᾶς κουράζει καὶ δὲν μᾶς ἀπογοητεύει καμμιὰ δυσκολία. Διότι ἂν οἳ Μάρτυρες ἀντιμετώπισαν τὸ Μαρτύριο μὲ χαρὰ καὶ μὲ ἐνθουσιασμό, ἐμεῖς εἶναι νὰ στεκόμαστε σὲ τυχὸν μικροδυσκολίες;
Συναντήσαμε ἐμεῖς δυσκολίες ποῦ συνάντησε ὁ Παῦλος; Μπορεῖ νὰ εἴμαστε λίγο ἀδύνατοι καὶ μᾶς στοιχίζει. Ἔτσι, παιδί μου, θὰ μᾶς κάνει μεγάλο παράπονο ὁ Κύριος. «Βρὲ παιδί μου», θὰ πεῖ «ἐγὼ πάνω στὸ Σταυρὸ παραπονέθηκα; Δέχτηκα καρφιά. Παραπονέθηκα ἐγώ; Παρουσιάστηκα σκυθρωπὸς καὶ κατηφὴς καί… καί… καὶ ἀπογοητευμένος; Ἔσυ, γιατί, παιδί μου; Γιατί ἀφήνεις τὸν ἑαυτό σου καὶ ἀπογοητεύεσαι»;
Νὰ λέμε: «Εἶσαι καλὴ δυσκολία, ἦλθες νὰ μὲ ὠφελήσεις. Ἦλθες νὰ μὲ γεμίσεις μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴ δύναμη τοῦ Κυρίου. Καὶ τί εἶσαι σὺ δυσκολία μπροστὰ στὸ Σταυρὸ τοῦ Κυρίου; Λοιπὸν ἔτσι νομίζω· ὡς Πνευματικὸς μικρὸς καὶ ταπεινός, αὐτὸ ἔχω νὰ καταθέσω. Καὶ δὲν πρέπει νὰ ἀφήνουμε τὸ κάθε τί ποῦ λέμε ἀπαρατήρητο καὶ νὰ μὴν τὸ ἐφαρμόζουμε. Διότι θὰ μοῦ ζητήσει λόγο ὁ Θεὸς ἐκεῖ πάνω. Θὰ μοῦ πεῖ: «τί ἔκανες ἐκεῖ κάτω; Γιατί δικαιολογοῦσες τὶς δυσκολίες τῆς καθεμιᾶς καὶ προχωροῦσε ὁ καιρὸς μὲ τὰ ἐλαττώματά της;».
Λοιπόν, παρακαλῶ τὸ δύσκολο νὰ τὸ βλέπουμε εὔκολο καὶ τὸν πειρασμὸ νὰ τὸν βλέπουμε ὡς εὐκαιρία γιὰ νὰ ὠφελούμεθα. Νὰ ἔχουμε πιὸ πολλὴ Χάρη, πιὸ πολὺ πλοῦτο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς δυνάμεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Νὰ λέμε: «δόξα Σοί, ὁ Θεός», νὰ εὐχαριστοῦμε τὸν Θεὸ γιὰ τὴν κάθε δύσκολη στιγμή. Γιατί μᾶς δίνει τὴν εὐκαιρία νὰ κάνουμε κάτι, νὰ παρουσιάσουμε κάτι.
Να ἐνισχύσουμε λίγο περισσότερο τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ καταλάβουμε ὅτι τὰ δύσκολα σημεῖα εἶναι οἳ πλατιοὶ δρόμοι καὶ οἱ λεωφόροι ποὺ μᾶς ὁδηγοῦν στὸν Οὐρανὸ καὶ στὸν Παράδεισο. Νὰ τὸ ζεῖ αὐτὸ ὁ ἀφιερωμένος ἄνθρωπος. Ἡ δυσκολία εἶναι τὸ ὡραιότερο, τὸ ἁγιώτερο, τὸ πιὸ εὐχάριστο γεγονὸς γιὰ τὸ Χριστιανό. Καθ’ ὃν χρόνον ὁ Λπόστολος Παῦλος τὸ ἐπαναλαμβάνει «Χαίρω ἐν τοῖς παθήμασιμου».
Μας καλεῖ ἡ δυσκολία νὰ προσευχηθοῦμε περισσότερο καὶ νὰ γονατίσουμε περισσότερο καὶ νὰ ἔλθουμε περισσότερο κοντὰ στὸν Κύριο, γιὰ νὰ γνωρίσουμε τὸν ἑαυτό μας. Οἳ ἀδυναμίες εἶναι ἐκεῖνες οἳ ὅποιες πολύ μας βασανίζουν. Διότι δὲν στεκόμαστε στὸ μεγαλεῖο του ξεκινήματός μας καὶ τοῦ ἰδανικοῦ μας…. Ἂν ἔχετε ταξιδέψει μὲ ἀεροπλάνο, θὰ εἴδατε κάτω τὶς πεδιάδες, τὰ ποτάμια, τοὺς δρόμους, τὰ χωριά. Ἔτσι εἶδε ὁ Παῦλος τὸν Παράδεισο! Λοιπόν, τί ὡραῖο νὰ ζοῦμε ἀπὸ ἐδῶ αὕτη τὴν Πολιτεία, ποῦ μᾶς περιμένει!
Σύντομο βιογραφικὸ καὶ πατρικὲς νουθεσίες τοῦ πολυχαρισματούχου Γέροντος Εὐσεβίου Γιαννακάκη (1910-1995), ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ», Θεσσαλονίκη 2009
Άγιος Άβιβος επίσκοπος Γεωργίας, Ιερομάρτυρας
Η πυρολατρία
Στα μέσα του 6ου αιώνα μ.Χ. ο σάχης της Περσίας Χοσρόης Α’ (531 - 579 μ.Χ.), γιος και διάδοχος του Καβάλη Α’ (488 – 531 μ.Χ.), εισβάλλοντας στην Καχέτη, που βρισκόταν τότε σε εσωτερική αναστάτωση, κατέκτησε τις περιοχές Ράνι, Μοβακάν και Αλαζάν. Στη συνέχεια στράφηκε εναντίον της Κάρτλης, υποτάσσοντας και τη χώρα αυτή. Τη διοίκηση των επαρχιών την ανέθεσε σε σατράπες (Σατράπης (περσ. Χσαδράπ) λεγόταν ο διοικητής επαρχίας (σατραπείας) του αρχαίου περσικού κράτους). Στους κατοίκους επέβαλε φόρο υποτέλειας. Το χειρότερο όμως είναι ότι θέλησε να εξαφανίσει το χριστιανισμό και να επιβάλει το μαζδαϊσμό. Πρόσταξε, λοιπόν, να χτιστούν σ’ όλες τις πόλεις και τα χωριά πυρολατρικοί ναοί, στους οποίους στήθηκαν βωμοί με άσβεστη φωτιά. Πολλοί χριστιανοί, είτε αναγκασμένοι είτε παρασυρμένοι, αρνήθηκαν τον αληθινό Θεό και δέχτηκαν την περσική πλάνη.
Θείος ζήλος
Ναός πυρολατρικός χτίστηκε και στην πόλη Νεκρέσι, της οποίας επίσκοπος ήταν ο μακάριος Άβιβος, όπως είδαμε στο βίο του οσίου Ιωάννου Ζενταζνέλι. Ο καλός ποιμενάρχης δεν μπορούσε να ανεχθεί τη λατρεία των δαιμόνων στην ίδια του την έδρα. Οπλισμένος, λοιπόν, με θείο ζήλο, πήγε μια μέρα στο ναό, προχώρησε θαρρετά ως το θυσιαστήριο και, ρίχνοντας νερό πάνω στην φλόγα, την έσβησε.
Η γενναία πράξη του επισκόπου έκανε τους χριστιανούς να ενθουσιαστούν και τους πυρολάτρες να μουδιάσουν. Πολλοί Γεωργιανοί, που είχαν πλανηθεί, γύρισαν πάλι στην Εκκλησία του Χριστού.
Από την ημέρα εκείνη ο φιλόθεος ιεράρχης, με το σταυρό στο χέρι, άρχισε να οργώνει την επαρχία του. Περιοδεύοντας ακούραστα σε πόλεις και χωριά, κήρυσσε την αλήθεια, ξερίζωνε την πλάνη, έκανε θαυμαστά σημεία και έσβηνε τους πυρολατρικούς βωμούς. Όλοι οι βουνίσιοι κάτοικοι του Καυκάσου, που είχαν μεταστραφεί στο μαζδαϊσμό, ξανάγιναν χριστιανοί χάρη στα κηρύγματα και τα θαύματά του.
Σε μικρό χρονικό διάστημα ο άγιος επίσκοπος κατόρθωσε όχι μόνο το ποίμνιό του να στερεώσει στην ορθόδοξη πίστη, μα και πολλούς Πέρσες να οδηγήσει στο Χριστό. Αυτό όμως εξαγρίωσε τους κατακτητές.
Σύλληψη
Τον συνέλαβαν, τον μαστίγωσαν αλύπητα και τον έριξαν σε μια σκοτεινή φυλακή. Ύστερα έστειλαν αναφορά στο σατράπη, που έμενε στην πόλη Ρέχη, με την οποία τον ενημέρωσαν για όλα όσα έκανε εναντίον της θρησκείας τους ο άγιος.
Ο σατράπης έστειλε αμέσως στη Νεκρέσι οπλισμένους στρατιώτες με την εντολή να τον φέρουν δεμένο μπροστά του. Έτσι κι έκαναν. Ήρθαν, τον έδεσαν κι έφυγαν, αφήνοντας πίσω τους τους χριστιανούς να κλαίνε και να στενάζουν απαρηγόρητα.
Πηγαίνοντας προς τη Ρέχη, πέρασαν από το χωριό Ικάλτο της ορεινής Καχέτης. Εκεί τους πρόλαβε ένας απεσταλμένος του οσίου Συμεών του Θαυμαστορείτη (βλέπε 24 Μαΐου). Ο Όσιος Συμεών και ο επίσκοπος Άβιβος είχαν παλαιό πνευματικό σύνδεσμο και συχνά αλληλογραφούσαν. Τώρα ο χαρισματούχος Όσιος, γνωρίζοντας τη σύλληψη και προγνωρίζοντας το μαρτύριο του φίλου του, θέλησε να του συμπαρασταθεί. Έστελνε, λοιπόν, στον ιερομάρτυρα το ραβδί του, ως συμβολική ευλογία, κι ένα θερμό γράμμα, παρηγορητικό και ενθαρρυντικό. Διαβάζοντάς το ο μακάριος, ξέσπασε σε δάκρυα. Ουράνια δύναμη και ιερός ενθουσιασμός πλημμύρισαν την ψυχή του.
Φεύγοντας από το Ικάλτο ο άγιος αποχαιρέτησε κλαίγοντας τους κληρικούς του, που είχαν συναχθεί εκεί απ’ όλα τα χωριά της περιοχής για να πάρουν την ευχή του, και τους νουθέτησε κατάλληλα, προτρέποντάς τους να μένουν πιστοί ως το θάνατο στην Ορθοδοξία και να ποιμαίνουν τα λογικά πρόβατα του Χριστού με αυτοθυσία.
Φτάνοντας στην πρωτεύουσα, τη Μτσχέτα, και αντικρίζοντας τον καθεδρικό της ναό, τον «Σβετιτσχόβελ», ένιωσε μιαν απέραντη ψυχική ευφροσύνη και αναφώνησε:
- Κοίτα, μητέρα μου Εκκλησία, το παιδί σου, που το οδηγούν δεμένο στο μαρτύριο!
Και πρόσθεσε μονολογώντας:
- Ετοιμάσου, Άβιβε, να δεχθείς το στεφάνι, που σου ετοιμάζει ο Χριστός, και προχώρα σταθερά στον αθλητικό σου δρόμο.
Στον άγιο Σίω
Στη Μτσχέτα ο άγιος παρακάλεσε τους στρατιώτες να τον οδηγήσουν ως την κοντινή μονή Μγβίμε, για να δει τον Όσιο Σίω (βλέπε 7 Μαΐου), που ζούσε τότε έγκλειστος σ’ ένα σπήλαιο. Οι στρατιώτες, που είχαν εντυπωσιαστεί από την ακτινοβόλα αρετή του, σεβάστηκαν την επιθυμία του.
Σε λίγο οι δύο άγιοι συναντήθηκαν με χαρά και συγκίνηση. Μετά τον αδελφικό τους ασπασμό, άρχισαν να συζητούν πνευματικά. Τέλος, ο ιερός Άβιβος είπε:
- Προσευχήσου, πάτερ Σιώ, στο Θεό για το λαό μας, που τον καταπιέζουν οι άνομοι Πέρσες. Όσοι, μάλιστα, Γεωργιανοί είναι αστερέωτοι στην ορθή πίστη, σαγηνεύονται από την πυρολατρία. Μα και οι κατακτητές αναγκάζουν με κάθε τρόπο τους χριστιανούς να προσκυνούν την άλογη φωτιά. Όπως, λοιπόν, κάποτε οι άγιοι Τρεις Παίδες, ριγμένοι μέσα στο χαλδαϊκό καμίνι, εξουδετέρωσαν τη δύναμη της φωτιάς με την προσευχή τους, έτσι και τώρα εξουδετέρωσε, διάλυσε και αφάνισε με τη δική σου θεόδεκτη προσευχή τους δαιμονικούς λογισμούς και τις θεομίσητες πράξεις των διωκτών του χριστιανισμού.
- Γνωρίζω, τίμιε δέσποτα, αποκρίθηκε ο Σίω, ότι με ένθεο ζήλο και άγια τόλμη έσβησες τις φωτιές των περσικών βωμών. Εύχομαι να σε δυναμώσει ο Κύριος με τη χάρη Του, ώστε να σβήσεις κι εκείνη την αόρατη φωτιά, που θ’ ανάψει ο διάβολος για να σε κάψει. Ως σοφός ιεράρχης, ξέρεις ότι «δια πολλών θλίψεων δει ημάς εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού». Μη φοβάσαι όμως! Η θλίψη που σε περιμένει, θα σου εξασφαλίσει το θείο έλεος και την ουράνια μακαριότητα. Ο Θεός βοηθός σου!
Οι δύο άγιοι αγκαλιάστηκαν και αποχαιρετήθηκαν με δάκρυα. Δεν θα ξανάβλεπαν ο ένας τον άλλο στην παρούσα ζωή.
Στο σατράπη
Από τη Μτσχέτα πήγαν κατευθείαν στη Ρέχη. Ο μακάριος Άβιβος παρουσιάστηκε δεμένος στο σατράπη, που είχε αποφασίσει να τον ανακρίνει δημόσια. Έτσι, είχε μαζέψει πολλούς επισκόπους, ιερείς, τοπάρχες και πλήθος λαού. Μπροστά σ’ όλους αυτούς, λοιπόν, ρώτησε τον ιερομάρτυρα:
- Γιατί περιφρόνησες το σάχη μας Χοσρόη, το βασιλιά των βασιλιάδων; Και γιατί θανάτωσες τη θεότητά μας;
-Βασιλιά των βασιλιάδων δεν γνωρίζω άλλον από τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, αποκρίθηκε άφοβα ο επίσκοπος. Όσο για τη φωτιά, που τη λατρεύετε σαν θεότητα, την έσβησα για να διαλύσω τη δαιμονική σας πλάνη. Αφήστε αυτή την πλάνη και πιστέψτε στον μοναδικό και αληθινό Θεό, που δημιούργησε τα σύμπαντα. Στο νόμο Του είναι γραμμένο: «Εγώ ειμί Κύριος ο Θεός σου… Ουκ έσονταί σοι θεοί έτεροι…». «Κύριον τον Θεόν σου φοβηθήση και αυτώ μόνω λατρεύσεις».
- Εγώ σε ρώτησα γιατί θανάτωσες τη θεότητά μας, τον έκοψε ο σατράπης, κι εσύ μας λες να πιστέψουμε στον δικό σου Θεό;
- Θεότητα δεν θανάτωσα, απάντησε ο άγιος. Τη φωτιά μόνο έσβησα, που την έχετε στους ναούς σας και τη λατρεύετε. Μάθε πως η φωτιά δεν είναι θεός, αλλά δημιούργημα του Θεού και ένα από τα τέσσερα στοιχεία του θεόπλαστου κόσμου. Τ’ άλλα τρία είναι η γη, το νερό και ο αέρας (Γη, νερό, αέρας και φωτιά είναι τα τέσσερα στοιχεία του κόσμου, σύμφωνα με τη διδασκαλία του πυθαγορικού φιλοσόφου του 5ου αι. π. Χ. Εμπεδοκλή του Ακραγαντίνου, την οποία υιοθετεί και ο Μέγας Βασίλειος βλ. Εξαήμερος Α’ η’). Εσείς διατηρείτε τη φωτιά ρίχνοντάς της ξύλα, κι εγώ την έσβησα ρίχνοντάς της νερό. Πώς λοιπόν, είναι θεότητα, όταν μάλιστα υποτάσσεται στον άνθρωπο και τον εξυπηρετεί στις καθημερινές του ανάγκες; Απορώ με την ανοησία και την πνευματική σας τυφλότητα....
Το μαρτύριο
Τα προσβλητικά αυτά λόγια εξόργισαν το σατράπη. Διακόπτοντας την ανάκριση, πρόσταξε να μαστιγώσουν τον άγιο αλύπητα. Και όταν είδε με πόση καρτερία σήκωνε το βασανιστήριο, έδωσε εντολή να τον λιθοβολήσουν.
Η εντολή εκτελέστηκε αμέσως. Σε λίγο ο σεπτός ιεράρχης έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου σαν τον άγιο πρωτομάρτυρα Στέφανο.
Το ματωμένο σώμα του το έσυραν με σκοινιά έξω από την πόλη, για να το φάνε τα θηρία και τα αρπακτικά πουλιά. Το φρουρούσαν, πάντως, από μακριά, για να μην έρθουν οι χριστιανοί και το πάρουν.
Οι μέρες περνούσαν και το τίμιο λείψανο ούτε τα άγρια ζώα το άγγιζαν ούτε η φθορά. Σαν είδαν κι απόειδαν οι τύραννοι, το παράτησαν κι έφυγαν. Τότε οι αδελφοί της μονής Σαμτάβρο (=των Αρχόντων), που είχε ιδρυθεί από τον μακάριο Ισίδωρο, μαθητή και αυτόν του οσίου Ιωάννου Ζενταζνέλι, αφού πήραν κρυφά το μαρτυρικό σώμα, το κήδεψαν και το ενταφίασαν με τιμές μέσα στο καθολικό τους.
Η Εκκλησία της Γεωργίας σύντομα συναρίθμησε τον ιερομάρτυρα στη χορεία των αγίων και καθόρισε τον εορτασμό της μνήμης του στις 29 Νοεμβρίου, ημέρα της αθλήσεώς του.
Στα χρόνια του ηγεμόνα Στεφάνου (639 - 663 m.X.), το σεπτό σκήνωμα του αγίου Αβίβου ανακομίσθηκε με επισημότητα από τη μονή Σαμτάβρο στον καθεδρικό ναό της Μτσχέτα και τοποθετήθηκε κάτω από την αγία τράπεζα, όπου αναπαύεται μέχρι σήμερα.
Στα μέσα του 6ου αιώνα μ.Χ. ο σάχης της Περσίας Χοσρόης Α’ (531 - 579 μ.Χ.), γιος και διάδοχος του Καβάλη Α’ (488 – 531 μ.Χ.), εισβάλλοντας στην Καχέτη, που βρισκόταν τότε σε εσωτερική αναστάτωση, κατέκτησε τις περιοχές Ράνι, Μοβακάν και Αλαζάν. Στη συνέχεια στράφηκε εναντίον της Κάρτλης, υποτάσσοντας και τη χώρα αυτή. Τη διοίκηση των επαρχιών την ανέθεσε σε σατράπες (Σατράπης (περσ. Χσαδράπ) λεγόταν ο διοικητής επαρχίας (σατραπείας) του αρχαίου περσικού κράτους). Στους κατοίκους επέβαλε φόρο υποτέλειας. Το χειρότερο όμως είναι ότι θέλησε να εξαφανίσει το χριστιανισμό και να επιβάλει το μαζδαϊσμό. Πρόσταξε, λοιπόν, να χτιστούν σ’ όλες τις πόλεις και τα χωριά πυρολατρικοί ναοί, στους οποίους στήθηκαν βωμοί με άσβεστη φωτιά. Πολλοί χριστιανοί, είτε αναγκασμένοι είτε παρασυρμένοι, αρνήθηκαν τον αληθινό Θεό και δέχτηκαν την περσική πλάνη.
Θείος ζήλος
Ναός πυρολατρικός χτίστηκε και στην πόλη Νεκρέσι, της οποίας επίσκοπος ήταν ο μακάριος Άβιβος, όπως είδαμε στο βίο του οσίου Ιωάννου Ζενταζνέλι. Ο καλός ποιμενάρχης δεν μπορούσε να ανεχθεί τη λατρεία των δαιμόνων στην ίδια του την έδρα. Οπλισμένος, λοιπόν, με θείο ζήλο, πήγε μια μέρα στο ναό, προχώρησε θαρρετά ως το θυσιαστήριο και, ρίχνοντας νερό πάνω στην φλόγα, την έσβησε.
Η γενναία πράξη του επισκόπου έκανε τους χριστιανούς να ενθουσιαστούν και τους πυρολάτρες να μουδιάσουν. Πολλοί Γεωργιανοί, που είχαν πλανηθεί, γύρισαν πάλι στην Εκκλησία του Χριστού.
Από την ημέρα εκείνη ο φιλόθεος ιεράρχης, με το σταυρό στο χέρι, άρχισε να οργώνει την επαρχία του. Περιοδεύοντας ακούραστα σε πόλεις και χωριά, κήρυσσε την αλήθεια, ξερίζωνε την πλάνη, έκανε θαυμαστά σημεία και έσβηνε τους πυρολατρικούς βωμούς. Όλοι οι βουνίσιοι κάτοικοι του Καυκάσου, που είχαν μεταστραφεί στο μαζδαϊσμό, ξανάγιναν χριστιανοί χάρη στα κηρύγματα και τα θαύματά του.
Σε μικρό χρονικό διάστημα ο άγιος επίσκοπος κατόρθωσε όχι μόνο το ποίμνιό του να στερεώσει στην ορθόδοξη πίστη, μα και πολλούς Πέρσες να οδηγήσει στο Χριστό. Αυτό όμως εξαγρίωσε τους κατακτητές.
Σύλληψη
Τον συνέλαβαν, τον μαστίγωσαν αλύπητα και τον έριξαν σε μια σκοτεινή φυλακή. Ύστερα έστειλαν αναφορά στο σατράπη, που έμενε στην πόλη Ρέχη, με την οποία τον ενημέρωσαν για όλα όσα έκανε εναντίον της θρησκείας τους ο άγιος.
Ο σατράπης έστειλε αμέσως στη Νεκρέσι οπλισμένους στρατιώτες με την εντολή να τον φέρουν δεμένο μπροστά του. Έτσι κι έκαναν. Ήρθαν, τον έδεσαν κι έφυγαν, αφήνοντας πίσω τους τους χριστιανούς να κλαίνε και να στενάζουν απαρηγόρητα.
Πηγαίνοντας προς τη Ρέχη, πέρασαν από το χωριό Ικάλτο της ορεινής Καχέτης. Εκεί τους πρόλαβε ένας απεσταλμένος του οσίου Συμεών του Θαυμαστορείτη (βλέπε 24 Μαΐου). Ο Όσιος Συμεών και ο επίσκοπος Άβιβος είχαν παλαιό πνευματικό σύνδεσμο και συχνά αλληλογραφούσαν. Τώρα ο χαρισματούχος Όσιος, γνωρίζοντας τη σύλληψη και προγνωρίζοντας το μαρτύριο του φίλου του, θέλησε να του συμπαρασταθεί. Έστελνε, λοιπόν, στον ιερομάρτυρα το ραβδί του, ως συμβολική ευλογία, κι ένα θερμό γράμμα, παρηγορητικό και ενθαρρυντικό. Διαβάζοντάς το ο μακάριος, ξέσπασε σε δάκρυα. Ουράνια δύναμη και ιερός ενθουσιασμός πλημμύρισαν την ψυχή του.
Φεύγοντας από το Ικάλτο ο άγιος αποχαιρέτησε κλαίγοντας τους κληρικούς του, που είχαν συναχθεί εκεί απ’ όλα τα χωριά της περιοχής για να πάρουν την ευχή του, και τους νουθέτησε κατάλληλα, προτρέποντάς τους να μένουν πιστοί ως το θάνατο στην Ορθοδοξία και να ποιμαίνουν τα λογικά πρόβατα του Χριστού με αυτοθυσία.
Φτάνοντας στην πρωτεύουσα, τη Μτσχέτα, και αντικρίζοντας τον καθεδρικό της ναό, τον «Σβετιτσχόβελ», ένιωσε μιαν απέραντη ψυχική ευφροσύνη και αναφώνησε:
- Κοίτα, μητέρα μου Εκκλησία, το παιδί σου, που το οδηγούν δεμένο στο μαρτύριο!
Και πρόσθεσε μονολογώντας:
- Ετοιμάσου, Άβιβε, να δεχθείς το στεφάνι, που σου ετοιμάζει ο Χριστός, και προχώρα σταθερά στον αθλητικό σου δρόμο.
Στον άγιο Σίω
Στη Μτσχέτα ο άγιος παρακάλεσε τους στρατιώτες να τον οδηγήσουν ως την κοντινή μονή Μγβίμε, για να δει τον Όσιο Σίω (βλέπε 7 Μαΐου), που ζούσε τότε έγκλειστος σ’ ένα σπήλαιο. Οι στρατιώτες, που είχαν εντυπωσιαστεί από την ακτινοβόλα αρετή του, σεβάστηκαν την επιθυμία του.
Σε λίγο οι δύο άγιοι συναντήθηκαν με χαρά και συγκίνηση. Μετά τον αδελφικό τους ασπασμό, άρχισαν να συζητούν πνευματικά. Τέλος, ο ιερός Άβιβος είπε:
- Προσευχήσου, πάτερ Σιώ, στο Θεό για το λαό μας, που τον καταπιέζουν οι άνομοι Πέρσες. Όσοι, μάλιστα, Γεωργιανοί είναι αστερέωτοι στην ορθή πίστη, σαγηνεύονται από την πυρολατρία. Μα και οι κατακτητές αναγκάζουν με κάθε τρόπο τους χριστιανούς να προσκυνούν την άλογη φωτιά. Όπως, λοιπόν, κάποτε οι άγιοι Τρεις Παίδες, ριγμένοι μέσα στο χαλδαϊκό καμίνι, εξουδετέρωσαν τη δύναμη της φωτιάς με την προσευχή τους, έτσι και τώρα εξουδετέρωσε, διάλυσε και αφάνισε με τη δική σου θεόδεκτη προσευχή τους δαιμονικούς λογισμούς και τις θεομίσητες πράξεις των διωκτών του χριστιανισμού.
- Γνωρίζω, τίμιε δέσποτα, αποκρίθηκε ο Σίω, ότι με ένθεο ζήλο και άγια τόλμη έσβησες τις φωτιές των περσικών βωμών. Εύχομαι να σε δυναμώσει ο Κύριος με τη χάρη Του, ώστε να σβήσεις κι εκείνη την αόρατη φωτιά, που θ’ ανάψει ο διάβολος για να σε κάψει. Ως σοφός ιεράρχης, ξέρεις ότι «δια πολλών θλίψεων δει ημάς εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού». Μη φοβάσαι όμως! Η θλίψη που σε περιμένει, θα σου εξασφαλίσει το θείο έλεος και την ουράνια μακαριότητα. Ο Θεός βοηθός σου!
Οι δύο άγιοι αγκαλιάστηκαν και αποχαιρετήθηκαν με δάκρυα. Δεν θα ξανάβλεπαν ο ένας τον άλλο στην παρούσα ζωή.
Στο σατράπη
Από τη Μτσχέτα πήγαν κατευθείαν στη Ρέχη. Ο μακάριος Άβιβος παρουσιάστηκε δεμένος στο σατράπη, που είχε αποφασίσει να τον ανακρίνει δημόσια. Έτσι, είχε μαζέψει πολλούς επισκόπους, ιερείς, τοπάρχες και πλήθος λαού. Μπροστά σ’ όλους αυτούς, λοιπόν, ρώτησε τον ιερομάρτυρα:
- Γιατί περιφρόνησες το σάχη μας Χοσρόη, το βασιλιά των βασιλιάδων; Και γιατί θανάτωσες τη θεότητά μας;
-Βασιλιά των βασιλιάδων δεν γνωρίζω άλλον από τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, αποκρίθηκε άφοβα ο επίσκοπος. Όσο για τη φωτιά, που τη λατρεύετε σαν θεότητα, την έσβησα για να διαλύσω τη δαιμονική σας πλάνη. Αφήστε αυτή την πλάνη και πιστέψτε στον μοναδικό και αληθινό Θεό, που δημιούργησε τα σύμπαντα. Στο νόμο Του είναι γραμμένο: «Εγώ ειμί Κύριος ο Θεός σου… Ουκ έσονταί σοι θεοί έτεροι…». «Κύριον τον Θεόν σου φοβηθήση και αυτώ μόνω λατρεύσεις».
- Εγώ σε ρώτησα γιατί θανάτωσες τη θεότητά μας, τον έκοψε ο σατράπης, κι εσύ μας λες να πιστέψουμε στον δικό σου Θεό;
- Θεότητα δεν θανάτωσα, απάντησε ο άγιος. Τη φωτιά μόνο έσβησα, που την έχετε στους ναούς σας και τη λατρεύετε. Μάθε πως η φωτιά δεν είναι θεός, αλλά δημιούργημα του Θεού και ένα από τα τέσσερα στοιχεία του θεόπλαστου κόσμου. Τ’ άλλα τρία είναι η γη, το νερό και ο αέρας (Γη, νερό, αέρας και φωτιά είναι τα τέσσερα στοιχεία του κόσμου, σύμφωνα με τη διδασκαλία του πυθαγορικού φιλοσόφου του 5ου αι. π. Χ. Εμπεδοκλή του Ακραγαντίνου, την οποία υιοθετεί και ο Μέγας Βασίλειος βλ. Εξαήμερος Α’ η’). Εσείς διατηρείτε τη φωτιά ρίχνοντάς της ξύλα, κι εγώ την έσβησα ρίχνοντάς της νερό. Πώς λοιπόν, είναι θεότητα, όταν μάλιστα υποτάσσεται στον άνθρωπο και τον εξυπηρετεί στις καθημερινές του ανάγκες; Απορώ με την ανοησία και την πνευματική σας τυφλότητα....
Το μαρτύριο
Τα προσβλητικά αυτά λόγια εξόργισαν το σατράπη. Διακόπτοντας την ανάκριση, πρόσταξε να μαστιγώσουν τον άγιο αλύπητα. Και όταν είδε με πόση καρτερία σήκωνε το βασανιστήριο, έδωσε εντολή να τον λιθοβολήσουν.
Η εντολή εκτελέστηκε αμέσως. Σε λίγο ο σεπτός ιεράρχης έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου σαν τον άγιο πρωτομάρτυρα Στέφανο.
Το ματωμένο σώμα του το έσυραν με σκοινιά έξω από την πόλη, για να το φάνε τα θηρία και τα αρπακτικά πουλιά. Το φρουρούσαν, πάντως, από μακριά, για να μην έρθουν οι χριστιανοί και το πάρουν.
Οι μέρες περνούσαν και το τίμιο λείψανο ούτε τα άγρια ζώα το άγγιζαν ούτε η φθορά. Σαν είδαν κι απόειδαν οι τύραννοι, το παράτησαν κι έφυγαν. Τότε οι αδελφοί της μονής Σαμτάβρο (=των Αρχόντων), που είχε ιδρυθεί από τον μακάριο Ισίδωρο, μαθητή και αυτόν του οσίου Ιωάννου Ζενταζνέλι, αφού πήραν κρυφά το μαρτυρικό σώμα, το κήδεψαν και το ενταφίασαν με τιμές μέσα στο καθολικό τους.
Η Εκκλησία της Γεωργίας σύντομα συναρίθμησε τον ιερομάρτυρα στη χορεία των αγίων και καθόρισε τον εορτασμό της μνήμης του στις 29 Νοεμβρίου, ημέρα της αθλήσεώς του.
Στα χρόνια του ηγεμόνα Στεφάνου (639 - 663 m.X.), το σεπτό σκήνωμα του αγίου Αβίβου ανακομίσθηκε με επισημότητα από τη μονή Σαμτάβρο στον καθεδρικό ναό της Μτσχέτα και τοποθετήθηκε κάτω από την αγία τράπεζα, όπου αναπαύεται μέχρι σήμερα.
Όσιος Πιτυρούν
Ο Όσιος Πιτυρούν έκανε μαθητής του Μεγάλου Αντωνίου και πήρε από τις αρετές και τα χαρίσματα εκείνου, η δε εγκράτεια του εικονίζεται κατά τον αυστηρότατο ασκητισμό. Πολλές φορές έμεινε νηστικός εντελώς, χωρίς καθόλου να ζημιωθεί η υγεία του ή να ελαττωθεί η πνευματική αντοχή του και η προθυμία του. Συχνά έλεγαν οι μοναχοί για οράματα, που εμφανίζονταν σ' αυτούς οι δαίμονες. Εκείνος τότε έλεγε: «εγώ φοβάμαι περισσότερα τα δαιμόνια, πού φωλιάζουν την υπερηφάνεια, τη φιλαργυρία, τη φιληδονία και άλλα παρόμοια πάθη. Αυτά είναι τα πιο επικίνδυνα δαιμόνια και πρέπει μεγάλη προσοχή προς αυτά». Ο όσιος Πιτυρούν απεβίωσε ειρηνικά.
Όσιος Νικόλαος Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης
Χωρίς την παράθεση βιογραφικού υπομνήματος γίνεται η αναγραφή του ονόματος του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Νικολάου στο Κωνσταντινουπολιτικό Συναξάριο, καθώς και στα μηναία και τους μεταγενεστέρους εντύπους συναξαριστές, την 29η Νοεμβρίου («Ο ὅσιος πατὴρ ἡμῶν Νικόλαος ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται»).
Σε συγχρόνους επισκοπικούς καταλόγους της Θεσσαλονίκης, η αρχιερατεία του τοποθετείται στο δεύτερο ήμισυ του 2ου αιώνος μ.Χ., και συγκεκριμένα στο έτος 160 μ.Χ., χρονολόγηση που πρότεινε ο μητροπολίτης Αμασείας Ανθιμος Αλεξούδης, χωρίς ωστόσο να έχει στη διάθεσή του κάποια επαρκή στοιχεία.
Σε συγχρόνους επισκοπικούς καταλόγους της Θεσσαλονίκης, η αρχιερατεία του τοποθετείται στο δεύτερο ήμισυ του 2ου αιώνος μ.Χ., και συγκεκριμένα στο έτος 160 μ.Χ., χρονολόγηση που πρότεινε ο μητροπολίτης Αμασείας Ανθιμος Αλεξούδης, χωρίς ωστόσο να έχει στη διάθεσή του κάποια επαρκή στοιχεία.
Άγιος Διονύσιος επίσκοπος Κορίνθου
Ο Άγιος Διονύσιος, ήταν επίσκοπος Κορίνθου και έζησε το δεύτερο αιώνα μ.Χ. (περί το 160 μ.Χ.) στην εποχή του αυτοκράτορα Μάρκου Αυρηλίου. Κατά τον Μελέτιο ο Διονύσιος αυτός, ήταν άνδρας λόγιος, πολυμαθής και θεοσεβής. Μεριμνούσε όχι μόνο για το ποίμνιό του, αλλά και για τις άλλες εκκλησίες με τις οποίες επικοινωνούσε με επιστολές. Αυτή την επικοινωνία ο ιστορικός Ευσέβιος τη χαρακτηρίζει ως θεία διδασκαλία. Λέγεται ότι μαρτύρησε δια ξίφους.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις ὁ Κορίνθου θεῖος ποιμήν καὶ τῆς εὐσεβείας, θεοῤῥήμων ὑφηγητὴς· Χαίροις ὁ ἐκχέας, ὑπὲρ Χριστοῦ τὸ αἷμα, ἀθλητικοῖς ἀγῶσιν, ὢ Διονύσιε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις ὁ Κορίνθου θεῖος ποιμήν καὶ τῆς εὐσεβείας, θεοῤῥήμων ὑφηγητὴς· Χαίροις ὁ ἐκχέας, ὑπὲρ Χριστοῦ τὸ αἷμα, ἀθλητικοῖς ἀγῶσιν, ὢ Διονύσιε.
Άγιος Φιλούμενος
Σήμερα η Εκκλησία μας τιμά τον Άγιο Φιλούμενο, ο οποίος καταγόταν από τη Λυκαονία. Ήταν έμπορος σιτηρών. Καταγγέλθηκε, το 270 μ.Χ., ως χριστιανός στον ηγεμόνα της Άγκυρας Φήλικα. Συνελήφθη και τον παρουσίασαν μπροστά στον ηγεμόνα. Ο Φιλούμενος όμως δεν πτοήθηκε από τις απειλές που δέχθηκε και παρέμεινε πιστός στην μία και αληθινή πίστη του Χριστού. Τον υπέβαλαν σε φρικτά βασανιστήρια, τρυπώντας του τα άκρα με καρφιά. Με αυτό τον μαρτυρικό τρόπο παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Παράμονον μέλψωμεν σὺν Φιλουμένῳ πιστοί, ὡς θείους θεράποντας καὶ ἀθλητὰς εὐκλεεῖς Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· τοῦτον γὰρ φερωνύμως ὡς φιλήσαντας ἄγαν, ᾔσχυναν δι' ἀγώνων παρανόμων τὸ κράτος αἰτοῦντες πταισμάτων λύσιν πᾶσι καὶ ἔλεος.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Παράμονον μέλψωμεν σὺν Φιλουμένῳ πιστοί, ὡς θείους θεράποντας καὶ ἀθλητὰς εὐκλεεῖς Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· τοῦτον γὰρ φερωνύμως ὡς φιλήσαντας ἄγαν, ᾔσχυναν δι' ἀγώνων παρανόμων τὸ κράτος αἰτοῦντες πταισμάτων λύσιν πᾶσι καὶ ἔλεος.
Άγιος Παράμονος και οι Τριακόσιοι Εβδομήντα Μάρτυρες που μαρτύρησαν μαζί μ' αυτόν
Ο Άγιος Παράμονος μαρτύρησε μαζί με άλλους 370 χριστιανούς στα μέσα του 3ου μ.Χ. αιώνα, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Δέκιος, που είχε κάνει πολλούς φόνους χριστιανών. Τότε λοιπόν, κοντά στον ποταμό Τίγρη υπήρχαν ιαματικά λουτρά. Στα λουτρά αυτά είχε πάει και ένας φανατικός λάτρης των ειδώλων, ο άρχων Ακυλίνος. Όταν έκανε θυσίες στο ναό της Ίσιδος, έδωσε διαταγή να συμμετέχουν σ' αυτές ο Παράμονος και άλλοι 370 χριστιανοί, που είχαν συλληφθεί και τους κρατούσαν φυλακισμένους. Όλοι όμως αρνήθηκαν. Και ενώ γίνονταν οι ειδωλολατρικές θυσίες, οι πιστοί του Χριστού έψαλλαν «ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς» (Προς Εφεσίους, ε' 19) στο Σωτήρα τους. Ο Ακυλίνος, εξαγριωμένος από τη στάση τους, διέταξε να τους σκοτώσουν. Όρμησαν εναντίον τους οι στρατιώτες, και κτυπώντας τους με τις λόγχες, καταξέσχισαν τα σώματα τους. Έτσι, μαρτυρικά και ένδοξα παρέδωσαν όλοι τη γενναία ψυχή τους στο στεφανοδότη Χριστό.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Παράμονον μέλψωμεν σὺν Φιλουμένῳ πιστοί, ὡς θείους θεράποντας καὶ ἀθλητὰς εὐκλεεῖς Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· τοῦτον γὰρ φερωνύμως ὡς φιλήσαντας ἄγαν, ᾔσχυναν δι' ἀγώνων παρανόμων τὸ κράτος αἰτοῦντες πταισμάτων λύσιν πᾶσι καὶ ἔλεος.
Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁ Μάρτυς Παράμονος, καρτερικῶς ἐναθλῶν, τοῖς ῥείθροις τοῦ αἵματος, πολυθεΐας πυράν, ἐνθέως κατέσβεσεν· ὅθεν τῶν ἰαμάτων, εἰληφὼς θείαν χάριν, δαίμονας ἀπελαύνει, καὶ νοσήματα παύει αὐτοῦ Χριστὲ πρεσβείαις, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Παράμονον μέλψωμεν σὺν Φιλουμένῳ πιστοί, ὡς θείους θεράποντας καὶ ἀθλητὰς εὐκλεεῖς Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· τοῦτον γὰρ φερωνύμως ὡς φιλήσαντας ἄγαν, ᾔσχυναν δι' ἀγώνων παρανόμων τὸ κράτος αἰτοῦντες πταισμάτων λύσιν πᾶσι καὶ ἔλεος.
Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁ Μάρτυς Παράμονος, καρτερικῶς ἐναθλῶν, τοῖς ῥείθροις τοῦ αἵματος, πολυθεΐας πυράν, ἐνθέως κατέσβεσεν· ὅθεν τῶν ἰαμάτων, εἰληφὼς θείαν χάριν, δαίμονας ἀπελαύνει, καὶ νοσήματα παύει αὐτοῦ Χριστὲ πρεσβείαις, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2018
Όσιος Γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης: Να έχετε πίστη Θεού, ως κόκκον σινάπεως και ότι ζητήσετε ο Θεός θα σας το δώσει.
«Δεν πρέπει παιδιά μου να έχει κανείς αμφιβολίες ούτε δυσπιστίες. Να έχετε πίστη Θεού, ως κόκκον σινάπεως και ότι ζητήσετε ο Θεός θα σας το δώσει. Πάντα η προσευχή στηρίζει. Να μήν φοβόμαστε. Ει ο Θεός μεθ’ ημών, ουδείς καθ’ ημών».
Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής:Όλοι μας μπορούμε να γίνουμε άγιοι!
Αποφασίζομε κάθε πρωί, κάθε στιγμή, ότι από τώρα και στο εξής δεν θα υποδουλωθούμε στα πάθη.
Ναι, αλλά τα πάθη δεν αφορίζονται, δεν εξορκίζονται, για να τους πούμε «φύγετε» και δεν σας θέλομε και να φύγουν, θέλουν τιτανική μάχη και αντίδρασι για να φύγουν. Και αυτό γίνεται όταν νικήση η Χάρις, όχι ο άνθρωπος.
Διότι τα πάθη και οι αρετές είναι υπεράνω της φύσεως μας. Δεν τα πιάνομε, δεν τα ελέγχομε. Αυτά μόνο η θεία Χάρις θα τα διώξη, θα απελάση τα πάθη και θα ελκύση τις αρετές. Πότε όμως; Όταν εμείς επιμένωμε.
Γι’ αυτό ο Ιησούς μας ετόνισε την υπομονή και την επιμονή.
«Εν τη υπομονή ημών κτήσασθε…». Και στις προσευχές ακόμα, λέγει: «κρούετε, ζητείτε, μη εκκακήτε εν ταις προσευχαίς». Και αναφέρει τα παραδείγματα εκείνα, με τα οποία μας ντροπιάζει. Εάν σας ζητήση το παιδί σας ψωμί, θα του δώσετε πέτρα; Και αν σας ζητήση να του δώσετε ψάρι, θα του δώσετε φίδι; Εάν εσείς πού είστε πονηροί, δίδετε αγαθά δόματα στα παιδιά σας, ο Ουράνιος Πατήρ δεν θα δώση Πνεύμα Άγιο εις εκείνους πού το ζητούν; Και «υπέρ εκ περισσού ων αιτούμεθα ή νοούμεν» θα δώση.
Είναι αδύνατο να καταργηθούν οι θείες αυτές υποσχέσεις. Ο Ιησούς μας λέγει ότι, «ο ουρανός και η γη παρελεύσονται οι δε λόγοι μου ου μη παρέλθωσι».
Γι’ αυτό τον σκοπό ήλθε ο Υιός του Θεού στην γη. Δεν είχε ανάγκη ο Θεός Λόγος να υποστή την «κένωσι» ει μη μόνο για την επιστροφή του ανθρώπου στους κόλπους της θείας αγάπης. Αυτή είναι η «καινή κτίσις» πού είναι ανωτέρα της προηγουμένης.
Υπάρχει και ένα άλλο μυστήριο ακόμα πού μας παρέδωσαν οι Πατέρες μας, το οποίο πρέπει οπωσδήποτε να ξέρετε. Το μυστήριο είναι τούτο. Πολλές φορές, ενώ τα πράγματα πάνε καλά, η ίδια η Χάρις αφήνει τον πειρασμό· και διευκρινίζω καλύτερα. Η Χάρις δεν δημιουργεί ποτέ πειρασμό. Αλλοίμονο, είναι βλάσφημο να το πή κανείς. Δεν πηγάζει από το φως σκότος, ποτέ.
Και εξηγούμαι σαφέστερα. Εγώ επιμένω αγωνιζόμενος εναντίον ενός πάθους πού με ενοχλεί· κατά της κακής έξεως πού με πιέζει· θέλω να φύγη· παρακαλώ τον Θεό να μου δώση εκείνο πού μου χρειάζεται. Ο Θεός μέσα στην πανσωστική του πρόνοια, πού περικλείει τα πάντα, βλέπει ότι δεν είναι ώρα να το δώση.
Η ίδια η Χάρις, ενώ έπρεπε να λειτουργήση και να κάνη αυτό το πράγμα, δεν το κάνει. Δεν το κάνει για τον λόγο πού ξέρει, επειδή ο Θεός είναι ανενδεής και οι τρόποι πού επεμβαίνει είναι Θεοπρεπείς, και ότι κάνει ο Θεός είναι παντέλειο. Ότι κάνει ο Θεός δεν είναι μερικό, είναι γενικό. Επομένως στην γενικότητα αυτή χρειάζεται ο χρόνος. Διότι μαζί με την περίστασι, ο Θεός περικλείει πολλά μαζί. Χρειάζεται υπομονή, ούτως ώστε να ετοιμασθούν και τα πρόσωπα και οι παράγοντες και οι τόποι και ο χρόνος και ακόμα και αυτή η ιδιοσυγκρασία. Και τότε έρχεται και το τελειώνει, το φέρει εις πέρας.
Υπάρχουν και άλλες πτυχές πάνω στο ίδιο θέμα πού μας παρέδωσαν οι Πατέρες. Πολλές φορές προλαμβάνει η Χάρις και δίδει ένα κανόνα και αφήνει τον άνθρωπο αβοήθητο σε μια περίστασι, για να τον σώση από ένα επερχόμενο πειρασμό τον οποίο ξέρει ο Θεός ότι θα επάθαινε μέσα στην απειρία και στην ατέλεια του.Είναι τόσα τα μυστήρια, πού δεν ημπορή να τα γνωρίζη κανείς.
Άλλες φορές η Χάρις προορίζει ένα άνθρωπο για να γίνη οδηγός άλλων και τον πειράζει ιδιαίτερα αυτόν για να τον ετοιμάση, ούτως ώστε στην κατάλληλη στιγμή να είναι από όλες τις απόψεις πεπειραμένος και να δυνηθή να σταθή μέσα στην Εκκλησία και να γίνη φωστήρας, οδηγός και καθοδηγητής των άλλων. Τον δοκιμάζει με ένα άλλο τρόπο μυστηριώδη και ασυνήθιστο. Είδες τι λέει; «Μήπως δεν έχει εξουσία ο κεραμεύς του πηλού; Να κάνη από τον ίδιο πηλό ότι θέλει;»
Έτσι και η Χάρις.
Όλα αυτά μας πείθουν ότι χρειάζεται υπομονή και καρτερία· ουδέποτε μικροψυχία. Εφ’ όσον ο Ιησούς μας λέγει ότι «οι λόγοι μου, ου μη παρέλθωσι», να είστε βέβαιοι ότι κανενός η ελπίδα δεν θα διαψευσθή.
Μόνο οι άνθρωποι ημπορούν να απατήσουν τους άλλους, διότι είναι πεπερασμένοι και έχουν τις γνώσεις τους περιορισμένες. Στον Θεό δεν συμβαίνει το ίδιο. Οτιδήποτε του ζητήσομε και αφορά την σωτηρία μας θα το πάρωμε.
Μου είπε ένας αληθινά πνευματικός άνθρωπος, ότι από την αρχή πού εξεκίνησε, του έδειξε ο Θεός την Χάρι Του και τον έβαλε στον σωστό δρόμο. Μέσα στον αγώνα του τότε, παρεκάλεσε τον Θεό να τον απαλλάξη από μια κατάστασι πού του φαινόταν πολύ δύσκολη και ήταν αδύνατο να αντέξη. Παρ’ όλο πού προσευχήθηκε πολύ δεν είδε καμμιά λύσι στο πρόβλημά του. Επέρασαν σαράντα δύο χρόνια· και τότε του είπε καθαρά η Χάρις: «θυμάσαι, πού με παρεκάλεσες να σου αποκαλύψω το θέλημα μου για εκείνο το πράγμα; Αυτό είναι πού έκανες τώρα».
Και αυτός απάντησε: «Και εάν δεν έκανα έτσι τόσα χρόνια και έκανα αλλοιώς;» Και απεκρίθη η Χάρις: «θα εχάνεσο».
Έτσι είναι τα μυστήρια, γι’ αυτό χρειάζεται να κάνωμε υπομονή.
Στο βίο του Αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ, κάποιος Ρώσσος ωνόματι Μοτοβίλοφ είχε απορία, τι σημαίνει Χάρις. Και ενώ είχε αυτή την απορία και προσευχόταν, ο Θεός δεν του έδειξε τίποτε. Τελικά αυτός το εξέχασε. Όταν επέρασαν είκοσι πέντε χρόνια, τον εφώναξε ο Άγιος Σεραφείμ και του λέγει: «Έλα εδώ τώρα να ιδής αυτό πού εζήτησες πριν τόσα χρόνια. Ο Θεός αργεί αλλά δεν ξεχνά». Όταν θέλωμε να σωθούμε αγωνιζόμεθα να αποβάλωμε τα πάθη μας και επιθυμούμε διακαώς να κατοικήση μέσα μας η Χάρις του Αγίου Πνεύματος και να μας δείξη αυτή τι θέλει να κάνωμε. Είναι αυτό πού μας είπε ο Ιησούς μας; «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν των ουρανών» και τα υπόλοιπα «προστεθήσεται υμίν». Όταν εμείς ορθοποδούμε, θα επιτύχωμε περισσότερο από ότι υπολογίσαμε.
Επομένως να μένετε πιστοί στις καλές σας αποφάσεις έστω και αν χιλιάκις επιχειρήσετε και δεν επιτύχετε. Μη νομίζετε ότι άλλαξε κάτι. Ούτε εμείς αλλάξαμε, ούτε ο Θεός, ούτε φυσικά και ο διάβολος. Το «αιτείτε και λήψεσθε» είναι πραγματικότης. Εφ’ όσον αιτήσαμε θα λάβωμε, εφ’ όσον εζητήσαμε θα μας δώσουν, εφ’ όσον εκρούσαμε θα μας ανοίξουν. Ο ήλιος είναι δυνατό να μην ανατείλη, αλλά εμείς δεν είναι δυνατό να αποτύχωμε.Δεν είναι τυχαίο, το ότι μας εκάλεσε ο Θεός να τον ακολουθήσωμε.
Ποιος μας έφερε εδώ; Ποιος μας ενίσχυσε να αρνηθούμε την φύσι και να γίνωμε περίγελως του κόσμου και να είμεθα αυτοεξόριστοι;
Και όχι μόνο τούτο, αλλά να στενάζωμε μήπως γλυστρίσωμε και ξεφύγωμε λίγο από την εγκράτεια· μήπως κοιμηθήκαμε λίγο περισσότερο· μήπως αποφύγαμε τον κόπο· μήπως εξεφύγαμε λίγο από την υπακοή. Γι’ αυτά στενάζομε. Αυτά είναι η ενεργός Χάρις του Αγίου ΙΙνεύματος πού ευρίσκεται μαζί μας και μας πείθει και μας πληροφορεί. Αυτά είναι πραγματικότης όχι λόγια λαλούμενα, λόγια αφηρημένα. Κρατούμε στα χέρια μας τις αποδείξεις της ελεημοσύνης του Χριστού. «Το μείζον» το έδωσε. Δεν θα δώσει το ελάχιστον; «Έτι αμαρτωλών όντων ημών, υπέρ ημών απέθανε».
Εάν αυτός εσταυρώθη και δια του Σταυρού κατήργησε την αμαρτία και εσφράγισε το διαβατήριο της εισόδου μας στην ζωή παρέχοντας και την άφεσι των αμαρτιών μας, τώρα απομένει σε μας να κάνωμε λίγη υπομονή. Να μην γυρίσουμε πίσω, αλλά να αναμένωμε ως δούλοι τον Κύριο μας «πότε αναλύσει εκ των γάμων». Και θα αναλύση και θα φωνάξη τον καθένα· και θα απαντήσωμε και εμείς με καύχημα. «Παρόντες, Κύριε, εδώ είμεθα. Αφ’ ης στιγμής μας εκάλεσες, αναμέναμε πότε θα έλθης να μας δώσης την επαγγελία».
Οπόταν θα ακούσωμε το: «Ευ, δούλοι αγαθοί και πιστοί». Αυτές είναι πραγματικότητες. Αυτά τα ζήτε και θα τα ζήσετε ακόμη περισσότερο, εάν δώσετε περισσότερη σπουδή στην μελέτη και γενικά στην πνευματική εργασία. Να κάνετε την διακονία σας με λεπτομέρεια και υπακοή. Να βλέπετε στο πρόσωπο του Γέροντα την πραγματική παρουσία του θείου θελήματος. Ο καθένας να σκέπτεται ότι ζή ο εαυτός του, και ο Χριστός.Μόλις τελειώσετε την διακονία σας να είστε χαρούμενοι· μεταξύ σας όχι σκυθρωποί και να μην αποφεύγετε ο ένας τον άλλο. Να είσθε ευγενικοί και πρόθυμοι. Μην ομίλητε όμως άσκοπα. Από την πολυλογία «ουκ εκφεύξεταί τις αμαρτίαν».
Λέγει ο σοφός Σειράχ: «Μεταξύ αρμών λίθων πύγνηται πάσσαλος και μεταξύ πράσεως και αγορασμού εμφωλεύει αμαρτία». Πράσις και αγορασμός κατά τους Πατέρας είναι το «δούναι και λαβείν». Να ακούσω και να ακούσης. Μα αυτά είναι για μας; Αυτά είναι για τους αργόσχολους του κόσμου τούτου, πού ομιλούν περί ανέμων και υδάτων. Εμείς ποια σχέσι έχομε με τον κόσμο τούτο; Για μας είναι τα μυστήρια της Βασιλείας του Θεού. Εκείνα μας απασχολούν. Εμάς μας απασχολεί ο ουρανός. Άνω σχώμεν τάς καρδίας. Πού; Εκεί «όπου, υπέρ ημών εισήλθεν Ιησούς, εις τα Άγια αιωνίαν λύτρωσιν ευράμενος»Εκεί, στο ουράνιο καταπέτασμα, εκεί να αποβλέπωμε, εκεί είναι η πατρίδα μας. «Ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν». Είμαστε Ουρανοπολίται. «Μνήσθητι της βασιλείας των ουρανών ίνα η επιθυμία αυτής κατά μικρόν – μικρόν ελκύση σε», λέγει ο Αββάς Ησαΐας.
Και αυτή η μνήμη αυξάνει μέσα μας τον ζήλο. Έτσι προχωρούμε «αφορώντες εις τον της πίστεως αρχηγόν και τελειωτήν Ιησούν», το κέντρο της αγάπης μας, πού μας εκάλεσε και μας έδωσε την οσμή της ευωδιάς της κλήσεως Του και μας έβαλε στον δρόμο των Αγίων.
Ναι, αλλά τα πάθη δεν αφορίζονται, δεν εξορκίζονται, για να τους πούμε «φύγετε» και δεν σας θέλομε και να φύγουν, θέλουν τιτανική μάχη και αντίδρασι για να φύγουν. Και αυτό γίνεται όταν νικήση η Χάρις, όχι ο άνθρωπος.
Διότι τα πάθη και οι αρετές είναι υπεράνω της φύσεως μας. Δεν τα πιάνομε, δεν τα ελέγχομε. Αυτά μόνο η θεία Χάρις θα τα διώξη, θα απελάση τα πάθη και θα ελκύση τις αρετές. Πότε όμως; Όταν εμείς επιμένωμε.
Γι’ αυτό ο Ιησούς μας ετόνισε την υπομονή και την επιμονή.
«Εν τη υπομονή ημών κτήσασθε…». Και στις προσευχές ακόμα, λέγει: «κρούετε, ζητείτε, μη εκκακήτε εν ταις προσευχαίς». Και αναφέρει τα παραδείγματα εκείνα, με τα οποία μας ντροπιάζει. Εάν σας ζητήση το παιδί σας ψωμί, θα του δώσετε πέτρα; Και αν σας ζητήση να του δώσετε ψάρι, θα του δώσετε φίδι; Εάν εσείς πού είστε πονηροί, δίδετε αγαθά δόματα στα παιδιά σας, ο Ουράνιος Πατήρ δεν θα δώση Πνεύμα Άγιο εις εκείνους πού το ζητούν; Και «υπέρ εκ περισσού ων αιτούμεθα ή νοούμεν» θα δώση.
Είναι αδύνατο να καταργηθούν οι θείες αυτές υποσχέσεις. Ο Ιησούς μας λέγει ότι, «ο ουρανός και η γη παρελεύσονται οι δε λόγοι μου ου μη παρέλθωσι».
Γι’ αυτό τον σκοπό ήλθε ο Υιός του Θεού στην γη. Δεν είχε ανάγκη ο Θεός Λόγος να υποστή την «κένωσι» ει μη μόνο για την επιστροφή του ανθρώπου στους κόλπους της θείας αγάπης. Αυτή είναι η «καινή κτίσις» πού είναι ανωτέρα της προηγουμένης.
Υπάρχει και ένα άλλο μυστήριο ακόμα πού μας παρέδωσαν οι Πατέρες μας, το οποίο πρέπει οπωσδήποτε να ξέρετε. Το μυστήριο είναι τούτο. Πολλές φορές, ενώ τα πράγματα πάνε καλά, η ίδια η Χάρις αφήνει τον πειρασμό· και διευκρινίζω καλύτερα. Η Χάρις δεν δημιουργεί ποτέ πειρασμό. Αλλοίμονο, είναι βλάσφημο να το πή κανείς. Δεν πηγάζει από το φως σκότος, ποτέ.
Και εξηγούμαι σαφέστερα. Εγώ επιμένω αγωνιζόμενος εναντίον ενός πάθους πού με ενοχλεί· κατά της κακής έξεως πού με πιέζει· θέλω να φύγη· παρακαλώ τον Θεό να μου δώση εκείνο πού μου χρειάζεται. Ο Θεός μέσα στην πανσωστική του πρόνοια, πού περικλείει τα πάντα, βλέπει ότι δεν είναι ώρα να το δώση.
Η ίδια η Χάρις, ενώ έπρεπε να λειτουργήση και να κάνη αυτό το πράγμα, δεν το κάνει. Δεν το κάνει για τον λόγο πού ξέρει, επειδή ο Θεός είναι ανενδεής και οι τρόποι πού επεμβαίνει είναι Θεοπρεπείς, και ότι κάνει ο Θεός είναι παντέλειο. Ότι κάνει ο Θεός δεν είναι μερικό, είναι γενικό. Επομένως στην γενικότητα αυτή χρειάζεται ο χρόνος. Διότι μαζί με την περίστασι, ο Θεός περικλείει πολλά μαζί. Χρειάζεται υπομονή, ούτως ώστε να ετοιμασθούν και τα πρόσωπα και οι παράγοντες και οι τόποι και ο χρόνος και ακόμα και αυτή η ιδιοσυγκρασία. Και τότε έρχεται και το τελειώνει, το φέρει εις πέρας.
Υπάρχουν και άλλες πτυχές πάνω στο ίδιο θέμα πού μας παρέδωσαν οι Πατέρες. Πολλές φορές προλαμβάνει η Χάρις και δίδει ένα κανόνα και αφήνει τον άνθρωπο αβοήθητο σε μια περίστασι, για να τον σώση από ένα επερχόμενο πειρασμό τον οποίο ξέρει ο Θεός ότι θα επάθαινε μέσα στην απειρία και στην ατέλεια του.Είναι τόσα τα μυστήρια, πού δεν ημπορή να τα γνωρίζη κανείς.
Άλλες φορές η Χάρις προορίζει ένα άνθρωπο για να γίνη οδηγός άλλων και τον πειράζει ιδιαίτερα αυτόν για να τον ετοιμάση, ούτως ώστε στην κατάλληλη στιγμή να είναι από όλες τις απόψεις πεπειραμένος και να δυνηθή να σταθή μέσα στην Εκκλησία και να γίνη φωστήρας, οδηγός και καθοδηγητής των άλλων. Τον δοκιμάζει με ένα άλλο τρόπο μυστηριώδη και ασυνήθιστο. Είδες τι λέει; «Μήπως δεν έχει εξουσία ο κεραμεύς του πηλού; Να κάνη από τον ίδιο πηλό ότι θέλει;»
Έτσι και η Χάρις.
Όλα αυτά μας πείθουν ότι χρειάζεται υπομονή και καρτερία· ουδέποτε μικροψυχία. Εφ’ όσον ο Ιησούς μας λέγει ότι «οι λόγοι μου, ου μη παρέλθωσι», να είστε βέβαιοι ότι κανενός η ελπίδα δεν θα διαψευσθή.
Μόνο οι άνθρωποι ημπορούν να απατήσουν τους άλλους, διότι είναι πεπερασμένοι και έχουν τις γνώσεις τους περιορισμένες. Στον Θεό δεν συμβαίνει το ίδιο. Οτιδήποτε του ζητήσομε και αφορά την σωτηρία μας θα το πάρωμε.
Μου είπε ένας αληθινά πνευματικός άνθρωπος, ότι από την αρχή πού εξεκίνησε, του έδειξε ο Θεός την Χάρι Του και τον έβαλε στον σωστό δρόμο. Μέσα στον αγώνα του τότε, παρεκάλεσε τον Θεό να τον απαλλάξη από μια κατάστασι πού του φαινόταν πολύ δύσκολη και ήταν αδύνατο να αντέξη. Παρ’ όλο πού προσευχήθηκε πολύ δεν είδε καμμιά λύσι στο πρόβλημά του. Επέρασαν σαράντα δύο χρόνια· και τότε του είπε καθαρά η Χάρις: «θυμάσαι, πού με παρεκάλεσες να σου αποκαλύψω το θέλημα μου για εκείνο το πράγμα; Αυτό είναι πού έκανες τώρα».
Και αυτός απάντησε: «Και εάν δεν έκανα έτσι τόσα χρόνια και έκανα αλλοιώς;» Και απεκρίθη η Χάρις: «θα εχάνεσο».
Έτσι είναι τα μυστήρια, γι’ αυτό χρειάζεται να κάνωμε υπομονή.
Στο βίο του Αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ, κάποιος Ρώσσος ωνόματι Μοτοβίλοφ είχε απορία, τι σημαίνει Χάρις. Και ενώ είχε αυτή την απορία και προσευχόταν, ο Θεός δεν του έδειξε τίποτε. Τελικά αυτός το εξέχασε. Όταν επέρασαν είκοσι πέντε χρόνια, τον εφώναξε ο Άγιος Σεραφείμ και του λέγει: «Έλα εδώ τώρα να ιδής αυτό πού εζήτησες πριν τόσα χρόνια. Ο Θεός αργεί αλλά δεν ξεχνά». Όταν θέλωμε να σωθούμε αγωνιζόμεθα να αποβάλωμε τα πάθη μας και επιθυμούμε διακαώς να κατοικήση μέσα μας η Χάρις του Αγίου Πνεύματος και να μας δείξη αυτή τι θέλει να κάνωμε. Είναι αυτό πού μας είπε ο Ιησούς μας; «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν των ουρανών» και τα υπόλοιπα «προστεθήσεται υμίν». Όταν εμείς ορθοποδούμε, θα επιτύχωμε περισσότερο από ότι υπολογίσαμε.
Επομένως να μένετε πιστοί στις καλές σας αποφάσεις έστω και αν χιλιάκις επιχειρήσετε και δεν επιτύχετε. Μη νομίζετε ότι άλλαξε κάτι. Ούτε εμείς αλλάξαμε, ούτε ο Θεός, ούτε φυσικά και ο διάβολος. Το «αιτείτε και λήψεσθε» είναι πραγματικότης. Εφ’ όσον αιτήσαμε θα λάβωμε, εφ’ όσον εζητήσαμε θα μας δώσουν, εφ’ όσον εκρούσαμε θα μας ανοίξουν. Ο ήλιος είναι δυνατό να μην ανατείλη, αλλά εμείς δεν είναι δυνατό να αποτύχωμε.Δεν είναι τυχαίο, το ότι μας εκάλεσε ο Θεός να τον ακολουθήσωμε.
Ποιος μας έφερε εδώ; Ποιος μας ενίσχυσε να αρνηθούμε την φύσι και να γίνωμε περίγελως του κόσμου και να είμεθα αυτοεξόριστοι;
Και όχι μόνο τούτο, αλλά να στενάζωμε μήπως γλυστρίσωμε και ξεφύγωμε λίγο από την εγκράτεια· μήπως κοιμηθήκαμε λίγο περισσότερο· μήπως αποφύγαμε τον κόπο· μήπως εξεφύγαμε λίγο από την υπακοή. Γι’ αυτά στενάζομε. Αυτά είναι η ενεργός Χάρις του Αγίου ΙΙνεύματος πού ευρίσκεται μαζί μας και μας πείθει και μας πληροφορεί. Αυτά είναι πραγματικότης όχι λόγια λαλούμενα, λόγια αφηρημένα. Κρατούμε στα χέρια μας τις αποδείξεις της ελεημοσύνης του Χριστού. «Το μείζον» το έδωσε. Δεν θα δώσει το ελάχιστον; «Έτι αμαρτωλών όντων ημών, υπέρ ημών απέθανε».
Εάν αυτός εσταυρώθη και δια του Σταυρού κατήργησε την αμαρτία και εσφράγισε το διαβατήριο της εισόδου μας στην ζωή παρέχοντας και την άφεσι των αμαρτιών μας, τώρα απομένει σε μας να κάνωμε λίγη υπομονή. Να μην γυρίσουμε πίσω, αλλά να αναμένωμε ως δούλοι τον Κύριο μας «πότε αναλύσει εκ των γάμων». Και θα αναλύση και θα φωνάξη τον καθένα· και θα απαντήσωμε και εμείς με καύχημα. «Παρόντες, Κύριε, εδώ είμεθα. Αφ’ ης στιγμής μας εκάλεσες, αναμέναμε πότε θα έλθης να μας δώσης την επαγγελία».
Οπόταν θα ακούσωμε το: «Ευ, δούλοι αγαθοί και πιστοί». Αυτές είναι πραγματικότητες. Αυτά τα ζήτε και θα τα ζήσετε ακόμη περισσότερο, εάν δώσετε περισσότερη σπουδή στην μελέτη και γενικά στην πνευματική εργασία. Να κάνετε την διακονία σας με λεπτομέρεια και υπακοή. Να βλέπετε στο πρόσωπο του Γέροντα την πραγματική παρουσία του θείου θελήματος. Ο καθένας να σκέπτεται ότι ζή ο εαυτός του, και ο Χριστός.Μόλις τελειώσετε την διακονία σας να είστε χαρούμενοι· μεταξύ σας όχι σκυθρωποί και να μην αποφεύγετε ο ένας τον άλλο. Να είσθε ευγενικοί και πρόθυμοι. Μην ομίλητε όμως άσκοπα. Από την πολυλογία «ουκ εκφεύξεταί τις αμαρτίαν».
Λέγει ο σοφός Σειράχ: «Μεταξύ αρμών λίθων πύγνηται πάσσαλος και μεταξύ πράσεως και αγορασμού εμφωλεύει αμαρτία». Πράσις και αγορασμός κατά τους Πατέρας είναι το «δούναι και λαβείν». Να ακούσω και να ακούσης. Μα αυτά είναι για μας; Αυτά είναι για τους αργόσχολους του κόσμου τούτου, πού ομιλούν περί ανέμων και υδάτων. Εμείς ποια σχέσι έχομε με τον κόσμο τούτο; Για μας είναι τα μυστήρια της Βασιλείας του Θεού. Εκείνα μας απασχολούν. Εμάς μας απασχολεί ο ουρανός. Άνω σχώμεν τάς καρδίας. Πού; Εκεί «όπου, υπέρ ημών εισήλθεν Ιησούς, εις τα Άγια αιωνίαν λύτρωσιν ευράμενος»Εκεί, στο ουράνιο καταπέτασμα, εκεί να αποβλέπωμε, εκεί είναι η πατρίδα μας. «Ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν». Είμαστε Ουρανοπολίται. «Μνήσθητι της βασιλείας των ουρανών ίνα η επιθυμία αυτής κατά μικρόν – μικρόν ελκύση σε», λέγει ο Αββάς Ησαΐας.
Και αυτή η μνήμη αυξάνει μέσα μας τον ζήλο. Έτσι προχωρούμε «αφορώντες εις τον της πίστεως αρχηγόν και τελειωτήν Ιησούν», το κέντρο της αγάπης μας, πού μας εκάλεσε και μας έδωσε την οσμή της ευωδιάς της κλήσεως Του και μας έβαλε στον δρόμο των Αγίων.
Άγιοι Μάρτυρες που συμμαρτύρησαν με τον Άγιο Στέφανο τον νέο για τις άγιες εικόνες
Η λύσσα του Κοπρώνυμου και των γύρω του δεν περιορίστηκε μόνο σε ένα θύμα. Μετά τον Στέφανο υπέστησαν βασανισμούς και θανάτους και άλλοι ομολογητές της Ορθοδοξίας.
Έτσι ένας από αυτούς, ο Βασίλειος, τυφλώθηκε από τους δήμιους, εξακολουθώντας να διακηρύττει την Ορθόδοξη πίστη του, και στη συνέχεια τον σκότωσαν με κλωτσιές. Άλλος έπειτα, ο Ιωάννης ο από Λεγαταρίων εξορίστηκε στη Δαφνούσια, όπου και πέθανε από συνεχείς δαρμούς. Άλλοι δε πάλι με άλλο βάρβαρο τρόπο θανατώθηκαν ή εξορίστηκαν και περνούσαν συνεχή μαρτυρική ζωή.
Έτσι ένας από αυτούς, ο Βασίλειος, τυφλώθηκε από τους δήμιους, εξακολουθώντας να διακηρύττει την Ορθόδοξη πίστη του, και στη συνέχεια τον σκότωσαν με κλωτσιές. Άλλος έπειτα, ο Ιωάννης ο από Λεγαταρίων εξορίστηκε στη Δαφνούσια, όπου και πέθανε από συνεχείς δαρμούς. Άλλοι δε πάλι με άλλο βάρβαρο τρόπο θανατώθηκαν ή εξορίστηκαν και περνούσαν συνεχή μαρτυρική ζωή.
Άγιοι Πεντεκαίδεκα Ιερομάρτυρες
Οι άγιοι Πεντεκαίδεκα ιερομάρτυρες, που τιμώνται ιδιαιτέρως και είναι πολιούχοι της πόλεως του Κιλκίς, ανήκουν στην ευρύτερη χορεία των αγίων της Εκκλησίας μας και ειδικότερα των μαρτύρων.
Μάρτυρες η Εκκλησία ονομάζει τους αγωνισαμένους μέχρι ψυχής και αίματος και μαρτυρήσαντας τη δόξη του Χριστού. (άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων).
Μάρτυρας είναι αυτός που υπομένει θεληματικά τον σωματικό θάνατο, προκειμένου να παραμείνει πιστός στην ομολογία της πίστεώς του στον Χριστό.
Η αγία μας Εκκλησία αποκαλεί την ημέρα της εορτής των Μαρτύρων, την ημέρα του θανάτου τους, γενέθλια ημέρα, διότι αυτήν την ημέρα εισήλθαν στεφανηφόροι στην βασιλεία του Θεού.
Γι' αυτό οι πιστοί πανηγυρίζουν και εορτάζουν με χαρά την ημέρα μνήμης της αθλήσεως των μαρτύρων. «Ο θάνατος των μαρτύρων είναι παρηγοριά των πιστών, παρρησία των Εκκλησιών, σύσταση του χριστιανισμού, κατάλυση του θανάτου, απόδειξη της αναστάσεως, γελοιοποίηση των δαιμόνων, κατηγορία του διαβόλου, διδασκαλία της ενάρετης ζωής, παρακίνηση για περιφρόνηση των παρόντων πραγμάτων και οδός για επιθυμία των μελλοντικών αγαθών, παρηγορία για τις θλίψεις που μας έχουν βρει και αιτία για υπομονή, καθώς και ρίζα και πηγή και μητέρα όλων των αγαθών» γράφει ο χρυσορρήμων άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.
Οι προστάτες και πολιούχοι της πόλεως του Κιλκίς Πεντεκαίδεκα Ιερομάρτυρες έζησαν τον 4ο μ.Χ. αιώνα, όταν αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη ήταν ο Ιουλιανός ο Παραβάτης (361 - 363 μ.Χ.). Άγνωστη παραμένει η καταγωγή τους, ενώ το Συναξάρι και το μαρτύριό τους (Πέτρου Βλαχάκου, Θεοφύλακτος Αχρίδος - Οι Δεκαπέντε Μάρτυρες της Τιβεριούπολης, εκδόσεις Ζήτρος) συνέγραψε ο Άγιος Θεοφύλακτος Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος και πάσης Βουλγαρίας (11ος – 12ος μ. Χ. αι.) Στη σύντομη βασιλεία του ο Ιουλιανός προσπάθησε να ανασυγκροτήσει την αυτοκρατορία με βάση τις φιλοσοφικές και ειδωλολατρικές πεποιθήσεις του. Πρωταρχικό μέλημα του Ιουλιανού ήταν η αποκατάσταση και επαναφορά της ειδωλολατρικής θρησκείας.
Άνοιξε ξανά τους ναούς των ειδώλων, επέστρεψε τις περιουσίες τους και άρχισε προσφορά δημοσίων θυσιών. Ταυτόχρονα έλαβε μέτρα κατά των Χριστιανών «των Γαλιλαίων» όπως περιφρονητικά τους αποκαλούσε. Τους απομάκρυνε από τα δημόσια αξιώματα, τους απαγόρευσε να φοιτούν στις διάφορες σχολές, αντικατέστησε τα χριστιανικά σύμβολα με ειδωλολατρικά. Η αρχική του αποτυχία τον εξαγρίωσε αφάνταστα εναντίον των Χριστιανών. Όπως αναφέρει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο Ιουλιανός πρόσταξε τους διοικητές των πόλεων, να συλλαμβάνουν τους Χριστιανούς και αν δεν αρνούνταν το Χριστό, να τους βασανίζουν μέχρι θανάτου. Σύμφωνα με αυτή τη διαταγή, ο τότε άρχοντας της Νίκαιας διέταξε τους χριστιανούς της περιοχής του να αρνηθούν την πίστη τους, διαφορετικά τους περίμεναν ανεκδιήγητα βασανιστήρια και ο θάνατος.
Οι χριστιανοί, όταν τα άκουσαν αυτά, φώναξαν όλοι από κοινού: «Εμείς δεν μπορούμε να αρνηθούμε τον Χριστό, τον αληθινό Θεό και να θυσιάσουμε στα κουφά και άφωνα είδωλα». Αυτό τον γέμισε με πολύ θυμό και ακατάσχετη μανία, και άλλους από αυτούς τους υπέβαλε σε φρικτά βασανιστήρια και θανατώσεις, ενώ πολλοί ξέφυγαν στα όρη και τις ερημιές, κάποιοι διασκορπίσθηκαν σε άλλους τόπους. Ανάμεσα στους τελευταίους ήταν οι Τιμόθεος, Κομάσιος, Ευσέβιος και Θεόδωρος οι οποίοι κατέφυγαν κατ’ αρχάς στην Θεσσαλονίκη. Δεν έμειναν όμως πολύ καιρό και στην πόλη αυτή, λόγω των διωγμών, και κατέφυγαν βόρεια, στην πόλη Στρώμνιτσα, που τότε ονομαζόταν Τιβεριούπολη. Η Στρώμνιτσα βρίσκεται τις υπώρειες της βορειοδυτικής προεκτάσεως της Κερκίνης, στη Βόρεια Μακεδονία, πλησίον εύφορης πεδιάδας και απέχει από τη Θεσσαλονίκη 104 χιλιόμετρα.
Στην αρχαιότητα, στην ίδια θέση βρισκόταν η αρχαία ελληνική πόλη των Παιόνων, που ονομαζόταν Αστραίον ή Αιστραίον ή και Αστέριον. Κατά τον 3ο π.Χ. αιώνα μετονομάσθηκε σε Καλλίπολη. Κατά την βυζαντινή περίοδο η πόλη ονομάζεται Τιβεριούπολη. Έτσι ονομάζεται από τον Άγιο Θεοφύλακτο, Αρχιεπίσκοπο Αχρίδος και πάσης Βουλγαρίας (τέλη του 11ου μ.Χ. αιώνα), σε χρυσόβουλα των Κομνηνών και από βυζαντινούς συγγραφείς κυρίως από τον Νικηφόρο Γρηγορά. Υπό ποιες συνθήκες πήρε την ονομασία αυτή δεν υπάρχει συγκεκριμένη μαρτυρία. Ο καθηγητής Αθανάσιος Αγγελόπουλος στο βιβλίο του «Βόρειος Μακεδονία – Ο Ελληνισμός της Στρωμνίτσης», γράφει ότι η ονομασία έγινε μάλλον επί αυτοκράτορα του Βυζαντίου ονόματι Τιβερίου. Αυτοκράτορες με αυτό το όνομα υπήρξαν δύο. Ο πρώτος βασίλευσε λίγο μετά τον Ιουστινιανό (578 - 582 μ.Χ.) και ο δεύτερος αργότερα (689 - 705 μ.Χ.).
Το πιθανότερο είναι να δόθηκε επί του πρώτου Τιβερίου. Δεν αποκλείει ο καθηγητής το ενδεχόμενο να μετενομάστηκε σε Τιβεριούπολη, λόγω της παραμονής εκεί του Ρωμαίου αυτοκράτορα Τιβερίου (14 - 37 μ.Χ.). Στα χρόνια της Σερβοβουλγαρικής κατοχής της πόλης, η Τιβεριούπολη έλαβε την ονομασία «Στρώμνιτσα». Από τον 11ο μ.Χ. αιώνα έως τον 13ο μ.Χ. αιώνα η πόλη καθίσταται αντικείμενο έριδος μεταξύ Βυζαντινών και Βουλγάρων, ως παραμεθόριο κάστρο, και τότε ονομάστηκε προφανώς Στρώμνιτσα. Η ονομασία αυτή προήλθε από τον ποταμό Στρυμώνα ο οποίος ονομάζεται από τους Βουλγάρους «Στρούμα».
Την περιοχή της Στρώμνιτσας διαρέει ομώνυμος παραπόταμος του Στρυμώνα, τον οποίο οι Βούλγαροι ονομάζουν «Στρούμιτζα» ή «Στρώμνιτσα». Έτσι διατηρήθηκε η ονομασία Στρώμνιτσα και η πόλη κατοικείται από ανθηρό Ελληνισμό όλη την περίοδο της αιχμαλωσίας του Γένους στους Οθωμανούς ως το 1913 μ.Χ. Στην Τιβεριούπολη, λοιπόν, την κατόπιν Στρώμνιτσα κατέφυγαν οι τέσσερις πρώτοι Ιερομάρτυρες, οι οποίοι, με την αγία ζωή τους και την φλογερή διδασκαλία τους «έσπειραν τον σπόρο του θείου λόγου στα χωράφια των ψυχών και δημιούργησαν με επιμέλεια για τον Χριστό ένα εύφορο και καλλιεργημένο χωράφι, γεμάτο στάχυα» (Άγιος Θεοφύλακτος).
Ο άγιος βίος και η χαριτόβρυτος πολιτεία τους είλκυσε και άλλους έντεκα ιερείς και μοναχούς της Τιβεριούπολης, απαρτίζοντας «την Τρίτη πεντάδα» των πιστών δούλων και εργατών του αμπελώνος Χριστού. Τα ονόματα των αγίων είναι: Τιμόθεος, και Θεόδωρος επίσκοποι (Ο Θεόδωρος είναι ένας από τους 318 θεοφόρους πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, ενώ ο Τιμόθεος κατέστη επίσκοπος Τιβεριουπόλεως), Πέτρος, Ιωάννης, Σέργιος, Θεόδωρος, Νικοφόρος οι ιερείς, Βασίλειος και Θωμάς διάκονοι, Ιερόθεος, Δανιήλ, Χαρίτων, Σωκράτης, Κομάσιος και Ευσέβιος οι μοναχοί. Όλοι μαζί οι άγιοι ζούσαν αγγελική ζωή, φώτιζαν τις ψυχές των ανθρώπων, ήλεγχαν την πλάνη των ειδώλων στην Τιβεριούπολη και την ευρύτερη περιοχή ενώ έλαβαν από τον μισθαποδότη Κύριο και το χάρισμα της θαυματουργίας, και μάλιστα των ιάσεων.
Η ιεραποστολική και χριστιανική δράση των Δεκαπέντε εργατών του Ευαγγελίου διαδόθηκε «επί πτερύγων ανέμων» και έφτασε ως την Θεσσαλονίκη. Εκεί ήταν διοικητές ο Ουάλλης και ο Φίλιππος, φανατικοί ειδωλολάτρες, τυφλά όργανα του δυσσεβούς Ιουλιανού. Ακούγοντας οι δυο την δράση των αγίων, έσπευσαν στην Τιβεριούπολη, τους συνέλαβαν και τους προσήγαγαν σε δημόσια δίκη. Εκεί τους επιτίμησαν και τους κατηγόρησαν ότι περιφρονούν τα διατάγματα του βασιλέως και πιστεύουν ως Θεό αυτόν που σταυρώθηκε με ληστές. Οι άγιοι, χωρίς δισταγμό και με θάρρος στον αληθινό Θεό, ομολόγησαν την πίστη τους, διαλαλώντας το αποστολικό «ουδείς ημάς χωρίσει της αγάπης του Χριστού», αποδεικνύοντας ταυτόχρονα το άλογον της ειδωλολατρίας. Μάλιστα, η πειστικότητα των επιχειρημάτων τους ήταν τέτοια, ώστε οι δυο τύραννοι τους διέκοψαν τον ειρμό του λόγου τους λέγοντας τους «ομολογείτε τους αθανάτους θεούς ή όχι;». «Ποτέ» είπαν οι μάρτυρες «δεν θα θυσιάσουμε στους δαίμονες και τα είδωλά τους, αφού ο Χριστός ο Θεός μας απάλλαξε από τη δουλεία των δαιμόνων».
Η γενναία απάντησή τους εξόργισε τους δυο διοικητές που αποφάσισαν την με ξίφος θανάτωση των αγίων. Ξεκίνησαν λοιπόν με χαρά και αγαλλίαση, για τον τόπο του μαρτυρίου τους, όπου και έλαβαν τα αμάραντα στέφανα της αθλήσεως τους. Ένας από τους Πεντεκαίδεκα αγίους, ο ιερεύς Πέτρος, «θείω ζήλω πυρωθείς την καρδίαν» φώναξε λίγο προ του μαρτυρίου: «Παραβάτες των έργων και εχθροί της αλήθειας, γιατί χύνετε χωρίς αιτία το αίμα των δικαίων, για τους οποίους δεν αποδείχτηκε τίποτε που ν’ αξίζει τον θάνατο, αλλά μάλλον όλες οι πράξεις τους αξίζουν τιμές και στεφάνια;».
Αυτά τα λόγια μόλις τα άκουσαν οι μιαροί εκείνοι άρχοντες, πρόσταξαν να ξαπλώσουν καταγής τον μάρτυρα και να τον χτυπήσουν με ραβδιά, έπειτα να του κόψουν τα χέρια και τελικά να τον θανατώσουν με ξίφος. Τα χέρια του αγίου τα πέταξαν στα σκυλιά. Ένα από αυτά, το δεξί χέρι έπεσε στα πόδια μιας εκ γενετής τυφλής, η οποία μόλις το αντιλήφθηκε το πήρε στο σπίτι της και το φρόντισε. Και από τη χαρά της για τον ανεκτίμητο θησαυρό που κατείχε, καταφιλούσε το χέρι του μάρτυρα, το αγκάλιαζε, το τοποθετούσε στα μάτια της. Και τότε έγινε το μεγάλο θαύμα του Κυρίου – ανοίξανε τα μάτια της και βρήκε το φως της. Το άγιο αυτό λείψανο, η ευσεβής γυναίκα το εναπέθεσε αργότερα στη Θεσσαλονίκη, στον Ιερό Ναό της καλλινίκου μάρτυρος Αναστασίας, το οποίο όμως αργότερα επέστρεψε στην Στρώμνιτσα.
Μετά την επιστροφή των χριστιανομάχων διοικητών στη Θεσσαλονίκη, οι πιστοί της Τιβεριούπολης πήραν τα ιερά λείψανα των αγίων, τα τοποθέτησαν σε λάρνακες, στις οποίες έγραψαν το όνομα, τη ζωή και το αξίωμά τους. Ήταν 28 Νοεμβρίου του 362 μ. Χ. Αργότερα ανήγειραν και μεγαλοπρεπή ναό, όπου τοποθετήθηκαν οι Δεκαπέντε λάρνακες που αποτέλεσαν πηγή θαυμάτων και ιάσεων, πολλά από τα οποία διασώζει ο βιογράφος τους Άγιος Θεοφύλακτος ώστε όπως γράφει, «να γίνει η Τιβεριούπολη ένας λαμπρός πυρσός, που άπλωνε το φως της πίστης σε άλλες πόλεις και ανακαλούσε από την σκοτεινή πλάνη όσους βρίσκονταν στο πέλαγος της απιστίας».
Δυστυχώς, εξαιτίας βαρβαρικών αλώσεων και καταστροφών τα λείψανα των αγίων χάθηκαν και μόνο το δεξί χέρι του Ιερομάρτυρα Πέτρου διασώθηκε, το οποίο επεστράφη στην Στρώμνιτσα και το κρατούσαν οι ευσεβείς Έλληνες της Στρώμνιτσας ως θησαυρό πολυτίμητο, στους δίσεκτους χρόνους της τουρκικής σκλαβιάς. Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Βαλκανικού Πολέμου, ο ένδοξος ελληνικός στρατός, απελευθερώνει και την Στρώμνιτσα από τον βουλγαρικό ζυγό. Στις 26 Ιουνίου του 1913 μ.Χ. εισέρχεται στην πόλη μια ίλη του ελληνικού ιππικού και την απελευθερώνει. Χαράς ευαγγέλια. Η πόλη πλημμυρισμένη από την κυανόλευκη υποδέχεται τους απελευθερωτές με το «Χριστός Ανέστη».
Δυστυχώς όμως με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου στις 26 Ιουλίου του 1913 μ.Χ. η πόλη επιδικαζόταν στους Βουλγάρους. Το τρομακτικό νέο γνωστοποιείται τηλεγραφικώς στον τότε Μητροπολίτη Στρώμνιτσας Αρσένιο και εκείνος περίλυπος και με δάκρυα στα μάτια το ανακοινώνει στο ποίμνιό του. Τα άδικα και θλιβερά νέα διαδόθηκαν αστραπιαία. Η κατάφωρα άδικη απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων υποχρέωνε τους Στρωμνιτσιώτες να ζήσουν κάτω από το μένος των Βουλγάρων. Αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την αγαπημένη τους πατρίδα και να καταφύγουν στην Ελλάδα, αφού πρώτα κάψουν τα σπίτια και τα ακίνητα υπάρχοντά τους, για να μην βρουν τίποτε οι Βούλγαροι.
Έτσι, ο Ελληνισμός της πανάρχαιας ελληνικής πόλεως Αιστραίον ή Τιβεριουπόλεως ή Στρώμνιτσας εγκατέλειπε κατώδυνος την προγονική του γη. Πολλοί εξ αυτών των προσφύγων Στρωμνιτσιωτών εγκαταστάθηκαν στην ερειπωμένη από τον πόλεμο πόλη του Κιλκίς (περίπου 3.500) την οποία με πολύ ζήλο και αγάπη άρχισαν γρήγορα να την ανοικοδομούν. Άλλοι εγκαταστάθηκαν στην Θεσσαλονίκη. Οι Στρωμνιτσιώτες έφεραν μαζί τους στο Κιλκίς ως ιερά κειμήλια μια παλαιά εικόνα των Πεντεκαίδεκα ιερομαρτύρων, την οποία εναπόθεσαν σ’ έναν παλαιό ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος κοντά στο Κοιμητήριο, τον οποίο μετονόμασαν σε ναό των Πεντεκαίδεκα Ιερομαρτύρων και μια παλιά Εικόνα του Αγίου Δημητρίου, την οποία εναπόθεσαν επίσης σε έναν παλαιό ναό του Αγίου Αθανασίου, που μετονόμασαν και αυτόν σε ναό του Αγίου Δημητρίου λόγω του ότι και στην Στρώμνιτσα υπήρχε ναός προς τιμήν του Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου ο οποίος μάλιστα, ήταν ο Μητροπολιτικός ναός της πόλεως.
Ο μεγαλύτερος θησαυρός όμως που έφεραν από την πατρίδα είναι το ιερό λείψανο, το δεξί χέρι του Ιερομάρτυρα Πέτρου του Πρεσβυτέρου, ενός από τους Πεντεκαίδεκα, το οποίο εναπόθεσαν και αυτό στον μετονομασθέντα ναό. Οι Στρωμνιτσιώτες εγκαταστάθηκαν στο Κιλκίς γύρω από τους δύο προαναφερθέντες ναούς. Το 1967 μ.Χ. με ενέργειες του τότε Μητροπολίτη Πολυανής και Κιλκισίου Χαρίτωνα Συμεωνίδη του Ποντίου, προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδας και προς το αρμόδιο Υπουργείο, καθιερώθηκε με Βασιλικό Διάταγμα της 19ης Ιουλίου 1967 μ.Χ. να εορτάζονται επίσημα ως πολιούχοι της πόλεως Κιλκίς και η ημέρα της γιορτής τους (28 Νοεμβρίου) ως αργία για τον τόπο.
Στα επόμενα χρόνια όμως ο παλαιός ναός έπαθε σημαντικές ζημιές από σεισμούς και γκρεμίσθηκε. Στις 12 Ιουνίου 1977 μ.χ. θεμελιώθηκε ο σημερινός περικαλλής ναός των αγίων, από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Αμβρόσιο Στάμενα, τον μετέπειτα Παροναξίας, ιερατεύοντος του π. Σταματίου Χατζοπούλου. Τα θυρανοίξια του νέου ναού έγιναν στις 27 Νοεμβρίου 1989 μ.Χ., ενώ τα Εγκαίνια στις 21 Οκτωβρίου 1990 μ.Χ. ιερατεύοντος του π. Σταύρου Χριστοφορίδη. Στο νέο πλέον ναό, βρίσκεται θησαυρισμένο και το ιερό λείψανο και η παλαιά εικόνα. Ο ευσεβής λαός του Κιλκίς, κάθε χρόνο στις 28 Νοεμβρίου, τιμά και γεραίρει την μνήμη των πολιούχων κα προστατών του Πεντεκαίδεκα Ιερομαρτύρων.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Τῶν ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ.
Τῇ ἀσκήσει τὴν σάρκα νεκρώσαντες, εὐσεβείας τὸν λόγον κηρύξαντες, καταφρονήσαντες τῶν ἐπιγείων, καὶ Χριστὸν ποθοῦντες σοφοὶ Ἀθληταί, τοῖς τυράννοις γενναιοφρόνως ἀντικατέστητε, καὶ στεφάνοις ἀθλητικοῖς κατεστέφθητε, ἰάσεις τοῖς προσιοῦσιν ἀναπηγάζετε.
Κοντάκιον
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθείς.
Οἱ πεντεκαίδεκα Χριστοῦ Ἀθλοφόροι, τῆς Τιβερίου οἱ στεῤῥοὶ πολιοῦχοι, ὥσπερ ἀστέρες σήμερον ἀνίσχουσι φαιδροί, Τιμόθεος Θεόδωρος, οἱ κλεινοὶ Ἱεράρχαι, Εὐσέβιος Κομάσιος, καὶ ὁ θεῖος Σωκράτης, σὺν τῇ δεκάδι τῶν συναθλητῶν, πᾶσι θαυμάτων, ἀκτίνας πυρσεύοντες.
Κάθισμα
Ἦχος α΄. Τὸν τάφον Σου Σωτήρ.
Μετὰ τὴν α’ Στιχολογίαν
Τριάδος τῆς σεπτῆς, ἡ τριπλὴ πεντὰς θεία, αἰνέσθω παρ’ ἡμῶν, Θεοδώρῳ σὺν ἅμα, ὁ μέγας Τιβέριος, καὶ ὁ θεῖος Κομάσιος, σὺν τοῖς δώδεκα, τῆς Ἐκκλησίας φωστῆρσιν, οἱ πανάριστοι, τῶν σωζομένων ποιμένες, οἱ στύλοι τῆς πίστεως.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Μετὰ τὴν β’ Στιχολογίαν
Οἱ σοφοὶ διδάσκαλοι, τῶν Τιβερίων, τὸν Χριστὸν δοξάσαντες, ἔργοις καὶ λόγοις ἐπὶ γῆς, μεγαλυνέσθωσαν σήμερον, ὡς σωτηρίας ἡμῶν ὄντες πρόξενοι.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Μετὰ τὸν Πολυέλεον
Φωστῆρες ὑπέρλαμπροι τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, τὸν κόσμον ἐφωτίσατε ταῖς διδαχαῖς ὑμῶν, Πατέρες θεόσοφοι· τήξαντες τὰς αἱρέσεις, πάντων τῶν κακοδόξων, σβέσαντες τὰς φλογώδεις, τῶν βλασφήμων συγχύσεις· διὸ ὡς Ἱεράρχαι, Χριστῷ πρεσβεύσατε σωθῆναι ἡμᾶς.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος α΄. Τὸν τάφον Σου Σωτήρ.
Τοὺς Μάρτυρας Χριστοῦ, καὶ στεῤῥοὺς πολιούχους, συνέλθωμεν πιστοί, ἐπαξίως τιμῆσαι, ὡς θύματα ὁλόκληρα, ὡς θυσίας ὡς θύτας Χριστοῦ· οὗτοι Ἄρειον, καὶ παραβάτην εἰς τέλος, κατετρώπωσαν, τοῦ μαρτυρίου τὸ στέφος, λαμπρῶς ἐνδυσάμενοι.
Ὁ Οἶκος
Τοὺς Ἰεράρχας τοὺς σεπτοὺς καὶ θείους ὑποφήτας, τῶν ξένων μυστηρίων Χριστοῦ τῆς παρουσίας, μέλλων ὑμνῆσαι τολμηρῶς, ὁ ἐσκοτισμένος, ἐκ πταισμάτων χαλεπῶν, ψυχήν τε καὶ διάνοιαν, τὴν ἄνωθεν αἰτοῦμαι βοήθειαν, ὅπως ἐγκωμίοις καταστέψω τοὺς Ἁγίους, οὓς ἄνωθεν ἔστεψεν ὁ Κτίστης· διττοὺς γὰρ ἀνδρικῶς ἔῤῥιψαν τοὺς τυράννους, τόν τε Ἄρειον τὸ πρίν, καὶ παραβάτην, ὑφ’ οὗ τὰς ἱερὰς ἐτμήθησαν κάρας, πᾶσι θαυμάτων ἀκτίνας πυρσεύοντες
Μεγαλυνάριον
Τοὺς Ἱερομάρτυρας τοῦ Χριστοῦ, τοὺς πέντε καὶ δέκα, καθαιρέτας τῆς δυσσεβοῦς, πλάνης τῶν εἰδώλων, καὶ τοῦ παραβάτου, δοξολογοῦντες ἀνυμνήσωμεν.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Ὑμνείσθω Τιμόθεός τε σεπτῶς, Κομάσιος ἅμα, καὶ Εὐσέβιος καὶ Θωμᾶς, Δανιὴλ Χαρίτων, σὺν τῷ Ἱεροθέῳ, ὡς τῷ Χριστῷ συστρατευσάμενοι.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Ὑμνείσθωσαν ἔτι πανευλαβῶς, Πέτρος καὶ Σωκράτης, καὶ Θεόδωροι οἱ σεπτοί, σὺν τῷ Βασιλείῳ, Σεργίῳ Νικηφόρῳ, καὶ Ἰωάννη οἱ θεόφρονες.
Μάρτυρες η Εκκλησία ονομάζει τους αγωνισαμένους μέχρι ψυχής και αίματος και μαρτυρήσαντας τη δόξη του Χριστού. (άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων).
Μάρτυρας είναι αυτός που υπομένει θεληματικά τον σωματικό θάνατο, προκειμένου να παραμείνει πιστός στην ομολογία της πίστεώς του στον Χριστό.
Η αγία μας Εκκλησία αποκαλεί την ημέρα της εορτής των Μαρτύρων, την ημέρα του θανάτου τους, γενέθλια ημέρα, διότι αυτήν την ημέρα εισήλθαν στεφανηφόροι στην βασιλεία του Θεού.
Γι' αυτό οι πιστοί πανηγυρίζουν και εορτάζουν με χαρά την ημέρα μνήμης της αθλήσεως των μαρτύρων. «Ο θάνατος των μαρτύρων είναι παρηγοριά των πιστών, παρρησία των Εκκλησιών, σύσταση του χριστιανισμού, κατάλυση του θανάτου, απόδειξη της αναστάσεως, γελοιοποίηση των δαιμόνων, κατηγορία του διαβόλου, διδασκαλία της ενάρετης ζωής, παρακίνηση για περιφρόνηση των παρόντων πραγμάτων και οδός για επιθυμία των μελλοντικών αγαθών, παρηγορία για τις θλίψεις που μας έχουν βρει και αιτία για υπομονή, καθώς και ρίζα και πηγή και μητέρα όλων των αγαθών» γράφει ο χρυσορρήμων άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.
Οι προστάτες και πολιούχοι της πόλεως του Κιλκίς Πεντεκαίδεκα Ιερομάρτυρες έζησαν τον 4ο μ.Χ. αιώνα, όταν αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη ήταν ο Ιουλιανός ο Παραβάτης (361 - 363 μ.Χ.). Άγνωστη παραμένει η καταγωγή τους, ενώ το Συναξάρι και το μαρτύριό τους (Πέτρου Βλαχάκου, Θεοφύλακτος Αχρίδος - Οι Δεκαπέντε Μάρτυρες της Τιβεριούπολης, εκδόσεις Ζήτρος) συνέγραψε ο Άγιος Θεοφύλακτος Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος και πάσης Βουλγαρίας (11ος – 12ος μ. Χ. αι.) Στη σύντομη βασιλεία του ο Ιουλιανός προσπάθησε να ανασυγκροτήσει την αυτοκρατορία με βάση τις φιλοσοφικές και ειδωλολατρικές πεποιθήσεις του. Πρωταρχικό μέλημα του Ιουλιανού ήταν η αποκατάσταση και επαναφορά της ειδωλολατρικής θρησκείας.
Άνοιξε ξανά τους ναούς των ειδώλων, επέστρεψε τις περιουσίες τους και άρχισε προσφορά δημοσίων θυσιών. Ταυτόχρονα έλαβε μέτρα κατά των Χριστιανών «των Γαλιλαίων» όπως περιφρονητικά τους αποκαλούσε. Τους απομάκρυνε από τα δημόσια αξιώματα, τους απαγόρευσε να φοιτούν στις διάφορες σχολές, αντικατέστησε τα χριστιανικά σύμβολα με ειδωλολατρικά. Η αρχική του αποτυχία τον εξαγρίωσε αφάνταστα εναντίον των Χριστιανών. Όπως αναφέρει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο Ιουλιανός πρόσταξε τους διοικητές των πόλεων, να συλλαμβάνουν τους Χριστιανούς και αν δεν αρνούνταν το Χριστό, να τους βασανίζουν μέχρι θανάτου. Σύμφωνα με αυτή τη διαταγή, ο τότε άρχοντας της Νίκαιας διέταξε τους χριστιανούς της περιοχής του να αρνηθούν την πίστη τους, διαφορετικά τους περίμεναν ανεκδιήγητα βασανιστήρια και ο θάνατος.
Οι χριστιανοί, όταν τα άκουσαν αυτά, φώναξαν όλοι από κοινού: «Εμείς δεν μπορούμε να αρνηθούμε τον Χριστό, τον αληθινό Θεό και να θυσιάσουμε στα κουφά και άφωνα είδωλα». Αυτό τον γέμισε με πολύ θυμό και ακατάσχετη μανία, και άλλους από αυτούς τους υπέβαλε σε φρικτά βασανιστήρια και θανατώσεις, ενώ πολλοί ξέφυγαν στα όρη και τις ερημιές, κάποιοι διασκορπίσθηκαν σε άλλους τόπους. Ανάμεσα στους τελευταίους ήταν οι Τιμόθεος, Κομάσιος, Ευσέβιος και Θεόδωρος οι οποίοι κατέφυγαν κατ’ αρχάς στην Θεσσαλονίκη. Δεν έμειναν όμως πολύ καιρό και στην πόλη αυτή, λόγω των διωγμών, και κατέφυγαν βόρεια, στην πόλη Στρώμνιτσα, που τότε ονομαζόταν Τιβεριούπολη. Η Στρώμνιτσα βρίσκεται τις υπώρειες της βορειοδυτικής προεκτάσεως της Κερκίνης, στη Βόρεια Μακεδονία, πλησίον εύφορης πεδιάδας και απέχει από τη Θεσσαλονίκη 104 χιλιόμετρα.
Στην αρχαιότητα, στην ίδια θέση βρισκόταν η αρχαία ελληνική πόλη των Παιόνων, που ονομαζόταν Αστραίον ή Αιστραίον ή και Αστέριον. Κατά τον 3ο π.Χ. αιώνα μετονομάσθηκε σε Καλλίπολη. Κατά την βυζαντινή περίοδο η πόλη ονομάζεται Τιβεριούπολη. Έτσι ονομάζεται από τον Άγιο Θεοφύλακτο, Αρχιεπίσκοπο Αχρίδος και πάσης Βουλγαρίας (τέλη του 11ου μ.Χ. αιώνα), σε χρυσόβουλα των Κομνηνών και από βυζαντινούς συγγραφείς κυρίως από τον Νικηφόρο Γρηγορά. Υπό ποιες συνθήκες πήρε την ονομασία αυτή δεν υπάρχει συγκεκριμένη μαρτυρία. Ο καθηγητής Αθανάσιος Αγγελόπουλος στο βιβλίο του «Βόρειος Μακεδονία – Ο Ελληνισμός της Στρωμνίτσης», γράφει ότι η ονομασία έγινε μάλλον επί αυτοκράτορα του Βυζαντίου ονόματι Τιβερίου. Αυτοκράτορες με αυτό το όνομα υπήρξαν δύο. Ο πρώτος βασίλευσε λίγο μετά τον Ιουστινιανό (578 - 582 μ.Χ.) και ο δεύτερος αργότερα (689 - 705 μ.Χ.).
Το πιθανότερο είναι να δόθηκε επί του πρώτου Τιβερίου. Δεν αποκλείει ο καθηγητής το ενδεχόμενο να μετενομάστηκε σε Τιβεριούπολη, λόγω της παραμονής εκεί του Ρωμαίου αυτοκράτορα Τιβερίου (14 - 37 μ.Χ.). Στα χρόνια της Σερβοβουλγαρικής κατοχής της πόλης, η Τιβεριούπολη έλαβε την ονομασία «Στρώμνιτσα». Από τον 11ο μ.Χ. αιώνα έως τον 13ο μ.Χ. αιώνα η πόλη καθίσταται αντικείμενο έριδος μεταξύ Βυζαντινών και Βουλγάρων, ως παραμεθόριο κάστρο, και τότε ονομάστηκε προφανώς Στρώμνιτσα. Η ονομασία αυτή προήλθε από τον ποταμό Στρυμώνα ο οποίος ονομάζεται από τους Βουλγάρους «Στρούμα».
Την περιοχή της Στρώμνιτσας διαρέει ομώνυμος παραπόταμος του Στρυμώνα, τον οποίο οι Βούλγαροι ονομάζουν «Στρούμιτζα» ή «Στρώμνιτσα». Έτσι διατηρήθηκε η ονομασία Στρώμνιτσα και η πόλη κατοικείται από ανθηρό Ελληνισμό όλη την περίοδο της αιχμαλωσίας του Γένους στους Οθωμανούς ως το 1913 μ.Χ. Στην Τιβεριούπολη, λοιπόν, την κατόπιν Στρώμνιτσα κατέφυγαν οι τέσσερις πρώτοι Ιερομάρτυρες, οι οποίοι, με την αγία ζωή τους και την φλογερή διδασκαλία τους «έσπειραν τον σπόρο του θείου λόγου στα χωράφια των ψυχών και δημιούργησαν με επιμέλεια για τον Χριστό ένα εύφορο και καλλιεργημένο χωράφι, γεμάτο στάχυα» (Άγιος Θεοφύλακτος).
Ο άγιος βίος και η χαριτόβρυτος πολιτεία τους είλκυσε και άλλους έντεκα ιερείς και μοναχούς της Τιβεριούπολης, απαρτίζοντας «την Τρίτη πεντάδα» των πιστών δούλων και εργατών του αμπελώνος Χριστού. Τα ονόματα των αγίων είναι: Τιμόθεος, και Θεόδωρος επίσκοποι (Ο Θεόδωρος είναι ένας από τους 318 θεοφόρους πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, ενώ ο Τιμόθεος κατέστη επίσκοπος Τιβεριουπόλεως), Πέτρος, Ιωάννης, Σέργιος, Θεόδωρος, Νικοφόρος οι ιερείς, Βασίλειος και Θωμάς διάκονοι, Ιερόθεος, Δανιήλ, Χαρίτων, Σωκράτης, Κομάσιος και Ευσέβιος οι μοναχοί. Όλοι μαζί οι άγιοι ζούσαν αγγελική ζωή, φώτιζαν τις ψυχές των ανθρώπων, ήλεγχαν την πλάνη των ειδώλων στην Τιβεριούπολη και την ευρύτερη περιοχή ενώ έλαβαν από τον μισθαποδότη Κύριο και το χάρισμα της θαυματουργίας, και μάλιστα των ιάσεων.
Η ιεραποστολική και χριστιανική δράση των Δεκαπέντε εργατών του Ευαγγελίου διαδόθηκε «επί πτερύγων ανέμων» και έφτασε ως την Θεσσαλονίκη. Εκεί ήταν διοικητές ο Ουάλλης και ο Φίλιππος, φανατικοί ειδωλολάτρες, τυφλά όργανα του δυσσεβούς Ιουλιανού. Ακούγοντας οι δυο την δράση των αγίων, έσπευσαν στην Τιβεριούπολη, τους συνέλαβαν και τους προσήγαγαν σε δημόσια δίκη. Εκεί τους επιτίμησαν και τους κατηγόρησαν ότι περιφρονούν τα διατάγματα του βασιλέως και πιστεύουν ως Θεό αυτόν που σταυρώθηκε με ληστές. Οι άγιοι, χωρίς δισταγμό και με θάρρος στον αληθινό Θεό, ομολόγησαν την πίστη τους, διαλαλώντας το αποστολικό «ουδείς ημάς χωρίσει της αγάπης του Χριστού», αποδεικνύοντας ταυτόχρονα το άλογον της ειδωλολατρίας. Μάλιστα, η πειστικότητα των επιχειρημάτων τους ήταν τέτοια, ώστε οι δυο τύραννοι τους διέκοψαν τον ειρμό του λόγου τους λέγοντας τους «ομολογείτε τους αθανάτους θεούς ή όχι;». «Ποτέ» είπαν οι μάρτυρες «δεν θα θυσιάσουμε στους δαίμονες και τα είδωλά τους, αφού ο Χριστός ο Θεός μας απάλλαξε από τη δουλεία των δαιμόνων».
Η γενναία απάντησή τους εξόργισε τους δυο διοικητές που αποφάσισαν την με ξίφος θανάτωση των αγίων. Ξεκίνησαν λοιπόν με χαρά και αγαλλίαση, για τον τόπο του μαρτυρίου τους, όπου και έλαβαν τα αμάραντα στέφανα της αθλήσεως τους. Ένας από τους Πεντεκαίδεκα αγίους, ο ιερεύς Πέτρος, «θείω ζήλω πυρωθείς την καρδίαν» φώναξε λίγο προ του μαρτυρίου: «Παραβάτες των έργων και εχθροί της αλήθειας, γιατί χύνετε χωρίς αιτία το αίμα των δικαίων, για τους οποίους δεν αποδείχτηκε τίποτε που ν’ αξίζει τον θάνατο, αλλά μάλλον όλες οι πράξεις τους αξίζουν τιμές και στεφάνια;».
Αυτά τα λόγια μόλις τα άκουσαν οι μιαροί εκείνοι άρχοντες, πρόσταξαν να ξαπλώσουν καταγής τον μάρτυρα και να τον χτυπήσουν με ραβδιά, έπειτα να του κόψουν τα χέρια και τελικά να τον θανατώσουν με ξίφος. Τα χέρια του αγίου τα πέταξαν στα σκυλιά. Ένα από αυτά, το δεξί χέρι έπεσε στα πόδια μιας εκ γενετής τυφλής, η οποία μόλις το αντιλήφθηκε το πήρε στο σπίτι της και το φρόντισε. Και από τη χαρά της για τον ανεκτίμητο θησαυρό που κατείχε, καταφιλούσε το χέρι του μάρτυρα, το αγκάλιαζε, το τοποθετούσε στα μάτια της. Και τότε έγινε το μεγάλο θαύμα του Κυρίου – ανοίξανε τα μάτια της και βρήκε το φως της. Το άγιο αυτό λείψανο, η ευσεβής γυναίκα το εναπέθεσε αργότερα στη Θεσσαλονίκη, στον Ιερό Ναό της καλλινίκου μάρτυρος Αναστασίας, το οποίο όμως αργότερα επέστρεψε στην Στρώμνιτσα.
Μετά την επιστροφή των χριστιανομάχων διοικητών στη Θεσσαλονίκη, οι πιστοί της Τιβεριούπολης πήραν τα ιερά λείψανα των αγίων, τα τοποθέτησαν σε λάρνακες, στις οποίες έγραψαν το όνομα, τη ζωή και το αξίωμά τους. Ήταν 28 Νοεμβρίου του 362 μ. Χ. Αργότερα ανήγειραν και μεγαλοπρεπή ναό, όπου τοποθετήθηκαν οι Δεκαπέντε λάρνακες που αποτέλεσαν πηγή θαυμάτων και ιάσεων, πολλά από τα οποία διασώζει ο βιογράφος τους Άγιος Θεοφύλακτος ώστε όπως γράφει, «να γίνει η Τιβεριούπολη ένας λαμπρός πυρσός, που άπλωνε το φως της πίστης σε άλλες πόλεις και ανακαλούσε από την σκοτεινή πλάνη όσους βρίσκονταν στο πέλαγος της απιστίας».
Δυστυχώς, εξαιτίας βαρβαρικών αλώσεων και καταστροφών τα λείψανα των αγίων χάθηκαν και μόνο το δεξί χέρι του Ιερομάρτυρα Πέτρου διασώθηκε, το οποίο επεστράφη στην Στρώμνιτσα και το κρατούσαν οι ευσεβείς Έλληνες της Στρώμνιτσας ως θησαυρό πολυτίμητο, στους δίσεκτους χρόνους της τουρκικής σκλαβιάς. Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Βαλκανικού Πολέμου, ο ένδοξος ελληνικός στρατός, απελευθερώνει και την Στρώμνιτσα από τον βουλγαρικό ζυγό. Στις 26 Ιουνίου του 1913 μ.Χ. εισέρχεται στην πόλη μια ίλη του ελληνικού ιππικού και την απελευθερώνει. Χαράς ευαγγέλια. Η πόλη πλημμυρισμένη από την κυανόλευκη υποδέχεται τους απελευθερωτές με το «Χριστός Ανέστη».
Δυστυχώς όμως με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου στις 26 Ιουλίου του 1913 μ.Χ. η πόλη επιδικαζόταν στους Βουλγάρους. Το τρομακτικό νέο γνωστοποιείται τηλεγραφικώς στον τότε Μητροπολίτη Στρώμνιτσας Αρσένιο και εκείνος περίλυπος και με δάκρυα στα μάτια το ανακοινώνει στο ποίμνιό του. Τα άδικα και θλιβερά νέα διαδόθηκαν αστραπιαία. Η κατάφωρα άδικη απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων υποχρέωνε τους Στρωμνιτσιώτες να ζήσουν κάτω από το μένος των Βουλγάρων. Αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την αγαπημένη τους πατρίδα και να καταφύγουν στην Ελλάδα, αφού πρώτα κάψουν τα σπίτια και τα ακίνητα υπάρχοντά τους, για να μην βρουν τίποτε οι Βούλγαροι.
Έτσι, ο Ελληνισμός της πανάρχαιας ελληνικής πόλεως Αιστραίον ή Τιβεριουπόλεως ή Στρώμνιτσας εγκατέλειπε κατώδυνος την προγονική του γη. Πολλοί εξ αυτών των προσφύγων Στρωμνιτσιωτών εγκαταστάθηκαν στην ερειπωμένη από τον πόλεμο πόλη του Κιλκίς (περίπου 3.500) την οποία με πολύ ζήλο και αγάπη άρχισαν γρήγορα να την ανοικοδομούν. Άλλοι εγκαταστάθηκαν στην Θεσσαλονίκη. Οι Στρωμνιτσιώτες έφεραν μαζί τους στο Κιλκίς ως ιερά κειμήλια μια παλαιά εικόνα των Πεντεκαίδεκα ιερομαρτύρων, την οποία εναπόθεσαν σ’ έναν παλαιό ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος κοντά στο Κοιμητήριο, τον οποίο μετονόμασαν σε ναό των Πεντεκαίδεκα Ιερομαρτύρων και μια παλιά Εικόνα του Αγίου Δημητρίου, την οποία εναπόθεσαν επίσης σε έναν παλαιό ναό του Αγίου Αθανασίου, που μετονόμασαν και αυτόν σε ναό του Αγίου Δημητρίου λόγω του ότι και στην Στρώμνιτσα υπήρχε ναός προς τιμήν του Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου ο οποίος μάλιστα, ήταν ο Μητροπολιτικός ναός της πόλεως.
Ο μεγαλύτερος θησαυρός όμως που έφεραν από την πατρίδα είναι το ιερό λείψανο, το δεξί χέρι του Ιερομάρτυρα Πέτρου του Πρεσβυτέρου, ενός από τους Πεντεκαίδεκα, το οποίο εναπόθεσαν και αυτό στον μετονομασθέντα ναό. Οι Στρωμνιτσιώτες εγκαταστάθηκαν στο Κιλκίς γύρω από τους δύο προαναφερθέντες ναούς. Το 1967 μ.Χ. με ενέργειες του τότε Μητροπολίτη Πολυανής και Κιλκισίου Χαρίτωνα Συμεωνίδη του Ποντίου, προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδας και προς το αρμόδιο Υπουργείο, καθιερώθηκε με Βασιλικό Διάταγμα της 19ης Ιουλίου 1967 μ.Χ. να εορτάζονται επίσημα ως πολιούχοι της πόλεως Κιλκίς και η ημέρα της γιορτής τους (28 Νοεμβρίου) ως αργία για τον τόπο.
Στα επόμενα χρόνια όμως ο παλαιός ναός έπαθε σημαντικές ζημιές από σεισμούς και γκρεμίσθηκε. Στις 12 Ιουνίου 1977 μ.χ. θεμελιώθηκε ο σημερινός περικαλλής ναός των αγίων, από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Αμβρόσιο Στάμενα, τον μετέπειτα Παροναξίας, ιερατεύοντος του π. Σταματίου Χατζοπούλου. Τα θυρανοίξια του νέου ναού έγιναν στις 27 Νοεμβρίου 1989 μ.Χ., ενώ τα Εγκαίνια στις 21 Οκτωβρίου 1990 μ.Χ. ιερατεύοντος του π. Σταύρου Χριστοφορίδη. Στο νέο πλέον ναό, βρίσκεται θησαυρισμένο και το ιερό λείψανο και η παλαιά εικόνα. Ο ευσεβής λαός του Κιλκίς, κάθε χρόνο στις 28 Νοεμβρίου, τιμά και γεραίρει την μνήμη των πολιούχων κα προστατών του Πεντεκαίδεκα Ιερομαρτύρων.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Τῶν ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ.
Τῇ ἀσκήσει τὴν σάρκα νεκρώσαντες, εὐσεβείας τὸν λόγον κηρύξαντες, καταφρονήσαντες τῶν ἐπιγείων, καὶ Χριστὸν ποθοῦντες σοφοὶ Ἀθληταί, τοῖς τυράννοις γενναιοφρόνως ἀντικατέστητε, καὶ στεφάνοις ἀθλητικοῖς κατεστέφθητε, ἰάσεις τοῖς προσιοῦσιν ἀναπηγάζετε.
Κοντάκιον
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθείς.
Οἱ πεντεκαίδεκα Χριστοῦ Ἀθλοφόροι, τῆς Τιβερίου οἱ στεῤῥοὶ πολιοῦχοι, ὥσπερ ἀστέρες σήμερον ἀνίσχουσι φαιδροί, Τιμόθεος Θεόδωρος, οἱ κλεινοὶ Ἱεράρχαι, Εὐσέβιος Κομάσιος, καὶ ὁ θεῖος Σωκράτης, σὺν τῇ δεκάδι τῶν συναθλητῶν, πᾶσι θαυμάτων, ἀκτίνας πυρσεύοντες.
Κάθισμα
Ἦχος α΄. Τὸν τάφον Σου Σωτήρ.
Μετὰ τὴν α’ Στιχολογίαν
Τριάδος τῆς σεπτῆς, ἡ τριπλὴ πεντὰς θεία, αἰνέσθω παρ’ ἡμῶν, Θεοδώρῳ σὺν ἅμα, ὁ μέγας Τιβέριος, καὶ ὁ θεῖος Κομάσιος, σὺν τοῖς δώδεκα, τῆς Ἐκκλησίας φωστῆρσιν, οἱ πανάριστοι, τῶν σωζομένων ποιμένες, οἱ στύλοι τῆς πίστεως.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Μετὰ τὴν β’ Στιχολογίαν
Οἱ σοφοὶ διδάσκαλοι, τῶν Τιβερίων, τὸν Χριστὸν δοξάσαντες, ἔργοις καὶ λόγοις ἐπὶ γῆς, μεγαλυνέσθωσαν σήμερον, ὡς σωτηρίας ἡμῶν ὄντες πρόξενοι.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Μετὰ τὸν Πολυέλεον
Φωστῆρες ὑπέρλαμπροι τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, τὸν κόσμον ἐφωτίσατε ταῖς διδαχαῖς ὑμῶν, Πατέρες θεόσοφοι· τήξαντες τὰς αἱρέσεις, πάντων τῶν κακοδόξων, σβέσαντες τὰς φλογώδεις, τῶν βλασφήμων συγχύσεις· διὸ ὡς Ἱεράρχαι, Χριστῷ πρεσβεύσατε σωθῆναι ἡμᾶς.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος α΄. Τὸν τάφον Σου Σωτήρ.
Τοὺς Μάρτυρας Χριστοῦ, καὶ στεῤῥοὺς πολιούχους, συνέλθωμεν πιστοί, ἐπαξίως τιμῆσαι, ὡς θύματα ὁλόκληρα, ὡς θυσίας ὡς θύτας Χριστοῦ· οὗτοι Ἄρειον, καὶ παραβάτην εἰς τέλος, κατετρώπωσαν, τοῦ μαρτυρίου τὸ στέφος, λαμπρῶς ἐνδυσάμενοι.
Ὁ Οἶκος
Τοὺς Ἰεράρχας τοὺς σεπτοὺς καὶ θείους ὑποφήτας, τῶν ξένων μυστηρίων Χριστοῦ τῆς παρουσίας, μέλλων ὑμνῆσαι τολμηρῶς, ὁ ἐσκοτισμένος, ἐκ πταισμάτων χαλεπῶν, ψυχήν τε καὶ διάνοιαν, τὴν ἄνωθεν αἰτοῦμαι βοήθειαν, ὅπως ἐγκωμίοις καταστέψω τοὺς Ἁγίους, οὓς ἄνωθεν ἔστεψεν ὁ Κτίστης· διττοὺς γὰρ ἀνδρικῶς ἔῤῥιψαν τοὺς τυράννους, τόν τε Ἄρειον τὸ πρίν, καὶ παραβάτην, ὑφ’ οὗ τὰς ἱερὰς ἐτμήθησαν κάρας, πᾶσι θαυμάτων ἀκτίνας πυρσεύοντες
Μεγαλυνάριον
Τοὺς Ἱερομάρτυρας τοῦ Χριστοῦ, τοὺς πέντε καὶ δέκα, καθαιρέτας τῆς δυσσεβοῦς, πλάνης τῶν εἰδώλων, καὶ τοῦ παραβάτου, δοξολογοῦντες ἀνυμνήσωμεν.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Ὑμνείσθω Τιμόθεός τε σεπτῶς, Κομάσιος ἅμα, καὶ Εὐσέβιος καὶ Θωμᾶς, Δανιὴλ Χαρίτων, σὺν τῷ Ἱεροθέῳ, ὡς τῷ Χριστῷ συστρατευσάμενοι.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Ὑμνείσθωσαν ἔτι πανευλαβῶς, Πέτρος καὶ Σωκράτης, καὶ Θεόδωροι οἱ σεπτοί, σὺν τῷ Βασιλείῳ, Σεργίῳ Νικηφόρῳ, καὶ Ἰωάννη οἱ θεόφρονες.
Άγιος Ειρήναρχος και οι Επτά Άγιες Γυναίκες
Ο Άγιος Ειρήναρχος έζησε την εποχή του βασιλιά Διοκλητιανού και καταγόταν από την Σεβάστεια. Γεννήθηκε σε οικογένεια ειδωλολατρών και είχε μάθει να αισθάνεται μάλλον απέχθεια προς τους χριστιανούς. Υπηρετούσε τους βασανιστές των χριστιανών στους διωγμούς των. Όμως η συχνή προσέγγιση που είχε με τους μάρτυρες του Χριστού, φώτισε σταδιακά τον Ειρήναρχο. Έβλεπε τους ηρωικούς μάρτυρες πράους αλλά ταυτόχρονα δυνατούς και ακλόνητους εις την πίστη τους τις γυναίκες να υπομένουν τα φρικτά βασανιστήρια με καρτερικότητα και αυταπάρνηση και τους θαύμαζε για το μεγαλείο τους. Η βαθμιαία αυτή μεταβολή στην ψυχή του Ειρηνάρχου κατέληξε στην ομολογία του στο Χριστό, την ώρα που επτά χριστιανές γυναίκες υπέμεναν καρτερικότατα για την πίστη τους, όλες τις τιμωρίες και τα μαρτύρια. Η ομολογία αυτή του στοίχισε το θάνατο, τον οποίο βρήκε δια αποκεφαλισμού και τον οποίο υπέστη με πλήρη αγαλλίαση το 303 μ.Χ.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Εἰρήνης τὸν πρύτανιν, ὁμολογήσας πιστῶς, τῆς πλάνης τὸν τάραχον, κατέλιπες νουνεχῶς, θεόφρον Εἰρήναρχε, ὅθεν δι’ ὕδατος τέ, καὶ πυρὸς ὡς διῆλθες, ἔβης τροπαιοφόρος, πρὸς οὐράνιον λῆξιν, εἰρήνην καὶ σωτηρίαν, πάσιν αἰτούμενος.
Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς.
Γῆ καὶ ὑγρὰ τοὺς καρτερούς σου ἀγῶνας, κατεμερίσθη Ἀθλητὰ γενναιόφρον, δι' ὧν τῆς πλάνης ἔλυσας τὸ φρύαγμα, καὶ τὴν ὑπερκόσμιον, μετὰ πάντων Μαρτύρων, δόξαν αἰωνίζουσαν, ἐκληρώσω παμμάκαρ. Ἀλλ' ὑπὲρ πάντων πρέσβευε Χριστῷ, τῶν σὲ τιμώντων, τρισμάκαρ Εἰρήναρχε.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Εἰρήνης τὸν πρύτανιν, ὁμολογήσας πιστῶς, τῆς πλάνης τὸν τάραχον, κατέλιπες νουνεχῶς, θεόφρον Εἰρήναρχε, ὅθεν δι’ ὕδατος τέ, καὶ πυρὸς ὡς διῆλθες, ἔβης τροπαιοφόρος, πρὸς οὐράνιον λῆξιν, εἰρήνην καὶ σωτηρίαν, πάσιν αἰτούμενος.
Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς.
Γῆ καὶ ὑγρὰ τοὺς καρτερούς σου ἀγῶνας, κατεμερίσθη Ἀθλητὰ γενναιόφρον, δι' ὧν τῆς πλάνης ἔλυσας τὸ φρύαγμα, καὶ τὴν ὑπερκόσμιον, μετὰ πάντων Μαρτύρων, δόξαν αἰωνίζουσαν, ἐκληρώσω παμμάκαρ. Ἀλλ' ὑπὲρ πάντων πρέσβευε Χριστῷ, τῶν σὲ τιμώντων, τρισμάκαρ Εἰρήναρχε.
Όσιος Στέφανος ο Ομολογητής, ο Νέος
Ο Όσιος Στέφανος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και οι ευσεβείς γονείς του Ιωάννης και Άννα τον ανέθρεψαν κατά τον καλύτερο χριστιανικό τρόπο. Όταν μεγάλωσε, μορφώθηκε αρκετά και αργότερα αναδείχθηκε ηγούμενος στο περίφημο όρος του Αγίου Αυξεντίου.
Όταν ξέσπασε ο πόλεμος εναντίον των αγίων εικόνων, όχι μόνο δε συμμορφώθηκε με τις αυτοκρατορικές διαταγές, αλλά και χαρακτήρισε αιρετικούς τους εικονομάχους βασιλείς. Καταγγέλθηκε στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον Κοπρώνυμο, ο όποιος ήλπιζε με την προσωπική του επιβολή, όταν τον έφερνε μπροστά του, να δαμάσει το φρόνημα του Στεφάνου. Συνέβη όμως το αντίθετο. Ο Στέφανος, από τους ανθρώπους με «πολλὴν παῤῥησία ἐν πίστει τὴν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Α' προς Τιμόθεον, γ' 13), δηλαδή με πολλή παρρησία και θάρρος στο να διακηρύττει την πίστη που ομολογούν όσοι είναι σε κοινωνία με τον Ιησού Χριστό, ήλεγξε αυστηρά κατά πρόσωπο τον Κοπρώνυμο. Αυτός τότε τον έκλεισε στη φυλακή και μετά από μέρες διέταξε να τον θανατώσουν.
Αφού, λοιπόν, τον έβγαλαν από την φυλακή, άρχισαν να τον λιθοβολούν και να τον κτυπούν με βαρεία ρόπαλα. Ένα ισχυρό κτύπημα στο κεφάλι έδωσε τέλος στη ζωή του Στεφάνου (το 767 μ.Χ.). Κατόπιν το σώμα του το έριξαν στη θάλασσα, αλλά ευλαβείς χριστιανοί που το βρήκαν όταν τα κύματα το έφεραν στην παραλία, το έθαψαν με την αρμόζουσα τιμή.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείαν ἄσκησιν ἐνδεδειγμένος, σκεῦος γέγονας δικαιοσύνης διαπρέπων ταῖς σεπταῖς ἀναβάσεσι· καὶ τοῦ Χριστοῦ τὴν εἰκόνα σεβόμενος, μαρτυρικῆς ἠξιώθης φαιδρότητος. Θεῖε Στέφανε, ἐν ὅπλῳ ἡμᾶς στεφάνωσον τῆς θείας εὐδοκίας τοὺς ὑμνοῦντας σε.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἀσκητικῶς προγυμνασθεὶς ἐν τῷ ὄρει, τὰς νοητὰς τῶν δυσμενῶν παρατάξεις, τῇ πανοπλίᾳ ὤλεσας παμμάκαρ τοῦ Σταυροῦ. Αὖθις δὲ πρὸς ἄθλησιν, ἀνδρικῶς ἀπεδύσω, κτείνας τὸν Κοπρώνυμον, τῷ τῆς Πίστεως ξίφει· καὶ δι᾽ ἀμφοῖν ἐστέφθης ἐκ Θεοῦ, Ὁσιομάρτυς ἀοίδιμε Στέφανε.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἑορτάζει σήμερον, ἡ Ἐκκλησία, ἑορτὴν εὐφρόσυνον, ἐν τῇ σῇ μνήμη· καὶ πιστῶς, ἀνευφημοῦσα κραυγάζει σοι, Στέφανε θεῖε, ὁσίων τὸ καύχημα.
Κάθισμα
Ἦχος δ’ Ὁ ὑψωθεὶς.
Τῶν Μοναστῶν ὑπογραμμὸς ἀνεδείχθης, τῶν Ἀθλητῶν καλλωπισμὸς ἀνεφάνης, δι' ἀμφοτέρων Στέφανε κοσμούμενος· ὅθεν ἀξιάγαστε, καὶ διπλοῦς τοὺς στεφάνους, ἔλαβες ἀσκήσεως, καὶ ἀθλήσεως Πάτερ. Ἀλλ' ἐκτενῶς Χριστὸν ὑπὲρ ἡμῶν, τῶν σὲ ὑμνούντων, ἱκέτευε Στέφανε.
Ὁ Οἶκος
Εἰς πᾶσαν γῆν ὡς ἀληθῶς, διέδραμεν ὁ φθόγγος τῶν σῶν κατορθωμάτων, σοφὲ Ὁσιομάρτυς, ὧν περ εἰργάσω θαυμαστῶς· ὅθεν δυσωπῶ σε, παρρησίαν πρὸς Θεὸν ὡς κεκτημένος Ὅσιε, ἱκέτευε τοῦ δοθῆναί μοι λόγον ἐπάξιον, τοῦ ἀνευφημῆσαι τοὺς ἀγῶνας, οὓς ὑπέστης ἐξ ὁρατῶν ἐχθρῶν καὶ νοουμένων· ὃς πρὶν ἀσκητικῶς καθεῖλες, ἀπάσας τὰς κινήσεις τῆς σαρκὸς ἀπονεκρώσας, ἀθλήσει δὲ νῦν τὸν τύραννον ἐτροπώσω, Ὁσίων τὸ καύχημα.
Όταν ξέσπασε ο πόλεμος εναντίον των αγίων εικόνων, όχι μόνο δε συμμορφώθηκε με τις αυτοκρατορικές διαταγές, αλλά και χαρακτήρισε αιρετικούς τους εικονομάχους βασιλείς. Καταγγέλθηκε στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον Κοπρώνυμο, ο όποιος ήλπιζε με την προσωπική του επιβολή, όταν τον έφερνε μπροστά του, να δαμάσει το φρόνημα του Στεφάνου. Συνέβη όμως το αντίθετο. Ο Στέφανος, από τους ανθρώπους με «πολλὴν παῤῥησία ἐν πίστει τὴν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Α' προς Τιμόθεον, γ' 13), δηλαδή με πολλή παρρησία και θάρρος στο να διακηρύττει την πίστη που ομολογούν όσοι είναι σε κοινωνία με τον Ιησού Χριστό, ήλεγξε αυστηρά κατά πρόσωπο τον Κοπρώνυμο. Αυτός τότε τον έκλεισε στη φυλακή και μετά από μέρες διέταξε να τον θανατώσουν.
Αφού, λοιπόν, τον έβγαλαν από την φυλακή, άρχισαν να τον λιθοβολούν και να τον κτυπούν με βαρεία ρόπαλα. Ένα ισχυρό κτύπημα στο κεφάλι έδωσε τέλος στη ζωή του Στεφάνου (το 767 μ.Χ.). Κατόπιν το σώμα του το έριξαν στη θάλασσα, αλλά ευλαβείς χριστιανοί που το βρήκαν όταν τα κύματα το έφεραν στην παραλία, το έθαψαν με την αρμόζουσα τιμή.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείαν ἄσκησιν ἐνδεδειγμένος, σκεῦος γέγονας δικαιοσύνης διαπρέπων ταῖς σεπταῖς ἀναβάσεσι· καὶ τοῦ Χριστοῦ τὴν εἰκόνα σεβόμενος, μαρτυρικῆς ἠξιώθης φαιδρότητος. Θεῖε Στέφανε, ἐν ὅπλῳ ἡμᾶς στεφάνωσον τῆς θείας εὐδοκίας τοὺς ὑμνοῦντας σε.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἀσκητικῶς προγυμνασθεὶς ἐν τῷ ὄρει, τὰς νοητὰς τῶν δυσμενῶν παρατάξεις, τῇ πανοπλίᾳ ὤλεσας παμμάκαρ τοῦ Σταυροῦ. Αὖθις δὲ πρὸς ἄθλησιν, ἀνδρικῶς ἀπεδύσω, κτείνας τὸν Κοπρώνυμον, τῷ τῆς Πίστεως ξίφει· καὶ δι᾽ ἀμφοῖν ἐστέφθης ἐκ Θεοῦ, Ὁσιομάρτυς ἀοίδιμε Στέφανε.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἑορτάζει σήμερον, ἡ Ἐκκλησία, ἑορτὴν εὐφρόσυνον, ἐν τῇ σῇ μνήμη· καὶ πιστῶς, ἀνευφημοῦσα κραυγάζει σοι, Στέφανε θεῖε, ὁσίων τὸ καύχημα.
Κάθισμα
Ἦχος δ’ Ὁ ὑψωθεὶς.
Τῶν Μοναστῶν ὑπογραμμὸς ἀνεδείχθης, τῶν Ἀθλητῶν καλλωπισμὸς ἀνεφάνης, δι' ἀμφοτέρων Στέφανε κοσμούμενος· ὅθεν ἀξιάγαστε, καὶ διπλοῦς τοὺς στεφάνους, ἔλαβες ἀσκήσεως, καὶ ἀθλήσεως Πάτερ. Ἀλλ' ἐκτενῶς Χριστὸν ὑπὲρ ἡμῶν, τῶν σὲ ὑμνούντων, ἱκέτευε Στέφανε.
Ὁ Οἶκος
Εἰς πᾶσαν γῆν ὡς ἀληθῶς, διέδραμεν ὁ φθόγγος τῶν σῶν κατορθωμάτων, σοφὲ Ὁσιομάρτυς, ὧν περ εἰργάσω θαυμαστῶς· ὅθεν δυσωπῶ σε, παρρησίαν πρὸς Θεὸν ὡς κεκτημένος Ὅσιε, ἱκέτευε τοῦ δοθῆναί μοι λόγον ἐπάξιον, τοῦ ἀνευφημῆσαι τοὺς ἀγῶνας, οὓς ὑπέστης ἐξ ὁρατῶν ἐχθρῶν καὶ νοουμένων· ὃς πρὶν ἀσκητικῶς καθεῖλες, ἀπάσας τὰς κινήσεις τῆς σαρκὸς ἀπονεκρώσας, ἀθλήσει δὲ νῦν τὸν τύραννον ἐτροπώσω, Ὁσίων τὸ καύχημα.
Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2018
Συγχώρησε τον Εαυτό σου...
π. Χαράλαμπος Παπαδόπουλος (Λίβυος)
Πριν πράξουμε το σωστό κάναμε δεκάδες λάθη. Πριν πούμε ευχαριστώ ξεχάσαμε πολλές φορές τους ευεργέτες μας. Πριν φωνάξουμε «δόξα σοι ο Θεός», χαθήκαμε σε δεκάδες οδυνηρά «γιατί», και πριν δοξολογήσουμε, βραχνιάσαμε στην γκρίνια. Γι αυτό, μην πετροβολάμε ως άχρηστο τον εαυτό μας. Είναι αυτός που μας χαρίζει τις όμορφες και άσχημες στιγμές. Μην θες πάντα να είναι στα καλύτερα του. Επέτρεψε του και το λάθος. Ξέρεις τι γλύκα έχει η συγχώρεση του εαυτού μας; Ρωτάς, θα με συγχωρέσει ο Θεός; Σε ρωτώ, εσύ συγχωρείς τον εαυτό σου; Μην κλέβεις το οξυγόνο της Χάρις του Θεού. Άσε να πάρεις και καμιά ανάσα. Παύσε να ζητάς πάντα το τέλειο σε όλα, το αψεγάδιαστο και ατσαλάκωτο. Η ειρήνη θα έρθει μέσα σου, όταν αποδεχθείς αυτό που είσαι και εκείνο που μπορείς να γίνεις. Και ξέρεις κάτι; ο Θεός κάνει όνειρα για μας, που εμείς τα μετατρέπουμε σε εφιάλτες. Εσύ μπορεί να μην πιστεύεις στο Θεό, αλλά Εκείνος πιστεύει πολύ σε εσένα. Επέτρεψε στον Θεό να ονειρεύεται μαζί σου….
Πριν πράξουμε το σωστό κάναμε δεκάδες λάθη. Πριν πούμε ευχαριστώ ξεχάσαμε πολλές φορές τους ευεργέτες μας. Πριν φωνάξουμε «δόξα σοι ο Θεός», χαθήκαμε σε δεκάδες οδυνηρά «γιατί», και πριν δοξολογήσουμε, βραχνιάσαμε στην γκρίνια. Γι αυτό, μην πετροβολάμε ως άχρηστο τον εαυτό μας. Είναι αυτός που μας χαρίζει τις όμορφες και άσχημες στιγμές. Μην θες πάντα να είναι στα καλύτερα του. Επέτρεψε του και το λάθος. Ξέρεις τι γλύκα έχει η συγχώρεση του εαυτού μας; Ρωτάς, θα με συγχωρέσει ο Θεός; Σε ρωτώ, εσύ συγχωρείς τον εαυτό σου; Μην κλέβεις το οξυγόνο της Χάρις του Θεού. Άσε να πάρεις και καμιά ανάσα. Παύσε να ζητάς πάντα το τέλειο σε όλα, το αψεγάδιαστο και ατσαλάκωτο. Η ειρήνη θα έρθει μέσα σου, όταν αποδεχθείς αυτό που είσαι και εκείνο που μπορείς να γίνεις. Και ξέρεις κάτι; ο Θεός κάνει όνειρα για μας, που εμείς τα μετατρέπουμε σε εφιάλτες. Εσύ μπορεί να μην πιστεύεις στο Θεό, αλλά Εκείνος πιστεύει πολύ σε εσένα. Επέτρεψε στον Θεό να ονειρεύεται μαζί σου….
«Κόψε τήν μέριμνα – Οἱ ἀγλαεῖς καρποί»
Παπαχαράλαμπος Διονυσιάτης
Ὅταν τήν ἄνοιξιν τοῦ 1964 πρωτοεπισκέφθηκα τόν Γέροντά μου, ἦταν ἀκόμα μόνος του. Ὡστόσο λειτουργοῦσε κάθε νύχτα μέ τήν βοήθειαν τοῦ παπποῦ Ἀρσενίου καί τοῦ παραδελφοῦ του Μοναχοῦ Ἰωσήφ (νῦν Βατοπαιδινοῦ).
Μέ τό πρόγραμμα αὐτό ὁ ἀείμνηστος ἐφάρμοζε πιστά τήν ἐντολήν τοῦ Γέροντός του:
«παπα-Χαράλαμπε, νά κόψης τήν μέριμνα». Μέ τό ἡσυχαστικό αὐτό πρόγραμμα ὁ ἀείμνηστος τολμῶ νά πῶ ὅτι ἐμεγαλούργησε. Ἐγνώρισε καταστάσεις πνευματικές τίς ὁποῖες μόνο στούς βίους τῶν μεγάλων ἁγίων συναντοῦμε.
Ἡ φλόγα τῆς ἀδιαλείπτου εὐχῆς καί τοῦ ἔνθεου ἔρωτα ὡς ἄλλη χαλδαϊκή κάμινος ἔκαιε, ἀλλά δέν κατέκαιε τήν καρδιάν του. Ἀνεξίτηλες παρέμεναν ἐκεῖνες οἱ ὁλονύκτιες κοπιαστικές ἀγρυπνίες.Ἐκεῖνες οἱ λειτουργίες, ὅπου, μέ τούς ὀφθαλμούς τῆς ἐκλεπτισμένης ψυχῆς, ἔβλεπε ἐναργῶς τά θεῖα Μυστήρια καί Αὐτόν τοῦτον τόν γενόμενον θύτην καί θῦμα πρό τοῦ φρικτοῦ θυσιαστηρίου, δηλαδή τόν Κύριον.
Ἐκστατικός ἀπό τά ὁρώμενα, παρέλυαν τά χέρια του. Διέκοπτε τό μέλος· ἀναλυόταν σέ λουτρό δακρύων. Ἡ λειτουργία παρατεινόταν ἐπί μακρόν. Ὅταν ἔλεγε τό «Μετά φόβου Θεοῦ», αὐτόν τόν φόβον τόν ἐζοῦσε ὁ ἴδιος καί κυριολεκτικά μέ τό αἴσθημα τῆς ἀναξιότητας ἔτρεμε, βλέποντας τήν ζωντανήν παρουσίαν τοῦ σεσαρκωμένου Λόγου, νά προσφέρεται διά τῶν χειρῶν του, εἰς μυστικήν βρῶσιν καί πόσιν τῶν συνδαιτημόνων.
Ὁ παραδελφός του, δηλαδή ὁ Γ. Ἰωσήφ, βλέποντας αὐτήν τήν σπάνιαν πνευματικήν κατάστασιν, ἐπανειλημμένως τοῦ συνέστησεν κάτι τό ὁποῖον ἔπραξαν πολλοί ἅγιοι πατέρες: δηλαδή νά παραιτηθῆ ἀπό τήν καθημερινήν ἱερουργίαν καί νά ἐπιδοθῆ ἐξ ὁλοκλήρου στήν ἄσκησιν.
«Ὁμολογῶ, λέγει ὁ ἀείμνηστος, ὅτι καί σ᾿ ἐμένα πολλές φορές πέρασε αὐτός ὁ λογισμός ἀπό τό μυαλό μου, ἀλλά καί πάλιν τόν ἀναιροῦσα λέγοντας: “Ἐφ᾿ ὅσον πρίν κοιμηθῆ ὁ Γέροντάς μου, δέν μοῦ συνέστησε τέτοιο πρᾶγμα, φοβᾶμαι νά προχωρήσω πιό πολύ χωρίς τήν εὐλογίαν του”.
Ἀλλά μήπως καί ἔτσι ὅπως ζοῦσε, ἡ ζωή του ἦταν κατώτερη; Καθώς μέ τό ἀψευδέστατο στόμα του μοῦ ὁμολογοῦσε, πολλές φορές ἀπό τήν δυνατή φλόγα τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς, δύο καί τρία ἡμερόνυκτα δέν ἔκλεινε μάτι. Κατόπιν μέ τέσσερεις-πέντε ὧρες ὕπνον ἱκανοποιεῖτο τό σῶμα γιά τόν ἀπαραίτητο φόρο. Ὅσο γιά φαγητό, τό καλοκαίρι φύτευε μερικές ντομάτες. Ἀπ᾿ αὐτές ἔτρωγε κάθε μέρα, πότε μέ λίγο λαδάκι σαλάτα, πότε ἀλάδωτες στίς νηστεῖες μέ λίγο ψωμί κι ἔτσι ξεγελοῦσε καί μ᾿ αὐτόν τόν τρόπον τό ὀστράκινο σῶμα.
Παρ᾿ ὅλον ὅτι στήν ἡλικίαν ἤδη ξεπέρασε τά πενήντα, ἐν τούτοις μέχρι 1000 γονυκλισίες πού εἶχεν εὐλογίαν ἀπό τόν Γέροντά του, τίς ἐξαντλοῦσε καί ἀπ᾿ ἐκεῖ καί πέρα, ἡ ἀγρυπνία ὁλονύκτια μέ ὀρθοστασία σάν κολόνα.
Τήν περίοδον αὐτήν εἶχε ζήσει πολλές ὑπερφυσικές καταστάσεις. Ἀπό τήν ὑπερβολικήν συγκέντρωσιν τοῦ νοῦ ἐντρυφοῦσε στό δῶρο τῆς καθαρῆς καί ἀμετεώριστης εὐχῆς. Πολύ συχνά ἔμπαινε ὁ νοῦς μέσα στήν καρδιά καί ἐγίνονταν ἕνα. Αὐτό τό φαινόμενο βέβαια δέν εἶναι παράξενο στούς ἀγωνιστές, ἀλλά γιά νά τό ἐννοήσουμε κι ἐμεῖς οἱ ἀμύητοι, μᾶς ἔλεγε ὁ μακάριος Γέροντας:
«Ὅπως ὅταν ἕνας ἰσχυρός μαγνήτης κολλήση μέ τό σίδερο, τό τραβᾶς μέ ὅλη σου τήν δύναμιν ἀλλά δέν ξεκολλᾶ, ἔτσι καί ὁ νοῦς ὅπου συναντᾶ τήν βασιλείαν τοῦ Χριστοῦ μέσα στήν καρδιά, ἕλκεται, γλυκαίνει, κολλᾶ τόσον πολύ, ὥστε ἄν τύχη καί κάποιος σέ φωνάξει, σοῦ κτυπᾶ τήν πόρταν, ἀκούεις μέν ἀλλά καί θέλοντας δέν μπορεῖς εὔκολα νά ξεκολλήσης. Αὐτό παραμένει ὅσον ὁ Θεός θέλει.
Ἄλλοτε ὅμως συστέλλεται, ἄλλοτε διαστέλλεται. Ὅταν συσταλλεῖ ὁ νοῦς, ἐπιστρέφει ξανά στήν φυσιολογικήν του κατάστασιν. Ὅμως ὅπως ὅταν βουτήξης ἕνα σφουγγάρι σ᾿ ἕνα μυροδοχεῖο καί μετά τό στίψης, ἐκεῖνο τό ἄρωμα κολλάει γερά καί δέν βγαίνει, ἔτσι καί ὁ νοῦς γεμίζει μέσα του ἀπό τό θεῖο μύρο. Μπορεῖ τήν ἡμέρα νά δουλεύης ἐργόχειρο, στόν κῆπο, στά ντουβάρια, ὁ νοῦς ὅμως ὅπως εἶναι ποτισμένος βαθειά μέ τήν γλυκύτητα τοῦ θείου μύρου καί χωρίς νά θέλει, εὔχεται ἀδιάλειπτα καί συχνά-πυκνά ξεχειλοῦν γλυκύτατα δάκρυα, ἀπό μόνην τήν ἐνθύμησιν τοῦ Χριστοῦ ἤ τῆς Παναγίας μας.
Ἄλλοτε πάλιν μετά τήν καθαράν προσευχήν ὁ νοῦς διαστέλλεται καί πλατύνεται. Ἐκεῖ πιά δέν διευθύνει ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό του, ἀλλά διευθύνεται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ζήσει αὐτήν τήν κατάστασιν τότε καταβαίνει καί λέγει:
“Βρέ, ὥστε αὐτό ἐννοοῦσε ὁ ἀπ. Παῦλος, ὅταν ἔλεγε εἴτε ἐν σώματι, εἴτε ἐκτός τοῦ σώματος οὐκ οἶδα!”».
Λέγοντας αὐτά ὁ Γέροντας, ὑπονοοῦσε ὅτι ἁρπαζόταν τό πνεῦμα του σέ ὀπτασίες καί ἀποκαλύψεις Κυρίου.
Μιά φορά ἕνας ἀδελφός τόλμησε νά ρωτήση εὐθέως:
Γέροντα, μήπως εἶδες καμμιά φορά στήν προσευχήν τόν Χριστό;
Βρέ, παιδί μου· ὅποιος δέν βλέπει στήν προσευχή μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς τόν Χριστό, αὐτός δέν ἔμαθε νά προσεύχεται.
Ἐντάξει, αὐτό τό καταλαβαίνω. Ὅμως ἐννοῶ ἄν εἶδες καί μέ τά μάτια τοῦ σώματος ποτέ τόν Κύριο.
Ἄχ! νά ᾿ ξερες τί εἶναι νά δῆς τόν Χριστό μέ τά μάτια! Μόλις τόν βλέπεις, μέσα σου γεμίζεις μιά ἀπερίγραπτη χαρά. Ὅμως σέ καταλαμβάνει κι ἕνα ἀσυγκράτητο δέος, ὥστε αὐθόρμητα λυγίζουν τά πόδια· πέφτεις μπροστά του μπρούμυτα καί μέ ἀσταμάτητους λυγμούς, μένεις ἐκστατικός. Ἐκεῖ τί νά πῆς· παρουσία Θεοῦ. Μόνο θαυμάζεις, συντρίβεσαι καί κλαῖς ἀσταμάτητα.
Ἔν προκειμένω ἐμμέσως, ἀλλά πολύ σαφῶς ἀποκαλύπτει μιά ἄλλη μεγάλη πνευματική ἐμπειρία. Αὐτό τό διευκρινίζει κατόπιν σαφέστατα ὕστερα ἀπό μιά ἄλλην «πονηρήν» ἐρώτησιν τοῦ ἰδίου.
Ναί, Γέροντα, ἀλλά διαβάζουμε καί ἀκοῦμε ὅτι πολλοί πλανήθηκαν μέ δαιμονικές φαντασίες, νομίζοντας ὅτι βλέπουν τόν Χριστό.
Μωρέ, τέτοιους πλανεμένους ἀρκετούς ἐγνώρισα. Καί τό χειρότερο εἶναι ὅτι δέν μπορεῖς νά τούς βγάλης ἀπό τήν πλάνη.
Μά, πῶς μποροῦμε νά ξέρουμε ὅτι πράγματι εἶναι πλάνη;
Αὐτό κι ἕνας ἀρχάριος τό καταλαβαίνει. Πρῶτα ἀπό τήν μορφή τους. Τό πρόσωπό τους εἶναι ἀγριεμένο. Ἐσωτερικά εἶναι γεμάτοι σύγχυσι καί ταραχή. Τόσον πολύ σκληρύνονται πού γιά χρόνια ὁλόκληρα δέν ξέρουν τί εἶναι τά δάκρυα.
»Ἔτσι εἶναι ν᾿ ἀγαπᾶς τόν Χριστό;
Ἔτσι εἶναι νά δῆς ἔστω γιά λίγο ἐκεῖνο τό γλυκύτατο πρόσωπό του;
Μωρά ὄχι μιά μέρα καί δυό, τρεῖς μῆνες δέν μποροῦσα νά σταματήσω τά δάκρυα. Ὁ γλυκύτατος πόθος σέ κατακαίει. Ὅσο καί νά θέλεις δέν μπορεῖς νά βαστάξης τόν ἑαυτό σου. Μετά τούς τρεῖς μῆνες, λιγόστευσαν τά δάκρυα, ἀλλά ἡ μνήμη δέν ἐξαλείφεται.
Ἄλλοτε πάλιν ἔβλεπε μέ τούς ὀφθαλμούς τῆς ψυχῆς, ὄχι ὅμως πάντοτε, πρόσωπα ἄγνωστα σ᾿ αὐτόν σέ ὁρισμένες σκηνές τοῦ βίου τους. Ὅταν κατόπιν τόν ἐπισκέπτονταν, τούς ἔλεγε ὁ ἴδιος γεγονότα ἀπό τήν ζωή τους μέ λεπτομέρειες.
συνεχίζεται…
Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι
κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων
Ὅταν τήν ἄνοιξιν τοῦ 1964 πρωτοεπισκέφθηκα τόν Γέροντά μου, ἦταν ἀκόμα μόνος του. Ὡστόσο λειτουργοῦσε κάθε νύχτα μέ τήν βοήθειαν τοῦ παπποῦ Ἀρσενίου καί τοῦ παραδελφοῦ του Μοναχοῦ Ἰωσήφ (νῦν Βατοπαιδινοῦ).
Μέ τό πρόγραμμα αὐτό ὁ ἀείμνηστος ἐφάρμοζε πιστά τήν ἐντολήν τοῦ Γέροντός του:
«παπα-Χαράλαμπε, νά κόψης τήν μέριμνα». Μέ τό ἡσυχαστικό αὐτό πρόγραμμα ὁ ἀείμνηστος τολμῶ νά πῶ ὅτι ἐμεγαλούργησε. Ἐγνώρισε καταστάσεις πνευματικές τίς ὁποῖες μόνο στούς βίους τῶν μεγάλων ἁγίων συναντοῦμε.
Ἡ φλόγα τῆς ἀδιαλείπτου εὐχῆς καί τοῦ ἔνθεου ἔρωτα ὡς ἄλλη χαλδαϊκή κάμινος ἔκαιε, ἀλλά δέν κατέκαιε τήν καρδιάν του. Ἀνεξίτηλες παρέμεναν ἐκεῖνες οἱ ὁλονύκτιες κοπιαστικές ἀγρυπνίες.Ἐκεῖνες οἱ λειτουργίες, ὅπου, μέ τούς ὀφθαλμούς τῆς ἐκλεπτισμένης ψυχῆς, ἔβλεπε ἐναργῶς τά θεῖα Μυστήρια καί Αὐτόν τοῦτον τόν γενόμενον θύτην καί θῦμα πρό τοῦ φρικτοῦ θυσιαστηρίου, δηλαδή τόν Κύριον.
Ἐκστατικός ἀπό τά ὁρώμενα, παρέλυαν τά χέρια του. Διέκοπτε τό μέλος· ἀναλυόταν σέ λουτρό δακρύων. Ἡ λειτουργία παρατεινόταν ἐπί μακρόν. Ὅταν ἔλεγε τό «Μετά φόβου Θεοῦ», αὐτόν τόν φόβον τόν ἐζοῦσε ὁ ἴδιος καί κυριολεκτικά μέ τό αἴσθημα τῆς ἀναξιότητας ἔτρεμε, βλέποντας τήν ζωντανήν παρουσίαν τοῦ σεσαρκωμένου Λόγου, νά προσφέρεται διά τῶν χειρῶν του, εἰς μυστικήν βρῶσιν καί πόσιν τῶν συνδαιτημόνων.
Ὁ παραδελφός του, δηλαδή ὁ Γ. Ἰωσήφ, βλέποντας αὐτήν τήν σπάνιαν πνευματικήν κατάστασιν, ἐπανειλημμένως τοῦ συνέστησεν κάτι τό ὁποῖον ἔπραξαν πολλοί ἅγιοι πατέρες: δηλαδή νά παραιτηθῆ ἀπό τήν καθημερινήν ἱερουργίαν καί νά ἐπιδοθῆ ἐξ ὁλοκλήρου στήν ἄσκησιν.
«Ὁμολογῶ, λέγει ὁ ἀείμνηστος, ὅτι καί σ᾿ ἐμένα πολλές φορές πέρασε αὐτός ὁ λογισμός ἀπό τό μυαλό μου, ἀλλά καί πάλιν τόν ἀναιροῦσα λέγοντας: “Ἐφ᾿ ὅσον πρίν κοιμηθῆ ὁ Γέροντάς μου, δέν μοῦ συνέστησε τέτοιο πρᾶγμα, φοβᾶμαι νά προχωρήσω πιό πολύ χωρίς τήν εὐλογίαν του”.
Ἀλλά μήπως καί ἔτσι ὅπως ζοῦσε, ἡ ζωή του ἦταν κατώτερη; Καθώς μέ τό ἀψευδέστατο στόμα του μοῦ ὁμολογοῦσε, πολλές φορές ἀπό τήν δυνατή φλόγα τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς, δύο καί τρία ἡμερόνυκτα δέν ἔκλεινε μάτι. Κατόπιν μέ τέσσερεις-πέντε ὧρες ὕπνον ἱκανοποιεῖτο τό σῶμα γιά τόν ἀπαραίτητο φόρο. Ὅσο γιά φαγητό, τό καλοκαίρι φύτευε μερικές ντομάτες. Ἀπ᾿ αὐτές ἔτρωγε κάθε μέρα, πότε μέ λίγο λαδάκι σαλάτα, πότε ἀλάδωτες στίς νηστεῖες μέ λίγο ψωμί κι ἔτσι ξεγελοῦσε καί μ᾿ αὐτόν τόν τρόπον τό ὀστράκινο σῶμα.
Παρ᾿ ὅλον ὅτι στήν ἡλικίαν ἤδη ξεπέρασε τά πενήντα, ἐν τούτοις μέχρι 1000 γονυκλισίες πού εἶχεν εὐλογίαν ἀπό τόν Γέροντά του, τίς ἐξαντλοῦσε καί ἀπ᾿ ἐκεῖ καί πέρα, ἡ ἀγρυπνία ὁλονύκτια μέ ὀρθοστασία σάν κολόνα.
Τήν περίοδον αὐτήν εἶχε ζήσει πολλές ὑπερφυσικές καταστάσεις. Ἀπό τήν ὑπερβολικήν συγκέντρωσιν τοῦ νοῦ ἐντρυφοῦσε στό δῶρο τῆς καθαρῆς καί ἀμετεώριστης εὐχῆς. Πολύ συχνά ἔμπαινε ὁ νοῦς μέσα στήν καρδιά καί ἐγίνονταν ἕνα. Αὐτό τό φαινόμενο βέβαια δέν εἶναι παράξενο στούς ἀγωνιστές, ἀλλά γιά νά τό ἐννοήσουμε κι ἐμεῖς οἱ ἀμύητοι, μᾶς ἔλεγε ὁ μακάριος Γέροντας:
«Ὅπως ὅταν ἕνας ἰσχυρός μαγνήτης κολλήση μέ τό σίδερο, τό τραβᾶς μέ ὅλη σου τήν δύναμιν ἀλλά δέν ξεκολλᾶ, ἔτσι καί ὁ νοῦς ὅπου συναντᾶ τήν βασιλείαν τοῦ Χριστοῦ μέσα στήν καρδιά, ἕλκεται, γλυκαίνει, κολλᾶ τόσον πολύ, ὥστε ἄν τύχη καί κάποιος σέ φωνάξει, σοῦ κτυπᾶ τήν πόρταν, ἀκούεις μέν ἀλλά καί θέλοντας δέν μπορεῖς εὔκολα νά ξεκολλήσης. Αὐτό παραμένει ὅσον ὁ Θεός θέλει.
Ἄλλοτε ὅμως συστέλλεται, ἄλλοτε διαστέλλεται. Ὅταν συσταλλεῖ ὁ νοῦς, ἐπιστρέφει ξανά στήν φυσιολογικήν του κατάστασιν. Ὅμως ὅπως ὅταν βουτήξης ἕνα σφουγγάρι σ᾿ ἕνα μυροδοχεῖο καί μετά τό στίψης, ἐκεῖνο τό ἄρωμα κολλάει γερά καί δέν βγαίνει, ἔτσι καί ὁ νοῦς γεμίζει μέσα του ἀπό τό θεῖο μύρο. Μπορεῖ τήν ἡμέρα νά δουλεύης ἐργόχειρο, στόν κῆπο, στά ντουβάρια, ὁ νοῦς ὅμως ὅπως εἶναι ποτισμένος βαθειά μέ τήν γλυκύτητα τοῦ θείου μύρου καί χωρίς νά θέλει, εὔχεται ἀδιάλειπτα καί συχνά-πυκνά ξεχειλοῦν γλυκύτατα δάκρυα, ἀπό μόνην τήν ἐνθύμησιν τοῦ Χριστοῦ ἤ τῆς Παναγίας μας.
Ἄλλοτε πάλιν μετά τήν καθαράν προσευχήν ὁ νοῦς διαστέλλεται καί πλατύνεται. Ἐκεῖ πιά δέν διευθύνει ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό του, ἀλλά διευθύνεται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ζήσει αὐτήν τήν κατάστασιν τότε καταβαίνει καί λέγει:
“Βρέ, ὥστε αὐτό ἐννοοῦσε ὁ ἀπ. Παῦλος, ὅταν ἔλεγε εἴτε ἐν σώματι, εἴτε ἐκτός τοῦ σώματος οὐκ οἶδα!”».
Λέγοντας αὐτά ὁ Γέροντας, ὑπονοοῦσε ὅτι ἁρπαζόταν τό πνεῦμα του σέ ὀπτασίες καί ἀποκαλύψεις Κυρίου.
Μιά φορά ἕνας ἀδελφός τόλμησε νά ρωτήση εὐθέως:
Γέροντα, μήπως εἶδες καμμιά φορά στήν προσευχήν τόν Χριστό;
Βρέ, παιδί μου· ὅποιος δέν βλέπει στήν προσευχή μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς τόν Χριστό, αὐτός δέν ἔμαθε νά προσεύχεται.
Ἐντάξει, αὐτό τό καταλαβαίνω. Ὅμως ἐννοῶ ἄν εἶδες καί μέ τά μάτια τοῦ σώματος ποτέ τόν Κύριο.
Ἄχ! νά ᾿ ξερες τί εἶναι νά δῆς τόν Χριστό μέ τά μάτια! Μόλις τόν βλέπεις, μέσα σου γεμίζεις μιά ἀπερίγραπτη χαρά. Ὅμως σέ καταλαμβάνει κι ἕνα ἀσυγκράτητο δέος, ὥστε αὐθόρμητα λυγίζουν τά πόδια· πέφτεις μπροστά του μπρούμυτα καί μέ ἀσταμάτητους λυγμούς, μένεις ἐκστατικός. Ἐκεῖ τί νά πῆς· παρουσία Θεοῦ. Μόνο θαυμάζεις, συντρίβεσαι καί κλαῖς ἀσταμάτητα.
Ἔν προκειμένω ἐμμέσως, ἀλλά πολύ σαφῶς ἀποκαλύπτει μιά ἄλλη μεγάλη πνευματική ἐμπειρία. Αὐτό τό διευκρινίζει κατόπιν σαφέστατα ὕστερα ἀπό μιά ἄλλην «πονηρήν» ἐρώτησιν τοῦ ἰδίου.
Ναί, Γέροντα, ἀλλά διαβάζουμε καί ἀκοῦμε ὅτι πολλοί πλανήθηκαν μέ δαιμονικές φαντασίες, νομίζοντας ὅτι βλέπουν τόν Χριστό.
Μωρέ, τέτοιους πλανεμένους ἀρκετούς ἐγνώρισα. Καί τό χειρότερο εἶναι ὅτι δέν μπορεῖς νά τούς βγάλης ἀπό τήν πλάνη.
Μά, πῶς μποροῦμε νά ξέρουμε ὅτι πράγματι εἶναι πλάνη;
Αὐτό κι ἕνας ἀρχάριος τό καταλαβαίνει. Πρῶτα ἀπό τήν μορφή τους. Τό πρόσωπό τους εἶναι ἀγριεμένο. Ἐσωτερικά εἶναι γεμάτοι σύγχυσι καί ταραχή. Τόσον πολύ σκληρύνονται πού γιά χρόνια ὁλόκληρα δέν ξέρουν τί εἶναι τά δάκρυα.
»Ἔτσι εἶναι ν᾿ ἀγαπᾶς τόν Χριστό;
Ἔτσι εἶναι νά δῆς ἔστω γιά λίγο ἐκεῖνο τό γλυκύτατο πρόσωπό του;
Μωρά ὄχι μιά μέρα καί δυό, τρεῖς μῆνες δέν μποροῦσα νά σταματήσω τά δάκρυα. Ὁ γλυκύτατος πόθος σέ κατακαίει. Ὅσο καί νά θέλεις δέν μπορεῖς νά βαστάξης τόν ἑαυτό σου. Μετά τούς τρεῖς μῆνες, λιγόστευσαν τά δάκρυα, ἀλλά ἡ μνήμη δέν ἐξαλείφεται.
Ἄλλοτε πάλιν ἔβλεπε μέ τούς ὀφθαλμούς τῆς ψυχῆς, ὄχι ὅμως πάντοτε, πρόσωπα ἄγνωστα σ᾿ αὐτόν σέ ὁρισμένες σκηνές τοῦ βίου τους. Ὅταν κατόπιν τόν ἐπισκέπτονταν, τούς ἔλεγε ὁ ἴδιος γεγονότα ἀπό τήν ζωή τους μέ λεπτομέρειες.
συνεχίζεται…
Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι
κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων
Άγιος Δαμασκηνός ο Στουδίτης Επίσκοπος Λητής και Ρεντίνης
Ο Επίσκοπος Λητής και Ρεντίνης Δαμασκηνός είναι εξέχουσα μορφή αγίου Ιεράρχου όχι μόνον του 16ου αιώνος μ.Χ., αλλά όλων των χρόνων της δουλείας, και ως εκ τούτου αποτελεί πνευματικό φάρο που κατέλαμψε το τότε πνευματικό σκότος του Γένους, δοξάζοντας και την περίφημη Επισκοπή Λητής και Ρεντίνης, η οποία κατέστη παγκοσμίως γνωστή χάρις σε αυτόν.
Γεννημένος περί το 1520 μ.Χ. στη Θεσσαλονίκη όπου έλαβε άριστη μόρφωση, ο άγιος μας - κατά κόσμον ίσως Δημήτριος - μετέβη νέος στην Κωνσταντινούπολη, όπου πριν το 1546 μ.Χ. έγινε Μοναχός της Αδελφότητος «τῶν Στουδιτῶ», λαμβάνοντας το όνομα Δαμασκηνός και την προσωνυμία «Στουδίτης»· ήδη ως υποδιάκονος, σπουδάζοντας στην περίφημη Πατριαρχική Ακαδημία, υπήρξε και περιφανής ιεροκήρυκας της Βασιλεύουσας, σπείροντας λόγους πλήρεις ωφελείας, οι οποίοι αργότερα αποτέλεσαν το υλικό για το βιβλίο του «Θησαυρός».
Μεταξύ των ετών 1550 μ.Χ. και 1558 μ.Χ. ο Άγιος Δαμασκηνός δραστηριοποιήθηκε στην περιοχή των Τρικάλων, πιθανότατα ως Διδάσκαλος της εκεί Σχολής, και πριν το 1558 μ.Χ. έλαβε την Ιερωσύνη. Στο ίδιο διάστημα μετέβη και στην Βενετία για να τυπώσει τον δημοφιλή «Θησαυρό».
Το 1560 μ.Χ. στο Ναό των Αρχαγγέλων («Ροτόντα») της Θεσσαλονίκης ο Ιερομόναχος Δαμασκηνός χειροτονήθηκε Επίσκοπος «Λητῆς καὶ Ρενδίνης» από τον Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Θεωνά (τον προ του 1560 – 65 μ.Χ.· δεν πρόκειται περί του γνωστού αγίου).
Παρά το ότι ο Άγιος Δαμασκηνός ήταν μόνον Επίσκοπος, ωστόσο δεν έπαυσε να διαλάμπει με τον συνδυασμό της λαμπρής παιδείας του και της άμετρης ταπεινοφροσύνης του. Ο Γερμανός θεολόγος Στέφαν Γκέρλαχ (1546 – 1612 μ.Χ.), μολονότι εχθρικός προς την Ορθοδοξία, επιβεβαιώνει ότι ο Λητής και Ρεντίνης Δαμασκηνός ήταν ένας από τους τρείς πιο μορφωμένους Ορθοδόξους Κληρικούς της εποχής του και από αυτούς ήταν ο πιο επαινετός «λόγῳ τῆς ἰδιαιτέρας μετριοφρο-σύνης, ὀλιγαρκείας καὶ τῶν ἄλλων ἀρετῶν του».
Λόγω των χαρισμάτων του αυτών ο Άγιος απέλαυε της εμπιστοσύνης των Πατριαρχών για σημαίνουσες αποστολές ως Έξαρχος, όπως στο Άγιον Όρος (1567 μ.Χ.), αλλά και στη Μικρά Ρωσία (Ουκρανία), όπου στα έτη 1565 - 1572 μ.Χ. ο Δαμασκηνός συνετέλεσε αποφασιστικά στην κατανίκηση της αιρετικής ρωμαιοκαθολικής προπαγάνδας. Αργότερα, κατά την Πατριαρχία του Ιερεμίου Β΄ του Τρανού (†1595 μ.Χ.), ο οποίος ήταν μαθητής του Αγίου, ο Δαμασκηνός έλαβε μέρος στην σύνταξη της πατριαρχικής δογματικής απαντήσεως (1572 – 73 μ.Χ.) στους Λουθηρανούς Προτεστάντες της Τυβίγγης, διετέλεσε δε και τοποτηρητής του Θρόνου στην Κωνσταντινούπολη επί αρκετούς μήνες, κατά την απουσία του Πατριάρχου.
Το 1574 μ.Χ., ο Άγιος μας προβιβάσθηκε σε «Μητροπολίτην Ναυπάκτου καὶ Ἄρτης καὶ Ἔξαρχον πάσης Αἰτωλίας» ως Δαμασκηνός Γ’ ο Στουδίτης, θρόνο που υπηρέτησε επί δύο περίπου έτη, μέχρι το 1576 μ.Χ., όταν συγκαταλέχθηκε μεταξύ των λογίων του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Λίγο αργότερα, το σωτήριον έτος 1577 μ.Χ., εκοιμήθη εν Κυρίω και ετάφη στη μητροπολιτική του περιφέρεια, στη Ναύπακτο ή την Άρτα. Επίγραμμα αναφερόμενο στον Άγιο, πλέκει τον έπαινό του, χαρακτηρίζοντας τον Δαμασκηνό ως «σοφία τῶν Ἑλλήνων» και τον θάνατό του ως κακή στιγμή, η οποία άφησε τους φιλέλληνες ορφανούς: «Ἑλλήνων μὲν τὴν σοφίαν βαρὺς ὤλεσεν αἰών. Ὃς δὲ φιλέλληνας πάντας ἀπωρφάνισεν».
Στα συγγράμματά του, εκτός από το βιβλίο «Θησαυρός», το οποίο εκδόθηκε πάμπολλες φορές (51 περίπου φορές μέχρι το 1926 μ.Χ.) και που μαρτυρεί τα γνήσια μοναχικά του βιώματα και το σέβας στην Ορθοδοξία και τους Αγίους Πατέρες, συμπεριλαμβάνονται διάφορα κείμενα, όπως Κανόνες προς τιμή του Νεομάρτυρος Νικολάου (†1554 μ.Χ.) , ποιήματα προς τιμήν της Παναγίας σε ομηρική γλώσσα, μία Παραίνεσις προς Μοναχούς, και άλλα, όπως σύγγραμμα ζωολογίας και έτερο μετεωρολογίας, που πιστοποιούν την ευρεία παιδεία του. Ο Άγιος Δαμασκηνός πρέπει να υπήρξε διδάσκαλος και ενός από τους τελευταίους Στουδίτες, του Οσίου Διονυσίου του «Ρήτορος» (†1606 μ.Χ.) , μετέπειτα ασκητού στη Μικρά Αγία Άννα του Αγίου Όρους.
Παρά τη λιπαρή του παιδεία, χάρις στην οποία κατείχε άριστα την ομηρική και την αττική διάλεκτο, ο Άγιος Δαμασκηνός ο Στουδίτης, Επίσκοπος Λητής και Ρεντίνης, έγραφε και σε απλή και καθαρή Ελληνική γλώσσα για τον απλό λαό της εποχής του, που είχε πολλή ανάγκη της «στερεᾶς τροφῆς» του λόγου του Θεού. Ο «Θησαυρός» του Δαμασκηνού υπήρξε το πιο διαδεδομένο στον τομέα του βιβλίο και ενίσχυσε το δούλο Γένος στις θλίψεις και τα μαρτύρια. Η προσφορά του επεκτάθηκε όταν μεταφράσθηκε και στα τουρκικά (1731 μ.Χ.), για τους τουρκόφωνους Ρωμηούς, στα σερβικά (1580 μ.Χ.) και τα ρωσικά (1656, 1715 μ.Χ.). Ιδιαιτέρως στη Βουλγαρία θεωρείται ότι η μετάφρασή του (Δαμασκηνάρια) απέτρεψε τον εκτουρκισμό των Ορθοδόξων Βουλγάρων.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὸν Λητῆς καὶ Ρεντίνης χρυσολόγον ἐπίσκοπον, εἴτα δὲ Ναυπάκτου καὶ Ἄρτης θεοφόρητον πρόεδρον, τὸν θεῖον καὶ σοφὸν Δαμασκηνὸν, τιμήσωμεν ἐν ὕμνοις ἱεροῖς, τὸν διδάξαντα τῇ βίβλῳ αὐτοῦ λαούς, πρὸς ὅν καὶ ἀνακράζουσι· δόξα τῷ σὲ σοφίσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ ἁγιάσαντι, δόξα τῷ ταμιεύσαντι ἐν σοί, χαρίτων θησαυρῶν Αὐτοῦ.
Γεννημένος περί το 1520 μ.Χ. στη Θεσσαλονίκη όπου έλαβε άριστη μόρφωση, ο άγιος μας - κατά κόσμον ίσως Δημήτριος - μετέβη νέος στην Κωνσταντινούπολη, όπου πριν το 1546 μ.Χ. έγινε Μοναχός της Αδελφότητος «τῶν Στουδιτῶ», λαμβάνοντας το όνομα Δαμασκηνός και την προσωνυμία «Στουδίτης»· ήδη ως υποδιάκονος, σπουδάζοντας στην περίφημη Πατριαρχική Ακαδημία, υπήρξε και περιφανής ιεροκήρυκας της Βασιλεύουσας, σπείροντας λόγους πλήρεις ωφελείας, οι οποίοι αργότερα αποτέλεσαν το υλικό για το βιβλίο του «Θησαυρός».
Μεταξύ των ετών 1550 μ.Χ. και 1558 μ.Χ. ο Άγιος Δαμασκηνός δραστηριοποιήθηκε στην περιοχή των Τρικάλων, πιθανότατα ως Διδάσκαλος της εκεί Σχολής, και πριν το 1558 μ.Χ. έλαβε την Ιερωσύνη. Στο ίδιο διάστημα μετέβη και στην Βενετία για να τυπώσει τον δημοφιλή «Θησαυρό».
Το 1560 μ.Χ. στο Ναό των Αρχαγγέλων («Ροτόντα») της Θεσσαλονίκης ο Ιερομόναχος Δαμασκηνός χειροτονήθηκε Επίσκοπος «Λητῆς καὶ Ρενδίνης» από τον Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Θεωνά (τον προ του 1560 – 65 μ.Χ.· δεν πρόκειται περί του γνωστού αγίου).
Παρά το ότι ο Άγιος Δαμασκηνός ήταν μόνον Επίσκοπος, ωστόσο δεν έπαυσε να διαλάμπει με τον συνδυασμό της λαμπρής παιδείας του και της άμετρης ταπεινοφροσύνης του. Ο Γερμανός θεολόγος Στέφαν Γκέρλαχ (1546 – 1612 μ.Χ.), μολονότι εχθρικός προς την Ορθοδοξία, επιβεβαιώνει ότι ο Λητής και Ρεντίνης Δαμασκηνός ήταν ένας από τους τρείς πιο μορφωμένους Ορθοδόξους Κληρικούς της εποχής του και από αυτούς ήταν ο πιο επαινετός «λόγῳ τῆς ἰδιαιτέρας μετριοφρο-σύνης, ὀλιγαρκείας καὶ τῶν ἄλλων ἀρετῶν του».
Λόγω των χαρισμάτων του αυτών ο Άγιος απέλαυε της εμπιστοσύνης των Πατριαρχών για σημαίνουσες αποστολές ως Έξαρχος, όπως στο Άγιον Όρος (1567 μ.Χ.), αλλά και στη Μικρά Ρωσία (Ουκρανία), όπου στα έτη 1565 - 1572 μ.Χ. ο Δαμασκηνός συνετέλεσε αποφασιστικά στην κατανίκηση της αιρετικής ρωμαιοκαθολικής προπαγάνδας. Αργότερα, κατά την Πατριαρχία του Ιερεμίου Β΄ του Τρανού (†1595 μ.Χ.), ο οποίος ήταν μαθητής του Αγίου, ο Δαμασκηνός έλαβε μέρος στην σύνταξη της πατριαρχικής δογματικής απαντήσεως (1572 – 73 μ.Χ.) στους Λουθηρανούς Προτεστάντες της Τυβίγγης, διετέλεσε δε και τοποτηρητής του Θρόνου στην Κωνσταντινούπολη επί αρκετούς μήνες, κατά την απουσία του Πατριάρχου.
Το 1574 μ.Χ., ο Άγιος μας προβιβάσθηκε σε «Μητροπολίτην Ναυπάκτου καὶ Ἄρτης καὶ Ἔξαρχον πάσης Αἰτωλίας» ως Δαμασκηνός Γ’ ο Στουδίτης, θρόνο που υπηρέτησε επί δύο περίπου έτη, μέχρι το 1576 μ.Χ., όταν συγκαταλέχθηκε μεταξύ των λογίων του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Λίγο αργότερα, το σωτήριον έτος 1577 μ.Χ., εκοιμήθη εν Κυρίω και ετάφη στη μητροπολιτική του περιφέρεια, στη Ναύπακτο ή την Άρτα. Επίγραμμα αναφερόμενο στον Άγιο, πλέκει τον έπαινό του, χαρακτηρίζοντας τον Δαμασκηνό ως «σοφία τῶν Ἑλλήνων» και τον θάνατό του ως κακή στιγμή, η οποία άφησε τους φιλέλληνες ορφανούς: «Ἑλλήνων μὲν τὴν σοφίαν βαρὺς ὤλεσεν αἰών. Ὃς δὲ φιλέλληνας πάντας ἀπωρφάνισεν».
Στα συγγράμματά του, εκτός από το βιβλίο «Θησαυρός», το οποίο εκδόθηκε πάμπολλες φορές (51 περίπου φορές μέχρι το 1926 μ.Χ.) και που μαρτυρεί τα γνήσια μοναχικά του βιώματα και το σέβας στην Ορθοδοξία και τους Αγίους Πατέρες, συμπεριλαμβάνονται διάφορα κείμενα, όπως Κανόνες προς τιμή του Νεομάρτυρος Νικολάου (†1554 μ.Χ.) , ποιήματα προς τιμήν της Παναγίας σε ομηρική γλώσσα, μία Παραίνεσις προς Μοναχούς, και άλλα, όπως σύγγραμμα ζωολογίας και έτερο μετεωρολογίας, που πιστοποιούν την ευρεία παιδεία του. Ο Άγιος Δαμασκηνός πρέπει να υπήρξε διδάσκαλος και ενός από τους τελευταίους Στουδίτες, του Οσίου Διονυσίου του «Ρήτορος» (†1606 μ.Χ.) , μετέπειτα ασκητού στη Μικρά Αγία Άννα του Αγίου Όρους.
Παρά τη λιπαρή του παιδεία, χάρις στην οποία κατείχε άριστα την ομηρική και την αττική διάλεκτο, ο Άγιος Δαμασκηνός ο Στουδίτης, Επίσκοπος Λητής και Ρεντίνης, έγραφε και σε απλή και καθαρή Ελληνική γλώσσα για τον απλό λαό της εποχής του, που είχε πολλή ανάγκη της «στερεᾶς τροφῆς» του λόγου του Θεού. Ο «Θησαυρός» του Δαμασκηνού υπήρξε το πιο διαδεδομένο στον τομέα του βιβλίο και ενίσχυσε το δούλο Γένος στις θλίψεις και τα μαρτύρια. Η προσφορά του επεκτάθηκε όταν μεταφράσθηκε και στα τουρκικά (1731 μ.Χ.), για τους τουρκόφωνους Ρωμηούς, στα σερβικά (1580 μ.Χ.) και τα ρωσικά (1656, 1715 μ.Χ.). Ιδιαιτέρως στη Βουλγαρία θεωρείται ότι η μετάφρασή του (Δαμασκηνάρια) απέτρεψε τον εκτουρκισμό των Ορθοδόξων Βουλγάρων.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὸν Λητῆς καὶ Ρεντίνης χρυσολόγον ἐπίσκοπον, εἴτα δὲ Ναυπάκτου καὶ Ἄρτης θεοφόρητον πρόεδρον, τὸν θεῖον καὶ σοφὸν Δαμασκηνὸν, τιμήσωμεν ἐν ὕμνοις ἱεροῖς, τὸν διδάξαντα τῇ βίβλῳ αὐτοῦ λαούς, πρὸς ὅν καὶ ἀνακράζουσι· δόξα τῷ σὲ σοφίσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ ἁγιάσαντι, δόξα τῷ ταμιεύσαντι ἐν σοί, χαρίτων θησαυρῶν Αὐτοῦ.
Άγιος Θεοδόσιος του Τυρνόβου
Νέος εγκατέλειψε την πατρίδα του και πήγε στη μονή Αγίου Νικολάου στο Βιδύνιο. Εκεί αποστήθισε ολόκληρο το Ψαλτήρι κι επιδόθηκε στην άσκηση των αρετών. Μετά την κοίμηση του Γέροντός του Ιώβ, μετέβη στη μονή της Οδηγητρίας στο Τύρνοβο, που βρισκόταν στην τοποθεσία Άγιον Όρος. Συχνά περιεφέρετο στα δάση του Σλίβεν, για ν' απολαύσει τη χάρη της ησυχίας. Από εκεί κατευθύνθηκε στη μονή της Θεοτόκου της Επικέρνους.
Όταν άκουσε πως ο όσιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης ήλθε από το Άγιον Όρος με τους μαθητές του στα Παρόρια, «όπως ο μαγνήτης έλκει προς αυτόν το σίδηρον, ούτω και η είδησις περί του πατρός είλκυσε και τον ένθεον άνδρα». Μετά την κοίμηση του οσίου Γρηγορίου ήλθε στον Άθωνα με τον φίλο του Όσιο Ρωμύλο και έζησε αρκετό χρόνο μελετώντας τη ζωή και τα έργα των πατέρων. Κατόπιν αναχωρεί για τη Θεσσαλονίκη, Βέροια, Κωνσταντινούπολη, Παρόρια και Σλίβεν. Καταλήγει στο όρος Κελιφάρεβο, πλησίον του Τυρνόβου, όπου με τη βοήθεια του φίλου του βασιλέα Ιωάννου Αλεξάνδρου ιδρύει μονή, στην οποία συγκεντρώνονται αρκετοί μοναχοί. Η μονή αποτέλεσε φάρο της Ορθοδοξίας, κέντρο αντιαιρετικό, που ακτινοβολούσε στη Σερβία, Ουγγαρία και Βλαχία.
Συχνά αναγκαζόταν ν' αφήνει την ησυχία του για να υπερασπίσει το Ορθόδοξο δόγμα, που κινδύνευε από τους ακολούθους των αιρετικών Βαρλαάμ και Ακινδύνου, τους Βογόμιλους, τους Αδαμιτιστές και τους Εβραίους. Στη Σύνοδο του 1359 μ.Χ. της Βουλγαρίας κατά των αιρετικών πρωτοστάτησε ο ίδιος κι έδωσε μεγάλη χαρά στους πιστούς για τη νίκη της Ορθοδοξίας.
Επί τριετία αποσύρθηκε σε σπήλαιο κι επιδόθηκε σε μεγάλη άσκηση. Κατά την εικοσάμηνη βαρειά ασθένεια που τον ακολούθησε παρέμεινε κλινήρης, αλλά αδιάκοπα ασχολούνταν με την προσευχή και τη μελέτη. Πριν το τέλος του επεθύμησε να επισκεφθεί στην Κωνσταντινούπολη τον παλαιό συμμαθητή του, τον Οικουμενικό Πατριάρχη Κάλλιστο Α΄. Ο Πατριάρχης τον υποδέχθηκε φιλόφρονα και του παραχώρησε κελλί στο μοναστήρι του, του Αγίου Μάμαντος, για να ησυχάζει. Εκεί, σε μια επιδείνωση της ασθένειάς του, ήλθε το τέλος του. Αφού το προαισθάνθηκε, κάλεσε τους μαθητές που είχε μαζί του, για να τους δώσει τις τελευταίες συμβουλές του. Με αυστηρότητα τους μίλησε για το πόσο ακριβείς πρέπει να είναι στα δόγματα της Εκκλησίας και πόσο επίμονοι στην ενασχόλησή τους με τη θέα του Θεού και τη νοερά προσευχή. Ακολούθησαν συγκινητικές στιγμές όταν οι μαθητές του ασπαζόταν τα χέρια του και τα πόδια του με δάκρυα. Τους ζήτησε να σταματήσουν και να τον ανασηκώσουν. Απήγγειλε το σύμβολο της πίστεως, μετάλαβε των αχράντων μυστηρίων, δείχνοντας τους αγγέλους που παρευρίσκονταν εκεί, άφησε ένα μειδίαμα και παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο. Το κελλί γέμισε από ευωδία. Ανεπαύθη στις 27 Νοεμβρίου 1362/3 μ.Χ., την ίδια ημερομηνία που εκοιμήθη και ο διδάσκαλός του όσιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης. Κηδεύθηκε με μεγαλοπρέπεια συνοδευόμενος από τον Πατριάρχη και τη σύνοδο.
Ο άγιος Θεοδόσιος απέκτησε πολλούς και σπουδαίους μαθητές, που συνέχισαν το έργο του. Γνωστότεροι είναι οι άγιοι Κυπριανός Κιέβου και Ευθύμιος Τυρνόβου και ο ασκητικότατος Ρωμύλος, ακόλουθος των πορειών του και άξιος διάδοχος της μονής του.
Ο βίος του γράφηκε «παρά του αγιωτάτου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως κυρ Καλλίστου».
Όταν άκουσε πως ο όσιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης ήλθε από το Άγιον Όρος με τους μαθητές του στα Παρόρια, «όπως ο μαγνήτης έλκει προς αυτόν το σίδηρον, ούτω και η είδησις περί του πατρός είλκυσε και τον ένθεον άνδρα». Μετά την κοίμηση του οσίου Γρηγορίου ήλθε στον Άθωνα με τον φίλο του Όσιο Ρωμύλο και έζησε αρκετό χρόνο μελετώντας τη ζωή και τα έργα των πατέρων. Κατόπιν αναχωρεί για τη Θεσσαλονίκη, Βέροια, Κωνσταντινούπολη, Παρόρια και Σλίβεν. Καταλήγει στο όρος Κελιφάρεβο, πλησίον του Τυρνόβου, όπου με τη βοήθεια του φίλου του βασιλέα Ιωάννου Αλεξάνδρου ιδρύει μονή, στην οποία συγκεντρώνονται αρκετοί μοναχοί. Η μονή αποτέλεσε φάρο της Ορθοδοξίας, κέντρο αντιαιρετικό, που ακτινοβολούσε στη Σερβία, Ουγγαρία και Βλαχία.
Συχνά αναγκαζόταν ν' αφήνει την ησυχία του για να υπερασπίσει το Ορθόδοξο δόγμα, που κινδύνευε από τους ακολούθους των αιρετικών Βαρλαάμ και Ακινδύνου, τους Βογόμιλους, τους Αδαμιτιστές και τους Εβραίους. Στη Σύνοδο του 1359 μ.Χ. της Βουλγαρίας κατά των αιρετικών πρωτοστάτησε ο ίδιος κι έδωσε μεγάλη χαρά στους πιστούς για τη νίκη της Ορθοδοξίας.
Επί τριετία αποσύρθηκε σε σπήλαιο κι επιδόθηκε σε μεγάλη άσκηση. Κατά την εικοσάμηνη βαρειά ασθένεια που τον ακολούθησε παρέμεινε κλινήρης, αλλά αδιάκοπα ασχολούνταν με την προσευχή και τη μελέτη. Πριν το τέλος του επεθύμησε να επισκεφθεί στην Κωνσταντινούπολη τον παλαιό συμμαθητή του, τον Οικουμενικό Πατριάρχη Κάλλιστο Α΄. Ο Πατριάρχης τον υποδέχθηκε φιλόφρονα και του παραχώρησε κελλί στο μοναστήρι του, του Αγίου Μάμαντος, για να ησυχάζει. Εκεί, σε μια επιδείνωση της ασθένειάς του, ήλθε το τέλος του. Αφού το προαισθάνθηκε, κάλεσε τους μαθητές που είχε μαζί του, για να τους δώσει τις τελευταίες συμβουλές του. Με αυστηρότητα τους μίλησε για το πόσο ακριβείς πρέπει να είναι στα δόγματα της Εκκλησίας και πόσο επίμονοι στην ενασχόλησή τους με τη θέα του Θεού και τη νοερά προσευχή. Ακολούθησαν συγκινητικές στιγμές όταν οι μαθητές του ασπαζόταν τα χέρια του και τα πόδια του με δάκρυα. Τους ζήτησε να σταματήσουν και να τον ανασηκώσουν. Απήγγειλε το σύμβολο της πίστεως, μετάλαβε των αχράντων μυστηρίων, δείχνοντας τους αγγέλους που παρευρίσκονταν εκεί, άφησε ένα μειδίαμα και παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο. Το κελλί γέμισε από ευωδία. Ανεπαύθη στις 27 Νοεμβρίου 1362/3 μ.Χ., την ίδια ημερομηνία που εκοιμήθη και ο διδάσκαλός του όσιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης. Κηδεύθηκε με μεγαλοπρέπεια συνοδευόμενος από τον Πατριάρχη και τη σύνοδο.
Ο άγιος Θεοδόσιος απέκτησε πολλούς και σπουδαίους μαθητές, που συνέχισαν το έργο του. Γνωστότεροι είναι οι άγιοι Κυπριανός Κιέβου και Ευθύμιος Τυρνόβου και ο ασκητικότατος Ρωμύλος, ακόλουθος των πορειών του και άξιος διάδοχος της μονής του.
Ο βίος του γράφηκε «παρά του αγιωτάτου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως κυρ Καλλίστου».
Όσιος Μωυσής
Ο Όσιος Μωυσής είναι άγνωστος στον Συναξαριστή του Αγίου Νικόδημου και τα έντυπα Μηναία. Η μνήμη του με σύντομο υπόμνημα αναφέρεται στον Παρισινό Κώδικα 1621, οπού λέγεται ότι ήταν από την πόλη Φάρα. Σε μικρή ηλικία έγινε μοναχός και έζησε 85 χρόνια ασκούμενος πάνω σ' ένα όρος, μέσα σε μια σπηλιά, με αυστηρή νηστεία και προσευχή. Βάδισε με θεοπρέπεια τον ασκητικό δρόμο και απεβίωσε ειρηνικά.
Όσιος Πινούφριος
Ο Όσιος Πινούφριος ήταν μέγας ασκητής στην Αιγυπτιακή έρημο, Ιερέας και ηγούμενος κοινοβίου κοντά στην πόλη Πανεφώ. Επειδή δεν ήθελε τιμές, εγκατέλειψε τη Μονή του και με λαϊκή ενδυμασία κατέφυγε στη Μονή Ταβεννησιωτών και υπηρετούσε όπως ο τελευταίος υπηρέτης. Μετά τρία χρόνια όμως, τον γνώρισε κάποιος μαθητής του και επανήλθε στη Μονή του. Αλλά και πάλι για τους ίδιους λόγους την εγκατέλειψε και πήγε στην Παλαιστίνη και έπειτα ξαναγύρισε στη Μονή του, όπου με πλήρη ταπεινοφροσύνη αφού έζησε απεβίωσε ειρηνικά. Λόγοι του οσίου αυτού, σώζονται στον Ευεργετινό.
Άγιος Ιάκωβος ο Πέρσης ο Μεγαλομάρτυρας
Ο Άγιος Ιάκωβος, έζησε τον 4ο μ.Χ. αι. επί βασιλέως Αρκαδίου (περί το 395 μ.Χ.).
Ζούσε στη Βηθλαδά της Περσίας και καταγόταν από επίσημο γένος. Ήταν φίλος με το βασιλιά των Περσών, Ισδιγέρδη. Παρασυρμένος από αυτή τη φιλία του, ο Ιάκωβος απαρνήθηκε την πίστη του στο Χριστό. Για να ευχαριστήσει τον Ισδιγέρδη, άφησε τον εαυτό του να χαθεί μέσα στην ψευδαίσθηση του πλούτου των ανακτόρων.
Όταν το έμαθαν αυτό η μητέρα και η γυναίκα του, οι οποίες ήταν ευσεβείς και πιστές χριστιανές λυπήθηκαν και εξοργίστηκαν. Και οι δύο λοιπόν τον επιπλήξανε για τη στάση του και του δήλωσαν ότι δεν ήθελαν καμία σχέση, μαζί του. Αυτό το μικρό πλήγμα, επανέφερε τον Ιάκωβο στον ίσιο δρόμο. Τον έκανε να διαπιστώσει το χάσμα το οποίο δημιούργησε. Έτσι ο Ιάκωβος αποφάσισε να εξαγνίσει το ατόπημά του και να επανέλθει στον δρόμο του Θεού.
Μετά από την απόφαση αυτή, πήγε στον βασιλιά και ομολόγησε μπροστά του την μία και αληθινή πίστη στον Χριστό. Ο Ισδιγέρδης εξεπλάγη γι' αυτή την αλλαγή του Ιακώβου και προσπάθησε να τον μεταπείσει. Ο Ιάκωβος παρέμεινε ακλόνητος στην πίστη του και γι' αυτό διατάχθηκε να τον βασανίσουν. Μαρτύρησε με ακρωτηριασμό των άκρων του και κατόπιν με τον αποκεφαλισμό του. Με αυτό τον μαρτυρικό τρόπο παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁ Μάρτυς Ἰάκωβος, ὁ τῆς Περσίδας βλαστός, τὸν δόλιον δράκοντα, τοὶς τῶν αἱμάτων κρουνοίς, ἀθλήσας ἀπέπνιξε, πίστει γὰρ ἀληθείας, μεληδὸν τετμημένος, ὤφθη τροπαιοφόρος, τοῦ Σωτῆρος ὁπλίτης, πρεσβεύων ἀδιαλείπτως, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Πεισθεὶς τῇ καλῇ, συζύγῳ καρτερόψυχε, καὶ τὸ φοβερόν, κριτήριον φοβούμενος, τῶν Περσῶν τὸ φρόνημα, καὶ τὸν φόβον Ἰάκωβε κατέπτυσας, καὶ ἀνεδείχθης Μάρτυς θαυμαστός, τὸ σῶμα ὡς κλῆμα συντεμνόμενος.
Ὁ Οἶκος
Ἀπὸ ψυχῆς στενάξωμεν πάντες, δάκρυα ἐκχέοντες, καθορῶντες πικρῶς τὸν Μάρτυρα μελιζόμενον· δίκην κυνῶν γὰρ ὠρυομένων συνελθόντες οἱ δήμιοι, τὰ μέλη κατετίτρωσκον τοῦ θαυμαστοῦ καὶ γενναίου ἐν Μάρτυσι Μάρτυρος. Τὶς οὖν ὑπάρχει; εἰ δοκεῖ, μικρὸν ὑπομείνατε, καὶ λέξω πάντα μετὰ σπουδῆς, πῶς ὡς θῦμα Κυρίῳ προσήνεκται, το σῶμα ὡς κλῆμα τεμνόμενος.
Ζούσε στη Βηθλαδά της Περσίας και καταγόταν από επίσημο γένος. Ήταν φίλος με το βασιλιά των Περσών, Ισδιγέρδη. Παρασυρμένος από αυτή τη φιλία του, ο Ιάκωβος απαρνήθηκε την πίστη του στο Χριστό. Για να ευχαριστήσει τον Ισδιγέρδη, άφησε τον εαυτό του να χαθεί μέσα στην ψευδαίσθηση του πλούτου των ανακτόρων.
Όταν το έμαθαν αυτό η μητέρα και η γυναίκα του, οι οποίες ήταν ευσεβείς και πιστές χριστιανές λυπήθηκαν και εξοργίστηκαν. Και οι δύο λοιπόν τον επιπλήξανε για τη στάση του και του δήλωσαν ότι δεν ήθελαν καμία σχέση, μαζί του. Αυτό το μικρό πλήγμα, επανέφερε τον Ιάκωβο στον ίσιο δρόμο. Τον έκανε να διαπιστώσει το χάσμα το οποίο δημιούργησε. Έτσι ο Ιάκωβος αποφάσισε να εξαγνίσει το ατόπημά του και να επανέλθει στον δρόμο του Θεού.
Μετά από την απόφαση αυτή, πήγε στον βασιλιά και ομολόγησε μπροστά του την μία και αληθινή πίστη στον Χριστό. Ο Ισδιγέρδης εξεπλάγη γι' αυτή την αλλαγή του Ιακώβου και προσπάθησε να τον μεταπείσει. Ο Ιάκωβος παρέμεινε ακλόνητος στην πίστη του και γι' αυτό διατάχθηκε να τον βασανίσουν. Μαρτύρησε με ακρωτηριασμό των άκρων του και κατόπιν με τον αποκεφαλισμό του. Με αυτό τον μαρτυρικό τρόπο παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁ Μάρτυς Ἰάκωβος, ὁ τῆς Περσίδας βλαστός, τὸν δόλιον δράκοντα, τοὶς τῶν αἱμάτων κρουνοίς, ἀθλήσας ἀπέπνιξε, πίστει γὰρ ἀληθείας, μεληδὸν τετμημένος, ὤφθη τροπαιοφόρος, τοῦ Σωτῆρος ὁπλίτης, πρεσβεύων ἀδιαλείπτως, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Πεισθεὶς τῇ καλῇ, συζύγῳ καρτερόψυχε, καὶ τὸ φοβερόν, κριτήριον φοβούμενος, τῶν Περσῶν τὸ φρόνημα, καὶ τὸν φόβον Ἰάκωβε κατέπτυσας, καὶ ἀνεδείχθης Μάρτυς θαυμαστός, τὸ σῶμα ὡς κλῆμα συντεμνόμενος.
Ὁ Οἶκος
Ἀπὸ ψυχῆς στενάξωμεν πάντες, δάκρυα ἐκχέοντες, καθορῶντες πικρῶς τὸν Μάρτυρα μελιζόμενον· δίκην κυνῶν γὰρ ὠρυομένων συνελθόντες οἱ δήμιοι, τὰ μέλη κατετίτρωσκον τοῦ θαυμαστοῦ καὶ γενναίου ἐν Μάρτυσι Μάρτυρος. Τὶς οὖν ὑπάρχει; εἰ δοκεῖ, μικρὸν ὑπομείνατε, καὶ λέξω πάντα μετὰ σπουδῆς, πῶς ὡς θῦμα Κυρίῳ προσήνεκται, το σῶμα ὡς κλῆμα τεμνόμενος.
Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2018
Ἅγιος Νεκτάριος - Οἱ πειρασμοὶ παραχωροῦνται γιὰ νὰ φανερωθοῦν τὰ κρυμμένα πάθη
Οἱ πειρασμοὶ παραχωροῦνται γιὰ νὰ φανερωθοῦν τὰ κρυμμένα πάθη, νὰ καταπολεμηθοῦν κι ἔτσι νὰ θεραπευθεῖ ἡ ψυχή. Είναι καὶ αὐτοὶ δεῖγμα τοῦ θείου ἐλέους. Γι' αὐτὸ ἐμπιστεύσου στὸ Θεὸ καὶ ζήτησε τὴ βοήθειά Του, ὥστε νὰ σὲ δυναμώσει στὸν ἀγώνα σου. Ἡ ἐλπίδα στὸ Θεὸ δὲν ὁδηγεῖ ποτὲ στὴν ἀπελπισία. Οἱ πειρασμοὶ φέρνουν ταπεινοφροσύνη.
Ὁ Θεὸς ξέρει τὴν ἀντοχὴ τοῦ καθενός μας καὶ παραχωρεῖ τοὺς πειρασμοὺς κατὰ τὸ μέτρο τῶν δυνάμεών μας. Να φροντίζουμε ὅμως κι ἐμεῖς νὰ εἴμαστε ἄγρυπνοι καὶ προσεκτικοί, γιὰ νὰ μὴ βάλουμε μόνοι μας τὸν ἑαυτό μας σὲ πειρασμό.
Ἐμπιστευθεῖτε στὸ Θεὸ τὸν Ἀγαθό, τὸν Ἰσχυρό, τὸν Ζῶντα, καὶ Αὐτὸς θὰ σᾶς ὁδηγήσει στὴν ἀνάπαυση. Μετὰ ἀπὸ τὶς δοκιμασίες ἀκολουθεῖ ἡ πνευματικὴ χαρά. Ο Κύριος παρακολουθεῖ ὅσους ὑπομένουν τὶς δοκιμασίες καὶ τὶς θλίψεις γιὰ τὴ δική Του ἀγάπη. Μη λιποψυχεῖτε λοιπὸν καὶ μὴ δειλιάζετε.
Δὲν θέλω νὰ θλίβεστε καὶ νὰ συγχύζεστε γιὰ ὅσα συμβαίνουν ἀντίθετα μὲ τὴ θέλησή σας: ὅσο δίκαιη καὶ ἂν εἶναι αὐτή. Μιὰ τέτοια θλίψη μαρτυρεῖ τὴν ὕπαρξη ἐγωισμοῦ. Προσέχετε τὸν ἐγωισμὸ ποὺ κρύβεται κάτω ἀπὸ τὴ μορφὴ τοῦ δικαιώματος. Προσέχετε καὶ τὴν ἄκαιρη λύπη ποὺ δημιουργεῖται μετὰ ἀπὸ ἕνα δίκαιο ἔλεγχο. Ἡ ὑπερβολικὴ θλίψη γιὰ ὅλα αὐτὰ εἶναι τοῦ πειρασμοῦ.
Μία εἶναι ἡ ἀληθινὴ θλίψη. Αὐτὴ ποὺ δημιουργεῖται, ὅταν γνωρίσουμε καλὰ τὴν ἄθλια κατάσταση ποὺ βρίσκεται ἡ ψυχή μας. Όλες οἱ ἄλλες θλίψεις δὲν ἔχουν καμιὰ σχέση μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ.
Φροντίζετε νὰ περιφρουρεῖτε στὴν καρδιὰ σᾶς τὴ χαρὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ νὰ μὴν ἐπιτρέπετε στὸν πονηρὸ νὰ χύνει τὴν πίκρα του. Προσέχετε! Προσέχετε, μήπως ὁ Παράδεισος ποὺ ὑπάρχει μέσα σας μετατραπεῖ σὲ κόλαση.
Ὁ Θεὸς ξέρει τὴν ἀντοχὴ τοῦ καθενός μας καὶ παραχωρεῖ τοὺς πειρασμοὺς κατὰ τὸ μέτρο τῶν δυνάμεών μας. Να φροντίζουμε ὅμως κι ἐμεῖς νὰ εἴμαστε ἄγρυπνοι καὶ προσεκτικοί, γιὰ νὰ μὴ βάλουμε μόνοι μας τὸν ἑαυτό μας σὲ πειρασμό.
Ἐμπιστευθεῖτε στὸ Θεὸ τὸν Ἀγαθό, τὸν Ἰσχυρό, τὸν Ζῶντα, καὶ Αὐτὸς θὰ σᾶς ὁδηγήσει στὴν ἀνάπαυση. Μετὰ ἀπὸ τὶς δοκιμασίες ἀκολουθεῖ ἡ πνευματικὴ χαρά. Ο Κύριος παρακολουθεῖ ὅσους ὑπομένουν τὶς δοκιμασίες καὶ τὶς θλίψεις γιὰ τὴ δική Του ἀγάπη. Μη λιποψυχεῖτε λοιπὸν καὶ μὴ δειλιάζετε.
Δὲν θέλω νὰ θλίβεστε καὶ νὰ συγχύζεστε γιὰ ὅσα συμβαίνουν ἀντίθετα μὲ τὴ θέλησή σας: ὅσο δίκαιη καὶ ἂν εἶναι αὐτή. Μιὰ τέτοια θλίψη μαρτυρεῖ τὴν ὕπαρξη ἐγωισμοῦ. Προσέχετε τὸν ἐγωισμὸ ποὺ κρύβεται κάτω ἀπὸ τὴ μορφὴ τοῦ δικαιώματος. Προσέχετε καὶ τὴν ἄκαιρη λύπη ποὺ δημιουργεῖται μετὰ ἀπὸ ἕνα δίκαιο ἔλεγχο. Ἡ ὑπερβολικὴ θλίψη γιὰ ὅλα αὐτὰ εἶναι τοῦ πειρασμοῦ.
Μία εἶναι ἡ ἀληθινὴ θλίψη. Αὐτὴ ποὺ δημιουργεῖται, ὅταν γνωρίσουμε καλὰ τὴν ἄθλια κατάσταση ποὺ βρίσκεται ἡ ψυχή μας. Όλες οἱ ἄλλες θλίψεις δὲν ἔχουν καμιὰ σχέση μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ.
Φροντίζετε νὰ περιφρουρεῖτε στὴν καρδιὰ σᾶς τὴ χαρὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ νὰ μὴν ἐπιτρέπετε στὸν πονηρὸ νὰ χύνει τὴν πίκρα του. Προσέχετε! Προσέχετε, μήπως ὁ Παράδεισος ποὺ ὑπάρχει μέσα σας μετατραπεῖ σὲ κόλαση.
Αν σου πω…… Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος.
– Αν σου πω, νήστεψε πολλές φορές μου προβάλλεις ως δικαιολογία την ασθένεια του σώματος.
– Αν σου πω, δώσε στους φτωχούς μου λες ότι είσαι φτωχός και έχεις να αναθρέψεις παιδιά.
– Αν σου πω να έρχεσαι τακτικά στις Συνάξεις της Εκκλησίας, μου λες, έχω διάφορες μέριμνες.
– Αν σου πω, πρόσεχε αυτά που λέγονται στην Εκκλησία και κατανόησε το βάθος των λόγων του Θεού, μου προβάλλεις ως δικαιολογία την έλλειψη μορφώσεως.
– Αν σου πω, φρόντισε να βοηθήσεις ψυχικά τον αδελφό σου, μου λες ότι δεν υπακούει όταν τον συμβουλεύω, αφού πολλές φορές του μίλησα και περιφρόνησε τα λόγια μου.
Βέβαια, δεν ευσταθούν οι προφάσεις αυτές και όλα αυτά είναι χλιαρά λόγια, αλλά, παρά ταύτα, μπορείς να προφασίζεσαι…
– Αν όμως σου πω, άφησε την οργή και συγχώρεσε τον αδελφό σου, ποια από τις προφάσεις αυτές μπορείς να χρησιμοποιήσεις;
Διότι νομίζω, δεν μπορείς να φέρεις ως πρόφαση ούτε ασθένεια σώματος, ούτε φτώχεια, ούτε αμάθεια, ούτε απασχόληση και μέριμνα, ούτε τίποτε άλλο.
Γι’ αυτό απ’ όλες σου τις αμαρτίες, αυτή η αμαρτία θα σου είναι ασυγχώρητη. Αλήθεια, πως θα μπορέσεις να υψώσεις τα χέρια σου στον Ουρανό; Πως θα κινήσεις τη γλώσσα σου να προσευχηθείς;
Πως θα ζητήσεις συγνώμη;
Ακόμη κι’ αν θέλει ο Θεός να σου συγχωρήσει τις αμαρτίες, δεν Του το επιτρέπεις εσύ, επειδή δεν συγχωρείς τις αμαρτίες του αδελφού σου.
Διότι, αν εσύ ο ίδιος εκδικηθείς και επιτεθείς εναντίον του, είτε με λόγια, είτε με ανάλογες συμπεριφορές, είτε με κατάρες, ο Θεός δεν θα επέμβει πλέον, αφού εσύ ανέλαβες την τιμωρία Του. Και όχι μόνο δεν θα επέμβει, αλλά και από σένα θα ζητήσει λόγο, διότι φέρθηκες υβριστικά προς Αυτόν.
Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος
– Αν σου πω, δώσε στους φτωχούς μου λες ότι είσαι φτωχός και έχεις να αναθρέψεις παιδιά.
– Αν σου πω να έρχεσαι τακτικά στις Συνάξεις της Εκκλησίας, μου λες, έχω διάφορες μέριμνες.
– Αν σου πω, πρόσεχε αυτά που λέγονται στην Εκκλησία και κατανόησε το βάθος των λόγων του Θεού, μου προβάλλεις ως δικαιολογία την έλλειψη μορφώσεως.
– Αν σου πω, φρόντισε να βοηθήσεις ψυχικά τον αδελφό σου, μου λες ότι δεν υπακούει όταν τον συμβουλεύω, αφού πολλές φορές του μίλησα και περιφρόνησε τα λόγια μου.
Βέβαια, δεν ευσταθούν οι προφάσεις αυτές και όλα αυτά είναι χλιαρά λόγια, αλλά, παρά ταύτα, μπορείς να προφασίζεσαι…
– Αν όμως σου πω, άφησε την οργή και συγχώρεσε τον αδελφό σου, ποια από τις προφάσεις αυτές μπορείς να χρησιμοποιήσεις;
Διότι νομίζω, δεν μπορείς να φέρεις ως πρόφαση ούτε ασθένεια σώματος, ούτε φτώχεια, ούτε αμάθεια, ούτε απασχόληση και μέριμνα, ούτε τίποτε άλλο.
Γι’ αυτό απ’ όλες σου τις αμαρτίες, αυτή η αμαρτία θα σου είναι ασυγχώρητη. Αλήθεια, πως θα μπορέσεις να υψώσεις τα χέρια σου στον Ουρανό; Πως θα κινήσεις τη γλώσσα σου να προσευχηθείς;
Πως θα ζητήσεις συγνώμη;
Ακόμη κι’ αν θέλει ο Θεός να σου συγχωρήσει τις αμαρτίες, δεν Του το επιτρέπεις εσύ, επειδή δεν συγχωρείς τις αμαρτίες του αδελφού σου.
Διότι, αν εσύ ο ίδιος εκδικηθείς και επιτεθείς εναντίον του, είτε με λόγια, είτε με ανάλογες συμπεριφορές, είτε με κατάρες, ο Θεός δεν θα επέμβει πλέον, αφού εσύ ανέλαβες την τιμωρία Του. Και όχι μόνο δεν θα επέμβει, αλλά και από σένα θα ζητήσει λόγο, διότι φέρθηκες υβριστικά προς Αυτόν.
Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος
Όσιος Ιάκωβος ο Αναχωρητής
Για τον Όσιο Ιάκωβο αφηγείται ο Θεοδώρητος Κύρου, που γνώρισε τον όσιο προσωπικά (Φιλόθεος Ιστορία, αριθ. 21). Καταγόταν από την πόλη Κύρου και ασκήτευε στην αρχή, μέσα σ' ένα πολύ στενό κελί. Κατόπιν ανέβηκε στο κοντινό βουνό της πόλης Κύρου και εκεί ασκήτευε χωρίς να κατασκευάσει καλύβα. Έφτασε σε τόσο μεγάλα ύψη πνευματικότητας, που κάποτε ο Θεός τον αξίωσε να αναστήσει το παιδί μιας οικογένειας. Έτσι λοιπόν, αυστηρά ασκητικά αφού έζησε, απεβίωσε ειρηνικά.
Άγιος Σοφιανός επίσκοπος Δρυϊνουπόλεως καί Αργυροκάστρου
Ο Άγιος Σοφιανός, υπήρξε σημαντική θρησκευτική προσωπικότητα της εποχής του στην περιοχή της Ηπείρου και θεωρείται ο πρόδρομος του Κοσμά του Αιτωλού . Γεννήθηκε πιθανότατα στο χωριό Πολύτσιανη (περιοχή Πωγωνίου της Βορείου Ηπείρου). Έμεινε γνωστός από τη στιγμή που ανέλαβε επίσκοπος Δρυινουπόλεως (περιοχή Αργυροκάστρου, Δέλβινου, Χειμάρρας).
Το 1672 μ.Χ. ίδρυσε στο τοπικό μοναστήρι του Αγίου Αθανασίου σχολείο. Την εποχή που έζησε, οι εξισλαμισμοί ήταν ιδιαίτερα σύνηθες φαινόμενο. Ο ίδιος θέλοντας να αντιμετωπίσει αυτή την κατάσταση περιόδευε από χωριό σε χωριό για να πείσει τον κόσμο να διατηρήσει τις παραδόσεις και την θρησκεία του. Το 1711 μ.Χ., λίγους μήνες πριν τον θάνατό του, παραιτείται από τα ιερατικά καθήκοντα και γίνεται μοναχός για να αποδοθεί αποκλειστικά στο κηρυκτικό και ιεραποστολικό του έργο.
Λόγω το χαρακτήρα του ήταν ιδιαίτερα σεβαστός ακόμη και από τους μουσουλμάνους. Μαρτυρείται μάλιστα η περίπτωση μιας νεαρής μουσουλμάνας, που απελπισμένη προσέφυγε στον Άγιο, αδυνατώντας να βρει το κεντημένο με χρυσά φλουριά φέσι της. Εκείνος προσευχήθηκε θερμά και της αποκάλυψε ότι το φέσι της βρισκόταν στην φωλιά ενός πελαργού, υποδεικνύοντας μάλιστα το ακριβές σημείο, όπου λίγο αργότερα το βρήκε ευγνωμονώντας τον Άγιο.
Ένα ακόμη θαύμα του Αγίου μαρτυρούν οι ιστορικές πηγές και οι προφορικές μαρτυρίες. Τη Μονή του Αγίου Αθανασίου επισκέφτηκε ένας διαβάτης, στον οποίο οι μοναχοί διηγήθηκαν κάποιο θαύμα. Στη διήγηση ήταν παρών και ο Άγιος Σοφιανός, που άκουγε προσεκτικά. Ο διαβάτης αρχικά φάνηκε δύσπιστος στη διήγηση των μοναχών και κατόπιν εξέφρασε έντονα την απιστία του. Τότε ο Άγιος σηκώθηκε και διέταξε ένα νεαρό καλογέρι να πάρει από το τζάκι τρία κομμάτια ξύλου κερασιάς, που καίγονταν. Ζήτησε από τον ξένο και άπιστο διαβάτη και τον καλόγερο να τον ακολουθήσουν στην αυλή και, παίρνοντας την αξίνα, φύτεψε τα καμένα τρία κομμάτια ξύλου λέγοντας στο διαβάτη ότι αυτά θα ανθίσουν και θα καρποφορήσουν μέχρι επόμενη άνοιξη, για να του δείξει ο Θεός έμπρακτα ότι η διήγηση των μοναχών για το αναφερόμενο θαύμα ήταν πέρα για πέρα αληθινή.
Και με τις προσευχές του Αγίου το θαύμα έγινε. Τα καμένα ξύλα έπιασαν ρίζες, έβγαλαν φύλλα και καρπούς, όπως εκείνος είχε προβλέψει. Βρίσκονται ακόμη και στις μέρες μας στον περίβολο της Ιεράς Μονής, που σήμερα φέρει πλέον και το όνομα του Αγίου και ονομάζεται Μονή Αγίων Αθανασίου και Σοφιανού.
Ο Άγιος Σοφιανός κοιμήθηκε στις 26 Νοεμβρίου του 1711 μ.Χ. Η τιμία του κάρα καθώς και τα ιερά του λείψανα φυλάσσονται σε περίτεχνες θήκες, τα οποία από την Μονή του Οσίου μεταφέρθηκαν για λόγους ασφαλείας από τον ευλαβέστατο ιερέα του χωριού π. Ευθύμιο Καλαμά και τους κατοίκους του στο κεντρικό ιερό Ναό των Ταξιαρχών της Πολύτσανης, όπου μέχρι σήμερα φυλάσσονται για αγιασμό και ευλογία.
Ἀπολυτίκιον
Ἱεραρχίας κεχρισμένος τῷ μύρῳ, ἀρχιερεύς περιφανής ἀνεδείχθης πᾶσι Χριστοῦ θεράπων ἐνθεώτατος, καί σοφῶς ἐποίμανας τόν λαόν τοῦ Κυρίου, Σοφιανέ ὅσιε, διά λόγων καί ἔργων۰ καί νῦν δυσώπει πάντοτε Χριστόν, ἐλεηθῆναι τούς σέ μακαρίζοντας.
Μεγαλυνάριον
Τῆς Δρυϊνουπόλεως ἱερός ποιμήν ἀνεδείχθης, ὡς τῶν πάλαι Ἱεραρχῶν μιμητῆς ἐν πάσι, Σοφιανέ παμμάκαρ, ἐνθέοις προτερήμασι σεμνυνόμενος.
Το 1672 μ.Χ. ίδρυσε στο τοπικό μοναστήρι του Αγίου Αθανασίου σχολείο. Την εποχή που έζησε, οι εξισλαμισμοί ήταν ιδιαίτερα σύνηθες φαινόμενο. Ο ίδιος θέλοντας να αντιμετωπίσει αυτή την κατάσταση περιόδευε από χωριό σε χωριό για να πείσει τον κόσμο να διατηρήσει τις παραδόσεις και την θρησκεία του. Το 1711 μ.Χ., λίγους μήνες πριν τον θάνατό του, παραιτείται από τα ιερατικά καθήκοντα και γίνεται μοναχός για να αποδοθεί αποκλειστικά στο κηρυκτικό και ιεραποστολικό του έργο.
Λόγω το χαρακτήρα του ήταν ιδιαίτερα σεβαστός ακόμη και από τους μουσουλμάνους. Μαρτυρείται μάλιστα η περίπτωση μιας νεαρής μουσουλμάνας, που απελπισμένη προσέφυγε στον Άγιο, αδυνατώντας να βρει το κεντημένο με χρυσά φλουριά φέσι της. Εκείνος προσευχήθηκε θερμά και της αποκάλυψε ότι το φέσι της βρισκόταν στην φωλιά ενός πελαργού, υποδεικνύοντας μάλιστα το ακριβές σημείο, όπου λίγο αργότερα το βρήκε ευγνωμονώντας τον Άγιο.
Ένα ακόμη θαύμα του Αγίου μαρτυρούν οι ιστορικές πηγές και οι προφορικές μαρτυρίες. Τη Μονή του Αγίου Αθανασίου επισκέφτηκε ένας διαβάτης, στον οποίο οι μοναχοί διηγήθηκαν κάποιο θαύμα. Στη διήγηση ήταν παρών και ο Άγιος Σοφιανός, που άκουγε προσεκτικά. Ο διαβάτης αρχικά φάνηκε δύσπιστος στη διήγηση των μοναχών και κατόπιν εξέφρασε έντονα την απιστία του. Τότε ο Άγιος σηκώθηκε και διέταξε ένα νεαρό καλογέρι να πάρει από το τζάκι τρία κομμάτια ξύλου κερασιάς, που καίγονταν. Ζήτησε από τον ξένο και άπιστο διαβάτη και τον καλόγερο να τον ακολουθήσουν στην αυλή και, παίρνοντας την αξίνα, φύτεψε τα καμένα τρία κομμάτια ξύλου λέγοντας στο διαβάτη ότι αυτά θα ανθίσουν και θα καρποφορήσουν μέχρι επόμενη άνοιξη, για να του δείξει ο Θεός έμπρακτα ότι η διήγηση των μοναχών για το αναφερόμενο θαύμα ήταν πέρα για πέρα αληθινή.
Και με τις προσευχές του Αγίου το θαύμα έγινε. Τα καμένα ξύλα έπιασαν ρίζες, έβγαλαν φύλλα και καρπούς, όπως εκείνος είχε προβλέψει. Βρίσκονται ακόμη και στις μέρες μας στον περίβολο της Ιεράς Μονής, που σήμερα φέρει πλέον και το όνομα του Αγίου και ονομάζεται Μονή Αγίων Αθανασίου και Σοφιανού.
Ο Άγιος Σοφιανός κοιμήθηκε στις 26 Νοεμβρίου του 1711 μ.Χ. Η τιμία του κάρα καθώς και τα ιερά του λείψανα φυλάσσονται σε περίτεχνες θήκες, τα οποία από την Μονή του Οσίου μεταφέρθηκαν για λόγους ασφαλείας από τον ευλαβέστατο ιερέα του χωριού π. Ευθύμιο Καλαμά και τους κατοίκους του στο κεντρικό ιερό Ναό των Ταξιαρχών της Πολύτσανης, όπου μέχρι σήμερα φυλάσσονται για αγιασμό και ευλογία.
Ἀπολυτίκιον
Ἱεραρχίας κεχρισμένος τῷ μύρῳ, ἀρχιερεύς περιφανής ἀνεδείχθης πᾶσι Χριστοῦ θεράπων ἐνθεώτατος, καί σοφῶς ἐποίμανας τόν λαόν τοῦ Κυρίου, Σοφιανέ ὅσιε, διά λόγων καί ἔργων۰ καί νῦν δυσώπει πάντοτε Χριστόν, ἐλεηθῆναι τούς σέ μακαρίζοντας.
Μεγαλυνάριον
Τῆς Δρυϊνουπόλεως ἱερός ποιμήν ἀνεδείχθης, ὡς τῶν πάλαι Ἱεραρχῶν μιμητῆς ἐν πάσι, Σοφιανέ παμμάκαρ, ἐνθέοις προτερήμασι σεμνυνόμενος.
Όσιος Ακάκιος «ὁ ἐν τῇ Κλίμακι»
Ο Όσιος Ακάκιος αναφέρεται από τον Άγιο Ιωάννη, που συνέγραψε την Κλίμακα γι' αυτό και ονομάζεται «ὁ ἐν τῇ Κλίμακι».
Μόνασε στη Μικρά Ασία (στο Μοναστήρι Κελλιβάρα του όρους Λάτρου) και διακρίθηκε για την ανεξάντλητη υπομονή του. Έλεγε μάλιστα: «πλανώνται όσοι νομίζουν ότι δεν θυμώνω ποτέ. Θυμώνω, αλλά κατά των δύο μεγαλυτέρων εχθρών. Ο ένας είναι ο Σατανάς, τον άλλο περιττό να σας τον πω» και έδειχνε τον εαυτό του.
Στο Μοναστήρι είχε πολύ δύστροπο προϊστάμενο, αλλά απέναντι του ο Ακάκιος δεν έλεγε το παραμικρό. Ο ηγούμενος τον κακοποιούσε και ο Ακάκιος τον αγαπούσε, όμως τον έθλιβε το γεγονός ότι κινδύνευε η σωτηρία του ηγουμένου του από την όλη διαγωγή του.
Ο Ακάκιος πέθανε νέος, έχοντας παροιμιώδη υπομονή και ζωντανή ελπίδα στον Θεό.
Ακολουθία του Οσίου συνέγραψε ο σοφολογιότατος διδάσκαλος Xριστοφόρος Προδρομίτης.
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, στον συναξαριστή του, μας πληροφορεί ότι το τίμιο λείψανο του Αγίου έμεινε άφθορο και σώο για πολλά χρόνια. Μας διηγείται δε και την εξής ιστορία:
«Συνέβη δε μίαν φοράν να εύγουν οι μοναχοί του Mοναστηρίου εκείνου διά να θερίσουν. Eπειδή εις τούτο τους εκάλει ο του θέρους καιρός. Δύω δε μόνον αδελφοί έμειναν εις το Mοναστήριον. O ένας μεν, διά να το φυλάττη, ο δε άλλος, διατί ήτον ασθενής. Hκολούθησε λοιπόν και απέθανεν ο ασθενής. O δε άλλος αδελφός, μόνος ώντας, δεν εδύνετο να σκάψη τάφον, και τα άλλα να κάμη τα εις ταφήν επιτήδεια. Όθεν ανοίξας τον έτοιμον τάφον του Aγίου Aκακίου, εκεί έβαλε τον αποθανόντα ομού με τον Άγιον.
Kατά την αυρινήν δε ημέραν πηγαίνωντας εις τον τάφον, ευρήκεν ερριμμένον έξω του τάφου τον αποθανόντα αδελφόν. Kαι πάλιν έβαλεν αυτόν μέσα εις τον τάφον του Aγίου. Eπειδή δε πάλιν εύρεν αυτόν έξω ερριμμένον, επαραπονείτο προς τον Άγιον, δικαιολογούμενος και λέγων. Ήκουσα, Άγιε Aκάκιε, ότι κανένας άλλος δεν επρόκοψεν εις την υπακοήν καθώς εσύ. Aλλά τώρα, ως βλέπω, έγινες παρήκοος και υπερήφανος τόσον, ώστε οπού δεν δέχεσαι τον αδελφόν μέσα εις τον τάφον σου, αλλά τον ρίπτεις έξω. Λοιπόν ή άφες αυτόν να ευρίσκεται μαζί σου εις ένα τάφον, ή ανίσως πάλιν ρίψης αυτόν έξω, πλέον δεν θέλω σε υποφέρω, αλλά θέλω σε εκβάλω από τον τάφον. Όθεν έβαλε τον αδελφόν πάλιν εις τον τάφον του Aγίου και ανεχώρησε. Tην αυρινήν δε ημέραν πηγαίνωντας πάλιν, τον μεν αποθανόντα αδελφόν, εύρε κείμενον εις τον τάφον, τον δε Άγιον Aκάκιον δεν ευρήκεν. Όθεν έως της σήμερον βλέπεται ο τάφος άδειος, έχων την επωνυμίαν του Aγίου Aκακίου».
«Κλίμαξ» Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου - ΛΟΓΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ: Περί υπακοής
[...] Αὐτὸς λοιπὸν μοῦ διηγήθηκε τὰ ἑπόμενα:
«Στὸ Μοναστήρι μου, στὴν Ἀσία ‐ἀπὸ ἐκεῖ προερχόταν ὁ ἐνάρετος αὐτός‐ εὑρισκόταν ἕνα ἡλικιωμένος μοναχὸς πολὺ ἀμελὴς καὶ ἀκόλαστος. Αὐτὸ τὸ λέγω ὄχι γιὰ νὰ τὸν κρίνω, ἀλλὰ γιὰ νὰ παρουσιάσω τὴν ἀλήθεια. Αὐτὸς λοιπὸν ‐δὲν γνωρίζω πῶς‐ ἀπέκτησε ἕναν νεαρὸ ὑποτακτικό, ὀνόματι Ἀκάκιο, μὲ ἁπλότητα ψυχῆς, ἀλλὰ καὶ σύνεσι λογισμοῦ. Τὰ ὅσα δὲ ὑπέφερε ἀπὸ τὸν Γέροντα αὐτὸν θὰ φανοῦν στοὺς πολλοὺς ἀπίστευτα. Ὄχι μόνο μὲ ὕβρεις καὶ ἀτιμίες ἀλλὰ καὶ μὲ κτυπήματα δυνατὰ τὸν ἐβασάνιζε κάθε ἡμέρα. Ἡ ὑπομονὴ ποὺ ἔδειχνε ὁ Ἀκάκιος φαινόταν ἀνόητη, ἀλλὰ δὲν ἦταν. Εἶχε τὴν θέσι της.
» Βλέποντάς τον ἐγὼ νὰ ταλαιπωρῆται τόσο πολὺ καθημερινὰ σὰν ἀγορασμένος δοῦλος, τὸν ἐρωτοῦσα πολλὲς φορὲς ὅταν τὸν συναντοῦσα: «Πῶς εἶσαι, ἀδελφὲ Ἀκάκιε; Πῶς πέρασες σήμερα;» Καὶ ἀμέσως μοῦ ἔδειχνε ἄλλοτε τὸ μάτι του μελανιασμένο, ἄλλοτε πρησμένο τὸν τράχηλο καὶ ἄλλοτε κτυπημένο τὸ κεφάλι του. Ἐγὼ γνωρίζοντας ὅτι εἶναι ἐργάτης τῆς ἀρετῆς, τοῦ ἔλεγα: «Καλὰ πηγαίνομε! Καλά! Κάνε ὑπομονὴ καὶ θὰ ὠφεληθῆς».
» Ἀφοῦ πέρασε ἐννέα ἔτη στὴν ὑπακοὴ τοῦ σκληροῦ Γέροντα, ἐξεδήμησε πρὸς Κύριον. Πέντε ἡμέρες μετὰ ἀπὸ τὴν ταφή του στὸ κοιμητήριο τῶν πατέρων, ὁ Γέροντας τοῦ Ἀκακίου ἐπῆγε σ᾿ ἕνα μεγάλο Γέροντα, ἐκεῖ πλησίον, καὶ τοῦ λέγει: «Πάτερ, ὁ ἀδελφὸς Ἀκάκιος ἀπέθανε»! Ἐκεῖνος μόλις τὸ ἄκουσε, τοῦ ἀποκρίνεται: «Πίστεψέ μὲ, Γέροντα! Δὲν τὸ πιστεύω». Αὐτὸς τότε τοῦ λέγει: «Ἔλα νὰ ἰδῆς»!
Σηκώνεται τότε γρήγορα καὶ μαζὶ μὲ τὸν Γέροντα τοῦ «μακαρίου πύκτου», φθάνει στὸ κοιμητήριο καὶ φωνάζει στὸν νεκρὸ σὰν σὲ ζωντανὸ ‐καὶ πράγματι, ἂν καὶ νεκρὸς ζοῦσε‐ καὶ τοῦ λέγει: «Ἀδελφὲ Ἀκάκιε, ἀπέθανες»; Ἐκεῖνος δὲ ὁ καλὸς ὑποτακτικός, δείχνοντας ὑπακοὴ καὶ μετὰ θάνατον, ἀποκρίθηκε στὸν μεγάλο Γέροντα: «Πῶς εἶναι δυνατόν, πάτερ, νὰ πεθάνη ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶναι ἐργάτης τῆς ὑπακοῆς»;
» Τότε ὁ Γέροντας ποὺ ἐθεωρεῖτο πνευματικὸς πατήρ του, κυριεύθηκε ἀπὸ φόβο καὶ ἔπεσε κατὰ πρόσωπον στὴ γῆ γεμάτος δάκρυα. Ἐν συνεχείᾳ ἐζήτησε ἀπὸ τὸν Ἡγούμενο τῆς Λαύρας ἕνα κελλὶ κοντὰ στὸ μνῆμα καὶ ἔζησε μὲ καθαρότητα τὴν ὑπόλοιπη ζωή του, ὀμολογώντας συνεχῶς στοὺς πατέρες ὅτι διέπραξε φόνο». [...]
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἑώας ἐξήστραψας, ὥσπερ ἀστὴρ φαεινός, καὶ πάντας ἐφαίδρυνας τῶν μονοτρόπων χορούς, Ἀκάκιε ὅσιε, αἴγλη τῶν ἀρετῶν σου, καὶ διήγειρας τούτους, ἄνθεσιν ἐγκωμίων, καταστέφειν σὺν πόθῳ, τὴν σὴν φαιδρὰν καὶ σεπτήν, καὶ πάντιμον μνήμην.
Μόνασε στη Μικρά Ασία (στο Μοναστήρι Κελλιβάρα του όρους Λάτρου) και διακρίθηκε για την ανεξάντλητη υπομονή του. Έλεγε μάλιστα: «πλανώνται όσοι νομίζουν ότι δεν θυμώνω ποτέ. Θυμώνω, αλλά κατά των δύο μεγαλυτέρων εχθρών. Ο ένας είναι ο Σατανάς, τον άλλο περιττό να σας τον πω» και έδειχνε τον εαυτό του.
Στο Μοναστήρι είχε πολύ δύστροπο προϊστάμενο, αλλά απέναντι του ο Ακάκιος δεν έλεγε το παραμικρό. Ο ηγούμενος τον κακοποιούσε και ο Ακάκιος τον αγαπούσε, όμως τον έθλιβε το γεγονός ότι κινδύνευε η σωτηρία του ηγουμένου του από την όλη διαγωγή του.
Ο Ακάκιος πέθανε νέος, έχοντας παροιμιώδη υπομονή και ζωντανή ελπίδα στον Θεό.
Ακολουθία του Οσίου συνέγραψε ο σοφολογιότατος διδάσκαλος Xριστοφόρος Προδρομίτης.
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, στον συναξαριστή του, μας πληροφορεί ότι το τίμιο λείψανο του Αγίου έμεινε άφθορο και σώο για πολλά χρόνια. Μας διηγείται δε και την εξής ιστορία:
«Συνέβη δε μίαν φοράν να εύγουν οι μοναχοί του Mοναστηρίου εκείνου διά να θερίσουν. Eπειδή εις τούτο τους εκάλει ο του θέρους καιρός. Δύω δε μόνον αδελφοί έμειναν εις το Mοναστήριον. O ένας μεν, διά να το φυλάττη, ο δε άλλος, διατί ήτον ασθενής. Hκολούθησε λοιπόν και απέθανεν ο ασθενής. O δε άλλος αδελφός, μόνος ώντας, δεν εδύνετο να σκάψη τάφον, και τα άλλα να κάμη τα εις ταφήν επιτήδεια. Όθεν ανοίξας τον έτοιμον τάφον του Aγίου Aκακίου, εκεί έβαλε τον αποθανόντα ομού με τον Άγιον.
Kατά την αυρινήν δε ημέραν πηγαίνωντας εις τον τάφον, ευρήκεν ερριμμένον έξω του τάφου τον αποθανόντα αδελφόν. Kαι πάλιν έβαλεν αυτόν μέσα εις τον τάφον του Aγίου. Eπειδή δε πάλιν εύρεν αυτόν έξω ερριμμένον, επαραπονείτο προς τον Άγιον, δικαιολογούμενος και λέγων. Ήκουσα, Άγιε Aκάκιε, ότι κανένας άλλος δεν επρόκοψεν εις την υπακοήν καθώς εσύ. Aλλά τώρα, ως βλέπω, έγινες παρήκοος και υπερήφανος τόσον, ώστε οπού δεν δέχεσαι τον αδελφόν μέσα εις τον τάφον σου, αλλά τον ρίπτεις έξω. Λοιπόν ή άφες αυτόν να ευρίσκεται μαζί σου εις ένα τάφον, ή ανίσως πάλιν ρίψης αυτόν έξω, πλέον δεν θέλω σε υποφέρω, αλλά θέλω σε εκβάλω από τον τάφον. Όθεν έβαλε τον αδελφόν πάλιν εις τον τάφον του Aγίου και ανεχώρησε. Tην αυρινήν δε ημέραν πηγαίνωντας πάλιν, τον μεν αποθανόντα αδελφόν, εύρε κείμενον εις τον τάφον, τον δε Άγιον Aκάκιον δεν ευρήκεν. Όθεν έως της σήμερον βλέπεται ο τάφος άδειος, έχων την επωνυμίαν του Aγίου Aκακίου».
«Κλίμαξ» Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου - ΛΟΓΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ: Περί υπακοής
[...] Αὐτὸς λοιπὸν μοῦ διηγήθηκε τὰ ἑπόμενα:
«Στὸ Μοναστήρι μου, στὴν Ἀσία ‐ἀπὸ ἐκεῖ προερχόταν ὁ ἐνάρετος αὐτός‐ εὑρισκόταν ἕνα ἡλικιωμένος μοναχὸς πολὺ ἀμελὴς καὶ ἀκόλαστος. Αὐτὸ τὸ λέγω ὄχι γιὰ νὰ τὸν κρίνω, ἀλλὰ γιὰ νὰ παρουσιάσω τὴν ἀλήθεια. Αὐτὸς λοιπὸν ‐δὲν γνωρίζω πῶς‐ ἀπέκτησε ἕναν νεαρὸ ὑποτακτικό, ὀνόματι Ἀκάκιο, μὲ ἁπλότητα ψυχῆς, ἀλλὰ καὶ σύνεσι λογισμοῦ. Τὰ ὅσα δὲ ὑπέφερε ἀπὸ τὸν Γέροντα αὐτὸν θὰ φανοῦν στοὺς πολλοὺς ἀπίστευτα. Ὄχι μόνο μὲ ὕβρεις καὶ ἀτιμίες ἀλλὰ καὶ μὲ κτυπήματα δυνατὰ τὸν ἐβασάνιζε κάθε ἡμέρα. Ἡ ὑπομονὴ ποὺ ἔδειχνε ὁ Ἀκάκιος φαινόταν ἀνόητη, ἀλλὰ δὲν ἦταν. Εἶχε τὴν θέσι της.
» Βλέποντάς τον ἐγὼ νὰ ταλαιπωρῆται τόσο πολὺ καθημερινὰ σὰν ἀγορασμένος δοῦλος, τὸν ἐρωτοῦσα πολλὲς φορὲς ὅταν τὸν συναντοῦσα: «Πῶς εἶσαι, ἀδελφὲ Ἀκάκιε; Πῶς πέρασες σήμερα;» Καὶ ἀμέσως μοῦ ἔδειχνε ἄλλοτε τὸ μάτι του μελανιασμένο, ἄλλοτε πρησμένο τὸν τράχηλο καὶ ἄλλοτε κτυπημένο τὸ κεφάλι του. Ἐγὼ γνωρίζοντας ὅτι εἶναι ἐργάτης τῆς ἀρετῆς, τοῦ ἔλεγα: «Καλὰ πηγαίνομε! Καλά! Κάνε ὑπομονὴ καὶ θὰ ὠφεληθῆς».
» Ἀφοῦ πέρασε ἐννέα ἔτη στὴν ὑπακοὴ τοῦ σκληροῦ Γέροντα, ἐξεδήμησε πρὸς Κύριον. Πέντε ἡμέρες μετὰ ἀπὸ τὴν ταφή του στὸ κοιμητήριο τῶν πατέρων, ὁ Γέροντας τοῦ Ἀκακίου ἐπῆγε σ᾿ ἕνα μεγάλο Γέροντα, ἐκεῖ πλησίον, καὶ τοῦ λέγει: «Πάτερ, ὁ ἀδελφὸς Ἀκάκιος ἀπέθανε»! Ἐκεῖνος μόλις τὸ ἄκουσε, τοῦ ἀποκρίνεται: «Πίστεψέ μὲ, Γέροντα! Δὲν τὸ πιστεύω». Αὐτὸς τότε τοῦ λέγει: «Ἔλα νὰ ἰδῆς»!
Σηκώνεται τότε γρήγορα καὶ μαζὶ μὲ τὸν Γέροντα τοῦ «μακαρίου πύκτου», φθάνει στὸ κοιμητήριο καὶ φωνάζει στὸν νεκρὸ σὰν σὲ ζωντανὸ ‐καὶ πράγματι, ἂν καὶ νεκρὸς ζοῦσε‐ καὶ τοῦ λέγει: «Ἀδελφὲ Ἀκάκιε, ἀπέθανες»; Ἐκεῖνος δὲ ὁ καλὸς ὑποτακτικός, δείχνοντας ὑπακοὴ καὶ μετὰ θάνατον, ἀποκρίθηκε στὸν μεγάλο Γέροντα: «Πῶς εἶναι δυνατόν, πάτερ, νὰ πεθάνη ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶναι ἐργάτης τῆς ὑπακοῆς»;
» Τότε ὁ Γέροντας ποὺ ἐθεωρεῖτο πνευματικὸς πατήρ του, κυριεύθηκε ἀπὸ φόβο καὶ ἔπεσε κατὰ πρόσωπον στὴ γῆ γεμάτος δάκρυα. Ἐν συνεχείᾳ ἐζήτησε ἀπὸ τὸν Ἡγούμενο τῆς Λαύρας ἕνα κελλὶ κοντὰ στὸ μνῆμα καὶ ἔζησε μὲ καθαρότητα τὴν ὑπόλοιπη ζωή του, ὀμολογώντας συνεχῶς στοὺς πατέρες ὅτι διέπραξε φόνο». [...]
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἑώας ἐξήστραψας, ὥσπερ ἀστὴρ φαεινός, καὶ πάντας ἐφαίδρυνας τῶν μονοτρόπων χορούς, Ἀκάκιε ὅσιε, αἴγλη τῶν ἀρετῶν σου, καὶ διήγειρας τούτους, ἄνθεσιν ἐγκωμίων, καταστέφειν σὺν πόθῳ, τὴν σὴν φαιδρὰν καὶ σεπτήν, καὶ πάντιμον μνήμην.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)