Πηγαίνοντας ὁ Χριστὸς νὰ ἀναστήσει τὴν κόρη τοῦ Ἰαείρου, θεράπευσε καθ’ ὁδὸν καὶ μιὰ γυναίκα ποὺ ἔπασχε ἀπὸ δωδεκαετῆ αἱμορραγία. Ἡ αἱμορροοῦσα (ποὺ κατὰ τὴν παράδοση εἶναι ἡ ἁγία Βερονίκη) θεραπεύτηκε ἀγγίζοντας κρυφὰ τὴν ἄκρη ἀπὸ τὸν χιτώνα τοῦ Χριστοῦ (Κυριακὴ Ζ΄ Λουκᾶ).
Ὁ Χριστὸς ἔδωσε ἰδιαίτερη σημασία στὸ γεγονὸς αὐτό. Παρὰ τὴν προσπάθεια τῆς αἱμορροούσας νὰ περάσει ἀπαρατήρητη, λόγῳ ντροπῆς ἀλλὰ καὶ φόβου νὰ ἀποδοκιμασθεῖ καὶ νὰ ἐκδιωχθεῖ ἀπὸ τὸ πλῆθος ὡς νομικὰ ἀκάθαρτη, ὁ Χριστὸς τὴν «ἐκθέτει» δημόσια καὶ τὴν «ἀναγκάζει» νὰ ὁμολογήσει τὴν πράξη της. Σκοπός του βέβαια δὲν εἶναι νὰ τὴν εὐτελίσει, ἀλλὰ νὰ τὴν ἐκθειάσει. Νὰ τὴν ἀναδείξει, νὰ τὴν ἐπαινέσει, νὰ τὴν ἀποκαταστήσει μὲ τὸν καλύτερο τρόπο στὰ μάτια ὅσων τὴν περιφρονοῦσαν.
Ὑποκρινόμενος τὸν ἀνήξερο, ρωτάει ποιὸς τὸν ἄγγιξε. Οἱ μαθητές του, ἀπηυδισμένοι ἀπὸ τὸν συνωστισμό, τοῦ λένε: Τί ρωτᾶς τώρα, Χριστέ μου; Τόσος κόσμος στριμώχνεται γύρω σου καὶ πέφτει πάνω σου καὶ σὺ λὲς ποιὸς σὲ ἄγγιξε; Μὰ ὁ Χριστὸς ἐπιμένει: Ἕνας μόνο μὲ ἄγγιξε.
Μὲ πολλοὺς τρόπους οἱ ἄνθρωποι ἀγγίζουμε τὸν Χριστό. Ἡ αἱμορροοῦσα τὸν ἄγγιξε κρυφά, στὴν ἄκρη τοῦ ρούχου του μόνο καὶ ὁ Χριστὸς ἀμέσως τὴ σκέπασε μὲ τὴν εὐλογία του. Καμμιὰ ὅμως ἀνταπόκρισή του δὲν ὑπῆρξε στὰ ἀδιάφορα ἀγγίγματα τοῦ πλήθους. Ἦταν σὰν νὰ μὴν ἔγιναν. Ἐπαφὲς ἀνέπαφες. Ἄγγιξαν καὶ ἄλλοι βέβαια τὰ ἐνδύματα τοῦ Χριστοῦ. Ὅσοι τὸ ἔκαναν μὲ πίστη, μὲ τὸ φρόνημα τῆς αἱμορροούσας, θεραπεύτηκαν (Ματθ. 14, 36).
Γιὰ ἄλλους ἦταν ἐντελῶς ἀδιάφορο. Οἱ στρατιῶτες ποὺ σταύρωσαν τὸν Χριστό, «διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά» του. Ὄχι μόνο ἄγγιξαν, ἀλλὰ καὶ φόρεσαν ἀσφαλῶς τὰ ροῦχα τοῦ Χριστοῦ. Δὲν τοὺς ὠφέλησε αὐτὸ σὲ τίποτε.
Ἄλλοι πάλι ἀκούμπησαν ὄχι μόνο τὰ ἱμάτια, ἀλλὰ καὶ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Ὁ καθένας μὲ τὸν τρόπο του πάντα. Ἡ πόρνη ἄλειψε μὲ μύρο καὶ καταφίλησε τὰ ἅγια πόδια του, λαμβάνοντας ἄφεση καὶ σωτηρία. Τὸν καταφίλησε καὶ ὁ Ἰούδας, ἀλλὰ μὲ δόλιο φίλημα. Τὸ πάνσεπτο σῶμα τοῦ Χριστοῦ παραδόθηκε στὸν ὄχλο, στοὺς ὑπηρέτες τῶν φαρισαίων, στοὺς στρατιῶτες. «Ἐπέβαλον ἐπ’ αὐτὸν τὰς χεῖρας αὐτῶν καὶ ἐκράτησαν αὐτόν» (Μάρκ. 14, 46). Άγγιξαν τὴν ἁγιασμένη σάρκα του μὲ ἀνίερο φρόνημα. Τοῦ ἔδωσαν ραπίσματα, τὸν ἐκολάφισαν, τὸν ἔντυσαν μὲ ψευδὴ «χλαμύδα κοκκίνην», τὸν μαστίγωσαν, τὸν ἔσυραν πάνω στὸν σταυρό, κάρφωσαν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια του.
Ἀπὸ ὅσους ἄγγιξαν ἔτσι τὸν Χριστὸ κανένας δὲν ὠφελήθηκε. Ζημιώθηκαν ὅλοι. Ἡ ἁγία Βερονίκη ὅμως, ποὺ (κατὰ τὴν παράδοση πάντα) σκούπισε εὐλαβικὰ τὸ καθημαγμένο του πρόσωπο στὴν πορεία του πρὸς τὸν Γολγοθᾶ, ἔλαβε τὴν ἀχειροποίητη εἰκόνα του στὸ μαντήλι της, ἀλλὰ καὶ μέσα στὴν καρδιά της.
Πλησιάζουμε λοιπόν τὸν Χριστὸ μὲ τρόπους πολλούς. Οἱ Χριστιανοὶ βέβαια θέλουμε νὰ πιστεύουμε ὅτι τὸν «ἀγγίζουμε» σωστά, θεοπρεπῶς, ὅπως ἡ πόρνη καὶ ἡ αἱμορροοῦσα. Καὶ δὲν ἀγγίζουμε ἁπλῶς τὰ ἱμάτιά του ἢ τὰ πόδια του, ἀλλὰ τολμοῦμε καὶ παίρνουμε μέσα μας «ὅλον τὸ σῶμα» του μὲ τὴ Θεία Κοινωνία. Ἰσχυριζόμαστε φυσικὰ ὅτι «οὐ φίλημά σου δώσω καθάπερ ὁ Ἰούδας», ἀλλὰ συμβαίνει πράγματι αὐτό; Μήπως τὸν τιμοῦμε μόνο «τοῖς χείλεσιν», ἐνῶ ἡ καρδιά μας «πόρρω απέχει»; (Ἡσ. 29, 13).
Θὰ εἶναι κρίμα τελικά, ἡ ἐπαφή μας μαζί του νὰ μείνει μόνο στὴν ἐπιφάνεια. Ἀλλὰ θὰ εἶναι δραματικὰ τραγικό, ἂν ἀποβεῖ καὶ ἐπιζήμια.
π. Δημητρίου Μπόκου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου