Ξημερώνοντας τ᾿ Ἁγιαννιοῦ, μὲ τὴν αὔριο τῶν Φώτων, λάβαμε τὴ διαταγὴ νὰ κινήσουμε πάλι μπροστά, γιὰ τὰ μέρη ὅπου δὲν ἔχει καθημερινὲς καὶ σκόλες. Ἔπρεπε, λέει, νὰ πιάσουμε τὶς γραμμὲς ποὺ κρατούσανε ὣς τότε οἱ Ἀρτινοί, ἀπὸ Χειμάρρα ὣς Τεπελενι. Λόγω ποὺ ἐκεῖνοι πολεμούσανε ἀπ᾿ τὴν πρώτη μέρα, συνέχεια, καὶ εἶχαν μείνει σκεδὸν οἱ μισοὶ καὶ δὲν ἀντέχανε ἄλλο.
Ἡ Πορεία πρὸς τὸ Μέτωπο
Δώδεκα μέρες κιόλας εἴχαμε μεῖς πιὸ πίσω, στὰ χωριά. Κι ἀπάνω ποὺ συνήθιζε τ᾿ αὐτί μας πάλι στὰ γλυκὰ τριξίματα τῆς γῆς, καὶ δειλὰ συλλαβίζαμε τὸ γάβγισμα τοῦ σκύλου ἢ τὸν ἀχὸ τῆς μακρινῆς καμπάνας, να ποὺ ἦταν ἀνάγκη, λέει, νὰ γυρίσουμε στὸ μόνο ἀχολόι ποὺ ξέραμε: στὸ ἀργὸ καὶ στὸ βαρὺ τῶν κανονιῶν, στὸ ξερὸ καὶ στὸ γρήγορο τῶν πολυβόλων.
Νύχτα πάνω στὴ νύχτα βαδίζαμε ἀσταμάτητα, ἕνας πίσω ἀπ᾿ τὸν ἄλλο, ἴδια τυφλοί. Μὲ κόπο ξεκολλῶντας τὸ ποδάρι ἀπὸ τὴ λάσπη, ὅπου, φορές, ἐκαταβούλιαζε ἴσαμε τὸ γόνατο. Ἐπειδὴ τὸ πιὸ συχνὰ ψιχάλιζε στοὺς δρόμους ἔξω, καθὼς μὲς στὴν ψυχὴ μας. Καὶ τὶς λίγες φορὲς ὁποὺ κάναμε στάση νὰ ξεκουραστοῦμε, μήτε ποὺ ἀλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροὶ κι ἀμίλητοι, φέγγοντας μ᾿ ἕνα μικρὸ δαδί, μία-μία ἐμοιραζόμασταν τὴ σταφίδα. Ἢ φορὲς πάλι, ἂν ἦταν βολετό, λύναμε βιαστικὰ τὰ ροῦχα καὶ ξυνόμασταν μὲ λύσσα ὦρες πολλές, ὅσο νὰ τρέξουν τὰ αἵματα. Τὶ μᾶς εἶχε ἀνέβει ἡ ψείρα ὣς τὸ λαιμό, κι ἦταν αὐτὸ πιὸ κι ἀπ᾿ τὴν κούραση ἀνυπόφερτο. Τέλος, κάποτε, ἀκουγότανε στὰ σκοτεινὰ ἡ σφυρίχτρα, σημάδι ὅτι κινούσαμε, καὶ πάλι σὰν τὰ ζὰ τραβούσαμε μπροστὰ νὰ κερδίσουμε δρόμο, πριχοῦ ξημερώσει καὶ μᾶς βάλουνε στόχο τ᾿ ἀερόπλανα. Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς δὲν κάτεχε ἀπὸ στόχους ἢ τέτοια, κι ὅπως τὸ ᾿χε συνήθειο του, στὴν ἴδια πάντοτε ὥρα ξημέρωνε τὸ φῶς.
Τότες, χωμένοι μὲς στὶς ρεματιές, γέρναμε τὸ κεφάλι ἀπὸ τὸ μέρος τὸ βαρύ, ὅπου δὲ βγαίνουνε ὄνειρα. Καὶ τὰ πουλιὰ μᾶς θύμωναν, ποὺ δὲ δίναμε τάχα σημασία στὰ λόγια τους — ἴσως καὶ ποὺ ἀσκημίζαμε χωρὶς αἰτία τὴν πλάση. Ἄλλης λογῆς ἐμεῖς χωριάτες, μ᾿ ἄλλω λογιῶ ξινάρια καὶ σιδερικὰ στὰ χέρια μας, ποὺ ξορκισμένα νά ᾿ναι.
Δώδεκα μέρες κιόλας, εἴχαμε μεῖς πιὸ πίσω στὰ χωριὰ κοιτάξει σὲ κατρέφτη, ὧρες πολλές, τὸ γύρο τοῦ προσώπου μας. Κι ἀπάνω ποὺ συνήθιζε ξανὰ τὸ μάτι μας τὰ γνώριμα παλιὰ σημάδια, καὶ δειλὰ συλλαβίζαμε τὸ χεῖλο τὸ γυμνὸ ἢ τὸ χορτάτο ἀπὸ τὸν ὕπνο μάγουλο, νά ποὺ τὴ δεύτερη τὴ νύχτα σάμπως πάλι ἀλλάζαμε, τὴν τρίτη ἀκόμη πιὸ πολύ, τὴν ὕστερη, τὴν τέταρτη, πιὰ φανερό, δὲν ἤμασταν οἱ ἴδιοι. Μόνε σὰ νὰ πηγαίναμε μπουλούκι ἀνάκατο, θαρροῦσες, ἀπ᾿ ὅλες τὶς γενιὲς καὶ τὶς χρονιές, ἄλλοι τῶν τωρινῶν καιρῶν κι ἄλλοι πολλὰ παλιῶν, πού ᾿χαν λευκάνει ἀπ᾿ τὰ περίσσια γένια. Καπεταναῖοι ἀγέλαστοι μὲ τὸ κεφαλοπάνι, καὶ παπάδες θερία, λοχίες τοῦ 97 ἢ τοῦ 12, μπαλτζῆδες βλοσυροὶ πάνου ἀπ᾿ τὸν ὦμο σειώντας τὸ πελέκι, ἀπελάτες καὶ σκουταροφόροι μὲ τὸ αἷμα ἐπάνω τους ἀκόμη Βουργάρων καὶ Τουρκῶν. Ὅλοι μαζί, δίχως μιλιά, χρόνους ἀμέτρητους ἀγκομαχῶντας πλάι-πλάι, διαβαίναμε τὶς ράχες, τὰ φαράγγια, δίχως νὰ λογαριάζουμε ἄλλο τίποτε. Γιατὶ καθὼς ὅταν βαροῦν ἀπανωτὲς ἀναποδιὲς τοὺς ἴδιους τοὺς ἀνθρώπους πάντα, συνηθᾶν ἐκεῖνοι στὸ Κακό, τέλος τοῦ ἀλλάζουν ὄνομα, τὸ λὲν Γραμμένο ἢ Μοίρα — ἔτσι κι ἐμεῖς ἐπροχωρούσαμε ἴσια πάνου σ᾿ αὐτὸ ποὺ λέγαμε Κατάρα, ὅπως θὰ λέγαμε Ἀντάρα ἢ Σύγνεφο. Μὲ κόπο ξεκολλῶντας τὸ ποδάρι ἀπὸ τὴ λάσπη ὅπου φορὲς ἐκαταβούλιαζε ἴσαμε τὸ γόνατο. Ἐπειδὴ τὸ πιὸ συχνά, ψίχαλιζε στοὺς δρόμους ἔξω καθὼς μὲς στὴν ψυχή μας.
Κι ὅτι ἤμασταν σιμὰ πολὺ στὰ μέρη ὅπου δὲν ἔχει καθημερινὲς καὶ σκόλες, μήτε ἀρρώστους καὶ γερούς, μήτε φτωχοὺς καὶ πλούσιους, τὸ καταλαβαίναμε. Γιατί κι ὁ βρόντος πέρα, κάτι σὰν καταιγίδα πίσω ἀπ᾿ τὰ βουνά, δυνάμωνε ὁλοένα, τόσο ποὺ καθαρὰ στὸ τέλος νὰ διαβάζουμε τὸ ἀργὸ καὶ τὸ βαρὺ τῶν κανονιῶν, τὸ ξερὸ καὶ τὸ γρήγορο τῶν πολυβόλων. Ὕστερα καὶ γιατὶ, ὁλοένα πιὸ συχνά, τύχαινε τώρα ν᾿ ἀπαντοῦμε, ἀπ᾿ τ᾿ ἄλλο μέρος vά ᾿ρχονται, οἱ ἀργὲς οἱ συνοδεῖες μὲ τοὺς λαβωμένους. Ὁποὺ ἀπιθώνανε χάμου τὰ φορεῖα οἱ νοσοκόμοι, μὲ τὸν κόκκινο σταυρὸ στὸ περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στὶς παλάμες, καὶ τὸ μάτι τοὺς ἄγριο γιὰ τσιγάρο. Κι ὁποὺ κατόπι, σὰν ἀκούγανε γιὰ ποῦ τραβούσαμε, κουνοῦσαν τὸ κεφάλι, ἀρχινῶντας ἱστορίες γιὰ σημεῖα καὶ τέρατα. Ὅμως ἐμεῖς τὸ μόνο ποὺ προσέχαμε ἦταν ἐκεῖνες οἱ φωνὲς μέσα στὰ σκοτεινά, ποὺ ἀνέβαιναν, καυτὲς ἀκόμη ἀπὸ τὴν πίσσα τοῦ βυθοῦ ἢ τὸ θειάφι: «Ὄι, ὄι μάνα μου», «ὄι, ὄι μάνα μου», καὶ κάποτε πιὸ σπάνια, ἕνα πνιχτὸ μουσούνισμα, ἴδιο ροχαλητό, πού ᾿λεγαν ὅσοι ξέρανε, εἶναι αὐτὸς ὁ ρόγχος τοῦ θανάτου.
Ἦταν φόρες ποὺ ἐσέρνανε μαζί τους κι αἰχμαλώτους, μόλις πιασμένους λίγες ὧρες πρίν, στὰ ξαφνικὰ γιουρούσια ποὺ κάναν τὰ περίπολα. Βρωμούσανε κρασὶ τὰ χνῶτα τους, κι οἱ τσέπες γιομάτες κονσέρβα ἢ σοκολάτες. Ὅμως ἐμεῖς δὲν εἴχαμε, ὅτι κομμένα τὰ γιοφύρια πίσω μας, καὶ τὰ λίγα μουλάρια μας κι ἐκεῖνα ἀνήμπορα μέσα στὸ χιόνι καὶ στὴ γλιστράδα τῆς λασπουριᾶς.
Τέλος κάποια φορά, φανήκανε μακρυὰ οἱ καπνοὶ ποὺ ἀνέβαιναν μεριές-μεριές, κι οἱ πρῶτες στὸν ὁρίζοντα κόκκινες, λαμπερὲς φωτοβολίδες.
Οδυσσέας Ελύτης, Το Άξιον Εστί, δωδέκατη έκδ., Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, Αθήνα 1979
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου