Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2024

ΤΟ ΔΕΣΙΜΟ-Κυριακή Γ' Λουκά

 Ἕνας πλούσιος νεανίσκος, στὸ ἄκουσμα τῆς προτροπῆς τοῦ Χριστοῦ νὰ ἀπαρνηθεῖ τὰ πλούτη του, νὰ πουλήσει τὰ ὑπάρχοντά του καὶ νὰ τὰ μοιράσει στοὺς φτωχοὺς καὶ μετὰ νὰ ἀκολουθήσει τὸν Χριστό, «περίλυπος ἐγένετο· ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα». Βλέποντας ὁ Χριστὸς τὴ μεγάλη στενοχώρια τοῦ νεαροῦ, ἐπισήμανε στοὺς ἀκροατές του ὅτι εἶναι πιὸ εὔκολο νὰ περάσει καμήλα ἀπὸ τρύπα βελόνας, παρὰ νὰ μπεῖ πλούσιος στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ (Κυριακὴ ΙΓ΄ Λουκᾶ).



 Τρομερὴ ἡ κουβέντα τοῦ Χριστοῦ! Οἱ ἀκροατές του ἐξεπλάγησαν. Ποιὸς εἶναι δυνατὸν νὰ σωθεῖ; εἶπαν. Φαίνεται μὲν ἀδύνατο αὐτὸ σὲ σᾶς, εἶπε ὁ Χριστός, μὰ ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ μεταβάλει τὰ πράγματα. Μπορεῖ νὰ ἀλλάξει τὸ φρόνημα καὶ τῶν πλουσίων ἀκόμα. Γιατὶ τὸ πρόβλημα δὲν τοποθετεῖται ἀπὸ τὸν Χριστὸ ἀκριβῶς στὸν πλοῦτο, ἀλλὰ στὴ φοβερὴ ὑποδούλωση τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία ἀπόκτησής του καὶ κατοχῆς του. Ἡ ἐπιθυμία αὐτὴ καταργεῖ τὸ ὅριο μεταξὺ τοῦ σωστοῦ καὶ τοῦ λάθους, τὸ ἄριστο μέτρο ποὺ ὀφείλει νὰ ἔχει σὲ ὅλα ὁ ἄνθρωπος.


Συνήθως ὁ Χριστιανὸς πλούσιος ξεγελάει τὸν ἑαυτό του, λέγοντας ὅτι θέλει πολλὰ λεφτά, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ βοηθάει τάχα περισσότερο τοὺς φτωχούς. Κάνοντας μερικὲς φιλανθρωπίες, ἐπαναπαύεται. Ἀποκοιμίζει ἔτσι τὴ συνείδησή του, δικαιολογεῖ τὸ πάθος του γιὰ ἀπεριόριστη ἀπόκτηση ἀγαθῶν, «ἀεὶ προσλαμβάνειν ζητῶν. Τοιαύτη γὰρ ἡ τοῦ πλουτεῖν νόσος», τὸ νὰ μὴν ἔχει ὅριο στὸ νὰ ζητάει περισσότερα.


Ὄχι ὁ πλοῦτος, ἀλλὰ τὸ πάθος γιὰ πλοῦτο εἶναι ποὺ καταστρέφει τὸν ἄνθρωπο καὶ μαστίζει ἐξ ἴσου πλούσιους καὶ φτωχούς. Ἡ προσκόλληση στὴν ἐπιθυμία αὐτὴ δὲν εἶναι μόνο ἐμπόδιο γιὰ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ κάνει τεράστια ζημιὰ καὶ στὴν ἐπίγεια ζωή. Ὁ ἄνθρωπος, ζητώντας ἀπεγνωσμένα ὅλο καὶ περισσότερα, δὲν ἐργάζεται, ἀλλὰ δουλεύει. Ἡ ἐργασία ἔγινε δουλεία (δουλειά), σκλαβιά. Δὲν ἐργάζεται γιὰ νὰ ζεῖ, ἀλλὰ ζεῖ γιὰ νὰ δουλεύει. Πιάνει καὶ δεύτερη δουλειὰ κ. λ. π., μὴν ἀφήνοντας στὸν ἑαυτό του οὔτε ἐλάχιστο χρόνο γιὰ νὰ ζήσει. Γι’ αὐτὸ καὶ «πλοῦτον νόμιζε γνήσιον καὶ βέβαιον τὴν ὀλιγόδειαν». Ἡ ὀλιγάρκεια εἶναι ὁ σωστὸς καὶ σίγουρος πλοῦτος. Ὄχι τὸ νὰ ἔχεις πολλά, ἀλλὰ τὸ νὰ μὴ χρειάζεσαι πολλὰ (ἅγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, PG 35, 780C. 37, 388Α).


Τὸ τέλειο παράδειγμα εἶναι οἱ μοναχοί. Ἀποτάσσονται τὰ τοῦ κόσμου, ἀκολουθοῦν τὴν ἀκτημοσύνη. Λέει ὅμως ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος, ὅτι καὶ αὐτὸ ἀκόμα δὲν φτάνει. Ἀφήνοντας ὅ,τι εἶχαν στὸν κόσμο, γονεῖς, χρήματα, κτήματα, δουλειές, δοσοληψίες, κάνουν τὸν κόσμο νὰ σταυρωθεῖ, νὰ εἶναι νεκρός, νὰ μὴν ὑπάρχει γι’ αὐτούς. «Ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται» (Γαλ. 6, 14).


Ἀπομένει ὅμως νὰ σταυρωθοῦν καὶ αὐτοὶ γιὰ τὸν κόσμο. Νὰ νεκρώσουν κι αὐτοὶ μέσα τους κάθε ἐπιθυμία γι’ αὐτὰ ποὺ ἄφησαν πίσω τους. «Ἐμεῖς φανήκαμε ὅτι σταυρώσαμε τὸν κόσμο μέσα μας, ὅτι ἐγκαταλείψαμε τὰ κοσμικὰ πράγματα. Καὶ ἤρθαμε στὸ μοναστήρι, ἀλλὰ τοὺς ἑαυτούς μας δὲν θέλουμε νὰ τοὺς σταυρώσουμε γιὰ τὸν κόσμο, γιατὶ ἔχουμε τὴν ἐπιθυμία του, εἴμαστε δεμένοι μὲ ἐμπάθεια μαζί του, ἀγωνιζόμαστε γιὰ τὴ δόξα του, γιὰ φαγητὰ καὶ ροῦχα… Ἐνῶ ἀφήσαμε τὰ μεγάλα καὶ πολύτιμα ποὺ εἴχαμε, τρέφουμε ἐδῶ μὲ μερικὰ τιποτένια πράγματα τὶς ἐπιθυμίες μας» (Ἀββᾶ Δωροθέου, Α΄ Διδασκαλία (Περὶ ἀποταγῆς), 13-14.

Τὸ δέσιμο λοιπόν, ἡ προσκόλληση στὸ καθετί, μεγάλο ἢ μικρό, κάνει ὅλη τη ζημιά.

Κυριακή ΙΓ’ Λουκά: Ο πλούσιος νεανίας

 † Μητροπολίτης Σουρόζ Αντώνιος Bloom


(Λουκ.18,18-27)


Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.


Δὲν εἶναι μόνο φοβερό, κάποιες φορὲς μοιάζει τρομακτικὸ νὰ κηρύττεις τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ, γιατὶ ὁ Κύριος εἶπε: «Ἀπό τὰ λόγια σας θὰ κριθεῖτε».


Θὰ κριθεῖτε, γιατὶ κηρύττετε τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ μένετε ἀργοὶ κι ὄχι δραστήριοι, σ’ αὐτὸ ποὺ ὁ Θεὸς ἔχει προστάξει καὶ σ’ ὅ,τι ξέρετε ἀρκετὰ καλὰ γιὰ νὰ κηρύξετε σὲ ἄλλους, τότε – πῶς, θὰ σταθεῖτε ἐνώπιον τῆς κρίσης τοῦ Θεοῦ; Κι αὐτὸ ταιριάζει ὄχι μόνο σὲ ἱερεῖς, ἀλλὰ σὲ κάθε χριστιανό, ποὺ κλήθηκε νὰ γίνει μάρτυρας, ἀπόστολος, κάποιος ποὺ φέρει τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο ποὺ βρίσκεται στὸ σκοτάδι ἤ στὸ ἡμίφως, ποὺ χρειάζεται τὸ θεῖο φῶς, τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ζωή.


Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ μᾶς προκαλεῖ τόσο ἔντονα.


Ξεκινάει μὲ λέξεις ποὺ μποροῦν νὰ μεταφραστοῦν μὲ περισσότερους ἀπὸ ἕναν τρόπους: «Ἀγαθὲ Κύριε – τί πρέπει νὰ κάνω γιὰ νὰ ἔχω τὴν αἰώνια ζωή;». Καὶ ὁ Θεὸς ἀπαντᾶ: «Τί μὲ λέγεις “ἀγαθό”; Κανένας δὲν εἶναι ἀγαθὸς παρὰ μόνον ὁ Θεός». Δὲν λέει: «Εἶσαι λάθος». Δὲν τοῦ ἀρνεῖται τὸ δικαίωμα νὰ τὸν ὀνομάσει ἀγαθό, ὅπως ὁ Θεὸς εἶναι ἀγαθὸς καὶ ἐκ τούτου, σ’ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν αὐτιὰ ν’ ἀκούσουν, σ’ αὐτούς ποὺ ἔχουν καρδιὰ ἱκανή νὰ διακρίνουν τὴν ἀνυπέρβλητη καλωσύνη τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, νὰ ὑπερβοῦν τὴν ἀνθρώπινη καλωσύνη, ὅλη τὴν ἀνθρώπινη ὀμορφιὰ καὶ ἀλήθεια- εἶναι μιὰ μαρτυρία. Ναί, μιλᾶς στὸν Θεὸ σου, εἶναι ὁ Θεὸς σου ποὺ ἀπαντᾶ στὴν ἐρώτηση σου.


Καὶ τότε ὁ Χριστὸς μᾶς ὑποδεικνύει δύο σημεῖα. Τὸ ἕνα εἶναι: ἄν ἐπιθυμεῖς τὴν αἰώνια ζωή, τήρησε τὶς Ἐντολές. Οἱ Ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι μόνο κανόνες συμπεριφορᾶς, ἀλλά ὅπως ἕνας ἀπὸ τοὺς Ψαλμούς τὸ λέει, πρέπει νὰ εἶναι τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς μας. Θὰ πρέπει ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας νὰ ἐφαρμόζουμε τὶς Ἐντολές· ὄχι γιατί μᾶς τὸ προστάζουν ἐξωτερικὰ, ἀλλά ἐπειδὴ ἔχουμε δεθεί μ’ αὐτὲς μὲ δεσμὰ ἀληθείας· ὄχι ἐπειδὴ ὁ Θεός μᾶς τὸ εἶπε, ἀλλὰ ἐπειδὴ μὲ ὅλο μας τὸ εἶναι ἀπαντᾶμε, «Ἀμήν»! Αὐτὸ εἶναι ἡ ἀλήθεια, αὐτὸ εἶναι ἡ ζωή, αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος γιὰ τὴν αἰώνια ζωή.


Ὅταν ἀκοῦμε τὸν Χριστὸ νὰ μᾶς θυμίζει αὐτὲς τὶς Ἐντολές- πού βρισκόμαστε ἐμεῖς; Ποιός ἀπὸ ἐμᾶς μπορεῖ νὰ πεῖ ὅτι εἶναι πιστὸς σὲ κάθε λέξη αὐτῆς τῆς μικρῆς λίστας ποὺ ὑποδεικνύει αὐτὰ χωρὶς τὰ ὁποῖα δὲν μποροῦμε νὰ ζήσουμε; Ποῦ στεκόμαστε; Ἐγώ, ποὺ εἶμαι κήρυκας, ἐσὺ ποὺ ἀκοῦς, γιατί εἶναι τὸ ἴδιο ὑπεύθυνο νὰ ἀκοῦς, ὅσο καὶ τὸ νὰ μιλᾶς. Πόσο συχνὰ σκεφτόμαστε – ὅπως ὁ νέος ἄνδρας, καὶ μὲ τόσο μικρὴ ἀφορμὴ -ἐπιθυμοῦμε τὴν τελειότητα; Θέλουμε τὴν τελειότητα χωρὶς νὰ βαδίσουμε τὸν δρόμο τῶν Ἐντολῶν.


Ἀλλὰ ὁ Χριστός μᾶς τὸ λέει ἀρκετά καθαρά: «Ἄν θέλεις τελειότητα – δῶσε ὅλη τὴν περιουσία σου». Δὲν εἶναι μόνο τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ ποὺ μποροῦμε νὰ δώσουμε∙ ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς ἔχει συσσωρευμένους θησαυρούς στὸ μυαλὸ καὶ τὴν καρδιά, στὴν ψυχή του, πράγματα ποὺ εἶναι πιὸ σημαντικά γι’ αὐτὸν ἀπὸ ὁποιοδήποτε ὑλικό, ποὺ εἶναι ὁ θησαυρός του. Ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς ἄς στραφεῖ μέσα του κι ἄς ἀναρωτηθεῖ: «Ποιός εἶναι ὁ δικός μου ἰδιαίτερος θησαυρός;» Ποιά εἶναι αὐτὰ τὰ πράγματα, ποὺ δὲν θὰ πέταγα ἀκόμα καὶ γιὰ τὴν αἰώνια ζωή, γιὰ τὸν Θεό;»


Ἄς μὴν θέτουμε τὰ πράγματα μ’ ἕνα τόσο σκληρὸ τρόπο, ἀλλά ἄς ἀγκαλιάσουμε αὐτὰ ποὺ εἶναι τόσο πολύτιμα γιὰ ἐμᾶς, κι ἄς ἐλπίσουμε ὅτι θὰ μποῦμε στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, θὰ φθάσουμε τὴν τελειότητα∙ νὰ γίνουμε μ’ ὅλο μας τὸ εἶναι αὐτὸ ποὺ κληθήκαμε νὰ γίνουμε, αὐτὸ τὸ εἶδος τῶν ἀνθρώπων ποὺ ὁ Θεὸς θέλησε ὅταν μᾶς ἔπλασε- καὶ δὲν ἔχει γίνει ἀλήθεια.


Στὸ βιβλίο τῆς Ἀποκάλυψης ὑπάρχει ἕνα ἀπόσπασμα ποὺ λέει, «Ἔχω μόνο ἕνα στοιχεῖο ἐναντίον σου – ξέχασες τὴν πρώτη σου ἀγάπη». Καὶ αὐτὴ ἡ πρώτη ἀγάπη πράγματι εἶναι γιὰ τὸν καθένα μας, ὁ Ζωντανὸς Θεός, τὸν ὁποίο ὀνομάζουμε μὲ τόσους πολλοὺς τρόπους: μπορεῖ νὰ Τὸν ὀνομάζουμε «ζωή», μπορεῖ «τελείωση», μπορεῖ «εὐτυχία», μπορεῖ μὲ ὅλα τὰ ὀνόματα ποὺ σημαίνουν πληρότητα τοῦ εἶναι μας. Κάποιες φορὲς ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι μόνο στὸν Θεὸ εἶναι ἐφικτό, κάποιες φορὲς φανταζόμαστε ὅτι μποροῦμε νὰ μεγαλώσουμε ἀπὸ μόνοι μας – ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι ἡ πρώτη μας ἀγάπη: τὸ νὰ ὡριμάσουμε ὅσο ὁ Θεὸς ἤθελε γιὰ ἐμᾶς.


Καὶ δὲν ἀκολουθοῦμε τὶς Ἐντολὲς γιατί σκεφτόμαστε, ὅτι μποροῦμε νὰ τὰ καταφέρουμε μ’ ἕναν ἁπλὸ τρόπο· καὶ δὲν ἀποχωριζόμαστε ὅλα ὅσα ἔχουμε μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι ὁ Θεὸς θὰ ἀποδεχτεῖ ἐμᾶς καὶ τὸ φορτίο μας.


Ἄς συλλογιστοῦμε αὐτὴν τὴν ἱστορία. Δὲν εἶναι μόνο μιὰ παραβολή, εἶναι κάτι ποὺ συνέβη στὸ νέο ἄνδρα. Συμβαίνει σ’ ὅλους μας, ὅταν ὁ Θεὸς λέει «Εἶσαι πιστὸς στὸν τρόπο ζωῆς ποὺ σοῦ ἔχω δώσει μὲσα ἀπὸ τὶς ἐντολές μου, στοχεύοντας σ’ αὐτὲς ὅπως κάποιος σημαδεύει ἕναν δρόμο; Θέλεις νὰ πετύχεις τὴν πληρότητα – ξεκίνα ἀπὸ αὐτὸ τὸ σημεῖο». Κι ἄν ἀνησυχεῖς, ἄν εἶσαι πιστὸς σ’ αὐτά, τότε κάνε στὸν ἑαυτό σου τὴν ἑπόμενη ἐρώτηση: ποιός εἶναι ὁ θησαυρὸς τὸν ὁποῖο δὲν θὰ ἀφήσω, ἀκόμα κι ἄν πρόκειται γιὰ τὴν αἰώνια ζωή;


Ὁ νέος ἄκουσε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, κι ἔφυγε λυπημένος. Εἶχε ὑλικὰ ἀγαθὰ, ἀλλά ἔχουμε τόσα πράγματα ποὺ δὲν εἶναι ὑλικά, ἀλλὰ εἶναι τὸ φορτίο, τὰ δεσμά μας.


Καὶ ἔπειτα σ’ αὐτὴ τὴν ἱστορία ἕνα πράγμα μπορεῖ νὰ μᾶς δώσει τόση ἐλπίδα. Ὁ Χριστὸς δὲν καταδικάζει τὸν νέο ἄνδρα· τὸν ἀφήνει νὰ φύγει χωρίς οὔτε μία λέξη κατηγορίας, γιατὶ ὅ,τι εἶπε ἦταν ὅπως ἕνας σπόρος σπαρμένος στὸ μυαλὸ καὶ τὴν καρδιὰ αὐτοῦ τοῦ νέου ἀνθρώπου. Τὸν ἀφήνει νὰ φύγει μὲ πληγωμένη καρδιά, προβληματισμένο, καλώντας τον νὰ γίνει ὁ ἑαυτός του μέσα ἀπὸ μιὰ πράξη ἠρωϊκῆς θέλησης καὶ παραδοχῆς, νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, ὅπως ὁ Χριστὸς εἶπε, νὰ τ’ ἀφήσει ὅλα καὶ νὰ Τὸν ἀκολουθήσει. Ποῦ; Ἀπὸ τὴν μιὰ στὸν δρόμο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη στὴν πληρότητα τῆς αἰώνιας ζωῆς.


Ὅταν ὁ Χριστὸς μᾶς λέει «Ἀκολουθεῖστε με», δὲν μᾶς καλεῖ νὰ βαδίσουμε ἕνα τρομακτικό, σκοτεινὸ δρόμο· λέει: «Ἐγὼ ἔχω περπατήσει αὐτὸν τὸν δρόμο, ξέρω κάθε στροφή του- μπορεῖς μὲ ἀσφάλεια νὰ τὸν ἀκολουθήσεις!». Εἶναι σὰν τὸν καλὸ βοσκὸ ποὺ βαδίζει μπροστὰ ἀπὸ τὰ πρόβατα του, ἀντιμετωπίζει ὅλους τοὺς κινδύνους ὁ ἴδιος γιὰ νὰ εἶναι ἀσφαλὲς τὸ ποίμνιο του».


Ὅλοι μποροῦμε νὰ ἐπιστρέψουμε σπίτι ὅπως ὁ νέος, ἴσως λυπημένοι, γιατὶ οὔτε «φυλάξαμε τὶς Ἐντολές» οὔτε εἴμαστε ἱκανοὶ ν’ ἀπαρνηθοῦμε τὴν πιὸ πολύτιμη περιουσία μας: ἀλλὰ θυμηθεῖτε – δὲν εἴμαστε καταδικασμένοι, ἔχουμε μπροστά μας μιὰ τελικὴ ἐπιλογή, κι ὅσο μποροῦμε ν’ ἀγωνιζόμαστε σ΄αὐτὴ τὴν γῆ – ὑπάρχει χρόνος.


Ἀλλὰ ἄς μὴν πλανιόμαστε ἀπὸ τὴν διάρκεια τοῦ χρόνου: ὁ Χρόνος κυλᾶ, ὁ χρόνος φεύγει- ἄς μὴν εἴμαστε τόσο ἀργοὶ, ἄς στραφοῦμε στὴν ζωή, κι ἄς γίνουμε ὅλα αὐτὰ ποὺ μποροῦμε νὰ γίνουμε.


Ἡ ἀπάντηση στὴν σημερινὴ περικοπὴ εἶναι ξεκάθαρη – «Ποιός λοιπὸν μπορεῖ νὰ σωθεῖ;» Γιὰ τὸν ἄνθρωπο δὲν εἶναι δυνατὸν, ἀλλὰ στὸν Θεὸ ὅλα εἶναι δυνατά». Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐλπίδα μας: Ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας, καὶ τίποτα δὲν εἶναι δύσκολο γιὰ ἐμᾶς. Ἀμήν.

Τί μαζεύομεν;

 (†) ἐπίσκοπος Γεώργιος Παυλίδης Μητροπολίτης Νικαίας


«Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωήν αἰώνιον κληρονομήσω;»


Νοσταλγὸς τῆς αἰωνιότητος ὁ ἄνθρωπος, ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα, πλανᾶται στὰ μονοπάτια τῆς ζωῆς καὶ δὲν ἀναπαύετε, παρὰ μόνον ὅταν εὑρεθῇ πλησίον Ἐκείνου, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ ἀληθινὴ χαρὰ καὶ μακαριότης.  Αὐτὸ συνέβη καὶ μὲ τὸν πλούσιον νέον, ποὺ ἦλθε σήμερον εἰς τὸν Κύριον καὶ ἐρωτᾷ μὲ ἐνδιαφέρον τί πρέπει νὰ κάμῃ διὰ νὰ κληρονομήσῃ τὴν αἰώνιον ζωήν.  Βλέπετε, τούς βαθύτερους πόθους τῆς ψυχῆς μας δὲν ἡμποροῦμεν νὰ τοὺς ἱκανοποιήσωμεν μὲ ὅ,τι μᾶς δίδει ἡ παροῦσα ζωή.  Δηλαδὴ μὲ ὑλικὰ ἀγαθά, δόξαν, ἀπολαύσεις..... Ὅλοι μας ἔχομεν μέσα μας τὸν πόθον καὶ τὴν βαθεῖαν νοσταλγίαν τοῦ χαμένου παραδείσου, ἀλλά, συχνά, δέν ξέρομεν πῶς νὰ τὰ ἱκανοποιήσωμεν.

Ἄς ἴδωμεν, λοιπὸν, τί ἀπαντα ὁ Κύριος εἰς τὴν ἐρώτησιν αὐτῆν τοῦ πλουσίου νεανίσκου.



1.«Τ ὰ ς   ἐ ν τ ο λ ὰ ς   ο ἶ δ α ς....»

Ξέρεις, τοῦ λέγει, τίς δέκα ἐντολές ποὺ ἔδωσεν ὁ Θεὸς εἰς τοὺς ἀνθρώπους.  Καὶ ὁ Κύριος, διὰ νὰ τὸν διευκολύνῃ, τοῦ ἀπαριθμεῖ μερικάς. «Μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου».

Ὁ νέος περιχαρὴς ἀπήντησεν: «Ὅλα αὐτὰ τὰ ἔχω τηρήσει ἀπὸ τὰ παιδικά μου χρόνια.  Σὲ τί ἄλλο ἀκόμη ὑστερῶ;»

Νὰ σταματήσωμεν, ἀγαπητέ μου ὀλίγον εἰς τὸ σημεῖον αὐτὸ.

Πρώτη, λοιπόν, προϋπόθεσις εἶναι ἡ γνῶσις καὶ ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ. Ὄχι, βέβαια, μία χονδροειδὴς καὶ ἐπιπόλαια ἐφαρμογὴ τοῦ θείου θελήματος.  Δὲν φθάνει αὐτό.  Ὁ θεῖος νόμος ἔχει καὶ βάθος καὶ πλάτος ἀπέραντον.  Καὶ ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ἀγκαλιάσῃ ὅλας τὰς ἐντολάς.  Εἰς ὅλη των τὴν ἔκτασιν.  Δὲν φθάνει, δηλ. νὰ μὴ σκοτώσῃ κανείς, ἤ νὰ μὴ κλέψῃ μεγάλα ποσά, ἤ νὰ μὴ διαπράξῃ ἀνηθικότητας, διὰ νὰ εἶναι ἐν τάξει μὲ τὸν Θεόν.

Δὲν φθάνει.  Καὶ πολλοὶ, δυστυχῶς, κάμνομεν αὐτὸ τὸ λάθος.  Εἴμεθα ἕτοιμοι νὰ δικαιώσωμεν τὸν ἑαυτόν μας, διότι δὲν ἐπέσαμε εἰς πολὺ σοβαρὰ παραπτώματα. «Τί ἔκαμα», σοῦ λέγει, «διὰ νὰ μετανοήσω; Εἶμαι καλὸς Χριστιανός, καλύτερος ἀπὸ τόσους ἄλλους».  Καὶ ὅμως ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ εἶναι πολὺ εὐρήτερος ἀπὸ ὅ,τι νομίζομεν ἡμεῖς.

Ὑπάρχουν τόσα ἄλλα ἁμαρτήματα, ἐπίσης σοβαρά, ποὺ λησμονοῦμεν. Ὅταν εἰς τὰς συναλλαγὰς μας δὲν εἴμεθα ἀπολύτως δίκαιοι·  ὅταν δὲν φροντίζωμεν νὰ ἐπιτελοῦμεν τὸ καθῆκον μας μετὰ τῆς ὀφειλομένης προθυμίας καὶ ἀκριβείας· ὅταν ὡς γονεῖς δὲν καταβάλλωμεν τὰς ἀναγκαίας φροντίδας διὰ τὴν χριστιανικὴν διαπαιδαγώγησιν τῶν παιδιῶν μας· ὅταν οἱ διδάσκαλοι τῆς νεότητος ἀμελοῦν καὶ ἀδιαφοροῦν διὰ τὸν ἠθικὸν ἐξοπλισμὸν τῶν αὐριανῶν στελεχῶν τῆς κοινωνίας· ὅταν ὁ ἄλλος συκοφαντῇ καὶ διασύρῃ τὴν ὑπόληψιν τῶν ἀδελφῶν του· ὅταν δηλητηριάζεται ἔπειτα ἡ σενεργασία τῶν συνεργατῶν ἀπὸ τὴν πικρίαν καὶ τὴν χολὴν, ποὺ ξεχύνει ὁ Α ἤ ὁ Β, χωρὶς λόγον πολλὲς φορές· ὅταν τὰ παιδιὰ ἀδιαφοροῦν ἀδικαιολογήτως διὰ τὴν συντήρησιν τῶν γονέων, ὅταν.. ὅταν....., τί εἶναι αὐτά; Δὲν εἶναι παραβάσεις;


Πιθανὸν νὰ μὴ συνεπάγωνται δικαστικὴν δίωξιν· πιθανὸν νὰ μὴ φαίνεται, ὅτι ἔχουν ὡς συνέπειαν πληγὰς καὶ αἵματα.  Εἶναι ὅμως παραβάσεις τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ, βαρύταται συχνὰ, αἱ ὁποῖαι καθιστοῦν τὸν ἄνθρωπον ἔνοχον καὶ ὑπόδικον ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ.

Παραβάσεις ἀκόμη εἶναι καὶ αἱ ἁπλαῖ παραλείψεις τῶν καθηκόντων. Ὁ Χριστιανικὸς νόμος εἶναι πολὺ εὐρύτερος ἀπὸ ὅσον νομίζουν πολλοί.

Ἠμπορεῖ νὰ μὴ ἔβλαψα ἀλλ’  ἄν δὲ σὲ ἀγαπῶ εἶμαι ἔνοχος. Ἠμπορεῖ νὰ μὴ σὲ κατηγορῶ· ἀλλὰ ἄν δὲν σὲ ὑπερασπίζωμαι, ὅταν οἱ ἄλλοι σὲ κατηγοροῦν ἀδίκως, εἶμαι ἔνοχος. Ἠμπορῶ νὰ μὴ σοῦ βάζω φωτιὰ στὸ σπίτι, ἀλλὰ ἄν δὲν πιάσω τὸ χέρι τοῦ ἐμπρηστοῦ, ἐνῷ μπορῶ, εἶμαι ἔνοχος καὶ συνένοχος.

Περιορίζομεν, λοιπόν, πολὺ τὸν κύκλον τῶν παραβάσεων καὶ στενεύομεν ὑπερβολικὰ τὴν ἔκτασιν τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ.  Καὶ ὅμως, διὰ νὰ κατακτήσωμεν τὴν αἰωνιότητα, ἀπαιτεῖται πιστὴ ἐφαρμογὴ τοῦ νόμου καὶ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.

Πιστή.  Ναί. Ἀλλὰ καὶ ὡλοκληρωμένη. Εἴς ὅλα τὰ σημεῖα. Νὰ μὴ ὑπάρχῃ πουθενὰ ἀδυναμία.  Πουθενὰ ρωγμή. Ὁ Κύριος, αὐτὸ διέβλεψεν εἰς τὸν σημερινὸν νέον τοῦ Εὐαγγελίου.  Παρεδέχθη μέν, ὅτι εἶχε φυλάξει ἀπὸ μικρᾶς ἡλικίας τὰς ἐντολάς, ἀλλὰ ἤθελε νὰ τοῦ εἰπῇ, ὅτι δὲν ἦτο ὡλοκληρωμένη ἡ νίκη του.  Γι’ αὐτὸ συνέχισε:


2. «Ἔ τ ι  ἕ ν  σ ο ι  λ ε ί π ε ι...»

Ναί, συμφωνῶ, ὅτι ἐτήρησες αὐτὰς τὰς ἐντολάς, πού σοῦ ἀνέφερα. Ἀλλὰ, ξέρεις, κάτι σοῦ λείπει, πού δὲν σὲ ἀφήνει νὰ ὁλοκληρώσῃς τελείως τὴν ἐφαρμογήν.  Πήγαινε, πώλησε τὰ ὑπάρχοντά σου, μοίρασέ τα εἰς τοὺς πτωχούς καὶ ἔπειτα ἀκολούθησέ με. Ἄλλους θησαυροὺς θὰ σοῦ χαρίσω τότε. Αἰωνίους.

«Ὁ δὲ ἀκούσας ταῦτα περίλυπος ἐγένετο· ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα».  Κρῖμα!  Εἶχε τηρήση τὰς ἐντολάς.  Δὲν εἶχεν ὅμως νικήσει τελείως τὸ κακόν.  Δὲν εἶχεν ἄλλα ἐλαττώματα.  Μίαν μόνον ἀδυναμίαν εἶχε.  Τὴν φιλοχρηματίαν. Ἡ καρδιά του ἦτο δεμένη ἐκεῖ. Ἔφθασε τὸ πάθος αὐτὸ νὰ τὸν καταστρέψῃ. Ἔχασε τὴν αἰωνιότητα, τὴν ὁποίαν ἐζήτησεν. Ἀπὸ ἕνα μόνον ἐλάττωμα.


Ἀδελφέ μου.

Ἴσως ἀγωνιζόμεθα καὶ ἡμεῖς νὰ ἐφαρμόσωμεν τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ.  Καὶ ἀπαλλασσόμεθα ἀπὸ συνήθειες τοῦ παρελθόντος.  Καὶ κόβομεν ἐλαττώματα.  Πολλά.  Καί μεγάλα.  Καί, αἴφνης, κάποια ἀδυναμία, κάποιο σχοινί, μᾶς κρατεῖ δεμένους μὲ τὸ παρελθόν, δὲν μᾶς ἀφήνει τελείως ἐλευθέρους.  Γιὰ τὸν ἕνα εἶναι ἡ φιλοχρηματία· γιὰ τὸν ἄλλον εἶναι ἡ φιληδονία καὶ ἡ ἀνηθικότης· γιὰ τὸν τρίτον εἶναι ἡ φιλοδοξία καὶ ἡ ἀρχομανία· γιὰ τὸν τέταρτον ὁ φθόνος καὶ ἡ ζηλοτυπία·  γιὰ τὸν πέμπτον ὁ θυμὸς καὶ ἡ ὀργή.  Γιὰ τὸν ἄλλον κάτι ἄλλο.... Ἕνα σχοινάκι εἶναι. Ἄν τὸ κόβαμε!

Πόσες φορὲς πικραθήκαμε διὰ τὴν ἀδυναμία μας αὐτὴν !  Πόσα δάκρυα ἐχύσαμε !  Πόσες φορὲς ἐπήραμε τὸ ψαλίδι, τὴν ἀπόφασιν, νὰ ἀπαλλαγοῦμε, νὰ κόψωμεν αὐτὴν τὴν ἀδυναμίαν ! Ἀλλὰ τὴν τελευταίαν στιγμήν... -ἀλλοίμονον! – μᾶς ἔπεφτε τὸ ψαλιδι ἀπὸ τὰ χέρια.  Δὲν εἴχαμε τὴν δύναμι.  Μᾶς νικοῦσεν ἡ συνήθειαν.... Μᾶς νικοῦσε...

Θέλομεν νὰ εἴμεθα καὶ μὲ τὸν Χριστὸν καὶ μὲ τὴν ἀδυναμίαν.  Ὅπως ὁ νέος τοῦ Εὐαγγελίου. Δὲν γίνεται ὅμως αὐτό.  Δὲν γίνεται. «Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν» (Ματθ. 6,24).  Δὲν μποροῦμε νὰ εἴμεθα μὲ τὸ ἕνα πόδι στὸν Χριστὸν καὶ μὲ τὸ ἄλλο στὴν ἁμαρτία. Ἄν δὲν κόψωμεν τὸ σχοινί, τὸ ἕνα, δὲν μᾶς ὠφελεῖ ὅτι ἐκόψαμε τὰ ἄλλα.

Διότι εἴτε μὲ ἕνα, εἴτε μὲ 100 σχοινιὰ εἶσαι δεμένος μὲ τὸ κακόν, τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι τὸ ἴδιο· δεμένος πάντως εἶσαι, αἰχμάλωτος. «Ὅστις γὰρ ὅλον τὸν νόμον τηρήσῃ, πταίσῃ δὲ ἐν ἑνί, γέγονε πάντων ἔνοχος» (Ἰάκ. β΄10), σημειώνει ὁ θεῖος Ἰάκωβος. Εἴς ἕνα νὰ πταίσῃς, εἶναι σὰν νὰ ἔπταισες εἰς ὅλα.  Εἶσαι παραβάτης εἰς ὅλα.  Καὶ ἡ ζημία εἶναι ἀφάνταστη.  Τρομερή !  Χάνει κανεὶς τὴν αἰωνιότητα.  Δηλαδὴ τὸ πᾶν. Ἔτσι συνέβη μὲ τὸν νεόν τοῦ Εὐαγγελίου.  Καὶ μὲ τόσους ἄλλους στὴ ζωή.  Δυστυχῶς, καὶ μὲ τόσους ἄλλους !

3. «Τ ὰ  ἀ δ ύ ν α τ α   π α ρ ὰ   ἀ ν θ ρ ώ π ο ι ς...»

Ὅταν ἔφυγεν ὁ νέος, λυπημένος διότι τοῦ ἐζητήθη μιὰ τέτοια θυσία, ὁ Κύριος εἶπε μὲ παράπονον: «Πόσον δύσκολον πρᾶγμα εἶναι νὰ κερδίσουν τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ οἱ ἄνθρωποι, ποὺ ἔχουν αἰχμαλωτισθῆ ἀπὸ τὴν λατρεία τοῦ χρήματος !  Εἶναι εὐκολώτερον πρᾶγμα νὰ περάσῃ μιὰ γκαμήλα ἀπὸ τὴν μικρὰν τρύπα, ποὺ ἀνοίγει μιὰ βελόνα, παρὰ νὰ εἰσέλθῆ ἕνας πλούσιος εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ».

Ἀλήθεια, δύσκολο πρᾶγμα νὰ νικήσῃ κανεὶς τὰ ἐλαττώματά του.  Νὰ κόψῃ τὸ σχοινί, εἴτε αὐτὸ λέγεται φιλοχρηματία εἴτε ἄλλη ἀδυναμία.  Βλέπετε, συνηθίζομεν ἔτσι. Χρόνια ὁλόκληρα. Ἔπειτα, μᾶς φαίνεται ἀκατόρθωτον. Αὑτὴν τὴν δυσκολίαν εἶδαν καὶ οἱ μαθηταὶ τοῦ Κυρίου μετὰ τὴν ἀναχώρησιν τοῦ νεανίσκου, καὶ εἶπαν: «Καὶ τίς δύναται σωθῆναι;»

Ποιός ἠμπορεῖ νὰ καυχηθῇ, ὅτι μὲ τὰς ἀσθενεῖς ἀνθρωπίνας δυνάμεις θὰ κατορθώσῃ νὰ σωθῇ; Χρειάζεται μεγάλη δύναμις, διὰ νὰ ὑπερπηδήσωμεν τὰ ἐμπόδια, νὰ νικήσωμεν τὰς ἀδυναμίας μας, νὰ κόψωμεν τὰ ἐλαττώματά μας ὅλα.

Δρόμος ἀνηφορικὸς καὶ δύσβατος καὶ γεμᾶτος ἐμπόδια καὶ χαράδρες καί κινδύνους εἶναι ἡ ζωή.  Καὶ τά χάνει ὁ ἄνθρωπος. «Τὰ ἀδύνατα παρ’ ἀνθρώποις, δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν».  Αὐτὴν τὴν ἀπάντησιν ἔδωκεν ὁ Κύριος εἰς τὴν ἀνήσυχον ἐρώτησιν τῶν μαθητῶν. Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ φωτίζει, θερμαίνει, ζωογονεῖ, ἐνισχύει τὴν ψυχὴν τοῦ ἀνθρώπου.

Καὶ ἐκεῖνο, ποὺ φαίνεται ἀκατόρθωτον εἰς τὴν ἀνθρωπίνην προσπάθειαν, ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ. Ἀρκεῖ νὰ ζητήσῃ τὴ βοήθεια τοῦ «ἰσχυροῦ βραχίονος» ὁλοψύχως. Ἔρχεται τότε ὁ Κύριος.  Καὶ ὁ ἄνθρωπος γίνεται δυνατός. Ἀπαλλάσσεται σιγὰ-σιγὰ ἀπὸ δεσμά, κρύβει τὰ σχοινιά, ἐξαγιάζεται, σκορπᾷ γύρω του ἀγάπην καὶ καλωσύνην, παύει νὰ λατρεύῃ εἴδωλα, προχωρεῖ εἰς τὸν δρόμον τῆς ἀρετῆς σταθερά, φθάνει εἰς τὴν κορυφὴν νικητής.

Ἔτσι ἐνίκησαν οἱ ἅγιοι, παλαιοὶ καὶ σύγχρονοι. Ἔτσι ἐκέρδισαν τὸν μεγαλύτερον ἀγῶνα εἰς τὴν ζωὴν οἱ μαχηταί.  Τὸν ἀγῶνα τῆς ἀρετῆς. Ἔτσι κατέκτησαν τὴν αἰωνιότητα. Μὲ τὸν προσωπικόν των ἀγῶνα. Ἀλλά, κυρίως, μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ. «Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ (Φιλιπ. δ΄ 13), διακηρύττει ὁ Ἀπ. Παῦλος.

Γεμάτη ἡ Ἐκκλησία μας ἀπὸ νικητάς, Ἀπὸ στεφανωμένους ἀγωνιστάς. Ὅλοι, μὲ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, ἐπέτυχαν νὰ κατακτήσουν τὴν αἰωνιότητα.

Γιατί νὰ μὴ εἴμεθα καὶ ἡμεῖς μεταξὺ αὐτῶν; Ἠμποροοῦμεν.  Καὶ πρέπει νὰ εἴμεθα.  Θὰ εἶναι τρομερὸν νὰ χάσωμεν τὸ στεφάνι τῆς αἰωνιότητος. Θὰ εἶναι· τρομερόν !


Ἀγαπητοί,

Ἦταν, κάποτε ἕνας, πού ἐμάζευε μὲ τὸ δίχτυ του (ἀπόχη) σ’ ἕνα δάσος πολύχρωμες πεταλοῦδες. Πολὺν καιρὸν ἔκαμεν τὸ πρᾶγμα αὐτό. Εἶχα μαζέψει ἑκατοντάδες.  Νεκρὲς πιὰ τὶς ἐτοποθετοῦσε μεταξὺ τῶν σελίδων ἑνὸς εἰδικοῦ βιβλίου. Ἦταν τὸ καμάρι του. Ἐπέρασαν χρόνια.... Οἱ πεταλοῦδες εἶχαν ξεραθῇ.  Μιὰ μέρα ὅμως τοῦ ἔπεσε τὸ βιβλίον αὐτὸ ἀπὸ τὰ χέρια στὸ πάτωμα.  Τὰ ξερὰ τότε φτερὰ ἀπὸ ὅλες αὐτὲς τὶς πολύχρωμες πεταλοῦδες ἔγιναν σκόνη, ποὺ σκορπίσθηκε γύρω.  Καὶ τὸ βιβλίον μὲ τὸν πολύτιμον «θησαυρὸν» ἔμεινε.... ἀδειανό.

Τόσοι κόποι, τόσων ἐτῶν, χαμένοι ! ... Τόσοι κόποι !  Μήπως ἀληθεια, παθαίνωμεν καὶ ἐμεῖς τὸ ἴδιο; Ὁ ἕνας ἠμπορεῖ νὰ μαζεύῃ χρήματα, ὁ ἄλλος δόξαν, ὁ τρίτος διασκεδάσεις.  Καμμία φροντὶς διὰ τὴν αἰωνιότητα! Ὅταν ὅμως θὰ ἔλθῃ κάποτε ἡ ὥρα καὶ θὰ πέσῃ μὲ τὸν θάνατον τὸ βιβλίον μας στὸ χῶμα, τὶ θὰ μᾶς μείνῃ τότε; Σκόνη καὶ μηδέν; !.... Ὀδυνηρόν !  Ἄδικα ἡ ψυχή μας θὰ περιμένῃ τοῦ Θεοῦ τὴν αἰωνίαν μακαριότητα;

Ἀδελφέ, κοίτα κάτω τὸ πεσμένο βιβλίο μὲ τὶς πεταλοῦδες.  Μήπως καὶ ἀπὸ ἡμᾶς μερικοὶ μαζεύουν στὴ ζωή τους νεκρές, ἄχρηστες πεταλοῦδες; Ἀληθεια, μήπως; 

Κυριακή ΙΓ’ Λουκά: Περί του ευσεβούς νέου

 † Αρχ. Γεώργιος Καψάνης, Προηγούμενος Ι. Μ. Γρηγορίου Αγίου Όρους


Τον πλούσιο νέο, όπως ακούσαμε σήμερα στο ιερό Ευαγγέλιο, τον απασχολούσε πολύ το πρόβλημα της σωτηρίας του, το πώς θα κληρονομήσει την αιώνιο ζωή. Γι’ αυτό ερώτησε τον Χριστό τι να κάνει. Πώς να σωθεί.


Γνώριζε τις εντολές διότι ήταν ευσεβής νέος. Γνώριζε τον νόμο του Θεού. Μη κλέψεις, μη μοιχεύσεις, μη ψευδομαρτυρήσεις κλπ. «Αυτά τα έχω τηρήσει εκ νεότητός μου», έλεγε. Και θα περίμενε αυτός ο νέος να του πει ο Κύριος, ότι εφόσον τα τήρησες, κέρδισες την Βασιλεία των ουρανών.


Δεν του είπε όμως κάτι τέτοιο ενθουσιαστικό, αλλά του είπε κάτι το οποίο του έφερε πολλή ακηδία στην ψυχή. Του είπε λοιπόν ότι «όλα αυτά που μου είπες τα τήρησες βέβαια, αλλά σε κάτι υστερείς. Πώλησον τα υπάρχοντά σου και διάδος πτωχοίς και δεύρο ακολούθει μοι».


Φαίνεται ότι ο ευσεβής αυτός νέος, ενώ ήταν αυστηρός τηρητής του Νόμου, όμως ήταν δέσμιος ενός μεγάλου πάθους, της φιλαργυρίας. Και η φιλαργυρία και φιλοχρηματία τον χώριζαν από τον Θεό. Έπρεπε λοιπόν ν’ απαλλαγεί από το πάθος της φιλαργυρίας και απληστίας για να μπορέσει να ενωθεί με τον Θεό. Και έτσι να αξιωθεί της Βασιλείας των ουρανών.


Και βέβαια αυτή η διήγηση, που περιέχεται στο ιερό Ευαγγέλιο, δεν είναι υποχρεωτική για κάθε άνθρωπο, αλλά είναι μία πρόσκληση γι’ αυτούς που θέλουν και μπορούν να θυσιάσουν τα πάντα για τον Χριστό. Αυτό ισχύει κυρίως για εμάς. Και βέβαια εδώ τηρούμε πολλά εκ του νόμου του Θεού, αλλά μπορεί να έχουμε κάποια αδυναμία, κι αυτή η αδυναμία να μας χωρίζει από τον Θεό. Έτσι είπε ο Χριστός στον ευσεβή εκείνο νέο, «ότι κάτι σου λείπει, ότι κάποια αδυναμία έχεις. Παράτησέ την για να μπορείς να ελπίζεις στην Βασιλεία των ουρανών».


Και αυτό θα πρέπει να μας απασχολεί όλους. Τι είναι; Ποια είναι η δική μας αδυναμία; Τι είναι εκείνο στο οποίο υστερούμε; Τι είναι εκείνο ένεκα του οποίου δεν εκπληρώνουμε τον Νόμο του Θεού; Και αυτό θα μας εμποδίσει κατά την ημέρα της κρίσεως. Και γι’ αυτό μπορεί να χάσουμε την αιώνιο ζωή.


Ας στραφούμε λοιπόν  έκαστος στην καρδία του, θέτοντας αυτό το ερώτημα και ζητώντας φώτιση από τον Θεό με νηστεία και προσευχή, ώστε να μας αξιώσει να δούμε την αδυναμία μας.


Διότι συμβαίνουν δύο τινά: ή έχουμε κάποια αδυναμία, σε κάτι υστερούμε και δεν θέλουμε να το απαρνηθούμε, διότι θίγεται ο εγωισμός μας και η φιλαυτία μας, ή πολλές φορές έχουμε κάποια αδυναμία και δεν γνωρίζουμε κιόλας, αν την έχουμε.


Αδελφοί μου, ασθενεί η ψυχή μας και πολλές φορές δεν μπορούμε να καταλάβουμε από τι ασθενεί, ώστε να με την Χάρη του Θεού να την θεραπεύσουμε.


Γι’ αυτό λοιπόν, για να μην αφήσουμε κι εμείς στον εαυτό μας την αγωνία και την απορία, το «εν σοι λείπει», ας παρακαλέσουμε τον Κύριο, και με την βοήθεια του Πνευματικού μας βέβαια, να μάθουμε ποιο είναι αυτό το πνεύμα της ακηδίας, η αδυναμία μας, το ίδιον θέλημα το οποίο μας χωρίζει από τον Θεό, ώστε να μη στερηθούμε της αιωνίου Βασιλείας.

Οἱ ἠθικές μας ἐλλείψεις

 (Ομιλία του †Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου)

«Ἔτι ἕν σοι λείπει…» (Λουκ. 18,22)

Ένας πλούσιος , ἀγαπητοί μου, εἶνε τὸ πρόσωπο τῆς περικοπῆς τοῦ εὐαγγελίου. Εἶνε Νέος καὶ ἀηδιάζει τὴν πεζότητα, θέλει νὰ πετάξῃ ψηλά, νοσταλγεῖ τὴν αἰωνιότητα. Ἔτσι πλησιάζει τὸ Χριστό. Ἀκοῦστε τὴν ἐξομολόγησί του·Κύριε! Ἀπὸ μικρὸς προσπάθησα νὰ ζήσω κατὰ τὶς θεῖες ἐντολές. Δὲν μόλυνα τὰ χέρια μου μὲ αἷμα, δὲν προσέβαλα τὴν οἰκογενειακὴ τιμὴ ἄλλου, δὲν ἔκλεψα, δὲν ψευδώρκησα, τίμησα τοὺς γονεῖς. Ἀλλ᾿ αὐτὰ ἆραγε ἀρκοῦν γιὰ νὰ πάρω εἰσιτήριο γιὰ τὴν αἰώνιο ζωή;


Μήπως ἔχω κάποια ἔλλειψι; «Τί ἔτι ὑστερῶ; »(Ματθ. 19,20).

Ὁ Κύριος διακρίνει στὸ βυθὸ τῆς ψυχῆς το υἕνα φρικτὸ νόσημα, τὴ φιλαργυρία . Καὶ ὁ Ἰατρὸς συνιστᾷ τὸ φάρμακο, τὴν ἀγάπη, ποὺ θυσιάζει τὰ πάντα γιὰ τοὺς ἀδελφούς. «Πάντα ὅ σα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς»(Λουκ. 18,22).

Νά τὸ δραστικὸ φάρμακο. Ἀλλ᾽ ὁ νέος διστάζει. Ὁ λόγος τοῦ φαίνεται βαρύς· ἑκούσια πενία, φάρμακο πολὺ πικρό. Δὲν θὰ τὸ πάρῃ.

Προτίμησε τὸ χρυσὸ παρὰ τὸ Χριστό. Καὶ χάθηκε.

Ἂς  φοβηθοῦμε, ἀδελφοί, μήπως χαθοῦμε κ᾽ἐμεῖς. Γιατὶ κ᾽ ἐμεῖς ἔχουμε ἐλλείψεις καὶ δὲνφροντίζουμε γιὰ διόρθωσι. Ὡς ἔνοχοι ποὺ εἴμαστε , ἂς πλησιάσουμε τὸν Κύριο  κι ἂς ρωτήσουμε· «Κύριε, ἐσὺ ποὺ διέκρινες στὴν καρδιὰ τοῦ νέου τὴ φιλαργυρία, φανέρωσε καὶ σ᾽ ἐμᾶς ποιά πάθη, ποιές ἐλλείψεις ἔχει ὁ χαρακτήρας μας.

Κύριε, σὲ τί ὑστεροῦμε;». Θὰ μιλήσω, ἀδελφοί μου, παραβολικά.

Κάποιος εἶνε ἀδιάθετος. Νιώθει ἀνορεξία, κόπωσι, ζάλη. Πόνους ὅμως δὲν  ἔχει.

Δὲν εἶνε τίποτα,λέει, θὰ περάσῃ. Ἀλλ᾿ ἡ ἀδιαθεσία συνεχίζεται πολλὲς μέρες. Τὸν πιάνει ἀυπνία. Ἀρχίζει πιὰ ν᾽ἀνησυχῇ κ᾽ ἔτσι πάει στὸ ἰατρεῖο. ―Γιατρέ, εἶνε τώρα μερικὲς βδομάδες ποὺ δὲ νιώθω καλά. Ὁ γιατρὸς  ἐξετάζει,  ἀκροάζεται, μετράει σφυγμούς, ἀλλὰ δὲ βρίσκει κάτι.―Περίεργο, λέει, ὅλα ἐν τάξει· ἀλλ᾿ ἂς  ἐξετάσουμε καλύτερα. Κάνει ἀκτινογραφία καὶ ἀναλύσεις, καὶ τώρα βρίσκεται, ὅτι κάπου στὸν ὀργανισμὸ ἄρχισε νὰ πλέκῃ θανατηφόρο δίχτυ τὸ μικρόβιο μιᾶς νόσου , ποὺ καὶ τ᾽ ὄνομά της ἀκόμα τρομοκρατεῖ. Ὁ γιατρὸς εἰδοποιεῖ· ―Βρέθηκε τὸ μικρόβιο. Μὴν ἀπελπίζεσαι ὅμως· τὸ κακὸ εἶνε στὴν ἀρχή· θὰ σοῦ δώσω ἀγωγὴ καὶ θὰ σωθῇς.

Αὐτὰ εἶνε ἕνα παράδειγμα, μιὰ εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου ποὺ νομίζει ὅτι εἶνε ψυχικὰ ὑγιής .Ἐξετάζει ἐπιπόλαια τὸν ἑαυτό του καὶ λέει·Εἶμαι ἐν τάξει! Νὰ τὸν πιστέψουμε, νὰ τοῦ ἐκδώσουμε πιστοποιητικὸ ψυχικῆς ὑγείας, νὰ τὸν ἀνακηρύξουμε καὶ ἅγιο; Πόσο  ἀπατᾶται ὁ δυστυχής! Ἐνῷ λέει ὅτι εἶνε ἐν τάξει, τὸν πιάνει στενοχώρια, δὲ μενει  εὐχαριστημένος μὲ τὸν ἑαυτό του. ―Κάτι ἔχω, μονολογεῖ, ποὺ δὲ μ᾽ ἀφήνει νὰ χαρῶ… Ἀποφασίζει λοιπὸν νὰ ἐπισκεφθῇ ἕνα ψυχικὸ ἰατρεῖο, ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἵδρυσε ἐδῶ στὴ γῆ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.Ποιό εἶνε τὸ ἰατρεῖο; Εἶνε –μὴ εἰρωνευθῆτε–τὸ ἐξομολογητήριο. Ἐκεῖ ἕνας ἐπιστήμονας τῶν ψυχῶν, σεβάσμιος πνευματικὸς πατέρας , ποὺ ἐκπαιδεύτηκε χρόνια στὴν τέχνη τῆς διαγνώσεως καὶ θεραπείας τῶν ψυχικῶν νόσων, τὸν δέχεται. ―Τί πρέπει νὰ κάνω, πάτερ, γιὰ νὰ βρῶ τὴ γαλήνη; Καὶ ὁ πνευματικὸς ἰατρός, ἀφοῦ ἀκροᾶται, «ἀκτινοσκοπεῖ», ἀναλύει τὰ ψυχικὰ φαινόμενα καὶ τὰ διάφορα περιστατικὰτοῦ βίου, μετὰ ἀπὸ κοπιώδη καὶ ἐπιμελῆ ἔρευνα ἀποφαίνεται· ―Παιδί μου, στὸ βάθος τῆςψυχῆς σου μὲ τὸ φακὸ τοῦ Εὐαγγελίου διέκρινα ἕνα πλέγμα κακίας· ὀνομάζεται θυμός . Μὲτὴν παραμικρὴ ἀφορμή, γιὰ μικρὰ καὶ  ἀσήμαντα πράγματα, χάνεις τὴν ἠρεμία σου, ἐξάπτεσαι, γίνεσαι ἔξαλλος, φαρμακώνεις τὴ  ζωή σου, ἀναστατώνεις τὸ περιβάλλον, δημιουργεῖς ἔχθρες, ἐπεκτείνεις τὸ μῖσος . Ἔχεις, παιδί μου, τόσα καλά, ἀλλὰ ὁ θυμὸς θὰ σὲ φάῃ, θὰ γίνῃ ὁ νεκροθάφτης σου.

Εἶνε μία σοβαρὴ ἔλλειψις τοῦχαρακτῆρος σου, γιὰ τὴν ὁποία ὁ Κύριος σοῦ ἀπευθύνει τὴ στιγμὴ αὐτὴ τὴν παρατήρησι· «Ἔτι ἕν σοι λείπει», ἐκρίζωσε τὸ θυμό, καὶ φύτεψε τὸ δένδρο τῆς πραότητος , ποὺ κάτωἀπ᾽ τὴ σκιά του θὰ βρῇ ἀνάπαυσι ἡ ψυχή σου.Αὐτὰ θὰ πῇ στὸν ἕνα ὁ πνευματικός. Στὸν δεύτερο ποὺ θὰ ἔρθῃ καὶ θὰ ρωτήσῃ ― «Τί ἔτι ὑστερῶ;» , ὁ πνευματικὸς θὰ πῇ μὲ στοργή·―Τὸ ἐλάττωμά σου εἶνε ἡ κοσμικότης , ἡ κλίσι πρὸς τὶς τέρψεις καὶ διασκεδάσεις. Ἀπὸ κοσμικὸ  κέντρο σὲ κοσμικὸ κέντρο, ἀπὸ χορὸ σὲ χορό, ἀπὸ θέατρο σὲ θέατρο… τί κερδίζεις; Τὸν καιρό σου χάνεις. Καὶ μόνο αὐτό; Τὸ μυαλό σου γεμίζει μὲ εἰκόνες καὶ παραστάσεις ποὺ δημιουργοῦν θύελλα καὶ δὲ σ᾽ ἀφήνουν νὰ ἠρε- μήσῃς. Ἄσε τὴν τύρβη τῆς κοσμικῆς ζωῆς, ζῆσε μὲ πνευματικότητα , γίνε ἐσωτερικώτερος, καὶ θὰ δοκιμάσῃς χαρὰ ἀνώτερη, τὴ  χαρὰ τοῦ  Κυρίου.

Στὸν τρίτο, ποὺ ἔρχεται συντετριμμένος , ὁ πνευματικὸς θὰ πῇ· ―Παιδί μου, ἔχεις κάνει ὣς τώρα πολλὰ καλά. Ἀλλὰ τί τὸ ὄφελος; Ἕνα κακὸ τείνει νὰ σὲ ὑποτάξῃ, νὰ ἀχρηστεύσῃ ὅλεςτὶς καλωσύνες σου. Στὰ βάθη σου ἀναπτύχθηκε καρκίνωμα ποὺ ὁλοένα ἁπλώνεται κι ἀπομυζᾷ τοὺς χυμοὺς τῆς ψυχῆς· εἶνε ἡ μνησικακία .

Κάποιος σοῦ ἔκανε κακὸ κ᾽ ἐσὺ ἀπὸ τότε δὲ θέλεις νὰ τὸ ξεχάσῃς· ἡ ἀνάμνησί του εἶνε ζωηρή. Τὴν εἰκόνα τῆς ἀδικίας σοῦ φρεσκάρει συνεχῶς ὁ Ἑωσφόρος. Γι᾿ αὐτὸ ἀκοῦς τὸ ὄνομα τοῦ ἐχθροῦ σου καὶ ταράζεσαι, διψᾷς ἐκδίκησι.

Εἶνε  ἀνάγκη  ν᾽ ἀντιδράσῃς. Τὸ  φάρμακο  ποὺ σοῦ δίνω εἶνε δοκιμασμένο, φέρνει ἀποτελέσματα. Λέγεται συγχώρησις · πρέπει νὰ δοθῇ μὲ ὅλη τὴν καρδιά, γιὰ νὰ μὴ μείνῃ μόριο μνησικακίας.

Ἔτσι ἀνακαλύπτονται τὰ πάθη. Διότι οἱ ἠθικὲς ἐλλείψεις εἶνε δυσδιάκριτες ἀπὸ μᾶς τοὺς  ἴδιους καὶ ζοῦμε σὲ ἄγνοια τοῦ ἑαυτοῦ μας.Ὁ ἄνθρωπος, ἐνῷ ἐξερεύνησε τὸ Βόρειο Πόλο, δὲν ἔχει ἐξερευνήσει τὸν ἑαυτό του, ποὺ ἐξακολουθεῖ νὰ εἶνε ἄγνωστος. Δὲν γνωρίζειτὴν ψυχική του κατάστασι. Ἡ ὑπερηφάνεια,μὲ τὴν ὁποία ἀνατρέφεται ἀπὸ παιδί, σκεπάζειμὲ πέπλο τὶς ἠθικὲς ἐλλείψεις καὶ δημιουργεῖ  τὴν αὐταπάτη, ὅτι καλύτερος ἄνθρωπος δὲν ὑπάρχει. Πῶς θὰ διαλυθῇ ἡ αὐταπάτη; Ἄριστο μέσο, ποὺ ἀνοίγει τὰ μάτια νὰ δοῦμε τὰ βάθη μας, εἶνε ἡ ἱερὰ ἐξομολόγησις . Μὲ τὸ μυστήριο αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος πλησιάζει τὸν Κύριο καὶ λέει· Κύριε, ἀγνοῶ τὸν ἑαυτό μου. Ζῶ στὸ σκοτάδι. Ἡ ὑπερήφανη ἰδέα ποὺ ἔχω γιὰ ἀσήμαντα ἔργα  μου, οἱ ἔπαινοι, οἱ κολακεῖες, τὰ ψέματα τῶν γύρω, ὅλ᾿ αὐτὰ μὲ τυφλώνουν. Σύ, ὁ καρδιογνώστης, γνωρίζεις καὶ τὴ δική μου καρδιά, ποιά εἶ νε τὰ πάθη καὶ τὰ ἐλαττώματά της. Αὐτὴ τὴν ἱ-ερὴ στιγμὴ θέτω τὸν ἑαυτό μου ὑπὸ τὴν ἔρευ-να τοῦ πνευματικοῦ. Βάλε τὸ δάκτυλό σου στὴ μυστικὴ πληγή μου . Ὑπόδειξε τί δίαιτα πρέπειν᾿ ἀκολουθήσω, ποιά φάρμακα νὰ πάρω γιὰ νὰ ξαναβρῶ τὴν ψυχική μου ὑγεία. Εἶνε αὐτὴ τόσο πολύτιμη, ὥστε ὅ,τι διατάζεις θὰ τὸ κάνω.Καὶ ὁ Κύριος διὰ τοῦ πνευματικοῦ ἀπαντᾷ·

―Παιδί μου, σὲ ἐξέτασα.

Ἔχεις ῥωγμὲς - ἐλλείψεις ποὺ σὲ ἀσχημίζουν. Ἀλλὰ μὴ φοβᾶσαι.

Πίστευε σ᾽ ἐμένα. Ἐγώ, ποὺ ἔδωσα τὴ θεραπεία σὲ σωματικῶς ἀνιάτους, θὰ δώσω καὶ σ᾽ ἐσένα τὴν ψυχικὴ ὑγεία ποὺ ποθεῖς. Ἀρκεῖ νὰ ἐκτελέσῃς τὴ συνταγὴ ποὺ σοῦ δίνει ἐκ μέρους μουὁ πνε ματικός. Ὑπ᾽ αὐτὸ τὸν ὅρο, θ᾽ ἀναλάβῃς, θὰ νικήσῃς τὰ πάθη, θὰ βγῇς ἀπὸ τὸ θεραπευτήριό μου ὑγιὴς καὶ θὰ φωνάξῃς· «Τὰ ἀδύνατα  πα ρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν» (Λουκ. 18,27)

Ὅλοι, ἀγαπητοί μου, ὅσοι βαπτισθήκαμε κι ἀνήκουμε στὴν Ἐκκλησία, θὰ ἔπρεπε νὰ εἴμαστε ἅγιοι. Δυστυχῶς, ὅπως δείχνει ἡ ἔρευνα τοῦ ἐξομολογητηρίου,

εἴμαστε ἀτελεῖς . Ὁ καθέναςμας ἔχει κάποια ἔλλειψι, τὴν ἀχίλλειο πτέρνα,τὴν ἀδύνατη πλευρά του. Ἀλλὰ ἡ θρησκεία μας εἶνε ἡ ἰδεώδης· μᾶς δείχνει τὴν κορυφὴ τῶνἹμαλαΐων τῆς ἀρετῆς καὶ λέει· Ἐμπρός, βαδί-ζετε διαρκῶς πρὸς τὰ ἄνω, «γίνεσθε τέλειοι» (Α΄ Κορ. 14,20) . Ναί, ὁ Κύριος, τὸ πρότυπο τῆς τελειό-τητος, θέλει νὰ γίνουμε κ᾽ ἐμεῖς «τέλειοι καὶ ὁλόκληροι, ἐν μηδενὶ λειπόμενοι»(Ἰακ. 1,4).

Καμμιάἔλλειψι νὰ μὴν παρουσιάζῃ ὁ χαρακτήρας μας.Ὅπως μία μικρὴ ῥωγμὴ στὰ ὕφαλα τοῦ πλοίουμπορεῖ νὰ τὸ βυθίσῃ, ἔτσι κ᾽  ἕνα μικρὸ ἐλάττω μα ποὺ μένει ἀπολέμητο μπορεῖ νὰ μᾶς καταστρέψῃ. Ὁ Ἰούδας ἕνα ἐλάττωμα εἶ χε, τὴ φιλαργυρία· τὸ ἄφησε, γιγαντώθηκε καὶ τὸν ἔπνιξε.Ἂς προσέξουμε τὸν ἑαυτό μας. Γιατὶ ἔρχεται ἡ ὥρα ποὺ θὰ στηθῇ ἡ πλάστιγγα τῆς Θείας Δικαιοσύνης καὶ θὰ μᾶς ζυγίσῃ μὲ ἀκρίβεια, κιἀλλοίμονο σ᾽ ὅποιον δώσῃ τὴν ἔνδειξι «μανή,θεκέλ, φάρες» · αὐτὸς μετρήθηκε, ζυγίστηκε, βρέθηκε λειψός (Δαν. 5,25-28) . Λειψὸς στὰ ἔργα ἀγάπης πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τὸν πλησίον. Λειψός, ἐνῷ τοῦ δόθηκαν τόσες εὐκαιρίες νὰ διορθωθῇ.

Κύριε, τρέμω . Δὲν θέλω νὰ βρεθῶ λειψὸς τὴν ἡμέρα ἐκείνη. Σὰν τὸ Δαυῒδ πέφτω καὶ παρακαλῶ· «Γνώρισόν μοι, Κύριε, τὸ πέρας μου καὶ τὸν  ἀριθμὸν τῶν ἡμερῶν μου, τίς ἐστιν, ἵνα γνῶ τί  ὑστερῶ ἐγώ» (Ψαλμ. 38,5) . Ἀξίωσέ με, πρὶν κλείσω τὰ μά- τια, νὰ γνωρίσω τὸν ἑαυτό μου, ν᾽ ἀναπληρώσω ἐλλείψεις, νὰ ἐκπληρώσω καθήκοντα, καὶ γαλήνιος νὰ πορευθῶ στὴ χώρα τῆς αἰωνιότητος,γιὰ ν᾿ ἀκούσω τὴ γλυκειὰ ἐκείνη φωνή· «Εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου σου»(Ματθ. 25,21

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Γραπτὴ ὁμιλία, ἡ ὁποία μεταδόθηκε ἀπὸ τὸν ῾Ραδιοφωνικὸ Σταθμὸ Λαρίσσης τὸ 1949 στὴν καθαρεύουσα

Για τον πλούτο και την αιώνια ζωή

 Άγιος Κύριλλος, αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας


[Λουκ. 18, 18-27]


«Καὶ ἐπηρώτησέν τις αὐτὸν ἄρχων λέγων, Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; (: Κάποιος άρχοντας της συναγωγής Τον ρώτησε το εξής: “Διδάσκαλε αγαθέ, τι να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;”)· εἶπεν δὲ αὐτῷ ὁ ᾽Ιησοῦς, Τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός (: του είπε τότε ο Ιησούς: “Αφού απευθύνεσαι σε εμένα νομίζοντας ότι είμαι ένας απλός άνθρωπος, γιατί με ονομάζεις ‘’αγαθό’’; Κανείς δεν είναι από μόνος του απολύτως αγαθός παρά μόνο ένας, ο Θεός”)» [Λουκ. 18, 18-19].


Ο αναφερόμενος εδώ άρχοντας που υπονοείται ότι είναι κάποιος συγκεκριμένος, νόμισε ότι μπορεί να ελέγξει τον Χριστό, ότι τάχα ο Ιησούς περιφρονεί την εντολή που δόθηκε μέσω του Μωυσή και εισάγει δικού του νόμους. Πλησιάζει λοιπόν και προσποιείται ότι ηθικολογεί, γιατί Τον αποκαλεί διδάσκαλο και Τον ονομάζει αγαθό και λέγει ότι θέλει να μάθει. Επειδή όμως ρωτούσε με σκοπό να Τον πειράξει, εύλογα Αυτός που συλλαμβάνει τους σοφούς πάνω στην πανουργία τους [Ιώβ 5,13: «ὁ καταλαμβάνων σοφοὺς ἐν τῇ φρονήσει, βουλὴν δὲ πολυπλόκων ἐξέστησεν (: Αυτός, που συλλαμβάνει τους καυχώμενους για τη σοφία τους, ματαιώνει όμως τα σχέδια και τις αποφάσεις των πονηρών ανθρώπων)»], λέγει προς αυτόν: «Εάν δεν έχεις πιστέψει ότι είμαι Θεός, γιατί μου αποδίδεις αυτά που ταιριάζουν μόνο στην ανώτατη φύση και με ονομάζεις αγαθό, εμένα που νομίζεις ότι είμαι άνθρωπος σαν εσένα; Γιατί ο Θεός από τη φύση Του είναι αγαθός, και ιδιαίτερο και ουσιώδες φυσικό και εξαίρετο αξίωμά Του είναι το ότι είναι αγαθός και κατά συμμετοχή οι άγγελοι και εμείς».


Και αυτός βέβαια υπήρξε ο σκοπός του λόγου αυτού για τον Χριστό, δεν θα ανεχθεί όμως ίσως την ορθότητα των εννοιών ο μέτοχος της ασέβειας του Αρείου λέγοντας: «Να, καθαρά αρνήθηκε ότι είναι αγαθός και αυτό το αποδίδει στον μόνο που πρέπει, τον Θεό και Πατέρα. Αλλά εάν ήταν», θα έλεγε αυτός ο αιρετικός, «ομοούσιος με Αυτόν και προερχόταν από Αυτόν κατά φύση, δεν θα ήταν και αυτός ως Θεός αγαθός;».


Πρέπει λοιπόν να λεχθεί σε αυτούς το εξής: Επειδή κάθε λόγος ορθός και ακριβής γνωρίζει ότι ο υιός είναι ομοούσιος με τον Πατέρα, πώς δεν είναι αγαθός και ο Υιός, όντας Θεός; Γιατί δεν μπορεί δένδρο αγαθό να κάνει καρπούς πονηρούς, ούτε από πηγή γλυκιά τρέχει ποταμός όχι γλυκός. Άρα, αφού ο Θεός είναι αγαθός, καρπός αγαθός είναι ο Υιός, και σαν εικόνα Του δείχνει στη δική Του φύση την ωραιότητα Εκείνου που Τον γέννησε. Αλλά αυτά βέβαια είναι αρκετά σε σχέση με τα παρόντα.


Όμως και στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο έχει λεχθεί: Ενώ ο άρχοντας περίμενε να ακούσει τον Χριστό να λέγει «απομακρύνσου από τα γραμμένα του Μωυσή και ασπάσου τις δικές μου εντολές”, αυτό βέβαια δεν το είπε, επειδή ως Θεός έβλεπε τον σκοπό εκείνου που τον πείραζε και επειδή δεν υπήρχαν άλλες εντολές, εκτός μόνο από εκείνες του Μωυσή, παραπέμπει τον άνθρωπο σε αυτές και λέγει: «Τὰς ἐντολὰς οἶδας· Μὴ μοιχεύσῃς, Μὴ φονεύσῃς, Μὴ κλέψῃς, Μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα.ὁ δὲ εἶπεν, Ταῦτα πάντα ἐφύλαξα ἐκ νεότητος.ἀκούσας δὲ ὁ ᾽Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ, ῎Ετι ἕν σοι λείπει· πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι (: Γνωρίζεις τις εντολές: “Να μη μοιχεύσεις, να μη σκοτώσεις, να μην κλέψεις, να μην ψευδομαρτυρήσεις, να τιμάς τον πατέρα σου και τη μητέρα σου”. Κι εκείνος είπε: “Όλα αυτά τα φύλαξα από την παιδική μου ηλικία”. Όταν λοιπόν άκουσε τα λόγια αυτά ο Ιησούς, του είπε: “Ένα ακόμη σου λείπει: πούλησε όλα όσα έχεις και μοίρασέ τα στους φτωχούς και θα έχεις θησαυρό στον ουρανό, και έλα να με ακολουθήσεις ως μαθητής μου, υπακούοντας πάντοτε σε όσα θα σε διδάσκει το παράδειγμά μου και η διδασκαλία μου”)» [Λουκ. 18, 22].


Ο μωσαϊκός νόμος λοιπόν απαγορεύει κάθε είδος κακίας και καταδικάζει τους τρόπους της ασέβειας. Γιατί λέγει: «Να μη μοιχεύσεις, να μη φονεύσεις» και απαγορεύει και τα άλλα ολοκάθαρα, δηλαδή το ότι πρέπει να μη φονεύει κανείς, ούτε να ποθεί παράφορα ξένους γάμους, και καταδικάζει επίσης και την κλοπή, και την επιορκία, και την ψευδομαρτυρία, και ορίζει ποινές γι’ αυτούς που διαπράττουν τα πλημμελήματα αυτά. Έπειτα προστάζει να φροντίζουν για τον σεβασμό προς τους γονείς, ορίζοντας και αξιόλογα βραβεία για εκείνους που θέλουν να ευδοκιμήσουν, γιατί λέγει: «τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου, ἵνα εὖ σοι γένηται, καὶ ἵνα μακροχρόνιος γένῃ ἐπὶ τῆς γῆς τῆς ἀγαθῆς, ἧς Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι (: Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου, για να ευημερήσεις και γίνεις μακροχρόνιος στην πλούσια και εύφορη χώρα, την οποία θα σου δώσει ο Κύριος)» [Έξ. 20, 12]. Νόμισε ο κακότροπος και φοβερός σε δολιότητες αυτός άρχοντας, αν και ο ερωτώμενος ήταν Θεός, ότι θα τον πάρει εύκολα με το μέρος του, δίνοντας απάντηση σύμφωνη με αυτά που πίστευε αυτός, ο Χριστός όμως, αν και ήταν πονηρός ο άρχοντας αυτός που Τον ρωτούσε, δεν τον έδιωξε.


«Ὁ δὲ ἀκούσας ταῦτα περίλυπος ἐγενήθη, ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα (: Αυτός όμως όταν άκουσε τα λόγια αυτά, λυπήθηκε πάρα πολύ· διότι ήταν πάμπλουτος και δεν ήθελε να αποχωριστεί τα πλούτη του)» [Λουκ. 18, 22]. Ο άρχοντας της Συναγωγής των Ιουδαίων δεν χώρεσε τον νέο οίνο, όντας ασκός παλαιός, αλλά σχίστηκε και αχρηστεύτηκε. Γιατί λυπήθηκε, αν και πήρε μάθημα πρόξενο της αιώνιας ζωής.


«᾽Ιδὼν δὲ αὐτὸν ὁ ᾽Ιησοῦς περίλυπον γενόμενον εἶπεν, Πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσπορεύονται· εὐκοπώτερον γάρ ἐστιν κάμηλον διὰ τρήματος βελόνης διελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν (: Αυτός όμως όταν άκουσε τα λόγια αυτά, λυπήθηκε πάρα πολύ· διότι ήταν πάμπλουτος και δεν ήθελε να αποχωριστεί τα πλούτη του. Όταν τον είδε λοιπόν ο Ιησούς τόσο πολύ στενοχωρημένο, είπε: Πόσο δύσκολα θα μπουν στη βασιλεία του Θεού αυτοί που έχουν τα χρήματα! Πράγματι, πολύ δύσκολα. Διότι είναι ευκολότερο μία καμήλα να περάσει από τη μικρή τρύπα που ανοίγει η βελόνα, παρά να μπει ένας πλούσιος στη βασιλεία του Θεού)» [Λουκ. 18, 24].


«Καμήλα» εδώ δεν εννοεί το ζώο, αλλά το χοντρό σχοινί στα πλοία· γιατί είναι δυνατόν σε αυτούς εάν δεν προτιμήσουν να απομακρυνθούν μια για πάντα από όλα τα υπάρχοντά τους, να ευδοκιμήσουν με άλλο τρόπο, κάνοντας φίλους από τον άδικο μαμωνά, ώστε όταν θα φύγουν από την εδώ ζωή να τους δεχτούν στις αιώνιες σκηνές [Λουκά 16, 9-10: «κἀγὼ ὑμῖν λέγω· ποιήσατε ἑαυτοῖς φίλους ἐκ τοῦ μαμωνᾶ τῆς ἀδικίας, ἵνα, ὅταν ἐκλίπητε, δέξωνται ὑμᾶς εἰς τὰς αἰωνίους σκηνάς. ὁ πιστὸς ἐν ἐλαχίστῳ καὶ ἐν πολλῷ πιστός ἐστι, καὶ ὁ ἐν ἐλαχίστῳ ἄδικος καὶ ἐν πολλῷ ἄδικός ἐστιν (: Κι εγώ σας λέω το εξής: Όπως ο άδικος αυτός διαχειριστής της παραβολής φρόντισε εγκαίρως να εξασφαλίσει τη φιλία των οφειλετών του κυρίου του, έτσι κι εσείς φροντίστε να κάνετε για το καλό σας φίλους από τον πλούτο που είναι άδικος· διότι οι μεγάλες περιουσίες με αδικία συνήθως συγκεντρώνονται· αλλά και όποιος κρατά τα πλούτη μόνο για τον εαυτό του διαπράττει μεγάλη αδικία. Κάντε λοιπόν κι εσείς φίλους από τον άδικο πλούτο, ευεργετώντας με φιλανθρωπίες τους συνανθρώπους σας, ώστε, όταν πεθάνετε, να σας υποδεχθούν οι φίλοι σας αυτοί στις αιώνιες σκηνές του παραδείσου. Εσείς μοιράζοντας τα πλούτη σας σε αγαθοεργίες, δεν θα μοιάζετε με τον οικονόμο της αδικίας, ο οποίος προνόησε να κάνει φίλους με κλοπές και καταχρήσεις σε βάρος του κυρίου του· διότι εσείς σκορπίζοντας ευεργετικά τον πλούτο θα αποδειχθείτε τίμιοι και αξιόπιστοι διαχειριστές και οικονόμοι του Θεού, που σας εμπιστεύτηκε τα υλικά πλούτη. Κι εκείνος που είναι αξιόπιστος στα υλικά πλούτη, τα οποία σε σύγκριση με τα ουράνια αγαθά είναι κάτι ελάχιστο και τιποτένιο, αυτός είναι πιστός και στα ουράνια πλούτη, τα οποία είναι πολλά και ανεκτίμητα. Κι εκείνος που είναι άδικος στα ελάχιστα, θα είναι άδικος και ανάξιος εμπιστοσύνης και στα πολλά και ανεκτίμητα πλούτη)»].


«Εἶπε δὲ ὁ Πέτρος· ἰδοὺ ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καὶ ἠκολουθήσαμέν σοι (: και είπε ο Πέτρος: ιδού εμείς αφήσαμε τα πάντα και Σε ακολουθήσαμε)» [Λουκ. 18, 28]. Και προσθέτει ο Ματθαίος: «Τί ἄρα ἔσται ἡμῖν; (: τι άραγε θα μας δοθεί ως αμοιβή;)» [Ματθ. 19, 27]. Στο ερώτημα αυτό θα μπορούσε κανείς να πει: «Τι άφησαν γενικά οι μαθητές ή ποιων πραγμάτων την ανταπόδοση ζητούν από τον Χριστό;». Τι θα πούμε λοιπόν σε αυτά; Και βέβαια εξαιτίας αυτού του πράγματος έκαναν πάρα πολύ αναγκαία την ερώτηση. Επειδή δηλαδή δεν είχαν τίποτε, εκτός από κάποια μικρά και ασήμαντα πράγματα, θέλουν να μάθουν με ποιο τρόπο θα τους αμείψει ο Θεός, αυτούς που εγκατέλειψαν και τα ελάχιστα πράγματα για τη βασιλεία του Θεού, δηλαδή επειδή επιθυμούσαν να κερδίσουν τη βασιλεία των ουρανών, εξαιτίας της αγάπης τους προς Αυτόν· γιατί εύλογα ο πλούσιος που περιφρόνησε πολλά θα περιμένει τις αμοιβές, αυτός όμως που έχει λίγα και αποχωριστεί αυτά, ποιες ελπίδες θα έχει, πώς δεν έπρεπε να το μάθει;


Έπειτα, εκτός από αυτά είναι ανάγκη να πούμε και τούτο: Το ότι δηλαδή έχασαν πολλά ή λίγα θα μπορούσε σύμφωνα με τον ορθό λόγο, να είναι ισοδύναμο για εκείνους που το έπαθαν· γιατί, όσον αφορά την υπακοή και την πρόθεση, θα μπορούσαν να καταλογιστούν σε ίση μοίρα με εκείνους που έχουν πολλά αυτοί οι οποίοι δεν είναι βέβαια σαν αυτούς, αλλά δείχνουν ίσες προθυμίες, και υπομένουν με τη θέλησή τους την απάρνηση των υπαρχόντων τους.


Και τι απαντά ο Χριστός σε αυτούς; «ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὑμεῖς οἱ ἀκολουθήσαντές μοι, ἐν τῇ παλιγγενεσίᾳ, ὅταν καθίσῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, καθίσεσθε καὶ ὑμεῖς ἐπὶ δώδεκα θρόνους κρίνοντες τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ. καὶ πᾶς ὃς ἀφῆκεν οἰκίας ἢ ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφὰς ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ τέκνα ἢ ἀγροὺς ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου, ἑκατονταπλασίονα λήψεται καὶ ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσει (: Αληθινά σας λέω ότι εσείς που με ακολουθήσατε όταν ξαναγεννηθεί ο κόσμος και θα έχει συντελεστεί η ανάσταση των νεκρών, οπότε θα καθίσει ο υιός του ανθρώπου σε θρόνο λαμπρό, αντάξιο της δόξας Του, θα καθίσετε κι εσείς σε δώδεκα θρόνους δικάζοντας τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ. Και ο καθένας που εγκατάλειψε σπίτια, αδελφούς, αδελφές, πατέρα ή μητέρα, για να μένει ενωμένος και να μη χωριστεί με εμένα, θα λάβει εκατονταπλάσια σε αυτήν τη ζωή και θα κληρονομήσει και την αιώνια ζωή)» [Ματθ. 19, 28-29].


Τα λεγόμενα είναι τέτοια που πρέπουν στον Θεό και η απόφαση αγία, γιατί ανεβάζει στην ασφαλή ελπίδα όλους, όσους την ακούν και συνοδεύει με όρκο την υπόσχεση, προτάσσοντας πριν από τον λόγο το «ἀμὴν λέγω ὑμῖν (: αλήθεια σας λέγω)», που κατά κάποιο τρόπο αναπληρώνει την ανάγκη του όρκου. Πρέπει όμως να εξετάσουμε ποιοι μπορεί να είναι αυτοί που άφησαν πατέρα ή μητέρα, γυναίκα και αδελφούς και σπίτια, και μετά να εξετάσουμε με λεπτομέρεια, πώς αυτοί θα μπορέσουν να λάβουν περισσότερα στον παρόντα κόσμο. Πράγματι εγκαταλείπουν κάποιοι τον πατέρα τους και αδιαφορούν πολλές φορές για τη φιλοστοργία προς όλο το γένος, εξαιτίας της αγάπης προς τον Χριστό, και με ποιο τρόπο, θα μας το διδάξει Αυτός λέγοντας: «Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος (: Εκείνος που αγαπά τον πατέρα του ή τη μητέρα του περισσότερο από μένα, και με αρνιέται για να μη χωριστεί από τους γονείς του, δεν αξίζει για μένα. Και εκείνος που αγαπά τον γιο του ή την κόρη του περισσότερο από μένα, δεν είναι άξιος να λέγεται μαθητής μου)» [Ματθ. 10, 37] και «ἦλθον γὰρ διχάσαι ἄνθρωπον κατὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ θυγατέρα κατὰ τῆς μητρὸς αὐτῆς καὶ νύμφην κατὰ τῆς πενθερᾶς αὐτῆς (: Ήλθα να χωρίσω τον πιστό και ευθύ άνθρωπο από τον άπιστο και διεστραμμένο πατέρα του, και την κόρη από τη μητέρα της, και τη νύφη από την πεθερά της)» [Ματθ. 10, 35], και τα παρακάτω.


Γιατί σαγηνεύοντας στη δική του πίστη του θείου κηρύγματος την υφήλιο, θέλουν βέβαια κάποιοι να προσέλθουν σε αυτό, αλλά βλέπουν ίσως τους πατέρες και τις μητέρες, που είναι άπιστοι και πονηροί, και πολλές φορές οι πατέρες δεν ανέχονται να στενοχωρήσουν τα παιδιά τους, με την προσέλευσή τους στην πίστη. Ο ίδιος επίσης λόγος θα μπορούσε να γίνει και για τους αδελφούς προς τους αδελφούς τους, και τη νύφη προς την πεθερά της και την πεθερά προς τη νύφη. Όμως εκείνοι που είναι σταθεροί στην πίστη δεν προτάσσουν τίποτε από την αγάπη του Χριστού, μην υπολογίζοντας καθόλου το κατά σάρκα γένος τους.


Πρέπει λοιπόν να εξετάσουμε πώς μπορεί κάποιος, αφήνοντας αυτούς, να αποκτήσει πολλαπλάσια στην εδώ ζωή. Μήπως δηλαδή θα γίνει άνδρας πολλών γυναικών, ή θα βρει αντί για έναν πολλούς πατέρες επάνω στη γη και θα πολλαπλασιασθεί έτσι το σαρκικό γένος; Δεν λέμε αυτό, αλλά ότι, αφού εγκαταλείψει τα σαρκικά και τα πρόσκαιρα, θα απολαύσει τα πολύ πιο ανώτερα, και κατά κάποιο τρόπο περισσότερα από αυτά που θα περιφρονήσει. Άλλωστε και οι απόστολοι, εγκαταλείποντας λίγα, γέμισαν από το άγιο Πνεύμα και αξιώθηκαν να λάβουν πολλά χαρίσματα, και έγιναν παντού σε όλους επίλεκτοι και αείμνηστοι. Όλοι λοιπόν όσοι πιστέψαμε στον Χριστό και αγαπήσαμε το όνομά Του θα γίνουμε σαν εκείνους. Και αν απομακρυνθεί από τους αδελφούς του, θα τον παραλάβει ο Χριστός σε αδελφό Του. Όταν αφήσει τη σύντροφο γυναίκα του, θα βρει την ουράνια και κοντά στον Θεό Σοφία, από την οποία θα γεννήσει καρπούς καλούς. Και αν αφήσει τη μητέρα του, θα βρει την επουράνια, τη μητέρα όλων των Χριστιανών: «ἡ δὲ ἄνω ῾Ιερουσαλὴμ ἐλευθέρα ἐστίν, ἥτις ἐστὶ μήτηρ πάντων ἡμῶν (: ενώ η επουράνια Ιερουσαλήμ είναι ελεύθερη· είναι η θριαμβεύουσα Εκκλησία, που βρίσκεται στους ουρανούς, και η στρατευομένη, που είναι βέβαια επίγεια, αλλά καταλήγει στους ουρανούς. Αυτή είναι η μητέρα όλων μας, όλων των Χριστιανών)» [Γαλ. 4 ,26].

Σχετικά με τον πλούσιο νεανίσκο που επιθυμούσε να κληρονομήσει την αιώνια ζωή

 (Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος)


(Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, κεφ. ιη΄, χωρία 18 έως 27)

Αποσπάσματα από την ομιλία ΞΓ΄


«Καὶ ἰδοὺ εἷς προσελθὼν εἶπεν αὐτῷ· διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον;» (Και ιδού Τον πλησίασε κάποιος και Του είπε· διδάσκαλε αγαθέ, τι καλό να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;) Ορισμένοι κατηγορούν τον νέο αυτόν ως ύπουλο και πονηρό και ο οποίος πλησίασε τον Ιησού με σκοπό να Τον πειράξει· εγώ όμως δε θα μπορούσα να μην πω ότι ήταν φιλάργυρος και δούλος των χρημάτων, επειδή και ο Χριστός τον ήλεγξε ως άνθρωπο αυτού του είδους, ύπουλο όμως δε θα μπορούσα να τον ονομάσω με κανένα τρόπο, και διότι δεν είναι ασφαλές το να επιχειρεί κανείς να κρίνει τα άγνωστα πράγματα και ιδίως όταν πρόκειται για κατηγορίες, και για το ότι ο ευαγγελιστής Μάρκος έχει αναιρέσει αυτήν την υποψία· καθ΄όσον λέγει ότι «έτρεξε προς Αυτόν και αφού γονάτισε εμπρός Του,

Τον παρακαλούσε» και ότι «ο Ιησούς τον κοίταξε με πολλή αγάπη και ενδιαφέρον και τον συμπάθησε» (Μαρκ. 10, 21). Αλλ΄ όμως είναι μεγάλη και τυραννική η δύναμη των χρημάτων και αυτό γίνεται φανερό και από την περίπτωση αυτή· διότι και αν ακόμη είμαστε ως προς τα άλλα ενάρετοι, αυτή τα καταστρέφει όλα τα άλλα.


Για ποιο λόγο λοιπόν ο Χριστός έδωσε τέτοιου είδους απάντηση, λέγοντας «κανείς δεν είναι αγαθός»; Επειδή Τον πλησίασε σαν να ήταν κάποιος απλός άνθρωπος και ένας από τους πολλούς και δάσκαλος των Ιουδαίων· για τούτο λοιπόν και ως άνθρωπος συζητεί μαζί του. Καθ΄ όσον σε πολλές περιπτώσεις δίνει απάντηση στις σκέψεις εκείνων που Τον πλησιάζουν, όπως όταν λέγει· «ίσως μου πείτε: εμείς δεν πιστεύουμε σε αυτά που λες για τον εαυτό σου, διότι στηρίζονται στη δική σου εγωιστική μαρτυρία» και «εάν εγώ ο ίδιος από μόνος μου έδινα μαρτυρία για τον εαυτό μου, η μαρτυρία μου θα μπορούσε να μην είναι αξιόπιστη» (Ιω. 5, 31). Όταν λοιπόν λέγει, «κανείς δεν είναι αγαθός», δεν το λέγει αυτό με σκοπό να αποκλείσει τον εαυτό του από το να είναι αγαθός, μη σκεφθείς κάτι τέτοιο· διότι δεν είπε, «για ποιον λόγο με ονομάζεις αγαθό; Δεν είμαι αγαθός» αλλ΄ ότι «κανείς δεν είναι αγαθός»· δηλαδή κανείς από τους ανθρώπους. Αλλά και αυτό ακόμη όταν το λέγει, δεν το λέγει για να αποκλείσει τους ανθρώπους από την αγαθότητα, αλλά το λέγει εν συγκρίσει προς την αγαθότητα του Θεού. Για τον λόγο αυτό και πρόσθεσε· «παρά μόνο ένας, ο Θεός». Και δεν είπε «παρά μόνον ο Πατήρ μου» για να μάθεις ότι δεν φανέρωσε τον εαυτό του εις τον νεανίσκο.


Κατά τον ίδιο τρόπο και προηγουμένως αποκαλούσε τους ανθρώπους πονηρούς, λέγοντας· «Εάν όμως εσείς, ενώ είστε πονηροί, γνωρίζετε να δίδετε καλά πράγματα στα τέκνα σας». Καθόσον και εις την περίπτωση εκείνη τους ονόμασε «πονηρούς», θεωρώντας όχι όλη την ανθρώπινη φύση πονηρά (διότι το «σεις» δεν σημαίνει όλοι εσείς οι άνθρωποι), αλλά τους ονόμασε έτσι συγκρίνοντας την αγαθότητα των ανθρώπων προς την αγαθότητα του Θεού· διά τούτο και πρόσθεσε· «πόσο μάλλον ο Πατήρ σας θα δώσει αγαθά σ΄ αυτούς που Του ζητούν;»


Αλλά θα πει κάποιος· ποια ανάγκη υπήρχε ή ποια ωφέλεια, ώστε να δώσει αυτήν την απάντηση; Ανεβάζει τον πλούσιο αυτό νέο πνευματικά ολίγον κατ΄ ολίγον και τον διδάσκει ν΄ απαλλαγεί εξ ολοκλήρου από την κολακεία, αποσπώντας τον από τα επίγεια πράγματα και προσηλώνοντάς τον στον Θεόν, και τον πείθει να ζητεί τα ουράνια αγαθά και να γνωρίσει αυτόν που πράγματι είναι αγαθόν και ρίζα και πηγή όλων των αγαθών, και εις αυτόν ν΄ αποδίδει τις τιμές. Διότι και όταν λέγει «μην αποκαλέσετε κανένα ως “διδάσκαλο” επάνω στη γη», το λέγει εν συγκρίσει προς τον εαυτό Του και για να γνωρίσουν οι άνθρωποι ποία είναι η πρώτη αρχή όλων γενικώς των όντων. Ούτε βέβαια ήταν μικρή η προθυμία που έδειξε ο νεανίσκος τότε, καθόσον κατελήφθη από τέτοιον έρωτα για τα πνευματικά αγαθά, την στιγμήν που άλλοι μεν επείραζαν τον Κύριο, άλλοι Τον επλησίασαν μόνο για να θεραπεύσει τις ασθένειές τους ή τις ασθένειες των συγγενών τους ή των ξένων, αυτός όμως και Τον επλησίασε με κάθε ειλικρίνεια και συζητούσε με πραγματικό ενδιαφέρον για την αιώνιο ζωή. Διότι ήταν μεν η ψυχή του εύφορη και πλουσία, αλλ΄ όμως το πλήθος των ακανθών κατέπνιγε τον σπόρο. Πρόσεχε λοιπόν πώς ήταν την στιγμή εκείνη προετοιμασμένος για την υπακοή των προσταγμάτων. Διότι λέγει· «Τι να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;» .Έτσι ήταν προετοιμασμένος προς εφαρμογή των όσων θα του έλεγε. Εάν όμως Τον επλησίασε με σκοπό να τον πειράξει, θα μας το έλεγε οπωσδήποτε ο ευαγγελιστής και αυτό, πράγμα που το κάνει και εις τις άλλες περιπτώσεις, όπως δηλαδή εις την περίπτωση του νομικού. Εάν όμως και αυτός το αποσιώπησε, ο Χριστός δε θα ήταν δυνατόν να Τον αφήσει απαρατήρητο, αλλά θα Τον ήλεγχε κατά τρόπο φανερό ή και θα έκανε κάποιον υπαινιγμό, ώστε να μη σχηματισθεί η εντύπωση ότι επλανήθη και διέφυγε την προσοχή του και ζημιωθεί έτσι περισσότερο. Εάν επίσης Τον είχε πλησιάσει με σκοπό να Τον πειράξει, δε θα έφευγε λυπημένος για όσα άκουσε. Διότι αυτό κανείς ποτέ από τους Φαρισαίους δεν το έπαθε, αλλ΄ εξαγριώνονταν όταν τους έκλεινε τα στόματα. Όμως δε συνέβη αυτό στον νέο, αλλά φεύγει καταλυπημένος, πράγμα που αποτελεί όχι μικράν απόδειξη, ότι δεν Τον πλησίασε με πονηρά διάθεση, αλλά με εξασθενημένη, και επιθυμεί μεν την αιώνιον ζωήν, αλλ΄όμως είναι κατακυριευμένος από άλλο φοβετότατο πάθος.


Όταν λοιπόν ο Χριστός του είπε «Εάν θέλεις να εισέλθεις στην αιώνια και μακαρία ζωή, φύλαξε τις εντολές», ο νέος ρωτάει «ποιες εντολές;» όχι με σκοπό να Τον πειράξει, μη γένοιτο, αλλά επειδή νόμιζε ότι άλλες είναι εκείνες οι εντολές, εκτός από τις εντολές του νόμου, που θα του χάριζαν την αιώνια ζωή, πράγμα που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο που είναι κυριευμένος από σφοδρή επιθυμία. Έπειτα, επειδή ο Ιησούς του είπε να φυλάττει τις εντολές του νόμου, απαντά· «όλ΄ αυτά τα φύλαξα από την νεανική μου ηλικία». Και δεν σταμάτησε μέχρι εδώ, αλλά πάλι ερωτά· «σε τι ακόμη υστερώ;», πράγμα που αποδείκνυε και αυτό την μεγάλη επιθυμία του. Αλλά και δεν ήταν μικρό πράγμα το ότι νόμιζε ότι υστερεί σε κάτι, και το ότι θεωρούσε ανεπαρκείς τις εντολές του Νόμου για να επιτύχει αυτά που επιθυμούσε. Τι κάνει λοιπόν ο Χριστός; Επειδή επρόκειτο να δώσει κάποια μεγάλη εντολή, προσθέτει τα έπαθλα και λέγει· «εάν θέλεις να είσαι τέλειος, πήγαινε, πώλησε τα υπάρχοντά σου και μοίρασέ τα στους φτωχούς και θα έχεις θησαυρό στους ουρανούς· και τότε έλα και ακολούθησέ με».


Είδες πόσα βραβεία και πόσους στεφάνους ορίζει γι΄ αυτόν τον αγώνα; Εάν όμως τον επείραζε, δε θα του έλεγε αυτά. Τώρα όμως και το λέγει, και για να τον προσελκύσει, του φανερώνει ότι είναι πολύ μεγάλος ο μισθός, και αφήνει το παν στην διάθεσή του, επικαλύπτοντας με όλα όσα λέγει την εντύπωση ότι είναι βαριά η παραίνεση. Για το λόγο αυτόν και πριν πει το αγώνισμα και τον κόπο, του φανερώνει το βραβείο, λέγοντας· «εάν θέλεις να είσαι τέλειος», και τότε του λέγει, «πώλησε τα υπάρχοντά σου και μοίρασέ τα στους πτωχούς» και αμέσως πάλι αναφέρει τα βραβεία· «και θα έχεις θησαυρό στους ουρανούς˙ και τότε έλα και ακολούθησέ με». Καθόσον το να ακολουθεί Αυτόν, ήταν πολύ μεγάλη ανταμοιβή.


«Και θα έχεις θησαυρό στους ουρανούς». Επειδή δηλαδή ο λόγος ήταν για τα χρήματα και τον συμβούλευε να απαλλαχθεί από όλα, για να δείξει ότι δεν του αφαιρεί αυτά που έχει, αλλά ότι του προσθέτει και άλλα σε αυτά που έχει, του έδωσε περισσότερα από αυτά που του είπε να δώσει· και όχι μόνο περισσότερα, αλλά και τόσο σπουδαιότερα, όσον είναι ο ουρανός από τη γη και ακόμη περισσότερο. Θησαυρό δε ονόμασε τη μεγαλοδωρία της ανταμοιβής, με σκοπό να δείξει την μονιμότητα και την ασφάλειά της, όπως δηλαδή ήταν δυνατόν να οδηγήσει τον νέο στη γνώση, χρησιμοποιώντας ανθρώπινα παραδείγματα. Επομένως, δεν αρκεί να περιφρονεί κανείς τα χρήματα, αλλά πρέπει να δώσει τροφή στους πτωχούς και πριν από όλα, να ακολουθεί τον Χριστό, δηλαδή να πράττει όλα τα προστάγματά του και να είναι έτοιμος για σφαγή χάριν αυτού και για καθημερινό θάνατο. Διότι, «εάν κάποιος θέλει να με ακολουθήσει, να απαρνηθεί τον εαυτόν του, να λάβει τον σταυρό του και ας με ακολουθεί» (Λουκά 9, 23). Ώστε είναι πολύ πιο ανωτέρα η εντολή αυτή το να θυσιάζει κανείς την ζωή του από το να περιφρονήσει τα χρήματα, και δεν είναι μικρή η συμβολή της απαλλαγής από τα χρήματα στην εφαρμογή της εντολής αυτής.


«Αφού όμως άκουσε ο νεανίσκος αυτά, έφυγε λυπημένος». Και στη συνέχεια για να δείξει ο ευαγγελιστής, ότι δεν ήταν αυτό που έπαθε κάτι το φυσικό, λέγει: «διότι είχε πολλά χρήματα». Δεν είναι δηλαδή κυριευμένοι από το ίδιο πάθος αυτοί που έχουν ολίγα και αυτοί που έχουν πάρα πολύ μεγάλη περιουσία· διότι τότε γίνεται πιο τυραννικός ο πόθος τους για τα χρήματα. Συμβαίνει δηλαδή αυτό που δε θα παύσω να το λέγω, ότι η προσθήκη των εκάστοτε αποκτωμένων χρημάτων ανάπτει κατά πολύ περισσότερο την φλόγα και κάνει πιο πτωχούς αυτούς που τα αποκτούν, καθόσον εμβάλλει σ’ αυτούς μεγαλύτερη επιθυμία γι’ αυτά και τους κάνει να αισθάνονται πολύ περισσότερο την πτώχεια τους. Και πρόσεχε λοιπόν και στην περίπτωση αυτή ποια δύναμη παρουσίασε το πάθος αυτό. Διότι εκείνον που ήλθε προς τον Κύριο με χαρά και προθυμία, επειδή ο Χριστός τον προέτρεψε να απαρνηθεί τα χρήματα, τόσο πολύ τον εξουθένωσε και κατέβαλε τις δυνάμεις του, ώστε δεν τον άφησε ούτε καν να απαντήσει σε όσα του είπε, αλλ΄ έφυγε σιωπηλός, σκυθρωπός και καταλυπημένος.


Τι λέγει λοιπόν ο Χριστός; «Πόσον δύσκολα θα εισέλθουν οι πλούσιοι στη Βασιλεία των ουρανών», κατηγορώντας όχι τα χρήματα, αλλά αυτούς που είναι δούλοι σ΄ αυτά. Εάν δε θα εισέλθει δύσκολα ο πλούσιος στη βασιλεία των ουρανών, πολύ πιο δύσκολα θα εισέλθει ο πλεονέκτης. Διότι εάν αποτελεί εμπόδιο για την Βασιλεία των Ουρανών το να μη δίδει κανείς, σκέψου πόση φωτιά επισωρρεύει το να παίρνει και τα πράγματα των άλλων. Αλλά με ποιο σκοπό έλεγε στους μαθητές Του ότι δύσκολα θα εισέλθει ο πλούσιος στη βασιλεία των ουρανών, εφόσον ήσαν πτωχοί και δεν είχαν τίποτε; Με σκοπό να τους διδάξει να μην ντρέπονται την πτωχεία και απολογούμενος κατά κάποιο τρόπο προς αυτούς για το ότι δε θα τους επέτρεπε να έχουν τίποτε.


Αφού λοιπόν τους είπε ότι είναι δύσκολο, εν συνεχεία τονίζει ότι είναι και αδύνατο, και όχι απλώς αδύνατο, αλλ΄ αδύνατον σε υπερβολικό βαθμό, πράγμα που το φανέρωσε με το παράδειγμα της καμήλου και της βελόνης. Διότι λέγει· «ευκολότερο είναι να περάσει μία κάμηλος από την τρύπα της βελόνης, παρά να εισέλθει ο πλούσιος στην βασιλεία των ουρανών». Αποδεικνύεται λοιπόν εξ αυτού ότι δε θα είναι τυχαία η αμοιβή εκείνων που είναι πλούσιοι και μπορούν να ζουν με ευσέβεια. Για τον λόγο αυτό και είπε ότι αυτό είναι έργο του Θεού, το να δείξει δηλαδή, ότι χρειάζεται πολλή χάρη από μέρους του Θεού εκείνος που πρόκειται να το κατορθώσει αυτό. Επειδή λοιπόν ταράχθηκαν οι μαθητές του, είπε· «Στους ανθρώπους μεν αυτό είναι αδύνατο, στον Θεό όμως τα πάντα είναι δυνατά». Δεν είπε φυσικά αυτά τα προηγούμενα λόγια για να απελπιστούμε και να παραιτηθούμε με τη σκέψη ότι είναι αδύνατα, αλλά το είπε με σκοπό, ώστε, αφού κατανοήσουμε το μέγεθος του κατορθώματος να σπεύσουμε με ευκολία στον αγώνα και επικαλούμενοι και τη βοήθεια του Θεού στους καλούς αυτούς αγώνες μας, να επιτύχουμε την αιώνιο ζωή.


[…]Επομένως για να μη στενοχωριόμαστε για περιττά πράγματα, αφού αποβάλουμε την σφοδρή επιθυμία για τα χρήματα, που συνεχώς μας λυπεί και ουδέποτε ανέχεται να σταματήσει, ας στραφούμε προς μια άλλη, που μας κάνει μακαρίους και είναι πολύ εύκολη, και ας επιθυμήσουμε τους θησαυρούς των ουρανών. Διότι προς την κατεύθυνση αυτήν δεν υπάρχει ούτε κόπος τόσο μεγάλος, το δε κέρδος είναι απερίγραπτο, και δεν είναι δυνατόν να αποτύχει εκείνος που κατά κάποιον τρόπον επαγρυπνεί, φροντίζει και περιφρονεί τα παρόντα· ενώ αντιθέτως αυτός που είναι δούλος των υλικών πραγμάτων και έχει δώσει εξ ολοκλήρου τον εαυτόν του εις αυτά άπαξ και διά παντός, οπωσδήποτε αυτός θ’ αναγκαστεί κάποτε να τα αποχωριστεί.


[…]Αναλογιζόμενοι όλα αυτά, ας βγάλουμε από μέσα μας την πονηρή επιθυμία της διαρκούς απόκτησης χρημάτων, καθώς εκτός από το ότι μας στερεί την αιώνια ζωή, και στην τωρινή μας γεμίζει με συνεχή άγχη και στενοχώριες και προβλήματα· και ερχόμενος κάποτε ο θάνατος απρόσμενα μας παίρνει γυμνούς από όλα αυτά που με τόσο κόπο συσσωρεύσαμε όσο ζούσαμε και με τόσο άγχος προσπαθήσαμε να περιφρουρήσουμε για να μη μας τα αρπάξουν, και φεύγουμε χωρίς να σύρουμε πίσω μας τίποτε από όλα αυτά, παρά μόνον τα τραύματα και τις πληγές τα οποία πήρε από όλα αυτά η ψυχή και φεύγει. Και ελεύθεροι από κάθε περιττή βιοτική μέριμνα, τα αιώνια αγαθά να επιτύχουμε με την χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, μετά του οποίου στον Πατέρα μαζί με το Άγιο Πνεύμα ανήκει δόξα, δύναμις και τιμή, τώρα κα πάντοτε και εις τους αιώνες των αιώνων. Αμήν.


(Πηγή: Ιερού Χρυσοστόμου έργα, Πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», τόμος 11Α, σελ. 210-233)


(Επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος)