Πέμπτη 31 Μαΐου 2018

Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης: Αν θέλεις να είσαι μαθητής του Χριστού, θ’ ανέβεις κι εσύ απάνω στον Σταυρό

Έξω αυτή η Γερόντισσα, να πούμε, δεν αναφέρω τ’ όνομα της. Καρκίνο, εγχειρήσεις, τούτο, εκείνο, αυτό, κι όμως προσευχομένη είδε την Παναγία στον θρόνο της.
«Περάστε οι όσιοι», λέει. Όλοι οι όσιοι πέρασαν μπροστά σαν παρέλαση, στην Παναγία. «Περάστε οι μεγαλομάρτυρες». Αυτή καθότανε εκεί, Γερόντισσα ήταν, Ηγουμένη.
Και στο τέλος πήγε, έβαλε μετάνοια φίλησε το χέρι της Παναγίας, ήταν ένα βελούδο!
Και η Παναγία της είπε: «Υπομονή, υπομονή, υπομονή», και ξύπνησε, να πούμε.

Δηλαδή αν θέλεις να είσαι μαθήτρια και μαθητής του Χριστού, θ’ ανέβεις κι εσύ απάνω στον Σταυρό.

Γέροντας Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης: Ο Θεός προνοεί και ενδιαφέρεται ως Πατέρας, αλλά σέβεται και την ελευθερία μας !

“Ο Θεός είναι αγάπη, δεν είναι απλός θεατής της ζωής μας. Προνοεί και ενδιαφέρεται ως Πατέρας μας που είναι, αλλά σέβεται και την ελευθερία μας. Δεν μας πιέζει. Εμείς να έχουμε την ελπίδα μας στην πρόνοια του Θεού και, εφόσον πιστεύουμε ότι ο Θεός μας παρακολουθεί, να έχουμε θάρρος, να ριχνόμαστε στην αγάπη Του και τότε θα Τον βλέπουμε διαρκώς κοντά μας.
Δεν θα φοβόμαστε μήπως παραπατήσουμε.
Το σώμα του ανθρώπου, τόσο τέλειο! Μεγάλο εργοστάσιο, πίνει νερό, πηγαίνει στο στομάχι, στα νεφρά, καθαρίζει το αίμα.
Η λειτουργία της καρδιάς, ολόκληρη αντλία, οι πνεύμονες, το συκώτι, η χολή, το πάγκρεας, ο εγκέφαλος, το νευρικό σύστημα, οι αισθήσεις, η όραση, η ακοή.
Τι να πούμε για τις πνευματικές δυνάμεις και πως συλλειτουργούν ολ αὐτὰ συγχρόνως αρμονικά κάτω από την προστασία και την πρόνοια του Θεού!
Όλα είναι στην πρόνοια του Θεού. Βλέπετε τα πεύκα;
Πόσες βελόνες έχει το κάθε πεύκο; Μπορείτε να τις μετρήσετε;
Ο Θεός, όμως, τις γνωρίζει και χωρίς τη δική Του θέληση ούτε μια δεν πέφτει κάτω. Όπως και τις τρίχες της κεφαλής μας και αυτές όλες είναι ηριθμημένες. Εκείνος φροντίζει και για τις πιο μικρές λεπτομέρειες της ζωής μας, μας αγαπάει, μας προστατεύει.
Εμείς ζούμε σαν να μην αισθανόμαστε το μεγαλείο της Θείας πρόνοιας. Ο Θεός είναι πολύ μυστικός. Δεν μπορούμε να καταλάβουμε τις ενέργειές Του.
Μη νομίζετε ότι ο Θεός το έκανε έτσι και μετά το διόρθωσε. Ο Θεός είναι αλάθητος. Δεν διορθώνει τίποτε. Ποιος είναι, όμως, ο Θεός στο βάθος, στην ουσία, εμείς δεν το γνωρίζουμε. Τις βουλές του Θεού δεν μπορούμε να τις εξιχνιάσουμε.
“Ου γαρ εισίν αι βουλαί μου, ώσπερ αι βουλαί υμών, ουδ ὥσπερ αι οδοί υμών αι οδοί μου, λέγει Κύριος, αλλ ὡς απέχει ο ουρανός  από της γης, ούτως απέχει η οδός μου από των οδών υμών και τα διανοήματα υμών από της διανοίας μου”.
Όταν ο Θεός μας δωρίσει το χάρισμα της ταπεινώσεως, τότε όλα τα βλέπουμε, όλα τα αισθανόμαστε, τότε Τον ζούμε τον Θεό πολύ φανερά. Όταν δεν έχουμε την ταπείνωση, δεν βλέπουμε τίποτε. Το αντίθετο, όταν αξιωθούμε της αγίας ταπεινώσεως, τα βλέπουμε όλα, τα χαιρόμαστε όλα. Ζούμε τον Θεό, ζούμε τον Παράδεισο μέσα μας, που είναι ο ίδιος ο Χριστός. Θα σας διηγηθώ κάτι -δεν ξέρω αν το έχετε διαβάσει στο Γεροντικό- που δείχνει την Πρόνοια του Θεού και τη δύναμη της προσευχής του γέροντα.
Ένας Γέροντας έστειλε τον υποτακτικό του, τον Παϊσιο, να πάει σε μια δουλειά κάπου μακριά απ τὴν ασκητική του καλύβα. Εκείνος βάδιζε, βάδιζε ώρες. Ήταν μεσημέρι. Ο ήλιος έκαιγε. Είδε ένα μεγάλο βράχο που είχε σκια και πήγε και ξαπλώθηκε κάτω απ τὴ σκια του βράχου να ξεκουραστεί και εκεί αποκοιμήθηκε. Εκεί που κοιμόταν -η κοιμόταν η ήταν έτσι σε μια κατάσταση χαλαρώσεως- βλέπει τον Γέροντά του να του λέει:
- Παϊσιε, Παϊσιε, σήκω πάνω και φεύγα απ αὐτοῦ!
Κι όπως τον άκουσε τον Γέροντά του να του φωνάζει δυνατά, σηκώθηκε πάνω κι έκανε πέρα. Μόλις πήγε λίγο πέρα, πέντε-έξι βήματα, “γουώωπ!”, είδε το βράχο που έπεφτε. Θα τον πλάκωνε σαν το πουλί στην παγίδα. Δεν θα του άφηνε ούτε κοκκαλάκι, δηλαδή. Ήταν πολύ μακριά ο Γέροντας απ τὸν Παϊσιο κι όμως τον είδε.
Αυτή είναι η πρόνοια του Θεού. Τα λόγια του Κυρίου επαληθεύονται:
“Σημεία δε τοις πιστεύσασι ταύτα παρακολουθήσει, εν τω ονόματί μου δαιμόνια εκβαλούσι, γλώσσαις λαλήσουσι καιναίς, όφεις άρουσι, καν θανάσιμον τι πίωσιν, ου μη αυτούς βλάψει, επί αρρώστους χείρας επιθήσουσι και καλώς έξουσιν”.
Μπορούμε να σκεπτόμαστε και να λέμε:
- Θεέ μου, είσαι πανταχού παρών και τα βλέπεις όλα, όπου κι αν είμαι. Παρακολουθείς με στοργή το κάθε μου βήμα.
Να επαναλαμβάνουμε με τον Δαβίδ:
“Που πορευθώ από του πνεύματός Σου και από του προσώπου Σου που φύγω; Εάν ανεβώ εις τον ουρανόν, Συ εκεί ει, εάν καταβώ εις τον Άδην, πάρει, εάν αναλάβοιμι τας πτέρυγάς μου κατ ὄρθρον και κατασκηνώσω εις τα έσχατά της θαλάσσης, και γαρ εκεί η χειρ Σου οδηγήσει με κα καθέξει με η δεξιά Σου”.

Αυτό βέβαια δεν αρκεί που το γνωρίζουμε, αλλά είναι μεγάλη ενίσχυση και παρηγοριά, όταν το πιστεύουμε, όταν το ζούμε, όταν το ενστερνιζόμαστε”.

Άγιος Ιερόθεος ο Νέος ο Ιερομάρτυρας

Ο Άγιος Ιερομάρτυς Ιερόθεος ο Νέος, Επίσκοπος Νικόλσκ, γεννήθηκε περί το 1891 μ.Χ. Έφθασε, ως Επίσκοπος, στο Νικόλσκ την Κυριακή των Βαΐων του 1923 μ.Χ. Εκεί διακόνησε την Εκκλησία με ένθεο ζήλο και αυταπάρνηση. Το 1927 μ.Χ. μετετέθη στην Επισκοπή Βελίκυ Ούστιουνγκ, κοντά στην περιοχή Βολογκντά. Αυτή την περίοδο αρνήθηκε να υπογράψει δήλωση του Μητροπολίτου Σεργίου περί υποταγής της Εκκλησίας στην κρατική εξουσία. Για τον λόγο αυτό οι άνδρες της μυστικής ασφαλείας, κατά την περίοδο του Σοβιετικού καθεστώτος, τον κάλεσαν για ανάκριση αρκετές φορές. Τελικά τον συνέλαβαν, ενώ είχε πάει να λειτουργήσει σε κωμόπολη της επαρχίας του. Οι άνθρωποι έκλαιγαν και φώναζαν, γιατί ένιωθαν ότι έχαναν τον πνευματικό τους πατέρα. Τό ατμόπλοιο έφθασε σύντομα στην πόλη Ούστγιουγκ. Επειδή ήταν ασθενής, τον οδήγησαν στο νοσοκομείο. Εκεί ο Άγιος Ιερόθεος κοιμήθηκε οσίως το 1928 μ.Χ. Αλλά η μνήμη του δεν εξαφανίσθηκε. Έγινε το αλάτι της ευσέβειας και ελπίδας του Ρωσικού λαού.

Άγιος Φιλόσοφος ο Ιερομάρτυρας και οι συν αυτώ Βόρις και Νικόλαος οι Μάρτυρες

Ο Άγιος Ιερομάρτυς Φιλόσοφος (Νικολάγιεβιτς Ορνάτσκιυ) έζησε το 19ο και 20ο αιώνα μ.Χ. Το 1885 μ.Χ. τελείωσε τη θεολογική ακαδημία της Αγίας Πετρουπόλεως και νυμφεύθηκε την Ελένη Ζαοζέρκοϋ. Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και εργάσθηκε ποιμαντικά αναπτύσσοντας ένα τεράστιο φιλανθρωπικό και ιεραποστολικό έργο. Συνδέθηκε πνευματικά με τον Πατριάρχη Τύχωνα και κατά την διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου στάθηκε στο πλευρό των τραυματισμένων στρατιωτών και των οικογενειών τους. Ο υιός του Νικόλαος υπηρετούσε με ανώτερο βαθμό στο 9ο τάγμα του Ρωσικού και ο υιός του Boris είχε διορισθεί ως αρχηγός της 23ης ταξιαρχίας πυροβολικού και πολέμησε ηρωικά στο αυστρο-ουγγρικό μέτωπο.

Μετά την επανάσταση του 1917 μ.Χ., ο Άγιος Ιερομάρτυς Φιλόσοφος συνελήφθη, στις 9 Αυγούστου 1918 μ.Χ., μαζί με τους υιούς του από άνδρες της κρατικής ασφάλειας, που τους μετέφεραν στις φυλακές της Κροστάνδης. Εκτελέσθηκαν διά τουφεκισμού, δίδοντας έτσι τη μαρτυρία της πίστεώς τους στον Κύριο και Θεό μας.

Αγία Πετρονίλα

Η Αγία Μάρτυς Πετρονίλα έζησε τον 1ο ή 3ο αιώνα μ.Χ. Στο κοιμητήριο της Δομιτίλλης, στη Ρώμη, υπάρχει μία νωπογραφία, η οποία χρονολογείται από τον 4ο αιώνα μ.Χ., και στην οποία απεικονίζεται το μαρτύριο της Αγίας Πετρονίλης.

Η Αγία καταγόταν από ευγενή οικογένεια, ήταν Χριστιανή και αρνήθηκε να νυμφευθεί έναν ευγενή, ονομαζόμενο Φλάσσο, επειδή ήθελε να αφιερωθεί στο Νυμφίο της Χριστό. Για τον λόγο αυτό συνελήφθη και τελειώθηκε μαρτυρικά.

Η παράδοση θεωρεί, λόγω του ονόματός της, ότι ήταν θυγατέρα του Αποστόλου Πέτρου ή αφοσιωμένη μαθήτρια του Αποστόλου, που τον βοηθούσε στο έργο του. Όμως η παράδοση αυτή αναφέρεται σε διάφορα βιβλία των Γνωστικών του 6ου αιώνος μ.Χ. και οι περισσότεροι μελετητές - αγιολόγοι δεν αποδέχονται την άποψη αυτή.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Ερμείας

Ο Άγιος Μάρτυς Ερμείας, ζούσε στα Κόμανα της Καππαδοκίας την εποχή του αυτοκράτορα των Ρωμαίων Αντωνίνου Πίου. Είχε από νεαρή ηλικία ενταχθεί στα στρατεύματα του Καίσαρα και γρήγορα ξεχώρισε για την γενναιότητα, την ανδρεία και το αγωνιστικό του φρόνημα, τα οποία αντλούσε από την πίστη του στον Ιησού Χριστό.

Την περίοδο της βασιλείας του Μάρκου Αυρήλιου (138 - 161 μ.Χ.) ξέσπασε μεγάλος διωγμός κατά των χριστιανών, μεταξύ δε των πρώτων που συνέλαβαν, ήταν και ο Ερμείας, αγνοώντας και τις μεγάλες του υπηρεσίες στην πατρίδα αλλά και τα σεβάσμια γηρατειά του. Οδηγήθηκε μπροστά στο Δούκα Σεβαστιανό, ο οποίος τον διέταξε να θυσιάσει τα είδωλα. Ο Άγιος όμως ακλόνητος και ακατάβλητος, αρνήθηκε να προδώσει τον Κύριό του και να θυσιάσει στα μιαρά ειδωλολατρικά ξόανα. Με τη γλυκύτητα δε πού τον διέκρινε, απάντησε στις προτροπές των τυράννων «Θα ήταν πολύ ανόητο σεβαστέ άρχοντά μου να αφήσω το φως και να προτιμήσω το σκοτάδι, να εγκαταλείψω την αλήθεια και να ασπασθώ το ψέμα, να παραιτηθώ από τη ζωή και να προτιμήσω το θάνατο. Θα ήταν λοιπόν παράλογο στο τέλος της ζωής μου να χάσω αυτά τα πολύτιμα αγαθά».

Τότε εξοργισμένος ο άρχοντας, διέταξε αφού τον βασανίσουν σκληρά, να τον ρίξουν στην πυρά. Με την επέμβαση όμως και τη χάρη του Θεού, ο Άγιος εξήλθε σώος και αβλαβής από όλα τα φρικτά βασανιστήρια. Τελικά αποκεφάλισαν χαρίζοντας του το στέφανο της δόξας το 160 μ.Χ.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστῷ στρατευσάμενος, τῷ Βασιλεῖ τοῦ παντός, γενναίως διέκοψας, τὰς παρατάξεις ἐχθρῶν. Ἑρμεία πανένδοξε· σὺ γὰρ ἐγκαρτερήσας, πολυτρόποις αἰκίαις, ἤθλησας ἐν τῷ γήρᾳ, ὡς τοῦ Λόγου ὁπλίτης· ὧ πρέσβευε Ἀθλοφόρε, σώζεσθαι ἅπαντας.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ´
Ὁ Μάρτυς σου Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτοῦ, τὸ στέφος ἐκομίσατο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· ἔχων γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλεν ἔθραυσε καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτοῦ ταῖς ἱκεσίαις Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τοῦ Χριστοῦ τὸ ὄνομα, ὁμολογήσας εὐτόνως, καὶ σφοδρῶν κολάσεων, ὑπενεγκὼν τὰς ὀδύνας, ᾔσχυνας, τῶν παρανόμων τὰς ἐπινοίας· ἔδειξας, τῆς εὐσεβείας πᾶσι τὸ κράτος· διὰ τοῦτό σε Ἑρμεία, ὁ Ἀθλοθέτης Λόγος ἐδόξασε.

Μεγαλυνάριον
Ὄπλοις ἀληθείας περιφραχθείς, κάθεῖλες τοῦ ψεύδους, Ἀθλοφόρε τὸν εὑρετήν, ἐν γήρᾳ νεάζον, ψυχῆς φρόνημα φέρων, καὶ ἤθλησας νομίμως, Ἑρμεία ἔνδοξε.



Τετάρτη 30 Μαΐου 2018

Γέροντας Παΐσιος: "Ο Σατανάς δεν πάει σε έναν άχρηστο άνθρωπο, αλλά σε έναν αγωνιστή"

Έναν άνθρωπο που δεν κάνει λεπτή εργασία στον εαυτό του, ο σατανάς τον πολεµάει;
Ο σατανάς  δεν  πάει  σε έναν άχρηστο άνθρωπο, αλλά πάει σε έναν αγωνιστή, για να τον πειράξει και να τον αχρηστέψη. Δεν χάνει τον καιρό του να κάνη λεπτή εργασία σε κάποιον που δεν κάνει λεπτή εργασία.  Στέλνει σ’ αυτόν που ράβει µε σακοράφα, διάβολο µε σακοράφα.
Σ’ αυτόν που κάνει λεπτό εργόχειρο, στέλνει διάβολο που κάνει λεπτό εργόχειρο. Σ’ αυτόν που κάνει πολυ ψιλό κέντηµα, στέλνει διάβολο για πολύ ψιλή εργασία.
Σ’ αυτούς που κάνουν χονδρή δουλειά στον εαυτό τους, στέλνει χονδρό διάβολο. Στους αρχαρίους στέλνει, αρχάριο διάβολο. Οι άνθρωποι που έχουν λεπτή ψυχή, πολύ φιλότιμο και είναι ευαίσθητοι, χρειάζεται να προσέξουν, γιατί βάζει και ο διάβολος την ουρά του και τους κάνει πιο ευαίσθητους, και µπορεί να φθάσουν στην µελαγχολία η ακόµη - Θεός φυλάξοι – και στην αυτοκτονία.
Ο διάβολος, ενώ εµάς τους ανθρώπους µάς βάζει να πηγαίνουµε κόντρα στον πλησίον µάς και να µαλώνουµε, ο ίδιος ποτέ δεν πάει κόντρα.
Τον αµελή τον κάνει πιο αµελή· τον αναπαύει µέ τον λογισµό: «Το κεφάλι σου πονάει, είσαι αδιάθετος· δεν πειράζει και αν δεν σηκωθείς για προσευχή».
Τον ευλαβή τον κάνει πιο ευλαβή, για να τον ρίξει στην υπερηφάνεια, η τον σπρώχνει να άγωνισθει περισσότερο από τις δυνάµεις του, ώστε να αποκάµη και να άφησει µετά όλα τα πνευµατικά του όπλα και να παραδοθεί ο πρώην πολύ αγωνιστής.
Τον σκληρόκαρδο τον κάνει πιο σκληρόκαρδο, τον ευαίσθητο υπερευαίσθητο. Και βλέπεις πόσοι άνθρωποι, άλλοι γιατί έχουν κάποια ευαισθησία και οι άλλοι γιατί έχουν κλονισθεί τα νεύρα τους, ταλαιπωρούνται µέ αϋπνίες και παίρνουν χάπια η βασανίζονται και χαραµίζονται στα νοσοκοµεία.
Σπάνια να δεις σήµερα άνθρωπο ισορροπημένο.
Έγιναν µπαταρίες οι άνθρωποι. Οι περισσότεροι είναι σαν να έχουν ηλεκτρισµό. Όσοι µάλιστα δεν εξοµολογούνται, δέχονται επιδράσεις δαιµονικές· έχουν έναν δαιµονικό µαγνητισµό, γιατί ο διάβολος έχει εξουσία επάνω τους.
Λίγοι άνθρωποι, είτε αγόρια είτε κοπέλες είτε ηλικιωμένοι είναι, έχουν ένα βλέµµα γαλήνιο. δαιµονισµός!

Ξέρεις τι θα πη δαιµονισµός; Να µην µπορείς να συνεννοηθείς µέ τον κόσµο!!!!!

Άγιος Νεκτάριος Επίσκοπος Πενταπόλεως: "Σε στραβούς και δύσβατους"

Η ευτυχία βρίσκεται μέσα στον ίδιο σας τον εαυτό, και μακάριος είναι ο άνθρωπος που το κατάλαβε αυτό. Εξετάστε την καρδιά σας και δείτε την πνευματική της κατάσταση. Μήπως έχασε την παρρησία της προς το Θεό; Μήπως η συνείδηση διαμαρτύρεται για παράβαση των εντολών Του; Μήπως σας κατηγορεί για αδικίες, για ψέματα, για παραμέληση των καθηκόντων προς το Θεό και τον πλησίον; Ερευνήστε μήπως κακίες και πάθη γέμισαν την καρδιά σας, μήπως γλίστρησε αυτή σε δρόμους στραβούς και δύσβατους.
Άγιος Νεκτάριος επίσκοπος Πενταπόλεως

Αγία Εμμελεία

Η Οσία Εμμελεία καταγόταν από ευσεβή οικογένεια της Καισαρείας της Καππαδοκίας. Ο πατέρας αυτής αναδείχθηκε σε Μάρτυρα κατά τους τελευταίους διωγμούς. Ο βίος της Αγίας είναι η αγαθή ρίζα από την οποία βλάστησαν γλυκύτατη καρποί, τα παιδιά της, τα οποία ανεδείχθησαν εξέχοντα μέλη της κοινωνίας και τα περισσότερα Άγιοι της Εκκλησίας, όπως ο Μέγας Βασίλειος, ο Γρηγόριος Νύσσης, ο Πέτρος Σεβαστείας, η μοναχή Μακρίνα και ο μοναχός Ναυκράτιος. Από αγία ρίζα προήλθαν αγιασμένοι βλαστοί, δηλαδή από αγίους γονείς προήλθαν ευλογημένα και άγια τέκνα.

Η Οσία Εμμελεία δοκίμασε στη ζωή της, όπως συμβαίνει συνήθως με τους εκλεκτούς, πολλές θλίψεις. Ο θάνατος των γονέων της, πριν ακόμα νυμφευθεί, ο θάνατος του συζύγου της, μόλις γεννήθηκε ο υιός τους Πέτρος και ο πρόωρος θάνατος του υιού της Ναυκρατίου, αλλά και το να αναθρέψει μόνη της με παιδεία και νουθεσία Κυρίου, από ένα σημείο και μετά, τα τέκνα της, ήταν μερικές από αυτές. τις αντιμετώπισε όμως με υποδειγματική πίστη, ανδρεία και υπομονή. Δίδασκε τα παιδιά της κυρίως με το παράδειγμά της. Τους έδωσε, μαζί με το δικό της γάλα, το ανόθευτο γάλα της πίστεως και τους δίδαξε το μυστήριο της Εκκλησίας.

Τελείωσε τη ζωή της ως μοναχή με ηγουμένη τη θυγατέρα της Οσία Μακρίνα.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Σωφρόνως τὸν βίον σου κατ' ἐναντίον Θεοῦ, ἐτέλεσας πρότερον σὺν Βασιλείω σεμνῶ, Ἐμμέλεια πάνσεμνε, εἴτα δὲ ἐν ἐρήμῳ, ἀναβάσεις διέθου ἅμα τοὶς σοὶς ἐκγόνοις, ὡς τὰ ἄνω ποθοῦσα, διὸ σὲ ὁ Χριστὸς πανοικοί, ὑπερεδόξασε.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Όσιος Ισαάκιος ο Ομολογητής ηγούμενος Μονής Δαλμάτων

Ο Όσιος Ισαάκιος καταγόταν από την Συρία και έζησε στα χρόνια του βασιλιά Ουάλη (364 μ. Χ.), που ήταν υποστηρικτής των Αρειανών. Κάποτε οι Οστρογότθοι, παρά την απαγόρευση της κυβέρνησης, κατασκήνωσαν στη Θράκη και απειλούσαν την Κωνσταντινούπολη. Τότε ο Ουάλης αναγκάσθηκε να βαδίσει εναντίον τους. Ο Ισαάκιος, που ήταν ηγούμενος στη Μονή Δαλμάτων, βγήκε και συνάντησε τον πολέμιο των ορθοδόξων Ουάλη, και αφού έπιασε από τα χαλινάρια το άλογο του, του είπε: «Άπόδος ταις ποίμναις τους αρίστους νομέας και λήψη την νίκην άπονητί ει δε τούτων μηδέν δεδρακώς παρατάξαιο, μαθήσει τη πείρα ότι σκληρόν το προς κέντρα λακτίζειν ούτε γαρ έπανήξεις και προσαπολέσεις την στρατιάν» (Πράξεις των Αποστόλων, κστ' 14). Δηλαδή, δώσε στά ποίμνια τους άριστους ποιμένες και χωρίς κόπους θα πάρεις τη νίκη. Αν, όμως, δεν αποδεχθείς αυτά που σου λέω και δε συμφωνήσεις μαζί τους, θα μάθεις από την πείρα ότι είναι σκληρό πράγμα να κλωτσάς στα καρφιά. Διότι ούτε εσύ πρόκειται να γυρίσεις από τον πόλεμο, και σύντομα θα χάσεις και το στράτευμα. Ο Ουάλης όχι μόνο δεν πείσθηκε από τα λόγια του ηγουμένου, αλλά αφού τον ειρωνεύθηκε, τον έριξε μέσα σε ένα κρημνώδες φαράγγι. Ο Ισαάκιος από θαύμα δεν έπαθε απολύτως τίποτα. Ο δε Ουάλης έπαθε αυτά που προφήτευσε ο Άγιος ηγούμενος.

Στις 9 Αυγούστου του 378 μ.Χ., διεξήχθη γύρω από την Αδριανούπολη σφοδρή μάχη, κατά την οποία ο αυτοκρατορικός στρατός κατατροπώθηκε, αφού φονεύθηκαν πολλοί από τους άριστους στρατηγούς του. Ο Ουάλης, καταφεύγοντας εντός αχυρώνος, για να σωθεί, κάηκε ζωντανός, μαζί με τον αρχιστράτηγό του.

Ως ηγούμενος παρευρέθηκε στη Β' Οικουμενική Σύνοδο, που συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη το 381 μ.Χ., συντελώντας τα μέγιστα στην επιτυχία αυτής.

Προαισθανόμενος το τέλος του, αφού διόρισε διάδοχό του τον Όσιο Δαλμάτιο (τιμάται 3 Αυγούστου), κοιμήθηκε με ειρήνη σε βαθύ γήρας το 396 μ.Χ.

Η μνήμη του Οσίου Ισαάκιου επαναλαμβάνεται και στις 3 Αυγούστου.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Τύπος πέφηνας, τῆς ἐγκρατείας, καὶ ἑδραίωμα, τῆς Ἐκκλησίας, Ἰσαάκιε Πατέρων ἀγλάϊσμα· ἐν ἀρεταῖς γὰρ φαιδρύνας τὸν βίον σου, Ὀρθοδοξίας τὸν λόγον ἐτράνωσας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαο ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς τῶν Ὁσίων ἀκριβέστατον ὑπόδειγμα· καὶ εὐσεβείας πρακτικώτατον ἐκφάντορα· ἀνυμνοῦμέν σε οἱ δούλοι σου θεοφόρε. Ἀλλ’ ὡς χάριτος τῆς θείας καταγώγιον, ναοὺς ἔργασθαι ἡμᾶς φωτὸς τοῦ Πνεύματος, τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Ἰσαάκιε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις Μοναζόντων ὑπογραμμός, καὶ Μονῆς Δαλμάτων, κυβερνήτης ὁ ἀπλανής· χαίροις χαρισμάτων, ταμεῖον θεοβρύτων, Ἰσαάκιε παμμάκαρ, Ἀγγέλων σύσκηνε.

Τρίτη 29 Μαΐου 2018

Θαυμάζοντας τις ενέργειες της χάριτος του Θεού.

Σε πολλούς χάριζε ο όσιος την θεραπεία όταν αυτοί έπιναν νερό και νίπτονταν στο φρέαρ του. Έτσι π.χ. μετά την κοίμησί του, μία αδελφή της μονής του Ντιβιέγιεβο αρρώστησε βαρειά από τύφο και ήταν ετοιμοθάνατη. Είχε εντελώς παραλύσει το ένα της χέρι. Και να, βλέπει στον ύπνο της τον όσιο Σεραφείμ, ο οποίος την ερώτησε γιατί δεν πηγαίνει στο φρέαρ του· και πιάνοντάς την από το άρρωστο χέρι την σήκωσε και της είπε να πάη εκεί οπωσδήποτε. Όταν η μοναχή εξύπνησε, αισθάνθηκε ότι το χέρι της είχε θεραπευθή. Και όταν οι αδελφές την έφεραν στο Σάρωφ, στο «φρέαρ του Σεραφείμ», την περιέλουσαν με το νερό του και θεραπεύθηκε ολότελα.
Ο αξιωματικός του ιππικού Τεπλώφ που έτρεφε ιδιαίτερο σεβασμό στον όσιο, ήλθε στο Σάρωφ το 1834 με το τρίχρονο κοριτσάκι του, το οποίο υπόφερε από τα πόδια του. Αφού έκανε μνημόσυνο στον τάφο του όσιου, έφερε το παιδί στο «φρέαρ του Σεραφείμ» με την ακλόνητη πίστι ότι ο Θεός θα το ελεήση με την πρεσβεία του όσιου. Έδωσε στο κοριτσάκι να πιή νερό, του έπλυνε τα πόδια και πήραν νερό μαζί τους στο μοναστήρι με σκοπό να κάνουν παράκλησι και αγιασμό. Αλλά το κοριτσάκι, μπαίνοντας στην μονή, ξέφυγε από τα χέρια της παραμάνας και έτρεξε μπροστά σαν να ήταν υγιέστατο. Πράγματι είχε θεραπευθή εντελώς.
Το 1852 ο μοναχογιός του αντικυβερνήτη της επαρχίας της Κοστρόμας Α.Α. Μπόρσκο, ένα οκτάχρονο αγοράκι, άρχισε να υποφέρη από σπασμούς στο στομάχι. Το πράγμα αυτό εξελίχθηκε σε φοβερή ασθένεια με τρομερά εξαντλητικές κρίσεις, τόσο που οι γονείς άρχισαν να τρέμουν για την ζωή του μοναχογιού τους. Την εποχή αυτή η ρασοφόρος μοναχή της γυναικείας μονής της Κοστρόμας Σ.Δ. Δαβίδοβα δώρησε στην μητέρα του άρρωστου παιδιού ένα βιβλίο με τίτλο «Περιγραφή της ζωής και των αγώνων του Σεραφείμ του Σάρωφ». Οι γονείς του αγοριού το διάβασαν, θαυμάζοντας τις ενέργειες της χάριτος του Θεού η οποία είχε φανερωθή στον όσιο. Μία νύκτα το αγοράκι είδε στον ύπνο του τον Σωτήρα Χριστό περιστοιχισμένο από αγγέλους, που του υποσχέθηκε ότι θα το θεραπεύση αν κάνη όσα θα του ορίση ο γέροντας που θα τον επισκεφθή. Κατόπιν του εμφανίσθηκε ο όσιος, του είπε ότι λέγεται Σεραφείμ και πρόσθεσε: «Αν θέλης να γίνης καλά, πάρε νερό από την πηγή που βρίσκεται στο δάσος του Σάρωφ και λέγεται «φρέαρ του Σεραφείμ»· μ’ αυτό τρεις ημέρες, πρωί και βράδυ, νίπτε το κεφάλι, το στήθος, τα χέρια και τα πόδια· επίσης πίνε απ’ αυτό». Το αγοράκι αφηγήθηκε το πρωί το όνειρό του· οι γονείς του όμως απορούσαν πως θα προμηθευθούν το νερό αυτό και γι’ αυτό θλίβονταν. Το πρωί της επομένης το αγοράκι ανέφερε στους γονείς και άλλο όνειρο: είδε την Μητέρα του Θεού, περιστοιχισμένη από αγγέλους, η οποία με πολλή αγάπη του είπε να ενεργήση κατά την υπόδειξι του οσίου. Εκείνη ακριβως την ημέρα είχε επιστρέψει από το ταξίδι της στο Σάρωφ η μοναχή Δαβίδοβα και οι γονείς του αγοριού την παρακάλεσαν να τους δώση λίγο νερό από, το «φρέαρ του Σεραφείμ». Εκείνη τους έστειλε αμέσως μία φιάλη με το νερό αυτό. Και όταν το αγοράκι εφάρμοσε τις οδηγίες του οσίου, άρχισε να καλυτερεύη και τελικά θεραπεύθηκε.

Πηγή: Αρχιμ. (σημ. διαχειριστού: νυν ήδη Αγίου) Ιουστίνου Πόποβιτς «Οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ, βίος», μετάφρασις από τα Σερβικά, Βασιλική Νικολακάκη, εκδόσεις «Το περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη, 1983.

Γέροντος Ἐφραίμ Φιλοθεΐτου: «Πᾶσα πνοή αἰνεσάτω τόν Κύριον»

Εὐλογημένα μου παιδιά, Ὅταν εἴμεθα μέ τόν Γέροντά μου στήν Νέα Σκήτη, ἡ παραίνεσίς του, ἡ προτροπή, ἡ τακτική καί ὁ σκοπός του ἦταν νά μᾶς συμβουλεύη συνέχεια, ἐπισταμένως, μέ ἄγρυπνη παρακολούθησι νά λέμε τήν προσευχή τοῦ Χριστοῦ μας καί νά ἀγρυπνοῦμε γενναῖα. Μᾶς εἶχε ἐμφυτεύσει πολύ βαθειά τήν ἔννοια τῆς προσευχῆς καί τῆς νήψεως διά τῆς ἀγρυπνίας. Μᾶς ἔλεγε ὅτι μοναχόν πού ἀγρυπνεῖ καί προσεύχεται μετά νήψεως, μή τόν ἰδῆτε ὡς γήϊνον ἄνθρωπον, ἀλλά ὡς ἄγγελον Θεοῦ. Ὅπως οἱ ἄγγελοι εἰς τόν οὐρανόν ὑμνολογοῦν ἀκατάπαυστα, ἀενάως τόν Τρισάγιον Θεόν μέ ἀπέραντη εὐφροσύνη καί ἀγαλλίασι καί θεωρία Θεοῦ, οὕτω πως καί οἱ μοναχοί πρέπει νά ἀγρυπνοῦν, νά ὑμνολογοῦν, νά νήφουν, νά πενθοῦν καί νά κλαῖνε τίς νύκτες καί τίς ἡμέρες.


Βέβαια ἡ νύκτα εἶναι πιό ἀποδοτική διά τό ἥσυχον τῆς φύσεως, καί ἰδιαίτερα κατά τίς ὧρες πού ξεκουράζεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν μέριμνα τῆς ἡμέρας. Ξεκουράζεται ὁ νοῦς ἀπό τήν ἀδολεσχία καί τόν κόπο τῆς ἡμέρας, ὁπότε ἀγρυπνώντας ξεκούραστος καί νηφάλιος ἔχει ἀπόδοσιν περισσοτέραν.




Μᾶς παρακολουθοῦσε ὁ Γέροντάς μας, ἐάν ἀδιαλείπτως προσευχώμεθα. Δέν μᾶς ἔλεγε πολλές θεωρίες, ἐννοῶ μεγάλες διδασκαλίες πολύωρες. Ὄχι· λίγη ὥρα, ἀλλά διδασκαλία μεστωμένη καί «διάνα» στόν σκοπό.

Κάποτε ἔλεγε σέ κάποιον ἀδελφό τῆς συνοδείας μας: Λέγε, παιδί μου, τήν εὐχή· δέν σέ ἀκούω νά τήν λές!

Ἐ, τώρα Γέροντα, προφορικά θά τήν ποῦμε, μετά ἀπό τόσα χρόνια στήν καλογερική;
Μά ντρέπεσαι, παιδί μου, νά πῆς τήν εὐχή, ἐπειδή φαίνεται ὁ τρόπος τῆς προφορικῆς εὐχῆς ἀρχαρίτικος; Καί περνιέσαι ὅτι εἶσαι προχωρημένος; Ντροπή εἶναι, ὅταν δέν τήν λέμε τήν προσευχή καί ὅταν ὁ νοῦς μας περιφέρεται ἐδῶ κι ἐκεῖ καί ὅταν τό στόμα μας δέν σταματᾶ καθόλου νά ὁμιλῆ. Αὐτό εἶναι ντροπή καί στά μάτια τοῦ Θεοῦ καί στά μάτια τῶν ἀνθρώπων.
Κάποιος ἀδελφός τήν ἔλεγε συνέχεια, ἀκατάπαυστα καί κάποια μέρα ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔκανε τήν ἐπίσκεψί της, ἄν καί ὑπῆρχε κι ἄλλοτε κατά διαστήματα ἐμφανιζόμενη κατά διαφορετικό τρόπο. Ἐκείνη τήν ἡμέρα, μετά ἀπό πολλή προφορική ἐπίκλησι τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ μας, τόσον ἀνοίχθηκαν τά μάτια, τόσον τῆς ψυχῆς, ὅσον καί τοῦ σώματος, τά σάρκινα, ὥστε νά βλέπουν πολύ διαφορετικά! Μά, τό πῶς, αὐτός ὁ ἄνθρωπος δέν μπόρεσε νά τό ἐξηγήση. Ὅλα ὅσα ἔβλεπε καί ἄκουγε ἦταν κάτι τό ξένο, κάτι πού εἶχε σχέσι μέ τό ὑπερφυσικό. Τά πουλάκια νά κελαηδοῦν, τά φυτά ἀνθισμένα, τά δέντρα μέ τό ἄνθος καί τήν εὐωδία τους, ὁ ἥλιος, ἡ λαμπερή ἡμέρα, τά πάντα μιλοῦσαν γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ! Τά ἔβλεπε, ὅπως θά ἔβλεπε καί ἕναν Παράδεισο. Εἶχε γίνει μία ἀποκάλυψις, ἕνα ξεσκέπασμα, μία φανέρωσις ἑνός μυστηρίου πού εἶναι τόσο κρυμμένο ἀπό ἐμᾶς πού δέν βλέπουμε μέ τέτοια μάτια πνευματικά. «Πᾶσα πνοή αἰνεσάτω τόν Κύριον». Τόσο τό ζωϊκό ὅσο καί τό φυτικό βασίλειο μιλοῦσαν γιά τήν δόξα, γιά τήν μεγαλοπρέπεια, γιά τήν μεγαλωσύνη, γιά τήν ὀμορφιά καί τό κάλλος τοῦ Θεοῦ! Ἐθαύμαζε, ἐξίστατο, δέν μποροῦσε νά μιλήση. Τά μάτια ἔτρεχαν δάκρυα· ὄχι δάκρυα γιά τίς ἁμαρτίες, ἀλλά δάκρυα γιά τήν ὀμορφιά τοῦ Θεοῦ. Πῶς μποροῦσε ἡ καρδιά νά ἀντέξη αὐτή τήν ἀποκάλυψι τοῦ κάλλους τοῦ Θεοῦ!
Μά καί ὁ Ἀδάμ, ὅταν ἦτο εἰς τόν Παράδεισον τοῦ Θεοῦ, ὅλος ὁ Παράδεισος τοῦ ἦτο μία θεωρία, μία ἁπτή θεωρία τοῦ Θεοῦ. Εὐφραίνετο τό πνεῦμα του, ἠγαλλιᾶτο, ὅταν ἐπλησίαζε στό κάθε τι, στό κάθε δημιούργημα καί ἄκουγε τή φωνή του, τήν ὑμνολογία του στόν Θεό.
Ὅπως, ὅταν ζοῦσε στή γῆ ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ὁ Πενταπόλεως, ὅταν ἦταν στό μοναστήρι του στήν Αἴγινα, κάποτε οἱ μοναχές του, τοῦ ζήτησαν νά τούς ἑρμηνεύση τί θά πῆ: «Πᾶσα πνοή, αἰνεσάτω τόν Κύριον». Τούς ἀπήντησε: «Θά σᾶς πῶ ἀλλά περιμένετε». Ἔτσι κάποια νύχτα πού ἀγρυπνοῦσαν ἔξω καί ὁ Ἅγιος πῆγε πιό πέρα καί αὐτός νά κάνη τήν προσευχή του, γιά μιά στιγμή οἱ μοναχές, κατά τρόπον ὑπερφυσικόν, χωρίς νά μπορέσουν νά τό ἐρμηνεύσουν, ἄκουσαν, ἔνοιωσαν, αἰσθάνθηκαν ὅλη τήν κτίσι μέ μία πνοή, μέ ἕνα βούϊσμα, κάτι τό ὑπερφυσικό. Μόνο τότε πληροφορήθηκαν ὅτι αὐτό εἶναι ἡ ἑρμηνεία τοῦ «Πᾶσα πνοή αἰνεσάτω τόν Κύριον». Ὅλη ἡ κτίσις μέ μία πνοή αἰνοῦσε τόν Κύριο, τόν Δημιουργό, τόν Πλάστη.
Διαβάζουμε καί στούς Πατέρες μας ὅτι ἀγρυπνοῦσαν ὅλη τήν νύκτα καί πολλάκις ἐν συνεχείᾳ καί ὅλη τήν ἡμέρα καί δέν καταλάβαιναν πῶς πέρασε ἡ νύχτα καί ἡ ἡμέρα. Ὁ χρόνος ἐκμηδενιζόταν καί τοῦτο ὠφείλετο στό ὅτι ὁ νοῦς τους εἶχε πάθει μετάθεσι. Ὁ νοῦς τους μετετίθετο, ξεκολλοῦσε ἀπό τά γήϊνα καί μεταφέρετο στόν ἄλλο κόσμο. Καί κατά τόν Δαβίδ «χίλια χρόνια ὡς μία ἡμέρα καί ὡς ἕνα κομμάτι τῆς νύχτας λογίζεται». Χίλια χρόνια τούτου τοῦ κόσμου εἶναι σάν μιά στιγμή χρόνου τοῦ ἄλλου κόσμου. Οἱ Ἄγγελοι ὑμνολογοῦν ἀκατάπαυστα καί δέν γνωρίζουν τί σημαίνει χρόνος.
Ἡ προσευχή εἶναι τό καμάρι, εἶναι ἡ ὀμορφιά τοῦ χριστιανοῦ καί ἰδιαίτερα τοῦ μοναχοῦ, ὅταν προσεύχεται. Μοναχός πού δέν προσεύχεται, δέν ἔχει αὐτή τήν ὀμορφιά καί τό κάλλος στήν ψυχή του, στόν νοῦ του. Τί θά πῆ ὀμορφιά τοῦ νοῦ; Ἡ ὀμορφιά τοῦ νοῦ γνωρίζεται, ὅταν ὁ νοῦς μετατίθεται κατά τόν καιρό τῆς ἀγρυπνίας καί τῆς προσευχῆς πρός τόν Θεό καί πρός τόν ἄλλο κόσμο, τόν πνευματικό· τόν κόσμο, πού δέν ἔχει καμμιά συνάφεια καί σχέσι μέ τοῦτον τόν κόσμο τόν ὑλικό. Ὅταν ἐπιφοιτήση τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, ἡ μετάθεσις αὐτή τοῦ νοῦ δέν χρήζει χρόνου. Σέ μηδέν χρόνο ὁ νοῦς βρίσκεται σέ ἐπαφή μέ τόν θεῖον φῶς καί μέ τόν θεῖον Παράδεισον. Περιπολεύει εἰς τά ὑπέρ φύσιν καί εἰς τό ὑπερπέραν καί ἀδολεσχεῖ καί τρέφει καί ὀμορφαίνει καί λαμπρύνεται καί στολίζεται καί εὐωδιάζει καί γίνεται ἐκτός ἑαυτοῦ. Ὅλα αὐτά τά κάνει ἡ προσευχή. Ἡ βάσις, ἡ ἀφετηρία, ὁ τόπος τῆς ἐκτοξεύσεως πρός τόν ἄλλο κόσμο εἶναι ἡ εὐλογημένη προσευχή. Καί τί δέν κάνει αὐτή ἡ προσευχή καί τί δέν διορθώνει καί τί δέν βάζει στήν θέσι του!
Αὐτήν τήν προσευχή ὁ διάβολος τήν ἔχει ἐπισημάνει καί ἐπιδιώκει νά τήν σταματήση. Αὐτό εἶναι τό σύνθημα τῶν λεγεώνων τῶν δαιμόνων. Ὅλοι μέ μιά φωνή ζητοῦν νά σταματήσουμε νά φωνάζουμε τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, νά μή λαλῆται τό ὄνομα Του στόν κόσμο, νά μήν ἀκούγεται· πρέπει νά καταργηθῆ.
Ὁ Χριστός μας ἀπό τήν ἄλλη πλευρά φωνάζει:
«Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοί ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγώ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς»1. Μεγάλη δουλειά, μεγάλη ὑπόθεσις. Ὅποιος μοῦ φωνάζει τό Ὄνομα, τό ὁποῖον εἶναι ὁμολογία τῆς θεότητός Μου, θά τόν ὁμολογήσω, θά τόν δικαιώσω ἐνώπιον τοῦ Πατρός μου καί ἐνώπιον τῶν Ἀγγέλων Του, μέ ἀποτέλεσμα νά στεφανωθῆ αὐτός ὁ ἄνθρωπος. Οἱ Ἄγγελοι θά παίξουν ἐμβατήρια γι᾿ αὐτόν τόν νικητή τοῦ Θείου Ὀνόματος.
Καί βλέπετε τά δαιμόνια νά πάσχουν· ὅταν τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἀκούγεται, αὐτοί, ἀνακατεύονται, δέν νοιώθουν καλά μέσα στά σωθικά τους. Ὅπως μᾶς κάνει ἐμᾶς ὁ διάβολος, ὅταν μπαίνη μέσα μας καί δή ὑποστατικά. Κυλίει τόν ἄνθρωπο κάτω καί βγάζει ἀφρούς καί στρεβλώνει τά μάτια του καί ἀγριεύει καί ἄνθρωποι πολλοί δέν μποροῦν νά τόν δεσμεύσουν· οὔτε σίδερα τόν πιάνουν, ἕναν ἄνθρωπο γήϊνο, οὔτε μποροῦν νά τόν δαμάσουν, ὅταν τό δαιμόνιο τόν περιλάβη. Ἔτσι παθαίνει καί ὁ ἴδιος ὁ διάβολος· αὐτόν τόν πόνο, αὐτόν τόν δαιμονισμό αἰσθάνεται, ὅταν ὁ ἄνθρωπος λέγη τήν εὐχή μέ πόθο, μέ ἀγάπη καί μέ ζῆλο τῆς ὁμολογίας.
Ὁ Χριστός πρέπει νά βασιλεύη. Γιατί ἀνέβηκε ἐπάνω στόν Σταυρό; «Ὅταν ὑψώσητε τόν Υἱόν τοῦ ἀνθρώπου, τότε γνώσεσθε, ὅτι ἐγώ εἰμι»2. Αὐτό εἶπε στό Ἱερόν Του Εὐαγγέλιον. Θεοπρεπέστατα μᾶς τό πληροφόρησε ὅτι θά ἔλθη καιρός, ὅταν θά μέ σταυρώσετε καί θά μέ σηκώσετε ἐπάνω εἰς τόν Σταυρόν, πού θά γνωρίσετε τήν δύναμι τῆς Θεότητός μου καί τήν δύναμι τοῦ Θείου Ὀνόματός μου. Τότε πᾶσα γλῶσσα, πᾶσα φυλή καί πᾶς ἄνθρωπος θά προσκυνήση καί θά ὁμολογήση ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Κριτής τῶν ζώντων καί τῶν νεκρῶν. «Πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καί ἐπιγείων καί καταχθονίων»3. Μακάριος ὁ ἄνθρωπος καί εὐτυχισμένος αὐτός πού θά ὁμολογήση στήν ζωή του. Τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ὅσο ἁμαρτωλός καί ἄν εἶναι, ὅσο καί ἄν εἶναι βεβαρημένο τό ποινικό του, ὅταν θά ὁμολογῆ τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, Αὐτός ὁ Χριστός θά ἐξαλείψη αὐτό του τό βάρος καί αὐτήν του τήν ἐνοχή.




 

«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με…»


Μακάριος ὁ ἄνθρωπος πού τοῦ ἀφέθησαν οἱ ἀνομίες του, πού τοῦ συγχωρέθηκαν οἱ ἁμαρτίες του. Συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες καί λειώνουν, ὅταν ὁ ἄνθρωπος φωνάζη εἰς βοήθειάν του τόν Κύριόν του καί Θεόν του, καί ὁ Χριστός τοῦ χαρίζει μετάνοια, τοῦ χαρίζει τήν ἀνακαινιστική καί ἀναγεννητική μετάνοια μέ τά δάκρυα καί μέ τό πένθος. Καί μετά ἀπό τήν κατάστασι αὐτή τοῦ πένθους καί τῶν δακρύων, τόν ὁδηγεῖ στό χαροποιόν πένθος καί μετά στόν κλαυθμό τῆς Θείας Ἀγάπης. Μετάβασις ἀπό τήν μία κατάστασι στήν ἄλλη. Καί ὅλα αὐτά καί τόσα ἄλλα τά γεννᾶ, τά παράγει ἡ προσευχή· τίποτε ἄλλο, μόνον τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.

Τί ἔλεγαν οἱ Γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι εἰ ςτούς Ἀποστόλους, ὅταν τούς συνέλαβαν καί τούς δίκαζαν καί τούς ἀπειλοῦσαν; «Οὐ παρηγγείλαμεν ὑμῖν μή διδάσκειν ἐπί τῷ ὀνόματι τούτῳ;»4. Σταματῆστε νά μιλᾶτε γι᾿ αὐτό τό ὄνομα. Ὄχι, τούς ἀπαντᾶ ὁ θαρραλέος Ἀπόστολος Πέτρος· «Οὐ δυνάμεθα σιωπᾶν· πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἤ ἀνθρώποις»5. Ἐμεῖς θά ὁμολογοῦμε, θά κηρύττουμε, «ἅ εἴδομεν καί ἠκούσαμεν»6, καί δέν θά μᾶς κλείση κανείς τό στόμα. Ἀποτέλεσμα ἦταν νά τόν κρεμάσουν οἱ υἱοί τοῦ διαβόλου ἀνάποδα, μέ κάτω τό κεφάλι κι ἐπάνω τά πόδια νά μαρτυρήση. Ὅπως καί ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας τόν ἴδιο θάνατο ὑπέστη. Παρομοίως καί οἱ ὑπόλοιποι Ἀπόστολοι καί Μάρτυρες. Γι᾿ αὐτό τό Ὄνομα ἔγιναν ὅλα. Καί τώρα ἀκόμη, ὅταν φωνάζουμε τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἄν θά μπορούσαμε νά βλέπαμε μέ τά μάτια μας, τί γίνεται ἀοράτως, θά λέγαμε: «Ὄντως καί τώρα καί πάντοτε τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ θά ἀνακατεύη τήν κόλασι».

Μήπως οἱ χιλιαστές δέν τό ἔχουν αὐτό τό ἀνακάτεμα μέσα τους; Βεβαίως! Ὁ διάβολος τούς ἔχει «πασάρει» τόσο ὄμορφα νά λένε: «Πιστεύουμε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ». Ἄντε καί παρακάτω γιά νά δοῦμε. Υἱός τοῦ Θεοῦ ὅμως ὑπό ποίαν ἔννοιαν; Διότι ὅλοι ὅσοι πιστεύουμε στόν Χριστό καί εἴμεθα ἀναγενημένοι, εἴμεθα παιδιά τοῦ Θεοῦ κατά Χάριν. Ὁ Χριστός μας ὅμως εἶναι ὁ κατά φύσιν Μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ. Τί βροντοφώνησε ἡ θεολόγος γλῶσσα τοῦ Ἀποστόλου Ἰωάννου; «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος καί ὁ Λόγος ἦν πρός τόν Θεόν καί Θεός ἦν ὁ Λόγος»7. Αὐτό δέν μποροῦν νά τό ποῦν, γιατί αὐτή ἡ ὁμολογία τοῦ Ἀποστόλου Θεολόγου Ἰωάννου εἶναι τό «Βατερλώ» τῶν χιλιαστῶν. Αὐτό κηρύττουμε, αὐτό φωνάζουμε, αὐτό βροντοφωνοῦμε, ὅταν προσευχώμεθα μέ τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.

Καί αὐτό πρέπει νά θεμελιωθῆ ἀκράδαντα στήν ζωή μας. Νά φωνάζουμε τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, νύχτα – μέρα· «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Ὁμολογία καί ἔλεος. Τί καλύτερο ἀπό τοῦτο; Νά ὁμολογοῦμε τόν Χριστό μας καί νά γεμίζη ἡ ἀτμόσφαιρα μέ τήν ὀμορφιά τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ καί ἐν συνεχείᾳ νά ζητοῦμε ἀπό τόν Κύριο ἔλεος «ἐπί ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν». Καί ὅταν φωνάζη ὁ Χριστιανός καί δή ὁ μοναχός· «Ἔλεος καί συγγνώμη Κύριε, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, σῶσόν με», πῶς ὁ Χριστός θά παραβλέψη αὐτόν τόν ἄνθρωπο καί δέν θά τοῦ στείλη τά χαρίσματά Του;
Πῶς νά μή γνωρίση τό Φῶς Του;
Πῶς νά μήν πάθη μετάθεσι νοῦ;
Πῶς νά μήν κλαίη μέσα στό Φῶς, μέσα στόν ὑπέρφωτο γνόφο τῆς Θείας Λαμπρότητος;
Πῶς νά μήν εὕρη μέσα σ᾿ ἐκεῖνο τό Φῶς τόν Χριστό, ὅπως ἔχει;
Βέβαια στήν ἀρχή τῆς ὁμολογίας καί τῆς πορείας καί τῆς θεμελιώσεως τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ, δέν φαίνεται τό κέρδος. Εἶναι ὁ κόπος, εἶναι ὁ μόχθος, εἶναι ὁ ἀγώνας, εἶναι ἡ ἀντίδρασις τῶν λεγεώνων τῶν δαιμόνων, γιά νά σταματήσουμε. Ὁ κόπος τῆς προσευχῆς θά παρέλθη· καί κατά τόν χρόνο καί τήν διάρκεια τῆς προφορικῆς ἐπικλήσεως τοῦ Θείου Ὀνόματος θά ὑπάρξη ἡ παράκλησις τοῦ Χριστοῦ. Στήν συνέχεια δέ, ὅταν ἐπιτυχῶς καί περιεκτικῶς συνοδεύση τήν προσευχή ἡ ὅλη προσοχή τῆς ζωῆς, θά ἔλθη ἐν καιρῷ εὐθέτῳ καί ἡ ἐπίσκεψις τοῦ Θεοῦ, ἡ ὠφέλεια, τήν ὁποίαν τώρα δέν γνωρίζουμε. Δέν εἶναι δυνατόν νά μήν ἀνοιχθοῦν τά μάτια τῆς ψυχῆς.
Πρέπει τήν προσευχή, ὅπως εἴπαμε καί στήν ἀρχή τοῦ λόγου, νά τήν συνοδεύση ἡ ἀγρυπνία. Νά ἀγρυπνοῦμε, μέ περιεκτική καί γενική ἐγκράτεια, ἐγκράτεια στίς πέντε αἰσθήσεις, ἐγκράτεια στό στόμα, ἀλλά κυρίως στίς σκέψεις. Νά μήν ἀφήνουμε τό νοῦ νά περιέρχεται ὅλον τόν κόσμο.
Ὅταν ἡ γλῶσσα ὁμιλῆ πολλά, πῶς ὁ νοῦς θά εἶναι ἥσυχος;
Καί ὅταν κλείνη τό στόμα καί ὁ νοῦς γυρίζη, πῶς θά ἔχη τήν δυνατότητα καί τήν καθαρότητα νά μετατεθῆ στήν θεωρία τοῦ Θεοῦ;
Ἐγκράτεια, λοιπόν, περιεκτική καί γενική προσοχή. Νά προσέχουμε τό τί λέμε, τό τί σκεπτόμεθα, πῶς συναναστρεφόμεθα ἀνάμεσά μας, πῶς τηροῦμε τήν ὑπακοή. Ἔχουμε τόν ἀπαιτούμενο φόβο Θεοῦ;
Προσέχουμε τήν συνείδησί μας;
Τήν ἐλέγχουμε;
Μᾶς ἐλέγχει ἡ συνείδησίς πάνω στά ἔργα καί στούς λογισμούς μας;
Κάνουμε ταμεῖο;
Κάθε τόσο λέμε τήν εὐχή;
Ὁνοῦς ποῦ πηγαίνει;
Πόσα εἶπα σήμερα;
Μέ ποιόν συζήτησα;
Τί μοῦ ξέφυγε;
Καί ὁ δείκτης, «τό κομπιοῦτερ», δείχνει ὅτι ἐδῶ κατέκρινες, ἐδῶ ἀργολόγησες, ἐδῶ θύμωσες, ἐδῶ δέν ἔκανες καλά τό διακόνημά σου, ἐδῶ ἔδειξες ἀμέλεια, ἐδῶ δέν ἀγρύπνησες, ἐδῶ σκέφθηκες ἄλλα ἀντί ἄλλων.
«Ἥμαρτον, συγγνώμη Θεέ μου! Ἡμάρτησα τῷ Κυρίῳ μου. Συγχώρησέ με, Θεέ μου, δέν θά τό ξανακάνω. Βοήθησέ με, δῶσε μου προσοχή, μετανοῶ» καί τόσα ἄλλα. Ἔτσι παίρνεις δύναμι, γιά νά ἀντιμετωπίσης τά πράγματα καλύτερα. Ἐάν ἔχης προσοχή, ἡ ἀντιμετώπισι θά φέρη ὁπωσδήποτε καλυτέρευσι. Τήν ἄλλη μέρα ἀκόμη μεγαλύτερη καλυτέρευσι, ἕως ὅτου κάποια μέρα, φυσιολογικά, δέν θά πέφτης σέ τίποτε τό σοβαρό.
Πρωτίστως ὅμως νά ἐλέγχουμε ἀκριβέστατα τήν ἀρετή τῆς ταπεινώσεως, ἐάν ἔχουμε ταπείνωσι. Ἐδῶ εἶναι τό κύριο σημεῖο, πού θά δώσουμε ὅλη μας τήν προσοχή. Ὁ ἐγωϊσμός καί ἡ ὑπερηφάνεια ἐμποδίζουν σέ κάθε τι πού λέγεται καλό καί πρόοδος· ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι τό πράσινο φῶς. Τό κόκκινο εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια, ὁ ἐγωϊσμός, ἡ κενοδοξία. Μ᾿ αὐτά δέν προχωροῦμε. Ὅταν σηκώσουμε τό κόκκινο καί δώσουμε τό πράσινο, τότε ἐρχίζει πάλι τό προχώρημα.
Πότε θά δοῦμε πώς ἔχουμε ὑπερηφάνεια, ἐγωϊσμό; Φέρ᾿ εἰπεῖν, ὅταν ἕνας ἀδελφός σοῦ πῆ ἕνα λόγο, ἤ καταφρονητικό ἤ ἐλεγκτικό ἤ ὅπως ἀλλιῶς τόν πῆ· ὅταν ἐσύ μέσα σου ἀνακατευτῆς, ὅταν πικραθῆς, ὅταν ἐπαναστατήση τό «ἐγώ», ὅταν ἀντιλέξης εἴτε ἔσωθεν εἴτε ἔξωθεν, αὐτό εἶναι μιά μαρτυρία ὅτι ὑπάρχει στήν καρδιά πληγή ἐγωϊσμοῦ καί ὑπερηφανείας. Αὐτός ὁ λόγος, ὁ κατά παραχώρησιν Θεοῦ, εἶναι τό φάρμακο, εἶναι τό οἰνόπνευμα πού μπῆκε στήν πληγή αὐτή καί πόνεσε. Πόνεσε εὐεργετικά· βέβαια, ἄν τόν δεχθοῦμε μέ τόν σωστό λογισμό ἀντιμετωπίσεως. Εὐεργετικά καυτηριάζεται ἡ πληγή. Αὔριο αὐτό τό οἰνόπνευμα, αὐτός ὁ λόγος λιγώτερο θά μᾶς πικράνη, λιγώτερο θά πονέσουμε, τήν ἄλλη λιγώτερο καί σιγά – σιγά καυτηριάζεται καί θεραπεύεται. Ὅταν ὅμως ὁ πόνος μᾶς κάνη νά ἀντιδράσουμε, νά ἀντιμιλήσουμε, νά πικραθοῦμε, νά πονέσουμε, νά ἀγανακτήσουμε, σημαίνει ὅτι δέν δεχθήκαμε τό φάρμακο, δέν μᾶς ἄρεσε, καί ἡ πληγή χειροτέρευσε. Σέ ἄλλη περίπτωσι παρόμοια ἡ πληγή καί ὁ πόνος θά εἶναι μεγαλύτερος. Ἔτσι ὀξύνεται μία κατάστασις καί ὅταν μείνη χωρίς ἐπιμέλεια, φθάνει στό σημεῖο ὁ ἄνθρωπος «νά μή δέχεται μύγα στό σπαθί του».
Λοιπόν ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι τό ἄνοιγμα τῆς πόρτας, γιά νά προχωρήσουμε στά ἐνδότερα τοῦ Θεοῦ. Ἡ προσευχή μας, τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ θά τρέχη, θά προφέρεται, θά βγαίνη πρός τά ἔξω. Ἡ ταπεινοφροσύνη θά «σιγοντάρη», θά τιμονιάρη σωστά, θά ὁδηγῆ ἀπταίστως, ὥστε ἡ προσευχή νά ἀποβῆ καρποφόρος. Τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ θά δώση τήν ταπείνωσι, δηλαδή τίς σκέψεις ὅτι ἐγώ εἶμαι ἕνας ἁμαρτωλός ἄνθρωπος, εἶμαι ἕνας ἔνοχος, εἶμαι ἕνας ἐμπαθής, εἶμαι ἕνας πληγωμένος, εἶμαι ἕνας ληστής, εἶμαι ἕνας βρώμικος ἄνθρωπος στήν ψυχή· εἶμαι ἕνας τυφλός καί φωνάζω τόν Χριστό μου γιά νά δῶ, νά φωτισθοῦν τά μάτια μου, νά θεραπευθῆ ἡ πληγή μου, νά σβήση ἀπό τό ποινικό μου ἡ ποινή μου, νά γίνω καλά, γιατί εἶμαι ἄρρωστος· νά ξεβρωμίσω καί νά εὐωδιάσω· γι᾿ αὐτό φωνάζω, ὄχι γιατί εἶμαι κάτι. Καί ἀπό ποῦ τό ἔχω αὐτό τό κάτι; «Τί δέ ἔχεις ὅ οὐκ ἔλαβες –κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο– εἰ δέ καί ἔλαβες τί καυχᾶσι ὡς μή λαβών!»8. Ἐάν ὅλα τά ἔχουμε ἀπό τόν Θεό κι αὐτό τό «εἶναι» μας εἶναι ἀπό τόν Θεό, ἐμεῖς δέν εἴμεθα κάτι, ἀλλά εἴμεθα ἕνα μηδέν, ἀνύπαρκτο πρᾶγμα.
Ὁ Θεός ὡς Δημιουργός πάρα πολύ εὔκολα μᾶς ἔκανε ἀνθρώπους καί ἑπομένως ὅ,τι εἴμεθα, εἴμεθα τοῦ Θεοῦ. Εἴμεθα ὑπόχρεοι νά ὑπηρετήσουμε τόν Κύριο.
Μέ τό στόμα λέω δυό κουβέντες; Τό στόμα τοῦ Θεοῦ εἶναι.
Μέ τά χέρια μου ἐξυπηρετῶ, ἐργάζομαι, διακονῶ τούς ἀδελφούς, κάνω ἔργα ἀγάπης; Τά χέρια τοῦ Θεοῦ εἶναι.
Τρέχω στό διακόνημά μου; Τά πόδια τοῦ Θεοῦ εἶναι.
Σκέφτομαι σωστά γιά τόν Θεό, γιά τούς ἀδελφούς; Καί ὁ νοῦς δημιούργημα τοῦ Θεοῦ εἶναι.
Ἑπομένως δέν ἔχω τίποτε δικό μου. Εἶμαι ἕνα ὁλοστρόγγυλο μηδενικό.
Ἐάν ὁ Χριστός σ᾿ αὐτό τό μηδενικό βάλη μπροστά του τό ἕνα, παίρνουμε ἄριστα καί ἀπό μηδέν γίνεται δέκα. Ἀριστεύουμε στόν δρόμο τοῦ Θεοῦ. Τό μηδενικό παίρνει θεϊκή ὑπόστασι. Καί ὅταν τό εὐλογήση ὁ Θεός, παίρνει θεϊκή ὑπόστασι, παίρνει χάρι καί μέθεξι Θεοῦ. Τί ὀμορφιά, τί κάλλος γίνεται στόν νοῦ καί στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου! Χρηστότης βασιλεύει. Ἡ χρηστότητα, ἡ καλοσύνη, ἡ εὐτυχία, ἡ μεγαλοσύνη τοῦ Θεοῦ ἁπλώνεται μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου καί ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἕνα μέ τόν Κύριο. Τά πάντα σβήνουν, ὅλα χάνονται καί νοιώθει μόνο τόν Κύριο μέσα του!
Ἀλλά ὅταν ὑπερηφανευθῆ ὁ ἄνθρωπος, θά συμβῆ καί ἀπρόσεξία καί λάθος καί πταῖσμα καί ἁμάρτημα. Ἐάν δέν ψηλώση ὁ λογισμός, πτῶσι δέν γίνεται. Ὅταν συμβῆ ἁμάρτημα, σηκώνει ὁ Θεός τήν χρηστότητά του καί γίνεται «ταρακούνημα». Σαλεύονται τά θεμέλια τῆς ψυχῆς καί τά πάντα ἐσωτερικά ἐρημώνουν· νοιώθει κατάρρευσι γενική. Καί ὅταν πάλι ταπεινωθῆ καί γνωρίση τήν πτῶσι του ὁ ἄνθρωπος καί κλαύση σάν τόν Πέτρο, ὁ Κύριος στέλνει πάλι τό Πνεῦμα Του καί τόν ἀναγκαινίζει καί τόν διορθώνει.
Ὅλα εἶναι στό χέρι τοῦ Παντοδύναμου Θεοῦ!
Γι᾿ αὐτό, ὅταν μνημονεύουμε τό Ὄνομα τοῦ Θεοῦ καί κρατᾶμε γερά τά θεμέλια τῆς ταπεινώσεως, βαδίζουμε κατευθεῖαν πρός τόν θεῖο θρόνο καί πρός τήν θεία μετάθεσι τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς πρός τόν ἄλλο κόσμο. Νά προσέξουμε τό τιμόνι, νά μήν πάθη βλάβη, νά μήν ξεφύγουμε ἀπό τήν ταπεινοφροσύνη. Τό φρόνημά μας νά εἶναι ταπεινό, χαμηλωμένο, κάτω πεσμένο. Εἶμαι γῆ καί σποδός, πηλός καί τίποτε ἄλλο. Καί τί ἀξία ἔχει ὁ πηλός, ἡ λάσπη; Τήν πατᾶνε οἱ ἄνθρωποι καί τά ζῶα. Ἀπό αὐτήν τήν λάσπη ἔγινα ἄνθρωπος, ἔγινα αὐτό τό ὑψηλό δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἡ σύνθεσις τοῦ πνευματικοῦ καί ὑλικοῦ κόσμου. Γίνομαι μέγας καί τρανός διά τοῦ Θεοῦ καί ἄνευ τοῦ Θεοῦ εἶμαι πηλός καί πατιέμαι ἀπό ἀνθρώπους καί κτήνη.
Ἄς βασιλεύση τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ σ᾿ ἐμᾶς. Αὐτό τό εὐλογημένο καί ὑπερχαριτωμένο Ὄνομα ἄς γίνη τροφή, ἄς γίνη ποτό, ἄς γίνη ἔνδυμα, ἄς γίνη ὀξυγόνο, ἄς γίνη ζωή, ἄς γίνη καρδιά, ἄς γίνη νοῦς, ἄς γίνη τά πάντα· διότι ὅταν γίνη τά πάντα, τότε θά κερδίσουμε Τόν τά πάντα δημιουργήσαντα. Καί ὅταν ὁ Χριστός βασιλεύση στήν καρδιά διά τοῦ Θεῖου Ὀνόματός Του, θά βασιλεύη ἡ εἰρήνη, ἡ πάντα νοῦν ὑπερέχουσα. Βασιλεύει ὁ Χριστός καί τά πάντα ὑποτέτακται. Ὅλα εἶναι ὑποτεταγμένα καί πάθη καί ἀδυναμίες.
Αὐτή εἶναι ἡ τελειότης, ἡ ἀτέλεστη τελειότης.
Ἀλλά ἐμεῖς θά εἴμεθα πολύ εὐχαριστημένοι, ἐάν κρατήσουμε τοῦ Χριστοῦ τό Ὄνομα, κρατήσουμε καί τό ταπεινό φρόνημα καί κλαῖμε γιά τίς ἁμαρτίες μας καί νοιώθουμε Θεοῦ εἰρήνη στήν ψυχή μας.
Ἄς ἀγωνισθοῦμε μέ ὅλη μας τήν ψυχή. Ἐάν ἐπικρατήση στήν ζωή μας ὁ Χριστός, τότε μόνα τους τά πράγματα θά πᾶνε στήν θέσι τους· καί οἱ σκέψεις καί τά ἔργα καί τά λόγια καί ἡ συναναστροφή μας καί τά πάντα θά μποῦνε στόν σωστό καί σωτήριο ρυθμό. Ἐάν ὁ Χριστός ἀπουσιάση, ἐάν ὁ Χριστός δέν εἶναι στήν ζωή μας, δέν εἶναι στόν δρόμο μας, δέν μᾶς φωτίζη, ὅλα θά πᾶνε στραβά. Χριστός ἤ χάος· ἤ στό φῶς ἤ στό σκότος. Ἐνδιάμεσα δέν ὑπάρχει τίποτα. Αὐτή εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Πατέρων.
Ἄς φωνάζουμε τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν τό φωνάζη ὁ μοναχός, γεμίζει εὐλογία ἡ ἀτμόσφαιρα καί ὁ χῶρος πού βρίσκεται. Δέν εἶναι μόνον ἡ προσωπική ὠφέλεια αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά ἡ ὠφέλεια καί τῶν γύρω, πού ἀκούουν τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Μπορεῖ τό μυαλό μου ἐμένα νά σκέπτεται ἁμαρτωλά. Ἀκούω τόν ἀδελφό νά φωνάζει τόν Χριστό.
Ἐγώ τί κάνω;
Ποῦ περιπολεύει ὁ νοῦς μου; Αὐτός βιάζεται γιά τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, κι ἐγώ «χασκογελάω» μέ τόν ἑαυτό μου ἐδῶ κι ἐκεῖ, ἤ πιάνομαι στήν ἀργολογία καί ἀκούω τόν ἀδελφό νά φωνάζη;
Τί κάνω; Εἶμαι στά καλά μου; Γιά ποιόν σκοπό ἦρθα ἐδῶ; Δέν ἦρθα νά ὁμολογήσω Χριστόν πράξει καί λόγῳ; Καί ἀρχίζω νά μεταμελοῦμαι καί ἀρχίζω κι ἐγώ νά λέω τήν προσευχή.
Ἔ, αὐτή ἡ ἀλλαγή μου σέ ποιόν ὀφείλεται; Δέν ὀφείλεται σ᾿ αὐτόν τόν ἀδελφό, πού μέ βοήθησε μέ τήν προφορική εὐχή, πού φωνάζει;
«Ὅταν σιγοῦν οἱ γάτες, οἱ ποντικοί χορεύουν». Ὅταν τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ δέν ἀκούγεται, τά δαιμόνια μᾶς βάζουν στό μυαλό μας σκέψεις, μᾶς βάζουν λόγια στό στόμα νά ἀργολογοῦμε, νά πειράζη ὁ ἕνας τόν ἄλλον, νά «χασκογελοῦμε»· μᾶς σπρώχνουν στό θέλημα, μᾶς σπρώχνουν στήν ἰδιορρυθμία, γιά νά μᾶς κάνουν «ἀμόναχους».
Ὅταν ὅμως ὁ Χριστός ἀκούγεται ἀπό δῶ, ἀπό κεῖ, εἶναι σάν τά σκυλιά πού φωνάζουν καί τά θηρία ἀπομακρύνονται, οἱ κλέφτες δέν ζυγώνουν· καί ὅσο πιό γερό εἶναι τό σκυλί καί φωνάζει γενναῖα, τόσο καί μακρύνονται οἱ ἐχθροί. Τότε τά πρόβατα βόσκουν ἄκακα καί θαυμάσια καί ὁ τσοπᾶνος παίζει τήν φλογέρα του. Ὅλα αὐτά δέν θά γίνουν, ἄν δέν ὑπάρξουν αὐτά τά σκυλιά πού φωνάζουν καί ἀπομακρύνουν τόν ἐχθρό. Ἔτσι καί ἕνα μοναστήρι, εἶναι ἕνα μαντρί, ἕνα πνευματικό μαντρί καί οἱ πατέρες εἶναι τό κοπάδι. Ὁ ζῆλος, κατά τόν Ἀββᾶ Ἰσαάκ, εἶναι τό σκυλί. Ὁ ζῆλος φαίνεται στήν ἐφαρμογή τῆς πράξεως καί τῆς θεωρίας τοῦ Ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ. Καί ὅταν θέλη κανείς νά ἀργολογήση, πῶς θά πάη νά μιλήση σ᾿ αὐτόν τόν ἄνθρωπο πού προσεύχεται; Σκέπτεται καί λέει: «Μά νά τοῦ χαλάσω τώρα τήν προσευχή, νά τοῦ τήν σταματήσω τώρα;» Τό θεωρεῖ ἐγκληματικό. Ἔτσι καί ὁ ἴδιος φυλάγεται ἀπό τήν ἀργολογία καί ὁ ἄλλος ἐπίσης περιορίζεται. Ὁ ἕνας μέ τόν ἄλλον βοηθεῖται. Γι᾿ αὐτό λεγόμεθα ἀδελφοί γι᾿ αὐτό κι ἐδῶ μᾶς μάζεψε ὁ Χριστός μας, γιά νά βοηθῆ ὁ ἕνας τόν ἄλλον. «Ἀλλήλων τά βάρη βαστάζετε καί οὕτως ἀναπληρώσατε τόν νόμον τοῦ Χριστοῦ»9. «Ἀδελφός ὑπό ἀδελφοῦ βοηθούμενος ὡς πόλις ὀχυρά»10.
Ἔτσι ἕνα μοναστήρι θά γίνη γερό καί δυνατό, ὅταν βασιλεύη ἡ ἀγάπη, ὅταν ἔχουμε ἀγάπη στήν ψυχή μας. Καί πότε θά ἔλθη αὐτή ἡ ἀγάπη; Ὅταν ὁ Χριστός τῆς ἀγάπης βασιλεύση. Ἄν ὁ Χριστός δέν βασιλεύση μέσα μας, ἀγάπη σωστή δέν ἔχουμε. Ὄχι τήν ἀγάπη, γιατί ταιριάζουν οἱ ἰδέες μας ἤ γιατί καθόμαστε καί μιλᾶμε «περί ἀνέμων καί ὑδάτων» κ.λ.π., καί αὐτό θεωρεῖται ἀγάπη! Ὄχι αὐτήν τήν ἀγάπη. Εἶναι ἄρρωστη, καί σέ δεδομένη περίπτωσι οἱ ἄνθρωποι μαλώνουν καί διαλύεται. Ἡ ἀγάπη πού χαρίζει ὁ Χριστός εἶναι θεμελιωμένη στόν Χριστό, γιατί ὁ Χριστός εἶναι ὁ συνδετικός κρῖκος πού ἑνώνει.
Λοιπόν, ἡ προσευχή θά μᾶς χαρίση ὅλα τά καλά, τήν ταπείνωσι καί τήν ἀδελφική ἀγάπη. Γι᾿ αὐτό θά πρέπη νύχτα – μέρα, ἀπό τήν στιγμή, πού ἀνοίγουν τά μάτια ἀπό τόν ὕπνο, Χριστόν νά ὁμολογοῦμε, Χριστόν νά ἀναπνέουμε, Χριστόν νά ἐσθίουμε. Καί ὅταν τρέφεται καί ποτίζεται ὁ ἄνθρωπος μέ τόν Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, δέν μπορεῖ ποτέ νά πεθάνη.


   Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


 Ἀπό τό βιβλίο: “ Ἡ τέχνη τῆς σωτηρίας” Γέροντος Ἐφραίμ Φιλοθεΐτου

Ἔκδοσεις Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου Ἅγιον Ὄρος

Άγιος Ιωάννης ο διά Χριστόν σαλός

Ο Άγιος Ιωάννης γεννήθηκε τον 15ο αιώνα μ.Χ. στο χωριό Πούκχοβο στη περιοχή του Ούστγιουγκ από ευσεβείς και φιλόθεους γονείς, τον Σάββα και τη Μαρία. Από την παιδική του ηλικία διακρίθηκε για την ασκητικότητα του βίου του και την αυστηρή τήρηση της νηστείας. Την Τετάρτη και την Παρασκευή δεν έτρωγε τίποτα, παρά μόνο λίγο ψωμί και έπινε λίγο νερό.

Μετά τον θάνατο του πατέρα του, η μητέρα του Αγίου Ιωάννου εγκαταβίωσε στη μονή της Αγίας Τριάδος του Ορλέτσκ και έγινε μοναχή. Ο νεαρός Ιωάννης άρχισε την άσκηση με τη σιωπή και τη σαλότητα και διήλθε το υπόλοιπο του βίου του με αδιάλειπτη προσευχή ζώντας σε μία καλύβα του Ούστγιουγκ.

Κοιμήθηκε με ειρήνη το 1494 μ.Χ. και ενταφιάσθηκε κοντά στον καθεδρικό ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.

Άγιος Ευθύμιος ο Ιερομάρτυρας Επίσκοπος Ζήλων

Ο Άγιος Ιερομάρτυς Ευθύμιος, κατά κόσμον Ευστράτιος Αγρίτης ή Αγριτέλλης, γεννήθηκε στις 6 Ιουλίου 1876 μ.Χ. στα Παράκουλα της Λέσβου. Σε ηλικία μόλις εννέα ετών, ο Ευστράτιος εισέρχεται στην ιερά μονή Λειμώνος, όπου ο ηγούμενος, αρχιμανδρίτης Άνθιμος Γεωργιέλλης, του έδωσε το όνομα Ευθύμιος.

Το 1889 μ.Χ. γράφεται στη Λειμωνιάδα Σχολή και για ένδεκα χρόνια παρακολουθεί τα μαθήματα και τη χριστομάθεια του υποδειγματικού αυτού αρρεναγωγείου. Το 1892 μ.Χ. αποφοιτά από τη Σχολή παίρνοντας το απολυτήριο με άριστα, πράγμα που του έδωσε την ευκαιρία να εγγραφεί το 1900 μ.Χ. στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης ως υπότροφος της μονής Λειμώνος. Το 1906 μ.Χ. χειροτονείται διάκονος στη μονή Χάλκου από τον Μητροπολίτη Γρεβενών Αγαθάγγελο και την επόμενη χρονιά υποβάλλει στη Σχολή για την απόκτηση του πτυχίου του διδακτορική διατριβή με θέμα: «Σκοπός του Μοναχικού βίου στην Ανατολή μέχρι τον 9ο αιώνα μ.Χ.».

Αφού παίρνει το πτυχίο του με άριστα, επιστρέφει στη μονή Λειμώνος στη Λέσβο και διορίζεται ιεροκήρυκας από τον Μητροπολίτη Μηθύμνης Στέφανο (Σουλίδη). Από την θέση αυτή διακρίνεται για τη ρητορική του δεινότητα, το πλούσιο περιεχόμενο του λόγου του και επισκέπτεται τα χωριά και τις κωμοπόλεις της επαρχίας, ευαγγελίζοντας τον Χριστό και κηρύττοντας την αγάπη για την Πατρίδα. τον ίδιο χρόνο διορίζεται Σχολάρχης στη Σκόπελο, όπου και παραμένει ένα έτος.

Το 1910 μ.Χ. χειροτονείται πρεσβύτερος και αργότερα αναλαμβάνει πρωτοσύγκελλος της Ιεράς Μητροπόλεως Μηθύμνης. Το 1911 μ.Χ. χειροτονείται στην Κωνσταντινούπολη Επίσκοπος και αναλαμβάνει να διαποιμάνει τη Επισκοπή Ζήλων. Από την Αμισό (Σαμψούντα), όπου εγκαθίσταται, επιδίδεται σε έναν ευγενή και σπάνιο αγώνα για την μόρφωση των Ελλήνων της περιοχής, έχοντας στην ευθύνη του 340 περίπου ενορίες και 150.000 Έλληνες. Το 1913 μ.Χ. ο Επίσκοπος Ευθύμιος τοποθετείται στην επαρχία Πάφρας. σε διάρκεια δέκα ετών, σημειώνει λαμπρή πνευματική τροχιά και ηγετική πορεία, κτίζοντας στην Πάφρα και σε πολλά χωριά, σχολεία, αρρεναγωγεία και παρθεναγωγεία και εκκλησίες, φροντίζοντας για την τοποθέτηση δασκάλων και ιερέων, απαραίτητων για την εθνική και πνευματική ανάπτυξη της περιοχής.

Το 1914 μ.Χ. πολλοί Παφρηνοί, με την προτροπή του Ευθυμίου, αρνήθηκαν να καταταγούν στον Τουρκικό στρατό και βγήκαν στα βουνά ως φυγόστρατοι, όπου αρχίζουν να δημιουργούνται τα πρώτα αντάρτικα τμήματα. Φοβερή γενοκτονία ξεσπά, ιδιαίτερα στην περιοχή της Πάφρας και Σαμψούντας, μεταβάλλοντας την δράση του Επισκόπου Ευθυμίου από προσπάθεια αναπτύξεως σε προσπάθεια περισσυλογής. Το 1917 μ.Χ. αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο σε ένοπλες ομάδες ανταρτών κατευθύνοντάς τις κατά του Τουρκικού στρατού και των άλλων ενόπλων, που δρούσαν ως έμμισθοι των Τούρκων κατά των Ελλήνων.

Την περίοδο 1914 - 1916 μ.Χ. και 1918 - 1919 μ.Χ., με την υπογραφή της ανακωχής, παρότρυνε όλα τα σχολεία και τον λαό του Πόντου να παραστούν σύσσωμοι στην ετήσια τελετή της αναπαραστάσεως της αυτοκτονίας των τριάντα και πλέον νεαρών κοριτσιών του Ασάρ της Πάφρας. Η τελετή αυτή πραγματοποιείτο κατά την επέτειο της 25ης Μαρτίου, ως ανάμνηση της αυτοθυσίας των νεαρών κοριτσιών, που έπεσαν το 1860 μ.Χ. από το κάστρο του Άλυ και αυτοκτόνησαν, για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων.

Τον Απρίλιο του 1917 μ.Χ., μεγάλη δύναμη του Τουρκικού στρατού περικυκλώνει στο βουνό Νελτές τη μονή της Παναγίας, της Μάαρα, κλείνοντας 650 γυναικόπαιδα και 60 ένοπλους αντάρτες. Μετά από εξαήμερη αντίσταση, οι περισσότεροι έγκλειστοι σκοτώνονται ή αυτοκτονούν. Το 1919 μ.Χ., σε ανταπόδοση των προηγουμένων, ανήμερα της Παναγίας, ο Ευθύμιος συγκεντρώνει 12.000 αντάρτες έξω από την κωμόπολη Τσασούρ με γενικό αρχηγό τον Κυριάκο Παπαδόπουλο με αποτέλεσμα την ολοσχερή καταστροφή της πόλεως και τον αφανισμό των Τούρκων ενόπλων. Από εκείνη την ημέρα οι Τούρκοι καταζητούν τον Ευθύμιο, θεωρώντας τον επίσημο αρχηγό των ανταρτών του Δυτικού Πόντου.

Το 1921 μ.Χ., με απόφαση της Κεμαλικής κυβερνήσεως, όλοι οι Μητροπολίτες, οι Επίσκοποι και οι αρχιμανδρίτες του Πόντου όφειλαν να εγκαταλείψουν τον Πόντο και να φύγουν από τις έδρες τους. Οι μόνοι που δεν υπάκουσαν στην εντολή αυτή ήσαν ο Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος, ο Επίσκοπος Ευθύμιος και ο Αρχιμανδρίτης Αμασείας πρωτοσύγκελλος Πλάτων Αϊβαζίδης. Στις 21 Ιανουαρίου του ίδιου έτους, οι Κεμαλικοί συλλαμβάνουν τον Ευθύμιο, τον Αρχιμανδρίτη Αϊβαζίδη μαζί με προύχοντες της πόλης. Ο Άγιος Ευθύμιος οδηγείται στην Αμάσεια, όπου καταδικάζεται σε θάνατο και κλείνει στις φυλακές Σούγια της Αμασείας, που έχουν μετατραπεί σε τόπο κολάσεως από τις οδύνες και τον πόνο των βασανιστηρίων, ο Άγιος Ιερομάρτυς Ευθύμιος υποκύπτει από το βάρος των πληγών του το 1921 μ.Χ. και λαμβάνει τον αμαράντινο στέφανο του μαρτυρίου.

Το 1992 μ.Χ. ο Ευθύμιος κατατάσσεται στη χορεία των Αγίων από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος. Το 1998 μ.Χ. ανοικοδομείται παρεκκλήσιο προς τιμήν του Αγίου στη μονή Λειμώνος, στην Ιερά Μητρόπολη Μηθύμνης.

Η μνήμη του εορτάζεται, επίσης, την Κυριακή προ της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού.

Άγιος Ιωάννης ο Νάννος από τη Θεσσαλονίκη

Ο Άγιος Νεομάρτυς Ιωάννης ή Νάννος συνεπαρμένος από την μελέτη των Βίων των Αγίων και Μαρτύρων και κυριευμένος από ενθουσιασμό, που ενισχυόταν από το νεαρό της ηλικίας του, θέλησε να εισέλθει και αυτός στο χορό των Μαρτύρων. Ο μόνος τρόπος για την πραγματοποίηση της επιθυμίας του ήταν να αρνηθεί την πίστη του και κατόπιν να αποπλύνει την άρνησή του με τί αίμα του, καθιστώντας με αυτό τον ιδιότυπο τρόπο τον εαυτό του εξ αρνησιχρίστων Νεομάρτυρα.

Ο πατέρας του, που ονομαζόταν και αυτός Ιωάννης, καταγόταν από το Γυναικόκαστρο, χωριό που βρίσκεται στην κοιλάδα του Αξιού, ενώ η μητέρα του Θωμαΐδα από το χωριό Κολόβι, που βρίσκεται κοντά στον Πολύγυρο της Χαλκιδικής. Kαι οι δύο όμως ζούσαν στη Θεσσαλονίκη, όπου νυμφεύθηκαν και έφεραν στον κόσμο τα δυο τους παιδιά, τον Θεόδωρο και τον Ιωάννη, που έλαβε αυτό το όνομα, διότι γεννήθηκε την παραμονή της εορτής του Γενεθλίου του Τιμίου Προδρόμου· για να διακρίνεται όμως από τον πατέρα του, τον φώναζαν Νάννο.

Ο πατέρας του Νάννου λοιπόν ήταν υποδηματοποιός. Προς εξοικονόμηση των αναγκαίων πραγμάτων έφυγε από την Θεσσαλονίκη και εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη. Όταν αργότερα οι δύο υιοί του μεγάλωσαν, τους πήρε κοντά του και τους έμαθε την τέχνη του.

Στη Σμύρνη ο νεαρός και ευσεβής Ιωάννης περνούσε τις ημέρες του εργαζόμενος, ενώ τον ελεύθερο χρόνο του τον αφιέρωνε, με την βοήθεια του αδελφού του, γιατί ο ίδιος ήταν αγράμματος, στην μελέτη της αγίας Γραφής και βίων Αγίων και Μαρτύρων, με αποτέλεσμα να ανάψει μέσα στην καρδιά του ο πόθος του μαρτυρίου. Παρακινούμενος από αυτή του την επιθυμία προσποιήθηκε ότι θέλει να προσέλθει στο Μωαμεθανισμό, έχοντας ως απώτερο σκοπό το μαρτύριο. Έτσι, εντελώς ξαφνικά, στις 3 Μαΐου του 1802 μ.Χ., χωρίς να φανερώσει τίποτε σε κανέναν και ενώ είχε σταλεί από τον πατέρα του σε κάποια δουλειά, πήγε και παρουσιάσθηκε ενώπιον των Τούρκων και δήλωσε ότι θέλει να προσχωρήσει στη θρησκεία τους. Ο πατέρας του, ανησυχώντας για την αργοπορία του υιού του και φοβούμενος μήπως του συνέβη κάποιο κακό, άρχισε να τον αναζητά μαζί με μερικούς συγγενείς του, οπότε και πληροφορήθηκαν την εξωμοσία του. Έσπευσαν τότε όλοι μαζί να τον εύρουν, για να πληροφορηθούν τον λόγο που τον οδήγησε σ' αυτήν την πράξη και να προσπαθήσουν να τον μεταπείσουν.

Δυστυχώς όμως μάταια κόπιασαν, διότι ούτε καν μπόρεσαν να τον πλησιάσουν, αφού οι Τούρκοι που τον περιτριγύριζαν, μόλις τους είδαν, τους απομάκρυναν βίαια από κοντά του. Ο Ιωάννης, του οποίου η σκέψη από την αρχή ήταν προσηλωμένη στο μαρτύριο, θεωρώντας την άρνηση ως το μόνο μέσο για την επίτευξη του σκοπού του, προσπάθησε επανειλημμένα να γνωστοποιήσει την πρόθεσή του στους συγγενείς του, χωρίς όμως να το καταφέρει, αφού αυτοί τον απέφευγαν πλέον ως αρνησίθρησκο. Όταν τέλος, μετά από πολλές προσπάθειες, ο πατέρας του πληροφορήθηκε κάποιες δηλώσεις του και κατάλαβε ότι σκόπευε να μαρτυρήσει, του έστειλε μήνυμα πως η δύναμη του Σταυρού αρκεί για να τον ενδυναμώσει στο έργο του.

Ύστερα από αυτό το περιστατικό, στις 25 Μαΐου και ημέρα Κυριακή, ενδύθηκε με χριστιανικά ενδύματα, φόρεσε στο κεφάλι του το τούρκικο κάλυμμα και παρουσιάσθηκε και πάλι στο κριτήριο των Τούρκων, για να ομολογήσει πλέον αυτή τη φορά τη Χριστιανική του ιδιότητα και ότι το όνομά του είναι Ιωάννης και όχι Μεχμέτ. Οι Τούρκοι έμειναν έκπληκτοι από τις δηλώσεις του και προσπάθησαν να τον μεταπείσουν. του παρουσίασαν μάλιστα για να τον δελεάσουν μία πολύτιμη στολή και πολλά χρήματα, που θα γίνονταν δικά του, εάν ομολογούσε τον Μωάμεθ ως Θεό. Έφθασαν δε στο σημείο να του προτείνουν να δηλώσει ενώπιόν τους πως παραμένει Τούρκος και κατόπιν ήταν ελεύθερος να φύγει και να πάει όπου θέλει πιστεύοντας οτιδήποτε ήθελε. Γι' αυτούς αρκούσε μόνο να εξέλθει από το δικαστήριο ως Μεχμέτης και όχι ως Ιωάννης. Παρ' όλες όμως τις ελκυστικές προτάσεις που του έκαναν, δεν κατάφεραν να κλονίσουν το γενναίο του φρόνημα και να τον παρασύρουν στη γνώμη τους.

Κάποιος Τούρκος αγάς, βλέποντας την υπομονή του Ιωάννου, πρότεινε κάποια λύση, σύμφωνα με την οποία ο Ιωάννης θα παρέμενε Τούρκος είτε το ήθελε, είτε όχι· πρότεινε λοιπόν να τον στείλουν στο Αλγέρι μ' ένα πλοίο, το πλήρωμα του οποίου αποτελείτο μόνο από Τούρκους. Ο Ιωάννης, ακούγοντας αυτήν την εκδοχή και φοβούμενος μήπως ματαιωθεί κατ' αυτό τον τρόπο το μαρτύριο που τόσο επιθυμούσε, προφασίσθηκε ότι επιθυμεί να του δοθούν δύο ημέρες διορία, για να σκεφθεί τις προτάσεις τους. Οι Τούρκοι, πιστεύοντας πως τελικά θα υποχωρούσε ο Ιωάννης, του παραχώρησαν την διορία που τους ζήτησε για να αποφασίσει, χωρίς όμως να σκεφθούν ότι έτσι θα έχαναν και την ευκαιρία να τον στείλουν με το πλοίο στο Αλγέρι.

Μετά το τέλος της δεύτερης ημέρας τον κάλεσαν να παρουσιασθεί στη συνέλευσή τους, για να δώσει την τελική απάντηση. Ο Ιωάννης, ο οποίος είχε βεβαιωθεί νωρίτερα για την αναχώρηση του πλοίου, δήλωσε πως όχι μόνο δεν είχε μετανιώσει, αλλά επιθυμούσε τώρα ακόμα περισσότερο το μαρτύριο. μη έχοντας πλέον άλλη εκλογή οι Τούρκοι, αποφάσισαν να τον θανατώσουν. Πριν όμως από αυτό θέλησαν να επιχειρήσουν άλλη μία φορά να τον μεταπείσουν. Γι' αυτό κάλεσαν τον πατέρα του, ο οποίος, επειδή φοβόταν, αρνήθηκε να παρουσιασθεί, λέγοντας πως δεν είχε πλέον καμία σχέση μαζί του.

Έτσι, στις 29 Μαΐου του 1802 μ.Χ. και ημέρα Πέμπτη, ο Ιωάννης οδηγήθηκε στο Σοάν Παζάρι, τόπο των θανατικών εκτελέσεων. Πλήθος λαού είχε συγκεντρωθεί, για να παρακολουθήσει το μαρτύριό του, όχι μόνο Χριστιανοί αλλά και πολλοί Τούρκοι, Φράγκοι και Αρμένιοι, που έμειναν έκπληκτοι από τη γενναιότητα και το θάρρος του Μάρτυρος.

Μετά τον αποκεφαλισμό του πολλοί Χριστιανοί προσπάθησαν να εξαγοράσουν κάτι δικό του, για να το έχουν ως φυλακτό. Κατ' αυτό τον τρόπο οι Τούρκοι συγκέντρωσαν πάνω από 3.000 γρόσια· έφθασαν μάλιστα στο σημείο να θέλουν να ακρωτηριάσουν τον Μάρτυρα, για να κερδίσουν περισσότερα. Τότε κάποιος ευλαβής Χριστιανός από την Μόσχα, ονομαζόμενος Παναγιώτης Παναγιωτόπουλος, για να αποφευχθεί η κατατεμάχιση του τιμίου λειψάνου του Νεομάρτυρος, επιχείρησε να το εξαγοράσει, πράγμα που κατόρθωσε δωροδοκώντας τον κριτή, που ήταν φίλος του, και τον έπαρχο, και έτσι του επέτρεψαν να παραλάβει το ιερό λείψανο και να το ενταφιάσει.

Μαρτύριο του Αγίου αυτού, συνέγραψε ο Ιερομόναχος Νικηφόρος ο Χίος.

Οσία Υπομονή

Η Αγία Υπομονή, κατά κόσμον Ελένη Δραγάση, και αργότερα, ως σύζυγος του Μανουήλ Β' Παλαιολόγου, «Ελένη η εν Χριστώ τω Θεώ αυγούστα και αυτοκρατόρισσα των Ρωμαίων η Παλαιολογίνα», ήταν θυγατέρα του Κωνσταντίνου Δραγάση, ενός από τους πολλούς ηγεμόνες - κληρονόμους του μεγάλου Σέρβου κράλη (βασιλιά) Στεφάνου Δουσάν. Καταγόταν από βασιλική και ευλογημένη γενιά. Στους προγόνους της συγκαταλέγονται άνθρωποι που αγίασαν όπως ο Στέφανος Νεμάνια, σέρβος βασιλέας που μόνασε με το όνομα Συμεών και ήταν κτίτορας της Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου του Αγίου Όρους . Ο Κωνσταντίνος Δραγάσης ανέλαβε την ηγεμονία του σημερινού βουλγαρικού τμήματος της βόρειο - ανατολικής Μακεδονίας, στην περιοχή μεταξύ των ποταμών Αξιού και Στρυμώνος.

Η γέννησή της τοποθετείται στα αμέσως μετά τον θάνατο το Δουσάν χρόνια. Η ανατροφή, η μόρφωση, η αγωγή της, ήταν διαποτισμένα με ό,τι ανώτερο υπαγόρευε το βυζαντινό ιδεώδες, διότι οι Σέρβοι είχαν επηρεαστεί πολύ από τον βυζαντινό πολιτισμό. Ένοιωθε τον εαυτό της περισσότερο ταυτισμένο με τον πολιτισμό και κυρίως με την εθνική συνείδηση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Συναισθηματικά και ουσιαστικά έρεπε μάλλον προς το Βυζάντιο, του οποίου επέπρωτο να γίνει Αυγούστα και Αυτοκρατόρισσα, περά προς την γενέθλιο σερβική πατρίδα.

Κοντά σ' αυτά και πάνω απ' αυτά, γαλουχήθηκε με την πατροπαράδοτη στην οικογένειά της, ακράδαντη ορθόδοξη πίστη στο Θεό. Αυτή η πίστη είναι που θα την οδηγεί, θα την φωτίζει, και θα την εμπνέει στην πολυτάραχη γεμάτη θλίψεις και δοκιμασίες ζωή της.

Υπολογίζεται να ήταν 19 περίπου χρονών όταν παντρεύτηκε τον Μανουήλ Β' Παλαιολόγο (τέλη του 1390 μ.Χ.), λίγους μήνες πριν γίνει Αυτοκράτορας.

Η καινούργια ζωή της Ελένης - αγίας Υπομονής, από την αρχή της έδειξε ότι θα ήταν Γολγοθάς. Πολλές ήταν οι φορές που χρειάστηκε να πιει το ποτήρι της προσβολής και του εξευτελισμού στο πλευρό του συζύγου της όχι μόνο από τους αλλόθρησκους, αλλά και από τα κατ' όνομα χριστιανικά κράτη της Δύσεως, στην απεγνωσμένη προσπάθειά του να βρει τρόπους σωτηρίας της ετοιμοθάνατης Αυτοκρατορίας.

Η Ελένη - αγία Υπομονή απεδείχθη εξαιρετικός άνθρωπος που συγκέντρωνε πολλές και μεγάλες αρετές, και ψυχική δύναμη. Έδειξε ότι είχε απόλυτη συναίσθηση τόσο της θέσης της και των περιστάσεων, όσο και του ρόλου που αυτές της υπαγόρευαν, σε όλα τα επίπεδα.

Αγαπούσε το λαό. Ήταν η μεγάλη μάνα που ο καθένας μπορούσε να προστρέξει. Συμμεριζόταν τις αγωνίες του και ανησυχίες του ενώπιον των φοβερών εθνικών κινδύνων και προσπαθούσε πάντοτε με την προσευχή, με την πραότητά της και με γλυκά και παρηγορητικά της λόγια να τον ενισχύσει. Είναι πολύ χαρακτηριστικά και εύγλωττα μέσα στην λακωνικότητά της τα όσα γράφει για την Αυτοκρατόρισσα, ο σύγχρονός της φημισμένος φιλόσοφος Γεώργιος Γεμιστός - Πλήθων: «Η Βασιλίς αύτη με πολλήν ταπείνωσιν και καρτερικότητα εφαίνετο να αντιμετωπίζει και τας δύο μορφάς της ζωής. Ούτε κατά τους καιρούς των δοκιμασιών απεγοητεύετο, ούτε όταν ευτυχούσε επανεπαύετο, αλλά εις κάθε περίπτωσιν έκανε το πρέπον. Συνεδύαζε την σύνεσιν με την γενναιότητα, περισσότερον από κάθε άλλην γυναίκα. Διεκρίνετο δια την σωφροσύνην της. Την δε δικαιοσύνην την είχε εις τελειότατον βαθμόν. Δεν εμάθαμε να κάμνει κακόν εις ουδένα, ούτε μεταξύ των ανδρών, ούτε μεταξύ των γυναικών. Αντιθέτως εγνωρίσαμε να κάμνει πολλά καλά και εις πολλούς. Με ποίον άλλον τρόπον δύναται να φανεί εμπράκτως η δικαιοσύνη, εκτός από το γεγονός του να μη κάμνει κανείς ποτέ θεληματικά και σε κανέναν κακό, αλλά μόνον το αγαθόν σε πολλούς;»

Στάθηκε αντάξια του φιλόσοφου και φιλόχριστου συζύγου της Μανουήλ. Στάθηκε άξια δίπλα του για 35 χρόνια, «συνευδοκόντας», σύμφωνα με σύγχρονή τους μαρτυρία, δηλ. όλα γινόντουσαν με συμφωνία, ομόνοια, συναπόφαση, εν πνεύματι Χριστού και αγωνιστική αγιότητα. Κατόρθωναν να τιμούν την αρετή με λόγια και έργα. «Λόγω μεν διδάσκοντας το πρακτέον, έργω δε γενόμενοι πρότυπα και εικόνες εφηρμοσμένης αγάπης».

Στο ευλογημένο ζευγάρι ο Θεός χάρισε οκτώ παιδιά. Έξι αγόρια από τα οποία τα δύο ανέβηκαν στον αυτοκρατορικό θρόνο, ο Ιωάννης Η' (1425 - 1448 μ.Χ.) και ο Κωνσταντίνος ΙΑ', ο τελευταίος θρυλικός αυτοκράτορας (1448 - 29 Μαΐου 1453 μ.Χ.- μαύρη ήμερα αλώσεως της Βασιλεύουσας). Ο Θεόδωρος, ο Δημήτριος και ο Θωμάς διετέλεσαν δεσπότες του Μυστρά, και ο Ανδρόνικος της Θεσσαλονίκης. Και δύο κορίτσια, τα οποία όμως πέθαναν σε μικρή ηλικία. Η πολύτεκνη και φιλότεκνη μητέρα γαλούχησε τα παιδιά της με τα νάματα της πίστεως και τη γλυκύτατη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας, τα οδηγούσε σε ιερά προσκυνήματα και σεβάσμια Μοναστήρια της Βασιλεύουσας, και επιζητούσε υπέρ αυτών τις ευχές των αγίων ασκητών και Γερόντων. Τα ανέθρεψε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου», και ποτέ δεν «έπαυσε μετά δακρύων προσευχής και αγάπης να νουθετή ένα έκαστον».Με υπομονή και επιμονή, με προσοχή και προσευχή σμίλεψε τους χαρακτήρες τους, τους έδωσε μαζί με το «ζην»και το «εύ ζην». Έτσι, κατάφερε, μεταξύ άλλων, να θέσει τέρμα στις επί 90 περίπου χρόνια συγκρούσεις μεταξύ των μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας για την εξουσία που είχαν εξαντλήσει την αυτοκρατορία. Οι όποιες διαφορές απόψεων η διενέξεις παρουσιάζονταν (μετά το θάνατο του Μανουήλ), ξεπερνιόνταν ήσυχα με το κύρος της μητρικής της παρέμβασης και της προσευχής της.

Ιδιαίτερη ήταν η αγάπη της για τα Μοναστήρια. Εκεί αναπαυόταν, ξεκουραζόταν η ψυχή της, αντλούσε δύναμη και κουράγιο για τη συνέχεια. Αυτό, το ενέπνευσε σε όλη την οικογένειά της. Ο σύζυγός της αφού παρέδωσε τον θρόνο στον πρωτότοκο Ιωάννη, δύο μήνες πριν τον θάνατό του (29 Μαρτίου 1425 μ.Χ.), απεσύρθη στη Μονή του Παντοκράτορος στην Κωνσταντινούπολη, όπου εκάρη μοναχός με το όνομα Ματθαίος. Η ίδια, μετά το θάνατο του συζύγου της έγινε μοναχή (1425 μ.Χ.) στη Μονή της κυράς Μάρθας, με το όνομα Υπομονή. Και τρία από τα παιδιά τους επίσης έγιναν μοναχοί, ο Θεόδωρος και ο Ανδρόνικος (μ. Ακάκιος) στη Μονή του Παντοκράτορος, και ο Δημήτριος (μ. Δαυίδ) στο Διδυμότειχο. Επίσης, η πενθερά της και η κουνιάδα της ετελείωσαν την ζωή τους ως Μοναχές. Το ίδιο και η εγγονή της, κόρη του γιου της Θωμά, Ελένη, που έγινε Μοναχή με το όνομα Υπομονή στη Λευκάδα.

Ακόμα, εν όσω βρισκόταν στην πατρίδα της, μαζί με τον πατέρα της έκτισαν την Ι.Μ. Παναγίας Παμμακαρίστου στο Πογάνοβο της πόλης Δημήτροβγκραντ της Ν.Α. Σερβίας. Στην Κωνσταντινούπολη είχε συνδεθεί με την Ι. Μ. του Τιμίου Προδρόμου της Πέτρας, όπου φυλαγόταν το ιερό λείψανο του οσίου Παταπίου του θαυματουργού (βλέπε 8 Δεκεμβρίου), στον οποίο η αγία Υπομονή έτρεφε ιδιαίτερη ευλάβεια. Η Μονή είχε ιδρυθεί από τον συνασκητή του οσίου Παταπίου στην Αίγυπτο, όσιο Βάρα, έξω από την πύλη του Ρωμανού πριν από το 450 μ.Χ. Με την συμβολή της αγίας ιδρύθηκε στη Μονή γυναικείο γηροκομείο με την επωνυμία «Η ελπίς των απηλπισμένων». Η ευλάβειά της προς τον όσιο Πατάπιο φαίνεται από το γεγονός ότι ο αγιογράφος του σπηλαίου του οσίου Παταπίου στα Γεράνεια όρη της Κορινθίας θεώρησε απαραίτητο να ιστορήσει την αγία Υπομονή δίπλα από το σκήνωμα του οσίου.

Άνθρωπος φωτεινός και φωτισμένος η αγία Υπομονή, προικισμένη με πολλά τάλαντα, που τα «εμπορεύθηκε» με σύνεση και σωφροσύνη και τα πολλαπλασίασε, κατάφερε με την αρετή, την άσκηση και την καρτερία της να φθάσει σε δυσανάβατα μέτρα αρετής. Μια σημαντική φυσιογνωμία εκείνης της εποχής ο Γεννάδιος Σχολάριος, ο πρώτος Οικουμενικός Πατριάρχης μετά την άλωση, στον Παραμυθητικό του Λόγο προς τον Βασιλέα Κωνσταντίνο ΙΑ', «Επί τη κοιμήσει της μητρός Αυτού αγίας Υπομονής», αναφέρει χαρακτηριστικά τα εξής:

«Την μακαρίαν εκείνην Βασίλισσαν όταν την επεσκέπτετο κάποιος σοφός, έφευγεν κατάπληκτος από την ιδικήν της σοφίαν. Όταν την συναντούσε κάποιος ασκητής, αποχωρούσε, μετά την συνάντηση, ντροπιασμένος δια την πτωχείαν της ιδικής του αρετής, συγκρινομένης προς την αρετήν εκείνης. Όταν την συναντούσε κάποιος συνετός, προσέθετεν εις την ιδικήν του περισσοτέραν σύνεσιν. Όταν την συναντούσε κάποιος νομοθέτης, εγινόταν προσεκτικώτερος. Όταν συνομιλούσε μαζί της κάποιος δικαστής, διεπίστωνε ότι έχει ενώπιόν του έμπρακτον Κανόνα Δικαίου. Όταν κάποιος θαρραλέος (τη συναντούσε), ένοιωθε νικημένος, αισθανόμενος έκπληξιν από την υπομονήν, την σύνεσιν και την ισχυρότητα του χαρακτήρος της. Όταν την επλησίαζε κάποιος φιλάνθρωπος, αποκτούσε εντονώτερο το αίσθημα της φιλανθρωπίας. Όταν την συναντούσε κάποιος φίλος των διασκεδάσεων, αποκτούσε σύνεσιν, και, γνωρίζοντας την ταπείνωσιν εις το πρόσωπόν της, μετανοούσε. Όταν την εγνώριζε κάποιος ζηλωτής της ευσεβείας, αποκτούσε μεγαλύτερον ζήλον. Κάθε πονεμένος με τη συνάντηση μαζί της, καταλάγιαζε τον πόνο του. Κάθε αλαζόνας αυτοτιμωρούσε την υπερβολικήν του φιλαυτίαν. Και γενικά κανένας δεν υπήρξε, που να ήλθεν εις επικοινωνίαν μαζί της και να μην έγινε καλύτερος».

Ο Θεός ευδόκησε να μην ζήσει τις τελευταίες τραγικές στιγμές της Αυτοκρατορίας. Την κάλεσε κοντά Του στις 13 Μαρτίου 1450 μ.Χ., έχοντας διανύσει 35 χρόνια ως Αυτοκρατόρισσα και 25 ως ταπεινή μοναχή. Ο σύγχρονός της διάκονος Ιωάννης Ευγενικός, αδελφός του Μάρκου του Ευγενικού Αρχιεπισκόπου Εφέσου, στον Παραμυθητικό του Λόγο προς τον Κωνσταντίνον Παλαιολόγον επί τη κοιμήσει της Μητρός του αγίας Υπομονής συνοψίζει:

«Ως προς δε την αοίδιμον, εκείνην Δέσποινα Μητέρα σου, τα πάντα εν όσω ζούσε, ήσαν εξαίρετα, η πίστις, τα έργα, το γένος, ο τρόπος, ο βίος, ο λόγος και όλα μαζί ήσαν σεμνά και επάξια της θείας τιμής και, όπως έζησε μέτοχος της θείας Προνοίας, έτσι και ετελεύτησεν».

Η «Αγία Δέσποινα»,όπως την ονομάζει ο Γεώργιος Φραντζής, συνέδεσε την έννοια του μοναχικού της ονόματος (Υπομονή) με τον τρόπον αντιμετωπίσεως και των ευτυχών στιγμών και των απείρων δυσκολιών της όλης ζωής της. Υπομονή κατά βίον, πράξιν και μοναχικό όνομα. «Τη υπομονή αυτής εκτήσατο την ψυχήν αυτής».

Σύγχρονο θαύμα της Αγίας

Είναι αρκετές οι εμφανίσεις της αγίας Υπομονής τα τελευταία χρόνια σε ευσεβείς και μη χριστιανούς. Επιλεκτικά καταχωρούμε ένα συμβάν που περιγράφει την θαυμαστή εμφάνισί της και θεραπεία κάποιου ασθενή.

«Η αγία Υπομονή εμφανίσθηκε ως μοναχή σε κάτοικο των Αθηνών που εργαζόταν σε ταξί. Το σταμάτησε και ζήτησε να κατευθυνθεί προς το Λουτράκι. Ο ταξιτζής είχε καρκίνο του δέρματος στα χέρια του και βρισκόταν σε μεγάλη απελπισία.

Καθ' οδόν η μοναχή που φορούσε ένα κουκούλι με κόκκινο σταυρό τον ρώτησε: «Γιατί είσαι μελαγχολικός;» και εκείνος δεν δίστασε να ομολογήσει όλη την αλήθεια. Μετά τον ρώτησε αν θέλει να τον σταυρώσει για να γίνει καλά και εκείνος δέχθηκε. Σε λίγο όμως τον έπιασε υπνηλία και παρεκάλεσε την μοναχή να σταθούνε λίγο για να μην σκοτωθούνε. Είχαν φθάσει κοντά στα διόδια και εύκολα θα έβρισκαν άλλο ταξί αν εκείνη βιαζόταν. Κάθισε στην άκρη του δρόμου και τον πήρε ο ύπνος. Όταν ξύπνησε διαπίστωσε ότι τα χέρια του είχαν γίνει καλά, αλλά η μοναχή είχε εξαφανιστεί. Ρώτησε τους ανθρώπους των διοδίων μήπως είδανε καμιά μοναχή εκεί κοντά, αλλά κανείς δεν την είχε δει. Τότε συγκλονισμένος γύρισε στο ταξί του και κατάλαβε ότι κάποια αγία ήταν κι' έγινε άφαντη. Κατευθύνθηκε μετά στον γιατρό του και του διηγήθηκε το περιστατικό. Την στιγμή εκείνη έπεσε το μάτι του σε μια εικόνα που ήταν κρεμασμένη στον τοίχο του ιατρείου. Πετάχτηκε απ' το κάθισμά του και φώναξε: «Αυτή ήταν».

Σημειωτέον ότι η εικόνα ήταν της αγίας Υπομονής. Έτσι έμαθε ποια ήταν εκείνη που τον θεράπευσε και τον γλύτωσε και απ' την απελπισία. Το κουκούλι με τον κόκκινο σταυρό έδειχνε την καταγωγή πριν γίνει αυτοκρατόρισσα του Βυζαντίου και με αυτό το μοναχικό σχήμα τελείωσε και την επίγεια ζωή της. Εκ των υστέρων γίνηκε γνωστό ότι η ημέρα που γίνηκε το θαύμα ήταν 13 Μαρτίου, ημέρα που η αγία γιορτάζει».

Εικόνα της ευρίσκεται στην Ιερά Μονή οσίου Παταπίου στο Λουτράκι Κορινθίας και η Εκκλησία τιμά την μνήμη της Οσίας Υπομονής, επίσης, στις 13 Μαρτίου.


Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον.
Την κλεινήν βασιλίδα έγκωμιάοωμεν, Υπομονήν την οσίαν, περιστεράν ευλαβή εκ του κόσμου πετασθείσαν της συγχύσεως προς τας σκηνάς του ουρανού εν αγάπη ακλινεί, ασκήσει και ταπεινώσει βοώντες' Μήτερ, λιταίς σου θραϋσον ημών της αμαρτίας δεσμούς.

Κοντάκιον
Ήχος πλ. δ'. Τη Υπερμάχω.
Υπομονής θεοστηρίκτου την ομώνυμον και βασιλίδων θεοσόφων την υπέρτιμον, την εκλάμψασαν ως άστρον εν Βυζαντίω και χορούς μοναζουσών καταπυρσεύσασαν, ταπεινώσεως βολαίς ανευφημήσωμεν, πόθω κράζοντες. Χαίροις, Μήτερ πανεύφημε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις εκμαγείον υπομονής, στήλη σωφροσύνης, αδιάσειστον αρετών, τείχος και ταμείον, Υπομονή, αγάπης, ενθέων βασιλίδων κέρας περίδοξον.

Άγιος Αλέξανδρος Πατριάρχης Αλεξανδρείας

Είναι άγνωστος ο τόπος καταγωγής του Αγίου Αλεξάνδρου. Έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Μεγάλου (306 - 337 μ.Χ.). Διαδέχθηκε τον Αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας Αχιλλά και υπήρξε πνευματικός πατέρας του Μεγάλου Αθανασίου, του και διαδόχου αυτού στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Αλεξανδρινής Εκκλησίας. Στον αρχιεπισκοπικό θρόνο ανήλθε το 313 μ.Χ. και διακρινόταν για τη βαθιά θεολογική μόρφωση, την πραότητα του χαρακτήρος και τις λοιπές αρετές του. Όταν το 319 μ.Χ. ο Άρειος δίδαξε για πρώτη φορά την αίρεσή του, ο Άγιος Αλέξανδρος προσπάθησε πατρικά να τον πείσει να μην διαδίδει τις πλανεμένες του δοξασίες, πλην όμως ο Άρειος, συνεπικουρούμενος και από άλλους ομόφρονές του, εξακολουθούσε να υποστηρίζει αυτές με τα δαιμονικά σοφίσματά του. Κατόπιν τούτου, αφού κλήθηκε δύο φορές σε απολογία ενώπιον του κλήρου της Αλεξανδρείας και δεν συμμορφώθηκε, αποκόπηκε από το σώμα της Εκκλησίας και αποκηρύχθηκε ως ασεβής και βλάσφημος.

Παρακάθισε ο Άγιος Αλέξανδρος, παρά το γήρας του, στην Α' Οικουμενική Σύνοδο, που συνήλθε στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ.Χ., κατακεραύνωσε τον Άρειο διά των λόγων του, υπέγραψε με τους άλλους Πατέρες την καταδίκη αυτού.

Αφού επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια, εξακολούθησε να αγωνίζεται για τη στερέωση της Ορθοδόξου πίστεως μέχρι της κοιμήσεώς του το 326 μ.Χ., κατόπιν γονίμου και θεοφιλούς ποιμαντορίας δεκατριών ετών και αφού επέβαλε ως διάδοχό του τον μαθητή και συμμαχητή του, Μέγα Αθανάσιο (τιμάται 18 Ιανουαρίου).

Αγία Θεοδοσία η Οσιομάρτυς η Κωνσταντινουπολίτισσα

Η Αγία Οσιομάρτυς Θεοδοσία καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη και γεννήθηκε από γονείς πλουσίους και ευσεβείς στα χρόνια του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Αδραμυττηνού. Σε ηλικία επτά ετών, αφού έμεινε ορφανή από πατέρα, εισήλθε σε μοναστήρι, όπου μετά από λίγο εκάρη μοναχή. Μετά το θάνατο και της μητέρας της, αφού πούλησε και διαμοίρασε στους φτωχούς τα υπάρχοντά της και απαλλάχτηκε έτσι από τις γήινες φροντίδες, επιδόθηκε με μεγαλύτερο ζήλο στην απόκτηση της τελειότητας και των μοναχικών αρετών, ασκούμενη στη μονή που βρισκόταν κοντά στο «Σκοτεινόν φρέαρ» και ονομαζόταν «Άσπαρον στέρνην».

Όταν ανήλθε στο θρόνο ο Λέων ο Ίσαυρος (717 - 741 μ.Χ.), εξαπολύθηκε άγριος διωγμός εναντίον των εικονόφιλων και των ιερών εικόνων, ο δε πατριάρχης Γερμανός, στερεός προμαχώνας της Ορθοδοξίας, εκδιώχθηκε και αντικαταστάθηκε από τον εικονομάχο Αναστάσιο. Κατά την έναρξη του διωγμού διατάχθηκε η καθαίρεση και καταστροφή της εικόνας του Χριστού, η οποία βρισκόταν επί τής Χαλκής Πύλης.

Τότε η Θεοδοσία, επικεφαλής καλογραιών και άλλων γυναικών, όρμησαν και κατέρριψαν από την κινητή σκάλα το σπαθάριο που ανέβηκε, για να καταστρέψει την εικόνα, και με πέτρες και ξύλα επιτέθηκαν κατά τού Πατριαρχείου. Μπροστά σε αυτή την κατάσταση ο Πατριάρχης Αναστάσιος αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει το Πατριαρχείο. Η στρατιωτική δύναμη που επενέβη, άλλες μεν από τις γυναίκες φόνευσε, άλλες δε, μεταξύ των οποίων και την Θεοδοσία, συνέλαβε. Και από τις συλληφθείσες άλλες ελευθέρωσαν, άλλες έκλεισαν στις φυλακές ή εξαπέστειλαν στην εξορία. Την δε Θεοδοσία, αφού την κακοποίησαν, την οδήγησαν στην τοποθεσία του Βοός και την κατέσφαξαν, αφού διαπέρασαν το λαιμό της με κέρατο κριού (730 μ.Χ.). Το τίμιο λείψανό της περισυνελλέγει και ενταφιάσθηκε στη μονή Δεξιοκράτους, πολλά δε θαύματα επιτελούσε στους πιστούς, που προσέρχονταν με πίστη και ευλάβεια.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Αγία Θεοδοσία η Παρθένος

Η Αγία Θεοδοσία καταγόταν από την Τύρο της Φοινίκης και δεν είχε μόνο παρθενικό σώμα, αλλά και παρθενική ψυχή. Από ηλικία 18 χρονών, έλαμπε για το ζήλο και τη θερμή της πίστη, ανάμεσα στις νεαρές ειδωλολάτρισσες γυναίκες. Αυτό καταγγέλθηκε στον άρχοντα Ουρβανό, που με κάθε δελεαστικό τρόπο προσπάθησε να την πείσει να αρνηθεί το Χριστό. Όμως η παρθένος Θεοδοσία έμεινε αμετακίνητη στο Ιερό της πιστεύω. Ο Ουρβανός, βλέποντας την αδάμαστη επιμονή της, εξοργίστηκε και με θηριώδη τρόπο έσπασε τα κόκκαλά της και πριόνισε τις σάρκες της. Έπειτα, την πλησίασε και της πρότεινε να αλλαξοπιστήσει, έστω και την τελευταία στιγμή, και αυτός θα θεράπευε αμέσως τις πληγές της. Η Θεοδοσία μισοπεθαμένη απάντησε: «Είμαι χριστιανή». Τότε ο τύραννος διέταξε και την έριξαν στη θάλασσα, οπού και παρέδωσε το πνεύμα της.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς δόσιν θεόσδοτον, τὴν παρθενίαν τὴν σήν, ἀγῶσιν ἀθλήσεως, Θεοδοσία σεμνή, τῷ Λόγῳ προσήγαγες· ὅθεν πρὸς ἀθανάτους, μεταστᾶσα νυμφῶνας, πρέσβευε Ἀθληφόρε, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων, ῥυσθῆναι ἐκ πολυτρόπων, ἡμᾶς συμπτώσεων.

Κοντάκιον
Ἦχος ὁ αὐτὸς. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς παρθένος ἄμωμος καὶ ἀθληφόρος, νοερῶς νενύμφευσαι, τῷ Βασιλεῖ τῶν οὐρανῶν, Θεοδοσία πανεύφημε· ὃν ἐκδυσώπει, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον
Δόσει λαμπρυνθεῖσα παρθενικῇ, δόσιν εὐσεβείας, διαυγάζεις ἀθλητικῶς, ὦ Θεοδοσία, Χριστοῦ Παρθενομάρτυς· διὸ κἀμοὶ μετάδος, ἐκ τῶν σῶν δόσεων.


Δευτέρα 28 Μαΐου 2018

"ΤΟ ΠΑΝΑΓΙΟΝ ΠΝΕΥΜΑ"

Μη ρωτάς. Αυτά κάνει το Άγιο Πνεύμα!

Πνευματικό τέκνο του Γέροντα διηγείται: «Μια μέρα πήγα πρωί στην «Παναγούδα». Μόλις είχε φωτίσει. Χτύπησα το σιδεράκι και μου άνοιξε ο Γέροντας χαμογελώντας. Με ρώτησε:

– Τι λες εσύ, παπα-… όταν ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος επισκέφτηκε τον Μέγα Βασίλειο ,χρειάσθηκαν διερμηνέα;



-Νομίζω όχι, Γέροντα, του είπα.

»Πέρασα στο Αρχονταρίκι και βρήκα έναν αλλοδαπό επισκέπτη. Μέχρι να ετοιμάσει ο Γέροντας το κέρασμα, με τα λίγα Αγγλικά που ήξερα πιάσαμε την συζήτηση και μου είπε ότι χθες βράδυ ήρθε αργά. Καθυστέρησε, γιατί έχασε τον δρόμο, πέρασε η ώρα και ο Γέροντας τον φιλοξένησε. Στην αρχή δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν. Ο Γέροντας τον άφησε για δέκα λεπτά (φαίνεται έκανε προσευχή) και μετά συνεννοούνταν χωρίς καμιά δυσκολία. Ο Γέροντας μιλούσε Ελληνικά, ο αλλοδαπός Αγγλικά, αλλά καταλάβαινε ο ένας τον άλλο.

Το Άγιο Πνεύμα στη ζωή μας.

Την Πεντηκοστή εορτάζουμε  τήν ήμέρα εκείνη, κατά τήν όποια τό Πανάγιο Πνεύμα κατήλθε στό ύπερώο όπου ήταν συγκεντρωμένοι οί μαθητές τοϋ Κυρίου «καί έπλήσθησαν απαντες Πνεύματος Άγιου». Όλοι τους τότε πλημμύρισαν έσωτερικά μέ τό Άγιο Πνεύμα. Άπό τότε τό Άγιο Πνεύμα φανερώνεται καί ένεργεΐ μέ ένα μοναδικό τρόπο μέσα στήν Εκκλησία, καθώς είναι γιά τήν ’Εκκλησία ό,τι είναι ή ψυχή γιά τό σώμα.

Δέν είναι εύκολο νά μιλήσει κανείς γιά τό Άγιο Πνεύμα. Διότι είναι ό ’ίδιος ό Θεός· τό τρίτο πρόσωπο τής Άγιας Τριάδος. Προκειμένου όμως νά έμβαθύνουμε κάπως στό μέγα αύτό μυστήριο, θά ύπογραμμίσουμε τρεις φράσεις άπό τή γνωστή προσευχή πρός τό Άγιο Πνεύμα «Βασιλεύ ούράνιε...», οί όποιες φανερώνουν πώς ένεργεΐ τό Άγιο Πνεύμα στή ζωή μας.

1. Τό Πνεύμα, της αληθείας.

Ή πρώτη είναι ή φράση «Πνεύμα τής άληθείας». Τό ονόμασε έτσι ό ίδιος ό Κύριος άπευθυνόμενος πρός τούς μαθητές του: «Όταν έλθη έκεΐνος, τό Πνεύμα τής άληθείας, οδηγήσει ύμάς εις πάσαν τήν αλήθειαν» (Ιω. ις’ 13)· δηλαδή, όταν έλθει τό Πνεύμα τής άληθείας, θά σάς οδηγήσει σέ όλη τή σωτηριώδη άλήθεια.

Είναι φανερό ότι ό Κύριος ονόμασε τό 'Άγιο Πνεύμα «Πνεύμα τής άληθείας», διότι ’Εκείνο μάς οδηγεί στήν άλήθεια. Πράγματι μόνο μέ τό φωτισμό τού Αγίου Πνεύματος μπορούμε νά κατανοήσουμε τήν πίστη μας καί τις μεγάλες άλήθειες της. Τό Άγιο Πνεύμα μάς διδάσκει πώς νά προσευχόμαστε στό Θεό, μάς άνοίγει τόν νοϋ γιά τήν κατανόηση των θείων Γραφών, μάς φωτίζει νά διακρίνουμε ποιό είναι τό θέλημα τού Θεού στή ζωή μας.

"Εχουμε άνάγκη λοιπόν άπό τόν φωτισμό τού Αγίου Πνεύματος γιά νά μήν αστοχούμε άλλά νά βαδίζουμε σταθερά στό δρόμο τής άλήθειας.

2. Ό άγαθός Παρακλητος

Ή δεύτερη φράση είναι μία μόνο λέξη: ή λέξη «Παράκλητος», πού σημαίνει παρηγορητής κι ένισχυτής. Πράγματι τό'Άγιο Πνεύμα είναι αύτό πού μάς ένισχύει στον πνευματικό μας άγώνα. Αύτό άνάβει στήν καρδιά μας τή φλόγα τής πίστεως, μάς άνορθώνει ύστερα άπό κάποια πτώση στήν άμαρτία, μάς στηρίζει στήν άπόφαση μετάνοιας, καλλιεργεί μέσα μας τή διάθεση γιά τόν άγώνα τής άρετής. Αύτό έπίσης μάς παρηγορεΐ σέ κάποια δύσκολη ώρα καί στηρίζει τήν τσακισμένη ψυχή μας ύστερα άπό κάποια δοκιμασία, άσθένεια ή πένθος. Όπως σημειώνει ό άπόστολος Παύλος, «τό Πνεύμα συναντιλαμβάνεται ταΐς άσθενείαις ήμών», δηλαδή μάς βοηθά καί μάς στηρίζει στις φυσικές καί ήθικές άδυναμίες μας (Ρωμ. η' 26). Κι όταν ακόμη έχουμε ισχυρή θέληση, άγωνιστική διάθεση, σταθερότητα, χαρά, ειρήνη ψυχής, όλα αύτά τί άλλο είναι παρά δώρα τού Άγιου Πνεύματος; Όλα είναι δικά του, διότι «πάντα χορηγεί τό Πνεύμα τό Άγιον»!

3. Ό χορηγός της ζωής

Υπάρχει όμως κι ένα τρίτο άξιοπρόσεκτο σημείο: Τό Άγιο Πνεύμα ονομάζεται «ζωής χορηγός», πού σημαίνει ότι αύτό άποτελεΐ τήν πηγή τής ζωής. Μάς τό άποκάλυψε ό ίδιος ό Κύριος: «Τό πνεύμά έστι τό ζωοποιούν» (Ιω. ς' 63). Αύτό άποτελεΐ τήν ζωογόνο δύναμη μέσα στήν κτίση. Πράγματι, οί άγγελοι καί οί άνθρωποι, τά ζώα καί τά φυτά καί όλα, όσα ύπάρχουν στόν ούρανό καί στή θάλασσα, στή γή καί κάτω άπό τή γή, όλα λαμβάνουν ζωή άπό τό Άγιο Πνεύμα.

Τό σπουδαιότερο όμως είναι ότι τό Άγιο Πνεύμα χορηγεί στόν άνθρωπο τήν άναγεννημένη ζωή. Άπό τήν ήμέρα πού βαπτιζόμαστε καί στή συνέχεια δεχόμαστε τό Άγιο Χρίσμα, μέσα μας έγκαινιάζεται νέα ζωή. «Σφραγίς δωρεάς Πνεύματος Αγίου», είπε ό ίερεύς καθώς μάς έχριε μέ τό άγιο Μύρο, καί ή καρδιά μας πλημμύρισε άπό τό Άγιο Πνεύμα. Κι έφόσον άγωνιζόμαστε νά τηρούμε τις θείες έντολές καί συμμετέχουμε συνειδητά στά ιερά Μυστήρια τής ’Εκκλησίας μας, αύτή ή χάρη τού Αγίου Πνεύματος έπιδρά μυστικά μέσα στήν καρδιά μας, μάς αγιάζει καί μάς μεταδίδει ζωή άληθινή. Κι έτσι τό Άγιο Πνεύμα δέν είναι μόνο ό χορηγός τής έπίγειας ζωής μας, άλλά γίνεται καί «άρραβών τής μελλούσης ζωής» στήν αιωνιότητα.



Ανεξερεύνητος είναι ό πλούτος τών θεϊκών δωρημάτων, πού μάς παρέχει τό’Άγιο Πνεύμα. Κι όλος αύτός ό πλούτος μπορεί νά γίνει κτήμα κάθε πιστού. Άς αγωνιζόμαστε λοιπόν νά ζοΰμε μέ καθαρότητα καί ταπείνωση, μέ πίστη καί ύπακοή στις έντολές τού Θεού κι άς παρακαλοϋμε τό Πανάγιο Πνεύμα νά έλθει καί νά σκηνώσει μέσα μας γιά νά μάς καθαρίζει καί νά μάς έξαγιάζει.

Ἅγιον Πνεῦμα καί Χριστιανική ἑνότης

Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ,
Ὁμοτίμου Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν

   1. Ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν

Ἕνα εὔκολο –καὶ πρόχειρο– ἐπιχείρημα, γιὰ νὰ ὑποστηριχθεῖ ἡ συγγένεια τῶν Μεγάλων Θρησκειῶν (Θρησκευμάτων ὀρθότερα), εἶναι ἡ ἀναφορὰ σὲ ἕνα Θεό, πού ἀπὸ κοινοῦ ἀποδέχονται. Καὶ βέβαια ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας.

Ὁ ἕνας ὅμως Θεὸς θεωρεῖται ἀπὸ τὰ διάφορα θρησκεύματα μέσα ἀπὸ εἰδικὴ προοπτική, ὥστε τελικὰ νὰ διαφέρει ὁ Θεὸς ἀπὸ θρησκεία σὲ θρησκεία, καὶ τελικὰ νὰ ἀποδεικνύεται, ὅτι δὲν εἶναι ὁ ἴδιος Θεός, στὸν ὁποῖο ἀναφέρονται, ἀκόμη καὶ οἱ λεγόμενες μονοθεϊστικὲς θρησκεῖες, ἀλλὰ καὶ οἱ χριστιανικὲς «Ὁμολογίες».
 Ὁ Θεὸς τῶν χριστιανῶν εἶναι μὲν ἕνας, ἀλλὰ διακρίνεται σὲ Τρία Θεῖα Πρόσωπα, κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ Ὁποῖα ἔχει τὸ πλήρωμα τῆς θεότητας, χωρὶς ὅμως νὰ γίνεται λόγος γιὰ «τρεῖς θεούς», ἀλλὰ γιὰ Ἕνα, ὅπως ὁμολογοῦμε καὶ στὸ «σύμβολο τῆς πίστεως, («Πιστεύω εἰς ΕΝΑ Θεόν…»). Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι «ὁ Θεὸς ποὺ ἀποκαλύπτεται στὴν ἱστορία, δὲν εἶναι μία μοναχικὴ ὕπαρξη, αὐτόνομη Μονάδα ἢ ἀτομικὴ Οὐσία. Εἶναι Τριάδα ὑποστάσεων, τρία Πρόσωπα μὲ ἀπόλυτη ὑπαρκτικὴ ἑτερότητα, ἀλλὰ καὶ κοινότητα Οὐσίας, Θέλησης καὶ Ἐνέργειας»1.




Συνοψίζοντας τὴν ὀρθόδοξη χριστιανικὴ παράδοση καὶ διδασκαλία γιὰ τὴν Ἁγία Τριάδα ὁ νεώτερος πατέρας τῆς Ὀρθοδοξίας ὅσιος Νικόδημος Ἁγιορείτης (†1809) καὶ ἐπαναδιατυπώνοντας τὴ μακραίωνη πατερικὴ διδασκαλία, γράφει: «Κοντά εἰς ἡμᾶς τους Ὀρθοδόξους σέβεται καί λατρεύεται εἷς Θεός τρισυπόστατος, ὃστις εἶναι μονάς ἐν ταυτῷ καί τριάς. Μονάς μέν κατά τήν οὐσίαν καί φύσιν, τριάς δέ κατά τάς ὑποστάσεις καί πρόσωπα· μονάς μέν ἀσύγχυτος καί τριάς ἀδιαίρετος· οὒτε διά τήν Μονάδα συγχεόμενος…, οὒτε διά τήν Τριάδα διαιρούμενος…»2.

Ὁ ἕνας Θεός, συνεπῶς, τῆς χριστιανικῆς ὀρθοδόξου πίστεως εἶναι τριαδικός: Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιο Πνεῦμα. Τὸ Πνεῦμα στὴ Γραφὴ ὀνομάζεται καὶ Παράκλητος (Ἰω. 14,16· 15,26 κ.ἄ), ὁδηγός, παρήγορος. Τὸ ὄνομα, βέβαια, κάθε θείου Προσώπου δὲν ἔχει σχέση μὲ τὸν ἕνα Θεὸ καὶ τὰ τρία θεῖα Πρόσωπα. Ἡ δογματικὴ διδασκαλία δὲν ἀπορρέει ἀπὸ κάποιο φιλοσοφικὸ στοχασμὸ καὶ διανοητικὴ ἀναφορὰ στὸ Θεό. Ἀκόμη καὶ ἡ χρησιμοποιούμενη θεολογικὴ γλώσσα, παρόλο ποὺ ἔχει προέλευση φιλοσοφική, συχνὰ ἀποφορτίζεται καὶ ἀναφορτίζεται ἐννοιολογικά, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ πλησιάσει τὸ θεῖο μυστήριο, χωρὶς βέβαια τὴν κατανόησή (κατάληψη) του3.

Τὰ τρία θεῖα Πρόσωπα τῆς χριστιανικῆς Πίστης εἶναι τρεῖς ἄναρχοι τρόποι ὕπαρξης τῶν ἁγιοτριαδικῶν θείων Προσώπων καὶ τῆς σχέσης μεταξύ τους. Ἑνώνονται ἀδιαίρετα στὴ μία θεία Οὐσία, ἀλλὰ ὄχι ὡς μέρη τῆς μίας θεότητας, ἀφοῦ καὶ τὰ τρία ἔχουν «ὁμοῦ», καὶ τὸ καθένα χωριστά, ὁλόκληρη τὴ μία θεία οὐσία καὶ γι’ αὐτὸ λέγονται «ὁμοούσια» μεταξύ τους. Πάλι θὰ ἐπικαλεσθοῦμε τὸν ὅσιο Νικόδημο: «Εἷς Θεός ἐστιν ἡ Τριάς, μιᾷ προσκυνήσει καί λατρείᾳ προσκυνούμενος καί λατρευόμενος ὑπό πάσης κτίσεως αἰσθητῆς καί νοουμένης». Ἡ ἁγία Τριάδα εἶναι «ὁμοούσιος και ὁμοφυής καί ταυτενεργής καί παντοδύναμιος καί ἡνωμένη πρός ἑαυτήν»4. Τὰ τρία θεῖα Πρόσωπα «ἒχουσι τάς φυσικάς ἐνεργείας τῆς θεότητος… Μᾶλλον δέ καί ἀκριβέστερον εἰπεῖν μίαν καί τήν αὐτήν ἐνέργειαν ἒχουσι καί τά τρία»5.

Τί σημαίνουν ὅλα αὐτά; Σύμφωνα μὲ ὅσα ὁ ἴδιος ὁ Τριαδικὸς Θεὸς ἀποκάλυψε στοὺς Προφῆτες καὶ Ἀποστόλους, μέσα ἀπὸ τὴ θέωση, τὴν ἕνωσή τους μαζί Του, δὲν μποροῦμε νὰ συλλάβουμε ἢ νὰ γνωρίσουμε τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ μόνο τὸν τρόπο ὕπαρξής Του καὶ τὶς σχέσεις τῶν ἁγιοτριαδικῶν Προσώπων. Κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη Δαμασκηνὸ (†πρὶν ἀπὸ τὸ 754), ὁ Θεὸς μᾶς ἀποκάλυψε «ὃ,τι ἦν δυνατόν ἡμῖν γνῶναι καί ἐδυνάμεθα φέρειν»6. Ἔτσι, γνωρίζουμε μὲν τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ὄχι τὴν οὐσία Του (τί δηλαδὴ ΕΙΝΑΙ ὁ Θεός). Τὰ ὀνόματα, συνεπῶς: Πατήρ, Υἱός, Ἅγιο Πνεῦμα δὲν δηλώνουν τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὸν τρόπο ὕπαρξής του. Ἡ μία θεία Οὐσία παραμένει ἀδιαίρετη καὶ ἀμέριστη, παρὰ τὴ διάκριση τῶν τριῶν Προσώπων στὴν ἁγία Τριάδα.

Ποιὰ ὅμως εἶναι ἡ αἰώνια σχέση τῶν τριῶν Προσώπων; Ὁ Πατέρας εἶναι ἀγέννητος καὶ «φύσει καὶ ἀϊδίως» (αἰώνια) γεννᾶ τὸν Υἱὸ καὶ ἐκπορεύει τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Ὁ Υἱός, συνεπῶς, γεννᾶται καὶ τὸ Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα. Ὁ Πατὴρ εἶναι ρίζα καὶ ἀρχὴ-πηγὴ τῶν δύο ἄλλων Προσώπων καὶ ὁ μόνος αἴτιος τῆς ὕπαρξής τους. Γέννηση (τοῦ Υἱοῦ) καὶ Ἐκπόρευση (τοῦ Πνεύματος) διαφέρουν μεταξύ τους. Διαφορετικὰ θὰ χρησιμοποιεῖτο ὁ ἴδιος ὅρος. Ποιὰ εἶναι ὅμως ἡ οὐσία τῆς διαφορᾶς δὲν γνωρίζουμε, διότι ὑπερβαίνει τὴν ἀντιληπτικὴ δύναμη κάθε ἀνθρώπου. Δὲν εἶναι θέμα ἀνθρώπινης σοφίας, ἀλλὰ ἀποκάλυψης τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ.

Ἂς θυμηθοῦμε τὸν παραπάνω λόγο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, ὁ ὁποῖος συμπληρώνει: «Καί ὃτι μέν ἐστι διαφορά γεννήσεως και ἐκπορεύσεως μεμαθήκαμεν, τίς δέ ὁ τρόπος τῆς διαφορᾶς οὐδαμῶς»7.

Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος θὰ πεῖ στοὺς διανοούμενους τῆς ἐποχῆς του (Εὐνομιανούς), ποὺ ἐκαυχῶντο γιὰ τὴ σοφία τους: «Εἰπέ σύ τήν ἀγεννησίαν τοῦ Πατρός, κἀγώ τήν γέννησιν τοῦ Υἱοῦ φυσιολογήσω, καί τήν ἐκπόρευσιν τοῦ Πνεύματος, καί παραπληκτίσομεν ἂμφω εἰς Θεοῦ μυστήρια παρακύπτοντες» (Λόγος Θεολογικὸς Ε΄,8: «Πές μου ἐσὺ τί εἶναι ἡ ἀγεννησία τοῦ Πατρὸς καὶ ἐγὼ θὰ μιλήσω γιὰ τὸ τί εἶναι ἡ γέννηση τοῦ Υἱοῦ καὶ ἡ ἐκπόρευση τοῦ Πνεύματος, καὶ θὰ τρελαθοῦμε καὶ οἱ δύο μὲ τὸ νὰ σκύψουμε στὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ»). Κάθε ἀθέτηση ἢ παραχάραξη ὅσων ὁ Θεὸς ἔχει ἀποκαλύψει εἶναι βλασφημία καὶ ἀπόρριψη τῆς θείας ἀποκάλυψης.

Ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα δὲν διακρίνονται μόνο ἀπὸ τὸν Πατέρα, ἀλλὰ καὶ μεταξύ τους, διότι ἄλλος εἶναι ὁ τρόπος ὕπαρξης τοῦ Υἱοῦ καὶ ἄλλος ἐκεῖνος τοῦ Πνεύματος. Στὴν Ἁγία Τριάδα ὑπάρχουν «κοινὰ» καὶ «ἀκοινώνητα». Κάποιες «ἰδιότητες» ἀποδίδονται καὶ στὰ τρία Πρόσωπα λόγῳ τῆς κοινῆς οὐσίας τους. Τὰ κοινὰ στὰ τρία Πρόσωπα εἶναι ἡ οὐσία, ἡ ἐνέργεια, ἡ βασιλεία, ἡ θέληση, ἡ δόξα, ἡ θεότης, τὸ ἄκτιστο, τὸ ἀγέννητο, τὸ ἀπερίγραπτο, τὸ ἀνείδεο, τὸ ἀσχημάτιστο, τὸ προνοητικό, τὸ δημιουργικὸ κ.λπ. Τὸ ἀγέννητο τοῦ Πατέρα, τὸ γεννητὸ τοῦ Υἱοῦ καὶ τὸ ἐκπορευτὸ τοῦ Πνεύματος-Παρακλήτου ἀνήκουν στὰ «ἀκοινώνητα»8. Κάθε σύγχυση στὰ ἀκοινώνητα εἶναι, πάλι, βλασφημία κατὰ τῆς ἁγίας Τριάδος. Στὴν Καινὴ Διαθήκη γίνεται σαφὴς διάκριση τοῦ ἔργου τοῦ Υἱοῦ καὶ ἐκείνου τοῦ Πνεύματος. Ὅπως εἶπε ὁ Υἱὸς (Ἰησοῦς Χριστός), ὁ Παράκλητος θὰ μαρτυρήσει γι’ Αὐτὸν (Ἰω. 15, 26), θὰ «διδάξει (τοὺς Μαθητὲς Του) πάντα» (14, 26), θὰ τοὺς ὁδηγήσει «εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν» (16, 23). Δὲν θὰ μιλήσει «ἀφ’ ἑαυτοῦ» (16, 23), ἀλλά, ὅπως λέγει ὁ Χριστός, «ἐκ τοῦ ἐμοῦ λήψεται καὶ ἀναγγελεῖ ὑμῖν» (16, 14). Αὐτὴ εἶναι ἡ σχέση καὶ συμμετοχὴ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πνεύματος στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας.


2. Ἅγιο Πνεῦμα καὶ Ἐκκλησία

Τὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν ἀποστολή της στὸν κόσμο. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι «σῶμα Χριστοῦ» (Α΄ Κορ., κεφ. 12), ἡ ἕνωση καὶ ἑνότητα τῶν Πιστῶν στὴ «δοξασμένη»-θεωμένη ἀνθρώπινη φύση (ἀνθρωπότητα) τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Χριστὸς καὶ Ἐκκλησία εἶναι ἑνότητα ἀδιάσπαστη καὶ ἀδιαίρετη, κατὰ τὸν ἱ. Χρυσόστομο: «Γένος ἓν Θεοῦ καί ἀνθρώπων»9. Αὐτὴ ἡ σχέση ὅμως πραγματώθηκε «ἐν ἁγίῳ Πνεύματι». Κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἡ «δοξασμένη» (κατὰ φύση ἑνωμένη μὲ τὴ θεότητα) ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ἐπανέρχεται στὸν κόσμο, μετὰ τὴν Ἀνάληψή Του, γιὰ νὰ συνεχιστεῖ ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο (βλ. Ματθ. 28, 20: «καί ἰδού ἐγώ μεθ’ ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας, ἓως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος»). Μία παρουσία ὅμως μὲ διαφορετικὸ τρόπο. Αὐτὸ δηλώνει ἡ φράση «ἐν ἁγίῳ Πνεύματι». Ὁ Παράκλητος, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, στέλνεται ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό, γιὰ νὰ γίνει τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ πραγματικότητα στὸ σῶμα Του, τὴν Ἐκκλησία, καὶ σὲ κάθε πιστὸ σ’ Αὐτὸν ἄνθρωπο. Ὁ Χριστὸς μίλησε γιὰ ὅλα αὐτὰ στὸ Μυστικὸ Δεῖπνο, δίνοντας στοὺς Μαθητὲς του κάποιες περίεργες φαινομενικὰ ὑποσχέσεις. «Μικρόν καί οὐ θεωρεῖτέ με, καί πάλιν μικρόν καί ὂψεσθέ με» (Ἰω. 16, 16: Γιὰ λίγο χρόνο δὲν θὰ μὲ βλέπετε, ἀλλὰ καὶ πάλι μετὰ ἀπὸ λίγο χρόνο θὰ μὲ δεῖτε). Αὐτὸ πραγματοποιήθηκε μετὰ τὴν ἀνάστασή Του μὲ τὶς ἐμφανίσεις Του. «Πάλιν ἒρχομαι καί παραλήψομαι ὑμᾶς πρός ἐμαυτόν, ἳνα ὃπου εἰμι ἐγώ καί ἡμεῖς ἦτε» (Ἰω. 14, 3: Πάλι θὰ ἔλθω καὶ θὰ σᾶς παραλάβω κοντά μου, διὰ νὰ εἶσθε καὶ σεῖς, ὅπου εἶμαι ἐγώ). Ὁ Χριστός, ἀκόμη, ἀναφέρθηκε στὴν ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποία οἱ Μαθητὲς θὰ γνωρίσουν ὅτι Αὐτὸς εἶναι «ἐν τῷ Πατρί», οἱ Μαθητὲς στὸν Χριστό, καὶ ὁ Χριστὸς μέσα σ’ αὐτοὺς (Ἰω. 14, 20). Οἱ Μαθητές, συνεπῶς, καὶ ὅλοι οἱ πιστοὶ (οἱ Ἅγιοι), φθάνοντας στὴ θέωση (τὴν Πεντηκοστή), θὰ ἀποκτήσουν τὴν ἐμπειρία τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ μέσα τους, βλέποντας τὸν Χριστὸ μέσα στὸ ἄκτιστο φῶς Του. Ἀκόμη ὁ Χριστὸς ὑποσχέθηκε νὰ ἐμφανιστεῖ σ’ ὅποιον τὸν ἀγαπᾶ καὶ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς Του (Ἰω. 14, 21) καὶ θὰ ἔλθει νὰ κατοικήσει μέσα του, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα (14, 23). Ὅλα αὐτὰ πραγματοποιοῦνται ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, μὲ τὴν ἔλευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος10. Ὅποιος φθάσει στὴ θέωση, μετέχει στὸ γεγονὸς τῆς Πεντηκοστῆς, ποὺ μένει μόνιμα ἀνοικτὸ στὴν ἱστορία. Ἡ ἑνότητα τοῦ σώματός Του, ποὺ ἀναφέρει ὁ Χριστὸς στὴν ἀρχιερατικὴ Προσευχὴ Του («ἳνα ὦσιν ἓν», Ἰω. 17, 11), δὲν εἶναι κάποια συμβατική, κοσμικὴ-πολιτικὴ ἑνότητα, ὅπως ὁ ἴδιος διευκρινίζει: «Πάτερ, οὓς δέδωκάς μοι, θέλω, ἳνα ὃπου εἰμί ἐγώ, κἀκεῖνοι ὦσι μετ’ ἐμοῦ, ἳνα θεωρῶσι τήν δόξαν τήν ἐμήν» (Ἰω. 17,24). Τότε εἶναι ἑνωμένος ὁ πιστὸς μὲ τὸν Χριστό, ὅταν βλέπει τὴν ἄκτιστη δόξα Του, τὸ ἄκτιστο φῶς τῆς θεότητάς Του. Ἡ θέωση εἶναι τὸ θεμέλιο τῆς ἑνότητας τῶν Χριστιανῶν, καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ προορισμός μας. Ἄλλου εἴδους ἑνότητα δὲν ὑπάρχει, μὲ συμβατικὲς συμφωνίες καὶ φραστικὲς ὑποσχέσεις.

Κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς δὲν «ἱδρύεται» ἡ Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι προαιώνια στὴ βουλὴ τοῦ Θεοῦ καὶ συνδεδεμένη μὲ τὸ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ-Λόγου, τοῦ Υἱοῦ. Κατὰ τὴν Πεντηκοστὴ «συγκροτεῖται» ἁγιοπνευματικὰ καὶ φανερώνεται στὸν κόσμο («γεννᾶται») ὡς σῶμα Χριστοῦ ἡ Ἐκκλησία, ἡ κοινωνία τῶν πιστῶν Του. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὡς ἁγιοτριαδικοῦ Προσώπου.


3. Πνευματομαχία

Ἡ προσπάθεια ὅμως λογικῆς κατανόησης τῆς Ἁγίας Τριάδας μὲ τὶς προϋποθέσεις τῆς (ἑλληνικῆς) φιλοσοφίας, ὁδήγησε σὲ αἱρετικὲς (δηλ. αὐθαίρετες) ἐκδοχὲς γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὶς σχέσεις τῶν ἁγιοτριαδικῶν Προσώπων. Ἡ στοχαστικὴ-φιλοσοφικὴ ἀναφορὰ στὸ Θεὸ ὁδηγεῖ στὴν εἰδωλολατρία, τὴν κατασκευὴ δηλαδὴ Θεοῦ φανταστικοῦ. Ὄχι, ὅπως Ἐκεῖνος ἀποκαλύφθηκε στὴν ἱστορία, ἀλλὰ ὅπως τὸν γεννᾶ καὶ τὸν δέχεται ὁ στοχασμός μας. Στὸ χῶρο τοῦ Θεοῦ ὁ στοχασμὸς ἀποδεικνύεται ὄχι μόνο ἀνίσχυρος, ἀλλὰ καὶ διαστροφικός, διότι τὸ μόνο, ποὺ μπορεῖ νὰ κάμει εἶναι ἡ προβολὴ τῶν προλήψεών μας στὸ Θεό. Γι’ αὐτὸ μιλοῦμε γιὰ εἰδωλολατρία, γιὰ «κατασκευὴ» Θεοῦ ἀνύπαρκτου, ποὺ λαμβάνει ὑπόσταση μόνο στὴ φαντασία μας.

Οἱ Πατέρες χρησιμοποιοῦν γιὰ τὸ Πνεῦμα καὶ τὴν ὁμοουσιότητά του μὲ τὸν Πατέρα τὴν ὁρολογία, καὶ τὰ ἐπιχειρήματα, ποὺ χρησιμοποιοῦν καὶ γιὰ τὴ σχέση τοῦ Υἱοῦ μὲ τὸν Πατέρα, ἀποδεικνύοντας ἔτσι τὴν ταυτότητα τῆς φύσεώς τους. Μία στοχαστικὴ καὶ φιλοσοφικὴ ὅμως θεώρηση τῆς σχέσης τῶν θείων ἁγιοτριαδικῶν Προσώπων ὁδήγησε σὲ πλάνες, ὅπως π.χ. τοῦ Σαβελλίου (2ος -3ος αἰ.). Ὁ Θεὸς κατ’ αὐτὸν γιὰ χάρη τῆς σωτηρίας, παρουσιάστηκε διαδοχικὰ στὸν κόσμο μὲ τρεῖς διάφορους τρόπους ἐνέργειας. Τὰ τρία πρόσωπα εἶναι τρεῖς διαδοχικοὶ τρόποι ἐνέργειας, τρία πρόσωπα (προσωπεῖα), τρεῖς ρόλοι τοῦ ἑνὸς Θεοῦ, ποὺ ἐμφανίστηκε ὡς Πατέρας στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὡς Υἱὸς στὴν Καινὴ καὶ ὡς Πνεῦμα στὴν Ἐκκλησία. Ἀλλὰ καὶ ὁ Παῦλος Σαμοσατέας (3ος αἰ.) κήρυττε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἕνα πρόσωπο, ὁ Υἱὸς δὲ καὶ τὸ Πνεῦμα ἁπλὲς ἀπρόσωπες δυνάμεις11. Οὐσιαστικὴ ὅμως διαστρέβλωση τῆς ταυτότητας τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἔδωσε ἡ μεγάλη αἵρεση τοῦ Ἀρειανισμοῦ (4ος αἰ.)12. Ὁ Ἄρειος καὶ οἱ ὀπαδοὶ του προσέβαλαν πρῶτα τὴ θεότητα τοῦ Υἱοῦ, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀποκαλώντας Τον «κτίσμα» (δημιούργημα), «πρὸ πάντων τῶν αἰώνων», μὲ βάση τὴν ἀριστοτελικὴ φιλοσοφία. Ἡ πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος (325) ἔδωσε ἀπάντηση στὸ πρόβλημα μὲ τὴν ὁμολογία τῶν ἁγίων Πατέρων, ποὺ διακήρυξαν στὴ Σύνοδο, ὅπως γίνεται σὲ ὅλες τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους, τὴν πίστη ὅλων τῶν Ἁγίων, στὴν ἰσότητα καὶ ὁμοουσιότητα τοῦ Υἱοῦ μὲ τὸν Πατέρα. Μετὰ τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο διαμορφώθηκαν οἱ ἀκόλουθες ὁμάδες: Οἱ Ὁμοουσιανοὶ (ὀπαδοὶ τοῦ «ὁμοουσίου», δηλαδὴ οἱ Ὀρθόδοξοι), οἱ Ὁμοιουσιανοί, οἱ Ὅμοιοι καὶ οἱ ἀκραῖοι Ἀρειανοί, οἱ Ἀνόμοιοι. Οἱ ὀνομασίες ἔχουν σχέση μὲ τοὺς χαρακτηρισμούς, ποὺ χρησιμοποιοῦνταν γιὰ τὸν Χριστὸ (ὁμοιούσιος, ὅμοιος, ἀνόμοιος –πάντα σὲ σχέση μὲ τὸν Πατέρα).

Παράλληλα ὅμως μὲ τὴν ἀνάπτυξη τῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας τοῦ Ἀρειανισμοῦ γιὰ τὸν Υἱὸ διατυπώθηκαν ἀνάλογες θέσεις καὶ γιὰ τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτοὶ ὀνομάστηκαν Πνευματομάχοι. Βέβαια ὅλοι οἱ Ἀρειανοὶ ἦταν Πνευματομάχοι. Δεχόμενοι τὸν Υἱὸ ὡς κτίσμα, δέχονταν καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα ὡς κτίσμα13. Οἱ ἀκραῖοι Ἀρειανοὶ λ.χ., οἱ ὀνομαζόμενοι Ἀνόμοιοι, ὀνόμαζαν τὸ ἅγιο Πνεῦμα «κτίσμα κτίσματος»14. Κυρίως Πνευματομάχοι ἦταν οἱ Ὁμοιουσιανοί15. Οἱ Πνευματομάχοι16 ὅμως ὀνομάζονταν καὶ Μακεδονιανοὶ ἀπὸ τὸν ἀρχηγὸ τους Μακεδόνιο, ἐπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως. Ἦταν μία πτέρυγα τῶν Ὁμοιουσιανῶν. Στὴν Κωνσταντινούπολη οἱ Πνευματομάχοι εἶχαν ἰδιαίτερη καὶ ἰσχυρὴ ὁμάδα. Ἀπάντηση σ’ ὅλες αὐτὲς τὶς ἀντιπνευματικὲς διδασκαλίες ἔδωσε ἡ Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τὸ 381 [17] στὴν Κωνσταντινούπολη, μὲ τὴ συμμετοχὴ μεγάλων Πατέρων ἢ μὲ βάση τὴ διδασκαλία τους, ὅπως λ.χ. τοῦ Μ. Βασιλείου, ποὺ εἶχε «κοιμηθεῖ» τὸ 379. Τὸ Σύμβολο τῆς Συνόδου αὐτῆς, ποὺ ἀπαγγέλλεται στὶς Ἀκολουθίες μας καὶ ἰδιαίτερα στὴ Θεία Λειτουργία («Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν …») εἶναι μία εὐρύτερη ὁμολογία τῆς πίστεως ἀπὸ ἐκείνη τῆς συνόδου τῆς Νικαίας18. Τὶς θέσεις τῶν Πνευματομάχων ἀπέκρουσαν καὶ ἀνέτρεψαν οἱ Καππαδόκες Πατέρες (Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος, Γρηγόριος Νύσσης) καὶ ὁ ἐπίσκοπος Κωνσταντίας Κύπρου Ἐπιφάνιος. Ἡ Θεολογία τους βγαλμένη μέσα ἀπὸ τὴν θεοπτικὴ ἐμπειρία τῶν Προφητῶν καὶ τῶν Ἀποστόλων καὶ τὴ δική τους, ἀπέδειξε τὴν αἱρετικὴ κακοδοξία καὶ τὴν ἀρνητική της ἐπιρροὴ στὴν εὐστάθεια τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ παραπάνω Πατέρες συνέβαλαν θεολογικὰ στὴν τελικὴ διατύπωση τῆς διδασκαλίας γιὰ τὸ ἅγιο Πνεῦμα19 καὶ τὴν ἀναίρεση τῆς διδασκαλίας τῶν Εὐνομιανῶν. Ἡ τριαδολογία τους ἔγινε πανηγυρικὰ δεκτὴ στὴν Ἀνατολὴ καὶ τὴ Δύση. Ἡ Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἔθεσε τέρμα στὶς ἀρειανικὲς ἔριδες.

Τὸ Σύμβολό της προσφέρει «μία εἰδικότερη θεολογικὴ ἀνάπτυξη τῆς πίστεως γιὰ τὴ φυσικὴ θεότητα τοῦ ἁγίου Πνεύματος»20, ἀφοῦ τὸ Σύμβολο τῆς Νικαίας (325) τελειώνει μὲ τὴ φράση: «Καὶ εἰς τὸ ἅγιον Πνεῦμα», χωρὶς περαιτέρω ἀνάπτυξη. Τὰ περὶ ἁγίου Πνεύματος ἦταν, συνεπῶς, ἔργο τῶν Πατέρων τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς, ποὺ προσέθεσαν τὶς φράσεις: «τὸ Κύριον, τὸ ζωοποιόν, τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον, τὸ σὺν Πατρὶ καὶ Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον, τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν Προφητῶν», ποὺ δείχνουν τὴν ὁμοουσιότητα τοῦ Πνεύματος μὲ τὰ ἄλλα δύο Πρόσωπα, μὲ τὰ ὁποῖα «συμπροσκυνεῖται καὶ συνδοξάζεται».


4. «Ζωῆς χορηγὸς»

Ποιὸ ὅμως εἶναι τὸ ἔργο καὶ ἡ σημασία τοῦ ἁγίου Πνεύματος στὴ ζωὴ τῶν Χριστιανῶν καὶ τὴ θέση τους στὸν κόσμο; Θὰ ἐπικαλεσθοῦμε τὴ συναφῆ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου21, ποὺ συνοψίζει τὴ διδασκαλία τῶν ἀρχαιοτέρων Πατέρων. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἡ πηγὴ (χορηγός) τῆς ζωῆς, κάθε μορφῆς ζωῆς, διότι εἶναι «ζωὴ καὶ αὐτοζωή», ὅπως καὶ ὁ Υἱός. Διὰ τοῦ ἁγίου Πνεύματος πραγματοποιήθηκε ἡ «οὐσίωσις τῶν πάντων», ἦλθαν δηλαδὴ τὰ πάντα στὴν ὕπαρξη22. Ὁ Πατέρας δημιούργησε τὰ πάντα «δι’ Υἱοῦ, ἐν ἁγίῳ Πνεύματι». Γι’ αὐτὸ καὶ χαρακτηρίζονται «βραχίονες» (χέρια) τοῦ Πατρός. Εἶναι χαρακτηριστική, ὅσο καὶ εὔστοχη, ἡ φράση τοῦ Κανόνος τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου (Ἰωσὴφ Ὑμνογράφος): «δακτύλῳ ἐγγέγραπται Πατρὸς ὁ Λόγος» στὴν ἄχραντη κοιλία τῆς Θεοτόκου. «Δάκτυλος» ἐδῶ εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα (πρβλ. Λουκ. 11, 20), ποὺ «ἐπεσκίασε» (σκέπασε προστατευτικά), κατὰ τὸ λόγο τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, τὴν Παναγία (Λουκ. 1, 35).

Τὸ ἅγιο Πνεῦμα εἶναι κυρίως ἡ πηγὴ τῆς πνευματικῆς ζωῆς (ἁγιοπνευματικῆς, ὅπως ὀνομάζεται), διότι εἶναι ἡ ζωὴ ἡ αἰώνια, ποὺ κερδίζει ὁ πιστὸς μὲ τὴ συνέργειά του μὲ τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Ὡς χορηγός τῆς πνευματικῆς ζωῆς ὁ Παράκλητος εἶναι «πηγὴ τῶν χαρισμάτων»23.

Τὰ χαρίσματα, ποὺ χορηγεῖ τὸ ἅγιο Πνεῦμα, εἶναι «ἄπειρα, καὶ ἀπειράκις ἄπειρα», κατὰ τὸν ἅγιο Νικόδημο24, «διαιροῦνται δὲ ἀδιαιρέτως καὶ διὰ τοῦτο γίνονται χωρητὰ εἰς τὴν κτίσιν»25, «διαμοιράζονται δὲ εἰς τοὺς ἀνθρώπους ὑπὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, κατὰ τὸ μέτρον τῆς πίστεως»26, ἀνάλογα δηλαδὴ μὲ τὴ δεκτικότητα τοῦ ἀνθρώπου.

Ἐξ ἄλλου, τὸ ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ὁ κύριος συντελεστὴς τῆς ἀληθινῆς θεογνωσίας. Γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ «θεωρία», ἡ «θεοπτία», ἡ θέα τοῦ ἀκτίστου φωτὸς τῆς Θεότητος, ποὺ φέρεται καὶ μὲ τὰ ὀνόματα «δοξασμὸς» καὶ «θέωση»27. Ἡ γνώση τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ, ὁμολογεῖ ὁ Νικόδημος, εἶναι τὸ «μεγαλύτερον καὶ τελειότερον» ἀπὸ τὰ ἀγαθά, ποὺ μᾶς χάρισε ὁ Θεός. Χωρὶς αὐτὴ τὴ γνώση «ὅλα τὰ ἄλλα ἀγαθὰ εἶναι οὐδὲν»28. Μένουν δηλαδὴ χωρὶς σημασία. Ἡ γνώση ὅμως τοῦ Θεοῦ (θεογνωσία) τότε εἶναι δυνατή, ὅταν ὁ πιστὸς μὲ τὸν πνευματικό του ἀγώνα (ἄσκηση τῶν ἀρετῶν) ἀναδειχθεῖ σὲ «κατοικητήριον τοῦ ἁγίου Πνεύματος», μιμούμενος τὸν τρόπο ζωῆς τῶν Ἁγίων. Αὐτὸ σημαίνει συνέργεια μὲ τὸν Θεό, ἀρχὴ τῆς ὁποίας εἶναι «ἡ κάθαρση τῆς καρδίας» ἀπὸ πάθη καὶ λογισμούς, ποὺ «ὡσὰν νέφαλα σκοτίζουσι τὸν νοῦν (=τὸν ὀφθαλμὸ τῆς ψυχῆς, ὄχι τὴ διάνοια) καὶ δὲν ἀφήνουν νὰ λάμψη εἰς αὐτὸν ἡ ἀκτὶς τοῦ φωτιστικοῦ Παναγίου Πνεύματος»29. Ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς, ὡς ἀπόλυτη προϋπόθεση τῆς θεογνωσίας, ἀποκτᾶται «διὰ τῆς ἐργασίας τῶν ἐντολῶν, καὶ μάλιστα τῆς ἀγάπης»30. Αὐτὴ εἶναι κατὰ τὸν Νικόδημο, ἡ μοναδικὴ σωτηριολογικὴ βάση σύνολης τῆς ὀρθοδοξοπατερικῆς παράδοσης. Ἡ καρδιὰ γίνεται ἔτσι κατοικητήριο («ναός», Α΄ Κορ. 3, 16) τοῦ ἁγίου Πνεύματος, «μὲ τὴν προσοχὴν καὶ τὴν ἐν καρδίᾳ ἐπιστροφὴν τοῦ νοὸς καὶ μὲ τὴν «νοεράν προσευχὴν» («Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησόν με»). Ἡ προσευχὴ αὐτή, μὲ τὴν ἄσκηση, γίνεται «ἀδιάλειπτη», μέσα στὴν καρδιὰ (Α΄ Θεσσ. 5,17).

Ἡ διδασκαλία αὐτὴ τοῦ ἁγίου Νικοδήμου εἶναι ὁ ἀκατάλυτος σύνδεσμος πνευματικότητας καὶ σωτηρίας. Χωρὶς τὴν «μυστικὴν ἐνέργειαν καὶ λατρείαν τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐν τῇ καρδίᾳ», μένουν «ἐλλειπεῖς ὅλαι αἱ ἀρεταὶ καὶ τὰ ἔργα τοῦ ἀνθρώπου»31. Ἡ παρουσία καὶ προσευχητικὴ ἐνέργεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος στὴν καρδιὰ τοῦ πιστοῦ εἶναι ἡ βεβαίωση τῆς χριστιανικότητάς του. Τότε ὁ χριστιανὸς εἶναι πραγματικὰ «πιστός». Αὐτὴ εἶναι ἡ «τελεία» ἢ «ἐνδιάθετος» πίστη, διότι τὸ «ἐλπιζομένον» (ἡ ἄκτιστη χάρη) ἐνοικεῖ μέσα στὴν καρδιά, κατὰ τὸ λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «πίστις ἐστὶν ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων» (Ἑβρ. 11, 1). Γι’ αὐτὸ συμπληρώνει ὁ Νικόδημος: «Ὅποιος δὲν ἔχει εἰς τὴν καρδίαν του τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐνεργητικῶς καὶ ἐμφανῶς, αὐτὸς δὲν εἶναι μαθητὴς καὶ οἰκεῖος τοῦ Χριστοῦ»32. Ὁ Νικόδημος ἐπαναλαμβάνει ἐδῶ τὸν Παῦλο (Ρωμ. 8, 9): «Εἴ τις Πνεῦμα Χριστοῦ οὐκ ἒχει, οὗτος οὐκ ἒστιν αὐτοῦ», δὲν ἀνήκει στὸν Χριστό.

Τὸ ὑψηλότερο καὶ πλατύτερο ἀπὸ τὰ χαρίσματα τοῦ ἁγίου Πνεύματος, λέγει ὁ Νικόδημος, εἶναι «τὸ χάρισμα τῆς ἱερᾶς θεολογίας»33, ποὺ ταυτίζεται μὲ τὴν «θεοπτία». Μόνον ἐκεῖνος, ποὺ ἔχει τὴν ἐνέργεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος στὴν καρδιά του, «αὐτὸς εὐθὺς εἶναι καὶ θεολόγος, καὶ θεολόγος ἀπλανὴς καὶ ἀσφαλέστατος. Ὁ δὲ μὴ ἐνεργηθείς ἐν τῇ καρδίᾳ ὑπὸ τοῦ Πνεύματος, αὐτὸς ὅσα θεολογεῖ εἶναι λόγοι ἔξωθεν ἐρχόμενοι, ἐξ ἀκοῆς καὶ οὐχὶ ἐκ καρδίας ἐνεργουμένης ὑπὸ τοῦ Πνεύματος»34. Θὰ μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ παρατηρήσω ἐδῶ ὑπὸ τὴν ἰδιότητά μου ὡς ἀκαδημαϊκοῦ διδασκάλου τῆς Θεολογίας, ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ τραγωδία ἐκείνων ποὺ πιστεύουμε, ὅτι τὸ πτυχίο καὶ οἱ τίτλοι τῆς σχολικῆς παιδείας ἀναδεικνύουν κάποιον Θεολόγο καὶ ὄχι ἡ ἁγιοπνευματικὴ Χάρη, ποὺ ἀποκτᾶται μὲ τὴν πνευματικὴ ζωή. Ἐμεῖς, στὴν καλύτερη περίπτωση, εἴμαστε θεολόγοι «ἀπὸ δεύτερο καὶ τρίτο χέρι», μὲ τὸ νὰ ἐπαναλαμβάνουμε καὶ σχολιάζουμε τὶς μαρτυρίες γιὰ τὶς πνευματικὲς ἐμπειρίες τῶν Ἁγίων, ποὺ ἔχουν κατατεθεῖ στὴν ἁγία Γραφὴ καὶ τὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἡ παιδεία καὶ ἡ φιλοσοφία (ἡ σχολικὴ κατάρτιση) δίνουν, στὴν καλύτερη περίπτωση, τὴ δυνατότητα ἔκφρασης καὶ χρήσης τους στὴ γλώσσα τοῦ περιβάλλοντός μας, μὲ ὑπαρκτὸ πάντα τὸν κίνδυνο διολίσθησης σὲ αἵρεση ἢ ἀκόμη καὶ στὴν ἀθεΐα.

Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία ἔχει μία βασικὴ προσευχὴ γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ εἶναι ὕμνος τῆς Ἀκολουθίας τῆς Πεντηκοστῆς. Εἶναι τὸ γνωστό: «Βασιλεῦ οὐράνιε, Παράκλητε, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας. Ὁ πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν, ὁ θησαυρός τῶν ἀγαθῶν καί ζωῆς χορηγός. Ἐλθέ καί σκήνωσον ἐν ἡμῖν, καί καθάρισον ἡμᾶς ἀπό πάσης κηλίδος, καί σῶσον, Ἀγαθέ, τάς ψυχάς ἡμῶν». (Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ εἶσαι βασιλιὰς τοῦ οὐρανοῦ, παρηγορητής, πηγὴ καὶ διδάσκαλε τῆς ἀλήθειας. Σὺ ποὺ (ὡς Θεὸς) εἶσαι παντοῦ παρὼν καὶ γεμίζεις μὲ τὴν παρουσία σου τὰ πάντα· σὺ ποὺ εἶσαι ὁ θησαυρὸς τῶν ἀγαθῶν καὶ χαρίζεις τὴ ζωὴ· ἔλα νὰ κατοικήσεις μέσα στὴν καρδιά μας καὶ καθάρισέ μας ἀπὸ κάθε κηλίδα ἁμαρτίας, καὶ σῶσε, Ἀγαθέ, τὴν ψυχή μας). Μὲ τὴν προσευχὴ αὐτὴ προσεύχεται ὁ Ὀρθόδοξος πιστὸς καὶ ἀρχίζει κάθε λειτουργική του πράξη (Ἀκολουθία).


5. Ἡ κακοδοξία τοῦ “Filioque” καὶ τὸ σχίσμα

Μεγάλη διαμάχη στὴν ἱστορικὴ πορεία τοῦ Χριστιανισμοῦ προκάλεσε ἡ προσθήκη στὸ ἱερὸ Σύμβολο τῆς φράσης “Filioque” (φιλιόκβε=καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ) στὴ Δύση. Μόνο ἐκεῖνος ποὺ ζεῖ τὴν πίστη, ὡς Ὀρθοδοξία, μπορεῖ νὰ κατανοήσει τὴ σημασία τῆς μικρῆς αὐτῆς φράσης καὶ τοῦ θορύβου, ποὺ ἔχει προκαλέσει ἡ προσθήκη της στὴ βασικὴ ὁμολογία τῆς χριστιανικῆς Πίστης, τὸ ἱερὸ Σύμβολο τῆς Β΄ Οἰκου μενικῆς Συνόδου (381). Τὸ ἄρθρο του γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἔχει τὴ μορφή: «Καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον (…), τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον», σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ, στὸ Ἰω. 15, 26: «... τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὃ παρὰ τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεται». Καμιὰ μεταβολὴ τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ διανοηθεῖ. Γι’ αὐτὸ ὄχι μόνο στὴν Ἀνατολή, ἀλλὰ καὶ σ’ αὐτὴ τὴ Δύση τῶν πρώτων αἰώνων, δὲν ἀποτολμήθηκε μία παρόμοια ἐνέργεια.

Ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος Μεδιολάνων (4ος αἰ.) λ.χ., ὅπως καὶ οἱ Καππαδόκες Πατέρες στὴν Ἀνατολὴ δὲν ταύτισαν τὸν ὅρο «ἐκπόρευσις» μὲ τὸν ὅρο «γέννησις», ποὺ σχετίζεται μὲ τὸν Υἱό. Οἱ δύο αὐτοὶ ὅροι, ὅπως ἔχει λεχθεῖ, ἐκφράζουν τὸν αἰώνιο τρόπο ὕπαρξης τῶν δύο ἁγιοτριαδικῶν Προσώπων. Ἡ μόνη ἐξαίρεση στὴ Δύση ὑπῆρξε ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος (†430), λόγω τῶν διαφορετικῶν θεολογικῶν προϋποθέσεών του (φιλοσοφικὴ θεολόγηση).

Ὁ Αὐγουστῖνος, χωρὶς τὴ θέλησή του, ἔγινε ἡ ἀρχὴ καὶ πηγὴ αὐτῆς τῆς πλάνης. Θεωρεῖ τὸ Πνεῦμα «κοινὸ ἔρωτα (amor) Πατρὸς καὶ Υἱοῦ, διότι εἶναι ἔρως, φιλία καὶ ἀγάπη Πατρὸς καὶ Υἱοῦ. Ὁ Πατὴρ εἶναι ὁ ἀγαπῶν τὸν Υἱόν, ὁ Υἱὸς ὁ ἀγαπώμενος ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ ἀγαπῶν τὸν Πατέρα, καὶ τὸ Πνεῦμα ἡ ἀμοιβαία ἀγάπη, σύνδεσμος, Πατρὸς καὶ Υἱοῦ, πού ἐκπορεύεται καὶ ἀπὸ τοὺς δύο». Αὐτὸ εἶναι τὸ φιλοσοφικὸ συμπέρασμα τοῦ Αὐγουστίνου, ποὺ προϋποθέτει τὴν (ἀνύπαρκτη) ἀναλογία Θεοῦ καὶ τοῦ ψυχικοῦ κόσμου τοῦ ἀνθρώπου. Σημασία ὅμως ἔχει ὅτι μὲ βάση τὴ δική του διδασκαλία προωθήθηκε τὸ «φιλιόκβε» στὴ Δύση.

Ὁ Αὐγουστῖνος προσπαθοῦσε νὰ ἐξηγήσει, γιατί τὸ Πνεῦμα δὲν εἶναι ἀδελφός τοῦ Λόγου (Υἱοῦ). Βέβαια τὸ ζήτημα αὐτὸ εἶχε λυθεῖ ἤδη στὴν Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Ἡ ἄγνοια ὅμως τῆς Ἑλληνικῆς ἐμπόδισε τὸν ἱερὸ Πατέρα νὰ φθάσει σὲ ὀρθὰ συμπεράσματα. Ὑποστήριξε δέ, ὅτι τὸ θέμα θὰ βρεῖ ἀπάντηση στὴν ἄλλη ζωή! Μὴ ἐννοώντας τὴ σημασία τῆς διάκρισης οὐσίας καὶ ὑποστάσεως στὸ Θεὸ καὶ πιστεύοντας ὅτι καὶ μετὰ τὴ Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τὸ θέμα «περὶ ὑποστατικῆς ἰδιότητος τοῦ Πνεύματος» παρέμενε ἐκκρεμές, πέθανε τὸ 430 μὲ τὴν ἐντύπωση ὅτι δὲν εἶχε δοθεῖ ἀπάντηση, στὸ γιατί τὸ Πνεῦμα δὲν εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Ἀδελφός τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Καὶ ὅπως ὀρθὰ παρατηρεῖ ὁ π. Ἰω. Ρωμανίδης35: «Ταῦτα πάντα, διότι κατ’ αὐτὸν σκοπὸς τῆς Θεολογίας εἶναι ἡ ἔρευνα περὶ τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἀνίχνευσις τοῦ τί εἶναι γέννησις καὶ ἐκπόρευσις»36. Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶχε ἀπορρίψει ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὅπως εἴδαμε. Ἂν ὅμως ὁ Αὐγουστῖνος ὑπῆρξε ὁ αἴτιος τοῦ «Filioque», ὁ μεγάλος σχολαστικὸς θεολόγος Θωμᾶς Ἀκινάτης (†1274) ἔγινε ὁ κύριος ὑποστηρικτής του στὴ Δύση.

Στὴ Δύση τὸ Filioque, μὲ βάση τὸν ἱερὸ Αὐγουστῖνο, ἐπεκτάθηκε ἀρχικὰ στὴν Ἱσπανία, γιὰ τὴν ἰσχυροποίηση τῆς θέσης τοῦ Υἱοῦ στὴν ἁγία Τριάδα καὶ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν ἐκεῖ Ἀρειανῶν. Τὸ 547 ἔγινε ἡ προσθήκη στὸ σύμβολο τῆς τοπικῆς συνόδου τοῦ Τολέδο καὶ τὸ 589, ἴσως, καὶ στὸ σύμβολο τῆς Κωνσταντινουπόλεως37. Κατὰ τὶς φραγκικὲς πηγὲς ζήτημα προκλήθηκε ἀπὸ κάποιο Φράγκο μοναχὸ Ἰωάννη στὰ Ἱεροσόλυμα, σὲ φραγκικὸ μοναστήρι στὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Τὸ 808, μὲ βάση τὸ «φραγκικὸ ἔθιμο», ἔψαλαν τὸ σύμβολο μὲ τὴν προσθήκη. Οἱ Ρωμαῖοι (ἑλληνορθόδοξοι) μοναχοὶ κατηγόρησαν τοὺς Φράγκους ὡς αἱρετικούς. Τὸ 809 ὅμως ὁ Καρλομάγνος (†814) συνεκάλεσε σύνοδο τῆς φραγκικῆς Ἱεραρχίας στὸ Ἀκυΐσγρανον (Ἄαχεν-Aix la Chapelle) καὶ θέσπισε ὡς δόγμα πίστεως τὴν προσθήκη, ποὺ εἶχε γίνει ἤδη περὶ τὸ 780, ἀφορίζοντας τούς μὴ συμφωνοῦντες. «Παραδόξως τὰ Πρακτικὰ δὲν σώζονται» παρατηρεῖ ὁ π. Ρωμανίδης38.

Κύριο ἐπιχείρημα τῶν Λατίνων ἦταν –καὶ εἶναι– ὅτι ὁ Υἱὸς εἶναι «ἐκ τοῦ Πατρὸς» καὶ ἔχει πάντα τὰ τοῦ Πατρὸς καί, «ὡς ἀρχὴ ἐκ τῆς ἀρχῆς», ἐκπορεύει, «ὡς μία μετὰ τοῦ Πατρὸς οὐσία» καὶ αὐτὸς τὸ ἅγιον Πνεῦμα39. Συγχέεται ὅμως ἔτσι ἡ αἰώνια ἐκπόρευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος μὲ τὴν «ἐν χρόνῳ» ἀποστολὴ καὶ πέμψη Του ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ (Ἰω. 15, 26). Ἡ φτώχεια, μάλιστα, τῆς λατινικῆς γλώσσας ἔναντι τῆς ἑλληνικῆς, ὅπως θὰ τονίσει ὁ πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος (†1472), ἐπέτρεπε στὴ Δύση διπλὴ χρήση τοῦ ρήματος procedere, καὶ γιὰ τὴν αἰώνια ἐκπόρευση καὶ γιὰ τὴ χρονικὴ πέμψη τοῦ Πνεύματος.

Βέβαια ὁ Καρλομάγνος στὴν ἀποδοχὴ καὶ δογματοποίηση τοῦ «φιλιόκβε» εἶχε καὶ μία σοβαρὴ πολιτικὴ σκοπιμότητα. Τὴ χρήση τῆς προσθήκης ἀπὸ τοὺς Φράγκους ἐναντίον τῶν «Γραικῶν», τῶν Ἀνατολικῶν Ὀρθοδόξων, καὶ τὴ διευκόλυνση τῆς ἐπεκτατικῆς του πολιτικῆς. Μὴ ξεχνᾶμε ὅτι ὁ Καρλομάγνος πρῶτος σχεδίασε μία «Ἑνωμένη Εὐρώπη» ὑπὸ τὴν ἡγεσία τῶν Φράγκων. Συνεχιστὴς τοῦ σχεδίου αὐτοῦ θὰ εἶναι ἀργότερα ὁ Ναπολέων. Τὰ ἔργα «contra Graecos» (Κατὰ Γραικῶν), ποὺ ἐμφανίσθηκαν αὐτὴ τὴν περίοδο προωθοῦσαν τὸ σχέδιο τοῦ Καρλομάγνου γιὰ τὴν ἀποστασιοποίηση τῶν Ρωμαίων (Ὀρθοδόξων) τῆς Δύσης ἀπὸ ἐκείνους τῆς Ἀνατολῆς.

Ἡ προσθήκη τοῦ «Φιλιόκβε» στὸ ἱερὸ Σύμβολο τὸ 809 εἶναι αἵρεση καὶ βλασφημία κατὰ τῆς ἁγίας Τριάδος, ὡς καὶ ἀθέτηση τοῦ λόγου τοῦ
ἴδιου τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο οἱ Δυτικοὶ Ρωμαῖοι (Ὀρθόδοξοι) οὐδέποτε δέχθηκαν τὴν προσθήκη. Παράδειγμα κλασικὸ ὁ πάπας Λέων Γ΄(†816), ὁ ὁποῖος, μετὰ τὴν δογματοποίηση τοῦ «Φιλιόκ βε», τοποθέτησε δύο ἀργυρὲς πλάκες στὴ θύρα τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Πέτρου τῆς Ρώμης μὲ τὸ Σύμβολο στὸ πρωτότυπο ἑλληνικὸ (Β΄ Οἰκουμενικὴ) καὶ στὴ λατινικὴ μετάφρασή του χωρὶς τὴν προσθήκη, μὲ τὴν ἐπιγραφή: «Ταῦτα Λέων ἒθηκα δι’ ἀγάπην και  φύλαξιν τῆς ὀρθοδόξου πίστεως»40. Τί ἄλλο ἀποδεικνύει ἡ ἀποδοκιμασία ἀπὸ τὸν Λέοντα Γ΄ τῆς προσθήκης παρὰ τὸ ὅτι ὑπῆρχε ἡ συνείδηση τοῦ τελεσίδικου τοῦ Συμβόλου τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς καὶ τοῦ ἐγκλήματος τῆς ἀθέτησής του; Ἀλλὰ καὶ ἡ Η΄ (γιὰ τὴν Ἀνατολὴ) Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τοῦ ἔτους 879 ἐπὶ Μ. Φωτίου καταδίκασε πανηγυρικὰ τὴν αἵρεση τοῦ «φιλιόκβε», δηλώνοντας ἔτσι τὴ συνεχιζόμενη ταύτιση καὶ συμφωνία τῶν Ὀρθοδόξων Ἀνατολῆς καὶ Δύσης41. Ὁ ὀρθόδοξος Πάπας Ἰωάννης Η΄(†882) μὲ ἐπιστολή του καὶ διὰ τῶν ἀντιπροσώπων του καταδίκασε τὴν προσθήκη ὡς αἱρετική, σὲ συμφωνία μὲ τὸν Μ. Φώτιο καὶ τὴν Ἀνατολή. Ἐνῶ ὅμως στὴ Δύση ἡ προσθήκη ἐπιβλήθηκε ὡς δόγμα πίστεως, στὴν Ἀνατολὴ οὐδέποτε ἔγινε δεκτὸ τὸ «φιλιόκβε». Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα τὸν 18ο αἰώνα ὁ ἐπίσκοπος Ἠλίας Μηνιάτης (†1714), ὁ ὁποῖος διερωτᾶται γιὰ τὸν λόγο τῆς προσθήκης: «Ποία ἀνάγκη ἦταν καὶ ἐσάλευσαν τὸ ἅγιον σύμβολον, τὸ ὁποῖον διὰ τόσους αἰῶνας ἐφύλαξεν εὐλαβῶς ἀσάλευτον καὶ ἀπαράλλακτον ἡ Ἐκ κλησία τοῦ Χριστοῦ;»42. Καὶ συμπληρώνει: «Τὸ ἅγιον Σύμβολον εἶναι καὶ κανὼν καὶ γνώμων τῆς πίστεως, ἀλλ’ ὁ κανὼν καὶ γνώμων πρέπει νὰ εἶναι ἀσάλευτος», ἐπαναλαμβάνοντας κατὰ λέξη τὸν Μ. Βασίλειο (Λόγος Κατ’ Εὐνομίου). Μὲ τὰ λόγια του αὐτὰ ὁ μεγαλύτερος ἐκκλησιαστικὸς ρήτορας τῆς περιόδου τῆς δουλείας διατυπώνει τὴ μόνιμη πίστη καὶ θέση τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς.

Τὸ «φιλιόκβε» μαζὶ μὲ τὸ «παπικὸ πρωτεῖο ἐξουσίας» ὑπῆρξαν τὰ κύρια αἴτια τοῦ σχίσματος Ἀνατολῆς καὶ Δύσης (867 καὶ ὁριστικὰ τὸ 1054)43. Ὁ Μ. Φώτιος, ποὺ πρῶτος ἀντιμετώπισε στὴν Ἀνατολὴ τὸ ζήτημα τῆς προσθήκης καὶ διδασκαλίας τοῦ φιλιόκβε στὸ κλασικὸ ἔργο του «Περὶ τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μυσταγωγίας»44, τὸ χαρακτηρίζει «ἄθεον γνώμην», «κιβδήλευμα τοῦ ἱεροῦ Συμβόλου», «καινὴν δυσσέβειαν», «ὑπερβολὴν βλασφημίας» κ.λπ. Ὁ πατριάρχης Φώτιος συνέλαβε τὴ βαρύτητα τῆς βλασφημίας καὶ τῆς πρωτοφανοῦς θρασύτητας στὴν ἀθέτηση τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ (Ἰω. 15, 26). Τὸ ἔργο αὐτὸ τοῦ Μ. Φωτίου παραμένει γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία ἡ πηγὴ κάθε θεολογικῆς ἀντιμετώπισης τῆς κακοδοξίας αὐτῆς μέχρι σήμερα. Καὶ δὲν ἔλειψαν, βέβαια, οἱ λατινόφρονες (φιλενωτικοὶ) καὶ στὴν Ἀνατολή, ποὺ προσπαθοῦν νὰ ἀμβλύνουν τὴ σημασία τοῦ φραγκικοῦ δόγματος, γιὰ νὰ ὁδηγήσουν, βάσει ἑνὸς δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ, σὲ συμβιβαστικὲς λύσεις. Τὴν ἀπάντηση ὅμως ἔχει δώσει ὁ μεγαλύτερος δογματολόγος μας τοῦ 20οῦ αἰ. π. Ἰωάννης Ρωμανίδης: «Τὸ λατινικὸ Filioque –γράφει– εἶναι ὄχι μόνον σοφιστεία, ἀλλὰ καὶ σαφὴς αἵρεσις καὶ ἀνατροπὴ τῆς διδασκαλίας τῆς Α΄ καὶ Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ τῶν Πατέρων αὐτῶν»45.


6. Τὸ «φιλιόκβε» καὶ ὁ ἑνωτικὸς Διάλογος

Τὸ «Φιλιόκβε» εἶναι τὸ βασικὸ θέμα, αἰῶνες τώρα, τῶν ἑνωτικῶν Διαλόγων τοῦ φθίνοντος Βυζαντίου, ὅσο καὶ τῶν θεολογικῶν Διαλόγων τῆς ἐποχῆς μας46. Στὶς ἑνωτικὲς συνόδους μετὰ τὸ σχίσμα (11ος-15ος αἰ.) ἡ λατινοφραγκικὴ κακοδοξία εἶχε πάντα ἀπόλυτη προτεραιότητα, συνδεόμενη πάντα μὲ τὸ παπικὸ πρωτεῖο, ποὺ παράγει μόνιμα τὴν αὐθαιρεσία καὶ ἀδιαλλαξία τῆς παπικῆς πλευρᾶς. Καὶ στὴν τελευταία σύνοδο τῆς περιόδου αὐτῆς (1438/39, Φερράρας-Φλωρεντίας) τὸ φιλιόκβε καὶ τὸ πρωτεῖο ἦταν τὰ κύρια θέματα, ἀλλὰ καὶ τὸ μεγαλύτερο ἐμπόδιο στὴν πραγματοποίηση τῆς ἑνώσεως.

Τὸ δόγμα τοῦ «φιλιόκβε» μένει, ὅπως εἶναι εὐνόητο, τὸ μεγάλο πρόβλημα, καὶ ἡ ἀπόρριψή του βασικὴ προϋπόθεση γιὰ τὴν ἐπανένωση τοῦ διαιρεμένου χριστιανικοῦ κόσμου. Εἶναι δὲ περίεργο, ὅτι ἡ Διαμαρτύρηση (Προτεσταντισμός), ἐνῶ ἀπέρριψε τὸ παπικὸ πρωτεῖο, κρατεῖ μέχρι σήμερα τὴν πλάνη τοῦ «φιλιόκβε», ὡς ἕνα εἶδος «προπατορικοῦ ἁμαρτήματος» τοῦ Προτεσταντισμοῦ. Ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός, ἐξ ἄλλου, ἐπιμένει στὸ δόγμα αὐτό, ἀνυποχώρητα, ἐνῶ ἤδη ὁ ἀείμνηστος οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Ἀθηναγόρας τὸ χαρακτήρισε «μὴ κώλυμα» στὴν πορεία τῆς ἑνότητας. Κανεὶς διάλογος ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ ἀναμένει ἐπιτυχῆ ἔκβαση, ἂν δὲν ὑπάρξει ὁμοφωνία, στὴ βάση τῆς ἁγιογραφικῆς καὶ πατερικῆς παραδόσεως, στὸ ζήτημα τοῦ «φιλιόκβε», ποὺ ἀποτελεῖ βλασφημία, ὡς ἀλλοίωση τοῦ ἀπολύτου θεμελίου τοῦ Χριστιανισμοῦ, ποὺ εἶναι ἡ πίστη στὴν Ἁγία Τριάδα.

Βέβαια, τὸ ἐρώτημα εἶναι: Γιατί ἡ ἐπιμονὴ αὐτὴ ἐκ μέρους τοῦ Παπισμοῦ, ἀφοῦ ὑπάρχει τὸ ἀπαράβατο θεμέλιο τῆς Ἀλήθειας ποὺ εἶναι ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ στὸ Ἰω.15,26: «Τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὃ παρά τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται»; Στὸ σημεῖο αὐτὸ εἶναι σημαντικὴ μία ἐπισήμανση τοῦ Ἠλία Μηνιάτη: «Ἐρωτηθέντες εἰς τὴν ἐν Φλωρεντίᾳ σύνοδον οἱ Δυτικοὶ περὶ τῆς προσθήκης ταύτης, οἰκονομικῶς (=κατ’ οἰκονομίαν) ἀπεκρίθησαν πώς τὴν ἔκαμαν· καὶ οἰκονομικῶς τοὺς ἀνταπεκρίθη ὁ Ἐφέσου ἔπρεπε νὰ τὴν ἐβγάλωσιν, ἐπειδὴ καὶ προξενεῖ τόσον σκάνδαλον εἰς τὴν Ἐκκλησίαν»47. Ἡ εὐκταία καὶ εὐλογημένη ἕνωση μπορεῖ νὰ καταστεῖ δυνατή, ὅταν ὁ Χριστιανικὸς κόσμος ἐπιστρέψει στὴ βάση, ποὺ ἔθεσε γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα ὁ Ἀπ. Παῦλος: «Εἷς Κύριος, μία πίστις, ἓν Βάπτισμα» (Ἐφεσ. 4,5). Μόνο οἱ λατινόφρονες τοῦ Βυζαντίου καὶ οἱ φιλενωτικοὶ-λατινίζοντες τῆς ἐποχῆς μας τάσσονται ὑπὲρ τοῦ «φιλιόκβε» ἢ προσπαθοῦν νὰ ἀποδυναμώσουν τὴ σημασία του, γιὰ νὰ διευκολύνουν τὸν Διάλογο.

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης προσφυέστατα θεωρεῖ, ὅτι «ὑπάρχει κάτι τὸ δαιμονικὸν εἰς τὴν ψυχοσύνθεσιν τῶν ἀπογόνων τῶν Φραγκολατίνων ἔναντι τῶν Ρωμαίων Ὀρθοδόξων Πατέρων». Χαρακτηρίζει δὲ «παράδοξον» τὸ ὅτι «οἱ σημερινοὶ Δυτικοὶ δέχονται, ὅτι οἱ ἀγράμματοι Φράγκοι ἐγνώριζαν καλύτερα ἀπὸ τοὺς Ἑλληνορωμαίους τοὺς Ρωμαίους Πατέρας, ὡς καὶ τὰς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων»48. Ἀλλὰ καὶ ἄλλοι σπουδαῖοι σύγχρονοι ὀρθόδοξοι Θεολόγοι θεωροῦν τὴν προσθήκη κύρια αἰτία τοῦ σχίσματος, ὅπως λ.χ. ὁ σέρβος ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς (†1979), ὁ ρουμάνος καθηγητὴς π. Δημήτριος Στανιλοάε, ὁ ρῶσος πρωτοπρεσβύτερος Καθηγητὴς π. Γεώργιος Φλορόφσκυ (†1977), ὁ Βλαδίμηρος Λόσκυ, ὁ καθηγητὴς Ἰωάννης Καρμίρης κ.π.ἄ. Χωρὶς λοιπὸν τὴν ἀπόρριψη τοῦ «φιλιόκβε» καὶ τοῦ παπικοῦ πρωτείου καὶ ἀλαθήτου, ποὺ συμπορεύονται, δὲν μπορεῖ νὰ γίνει λόγος γιὰ ἀληθινὴ καὶ βιώσιμη ἕνωση.

Βέβαια καὶ σήμερα χρησιμοποιεῖται στὸ Διάλογο ἡ παλαιὰ μέθοδος τῆς σχετικοποίησης τῶν προβλημάτων καὶ τῆς διὰ τεχνασμάτων παράκαμψής τους. Οἱ σημερινοὶ Οἰκουμενιστὲς εἶναι πρόθυμοι, ὅπως δηλώνεται καὶ ἐφαρμόζεται συχνά, νὰ δεχθοῦν καὶ τὰ δύο σύμβολα, σὲ μία συμπληρωματικὴ σχέση μεταξύ τους, γιὰ τὴν ἐξασφάλιση μίας συμβιβαστικῆς λύσης. Ὁ «διάλογος τῆς ἀγάπης» ἄλλωστε, μετὰ τὴ Β΄ Βατικανὴ Σύνοδο (1962-1965) καὶ τὴν ἀποδοχή του ἀπὸ τὸν πατριάρχη Ἀθηναγόρα, ἐπεκτεινόμενος καὶ στὸν Διάλογο τῆς πίστεως, ἐπιτρέπει κάθε εἴδους ὑποχωρήσεις (ἐκ μέρους τῶν Ὀρθοδόξων) γιὰ τὴν διευκόλυνση τῆς ἑνωτικῆς πορείας, κάτι ποὺ κατὰ κόρον ζοῦμε στὶς μέρες μας, στὰ ὅρια τῆς νεοεποχίτικης εἰρηνολογίας. Ἔτσι, δὲν εἶναι περίεργο γιὰ τοὺς Οἰκουμενιστὲς (ἀνατολικοὺς καὶ δυτικοὺς) νὰ ἀπαγγέλλεται τὸ ἱερὸ Σύμβολο ἑλληνικὰ χωρὶς τὴν προσθήκη καὶ λατινικὰ μὲ τὸ «φιλιόκβε». Αὐτὸ σημαίνει κατὰ τὸ λαϊκὸ θέατρο: «Καὶ σὺ ἔχεις δίκιο, καὶ αὐτὸς δὲν ἔχει ἄδικο»!

Ὁ θεολογικὸς διάλογος μὲ τὴ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία ἄρχισε ἐπίσημα τὸ 1980. Τὸ 1982 (Μόναχο) βασικὸ θέμα τοῦ διαλόγου ἦταν: «Τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Εὐχαριστίας ὑπὸ τὸ φῶς τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἁγίας Τριάδος».

Κατὰ τὸν καθηγητὴ Ἀντώνιο Παπαδόπουλο: «Ἡ περὶ ἁγίου Πνεύματος διδασκαλία διατυπώθηκε ὀρθοδόξως χωρὶς περαιτέρω ἀνάπτυξη. Ἀφέθηκε γιὰ τὸ μέλλον, μὲ πολλὰ σχόλια ἀπὸ Ρωμαιοκαθολικοὺς καὶ ἀπὸ Ὀρθοδόξους, κυρίως ἀπὸ τοὺς δεύτερους, ἀρνητικὰ»49. Ὁ πάπας Ἰωάννης Παῦλος Β΄ σὲ λόγο του (29 Ἰουνίου 1995) στὴ Ρώμη, ἐνώπιον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Βαρθολομαίου, ζήτησε νὰ ἀποσαφηνισθεῖ ἡ «περὶ τοῦ Filioque πατροπαράδοτος διδασκαλία, ἡ περιεχομένη εἰς τὴν λειτουργικὴν διατύπωσιν τοῦ λατινικοῦ «Πιστεύω», ὥστε νὰ φωτισθεῖ ἐντελῶς ἡ τελεία ἁρμονία πρὸς ὅσα ἡ συνελθοῦσα ἐν Κων/λει τὸ 381 Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ὁμολογεῖ εἰς τὸ σύμβολον αὐτῆς…»50. Ὁ πολὺ καλὸς
γνώστης ὅμως τῶν πραγμάτων τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, π. Νεῖλος Βατοπαιδινός, καθηγητὴς Πανεπιστημίου (νομικός), διακρίνει μία τάση ὑπέρβασης τῆς ἀρχαίας πολεμικῆς γιὰ τὸ «φιλιόκβε». «Οἱ παπικοὶ δηλώνουν ἐπίσημα, ὅτι ἡ ἀπαγγελία τοῦ Συμβόλου μὲ ἢ χωρὶς τὸ «φιλιόκβε» σημαίνει ὅτι ὁμολογεῖται ἡ ἴδια ὀρθόδοξη πίστη» (!). Εὔστοχα ὅμως ὁ π. Νεῖλος ἐπισημαίνει: «Οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ τείνουν νὰ παρακάμψουν τὸ ζήτημα τοῦ Filioque, ἀνατρέχοντας στὴν πιὸ σύντομη ἀναφορὰ στὸ ἀποστολικὸ σύμβολο»51. Αἰσθάνομαι τὴν ἀνάγκη νὰ ἐπαναλάβω τὸ γνωστὸ «καὶ ἡ πίττα ἀφάγωτη καὶ ὁ σκύλος χορτάτος»!

Ἀνάλογη μεθόδευση γίνεται καὶ στὸ ζήτημα τοῦ παπικοῦ πρωτείου, ποὺ ἀναζητεῖται κατάλληλη «φόρμουλα», γιὰ νὰ γίνει δεκτὸ ἀπὸ τὶς κατὰ τόπους ὀρθόδοξες συνόδους γιὰ τὴν ἐπιβολή του καὶ στὴν Ὀρθοδοξία. Κάθε «ἕνωση» ὅμως, ποὺ θὰ παραθεωρήσει ἢ θὰ ἀποδυναμώσει τὴν Πίστη, θὰ εἶναι ψευδένωση, καταδικασμένη σὲ ἀποτυχία. Καὶ ἐνῶ ἡ ἕνωση στὸ θεμέλιο τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων πρέπει νὰ εἶναι τὸ κύριο μέλημα τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου, μὲ τὴν ἐφαρμοζόμενη σήμερα μεθόδευση γιὰ τὴν ἐπίτευξη τῆς νεοεποχίτικης πανθρησκείας, θὰ ἀναγκάζονται παπικοὶ καὶ σύγχρονοι λατινόφρονες νὰ θέτουν τὸ κρίσιμο ἐρώτημα: «Ὁ Μάρκος (Εὐγενικὸς) ὑπέγραψε;». Διότι χωρὶς τοὺς «Μάρκους», τοὺς ἀληθεῖς φορεῖς τῆς Πίστεως, θὰ συνεχίζεται, δυστυχῶς, ἡ φενάκη τῆς Ψευδοσυνόδου Φερράρας – Φλωρεντίας (1438/39).