Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2025

Ενώ είμαστε κλητοί,δεν γινόμαστε εκλεκτοί....Κυριακή ΙΑ Λουκά

 π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός-Δύο ερωτήματα που ζητούν απάντηση

Κυριακή ΙΑ Λουκά: Πρόσκληση στο Μεγάλο Δείπνο



«Λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου. Πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί» (Λουκ. 14, 24 και Ματθ. 22, 14)

«Γιατὶ σᾶς βεβαιώνω πὼς κανένας ἀπὸ κείνους ποὺ κάλεσα δὲν θὰ γευτεῖ τὸ δεῖπνο μου. Γιατί, πολλοὶ εἶναι οἱ καλεσμένοι, λίγοι ὅμως οἱ ἐκλεκτοί». 


Οι περισσότεροι από εμάς δεν θα δυσκολευόμασταν να ομολογήσουμε ότι θα μας άρεσε η πρόσκληση από κάποιον επιφανή, με δύναμη στην κοινωνία, σε ένα δείπνο. Θα κολακευόμασταν, θα αισθανόμασταν ότι το πρόσωπό μας έχει αξία, διότι για να μας καλέσουν, σημαίνει ότι θεωρούμαστε σημαντικοί. Θα το σκεφτόμασταν πολύ σοβαρά να μην πηγαίναμε σε ένα τέτοιο δείπνο. Μάλλον θα θεωρούσαμε ως απώλεια μιας μεγάλης ευκαιρίας να δείξουμε ποιοι είμαστε μία τέτοια άρνηση.


 Η παραβολή του Μεγάλου Δείπνου μάς δείχνει ότι για τον Θεό είμαστε μοναδικής αξίας. Είμαστε, άλλωστε, οι πλασμένοι κατ’ εικόνα Του. Είμαστε τα παιδιά Του και ο Πατέρας θέλει, ακόμα κι αν αυτά έχουν μεγαλώσει και ζούνε την ελευθερία τους, να τα συναντήσει. Η πόρτα του σπιτιού Του είναι ανοιχτή. Δεν φέρεται σε αυτά ως ο κύριος προς τους υπηρέτες, αλλά ως ισότιμα πρόσωπα, τα οποία ταιριάζει να είναι καθισμένα μαζί Του στο ίδιο τραπέζι, για να μοιραστούν όχι μόνο την υλική τροφή, αλλά την κοινωνία της αγάπης. 


 Όμως, σ’ αυτό το δείπνο της Βασιλείας, τη Θεία Λειτουργία, όπου συναντιόμαστε με τον Θεό στο πρόσωπο του Χριστού, γνωρίζουμε διά του Χριστού τον Πατέρα και εν Αγίω Πνεύματι ζούμε την μεταβολή των Τιμίων Δώρων, του Άρτου και του Οίνου, σε Σώμα και Αίμα Χριστού, για να κοινωνήσουμε, για να γίνουμε ένα με τον Θεό και ένα με τον πλησίον μας, όποιος κι αν είναι αυτός, η ελευθερία μας μάς σπρώχνει να αρνηθούμε την πρόκληση.

Άλλοτε για χάρη των υλικών πραγμάτων, άλλοτε για χάρη των απολαύσεων είτε αυτές έχουν να κάνουν με την ανάπαυση είτε με τις ηδονές κάθε μορφής, εικονικές και πραγματικές, άλλοτε για χάρη των βιοτικών υποθέσεων και μεριμνών που περιλαμβάνουν και την πρόφαση της οικογένειας, η συνείδησή μας, ο ράθυμος και εγκωκεντρικός εαυτός μας, μάς ωθούν να πούμε ΟΧΙ. Η θεία λειτουργία είναι παράδοση, συνδέεται με τις γιορτές, είναι θρησκευτικό καθήκον, αλλά αυτό μπορεί να επιτελεστεί μόνο όταν νιώσουμε την ανάγκη. Κι έτσι, ενώ είμαστε κλητοί, δεν γινόμαστε εκλεκτοί, όχι γιατί ο Θεός δεν μας θέλει, αλλά γιατί εμείς θεωρούμε πως μπορούμε να ζήσουμε και χωρίς Αυτόν.


Μας αγαπά ο Θεός. Η θύρα της Βασιλείας είναι ανοιχτή σε όλους. Η πρόσκληση είναι διαρκής. Δεν εξαρτάται από την ηθική μας κατάσταση, γιατί ο Θεός δέχεται και τα κουρέλια της ψυχής μας, αρκεί να υπάρχει ένα ίχνος αναζήτησής Του και η επιθυμία να λυτρωθούμε. 

Το ερώτημα έρχεται σε μας: θέλουμε να πάρουμε μέρος στο Δείπνο της Θείας Λειτουργίας, της Ευχαριστίας, της Εκκλησίας ή η Κυριακή και κάθε γιορτή γίνονται αλυσίδα χαμένων ευκαιριών να συναντήσουμε τον Θεό και τον συνάνθρωπο; Και το δεύτερο και συγκλονιστικότερο ερώτημα είναι το γιατί λέμε ΟΧΙ στην αγάπη του Θεού; Η κατάφαση βρίσκεται στην ελευθερία, στην απόφαση, στην συναίσθηση ότι ο Υψηλός Θεός, αφού εφάνη επί γης ταπεινός άνθρωπος, μάς καλεί σε μία συνεχόμενη συνάντηση χαράς, που νοηματοδοτεί αυθεντικά τη ζωή μας.

Ἂν ὁ μεγάλος μας ἔρωτας ἦταν ὁ Θεός, τίποτε δέν θά ἐμπόδιζε,νά Τόν ἔχουμε πάντα στό κέντρο τῆς καρδιᾶς καί τοῦ μυαλοῦ

 Ἐντύπωση προκαλεῖ ὅτι μᾶς προσκαλεῖ σὲ μέγα δεῖπνο ὁ Θεός, ἀλλὰ ἐμεῖς προσπαθοῦμε πάσῃ θυσία νὰ τὸ ἀποφύγουμε. Ἐκεῖνος μᾶς ὑπόσχεται χαρὰ καὶ καλοπέραση, ἐμεῖς, κολλημένα στὰ δικά μας, προτιμᾶμε τὴ μιζέρια μας. Καὶ οἱ δικαιολογίες μας; Πραγματικὰ γιὰ κλάματα. Προφασιζόμαστε δουλειές, φροντίδες καὶ διάφορα (Κυριακὴ ΙΑ΄ Λουκᾶ).



 Ἀνάμεσα στὶς «σημαντικές» αἰτίες ποὺ προβάλλουμε γιὰ νὰ δικαιολογήσουμε τὴν ἀποχή μας ἀπὸ τὸ πλούσιο καὶ πανευφρόσυνο τραπέζι τοῦ Θεοῦ, εἶναι καὶ τὸ «γυναῖκα ἔγημα». Ἡ οἰκογένεια. Οἱ μέριμνες γιὰ τὴ συντήρηση καὶ τὴν προκοπή της δὲν μᾶς ἀφήνουν περιθώριο γιὰ ἐνασχόληση μὲ τὸν Θεό.


Ἡ οἰκογένεια ὅμως μᾶς δόθηκε γιὰ καλό. Ἔπλασε ὁ Θεὸς τὴν Εὔα ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Ἀδὰμ καὶ τὴν ἔφερε μπροστά του γιὰ νὰ τὸν βοηθάει στὸν μεγάλο σκοπό του, ὄχι νὰ τὸν ἐμποδίζει. Νὰ τὸν συντροφεύει στὴ μεγάλη του προσπάθεια γιὰ τὴ θέωση. Τοὺς εὐλόγησε καὶ τοὺς δύο νὰ κάνουν παιδιὰ καὶ νὰ τὰ χαίρονται. Νὰ τὰ ἔχουν συνοδοὺς στὴν πορεία τους πρὸς τὸν ἔσχατο προορισμό τους, νὰ φτάσουν ὅλοι μαζὶ στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.


Πῶς γίνεται τώρα ἐμεῖς νὰ τὰ βλέπουμε ὅλα ἀντίστροφα; Νὰ θεωροῦμε κατάρα τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ; Καὶ τὴν οἰκογένεια ἐμπόδιο στὸ κάλεσμά του νὰ τὸν συναντήσουμε πρόσωπο πρὸς πρόσωπο, νὰ βρεθοῦμε σὲ μιὰ σχέση ἄμεσης κοινωνίας καὶ ἀληθινῆς ἀγάπης μαζί του; Θέτουμε ἀμέσως δυὸ εὐλογημένες πραγματικότητες, τὴν οἰκογένεια καὶ τὸν Θεό, σὲ ἄμεση ἀντίθεση, σὲ σχέση ἀποκλεισμοῦ μεταξύ τους. Κάποιο λάθος γίνεται σίγουρα ἀπ’ τὴν πλευρά μας.


Λέει κάπου ὁ Χριστός: «Ὅπου ἐστὶν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν» (Ματθ. 6,21). Τί μᾶς λέει ὁ Χριστός; Τί ἀγαπᾶτε πιὸ πολύ; Σὲ τί ἔχετε προσκολληθεῖ περισσότερο; Ποιὸς θεωρεῖτε ὅτι εἶναι ὁ θησαυρός σας; Ἐκεῖ θὰ εἶναι στραμμένη καὶ προσκολλημένη καὶ ἡ καρδιά σας. Σὲ ὅ,τι θεωρεῖτε σπουδαιότερο καὶ λαχταρᾶτε περισσότερο. Αὐτὸ θὰ γίνει κέντρο τῆς ζωῆς σας, ὑπέρτατος σκοπός. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ θὰ παίρνουν σειρὰ προτεραιότητας τὰ ὑπόλοιπα.


Εἶναι λοιπὸν ὁ Θεὸς τὸ πρῶτο ποὺ ζητάμε στὴ ζωή μας; Θὰ προσαρμοστοῦν τότε ὅλα πρὸς αὐτόν. Τίποτε δὲν θὰ μᾶς ἐμποδίσει ἀπὸ τὸ νὰ πράξουμε ὅσα μᾶς ζητεῖ ὁ Θεός. Κερδίζει μήπως περισσότερο ἡ οἰκογένεια τὸ ἐνδιαφέρον μας, τὴν ἀπόλυτη ἀγάπη μας; Θὰ προσκολληθοῦμε τότε ἀποκλειστικὰ σ’ αὐτὴν καὶ δὲν θὰ βροῦμε ποτὲ χρόνο καὶ διάθεση γιὰ τίποτε ἄλλο.


Πῶς γίνεται ὅμως μὲ τὸν ἐρωτευμένο ἄνθρωπο; Ἀσχολεῖται μὲ ὅλα, ἀλλὰ ποτὲ δὲν φεύγει ἀπ’ τὸ μυαλό του τὸ πρόσωπο ποὺ ἀγαπάει. Καὶ μάλιστα χωρὶς νὰ κάνει τὴν παραμικρὴ προσπάθεια γι’ αὐτό. «Ὁ ὄντως ἐρῶν ἀεὶ τὸ τοῦ φιλουμένου πρόσωπον φαντάζεται». Ὅ,τι κι ἂν κάνει, δὲν τὸν ἐμποδίζει νὰ ἀγκαλιάζει μέσα του γεμάτος εὐχαρίστηση τὸ ἀγαπώμενο πρόσωπο (ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κλίμακος). Ἂν ὁ μεγάλος μας ἔρωτας ἦταν ὁ Θεός, τίποτε δὲν θὰ ἐμπόδιζε, οὔτε οἱ φροντίδες τῆς οἰκογένειας οὔτε κάτι ἄλλο, νὰ τὸν ἔχουμε πάντα στὸ κέντρο τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ μυαλοῦ μας.


Δὲν εἶναι ὅτι οἱ πολλές μας φροντίδες δὲν μᾶς ἀφήνουν χρόνο γιὰ τὸν Θεό. Μᾶς δίνει ἄφθονο χρόνο, μιὰ ὁλόκληρη ζωή, ὁ Θεός. Τὸ πρόβλημα εἶναι ὅτι δὲν τοῦ δίνουμε προτεραιότητα στὴν καρδιά μας.

Θὰ νιώσουμε ἄραγε ποτὲ τὴν πρέπουσα διάθεση, ἀγάπη, ἔρωτα γι’ αὐτόν;


π. Δημητρίου Μπόκου

Ὁ Μεγάλος Δεῖπνος

 Ἰωὴλ Φραγκάκος (Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας)


«Ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα»




  Στὴν παραβολὴ αὐτὴ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα, ὁ Θεὸς παρουσιάζεται μὲ τὴ μορφὴ ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ἔχει ἑτοιμάσει ἕνα δεῖπνο γιὰ πολλλοὺς προσκεκλημένους. Ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος μᾶς συμπληρώνει πὼς ὁ γάμος τοῦ παιδιοῦ του προκάλεσε τὸ δεῖπνο αὐτό. Ἐνῶ εἶχε καλέσει πολλούς, οἱ προσκεκλημένοι ἀρνήθηκαν τὴν πρόσκληση φέρνοντας διάφορες δικαιολογίες. Π.χ. Ἀγόρασαν κτήματα, ζῶα ἢ νυμφεύθηκαν κ. ἄ. Τότε ὁ οἰκοδεσπότης ἔφερε στὸ τραπέζι του ὄχι τοὺς ἐπώνυμους προσκεκλημένους, ἀλλὰ τὸν ἁπλὸ λαὸ ποὺ ἦταν στὶς πλατεῖες καὶ στὰ σοκάκια τῆς πόλεως, τοὺς χωλούς, τοὺς ἀναπήρους, τυφλοὺς καὶ πτωχούς, μέχρις ὅτου γέμισε τὸ σπίτι του. Μάλιστα εἶπε: «Οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου» (Λουκ. 14,24).



Τὰ χαρακτηριστικά τοῦ δείπνου

Μὲ τὴ λέξη «δεῖπνος» ἐννοοῦνται πολλά. Ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος γράφει πὼς ὁ Κύριος ὀνόμαζε τὸ δεῖπνο μέγα, «ἐπειδὴ καὶ μέγα τὸ τῆς σωτηρίας ἡμῶν μυστήριον», δηλ. εἶναι μεγάλο τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας μας. Τὸ τραπέζι ποὺ ἔστρωσε ὁ οἰκοδεσπότης Κύριος συμβολίζει τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Μία ἄλλη ἑρμηνεία εἶναι πὼς ὁ Κύριος ἔκανε ἕνα μεγάλο δεῖπνο, δηλ. μία οἰκουμενικὴ πανήγυρη. Ἡ ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, ἡ θυσία Του καὶ τὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας εἶναι ἡ οἰκουμενικὴ πανήγυρη, γράφει ἕνας Ἅγιος «...δέδωκεν ἡμῖν τὴν ἑαυτοῦ σάρκα φαγεῖν, ἄρτος ὤν ἐξ οὐρανοῦ καὶ ζωὴν διδοὺς τῷ κόσμῳ», μᾶς ἔδωσε νὰ φᾶμε τὴ σάρκα του, ἐπειδὴ ὁ ἴδιος εἶναι ὁ ἄρτος ποὺ κατέβηκε ἀπ’τὸν οὐρανὸ κι ἔδωσε ζωὴ στὸν κόσμο (ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας).


Ἐὰν πάρουμε τὴν εἰκόνα τοῦ γαμήλιου δείπνου ποὺ ἀναφέρει ὁ Ματθαῖος «ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὅστις ἐποίησε γάμους τῷ υἱῷ αὐτοῦ›› (κεφ. 22,2), μποροῦμε νὰ ποῦμε καὶ τὶς ἑξῆς ἑρμηνεῖες: Ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ οἱ γάμοι ποὺ κλήθηκαν τόσοι πολλοὶ νὰ συμμετάσχουν σ’αὐτούς; Κατὰ τοὺς Πατέρες, γάμος εἶναι ἡ μυστικὴ συνάφεια τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν Ἐκκλησία. Ὁ ἄνθρωπος ἑνώνεται μὲ τὸ Χριστὸ μὲ τὴν πίστη στὴ γῆ αὐτὴ καὶ ὑπερφυέστατα καὶ τέλεια θὰ ἑνωθεῖ μαζί Του στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ λαὸς ποὺ ἑνώθηκε μὲ τὸν Κύριο, εἶναι ἡ Ἐκκλησία Του. «Νύμφη μὲν οὖν ὁ λαὸς τῶν πιστῶν, ἡ Ἐκκλησία μυστικῶς συναπτομένη διὰ πίστεως νυμφίος δὲ ὁ Χριστός» (Εὐθύμιος Ζιγαβηνός). Κάθε ψυχῆς νυμφίος εἶναι ὁ Χριστὸς νυμφώνας ὅπου γίνεται ἡ ἕνωση ἀνδρὸς καὶ γυναικός, εἶναι ὁ τόπος τοῦ βαπτίσματος, δηλ. ἡ Ἐκκλησία. Ἐδῶ δίδονται οἱ ἀρραβῶνες στὴ νύμφη, ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καὶ ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὰ «τελεώτερα» θὰ δοθοῦν στὸ μέλλον, ὅταν θὰ μυσταγωγήσει ὁ Χριστὸς τοὺς τελείους στὰ καλύτερα καὶ ὑψηλότερα. Ἂς σημειωθεῖ πὼς νυμφίος εἶναι μόνον ὁ Χριστός, ἐνῶ ὅλοι ὅσοι διδάσκουν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ εἶναι νυμφαγωγοί, γράφει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος. Πράγματι κανεὶς ἄλλος δὲν εἶναι δοτήρας ἀγαθῶν παρὰ μόνον ὁ Χριστός. Ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶναι μεσίτες καὶ διάκονοι τῶν ἀγαθῶν ποὺ δίνει ὁ Κύριος.


Ἀπὸ ποῦ μᾶς κάλεσε ὁ Κύριος;


Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ παρατήρηση τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου. Ὁ Κύριος μᾶς κάλεσε ἀπὸ τὰ στενὰ τῆς ἁμαρτίας. Μέσα ἀπὸ καταστάσεις ἁμαρτωλές, ἐνῶ ζούσαμε ἀνυποψίαστοι ὅτι ὑπάρχει ἄλλη πνευματικὴ ζωή. Καθένας ἀπὸ μᾶς ἔχει νὰ διηγηθεῖ μία τέτοια ἱστορία τῆς ζωῆς του. Βέβαια ἡ πρόσκληση γίνεται ἀδιάκριτα σ’ ὅλους δηλ. ἀγαθοὺς καὶ πονηρούς, ἀλλὰ ἡ ζωὴ ὅμως αὐτῶν ποὺ κλήθηκαν στὸ δεῖπνο τοῦ Κυρίου, δὲν εἶναι «ἀνεξέταστος», ἀλλ’ ἐρευνᾶται ἐπιμελῶς ἀπ’ τὸν οἰκοδεσπότη Χριστό. Προσκλήθηκαν ὅλοι. Κάθε ἄνθρωπος ἀπὸ τὴ φύση του ἔχει κληθεῖ στὸ ἀγαθό. Ἔχει ἔμφυτο τὸ ἀγαθὸ μέσα του. Ἡ ἁμαρτία ἔκανε τὸν ἄνθρωπο πτωχό, ἀνάπηρο καὶ τυφλὸ πνευματικά. Μετὰ τὸ Χριστό, ὅσοι πιστέψαμε σ’ Αὐτόν, γίναμε εὔρωστοι καὶ ὑγιεῖς. Μᾶς κάλεσε ὁ Κύριος ἀπὸ τὰ στενὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ μᾶς ἔκανε ὁμοτράπεζους καὶ συγκληρονόμους Του. Ὅσοι δὲν τιμήσαμε τὴν πρόσκληση τοῦ Κυρίου καὶ ὅσοι παρακαθήσαμε στὸ δεῖπνο Του, ἀλλὰ δὲν ἀλλάξαμε ζωή, θὰ εἴμαστε ἀναπολόγητοι. Μᾶς δόθηκε ἡ πρόσκληση ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ συμμετάσχουμε στὸ δεῖπνο κι ἐμεῖς, κυριευμένοι ἀπὸ τὰ πάθη μας καὶ εἰδικότερα ἀπὸ τὰ πάθη τῆς φιλαργυρίας καὶ φιληδονίας, τὴν ἀπορρίψαμε, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ στερηθοῦμε τὴν πραγματικὴ ζωή.


Ἀδελφοί μου,

Δὲν βιάζει κανέναν ὁ Κύριος νὰ συμμετάσχει στὸ δεῖπνο Του. Ἀπευθύνεται στὴν προαίρεσή μας. Ἐὰν ὅμως θελήσουμε νὰ συμμετάσχουμε σ’ αὐτό, τότε ἀρχίζουν καὶ οἱ ὑποχρεώσεις μας. Ὀφείλουμε νὰ ἐργαστοῦμε μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ συμμετέχουμε στὸ μυστήριο τῆς ζωῆς, στὸ ὄντως δεῖπνο, ποὺ εἶναι ἡ Θεία Εὐχαριστία. «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες» (Ματθ. 26,27), μᾶς εἶπε ὁ Ἴδιος. Ἡ συμμετοχή μας στὸ ποτήριο τῆς ζωῆς εἶναι ἀπαραίτητη, γιὰ νὰ συμμετάσχουμε καὶ στὴ ζωὴ τοῦ Θεανθρώπου. Χριστιανὸς ποὺ δὲ συμμετέχει στὸ δεῖπνο τοῦ Κυρίου, εἶναι πνευματικὰ νεκρός. Ἂς εὐχηθοῦμε ὅλοι μας νὰ ἀνταποκριθοῦμε στὸ προσκλητήριο τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶναι καὶ ἡ σωτηρία μας.


Οἱ Ἅγιοι Προπάτορες

 Διονύσιος Ψαριανός (Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+))



   Καθὼς πλησιάζει ἡ μεγάλη ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων, ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει καὶ τιμᾶ τὴν ἱερὴ μνήμη τῶν ἁγίων Προπατόρων τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Προπάτορες εἶναι οἱ τρεῖς Πατριάρχες Ἀβραάμ, Ἰσαάκ, Ἰακώβ, καὶ ἀπὸ τὰ δώδεκα παιδιὰ τοῦ Ἰακὼβ ὁ Ἰούδας, ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ ὁποίου γεννήθηκε ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα νὰ πεθάνη, ὁ Ἰακὼβ κάλεσε τὰ δώδεκα παιδιά του καὶ τοὺς εἶπε· «Συναχθῆτε καὶ ἀναγγείλω ὑμῖν τί συναντήσει ὑμῖν ἐπ’ ἐσχάτου τῶν ἡμερῶν». Ἔπειτα ἄρχισε νὰ τοὺς εὐλογῆ ἕναν - ἕναν, κι ὅταν ἔφτασε στὸν Ἰούδα εἶπε· «Οὐκ ἐκλείψει ἄρχων ἐξ Ἰούδα καὶ ἡγούμενος ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ, ἕως ἂν ἔλθῃ τὰ ἀποκείμενα αὐτῷ, καὶ αὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν». Αὐτὴ εἶναι ἡ προφητεία ὅτι ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα θὰ γεννηθῆ ὁ Χριστός.


Δὲν θὰ μείνωμε τώρα περισσότερο, ἀκολουθώντας τὴ συνέχεια τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰούδα ὥς τὸν βασιλέα Δαβὶδ κι ὕστερα ὥς τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Γι’ αὐτοὺς ὅλους στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια εἶναι δυὸ κατάλογοι, ἕνας ὁ κατάλογος τοῦ εὐαγγελιστῆ Ματθαίου καὶ δεύτερος ὁ κατάλογος τοῦ εὐαγγελιστῆ Λουκᾶ. Ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος ἀρχίζει τὸ Εὐαγγέλιό του μὲ τὴ γενεαλογία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ· «Ἀβραὰμ ἐγέννησε τὸν Ἰσαάκ...», καθὼς ἀκοῦμε στὴ θεία Λειτουργία μία Κυριακὴ πρὶν ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων. Ὅλοι ὅσων τὰ ὀνόματα ἀναφέρονται στὸν γενεαλογικὸ αὐτὸν κατάλογο, ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ ὥς τὸν Ἰούδα, ἀπὸ τὸν Ἰούδα ὥς τὸν Δαβὶδ κι ἀπὸ τὸ Δαβὶδ ὥς τὸν Ἰωσήφ, τὸν μνήστορα, εἶναι οἱ προπάτορες τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.


Θὰ ὁμιλήσουμε τώρα μόνο γιὰ τὸν Ἀβραάμ, ποὺ εἶναι ὁ πρῶτος ἀπὸ τοὺς Προπάτορες καὶ ὁ γενάρχης τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἔθνους. Ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ ἀρχίζει ἡ ἱστορία τῆς ἀπολύτρωσης τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, μετὰ τὸν ὑπαινιγμὸ καὶ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ στοὺς Πρωτοπλάστους, ἀμέσως μετὰ τὴν παρακοὴ καὶ τὴν πτώση. Δυὸ χιλιάδες χρόνια μετὰ τὴ δημιουργία καὶ τετρακόσια χρόνια μετὰ τὸν κατακλυσμό, κάλεσε ὁ Θεὸς τὸν Ἀβραὰμ καὶ τοῦ εἶπε ὅτι οἱ ἀπόγονοί του θὰ κληρονομήσουν τὴν Παλαιστίνη, θὰ γίνουν μέγα ἔθνος καὶ αὐτοὶ θὰ μεταδώσουν τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ σὲ ὅλα τὰ ἔθνη. Στὸ πρῶτο βιβλίο τῆς θείας Γραφῆς, ποὺ εἶναι ἡ Γένεση, διαβάζομε τὴν ἱερὴ ἱστορία τοῦ πατριάρχη Ἀβραάμ.


Ὁ Ἀβραὰμ εἶναι ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἀπόλυτη πίστη στὸ Θεό. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν θέλη νὰ ὁμιλήση γιὰ τὴν πίστη, πάντα καὶ μάλιστα στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή, φέρνει γιὰ παράδειγμα τὸν Ἀβραάμ. Θὰ περιορισθοῦμε σὲ δυὸ μόνο περιστατικὰ τῆς ζωῆς τοῦ Ἀβραάμ, στὰ ὁποῖα φαίνεται ἡ πίστη του πρὸς τὸ Θεὸ καὶ ἡ ἀδιαμαρτύρητη ὑπακοή του σὲ ὅ,τι λέγει ὁ Θεός. Στὸ δωδέκατο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου τῆς Γένεσης διαβάζομε γιὰ τὴν κλήση τοῦ Ἀβραάμ. Ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε· «Ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγγενείας σου καὶ ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου καὶ δεῦρο εἰς γῆν ἥν ἂν σοὶ δείξω». Δὲν εἶναι μικρὸ καὶ λίγο αὐτὸ ποὺ λέγει ὁ Θεός· νὰ φύγη ἀπὸ τὸν τόπο του καὶ νὰ μὴν ξέρη ποῦ πηγαίνει. Ὁ Ἀβραάμ ἀδιαμαρτύρητα «ἐπορεύθη, καθάπερ ἐλάλησεν αὐτῷ ὁ Κύριος».


Στὸ εἰκοστὸ δεύτερο κεφάλαιο πάλι τῆς Γένεσης διαβάζομε γιὰ τὴν θυσία τοῦ Ἀβραάμ. Ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε· «Πάρε τὸ γιό σου τὸν Ἰσαὰκ κι ἀνέβα στὸ βουνὸ ποὺ θὰ σοῦ δείξω καὶ πρόσφερε τὸν θυσία σ’ ἐμένα...» Ἡ θεία Γραφὴ λέγει ὅτι «ὁ Θεὸς ἐπείραζε τὸν Ἀβραάμ», τὸν δοκίμαζε δηλαδὴ καὶ τὸν ἔβαζε νὰ κάμη κάτι, ποὺ στὸ τέλος ὁ ἴδιος δὲν θὰ τὸ ἐπέτρεπε. Ὁ Ἀβραάμ, μὲ πίστη ποὺ χαρίζει ὑπεράνθρωπη δύναμη, πῆρε τὸν Ἰσαάκ, τὸν φόρτωσε καὶ τὰ ξύλα τῆς θυσίας κι ἀνέβηκε στὸ βουνό. Ἒχτισ’ ἐκεῖ ἕνα πρόχειρο θυσιαστήριο, ἔβαλε τὸ παιδὶ ἐπάνω στὰ ξύλα καὶ σήκωσε τὸ μαχαίρι γιὰ νὰ τὸ σφάξη. Καὶ τότε ἀκούστηκε ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ· «Μὴ ἐπιβάλης τὴν χεῖρά σου ἐπὶ τὸ παιδάριον, μηδὲ ποίησῃς αὐτῷ μηδὲν νῦν γὰρ ἔγνων ὅτι φοβῇ τὸν Θεὸν σύ, καὶ οὐκ ἐφείσω τοῦ υἱοῦ σου τοῦ ἀγαπητοῦ δι’ ἐμέ...».


Ἄλλο παράδειγμα τέτοιας πίστης καὶ ὑπακοῆς στὸ Θεὸ δὲν ὑπάρχει. Καὶ νὰ σκεφθοῦμε ὅτι ὁ Ἰσαὰκ ἦταν «υἱὸς τῆς ἐπαγγελίας», τὸ παιδὶ ποὺ γέννησε ὁ Ἀβραὰμ ἀπὸ τὴ Σάρα σὲ ἡλικία ἑκατὸ ἐτῶν, γιὰ νὰ ἐκπληρωθοῦν οἱ ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ. Ὅταν τοῦ εἶπε ὁ Θεὸς πὼς στὰ γεράματά του θὰ γέννηση παιδί, δὲν ἀπίστησε· κι ὅταν ὕστερα τοῦ εἶπε νὰ τὸ θυσιάση, πάλι δὲν ἀπίστησε, ἀλλὰ συμμορφώθηκε ἀδιαμαρτύρητα καὶ μὲ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὸ Θεό. Γιὰ τὰ δυὸ αὐτὰ περιστατικὰ τῆς ζωῆς τοῦ Ἀβραάμ, γιὰ τὰ ὁποῖα εἴπαμε, γράφει ὁ Ἀπόστολος στὸ ἑνδέκατο κεφάλαιο τῆς πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολῆς. Μὲ πίστη ὑπήκουσε ὁ Ἀβραὰμ κι ἔφυγε ἀπὸ τὸν τόπο του, «μὴ ἐπιστάμενος ποῦ ἔρχεται». Καὶ πάλι μὲ πίστη «προσενήνοχεν Ἀβραὰμ τὸν Ἰσαὰκ πειραζόμενος». Ἀμήν.

Κυριακή των αγίων Προπατόρων

 († Αρχ. Γεώργιος Καψάνης, Προηγούμενος Ι. Μ. Γρηγορίου Αγίου Όρους)


Σήμερα η Κυριακή των αγίων Προπατόρων μάς μεταφέρει την νοσταλγία του λαού του Θεού τού προ Χριστού για την έλευση του Μεσσία. Σήμερα εμείς δεν μπορούμε να το καταλάβουμε αυτό, γιατί ο Χριστός είναι εν τω μέσω ημών. Όταν όμως εκείνα τα χρόνια τα προ Χριστού οι άνθρωποι νοσταλγούσαν τον Θεό, ως Εμμανουήλ, δηλαδή τον Θεό εν μέσω αυτών, και δεν μπορούσαν να τον χαρούν έτσι, ήταν βαθιά μέσα τους η νοσταλγία για την ευλογημένη αυτή ώρα.


Και γι’ αυτό έψαλλαν «ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου» (Ψαλμ. 117:26). Ευλογούσαν Εκείνον, ο οποίος επρόκειτο να έλθει εν τω ονόματι του Κυρίου. Και όλοι αυτοί οι άνθρωποι της Παλαιάς Διαθήκης του λαού του Θεού όχι μόνον νοσταλγούσαν, αλλά και προετοίμαζαν τον εαυτό τους για την έλευση του Μεσσία. Και προετοιμάζοντας τον εαυτό τους για την έλευση του Μεσσία, επιτάχυναν και τον χρόνο της ελεύσεως του Μεσσία.


Διότι εάν αυτοί δεν είχαν αποτελέσει τους αγίους κλάδους του δένδρου των Προπατόρων, δεν θα κατέληγε αυτό το δένδρο στον τελευταίο κλάδο και τον ωραιότερο, την Κυρία Θεοτόκο, εξ ης εβλάστησε ως καρπός ο Σωτήρας μας Ιησούς Χριστός.


Και προετοίμαζαν τον εαυτό τους και την έλευση του Χριστού οι άγιοι Προπάτορες με τον αγώνα τους αλλά και με την αποδοχή του Σταυρού. Διότι, θεολογεί ο μέγας φωστήρ της Εκκλησίας μας, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ότι το μυστήριο του Σταυρού προενεργούσε στην Παλαιά Διαθήκη. Αλλιώς δεν θα μπορούσαν οι Δίκαιοι να είναι Δίκαιοι. Δια του προενεργούντος μυστηρίου του Σταυρού του Χριστού προετοιμάζονταν για να δουν τον Ιησού Χριστό ερχόμενο, κενούμενο και σταυρούμενο υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας.


Και απόδειξη μεγάλη, ότι δια του Σταυρού του Χριστού ετελειώθησαν οι Προπάτορες, είναι ο άγιος και δίκαιος Αβραάμ, για τον οποίο ακούσαμε στην ωραία ανάγνωση.


Τι άλλο ήταν παρά σταυρική η ζωή τού ευλογημένου Αβραάμ; Σταυρική η αρετή του, σταυρική η θυσία του μονογενούς του υιού του Ισαάκ, σταυρική και η αναχώρησή του εκ της γης της πατρίδος του και των συγγενών του στη γη την άγνωστη, την οποία ο Κύριος θα υπεδείκνυε.


Δια του Σταυρού λοιπόν ετελειώθη ο Αβραάμ. Και φαίνεται ότι τόσο πιστά σήκωσε και έζησε τον Σταυρό του Χριστού στη ζωή του, ώστε έγινε και πατήρ των πιστευόντων. Πατήρ όχι μόνο του λαού της Παλαιάς Διαθήκης, ο οποίος λαός της Παλαιάς Διαθήκης μετά εγκατέλειψε τον πιστό Αβραάμ και επορεύθη εν τοις θελήμασι των καρδιών αυτού, αλλά έγινε πατήρ και του νέου λαού της Χάριτος, του λαού των Χριστιανών, διότι δια της Πίστεως εδικαιώθη, όπως λέγει ο μέγας Παύλος. Και δια της Πίστεως εμείς οι Χριστιανοί, ως μιμητές και απόγονοι του Αβραάμ, πνευματικοί απόγονοι του Αβραάμ, δικαιωνόμαστε δωρεάν.


Ταύτα πάντα λοιπόν και εμείς αναλογιζόμενοι σήμερα και μνημονεύοντες εν πίστει των αγίων Προπατόρων και του πόθου τους για τον Χριστό, και του σταυρού τους για τον Χριστό, και της νοσταλγίας τους για τον Χριστό, τους μακαρίζουμε σήμερα και ζητούμε τις ισχυρές προς τον Θεό πρεσβείες τους, ώστε και εμείς, ο νέος λαός της Χάριτος, όχι πλέον προ Χριστού πιστοί αλλά μετά Χριστόν, τιμώντες τον Κύριο, να είμαστε πολύ προθυμότεροι στην ένωσή μας με τον Χριστό και στον αγώνα μας για τον Χριστό.


Ο Κύριος να ενισχύσει όλους μας, ώστε όλα αυτά τα οποία ζούμε, διαβάζουμε, ακούμε καθημερινά, τις ιερές υμνωδίες, το ιερό Ευαγγέλιο, τα αποστολικά αναγνώσματα, τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, την υμνολογία της Εκκλησίας μας, να τα ζούμε σαν συγκλονιστικά βιώματα, σαν αλλεπάλληλες εκπλήξεις μπροστά στα μεγαλεία του Θεού και μπροστά στην αγάπη του Θεού και μπροστά στους αγώνας των ανθρώπων του Θεού, που έκαναν από πιστότητα και από αγάπη προς τον Κύριο.


Ήδη πλησιάζουμε· πλησιάζει και η μεγάλη εορτή της του Κυρίου Επιφανείας, η οποία κατά τον ιερό Χρυσόστομο είναι η Μητρόπολις των εορτών, και όλοι καλούμαστε εντατικότερα να εργασθούμε πνευματικά, για να αξιωθούμε να εορτάσουμε και την αγία αυτή μεγάλη εορτή της πίστεώς μας θεαρέστως.


(1988)


[Από το βιβλίο: † Αρχιμανδρίτου Γεωργίου, Ομιλίες σε Εορτές Αγίων (των ετών 1981-1991) Β’. Έκδ. Ι.Μ. Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 2016, σελ. 136]

Τὸ Χρυσὸ δακτυλίδι !

 (†) ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου Μητροπολίτου Νικαίας


Μεγαλειώδης, ἀλλὰ καὶ συγκλονιστικὴ ἡ σημερινή Παραβολή, ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα. Ὀπίσω ἀπὸ τὴν μορφήν τοῦ πλουσίου καὶ γενναιοδώρου οἰκοδεσπότου, εἶναι γνωστόν, ὅτι κρύπτεται ὁ ἄπειρος Θεός.


Καὶ τὸ δεῖπνον τὸ μέγα, ποὺ ἡτομάσθη δι’ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους, εἶναι ἡ εὐλογημένη τράπεζα τῶν μεγάλων πνευματικῶν δωρεῶν, ἡ Θεία Κοινωνία, ἡ ἁγιάζουσα χάρις τοῦ Θεοῦ, ποὺ προσφέρεται διὰ τὴν εὐτυχίαν καὶ αἰωνίαν μακαριότητα τοῦ ἀνθρώπου.



Καὶ ἔστειλε καὶ στέλλει ἔκτοτε ὁ Θεὸς ἀπεσταλμένους, οἱ ὁποῖοι καλοῦν τοὺς ἀνθρώπους εἰς τὸ τιμητικὸν αὐτὸ δεῖπνον. Ἦλθεν ὁ Χριστός, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Διδάσκαλοι καὶ μεγάλοι Πατέρες, ἡ σημερινὴ Ἐκκλησία μὲ τοὺς λειτουργούς της. Ὅσον ὅμως λαμπρὰ εἶναι ἡ τράπεζα τοῦ θείου Οἰκοδεσπότου, τόσον ἀχαρακτήριστος καὶ ἐγκληματικὴ, συνήθως, ἡ στάσις τῶν προσκεκλημένων.


Ἄς παρακολουθήσωμεν ὅμως τὴν παραβολήν, διότι ἀπὸ τὴν ἀνάλυσιν θὰ προκύψουν σοβαρώτατα διδάγματα.


1. «Ἀγρὸν ἠγόρασα..»


Ὅταν ἡτοιμάσθη τὸ δεῖπνον, σημειώνει ἡ Παραβολή, ὁ Οἰκοδεσπότης ἔστειλε τοὺς δούλους Του καὶ εἰδοποίησε τοὺς προσκεκλημένους: «Ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα» (στ. 17). Ὁ καθείς, βέβαια, θὰ ἐπερίμενε νὰ μὴν ἀπορρίψῃ κανεὶς τὴν πρόσκλησιν εἰς ἕνα τόσον ἐπίσημον καὶ λαμπρὸν δεῖπνον. Καὶ ὅμως δὲν συνέβη αὐτό.


«Ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες». Ἠρνήθηκαν ὅλοι. Ὁ πρῶτος ἐδικαιολογήθη μὲ τὴν πρόφασιν, ὅτι ἠγόρασεν ἕναν ἀγρὸν καὶ θέλει νὰ τὸν ἰδῇ ἀπὸ κοντά.  Περίεργος δικαιολογία. Μήπως δὲν ἠμποροῦσε νὰ πάῃ ἄλλην ἡμέραν, ποὺ ἦτο καλεσμένος, στὸ δεῖπνον; Εἶναι, ἀγαπητέ, ἡ τάξις τῶν φιλοπλούτων, οἱ ὁποῖοι διαρκῶς ἀγοράζουν καὶ πωλοῦν, οἰκοδομοῦν σπίτια, προσκολλοῦν τὴν ψυχήν των εἰς τὸν χρυσὸν καὶ τὴν ὕλην.


Ἔτσι δὲν μένει καιρὸς διὰ τὴν ψυχὴν καὶ τὴν θρησκείαν, διὰ τὰ πνευματικὰ ἀγαθὰ, τὰ ἄφθαρτα καὶ αἰώνια.  Πόσοι ἄνθρωποι –τρομερόν ! – μένουν χωρὶς ἰδανικὰ θρησκευτικὰ, χωρὶς Χριστόν, χωρὶς τὴν χάριν τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας μας, μέσα εἰς μίαν ἀτμόσφαιραν ξηράν, πνιγηράν, ὑλιστικήν διότι ἐθαμβώθησαν ἀπὸ τὴ λάμψιν τοῦ χρυσοῦ, παρεσύρθησαν ἀπὸ τὴν ἕλξιν τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἐδέθησαν εἰς τὸ ἄρμα τῆς εἰδωλολατρικῆς φιλαργυρίας !


Καλεῖ ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον εἰς τὴν ζωῆν τῆς πνευματικῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀρετῆς, τῆς ἁγιότητος. Ἀλλ’ ἐκεῖνος, δεσμώτης καὶ αἰχμάλωτος, μένει δεμένος εἰς τὰς κλίσεις του καὶ τὰ ἐφήμερα ἀγαθὰ του, ἕως ὅτου ὁ θάνατος τὸν ἀποσπᾷ βιαίως ἀπὸ τὴν ζωὴν καὶ τὸν ὁδηγεῖ εἰς τὴν αἰωνίαν καταστροφήν.  Τί τύφλωσις, Θεέ  μου !


2. «Ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε...»


Ὁ δεύτερος προσκεκλημένος ἐδικαιολογήθη, ὅτι «ἠγόρασε πέντε ζεύγη βοδιῶν, καὶ θέλει νὰ πάῃ νὰ τὰ δοκιμάσῃ». Ἀπέρριψεν ἔτσι καὶ αὐτὸς καὶ περιφρόνησε τὴν πρόσκλησιν. Ἡ τάξις αὐτὴ συμβολίζει τοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι δὲν εὐχαριστοῦνται νὰ ζοῦν μίαν ζωὴν ἁγνήν, καθαράν, ἀπηλλαγμένην ἀπὸ ἠθικὰς πτώσεις, ἀλλὰ προτιμοῦν νὰ βόσκουν τὰ βόδια τῶν παθῶν τους.


Ἄνθρωποι τῶν χαμηλῶν αἰσθήσεων, δοῦλοι τῶν σαρκικῶν ἐπιθυμιῶν, κολλημένοι εἰς τὸν βόρβορον τοῦ σταύλου, εὐφραίνονται μὲ τὴν λάσπην, ἱκανοποιοῦνται μὲ τὴν σαπίλαν. Ἡ εὐωδία τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἡ ζωὴ τῆς λευκότητος καὶ τὴς ἠθικῆς ἀκτινοβολίας, δὲν τοὺς συγκινεῖ.


Ἔτσι μένουν χωρὶς Θεὸν, τυφλοὶ μέσα εἰς τὴν φρικοτέραν φυλακὴν τῶν αἰσθήσεων, χωρὶς ἀνώτερα σκιρτήματα, χωρὶς εὐγενεῖς ὁραματισμούς. Λυπηρόν !  Πόσοι πηγαίνουν ἔτσι χαμένοι, ἀνίσχυροι ἀργότερα νὰ σπάσουν τὶς ἀλυσίδες, ράκη καὶ συντρίμματα, χωρὶς ὑπόληψιν, χωρὶς ἀξιοπρέπειαν, οἰκονομικὰ ναυάγια, ψυχικὰ κουρέλια, μουσεῖα ἀσθενειῶν !


Καὶ ὅμως, ἐνῷ ἠμποροῦσαν νὰ εἶναι ἀετοί, μέσα στὰ γαλανὰ πλάτη τοῦ πνευματικοῦ οὐρανοῦ, νέοι μέ μόρφωσιν καὶ κοινωνινκὴν προβολήν, νέοι μὲ δύναμιν ψυχικὴν καὶ ἀκτινοβολίαν ἐναρέτου βίου, οἰκογενειάρχαι μὲ εὐτυχισμένην ζωήν, δημιουργική, παράγοντες σημαντικοὶ εἰς τὸ περιβάλλον των, μεταβάλλονται εἰς σαῦρες καὶ γλοιώδη ἑρπετά, ποὺ ζοῦν εἰς τὰ τέλματα καὶ τὰ χαμόκλαδα, εἰς τὴν σῆψιν καὶ τὰ λιμνάζοντα νερὰ τῆς ἁμαρτίας.


Δεσμῶται !  Γιατὶ σᾶς ἀρέσουν «τῆς φυλακῆς τὰ σίδερα»; Δὲν ἀπαντᾶτε; Δεσμῶται !  Σᾶς καλεῖ ὁ Θεὸς !  Σπάστε τις ἁλυσίδες !


3. «Γυναῖκα ἔγημα..»


Ὁ ὑπηρέτης ἐκτύπησε τὴν πόρτα τοῦ τρίτου προσκεκλημένου.  Καὶ ἐκεῖ συνήντησε τὴν ἄρνησιν. «Ἔχω κάμει τώρα οἰκογένεια καὶ δὲν μπορῶ νὰ ἔλθω.  Εἶμαι ἀπασχολημένος». Ἔτσι ἡ ἀχαρακτήριστη ἡ στάση τῶν κεκελημένων συνεπληρώθη μὲ τὴν ἀπάντησιν τοῦ «νεοπαντρεμένου».


Καὶ ὅμως θὰ ἐπερίμενε κανεὶς τὸ ἀντίθετον νὰ συμβῇ. Ὅσον καιρὸν ὁ ἄνθρωπος εἶναι χωρὶς οἰκογένειαν, εἶναι μέσα εἰς τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὰς προκλήσεις.  Καὶ πολλοὶ παρασύρονται καὶ κάνουν μίαν ζωὴν ἄτακτον, ἁμαρτωλὴν.


Ὁ γάμος ὅμως εἶναι χαλινός, εἶναι λιμάνι, ὅπου εὑρίσκουν καταφύγιον οἱ ναυαγοί.  Θὰ ἔπρεπε τώρα, ἀντιθέτως, νὰ ἐπιζητοῦν τὸν Θεὸν εἰς τὴν νέαν μορφὴν τῆς ζωῆς των, τὴν οἰκογενειακή. Ἀλλοίμονον ὅμως !  Πόσοι νομίζουν, ὅτι δὲν συμβιβάζεται ὁ οἰκογενειακὸς μὲ τὸν χριστιανικὸν βίον !


Λησμονοῦν, ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ ὑπάρξῃ συζυγικὴ ζωὴ εἰρηνική, ὁμαλή, χωρὶς φιλονικίας καὶ ζηλοτυπίας, ἄν δὲν θεμελιωθῇ εἰς τὸν Θεόν·  ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ ἰδοῦν οἱ γονεῖς τίμια καὶ φρόνιμα καὶ προωδευμένα παιδιά, στήριγμα τῶν γηρατειῶν των, ἄν δὲν τὰ συνδέσουν μὲ τὴν Ἐκκλησία, μὲ τὰ Μυστήριά της, κυρίως μὲ τὴν Θ. Εὐχαριστίαν.  Λάθη ὀλέθρια!


Ἔτσι δημιουργοῦνται αἱ νέαι οἰκογένειαι μὲ τὰς παλαιὰς συνθείας. «Γλέντια» καὶ ἀπροσεξία καὶ ἁμαρτωλοὶ χοροὶ καὶ ξενύχτια ἄσωτα καὶ ἐξωφρενικότητες καὶ ἀσύνετα ἔξοδα καὶ ματαιοδοξίες καὶ κατερείπωσις τῆς ἠθικῆς καὶ καταπάτησις τοῦ ὅρκου. Ἀλλ’ αὐτὰ δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἔχουν ἄλλο ἀποτέλεσμα ἀπὸ τὴν διάλυσιν.


Καὶ εἴμεθα σήμερα μάρτυρες τοῦ οἰκογενειακοῦ δράματος, μὲ τὴν ἀσυμφωνίαν τῶν χαρακτήρων, μὲ τοὺς ἐξευτελισμούς, μὲ τοὺς φόνους, μὲ τὰ διαζύγια.  Στεῖραι οἰκογένειαι, χωρὶς παιδιά, ἤ μὲ ἕνα ἤ δύο τὸ πολύ, χωρὶς θρησκευτικὴν ζωὴν, χωρὶς ἰδανικά, ὁμοιάζουν μὲ πλοιάρια χωρὶς κυβερνήτην.


Καὶ ἔτσι, ἐνῷ ἡ γυναῖκα ἐδόθη ἀπὸ τὸν Θεὸν διὰ νὰ εἶναι «βοηθός» τοῦ ἀνδρός, ἐνισχυτὴς εἰς τὸν ἀγῶνα τοῦ καλοῦ, ἡ ἁμαρτία τὴν ἔκαμε πέτραν σκανδάλου, ἀφορμὴν ἀφορήτων δραμάτων.


Καὶ ἐνῷ ὁ Κύριος ἐζήτησε νὰ μὴ ὑπάρχῃ ἄλλο πρόσωπον εἰς τὴν ζωήν μας, ποὺ νὰ ἐλαττώνῃ τὴν ἀγάπην μας πρὸς Αὐτὸν, συχνὰ ἡ σύζυγος παρασύρει τὸν σύζυγον εἰς μίαν ζωὴν χωρὶς Χριστόν, κοσμικὴν, ἐπιπόλαιαν, μακρὰν τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἔχει ὡς κατακλεῖδα τὸν ἠθικὸν θάνατον τῆς οἰκογενείας.


Καὶ ἔτσι, ἀντὶ ἡ οἰκογένεια νὰ γίνεται μέσον σωτηρίας, ἀποβαίνει ἐμπόδιον καὶ πικρὰ ἁλυσίδα, ἡ ὁποία κρατεῖ τὸν ἄνθρωπον δεμένον εἰς τὸν δρόμον τῆς «κοσμικῆς» ζωῆς, ποὺ ἱσοδυναμεῖ μὲ ἀνατίναξιν τῆς εὐτυχίας στὸν ἀέρα.  Λυπηρὸν καὶ ὀλέθριον !



4. Αἱ συνέπεια.


Οἱ κεκλημένοι ἠρνήθηκαν μὲ ἀστήρικτους δικαιολογίας νὰ μετάσχουν εἰς τὸ δεῖπνον.  Καὶ ὁ οἰκοδεσπότης, σημειώνει ἡ Παραβολή, «ὠργίσθη».  Διέταξε, λοιπόν, νὰ σπεύσουν οἱ δοῦλοι εἰς τοὺς δρόμους καὶ τὶς πλατεῖες καὶ νὰ μαζέψουν ὅλους·  πτωχούς, ἀνάπηρους, χωλούς, τυφλούς καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσουν εἰς τὸ ἀρχοντικὸν.  Αὐτοὶ θὰ χαροῦν τὰ ἀγαθὰ.


Σὲ λίγο ἡ τράπεζα ἦταν γεμάτη ἀπὸ κόσμο, ποὺ ηὐφραίνετο. Ἱκανοποιημένος ὁ οἰκοδεσπότης. Ἀλλὰ καὶ ἀμείλικτος εἰς τὰς ἀποφάσεις του. «Κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς, ποὺ ἐκλήθησαν, ἀλλὰ περιφρόνησαν τὸν καλέσαντα, δὲν θὰ γευθῇ τοῦ δείπνου».  Καὶ  -ἀλλοίμονον ! – εἶναι πολλοὶ ἐκεῖνοι, ποὺ μὲ τὰς ἀναφερθείσας δικαιολογίας, ἀλλὰ καὶ μὲ τόσας ἄλλας, -ὅπως ὅτι, τάχα εἶναι δύσκολη ἡ χριστιανικὴ ζωή, ἤ ὅτι ὁ δεῖνα καὶ ἡ δεῖνα, ποὺ θρησκεύουν, εἶναι ὑποκριταί, ἤ ἐπειδὴ ὁ ἱερεὺς δὲν εἶναι κάποτε ἄξιος τῆς ἀποστολῆς του, ἤ ὅτι ὅταν γηράσουν, τότε θὰ σκεφθοῦν διὰ τὴν ψυχήν των, καὶ τόσα ἄλλα –μένουν μακρυὰ ἀπὸ τὴν πηγὴν τῆς σωτηρίας, τὰ Μυστήρια, τὴν Θ. Κοινωνίαν.


Αἱ δυσκολίαι αὐταὶ εἶναι «προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις», αἱ ὁποῖαι δὲν θὰ ἀπαλλάξουν τῆς εὐθύνης τοὺς ἀρνούμενους νὰ συμορφωθοῦν μὲ τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ.  Καὶ «φοβερὸν τὸ ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος» (Ἑβρ. 10,31), λέγει ἡ Ἁγία Γραφή.



5. Τὰ βαθύτερα αἵτια.


Νὰ ρίψωμεν μιὰ ματιὰ, ἀδελφὲ, εἰς τὸ βάθος τῶν ἐκδηλώσεων αὐτῶν; Χρειάζεται.  Μᾶς τραβάει, δυστυχῶς, ἡ ζωὴ χωρὶς πνεῦμα.  Ὁ κατήφορος εἶναι εὔκολος.  Κατρακυλάει κανεὶς ἀνεμπόδιστα.  Δὲν ἔχομεν μέσα μας –πολλοὶ τοὐλάχιστον-δυνάμεις ἀντιδράσεως.


Ἔχομεν πάθει πνευματικὴν «ἀβιταμίνωσιν».  Καὶ παρασυρόμεθα. Ἔσπασεν ἡ ἐποχή μας τὴν πυξίδα, ποὺ τῆς εἶχε δώσει ἡ πίστις.  Καὶ τώρα τραβᾶμε χωρὶς προσανατολισμό. Ἀντιγράφομεν ὅ,τι σάπιο καὶ στραβὸ ἔχει ὁ ἄλλος. Μᾶς παρασύρει ἡ ὑλιστικὴ ζωή.


Αὐτὴ, ὅμως, ἡ ζωὴ μυρίζει ξεραΐλα. Εἶναι χωρὶς δροσιὰ πνευματική.  Χωρὶς τὶς σταγόνες τῆς θείας χάριτος, ποὺ χαρίζουν πλούσια βλάστησι. Ἄνευ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος σκάβει στὸ χέρσο χωράφι, καὶ, ἀντὶ γιὰ καρπό, μαζεύει ἀγκάθια.  Καὶ τοῦτο, διότι ἀποβλέπουμε στὴ διάρκεια τῆς ζωῆς μας καὶ ὄχι στὴν ποιότητα. Κοιτᾶμε πόσα χρόνια θὰ ζήσουμε καὶ ὄχι πῶς θὰ τὰ ζήσουμε.  Ζοῦν μερικοὶ 100 χρόνια ξερά, χωρὶς νόημα. Τί νὰ τὰ κάμῃς; Ἄλλοι ζοῦν μόνον 20, ἀλλὰ μεστωμένα. Αὐτὰ ἀξίζουν αἰῶνας. «Κλαίω τὰ χρόνια μου ποὺ πήγαν χαμένα». Ἔτσι εἶπεν ἕνας καλλιτέχνης πρὸ ἐτῶν, λίγες ἡμέρες πρὶν πεθάνῃ, στὸ Νοσοκομεῖο.  Καὶ ἐδάκρυσε.  Κι’ ἦταν ἐκεῖνο τὸ δάκρυ μιὰ ἐπικύρωσι τῆς ἀλήθειας, ὅτι χωρὶς τὸν Θεὸν ὅλα εἶναι χαμένα.


Καὶ πεθαίνουν πολλοὶ ἀκρωτηριασμένοι ἀπὸ τὸ λεπίδι τοῦ ἡδονισμοῦ καὶ τῆς φιλοχρηματίας, ποὺ κατακτοῦν ἔδαφος στὴν κοινωνία μας σήμερα. Ἀτυχῶς τὴν παλαιὰν ἐποχὴν τῶν μαρτυρίων καὶ τῶν ἁγίων τὴν διεδέχθη σήμερα ἡ ἐποχὴ τῶν ὑλοφρόνων καὶ ἡδονιστῶν.


Σὰν ἀχόρταγοι κυνηγᾶμε διαρκῶς νὰ βροῦμε κάτι, μὲ τὸ ὁποῖον νὰ γεμίσωμε τὸ μεγάλο κενὸ τῆς ψυχῆς μας.


Ἐλησμονήσαμεν, ὅτι τὰ ἰδανικὰ, ποὺ δίδουν νόημα στὴ ζωὴ καὶ τὴν ξεχωρίζουν ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ κτήνουνς, εἶναι κρεμασμένα ἀπὸ μίαν κλωστήν.  Καὶ ὅποιος δὲν προσέχει, κόβει αὐτὴν τὴν κλωστήν, Καὶ τότε τὰ ἰδανικὰ πέφτουν στὸ χάος καὶ χάνονται.  Καὶ ἡ κλωστὴ αὐτή, στὴ γενεά μας, ἔχει -ἀλλοίμονον ! – κοπῆ....


Καὶ θὰ ἔλθουν πάλιν ἐφέτος τὰ Χριστούγεννα.  Καὶ οἱ πιὸ πολλοὶ ἀπὸ ἡμᾶς θὰ ἐορτάσουν χωρὶς Χριστὸν.  Χωρὶς μετάνοιαν.  Χωρὶς Ἐξομολόγησιν.  Χωρὶς συμμετοχὴν εἰς τὸ οὐράνιον δεῖπνον, τὴν Θ. Κοινωνίαν.  Χριστούγεννα χωρὶς Χριστόν !  Τί τραγικὴ ἀντινομία !


Ἀγαπητοί,



Εἰς τὸ μουσεῖον τῆς Δρέσδης ὑπάρχει ἕνα περίφημο ἀσημένιο αὐγό. Ὅταν πατητθῇ ἕνα ἐλατήριο, ἀνοίγει καὶ φαίνεται μέσα μιὰ μᾶζα χρυσοῦ, ὁ κρόκος δηλ. τοῦ αὐγοῦ. Ἔπειτα, μὲ τὸ πάτημα ἄλλου ἐλατηρίου, ἐμφανίζετια ἕνα πουλάχι ὁλόχρυσο. Ἔπειτα ἕνα ἀδαμαντοκόλλητο στέμμα.  Καὶ τελευταῖα ἕνα δακτυλίδι, θαῦμα τέχνης καὶ ὡραιότητος.


Αὐτὴ εἶναι ἡ χριστιανικὴ ζωή.  Μιὰ συνεχῆς ἀποκάλυψις πνευματικῶν θαυμάτων, ἱκανοποιήσεων, χαρᾶς καὶ γαλήνης, ποὺ εἶναι ὅλα καρπὸς τῆς συμμετοχῆς τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὸ θεῖον Μυστήριον τοῦ ἁγιασμοῦ, τὸ «μέγα Δεῖπνον», τὴν Θ.Κοινωνίαν.


Μέχρις ὅτου μίαν ἡμέραν ἀποκαλυφθῆ τὸ χρυσὸ δακτυλίδι, ποὺ θὰ ἑνώσῃ τὴν ψυχὴν μας πλέον αἰωνίως μὲ τὸν Θεόν καὶ τὴν μακαριότητα.


Ἀδελφέ !  Νὰ ἐρωήσω κάτι; Ὑπάρχει μέσα στὴν ψυχήν μας ὁ ἅγιος πόθος νὰ ἀποκτήσωμε, μόνιμα καὶ σταθερὰ, αὐτὸ τὸ χρυσὸ δακτυλίδι;


  ________________


Ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου

Μητροπολίτου Νικαίας


Λύχνος τοῖς ποσί μου

Λόγοι εἰς τὰ Εὐαγγέλια τῶν Κυριακῶν

Ἐκδόσεις Β΄


Ἀποστολική διακονία

τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος  

Η παραβολή του Δείπνου

 † Μητροπολίτης Σουρόζ Αντώνιος Bloom


Στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος


Ξανὰ καὶ ξανὰ ἀκοῦμε τούτη τὴν παραβολὴ τοῦ Χριστοῦ. Ἂν μονάχα τὴν δεχόμασταν βαθιὰ στὴν καρδιά μας, ἐὰν βλέπαμε τοὺς ἑαυτούς μας ὅπως ἀπεικονίζονται σ’ αὐτήν! Πόσοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ περιγράφονται στὴν παραβολή, ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ ποῦν στὸν Κύριο ὅταν τοὺς καλεῖ – ὄχι νὰ κάνουν κάτι ἰδιαίτερο, ἀλλὰ ἁπλὰ νὰ εἶναι μαζί Του, νὰ μοιραστοῦν τὴν χαρά Του, νὰ γίνουν μέτοχοι τῆς Θείας Χάριτος- πόσοι ἀπὸ ἐμᾶς θὰ Τοῦ ἔλεγαν (καὶ τὸ κάνουμε, ἀλλὰ τὸ συνειδητοποιοῦμε;): Κύριε, ἀνήκω στὴν γῆ, δὲν μὲ ἔφτιαξες ἀπὸ τὴν γῆ, δὲν ἔχω δημιουργηθεῖ ἀπὸ τὴν σκόνη; Ἡ γῆ εἶναι ἡ μητέρα μου, εἶναι τὸ πιὸ κοντινὸ πράγμα σὲ μένα, τῆς ἀνήκω.


Ξεχνώντας ὅτι πράγματι τῆς ἀνήκουμε· ἔχουμε φτιαχτεῖ ἀπὸ αὐτήν, ἔχουμε διαμορφωθεῖ ἀπὸ αὐτήν, ἀλλὰ θὰ ἐπιστρέψουμε σ’ αὐτὴν σὰν σκόνη, ἐκτὸς ἐὰν ὑπάρχει μέσα μας ἡ ἄλλη προοπτική, ἐκτὸς ἐὰν συνειδητοποιοῦμε, ὄχι μονάχα μὲ τὸ νοῦ, ὅτι πράγματι δημιουργηθήκαμε ἀπὸ τὴν γῆ, ἀλλὰ ὅμως ἀπὸ τὸν ἰσχυρό, δημιουργικὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅτι ἀνήκουμε σ’ Ἐκεῖνον ποὺ πρόφερε αὐτὸν τὸν λόγο, ὅτι συγγενεύουμε μ’ Ἐκεῖνον πιὸ πολὺ ἀπ’ ὅ,τι μὲ τούτη τὴ γῆ. Νοιώθουμε σὰν νὰ ἔχουμε ριζώσει βαθιὰ σ’ αὐτήν, σὰν ν’ ἀντλοῦμε ἀπὸ ἐκεῖ αὐτὸ ποὺ εἴμαστε: τὴ ζωὴ· ἀλλὰ ἐπίσης αὐτὰ ποὺ ἡ γῆ γεννᾶ, ὀμορφιὰ καὶ χαρά, καὶ τὸ κάθε τι· καὶ εἶναι τόσο εὔκολο νὰ ξεχάσουμε ὅτι ἔχουμε κληθεῖ νὰ γίνουμε κάτι περισσότερο ἀπὸ τὴ σκόνη αὐτῆς τῆς γῆς!

Καὶ ὕστερα πόσο συχνὰ σκεφτόμαστε, ὅτι δὲν μᾶς μένει καιρὸς γιὰ νὰ σχετιστοῦμε μὲ τὸν Θεό, νὰ εἴμαστε μαζί Του, νὰ εἴμαστε ἁπλὰ χαρούμενοι, νὰ εἴμαστε μαζὶ μ’ Ἐκεῖνον; Μπορεῖ νὰ εἶναι κάτι ποὺ νοιώθω ὅτι εἶναι σημαντικό! Ἴσως νὰ εἶναι κάτι ποὺ φανταζόμαστε ὅτι εἶναι σημαντικὸ γιὰ τὸν Θεὸ- ἔχω τὸ χρόνο νὰ βρίσκομαι μαζί Του; Ἴσως ἀργότερα νὰ εἴμαστε μαζί, ὅταν ὅλα θὰ ἐκπληρωθοῦν ἢ ὅταν ὁ θάνατος θὰ ἔχει κόψει τὰ δεσμὰ τῆς ζωῆς, τὸν σύνδεσμό μας μὲ τὴ γῆ καὶ αὐτὸ ποῦ φανταζόμαστε ὅτι εἶναι τὸ ἔργο μας ποὺ δὲν ἔχει τέλος· ἄλλος ἕνας θεολόγος τοῦ παρελθόντος εἶχε πεῖ ὅτι ἡ εἰκόνα μὲ τὰ πέντε ζευγάρια βόδια μᾶς μιλάει πράγματι γιὰ τὸ ἔργο ποὺ πρέπει νὰ φέρουμε εἰς πέρας· ἢ δὲν ἀντιπροσωπεύουν ἴσως τὶς πέντε αἰσθήσεις μας; Τὶς πέντε αἰσθήσεις ποὺ χρησιμοποιοῦμε συνεχῶς πρὸς κάθε κατεύθυνση, ἄναρχα, χωρὶς σκοπό, ποὺ μᾶς καθιστοῦν τυφλοὺς σὲ ὅ,τι δὲν βλέπουμε;


Καὶ τότε, ὁ τελευταῖος ἄνθρωπος τῆς παραβολῆς εἶπε, δὲν μπορῶ νὰ μοιραστῶ τὴ χαρά σου, Κύριε, ἔχω τὴ δική μου. Ἔχω γυναίκα, ἡ καρδιά μου εἶναι γεμάτη ἀπὸ χαρά! Μπορῶ νὰ γυρίσω τὴν πλάτη στὴν χαρὰ ποὺ νοιώθω, νὰ τὴν ξεχάσω γιὰ μία στιγμή, νὰ τὴν ἀφήσω καὶ νὰ μοιραστῶ τὴ δική σου; Ἂς γίνει ἡ χαρά μου, χαρὰ τῆς κάθε ἡμέρας· ἂς χάσει τὴ φρεσκάδα της, καὶ ἴσως τότε νὰ μοιραστῶ τὴ δική σου χαρά.


Αὐτὲς δὲν εἶναι διάφορες εἰκόνες ποὺ περιγράφουν τὴ ζωή μας; Καὶ τί μπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ κάνει γι’ αὐτό; Προσφέρει τὸν ἑαυτό Του· θέλει νὰ μοιραστεῖ μαζί μας ὅ,τι ὑπάρχει: ναί, τούτη ἀκόμα τὴ γῆ, ἀλλὰ μὲ τοὺς ὅρους Του· γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω μία εἰκόνα ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἐφραὶμ τὸν Σύρο, γιὰ νὰ κάνει γιὰ μᾶς τὴ γῆ μύηση ἑνὸς μυστηρίου: ἕνα μυστήριο, μιὰ θεϊκὴ πράξη ὅπου ὁ ἴδιος ἀποκαλύπτεται, καὶ τὰ μέσα μὲ τὰ ὁποῖα ἀποκαλύπτει τὸν ἑαυτό Του, γίνονται ἱερά, ἅγια, λάμπουν μέσα στὸ φῶς τῆς Θεϊκῆς δόξας. Ναί, θέλει ἀπὸ ἐμᾶς νὰ ἐκπληρώσουμε ἕνα ἔργο στὴ γῆ, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ ἔργο θὰ πρέπει νὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ κάνει Ἐκεῖνος, θέλει νὰ μᾶς κάνει συνεργάτες Του, ὄχι ἀνθρώπους ποὺ ἡ παρουσία Του τοὺς ἔδιωξε μακρυά, ἀλλὰ ἀνθρώπους ποὺ τόσο τέλεια, εἶχαν γίνει ἕνα μαζί Του, ὥστε νὰ κάνουμε ὅ,τι κάνει Ἐκεῖνος καὶ νὰ εἴμαστε αὐτὸ ποὺ εἶναι, ὥστε τελικὰ ἡ χαρά Του θὰ εἶναι καὶ δική μας χαρά, ἡ χαρὰ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ χωρέσει ἡ καρδιά μας, τόσο μεγάλη εἶναι- γεμίζει τὴν καρδιὰ τοῦ Θεοῦ.


Ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει τρόπος; Ναί: Ἂς γίνουμε ὅπως οἱ ἄνθρωποι στοὺς ὁποίους ὁ Βασιλιὰς ἔστειλε τοὺς ὑπηρέτες Του: ἦταν χωλοί, ζητιάνοι, ντυμένοι μὲ κουρέλια, ἦταν καθάρματα τῆς γῆς· ἀλλὰ ἐπειδὴ ἦταν στερημένοι ἀπὸ τὰ πάντα, λαχταροῦσαν τὰ πάντα· δὲν ἐπιθυμοῦσαν ἁπλὰ τὶς μικρὲς χαρὲς τῆς γῆς, ποὺ μᾶς φαίνονται τόσο σπουδαῖες, ἀλλὰ κάτι μεγαλύτερο: ὅλη τὴ ζωὴ τους ποθοῦσαν τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅπου ὅλα θὰ πρέπει νὰ εἶναι ὀμορφιά, ἀγάπη· καὶ σ’ αὐτοὺς στάλθηκαν οἱ Ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ, οἱ ὑπηρέτες τοῦ Βασιλιᾶ!


Τί συμβαίνει μέ μᾶς; Δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ μοιάσουμε σ΄ ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους; Δὲν εἴμαστε τόσο τυφλοὶ ὅπως οἱ τυφλοί, τόσο χωλοί, τόσο φτωχοὶ ὅσο οἱ πιὸ φτωχοὶ ἀπὸ ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους; Γιατί δὲν στρεφόμαστε στὸν Θεὸ καὶ δὲν δεχόμαστε τὴ γῆ, καὶ τὸ ἔργο ποὺ ἔχουμε νὰ φέρουμε εἰς πέρας, καὶ ὅ,τι μπορεῖ νὰ γεμίσει τὴ ζωὴ καὶ τὴν καρδιά μας μὲ τοὺς ὅρους τοῦ Θεοῦ, μ’ Ἐκεῖνον; Καὶ αὐτὸ μᾶς προσφέρει τὴν ἡμέρα τῆς Γεννήσεώς Του, ποὺ θὰ γιορτάσουμε τὴν ἑπόμενη ἑβδομάδα· τὴν ἡμέρα ποὺ ἔγινε ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς γιὰ νὰ μᾶς δείξει ὅτι ἐνῶ εἶναι ἐντελῶς ἄνθρωπος, τέλεια, ἀνεπιφύλακτα ἄνθρωπος καὶ ὅμως, ἡ ἀνθρώπινη φύση Του διαπνέται ἀπὸ τὴν θεότητα, μποροῦμε νὰ γίνουμε ἕνα μ’ Ἐκεῖνον, μέτοχοι τῆς θεϊκῆς φύσεως, τοῦ Σταυροῦ, καὶ τῆς δόξας Του. Ἂς συλλογιστοῦμε τούτη τὴν παραβολή· ἂς γίνουμε οἱ ἀπόκληροι καὶ οἱ φτωχοὶ καὶ οἱ τυφλοί, καὶ οἱ πεινασμένοι· καὶ τότε, κατὰ τοὺς Μακαρισμούς, θὰ τρέφεται αἰώνια ἡ ψυχή μας. Ἀμήν.


(Πηγή καί Μετάφραση: www.agiazoni.gr)