Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2017

Γέροντας Παΐσιος: Όποιος κατακρίνει τους άλλους, πέφτει στα ίδια σφάλματα...

- Γέροντα, πως συμβαίνει, όταν κατακρίνω μια αδελφή για κάποιο σφάλμα της, σε λίγο να κάνω κι εγώ το ίδιο σφάλμα;
- Αν κατακρίνει κανείς τον άλλον για ένα σφάλμα του και δεν καταλάβει την πτώση του, ώστε να μετανοήσει, συνήθως πέφτει στο ίδιο σφάλμα, για να το καταλάβει. Ο Θεός δηλαδή από αγάπη επιτρέπει ο άνθρωπος να αντιγράφει την κατάσταση αυτού  τον οποίο κατέκρινε. Αν πεις λ.χ. ότι κάποιος είναι πλεονέκτης και δεν καταλάβεις ότι κατέκρινες, ο Θεός παίρνει τη Χάρη του και επιτρέπει να πέσεις κι εσύ στη πλεονεξία. Αρχίζεις τότε να μαζεύεις. Μέχρι να καταλάβεις τη πτώση σου και να ζητήσεις συγχώρεση από τον Θεό, θα λειτουργούν οι πνευματικοί νόμοι.
Για να σε βοηθήσω, θα σου πω κάτι από τον εαυτό μου. Όταν ήμουν στην Ιερά Μονή Στομίου, έμαθα για μια συμμαθήτριά μου από το Δημοτικό ότι είχε παραστρατήσει και έκανε ζημιά κάτω στην Κόνιτσα. Προσευχόμουν λοιπόν να τη φωτίσει ο Θεός να ανέβει στο μοναστήρι, για  να της μιλήσω. Είχα ξεχωρίσει και μερικά κομμάτια περί μετανοίας από την Αγία Γραφή και από Πατερικά. Μια μέρα λοιπόν ήρθε με δύο άλλες γυναίκες. Μιλήσαμε και έδειξε ότι κατάλαβε. Στη συνέχεια ερχόταν συχνά με το παιδί της και έφερνε κεριά, λάδι, λιβάνι για τον ναό. Μια φορά κάποιοι γνωστοί προσκυνητές από τη Κόνιτσά μου λένε: «Πάτερ, αυτή η γυναίκα υποκρίνεται. Εδώ φέρνει κεριά κα λιβάνι και κάτω συνεχίζει με τους αξιωματικούς». Όταν ξαναήρθε, τη βρήκα στην εκκλησία να ασπάζεται τις εικόνες, και της έβαλα τις φωνές: «Φύγε από ‘δω, της είπα, έχεις βρωμίσει όλη την περιοχή!…». Η καημένη έφυγε κλαίγοντας. Δεν πέρασε πολύ ώρα και αισθάνθηκα μεγάλο σαρκικό πόλεμο. «Τι είναι αυτό; λέω. Ποτέ μου δεν είχα τέτοιον πειρασμό. Τι συμβαίνει;». Δεν μπορούσα να βρω την αιτία. Κάνω προσευχή, τα ίδια. Οπότε παίρνω τον ανήφορο για την Γκαμήλα.«Καλύτερα να με φάνε οι αρκούδες», είπα. Προχώρησα αρκετά μέσα στο βουνό. Ο πειρασμός δεν υποχωρούσε. Βγάζω τότε ένα τσεκουράκι που είχα κρεμασμένο στη μέση μου και δίνω τρεις τσεκουριές στο πόδι μου, μήπως και με τον πόνο φύγει ο πειρασμός. Το παπούτσι γέμισε αίμα, αλλά τίποτε. Σε μια στιγμή ήρθε στο νου μου εκείνη η γυναίκα και τα λόγια που της είχα πει. «Θεέ μου , είπα τότε, εγώ για λίγο έζησα αυτή την κόλαση και δεν μπορώ να την αντέξω, κι αυτή η ταλαίπωρη που ζει συνέχεια αυτήν την κόλαση!… Συγχώρεσε με που την κατέκρινα». Αμέσως ένοιωσα μια δροσιά θεϊκή και εξαφανίσθηκε ο πόλεμος. Βλέπεις τι κάνει η κατάκριση;

«Ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει»: Η πιο παρεξηγημένη ιερή παροιμία.

«Σε ποιές περιπτώσεις μπορούμε θεμιτά και νόμιμα να καταλύσουμε την νηστεία;» είναι ένα σύνηθες ερώτημα πιστών προς τους ιερείς και ιδιαίτερα προς τους πνευματικούς – εξομολόγους. «Ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει», είναι μια εξίσου συνηθισμένη απάντηση.
Πρόκειται όμως για μια παρεξήγηση. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι παροιμίες αποτελούν καταστάλλαγμα της μακρόχρονης εμπειρίας των ανθρώπων. Και για τον λόγο αυτό αναγνωρίστηκαν παντού και πάντοτε ως αναμφισβήτητες αλήθειες. Μία από τις παροιμίες αυτές είναι και η «ασθενής και ωδιπόρος (η ωδειπόρος) αμαρτίαν ουκ έχει». Με απλούστερα λόγια: «Ο άρρωστος και η έγκυος γυναίκα δεν αμαρτάνει εάν δεν νηστέψει».
Σήμερα όμως, οι περισσότεροι παρανοούν την έννοια της παραπάνω ρήσης, είτε από άγνοια της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, είτε από την ανορθόγραφη καταγραφή της λέξης ωδιπόρος (και όχι οδοιπόρος = ταξιδιώτης).Έτσι, η ρήση μετατράπηκε σε «ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει» δηλαδή: «Ο άρρωστος και ο ταξιδιώτης δεν έχει αμαρτάνει εάν δεν νηστέψει». Σύμφωνα με την παραπάνω λανθασμένη γραφή, ανάγνωση η ερμηνεία, ο κάθε ταξιδιώτης (άσχετα εάν έχει ταξιδέψει με αεροπλάνο, πλοίο, τρένο η αυτοκίνητο) μπορεί να καταλύσει κάθε νηστεία, χωρίς να αμαρτήσει.
Βέβαια εάν κάποιος δεν θέλει να νηστέψει, ας φάει, ότι θέλει. Δεν είναι εκεί το πρόβλημα. Το θέμα είναι να μην εφευρίσκουμε δικαιολογίες, για να δικαιολογήσουμε την αδυναμία μας. Ακόμη και εάν το κείμενο εννοούσε «οδοιπόρο» και όχι «ωδιπόρο», θα δικαιολογούνταν η κατάλυση μόνον στην περίπτωση που αυτός ο (τέλος πάντων) «οδοιπόρος» ήταν κάποιος που περπάτησε επί πολλές ώρες, κατάκοπος και εξαντλημένος από τις κακουχίες του ταξιδιού. Φτάνουμε όμως στο σημείο να απαλλάσσονται από τη νηστεία και όσοι πηγαίνουν μία εκδρομή. Δεν νηστεύουν με τη δικαιολογία ότι ταξίδεψαν.
Αλλά ας εξηγήσουμε τι σημαίνει το ορθό «ωδιπόρος». Πρόκειται για λέξη σύνθετη από την «ωδι» και «πόρος». Για τη λέξη «πόρος» λίγο – πολύ ξέρουμε ότι έχει διάφορες σημασίες, όπως στις λέξεις εύπορος, άπορος, οι πόροι του σώματος. Ακόμη έχουμε το μοναδικό νησί αρσενικού γένους, τον Πόρο. Πολλά χωριά με το όνομα Πόρος, διάφοροι οικισμοί, κάποιο βουνό στη Λευκάδα και μία νησίδα στον Πατραϊκό κόλπο, κοντά στο Αιτωλικό (βλ. περιοδικό Επάλξεις, 2004).H λέξη όμως «ωδι» προέρχεται από το ρήμα «ωδίνω», που έχει αρκετές σημασίες (κυριολεκτικά): Έχω ωδίνες, κοιλοπονώ, τίκτω, γεννώ, αλλά και (μεταφορικά) επιθυμώ πάρα πολύ να φάω, κάτι όπως η εγκυμονούσα, κάνω κάτι να τρέμει, σαν την ετοιμόγεννη γυναίκα (βλ. Αντιλεξικόν η Ονομαστικόν της Νεοελληνικής Γλώσσης, εκδ. β’, Αθήναι 1990). Πόσες φορές λοιπόν έχουμε ακούσει ότι η έγκυος γυναίκα ζητά να φάει κάτι, για να μην «ρίξει» το παιδί, να μην αποβάλλει;
Δικαιολογείται έτσι η έγκυος να μην νηστέψει, αν το ζητά ο οργανισμός της, γιατί κινδυνεύει να αποβάλλει το παιδί της. Άλλωστε το ορθό «ωδιπόρος» έχει και εννοιολογική συνάφεια με το «ασθενής», καθώς και τα δύο αναφέρονται σε καταστάσεις σωματικής ανάγκης και αδυναμίας, που δικαιολογεί την κατάλυση της νηστείας. Γι’ αυτό και τίθεται μεταξύ των δύο λέξεων το συνδετικό «και», που συνδέει παρεμφερείς έννοιες, αλλιώς στην περίπτωση του «οδοιπόρου» θα υπήρχε το διαζευκτικό «η», που συνδέει έννοιες εννοιολογικά διαφορετικές.
Έτσι, ο ταξιδιώτης δεν δικαιολογείται. Ακόμη και αν ο σοφός που είπε την παροιμία εννοούσε τον πολύ κατάκοπο, τότε θα την έλεγε διαφορετικά. Θα χρησιμοποιούσε ενδεχόμενα λέξεις, όπως: Καταβεβλημένος, εξαντλημένος, καταπονημένος, καταπληγωμένος κ.α.
Βέβαια οι δύσπιστοι πρέπει να έχουν πολύ καλή εγκυκλοπαίδεια, για να συμφωνήσουν μαζί μας. Πάντως θα έχουν ακούσει για τις ωδίνες του τοκετού και ίσως το «ώδινεν όρος και έτεκε μυν». Ίσως πάλι να έχουν αντίρρηση στο συντακτικό, γιατί το θέμα του ρήματος «ωδίνω» είναι «ωδιν» και συνεπώς «ωδιν + πόρος = ωδινπόρος». Αλλά το γράμμα «ν» πριν από το «π» εξαφανίζεται, γιατί δεν έχουμε λέξεις με συνεχόμενα τα γράμματα «ν» και «π». Aντίθετα, έχουμε συνεχόμενα τα «π» και «ν», όπως πνοή. Κάποιες φορές το «ν» μετατρέπεται σε «μ», όπως «συν + πνοια = σύμπνοια».
Έπειτα από όλα αυτά, ιερείς, θεολόγοι, ιεροκήρυκες, εξομολόγοι και κάθε χριστιανός καλής θελήσεως, ας διαφωτίσουμε και τους υπόλοιπους ότι η σωστή παροιμία είναι: «Ασθενής και ωδιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει». Πρόκειται για μια παροιμία πολύ χρήσιμη στην εποχή μας. Είναι πολλοί εκείνοι που νηστεύουν, αλλά δεν λείπουν και εκείνοι που θέλουν να βρίσκουν «νόμιμες» υπεκφυγές, να ζαχαρώνουν το χάπι και να κάνουν την αδυναμία τους ανάγκη. 

Άγιος Ηλίας ο Νέος Οσιομάρτυρας ο Αρδούνης

Ο Άγιος Ηλίας γεννήθηκε στην Καλαμάτα από γονείς ευσεβείς. Έκανε το επάγγελμα του κουρέα και είχε μεγάλη υπόληψη από τους προεστούς της Καλαμάτας.

Μιλώντας κάποτε σ' αυτούς, τους προέτρεψε να ενεργήσουν για να ελαφρυνθούν οι φόροι που επιβάλλουν οι Τούρκοι στους χριστιανούς, διότι αλλιώς κινδυνεύουν να αρνηθούν την πίστη των πατέρων τους. Οι προεστοί διαφωνούσαν μαζί του λέγοντας ότι οι Χριστιανοί δεν κινδυνεύουν ν’ αρνηθούν την πίστη τους. Τότε εκείνος τους λέει, εμένα αν κάποιος μου δώσει ένα φέσι γυρίζω το φύλλο. Τότε ένας προεστός, για αστείο, έστειλε και του αγόρασε ένα φέσι. Εκείνος πήγε αμέσως στον δικαστή και έγινε μουσουλμάνος, γεγονός που λύπησε όλους τους Χριστιανούς.

Μετά από λίγο καιρό συναισθάνθηκε το σφάλμα του, έφυγε από την πατρίδα του και πήγε στο Άγιο Όρος. Εκεί εξωμολογήθηκε με μεγάλη συντριβή το λάθος του, έκανε τον κανόνα του και μυρώθηκε με το Άγιο Μύρο. Έγινε μάλιστα και μοναχός στο Άγιο Όρος, όπου παρέμεινε οκτώ χρόνια, ασκούμενος στην αρετή, την προσευχή και την προετοιμασία για το μαρτύριο.

Επανήλθε λοιπόν στην Καλαμάτα, παρουσιάστηκε στον κριτή και ομολόγησε μπροστά του τη χριστιανική πίστη. Παρά τις κολακείες και τα φρικτά βασανιστήρια, ο Ηλίας έμεινε ακλόνητος στην πίστη του. Ο δικαστής τότε διέταξε να τον κάψουν με χλωρά ξύλα. Τον άρπαξαν οι δήμιοι και τον οδηγούσαν στον τόπο της καταδίκης.

Στο δρόμο κάποιος του κατέβασε κυριολεκτικά την πλάτη με μια σπαθιά. Ο άγιος χωρίς να δειλιάσει, χαρούμενος, με περισσότερο θάρρος, προχωρούσε ψάλλοντας τους ψαλμούς του Δαυίδ. Όταν έφθασαν στον τόπο της καταδίκης, τον έριξαν στη φωτιά. Το θαυμαστό είναι ότι, ενώ παρέδωσε την αγία του ψυχή μέσα στην πυρά, όταν έσβησε η φωτιά το άγιο λείψανό του είχε μείνει άθικτο. Δεν είχαν καεί ούτε τα ράσα του ούτε τα γένια ούτε τα μαλλιά του. Τη νύχτα, οι φρουροί έβλεπαν το ουράνιο φως που κατέβαινε και περικύκλωνε το τίμιο λείψανο του μάρτυρος και έλεγαν επειδή δεν τον έκαψε η φωτιά, έστειλε ο Θεός φωτιά από τον ουρανό για να τον κάψει.

Οι Χριστιανοί πήραν το άγιο λείψανο του μάρτυρος και το έθαψαν δίνοντας πολλά χρήματα. Όταν, αργότερα, έκαναν την ανακομιδή μια καταπληκτική ευωδία γέμιζε τον τόπο.

Η τίμια κάρα του νεομάρτυρα αυτού, είναι θησαυρισμένη στην Ιερά Μονή Βουλκάνου της Μεσσηνίας.

Να σημειώσουμε τέλος ότι το έτος μαρτυρίου του Αγίου μάλλον δεν είναι το 1686 μ.Χ., όπως πρώτος αναφέρει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης και επαναλαμβάνουν λανθασμένα όλοι οι Συναξαριστές. Η Καλαμάτα ελευθερώθηκε από τους Τούρκους στις 14 Σεπτεμβρίου 1685 μ.Χ. με την βοήθεια των Βενετών, οι οποίοι παρέμειναν στην πόλη μέχρι το 1715 μ.Χ. Συνεπώς, ο Άγιος Ηλίας μαρτύρησε πριν από τις 14 Σεπτεμβρίου 1685 μ.Χ. όταν ήταν οι Τούρκοι στην Καλαμάτα. Δηλαδή, το πιθανότερο, στις 31 Ιανουαρίου 1685 μ.Χ.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Καλαμῶν θεῖος γόνος καὶ ἐγκαλλώπισμα, Ὁσιομάρτυς Ἠλία ἀξιοθαύμαστε, ἀνεδείχθης ἀληθῶς δόξῃ τῇ κρείττονι, ὡς ἀσκήσας ἱερῶς, καὶ ἀθλήσας ἀνδρικῶς, ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Σωτῆρος· ὃν ἐκδυσώπει ἀπαύστως, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐν ἀσκήσει πρότερον, θεοφιλεῖ διαπρέψας, ἐν ἀθλήσει ὕστερον, ὑπὲρ Χριστοῦ ἠγωνίσω· πᾶσαν γὰρ, ἐχθροῦ τὴν πλάνην καταπαλαίσας, ἤνεγκας, πυρὸς τὴν καῦσιν ἀνδρειοφρόνως, καὶ θεόθεν ἐδοξάσθης, Ὁσιομάρτυς Ἠλία ἔνδοξε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἐκκλησίας νέος ἀστήρ, Ἠλία θεόφρον, Καλαμαίων ἡ καλλονή· χαίροις ὁ πηγάζων, ἐκ τῆς σεπτῆς σου κάρας, θαυμάτων θεῖα ῥεῖθρα, τοῖς σὲ γεραίρουσι.


Όσιος Αρσένιος ο Νέος εν Πάρω

Ο Όσιος Αρσένιος γεννήθηκε στα Ιωάννινα στις 31 Ιανουαρίου του έτους 1800 μ.Χ. και ονομαζόταν Αθανάσιος. Από μικρή ηλικία έμεινε ορφανός και σε ηλικία εννέα ετών μετέβη στις Κυδωνίες της Μικράς Ασίας, όπου σπούδασε στην ονομαστική σχολή της πόλεως έχοντας ως σχολάρχη τον περίφημο διδάσκαλο ιερομόναχο Γρηγόριο Σαράφη. Κατά τα τελευταία έτη της φοιτήσεώς του συνδέθηκε με τον πνευματικό Γέροντα Δανιήλ από τη Ζαγορά του Πηλίου, έναν από τους ονομαστούς πνευματικούς της εποχής εκείνης και έγινε υποτακτικός του.

Το έτος 1815 μ.Χ. ο Άγιος αναχώρησε για το Άγιον Όρος με τον Γέροντα Δανιήλ και εκεί εκάρη μοναχός. Αργότερα χειροτονήθηκε Διάκονος παρά τις αντιδράσεις του, καθώς δεν θεωρούσε τον εαυτό του άξιο και μετά από εξαετή παραμονή στο Άγιον Όρος ήλθε και πάλι με τον Γέροντά του, στη μονή Πεντέλης στην Αθήνα. Στη συνέχεια μετέβησαν στις Κυκλάδες, όπου ο Όσιος χειροτονήθηκε το 1817 μ.Χ. Πρεσβύτερος.

Ο Όσιος Αρσένιος έδρασε κυρίως στην Πάρο και τη Φολέγανδρο, όπου δίδαξε από το 1829 μ.Χ. μέχρι το 1840 μ.Χ.

Μετά την κοίμηση του Γέροντά του Δανιήλ, ο Όσιος ασκήτεψε στη μονή Λογγοβάρδας της Πάρου. Κοιμόταν και έτρωγε ελάχιστα και συνεχώς αγρυπνούσε, προσευχόμενος για τα πνευματικά του τέκνα και τη σωτηρία του κόσμου. Βασική του τροφή ήταν η ανάγνωση των θείων Γραφών και των συγγραμμάτων των Αγίων Πατέρων. Γι’ αυτό και ο Όσιος θεωρούσε τη μικρή του βιβλιοθήκη ως κήπο τερπνότατο και ωραιότατο με αγλαόκαρπα δένδρα, πλήρη από εύχυμους καρπούς.

Ο Όσιος αγαπούσε τους πάντες χωρίς διακρίσεις. Περισσότερο όμως αγαπούσε τους ασθενείς, τους οποίους διακονούσε με μεγάλη προθυμία.

Όταν το 1861 μ.Χ., κοιμήθηκε ο ηγούμενος της μονής, ευσεβής ιερομόναχος Ηλίας, οι πατέρες εξέλεξαν ηγούμενο και προϊστάμενό τους τον Όσιο Αρσένιο, ο οποίος τους ποίμανε με θεοφιλή και θεάρεστο τρόπο. Λίγα χρόνια αργότερα παραιτήθηκε, για να ασχοληθεί απερίσπαστα με το έργο της ιεράς εξομολογήσεως.

Ο Όσιος κοιμήθηκε με ειρήνη στις 31 Ιανουαρίου του έτους 1877 μ.Χ. Η ανακομιδή των λειψάνων του έγινε το έτος 1938 μ.Χ. και εορτάζεται στις 18 Αυγούστου. Τα ιερά λείψανά του φυλάσσονται με ευλάβεια στη Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Πάρου.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιοι Κύρος και Ιωάννης οι Ανάργυροι και η Αγία Αθανασία με τις τρεις θυγατέρες της Θεοδότη, Θεοκτίστη και Ευδοξία

Οι Άγιοι Μάρτυρες Κύρος και Ιωάννης άθλησαν κατά την εποχή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (284 - 305 μ.Χ.). Ο Άγιος Κύρος καταγόταν από την Αλεξάνδρεια, ενώ ο Άγιος Ιωάννης καταγόταν από την Έδεσσα της Μεσοποταμίας.

Όταν ξέσπασε ο διωγμός του Διοκλητιανού, ο Άγιος Κύρος πήγε σε ένα παραθαλάσσιο τόπο της Αραβίας και, αφού περιεβλήθηκε το μοναχικό σχήμα, κατοίκησε στον τόπο αυτό.

Ο Άγιος Ιωάννης πήγε στα Ιεροσόλυμα και εκεί άκουσε για τα θαύματα που επιτελούσε ο Άγιος Κύρος. Στην συνέχεια μετέβη στην Αλεξάνδρεια. Από εκεί, αφού από διάφορες φήμες έμαθε που διέμενε ο Άγιος Κύρος, πήγε και τον βρήκε και έμεινε μαζί του. Τα θαύματα των Αγίων Αναργύρων συνέγραψε ο Άγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ιεροσολύμων (τιμάται 11 Μαρτίου), διότι οι Άγιοι θεράπευσαν τα μάτια του.

Κατά την περίοδο του διωγμού συνελήφθη και η Αγία Αθανασία, που ήταν χήρα, καθώς επίσης και οι τρεις θυγατέρες της Θεοδότη, Θεοκτίστη και Ευδοξία. Η είδηση τάραξε τον Κύρο και τον Ιωάννη. Έτσι οι Άγιοι, επειδή φοβήθηκαν μήπως αυτές δειλιάσουν από την σκληρότητα των βασανιστηρίων, εξαιτίας της αδυναμίας της φύσεως της γυναίκας, έσπευσαν κοντά τους και έδιναν σε αυτές θάρρος, ενώ παράλληλα προετοιμάζονταν και οι ίδιοι για το μαρτύριο. Και πράγματι, συνελήφθησαν και αυτοί και οδηγήθηκαν στον ηγεμόνα. Εκεί διακήρυξαν με παρρησία και θάρρος την πίστη τους στον Θεό. Μάταια ο ηγεμόνας ζητούσε να κάμψει την ανδρεία της μητέρας, δείχνοντας σε αυτή τις θυγατέρες της και επιρρίπτοντάς της την ενοχή. Εκείνη, αφού στράφηκε προς τις θυγατέρες της, τις ενίσχυε λέγουσα ότι η σωματική ωραιότητα είναι πρόσκαιρη, ενώ στην αιωνιότητα διατηρείται η ομορφιά της ψυχής του ανθρώπου αθάνατη. Αυτές δε έλεγαν προς την μητέρα τους ότι αισθάνονταν μεγάλη χαρά, επειδή έμελλε να φύγουν από τον μάταιο αυτό κόσμο μαζί της για την αγάπη του Χριστού και να μην χωρισθούν ποτέ από κοντά της. Ο ηγεμόνας εξαγριώθηκε και διέταξε να τους υποβάλουν σε πολλά και σκληρά βασανιστήρια. Μετά από τα βασανιστήρια αποκεφάλισαν διά ξίφους τον Άγιο Κύρο και τον Άγιο Ιωάννη, το έτος 292 μ.Χ.. Έτσι μαρτύρησαν και η Αγία Αθανασία με τις τρεις θυγατέρες της. Τον βίο και το μαρτύριο αυτών έγραψε ο Σωφρόνιος ο Σοφιστής.

Η Σύναξη αυτών ετελείτο στο Μαρτύριο που είχε ανεγερθεί προς τιμήν τους και βρίσκεται στην περιοχή Φωρακίου.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’.
Τά θαύματα τῶν Ἁγίων σου Μαρτύρων, τεῖχος ἀκαταμάχητον ἡμῖν δωρησάμενος, Χριστέ ὁ Θεός, ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις, βουλάς ἐθνῶν διασκέδασον, τῆς Βασιλείας τά σκῆπτρα κραταίωσον, ὡς μόνος ἀγαθός καί φιλάνθρωπος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς Ἀθλοφόροι εὐκλεεῖς τοῦ Σωτῆρος, καὶ ἰατῆρες τῶν ψυχῶν καὶ σωμάτων, Ἀνάργυροι ἐκλάμπετε ἐν πάσῃ τὴ γῆ, νόσων μὲν ἰώμενοι, ἀνωδύνως τὰ βάρη, χάριν δὲ πορίζαντες, τοὶς βοώαιν ἀπαύστως χαίρετε κρήναι θείων δωρεῶν, Κῦρε θεόφρον, καὶ Ἰωάννη ἔνδοξε.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐκ τῆς θείας χάριτος, τήν δωρεάν τῶν θαυμάτων, εἰληφότες Ἅγιοι, θαυματουργεῖτε ἀπαύστως, ἅπαντα ἡμῶν τά πάθη, τῇ χειρουργίᾳ, τέμνοντες, τῇ ἀοράτῳ, Κῦρε θεόφρον, σύν τῷ θείῳ Ἰωάννῃ· ὑμεῖς γάρ θείοι ἱατροί ὑπάρχετε.

Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τὰς χαμαιζήλους ἡδονὰς συμπατοῦντες, πρὸς μαρτυρίου Ἀθληταὶ θεῖον ὕψος, περιφανῶς ἐπήρθητε ἐν χάριτι, Κῦρε Ἰωάννη τε, οἰκουμένης φωστῆρες· ὅθεν ἱκετεύομεν, σκοτασμοῦ ἁμαρτίας, καὶ νοσημάτων ῥύσασθαι ἡμᾶς, τὸν ἐπὶ πάντων Θεὸν ἱκετεύοντες.

Ὁ Οἶκος
Ἑαυτοὺς τῷ Θεῷ ἀναθέμενοι Ἅγιοι, πᾶσαν πεῖραν δεινῶν δι᾿ αὐτὸν ὑπεμείνατε, θανόντες προθύμως Μάρτυρες γενναῖοι, καὶ μετὰ τέλος, πᾶσι πηγάζετε τὰ θεῖα χαρίσματα, τοῖς ἐν ποικίλαις νόσοις ὑπάρχουσι, καὶ ὑπὸ πολλῶν ἐταζομένοις κακῶν, ὧν εἷς καὶ πρῶτος εἰμὶ ἐγὼ ὁ τάλας· τὸ σῶμα γὰρ καὶ τὴν ψυχὴν ὑπὸ τραυμάτων χαλεπῶν ὀδυνῶμαι, καὶ πίστει ὑμῖν βοῶ, ἰάσασθέ με· ὑμεῖς γὰρ θεῖοι ἰατροὶ ὑπάρχετε.


Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2017

Οι Τρεις Ιεράρχες Θεμελιωτές της Ορθοδοξίας

Του Πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών και Καθηγητή της Γλωσσολογίας κ. Γεωργίου Μπαμπινιώτη

Προσφώνηση κατά την Εορτή των Τριών Ιεραρχών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών στις 30.1.2002

Έχουμε αλήθεια σκεφτή γιατί μια εορτή Παιδείας, ένας κατ” εξοχήν εορτασμός του πνεύματος, της γνώσης και της καλλιέργειας ταυτίζεται στην Ελλάδα με μια εορτή θρησκευτική, μια εορτή τιμής προς τους θεμελιωτές της Ορθόδοξης Χριστιανικής Πίστης; Γιατί συν-εορτάζονται Παιδεία και Τρεις Ιεράρχες και όχι λ.χ. Παιδεία και πατριάρχης Φώτιος, μια μεγάλη παιδευτική μορφή του Βυζαντίου, ή Παιδεία και Ευστάθιος Θεσσαλονίκης ή Παιδεία και Ευγένιος Βούλγαρης; Είναι σύμπτωση; Είναι συμβολισμός; Είναι ιδεολόγημα; Ή δική μου εκτίμηση είναι ότι ό συνεορτασμός αυτός όχι μόνο δεν είναι συμπτωματικός ή προϊόν ιδεολογήματος, αλλά είναι συσχετισμός ουσίας, απόρροια βαθύτερης πνευματικής και πολιτισμικής σχέσης, σχέσης ταυτότητας και ιστορικής συνείδησης αυτής της Χώρας.

Θεωρώ ότι ό συνεορτασμός πηγάζει από μια σαφή πολιτισμική παραδοχή και εκδοχή της Παιδείας μας: ότι ή ελληνική Παιδεία στηρίχτηκε σε δύο παιδευτικούς άξονες, στον ορθολογισμό και στην «Ορθοδοξία Με άλλους όρους, στηρίχτηκε στη σπουδή της ελληνικής ορθολογικής σκέψης, όπως θεμελιώθηκε στα μεγάλα κείμενα της αρχαίας ελληνικής διανόησης, και στη σπουδή της Χριστιανικής Ορθόδοξης Πίστης, όπως θεμελιώνεται στη διδασκαλία της Κ. Διαθήκης και ερμηνεύεται στα μεγάλα κείμενα της Ορθόδοξης Θεολογίας, στα κείμενα του Μεγάλου Βασιλείου, του Γρηγορίου του Θεολόγου και του Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Ή ελληνική σύλληψη της Σχολικής Εκπαίδευσης συνδυάζει από παλιά δύο παιδευτικές αρχές: την Ελληνικότητα και τη Χριστιανική Πίστη, ό,τι ονομάστηκε Ελληνοχριστιανικό Ιδεώδες. Πρόκειται για ένα ιδεώδες πού δεν αμφισβητήθηκε βεβαίως, όταν το υποστήριζε ό Νεοελληνικός Διαφωτισμός με επικεφαλής τον Κοραή και τους Διδασκάλους του Γένους, ιερωμένους τους περισσότερους (τον Ευγένιο Βούλγαρη, το Νεόφυτο Δούκα, τον Άνθιμο Γαζή, τον Κωνσταντίνο Οικονόμο, το Νεόφυτο Βάμβα κ. ά.), ούτε όταν το υποστήριζαν ό Μακρυγιάννης, ό Κολοκοτρώνης και άλλοι αγωνιστές. Αμφισβητήθηκε αργότερα, όταν παρασυνδέθηκε μ” έναν έντονο συντηρητισμό στην εκπαιδευτική πράξη, και ως όρος απαξιώθηκε συγκυριακά, όταν χρησιμοποιήθηκε προπαγανδιστικά στη δικτατορία του Παπαδόπουλου ως εθνικιστικό σύνθημα. Τα πάντα, είναι γνωστό, μπορούν να στρεβλωθούν και να απαξιωθούν, αν αποτελέσουν αντικείμενο σκοπιμοτήτων και προκάλυμμα διαφορετικών προθέσεων. Σήμερα είναι, νομίζω, πλέον καιρός ή λέξη ελληνοχριστιανικός να «αποχαρακτηρισθή» πολιτικά και ιδεολογικά, με εξαίρεση τις ιστορικές αναφορές στην περίοδο της Επταετίας, και να επανακτήσει το πρωτογενές και ουσιαστικό εννοιολογικό και σημασιολογικό περιεχόμενο της, πού είναι ή αναφορά στο δίπολο Ελληνικότητας και Χριστιανισμού, κλασικού ελληνικού ορθολογισμού και Χριστιανικής Ορθοδοξίας. Κι αυτό, γιατί οι τρεις αυτοί γίγαντες της Πατερικής Θεολογίας μέσα από τη βαθειά χριστιανική τους πίστη και το θεϊκό χάρισμα, «τη θεία χάρη» να αποτελέσουν τους κύριους και αυθεντικούς (μετά τον Παύλο) ερμηνευτές της χριστιανικής διδασκαλίας, να ορίσουν την ορθόδοξη διάσταση του Χριστιανισμού, είχαν το πρόσθετο προνόμιο να ακονήσουν το πνεύμα τους στα μεγάλα κείμενα της ελληνικής φιλοσοφίας και της ρητορικής, σε γλώσσα ελληνική και σε μεγάλες Σχολές του Ελληνισμού, στη Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών ό Βασίλειος και ό Γρηγόριος, στην Αντιόχεια κοντά στο Λιβάνιο ό Ιωάννης.
Έτσι, ήταν λογικό να γίνουν και οι φυσικοί υποστηρικτές της παιδευτικής σύζευξης των ελληνικών γραμμάτων με τα χριστιανικά διδάγματα της Ορθόδοξης Πίστης. Με τη θητεία τους στα ελληνικά γράμματα δεν απαρνήθηκαν την ίδια τους την ύπαρξη, τη Χριστιανική Πίστη, με την οποία ταυτίστηκαν και την οποία υπερασπίστηκαν και στερέωσαν με την ίδια τη ζωή και το έργο τους. Ούτε όμως πρόδωσαν την καλλιέργεια πού απέκτησαν από την αναστροφή τους με τον ελληνικό στοχασμό. Αυτοί ήσαν πού τόλμησαν να υποστηρίξουν την ανάγκη επαφής των Χριστιανών, ιδίως των νέων, με την ελληνική παιδεία, με τα ελληνικά κείμενα: «Και ποιηταίς και λογοποιοίς και ρήτορσί και πάσιν άνθρώποις ομιλητέον, όθεν αν μέλη προς την της ψυχής επιμέλειαν ωφέλεια τις έσεσθαι». Ό Μ. Βασίλειος δεν διστάζει να πει για τον Όμηρο: «Πάσα μεν ή ποίησις τω Όμήρω αρετής εστίν έπαινος και πάντα αυτώ προς τούτο φέρει». Και χρειάζεται θάρρος, για να χαρακτηρίσει κανείς ως απληροφόρητους, ως «κακώς είδότας», όσους θεωρούν «την έξωθεν (παιδείαν, δηλαδή την θύραθεν, την ελληνική) ως επίβουλον και σφαλεράν και Θεού πόρρω βάλλουσαν» και να λέει απαξιωτικά «ουκουν άτιμαστέον την παίδευσιν (εννοεί την ελληνικήν), ότι τούτο δοκεί τισιν».
Αν γεφυρώθηκε το χάσμα ανάμεσα στην απέχθεια των νεοφώτιστων Χριστιανών προς την ειδωλολατρία των Ελλήνων και τα ασεβή ελληνικά γράμματα (Έλλην, μην το ξεχνάμε, σήμαινε «ειδωλολάτρης», το ίδιο όπως και ή λέξη «εθνικός») και στην, από την άλλη μεριά, περιφρόνηση των Ελλήνων για τους απαίδευτους Χριστιανούς, αυτό έγινε μόνο χάρη στη σθεναρή στάση, το κύρος και την πρακτική των Τριών Μεγάλων ελληνοσπουδασμένων Πατέρων της Εκκλησίας. Στήν προσέγγιση μάλιστα προς τα αρχαία ελληνικά κείμενα συνέβαλε και ή υιοθέτηση και καθιέρωση της αττικιστικής μορφής της ελληνικής γλώσσας (αντίθετα προς την απλούστερη ελληνιστική Κοινή, στην οποία είναι γραμμένο το Ευαγγέλιο). Μέσα από αυτήν (την αττική) ή πρόσβαση προς τα αρχαία ελληνικά κείμενα έγινε ευκολότερη.
Η θέση των τριών μεγάλων πνευματικών μορφών και διδασκάλων της Ορθόδοξης Θεολογίας ήταν προϊόν μιας βαθύτερης, ειλικρινούς και βιωματικής κατάφασης προς το Θεό, πρώτα και πάνω απ” όλα, με την τριαδική χριστιανική του σύλληψη, προς τον άνθρωπο, το τέλειο δημιούργημα του Θεού, προς το πνεύμα, πού κατ” εξοχήν συνδέει τον άνθρωπο με το Δημιουργό του, και προς την καλλιέργεια του πνεύματος μέσα από τα διδάγματα της Ορθόδοξης Χριστιανικής Πίστης, αλλά και με την κατάκτηση της γνώσης και την άσκηση της κρίσης και της γλωσσικής έκφρασης ακόμη, ή οποία – για τους τρεις μεγάλους διανοητές Χριστιανούς – περνάει μέσα από την ελληνική παιδεία και τα ελληνικά κείμενα. Ετσι, στη διδασκαλία των Μεγάλων αυτών Πατέρων ή ορθολογική σκέψη της Δύσης συνδυάστηκε και συμφιλιώθηκε με την «Ορθοδοξία της Ανατολής, με την αποκάλυψη της χριστιανικής αλήθειας στον ανατολικό χώρο, ενώ ό οικουμενικός χαρακτήρας της Χριστιανικής Πίστης κάλυψε και καλύπτει Ανατολή και Δύση.

Ο λόγος των Τριών Ιεραρχών

Πάτσης Χρήστος:


Ακολουθούμε σήμερα την πρόσφατη και καλή τοπική παράδοση που μας θέλει να τιμούμε κάθε χρόνο, με δημόσια γιορτή τη μνήμη των τριών Ιεραρχών.
Η παράδοση για την εκκλησία , αλλά και για ολόκληρο το λαό, όπως είναι γνωστό, αποτελεί πράξη αυτοσυνειδησίας. Δεν επιβεβαιώνει απλά ένα αξιακό-ηθικό σύστημα όπως αυτό καταγράφηκε στο παρελθόν, αλλά ταυτόχρονα εισέρχεται δυναμικά στο παρόν και προσπαθεί να άρει το αβέβαιο.
Όταν το σύγχρονο ελληνικό κράτος αποφάσισε να καθιερώσει τη γιορτή αυτή, ως γιορτή των γραμμάτων, είχε υπόψη, προφανώς, την τιμή προς τα ιερά αυτά πρόσωπα και επιπρόσθετα την αξία της διδασκαλία τους.
Μια διδασκαλία που έχει ως κύριο εκφραστή και τη γλώσσα. Επειδή και οι ίδιοι διαθέτουν υψηλή παιδεία δεν αργούν να αντιληφθούν τη σημασία της γλωσσικής εκπαίδευσης για τον άνθρωπο και μάλιστα τον άνθρωπο που έχουν απέναντι τους. Όχι μόνο κάποιο συγκεκριμένο ακροατήριο, αλλά ολόκληρο το σώμα της Εκκλησίας και ιδιαίτερα τους νέο-εισελθόντες από τη τάξη των εθνικών χριστιανούς.
Μέσα από τα θεολογικά τους έργα αναδεικνύεται η διαρκής σπουδή για τη γλώσσα που αποτελεί φορέα νοήματος, ύψιστου θεολογικού νοήματος με όλες τις εμφανείς δυσκολίες του εγχειρήματος.
Όπως διακήρυξε και ο μεγαλύτερος φιλόσοφος της γλώσσας του 20ου αι. ο Γερμανό-αυστριακός Ludwig Wittgenstein «τα όρια ενός ανθρώπου καθορίζονται από τα όρια της γλώσσας του…. Όσα ξέρω είναι αυτά για τα οποία έχω λέξεις….για όσα δεν μπορεί να μιλάει κανείς γι΄ αυτά πρέπει να σωπαίνει.»
Ο λόγος των τριών Ιεραρχών δεν είναι λόγος αμετροέπειας και ελευθεροστομίας, αλλά λόγος παρρησίας. Αυτός που μιλάει με παρρησία (παν ρήμα δηλ.) «συγκρούεται» κατ΄ ανάγκη με τις κυριαρχούσες αντιλήψεις, διακινδυνεύοντας συχνά πολύτιμα πράγματα για τη ζωή του. Ας θυμηθούμε, εδώ, το μαρτυρικό τέλος πολλών αγίων της Εκκλησίας μας και εν προκειμένω τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο που πέθανε στο δρόμο προς την εξορία. Ο θεολογικός τους λόγος δεν διανθίζεται με χαρακτηρισμούς προς πρόσωπα ή εμπρόσωπες καταστάσεις , τις οποίες και σέβονται και κατανοούν την αδυναμία. Ούτε από την άλλη πλευρά συνδέουν το πνεύμα τους με τον βιόκοσμο της καθημερινότητας που τόσο ταλαιπωρεί και εκχυδαϊζει τη γλώσσα.
Όταν χρειαστεί, βέβαια, η γλώσσα τους και θα κρίνει ή καλύτερα θα διακρίνει και θα στηλιτεύσει και τα ασήμαντα θα απορρίψει χωρίς σε καμιά περίπτωση να ισοπεδώσει τον άλλον. Ο εμπαθής λόγος, όπως όλοι αντιλαμβάνεστε, δεν ευδοκιμεί και δεν καρποφορεί στο διάλογο. Και οι τρεις Ιεράρχες διαλέγονται με τον κόσμο γνωρίζοντας ασφαλώς και το ζήτημα της πειθούς του λόγου. Οι ίδιοι δεν εμφανίζονται δια του θορύβου ούτε δια μέσω ενός ναρκισσισμού δηλ. μιας αυταρέσκειας που απλά θα υποδηλώσει την ρητορική δεινότητα. Ενώ και οι τρεις είχαν τις προϋποθέσεις να επιδείξουν τη ρητορική τους ικανότητα εξαιτίας των σπουδών τους και στη ρητορική-ιδιαίτερα ο ιερός Χρυσόστομος- παρ΄ όλα αυτά και αυτή η ιδιότητά τους εξυπηρετεί άλλο σκοπό: την αφοσίωση στην ιερότητα του Ευαγγελικού λόγου. Αυτή η προσήλωση επισωρεύει στο λόγο τους φώτιση-με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος- φρόνηση, ανεκτικότητα, μέγιστη αυτογνωσία και επίγνωση της ανθρώπινης ψυχής.
Σε αντίθεση με τους σύγχρονους πνευματικούς ταγούς δεν διακρίνονται από έπαρση κα αλαζονεία , αλλά γνωρίζουν, ως εργάτες και διάκονοι της Εκκλησίας, ότι για να είναι αποτελεσματικοί πρέπει να δουλεύουν αθόρυβα και μεθοδικά και να μετατρέπουν τη θεολογική τους σοφία σε βιωμένη πράξη.
Οι τρεις Άγιοι Πατέρες δεν ασπάζονται την αρχή «πολλά λόγια- λίγα ή καθόλου έργα» , μιαν αρχή που εμείς οι νεοέλληνες αρκετές φορές την αναγάγαμε σε αξιακό πρότυπο και δημιουργήσαμε αυτή τη θλιβερή σύγχρονη πραγματικότητα στην πατρίδα μας.
Ως Ιεράρχες εμφανίζονται ηγέτες της δράσης , επιλύουν προβλήματα , δεν σχολιάζουν την πραγματικότητα. Συμμετέχουν διαμορφώνοντας τις κοινωνικές συνθήκες με νέες αντιλήψεις για τη ζωή, οι οποίες πηγάζουν από το λόγο του Ευαγγελίου και δεν είναι λίγες οι φορές που ο πατερικός λόγος γίνεται ανατρεπτικός και επαναστατικός έναντι της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων. Ο λόγος δηλ. δεν κοινωνεί δια της σοφιστείας και της δημαγωγίας για να ικανοποιήσει το θυμικό και του εαυτού τους και του ακροατηρίου. Όταν απέναντι βρίσκεται η αίρεση και η κακοδοξία εκεί ο λόγος θα γίνει αντιρρητικός με όλη τη σημασία της λέξης. Όταν , επίσης, θα βρεθεί αντιμέτωπος με την αλαζονεία της κοσμικής και πολιτικής εξουσίας δεν υποχωρεί ατάκτως. Ο καιροσκοπισμός για να κερδίσει κανείς αξιώματα και θέσεις και να καταπιεί αργότερα αδιαμαρτύρητα τα όποια ανομήματα δεν αποτελεί στοιχείο συμπεριφοράς των αγίων. Γνωστή σε όλους η σφοδρή κριτική του Μ. Βασιλείου εναντίον των ιδεών του αυτοκράτορα Ουάλη, γνωστή η παραίτηση του Γρηγορίου από τον πατριαρχικό θρόνο Κων/πολης χάριν της ειρήνευσης του λαού, πασίγνωστη η καταπολέμηση των αντιλήψεων περί πλούτου από τον Ιωάννη.
Η αλήθεια ως μέγα φιλοσοφικό ζήτημα από την εποχή του Αριστοτέλη που μίλησε για την αντιστοιχία νοήματος και πράγματος, αλλά και ως πρόβλημα ερμηνείας μεταξύ νοήματος και ονόματος απασχολεί έντονα τον πατερικό λόγο και οι απαντήσεις που δίνονται έχουν να κάνουν περισσότερο με τη ζώσα εμπειρία και αλήθεια της καθολικής Εκκλησίας παρά με επιστημονικά κριτήρια της μετα-διαφωτιστικής εποχής. Όπως όλοι κατανοείτε η αλήθεια ενός λόγου δεν εξαρτάται μόνο από το περιεχόμενό του, αλλά και από την «πίστη» δηλ. την εμπιστοσύνη που χαίρει ο ομιλητής. Μόνον όταν ο ομιλητής είναι φορέας μιας αυθεντικής, γνήσιας ιδέας υπάρχει η ευγενής πιθανότητα ο λαός να εμπιστευτεί τα λόγια του. Ο λαός , το ποίμνιο τούς αποδέχεται και τούς εμπιστεύεται επειδή γνωρίζει ότι ο λόγος της αγάπης τούς διακατέχει. Οι ίδιοι εκτός του λόγου, διακονούν και την τράπεζα, τα κοινωνικά προβλήματα, τον ανθρώπινο πόνο, τα γηρατειά και ό τι έχει να κάνει με την ανθρώπινη ύπαρξη.
Ισχυρίζονται πολλοί σήμερα ότι η γλώσσα πρέπει να έχει επικοινωνιακό γόητρο για να πείθει. Ακούγεται ορθή αυτή η θέση στη «γλώσσα» της εικόνας και του θεάματος, όπου επικοινωνία σημαίνει κατά κόρον διαφήμιση προϊόντων και ιδεών, πολιτικάντικος λόγος και οικτρή δημαγωγία. Έρχεται , έτσι, στην επιφάνεια το ενστικτώδες υπόβαθρο μιας λαϊκής μάζας που καταστρέφει ό τι πιο πολύτιμο μπορεί να διαθέτει μια κοινωνία: το προσήκον ήθος. Ένα ήθος που ταιριάζει στον άνθρωπο που αγωνίζεται για την εύρεση της αλήθειας, που τολμά και είναι έτοιμος να κοινωνήσει τις ιδέες του ακόμη και με το αντίπαλο δέος. Ποτέ δεν φοβήθηκαν οι Πατέρες την αντιπαράθεση, δεν ενήργησαν με φοβικά σύνδρομα ότι δήθεν κινδυνεύει η αλήθεια και η παράδοση. Έμεινε στερεός ο λόγος στην πίστη, αλλά ταυτόχρονα συνομίλησε και με τον άλλον , τον εθνικό, τον ειδωλολάτρη, τον ξένο. Είναι και οι τρεις δεινοί συγγραφείς, αφήνουν έργα δογματικά, ασκητικά, «απολογητικά» «παιδαγωγικά» και ο τιδήποτε μετέχει της αυθεντικής σχέσης του ανθρώπου προς το Θεό. Όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει ο μεγάλος έλληνας γλωσσολόγος,ο καθηγητής Μπαμπινιώτης , οι τρεις Ιεράρχες ενώ θα μπορούσαν να γράψουν στη δημοτική της εποχής, στην κοινή επονομαζόμενη ελληνική, επιλέγουν να κάνουν χρήση της αττικιστικής διαλέκτου, της γλώσσας δηλ. των λογίων. Γιατί άραγε; Απλά για το διάλογο. Το μέγα αυτό ζήτημα, του τρόπου που εμφανίζεται ο θεολογικός λόγος στον κόσμο είτε ως δογματική, είτε ως «απολογητική», είτε ως λειτουργική, είτε, τέλος, ως καθημερινή γλώσσα ήταν, είναι και θα παραμείνει ένα από τα κύρια ζητήματα που καλείται να αναμετρηθεί .
Tο ήθος της γλώσσας των τριών Ιεραρχών δεν προκύπτει από μια θεωρητική –φιλοσοφική ενασχόληση με τη γλώσσα˙ δεν είναι, επίσης, ηθικολογία που δυστυχώς εμφανίζεται και σε θρησκευτικούς κύκλους με τη γλώσσα του καθωσπρεπισμού και του άκρατου συντηρητισμού.
Το ήθος της γλώσσας έχει ευθεία αναφορά στη σχέση του ανθρώπου με το υπαρξιακό γεγονός της πίστεως και δεν εκφέρεται με μια μονομέρεια που ορίζουν οι κοινωνικές συνθήκες και οι οποίες κατ΄ ανάγκη διαφοροποιούνται στον ιστορικό χρόνο.
Ο χριστιανός δηλ. δεν καταφεύγει στην «ηθική γλώσσα» για να βελτιώσει τον χαρακτήρα του και τη συμπεριφορά του, για να φανεί προς τον έξω κόσμο συμβατός και χρήσιμος. Το ήθος της γλώσσας προϋποθέτει ένα αληθινό ερώτημα: αν το νόημα των λέξεων ανταποκρίνεται δυναμικά στην αλήθεια της υπάρξεως, στην αυθεντικότητα του ανθρώπου ή απλά είναι μέτρο αξιολόγησης μιας αντικειμενικής συμπεριφοράς. Οι Πατέρες απαντούν με σαφήνεια: το ήθος της γλώσσας σχετίζεται με το σωτηριολογικό γεγονός. Να σωθεί ο άνθρωπος από τη φθορά και το μηδέν, την ανυπαρξία και φυσικά όχι με λεκτικό τρόπο.
Όπλα του χριστιανού σ αυτό το δρόμο της παρηγορίας, του χριστιανού που αγωνιά και αγωνίζεται είναι ο λόγος ως προσευχή και σιωπή.
Επειδή η προσευχή και η σιωπή αγιοποιούν τον λόγο, την επικοινωνία με τα Θεό, είμαστε υποχρεωμένοι να επισημάνουμε και κάτι ακόμη: η προσευχή είναι στη ουσία της εξάρτηση από το μέγα Συ με στοιχεία απόλυτης αξίωσης. Εκεί που ο ανθρώπινος λόγος βλέπει την αλήθεια ενώπιος ενωπίω. Εξαρτούμε δηλ την ύπαρξή μας από το απόλυτο και ο λόγος υποτάσσεται σ΄ αυτή την προοπτική. Δεν μιλάμε κατ΄ ανάγκη για την άσκηση του μοναχικού βίου, αλλά για τον οποιαδήποτε έκφανση της ζωής που ακουμπά και ψηλαφίζει την αλήθεια.
Η σιωπή από την άλλη, είναι, όπως συνηθίζεται να λέγεται, η έλλογη απουσία λόγου, γιατί υπάρχει κάτι, που ψυχή κρίνει ότι προσφέρεται εσωτερικά για ανώτερη, βαθύτερη θέαση και επεξεργασία. « Ώ ψυχή, τ’ αληθινό τραγούδι, που δεν το πα, κάνε το μια προσευχή και λάτρευε και σιώπα» γράφει σ΄ ένα ποίημά του Ο Κ. Παλαμάς δείχνοντας, έτσι τη δύναμη και αυτού του λόγου.
Μόνο θλίψη μπορεί να αισθάνεται κανείς σήμερα ακούγοντας τόσα λόγια, διαβάζοντας τόσα κείμενα και αντί ο λόγος να λειτουργεί λυτρωτικά, κατάντησε όργανο μιας άνυδρης αντιπαράθεσης καταδεφίζοντας συγχρόνως και τη διαλεκτική που γεννήθηκε σ΄ αυτόν τον τόπο. Δεν χρειάζεται να κουραστεί κανείς για να διαπιστώσει πόσο κακό κάνουν στη ζωή η λεκτική επίθεση και βία , η ύβρη, η ξύλινη γλώσσα, η γλώσσα του φανατισμού της μισαλλοδοξίας κά.
Η γλώσσα των Πατέρων υπήρξε ερωτική προς τη ζωή διότι πρωτίστως υπήρξε ερωτική προς το Θεό. Γλώσσα δηλ που κοινωνεί και συναρπάζει. Η γλώσσα δεν επιτελεί ανεξάρτητη, αυτόνομη λειτουργία ενός μέρους του ανθρώπινου προσώπου για επικοινωνιακούς και μόνο σκοπούς. Οφείλει να είναι φορέας της αλήθειας καθόσον το ίδιο το πρόσωπο με όλες τις δυνάμεις αγωνίζεται για να μετάσχει στο «είναι» άλλοτε με επιτυχία (αλήθεια) και άλλοτε με κραυγαλέα αποτυχία(ψεύδος).
Όσοι συνάθρωποί μας έχουν την εμπειρία της εκκλησιαστικής ζωής θα αντιλαμβάνονται με ευκολία για ποιο λόγο η γλώσσα της λατρείας με τη μουσικότητά της αποπνέει ευ-λογία. Είναι αίνος προς το Θεό και όχι λόγος του συμφέροντος και του αιτήματος. Ο λόγος του συμφέροντος κρύβει μια άλλη λογική, υπηρετεί την αλήθεια της ατομικής στιγμής και δεν ενδιαφέρεται για την κοινοτική αλήθεια της ζωής. Μόνο που η δεύτερη προϊόντος του χρόνου αναιρεί την πρώτη και αποκαλύπτει σε όλο του το μεγαλείο το μέγεθος του ψεύδους και την τρομακτική κατάρρευσή του. Ο αυθεντικός θεολογικός λόγος υποδέχεται μα καλοσύνη την κριτική, την έρευνα, τα τεκμηριωμένα επιστημονικά αποτελέσματα, την τεχνολογία εφόσον όλα αυτά, βέβαια, προάγουν την αληθινή ζωή. Το να εμφανίζονται σήμερα θεολογούντες με φοβικές αντιλήψεις έναντι κάθε προσπάθειας του ανθρώπου να ξεπεράσει ό, τι αρνείται τη ζωή, αποτελεί αντι-πατερικό και θα τολμούσα να πω αντι-εκκλησιαστικό γεγονός.
Κλείνοντας οφείλουμε να αναφέρουμε το πιο σημαντικό για το λόγο των τριών Μεγάλων Πατέρων: πέραν του γεγονότος ότι ο λόγος τους είναι ορθόδοξος, είναι ταυτόχρονα λόγος της αγάπης και της σωτηρίας , που προσφέρεται από τον Κύριο, μη το ξεχνάμε αυτό, χωρίς εξαιρέσεις , χωρίς προσωποληψίες, χωρίς διακρίσεις εθνικές , γλωσσικές, φυλετικές κά
Ο λόγος της αγάπης γεννά την ανεκτικότητα, την υπομονή, τη συγγνώμη, αλλά και το χρέος της διάκρισης όπως τόσο εύστοχα το όρισε ο Μ. Βασίλειος: να διακρίνουμε το αληθές από το ψευδές , το γνήσιο από το απόκρυφο. Μια διάκριση που εμπεριέχει και την κρίση και τα κριτήρια.
Ας αναλογιζόμαστε κάθε φορά που σκεπτόμαστε και ενεργούμε σε ποια κριτήρια βασίζεται η σκέψη μας και ποια είναι τα κίνητρα των πράξεων μας. Κάπου εκεί στο βάθος θα ανακαλύψουμε και το μέγα ζητούμενο: την αλήθεια των πραγμάτων , την αληθή συνεννόηση κα την ουσιαστική θεολογία.
Και κάτι τελευταίο. Το μυστήριο του Θεού και η μυστηριακή πραγματικότητα της Εκκλησίας ξεπερνούν και τα όρια της νόησής μας και τα όρια της γλώσσας μας. Το γνωρίζουν καλά αυτό οι Πατέρες. Δική μας είναι η αδυναμία. Παρ΄ όλη την αδυναμία, όμως, διαθέτουμε λόγο. Ο λόγος εξάλλου είναι και η ποιητική αιτία της ύπαρξής μας. Εν αρχή ήν ο Λόγος , λοιπόν. Και προσοχή! Τους Αγίους δεν τους λατρεύουμε, τους προσκυνούμε τιμητικά!

Φωστήρες και φωτοδότες της θεολογίας και της παιδείας

Η σημερινή ημέρα είναι αφιερωμένη σε τρεις μεγάλους Πατέρες και Ιεράρχες της Εκκλησίας μας. Πρόκειται για τη γιορτή των Τριών Ιεραρχών, του Μεγάλου Βασιλείου, του ιερού Χρυσοστόμου και του Γρηγορίου του Θεολόγου. Η Εκκλησία τους ονομάζει «φωστήρες της τρισηλίου θεότητος». Και η ελληνική Παιδεία τιμά τους εμπνευστές και προστάτες της σύνθεσης της ελληνικής σοφίας με τη θεία Αποκάλυψη του ευαγγελικού λόγου. Μια σύνθεση που άρχισε ήδη από τους μαθητές και αποστόλους του Κυρίου, με μια θαυμάσια ελληνιστική παιδεία, και έφτασε στην αποκορύφωση με τους μεγάλους πατέρες και διδασκάλους του τετάρτου αιώνα μ.Χ. Ο οικουμενικός Ελληνισμός συναντάται με την οικουμενικότητα του Χριστιανισμού.

Τίθεται όμως το ερώτημα, γιατί η Εκκλησία επέλεξε αυτούς τους συγκεκριμένους τρεις Ιεράρχες από μια χορεία μεγάλων Πατέρων και Διδασκάλων της πίστεως μας; Θεωρούνται αυτοί ως οι σημαντικότεροι και οι μοναδικοί, ή παρουσιάζουν κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που χρειάζεται σήμερα να επισημάνουμε και να τα προβάλουμε προς πνευματική ωφέλεια και οικοδομή όλων μας;

Γνωρίζουμε από την εκκλησιαστική ιστορία πως υπήρξε ένας μεγάλος αριθμός κορυφαίων πατέρων και σοφών διδασκάλων που δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των Τριών Ιεραρχών της σημερινής εορτής.

Και όμως η Εκκλησία και η Παιδεία επέλεξε μόνο αυτούς τους τρεις γνωστούς μας Ιεράρχες.

Φαίνεται, πως κριτήριο της επιλογής τους δεν ήταν ούτε η μοναδική θεολογική προσφορά τους ούτε η ανεπανάληπτη ποιμαντική διακονία τους. Ακόμη κριτήριο δεν ήταν ούτε η ποιότητα της αγιότητας τους ούτε  η μοναδικότητα του μαρτυρικού τέλους τους. Το κριτήριο βρίσκεται, σε μια μοναδική ιδιαιτερότητα του καθενός από τους τρεις, που μόνο στη σύνθεση και στην ενότητα των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών γνωρισμάτων τους σηματοδοτείται το νόημα της σημερινής εορτής, ως ημέρας των Γραμμάτων και της ελληνικής Παιδείας.

1. Ανάγκη ασκητικού ήθους ζωής

Ο Μέγας Βασίλειος είναι γνωστό ότι ανέπτυξε ένα τεράστιο κοινωνικό έργο. Το σημερινό κοινωνικό σύστημα με τα διάφορα ιδρύματα περίθαλψης έχει τις ρίζες του στη Βασιλειάδα του Μεγάλου Βασιλείου, μια καταπληκτική κοινωνική οργάνωση ιδρυμάτων για τους πάσχοντες, τους φτωχούς και τους αδύναμους της ζωής. Παράλληλα, όμως, ο Μέγας Βασίλειος θεωρείται και μέγιστος στη θεσμοθέτηση κανόνων οργάνωσης της μοναχικής πολιτείας. Μέχρι την εποχή του υπήρχε ένας ιδιότυπος αναχωρητικός μοναχισμός. Σε πολλές δε περιπτώσεις ο μοναχισμός αυτός λειτουργούσε αυθαίρετα, χωρίς κανόνες, χωρίς έλεγχο και ασφαλώς χωρίς υπακοή και υποταγή στην πνευματική καθοδήγηση κάποιου Γέροντα.

Αυτόν τον ιδιότυπο και αυθαίρετο τρόπο ατομικής και προσωπικής βίωσης του μοναχικού ιδεώδους θέλησε ο Μέγας Βασίλειος να τον ελέγξει και να τον περιορίσει με τη θεσμοθέτηση ενός οργανωμένου κοινοβιακού συστήματος και με την ενσωμάτωση των μοναχών, σε μοναστικές κοινότητες υπό τον άμεσο έλεγχο της τοπικής εκκλησιαστικής ηγεσίας. Κατόρθωσε με άλλα λόγια την εκκλησιοποίηση του μοναχισμού και αναχωρητισμού. Και αυτή ήταν μια προσφορά προς την Εκκλησία υψίστης σημασίας στο θεωρητικό και πρακτικό τομέα.

Ένας μοναχισμός αυτονομημένος και αποκομμένος από το σώμα της Εκκλησίας αποτελεί μέγιστο κίνδυνο και παρεκκλίνει προς εκκλησιολογική αίρεση, όχι μόνο εξαιτίας των ενεργειών διαφοροποίησης από την εκκλησιαστική ηγεσία, αλλά κυρίως εξαιτίας τον ζηλωτικών τάσεων που αναπτύσσονται στους χώρους αυτούς.

Για την Ορθόδοξη Εκκλησία ο μοναχισμός ασφαλώς και αποτελεί μια βασική και ουσιώδη μορφή ζωής, βίωσης της πίστεως. Έρχεται ως συνέχεια της πιστότητας και της συνέπειας των Μαρτύρων της πρώτης Εκκλησίας. Γι’ αυτό ο μοναχισμός είναι ουσιαστικά μορφή μαρτυρίου και εσχατολογική βίωση της ιστορίας. Μ’ αυτή την έννοια ο μοναχισμός δεν εκφράζει το σύνολο του λαού του Θεού. Είναι μια επιμέρους λειτουργία της εκκλησιαστικής ζωής και «εκ μέρους» γνώση και βίωση της πίστεως. Υπ’ αυτή την έννοια, ο μοναχισμός ουσιαστικά καταξιώνεται κυρίως ως μορφή μαρτυρίου, παρά ως μορφή βίωσης της πίστεως και λιγότερο ως μορφή ποιμαντικής διακονίας.

Πέρα, όμως, από την εσχατολογική αυτή προοπτική, υπάρχει για τους πιστούς και η καθημερινή βίωση της πίστεως μέσα στην ιστορία. Ο μοναχισμός επισημαίνει σε όλους μας και την ασκητική θεώρηση της ιστορίας. Και αυτή είναι μια βασική παράμετρος της πίστεως και της ζωής. Στη δε περίπτωση της συμβολής του Μεγάλου Βασιλείου έχουμε μια θαυμαστή σύνθεση του ιστορικού και εσχατολογικού στοιχείου, με την παράλληλη σύνθεση κοινωνικών αξιών και ασκητικής προσέγγισης της ζωής. Ούτε άκρατος ακτιβισμός ούτε άκριτος εγκρατισμός και θεωρητικός βίος.

2. Ανάγκη ποιότητος ζωής στο χριστιανικό βίωμα

Ο ιερός Χρυσόστομος βίωσε κατά τρόπο απόλυτα ασκητικό και μαρτυρικό το αρχιερατικό του αξίωμα. Απόλυτος στις πνευματικές πεποιθήσεις του και ασυμβίβαστος στις προκλήσεις της κοσμικής εξουσίας. Από τα τριανταπέντε χρόνια της αρχιερατείας του τα δεκαέξι τα πέρασε στην εξορία, διωκόμενος όχι μόνο από τους κοσμικούς άρχοντες αλλά και από τους εκκλησιαστικούς παράγοντες. Ο ιερός Χρυσόστομος, μοναχικός και ασκητικός, μαρτυρικός στις επιλογές του και φιλάνθρωπος στις εκτιμήσεις του για τους άλλους, αναδείχθηκε συγχρόνως κι ένας θαυμάσιος κοινωνικός αναμορφωτής.

Και μόνο το γεγονός, ότι αναδείχθηκε στην εποχή του και θεωρείται σήμερα από εμάς ο μεγάλος θεολόγος και ποιμένας του γάμου και του έρωτα, με μια βαθιά μάλιστα και απέραντα φιλάνθρωπη κατανόηση των ιδιαιτεροτήτων του έγγαμου και συζυγικού βίου, φανερώνει τη χαρισματική συμβολή του στη διαμόρφωση μιας υγιούς και ρεαλιστικής χριστιανικής ανθρωπολογίας. Η αξεπέραστη αυτή συμβολή του σώζει διαμέσου των αιώνων τις παρατηρούμενες λεπτές ισορροπίες στις εκτιμήσεις μεταξύ των πιστών της αξίας είτε του έγγαμου είτε του μοναχικού τρόπου βίωσης της χριστιανικής πίστεως. Διότι δεν πρόκειται περί διλήμματος αλλά περί υπακοής στο ίδιον εκάστου χάρισμα, κατά τη διατύπωση του αποστόλου Παύλου.

Γνωρίζουμε, επίσης, ότι μελέτησε ο ιερός Χρυσόστομος με κάθε σοβαρότητα τα καθημερινά προβλήματα της ζωής. Θεολόγησε με βαθύνοια για το πρόβλημα της εργασίας, της σχέσεως εργοδοτών και εργαζομένων, για το θεσμό της δουλείας και σχεδόν για όλους τους κοινωνικούς θεσμούς της εποχής του. Είναι αυτός που έθεσε την Εκκλησία προ των ευθυνών της και κάλεσε τη θρησκευτική ηγεσία να πάρει υπεύθυνη θέση για τα μεγάλα και σοβαρά κοινωνικά προβλήματα. Ήθελε την Εκκλησία και το χριστιανικό κήρυγμα να βρίσκονται στο κέντρο των γεγονότων, να παρεμβαίνουν άμεσα και υπεύθυνα στο ιστορικό γίγνεσθαι και η Εκκλησία να μη στέκεται θεατής και επικριτής στα κοινωνικά δρώμενα.

Η Εκκλησία για τον ιερό Χρυσόστομο δεν πρέπει να εκφράζει ένα πνευματικό ελιτισμό και πολύ περισσότερο δεν επιτρέπεται να είναι μια αναχωρητή περιθωριακή παρουσία. Η ανάμιξή της με το ιστορικό και κοινωνικό γί­γνεσθαι συνεπάγεται ασφαλώς θυσίες, μαρτυρικό βίο και καθημερινό κόστος ζωής. Όμως, η Εκκλησία πρέπει πάντα να μένει συνεπής στις δικές της πεποιθήσεις και αξίες, στις ιστορικές σωτηριολογικές και εσχατολογικές της επιλογές.

Η παρουσία και μετοχή του ιερού Χρυσοστόμου στην τριάδα των μεγάλων Ιεραρχών της σημερινής γιορτής αποτελεί και αυτή μια αναντικατάστατη και αξεπέραστη συμβολή, ιδιαίτερα για τη θεώρηση της χριστιανικής βιωτής στην ολότητα της και όχι σ’ ένα διακριτό και αξιολογικό επιμερισμό. Δεν τίθεται θέμα, επομένως, κάποιων τραγικών διλημμάτων του τύπου «γάμος ή αγαμία», με σκοπό την προβολή της μιας ή της άλλης μορφής ζωής. Εδώ τίθεται, ως επείγουσα ανάγκη η επιταγή υψηλής ποιότητας και χαρισματικής βίωσης είτε του γάμου είτε της αγαμίας. Προς την κατεύθυνση αυτή ο ιερός Χρυσόστομος συνέβαλε τα μέγιστα και όλοι του οφείλουμε ευγνωμοσύνη για την ισόρροπη αυτή αντιμετώπιση και καταξίωση της προσωπικής επιλογής ανάλογα με το χάρισμα εκάστου.

3. Η θεολογία και η θεογνωσία ως κριτήριο της πνευματικής ζωής

Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος θεωρείται από τους συστηματικότερους πατέρες της Εκκλησίας που συνέβαλε και αυτός αποφασιστικά στη διαμόρφωση του χριστιανικού δόγματος. Παρά δε το γεγονός της βαθύνοιας και της φιλοσοφικής υποδομής της θεολογικής σκέψης του, έκανε παράλληλα και τη μεγάλη θεολογική του παρέμβαση στη διαμόρφωση της κλασικής παιδείας και του ανθρωπιστικού πολιτισμού. Έθεσε τις χριστιανικές αρχές και τις πνευματικές αξίες ως κριτήρια της γνώσης και της παιδείας, που παρέχονται από τα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Ύψιστο κριτήριο για την αληθινή παιδεία και την αγωγή των παιδιών θεώρησε ότι πρέπει να είναι η θεολογία και κυρίως η θεογνωσία, αντί της ψευδούς φιλοσοφίας και της ειδωλολατρικής μυθοπλασίας. Είναι γνωστό, από την ιστορία, ότι τα περίφημα «έπη» του, όπου συμπεριέλαβε μια θαυμάσια τριαδολογική θεολογία και θεωρούνται ως μοναδικά αριστουργήματα της παγκόσμιας φιλολογίας και ιδιαίτερα της γόνιμης ποιητικής έκφρασης της θεολογίας της Ανατολής, σύντομα αντικατέστησαν τα Ομηρικά έπη στα ανώτατα φιλοσοφικά ιδρύματα της εποχής. Μέσα στα έργα αυτά έχουμε μια θαυμάσια σύνθεση της ανθρώπινης γνώσης και της αποκεκαλυμμένης θεολογίας. Η ακαδημαϊκή γνώση και παιδεία συναντάται με την ασκητική θεολογία της έρημου. Ο δάσκαλος δεν κρίνεται μόνο από το περιεχόμενο των λόγων του και της κοσμικής σοφίας του, αλλά πρώτιστα πρέπει να κρίνεται από το περιεχόμενο της σιωπής του, του στοχασμού του και της προσευχής του. Όπως γνωρίζουμε, ότι και η προσευχή δεν κρίνεται από το περιεχόμενο των λόγων, των αιτημάτων και της σχολαστικής «βαττολογίας», αλλά από τη βαθιά αίσθηση της κοινωνίας με το Θεό και της εμπιστοσύνης στη δική του πρόνοια. Η ουσιαστικότερη προσευχή είναι η προσευχή της σιωπής και μάλιστα η νοερά προσευχή. Ο ποιητικός λόγος είναι πάντοτε ουσιώδης, μεστός και δημιουργικός. Η ποίηση πάντα γεννάει ιδέες και ανοίγει νέους δρόμους στη σκέψη. Έτσι και τα ποιητικά έργα του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου θα μπορούσαν να θεωρηθούν ουσιωδέστερα από τα συστηματικά του, που δημιούργησαν μια νέα εποχή για τη θεολογία και τη χριστιανική παιδεία. Η θεολογική παραγωγή του αγίου Γρηγορίου μας ενθαρρύνει και προς την κατεύθυνση αυτή μιας σύνδεσης του συστηματικού λόγου με τον ποιητικό στοχασμό και της διδακτικής προσφοράς με τη σιωπή της προσευχής. Η θεολογία και η παιδεία κρίνονται από τη διπολικότητα αυτή του έργου του μεγάλου Θεολόγου του τετάρτου αιώνα.

4. Απέκδυση του πλούτου και της σοφίας και ένδυση της πτώχειας και της σεμνότητας

Πέρα από τα στοιχεία αυτά της προσωπικής ιδιαιτερότητας, υπάρχει και ένα άλλο κοινό γνώρισμα στους Τρεις Ιεράρχες μας, που ιδιαίτερα καλούμαστε να προβάλουμε σε κάθε εποχή, ως κριτήριο αληθινής θρησκευτικότητας και θεοσεβούς παιδείας. Κριτήριο για ηγέτες, δασκάλους, μαθητές και απλούς πιστούς.

Και οι τρεις Ιεράρχες υπήρξαν γόνοι πλούσιων και αριστοκρατικών οικογενειών. Και οι τρεις ήσαν ικανοί στη γνώση και στο νου και ταλαντούχοι χαρισματικοί στο πνεύμα και στη ψυχή. Η παιδεία τους σε όλα τα επίπεδα της γνώσης και της επιστήμης ήταν μοναδική και ανεπανάληπτη. Η δε κοινωνική τους καταξίωση αξιοζήλευτη από όλους. Ό,τι το εκλεκτότερο δηλαδή σε νου, σε γνώση, σε χαρακτήρα και προσφορά, όχι μόνο στον κοσμικό χώρο αλλά και στον εκκλησιαστικό, συγκεντρώθηκε στην τριάδα αυτή. Το θαυμαστό είναι ότι και οι τρεις αυτοί νέοι εισερχόμενοι στην Εκκλησία και θέτοντας τους εαυτούς τους στη διακονία του λαού του Θεού, απεκδύθηκαν όλα αυτά που είχαν και κατείχαν, γυμνώθηκαν και πτώχευσαν, κατά κυριολεξία, σε όλα τα επίπεδα προς χάριν της αγάπης του Χριστού και των εν Χριστώ αδελφών.

Ενώ σήμερα, δυστυχώς, συμβαίνει το εντελώς αντίθετο.

Η ένταξή μας στο χώρο της Εκκλησίας δεν συνεπάγεται, όπως παλαιότερα, θυσίες και ταπεινώσεις, ονειδισμούς και διώξεις.

Η Εκκλησία, όμως, πάντοτε και σήμερα με την προβολή των τριών αυτών μεγάλων Ιεραρχών θέλει και προσπαθεί να μας στείλει κάποιο μήνυμα. Ας προσέξουμε και ας την ακούσουμε σεμνά και ταπεινά, ώστε με κάθε σεμνότητα και ταπείνωση να παραμένουμε ως πιστοί και να διακονούμε την Εκκλησία του Χριστού, ο οποίος «ουκ ήλθε διακονηθήναι αλλά διακονήσαι».

Πράγματι, η Εκκλησία καλεί όλους μας με τη σημερινή εορτή να δεχθούμε τους Τρεις Ιεράρχες, όπως παλαιοτέρα έτσι και σήμερα, ως «φως» και «λυχνία» με το λόγο τους και τα έργα τους, για μια ορθή κατεύθυνση και της δικής μας πορείας. Μας καλεί όχι απλώς να μνημονεύσουμε τα ονόματά τους και να τους δοξάσουμε, αλλά να τους μιμούμαστε ως άτομα, ως λαός και έθνος, αν θέλουμε να επιβιώσουμε πνευματικά στους δύσκολους καιρούς. Οι Τρεις Ιεράρχες υπήρξαν και πρέπει να συνεχίσουν να είναι φωστήρες αλλά και φωτοδότες της θεολογίας, της παιδείας και της εκκλησιαστικής διακονίας. Η ουσιαστική συμβολή τους δεν συνίσταται τόσο στα εξαίρετα και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της προσωπικότητάς τους, του θεολογικού στοχασμού τους και του ποιμαντικού έργου τους, όσο στη σύνθεση και στην εναρμόνιση της συμβολής τους, την οποία πραγματοποίησε η Εκκλησία με την προβολή της ενιαίας εορτής των Τριών Ιεραρχών.

Μοναχικό και ασκητικό ιδεώδες, κοινωνική ευαισθητοποίηση και δυναμική ιστορική παρέμβαση, ποιητική και δημιουργική θεολογία, θυσιαστική και μαρτυρική εμπειρία ζωής, είναι το τρίπτυχο μιας ισόρροπης θρησκευτικής αγωγής και κλασικής παιδείας. Κάθε απόπειρα και προσπάθεια από εμάς μιας άκριτης απολυτοποίησης, είτε της μοναχικής είτε της κοινωνικής, αλλά είτε της θεολογικής και της κοσμικής ερμηνείας για τα πράγματα του κόσμου τούτου και για τα πράγματα του Θεού, αποτελεί μεγάλο λάθος, γιατί ουσιαστικά διολισθαίνει προς την αίρεση. Το μεγάλο μυστικό ουσιαστικά βρίσκεται στη σύνθεση και στην εναρμόνιση των βασικών αυτών στοιχείων που μας υπενθυμίζει η εορτή των Τριών Ιεραρχών. Μια παιδεία και αγωγή που πλουτίζεται από τους κρουνούς της σοφίας και της πνευματικής εμπειρίας των Ιεραρχών μας δεν μπορεί παρά στο τέλος να δώσει και στην εποχή μας εύχυμους και αγαθούς καρπούς.

(Γ. Π. Πατρώνου, ομοτιμ. Καθηγητού Παν/μίου Αθηνών, «Κήρυγμα και Θεολογία», τ. Β΄)

Ανάμνησις ευρέσεως εν Τήνω της ιεράς εικόνος της Ευαγγελιστρίας

Κατά το έτος 1821 μ.Χ., η Θεοτόκος είχε χαρίσει την πρώτη φανέρωση της θέλησής Της με την εμφάνισή της στο όνειρο ενός απλού γέροντα κηπουρού, του μπάρμπα Μιχάλη Πολυζώη καθοδηγώντας τον να πάει στο χωράφι του Αντωνίου Δοξαρά, να σκάψει και να βρει το εικόνισμά της. Η προσπάθεια όμως έμεινε άκαρπη και γρήγορα ήρθε η απογοήτευση και εγκαταλείφθηκε.

Δύο χρόνια αργότερα η Μοναχή Πελαγία  για τρεις συνεχόμενες εβδομάδες (Κυριακή 9, 16 και 23 Ιουλίου 1822 μ.Χ.), έβλεπε στον ύπνο της την Παναγία να της ζητά να οργανώσει ανασκαφές για να ξεθάψουν και να ανακαινίσουν τον Ναό Της που είναι θαμμένος στον αγρό του Αντωνίου Δοξαρά, στη Χώρα. Η Μοναχή συνοδεία της Ηγουμένης της Μονής ειδοποιεί τον Μητροπολίτη της Τήνου Γαβριήλ, ο οποίος προσκαλεί τους τοπικούς παράγοντες και το λαό της Τήνου στον Μητροπολιτικό Ναό των Ταξιαρχών, παρακαλώντας τους να συνδράμουν, για το σκοπό αυτό, όπως ο καθένας μπορούσε.

Ο λαός πρόθυμα άρχισε τις ανασκαφές στις αρχές Σεπτεμβρίου 1822 μ.Χ. από τις οποίες αποκαλύφθηκαν τα ερείπια παλαιού ναού του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Ωστόσο δεν βρέθηκε κανένα ίχνος εικόνας γεγονός που επισκίασε το θετικό κλίμα και οδήγησε τον κόσμο σιγά, σιγά στην εγκατάλειψη του εγχειρήματος.

Οι εργασίες επαναλαμβάνονται με περισσότερη οργάνωση και πείσμα και στις 30 Ιανουαρίου 1823 μ.Χ. η αξίνα του Δημ. Βλάσση, εθελοντή εργάτη από το χωριό Φαλατάδος, προσκρούει στο θαυματουργό εικόνισμα του Ευαγγελισμού χωρίζοντας το στα δύο μεταξύ της εικονιζόμενης Θεοτόκου και του Αρχαγγέλου.

Το Έθιμο «Φαναράκια»

Αστραπιαία η είδηση έφθασε σε κάθε σημείο του νησιού και αμέσως όλοι οι Τήνιοι παράτησαν κάθε ασχολία και κατευθύνθηκαν στην Χώρα να δουν και να προσκυνήσουν την εικόνα. Επειδή δε θα τους προλάβαινε η νύχτα στο δρόμο, όλοι πήραν μαζί τους και από ένα λαδοφάναρο.

Έτσι εκείνη τη νύχτα όλες οι στράτες και τα μονοπάτια του νησιού γέμισαν φώτα καθώς στη σειρά μέσα στο σκοτάδι – σε τριάντα χιλιάδες υπολογίζονται οι κάτοικοι της Τήνου μαζί με τους πρόσφυγες από τα ελληνικά νησιά εκείνα τα χρόνια - κατέβαιναν οι Τήνιοι από τα χωριά και τις εξοχές στη Χώρα, η οποία σημειωτέον είχε εγκαταλειφθεί λόγω επιδημίας.

Το γεγονός της πάμφωτης νύχτας αποτυπώθηκε βαθειά στη μνήμη των Τηνίων και έκτοτε, μαζί με τον εορτασμό της ευρέσεως της εικόνας και τις λαμπρές εκδηλώσεις της εκκλησίας καθιερώθηκε να εορτάζεται και με λαμπαδηφορία όπου συμμετέχουν όλοι οι Τήνιοι.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὴν θείαν Εἰκόνα σου, ἐκ τῶν λαγόνων τῆς γῆς, ἡμῖν ἐφανέρωσας, δι’ ἐμφανείας τῆς σῆς, Παρθένε Πανύμνητε· ὅθεν ἡ νῆσος Τῆνος, ἐν τῇ ταύτης εὑρέσει, χαίρει χαρὰν μεγάλην, καὶ πιστῶς σοι κραυγάζει· Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Πληθὺς ἡ τῶν Τηνίων ἐν ᾠδαῖς, εὐφημήσωμεν, ἡμῶν τὴν πολιοῦχον καὶ τοῦ κόσμου Προστάτιδα· πηγὴ γὰρ ἰαμάτων ἐν ἡμῖν, ἡ πάνσεπτος ἀνεύρηται Εἰκὼν τῆς Ἀχράντου Θεοτόκου, δι όπερ ἃπαντες ταύτη ἀναβοήσωμεν, χαῖρε τῶν σὲ τιμώντων ἡ ἐλπίς. χαῖρε ἡμῶν τὸ καύχημα, χαῖρε ἡ ρυσαμένη τῆς κατάρας τὸ ἀνθρώπινον.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τὴν θαυμαστήν σου καὶ ἁγίαν Εἰκόνα, τὴν κεκρυμμένην ὑπὸ γῆν πολλοῖς χρόνοις, δι’ ἐμφανείας θείας σου Πανύμνητε, ἡμῖν ἐφανέρωσας, ὡς θησαύρισμα θεῖον· ἧς τὴν θείαν εὕρεσιν, ἑορτάζοντες πόθῳ, ἀναβοῶμεν πάντες εὐλαβῶς· χαῖρε Παρθένε, ἡμῶν ἡ βοήθεια.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς παναγίας σου Εἰκόνος τὴν ἀνεύρεσιν Εὐαγγελίστρια φαιδρῶς πανηγυρίζοντες Τὰς ἀπείρους σου ὑμνοῦμεν εὐεργεσίας. Ἐξ αὐτῆς γὰρ ἀναβλύζεις χάριν ἄφθονον Καὶ παρέχεις καθ’ ἑκάστην τὰ ἰάματα Τοῖς βοῶσί σοι, χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.

Μεγαλυνάριον
Ἔχουσα ὡς πλοῦτον πνευματικόν, ἡ Τῆνος Παρθένε, τὴν Εἰκόνα σου τὴν σεπτήν, ταύτης ἑορτάζει, τὴν εὕρεσιν ἐν ὕμνοις, κηρύττουσα εὐσήμως, τὴν προστασίαν σου.

Άγιος Θεόφιλος ο Νέος

Ο Άγιος Θεόφιλος έζησε στα χρόνια των αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου και Ειρήνης (780 - 795 μ.Χ.). Γεννήθηκε και ανατράφηκε στην Κωνσταντινούπολη. Έγινε στρατηγός και τοποθετήθηκε στο «θέμα» των Κιβυραιωτών με έδρα την Κιβύρα της Μικράς Ασίας.

Σε μια ναυμαχία με τους Σαρακηνούς κοντά στην Κύπρο περί το 800 μ.Χ., οι δύο άλλοι στρατηγοί που τον συνόδευαν, επειδή τον φθονούσαν, τον εγκατέλειψαν με αποτέλεσμα να συλληφθεί από τους εχθρούς αιχμάλωτος. Τον μετέφεραν στα μέρη τους και τον έκλεισαν στη φυλακή. Κατόπιν τον έβγαλαν και με κολακείες και απειλές τον παρακινούσαν ν' αρνηθεί τον Χριστό. Επειδή όμως ο Θεόφιλος αρνήθηκε σταθερά να εγκαταλείψει την πίστη του, τον αποκεφάλισαν και έτσι έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Τὴν φιλότητα πρὸς τὸν Δεσπότην, καθυπέγραψας, τῷ αἵματί σου, καὶ τὴν πλάνην ἐναπέπνιξας, ἅγιε, ἡμισελήνου γενναίω φρονήματι, ἀνακηρύξας Χριστοῦ τὴν θεότητα, ὅθεν εἴληφας, Θεόφιλε παμμακάριστε, τὸ στέφος τῶν μαρτύρων ἐκ Κυρίου σου.

Κοντάκιον
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Θαλάσσης νοητῆς, διαπλεύσας τὸ κύτος, λιμένα οὐρανοῦ, εἰς κατάπαυσιν εὖρες, Θεόφιλε ἔνδοξε, ὡς πὲρ ναῦς χριστοσφράγιστος, πλάνην Ἄγαρ δέ, ἐκμυκτηρίσας ἐμφρόνως, ὠμολόγησας, τὴν τοῦ Δεσπότου σου πίστιν, μαρτύρων ἀγλάισμα.



Άγιος Ιππολύτος Πάπας Ρώμης

Πάπας Ρώμης με το όνομα Ιππόλυτος ουδέποτε υπήρξε. Ισως ο Ιππόλυτος αυτός να ήταν τοποτηρητής του θρόνου προ της άναρρήσεως, στον θρόνο, του Φήλικος. Μαρτύρησε πάντως επί αυτοκράτορος Κλαυδίου του Β' (268 - 9 μ.Χ.) αφού τον έριξαν στη θάλασσα.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Ὡς τῶν Ἀποστόλων ὁμότροποι, καὶ τῆς οἰκουμένης Διδάσκαλοι, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων πρεσβεύσατε, εἰρήνην τῇ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Θεόδωρος ο Χατζής ο Μυτιληναίος

Ο Άγιος Θεόδωρος ο Χατζής, γεννήθηκε στους Πύργους Θερμής της Λέσβου. Έζησε τον 18ο αιώνα μ.Χ., κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας.

Στον οικισμό των «Κάτω Πύργων», δίπλα στον επαρχιακό δρόμο, πίσω από μία πολύχρονη πέτρινη βρύση, υπάρχουν σήμερα γκρεμισμένα τα τείχη ενός πυργόσπιτου, που οι πέτρες του μεταφέρθηκαν επί γερμανικής κατοχής στον Καρά-τεπέ της Μυτιλήνης για να χτιστούν σπίτια. Σ’ αυτό το παλαιό πυργόσπιτο γεννήθηκε ο Άγιος Θεόδωρος. Εκ προγόνων Χριστιανός, όταν ανδρώθηκε, παντρεύτηκε ευσεβή γυναίκα, αποκτώντας δύο παιδιά.

Ο μεγάλος ποιητής Οδυσσέας Ελύτης κατέθεσε στον βιογράφο του Ιταλό Μάριο Βίττι την πληροφορία ότι η οικογένειά του κατάγεται απ’ τον Άγιο Θεόδωρο τον οποίο μάλιστα τοποθετεί και ως αρχή του γενεαλογικού του δέντρου.

Σύμφωνα με τοπική παράδοση των Παμφίλων (γειτονικού χωριού των Πύργων Θερμής) ο Άγιος Θεόδωρος διέμενε κάποιο διάστημα σε πυργόσπιτο στην περιοχή «Βουναράκι», στη θέση του οποίου υπάρχει σήμερα η κατοικία του Θεοδώρου Πετρέλλη. Ενδέχεται αυτό να ήταν το σπίτι που κρυβόταν ο Άγιος πριν συλληφθεί απ’ τους Τούρκους, δηλαδή το σπίτι του εκ Παμφίλων Μητροπολίτη Δράμας, γι’ αυτό και σήμερα υπάρχει μεγάλο εξωκλήσι του Αγίου Θεοδώρου στην Δράμα. Ο μεγάλος αριθμός των ανδρών με το όνομα Θεόδωρος στην γύρω περιοχή των Παμφίλων οφείλετε σύμφωνα με την παράδοση στον Νεομάρτυρα Θεόδωρο.

Ο Άγιος εργαζόταν ως υποδηματοποιός διατηρώντας εργαστήρι επί της κεντρικής αγοράς της Μυτιλήνης, στο Μπας-φανάρι (σήμερα το πρώην μαγαζί του Αγίου Θεοδώρου είναι στη γωνία των οδών Αιγαίου και Ερμού 110). Κάποτε βρέθηκε σε κατάσταση οργής και έγινε Μωαμεθανός. Συνήλθε όμως, συναισθάνθηκε το αμάρτημα του και πήγε στο Άγιον Όρος. Εκεί έζησε για αρκετό χρονικό διάστημα, κοινώνησε των αχράντων μυστηρίων και προετοιμάστηκε για το μαρτύριο.

Επανήλθε λοιπόν στη Μυτιλήνη, παρουσιάστηκε στον κριτή, με τόλμη ομολόγησε τον Χριστό και δήλωσε ότι η μουσουλμανική θρησκεία είναι ψεύτικη. Ο κριτής αμέσως εξέδωσε απόφαση, να θανατωθεί ο μάρτυρας με αγχόνη και κατόπιν τον παρέδωσε σ' άλλον άρχοντα, τον Ναζίρ Ομέρ αγά, που προσπάθησε με κολακείες και υποσχέσεις να τον μεταπείσει. Ο Άγιος όμως πρόβαλλε ακατάβλητο φρόνημα και μετά από φρικτά βασανιστήρια, οδηγήθηκε στον τόπο της εκτέλεσης, όπου αφού πρώτα φίλησε το σχοινί της αγχόνης, προσευχήθηκε στον Θεό και έτσι δέχτηκε το στεφάνι της νίκης στις 30 Ιανουαρίου 1785 μ.Χ.

Το τίμιο λείψανο του ρίχτηκε στη θάλασσα, αλλά κατ' οικονομία Θεού εκβράσθηκε στα νότια της πόλης της Μυτιλήνης. Οι Χριστιανοί, περισυνέλλεξαν το σκήνωμα του Αγίου και το ενταφίασαν χωρίς να αφήσουν ίχνη τάφου, επί σκοπό διαφυλάξεώς του, κάτω από το δάπεδο του παρακείμενου εξωκλησιού του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου στην τοποθεσία Μόθωνας, αποκρύπτοντας το ιερό λείψανο από τα βέβηλα μάτια των τούρκων.

Εκεί έμεινε ενταφιασμένος 183 έτη, μέχρι την ευλογημένη ημέρα της 4ης Σεπτεμβρίου 1967 μ.Χ., που βρέθηκαν τα Άγια λείψανά του, βάσει μαρτυριών του διαπρεπούς Εκκλησιαστικού συγγραφέως Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη  και άλλων συγγραφέων. Τα λείψανά του φυλάσσονται στον Ι.Ν. Ζωοδόχου Πηγής Βαρειάς.

Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1985 μ.Χ., ο εφημέριος Πύργων Θερμής π. Μιχαήλ Βουλγαρέλλης παραλαμβάνει τμήμα των αγίων λειψάνων του Αγίου Θεοδώρου και τελείται η μετακομιδή του στην γενέτειρα του Αγίου. Δωρείται έτσι, η ευλογία για να τιμάται από τούς Χριστιανούς στο εξωκκλήσι του Αγίου πού είχε χτιστεί το 1980 μ.Χ. στους Πύργους Θερμής, μερίμνει του Ιερομονάχου π. Παχωμίου Σούγιουλτζη και συνδρομές πιστών.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐκ Πύργων ἐβλάστησας και ἐν Μυτιλήνη σαφῶς ἀθλήσας Θεόδωρε, ὑπέρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἀξίως δεδόξασαι. Ὄθεν τά λείψανά σου, Νεομάρτυς εὐρόντες χάριν ἐκ τούτων θείαν κομιζόμεθα πίστει, δοξάζοντες τόν Κύριον, τόν Σέ στεφανώσαντα.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιοι Τρεις Ιεράρχες

Η αιτία για την εισαγωγή της εορτής των Τριών Ιεραρχών στην Εκκλησία είναι το εξής γεγονός:

Κατά τους χρόνους της βασιλείας του Αλεξίου του Κομνηνού (1081 - 1118 μ.Χ.), ο οποίος διαδέχθηκε στη βασιλική εξουσία τον Νικηφόρο Γ’ τον Βοτενειάτη (1078 - 1081 μ.Χ.), έγινε στην Κωνσταντινούπολη φιλονικία ανάμεσα σε λόγιους και ενάρετους άνδρες. Άλλοι θεωρούσαν ανώτερο τον Μέγα Βασίλειο , χαρακτηρίζοντάς τον μεγαλοφυΐα και υπέροχη φυσιογνωμία. Άλλοι τοποθετούσαν ψηλά τον ιερό Χρυσόστομο  και τον θεωρούσαν ανώτερο από τον Μέγα Βασίλειο και τον Γρηγόριο και, τέλος, άλλοι, προσκείμενοι στον Γρηγόριο τον Θεολόγο , θεωρούσαν αυτόν ανώτερο από τους δύο άλλους, δηλαδή από τον Βασίλειο και τον Χρυσόστομο. Η φιλονικία αυτή είχε σαν αποτέλεσμα να διαιρεθούν τα πλήθη των Χριστιανών και άλλοι ονομάζονταν «Ιωαννίτες», άλλοι «Βασιλείτες» και άλλοι «Γρηγορίτες».

Στην έριδα αυτή έθεσε τέλος ο Μητροπολίτης Ευχαΐτων, Ιωάννης ο Μαυρόπους. Αυτός, κατά την διήγηση του Συναξαριστή, είδε σε οπτασία τους μέγιστους αυτούς Ιεράρχες, πρώτα καθένα χωριστά και στη συνέχεια και τους τρεις μαζί. Αυτοί του είπαν: «Εμείς, όπως βλέπεις, είμαστε ένα κοντά στον Θεό και τίποτε δεν υπάρχει που να μας χωρίζει ή να μας κάνει να αντιδικούμε. Όμως, κάτω από τις ιδιαίτερες χρονικές συγκυρίες και περιστάσεις που βρέθηκε ο καθένας μας, κινούμενοι και καθοδηγούμενοι από το Άγιο Πνεύμα, γράψαμε σε συγγράμματα και με τον τρόπο του ο καθένας, διδασκαλίες που βοηθούν τους ανθρώπους να βρουν τον δρόμο της σωτηρίας. Επίσης, τις βαθύτερες θείες αλήθειες, στις οποίες μπορέσαμε να διεισδύσουμε με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, τις συμπεριλάβαμε σε συγγράμματα που εκδώσαμε. Και ανάμεσά μας δεν υπάρχει ούτε πρώτος, ούτε δεύτερος, αλλά, αν πεις τον ένα, συμπορεύονται δίπλα του και οι δύο άλλοι. Σήκω, λοιπόν, και δώσε εντολή στους φιλονικούντες να σταματήσουν τις έριδες και να πάψουν να χωρίζονται για εμάς. Γιατί εμείς, και στην επίγεια ζωή που είμασταν και στην ουράνια που μεταβήκαμε, φροντίζαμε και φροντίζουμε να ειρηνεύουμε και να οδηγούμε σε ομόνοια τον κόσμο. Και όρισε μία ημέρα να εορτάζεται από κοινού η μνήμη μας και καθώς είναι χρέος σου, να ενεργήσεις να εισαχθεί η εορτή στην Εκκλησία και να συνταχθεί η ιερή ακολουθία. Ακόμη ένα χρέος σου, να παραδόσεις στις μελλοντικές γενιές ότι εμείς είμαστε ένα για τον Θεό. Βεβαίως και εμείς θα συμπράξουμε για τη σωτηρία εκείνων που θα εορτάζουν τη μνήμη μας, γιατί έχουμε και εμείς παρρησία ενώπιον του Θεού».

Έτσι ο Επίσκοπος Ευχαΐτων Ιωάννης ανέλαβε τη συμφιλίωση των διαμαχόμενων μερίδων, συνέστησε την εορτή της 30ης Ιανουαρίου και συνέγραψε και κοινή Ακολουθία, αντάξια των τριών Μεγάλων Πατέρων.

Η εορτή αυτής της Συνάξεως του Μεγάλου Βασιλείου, του Γρηγορίου του Θεολόγου και του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, αποτελεί το ορατό σύμβολο της ισότητας και της ενότητας των Μεγάλων Διδασκάλων, οι οποίοι δίδαξαν με τον άγιο βίο τους το Ευαγγέλιο του Χριστού. Είναι εκείνοι, οι οποίοι εξ’ αιτίας της ταπεινώσεώς τους μπροστά στην αλήθεια, έχουν λάβει το χάρισμα να εκφράζουν την καθολική συνείδηση της Εκκλησίας και ότι διδάσκουν δεν είναι απλώς δική τους σκέψη ή προσωπική τους πεποίθηση, αλλά είναι επιπλέον η ίδια η μαρτυρία της Εκκλησίας, γιατί μιλούν από το βάθος της καθολικής της πληρότητας.

Περί τις αρχές του 14ου αιώνα μ.Χ. ανεγέρθη ναός των Τριών Ιεραρχών κοντά στην Αγία Σοφία Κωνσταντινούπολης, δίπλα σχεδόν στη μονή της Παναχράντου.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’.
Τούς τρεῖς μεγίστους φωστῆρας τῆς Τρισηλίου θεότητος, τούς τήν οἰκουμένην ἀκτῖσι δογμάτων θείων πυρσεύσαντας, τούς μελιῤῥύτους ποταμούς τῆς σοφίας, τούς τήν κτίσιν πᾶσαν θεογνωσίας νάμασι καταρδεύσαντας, Βασίλειον τόν μέγαν, καί τόν Θεολόγον Γρηγόριον, σύν τῷ κλεινῷ Ἰωάννη, τῷ τήν γλῶτταν χρυσοῤῥήμονι, πάντες οἱ τῶν λόγων αὐτῶν ἐρασταί, συνελθόντες ὕμνοις τιμήσωμεν· αὐτοί γάρ τῇ Τριάδι, ὑπέρ ὑμῶν ἀεί πρεσβεύουσιν.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τούς ἀσφαλεῖς.
Τούς Ἱερούς καί θεοφθόγγους Κήρυκας, τήν κορυφήν τῶν Διδασκάλων Κύριε, προσελάβου εἰς ἀπόλαυσιν τῶν ἀγαθῶν σου καί ἀνάπαυσιν· τούς πόνους γάρ ἐκείνων καί τόν κάματον, ἐδέξω ὑπέρ πᾶσαν ὁλοκάρπωσιν, ὁ μόνος δοξάζων τούς Ἁγίους σου.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Τοὺς μεγάλους φωστῆρας τοὺς φεραυγεῖς, Ἐκκλησίας τοὺς πύργους τοὺς ἀρραγεῖς, συμφώνως αἰνέσωμεν, οἱ τῶν καλῶν ἀπολαύοντες, καὶ τῶν λόγων τούτων, ὁμοῦ καὶ τῆς χάριτος· τὸν σοφὸν Χρυσορρήμονα, καὶ τὸν μέγαν Βασίλειον, σὺν τῷ Γρηγορίῳ, τῷ λαμπρῷ θεολόγῳ· πρὸς οὓς καὶ βοήσωμεν, ἐκ καρδίας κραυγάζοντες· Ἱεράρχαι τρισμέγιστοι, πρεσβεύσατε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν Ἁγίαν μνήμην ὑμῶν.

Ὁ Οἶκος
Τὶς ἱκανὸς τὰ χείλη διᾶραι, καὶ κινῆσαι τὴν γλῶσσαν πρὸς τοὺς πνέοντας πῦρ, δυνάμει Λόγου καὶ Πνεύματος; ὅμως τοσοῦτον εἰπεῖν θαρρήσω, ὅτι πᾶσαν παρῆλθον τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν οἱ τρεῖς, τοῖς πολλοῖς καὶ μεγάλοις χαρίσμασι, καὶ ἐν πράξει καὶ θεωρίᾳ, τοὺς κατ᾿ ἄμφω λαμπροὺς ὑπεράραντες· διὸ μεγίστων δωρεῶν τούτους ἠξίωσας, ὡς πιστούς σου θεράποντας, ὁ μόνος δοξάζων τούς Ἁγίους σου.

Μεγαλυνάριον
Ρήτορες σοφίας θεοειδεῖς, στῦλοι Ἐκκλησίας, οὐρανίων μυσταγωγοί, Βασίλειε πάτερ, Γρηγόριε θεόφρον, καὶ θεῖε Ἰωάννη, κόσμῳ ἐδείχθητε.



Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2017

Ἡ ἀληθινὴ πίστη

«Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις!»

Στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα εἴδαμε μιὰ πονεμένη μητέρα νὰ ζητᾶ ἐπίμονα ἀπὸ τὸν Κύριο τὴ θεραπεία τῆς δαιμονισμένης κόρης της. Ὁ Κύριος τὴ θεράπευσε ὄχι ἀμέσως, ἀλλὰ ἀφοῦ δοκίμασε τὴν πίστη τῆς μητέρας. Ἡ δυνατὴ πίστη τῆς Χαναναίας μᾶς δίνει τὴν ἀφορμὴ νὰ δοῦμε σήμερα τί εἶναι ἡ πίστη καὶ πῶς μποροῦμε νὰ τὴν ἀποκτήσουμε.

1. Τί εἶναι «πίστη»

Πιστεύω δὲν σημαίνει ἁπλῶς δέχομαι ὅτι ὑπάρχει Θεός· διότι ὑπάρχουν ἄν­θρωποι ποὺ παραδέχονται ὅτι ὑπάρχει Θεός, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν ἐπηρεάζει τὴ ζωή τους. Ζοῦν μέσα στὴν ἁμαρτία. Ἡ πίστη τους εἶναι νεκρὴ γνώση. Καὶ τὰ δαιμόνια πιστεύουν ὅτι ὑπάρχει Θεός, σημειώνει ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀ­­δελφόθεος, καὶ τρέμουν μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο Του (βλ. Ἰακ. β´ 19), ἀλλὰ δὲν μετανοοῦν.
Τότε τί εἶναι «πίστη»; Εἶναι ἡ ἐμπιστοσύνη. Πιστεύω ἀληθινὰ στὸ Θεὸ σημαίνει: Τὸν ἐμπιστεύομαι μὲ ὅλη μου τὴν καρδιά. Σὲ τί Τὸν ἐμπιστεύομαι; Δείχνω πίστη στὸ λόγο Του, στὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ στὴν Ἱερὰ Παράδοση. Ἀποδέχομαι τὰ Ὀρθόδοξα δόγματα. Δέχομαι ὁ­­λόψυχα τὶς ἐντολές Του καὶ ἀγωνίζομαι νὰ τὶς ἐφαρμόσω, διότι εἶμαι βέβαιος ὅτι ἂν τὶς ἐφαρμόσω, θὰ γίνω εὐτυχισμένος. Ἀ­­να­­γνωρίζω δηλαδὴ τὸν Θεὸ ὡς Κύριό μου, ἀλάνθαστο καθοδηγό μου, στὸν Ὁποῖο ὀφείλω τέλεια ὑπακοή.
Σημαίνει ἀκόμη: Ἔχω ἐμπιστοσύνη στὴν πρόνοιά Του. Πιστεύω ὅτι ἀγαπάει ὅλα τὰ δημιουργήματά Του καὶ φρον­τίζει γι᾿ αὐτά. Φροντίζει μὲ τὴν ἄπειρη ἀγάπη Του· μὲ τὴν πανσοφία Του, καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν κάνει ποτὲ λάθος· μὲ τὴν παντοδυναμία Του, καὶ γι᾿ αὐτὸ μπορεῖ τὰ πάντα. Φροντίζει καὶ γιὰ μένα. Μοῦ δίνει ὅ,τι ἔχω ἀνάγκη. Δὲν θὰ μοῦ στερήσει τίποτε. Δὲν θὰ μὲ ἐγκαταλείψει πο­τέ. Δὲν θὰ ἐπιτρέψει νὰ δοκιμάσω πειρασμὸ μεγαλύτερο ἀπὸ τὶς δυνάμεις μου· τὶς θλίψεις ποὺ μοῦ συμβαίνουν, τὶς ἐπιτρέπει γιὰ τὸν ἐξαγιασμό μου. Εἶ­ναι ὁ Πατέρας μου.

2. Πῶς θὰ ἀποκτήσουμε πίστη

Ἡ πίστη εἶναι δωρεὰ τοῦ Θεοῦ. Νὰ τὴ  ζητοῦμε στὴν προσευχή μας. Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι εἶπαν κάποτε στὸν Κύριο: «Πρόσθες ἡμῖν πίστιν» (Λουκ. ιζ´ [17] 5). Κύριε, πρόσθεσέ μας πίστη. Οἱ ἅ­­γιοι Ἀπόστολοι, ποὺ τὰ ἄφησαν ὅλα γιὰ τὸν Χριστό, αἰσθάνονταν ἐλλιπὴ τὴν πίστη τους – πόσο μᾶλλον ἐμεῖς; Νὰ ζητοῦμε λοιπὸν ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ αὐξάνει καὶ νὰ στερεώνει τὴν πίστη μας.
Ἐπίσης νὰ καλλιεργοῦμε σκέψεις πί­­στεως. Π.χ. ἀνοίγουμε τὴν Καινὴ Διαθήκη γιὰ νὰ μελετήσουμε. Νὰ σκεφτόμαστε: «Τώρα θ᾿ ἀκούσω τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι ὅλα ἀλήθεια. Νὰ τὰ κλείσω μέσα στὴν καρδιά μου». Πηγαίνουμε στὴ θεία Λειτουργία· ἂς λέμε: «Τώρα πάω νὰ παρουσιασθῶ μπροστὰ στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ Τὸν λατρεύσω».
Ἐπιπλέον ἂς μελετοῦμε τὰ γεγονότα τῆς ζωῆς μας. Ὑπῆρξαν περιστάσεις κατὰ τὶς ὁποῖες ὁλοφάνερα ὁ Θεὸς μᾶς προστάτευσε ἀπὸ κινδύνους, ἀπάντησε μὲ τρόπο φανερὸ στὶς προσευχές μας, ἔδωσε λύση στὰ προβλήματά μας. Ὅταν θυμόμαστε τὴν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας, ἐνισχυόμαστε στὴν πίστη.
Τέλος, θὰ ἀποκτοῦμε πίστη, ὅταν ἐ­φαρμόζουμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ· ἐνῶ ἀντίθετα, ἡ πίστη μας κλονίζεται, ὅταν ἐπιμένουμε στὴν ἁμαρτία. Ὅσο ἐφαρμόζουμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τόσο καθαρίζεται ἡ καρδιά μας ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Ὅσο πιὸ καθαρὴ καρδιὰ ἔχουμε, τόσο πιὸ πολὺ αἰσθανόμαστε τὸν Θεὸ στὴ ζωή μας, τὴν παρουσία Του, τὴν ἀγάπη Του. Διότι εἶπε ὁ Κύριος: «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» (Ματθ. ε´ 8).
    
Ἡ Χαναναία τῆς σημερινῆς περικο­πῆς μᾶς δίνει μάθημα πίστεως. Τί ἦταν αὐτὴ ἡ γυναίκα; Εἰδωλολάτρισσα, ἀβάπτιστη καὶ ἀφώτιστη. Καὶ ὅμως εἶχε δυνατὴ πίστη, χάρη στὴν ὁποία ὁ Κύριος ἱκανοποίησε τὸ αἴτημά της. Ἐμεῖς τί εἴμαστε; Εἴμαστε Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, ζοῦμε μέσα στὴν Ἐκκλησία Του καὶ ἀπολαμβάνουμε τόσες εὐεργεσίες. Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἔχουμε ἄτονη πίστη. Ἂς δώσουμε ἐπιτέλους ὅλη μας τὴν ἐμπιστοσύνη στὸ Θεό. Ἂς προσευχόμαστε μὲ πίστη, ἂς Τὸν λατρεύουμε μὲ πίστη. Ἂς ζοῦμε μὲ ἀκλόνητη πίστη στὸ ἔλεος καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Μιὰ τέτοια πίστη ἑλκύει τὴ Χάρι τοῦ Θεοῦ καὶ θαυματουργεῖ.

Ὁ ἔμψυχος ναὸς τοῦ Θεοῦ

«Ὑμεῖς ἐστε ναὸς Θεοῦ ζῶντος»

Ἀναρίθμητοι εἶναι οἱ ἱεροὶ ναοὶ γύρω μας. Εἰδικὰ στὴν ὀρθόδοξη Ἑλλάδα μας δὲν ὑπάρχει χωριὸ καὶ συνοικία χωρὶς τὸ δικό τους ναό. Μεγαλόπρεπα οἰκο­δο­μήματα ἢ ταπεινὰ ἐξωκκλήσια, ­γίνονται τὸ καθένα τόπος ἅγιος καὶ ἱερός, ἀ­φιερω­μένος στὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ, ὅ­­­πως τὸ θέλει ἡ πίστη κι ἡ εὐλάβεια τῶν ἀνθρώπων.
Ὡστόσο τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα μᾶς παρουσιάζει κάποιους ἄλ­λους ναούς. Ποιοὶ εἶναι αὐτοί; –Ἐσεῖς! μᾶς ἀπαντᾶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος. «Ὑ­­μεῖς ἐστε ναὸς Θεοῦ ζῶντος». Ὁ ­καθένας ἀ­­­­­­­­πὸ ἐμᾶς τοὺς πιστοὺς χριστιανοὺς εἶναι ἔμψυχος ναὸς στὸν ὁποῖο κατοικεῖ καὶ ἀναπαύεται ὁ ἅγιος Θεός.
Πρόκειται γιὰ μία ἐκπληκτικὴ τιμὴ ποὺ κάνει ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο. Ἀξίζει λοι­πὸν σήμερα νὰ δοῦμε πῶς ἐξηγεῖται τὸ ὅτι εἴμαστε ναοὶ τοῦ Θεοῦ καὶ ποιὸ εἶ­ναι τὸ χρέος μας ἀπέναντι σ’ αὐτὴν τὴν πραγματικότητα.

1. Εἴμαστε ναοὶ τοῦ Θεοῦ

Ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς δημιουργίας του ὁ ἄνθρωπος φέρει ἀποτυπωμένη μέσα του τὴ θεϊκὴ σφραγίδα. Ἔτσι τὸν ἔπλασε ὁ Θεός: «κατ’ εἰκόνα» καὶ «καθ’ ὁμοίωσίν» του. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ ­ἁμαρτία ἀμαύρωσε τὴ θεϊκὴ εἰκόνα ποὺ ὁ ἄν­θρω­πος ἔκρυβε μέσα του, ἦλθε στὴ γῆ ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ σαρκώθη­κε, γιὰ νὰ ἀποκαταστήσει καὶ νὰ ἁγιάσει τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ νὰ τὴν καταστήσει πάλι ἄξιο κατοικητήριο τῆς θεότητος.

Καὶ πράγματι! Στὸ ἑξῆς ὅποιος πιστεύ­­ει καὶ βαπτίζεται στὸ ὄνομα τοῦ ­Χρι­στοῦ, ζεῖ μιὰ ριζικὴ ἀνακαίνιση καὶ ἀποκτᾶ μιὰ ἐντελῶς νέα σχέση καὶ κοινωνία μὲ τὸν Θεό. Τὸ γράφει σὲ ἄλλο σημεῖο ὁ ἅγιος Ἀ­­­πόστολος: «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβα­πτί­­σθη­τε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε» (Γαλ. γ΄ 27), δη­λαδή, ὅσοι ­βαπτισθήκατε στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ πιστεύοντας σ’ Αὐτὸν ὡς Σω­τήρα, ντυθήκατε τὸν Χριστὸ καὶ ἑνωθήκατε μαζί του. Τί θαῦμα στ’ ἀλήθεια! Ὁ Θεὸς ἑνώνεται μὲ τὸ πλάσμα του!
Τὸ ἀσύλληπτο αὐτὸ θαῦμα γίνεται πλέον ἁπτὴ πραγματικότητα γιὰ τὸν πι­στὸ χριστιανὸ ὅταν βαπτίζεται καὶ κάθε φορὰ ποὺ μεταλαμβάνει τὸ Πανάγιο Σῶ­μα καὶ τὸ Τίμιο Αἷμα τοῦ Κυρίου. Τότε ἔχει πράγματι τὸν Χριστὸ «κατοικοῦντα καὶ μένοντα, σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι» (Α΄ Εὐχὴ Θείας Μεταλήψεως). Ἔρχεται δηλαδὴ καὶ κατοικεῖ στὴν ψυχή του ὁ ἄπειρος καὶ ἀκατάληπτος Θεός, Αὐτὸς ποὺ δὲν Τὸν χωρεῖ ὁλόκληρο τὸ σύμπαν!
Δὲν εἶναι λόγια συμβολικὰ αὐτά. Εἶναι μία πραγματικότητα τὴν ὁποία μᾶς ἀποκάλυψε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὅταν εἶπε στοὺς μαθητές του: «ἐάν τις ἀγαπᾷ με, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ’ αὐτῷ ποιήσομεν» (Ἰω. ιδ΄ 23). Δηλαδὴ ἐὰν κάποιος μὲ ἀγαπᾶ, θὰ φυλάξει τὸν λόγο μου, καὶ ὁ Πατήρ μου θὰ τὸν ἀγαπήσει, καὶ θὰ ­ἔλθουμε σ’ αὐτὸν ἐγὼ καὶ ὁ Πατέρας μου καὶ θὰ κα­τοικήσουμε μόνιμα μέσα του μετα­βάλ­λοντας τὴν καρδιά του σὲ ἔμψυχο καὶ ζωντανὸ ναό μας. Νά λοιπὸν ἡ ἀσύγκριτη τιμὴ καὶ δόξα ποὺ μᾶς χαρίζει ὁ ἅγιος Θεός: μᾶς κάνει ναοὺς δικούς του!

2. Τὸ χρέος μας

Εἴμαστε λοιπὸν ναοὶ τοῦ Θεοῦ! Ἄραγε ὅμως περιποιούμαστε τοὺς ἔμψυχους ναούς μας; Ἐδῶ ἀκριβῶς εἶναι τὸ χρέος μας. Ὅπως πονοῦμε καὶ ἀντιδροῦμε ὅταν βλέπουμε νὰ βεβηλώνεται ἢ νὰ καταστρέφεται ἕνας ἱερὸς ναός, πολὺ περισσότερο νὰ θλιβόμαστε ὅταν βλέπουμε νὰ μολύνονται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία οἱ ἔμ­ψυχοι ναοί μας. Διότι κάθε ἁμαρτία ποὺ μολύνει τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή μας, στὴν πραγματικότητα ἀποτελεῖ βεβήλωση τοῦ ναοῦ τοῦ Θεοῦ.
Μὲ θλίψη καὶ αὐστηρότητα ὁ ἀπόστολος Παῦλος προειδοποιεῖ τοὺς χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου, ὅπου εἶχαν παρουσιαστεῖ διχοστασίες καὶ σοβαρὲς ἠθικὲς παρεκτροπές: «Εἴ τις τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ φθείρει, φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός· ὁ γὰρ να­ὸς τοῦ Θεοῦ ἅγιός ἐστιν» (Α΄ Κορ. γ΄ 16-17). Ἂν κανεὶς καταστρέφει τὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ, θὰ τὸν καταστρέψει αὐτὸν ὁ Θεός. Καὶ θὰ τὸν καταστρέψει, διότι ὁ ναὸς τοῦ Θεοῦ εἶναι ἅγιος. Εἶναι ἀφιερωμένος στὸ Θεὸ καὶ εἶναι δικό του κτῆμα. Εἶναι ἱερὸς καὶ ἀπαραβίαστος.
Ἔχουμε λοιπὸν χρέος ἱερὸ νὰ διατηροῦμε τὴν καρδιά μας καθαρὴ «ἀπὸ παν­τὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ ­πνεύματος». Κι ἂν κάποτε κάτι τὴν μολύνει, ἂς σπεύδουμε στὸ Μυστήριο τῆς ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως. Ἐκεῖ ἐξαλείφονται οἱ ἁμαρτίες μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κι ἔτσι ὁ ἔμψυχος ναός μας γίνεται καὶ πά­λι ὁλόλαμπρος καὶ καθαρός, ὅπως τότε ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος!

❁ ❁ ❁

Ὁπωσδήποτε θαυμάζουμε τοὺς περι­καλλεῖς ναοὺς καὶ ­ἐντυπωσιαζόμαστε ἀπὸ τὴν τέχνη καὶ τὴν ἱστορία τους, τὴ λαμπρότητα καὶ τὴ ­μεγαλοπρέπειά τους. Ὡστόσο στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει ­ἕ­­­νας ἄλλος ναὸς ­ἀσυγκρίτως ὡραιότε­ρος καὶ λαμπρότερος: εἶναι κά­θε ἄν­θρω­πος ποὺ διατηρεῖ τὴν καρδιά του ἁγνὴ καὶ καθαρὴ καὶ τὴ στολίζει μὲ ἀρε­τές, ὅ­­­­πως ἡ πραότητα καὶ ἡ ­ὑπομονή, ἡ ταπείνωση καὶ ἡ ἀγάπη. Μακάρι κι ἐμεῖς ν’ ἀπο­κτήσουμε τέτοια καρδιά: ἁγνὴ καὶ καθαρή, στολισμένη μὲ ἅγιες ἀρετές‧ καρδιὰ ποὺ θὰ εἶναι ἄ­­­ξιο κατοικητήριο τοῦ παμβασιλέως Χριστοῦ!

Άγιος Δημήτριος ο Χιοπολίτης

Ο Άγιος Δημήτριος γεννήθηκε το 1780 μ.Χ. στο χωριό Παλιόκαστρο της Χίου από ενάρετους γονείς, τον Αποστόλη και την Μαρουλού. Σε νεαρή ηλικία έφθασε στην Κωνσταντινούπολη και εργαζόταν κοντά στον αδελφό του Ζαννή, ο οποίος ήταν έμπορος.

Όταν χωρίς την άδεια του αδελφού του αρραβωνιάστηκε κάποια νέα, ο Ζαννής τον έδιωξε από το κατάστημά του. Ευρισκόμενος σε μεγάλη φτώχεια θυμήθηκε ότι ο Σείχ - ουλ - Ιμαλήλ όφειλε στον αδελφό του κάποιο ποσό από αγορές υφασμάτων και πήγε στο σπίτι του για να το εισπράξει και να το χρησιμοποιήσει ο ίδιος. Εκεί γνώρισε μία νεαρή μουσουλμάνα η οποία τον αγάπησε και του δήλωσε ότι για να τον παντρευτεί έπρεπε να αλλαξοπιστήσει. Ο Δημήτριος δέχθηκε την πρόταση και παρέμεινε στο σπίτι των Τούρκων για δύο μήνες.

Γρήγορα όμως συνήλθε, δραπέτευσε και κρύφθηκε προσωρινά σε μία χριστιανική οικογένεια στην περιοχή του Σταυροδρομίου. Εκεί τον συνάντησε ο αδελφός του Ζαννής. Ο Δημήτριος εξομολογήθηκε στον πνευματικό του αδελφού του και συγχρόνως έστειλε επιστολή στον πατέρα του εξιστορώντας τα έως τότε γεγονότα της ζωής του αλλά και τον πόθο του να μαρτυρήσει για το Χριστό. Αφού κοινώνησε τα άχραντα μυστήρια παρουσιάσθηκε στον Τούρκο διοικητή και με παρρησία ομολόγησε την πίστη του. Παρά το γεγονός ότι οι Χιώτες της Κωνσταντινούπολης συγκέντρωσαν χρήματα για την απελευθέρωσή του, ο Δημήτριος παρέμεινε ακλόνητος στην πίστη του.

Έτσι, μετά από φρικτά βασανιστήρια τα οποία υπέμεινε αγόγγυστα, αποκεφαλίστηκε στις 29 Ιανουαρίου 1802 μ.Χ. Το τίμιο λείψανό του το παρέλαβαν οι Χριστιανοί και ενταφίασαν αυτό σε κάποιο μοναστήρι στο νησί Πρώτη.


Ἀπολυτίκιον
Ήχος γ'. Θείας πίστεως.
Χαίρε βλάστημα, τερπνόν της Χίου` χαίρε καύχημα, των ορθοδόξων, καρτερόψυχε, νέε Δημήτριε` την γαρ αντίχριστον πλάνην εφαύλισας, ένθα του κράτους υπάρχει το φρύαγμα, ως ανέκραζες, Θεόν τον Χριστόν επίσταμαι, δωρούμενον ημίν το μέγα έλεος.

Κοντάκιον
Ήχος γ'. Η Παρθένος σήμερον.
Η λαμπρά του Βύζαντος, και μεγαλώνυμος Πόλις, μελωδείτω σήμερον, μεγαλοφώνως βοώσα, σκάμματα τα υπέρ φύσιν του Δημητρίου, νέου μεν, μετά τον πάλαι τον Μυρορροάν, διά σε Χριστόν σφαγέντος, όνπερ ανύμνει σε, ως φύσει Θεού Υιόν.

Κάθισμα
Ήχος α'. Τον τάφον Σου Σωτήρ.
Ευφράνθησαν εν σοι, Ορθοδόξων τα πλήθη, φαυλίσαντι λαμπρώς, των ανόμων την πλάνην` ανήλθες επί βήματος, υπερτάτου της Βύζαντος, και ανέκραζες, ω ασεβείας προστάται, τον θεάνθρωπον, εγώ κηρύττω Σωτήρα, του κόσμου και Κύριον.

Ὁ Οἶκος
Δημητρίου του Χιοπολίτου την άθλησιν, τα παλαίσματα και τον ένδοξον υπέρ Χριστού θάνατον, δεύτε φιλέορτοι συνελθόντες, ύμνοις, εγκωμίων, και ωδαίς πνευματικαίς ευφημήσωμεν` ότι τη δυνάμει του Χριστού καθοπλισθείς, την κακέμφατον των της Άγαρ κατέπτυσε πλάνην, εν αυτώ τω του κράτους υπρτάτω βήματι, καταπλήξας αυτούς, τη του φρονήματος παρρησία, και την τούτων μιαιφόνον ερεθίσας μανίαν, εις το παρ` αυτών σφαγήναι, ότι τρανώς Θεόν αληθινόν τον Χριστόν ωμολόγει, ως φύσει Θεού Υιόν.

Μεγαλυνάριον
Τους ανευφημούντας σου ευλαβώς, τους λαμπρούς αγώνας, και τους άθλους Μάρτυς Χριστού, και την θείαν μνήμην τελούντας ετησίως, περίσωζε Δημήτριε ταις πρεσβείαις σου.



Όσιος Ιγνάτιος ο Σιναΐτης εκ Ρεθύμνης

Ο Όσιος και Θεοφόρος Ιγνάτιος καταγόταν από την πόλη του Ρεθύμνου της Κρήτης και ασκήτεψε στο όρος Σινά. Τηρώντας τους όρους της μοναστικής πολιτείας, παρθενία, υπακοή και ακτημοσύνη, έφθασε σε ύψη πνευματικής τελειότητας και καθοδήγησε πνευματικά πολλούς ασκητές.

Ο Όσιος Ιγνάτιος αξιώθηκε να βρει το άφθαρτο και μυροβλύζον λείψανο του υποτακτικού του Νικάνδρου, το οποίο αφού εναγκαλίσθηκε και ασπάσθηκε, ευχαρίστησε τον Θεό που τον πληροφόρησε για την δικαίωση του αγώνος του πνευματικού του τέκνου.

Ο Όσιος Ιγνάτιος κοιμήθηκε με ειρήνη.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἐκ Ῥεθύμνης ὡς ἄστρον τὸν ἀνατείλαντα, πνευματοφόρον πατέρα, τῆς ἀρετῆς ἐραστήν, ἀκτησίας καὶ εὐχῆς φωστῆρα μέλψωμεν, ὅτι ἐφώτισεν αὐγαῖς, ἀπαθείας Ἀσκητάς, Σιναίου βοῶντες· ζόφον, τῆς ἁμαρτιας εὐχαῖς σου, ἡμῶν ἐκδίωξον Ἰγνάτιε.

Κοντάκιον
Ἦχος δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Τὸν ἐγκρατῆ πνευματοφόρον καὶ ἀκτήμονα, Σιναίου ὄρους ἀσκητὴν ἐγκωμιάσωμεν, ἐκ Ῥεθύμνης τὸν βλαστήσαντα νησου Κρήτης, ὡς ἀζύγων ποδηγέτην ἀπλανέστατον, πρὸς χαρὰν τὴν ἐν τῷ πόλῳ ἀτελεύτητον, ἀνακράζοντες· Χαίροις μάκαρ Ἰγνάτιε.

Κάθισμα
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Ὥσπερ Ἄγγελος, ἐν τῷ Σιναίῳ, Κρήτης βλάστημα, σεπτὸν βιώσας, τὰ σκιρτήματα σαρκὸς κατεπράϋνας, καὶ τῶν δαιμόνων δεινὰ μηχανήματα, τῇ τῶν ἀγώνων καθεῖλες ἐνστάσει σου, ὅθεν στέφει σε, ἀφθάρτῳ Χριστὸς κατέστεψε, σεπτὲ Ἱερομόναχε Ἰγνάτιε.

Ὁ Οἶκος
Ἄστρον ἀκτημοσύνης, προσευχῆς καὶ νηστείας, Ἰγνάτιε τῷ κόσμῳ ἐπώφθης, καὶ κατηύγασας τῶν ἀρετῶν, ταῖς βολαῖς τὸ ὄρος τοῦ Σινᾶ Ὅσιε, καὶ πάντας εὐσεβόφρονας, τοὺς πίστει σοι βοῶντας ταῦτα·

Χαῖρε, τῆς Κρήτης εὐῶδες ἴον·
χαῖρε, τῆς δόξης τὸ ἐκμαγεῖον.

Χαῖρε, τῶν ἀζύγων Σιναίου ὡράϊσμα·
χαῖρε, τῶν Ὁσίων ἀπάντων ἀγλάϊσμα.

Χαῖρε, ὄρθρος φαεινότατος, ἀσιγήτου προσευχῆς·
χαῖρε, στῦλος ἀκλινέστατος, ἐναρέτου βιοτῆς.

Χαῖρε, ὅτι ἐδείχθης, ἀσκητὴς θεοφόρος·
χαῖρε, ὅτι ὡράθης, ταπεινώσεως φάρος.

Χαῖρε, Χριστοῦ ἀγάπης τὸ ἔσοπτρον·
χαῖρε, ἐχθροῦ ἀπάτης τὸ θέριστον.

Χαῖρε, Σιναίου Πατέρων λαμπρότης·
χαῖρε, ὡραίου ἀγῶνος ἀκρότης.

Χαίροις, μάκαρ Ἰγνάτιε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῆς Ῥεθύμνης τερπνὸς βλαστός· χαίροις τοῦ τοῦ Σιναίου, τῶν ἀζύγων ὁ φρυκτωρός· χαίροις ἀκτησίας, καὶ νήψεως λυχνία, Ἰγνάτιε φωσφόρε, πίστεως ἔρεισμα.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις ὦ Ἰγνάτιε θαυμαστέ, τῶν ἐν τῷ Σιναίῳ, μοναζόντων κλέος λαμπρόν· χαίροις τῆς Ῥεθύμνης, ὁ θεοφόρος γόνος, καὶ ἀληθὴς προστάτης, τῶν προστρεχόντων σοι.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Ανακομιδή Ιερών Λειψάνων του Αγίου Ιερομάρτυρος Ιγνατίου του Θεοφόρου


Βιογραφία
Ο Άγιος Ιερομάρτυς Ιγνάτιος  ήταν διάδοχος των Αποστόλων και χρημάτισε δεύτερος Επίσκοπος Αντιοχείας. Υπήρξε, μαζί με τον Επίσκοπο της Εκκλησίας της Σμύρνης Πολύκαρπο, μαθητής του Ευαγγελιστή Ιωάννη του Θεολόγου. Μαρτύρησε επί αυτοκράτορα Τραϊανού (98 - 117 μ.Χ.) στη Ρώμη, κατασπαραχθείς από τα θηρία.

Μετά το φρικτό μαρτύριο του Αγίου, κάποιοι Χριστιανοί μάζεψαν από τον ιππόδρομο τα εναπομείναντα άγια λείψανά του και τα μετέφεραν στην Αντιόχεια. Η Σύναξη αυτού ετελείτο στην Μεγάλη Εκκλησία.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Καί τρόπων μέτοχος, καί θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τήν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· διά τοῦτο τόν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, καί τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Ἰγνάτιε· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς θησαυρὸν πλουτοποιῶν δωρημάτων, τὴν τῶν λειψάνων σου μυρίπνοον θήκην, τὴ ποίμνη σου μετήγαγον ἐκ Ρώμης εὐσεβῶς, ἧσπερ τὴν ἐπάνοδον, ἑορτάζοντες ποθῶ, χάριν ἀρυόμεθα, πολλαπλῶν ἰαμάτων, τοὺς σοὺς ἀγῶνας μέλποντες ἀεί, Ἱερομάρτυς Ἰγνάτιε ἔνδοξε.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐξ ἑῴας σήμερον ἐξανατείλας, καί τήν κτίσιν ἅπασαν, καταλαμπρύνας διδαχαῖς, τῷ Μαρτυρίῳ κεκόσμηται, ὁ Θεοφόρος καί θεῖος Ἰγνάτιος.

Ὁ Οἶκος
Ἱερεμίαν ὁ Θεὸς ἐκ μήτρας ἁγιάσας, καὶ πρὸ τοῦ γεννηθῆναι γινώσκων ὡς προγνώστης, δοχεῖον ἔσεσθαι αὐτὸν Πνεύματος Ἁγίου, ἐμπιπλᾷ τοῦτον εὐθύς, ἐκ νεαρᾶς βιώσεως, καὶ Προφήτην τοῦτον, καὶ κήρυκα πᾶσιν ἀποστέλλει, προαγγέλλειν τὴν ἁγίαν ἐπὶ τῆς γῆς αὐτοῦ παρουσίαν. Τεχθεὶς οὖν ὁ αὐτὸς Θεὸς ἐκ Παρθένου, πρός τὸ κήρυγμα ἐλθών, εὗρεν ἐκ βρέφους, ἄξιον αὐτοῦ τῆς χάριτος ὑποφήτην, τὸν θεοφόρον καὶ θεῖον Ἰγνάτιον.

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2017

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐξῆλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς τὰ μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος. Καὶ ἰδοὺ γυνὴ Χαναναία ἀπὸ τῶν ὁρίων ἐκείνων ἐξελθοῦσα ἐκραύγασεν αὐτῷ λέγουσα· ᾿Ελέησόν με, Κύριε, υἱὲ Δαυΐδ· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται. ῾Ο δὲ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λόγον. Καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἠρώτων αὐτὸν λέγοντες· ᾿Απόλυσον αὐτήν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν. ῾Ο δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· Οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου ᾿Ισραήλ. ῾Η δὲ ἐλθοῦσα προσεκύνησεν αὐτῷ λέγουσα· Κύριε, βοήθει μοι. ῾Ο δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· Οὐκ ἔστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων καὶ βαλεῖν τοῖς κυναρίοις. ῾Η δὲ εἶπε· Ναί, Κύριε· καὶ γὰρ τὰ κυνάρια ἐσθίει ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν. Τότε ἀποκριθεὶς ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῇ· ῏Ω γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! Γενηθήτω σοι ὡς θέλεις. Καὶ ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης.
Ἀπόδοση σέ ἁπλή γλώσσα
Ἐκεῖνο τὸν καιρό, ἔφυγε ὁ ᾿Ιησοῦς γιὰ τὴν περιοχὴ τῆς Τύρου καὶ τῆς Σιδώνας. Τότε μιὰ γυναίκα Χαναναία βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς περιοχῆς ἐκείνης καὶ τοῦ φώναζε δυνατά· «᾿Ελέησέ με, Κύριε, Υἱὲ τοῦ Δαβίδ. ῾Η θυγατέρα μου βασανίζεται ἀπὸ δαιμόνιο». Αὐτὸς δὲν τῆς ἀπαντοῦσε λέξη. Τὸν πλησίασαν τότε οἱ μαθητές του καὶ τὸν παρακαλοῦσαν· «Διῶξε την, γιατὶ μᾶς ἀκολουθεῖ καὶ φωνάζει». ῾Ο ᾿Ιησοῦς εἶπε· «῎Εχω ἀποσταλεῖ μόνο γιὰ τοὺς πλανεμένους ᾿Ισραηλίτες». ᾿Εκείνη ὅμως ἦρθε καὶ τὸν προσκύνησε λέγοντας· «Κύριε, βοήθησέ με». Αὐτὸς τῆς ἀποκρίθηκε· «Δὲν εἶναι σωστὸ νὰ πάρει κανεὶς τὸ ψωμὶ τῶν παιδιῶν καὶ νὰ τὸ πετάξει στὰ σκυλιά». «Ναί, Κύριε», εἶπε ἐκείνη, «ἀλλὰ καὶ τὰ σκυλιὰ τρῶνε ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ πέφτουν ἀπὸ τὸ τραπέζι τῶν κυρίων τους». Τότε ὁ ᾿Ιησοῦς τῆς ἀπάντησε· «Μεγάλη εἶναι ἡ πίστη σου, γυναίκα! ῍Ας γίνει ὅπως τὸ θέλεις». Κι ἀπὸ κείνη τὴν ὥρα γιατρεύτηκε ἡ θυγατέρα της.

Ο Απόστολος της Κυριακής

(Β´ Κορ. στ´ 16- ζ´ 1)
Ἀδελφοί, ὑμεῖς ἐστε ναὸς Θεοῦ ζῶντος, καθὼς εἶπεν ὁ Θεὸς ὅτι «ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω, καὶ ἔσομαι αὐτῶν Θεός, καὶ αὐτοὶ ἔσονταί μοι λαός. Διὸ ἐξέλθατε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος, καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθε, κἀγὼ εἰσδέξομαι ὑμᾶς, καὶ ἔσομαι ὑμῖν εἰς πατέρα, καὶ ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι εἰς υἱοὺς καὶ θυγατέρας, λέγει Κύριος παντοκράτωρ». Ταύτας οὖν ἔχοντες τὰς ἐπαγγελίας, ἀγαπητοί, καθαρίσωμεν ἑαυτοὺς ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ.
Ἀπόδοση σέ ἁπλή γλώσσα
Ἀδελφοί, ἐσεῖς εἶστε ναὸς τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁ ἴδιος εἶπε· Θὰ κατοικήσω ἀνάμεσά τους καὶ θὰ πορεύομαι μαζί τους. Θὰ εἶμαι Θεός τους, κι αὐτοὶ θὰ εἶναι λαός μου. Γι’ αὐτὸ λέει ὁ Κύριος· Φύγετε μακριὰ ἀπ’ αὐτοὺς καὶ ξεχωρίστε. Μὴν ἀγγίζετε ἀκάθαρτο πράγμα, κι ἐγὼ θὰ σᾶς δεχτῶ. Θὰ εἶμαι γιὰ σᾶς ὁ Πατέρας, κι ἐσεῖς θὰ εἶστε γιοὶ καὶ θυγατέρες μου, λέει ἀκόμα ὁ παντοκράτορας Κύριος. ᾿Αφοῦ λοιπόν, ἀγαπητοί μου, ἔχουμε αὐτὲς τὶς ὑποσχέσεις, ἂς καθαρίσουμε τοὺς ἑαυτούς μας ἀπὸ καθετὶ ποὺ μολύνει τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή. ῍Ας ζήσουμε μιὰ ἅγια ζωὴ μὲ φόβο Θεοῦ.

Όσιος Ιάκωβος ο Ασκητής

Ο Όσιος Ιάκωβος έγινε μοναχός και ασκήτεψε επί δέκα πέντε χρόνια σε ένα σπήλαιο, κοντά στην κωμόπολη Πορφυρεώνη. Κατά την διάρκεια του πνευματικού του αγώνα υπέβαλλε τον εαυτό του σε κάθε είδους άσκηση και κακουχία.

Κάποτε μερικοί ακόλαστοι και φθονεροί άνθρωποι οδήγησαν στον Όσιο μια πόρνη. Αυτή, αφού με δόλο κατόρθωσε να εισέλθει στο κελί του, τον προκαλούσε να διαπράξει αμαρτία μαζί της. Εκείνος όμως της υπενθύμισε την τιμωρία του μέλλοντος πυρός. Έτσι, την έκαμε να συναισθανθεί την αμαρτωλότητά της, να μετανοήσει, να αλλάξει τρόπο ζωής και να ακολουθήσει πλέον αναγεννημένη πνευματικά τον Χριστό.

Επειδή όμως κανένας δεν ξεφεύγει από τις ενέδρες του διαβόλου, συνέβη και ο Όσιος αυτός να πέσει σε μεγάλο παράπτωμα, για να γίνει παράδειγμα σε όλους τους αμαρτωλούς και οδηγός προς μετάνοια. Να, λοιπόν, τι συνέβη: Κάποιος άνθρωπος επιφανής είχε μια θυγατέρα δαιμονισμένη, την οποία πήγε στον Όσιο να την θεραπεύσει. Εκείνος προσευχήθηκε και αμέσως το δαιμόνιο έφυγε και άφησε ελεύθερη τη νέα. Ο πατέρας της όμως, επειδή φοβόταν μήπως και πάλι το δαιμόνιο ενοχλήσει την θυγατέρα του, την άφησε στο σπήλαιο του Αγίου. Για συντροφιά της άφησε εκεί και το νεότερο αδελφό της. Ο ασκητής όμως Ιάκωβος νικήθηκε από την επιθυμία και διέφθειρε τη νέα. Και στη συνέχεια, για να μη γνωστοποιηθεί η μυσαρή του πράξη και εξευτελισθεί, φόνευσε και τη νέα και τον αδελφό της και έριξε τα σώματά τους στο ποτάμι που ήταν εκεί κοντά.

Ύστερα από τα φοβερά αυτά εγκλήματα που διέπραξε, έχασε κάθε ελπίδα για σωτηρία και του δημιουργήθηκε η ακατάσχετη επιθυμία να αφήσει την ασκητική ζωή και να επανέλθει στον κόσμο. Στο δρόμο όμως τον συνάντησε κάποιος ευλαβής μοναχός, στις παραινέσεις του οποίου πειθάρχησε ο Όσιος, που αποφάσισε να κλειστεί μέσα σε ένα τάφο και να υπομείνει κάθε σκληραγωγία. Εκείνο τον χρόνο σημειώθηκε στη χώρα μεγάλη ξηρασία και ο Θεός κατά θαυμαστό τρόπο μήνυσε στον Επίσκοπο της πόλεως ότι, αν δεν προσευχηθεί ο Όσιος Ιάκωβος που διαμένει στον τάφο, δεν θα λάβει τέλος η ανομβρία. Αμέσως λοιπόν, τότε ο Επίσκοπος επισκέφθηκε τον Όσιο, μαζί με όλο τον λαό και τον παρακάλεσε να προσευχηθεί, για να ανοίξουν οι κρουνοί του ουρανού. Ο Όσιος, μετά από την παράκληση του Επισκόπου, προσευχήθηκε με άκρα ταπείνωση και βαθιά πίστη στον Θεό. Και ο Θεός άκουσε την προσευχή του, διότι, αν και είχε διαπράξει βαρύτατα αμαρτήματα, είχε ειλικρινά μετανοήσει και έστειλε πλούσια την βροχή στη γη.

Το θαύμα αυτό έδωσε στον Όσιο την ελπίδα αλλά και τη βεβαιότητα ότι ο Θεός τον συγχώρεσε. Και με την ελπίδα και τη βεβαιότητα αυτή συνέχισε τον επίπονο ασκητικό του βίο.

Έτσι αγωνιζόμενος κοιμήθηκε με ειρήνη.

Τέλος, αξίζει να σημειώσουμε την προσευχή που έλεγε ο Όσιος Ιάκωβος όσο ήταν στον τάφο:

«Πώς ατενίσω προς σε ο Θεός; ποίαν δε αρχήν της εξομολογήσεως εύροιμι; ποία καρδία ή ποίω θαρρήσας συνειδότι, γλώσσαν ασεβή, και χείλη μολυσμού γέμοντα, κινήσαι πειράσωμαι; ποίας δε αμαρτίας πρώτον άφεσιν αιτήσαι κατατολμήσω; φείσαι φιλάνθρωπε Κύριε! ίλεως γενού τω αναξίω, Δέσποτα αγαθέ, και μη συναπολέσης με ταις αισχραίς μου πράξεσιν. Ου γαρ μικρά μου τα δυσσεβήματα. Πορνείαν ετέλεσα. Φόνον ειργασάμην. Αίμα αθώον εξέχεα. Και προς τούτοις, τοις ύδασι, και θηρίοις, και πετεινοίς δέδωκα εις βοράν. Και νυν Κύριε, ειδότι σοι τα πάντα εξομολογούμαι, αγαθέ, την τούτων εξαιτούμενος άφεσιν. Μη παρίδης με Δέσποτα. Aλλά κατά την σοι πρέπουσαν ευσπλαγχνίαν, οικτείρησόν με τον ασεβή. Και κατάπεμψον εις εμέ το παρά σου πλούσιον έλεος, ελθόντα επί τα της αμαρτίας βάραθρα. Κατεπόντισέ με γαρ, η του λυμεώνος εχθρού καταιγίς. Μη δη καταπίη με ο δράκων ο βύθιος». Και τα λοιπά.

Όσιος Παλλάδιος

Μέγας ασκητής ο Παλλάδιος, έκτισε ένα μικρό κελί σ' ένα βουνό που ονομαζόταν Ίμμαι (ή Ήμμη). Εκεί, με πολλή αγρυπνία, νηστεία και συνεχή προσευχή, αξιώθηκε από τον Θεό να θαυματουργεί.

Κάποτε, βρέθηκε μπροστά στην πόρτα του κάποιος έμπορος σφαγμένος, που τον είχε σφάξει και ληστέψει κάποιος ληστής. Τότε όλοι καταδίκασαν τον Παλλάδιο, σαν φονιά του εμπόρου. Ο Παλλάδιος, όμως, προσευχήθηκε και ανέστησε τον έμπορο που αμέσως έδειξε τον αληθινό φονιά, που ήταν μάλιστα ανάμεσα σ' αυτούς πού κατηγορούσαν τον Παλλάδιο. Το θαύμα αυτό έκανε ν' αποκτήσει ο Παλλάδιος φήμη αγίου ανδρός σ' όλα τα περίχωρα.

Έτσι λοιπόν, θεοσεβώς, αφού έζησε ο Παλλάδιος, ειρηνικά τελείωσε την επίγεια ζωή του.

Κατά τον Παρισινό Κώδικα 259, καθώς και σε ορισμένους Λαυριωτικούς, η μνήμη του φέρεται και κατά την 27η Νοεμβρίου.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Όσιος Εφραίμ ο Σύρος

Ο Όσιος Εφραίμ καταγόταν από την Ανατολή και γεννήθηκε στην πόλη Νίσιβη της Μεσοποταμίας πιθανώς το 308 μ.Χ. ή και ενωρίτερα. Ήκμασε επί Μεγάλου Κωνσταντίνου (324 - 337 μ.Χ.), Ιουλιανού του Παραβάτου (361 - 363 μ.Χ.) και των διαδόχων αυτού. Από την μικρή του ηλικία διδάχθηκε την πίστη και την αρετή από τον Επίσκοπο της γενέτειράς του Ιάκωβο (309 - 364 μ.Χ.), ο οποίος και τον χειροτόνησε διάκονο, αλλά ο Όσιος αρνήθηκε να λάβει μεγαλύτερο αξίωμα. Ακολούθησε πολύ νωρίς τον μοναχικό βίο και με το φωτισμό του Παρακλήτου έγραψε πάρα πολλά συγγράμματα πνευματικής και ηθικής οικοδομής. Γι’ αυτό και θαυμάζεται για το πλήθος και το κάλλος των έργων του. Γνώστης ακριβής όλων των δογματικών θεμάτων, ήξερε να καταπολεμά τις αιρέσεις και να υπερασπίζει με θαυμάσια σαφήνεια την Ορθοδοξία. Ήταν εκείνος που κατατρόπωσε σε διάλογο τον αιρετικό Απολλινάριο και οδήγησε πολλούς αιρετικούς να επιστρέψουν στην πατρώα ευσέβεια.

Όταν, διά της συνθήκης του έτους 363 μ.Χ., που υπέγραψε ο διάδοχος του Ιουλιανού του Παραβάτου, Ιοβιανός (363 - 364 μ.Χ.), η Νίσιβης παραδόθηκε στους Πέρσες, ο Όσιος Εφραίμ εγκατέλειψε την πατρίδα του και ήλθε στην Έδεσσα, όπου ασκήτεψε σε παρακείμενο όρος. Το έτος 370 μ.Χ. επισκέφθηκε τον Μέγα Βασίλειο στην Καισάρεια της Καππαδοκίας και λίγο αργότερα τους Πατέρες και Ασκητές της Αιγύπτου.

Ο Όσιος Εφραίμ κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 373 μ.Χ. και η Σύναξή του ετελείτο στο Μαρτύριο της Αγίας Ακυλίνας, στην περιοχή Φιλοξένου, κοντά στην αγορά.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς, τῆς ἐρήμου τό ἄγονον ἐγεώργησας· καί τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατόν τούς πόνους ἐκαρποφόρησας· καί γέγονας φωστήρ τῇ οἰκουμένῃ, λάμπων τοῖς θαύμασιν, Ἐφραίμ Πατήρ ἡμῶν ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Ρεῖθρον ἄυλον, ἐν τὴ ψυχή σου, τὸν ζωήρρυτον, πλουτήσας φόβον, κατανύξεως κρατὴρ ἀναδέδειξαι, ὅθεν ἠμᾶς πρὸς ἠθῶν τελειότητα, τοὶς ἱεροίς σου ρυθμίζεις διδάγμασιν. Ἐφραὶμ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.
Τήν ὥραν ἀεί, προβλέπων τῆς ἐτάσεως, ἐθρήνεις πικρώς, Ἐφραίμ δάκρυα κατανύξεως· πρακτικός δέ γέγονας, ἐν τοῖς ἔργοις διδάσκαλος ὅσιε· ὅθεν Πάτερ παγκόσμιε, ῥαθύμους ἐγείρεις πρός μετάνοιαν.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὸν θησαυρὸν τῆς σοφίας τῶν μυστηρίων Χριστοῦ, τὸν κρατῆρα τὸν θεῖον τῆς κατανύξεως, ἀνυμνήσωμεν πιστοί, ἐν τῇ μνήμῃ αὐτοῦ· φερωνύμως γὰρ ἀεί, τὰς καρδίας τῶν πιστῶν, εὐφραίνει ἔπεσι θείοις, Ἐφραίμ, ὡς πράκτωρ καὶ μύστης, τῶν τοῦ Κυρίου ἀποκαλύψεων.

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2017

Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης: Οι Άγιοι ήταν άνθρωποι όμοιοι μ' εμάς

«Εγώ τους εμέ φιλούντας αγαπώ, τους δε δοξάζοντας με δοξάσω», λέγει ο Κύριος (πρβλ. Παρ. η’ 17, Α’ Βασιλ. β’ 30).
Ο Θεός δοξάζεται με τους Αγίους Του και οι Άγιοι δοξάζονται από τον Θεό.
Η δόξα που δίνει ο Θεός στους Αγίους είναι τόσο μεγάλη, που αν έβλεπαν οι άνθρωποι τον Άγιο όπως είναι, από την ευλάβεια και το φόβο θα έπεφταν καταγής, γιατί ο σαρκικός άνθρωπος δεν μπορεί ν’ αντέξη τη δόξα της ουράνιας εμφανίσεως.
Μην θαυμάζετε γι’ αυτό. Ο Κύριος αγάπησε τόσο το πλάσμα Του, ώστε έδωσε Άγιο Πνεύμα μ’ αφθονία στον άνθρωπο, και με το Άγιο Πνεύμα ο άνθρωπος έγινε όμοιος με το Θεό.

Γιατί, λοιπόν, αγαπά ο Κύριος τόσο τον άνθρωπο; Γιατί είναι η Αυτοαγάπη και η αγάπη αυτή γνωρίζεται μόνο με το Άγιο Πνεύμα.
Με το Άγιο Πνεύμα γνωρίζει ο άνθρωπος τον Κύριο, το Δημιουργό του, και το Άγιο Πνεύμα γεμίζει με τη χάρη Του όλο τον άνθρωπο: και την ψυχή και το νου και το σώμα.
Ο Κύριος έδωσε στους Αγίους τη χάρη Του κι εκείνοι Τον αγάπησαν και προσκολλήθηκαν ολοκληρωτικά σ’ Αυτόν, γιατί η γλυκύτητα της αγάπης του Θεού υπερνικά την αγάπη για τον κόσμο και την ομορφιά του.
Κι αν έτσι γίνεται στη γη, τότε στον ουρανό οι Άγιοι είναι ακόμα πιο πολύ ενωμένοι με τον Κύριο με την αγάπη. Κι η αγάπη αυτή είναι ανείπωτα γλυκειά και εκχύνεται από το Άγιο Πνεύμα κι όλες οι επουράνιες δυνάμεις μ’ αυτήν τρέφονται.
Σε πολλούς φαίνεται πως οι Άγιοι είναι μακριά μας. Αλλά μακριά είναι από εκείνους που οι ίδιοι απομακρύνθηκαν, ενώ είναι πολύ κοντά σ’ εκείνους που τηρούν τις εντολές του Χριστού κι έχουν την χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Πόσο ευτυχισμένοι και καλότυχοι είμαστε εμείς οι ορθόδοξοι χριστιανοί, που μας χάρισε ο Κύριος ζωή με το Άγιο Πνεύμα, και ευφραίνονται οι ψυχές μας. Πρέπει όμως να φυλάμε με σύνεση το Άγιο Πνεύμα, γιατί αρκεί κι ένας άσκοπος λογισμός για να εγκαταλείψη την ψυχή, και τότε στερούμαστε την αγάπη του Θεού, εξαφανίζεται η παρρησία από την προσευχή, χάνεται και η σίγουρη ελπίδα πως θα λάβουμε αυτό που επιζητούμε.
Οι Άγιοι χαίρονται για τη μετάνοιά μας και στενοχωριούνται όταν οι άνθρωποι εγκαταλείπουν το Θεό κι εξομοιώνωνται έτσι με τα άλογα ζώα. Λυπούνται, γιατί οι άνθρωποι ζουν στη γη χωρίς να ξέρουν πως, αν αγαπούσαν ο ένας τον άλλο, θα υπήρχε ελευθερία από την αμαρτία.
Οι  Άγιοι ήταν άνθρωποι όμοιοι μ’ εμάς. Πολλοί απ? αυτούς είχαν μεγάλες αμαρτίες, αλλά με την μετάνοια πέτυχαν την Ουράνια Βασιλεία.


Οι Άγιοι περπατούσαν στη γη και τα χέρια τους εργάζονταν, αλλά το πνεύμα τους έμενε πάντα κοντά στο Θεό κι ο νους τους δεν ήθελε ν? αποσπασθή από την μνήμη του Θεού. Για χάρη της αγάπης του Θεού υπέμειναν όλες τις θλίψεις στη γη και δεν φοβόνταν κανένα πόνο, κι έτσι δόξαζαν τον Κύριο. Γι’ αυτό κι ο Κύριος τους αγάπησε και τους δόξασε και τους χάρισε την αιώνια Βασιλεία μαζί Του.

Η Σιωπή

Η σιωπή που ασκείται μ’ επίγνωση και διάκριση, είναι:

μητέρα της προσευχής,
ανάκληση από την αιχμαλωσία των παθών,
επιστάτης των λογισμών,
σκοπός που παρατηρεί τους εχθρούς,
δέσμευση του πνευματικού πένθους για τις αμαρτίες μας,
φίλη των καρδιακών δακρύων που είναι καρποί της προσευχής,
καλλιεργητής της μνήμης του θανάτου,
εχθρός του αδιάκριτου θάρρους,
σύζυγος της ησυχίας,
αντίπαλος της τάσης να κάνεις τον δάσκολο,
μυστική πνευματική πρόοδος,
κρυφή πνευματική ανάβαση.

Άγιος Δημητριανός της Ταμασού, ο θαυματουργός

Από τις πολύ λίγες πληροφορίες που έχουμε γι' αυτόν μαθαίνουμε ότι γεννήθηκε στην Ταμασσό κι έζησε σ' αυτήν τα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού. Αφοσιώθηκε στην Χριστιανική πίστη από μικρή ηλικία και χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον επίσκοπο Ταμασσού.

Έζησε οσιακή ζωή και ο Χριστός τον προίκισε με το χάρισμα της θαυματουργίας.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’.
Τῶν Κυπρίων τὸ κλέος, Ταμασέων ὁ Πρόεδρος, φύλαξ καὶ φρουρὸς τῶν Περάτων, Δημητριανὲ Πατὴρ ἠμῶν, ἀναδειχθεῖς, διὸ τυφλὸν ἐφώτισας ποτέ, τὸ φῶς ἐνεδίδου τηλαυγῶς, καὶ ἀνέκραξε δὲ οὕτως, τῷ διὰ σοῦ μὲ φωτίσαντι Δόξα σοι. Δόξα τῷ οὕτως εὐδοκήσαντι Θεῶ, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ τοιαῦτα τέρατα.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἀπὸ βρέφους Κυρίω ἐκολλήθης, μακάριε Δημητριανὲ Ταμασέων, ποιμενάρχα πανάριστε, συγκλείσας ἐν ψυχῇ σου θησαυρόν, τῆς πίστεως Δεσπότου ἀληθοῦς, καὶ ὠδήγησας τὰ τέκνα σου θαυμαστός, πρὸς γνῶσιν τῆς θεότητας, δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ ἁγιάσαντι, δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἠμίν, προστάτην ἀκαταίσχυντον.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς.
Ἠρακλειδίου διεδέξω τὸν θρόνον, καὶ τῶν θαυμάτων εἰλη φῶς θείαν χάριν, τὴν Κύπρον κατεφώτισας, ὢ Δημητριανέ, θεσπεσίω βίω σου καὶ γλυκύτητι λόγων, ὅθεν πλάνην ἔτρεψας, τῶν εἰδώλων γενναίως, καὶ τὸν Χριστὸν ἐνώκησας ψυχαίς, ὡς ἱεράρχης φωτὶ αὐγαζόμενος.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ταμασέων, ἀρχιερεῦ, ὁ ὀλέσας πλάνην, τῶν εἰδώλων λόγοις σοφοῖς, καὶ τὴν τοῦ Κυρίου, φυτείαν ἐπαυξήσας, τοῖς ῥείθροις τῶν θαυμάτων, θεομακαριστέ.

Άγιος Δημήτριος ο εν Κωνσταντινοπόλει

Ο Άγιος Δημήτριος ήταν όμορφος στην όψη, δυνατός στο σώμα και σεμνός στα ήθη. Εικοσιπέντε χρονών, εργαζόταν στον Γαλατά της Κωνσταντινούπολης σ' ένα οινοπωλείο, που άνηκε στον Χριστιανό Χατζή Παναγιώτη.

Κάποιοι από τους θαμώνες του οινοπωλείου, Μωαμεθανοί από τον Πόντο, προσπάθησαν να προσηλυτίσουν τον Δημήτριο. Μια μέρα που αυτοί μέθυσαν διώχτηκαν από τον οινοπώλη με τη βοήθεια του ρωμαλέου Δημητρίου κακήν κακώς.

Κατά τη συμπλοκή αύτη, τραυματίστηκε κάποιος απ' αυτούς τους Τούρκους, οι όποιοι κατάγγειλαν σαν δράστη τον Δημήτριο. Έτσι ο Δημήτριος οδηγήθηκε στον βεζίρη και επειδή δεν μπόρεσε να αποδείξει την αθωότητα του, του ετέθη το έξης δίλημμα: ή να γίνει μωαμεθανός ή θα πεθάνει. Αλλά ο Δημήτριος σθεναρά επέμενε στην χριστιανική πίστη. Μπροστά στη σταθερή εμμονή του Δημητρίου, ο βεζίρης διέταξε τον αποκεφαλισμό του. Προ της εκτελέσεως, οδηγήθηκε και πάλι μπροστά στον βεζίρη, αλλά και πάλι ο Δημήτριος δεν υπέκυψε στις κολακείες, τις υποσχέσεις και τα βασανιστήρια των Τούρκων, και ειδικά αυτά των ιδίων των κατηγόρων του.

Έτσι ο Δημήτριος, στις 27 Ιανουαρίου 1784 μ.Χ., αποκεφαλίστηκε μπροστά στο οινοπωλείο που εργαζόταν.