Σάββατο 29 Ιουνίου 2024

ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΣΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΠΑΥΛΟ

ΔΟΞΑΣΤΙΚΟΝ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ

Εὐαγγέλιον Κυριακής «ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ»

 ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Θ´ 36 - 36



36 Ἰδὼν δὲ τοὺς ὄχλους ἐσπλαγχνίσθη περὶ αὐτῶν ὅτι ἦσαν ἐκλελυμένοι καὶ ἐρριμμένοι ὡς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα.


ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Ι´ 1 - 8



1 Καὶ προσκαλεσάμενος τοὺς δώδεκα μαθητὰς αὐτοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν πνευμάτων ἀκαθάρτων ὥστε ἐκβάλλειν αὐτὰ καὶ θεραπεύειν πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν. 2 Τῶν δὲ δώδεκα ἀποστόλων τὰ ὀνόματά ἐισι ταῦτα· πρῶτος Σίμων ὁ λεγόμενος Πέτρος καὶ Ἀνδρέας ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ, Ἰάκωβος ὁ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ Ἰωάννης ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ, 3 Φίλιππος καὶ Βαρθολομαῖος, Θωμᾶς καὶ Ματθαῖος ὁ τελώνης, Ἰάκωβος ὁ τοῦ Ἁλφαίου καὶ Λεββαῖος ὁ ἐπικληθεὶς Θαδδαῖος, 4 Σίμων ὁ Κανανίτης καὶ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης ὁ καὶ παραδοὺς αὐτόν. 5 Τούτους τοὺς δώδεκα ἀπέστειλεν ὁ Ἰησοῦς παραγγείλας αὐτοῖς λέγων· Εἰς ὁδὸν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε, καὶ εἰς πόλιν Σαμαριτῶν μὴ εἰσέλθητε· 6 πορεύεσθε δὲ μᾶλλον πρὸς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ. 7 πορευόμενοι δὲ κηρύσσετε λέγοντες ὅτι Ἤγγικεν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. 8 ἀσθενοῦντας θεραπεύετε, λεπροὺς καθαρίζετε, νεκροὺς ἐγείρετε, δαιμόνια ἐκβάλλετε· δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε.


Ερμηνευτική απόδοση

Ὅταν δὲ εἶδε τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ, ἠσθάνθη συμπάθειαν καὶ πόνον δι’ αὐτούς, διότι ἦσαν ἀποκαμωμένοι πνευματικῶς καὶ παραμελημένοι, σὰν πρόβατα, ποὺ δὲν ἔχουν ποιμένα νὰ τὰ προφυλάξῃ καὶ νὰ τὰ ὁδηγήσῃ εἰς τόπους βοσκῆς.





1 Καὶ ἀφοῦ ἐπροσκάλεσε τοὺς δώδεκα μαθητάς του, ἔδωκεν εἰς αὐτοὺς ἐξουσίαν καὶ δύναμιν ἐπὶ τῶν ἀκαθάρτων πνευμάτων, ὥστε νὰ τὰ βγάζουν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ θεραπεύουν κάθε εἶδος ἀσθενείας καὶ κακοδιαθεσίας. 2 Τῶν δὲ δώδεκα ἀποστόλων τὰ ὀνόματα εἶναι αὐτά· πρῶτος καταριθμεῖται ὁ Σίμων, ὁ ὁποῖος ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἀκολούθων του ὠνομάζετο Πέτρος, καὶ Ἀνδρέας ὁ ἀδελφός του, Ἰάκωβος ὁ υἱὸς Ζεβεδαίου καὶ Ἰωάννης ὁ ἀδελφός του, 3 Φίλιππος καὶ Βαρθολομαῖος, Θωμᾶς καὶ Ματθαῖος, ποὺ διετέλεσε τελώνης, Ἰάκωβος ὁ υἱὸς τοῦ Ἀλφαίου καὶ Λεββαῖος, ὁ ὁποῖος ἐπωνομάσθη Θαδδαῖος, 4 Σίμων ὁ Κανανίτης, ἤτοι ὁ ζηλωτής, καὶ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν παρέδωκεν εἰς τοὺς ἐχθρούς του διὰ νὰ τὸν θανατώσουν. 5 Τοὺς δώδεκα αὐτοὺς ἀπέστειλεν ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς ἔδωκε παραγγελίας λέγων· Εἰς δρόμον, ποὺ θὰ σᾶς ὁδηγήσῃ εἰς χώραν κατοικουμένην ἀπὸ εἰδωλολάτρας, νὰ μὴ μεταβῆτε, καὶ εἰς πόλιν, ποὺ ἀνήκει εἰς Σαμαρείτας, νὰ μὴ ἔμβητε. 6 Πηγαίνετε δὲ καλύτερα εἰς τὰ χαμένα πρόβατα, ποὺ κατάγονται ἀπὸ τὸ γένος τοῦ Ἰσραήλ. 7 Ἐκεῖ δέ, ποὺ πηγαίνετε, κηρύττετε λέγοντες, ὅτι ἐπλησίασεν ἡ ἐπὶ τῆς γῆς ἔλευσις καὶ ἐγκαθίδρυσις τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.Μετ’ ὀλίγον ἱδρύεται ἡ Ἐκκλησία, εἰς τὴν ὁποίαν διὰ τοῦ κηρύγματος τοῦ εὐαγγελίου καὶ τῆς χάριτος τῶν μυστηρίων θὰ μεταδίδεται εἰς τοὺς πιστοὺς ἡ θεία ζωὴ τῆς ἐπουρανίου βασιλείας. 8 Πρὸς ἐπιβεβαίωσιν δὲ τοῦ κηρύγματός σας, σᾶς δίδω ἐξουσίαν καὶ δύναμιν νὰ θεραπεύετε ἀσθενεῖς, νὰ καθαρίζετε λεπρούς, νὰ ἀνασταίνετε νεκρούς, νὰ ἐκβάλλετε δαιμόνια.Δωρεὰν ἐλάβατε τὴν χάριν αὐτὴν τῆς θαυματουργίας, δωρεὰν καὶ χωρὶς νὰ λαμβάνετε χρήματα δώσατέ την καὶ σεῖς.

Ἀπόστολος Κυριακής

 ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ ΙΑ´ 33 - 40



33 οἳ διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, εἰργάσαντο δικαιοσύνην, ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν, ἔφραξαν στόματα λεόντων, 34 ἔσβεσαν δύναμιν πυρός, ἔφυγον στόματα μαχαίρας, ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ ἀσθενείας, ἐγενήθησαν ἰσχυροὶ ἐν πολέμῳ, παρεμβολὰς ἔκλιναν ἀλλοτρίων· 35 ἔλαβον γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως τοὺς νεκροὺς αὐτῶν· ἄλλοι δὲ ἐτυμπανίσθησαν, οὐ προσδεξάμενοι τὴν ἀπολύτρωσιν, ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν· 36 ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλακῆς· 37 ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον, περιῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, 38 ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐπὶ ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς. 39 Καὶ οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν, 40 τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσι.


ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ ΙΒ´ 1 - 2



1 Τοιγαροῦν καὶ ἡμεῖς, τοσοῦτον ἔχοντες περικείμενον ἡμῖν νέφος μαρτύρων, ὄγκον ἀποθέμενοι πάντα καὶ τὴν εὐπερίστατον ἁμαρτίαν, δι’ ὑπομονῆς τρέχωμεν τὸν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα, 2 ἀφορῶντες εἰς τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν Ἰησοῦν, ὃς ἀντὶ τῆς προκειμένης αὐτῷ χαρᾶς ὑπέμεινε σταυρὸν, αἰσχύνης καταφρονήσας, ἐν δεξιᾷ τε τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ κεκάθικεν.



Ερμηνευτική απόδοση


Αὐτοὶ διότι εἶχαν πίστιν κατεπολέμησαν καὶ ὑπέταξαν βασίλεια, ἐκυβέρνησαν τὸν λαὸν μὲ δικαιοσύνην, ἐπέτυχαν τὴν πραγματοποίησιν τῶν ὑποσχέσεων, ποὺ τοὺς ἔδωκεν ὁ Θεός, ἐβούλωσαν καὶ ἔφραξαν στόματα λεονταριῶν, ὅπως ὁ Δανιήλ, 34 Ἔσβησαν τὴν καταστρεπτικὴν δύναμιν τῆς φωτιᾶς, διέφυγαν τὸν κίνδυνον νὰ σφαγοῦν μὲ μαχαίρια, ἔλαβον δύναμιν καὶ ἔγιναν καλὰ ἀπὸ ἀρρώστιες, ἀνεδείχθησαν ἰσχυροὶ καὶ ἀνίκητοι εἰς τὸν πόλεμον, ἔτρεψαν εἰς φυγὴν τὰς παρατάξεις καὶ τὰ πολυπληθῆ στρατεύματα τῶν ξένων καὶ ἐχθρῶν. 35 Διὰ τῆς πίστεως, ποὺ ειχαν εἰς τὴν ὑπερφυσικὴν δύναμιν τῶν προφητῶν αἱ γυναῖκες, τὰς ὁποίας ἀναφέρει ἡ Π. Διαθήκη, ἐπῆραν πάλιν ζωντανοὺς δι’ ἀναστάσεως τοὺς πεθαμένους τν. Ἄλλοι δὲ ἐδέθησαν εἰς τὸ βασανιστικὸν ὄργανον, ποὺ ἐλέγετο τύμπανον καὶ ἐδάρησαν σκληρὰ μέχρι θανάτου, μὴ δεχθέντες νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστιν των καὶ ἔτσι νὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ τὸ μαρτύριον· ἐπροτίμησαν δὲ τὸ σκληρὸν αὐτὸ μαρτύριον, διὰ νὰ ἐπιτύχουν ἀνάστασιν καλυτέραν ἀπὸ τὴν πρόσκαιρον ἀποκατάστασιν εἰς τὴν ζωὴν αὐτήν. 36 Ἄλλοι δὲ ἐδοκίμασαν ἐμπαιγμοὺς καὶ μαστιγώσεις, ἀκόμη δὲ δεσμὰ καὶ φυλακήν. 37 Ἐλιθοβολήθησαν, ἐπριονίσθησαν, ἐδοκίμασαν πολλοὺς πειρασμούς, ἀπέθανον μὲ τὸν διὰ μαχαίρας θάνατον, περιεφέροντο σὰν πλανόδιοι ἐδῶ καὶ ἐκεῖ· καὶ ἐφόρουν γιὰ ἐνδύματα προβατοδέρματα καὶ γιδοδέρματα, στερούμενοι, θλιβόμενοι καὶ κακοπαθοῦντες. 38 Τῶν ἁγίων αὐτῶν ἀνδρῶν δὲν ἦτο ἄξιος οὔτε ἠδύνατο νὰ συγκριθῇ πρὸς αὐτοὺς ὁλόκληρος ὁ κόσμος. Ἐπεριπλανῶντο εἰς τὰς ἐρήμους καὶ εἰς τὰ βουνὰ καὶ εἰς τὰ σπήλαια καὶ εἰς τὰς τρύπας τῆς γῆς. 39 Καὶ ὅλοι αὐτοί οἰ ἅγιοι ἄνδρες, καίτοι ἔλαβαν ἐγκωμιαστικὴν μαρτυρίαν διὰ τὴν πίστιν των, δὲν ἀπήλαυσαν τὴν ὑπόσχεσιν τῆς οὐρανίου κληρονομίας. 40 Διότι ὁ Θεὸς προέβλεψε δι’ ἠμᾶς κάτι καλύτερον, ὥστε αὐτοὶ νὰ μὴ λάβουν εἰς βαθμὸν τέλειον τὴν σωτηρίαν χωρὶς ἡμᾶς, ἀλλὰ νὰ τὴν λάβωμεν ὅλοι μαζί. Ἔτσι ἠμεῖς εὑρισκόμεθα εἰς πλεονεκτικωτέραν θέσιν, διότι ὄχι μόνον ζῶμεν εἰς τοὺς χρόνους τῆς ἀπολυτρώσεως τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ ἡ περίοδος τῆς ἀναμονῆς εἶναι μικροτέρα δι’ ἡμᾶς.





1 Λοιπὸν καὶ ἡμεῖς, ἀφοῦ ἔχομεν τριγύρω μᾶς τόσον μεγάλο καὶ πυκνὸν σύννεφον ἀνθρώπων, ποὺ ἐμαρτύρησαν διὰ τὴν ἀλήθειαν τῆς πίστεως, ἂς πετάξωμεν ἀπὸ ἐπάνω μας κάθε βάρος βιοτικῶν πραγμάτων καὶ φροντίδων, ἐπὶ πλέον δὲ καὶ τὴν ἁμαρτίαν, εἰς τὴν ὁποίαν εὔκολα κανεὶς παρασόρεται, καὶ ἂς τρέχωμεν μὲ ὑπομονὴν τὸν ἀγῶνα, ποὺ προβάλλει ἐμπρός μας. 2 Καὶ πουθενὰ ἀλλοῦ ἂς μὴ στρέφωμεν τὰ βλέμματά μας καὶ τὴν προσοχήν μας παρὰ μόνον εἰς τὸν Ἰησοῦν, ποὺ εἶναι ἀρχηγὸς καὶ θεμελιωτὴς τῆς πίστεως καὶ μᾶς τελειοποιεῖ εἰς αὐτήν. Αὐτὸς διὰ τὴν χαράν, τὴν ὁποίαν εἶχεν ἐμπρός του καὶ θὰ ἀπελάμβανεν, ὅταν μὲ τὸ πάθημά του θὰ ἔσωζε πολλούς, ὑπέμεινε θάνατον σταυρικὸν καὶ κατεφρόνησε τὴν ἐντροπὴν καὶ τὴν ἀτίμωσιν τοῦ θανάτου τούτου, διὰ τοῦτο δὲ καὶ ἔχει καθήσει τώρα εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιοι Πέτρος και Παύλος Πρωτοκορυφαίοι Απόστολοι

 Ο Πέτρος καταγόταν από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας και ήταν γιος του Ιωνά, αδελφός του Αποστόλου Ανδρέα του Πρωτόκλητου. Ο Πέτρος και ο Ανδρέας ήταν ψαράδες στη λίμνη Γεννησαρέτ. Είχε νυμφευθεί στην Καπερναούμ, όπου έμενε οικογενειακά μαζί με την πεθερά του. Όπως μας πληροφορεί το Ευαγγέλιο, όταν ο Ιησούς έφθασε στη λίμνη της Γεννησαρέτ συνάντησε τους δυο αδελφούς Πέτρο και Ανδρέα οι οποίοι έριχναν τα δίχτυα τους. Αμέσως μετά την κλήση τους, άφησαν τα δίχτυα και τις οικογένειές τους και τον ακολούθησαν. Ψαράς στο επάγγελμα, ήταν τύπος αυθόρμητος, ορμητικός, και τη ζωή του κοντά στο Χριστό τη μαθαίνουμε από τα τέσσερα Ευαγγέλια, ενώ την αποστολική του δράση, από τις πράξεις των Αποστόλων. Έγραψε και δύο Καθολικές Επιστολές, μέσα στις οποίες να τι προτρέπει τους χριστιανούς: «Νήψατε, γρηγορήσατε, ο αντίδικος υμών διάβολος ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη» (Α΄ Πέτρου, ε΄ 8). Δηλαδή εγκρατευθείτε, γίνετε άγρυπνοι και προσεκτικοί. Διότι ο αντίπαλος και κατήγορός σας ο διάβολος, σαν λιοντάρι που βρυχάται, περιπατεί με μανία και ζητάει ποιον να τραβήξει μακριά από την πίστη και να τον καταπιεί. Μετά την Ανάληψη του Κυρίου, ο Πέτρος, δίδαξε το Ευαγγέλιο στην Ιουδαία, στην Αντιόχεια, στον Πόντο, στην Γαλατία, στην Καππαδοκία, στην Ασία και τη Βιθυνία. Κατά την παράδοση (που σημαίνει ότι δεν είναι απόλυτα ιστορικά διασταυρωμένο) έφτασε μέχρι την Ρώμη, όπου επί Νέρωνος (54-68μ.Χ.) υπέστη μαρτυρικό θάνατο, αφού τον σταύρωσαν χιαστί, με το κεφάλι προς τα κάτω περί το έτος 64 μ.Χ.


Ο δε Παύλος γεννήθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας σε ένα χωρίο που ονομάζεται Γίσχαλα και στην αρχή ήταν σκληρός διώκτης του Χριστιανισμού. Το 36 μ.Χ. περίπου, όταν κάποτε μετέβαινε στη Δαμασκό για να διώξει και εκεί χριστιανούς, έγινε θαύμα στο οποίο φανερώθηκε ο Χριστός, ο οποίος τον πρόσταξε να πάει στον Ανανία ο οποίος τον κατήχησε και τον βάπτισε. Έτσι, έγινε ο μεγαλύτερος κήρυκας του Ευαγγελίου, θυσιάζοντας μάλιστα και την ζωή του γι’ αυτό. Ονομάστηκε ο πρώτος μετά τον Ένα και Απόστολος των Εθνών, λόγω των τεσσάρων μεγάλων αποστολικών περιοδειών του. Είναι ο ιδρυτής της Εκκλησίας της Ελλάδος. Συνέγραψε 14 επιστολές προς τις Εκκλησίες τις οποίες εκείνος ίδρυσε. Τη ζωή του με τις περιπέτειές του θα τα δει κανείς, αν μελετήσει τις Πράξεις των Αποστόλων, αλλά και τις 14 Επιστολές του στην Καινή Διαθήκη. Ο Απόστολος Παύλος θέλει κάθε χριστιανός, όπως και ο ίδιος, να αισθάνεται και να λέει: «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Προς Γαλάτας β΄ 20). Δηλαδή, δε ζω πλέον εγώ, ο παλαιός άνθρωπος, αλλά ζει μέσα μου ο Χριστός. Και ακόμα, «τα πάντα και εν πάσι Χριστός» (Προς Κολασσαείς γ΄ 11). Να διευθύνει, δηλαδή, όλες τις εκδηλώσεις τις ανθρώπινης ζωής μας ο Χριστός. Ο Απόστολος Παύλος υπέστη μαρτυρικό θάνατο (χωρίς να είναι απόλυτα ιστορικά διασταυρωμένο) δι’ αποκεφαλισμού στη Ρώμη μεταξύ των ετών 64 - 67 μ.Χ.





Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος δ’.

Οἱ τῶν Ἀποστόλων πρωτόθρονοι, καὶ τῆς Οἰκουμένης διδάσκαλοι, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων πρεσβεύσατε, εἰρήνην τῆ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.


Κοντάκιον

Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.

Τοὺς ἀσφαλεῖς καὶ θεοφθόγγους κήρυκας, τὴν κορυφὴν τῶν Μαθητῶν σου Κύριε, προσελάβου εἰς ἀπόλαυσιν, τῶν ἀγαθῶν σου καὶ ἀνάπαυσιν, τοὺς πόνους γὰρ ἐκείνων καὶ τὸν θάνατον, ἐδέξω ὑπὲρ πᾶσαν ὁλοκάρπωσιν, ὁ μόνος γινώσκων τὰ ἐγκάρδια.

Παρασκευή 28 Ιουνίου 2024

Ακούν αλλά δεν...τηρούν...

 Κάποιοι ἀδελφοὶ ἐπισκέφθηκαν τὸν ἀββᾶ Φίλικα, ἔχοντας μαζί τους ἀνθρώπους κοσμικούς, καὶ τὸν παρακάλεσαν νὰ τοὺς πεῖ ἕνα λόγο, ἀλλὰ ὁ Γέροντας σιωποῦσε.Καθὼς ὅμως τὸν παρακαλοῦσαν πολλὴ ὥρα, τοὺς εἶπε: 

«Θέλετε ν᾿ ἀκούσετε κάποιο λόγο;»

Τοῦ λένε: «Ναί, ἀββᾶ», καὶ ὁ Γέροντας τοὺς εἶπε:

«Τώρα πιὰ δὲν ὑπάρχει λόγος. Ἄλλοτε, ὅταν ρωτοῦσαν τοὺς Γέροντες οἱ ἀδελφοὶ καὶ ἔκαμναν ὅσα τοὺς ἔλεγαν, ὁ Θεὸς τοὺς φώτιζε πῶς νὰ μιλήσουν. Τώρα ὅμως, ἐπειδὴ ρωτοῦν βέβαια, ἀλλὰ δὲν τηροῦν αὐτὰ ποὺ ἀκοῦν, ὁ Θεὸς πῆρε ἀπὸ τοὺς Γέροντες τὴ χάρη κι ἔτσι δὲν βρίσκουν τί νὰ ποῦν, γιατὶ ἀκριβῶς δὲν ὑπάρχει αὐτὸς ποὺ θὰ τὰ ἐφαρμόσει».

Ὅταν τὰ ἄκουσαν αὐτὰ οἱ ἀδελφοὶ στέναξαν καὶ εἶπαν: «Ἀββᾶ, προσευχήσου γιὰ μᾶς».

.... κάτω απο τις φτερούγες του αγαπημένου τους Κυρίου...

  Ευλογημένοι είναι εκείνοι που σ'αυτή την ζωή αγάπησαν τον Χριστό και έμαθαν να επικαλούνται το ονομα Του μέρα και νύχτα, μαζί με την ανάσα και τον χτύπο της καρδιάς τους.

Πάνω από την άβυσσο θα γνωρίσουν ποιον πρεπει να καλέσουν για βοηθεια .

Θα ξέρουν ποιό όνομα να επικαλεστούν. 

Θα ξέρουν από ποιο άκρο ιματίου να πιαστούν.

Εκείνοι θα βρίσκονται πραγματικά εκτος κινδύνου,θα καλύπτονται κάτω απο τις φτερούγες του αγαπημένου τους Κυρίου.


Άγιος Νικόλαος Βελιμιροβιτς


Όσιοι Σέργιος και Γερμανός οι θαυματουργοί οι εν Βαλάμη

 Οι Όσιοι Σέργιος και Γερμανός εγκαταστάθηκαν στη νήσο Βαλάμη το 1329 μ.Χ. και προσπάθησαν να διαδώσουν τον Χριστιανισμό κάτω από δύσκολες συνθήκες.


Οι Όσιοι Σέργιος και Γερμανός κοιμήθηκαν περί το 1353 μ.Χ.


Δεν έχουμε άλλες λεπτομέρειες για τον βίο των Οσίων.

Άγιος Σέργιος ο δίκαιος ο Μάγιστρος

 Ο Άγιος και δίκαιος Σέργιος, καταγόταν από την κωμόπολη Νικήτια της Αμάστρισου, του Εύξεινου Πόντου. Η οικογένεια του ήταν αριστοκρατικής καταγωγής και συνδεόταν με συγγενικούς δεσμούς με εκείνη της αυτοκράτειρας Θεοδώρας, συζύγου του αυτοκράτορα Θεόφιλου. Έκανε λαμπρές σπουδές και γρήγορα έφθασε σε υψηλά στρατιωτικά και πολιτικά αξιώματα. Αν και ο Θεόφιλος ήταν θερμός υποστηρικτής των εικονομάχων, ο Σέργιος παρέμεινε πιστός στην ορθόδοξη πίστη και κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για την αναστύλωση των Ιερών Εικόνων. Αναδείχθηκε δε και προστάτης πολλών υπερασπιστών των αγίων εικόνων, κατά τον από του Θεόφιλου διωγμό. Μετά δε το θάνατο του Θεόφιλου, συνετέλεσε τα μέγιστα και εξάντλησε όλη την επιρροή του για να ενισχυθεί η γνώμη της Θεοδώρας για τη σύγκληση Οικουμενικης Συνόδου, για την αναστύλωση των Εικόνων. Εκοιμήθη ειρηνικά στην Κρήτη και ετάφη στη μονή του Μαγίστρου. Αργότερα τα άγια λείψανά του μετακομίσθηκαν με μεγάλες τιμές και ετάφησαν στη Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου την οποία έκτισε ο ίδιος στον κόλπο της Νικομήδειας, η οποία λεγόταν του Νικητιάνου επειδή ο κτήτοράς της καταγόταν από την κωμόπολη Νικήτια.

Άγιος Παππίας

 Υπήρξε και αυτός ολοκαύτωμα στην πολυάριθμη σειρά των επί Διοκλητιανού και Mαξιμιανού (301 μ.Χ.) μαρτυρικών θυμάτων. Μόνο δια το ότι πίστεψε στον Χριστό και δεν θέλησε ν' αρνηθεί την πίστη του, φυλακίστηκε και βασανίστηκε για μέρες ολόκληρες. Επειδή όμως έμεινε αμετάθετος στην πίστη του, αποκεφαλίστηκε και ανέβηκε νικηφόρος στα ουράνια.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Εύρεση των Τιμίων Λειψάνων των Αγίων Αναργύρων Κύρου και Ιωάννου

 Αγωνίσθηκαν και οι δύο στα χρόνια του Διοκλητιανού (292 μ.Χ.).


Ο Κύρος καταγόταν από την Αλεξάνδρεια και ο Ιωάννης από την Έδεσσα. Άριστα καταρτισμένοι στην ιατρική επιστήμη, προσέφεραν τις υπηρεσίες τους αφιλοκερδώς στους φτωχότερους συνανθρώπους τους. Και όχι μόνο δεν έπαιρναν χρήματα από κανένα, αλλά και οι ίδιοι έδιναν τα δικά τους, μέχρι που έμειναν φτωχοί. Γι' αυτό και επονομάστηκαν Ανάργυροι. Μαζί με την ιατρική βοήθεια που προσέφεραν στους πάσχοντες, μετέδιδαν σ' αυτούς και τη σωτήρια αλήθεια του Ευαγγελίου. Τα λόγια τους έδωσαν φως του Χριστού σε πολλούς ειδωλολάτρες.


Άλλα η δράση τους καταγγέλθηκε στις αρχές, με αποτέλεσμα να τους αποκεφαλίσουν και άξια να πάρουν το στεφάνι του μαρτυρίου. Τότε οι χριστιανοί τους έθαψαν κρυφά, και όταν αυτοκράτορας ήταν ο Αρκάδιος και Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας ο Θεόφιλος (400 μ.Χ.), τα άγια λείψανα τους βρέθηκαν και με πανηγυρικό τρόπο έγινε η ανακομιδή τους. Πολλοί, μάλιστα, ασθενείς που άγγιξαν αυτά, θεραπεύθηκαν. Έτσι, επιβεβαιώνεται ότι οι «δίκαιοι εἰς τὸν αἰῶνα ζώσι, καὶ ἐν Κυρίῳ ὃ μισθὸς αὐτῶν» (Σοφία Σολομώντος, ε' 15). Οι δίκαιοι δηλαδή, ζουν αιώνια, και η ανταμοιβή που αρμόζει σ' αυτούς βρίσκεται στα χέρια του Κυρίου.



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος πλ. α’.

Τὰ θαύματα τῶν Ἁγίων σου Μαρτύρων, τεῖχος ἀκαταμάχητον ἡμῖν δωρησάμενος, Χριστὲ ὁ Θεός, ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις, βουλὰς ἐθνῶν διασκέδασον, τῆς βασιλείας τὰ σκῆπτρα κραταίωσον, ὡς μόνος ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος.


Έτερον Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Θείας χάριτος, τὴ ἐνεργεῖα, ἀναβλύζοντα, θαυμάτων ρεῖθρα, ἀναργύρως τὰ σεπτὰ ὑμῶν λείψανα, ἐκ τῶν λαγόνων τῆς γῆς κόσμω ἔλαμψαν, Κῦρε θεόφρον, Ἰωάννη τὲ ἔνδοξε, ὅθεν ἅπαντες, τὴν τούτων τιμῶντες εὕρεσιν, αἰτοῦμεν δι' ὑμῶν τὸ μέγα ἔλεος.


Κοντάκιον

Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Ἐκ τῆς θείας χάριτος, τὴν δωρεὰν τῶν θαυμάτων, εἰληφότες, Ἅγιοι, θαυματουργεῖτε ἐν κόσμῳ, ἄπαντα, ἡμῶν τὰ πάθη τῇ χειρουργίᾳ, τέμνετε, τῇ ἀοράτῳ Κῦρε θεόφρον, σὺν τῷ θείῳ Ἰωάννῃ, ὑμεῖς γὰρ θεῖοι, ἰατροὶ ὑπάρχετε.

Πέμπτη 27 Ιουνίου 2024

Άφησε την χώρα μας, φύγε μακρυά !

 Οι Γαδαρηνοί, που ο Χριστός ελευθέρωσε από την δαιμονική Λεγεώνα τι έκαναν ;

Τον παρακάλεσαν να φύγει από κοντά τους.

Και Εκείνος έφυγε χωρίς να πει μια λέξη...

Κατάρα έμεινε σ` αυτήν την περιοχή.

Η περιοχή των Γαδαρηνών, που κάποτε ήταν εύφορη και πλούσια, σήμερα είναι μια γκρίζα καταραμένη έρημος.

Οι Γαδαρηνοί παρακάλεσαν τον Χριστό να φύγει από κοντά τους,

ενώ οι Ευρωπαίοι δεν τον παρακαλούν να φύγει, αλλά τον διώχνουν με κάθε τρόπο..."

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

Η χριστιανική αγάπη δεν είναι ποτέ αόριστη.

 Στους περίφημους αδελφούς Καραμαζώφ, ο σπουδαίος Ντοστογιέφσκι γράφει πως μια αρχόντισσα πήγε στον στάρετς Ζωσιμά, που ήταν ο άγιος Αμβρόσιος της Όπτινα, και του είπε: 

«Όλους τους ανθρώπους αγαπώ, αλλά την υπηρέτρια μου δεν την αγαπώ». 

Και ο στάρετς της απάντησε: «Κανένα δεν αγαπάς!». 

Η χριστιανική αγάπη δεν είναι ποτέ αόριστη. Οι σύγχρονοι κοσμοπολίτες έχουν μια ανώδυνη αγάπη για όλους, αλλά όχι για τον πλησίον. Είναι ατομιστές και όχι φιλάνθρωποι, κυνικοί και αμοραλιστές. Αγαπώντας την πατρίδα μας, αγαπάμε κι όλο τον κόσμο. Οι πρόγονοι μας, οι γονείς μας, η οικογένεια μας, η πατρίδα μας, η πίστη μας, η παράδοση μας και ο πολιτισμός μας είναι στοιχεία της ταυτότητας μας. Σήμερα δυστυχώς, δεν υπάρχει κοινό όραμα και η εθνική μας ταυτότητα παραποιείται.

Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης

Άγιος Κύριλλος Λούκαρις Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

 Ο πολύτλας Ιερομάρτυς Κύριλλος ο Λούκαρις γεννήθηκε στον Χάνδακα της Κρήτης στις 13 Νοεμβρίου 1572 μ.Χ. «ἐκ γονέων περιφανῶν ἐλευθέρων, ἔν τε τῇ Πολιτείᾳ καὶ τῇ Ἐκκλησίᾳ περιβλέπτων» και κατά το άγιο Βάπτισμα πήρε το όνομα Κωνσταντίνος. Ο πατέρας του Στέφανος ήταν Ιερέας και διδάσκαλός του υπήρξε ο Ιερομόναχος Μελέτιος ο Βλαστός.


Μετά την εγκύκλια εκπαίδευση ο Κύριλλος μετέβη στη Βενετία (1584 μ.Χ.) για ευρύτερη μόρφωση. Εκεί συνάντησε τον Επίσκοπο Κυθήρων Μάξιμο τον Μαργούνιο, ο οποίος τον ανέλαβε κάτω από την προστασία του και χρημάτισε καθηγητής του. Το 1588 μ.Χ. αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Κρήτη, λόγω οικονομικών προβλημάτων της οικογενείας του, αλλά μετά από ένα χρόνο επέστρεψε στην Ιταλία και γράφτηκε στο περίφημο Παταβινό Πανεπιστήμιο, όπου διδάχθηκε Φιλοσοφία και Θεολογία.


Τελειώνοντας τις σπουδές στην Εσπερία επέστρεψε στην Κρήτη (1592 μ.Χ.) και εκάρη Μοναχός στη Μονή της Αγκαράθου. Στη μετάνοιά του παρέμεινε ελάχιστο χρονικό διάστημα, γιατί το επόμενο έτος τον κάλεσε στην Αίγυπτο ο συγγενής του Άγιος Μελέτιος ο Πηγάς , Πατριάρχης Αλεξανδρείας, ο οποίος τον χειροτόνησε Διάκονο και Πρεσβύτερο και τον ονόμασε Πρωτοσύγκελλό του.


Το έτος 1593 μ.Χ. εστάλη από τον Άγιο Μελέτιο στην Πολωνία για να στηρίξει το από τις επιθέσεις της Ουνίας χειμαζόμενο Ορθόδοξο ποίμνιο, όπου εργάστηκε με ζήλο για τρία χρόνια και κινδύνευσε να συλληφθεί και να θανατωθεί κατά τον διωγμό που εξαπέλυσε ο βασιλιάς Σιγισμούνδος εναντίον των Ορθοδόξων. Το 1559 μ.Χ. ως «Μέγας Ἀρχιμανδρίτης καὶ Ἔξαρχος» απεστάλη και πάλι από τον Μελέτιο Πηγά, τότε Επιτηρητή του Οικουμενικού Θρόνου, στην Πολωνία για εκκλησιαστική υπηρεσία. Παράλληλα είχε την εντολή να περάσει από την Κρήτη και τη Χίο για να αντιμετωπίσει την προπαγάνδα των Ιησουϊτών. Από την Πολωνία μετέβη στις Παραδουνάβιες χώρες (1601 μ.Χ.) για να στηρίξει και εκεί την Ορθοδοξία. Ενώ βρισκόταν στο Ιάσιο έλαβε επιστολή του Μελετίου, που τον καλούσε να επανέλθει στην Αλεξάνδρεια για να του αφήσει τις τελευταίες υποθήκες και να του παραδώσει τον Θρόνο.


Μετά την κοίμηση του Αγίου Μελετίου (13-9-1601 μ.Χ.) ο Κύριλλος εξελέγη Πατριάρχης Αλεξανδρείας σε ηλικία 29 ετών. Αμέσως συγκάλεσε τοπική Σύνοδο στο Κάϊρο και καταδίκασε τους Λατίνους, οι οποίοι είχαν προσεταιριστεί τους Κόπτες με σκοπό να καταστρέψουν το Ορθόδοξο Πατριαρχείο. Στις αρχές του 1605 μ.Χ. έφτασε στην Κύπρο, ύστερα από πρόσκληση των Χριστιανών, για να βοηθήσει την τοπική Εκκλησία που σπαρασσόταν από εσωτερικές έριδες και μάχες και κατόρθωσε να ειρηνεύσει τα πράγματα. Το 1608 μ.Χ. μετέβη στα Ιεροσόλυμα, για τη χειροτονία του Ιεροσολύμων Θεοφάνους, και από 'κει στη Δαμασκό. Επανήλθε στην Αλεξάνδρεια και επιδόθηκε με ζήλο στο κήρυγμα του θείου λόγου. Προχώρησε στη συντήρηση των Πατριαρχικών κτηρίων και Ναών και οικοδόμησε νέους, ενώ παράλληλα φρόντισε να απαλλάξει το Πατριαρχείο από τα χρέη του.


Το Φεβρουάριο του 1612 μ.Χ., ενώ βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, εξελέγη «Επιτηρητής» του Οικουμενικού Θρόνου, αλλά παραιτήθηκε, επειδή κάποιοι Αρχιερείς φατρίασαν εναντίον του προκαλώντας μεγάλη σύγχυση στην Εκκλησία. Αναχώρησε για το Άγιο Όρος και από εκεί για τη Βλαχία, όπου παρέμεινε τέσσερα χρόνια διδάσκοντας τον λαό και αγωνιζόμενος κατά της Ουνίας. Πριν την αναχώρησή του από τη Βλαχία εξέδωσε εγκύκλιο (Τόμο) προς τους Ορθοδόξους, με την οποία καταδικάζει τη διδασκαλία των Λατίνων, ελέγχει τους λατινόφρονες Έλληνες τροφίμους της Σχολής του Αγίου Αθανασίου της Ρώμης και συνιστά την απαρασάλευτη εμμονή στην Ορθόδοξη πίστη ως τον μοναδικό τρόπο άμυνας κατά των εχθρών της ευσεβείας.


Για να διαφωτίσει το Ορθόδοξο πλήρωμα συνέγραψε σε απλή γλώσσα δύο πραγματείες, μία κατά της Αρχής, δηλαδή κατά του πρωτείου του Πάπα Ρώμης, και μία άλλη σε μορφή διαλόγου μεταξύ Φιλαλήθους και Ζηλωτού, με την οποία εξέθεσε τις σατανικές μεθόδους που χρησιμοποιούσαν οι Ιησουΐτες για να προσηλυτίσουν τους Ορθοδόξους.


Φεύγοντας από τη Βλαχία επισκέφτηκε πάλι το Άγιο Όρος, και τον Οκτώβριο του 1615 μ.Χ. επέστρεψε στην Αίγυπτο, όπου παρέμεινε, μέχρι την εκλογή του στον Οικουμενικό Θρόνο, ασχολούμενος με το κήρυγμα και την κατήχηση του λαού, αφού στο μεταξύ, χάρη στις άοκνες προσπάθειές του, είχαν εκλείψει τα μεγάλα προβλήματα που ταλαιπωρούσαν τον Αλεξανδρινό Θρόνο.


Μετά τον θάνατο του Πατριάρχου Τιμοθέου του Β' η Σύνοδος του Πατριαρχείου της Κωνσταντινοπόλεως τον εξέλεξε Οικουμενικό Πατριάρχη (4-11-1620 μ.Χ.), αλλά μετά από δυόμιση χρόνια απομακρύνθηκε από τον Θρόνο (Απρίλιος 1623 μ.Χ.), κατηγορούμενος ότι προετοίμαζε επανάσταση των ελληνικών νησιών, και σιδηροδέσμιος εξορίστηκε στη Ρόδο. Ο νέος Πατριάρχης Άνθιμος έστειλε εκεί Αρχιερείς με σκοπό να τον πείσουν να υποβάλει κανονική παραίτηση. Εκείνος όμως απέρριψε την πρόταση και, με διαταγή του Μεγάλου Βεζύρη, επέστρεψε στη Βασιλεύουσα (Σεπτέμβριος 1623 μ.Χ.), όπου έγινε θριαμβευτικά δεκτός από τους Χριστιανούς. Πολλοί κατέφθαναν στον Γαλατά, όπου διέμενε, για να πάρουν την ευλογία του, ενώ οι Αρχιερείς, οι πρόκριτοι και ο λαός ζητούσαν επίμονα την επάνοδό του στον Θρόνο. Ο Πατριάρχης Άνθιμος αναγκάστηκε να παραιτηθεί και στον Θρόνο επανήλθε ο Κύριλλος (2-10-1623 μ.Χ.). Η αποκατάστασή του έγινε αφορμή γενικής χαράς των Ορθοδόξων, οι οποίοι στο πρόσωπό του έβλεπαν τον γνήσιο και αληθινό ποιμένα και Πατριάρχη τους.


Οι πολέμιοι του Πατριάρχου βρήκαν πειθήνιο όργανό τους τον Βεροίας Κύριλλο Κονταρή, ο οποίος εγκαταστάθηκε στην Πόλη (1632 μ.Χ.) και άρχισε να συκοφαντεί τον Πατριάρχη, διαδίδοντας στους κυβερνητικούς κύκλους ότι βρισκόταν σε μυστική επικοινωνία με τους εχθρούς της Υψηλής Πύλης και ότι συνωμοτούσε εναντίον της. Οι συκοφαντίες έγιναν αποδεκτές, ο Πατριάρχης απομακρύνθηκε αλλά, λόγω της γενικής αγανακτήσεως, μετά από επτά ημέρες επανήλθε στον Θρόνο. Παρά ταύτα οι πολέμιοί του δεν έπαυσαν ούτε στιγμή να εργάζονται για την απομάκρυνσή του. Καταβάλλοντας μεγάλα χρηματικά ποσά στους τούρκους κατόρθωσαν να τον εξορίσουν στην Τένεδο (7-5-1634 μ.Χ.) και να ανεβάσουν στον Θρόνο τον Θεσσαλονίκης Αθανάσιο Πατελλάρο. Η παρανομία όμως δεν είχε μεγάλη διάρκεια γιατί μετά ένα μήνα απομακρύνθηκε ο Αθανάσιος και ο Κύριλλος επανήλθε θριαμβευτικά στον Θρόνο.


Οι συνεχείς αποτυχίες να απομακρυνθεί ο Πατριάρχης Κύριλλος και να εγκατασταθεί άλλος της αρεσκείας τους δεν απογοήτευσαν τους εχθρούς του, αντίθετα τους έκαναν σκληρότερους στην πολεμική τους και εφευρετικότερους στις μεθοδεύσεις τους. Πάλι, (Μάρτιος 1635 μ.Χ.), οι Ιησουΐτες κινήθηκαν εναντίον του και δίνοντας άφθονα χρήματα κατόρθωσαν να επιτύχουν την απομάκρυνσή του και την άνοδο στο Θρόνο του Κονταρή, ο οποίος συνέλαβε και περιόρισε τον γέροντα πλέον Πατριάρχη.


Σύμφωνα με έγγραφο του Αυστριακού Πρεσβευτή Schmidt ο Κονταρής και η συμμορία του σκεφτόταν να τυφλώσουν ή να δηλητηριάσουν τον Κύριλλο. Ο Schmidt σκέφτηκε να τον κρατήσει φυλακισμένο στην αυστριακή πρεσβεία αλλά φοβήθηκε μήπως οι φωνές του τραβήξουν την προσοχή των Ελλήνων γειτόνων. Με πρόταση του πρεσβευτή αποφασίστηκε να ακολουθήσουν τις αποφάσεις του Συμβουλίου της ρωμαϊκής Προπαγάνδας για τον Πατριάρχη και να ναυλωθεί πλοίο με έμπιστο πλήρωμα στο οποίο θα επιβιβαζόταν για να μεταφερθεί δήθεν εξόριστος στη Ρόδο. Ο πλοίαρχος είχε εντολή να προσεγγίσει το πρώτο πειρατικό πλοίο που θα συναντούσε, και επί τη βάσει εγγράφων της αυστριακής πρεσβείας θα παρέδιδε τον Κύριλλο για να μεταφερθεί στη Μάλτα. Στην Κωνσταντινούπολη θα κυκλοφορούσε η φήμη ότι Μελιταίοι αιχμαλώτισαν το πλοίο, στο οποίο επέβαινε ο Πατριάρχης, και ότι τον μετέφεραν στο νησί τους.


Ύστερα από πολλές διαπραγματεύσεις και αναβολές βρέθηκε το πλοίο και το πλήρωμα και δόθηκαν τα έγγραφα της αυστριακής Πρεσβείας στον Μητροπολίτη, ο οποίος θα συνόδευε τον αιχμάλωτο Πατριάρχη, αλλά η ολλανδική Πρεσβεία κατόρθωσε με κατάσκοπο να μάθει τα τεκταινόμενα. Το πλήρωμα εξαγοράστηκε και οδήγησε το πλοίο στη Χίο, όπου βρισκόταν ο διοικητής της Ρόδου Μπεκήρ Πασάς, φίλος του Πατριάρχου, ο οποίος τον πήρε υπό την προστασία του στη Ρόδο, όπου και παρέμεινε μέχρι τα μέσα του 1636 μ.Χ., οπότε και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Επανήλθε στον Θρόνο τον Μάρτιο του 1637 μ.Χ. Βρισκόταν ήδη σε προχωρημένη ηλικία και μπορούσαν οι πολέμιοί του να περιμένουν τον φυσικό θάνατό του για να εφαρμόσουν τα σχέδιά τους. Επειδή όμως αυτός εξακολουθούσε να αγωνίζεται υπέρ της Ορθοδοξίας, οι Ιησουΐτες πείστηκαν ότι ήταν ακατάβλητος «ὁ μέγας γέρων» και γι̉ αυτό αποφασίστηκε να επιδιωχθεί με κάθε μέσο ο θάνατός του.


Νέες ενέργειες των εχθρών του απέδωσαν το αποτέλεσμα που προσδοκούσαν. Τον Ιούνιο του 1638 μ.Χ. ο Schmidt που βρισκόταν σε διαρκή συνεννόηση με την Προπαγάνδα κατόρθωσε να απομακρύνει τον Κύριλλο από τον Θρόνο προβάλλοντας την κατηγορία στις τουρκικές αρχές ότι προετοιμάζει επίθεση των Ρώσων κατά της Κωνστινουπόλεως και επανάσταση των Ελλήνων. Ο Σουλτάνος Μουράτ που βρισκόταν στην εκστρατεία κατά της Βαγδάτης αποδέχθηκε τις κατηγορίες και με την εισήγηση του Μεγάλου Βεζύρη Μπαϊράμ πασά διέταξε να τον θανατώσουν.


Ο Κύριλλος συνελήφθη από απόσπασμα τσαούσηδων (χωροφυλάκων) στις 22 Ιουνίου και φυλακίστηκε στο φρούριο Ρούμελη Χισσάρ, όπου στις 27 Ιουνίου 1638 μ.Χ. έφτασαν 15 Γενίτσαροι και άλλοι ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι. Τον παρέλαβαν και, επιβιβάζοντάς τον σε ένα πλοιάριο, τον μετέφεραν στην παραλία του Αγίου Στεφάνου, όπου τον θανάτωσαν με στραγγαλισμό. Ο λαός πληροφορήθηκε την επομένη ημέρα τον θάνατό του και εξεγέρθηκε εναντίον του Κονταρή, ο οποίος όμως προσποιήθηκε ότι δεν είχε γνώση των πραγμάτων. Το σώμα του τάφηκε πρόχειρα στην άμμο του αιγιαλού αλλά μετά τρεις μέρες άνθρωποι του Κονταρή το ξέθαψαν και το πέταξαν στη θάλασσα για να μη βρεθεί από τους Χριστιανούς. Βρέθηκε όμως από κάποιους αλιείς, η σύμφωνα με άλλους, από Χριστιανούς που το αναζήτησαν, μεταφέρθηκε κρυφά και ενταφιάστηκε στη Μονή του Αγίου Ανδρέα, στην ομώνυμη νησίδα του κόλπου της Νικομήδειας.


Μετά από τρία χρόνια, το 1641 μ.Χ., ο Οικουμενικός Πατριάρχης Παρθένιος ο Α ο Γέρων (1639 - 1644 μ.Χ.) μερίμνησε για την ανακομιδή και μεταφορά των λειψάνων του στο Πατριαρχείο και, αφού «ἔψαλλεν αὐτά», έδωσε εντολή να μεταφερθούν στη Μονή Καμαριωτίσσης της Χάλκης και να τοποθετηθούν στο ιερό Βήμα του Καθολικού της Μονής, κάτω από την αγία Τράπεζα. Από εκεί μετακομίστηκαν στο Πατριαρχικό Σκευοφυλάκιο και το 1975 μ.Χ. αποδόθηκαν στην Ιερά Μονή Αγκαράθου, όπου φυλάσσονται σήμερα.


Ο Ιερομάρτυς Πατριάρχης Κύριλλος αμέσως μετά τον μαρτυρικό θάνατό του τιμήθηκε ως Άγιος και Μάρτυς, ο δε Όσιος Ευγένιος ο Αιτωλός (βλέπε 5 Αυγούστου) συνέταξε και Ακολουθία για να εορτάζεται η Μνήμη του. Η επίσημη Αγιοκατάταξή του έγινε από την Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας την 6η Οκτωβρίου 2009 μ.Χ.



Ἀπολυτίκιον

῏Ηχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Τὸν φωστῆρα τῆς Κρήτης, ᾿Αγκαράθου τὸν ὄρπηκα, τῆς Ἀλεξανδρείας ποιμένα, Βυζαντίου τὸν πρόεδρον, τὸν θεῖον δεῦτε Κύριλλον πιστοί, ὡς πρόμαχον τῆς πίστεως στεῤῥόν, καὶ Μαρτύρων θεοδόξαστον κοινωνόν, τιμήσωμεν ἐκβοῶντες· Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐν ὑψίστοις εὐκλεῶς, δοξάσαντί σε ῞Αγιε.


Έτερον Ἀπολυτίκιον

῏Ηχος γ΄. Θείας πίστεως.

Θεῖον βλάστημα, τῆς Κρητονήσου, ἄνθος εὔοσμον, τῆς ᾿Αγκαράθου, ἀνεδείχθης Μονῆς Πάτερ Κύριλλε· ᾿Αλεξανδρείας ποιμὴν φιλοπρόβατος, καὶ Βυζαντίου θεόκριτος πρόεδρος. ῞Οθεν πρέσβευε, Χριστῷ τῷ Θεῷ πανεύφημε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.


Κοντάκιον

῏Ηχος πλ. δ΄. Τῇ ὑπερμάχῳ.

᾿Εν Πατριάρχαις ἀθλητὴς ἀκαταγώνιστος, θανατωθεὶς ᾿Αγαρηνῶν χερσὶ φονόεσσαις, ἀναδέδειξαι, ὦ Κύριλλε, θεηγόρε. ῞Οθεν στέφος ἀφθαρσίας κομισάμενος, ἱκεσίαις σου μὴ παύσῃ προϊστάμενος, τῶν βοώντων σοι· Χαίροις, Πάτερ πολύαθλε.


Μεγαλυνάριον

Χαίροις Κρητονήσου ἄνθος τερπνόν, καὶ ᾿Αλεξανδρείας, Ποιμενάρχης περικλεής· Χαίροις Πατριάρχης, σοφὸς τῆς Κωνσταντίνου, καὶ Ἐκκλησίας στῦλος, ἔνδοξε Κύριλλε.


Ὁ Οἶκος

῎Ανωθεν τῶν ᾿Αγγέλων, αἱ δυνάμεις κροτοῦσιν, ἐπάξιόν σοι Πάτερ τὸν ὕμνον· ἡμεῖς δὲ ἐπὶ γῆς οἱ πιστοί, ἐν εὐφροσύνῃ τὴν μνήμην σου ἄγοντες, τοῖς ᾄσμασί σε στέφομεν, Κύριλλε, καὶ πιστῶς βοῶμεν·

Χαῖρε, ὁ ὅσιος Ποιμενάρχης·

χαῖρε, ὁ ἔνδοξος Πατριάρχης.

Χαῖρε, τὸ τῆς Κρήτης οὐράνιον βλάστημα·

χαῖρε, ᾿Αγκαράθου Μονῆς τὸ ἀπάνθισμα.

Χαῖρε, Μάρκου ὁ διάδοχος, τῆς Αἰγύπτου ὁ πυρσός·

χαῖρε, Βυζαντίου πρόεδρος, ᾿Εκκλησίας ὀφθαλμός.

Χαῖρε, ὅτι καθεῖλες πολεμίων τὸ θράσος·

χαῖρε ὅτι ὑπῆλθες μαρτυρίου τὸν δρόμον.

Χαῖρε, ῾Αγίων πάντων συμμέτοχος·

χαῖρε, Μαρτύρων θεῖος ἐφάμιλλος.

Χαῖρε, σεπτῶν δωρεῶν οἰκονόμος·

χαῖρε, ζωῆς ἀληθοῦς κληρονόμος.

Χαίροις, Πάτερ πολύαθλε.


Κάθισμα

῏Ηχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.

Χριστῷ ἠκολούθησας, δι̉ ἀρετῆς ἐκ παιδός, καὶ τούτου ἐποίμανας, τὴν ἐκλογάδα καλῶς, μακάριε Κύριλλε· ᾔσχυνας ἀσεβείας, τοὺς κομψοὺς τοῖς σοῖς λόγοις· ἔθραυσας μαρτυρίῳ, τῶν τυράννων τὸ θράσος· διὸ καὶ τοὺς στεφάνους διπλοῦς, θεόθεν ἀπέλαβες.

Άγιοι Μάρκιος και Μαρκία

 Η Αγία Μαρκία μαρτύρησε δια ξίφους.


Για τον Μάρκιο γνωρίζουμε, ότι οδηγήθηκε στον άρχοντα του Ικονίου Περίνιο και επειδή ομολογούσε τον Χριστό, έγδαραν το σώμα του, τον έβαλαν επάνω σε πυρακτωμένη σχάρα, έκοψαν τη γλώσσα του και στο τέλος τον αποκεφάλισαν.

Άγιος Ανεκτός

 O Άγιος Ανεκτός ήταν ευσεβής και ζηλωτής άνδρας, που με τα λόγια και τα έργα του, αποτελούσε πολύτιμη δύναμη της Εκκλησίας στην Καισαρεία της Καππαδοκίας. Το 298 μ.Χ. ο ηγεμόνας της πόλης αυτής, Ουρβανός, αφού συνέλαβε τον Ανεκτό και δεν μπόρεσε να τον αποσπάσει από την πίστη του, κατέφυγε στην ωμή και θηριώδη βία των βασανιστηρίων. Στην αρχή τον εράβδισαν. Έπειτα του έσχισαν τα πλευρά με σιδερένια νύχια, τρύπησαν τους αστραγάλους του και έκαψαν τις πληγές του με αναμμένες λαμπάδες. Όταν είδαν ότι ακόμα ανέπνεε, τον αποκεφάλισαν, και έτσι ο γνήσιος αυτός χριστιανός πήρε το στεφάνι του μαρτυρίου.

Αγία Ιωάννα η Μυροφόρος

 Η Αγία Ιωάννα η Μυροφόρος απεβίωσε ειρηνικά. Ήταν γυναίκα του Χουζά, επιτρόπου του Ηρώδη και διακονούσε τον Κύριο μαζί με τις άλλες γυναίκες (Λουκά η' 3, κδ' 10).

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιος Σαμψών ο Ξενοδόχος

 Ο Άγιος Σαμψών, γεννήθηκε στη Ρώμη από πλουσίους αλλά ευσεβείς και ενάρετους γονείς. Ευφυής ως ήτο, σπούδασε φιλολογία, φιλοσοφία και ιατρική. Επιθυμώντας από τη μικρή του ηλικία να ζήσει κατά το χριστιανικό πρότυπο ζωής, μεταχειρίσθηκε την ιατρική όχι ως επικερδές επάγγελμα αλλά για καθαρά φιλανθρωπικούς και ευεργετικούς σκοπούς. Προσέτρεχε χωρίς διακρίσεις σε οποιονδήποτε είχε την ανάγκη του βοηθώντας τον, παρηγορώντας τον και στηρίζοντάς τον στην πίστη. Όταν εκοιμήθησαν οι γονείς του, μοίρασε την μεγάλη περιουσία την οποία κληρονόμησε και πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί επισκέφθηκε όλα τα μοναστήρια. Εκεί έβρισκε ουσιαστικά καταφύγιο για να ηρεμεί και να μελετά τις Θείες Γραφές. Η φήμη του, η οποία γρήγορα εξαπλώθηκε προσέλκυσε την εύνοια και αυτού του μεγάλου αυτοκράτορα Ιουστινιανού. Συγχρόνως η μεγάλη θεολογική του κατάρτιση και οι άλλες του αρετές, κίνησαν το ενδιαφέρον του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μηνά, ο οποίος τον χειροτόνησε πρεσβύτερο. Κάποτε ο Ιουστινιανός προσβλήθηκε από βαρεία ασθένεια και ζήτησε τη βοήθεια του Αγίου. Ο Όσιος προσευχήθηκε θερμά και κατόρθωσε να σώσει τη ζωή του αυτοκράτορα. Εκείνος θέλοντας να τον ευχαριστήσει και να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του στον Άγιο, έκτισε ένα νοσοκομείο το οποίο γρήγορα αναδείχθηκε σε μεγάλο φιλανθρωπικό ίδρυμα όπου κατέφευγαν οι άποροι και οι αδύναμοι για να θεραπευθούν και να εύρουν παρηγοριά και στήριγμα. Έχοντας επιτελέσει ένα τεράστιο και θεάρεστο έργο, κοιμήθηκε ειρηνικά σε βαθιά γεράματα.



Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Ὁ φέρων τὴν μίμησιν, τῶν τοῦ Θεοῦ οἰκτιρμῶν, ἐνθέου χρηστότητας, ἀναβλυστάνεις κρουνούς, Σαμψῶν Ἱερώτατε, σὺ γὰρ θεομιμήτω, ἑλλαμφθεῖς συμπάθεια, ὤφθης τῶν τεθλιμμένων, καὶ πασχόντων ἀκέστωρ, παρέχων ἐνὶ ἐκάστω, ρώσιν καὶ ἔλεος.


Κοντάκιον

Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.

Ὡς ἰατρὸν πανάριστον, καὶ πρεσβευτὴν εὐπρόσδεκτον, οἱ τῇ σορῷ σου τῇ θείᾳ προστρέχοντες, Σαμψὼν θεόφρον Ὅσιε, συνελθόντες σε ὕμνοις, καὶ ψαλμοῖς ἀνυμνοῦμεν, Χριστὸν δοξάζοντες, τὸν τοιαύτην σοι χάριν παρέχοντα τῶν ἰάσεων.

Τετάρτη 26 Ιουνίου 2024

Ακολούθα αυτό που σου λέει ο λογισμός σου. Πού σε παίρνει; Τι καρπούς σου δίδει;

  Ο άειμνηστος γέροντάς μας Ιωσήφ, μας έλεγε πάντα: 

"Παιδιά, όταν έχετε δύσκολες περιστάσεις μπροστά σας και δύσκολα ερωτηματικά που θέλουν απαντήσεις κρίσιμες και δύσκολες, πάντοτε να βλέπετε ένα πράγμα τι καρπούς φέρει.

«'Από τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς» μας έλεγε ο γέροντας.

Και έλεγε: "δείτε αυτήν την κατάσταση"και μας έλεγε για διάφορα δικά μας που είχαμε τότε. 

"Ακολούθα αυτό που σου λέει ο λογισμός σου. Πού σε παίρνει; Τι καρπούς σου δίδει;

Ο καρπός του Πνεύματος εστί αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, αγαθοσύνη, πίστη, πραότης, εγκράτεια.

Αυτό που ακολουθείς, σου δίδει αυτούς τους καρπούς; Εάν σου τους δίδει, εντάξει.

Είναι το Πνεύμα το Άγιο παρών!"


Εάν αντί στην αγάπη σε παίρνει στη διχόνοια, σου φέρνει σκότος, σου φέρνει μίσος, σου φέρνει φανατισμό, κοντεύει να σε βγάλει έξω από την Εκκλησία, κοντεύει να σε διαρρήξει από τους πνευματικούς σου..

Kρίνεις, κατακρίνεις συνόδους, Επισκόπους, πνευματικούς, μοναστήρια..

Τι είναι αυτή η τρικυμία όλη;Αυτό είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος;

Από αυτό μόνο να καταλάβεις πού πας!Και να συνέλθεις!

π. Αθανάσιος Μητρ. Λεμεσού

Ω, Πανάγιο Πνεύμα του Θεού, μη φύγεις ποτέ από εμάς, ούτε όταν Σε θέλουμε ούτε όταν δεν Σε θέλουμε!

 Η αγάπη του Θεού, ως ευώδες μύρο, εκχέεται στις καρδιές μας με κανέναν άλλο τροπο παρά δια του Αγίου Πνεύματος, του Πανάγαθου και Παντοδύναμου Πνεύματος.

Πέφτουμε, σηκωνόμαστε, πέφτουμε και σηκωνόμαστε!

Όταν πέφτουμε, το Πνεύμα του Θεού στέκεται δίπλα μας και μας εγείρει, αν επιθυμούμε να εγερθούμε.

Ωστόσο, όταν εγερθούμε, το Πνεύμα του Θεού έρχεται μέσα μας και μας παραστέκει έως ότου εμείς, λόγω της αμαρτωλότητας και της ανοησίας μας, ξαναπέσουμε.

Έτσι, σε αυτή τη ζωή γινόμαστε εναλλάξ ένα εύφορο χωράφι και μια έρημος, υιοί μετανοίας και άσωτοι υιοί, πληρότητα και κενότητα, φως και σκοτάδι.

Ω, Πανάγιο Πνεύμα του Θεού, μη φύγεις ποτέ από εμάς, ούτε όταν Σε θέλουμε ούτε όταν δεν Σε θέλουμε! Να είσαι πάντοτε μαζί μας μέχρι τον θάνατό μας και σώσε μας, για να έχουμε αιώνια ζωή.

Ότι Σοι πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τούς αιώνας των αιώνων. Αμήν.


Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς.

Από το βιβλίο «Πνευματικό Ημερολόγιο, Ο Πρόλογος της Αχρίδος»

Άγιοι Θεράπων, Μακάριος, Μάρκιος και Μαρκία

 Στον Συναξαριστή του Delehaye (σ. 774, 7) κατά την 26η Ιουνίου αναφέρεται η μνήμη του μάρτυρα Θεράποντα, συνοδευμένη με τους τρεις πιο πάνω μάρτυρες. Ποιοι είναι αυτοί, μας είναι άγνωστο. Από τον Άγιο Νικόδημο δεν αναφέρεται η μνήμη τους. Μόνο, κατά την 27η Ιουνίου μνημονεύονται οι Μάρκιος και Μαρκία δια ξίφους τελειωθέντες.


Άγιος Δαβίδ ο νέος Οσιομάρτυρας

 Ο Άγιος Οσιομάρτυρας Δαβίδ καταγόταν από τις Κυδωνίες (Αϊβαλί) της Μικράς Ασίας. Οι κάτοικοι των Κυδωνιών είχαν αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση με το Άγιον Όρος, καθώς υπήρχαν δύο αγιορείτικα μετόχια στην πόλη τους, ένα της μονής Ιβήρων και ένα της μονής Παντοκράτορος. Έτσι, όταν ο Δαβίδ εγκατέλειψε τη γενέτειρά του, επισκέφθηκε το Άγιον Όρος και διέμενε κοντά σε κάποιον συμπατριώτη του, αδελφό της Σκήτης της Αγίας Άννης, όπου αργότερα εκάρη και ο ίδιος μοναχός.


Ο Όσιος Δαβίδ κατά τη διάρκεια της μοναχικής του πολιτείας, κινούμενος από θείο ζήλο, ανέλαβε την πρωτοβουλία, αφού πρώτα έλαβε την ευλογία του γέροντός του, να επισκεφθεί τη Σμύρνη, για να συλλέξει χρήματα για την ανοικοδόμηση των ερειπωμένων ναών της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και της Θεοτόκου στο Άγιον Όρος. Μετά την αποπεράτωση των εργασιών στους δύο ναούς, οικοδόμησε και δύο δεξαμενές νερού, καθώς και μία σειρά κελιά για τους προσκυνητές. Δεν παρέμεινε όμως άλλο στο Άγιον Όρος, αλλά φλεγόμενος από τον πόθο του μαρτυρίου επισκέφθηκε τη Μαγνησία της Μικράς Ασίας, όπου προκάλεσε τους Τούρκους, ονειδίζοντάς τους για τη θρησκεία τους. Αυτοί τον συνέλαβαν και, αφού τον εξυλοκόπησαν άγρια, τον απέπεμψαν από την πόλη τους. Έτσι, χωρίς να πραγματοποιήσει την επιθυμία του επέστρεψε στη Σκήτη της Αγίας Άννης, όπου εξομολογήθηκε στο γέροντά του το διακαή πόθο του για το μαρτύριο. Ο πνευματικός του, φοβούμενος για την έκβαση μιας τέτοιας πράξεως, προσπάθησε να τον αποτρέψει, χωρίς όμως τελικά να το επιτύχει. Ο Όσιος Δαβίδ επισκέφθηκε στις Καρυές τον Επίσκοπο πρώην Χριστουπόλεως Παγκράτιο, από τον οποίο έλαβε την ευλογία για να προχωρήσει στο μαρτύριο, και κατόπιν ήλθε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί πληροφορήθηκε για την εξώμοση ενός μοναχού από τη Βατοπαιδινή Σκήτη του Αγίου Δημητρίου. Ο Όσιος Δαβίδ τον επισκέφθηκε και προσπάθησε να τον μεταπείσει· μάταια όμως, γιατί ο αρνησίθρησκος επέμενε στην πλάνη του. Οι Τούρκοι, οι οποίοι φρουρούσαν τον εξωμότη, συνέλαβαν τον Όσιο και αφού τον εκτύπησαν, τον παρέδωσαν στον κριτή, για να δικασθεί. Ο κριτής, φοβούμενος μήπως ο Όσιος Δαβίδ καταφέρει να μεταπείσει τον εξωμότη, διέταξε την άμεση θανάτωση του Οσίου. Την ίδια νύχτα λοιπόν, στις 26 Ιουνίου του 1813 μ.Χ., ο Όσιος Δαβίδ ο Κυδωνιεύς ευρήκε μαρτυρικό θάνατο δι’ απαγχονισμού.


Ιδιαίτερα τιμάται ο Οσιομάρτυς Δαβίδ στη Σκήτη της Αγίας Άννης του Αγίου Όρους.

Όσιος Ιωάννης επίσκοπος Γοτθίας

 Ο Όσιος Ιωάννης γεννήθηκε στις αρχές του 8ου αιώνα μ.Χ., την εποχή που αυτοκράτορας ήταν ο Λέοντας ο Ίσαυρος και καταγόταν από τους τόπους της Κριμαίας. Διακρίθηκε από παιδί για την ενάρετη ζωή του και το ζήλο του για την πίστη. Οι γονείς του ονομάζονταν Λέων και Φωτεινή και την ευσέβεια τους την μετέδωσαν και στον γιο τους.


Στα χρόνια της εικονομαχίας, ο Ιωάννης είχε εκκλησιαστική επικοινωνία περισσότερο με τη Ρώμη, που δεν την επηρέαζε η πληγή αυτή της Ανατολής. Σαν επίσκοπος Γοτθίας ο Ιωάννης υπήρξε διδακτικός και φιλάνθρωπος. Παρέμεινε απλός, ταπεινόφρων, φτωχός και αφιλάργυρος, αδελφός των ιερέων και πατέρας των λαϊκών του


Κάποια αιματηρή στάση, ανάγκασε τον καλό ποιμένα να καταφύγει με πολλούς χριστιανούς στην Αμάστριδα του Ευξείνου Πόντου. Εκεί έμεινε τέσσερα χρόνια και πέθανε το 780 μ.Χ. ευεργετώντας, μέχρι την τελευταία του στιγμή. Κλήρος και λαός τον έθαψαν με μεγάλες τιμές.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Όσιος Δαβίδ από τη Θεσσαλονίκη

 Ο Όσιος Δαβίδ καταγόταν από τη βόρεια Μεσοποταμία, που ήταν μεγάλο μοναστικό κέντρο, και γεννήθηκε περί το 450 μ.Χ. Για λόγους που δεν αναφέρονται ήλθε στη Θεσσαλονίκη μαζί με το μοναχό Αδολά. Κατά το βιογράφο τους ο Όσιος εισήλθε αρχικά στη μονή των Αγίων Μαρτύρων Θεοδώρου και Μερκουρίου, επιλεγομένη Κουκουλλιατών, της οποίας η τοποθεσία προσδιορίζεται «ἐν τῷ ἀρκτικῷ μέρει τῆς πόλεως πλησίον τοῦ τείχους ἐν ᾧ ἐστι τὸ παραπόρτιον τῶν Ἀπροΐτων». Το προσωνύμιο «Κουκουλλιατῶν» ή «Κουκουλλατῶν» δηλώνει τους μοναχούς που έφεραν κουκούλιο, ίσως κατά ιδιάζοντα τρόπο, αν κρίνει κανείς από τις σωζόμενες απεικονίσεις του Οσίου, δηλαδή ριγμένο στους ώμους. Η θέση της μονής πρέπει να αναζητηθεί βορειοανατολικά της Ακροπόλεως, εκεί όπου αναγνωρίζεται το τοπωνύμιο «Κῆπος τοῦ Προβατᾶ».


Τα παραδείγματα των αγίων ανδρών της Παλαιάς Διαθήκης, ιδιαιτέρως του Προφήτου και βασιλέως Δαβίδ, ο οποίος «τριετῆ χρόνον ᾐτήσατο, ἵνα δοθῇ αὐτῷ χρηστότης καὶ παιδεία καὶ σύνεσις», ώθησαν τον Όσιο Δαβίδ να αποφασίσει να καθίσει σε δένδρο αμυγδαλέας μέχρι ο Κύριος να του αποκαλύψει το θέλημά Του και να του χαρίσει σύνεση και ταπείνωση. Στο τέλος της τριετίας εμφανίσθηκε στον Όσιο Άγγελος Κυρίου, ο οποίος τον διαβεβαίωσε ότι εισακούσθηκε η παράκλησή του και η δοκιμασία του ως δενδρίτου ασκητού έληξε. Ο Άγγελος του είπε να κατέλθει από το δένδρο και να συνεχίσει τον ασκητικό του βίο σε κελί αινών και ευλογών τον Θεό. Ο Όσιος κοινοποίησε την οπτασία αυτή στους μαθητές του, ζητώντας τη βοήθειά τους για την κατασκευή του κελιού. Η είδηση γρήγορα έφθασε στον Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Δωρόθεο και σε όλη την πόλη.


Όταν ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός με τη Νεαρά 11, του 535 μ.Χ., απέσπασε από την εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τις βόρειες περιοχές του Ιλλυρικού και ανύψωσε την ιδιαίτερή του πατρίδα σε Αρχιεπισκοπή, υπό τον τίτλο της Νέας Ιουστινιανής, Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ήταν ο Αριστείδης, ο οποίος αν και αποδέχθηκε τη μεταβολή, προσπάθησε όμως να περισώσει την πολιτική σημασία της πόλεως, με την επαναφορά της έδρας του υπάρχου του Ιλλυρικού από την Πρώτη Ιουστινιανή στη Θεσσαλονίκη. Ενώ η διάσπαση της εκκλησιαστικής διοικήσεως δεν μείωνε την αξία της Θεσσαλονίκης, η μετάθεση της έδρας της υπαρχίας συνιστούσε σοβαρό υποβιβασμό της πόλεως. Το αίτημα λοιπόν των Θεσσαλονικέων, καθώς και η επιθυμία του υπάρχου Δομνίκου, ήταν η επαναφορά της έδρας στη Θεσσαλονίκη, ιδέα που ενστερνίσθηκε με ενθουσιασμό ο Αρχιεπίσκοπος Αριστείδης. Στο σημείο αυτό ζητήθηκε η βοήθεια του Οσίου Δαβίδ για τη μεταφορά του αιτήματος στον Ιουστινιανό, διότι ο Αρχιεπίσκοπος, όπως ο Βίος εξηγεί, δεν μπορούσε «καταλιπεῖν τὴν πόλιν ἀδιοίκητον» και να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη. Εκτός των άλλων όμως, η προτίμηση του Οσίου Δαβίδ δείχνει τη βαρύτητα, αλλά και τις δυσχέρειες που προβλεπόταν ότι θα συναντούσε ένα παρόμοιο αίτημα στον Ιουστινιανό, ο οποίος προσφάτως είχε τιμήσει την ιδιαίτερή του πατρίδα, Πρώτη Ιουστινιανή, με τις έδρες της νέας Αρχιεπισκοπής και της υπαρχίας. Μετά από τόσα χρόνια εγκλεισμού ο Όσιος εμφανίσθηκε για πρώτη φορά στο φως του ήλιου. Η μορφή του είχε αλλάξει. Τα μαλλιά του είχαν μακρύνει μέχρι την οσφύ αυτού και τα γένια του μέχρι τους πόδες του, το δε άγιο πρόσωπό του έλαμπε σαν τις ακτίνες του ήλιου. Συνοδευόμενος από δύο μαθητές του, τον Θεόδωρο και τον Δημήτριο, απέπλευσε προς τη Βασιλεύουσα. Η φήμη όμως του Οσίου είχε προτρέξει. Έτσι, όταν έφθασε εκεί, όλη η Πόλη τον υποδέχθηκε. Η υποδοχή του από τη Θεοδώρα, σύζυγο του Ιουστινιανού, καθώς και οι τιμές και ο σεβασμός της προς το πρόσωπο του Οσίου, προκάλεσαν τον θαυμασμό όλων των παρισταμένων. Η Θεοδώρα κινήθηκε δραστήρια• έτσι, όταν επέστρεψε ο Ιουστινιανός, ο οποίος απουσίαζε σε επίσημες υποχρεώσεις, φρόντισε να προκαταλάβει τη γνώμη του θετικά υπέρ του Οσίου Δαβίδ, με αποτέλεσμα ο αυτοκράτορας να προσκαλέσει τον Όσιο ενώπιον της συγκλήτου. Ο Όσιος παρουσιάσθηκε στη σύγκλητο κατά τρόπο θεαματικό κρατώντας στα χέρια του φωτιά με θυμίαμα που δεν κατέκαιγε τη σάρκα του. Το παράστημα του Οσίου καθώς και το προφανές θαύμα επέβαλε σε όλους κλίμα δέους και κατανύξεως, ώστε ο βασιλέας πρόθυμα ικανοποίησε το αίτημά του με σπουδή.


Κομίζοντας τα αγαθά νέα ο Όσιος απέπλευσε για τη Θεσσαλονίκη, την οποία όμως έμελλε μόνο από μακριά να ξαναδεί, διότι μόλις το πλοίο παρέκαμψε το ακρωτήριο εκείνος παρέδωσε το πνεύμα του στο Θεό. Το γεγονός συνέβη μεταξύ των ετών 535 – 541 μ.Χ.


Η είδηση της αφίξεως του ιερού λειψάνου του Οσίου κάτω από τις συνθήκες αυτές συγκλόνισε ολόκληρη την πόλη της Θεσσαλονίκης. Το σκήνωμα του Οσίου Δαβίδ αρχικά κατατέθηκε στον τόπο, όπου είχαν αποτεθεί παλαιότερα τα ιερά λείψανα των Μαρτύρων Θεοδούλου και Αγαθόποδος, στα δυτικά του λιμανιού. Ο Αρχιεπίσκοπος Αριστείδης με πολλή θλίψη όρισε πάνδημη κηδεία. Το λείψανο του Οσίου ενταφιάσθηκε στη μονή του, των Απροΐτων, σύμφωνα με την επιθυμία του.


Εκατόν πενήντα χρόνια μετά την κοίμηση του Οσίου, περί το 685 – 690 μ.Χ., έγινε μία προσπάθεια για τη διάνοιξη του τάφου, όταν ο ηγούμενος της μονής των Απροΐτων Δημήτριος «ἠθέλησεν ἀπὸ πολλὴν πίστιν λαβεῖν τι μέρος ἐκ τοῦ ἁγίου αὐτοῦ λειψάνου». Μόλις όμως ξεκίνησε η εργασία αυτή, η πλάκα που κάλυπτε τον τάφο έσπασε και αυτό θεωρήθηκε ως φανέρωση του θελήματος του Οσίου να μη θιγεί. Το ιερό λείψανο παρέμεινε στην αρχική του θέση μέχρι την εποχή των σταυροφοριών. Κατά την περίοδο της λατινικής κυριαρχίας του μομφερρατικού οίκου στη Θεσσαλονίκη (1204 – 1222 μ.Χ.), το ιερό λείψανο μεταφέρθηκε στην Ιταλία και το 1236 μ.Χ. απαντάται στην Παβία, απ’ όπου μεταφέρθηκε στο Μιλάνο, το 1967 μ.Χ.


Τελικά, το σεπτό λείψανο του Οσίου Δαβίδ μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη και κατατέθηκε στη βασιλική του Αγίου Δημητρίου στις 16 Σεπτεμβρίου 1978 μ.Χ.



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Ὡς φοῖνιξ ἐξήνθησας, τῶν ἀρετῶν τοὺς καρπούς, ἀσκήσας ὡς ἄσαρκος, ἀμυγδαλῆς ἐν φυτῷ, Δαβὶδ Πάτερ Ὅσιε. Ὅθεν Θεσσαλονίκη, τοὶς ὀσίοις σου πόνοις, χάριν παρὰ Κυρίου, δαψιλῆ καρπουμένη, γεραίρει ὡς μεσίτην σέ, θερμὸν πρὸς τὸν Κύριον.


Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος πλ. δ’.

Ἐν σοὶ Πάτερ ἀκριβῶς διεσώθη τὸ κατ᾽ εἰκόνα· λαβὼν γὰρ τὸν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καὶ πράττων ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μὲν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διὸ καὶ μετὰ Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὅσιε Δαυῒδ τὸ πνεῦμά σου.


Έτερον Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Τῇ ἀγάπῃ τοῦ Λόγου Πάτερ πτερούμενος, ἐπὶ τοῦ δένδρου διῆλθες ἀγγελικὴν βιοτήν, καὶ ἐξήνεγκας ἡμῖν καρποὺς τῆς χάριτος· ἐξ ὧν τρυφῶντες νοητῶς, ἐκβοῶμέν σοι πιστῶς, Δαβὶδ Ὁσίων ἀκρότης· μὴ διαλίπῃς πρεσβεύων, ἐλεηθῆναι τὰς ψηχὰς ἡμῶν.


Κοντάκιον

Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.

Ὡς μιμητήν, τῶν οὐρανίων τάξεων, καὶ ἀγαθῶν, τῶν ἐπιγείων πάροικον, ἀπαξίως μακαρίζομεν, σὲ ὦ Δαβὶδ θεομακάριστε· τὸν βίον γὰρ ὡς ἄγγελος ἐτέλεσας, καὶ θείων δωρημάτων κατετρύφησας, ἐξ ὧν καὶ ἡμῖν μετάδος Ὅσιε.


Μεγαλυνάριον

Ἤνεγκας ὡς κλῆμα ἐν τῇ Ἐδέμ, ἑστὼς ὑπὲρ φύσιν, ἐπὶ δένδρου πάτερ Δαβίδ, βότρυας ἡδίστους, ἠθῶν δικαιοσύνης, δι΄ὧν ἀεὶ εὐφραίνεις τοὺς σὲ γεραίροντας.


Κάθισμα

Ἦχος πλ. δ'. Τὴν σοφίαν καὶ Λόγον.

Ἐγκρατείᾳ τὰ πάθη τὰ τῆς σαρκός, τῇ ψυχῇ ὑποτάξας Πάτερ σοφέ, ὡράθης μακάριε, μετὰ σώματος Ἄγγελος, καλιὰν δὲ πήξας, ὡς ὄρνις εὐκέλαδος, ἐν φυτῷ εἰς ὕψος, τὸν νοῦν ἀνεπτέρωσας· ὅθεν τῶν θαυμάτων, ἐνεργείας πλουτήσας, μετῆλθες πρὸς Κύριον, ὃν ἐκ βρέφους ἐπόθησας· διὰ τοῦτο βοῶμέν σοι· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Τρίτη 25 Ιουνίου 2024

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν γεμάτα από την πίκρα της συκοφαντίας και των διωγμών(Αγ.Ιωάννης Μαξίμοβιτς)

 Πολλοί πιστοί, ευσυνείδητοι κληρικοί και σεβαστοί από όλο τον κόσμο ιεράρχες απέρριπταν ή και μισούσαν ακόμη τον Άγιο Ιωάννη (Μαξίμοβιτς) ενόσω ζούσε.

Τον έβριζαν ανοιχτά μόλις έμπαινε στην Εκκλησία, του φώναζαν πως ήταν αλαζόνας και πλανεμένος και τον παρομοίαζαν με τον άσχημο χαρακτήρα του πατρός Φέραποντ από τους Αδελφούς Καραμαζώφ του Ντοστογιέφσκι.


 Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν γεμάτα από την πίκρα της συκοφαντίας και των διωγμών. Μερικές φορές ο Άγιος Ιωάννης προκαλούσε φθόνο, δυσμενείς κριτικές ή δυσφορία στους ανθρώπους, όταν τους φερόταν αυστηρά, εμμένοντας στους εκκλησιαστικούς κανόνες. 

Εκείνη την εποχή ο μετέπειτα αρχιερέας Σεραφείμ Σλομποντσκοϊ ρώτησε ποιος ήταν ο υπεύθυνος για τη διαίρεση στην Εκκλησία. 

Ο Άγιος απάντησε απλά: «ο διάβολος». 

Γεύτηκε τον φθόνο και την συκοφαντία. Ο άγιος με πίστη στο Θεό και υπομονή αντιμετώπισε όλη την κακότητα χωρίς να κρίνει κανέναν.

ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: «Η ΑΠΟΦΥΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟΓΝΩΣΕΩΣ»

 «Αν έχεις αμαρτίες, να μην απελπιστείς, αυτά δεν παύω να σας τα λέω συνεχώς, και αν κάθε μέρα αμαρτάνεις, να μετανοείς καθημερινά. Γιατί η μετάνοια είναι το φάρμακο κατά των αμαρτημάτων είναι η προς τον Θεόν παρρησία, είναι όπλο κατά του διαβόλου, είναι η μάχαιρα που του κόβει το κεφάλι, είναι η ελπίδα της σωτηρίας, είναι η αναίρεση της απογνώσεως. Η μετάνοια μας ανοίγει τον ουρανό και μας εισάγει στον Παράδεισο. Γι’ αυτό (σου λέω), είσαι αμαρτωλός; μην απελπίζεσαι. Ίσως βέβαια αναλογιστείς. Μα τόσα έχω ακούσει στην Εκκλησία και δεν τα ετήρησα. Πως να εισέλθω και πάλι και πως και πάλι να ακούσω; Μα γι’ αυτό ακριβώς πρέπει να εισέλθεις επειδή, όσα άκουσες δεν τα ετήρησες. Να τα ξανακούσεις, λοιπόν, και να τα τηρήσεις. Εάν ο ιατρός σου βάλει φάρμακο στην πληγή σου και παρά ταύτα δεν καθαρίσει, την επομένη ημέρα δεν θα σου ξαναβάλει πάλι; Μη ντρέπεσαι, λοιπόν, να ξαναέλθεις στην Εκκλησία. Να ντρέπεσαι όταν πράττεις την αμαρτία. Η αμαρτία είναι το τραύμα και η μετάνοια το φάρμακο. Αν, λοιπόν, έχεις παλιώσει σήμερα από την αμαρτία, να ανακαινίσεις τον εαυτό σου με τη μετάνοια. Και είναι δυνατό, μπορεί να πει κανείς να σωθώ, αφού μετανοήσω; Και βέβαια είναι. Μα, όλη τη ζωή μου την πέρασα μέσα στις αμαρτίες, και εάν μετανοήσω θα βρω τη σωτηρία; Και βέβαια. Από που γίνεται αυτό φανερό; Από τη φιλανθρωπία του Κυρίου σου… Γιατί η φιλανθρωπία του Θεού δεν έχει μέτρο. Και ούτε μπορεί να ερμηνευτεί με λόγια η πατρική Του αγαθότητα. Σκέψου μια σπίθα που έπεσε μέσα στη θάλασσα, μήπως μπορεί να σταθεί εκεί η να φανεί; Όση σχέση έχει, λοιπόν, μια σπίθα με το πέλαγος, τόση σχέση έχει η αμαρτία σου σε σύγκριση με τη φιλανθρωπία του Θεού. Και καλύτερα, θα έλεγα, όχι τόση, άλλα πιο πολλή. Γιατί το πέλαγος, ακόμη και αν είναι απέραντο, έχει όριο, μέτρο και σύνορα. Η φιλανθρωπία όμως του Θεού είναι απεριόριστη. Γι’ αυτό σου επαναλαμβάνω. Είσαι αμαρτωλός; Μην απελπίζεσαι» (περικοπή από την8η ομιλία για τη μετάνοια, PG 49, 337-338).

Άγιος Μεθόδιος ο εν Νυβρίτω

 Ο Άγιος Μεθόδιος γεννήθηκε στο Ρέθυμνο επί Αραβοκρατίας. Ο ακριβής τόπος καταγωγής του δεν είναι γνωστός. Άγνωστο είναι και το μοναστήρι της κουράς του. Ίσως να είναι το Μοναστήρι του Πρέβελη. Γνωστός ωστόσο ακούεται ο γέροντάς του, Ευθύμιος, που ασκήτευσε στα βουνά της Νιβρύτου (ή Νύβριτος ή - παλαιότερη γραφή - Νίβριτος). Εκεί λοιπόν στη Νίβριτο, ασκήτευσε και ο όσιος Μεθόδιος, και συνδυάζοντας την πραότητα, την υπομονή, την εγκράτεια και πολλές άλλες αρετές, έζησε την καθαρά μοναστική βιοτή ή ακριβέστερα την αναχωρητική.


Εκεί λοιπόν στα ψηλά βουνά της Νιβρύτου, που απλώνονται διαδοχικά προς τις νοτιοανατολικές πλαγιές του Ψηλορείτη, στο κατάλληλο αυτό φυσικό τοπίο, βίωσε και ασκήτεψε ο γνήσιος του Θεού ασκητής. Τολμηρό είναι να αναφέρουμε ότι ο Άγιος Μεθόδιος είχε συναντηθεί με τον Όσιο Νικόλαο του Κουρταλιώτη  ο οποίος ασκήτευε κι αυτός σε γειτονική περιοχή. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί πως υποστηρίζεται από κάποιους ότι ο Όσιος Νικόλαος ασκήτευσε σε μια σπηλιά γειτνιάζουσα στην Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου κοντά στο χωριό Ζαρός. Εκεί σώζεται ακόμα και σήμερα Ναός επ’ ονόματι του Οσίου Μεθοδίου της Νιβρύτου. Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι κάποιοι συγχέουν τους δυο Αγίους και τους εμφανίζουν ένα και το αυτό πρόσωπο. Για όλα αυτά βεβαίως χρειάζεται πολλή έρευνα από τους ειδικούς επιστήμονες. Πλήρης ημερών εξεδήμησε προς Κύριον όπως ποθούσε από παιδί. Η μνήμη του τιμάται στις 25 Ιουνίου, στο χωριό Νίβρυτο. Το λείψανό του φυλάσσεται στη Μονή Επανωσήφη (ή Απανωσήφη).


Άγνωστος είναι ο υμνογράφος της ασματικής του Ακολουθίας. Από την προβληματική φιλολογική μέριμνά της εικάζομε ότι πρόκειται για ευσεβή ασκητή ολιγογράμματο. Η Αγιότητά του φεγγίζει στα βουνά της Νιβρύτου και ο οσιακός βίος του διαγράφεται ανάγλυφος μέσα από τα δάση και τα δένδρα, τα νερά και τα ποτάμια, τη σπηλιά και την ησυχία, την ερημιά και τη γοητεία της φυσικής καλλονής του τόπου αυτού. Ο Όσιος Μεθόδιος δόξασε το Θεό και μεγάλυνε το όνομά Του.



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος α. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Ἐκ Νηβρύτου ὡς ἄστρον, πολιτείας τῆς κρείτονος, δι’ ἀσκητικῆς συντονίας, μυστικῶς ἐξανέτειλας, φαιδρύνων τᾶς χορείας τῶν Κρητῶν, αὐγαίς θεουργικῶν σού ἀρετῶν, καί θαυμάτων ἀγλαϊαις, ἠγιασμένε Μεθόδιε. Δόξα τῷ σέ ἰσχύσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σέ ἁγιάσαντι, δόξα τῷ χορηγούντι διά σου, χάριν ἀέναον.


Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος πλ α. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Τῶν Ὁσίων τοὺς τρόπους, ἐκμιμησάμενος, ἐν τῇ Νηβρύτῳ μετῆλθες, ἀσκητικὴν βιοτήν, καὶ μετέστης πρὸς σκηνὴν ἀχειροποίητον, ἔνθα Χριστοῦ ἀξιωθείς, τῆς παραστάδος εὐκλεῶς, Μεθόδιε θεομάκαρ, ἐκ τῶν λειψάνων σου βλύζεις, ἡμῖν ἀπαύστως χάριν ἄφθονον.


Κοντάκιον

Ἦχος πλ α. Μιμητὴς ὑπάρχων.

Τὰ τῆς γῆς ἡδέα ἀπαρνησάμενος, τοῦ Κυρίου ὀπίσω κατηκολούθησας, καὶ ἀσκήσας ἐν κόσμῳ καθάπερ ἄσαρκος, τοῖς χοροῖς τῶν Ἀγγέλων συνήφθης Ὅσιε, ἐνεργῶν ξενοτρόπως, ἡμῖν νῦν ἐν θαύμασι· διὸ πάντες Μεθόδιε, ὕμνοις σε γεραίρομεν.


Έτερον Κοντάκιον

Ἦχος πλ δ. Τῇ Ὑπερμάχῳ.

Ναὸς ἐγένου καθαρὸς τοῦ Θείου Πνεύματος τῶν ἐν ἀσκήσει ἀρετῶν τοῖς προτερήμασι, ὡς ἐπόθεις τὴν ψυχήν σου κατακοσμήσας. Ὅθεν τύπος μοναζόντων ἀναδέδειξαι, καὶ πρὸς Κύριον μεσίτης ἀκαταίσχυντος, τῶν βοώντων σοι· χαίροις πάτερ Μεθόδιε.


Μεγαλυνάριον

Χαίροις τῆς Νηβρύτου κλέος σεπτόν, Μεθόδιε πάτερ, καὶ τῆς Κρήτης αὖχος λαμπρόν· χαίροις ὁ ἀσκήσας, ὡς ἄσαρκος ἐν κόσμῳ, καὶ μετ’ Ἀγγέλων ἔχων, νῦν τὸ πολίτευμα.


Έτερον Μεγαλυνάριον

Βίον τῶν Ὁσίων πολιτευθείς, λιπῶν ὡς ἐχέφρων, ἀπολαύσεις τάς κοσμικάς, χαίρων ἐν ὑψίστοις, Μεθόδιε εὐφραίνῃ ἡμῖν ἀναπηγάζων, χάριν ἀείζωον.


Ὁ Οἶκος

Ἐγκρατείας τοῖς ὅπλοις, κατ’ ἐχθρῶν θριαμβεύσας, θεόθεν ἀμοιβὰς ἐκομίσω, καὶ τῶν θαυμάτων τὴν ἰσχύν, δι’ ἧς ἀεὶ ἐνεργεῖς τὰ παράδοξα, πρὸς σωτηρίαν Ὅσιε, τῶν πόθῳ σοι βοώντων ταῦτα·


Χαῖρε γηΐνων ὁ ὑπερόπτης·

χαῖρε Ὁσίων ὁ συμπολίτης.

Χαῖρε ὁ βιώσας ἐν κόσμῳ ὡς ἄσαρκος·

χαῖρε ὁ ἀσχύνας ἐχθρὸν παναλάστορα.

Χαῖρε ἄμπελος πολύφορος βιοτῆς ἀσκητικῆς·

χαῖρε δένδρον ὡραιόκλαδον γεωργίας μυστικῆς.

Χαῖρε ὅτι Ἀγγέλων τὴν ζωὴν ἐμιμήσω·

χαῖρε ὅτι τὰ κάλλη τῆς Ἐδὲμ ἐθεάσω.

Χαῖρε τῆς Κρήτης βλάστημα ἔνθεον·

χαῖρε Νηβρύτου καύχημα τίμιον.

Χαῖρε λαμπὰς μοναζόντων φωσφόρος·

χαῖρε φωστὴρ εὐσεβῶν φωτοβόλος.


Χαίροις πάτερ Μεθόδιε.


Κάθισμα

Ἦχος πλ α. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Τῶν παθῶν κατασβέσας, τὰ ὑπεκαύματα, ἐγκρατείας τῇ δρόσω, τὴν φωτοφόρον στολήν, τῆς θεώσεως ἐνδέδυσαι Μεθόδιε, καὶ προσεχώρησας φαιδρῶς, εἰς τοὺς θαλάμους τῆς ζωῆς, ἔνθα Κυρίῳ παρέστης, ὑπὲρ ἡμῶν ἱκετεύων, τῶν πεποιθόντων τῇ πρεσβείᾳ σου.


Άγιοι Ορέντιος, Φαρνάκιος, Έρωτας, Φίρμος, Φιρμίνος, Κυριάκος, και Λογγίνος

 Οι Άγιοι Ορέντιος, Φαρνάκιος, Έρωτας, Φίρμος, Φιρμίνος, Κυριάκος, και Λογγίνος ήταν αδέλφια, ξακουστά για την ανδρεία τους και υπηρετούσαν στρατιώτες στη Θράκη, στα χρόνια του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (301 μ.Χ.).


Σε κάποια μάχη με τους Σκύθες, ο Ορέντιος κατόθρωσε να σκοτώσει τον σκληρό και γενναίο αρχηγό τους, Μαραρών. Για το κατόρθωμά του αυτό τιμήθηκε, αλλά συγχρόνως προσκλήθηκε να συμμετάσχει στις θυσίες προς τα είδωλα, που θα προσφέρονταν για τη νίκη του. Ο χριστιανός ήρωας αρνήθηκε ρητά, και διακήρυξε ότι αυτός ένα Θεό αληθινό αναγνωρίζει και λατρεύει, τον Θεό των χριστιανών. Βέβαια δεν τον τιμώρησαν αμέσως, χάρη του ανδραγαθήματός του. Αλλά μαζί με τα έξι αδέλφια του, τους έστειλαν δυσμενή μετάθεση στην Αρμενία.


Εκεί μετά από λίγο χρόνο, υποβλήθηκαν σε ανάκριση. Και οι επτά μ' ένα στόμα δήλωσαν, ότι μέχρι την τελευταία τους πνοή θα μείνουν πιστοί στον αρχηγό της σωτηρίας τους, και κριτή τους κατά την ήμερα της παγκόσμιας ανάστασης και ανταπόδοσης. Μετά τη δήλωση τους αυτή, καταδικάστηκαν σε εξορία μακρινών και σκληρών τόπων.


Και οι επτά πέθαναν ο ένας μετά τον άλλο από τις κακουχίες και τις ταλαιπωρίες, αλλά χωρίς κανένα γογγυσμό.

Άγιος Γεώργιος ο εν Κρήνη

 Ο Νεομάρτυρας Γεώργιος γεννήθηκε στα μέρη της Αττάλειας από γονείς πλούσιους και ευσεβείς. Νήπιο ακόμα, ο Γεώργιος, αρπάχτηκε από τον Αγά Προύσαλη, κατά τις συνηθισμένες αρπαγές χριστιανόπουλων από τους Τούρκους, εξισλαμίστηκε και ονομάστηκε Μεχμέτ.


Όταν ήλθε σε ηλικία γάμου, παντρεύτηκε την κόρη του Αγά αυτού. Με την προτροπή των θεοσεβών γονέων, μια χριστιανή υπηρέτρια του Γεωργίου, ονομαζόμενη Μαρία, αποκάλυψε σ' αυτόν για την καταγωγή του και τον τρόπο του εξισλαμισμού του. Με την πρόφαση ότι θα πήγαινε για προσκύνημα στη Μέκκα, ο Γεώργιος μαζί με τη Μαρία, ήλθε στους Αγίους Τόπους, όπου παρέμεινε για δυο χρόνια. Κατόπιν έφτασε στην πόλη Κρήνη της Μικράς Ασίας, όπου παντρεύτηκε την Ελένη Μαυρογιάννη.


Επιζητώντας το μαρτύριο ο Γεώργιος, πήγε στο Διοικητήριο και βοήθησε να κατέβει από το άλογο, ο διερχόμενος από την Κρήνη, πρώην πενθερός του, στον όποιο μετά από λίγο ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό.


Τότε οι Τούρκοι τον έριξαν στη φυλακή, όπου τον έδειραν σκληρά και έβαλαν στα πόδια του φάλαγγα, και στη συνέχεια πυρακτωμένο χάλκινο σκεύος στο κεφάλι του. Τελικά στις 25 Ιουνίου 1823 μ.Χ., τον κρέμασαν στον τοίχο του σπιτιού του επισήμου Παντελάκη Φαρμάκη και τον απαγχόνισαν.

Άγιος Προκόπιος που μαρτύρησε στη Σμύρνη

 Ο νεομάρτυρας Προκόπιος, καταγόταν από χωριό που ήταν κοντά στη Βάρνα, και από γονείς ευσεβείς.


Σε ηλικία 20 χρονών, πήγε στο Άγιο Όρος και μόνασε στη Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου, υποτακτικός στον γέροντα Διονύσιο. Σαν μοναχός, διακρίθηκε για τις μοναχικές του αρετές. Αργότερα, εγκατέλειψε τη μοναχική ζωή, έφθασε στη Σμύρνη και βρισκόμενος σε απόγνωση, εξισλαμίστηκε.


Κατόπιν όμως, οι τύψεις συνειδήσεως που είχε για το βαρύ ολίσθημα του, τον έφεραν με δάκρυα μετανοίας σε κάποιο πνευματικό, στον όποιο εξομολογήθηκε και πήρε τις ανάλογες συμβουλές παρηγοριάς. Κατόπιν προσευχήθηκε μπροστά στην εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου και ξεκίνησε για τον κριτή της πόλης. Μόλις έφτασε μπροστά στον κριτή, πέταξε το τούρκικο σαρίκι που φορούσε στο κεφάλι του και φόρεσε τον μοναχικό σκούφο. Έπειτα ήλεγξε με τόλμη τη μουσουλμανική θρησκεία και ομολόγησε με θάρρος τον Χριστό.


Οι Τούρκοι, όταν είδαν το αμετάθετο της γνώμης του μάρτυρα, τον οδήγησαν με χλευασμούς στον τόπο της εκτέλεσης. Αλλά όταν διαπίστωσαν τη χαρά με την οποία πήγαινε στο μαρτύριο, οι δήμιοι φοβήθηκαν και αρνήθηκαν να τον εκτελέσουν. Τότε ανέλαβε και τον αποκεφάλισε κάποιος αρνησίχριστος, που κλήθηκε επί τούτου, στις 25 Ιουνίου 1810 μ.Χ., ήμερα Σάββατο.

Όσιος Διονύσιος κτήτορας της Μονής Τιμίου Προδρόμου Αγίου Όρους

 Ο Όσιος Διονύσιος γεννήθηκε στο χωριό Κορησσό της Καστοριάς, από γονείς ευσεβείς γεωργούς. Σε νεαρή ηλικία, πήγε στο Άγιο Όρος, κοντά στον αδελφό του Θεοδόσιο. Ο Διονύσιος, με δάσκαλο τον ίδιο του τον αδελφό, έμαθε να μελετά την Αγία Γραφή και γρήγορα διακρίθηκε για το ταπεινό του φρόνημα και για τον φιλάνθρωπο χαρακτήρα του.


Μετά λίγα χρόνια, επί αυτοκράτορα Αλεξίου Κομνηνού του Γ' (1350 - 1390 μ.Χ.) ο Θεοδόσιος έγινε Μητροπολίτης στην Τραπεζούντα. Ο Διονύσιος, όταν το έμαθε χάρηκε πολύ, πρώτα από αδελφική αγάπη και δεύτερο διότι θα μπορούσε τώρα να πραγματοποιήσει πιο εύκολα ένα δικό του σχέδιο.


Μετά την χειροτονία του σε Πρεσβύτερο, ο Διονύσιος μετέφερε τον τόπο της ασκήσεώς του σ' ένα απότομο βουνό του μικρού Άθωνος ή Αντιάθωνος, το ονομαζόμενο Παλαιός Πρόδρομος και Παναγία. Και λίγο πιο κάτω ήθελε να κτίσει Ναό και ευπρεπή Μονή. Πράγμα που τελικά, με τη χάρη του θεού, κατόρθωσε. Έτσι, το 1375 μ.Χ. ο Αλέξιος Γ, με τη μεσιτεία του αδελφού του Μητροπολίτη Θεοδοσίου, ενέκρινε την ανέγερση της Μονής με το όνομα του Τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου. Έδωσε για το έργο αυτό ο αυτοκράτορας στον Διονύσιο, 50 σώμια (400.000 γρόσια) και μετά τρία χρόνια 1.000 Κομνηνάτα. Έτσι ο μοναχός Διονύσιος έκτισε τη Μονή Τιμίου Προδρόμου, γνωστή κατόπιν με αυτό το όνομα που της έδωσε ο κτήτοράς της.


Ο Διονύσιος πέθανε στην Τραπεζούντα, όπου είχε πάει για να ζητήσει και άλλο βοήθημα από τον αυτοκράτορα για την αγιογράφηση του ναού της Μονής.



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Φῶς οὐράνιον, ἐν σοῖ σκηνώσαν, λύχνον ἄσβεστον, τοὶς ἐν τῷ Ἄθῳ, Διονύσιε σαφῶς σὲ ἀνέδειξε, σὺ γὰρ Προδρόμου τὸν βίον μιμούμενος, Μονὴν αὐτῶ ἀνεγείρεις περίβλεπτον. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.


Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.

Προφῆτα καὶ Πρόδρομε, τῆς παρουσίας Χριστοῦ, ἀξίως εὐφημῆσαί σε οὐκ εὐποροῦμεν ἡμεῖς, οἱ πόθῳ τιμῶντές σε· στείρωσις γὰρ τεκούσης, καὶ πατρὸς ἀφωνία, λέλυνται τῇ ἐνδόξῳ, καὶ σεπτῇ σου γεννήσει, καὶ σάρκωσις Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, κόσμῳ κηρύττεται.


Κοντάκιον

Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον

Ἡ πρὶν στεῖρα σήμερον, Χριστοῦ τὸν Πρόδρομον τίκτει, καὶ αὐτὸς τὸ πλήρωμα, πάσης τῆς προφητείας, ὅν περ γάρ, προανεκήρυξαν οἱ Προφῆται, τοῦτον δή, ἐν Ἰορδάνῃ χειροθετήσας, ἀνεδείχθη Θεοῦ Λόγου, Προφήτης Κήρυξ ὁμοῦ καὶ Πρόδρομος.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Αγία Φεβρωνία

 Η Αγία Φεβρωνία, ήταν περιζήτητη νύμφη για την σωματική της ομορφιά. Το ίδιο όμως έλαμπε και η αγνή ψυχή της. Για το λόγο αυτό σε ηλικία 17 ετών, επέλεξε το δρόμο της άσκησης και της εγκράτειας στο μοναστήρι όπου ηγουμένη ήταν η θεία της, Βρυένη και βρισκόταν στην Μεσοποταμία (στην πόλη της Νισίβεως, που λέγεται Αντιόχεια της Μυγδονίας και βρισκόταν στα σύνορα του Βυζαντινού και Περσικού κράτους).


Γρήγορα, παρά το νεαρό της ηλικίας της, προσαρμόσθηκε στους δύσκολους κανόνες της μοναχικής ζωής βρίσκοντας παράλληλα και χρόνο για να μελετά και να εμβαθύνει στις Θείες Γραφές. Έγινε δε υπόδειγμα ανάμεσα στις άλλες μοναχές για τη σύνεσή της το ζήλο της, την προθυμία της και το ταπεινό της φρόνημα.


Κάποια ημέρα όμως, ένα στρατιωτικό σώμα το οποίο κατεδίωκε χριστιανούς, με επικεφαλής το Σεληνο (288 μ.Χ.) έφθασε και στο μοναστήρι της Φεβρωνίας. Οι άλλες μοναχές κατόρθωσαν να διαφύγουν, η Αγία όμως η οποία ήταν άρρωστη δεν κατόρθωσε να μετακινηθεί. Κοντά της παρέμειναν η ηγουμένη Βρυένη και η αδελφή Θωμαΐς.


Οι στρατιώτες, μόλις αντίκρυσαν τη Φεβρωνία, έμειναν έκπληκτοι από την ομορφιά της. Άφησαν, λοιπόν, τρεις άνδρες να τη φρουρούν και οι υπόλοιποι γύρισαν και το ανέφεραν στον αρχηγό τους Σελήνο. Αυτός αμέσως διέταξε και την έφεραν μπροστά του, και με κάθε τρόπο την πίεσε να άλλαξοπιστήσει. Πρότεινε στη Φεβρωνία να τη δώσει σύζυγο στον ανεψιό του Λυσίμαχο, που κοντά του θα γνώριζε μεγάλη δόξα. Η Φεβρωνία, όμως, προτίμησε να γίνει «της μελλούσης αποκαλύπτεσθαι δόξης κοινωνός» (Α' Έπιστολή Πέτρου, ε' 1). Προτίμησε, δηλαδή, να είναι συμμέτοχος της δόξας που θα αποκαλυφθεί κατά τη δευτέρα παρουσία, και με περίσσιο θάρρος περιφρόνησε τις προτάσεις του Σελήνου, ο όποιος, αφού τη βασάνισε, τελικά τη σκότωσε με ξίφος.



Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.

Ὡς τῆς ἀσκήσεως ῥόδον ἡδύπνευστον, ὀσμὴν ἀθλήσεως τῷ κόσμῳ ἔπνευσας, εἰς ὀσμὴν μύρων τοῦ Χριστοῦ δραμοῦσα ἀσχέτῳ πόθῳ· ὅθεν ὡς παρθένον σὲ καὶ ὁσίαν καὶ μάρτυρα, θαυμαστῶς ἐδόξασε Φεβρωνία ὁ Κύριος, ᾧ πρέσβευε ὑπὲρ τῶν βοώντων· χαῖρε σεμνὴ ὁσιομάρτυς.

Δευτέρα 24 Ιουνίου 2024

ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΣΤΟΝ ΤΙΜΙΟ ΠΡΟΔΡΟΜΟ

ΟΤΕ ΚΑΤΑΒΑΣ

Το Πανάγιον Πνεύμα

Ἡ ἡμέρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος

 Metropolitan Anthony Bloom


Σήμερα γιορτάζουμε τὴν ἡμέρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τί γνωρίζουμε γι’ αὐτό; Ἀκούσαμε ὑπέροχες προσευχές χθὲς τήν Κυριακὴ τῆς Πεντηκοστῆς, ἀλλὰ ἄς σκεφτοῦμε τὸ ὄνομα ποὺ τοῦ ἔχει δοθεῖ στὸ Εὐαγγέλιο, τὸ ὁποῖο στὰ Ἀγγλικὰ μεταφράζεται ὡς «ὁ Παράκλητος», ἐνῶ σὲ ἄλλες γλῶσσες ὡς «ὁ Μεσολαβητής».


Πράγματι Αὐτὸ εἶναι ὁ μόνος Παρηγορητής ποὺ μᾶς παρηγορεῖ γιὰ τὸν χωρισμό μας ἀπὸ τὸν Χριστό, Αὐτὸ παρηγορεῖ ἐμᾶς ποὺ εἴμαστε σὰν ὀρφανά, ποὺ ἀνυπομονοῦμε νὰ βρεθοῦμε μὲ τὸν Θεὸ μας, τὸν Σωτήρα μας καὶ ποὺ γνωρίζουμε ὅτι ὅσο εἴμαστε δέσμιοι τῆς σάρκας – καὶ αὐτὰ εἶναι λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου – εἴμαστε χωρισμένοι ἀπὸ Ἐκεῖνον.


Ἀλλὰ γιὰ νὰ νοιώσουμε τὶ εἶναι γιά μᾶς ἡ παρηγοριά καί ὁ Παράκλητος, πρέπει πρῶτα νὰ συνειδητοποιήσουμε ὅτι ζοῦμε χώρια του καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτο ἐρώτημα ποὺ πρέπει νὰ κάνουμε στὸν ἑαυτό μας: τὸ ἔχουμε συνειδητοποιήσει, ἤ ζοῦμε τὴν ψευδαίσθηση ὅτι ζοῦμε κατὰ Θεὸ καὶ ὅτι ὁ Θεὸς ζεῖ μέσα ἀπὸ ἐμᾶς,καὶ ὅτι τίποτα περισσότερο δὲν χρειαζόμαστε; Τὶ περισσότερο χρειαζόμαστε!


Ἐπειδὴ εἶναι ὁ Παράκλητος, μᾶς δίνει δύναμη, δύναμη νὰ ζοῦμε, παρὰ τὸν χωρισμό μας, τὴν δύναμη νὰ ὑπομένομε καὶ νὰ γινόμαστε οἱ λειτουργοί τοῦ Καλοῦ, ποὺ μέσα ἀπὸ ἐμᾶς ἐκπληρώνονται οἱ Ἐντολές τοῦ Θεοῦ, τοῦ Μόνου ποὺ μπορεῖ νὰ δώσει στὴν ψυχή μας ρώμη και σθένος, θέληση, δύναμη γιὰ νὰ ἐνεργοῦμε. Αὐτό ὅμως, ἐάν στραφοῦμε καὶ τοῦ ποῦμε : Ἔλα! ἔλα καὶ κατοίκησε μέσα μας! Ἔλα καὶ λεύκανε τὴν ψυχή μας! Γίνε ὄχι μόνο ὁ Παρηγορητής μας ἀλλὰ καὶ ἡ δύναμη μας.


Ἐν τέλει εἶναι Αὐτὸ ποὺ μᾶς δίνει, ἤδη ἀπὸ τώρα, τὴ χαρὰ νὰ γνωρίζουμε πόσο κοντὰ βρισκόμαστε, πέρα ἀπὸ αὐτὸ ποὺ μοιάζει νὰ εἶναι μιὰ μεγάλη ἀπόσταση ποὺ μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸν Θεό, ποὺ μὲ ἀνεκλάλητους ἀναστεναγμούς, μιλάει στὸν Θεὸ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ὕπαρξής μας· εἶναι τὸ μόνο ποὺ, ἐπειδὴ εἴμαστε ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, τὰ ἀδέλφια καὶ οἱ ἀδελφές του – καὶ τοῦτα εἶναι τὰ δικά Του λόγια – μαρτυρα ὅτι εἴμαστε παιδιὰ τοῦ Πατέρα. Ἡ χαρὰ, τὸ θαῦμα, ἡ ἀξιοπρέπεια ποὺ φέρνει στην ζωή μας! Ἐπίσης ἡ εὐθύνη.


Ἐὰν θυμηθοῦμε τὸν κόσμο μας, ποὺ σὲ μιὰ τέτοια ἔκταση εἶναι σύμμαχος τοῦ Θεοῦ, τὸ Πνεῦμα εἶναι ἤδη ἡ ἀπαρχὴ τῆς αἰώνιας ζωῆς. Ἡ παρουσία του ἀποτελεῖ ἕνα γεγονὸς ἀποφασιστικῆς σημασίας. Εἶναι Ἐκεῖνο ποὺ χτυπιέται, ὅπως ἡ θάλασσα πάνω στὰ βράχια, σπάει ὅ,τι Τοῦ ἀντιστέκεται, εἶναι ἡ χαρὰ τῆς αἰώνιας ζωῆς ποὺ κρούει τὴν θύρα τῆς ψυχῆς μας, ποὺ μὲ τὴ βία θέλει νὰ μετέχει στὴ ζωή μας, ποὺ μᾶς θυμίζει τὸν Θεὸ ποὺ εἶναι ὁ Πατέρας μας, τὸν Σωτήρα μας Χριστὸ καὶ τὴν ἀξιοπρέπεια καὶ ὑπεροχὴ ποὺ ἔχουμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, δείχνοντάς μας ὅτι ὅλα εἶναι δυνατὰ μὲ τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ ποὺ μᾶς στηρίζει.


Ἄς κρατήσουμε στὴν ψυχὴ μας τὴν σημερινὴ ἑορτὴ μὲ εὐγνωμοσύνη καὶ ὑπευθυνότητα, καὶ μπορεῖ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ποὺ κατῆλθε μὲ τὴ μορφὴ πυρίνων γλωσσῶν στοὺς Ἀποστόλους, – νὰ ἐπισκεφτεῖ καὶ ἐμᾶς – ἴσως σὰν μιὰ πυρκαγιὰ ποὺ θὰ μᾶς καταυγάσει, ὅπως τὴν Φλεγόμενη Βάτο, ἤ θὰ μᾶς ἀγγίξει σὰν τὴ γαλήνια, ἁπαλὴ φωνὴ ποὺ ἄκουσε ὁ Προφήτης στην ἐρημιὰ ὅπου βρισκόταν ὁ Θεός, μέσα ἀπὸ τὴν ταπείνωσή Του, τὴν παράδοση Του σὲ μᾶς, τὴν ἀγάπη Του. Ἀμήν.

Ἀναμένοντας τὸν Παράκλητο

  Metr. Anthony Bloom


Βρισκόμαστε στὴν περίοδο ἀνάμεσα στὴ γιορτὴ τῆς Ἀνάληψης τοῦ Κυρίου καὶ τὴ γιορτὴ τῆς Ἁγίας Τριάδας κι ἔτσι θὰ ἤθελα νὰ πῶ κάτι σχετικὸ καὶ μὲ τὶς δύο.


Ὁ προφήτης Ἠσαΐας λέει στὸ 53ο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου του (Ἠσ. 53.4) ὅτι ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας πληγώθηκε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, ὅτι ἐπωμίστηκε τὶς ἀδυναμίες μας, ὅτι οἱ μώλωπές Του μᾶς ἔχουν θεραπεύσει. Ὅταν σκεφτόμαστε τὸν ἀναστημένο Χριστὸ νὰ ἐμφανίζεται στοὺς μαθητές Του καὶ νὰ τοὺς δίνει νὰ ἀγγίξουν τὰ χέρια Του, νὰ προσκαλεῖ τὸν Ἀπόστολο Θωμᾶ νὰ ἐξετάσει τὴν πραγματικότητα καὶ τὸ βάθος τῶν πληγῶν πάνω στὰ χέρια καὶ τὰ πόδια καὶ τὴν πλευρά Του, τείνουμε νὰ ξεχάσουμε ὅτι ὁ Χριστὸς καὶ κατὰ τὴν Ἀνάληψή Του ἔφερε στὴ σάρκα Του τὶς πληγὲς ποὺ Τοῦ προκάλεσαν οἱ ἁμαρτίες μας – ὅτι μὲ τρόπο ἀκατάληπτο ὁ Χριστός, ὄχι μόνο ὕστερα ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση ἀλλὰ καὶ ὕστερα ἀπὸ τὴν εἰς οὐρανοὺς Ἀνάληψη καὶ τὴν ἔνδοξη ἐνθρόνισή Του στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ Πατέρα φέρει στὴν ἀνθρώπινη σάρκα Του τὰ τραύματα ποὺ Τοῦ κατάφερε ἡ ἀνθρώπινη ἁμαρτία.


 Ἐξακολουθεῖ νὰ μεταφέρει τὴν ἀνθρώπινη ἀσθένειά μας στοὺς ὤμους Του καὶ τόσο ἡ Ἀνάσταση ὅσο καὶ οἱ φρικώδεις μέρες τοῦ Πάθους εἶναι τώρα, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, τυλιγμένες, ἀποθεμένες μέσα στὸ μυστήριο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, τῆς Ἁγίας, Ἀκατάληπτης, Μεγάλης Τριάδας. Ὅλες οἱ ὀδύνες τοῦ κόσμου, ὅλη ἡ ἁμαρτία, οἱ θλίψεις, ἡ φρίκη του, βάρυναν τὸ Χριστὸ κι Ἐκεῖνος δὲν τὶς πέταξε οὔτε μὲ τὴν Ἀνάσταση, οὔτε μὲ τὴν ἔνδοξη Ἀνάληψή Του. Ὁ Χριστὸς παραμένει «τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον πρὸ καταβολῆς κόσμου ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου σωτηρίας».


Ὅταν τὴ μέρα τῆς Πεντηκοστῆς, τὴ μέρα ποὺ γιορτάζουμε ὡς τὴ μέρα τῆς Ἁγίας Τριάδας, στέλνει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα Του στοὺς μαθητές Του, τοὺς Ἀποστόλους Του, τὴν Ἐκκλησία, γιὰ τὴν ἀναγέννηση τοῦ κόσμου ὁλόκληρου, Τὸ στέλνει μὲ τρόπο διττό. Ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ εἴμαστε τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὸ ζωντανό, παλλόμενο, μαρτυρικό, λαβωμένο στοὺς αἰῶνες, τὸ «βαστάζον τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ», κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου (Γαλ.17) τὸ «ἀνταναπληροῦν τὰ ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ» (Κολ. 1.24)· ἀπὸ αἰώνα σὲ αἰώνα ἡ Ἐκκλησία καλεῖται νὰ εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ τὸ «κλώμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν», τὸ «μελιζόμενον ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου σωτηρίας». Κι ἐπειδὴ εἴμαστε τὸ Σῶμα αὐτό, ὅσο ἀνάξιοι κι ἂν εἴμαστε, μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ ἀνήκουμε στὸ Χριστό, ἐπειδὴ εἴμαστε ἡ Ἐκκλησία, μετέχουμε στὴ δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἔρχεται σ’ ἐμᾶς διότι εἴμαστε ἀδύνατοι, ἁμαρτωλοί, καὶ γι’ αὐτὸ μόνο ἡ θεϊκὴ ἰσχὺς μπορεῖ νὰ μᾶς σώσει.


Ὀφείλουμε νὰ προετοιμαστοῦμε μὲ ἰδιαίτερη προσοχὴ γιὰ τὴν Κυριακή τῆς Πεντηκοστῆς. Θὰ ἔλθουμε βέβαια μὲ τὴν ἁμαρτωλότητά μας, ἂς ἔλθουμε ὅμως ἐντελῶς ἀνοικτοί, μὲ ὅλο τὸν ἔνθεο πόθο μας, πεινασμένοι καὶ διψασμένοι γιὰ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Κυρίου ποὺ θὰ δώσει ζωὴ στὶς ψυχές μας, ποὺ θ’ ἀλλάξει τὴ ζωή μας, ποὺ θὰ γεμίσει τὸ χάσμα τὸ ὁποῖο χωρίζει μέσα μας τὸ θεοειδὲς ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἀκόμα ἀνήκει στὴ φθορά, τὴν ἁμαρτία καὶ τὸ θάνατο.


Ἂς περάσουμε αὐτὴ τὴν ἑβδομάδα συγκεντρωμένα, ἂς τὴν περάσουμε μέσα στὴν ἀναμονὴ καὶ τὴν προσευχὴ ὥστε ὅταν θὰ ψάλλουμε μαζὶ τὴν ἐπίκληση πρὸς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα «ἐλθέ, καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν», αὐτὰ νὰ μὴν εἶναι λόγια ποὺ θὰ ποῦμε ἀπὸ συνήθεια ἀλλὰ τὸ ἀποκορύφωμα τοῦ πόθου μας γιὰ τὸ Θεό, τῆς ἀγάπης μας, τὸ ἄνοιγμά μας μπροστά Του, παρόμοιο μὲ τὸ ἄνοιγμα τῆς ψυχῆς στὴν ἀγάπη καὶ τὴ χαρά.


Θὰ μπορέσουμε τότε, παρ’ ὅλη τὴν ἀσθένεια καὶ ἁμαρτωλότητά μας, νὰ δεχτοῦμε γιὰ μίαν ἀκόμη φορά, μὲ καινούριο τρόπο, ἕνα νέο μέτρο τῆς χάρης ἐκείνης ποὺ μᾶς κάνει πιὸ κοντινοὺς καὶ πιὸ ἀγαπητοὺς στὸ Θεό, τὸ Θεὸ Ἐκεῖνο ὁ ὁποῖος μπῆκε στὴ δόξα μὲ τὴ σάρκα ποὺ φέρει ἀγιάτρευτα τὰ τραύματα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία μας, ἀγιάτρευτα ἐφ’ ὅσον ἡ ἁμαρτία ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπάρχει.


Πόσο θαυμαστὸς εἶναι ὁ Θεός μας! Μὲ πόση εὐγνωμοσύνη δὲν πρέπει νὰ Τὸν σκεφτόμαστε! Μᾶς ἀγαπᾶ παρ’ ὅλη τὴν ἀπιστία μας, τὴν ἄσχημη ζωή μας· πάντα πιστεύει, πάντα δύναται, πάντα ἐλπίζει· μὲ τὴ δύναμή Του μπορεῖ νὰ μᾶς χαρίσει τὰ πάντα, φτάνει ἐμεῖς νὰ Τοῦ δώσουμε τὸ δικαίωμα, τὴν ἐξουσία, τὴν εὐκαιρία νὰ δράσει ἐλεύθερα. Ἂς προετοιμαστοῦμε εὐλαβικὰ γιὰ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σ’ ἐμᾶς.




Ἀπό τό βιβλίο:Ἡμέρα Κυρίου, Ἐκδόσεις Ἀκρίτας

Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος

 Ἁγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος


Ἐκεῖνοι, λοιπόν, oι ὁποῖοι εἶναι δυσαρεστημένοι καὶ μὲ σφοδρότητα ὑπερασπίζονται τὸ «γράμμα», ἐπειδὴ ἐμεῖς τάχα εἰσάγουμε κάποιον ξένο καὶ παρείσακτο Θεό, νὰ ξέρουν καλὰ ὅτι φοβοῦνται ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει φόβος. Καὶ ἂς γνωρίζουν σαφῶς, ὅτι κάλυμμα τῆς ἀσέβειάς τους εἶναι ἡ φιλία τοῦ «γράμματος», ὅπως θὰ φανεῖ ἐντὸς ὀλίγου, ὅταν, ὅσο εἶναι δυνατόν, θὰ ἀνατρέψουμε τὰ ἐπιχειρήματά τους. Ἐμεῖς βέβαια ἔχουμε τόση πίστη στὴ θεότητα τοῦ Πνεύματος, τὸ ὁποῖο λατρεύουμε, ὥστε ἀπὸ Αὐτὸ θ’ ἀρχίσουμε τὸ λόγο γιὰ τὸ Θεό, ἀναφέροντας τὶς ἴδιες ἐκφράσεις γιὰ τὴν Τριάδα, ἔστω κι ἂν φανεῖ σὲ μερικοὺς πολὺ τολμηρό. «Ἦταν τὸ φῶς τὸ ἀληθινό, τὸ ὁποῖο φωτίζει κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἔρχεται στὸν κόσμο», ὁ Πατέρας. «Ἦταν τὸ φῶς τὸ ἀληθινό, τὸ ὁποῖο φωτίζει κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἔρχεται στὸν κόσμο», ὁ Υἱός. «Ἦταν τὸ φῶς τὸ ἀληθινό, τὸ ὁποῖο φωτίζει κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἔρχεται στὸν κόσμο», ὁ ἄλλος Παράκλητος· «ἦταν» καὶ «ἦταν» καὶ «ἦταν»· ὅμως ἕνα «ἦταν» ὑπάρχει. «Φῶς» καὶ «φῶς» καὶ «φῶς», ἀλλὰ ἕνα φῶς, ἕνας Θεός.


Αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ὁ Δαβὶδ παλαιότερα κατανόησε, ὅταν ἔλεγε· «στὸ φῶς σου θὰ δοῦμε τὸ φῶς». Καὶ τώρα ἐμεῖς καὶ ἔχουμε ἰδεῖ καὶ διακηρύσσουμε ὅτι κατανοοῦμε τὸν Υἱὸ ὡς φῶς ποὺ προέρχεται ἀπὸ φῶς, τὸν Πατέρα, μέσα στὸ φῶς, τοῦ Πνεύματος. Ἔτσι ἔχουμε μία σύντομη καὶ ἁπλὴ θεολογία γιὰ τὴν Τριάδα. Ὅποιος θέλει νὰ περιφρονήσει ὅσα λέμε, ἂς τὰ περιφρονήσει. Κι ὅποιος θέλει ν’ ἁμαρτάνει, ἂς ἁμαρτάνει· ἐμεῖς κηρύσσουμε αὐτὸ ποὺ ἔχουμε καταλάβει καλά. Καὶ ἂν ἀπὸ ἐδῶ κάτω δὲν ἀκουγόμαστε, σὲ ὑψηλὸ βουνὸ θ’ ἀνεβοῦμε καὶ θὰ φωνάξουμε. Θὰ «ὑψώσουμε» τὸ Πνεῦμα, δὲν θὰ φοβηθοῦμε. Καὶ ἂν φοβηθοῦμε, (αὐτὸ θὰ γίνει) ὄχι τὴν ὥρα ποὺ κηρύσσουμε, ἀλλὰ ὅταν σιωποῦμε (ἡσυχάζουμε).


4. Ἂν ὑπῆρξε χρόνος κατὰ τὸν ὁποῖο δὲν ὑπῆρχε ὁ Πατήρ, ἄλλο τόσο ὑπῆρξε χρόνος ποὺ δὲν ὑπῆρχε ὁ Υἱός. Καὶ ἂν ὑπῆρξε χρόνος ποὺ δὲν ὑπῆρχε ὁ Υἱός, τότε ὑπῆρξε χρόνος ποὺ δὲν ὑπῆρχε οὔτε τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Ἂν τὸ ἕνα ὑπῆρχε ἀπὸ τὴν ἀρχή, τότε καὶ τὰ τρία ὑπῆρξαν τὸ ἴδιο. Τολμῶ νὰ πῶ, πὼς ἂν τὸ ἕνα ὑποβιβάσεις, οὔτε τὰ ἄλλα δύο νὰ ἐξυψώσεις. Ποιὰ ἄραγε ὠφέλεια ὑπάρχει ἀπὸ μία ἀτελῆ θεότητα; Ἀκόμη περισσότερο, τί εἴδους θεότητα εἶναι αὐτή, ἂν δὲν εἶναι τέλεια; Κατὰ κάποιον τρόπο δὲν ὑπάρχει, ἐὰν δὲν ἔχει τὴν ἁγιότητα· καὶ πῶς θὰ τὴν ἔχει, ἂν δὲν ἔχει τὸ Πνεῦμα; Ἐκτὸς ἐὰν ὑπάρχει ἄλλη ἁγιότητα ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Πνεῦμα· ἂς μᾶς πεῖ κάποιος πὼς αὐτὴ κατανοεῖται ἀλλιῶς. Ἂν ὅμως ἡ ἁγιότητα εἶναι τὸ Πνεῦμα, πῶς τότε δὲν ὑπῆρχε ἀπὸ τὴν ἀρχή; Σὰν νὰ ἦταν καλλίτερο γιὰ τὸν Θεὸ νὰ ὑπῆρξε ποτὲ ἀτελὴς καὶ χωρὶς τὸ Πνεῦμα. Ἂν δὲν ὑπῆρξε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὸ Πνεῦμα, τότε τοποθετεῖται στὴν ἴδια κατηγορία μὲ μένα(1), ἀκόμη κι ἂν δημιουργήθηκε λίγο πρὶν ἀπὸ μένα. Διότι ὡς πρὸς τὸ χρόνο ἐμεῖς ἀντιδιαστελλόμαστε ἀπὸ τὸν Θεό. Ἐὰν τοποθετεῖται τὸ Πνεῦμα στὴν ἴδια κατηγορία μὲ μένα, πῶς ἐμένα μὲ θεοποιεῖ ἢ πῶς μὲ ἑνώνει μὲ τὴ θεότητα;


5. Ὅμως θ’ ἀσχοληθῶ γιὰ χάρη σου λίγο περισσότερο μὲ τὸ θέμα αὐτό. Ὅσα ἔχουν σχέση βέβαια μὲ τὴν ἁγία Τριάδα ἐπεξηγήσαμε καὶ προηγουμένως. Οἱ Σαδδουκαῖοι κατ’ ἀρχήν, νόμισαν ὅτι δὲν ὑπάρχει καθόλου τὸ ἅγιο Πνεῦμα, οὔτε βέβαια ἄγγελοι, οὔτε ἀνάσταση· δὲν ξέρω γιατί περιφρόνησαν ἐντελῶς τὶς τόσες μαρτυρίες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες πάλι, oι περισσότεροι θεολόγοι καὶ ὅσοι βρίσκονται πιὸ κοντὰ στὴ δική μας ἀλήθεια, τὸ συνέλαβαν μὲ τὴ φαντασία τους, ὅπως μου φαίνεται· σχετικὰ ὅμως μὲ τὴν ὀνομασία τοῦ διαφοροποιήθηκαν, καλώντας τὸ «νοῦ τοῦ παντὸς» καὶ «θύραθεν νοῦ» καὶ ἄλλες σχετικὲς ὀνομασίες(2). Ἀπὸ τοὺς δικούς μας σοφοὺς τώρα, ἄλλοι τὸ ἐξέλαβαν ὡς ἐνέργεια, ἄλλοι ὡς κτίσμα, ἄλλοι ὡς Θεὸ καὶ ἄλλοι δὲν ξέρουν πιὸ ἀπὸ τὰ δύο αὐτά, σεβόμενοι τὴ Γραφή, διότι, ὅπως ἰσχυρίζονται, δὲν φανέρωσε καθαρὰ οὔτε τὸ ἕνα οὔτε τὸ ἄλλο. Καὶ γι’ αὐτὸ οὔτε τὸ σέβονται, οὔτε τὸ περιφρονοῦν, κρατώντας κάπως μία μέση στάση γι’ αὐτό, μᾶλλον ὅμως πολὺ ἄθλια. Ἀπ’ ὅσους πάλι τὸ θεώρησαν Θεό, ἄλλοι εἶναι εὐσεβεῖς μόνο μέχρι τὴ σκέψη, ἐνῶ ἄλλοι τολμοῦν νὰ ἐκφράζουν τὴν εὐσέβεια καὶ μὲ τὰ χείλη. Ἄκουσα ἀκόμη ἄλλους σοφότερους ν’ ἀξιολογοῦν τὴ θεότητα. Αὐτοὶ λοιπόν, ὅπως καὶ μεῖς, τρία ὁμολογοῦν μὲ ττ νοῦ τους ὅτι ὑπάρχουν, τόσο ὅμως διαχωρίζονται μεταξύ τους, ὥστε τὸ μὲν ἕνα (δήλ. τὸν Πατέρα) καὶ ὡς πρὸς τὴν οὐσία καὶ ὡς πρὸς τὴ δύναμη νὰ παρουσιάζουν ἀόριστο· τὸ ἄλλο (τὸν Υἱό), ὡς πρὸς τὴ δύναμη, ὄχι ὅμως ὡς πρὸς τὴν οὐσία· τὸ τρίτο (τὸ Πνεῦμα) καὶ ὡς πρὸς τὰ δύο περιγραπτό· μὲ ἄλλον τρόπο μιμοῦνται αὐτοὺς ποὺ ὀνομάζουν «δημιουργὸ» καὶ «συνεργὸ» καὶ «λειτουργὸ» τὰ πρόσωπα, ἐκλαμβάνοντας τὴ σειρὰ τῶν ὀνομάτων καὶ διαβάθμιση τῶν προσώπων ποὺ ἀντιπροσωπεύουν.


7. Ἐδῶ ὁ δικός σου λόγος· oι σφενδόνες ἂς μποῦν σὲ δράση, oι συλλογισμοὶ ἂς γίνουν περίπλοκοι. Ὁπωσδήποτε, ἢ ἀγέννητο εἶναι τὸ Πνεῦμα ἢ γεννητό. Καὶ ἂν εἶναι ἀγέννητο, τότε δύο εἶναι τὰ ἄναρχα. Ἐὰν πάλι εἶναι γεννητό, πάλι θὰ ὑποδιαιρέσεις· ἢ ἀπὸ τὸν Πατέρα προέρχεται τοῦτο, ἢ ἀπὸ τὸν Υἱό. Καὶ ἂν βέβαια γεννιέται ἀπὸ τὸν Πατέρα, τότε ὑπάρχουν δύο γιοὶ καὶ ἀδελφοί. Ἂν


θέλεις, φτιάξε τους καὶ διδύμους, ἢ τὸν ἕνα μεγαλύτερο καὶ τὸν ἄλλο νεώτερο, ἀφοῦ εἶσαι τόσο φιλοσώματος. Ἐὰν πάλι ἔχει φανεῖ ἀπὸ τὸν Υἱό, λέγει, μᾶς φανερώνεται καὶ Θεὸς-ἐγγονός! Τί πιὸ παράξενο ἀπὸ αὐτὸ θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει; Αὐτὴ εἶναι ἡ γλώσσα ὅσων εἶναι σοφοὶ στὸ νὰ πράττουν τὸ κακό, μὴ θέλοντας νὰ γράφουν τὰ καλά. Ὅμως ἐγώ, ἂν ἔβλεπα ὅτι εἶναι ἀναγκαία ἡ διαίρεση, θὰ δεχόμουν τὶς πραγματικότητες ποὺ ἐκφράζει, χωρὶς νὰ φοβᾶμαι νὰ τὶς κατονομάσω. Οὔτε ὅμως, ἐπειδὴ ὁ Υἱὸς εἶναι Υἱὸς σύμφωνα μὲ κάποια ἀνώτερη σχέση ποὺ ἔχουν μεταξύ τους, ἐξαιτίας τοῦ ὅτι δὲν θὰ μπορούσαμε μὲ ἄλλο τρόπο παρὰ μόνο ἔτσι νὰ δείξουμε ὅτι προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ εἶναι ὁμοούσιος, πρέπει νὰ νομισθεῖ ὅτι εἶναι ἀπαραίτητο ὅλες τὶς ἐπίγειες ὀνομασίες καὶ μάλιστα αὐτὲς ποὺ δηλώνουν συγγένεια, νὰ τὶς μεταφέρουμε στὸ Θεό. Ἢ μήπως θὰ ἐκλάβεις καὶ ἀρσενικοῦ γένους τὸν Θεὸ σύμφωνα μὲ τὸν λόγο αὐτό, ἐπειδὴ ὀνομάζεται Θεὸς καὶ Πατήρ; καὶ ὡς κάποιο θηλυκὸ τὴ θεότητα, σύμφωνα μὲ τὸ γένος τῶν λέξεων καὶ οὐδέτερο τὸ Πνεῦμα, ἐπειδὴ δὲν γεννάει; Κι ἂν μᾶς πεῖς καὶ αὐτὸ τὸ κωμικό, ὅτι δηλαδὴ ὁ Θεὸς γέννησε τὸν Υἱὸ ἀφοῦ συνενώθηκε μὲ τὴ θέλησή του, σύμφωνα μὲ κάποιες παλιὲς ἀνοησίες καὶ μυθοπλασίες, τότε μᾶς εἰσήχθη κάποιος ἀρσενικοθήλυκος Θεὸς τοῦ Μαρκίωνα καὶ τοῦ Οὐαλεντίνου, ὁ ὁποῖος ἐφεῦρε μὲ τὸ νοῦ τοῦ τοὺς νέους αἰῶνες(3).


8. Ἀφοῦ λοιπὸν δὲν δεχόμαστε τὴν πρώτη σου διαίρεση σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία δὲν ὑπάρχει τίποτε ἐνδιάμεσο μεταξὺ ἀγέννητου καὶ γεννητού, ἀμέσως χάνονται μαζὶ μὲ τὴν περίφημη διαίρεσή σου oι ἀδελφοὶ καὶ oι ἐγγονοί, oι ὁποῖοι χάθηκαν, ὅπως ἀκριβῶς ἑνὸς πολυπλόκου δεσμοῦ τοῦ ὁποίου, ἀφοῦ λύθηκε ὁ πρῶτος κόμπος καὶ ὑποχώρησαν μαζί, μὴ ἔχοντας θέση πλέον στὴ θεολογία. Ποῦ τάχα θὰ τοποθετήσεις τὸ ἐκπορευτό, πές μου, τὸ ὁποῖο διαφαίνεται στὸ μέσον της δικῆς σου διαιρέσεως καὶ τὸ ὁποῖο εἰσάγεται ἀπὸ κάποιον καλύτερο ἀπὸ σένα θεολόγο, τὸ Σωτήρα μας; Ἐκτὸς ἐὰν τὴ φράση ἐκείνη ποὺ λέγει: «Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, τὸ ὁποῖο ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα», τὴν ἔβγαλες ἀπὸ τὰ δικά σου εὐαγγέλια γιὰ νὰ φτιάξεις μία τρίτη δική σου Διαθήκη· τὸ ὁποῖο, ἐφόσον ἐκπορεύεται ἀπὸ ἐκεῖ, δὲν εἶναι κτίσμα· ἐφόσον πάλι δὲν εἶναι γεννητό, δὲν εἶναι Υἱός· ἐφόσον, τέλος, βρίσκεται στὸ μέσον μεταξὺ ἀγεννήτου καὶ γεννητοϋ, εἶναι ὁ Θεός. Καὶ ἔτσι, πιὸ ἰσχυρὸς ἀπὸ τὶς διαιρέσεις σου. Τί εἶναι αὐτὴ ἡ ἐκπόρευση; Πές μου ἐσὺ τί εἶναι ἡ ἀγεννησία τοῦ Πατρός, κι ἐγὼ θὰ σοὺ ἐξηγήσω τὴ γέννηση τοῦ Υἱοῦ καὶ τὴν ἐκπόρευση τοῦ Πνεύματος καὶ θὰ παραφρονήσουμε καὶ oι δύο καθὼς θὰ ζητᾶμε νὰ ἐξερευνήσουμε τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτὰ ποιοὶ θὰ τὰ κάνουν; Ἐμεῖς, oι ὁποῖοι δὲν μποροῦμε οὔτε αὐτὰ ποὺ βρίσκονται στὰ πόδια μας νὰ ἐννοήσουμε, οὔτε τὴν ἄμμο τῶν θαλασσῶν καὶ τὶς σταγόνες τῆς βροχῆς καὶ τὶς ἡμέρες τῆς αἰωνιότητας νὰ ὑπολογίσουμε, ἀκόμη περισσότερο δέ, νὰ εἰσέλθουμε στὰ βάθη τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ κάνουμε λόγο γιὰ τὴν ἄρρητη καὶ πέρα ἀπὸ κάθε λογικὴ κατανόηση φύση τοῦ Θεοῦ.


9. Τί λοιπὸν εἶναι αὐτό, λέγει, τὸ ὁποῖο λείπει ἀπὸ τὸ Πνεῦμα γιὰ νὰ εἶναι αὐτὸ Υἱός; Διότι ἂν δὲν ἔλειπε κάτι, θὰ ἦταν Υἱός. Ἐμεῖς ἰσχυριζόμαστε ὅτι δὲν τοῦ λείπει τίποτε· διότι δὲν εἶναι ἐλλειπῆς ὁ Θεός. Ὁ τρόπος τῆς φανερώσεως, γιὰ νὰ τὸ πῶ ἔτσι, ἢ ἡ διαφορὰ τῆς σχέσεως ποὺ ἔχουν μεταξύ τους, δημιουργεῖ καὶ τὴ διαφορὰ ποὺ ἔχουν στὴν ὀνομασία τους. Διότι τίποτε δὲν λείπει ἀπὸ τὸν Υἱὸ γιὰ νὰ εἶναι Πατέρας -ἐφόσον δὲν εἶναι ἔλλειψη ἡ υἱότητα-, ἀλλὰ παρὰ ταῦτα δὲν εἶναι Πατέρας. Ἢ δὲν λείπει κάτι ἀπὸ τὸν Πατέρα γιὰ νὰ εἶναι Υἱός· δὲν εἶναι ὅμως Υἱὸς ὁ Πατέρας. Ἀλλὰ oι ὄροι αὐτοὶ δὲν ἐκφράζουν κάποια ἔλλειψη, οὔτε ἐλάττωση κατὰ τὴν οὐσία. Αὐτὸ τὸ ὅτι «δὲν ἔχει γεννηθεῖ» Τὸν μὲν Πατέρα, τὸ ὅτι «ἔχει γεννηθεῖ» Τὸν δὲ Υἱὸ καὶ τὸ ὅτι «ἐκπορεύεται» αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἀκριβῶς λέγεται ἅγιο Πνεῦμα ὀνόμασε, γιὰ νὰ διασώζεται τὸ ἀσύγχυτο τῶν τριῶν ὑποστάσεων μέσα καὶ στὴ μία φύση καὶ τὸ ἕνα μεγαλεῖο της θεότητας. Οὔτε πράγματι ὁ Υἱὸς εἶναι Πατέρας, διότι ἕνας εἶναι ὁ Πατέρας, ἀλλὰ εἶναι ὅτι εἶναι ὁ Πατέρας. Οὔτε τὸ Πνεῦμα εἶναι Υἱός, ἂν καὶ προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεό, διότι ἕνας εἶναι ὁ Μονογενής, ἀλλὰ εἶναι ὅ,τι ὁ Υἱός. Ἕνα εἶναι καὶ τὰ τρία, ὡς πρὸς τὴ θεότητα, καὶ τὸ ἕνα εἶναι τρία ὡς πρὸς τὶς ἰδιότητες· ἔτσι ὥστε, οὔτε τὸ ἕνα εἶναι ὅπως τὸ κατανοοῦσε ὁ Σαβέλλιος, οὔτε τὰ τρία νὰ εἶναι τῆς τωρινῆς πονηρῆς διαιρέσεως.


10. Τί λοιπόν; Εἶναι Θεὸς τὸ Πνεῦμα; Βεβαιότατα. Καὶ τί ἄλλο, εἶναι ὁμοούσιο; Ἀσφαλῶς, ἐφόσον εἶναι Θεός.


12. Ἀλλὰ ποιὸς προσκύνησε ποτὲ τὸ Πνεῦμα; ἰσχυρίζεται (ὁ αἱρετικός). Ποιὸς (ἀπὸ τοὺς ἁγίους) της Παλαιᾶς ἢ τῆς Καινῆς Διαθήκης; Ποιὸς προσευχήθηκε σ’ αὐτό; Ποῦ εἶναι γραμμένο ὅτι πρέπει νὰ τὸ προσκυνοῦμε ἢ νὰ προσευχόμαστε σ’ αὐτό; Καὶ ἀπὸ ποῦ τὸ ἔχεις πάρει; Τὴν πιὸ πλήρη αἰτιολόγηση θὰ τὴ δώσουμε ἀργότερα, ὅταν συζητήσουμε γιὰ τὶς ἀλήθειες τῆς πίστεως ποὺ δὲν ἀπαντοῦν στὴν Γραφή. Τώρα θὰ εἶναι ἀρκετὸ νὰ ποῦμε μόνο αὐτό: Τὸ Πνεῦμα εἶναι αὐτό, μέσα ἀπὸ τὸ ὁποῖο προσκυνοῦμε τὸν Θεὸ καὶ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ ὁποίου προσευχόμαστε. Διότι Πνεῦμα λέγει ἡ Γραφὴ πὼς εἶναι ὁ Θεὸς καὶ αὐτοὶ ποὺ τὸν λατρεύουν πρέπει νὰ τὸν λατρεύουν μὲ τὴ δύναμη τοῦ Πνεύματος, ποὺ φανερώνει τὴν ἀλήθεια. Καὶ ἀλλοῦ λέγει πάλι ἡ Γραφή: Ἐμεῖς δὲν ξέρουμε οὔτε τί οὔτε πῶς νὰ προσευχηθοῦμε. Τὸ Πνεῦμα ὅμως μεσιτεύει τὸ ἴδιο στὸ Θεὸ γιὰ μᾶς μὲ στεναγμοὺς ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ἐκφραστοῦν μὲ λέξεις. Καὶ ἀλλοῦ: Θὰ προσευχηθῶ μὲ τὸ Πνεῦμα, θὰ προσευχηθῶ καὶ μὲ τὸ νοῦ, δηλαδὴ μὲ τὸ νοῦ καὶ τὸ Πνεῦμα. Τὸ νὰ προσκυνῶ λοιπὸν τὸ Πνεῦμα ἢ νὰ προσεύχομαι, δὲν μοῦ φαίνεται ὅτι εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ τὸ ὅτι τὸ ἴδιο τὸ Πνεῦμα προσφέρει στὸν ἑαυτὸ τοῦ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν προσκύνηση, Ποιὸς ἀπὸ τοὺς ἔνθεους καὶ ἀπὸ αὐτούς, ποὺ γνωρίζουν πολὺ καλό, δὲν θὰ ἐπαινοῦσε αὐτὸ τὸ πράγμα, ὅτι δηλαδὴ ἡ προσκύνηση τοῦ ἑνός, καὶ τῶν τριῶν εἶναι προσκύνηση, ἀφοῦ εἶναι ὁμότιμη καὶ στὰ τρία πρόσωπα ἡ ἀξία καὶ ἡ θεότητα; Καὶ βέβαια οὔτε ἐκεῖνο ποὺ λέγεται στὴ Γραφὴ θὰ φοβηθῶ, ὅτι δηλαδὴ τὰ πάντα ἔχουν γίνει μέσω τοῦ Υἱοῦ, σὰν νὰ ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ πάντα καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Διότι, τὰ πάντα ὅσα ἔχουν γίνει λέγει ἡ Γραφή, ὄχι ἁπλῶς τὰ πάντα χωρὶς περιορισμό. Οὔτε βέβαια περιλαμβάνεται ὁ Πατέρας, οὔτε ὅσα δὲν ἔχουν γίνει. Ἀπόδειξε πρῶτα ὅτι ἔχει γίνει μέσα στὸ χρόνο, καὶ τότε ἀποδοσὲ τὸ στὸν Υἱὸ καὶ συναρίθμησε τὸ μὲ τὰ κτίσματα. Ὅσο ἐσὺ δὲν τὸ ἀποδεικνύεις, αὐτὴ ἡ περιεκτικὴ φράση δὲν θὰ σὲ βοηθήσει στὴν ἀσέβειά σου. Διότι ἂν ἔχει γίνει, ὁπωσδήποτε διὰ τοῦ Χριστοῦ ἔχει γίνει. Οὔτε ἐγὼ ὁ ἴδιος θὰ τὸ ἀρνηθῶ. Ἐὰν ὅμως δὲν ἔχει γίνει, πῶς εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πάντα ἢ ἔχει γίνει μέσω τοῦ Χριστοῦ; Σταμάτα λοιπὸν ν’ ἀτιμάζεις καὶ τὸν Πατέρα περιφρονώντας τὸ Μονογενῆ Υἱὸ τοῦ – διότι εἶναι ἀτιμία γιὰ τὸν Πατέρα, θεωρώντας κτίσμα τὸ ὕψιστο (τὸν Υἱό), νὰ τὸν στερεῖς ἀπὸ τὸν Υἱό Του -καὶ τὸν Υἱὸ περιφρονώντας τὸ Πνεῦμα. Διότι (ὁ Υἱὸς) δὲν εἶναι δημιουργὸς κάποιου δούλου ὅμοιου μ’ αὐτόν, ἀλλ’ αὐτὸς ποὺ συνδοξάζεται μὲ τὸν ὁμότιμό του, τὸ Πνεῦμα. Τίποτε ἀπὸ τὴν ἁγία Τριάδα νὰ μὴ βάλλεις στὴν ἴδια κατηγορία μὲ σένα, γιὰ νὰ μὴν πέσεις ἐσὺ ἀπὸ τὴν Τριάδα. Καὶ μὲ κανένα τρόπο νὰ μὴν περικόψεις τὴ μία φύση καὶ ἐξίσου ἄξια σεβασμοῦ, διότι ἂν κάτι καθαιρέσεις ἀπὸ τὰ τρία πρόσωπα, θὰ ἔχεις καθαιρέσει μαζί του τὸ σύνολο, ἢ μᾶλλον θὰ ἔχεις ξεπέσει ἐσὺ ἀπ’ ὅλα. Καλύτερα νὰ σχηματίσεις μία ἀτελῆ ἰδέα γιὰ τὸν τρόπο τῆς ἑνώσεως, παρὰ ν’ ἀποτολμήσεις μία τόσο μεγάλη ἀσέβεια.


13. Ἔφτασε ὅμως ὁ λόγος μας καὶ σὲ αὐτὸ τὸ οὐσιαστικὸ κεφάλαιο· καὶ στενάζω βέβαια, διότι ζήτημα τὸ ὁποῖο εἶχε σβήσει ἀπὸ παλιὰ καὶ εἶχε ὑποχωρήσει μπροστὰ στὴν ἀλήθεια, τώρα ἀναζωπυρώνεται. Εἶναι ἀνάγκη ὅμως ν’ἀντιταχθοϋμε στοὺς φλύαρους καὶ νὰ μὴ νικηθοῦμε λόγω τῆς ἀπουσίας μας, μὲ τὸ νὰ ἔχουμε λόγο καὶ νὰ συνηγοροῦμε ὑπὲρ τοῦ Πνεύματος. Ἐάν, λέγει, ὑπάρχει Θεὸς καὶ Θεὸς καὶ Θεός, πῶς δὲν ὑπάρχουν τρεῖς Θεοί; Καὶ πῶς αὐτὸ ποῦ δοξολογεῖται, δὲν εἶναι πολυαρχία; Ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ ποῦ λένε τέτοια πράγματα; Ἐκεῖνοι, oι ὁποῖοι εἶναι τελειότεροι στὴν ἀσέβεια, ἢ καὶ ἐκεῖνοι ποῦ ἀνήκουν στὴ δεύτερη κατηγορία, ἐννοῶ δηλαδὴ αὐτοὺς ποῦ εἶναι κάπως σώφρονες σχετικὰ μὲ τὸν Υἱό; Ἡ μία μου ἀπάντηση θὰ εἶναι κοινὴ καὶ γιὰ τοὺς δύο, ἡ ἄλλη μου ἀπάντηση θὰ εἶναι ἰδιαίτερη γιὰ τοὺς δεύτερους. Ἡ ἀπάντησή μου λοιπὸν πρὸς τοὺς τελευταίους εἶναι αὐτή: Τί λέτε σὲ μᾶς τοὺς τριθεΐτες ἐσεῖς ποῦ σέβεστε τὸν Υἱό, ἀλλὰ ἐπαναστατήσατε κατὰ τοῦ Πνεύματος; Ἐσεῖς δὲν εἴσαστε διθεΐτες; Ἐὰν ἐπιπλέον ἀρνεῖσθε καὶ τὴν προσκύνηση τοῦ Μονογενοῦς, ἔχετε σαφῶς ταχθεῖ μὲ τὸ μέρος τῶν ἀντιπάλων. Καὶ τότε γιατί νὰ σᾶς φερόμαστε φιλάνθρωπα σὰν τάχα νὰ μὴν εἴσαστε ἐντελῶς νεκρωμένοι; Ἂν ὅμως σέβεσθε τὸν Υἱὸ καὶ πιστεύετε ὀρθὰ καὶ σωτήρια μέχρι αὐτὸ τὸ σημεῖο, τότε θὰ σᾶς ρωτήσουμε: Ποιὸς εἶναι ὁ λόγος τῆς διθεΐας σας, ἂν κατηγορηθεῖτε γι’ αὐτό; Ἐὰν ὑπάρχει κάποια ἀπάντηση συνετή, ἀποκριθεῖτε καὶ δεῖξτε καὶ σὲ μᾶς τὸν τρόπο ν’ ἀπαντᾶμε. Διότι μὲ ὅποια ἐπιχειρήματα θ’ ἀποκρούσετε ἐσεῖς τὴν διθεΐα, αὐτὰ θ’ ἀρκέσουν καὶ σὲ μᾶς γιὰ ν’ ἀποκρούσουμε τὴν τριθεΐα. Κι ἔτσι θὰ νικᾶμε χρησιμοποιώντας ἐσᾶς τοὺς κατήγορους ὡς συνήγορους. Τί πιὸ γενναῖο ἀπ’ αὐτό;


14. Ἀλλὰ πῶς θ’ ἀγωνιστοῦμε καὶ θ’ ἀποκριθοῦμε ἐνάντια καὶ στοὺς δύο; Γιὰ μᾶς ἕνας Θεὸς ὑπάρχει, διότι μία εἶναι ἡ θεότητα. Καὶ στὸ ἕνα ἀναφέρονται τὰ προερχόμενα ἀπὸ αὐτό, ἀκόμη κι ἂν θεωροῦνται τρία. Διότι δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὰ πρόσωπα περισσότερο Θεὸς καὶ ἄλλο λιγότερο Θεὸς οὔτε ὑπάρχει ἄλλο προγενέστερο καὶ ἄλλο μεταγενέστερο· οὔτε χωρίζονται ὡς πρὸς τὸ θέλημα, οὔτε διαιροῦνται ὡς πρὸς τὴ δύναμη. Οὔτε εἶναι δυνατὸν νὰ βρίσκει κανένας σ’ αὐτά, κάτι ἀπ’ αὐτὰ ποὺ ὕπαρχουν στὰ κτιστὰ ὄντα, ποὺ μποροῦν νὰ διαχωριστοῦν. Ἀλλὰ ἐὰν πρέπει νὰ ἐκφραστοῦμε μὲ συντομία, ἡ θεότητα εἶναι ἀδιαίρετη, ἂν καὶ διακρίνεται σὲ πρόσωπα. Καὶ ὅπως συμβαίνει μὲ τρεῖς ἥλιους oι ὁποῖοι εἶναι ἑνωμένοι μεταξύ τους: μία εἶναι ἡ ἔκχυση τοῦ φωτός. Ὅταν λοιπὸν ἀναβλέψουμε πρὸς τὴ θεότητα καὶ τὴν πρώτη αἰτία καὶ τὴ μοναρχία, ἕνα εἶναι αὐτὸ ποὺ μᾶς ἐμφανίζεται. Ὅταν πάλι ἀναβλέψουμε σ’αὐτά, στὰ ὁποῖα ἐνυπάρχει ἡ θεότητα καὶ τὰ ὁποία προέρχονται ἀχρόνως ἀπὸ τὴν πρώτη αἰτία ἔχοντας τὴν ἴδια δόξα, τότε τρία εἶναι τὰ προσκυνούμενα.


15. Ὅμως, τί θὰ ἰσχυρίζονταν, δὲν ὑπάρχει καὶ στοὺς Ἕλληνες μία θεότητα, ὅπως διδάσκουν ὅσοι ἀπὸ ἐκείνους φιλοσοφοῦν βαθύτερα, καὶ γιὰ μᾶς δὲν ὑπάρχει μία ἀνθρωπότητα, ὅλο δηλαδὴ τὸ ἀνθρώπινο γένος; Ἀλλὰ ὅμως ὑπάρχουν γι’ αὐτοὺς πολλοὶ θεοὶ καὶ ὄχι ἕνας, ὅπως καὶ ἄνθρωποι πολλοί; Ἐκεῖ ὅμως τὸ ἕνα μπορεῖ ἡ κοινωνία νὰ τὸ φανταστεῖ μόνο μὲ τὴ σκέψη· τὰ δὲ ἐπιμέρους ἄτομα εἶναι διαχωρισμένα στὸν ὕψιστο βαθμὸ μεταξύ τους καὶ ὡς πρὸς τὸ χρόνο καὶ ὡς πρὸς τὰ πάθη καὶ ὡς πρὸς τὴ δύναμη. Διότι ἐμεῖς oι ἄνθρωποι δὲν εἴμαστε μόνο σύνθετοι, ἀλλὰ καὶ ἀντίθετοι καὶ μεταξὺ μας ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτό, μὴ παραμένοντας ἀπόλυτα οἱ ἴδιοι οὔτε καὶ γιὰ μία μέρα, ἀλλὰ ὄχι ὅλη τὴ ζωή μας, ἀλλὰ καὶ σωματικὰ καὶ ψυχικὰ συνεχῶς ἀλλάζουμε καὶ μεταβαλλόμαστε. Δὲν ξέρω μάλιστα, μήπως καὶ oι ἄγγελοι (μεταβάλλονται) καὶ ὅλη ἡ ἀνώτερη φύση μετὰ τὴν Τριάδα, ἔστω κι ἂν μερικοὶ εἶναι ἁπλοὶ καὶ περισσότερο παγιωμένοι πρὸς τὸ καλό, ἐπειδὴ εἶναι πλησίον του ὕψιστου Ἀγαθοῦ.


21. Πολλὲς φορὲς καὶ πάλι ἐπανέρχεσαι καὶ μᾶς κατηγορεῖς ὅτι δὲν στηριζόμαστε στὴν ἁγία Γραφὴ (γιὰ νὰ καταδείξουμε τὴ θεότητα τοῦ Πνεύματος). Ὅτι βέβαια δὲν εἶναι ξένο τὸ Πνεῦμα, οὔτε παρείσακτο, ἀλλὰ καὶ στοὺς ἁγίους της Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ στοὺς σημερινοὺς φανερώνεται καὶ ἀποκαλύπτεται, ἔχει ἤδη ἀποδειχθεῖ ἀπὸ πολλούς, oι ὁποῖοι ἀσχολήθηκαν μ’ αὐτό, ὅσοι βέβαια ἀφοῦ μελέτησαν ὄχι μὲ ραθυμία ἢ ἐπιπολαιδτητα τὶς θεῖες γραφές, ἀλλὰ διέσχισαν τὸ «γράμμα» καὶ ἔσκυψαν νὰ δοῦν μέσα ἀπὸ αὐτό, ἀξιώθηκαν νὰ δοῦν τὴν κρυμμένη ὀμορφιὰ καὶ καταυγάσθηκαν ἀπὸ τὸ φωτισμὸ τῆς γνώσεως(4).


25. Δύο λαμπρὲς ἀλλαγὲς τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς μᾶς ἔχουν γίνει στὸ διάβα ὅλου του χρόνου, oι ὁποῖες καὶ δύο Διαθῆκες καλοῦνται, καὶ σεισμοὶ τῆς γής, διότι ἀποτελοῦν μία περιβόητη πραγματικότητα. Ἡ πρώτη εἶναι ἡ μετάβαση ἀπὸ τὰ εἴδωλα στὸ νόμο καὶ ἡ δεύτερη ἀπὸ τὸ νόμο στὸ Εὐαγγέλιο. Ὅμως καὶ τρίτος σεισμὸς μᾶς ἔχει ἀναγγελθεῖ, ἡ μετάσταση δηλαδὴ ἀπὸ τὸ ἐδῶ στὰ ἐκεῖ, τὰ μὴ πλέον κινούμενα καὶ σαλευόμενα. Αὐτὸ ἔχουν πάθει καὶ oι δύο Διαθῆκες. Τί εἶναι αὐτό; Δὲν μετακινήθηκαν ξαφνικά, οὔτε μὲ τὴν πρώτη κίνηση γιὰ πραγματοποίηση τοῦ ἐγχειρήματος. Γιὰ ποιὸ λόγο; Διότι εἶναι ἀναγκαῖο νὰ ξέρουμε. Γιὰ νὰ μὴν πιεσθοῦμε ἀλλὰ νὰ πεισθοῦμε. Διότι αὐτὸ ποὺ γίνεται παρὰ τὴ θέλησή μας, δὲν εἶναι μόνιμο, ὅπως ἀκριβῶς ὅσα συγκρατοῦνται βίαια ἀπὸ τὰ ρεύματα καὶ τὰ φυτά. Ὅμως αὐτὸ ποὺ γίνεται μὲ τὴ θέλησή μας, καὶ μονιμότερο εἶναι καὶ ἀσφαλέστερο. Τὸ ἕνα εἶναι ἔργο αὐτοῦ ποὺ μᾶς ἐξαναγκάζει, τὸ ἄλλο εἶναι δικό μας· καὶ τὸ ἕνα πάλι εἶναι ἔργο τῆς ἐπιείκειας τοῦ Θεοῦ, τὸ ἄλλο τῆς τυραννικῆς ἐξουσίας. Δὲν ἐνόμισε λοιπὸν ὅτι πρέπει χωρὶς νὰ θέλουμε νὰ μᾶς κάνει καλό, ἀλλὰ νὰ μᾶς εὐεργετεῖ, ὅταν ἐμεῖς τὸ θέλουμε. Γι’ αὐτό, γιὰ παιδαγωγικοὺς καὶ ἰατρικοὺς λόγους, ἄλλα ἀφαιρεῖ ἀπὸ τὰ πατροπαράδοτα ἔθιμα καὶ ἄλλα ἐπιτρέπει, ὑποχωρώντας λίγο σὲ αὐτὰ ποὺ δίνουν χαρά. Ἔτσι, ὅπως ἀκριβῶς κάνουν καὶ oι γιατροὶ στοὺς ἀρρώστους, δηλαδὴ γιὰ νὰ γίνει ἀποδεκτὴ ἡ θεραπεία μὲ φάρμακα, ἀλλάζουν ἐπιτήδεια τὴ γεύση τους μὲ προϊόντα περισσότερο εὐχάριστα. Διότι δὲν εἶναι εὔκολη ἡ ἀλλαγὴ σ’ αὐτὰ ποὺ εἶχαν γίνει συνήθεια καὶ τιμοῦνταν γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα. Τί ἐννοῶ δηλαδή; Ἡ πρώτη ἀλλαγὴ περιέκοψε βέβαια τὰ εἴδωλα, ἀλλὰ ἐπέτρεψε τὶς θυσίες· ἡ δεύτερη ἀλλαγὴ κατάργησε τὶς θυσίες, ἀλλὰ δὲν ἐμπόδισε τὴν περιτομή. Ἔπειτα, ὅταν ὁριστικὰ συμβιβάστηκαν μὲ αὐτὴ τὴν ἀφαίρεση, τότε παραδέχτηκαν καὶ τὴν παραχώρηση ποὺ εἶχε γίνει σ’ αὐτούς, δηλαδὴ oι Ἰουδαῖοι τὶς θυσίες καὶ oι χριστιανοὶ τὴν περιτομή. Καὶ ἔγιναν ἀπὸ ἐθνικοὶ ἰουδαῖοι καὶ ἀπὸ ἰουδαῖοι χριστιανοί, ἀφοῦ ὁδηγήθηκαν ἀνεπαίσθητα πρὸς τὸ Εὐαγγέλιο μὲ αὐτὲς τὶς ἐπιμέρους ἀλλαγές. Θὰ σὲ πείσει γι’ αὐτὸ ὁ Παῦλος, ὁ ὁποῖος προερχόμενος ἀπὸ περιτομὲς καὶ ἁγνισμοὺς ἔλεγε: «Ὅσο γιὰ μένα ἀδελφοί μου, γιατί μὲ καταδιώκουν, ἐὰν κηρύττω τὴν ἀναγκαιότητα τῆς περιτομῆς;». Ἐκεῖνο ἦταν σημεῖο οἰκονομίας αὐτὸ εἶναι δεῖγμα τῆς τελειότητας.


26. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο μπορῶ νὰ εἰκάζω ὅ,τι ἀφόρα στὴν θεολογία, ὅσο ὅμως εἶναι δυνατόν, ἀπὸ τ’ ἀντίθετα. Διότι, πράγματι ἐκεῖ, ἀπὸ τὶς ἀφαιρέσεις γίνεται ἡ ἀλλαγή· ἐδῶ ὅμως μὲ τὶς προσθῆκες ἐπιτυγχάνεται ἡ τελειότητα. Βέβαια, ἔτσι εἶναι. Ἐκήρυττε φανερὸ ἡ Παλαιὰ Διαθήκη τὸν Πατέρα καὶ ἀμυδρότερα τὸν Υἱό. Φανέρωσε ἡ Καινὴ Διαθήκη τὸν Υἱό, ὑπέδειξε τὴ θεότητα τοῦ Πνεύματος. Δρᾶ τώρα τὸ Πνεῦμα, κάνοντάς μας σαφέστερη τὴ φανέρωσή του. Διότι δὲν θὰ ἦταν ἀσφαλές, χωρὶς πρωτύτερα νὰ ὁμολογηθεῖ ἡ θεότητα τοῦ Πατρός, νὰ κηρύσσεται φανερὸ ὁ Υἱὸς οὔτε προτοῦ νὰ γίνει παραδεκτὴ ἡ θεότητα τοῦ Υἱοῦ, νὰ «ἐπιφορτισθοῦμε» μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω μία ἔκφραση λίγο τολμηρότερη· μήπως κινδυνεύσουν καὶ στὸ κατὰ δύναμη, ὅπως ἀκριβῶς μὲ ὅσους, oι ὁποῖοι ἀφοῦ φᾶνε πάνω ἀπὸ τὴν ἀντοχὴ τοὺς βαραίνουν καὶ ἀφοῦ προσβάλουν τὴν δράση πάνω ἀπὸ τὴ δύναμη κοιτάζοντας τὸ φῶς τοῦ ἥλιου τὴν καθιστοῦν ἀσθενέστερη. Ἀντιθέτως, μὲ τὶς βαθμιαῖες προσθῆκες καὶ ὅπως εἶπε ὁ Δαβίδ, μὲ τὶς ἀναβάσεις καὶ μὲ τὶς ἀπὸ δόξα σὲ δόξα προόδους καὶ προκοπές, τὸ φῶς τῆς Τριάδας θὰ λάμψει στοὺς πιὸ φωτισμένους. Καὶ νομίζω, ὅτι γι’ αὐτὸ τὸν λόγο καὶ στοὺς μαθητὲς ἐπιδημεῖ σταδιακά, ἀνάλογα μὲ τὴν ἱκανότητα ἐκείνων ποὺ τὸ δέχονται, δηλαδὴ στὴν ἀρχὴ τοῦ Εὐαγγελίου, μετὰ τὸ πάθος, μετὰ τὴν Ἀνάληψη, ὅταν ἐπιτελεῖ τὰ θαύματα, ὅταν ἐμφυσεῖται καὶ ὅταν ἐμφανίζεται ὡς πύρινες γλῶσσες. Καὶ ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ φανερώνεται σταδιακά, ὅπως θὰ διαπιστώσεις κι ἐσὺ ὁ ἴδιος, ἂν μελετήσεις μὲ περισσότερο ἐπιμέλεια: Θὰ παρακαλέσω, λέγει ἡ Γραφή, τὸν Πατέρα νὰ σᾶς δώσει ἄλλον Παράκλητο, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, γιὰ νὰ μὴ νομίσει κανένας ὅτι εἶναι ἀντίθετος ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ πὼς μιλάει ἀπὸ κάποια ἄλλη ἐξουσία. Ἔπειτα «θὰ στείλει» ὁ Πατέρας, ἀλλὰ «στὸ ὄνομά μου» ἀφοῦ ἄφησε στὴν ἄκρη τὸ «θὰ ρωτήσω», τὸ «θὰ στείλει» διατήρησε. Στὴν συνέχεια μὲ τὸ «θὰ στείλω» διακήρυξε τὸ δικό του ἀξίωμα· κατόπιν μὲ τὸ «θὰ ἔλθει» διακηρύσσεται ἡ ἐξουσία τοῦ Πνεύματος.


27. Βλέπεις, λοιπόν, σταδιακοὺς φωτισμοὺς ποὺ μᾶς φωτίζουν καὶ τὴν τάξη τῆς θεολογίας, τὴν ὁποία καλύτερα νὰ τηροῦμε καὶ ἐμεῖς, καὶ οὔτε νὰ τὴ φανερώνουμε μία καὶ καλή, οὔτε νὰ τὴν ἀποκρύπτουμε τελείως. Διότι τὸ ἕνα δείχνει ἔλλειψη διακρίσεως, τὸ ἄλλο ἀθεΐα. Καὶ τὸ ἕνα πάλι μπορεῖ νὰ βλάψει τοὺς ἄπιστους, ἐνῶ τὸ ἄλλο ν’ ἀποδιώξει τοὺς δικούς μας. Ὅμως, αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἴσως ἦλθε καὶ στὸ μυαλὸ ἄλλων, ἀλλὰ ἐγὼ θεωρῶ καρπὸ τῆς δικῆς μου διανοίας, θὰ τὸ προσθέσω σ’ αὐτά, ποὺ ἔχουν ἤδη εἰπωθεῖ. Κατὰ τὸν Σωτήρα ἤσαν μερικά, γιὰ τὰ ὁποία ἔλεγε στοὺς μαθητὲς ὅτι δὲν μποροῦσαν τότε νὰ τὰ βαστάσουν, ἂν καὶ εἶχαν χορτάσει μὲ διδασκαλίες, ἴσως γιὰ τοὺς λόγους ποὺ ἀνέφερα, καὶ γι’ αὐτὸ δὲν τὰ ἀποκάλυψε. Ἔλεγε πάλι, ὅτι ὅλα αὐτὰ θὰ μᾶς τὰ διδάξει τὸ ἅγιο Πνεῦμα, ὅταν θὰ κατέλθει. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ (ποὺ θὰ μᾶς διδάξει) εἶναι, νομίζω, καὶ ἢ ἴδια ἡ θεότητα τοῦ Πνεύματος, ἡ ὁποία ἀποσαφηνίζεται ἀργότερα, ἀφοῦ μετὰ τὴν ἀποκατάσταση τοῦ Σωτήρα, τυχαίνει νὰ εἶναι ὥριμη καὶ καταληπτὴ ἡ γνώση, ἀφοῦ κανένας πλέον δὲν ἀπιστεῖ στὸ θαῦμα. Τί λοιπὸν θὰ ἦταν πιὸ μεγάλο, αὐτὸ ποῦ ἐκεῖνος ὑποσχέθηκε ἢ αὐτὸ ποῦ τὸ Πνεῦμα δίδαξε; Ἐὰν βέβαια πρέπει σὰν κάτι μεγάλο νὰ νομίζουμε καὶ ἄξιό της μεγαλοπρέπειας τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ τὸ ὁποῖο ὑπόσχεται, ἢ αὐτὸ τὸ ὁποῖο διδάσκεται.


28. Ἔτσι λοιπὸν πιστεύω γι’ αὐτὰ καὶ μακάρι ἔτσι νὰ πιστεύω ἐγώ, καὶ ὅποιος μου εἶναι ἀγαπητός. Νὰ τιμᾶμε δηλαδὴ ὡς Θεὸ τὸν Πατέρα, Θεὸ τὸν Υἱό, Θεὸ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, τρεῖς oι ἰδιότητες, ἀλλὰ μία ἡ θεότητα, χωρὶς νὰ διαιρεῖται ὡς πρὸς τὴ δόξα, τὴν τιμὴ καὶ τὴ βασιλεία, ὅπως θεολόγησε κάποιος ἀπὸ τοὺς θεοφόρους ἄνδρες λίγο προγενέστερα. Καὶ ὅποιος δὲν πιστεύει ἔτσι ἢ προσαρμόζεται ἀνάλογα μὲ τὶς περιστάσεις, ἀλλάζοντας συνεχῶς τὴν πίστη του καὶ σκέπτεται μὲ ἐπιπολαιότητα, γι’ αὐτὰ ποὺ εἶναι τόσο σπουδαία, ἂς μὴ δεῖ τὸν ἥλιο ν’ ἀνατέλλει, ὅπως λέγει ἡ Γραφή, οὔτε τὴ δόξα τῆς οὐράνιας λαμπρότητας. Διότι ἂν τὸ Πνεῦμα δὲν εἶναι προσκυνητόν, πῶς μὲ θεώνει μὲ τὸ βάπτισμα;


Ἂν πάλι προσκυνεῖται, πῶς νὰ μὴ λατρεύεται; Καὶ ἂν λατρεύεται, πῶς δὲν εἶναι Θεός; Τὸ ἕνα ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ ἄλλο, κι ἔτσι ἔχουμε πράγματι μία χρυσὴ καὶ σωτήρια ἁλυσίδα. Ἀπὸ τὸ Πνεῦμα συμβαίνει ἡ ἀναγέννηση σὲ μᾶς ἀπὸ τὴν ἀναγέννηση ἀκολουθεῖ ἡ ἀνάπλαση καὶ ἀπὸ τὴν ἀνάπλαση ἡ ἐπίγνωση τῆς ἀξίας ἐκείνου ποὺ μᾶς ἀνέπλασε.


29. Αὐτὰ λοιπὸν θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανένας, ἂν προϋπέθετε ὅτι δὲν ὑπάρχει στὴν Γραφή. Ἤδη ὅμως θὰ ἔλθει σὲ σένα τὸ πλῆθος τῶν μαρτυριῶν, μὲ τὶς ὁποῖες θ’ ἀποδειχθεῖ ὅτι ἀναφέρεται καὶ μὲ τὸ παραπάνω μέσα στὴν ἁγία Γραφὴ ἡ θεότητα τοῦ Πνεύματος, σὲ ὅσους βέβαια δὲν εἶναι πολὺ ἀνόητοι, οὔτε ἀποξενωμένοι ἀπὸ τὸ Πνεῦμα. Σκέψου λοιπὸν τὰ ἑξῆς: Γεννιέται ὁ Χριστός; Τὸ Πνεῦμα προηγεῖται· βαπτίζεται; Αὐτὸ δίνει μαρτυρία· δέχεται πειρασμούς; Τὸν ὁδηγεῖ. Ἐπιτελεῖ θαύματα; Τὸν συνοδεύει. Ἀνέρχεται; Τὸν διαδέχεται. Ποιὸ ἄραγε ἀπὸ τὰ μεγάλα καὶ ἀπ’ ὅσα κάνει ὁ Θεός, δὲν μπορεῖ τὸ Πνεῦμα; Ποιὰ πάλι ὀνομασία δὲν ἔχει ἀπ’ ὅσες ἔχει ὁ Θεὸς ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀγεννησία καὶ τὴ γέννηση; Διότι ἔπρεπε νὰ μείνουν oι ἰδιότητες στὸν Πατέρα καὶ στὸν Υἱό, γιὰ νὰ μὴν ὑπάρχει σύγχυση στὴ θεότητα, ἡ ὁποία καὶ τ’ ἄλλα ὁδηγεῖ σὲ τάξη καὶ κοσμιότητα. Ἐγὼ φρίττω ἀναλογιζόμενος τὸν πλοῦτο τῶν ὀνομασιῶν τοῦ Πνεύματος καὶ σὲ πόσες ἀπὸ αὐτὲς δείχνουν τὴν ἀσέβειά τους αὐτοὶ ποὺ ἐπιτίθενται στὸ Πνεῦμα. Λέγεται λοιπὸν Πνεῦμα Θεοῦ, Πνεῦμα Χριστοῦ, νοῦς Χριστοῦ, Πνεῦμα Κυρίου, τὸ ἴδιο ἐπίσης Κύριος, Πνεῦμα υἱοθεσίας, ἀληθείας, ἐλευθερίας· Πνεῦμα σοφίας, συνέσεως, θελήσεως, δυνάμεως, γνώσεως, εὐσεβείας, φόβου Θεοῦ. Διότι αὐτὸ εἶναι τὸ ὁποῖο προκαλεῖ ὅλα αὐτά. Ὅλα τὰ γεμίζει μὲ τὸ εἶναι του, ὅλα τὰ συγκρατεῖ. Μὲ τὴν ὕπαρξή του γεμίζει ὅλο τὸν κόσμο, δὲν περιορίζεται ὅμως ἡ δύναμή του στὸν κόσμο. Εἶναι ἀγαθό, εὐθές, ἡγεμονικό, ἁγιάζει ἀπὸ τὴ φύση του καὶ ὄχι λόγω θέσεως, δὲν ἁγιάζεται, εἶναι τὸ μέτρο, δὲν μετριέται, μετέχεται δὲν μετέχει, πληροί, δὲν πληροῦται, συγκρατεῖ δὲν συγκρατεῖται, κληρονομεῖται, δοξάζεται, συναριθμεῖται, ἀπειλεῖται, λέγεται δάκτυλος Θεοῦ καὶ φωτιὰ ὅπως ὁ Θεός, γιὰ νὰ δοθεῖ νομίζω, ἔμφαση στὸ ὁμοούσιο. Τὸ Πνεῦμα εἶναι αὐτὸ ποὺ δημιούργησε, ποὺ μᾶς ἀνακαινίζει μὲ τὸ βάπτισμα καὶ τὴν ἀνάσταση. Τὸ Πνεῦμα εἶναι αὐτὸ ποὺ γνωρίζει τὰ πάντα, ποὺ διδάσκει, ποὺ πνέει ὅπου καὶ ὅσο θέλει, ποὺ ὁδηγεῖ, λαλεῖ, ἀποστέλλει, ἀφορίζει, παροργίζεται, πειράζεται, ἀποκαλύπτει, φωτίζει, δίνει ζωή, μᾶλλον εἶναι τὸ ἴδιο φῶς καὶ ζωή. Εἶναι αὐτὸ ποὺ μᾶς κάνει ναούς, μᾶς θεώνει, μᾶς τελειοποιεῖ, ὥστε καὶ νὰ προηγεῖται τοῦ βαπτίσματος, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐπιζητεῖται μετὰ τὸ βάπτισμα. Ἐνεργεῖ ἐπίσης ὅσα κι ὁ Θεός, διαμοιράζεται σὲ γλῶσσες πύρινες , μοιράζει χαρίσματα, καθιστὰ ἀποστόλους, προφῆτες, εὐαγγελιστές, ποιμένες καὶ διδασκάλους. Εἶναι νοερό, πολυμερές, σαφές, τρανό, ἀνεμπόδιστο, ἀμόλυντο. Αὐτὸ σημαίνει μὲ ἰσοδύναμες λέξεις, πὼς εἶναι ἡ ὕψιστη σοφία καὶ μπορεῖ νὰ ἐνεργεῖ μὲ πολλοὺς τρόπους καὶ ἀποσαφηνίζει τὰ πάντα καὶ τὰ διατρανώνει. Καὶ εἶναι αὐτεξούσιο καὶ ἀναλλοίωτο, παντοδύναμο, ἐπιβλέπει τὰ πάντα καὶ διεισδύει σὲ ὅλα τὰ νοερὰ πνεύματα, τὰ καθαρὰ καὶ λεπτότατα, δηλαδὴ ἐννοῶ τὶς ἀγγελικὲς δυνάμεις, ὅπως καὶ στὰ πνεύματα τῶν προφητῶν καὶ τῶν ἀποστόλων, τὴν ἴδια στιγμὴ ἀλλὰ ὄχι στοὺς ἴδιους τόπους, ἀφοῦ εἶναι διασκορπισμένα ἐδῶ κι ἐκεῖ. Μὲ τὸ νὰ ἔχουν ἀπονεμηθεῖ ἄλλα σὲ ἄλλο μέρος φανερώνεται τὸ ἀπερίγραπτο (αὐτοῦ).


30. Αὐτοὶ ποὺ λένε καὶ διδάσκουν αὐτὰ καὶ ἐπιπλέον τὸ ὀνομάζουν «ἄλλον Παράκλητον», δηλαδὴ ἄλλον Θεό, αὐτοὶ oι ὁποῖοι γνωρίζουν ὅτι ἡ μόνη ἀσυγχώρητη ἁμαρτία εἶναι ἡ βλασφημία σ’αὐτό, αὐτοὶ ποὺ τόσο φοβερὰ στηλίτευσαν τὸν Ἀνανία καὶ τὴ Σαπφείρα, ἐπειδὴ εἶπαν ψέματα στὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, σὰν νὰ εἶπαν ψέματα στὸν Θεὸ καὶ ὄχι σὲ ἄνθρωπο, αὐτοὶ λοιπὸν τί σου φαίνεται ἀπὸ τὰ δύο, ὅτι κηρύττουν πῶς τὸ ἅγιο Πνεῦμα εἶναι Θεὸς ἢ κάτι ἄλλο; Πόσο στ’ ἀλήθεια ἀνόητος εἶσαι καὶ μακριὰ ἀπὸ τὸ Πνεῦμα, ἐὰν ἀπορεῖς γι’ αὐτὸ καὶ χρειάζεσαι κάποιον νὰ σὲ διδάξει. Οἱ ὀνομασίες λοιπὸν τοῦ Πνεύματος εἶναι τόσες πολλὲς καὶ τόσο ζωντανές. Γιατί λοιπὸν πρέπει νὰ σοὺ παραθέσω τὶς μαρτυρίες γι’ αὐτὲς τὶς λέξεις; Καὶ ὅσα ἐδῶ λέγονται μὲ τρόπο ταπεινό, ὅτι δηλαδὴ δίδεται, ὅτι ἀποστέλλεται, ὅτι μερίζεται, ὅτι εἶναι χάρισμα, δώρημα, ἐμφύσημα, ἐπαγγελία, μεσιτεία, εἴτε κάτι ἄλλο σὰν αὐτά, γιὰ νὰ μὴν ἀπαριθμῶ τὸ καθένα ξεχωριστά, πρέπει νὰ τὸ ἀναγάγουμε στὴν πρώτη αἰτία, γιὰ νὰ καταδειχθεῖ ἀπὸ ποῦ προέρχεται καὶ νὰ μὴν γίνουν παραδεκτὲς ἀπὸ κάποιους, τρεῖς ἀρχὲς διαχωρισμένες μεταξύ τους, σὰν νὰ ὑπάρχει πολυθεΐα. Διότι εἶναι ἐξίσου ἀσέβεια νὰ ταυτίσει κανένας τὰ πρόσωπα, ὅπως ὁ Σαβέλλιος(5) καὶ νὰ διαχωρίσει τὶς φύσεις ὅπως ὁ Ἄρειος(6).

Γιατί τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐμφανίσθηκε μέ τή μορφή πύρινης γλώσσας;

 Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς


Ὅταν ὁ Κύριος βαπτίσθηκε στόν Ἰορδάνη τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐμφανίσθηκε ἐν εἴδει περιστερᾶς. Ἐμφανίσθηκε ὄχι γιά νά προσθέσει κάτι στόν Χριστό, ἀλλά συμβολικά, ἔτσι ὥστε νά δείξει αὐτό πού ὑπάρχει μέσα στόν Χριστό: τήν ἀκακία, τήν καθαρότητα καί τήν ταπεινότητα. Αὐτό συμβολίζει τό περιστέρι. Ὅταν οἱ ἀπόστολοι συγκεντρώθηκαν τήν πεντηκοστή ἡμέρα ἀπό τήν ἡμέρα τῆς Ἀνάστασης, τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐμφανίσθηκε μέ τή μορφή πύρινων γλωσσῶν. Ἐμφανίσθηκε ὡς πύρινη γλώσσα γιά νά τούς ἀφαιρέσει κάτι καί νά τούς προσθέσει κάτι. Δηλαδή, νά ἀφαιρέσει ἀπό αὐτούς κάθε ἁμαρτία, κάθε ἀδυναμία, φόβο καί ἀκαθαρσία τῆς ψυχῆς καί νά τούς δωρίσει τή δύναμη, τό φῶς καί τή ζεστασιά. Οἱ πύρινες γλῶσσες ἐπισημαίνουν συμβολικά αὐτά τά τρία: τή δύναμη, τό φῶς καί τή ζεστασιά.


Γνωρίζεις ὅτι τό πῦρ εἶναι δυνατό, γνωρίζεις πώς φωτίζει καί ζεσταίνει. Ἀλλά ὅταν μιλᾶς γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα πρόσεξε νά μήν σκέπτεσαι ὑλικά ἀλλά πνευματικά. Γίνεται λόγος λοιπόν, γιά τήν πνευματική δύναμη, γιά τό πνευματικό φῶς καί γιά τήν πνευματική ζεστασιά.


Καί αὐτά εἶναι: ἡ δυνατή θέληση, ὁ φωτισμένος νοῦς καί ἡ ζέση τῆς ἀγάπης.


Μ΄αὐτά τά τρία πνευματικά ὅπλα ἐξόπλισε τό Ἅγιο Πνεῦμα τούς στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ γιά νά ἀντιμετωπίσουν τόν κόσμο. Ὁ Διδάσκαλος τούς εἶχε ἀπαγορεύσει ἀκόμα καί ράβδο νά φέρουν ἀπό τά ἐπίγεια ὅπλα.


Γιατί τό πῦρ ἐμφανίζεται μέ τή μορφή γλωσσῶν πάνω ἀπό τά κεφάλια τους; Ἐπειδή οἱ ἀπόστολοι ἔπρεπε μέσω τῆς γλώσσας νά κηρύξουν στούς λαούς τό χαρμόσυνο νέο, τήν εὐαγγελική ἀλήθεια καί ζωή, τήν ἐπιστήμη τῆς μετάνοιας καί τῆς συγχώρεσης.


Μέ τόν λόγο ἔπρεπε νά μάθουν, μέ τόν λόγο νά θεραπεύουν, μέ τόν λόγο νά παρηγοροῦν, μέ τόν λόγο νά ἁγιάζουν καί νά καθοδηγοῦν, μέ τόν λόγο νά φροντίζουν τήν Ἐκκλησία. Ἐπίσης, μέ τόν λόγο νά ἀμύνονται, ἀφοῦ τούς εἶπε ὁ Ὁδηγός νά μήν φοβοῦνται τούς διῶκτες καί νά μήν ὑπερασπίζονται ἑαυτούς στά δικαστήρια κατά τό δοκοῦν, ἐπειδή εἶναι ἁπλοί ἄνθρωποι, καί τούς βεβαίωσε:


«Οὐ γάρ ὑμεῖς ἔστε οἱ λαλοῦντες ἀλλά τό Πνεῦμα τοῦ πατρός ὑμῶν τό λαλοῦν ἐν ὑμῖν» (Ματθ. 10, 20). Θά μποροῦσαν ἄραγε νά μιλοῦν τή συνηθισμένη γλώσσα τῶν ἀνθρώπων γιά τό μέγιστο χαρμόσυνο νέο τό ὁποῖο ἔφθασε ποτέ στά αὐτιά τῶν ἀνθρώπων, ὅτι ὁ Θεός ἐμφανίσθηκε στή γῆ καί ἄνοιξε στούς ἀνθρώπους τίς πύλες τῆς ἀθάνατης ζωῆς; Θά μποροῦσε ἄραγε ὁ ἄνθρωπος μέ τή θνητή ἀνθρώπινη φύση νά διαδώσει αὐτό τό ζωοποιό βάλσαμο μέσα ἀπό τή δυσωδία τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας καί μάλιστα ἕως τήν ἄκρη τοῦ κόσμου; Μέ τίποτα καί ποτέ.


Μόνο τό πύρινο Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μποροῦσε νά τό κάνει, τό ὁποῖο διά στόματος ἀποστόλων σκόρπισε οὐράνιες σπίθες στό ἐπίγειο σκοτάδι.


Ἀλλά, ἄνθρωπε, δέν αἰσθάνθηκες ποτέ τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μέσα σου; Δές, καί ἐσύ εἶσαι βαπτισμένος μέ Πνεῦμα· μέ νερό καί Πνεῦμα. Ἄραγε ποτέ δέν σέ ξάφνιασε μέσα σου κάποια μεγάλη καί φωτεινή σκέψη, σιωπηρός λόγος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Ποτέ δέν σέ ξάφνιασε σάν ἄνεμος καί δέν φούντωσε μέσα στήν καρδιά σου ἡ ἀγάπη γιά τόν Δημιουργό σου φέρνοντάς σου δάκρυα στά μάτια;


Παραδώσου στήν θέληση τοῦ Θεοῦ καί φύλαξε αὐτό πού δονεῖ τήν ψυχή· θά γνωρίσεις τό θαῦμα τῆς Πεντηκοστῆς, πού στάθηκε πάνω ἀπό τούς ἀποστόλους.


Εἰρήνη καί χαρά ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα.