Ἕνα ἀπό τά διλήμματα πού ὁ ἄνθρωπος ἀντιμετωπίζει στήν ζωή του ἔχει νά κάνει μέ τόν τρόπο διαχείρισης τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν. Νά εἴμαστε αὐτάρκεις, νά κρατᾶμε τά ἀγαθά γιά μᾶς, νά τά ἀξιοποιοῦμε γιά τήν δική μας καλοζωία ἤ νά τά μοιραζόμαστε μέ τούς ἄλλους, ἰδίως αὐτούς πού δέν ἔχουν; Τό δίλημμα προεκτείνεται: νά σκορπῶ ὅσα ἔχω ἤ νά τά κρατῶ γιά δύσκολους καιρούς;
Οἱ ἀνάγκες τοῦ «ἐγώ»
Τά ἀγαθά θέτουν τόν ἄνθρωπο μπροστά στό ἐρώτημα: «τί εἶναι καί τί φέρνει ἡδονή, εὐχαρίστηση;». Ὁ πολιτισμός τῆς κατανάλωσης, στόν ὁποῖο ζοῦμε, δίνει τήν εὔκολη ἀπάντηση: «εὐχαριστιέμαι ὅταν ἱκανοποιῶ κάθε ἐπιθυμία μου καί, μάλιστα ὅ,τι θεωρῶ ὡς ἀνάγκη μου». Ἐδῶ ὅμως καλούμαστε νά προβληματιστοῦμε. Γιά παράδειγμα, ἀνάγκη εἶναι ἡ τροφή. Ἀνάγκη ὅμως γίνεται καί ἡ ἀφθονία καί ἡ ποικιλία τῆς τροφῆς. Ἀνάγκη εἶναι νά ὑπάρχει ἕνα μέσο μεταφορᾶς γιά νά μᾶς ἐξυπηρετεῖ ὅταν θέλουμε νά πᾶμε στήν ἐργασία μας ἤ γιά μία ἕνα ταξίδι ἀναψυχῆς. Ἀνάγκη γίνεται ὅμως καί ἡ ἐπίδειξη πλούτου καί χλιδῆς μέ ἕνα πολυτελές αὐτοκίνητο. Φτάνουμε ἔτσι στό σημεῖο νά ὀχυρωνόμαστε στό «ἐγώ» μας καί νά μήν κοιτάζουμε τίς ἀνάγκες τῶν ἄλλων. Ἐκλαμβάνουμε, μάλιστα, ὡς δικαίωμά μας τό νά χρησιμοποιοῦμε τούς ἄλλους ὅπως τά ἀγαθά μας. Ὡς ἀντικείμενα δηλαδή πού θά ἐκπληρώσουν τίς ἀνάγκες μας, χωρίς νά μᾶς ἐνδιαφέρει ἄν ἔχουν συναισθήματα, ἀγωνίες, δικές τους ἀνάγκες.
«Εὐχαριστιέμαι καί ὅταν ἐξουσιάζω». Μπορῶ νά χρησιμοποιήσω κάθε μέσο, γιά νά ἐξουσιάσω τούς ἄλλους. Γιά παράδειγμα, συχνά συναντοῦμε σήμερα τόν τρόπο τῆς χειριστικότητας. Ἐκβιάζω τούς ἄλλους μέ τό παράπονο, μέ τήν γκρίνια, μέ τήν προσποίηση ὅτι νιώθω πώς δῆθεν δέν μέ ἀγαποῦνε, ὥστε νά κάνουν αὐτό πού ἐπιθυμῶ. Καί δέν μέ ἐνδιαφέρει τό ὅτι κουράζω τούς ἄλλους. Μοῦ ἀρκεῖ ὅτι τό θέλημά μου γίνεται νόμος γι’ αὐτούς. Βεβαίως, ἡ ἐξουσία εἶναι ἀναγκαία στή ζωή μας, διότι οἱ ἄνθρωποι χρειαζόμαστε κανόνες καί μέτρα, διότι ἀλλιῶς δύσκολα ὑπάρχει συνύπαρξη. Ὁ ἐξουσιαστής ὅμως, τυραννώντας τούς ἄλλους, αἰσθάνεται ἰσχυρός.
Μίμηση Θεοῦ
Ἡ πίστη ὅμως μιλᾶ γιά τήν εὐχαρίστηση πού δίνει ἡ προσφορά. Ἡ γενναιοδωρία. Ἡ χαρά τοῦ νά βλέπουμε τούς ἄλλους νά αἰσθάνονται ὅτι δέν εἶναι μόνοι, χάρις σέ μᾶς. Ὅτι κάποιος μεριμνᾶ γιά ὅσα τούς λείπουν καί τά ἔχουν πραγματική ἀνάγκη γιά τήν ἐπιβίωσή τους, γιά μία στοιχειώδη ποιότητα ζωῆς. Γι’ αὐτό καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἀπευθυνόμενος στούς Κορινθίους, τούς προτρέπει νά εἶναι γενναιόδωροι καί χαρούμενοι σέ ὅ,τι δίνουν, μιμούμενοι τόν Θεό, ὁ ὁποῖος «ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν. ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τόν αἰῶνα» (Β’ Κορ. 9,9). «Σκόρπισε, ἔδωσε στούς φτωχούς, ἡ δικαιοσύνη καί ἀγαθοεργία του μένουν στόν αἰώνα».
Ἡ πίστη μᾶς ὑποδεικνύει ὅτι στήν πραγματικότητα εἴμαστε ὅλοι μας φτωχοί, ἀσχέτως μέ τό πόσα ὑλικά ἀγαθά ἔχουμε. Εἴμαστε φτωχοί ὡς πρός τήν δυνατότητα νά νικήσουμε μόνοι μας τόν θάνατο. Εἴμαστε φτωχοί στά αἰσθήματά μας ἀπέναντι στήν ὀμορφιά τοῦ κόσμου, ὅπως τόν δημιούργησε ὁ Θεός, καί δέν μποροῦμε νά τόν χαροῦμε χωρίς νά τόν ἐκμεταλλευόμαστε, νά τόν καταστρέφουμε ἤ νά τόν προσπερνᾶμε ἀδιάφορα. Εἴμαστε φτωχοί ὡς πρός τό νά βλέπουμε μέ εὐαισθησία τόν πλησίον μας, ὡς πρός τό νά μήν παραδινόμαστε στήν ἡδονή τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ. Καί ὅμως, μέσα στήν φτώχεια μας, ἄν ἔχουμε τά πνευματικά μας μάτια ἀνοιχτά, μποροῦμε νά ἀπολαμβάνουμε τήν γενναιοδωρία τοῦ Θεοῦ, τόσο στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ πού μᾶς σώζει, ὅσο καί στό πρόσωπο τοῦ συνανθρώπου μας, ὁ ὁποῖος μᾶς δίνει τή δυνατότητα νά πλουτίσουμε ἀγαπώντας.
Τό παράδειγμα τοῦ Ἰωσήφ
Ἡ ἀπάντηση στό ἀρχικό δίλημμα εἶναι ἡ γενναιοδωρία. Μάλιστα, αὐτή πού δέν ἔχει νά κάνει μόνο μέ τά ὑλικά ἀγαθά, ἀλλά ἐκτείνεται καί στά συναισθήματα. Στήν ἔξοδο ἀπό τό ἐγώ μας. Στήν ὑπέρβαση τοῦ φόβου ἔναντι τῶν ἄλλων, ἀλλά καί τοῦ φόβου μήπως χάσουμε τά ἀγαθά μας καί χαθοῦμε, καθώς στό μέλλον πιθανόν θά ἔρθουν δύσκολα. Στήν Παλαιά Διαθήκη ὑπάρχει ἡ ἱστορία τῶν παχιῶν καί τῶν ἰσχνῶν ἀγελάδων, ἀπό τό ὄνειρο τοῦ Φαραώ τῆς Αἰγύπτου πού ἑρμήνευσε ὁ Ἰωσήφ. Ὁ Ἰωσήφ ἀξιοποίησε τά ἑπτά χρόνια της καρποφορίας καί τῆς γενναιοδωρίας καί συγκέντρωσε ἀγαθά. Ὅμως δέν ἔκλεισε τίς ἀποθῆκες σέ κανέναν στά ἑπτά χρόνια της ἀνομβρίας καί τῆς καταστροφῆς. Δέν ἐγκλωβίστηκε στήν αὐτάρκεια τῆς σωτηρίας τοῦ λαοῦ του, ἀλλά ἔδωσε καί σέ ὅσους ἦρθαν νά ζητήσουν. Ἔσωσε καί σώθηκε.
Αὐτό εἶναι καί τό νόημα τῆς πίστης στούς καιρούς μας. Νά μήν ἐγκλωβιστοῦμε στό αἴσθημα τῆς αὐτάρκειας, ἀλλά νά γίνουμε γενναιόδωροι, ὄχι μόνο στά ὑλικά ἀγαθά ἀλλά καί στήν κοινωνία μέ τούς ἄλλους. Μέτρο πού ὁ Θεός βάζει εἶναι ἡ ἀγάπη. Αὐτή πού μᾶς ἔδειξε καί μᾶς δείχνει πλουσιοπάροχα, σώζοντάς μας ἀπό τό κακό καί τόν θάνατο μέσα στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί πού μᾶς ὁδηγεῖ στήν ἀνοιχτή σέ ὅλους καρδιά, σ’ αὐτή πού μοιράζεται καί συγχωρεῖ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου