ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' ΙΑ´ 31 - 33
31 Ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ οἶδεν, ὁ ὢν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας, ὅτι οὐ ψεύδομαι. 32 ἐν Δαμασκῷ ὁ ἐθνάρχης Ἀρέτα τοῦ βασιλέως ἐφρούρει τὴν Δαμασκηνῶν πόλιν πιάσαι με θέλων, 33 καὶ διὰ θυρίδος ἐν σαργάνῃ ἐχαλάσθην διὰ τοῦ τείχους καὶ ἐξέφυγον τὰς χεῖρας αὐτοῦ.
ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' ΙΒ´ 1 - 9
1 Καυχᾶσθαι δὴ οὐ συμφέρει μοι· ἐλεύσομαι γὰρ εἰς ὀπτασίας καὶ ἀποκαλύψεις Κυρίου. 2 Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων· εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ. 3 καὶ οἶδα τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον· εἴτε ἐν σώματι εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· 4 ὅτι ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ῥήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι. 5 ὑπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι, ὑπὲρ δὲ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι εἰ μὴ ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου. 6 ἐὰν γὰρ θελήσω καυχήσασθαι, οὐκ ἔσομαι ἄφρων· ἀλήθειαν γὰρ ἐρῶ· φείδομαι δὲ μή τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ. 7 Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι. 8 ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα, ἵνα ἀποστῇ ἀπ’ ἐμοῦ· 9 καὶ εἴρηκέ μοι· ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται. ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ’ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ.
Ερμηνευτική απόδοση
Θὰ σᾶς εἴπω πράγματα, ποὺ ἴσως σᾶς φανοῦν ἀπίστευτα. Ἀλλ’ ὁ Θεὸς καὶ Πατὴρ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας, γνωρίζει, ὅτι δὲν ψεύδομαι. 32 Εἰς τὴν Δαμασκὸν ὁ διοικητής, ποὺ εἶχε διορισθῆ ἀπὸ τὸν βασιλέα Ἄρέταν, ἐφρούρει τὴν πόλιν τῶν Δαμασκηνῶν, ἐπειδὴ ἤθελε νὰ μὲ συλλάβῃ. 33 Καὶ ἀπὸ κάποιο παράθυρο μὲ κατέβασαν κάτω μέσα εἰς κάλαθον δικτυωτὸν διὰ μέσου τοῦ τείχους τῆς πόλεως καὶ ἐξέφυγα ἀπὸ τὰς χεῖρας του.
1 Νὰ σᾶς ὁμιλήσω λοιπὸν καὶ δι’ ἄλλους διωγμούς μου, δὲν μὲ συμφέρει νὰ καυχῶμαι. Παύω διὰ τοῦτο νὰ ὁμιλῶ περὶ τῶν διωγμῶν καὶ τῶν ἄλλων κόπων μου, διότι ἄλλως τε θὰ ἔλθω εἰς ὀπτασίας καὶ ἀποκαλύψεις τὰς ὁποίας ἔλαβον ἀπὸ τὸν Κύριον. 2 Γνωρίζω ἄνθρωπον, ποὺ εὑρίσκεται εἰς στενὴν σχέσιν καὶ ἐπικοινωνίαν μὲ τὸν Χριστόν. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς πρὸ δεκατεσσάρων ἐτῶν, εἴτε ἦτο εἰς τὸ σῶμα του κατὰ τὴν ὥραν ἐκείνην, εἴτε ἦτο εἰς ἔκστασιν ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα του, δὲν γνωρίζω.Ὁ Θεὸς ἠξεύρει. Γνωρίζω μόνον ὅτι ἡρπάγῃ ὁ τοιοῦτος καὶ ἐσηκώθη ἕως τὸν τρίτον οὐρανόν, ποὺ διαμένουν αἱ ἀγγελικαὶ δυνάμεις. 3 Καὶ γνωρίζω, ὅτι ὁ τοιοῦτος ἄνθρωπος (εἴτε μὲ τὸ σῶμα του, εἴτε ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα του μὲ μόνην τὴν ψυχήν του δὲν γνωρίζω· ὁ Θεὸς γνωρίζει) 4 ἡρπάγη εἰς τὸν Παράδεισον καὶ ἤκουσε λόγους, ποὺ γλῶσσα ἀνθρωπίνη δὲν ἔχει τὴν δύναμιν νὰ τοὺς εἴπη, καὶ τοὺς ὁποίους διὰ τὴν ἱερότητά των δὲν ἐπιτρέπεται εἰς ἄνθρωπον νὰ τοὺς εἴπῃ. 5 Διὰ τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον θὰ καυχηθῶ. Δὲν εἶναι ὁ συνήθης Παῦλος αὐτός, ἀλλὰ ἄλλος Παῦλος, εἰς τὸν ὁποῖον ὁ Κύριος ἔδωκε χάριτας. Διὰ τὸν ἑαυτόν μου ὅμως δὲν θὰ καυχηθῶ παρὰ μόνον εἰς τὰς θλίψεις καὶ τοὺς πειρασμούς μου, ὅπου δεικνύεται ἡ ἀσθένειά μου, ἀλλὰ καὶ ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν μὲ ἀφίνει νὰ καταβληθῶ. 6 Μόνον διὰ τὰς ἀσθενείας μου αὐτὰς θὰ καυχηθῶ καὶ ὄχι διὰ τὰς ἐπιτυχίας καὶ τὴν δρᾶσιν μου. Διότι, ἐὰν θελήσω καὶ δι' αὐτὰ νὰ καυχηθῶ, δὲν θὰ εἶμαι ἄφρων καὶ ἀνόητος, διότι θὰ εἴπω ἀλήθειαν. Δυσκολεύομαι ὅμως νὰ καυχηθῶ, διὰ νὰ μὴ μοῦ λογαριάσῃ κανεὶς παραπάνω ἀπ’ ἐκεῖνο, ποὺ βλέπει εἰς ἑμὲ ἢ ἀκούει ἀπὸ ἑμέ. 7 Καὶ ἕνεκα τῆς ὑπερβολῆς τῶν ἀποκαλύψεων ἐπέτρεψεν ὁ Θεὸς καὶ μοῦ ἐδόθη ξύλον ἀκανθωτὸν εἰς τὸ σῶμα, ἀρρώστια ἀθεράπευτος, ἄγγελος τοῦ σατανᾶ διὰ νὰ μὲ κτυπᾶ κατὰ πρόσωπον καὶ μὲ ταλαιπωρῇ, διά νὰ μὴ ὑπερηφανεύωμαι. 8 Διὰ τὸν πειρασμὸν αὐτὸν τρεῖς φορὰς παρεκάλεσα τὸν Κύριον νὰ μοῦ τὸν ἀπομακρύνῃ. 9 Καὶ μοῦ ἔχει εἴπει ὁ Κύριος· Σοῦ εἶναι ἀρκετὴ ἡ χάρις ποὺ σοῦ δίδω. Διότι ἡ δύναμίς μου ἀναδεικνύεται τελεία, ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀσθενὴς καὶ μὲ τὴν ἐνίσχυσίν μου κατορθώνῃ μεγάλα καὶ θαυμαστά. Πάρα πολὺ εὐχαρίστως λοιπὸν θὰ καυχῶμαι περισσότερον εἰς τὰς ἀσθενείας μου, διὰ νὰ κατοικήσῃ μέσα μου ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου