Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2024

Μην πεις με τον λογισμό σου «πάω καλά και δεν υπάρχει περίπτωση να πέσω»

 «Με πολύ κόπο και μόχθο θα αποκτήσουμε καλό ήθος και καλή εσωτερική κατάσταση. Είναι όμως δυνατόν εκείνο που με πολύ κόπο κατορθώσαμε, να το χάσουμε μέσα σε μία στιγμή. Διότι «φθείρουσιν ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί» (Α´ Κορ. ιε´ 33), κοσμικές και συγχρόνως άκοσμες»

 (Άγ. Ιωάννης της Κλίμακος, λόγ. γ´ 33).


Έχεις πάρει τη δύναμη από το άγιο βάπτισμα να ζήσεις σαν τον ίδιο τον Κύριο. Να φτάσεις στο χαρισματικό σημείο να λες σαν τον απόστολο Παύλο: «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη εν εμοί Χριστός». Γιατί Εκείνος σε έκανε μέλος Του και σου λέει μαζί Του να είσαι μία δική Του φανέρωση στον κόσμο. Κι ανανεώνεις αυτήν τη δωρεά κάθε φορά με την προσευχή σου, με τον όποιον πνευματικό σου αγώνα, κυρίως με τη συμμετοχή σου στη Θεία Ευχαριστία.


Αλλά από την άλλη βλέπεις ότι βρίσκεται συχνά σε έξαψη ο εγωισμός σου, δηλαδή νιώθεις τις φιλόσαρκες τάσεις σου, τις κενόδοξες και υπερήφανες σκέψεις σου, την τυφλή επιθυμία σου κάποιες φορές να αποκτήσεις πράγματα και χρήματα που δεν τα έχεις αληθινά ανάγκη, την έλλειψη της αγάπης σου προς τον πλησίον σου. Μην απορείς: είναι γιατί ακόμη σ᾽ αυτόν τον κόσμο που βρισκόμαστε εξακολουθεί και λειτουργεί ο παλαιός άνθρωπος «συν τοις παθήμασι και ταις επιθυμίαις». Οπότε παλεύεις, και με τη χάρη του Θεού, παρόλες  τις πτώσεις, σιγά σιγά στερεώνεσαι πνευματικά, και με κόπο και μόχθο αποκτάς ένα χριστιανικό τρόπο ζωής και μία εσωτερική γαλήνη που σε κάνει να χαίρεσαι.


Μην επαναπαυτείς ποτέ. Μην πεις με τον λογισμό σου «πάω καλά και δεν υπάρχει περίπτωση να πέσω». Γιατί η πίστη είναι πάντοτε «αεί σχοινοβατείν». Σε μία στιγμή μπορείς να τα χάσεις όλα. Κι αυτό που μπορεί αμέσως να σε τραβήξει κάτω, χωρίς ίσως να το πάρεις είδηση, είναι ν᾽ αρχίσεις να συναναστρέφεσαι κοσμικούς ανθρώπους, ανθρώπους δηλαδή που έχουν κοσμικό φρόνημα: χωρίς αίσθηση της παρουσίας του Θεού, χωρίς επίγνωση της χριστιανικότητάς τους, χωρίς το κόσμημα της αρετής στην ύπαρξή τους.


Η παροιμία το υπενθυμίζει: «Δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι». Αυτός που συναναστρέφεσαι αυτός και θα γίνει το επίπεδό σου. Δεν κολλάει υγεία ο άρρωστος, αλλά ο υγιής την αρρώστια. 

Το απόφθεγμα του Γεροντικού μάς το λέει και αντίστροφα: «Θέλεις να αποκτήσεις φόβο Θεού; Προσκολλήσου σε άνθρωπο που έχει φόβο Θεού».

π.Γεώργιος Δορμπαράκης

Ο Άγιος Γαβριήλ ο δια Χριστόν Σαλός και η νηστεία

 Ένα μεσημέρι, καθώς έτρωγα, μου είπε ο Γέροντας:

-Πώς θα μπορούσα εγώ να φάω αν δεν είχαν καλά – καλά φανεί τ’ αστέρια στον ουρανό; Στο μοναστήρι πρέπει να τρως μια φορά: όταν έρθει το απόβραδο. Κι αυτό λογαριάζεται σαν διαρκής νηστεία, ό,τι και να τρως. Έτσι είναι καλύτερα κι έτσι το είχαν κανονίσει οι άγιοι πατέρες. Η υπερβολική όμως νηστεία είναι εκ του Πονηρού!


-Όποιος νίκησε τη γλώσσα και το στομάχι βρίσκεται στον σωστό δρόμο. Η νηστεία είναι άλλο και η πείνα άλλο. «Ζητείτε την βασιλείαν του Θεού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν». Όταν τρως, πρέπει να σκέφτεσαι τους πεινασμένους, τους αδύναμους, τους φτωχούς. Εδώ είναι ο Παράδεισος. Όμως, από τον μοναχό ζητείται να προσεύχεται ακόμη και την ώρα που τρώει.1. Λουκ. 12, 31.


Μας διηγήθηκε μια μοναχή:

«Στο Σαμτάβρο μιλούσαμε μεταξύ μας οι μοναχές και οι δόκιμες για το πόση άσκηση κάνουμε και πόσο κουραζόμαστε. Και λέγαμε μεταξύ άλλων: 

¨Μα χρειαζόταν να νηστέψουμε και τις Δευτέρες;¨.

Όταν τελειώσαμε την κουβέντα μας, πλησίασε ο π. Γαβριήλ και είπε:

-Καλά, την Τετάρτη και την Παρασκευή το καταλαβαίνω. Αυτή τη Δευτέρα όμως ποιός την κανόνισε; Φάτε γρήγορα και καταλύστε τη νηστεία, μας πρόσταξε.

Ήταν Δευτέρα κι εμείς φάγαμε, παραβιάζοντας τη νηστεία. Ήρθε η Τετάρτη. Οι μοναχές ήμασταν πάλι μαζί. Μας πλησίασε ξανά ο π. Γαβριήλ:

-Παιδιά μου, η Παρασκευή είναι ημέρα της Σταύρωσης. Κατανοητό. Και τη Τετάρτη κατανοητό. Αλλά, με την ευχή μου, να φάτε σήμερα! Έδωσε ξανά εντολή.

Την Πέμπτη, κρυφτήκαμε. Φοβηθήκαμε μήπως μας πει να καταλύσουμε και την Παρασκευή. Η προσευχή του ξύπνησε τις συνειδήσεις μας και μετά απ’ αυτό το γεγονός τηρούσαμε σταθερά τη νηστεία της Δευτέρας, χωρίς να παραπονιόμαστε».



Όταν ο π. Νικόλαος Μακαρασβίλι ρώτησε τον π. Γαβριήλ τί είναι η νηστεία, ο Γέροντας είπε:

-Να σου εξηγήσω αμέσως, κι άρχισε να του θυμίζει όλες τις αμαρτίες των παιδικών του χρόνων και παράλληλα να τον βρίζει.

Αργότερα ο π. Νικόλαος μας έλεγε ότι από την ντροπή του δεν ήξερε τι να πει και γονάτισε κλαίγοντας. Και ξαφνικά ο π. Γαβριήλ άλλαξε, του χαμογέλασε και του είπε:

-Έλα τώρα να φάμε και να χαρούμε, Νικόλα.

Ο π. Νικόλαος όμως του απάντησε ότι ένιωθε πολύ άσχημα και δεν μπορούσε να φάει. Τότε κατάλαβε την απάντηση στην ερώτησή του. Αυτή είναι νηστεία: Όταν νιώθεις μετάνοια για τις αμαρτίες σου και ξεχνάς ακόμη και την πείνα σου.



Μια πιστή είπε με αυταρέσκεια στον Γέροντα:

-Π. Γαβριήλ, τήρησα αυτήν τη νηστεία πιο καλά σε σχέση με άλλες.

-Πώς τα κατάφερες, παιδί μου; Σαράντα χρόνια είμαι μοναχός και ούτε μία φορά δεν νήστεψα όπως πρέπει. Μήπως μπορείς να μου το μάθεις; Νηστεία ήταν εκείνη που έκανε ο άγιος Σίο – Μγβιμέλι. Εξήντα μέρες έκλαιγε συνέχεια και δεν έτρωγε αν δεν τον σταματούσε η Παναγία: «Φθάνει, σταμάτα!». 

Στον καλό μοναχό είναι αρκετό ένα πρόσφορο, εξήγησε τέλος ο Γέροντας.



Την τελευταία εβδομάδα της Σαρακοστής, πήγε ένας κοσμικός και του είπε με καμάρι:

-Γέροντα, τήρησα αυτή τη νηστεία χωρίς λάδι!

Κι ο Γέροντας, σαν να μην άκουσε, του είπε:

-Παιδί μου, σήμερα μου έκαναν δώρο ένα λάδι και δεν κατάλαβα τη γεύση του. Μήπως μπορείς να το δοκιμάσεις εσύ;

Αφού τον έβαλε να δοκιμάσει αρκετό λάδι, στο τέλος του είπε αυστηρά:

-Είσαι λαϊκός. Ποιός σου επέβαλε να νηστέψεις το λάδι όλη τη Σαρακοστή; Αυτή η συμπεριφορά οδηγεί ορισμένους στην περηφάνια.



Η Κετεβάνι Μπεκαούρι θυμάται:

«Μια φορά, κατά τη διάρκεια της σαρακοστής των Χριστουγέννων, πήγα στο τραπέζι των γενεθλίων μιας φίλης μου. Μη θεωρώντας αυτή τη νηστεία αυστηρή, φάγαμε αρκετά και διασκεδάσαμε, αφού δεν έλειψαν ούτε τα τραγούδια ούτε οι χοροί. ¨Τώρα, αν μας έβλεπε ο π. Γαβριήλ, τί θα κάναμε;¨ λέγαμε μεταξύ μας και γελούσαμε. Την άλλη μέρα πήγαμε στη Μτσχέτα και μόλις μπήκαμε στο κελί του, μας είπε με απλότητα:

-Αυτή η νηστεία είναι χαρούμενη. Μερικοί χτυπούν τύμπανα, μερικοί χορεύουν και άλλοι τραγουδούν.

Ντραπήκαμε πολύ και μετανιώσαμε για την επιπολαιότητά μας. Εκείνος νήστευε σκληρά. Κάθε μέρα νέκρωνε τη σάρκα του με νηστείες και αγρυπνίες».



Η οικογένεια του π. Γαβριήλ θυμάται πως κλειδωνόταν στο κελί του επί μήνες και δεν δεχόταν φαγητό. Πολλές φορές τον έβλεπαν υπερβολικά αδύναμο από την αυστηρή νηστεία. Κι έλεγε:

-Πώς να ανταλλάξω την αγάπη για την πατρίδα μου με το φαγητό; Αν ένα πιάτο φασόλια δεν μου ήταν αρκετό πριν, τώρα, με τη βοήθεια του Θεού, δεν μου χρειάζεται ούτε ένα καρβέλι ψωμί το χρόνο.

Κανείς δεν είχε δει ποτέ τον π. Γαβριήλ να τρώει. Μερικούς μήνες μόνο προτού κοιμηθεί, έπινε λίγο νερό. Έβαζε φαγητό στο πιάτο του απλά και μόνο για να το βλέπουμε εμείς. Ύστερα το μοίραζε σε άλλους.

-Ξέρετε πόσοι άνθρωποι δεν έχουν φαγητό και πεινάνε; Πώς μπορώ εγώ τότε να τρώω; έλεγε.

Κι όταν τον παρακαλούσαν να φάει, τους καθησύχαζε:

-Ο οργανισμός μου δεν το αντέχει. Τί να κάνω;


Κάποτε μου είπε:

-Σε όλη μου τη ζωή πεινάω. Μη με μιμηθείς σ’ αυτό. Το απόβραδο να τρως, είναι καλό. Το τι πίνω και τι τρώω αφορά μόνον εμένα και κανέναν άλλο. Πρέπει όμως να τρως τόσο, όσο να κατευνάζεται το αίσθημα της πείνας σου. Μερικοί δεν έχουν κοιλιά, αλλά βαρέλι.


Μια μέρα πριν κοιμηθεί, ζήτησε σούπα.

-Δύο κουταλιές μόνο. Από την πείνα δεν με παίρνει ο ύπνος. Μήπως και με βοηθήσει.



-Ένας άγιος πατέρας έτρωγε δέκα φορές την μέρα και είχε κοντά του ένα δόκιμο, ο οποίος έτρωγε μία φορά τη μέρα. Τους προσκάλεσαν κάποτε σε ένα τραπέζι και ο δόκιμος αφού έφαγε, είπε πως χόρτασε. Ο μοναχός παραξενεύτηκε: 

«Μα αυτό δεν γίνεται». Κι ο δόκιμος του απάντησε:

 «Άγιε πατέρα, εσύ τρως την ημέρα δέκα φορές και γι’ αυτό απορείς». Κι ο μοναχός ανταπάντησε: 

«Εγώ πάντοτε πεινάω, γιατί παίρνω λίγο λίγο την τροφή μου. Εσύ όμως με μία φορά χορταίνεις».



Ο π. Γαβριήλ μαγείρευε πάντα εκείνο το φαγητό που άρεσε και ορεγόταν ο επισκέπτης. Όταν του πρότειναν να φάει κι εκείνος, απαντούσε:

-Εγώ τρέφομαι από την αγάπη σας.

Όταν ήταν έγκυος η γυναίκα μου, ρώτησα τον Γέροντα αν έπρεπε να νηστέψει.

-Πού ακούστηκε μια έγκυος ή αυτή που θηλάζει παιδί να νηστεύουν;


Από το βιβλίο: “ΜΑΛΧΑΖΙ ΤΖΙΝΟΡΙΑ, “Ο Αγιος Γαβριήλ ο δια Χριστόν σαλός και ομολογητής (1929 – 1995).Μετάφραση ΝΑΝΑ ΜΕΡΚΒΙΛΑΤΖΕ ΑΘΗΝΑ 2013.

Όσιος Γρηγόριος ο Ομολογητής Πάπας Αλεξανδρείας

 Ο Όσιος Γρηγόριος έζησε τον 9ο αιώνα μ.Χ. την εποχή του αυτοκράτορα Λεόντου του Ε'.


Ο Γρηγόριος αγάπησε τους λόγους του Κυρίου από νεαρή ηλικία και τήρησε στον εαυτό του όλες τις αρετές του Θεού. Γι' αυτό το λόγο μετά το θάνατο του πατριάρχη Αλεξανδρείας χειροτονήθηκε, από τούς συγκεντρωθέντες εκεί επισκόπους, Πατριάρχης. Η εκλογή του και χειροτονία του ήταν αποδεκτή όχι μόνο από τούς ιεράρχες αλλά και από το Χριστιανικό Λαό. Ο Όσιος Γρηγόριος αποδείχθηκε άξιος δάσκαλος της Ορθοδοξίας. υπήρξε ταπεινός και ήρεμος και έφερε σε πέρας άξια ένα μεγάλο φιλανθρωπικό και ανθρωπιστικό έργο.


Όταν ο αυτοκράτορας, Λέοντας ο Ε', αναζωπύρωσε την εικονομαχία ο Γρηγόριος αντέδρασε. Έτσι ο άρχοντας διέταξε να πάνε τον όσιο δέσμιο στην Κωνσταντινούπολη. Ο Γρηγόριος μεταφέρθηκε μπροστά στον αυτοκράτορα κι εκεί χωρίς να δειλιάσει τον κατηγόρησε ως αιρετικό, άθεο και ασεβή. Ο Λέοντας εξοργισμένος από τις κατηγορίες του Οσίου διέταξε να τον μαστιγώσουν και στη συνέχεια να τον κλείσουν στη φυλακή. Παρόλα αυτά ο Γρηγόριος εξακολουθούσε να υμνεί τον Κύριο. Μαθαίνοντας το ο αυτοκράτορας πρόσταξε να τον εξορίσουν. Έτσι ο Όσιος Γρηγόριος οδηγήθηκε στην εξορία του όπου και μετά από τρία χρόνια παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο.

Άγιος Πάμφιλος

 Ο Άγιος Πάμφιλος έζησε στα χρόνια του βασιλιά Μαξιμιανού και όταν άρχοντας της Παλαιστίνης ήταν ο Ουρβανός (298 μ.Χ.). Ο Άγιος Πάμφιλος ήταν στολισμένος με πολλές αρετές και πέθανε μετά από πολλά βασανιστήρια μέσα στη φυλακή, μαζί με άλλους ομολογητές της χριστιανικής πίστης.

Άγιος Σιλβάνος

 Ο Άγιος Σιλβάνος έζησε στα χρόνια του βασιλιά Μαξιμιανού και όταν άρχοντας της Παλαιστίνης ήταν ο Ουρβανός (298 μ.Χ.). Τον καταδίκασαν να βασανίζεται μέσα σε μέταλλα, μέχρι που πέθανε, στην τοποθεσία Φανό.

Άγιοι Ευψύχιος και Καρτέριος

 Οι Άγιοι Ευψύχιος και Καρτέριος έζησαν στα χρόνια του βασιλιά Μαξιμιανού και όταν άρχοντας της Παλαιστίνης ήταν ο Ουρβανός (298 μ.Χ.). Μαρτύρησαν αφού τους έκοψαν τα γεννητικά τους όργανα, με αποτέλεσμα να πεθάνουν από ακατάσχετη αιμορραγία.

Άγιος Δωρόθεος ο Πρεσβύτερος

 Ο Άγιος Δωρόθεος ο Πρεσβύτερος έζησε στα χρόνια του βασιλιά Μαξιμιανού και όταν άρχοντας της Παλαιστίνης ήταν ο Ουρβανός (298 μ.Χ.). Ο Δωρόθεος, που ήταν σεμνός Ιερέας, μαρτύρησε αφού τον παρέδωσαν για τροφή στα άγρια θηρία.


Άγιοι Τιμόθεος, Θεόφιλος, Θεότιμος

 Οι Άγιοι Τιμόθεος, Θεόφιλος, Θεότιμος έζησαν στα χρόνια του βασιλιά Μαξιμιανού και όταν άρχοντας της Παλαιστίνης ήταν ο Ουρβανός (298 μ.Χ.) και ήταν νέοι στην ηλικία και ευπαρουσίαστοι. Μαρτύρησαν αφού τους γρονθοκόπησαν μέχρι θανάτου.


Άγιοι Δομνίνος και οι συν αυτώ

 Ο Δομνίνος και οι μαζί μ' αυτόν μαρτυρήσαντες Άγιοι έζησαν στα χρόνια του βασιλιά Μαξιμιανού και όταν άρχοντας της Παλαιστίνης ήταν ο Ουρβανός (298 μ.Χ.). Ο Δομνίνος μαρτύρησε αφού μετά από πολλά βασανιστήρια τον έκαψαν ζωντανό. Μαζί με αυτόν, μαρτύρησαν και αρκετές χριστιανές παρθένες κόρες.

Άγιοι Ερμάς, Πατρόβας, Λίνος, Γάιος και Φιλόλογος, Απόστολοι από τους Εβδομήκοντα

 Πραγματικοί ποιμένες όλοι, του λογικού ποιμνίου της Εκκλησίας μας. Τον Ερμά αναφέρει ο Απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή του, καθώς και τους Πατρόβα, Γάιο και Φιλόλογο. Ενώ τον Λίνο αναφέρει στη δεύτερη προς Τιμόθεον επιστολή του.


Ο Ερμάς ορίστηκε επίσκοπος στους Φιλίππους της Μακεδονίας, και σ' αυτόν αποδίδουν ο Ωριγένης, ο Ευσέβειος, ο Ιερώνυμος και άλλοι, το γνωστό συγγραφικό έργο με τον τίτλο ο «ποιμήν». Το έργο αυτό δείχνει το βάραθρο, στο όποιο φέρει η αμαρτία και διεγείρει έντονα το αίσθημα της μετάνοιας και της μετά του Θεού ειρήνης. Μέχρι κάποιο χρονικό διάστημα μπορούσε να το αναγνώσει κανείς μόνο στη Λατινική μετάφραση του. Κατά τον 19ο αιώνα όμως, βρέθηκε και το ελληνικό πρωτότυπο.


Ο Πατρόβας πρόσφερε σπουδαίες υπηρεσίες στην πίστη, σαν επίσκοπος Ποτιόλων στην Ιταλία.


Ο Λίνος αναδείχτηκε πρώτος επίσκοπος Ρώμης και ποίμανε την εκεί εκκλησία με πρόνοια και τόλμη, και μαρτύρησε με αποκεφαλισμό. Ήταν επίσκοπος έντεκα χρόνια και τρεις μήνες.


Ο Γάιος ποίμανε στην Έφεσο μετά τον Τιμόθεο, και ο Φιλόλογος ορίστηκε από τον απόστολο Ανδρέα επίσκοπος Σινώπης.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιοι Γαλακτίων και Επιστήμη

 Οι Άγιοι Γαλακτίων και Επιστήμη έζησαν τον 3ο αιώνα μ.Χ., όταν αυτοκράτορας ήταν ο Δέκιος.


Οι Έλληνες γονείς του Γαλακτίωνα, Κλειτοφών και Λευκίππη, ήταν πρώτα ειδωλολάτρες. Κάποιος, όμως, ιερομόναχος, που ονομαζόταν Ουνούφριος, τους προσείλκυσε στη χριστιανική πίστη. Από τότε διέθεταν τα πλούτη τους σε κάθε αγαθοεργία. Το δε γιο τους Γαλακτίωνα ανέθρεψαν «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου». Δηλαδή, με παιδαγωγία και νουθεσία, σύμφωνη με το θέλημα του Κυρίου. Και η παιδαγωγία αυτή δεν άργησε να φέρει τους θαυμαστούς καρπούς της. Ο Γαλακτίων όταν μεγάλωσε, νυμφεύθηκε μία ωραία κόρη, την Επιστήμη, την οποία ο ίδιος είλκυσε στο Χριστό.


Η ζωή τους κυλούσε αφιερωμένη στην υπηρεσία του λόγου του Θεού και στη διακονία του πλησίον, ώσπου ξέσπασε ο διωγμός του Δεκίου. Τότε, ο μεν Γαλακτίων πήγε σε μοναστήρι του όρους Σινά, η δε Επιστήμη σε γυναικείο κοινόβιο.


Αλλά η λαίλαπα του διωγμού έφθασε και στα μέρη εκείνα, με αποτέλεσμα να συλληφθεί ο Γαλακτίων από τον άρχοντα Ούρσο. Όταν το πληροφορήθηκε αυτό η Επιστήμη, έτρεξε και παρακάλεσε τους διώκτες να συλλάβουν και αυτή προς ενίσχυση του συζύγου της. Ο άρχοντας Ούρσος, μη μπορώντας να τους πείσει να αλλαξοπιστήσουν, αφού τους βασάνισε σκληρά στο τέλος τους αποκεφάλισε (περί το 250 μ.Χ.).



Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Tὴν λαμπρὰν ξυνωρίδα τῶν μαρτύρων τιμήσωμεν ὥσπερ συζυγίαν ἀρίστην καὶ κλειτὴν καὶ θεόφρονα· τὸν θεῖον Γαλακτίωνα πιστοί, ὁμοῦ σὺν Ἐπιστήμῃ τῇ σεμνῇ. Δι' ἀσκήσεως γὰρ πόνων ἀθλητικὴν ἐξήνθησαν φαιδρότητα. Δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι' ὑμῶν πᾶσιν ἰάματα.


Κοντάκιον

Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.

Μαρτύρων Χριστοῦ, τοῖς δήμοις ἠριθμήθητε, ἀγῶσι στεῤῥοῖς, φαιδρῶς ἀγωνισάμενοι, Γαλακτίων ἔνδοξε, σῦν συζύγῳ σεπτῇ καὶ συνάθλῳ σου, Ἐπιστήμη, τῷ μόνῳ Θεῷ, πρεσβεύοντες ἄμφω ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.


Ὁ Οἶκος

Τὸν γενναῖον ἐν Μάρτυσι Γαλακτίωνα, ἐν ᾀσμάτων ᾠδαῖς εὐφημήσωμεν, σὺν τῇ πανευκλεεῖ συζύγῳ, τῇ φερωνύμῳ Ἐπιστήμῃ· οὗτοι γὰρ καθεῖλον τοῦ ἐχθροῦ τὸ φρύαγμα, καὶ εἰδώλων τὸ ἄθεον ἤλεγξαν, τὴν δὲ πίστιν Χριστοῦ ἀνεκήρυξαν. Διὸ περιφανῶς λαβόντες παρ' αὐτοῦ, τοὺς στεφάνους τῆς ἀφθαρσίας, ἀπαύστως πρεσβεύουσιν ὑπέρ πάντων ἡμῶν.


Κάθισμα

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Ἀσκήσει λαμπρύνας σου, τὸ ὀπτικὸν τῆς ψυχῆς, ἀκτῖσιν ἀθλήσεως, φωταγωγεῖς τοὺς πιστούς, Γαλακτίων μακάριε· ὅθεν σου τὴν ἁγίαν, καὶ φωσφόρον ἡμέραν, πίστει ἐπιτελοῦμεν, εὐσεβῶς σοι βοῶντες· Ὡς ἔχων παρρησίαν πρὸς Χριστόν, πρέσβευε σωθῆναι ἡμᾶς.


Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2024

ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΝ ΒΑΤΑΤΖΗ ΤΟΝ ΕΛΕΗΜΟΝΑ

ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ ΚΑΝΩΝ ΣΤΟΝ ΟΣΙΟ ΓΕΩΡΓΙΟ ΚΑΡΣΛΙΔΗ

"Γεώργιον" είπε και εξαφανίστηκε....(+ Αγ. Γεωργιος Καρσλίδης )

 Εκεί που τελειώνει ο Σεπτέμβρης και αρχίζει ο Οκτώβρης, κατά την γνώμη μου, συμβαίνει το εξής υπέροχο: Υπάρχει μια μυστική χαραμάδα απ' όπου περνά το φως του ήλιου και πριν βγει στον κόσμο παίρνει από το μελωμένο κομμάτι του ουρανού μέλι χρυσό και λιγωτικό, με αποτέλεσμα -πριν οι άνθρωποι δουν το φως του- ο ήλιος να έχει ήδη απλώσει μιαν ανεξήγητη γλύκα στις καρδιές, στα κόκκινα κεραμίδια που διασώθηκαν και στις οδούς που προετοιμάζονται να αποβούν οι τρίβοι της δικαιοσύνης Του.


Κάποιοι ισχυρίζονται πως εκεί, στην χαραμάδα του μελιού, στο αντάμωμα Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου, γίνονται παράξενα πράγματα έως και θαύματα....

Πριν ένα μήνα περίπου, το Σάββατο της ήδη περιγραφείσας "ανυπόφορης" ηδύτητος (της εκ της μυστικής χαραμάδος εκλυομένης) οι απλοί άνθρωποι μιας απλούστατης ενορίας δίπλα στον Παγασητικό Κολπο, ξεκίνησαν την προσκυνηματική εκδρομή τους για την Παναγία Εικοσιφοίνισσα και την Μονή της Αγίας Παρασκευής στην Μακεδονία (κοντά στην Δράμα, πλησίον και των Σερρών).


Μακρύς ο δρόμος αλλά ευχάριστος αφού ο πόθος του προσκυνήματος μηδένιζε τις αποστάσεις και η ποίηση του Φθινοπώρου έκανε στίχους τις κοινότυπες κουβέντες του πρωινού. Όλα έμοιαζαν συνηθισμένα αλλά ταυτόχρονα ήταν έντονη η αίσθηση πως δεν ήταν έτσι. Κάτι υπέβοσκε αλλά καθώς οι άνθρωποι που έχουν την Εκκλησία στην καθημερινότητά τους δεν θεωρούν εξαιρετικό το υπέροχο που νιώθουν όταν πνέει "αύρας λεπτής ανάσα", δεν αξιολόγησαν ως έκτακτη την Χάρη που ένιωθαν να τους συνοδεύει...


 Πριν το μεσημέρι είχαν φτάσει στην μακεδονική γη και το λεωφορείο πορεύονταν σε μια τοποθεσία δίπλα σε αγρούς όταν ο ιερέας ανακοίνωνε στους ενορίτες ότι αλλάζει το πρόγραμμα και δεν θα επισκεφτούν την Μονή της Εικοσιφοίνισσας αλλά μόνο αυτή της Αγ. Παρασκευής. 

Πριν αποσώσει την κουβέντα του το αυτοκίνητο γέμισε καπνούς, από την μηχανή που είχε πάρει φωτιά.

Οι επιβάτες θορυβημένοι βγήκαν από την ραστώνη του σίγουρου ταξιδευτή και άρχισαν να φωνάζουν. Ο οδηγός έκανε στην άκρη και σταμάτησε, ανήσυχος για την μηχανή που συνέχισε να καπνίζει σε μιαν ερημική τοποθεσία.

Ευτυχώς οι πόρτες άνοιξαν και οι εκδρομείς κατέβηκαν....

Ευτυχώς το αυτοκίνητο εκινείτο με πετρέλαιο και όχι με βενζίνη που θα μπορούσε να δημιουργήσει έκρηξη και να σκοτωθούν όλοι...

('Οπου "ευτυχώς" μπορείτε αντικαταστήσετε με την φράση "καθόλου τυχαία" ή " σαν από θαύμα", κατά τον σεμνό λευίτη που αφηγείται το γεγονός, σε ηχογραφημένη περιγραφή που έχουμε στην διάθεσή μας).


Έγιναν τα πρέποντα για την περίσταση με τους πυροσβεστήρες που υπήρχαν και τηλεφώνησαν στην Τροχαία για να βοηθήσει και για να πληροφορηθούν για το κοντινότερο συνεργείο ώστε να γίνει μια κάποια στοιχειώδης αποκατάσταση για να επιστρέψουν στον τόπο τους. Φυσικά η εκδρομή μόλις είχε....τελειώσει!


Ήταν κάπου ανάμεσα από τα "βάτια" όπως λέει χαρακτηριστικά ο ιερέας, που φανερώθηκε ένας άντρας γύρω στα 45, με κόκκινα μαλλιά, γένια και παλιά ρούχα ο οποίος πήγε προς το λεωφορείο έσκυψε από κάτω, δούλεψε για περίπου ένα τέταρτο της ώρας και μετά σηκώθηκε, στράφηκε στον ιερέα και με ύφος που δεν σήκωνε αμφισβήτηση είπε: "Έτοιμο το λεωφορείο. Φεύγετε", για να προσθέσει στην συνέχεια: " Πάτερ θέλω να με μνημονεύετε. Όχι εδώ που θα πάτε τώρα αλλά στην ενορία σας, στον τόπο σας ".

-" Το όνομά σας ;" ρώτησε ο ιερέας

- " Γεώργιον" απάντησε εκείνος (τ' όνομά του άραγε ή το γεώργιον του Θεού ή και τα δύο;) και ο παππάς του απάντησε "το πιο εύκολο".

Ο άγνωστος στράφηκε δεξιά προς τον δρόμο (και όχι προς τα βάτα από όπου είχε "ξεφυτρώσει") να φύγει αλλά κανείς δεν τον είδε να φεύγει....Απλά εξαφανίστηκε!

Ήταν πια μεσημέρι όταν το αυτοκίνητο συνέχισε τον δρόμο του, με τους ανθρώπους να προσπαθούν να καταλάβουν αυτό που ήδη η καρδιά τους είχε καταγράψει ως μη εκ του κόσμου τούτου.


Δεν τολμούσαν όμως και να μιλήσουν για Αγίους και τα συναφή καθώς αυτοί δεν ήταν παρά απλοί και συνηθισμένοι πολίτες με προβλήματα και αμαρτήματα σαν όλων των κοινών θνητών άρα ανάξιοι θεωριών εξ εκείνης της χαραμάδος που την θεωρήσαμε ως του ουρανού διοχετεύουσα το μέλι και συνεπώς των Αοράτων δίοδος.....

Μετά από όλο αυτό, αποφασίστηκε να μην παραλείψουν την Εικοσιφοίνισσα, όπου ο ιερέας είδε πως η εικόνα του ναού ήταν των Εισοδίων της Παναγίας, όπως και του ναού όπου είχε υπηρετήσει επί 26 χρόνια.....


Την επόμενη μέρα, την Κυριακή, ο ιερέας μίλησε για το ασυνήθιστο Σάββατο σε ένα νεαρό παιδί, τον ψάλτη του.

Ο μελωδός του Κυρίου αφού άκουσε την ιστορία επέστρεψε στο ψαλτήρι του. Όμως σε λίγο ξαναμπήκε στο ιερό και κάτι έδειξε στον παππούλη, στην οθόνη του κινητού του (στο διαδίκτυο για την ακρίβεια).

Ο αγαθός ιερέας πάγωσε (όπως αφηγείται) και φώναξε: " Αυτός είναι!"

Ο ψάλτης του είχε δείξει την εικόνα του Οσίου Γεωργίου Καρσλίδη!

Στην ηχογραφημένη περιγραφή ο ιερέας ακούγεται να λέει, δείχνοντας την εικόνα του Οσίου: " Αυτός είναι! Το πρόσωπό του, τα χέρια του δεν θα τα ξεχάσω όσο ζω. Είναι τα ίδια."

Το ίδιο διαβεβαιώνουν και οι φωνές των εκδρομέων που επίσης ακούγονται να επικροτούν τα λεγόμενα του παππά τους.

Ευτυχισμένοι άνθρωποι που αξιώθηκαν τούτη την εκδρομή στην....αγιοσύνη, απλοί καθημερινοί άνθρωποι που βλέπουν τους Αγίους ακόμη και σε μια εποχή τόσο άφιλη προς τους αγίους ή μάλλον ακριβώς επειδή ζούμε σε αυτούς τους καιρούς οι Άγιοι βγαίνουν στο μεϊντάνι ( διάβασε και Οι Άγιοι βγήκαν στο μεϊντάνι ) και κάνουν μασλάτια και εξυπηρετήσεις σ'αυτούς που -κατά κόσμον- θα μπορούσαν να θεωρηθούν η τελευταία τρύπα του ζουρνά, που βαράει η κάθε είδους εξουσία....


Σημείωση: Η ενορία που έκανε την εκδρομή είναι του Ι. Ναού Αγ. Ιωάννου Θεολόγου Κορώπης, της Ι. Μητροπόλεως Δημητριάδος.

Μάλιστα, την Κυριακή 4 Νοεμβρίου η ενορία με μία σεμνή πανήγυρη τίμησε την μνήμη του Φίλου της Αγίου Γεωργίου Καρσλίδη και εξέδωσε και ένα μικρό φυλλάδιο προς τιμή του.

Με το παραπάνω δηλαδή αυτό που ζήτησε ο Άγιος "να με μνημονεύετε"!

Αλλά, θα μου πείτε, για τους Αγίους ό,τι και να κάνουμε λίγο θα είναι...

Δέν υπάρχει μεγάλη καί μικρή αμαρτία.

 «Δέν υπάρχει μεγάλη καί μικρή αμαρτία.

Μικρή ή μεγάλη, η αμαρτία εἶναι πάντοτε αμαρτία.

Οἱ πολλές μικρές αμαρτίες, μας κάνουν μεγαλύτερο κακό απ’ ό,τι μία μεγάλη, γιατί οι μικρές περνούν ἀπαρατήρητες κι έτσι δέν φροντίζουμε νά τίς διορθώσουμε».


Αρχιμανδρίτη Ἰωήλ Γιαννακόπουλου

Διήγησις εις τον θρήνον του Προφήτου Iερεμίου περί της Iερουσαλήμ, και εις την άλωσιν ταύτης, και περί της εκστάσεως Aβιμέλεχ

 Γράφει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης για το γεγονός αυτό:


«O μέγας ούτος Προφήτης Iερεμίας ήτον από χωρίον ονομαζόμενον Aναθώθ. Πολλά δε επροφήτευσε διά την Iερουσαλήμ και Bαβυλώνα. Oμοίως και διά την ένσαρκον οικονομίαν του Yιού του Θεού, εις την οποίαν φαίνεται όλη η δύναμις και το κράτος της προφητείας. Tούτον τον Προφήτην έδειρε μίαν φοράν δυνατά Πασχώρ ο υιός του Eμήρ, ο προεστώς του οίκου Kυρίου. Kαι εις τον καταρράκτην αυτόν έβαλεν, διατί επένθει και ελυπείτο διά την σκλαβίαν, οπού έμελλε να πάθη η Iερουσαλήμ. Eπειδή δε η του Θεού πρόνοια ελύτρωσε τον Προφήτην από τον καταρράκτην, διά τούτο αυτός λυτρωθείς, επροφήτευσε και είπεν εις τον Πασχώρ· «Tο όνομά σου θέλει γένη μέτοικον και ξένον από την γην ταύτην της Iερουσαλήμ, και εν ταυτώ θέλει σε ελέγξει η αποστασία σου, διότι επικατάρατος είναι εκείνος ο άνθρωπος, οπού κάμνει το έργον του Kυρίου με αμέλειαν». «Eπικατάρατος, ο ποιών τα έργα Kυρίου αμελώς» (Iερ. λα΄, 10).


Eις δε τας ημέρας του βασιλέως Iωακείμ εθρήνει ο Iερεμίας την Iερουσαλήμ. Oι δε ψευδοπροφήται επαρακίνουν τους ιερείς να θανατώσουν αυτόν. O δε υιός Σαφάν, Aχεικάμ, ώντας μαζί με τον Iερεμίαν, εμπόδιζε να μη τον θανατώσουν. Tότε είπεν ο Kύριος προς Iερεμίαν. Kάμε εις τον εαυτόν σου δεσμά ξύλινα και βάλε αυτά εις τον λαιμόν σου. Kαι θέλω σε αποστείλω εις τον βασιλέα Mωάβ και Iδουμαίας και Tύρου και Σιδώνος. Tαύτα δε ποιήσας ο Προφήτης, τα έβαλεν εις τον λαιμόν του. Tότε Aνανίας ο υιός Aζώρ ο ψευδοπροφήτης, εσηκώθη, και λαβών τα δεσμά από τον λαιμόν του Iερεμίου, ετζάκισεν αυτά έμπροσθεν εις τα ομμάτια του λαού, λέγων. Έτζι είπεν ο Kύριος προς με· θέλω συντρίψω τον ζυγόν βασιλέως Bαβυλώνος από τον λαιμόν όλων των εθνών. Tότε είπεν ο Iερεμίας προς τον ψευδοπροφήτην. Δόλια είναι τα χείλη σου, και η καρδία σου ερεύγεται φαρμάκι, διότι τάδε λέγει η αλήθεια και ο Θεός. Δεσμά ξύλινα ετζάκισας; Aντί τούτων δεσμά σιδηρά θέλω κάμω λέγει Kύριος Παντοκράτωρ, και θέλω βάλω αυτά εις τον τράχηλον των εθνών. Eσύ δε Aνανία, ογλίγωρα θέλεις απορρίψεις την ψυχήν σου. Kαι ω του θαύματος! το έργον ηκολούθει εις τον λόγον του Προφήτου, διατί μετά επτά μήνας εκείνος απέθανε. Kατά δε τον δέκατον όγδοον χρόνον της βασιλείας του Σεδεκίου βασιλέως Iούδα, επένθει ο Iερεμίας διά την Iερουσαλήμ. Όθεν διά την αιτίαν ταύτην εβάλθη εις φυλακήν, όταν σχεδόν επλησίασαν οι Xαλδαίοι και Bαβυλώνιοι κοντά εις Iερουσαλήμ. Aλλά δεν ηξεύρω πώς ευγήκεν ο Προφήτης έξω της φυλακής, και επήγεν εις την γην Bενιαμίν διά αναγκαίαν χρείαν οπού είχε. Kαι εκεί επιάσθη από τον λαόν των Xαλδαίων και δαρθείς από αυτούς, ερρίφθη εις την φυλακήν.


Aφ’ ου δε εκεί εδιάτριψεν ικανόν καιρόν ο Iερεμίας, έστειλεν ο βασιλεύς Σεδεκίας, και εύγαλεν αυτόν κρυφίως από την φυλακήν και έπειτα λέγει εις αυτόν. Eπειδή και ευεργετήθης από λόγου μου, ειπέ εκείνο οπού μέλλει να γένη εις τον καιρόν της βασιλείας μου. Tότε αποκριθείς ο Προφήτης είπε. Δεν είμαι εγώ οπού σοι λαλώ βασιλεύ. Aλλά είναι το Πνεύμα του Θεού, οπού λαλεί εν εμοί· και εκείνα οπού έγραψα, έγραψα: ήγουν εκείνα οπού έγραψα, είναι αληθινά και αμετάθετα. Όθεν βάλλεται πάλιν ο μακάριος Προφήτης εις την φυλακήν, οι δε διαβαλταί ενώχλουν πάλιν τον βασιλέα λέγοντες, ότι ο Iερεμίας και εις την φυλακήν ευρισκόμενος, ψυχραίνει τας καρδίας των πολεμιστών, με το να μη κηρύττη ειρήνην, αλλά πόλεμον και ταραχήν. Όθεν κάλλιον είναι να θανατωθή ένας διά την σωτηρίαν των πολλών. O δε βασιλεύς είπε προς αυτούς. Iδού αυτός ευρίσκεται εις τας χείρας σας. Tότε λοιπόν έρριψαν τον Iερεμίαν εις τον λάκκον του Mελχίου και εις τον βόρβορον των νεκρών.


Mαθών δε τούτο ο Aβιμέλεχ, είπεν εις τον βασιλέα. Διατί εκακοποίησας, ω βασιλεύ, τον άνδρα Iερεμίαν; O βασιλεύς απεκρίθη. Δεν έκαμα τούτο με το θέλημά μου, αλλά διά τον φόβον του λαού. Όθεν έπαρε μαζί σου τριάντα ανθρώπους δυνατούς, και πήγαινε εύγαλε αυτόν από τον λάκκον. O δε Aβιμέλεχ πορευθείς με ογλιγωρότητα, εύγαλε τον Iερεμίαν αβλαβή διά της δυνάμεως του Θεού. Tότε ο βασιλεύς πέρνωντας τον Iερεμίαν κοντά του λέγει προς αυτόν. Mη κρύψης από λόγου μου εκείνο οπού μέλλω να σου ζητήσω. O δε Iερεμίας απεκρίθη. Διατί αποστρέφεσαι την αλήθειαν ω βασιλεύ; Eγώ δεν είμαι κήρυξ του ψεύδους, καν και πολλαίς φοραίς θανατώσης με. O δε βασιλεύς ώμοσε λέγων. Ζη ο Θεός των πατέρων μου! Δεν θέλω σε φονεύσω, διά κάθε λόγον οπού ήθελές μοι ειπής, ουδέ θέλω σε παραδώσω εις τας χείρας των αιμοβόρων ανδρών. Όθεν ο Iερεμίας είπεν εις τον βασιλέα. Aνίσως φυλάξης την συμβουλήν μου ω βασιλεύ, και εύγης και υποδεχθής τους Bαβυλωνίους, ήξευρε ότι θέλεις γλυτώσεις την ζωήν σου, και η πόλις αύτη των Iεροσολύμων δεν θέλει απολεσθή. Eιδέ και σταθής εναντίος εις αυτούς, ήξευρε ότι δεν θέλεις γλυτώσεις από τας χείρας των, αλλά και η πόλις αύτη θέλει αφανισθή από την φωτίαν. Eπειδή δε ο βασιλεύς ελογίασεν ωσάν φλυαρίαν τα λόγια του Προφήτου, διά τούτο δεν εγλύτωσεν από τον πόλεμον και την ορμήν των Bαβυλωνίων. Όθεν αυτοί ελθόντες επερικύκλωσαν την πόλιν των Iεροσολύμων, και εμποδίσαντες τας τροφάς οπού ήρχοντο έξωθεν μέσα εις αυτήν, επροξένησαν εις την πόλιν μεγάλην πείναν.


O δε βασιλεύς φοβούμενος διά να μη θανατωθή μέσα εις την πόλιν, φεύγει την νύκτα μαζί με τους ανθρώπους του. Oι δε Xαλδαίοι τούτον κυνηγήσαντες, επίασαν, και εθανάτωσαν τους υιούς του έμπροσθεν εις τους οφθαλμούς του. Tου δε βασιλέως Σεδεκία εύγαλαν τους οφθαλμούς, και δεμένον εκατέβασαν αυτόν εις την Bαβυλώνα, και έβαλον μέσα εις ένα μύλον, έχοντες αυτόν ωσάν ένα παίγνιον. Eις την παιδείαν δε ταύτην ευρίσκετο έως εις τας υστερινάς ημέρας της ζωής του. O δε Nαβουζαρδάν, ο αρχιμάγειρος του βασιλέως Nαβουχοδονόσορ, εμβαίνωντας εις την Iερουσαλήμ, έκαυσεν αυτήν, και τον Nαόν του Θεού έκαμε κονιορτόν, κατά τον λόγον του Iερεμίου. Ύστερον δε από εβδομήντα χρόνους, πάλιν ελύθη η σκλαβία της Iερουσαλήμ, καθώς έμπροσθεν θέλει ρηθή. Πώς δε η άλωσις και σκλαβία έγινε της Iερουσαλήμ, και ποία εισι τα λαληθέντα υπό Kυρίου προς τον Iερεμίαν, λέγομεν τώρα εδώ. Kατά τας ημέρας εκείνας ελάλησε Kύριος προς Iερεμίαν λέγων. Iερεμία, εύγα έξω από την πόλιν μαζί με τον Bαρούχ, επειδή θέλω αφανίσω αυτήν διά το πλήθος των αμαρτιών των ανθρώπων, οπού κατοικούν εις αυτήν. Διότι αι εδικαί σας προσευχαί είναι ωσάν στύλοι ακίνητοι εις το μέσον της πόλεως ταύτης, και κυκλόνουσιν αυτήν ωσάν τείχος αδαμάντινον. Διά τούτο λοιπόν εύγα έξω από αυτήν, προτού να την περικυκλώση η δύναμις και το στράτευμα των Xαλδαίων. Tότε ελάλησεν ο Iερεμίας προς τον Θεόν λέγων. Παρακαλώ σε Kύριε, συγχώρησόν μοι τω δούλω σου να λαλήσω έμπροσθέν σου. Kαι είπε Kύριος. Λάλει. Tότε είπεν Iερεμίας. Kύριε, παραδίδεις την πόλιν ταύτην εις χείρας των Xαλδαίων, διά να καυχηθούν αυτοί, και να ειπούν, ότι ενίκησαν αυτήν; Kύριέ μου, ανίσως είναι θέλημά σου να αφανισθή η πόλις αύτη, ας αφανισθή από τας χείρας σου, και όχι από τους Xαλδαίους. Kαι είπεν ο Θεός, εσύ σηκώσου και εύγα έξω από αυτήν, οι δε Xαλδαίοι δεν θέλουν καυχηθούν, διατί, εάν εγώ δεν ανοίξω τας πόρτας της Iερουσαλήμ εις αυτούς, αυτοί μόνοι να έμβουν εις αυτήν δεν δύνανται. Πήγαινε εις τον Bαρούχ, και ειπέ του αυτά οπού σοι λέγω. Kαι κατά την έκτην ώραν της νυκτός, έλθετε εις τα τείχη της πόλεως και βλέπετε, διατί εάν εγώ δεν ανοίξω εις τους Xαλδαίους, αυτοί μόνοι να έμβουν εις την Iερουσαλήμ δεν δύνανται. Kαι αφ’ ου είπε ταύτα ο Kύριος, εχωρίσθη από τον Iερεμίαν. O δε Iερεμίας επήγεν εις τον Bαρούχ, και εφανέρωσε ταύτα εις αυτόν. Πηγαίνοντες δε και οι δύω εις τον Nαόν, έσχισαν τα ρούχα των, και έβαλαν στάκτην εις τας κεφαλάς των, και εθρήνουν την πόλιν Iερουσαλήμ. Kαι ελθόντες κατά την έκτην ώραν της νυκτός εις τα τείχη της πόλεως, ήκουσαν φωνάς σαλπίγγων. Ήλθον γαρ Άγγελοι εκ του Oυρανού κρατούντες λαμπάδας εις τας χείρας των, και εστάθησαν επάνω εις τα τείχη της πόλεως. Bλέποντες δε αυτούς ο Iερεμίας και ο Bαρούχ, έκλαυσαν και είπον. Tώρα είναι αληθινός ο λόγος οπού ελάλησεν ο Θεός. Kαι είπον εις τους Aγγέλους. Παρακαλούμέν σας, να μη χαλασθή η πόλις, έως οπού να λαλήσωμεν εις τον Θεόν.


Tότε ο Iερεμίας ελάλησε λέγων. Δέομαί σου Kύριε, πρόσταξον να λαλήσω έμπροσθέν σου. Kαι είπε Kύριος. Λάλει. Kαι είπεν Iερεμίας. Iδού επληροφορήθημεν, ότι θέλεις παραδώσεις την Iερουσαλήμ εις τας χείρας των εχθρών της, και ο λαός σου Iσραήλ, θέλει υπάγη σκλάβος εις την Bαβυλώνα. Λοιπόν, τι να κάμωμεν τα άγια σκεύη του Nαού σου; Kαι είπεν ο Kύριος. Παράδοσαι ταύτα εις την γην λέγων. Άκουε γη την φωνήν του Θεού, οπού σε έκτισεν επάνω εις τα νερά, και σε εσφράγισε με επτά σφραγίδας, και με επτά καιρούς. Kαι οπού μετά ταύτα θέλεις λάβης την ωραιότητά σου. Φύλαξον τα άγια σκεύη της λειτουργίας, έως της συναθροίσεως του ηγαπημένου λαού. Έπειτα ελάλησε πάλιν Iερεμίας λέγων. Παρακαλώ σε Kύριε· τι να κάμω εις τον Aιθίοπα Aβιμέλεχ, ότι πολλάς ευεργεσίας εποίησεν εις εμένα τον δούλον σου; Διατί αυτός με εύγαλεν από τον λάκκον του βορβόρου, μέσα εις τον οποίον με έβαλον. Kαι δεν θέλω να ιδή τον αφανισμόν της πόλεως, διά να μη πήξη και αποθάνη από τον φόβον του, επειδή είναι δειλός και μικρόψυχος. Kαι είπε Kύριος προς Iερεμίαν. Aπόστειλον αυτόν εις τον αμπελώνα του Aγρίππα. Kαι θέλω σκεπάσω αυτόν υποκάτω εις την σκιάν του βουνού, έως να γυρίση ο λαός από την σκλαβίαν.


Tότε λοιπόν ο Iερεμίας επήρε τα άγια σκεύη της λειτουργίας, κατά προσταγήν Θεού, και έβαλεν αυτά μέσα εις μίαν πέτραν, σφραγίσας εις αυτήν με το δακτυλίδι του, το όνομα του Θεού, ήτοι το τετραγράμματον Iεχωβά. Tο οποίον δηλοί κατά τους εβδομήκοντα, Kύριος. Kαι ω του θαύματος! ο τύπος της σφραγίδος έγινε τόσον βαθύς, ωσάν να εγλύφη με σμίλην σιδηράν. Eσκέπαζε δε την πέτραν μία νεφέλη, διά να ήναι από τους ανθρώπους δυσκολογνώριστος. Eυρίσκεται δε η πέτρα αύτη εν τη ερήμω, όπου κατεσκευάσθη η κιβωτός του Θεού πρότερον επί Mωυσέως. Tω πρωί δε, λέγει ο Iερεμίας εις τον Aβιμέλεχ. Λάβε το κοφίνι τέκνον, και πήγαινε εις το αμπέλι του Aγρίππα διά μέσου της στράτας του βουνού, και φέρε σύκα διά να φάγουν οι ασθενείς του λαού, ότι εις εσένα είναι η ευφροσύνη αυτών, και εις την κεφαλήν σου στέκεται η δόξα των. Kαι ευθύς επήγεν εις το αμπέλι. Όταν δε εκείνος επήγεν, ο ήλιος εβασίλευσε. Kαι ιδού ήλθον τα στρατεύματα των Xαλδαίων, και επερικύκλωσαν την Iερουσαλήμ. Eσάλπισε δε ο μέγας Άγγελος λέγων. Έμβα εις την πόλιν όλη η δύναμις των Xαλδαίων, διότι ιδού ανοίχθη εις εσάς η πύλη. Tότε ο Iερεμίας λαβών τα κλειδία του Nαού, ευγήκεν έξω από την πόλιν, και έρριψεν αυτά έμπροσθεν εις τον ήλιον και είπε. Λάβε ταύτα και φύλαξον έως την ημέραν εκείνην, κατά την οποίαν ο Kύριος θέλει σε εξετάσει δι’ αυτά. Eπειδή ημείς δεν ευρέθημεν άξιοι να τα φυλάξωμεν. O δε Aβιμέλεχ λαβών τα σύκα εν τω καύματι, εύρε δένδρον και εκάθισεν υποκάτω εις την σκιάν του, διά να αναπαυθή ολίγον. Kαι κλίνας την κεφαλήν υποκάτω εις το κοφίνι, ω του θαύματος! εκοιμήθη εκεί χρόνους εβδομήντα. Tούτο δε έγινε κατά προσταγήν Θεού, διά τον λόγον, ον είπεν εις τον Iερεμίαν, ότι εγώ θέλω σκεπάσω αυτόν.


Aφ’ ου δε επέρασαν οι εβδομήντα χρόνοι, εξύπνισε και είπε, γλυκά εκοιμήθηκα, πλην ολίγον, και διά τούτο η κεφαλή μου είναι βεβαρημένη, επειδή και δεν εχόρτασα ύπνον. Kαι ανοίξας το κοφίνι, ευρήκε τα σύκα οπού ακόμη έσταζαν γάλα, ωσάν να ήθελε τα κόψη προ ολίγης ώρας. Kαι είπεν. Ήθελα ακόμη να κοιμηθώ, αλλ’ επειδή με σπουδήν και ογλιγωράδα με έστειλεν ο Iερεμίας, εάν κοιμηθώ, θέλω αργοπορήσω, και εκ τούτου έχει εκείνος να λυπηθή. Όθεν ας υπάγω ογλιγωρότερα, διά να χαροποιήσω αυτόν, και εκεί κοιμώμαι. Λαβών λοιπόν τα σύκα, επήγεν εις Iερουσαλήμ. Kαι δεν εγνώριζεν, ούτε την Iερουσαλήμ, ούτε το οσπήτιόν του, ούτε κανένα συγγενή του, ή φίλον. Kαι είπεν. Eυλογητός Kύριος. Έκστασις έγινεν εις εμένα σήμερον. Δεν είναι η πόλις αύτη Iερουσαλήμ; Eπλανήθη ο νους μου, με το να μην εχόρτασα ύπνον. Eυγήκε δε έξω από την πόλιν, και στοχαζόμενος τα σημάδια, έλεγεν. Aύτη αληθώς είναι η πόλις μου, δεν επλανήθηκα. Kαι πάλιν εμβήκεν εις την πόλιν, και ζητήσας, δεν εύρε κανένα από τους συγγενείς και φίλους του. Kαι είπεν. Eυλογητός Kύριος. Mεγάλη έκστασις έπεσεν εις εμένα.


Kαι πάλιν ευγήκεν έξω από την πόλιν και έμενε λυπούμενος, με το να μην ήξευρε τι να κάμη. Bαλών δε κάτω το κοφίνι είπεν. Eδώ θέλω καθίσω, έως οπού ο Kύριος να σηκώση την έκστασιν ταύτην από λόγου μου. Kαθημένου δε αυτού, ιδού ήρχετο ένας γέρων από το χωράφι του, και λέγει εις αυτόν. Eις εσένα λέγω γέρων, ποία είναι η πόλις αύτη; O γέρων απεκρίθη. H Iερουσαλήμ είναι τέκνον. Λέγει ο Aβιμέλεχ. Πού είναι Iερεμίας ο Προφήτης και Iερεύς του Θεού, και Bαρούχ ο αναγνώστης, και όλος ο λαός της πόλεως; Ότι δεν ευρήκα αυτούς. Aπεκρίθη ο γέρων. Δεν είσαι συ από την πόλιν ταύτην; Σήμερον ενθυμήθης τον Iερεμίαν και τον λαόν, και ερωτάς δι’ αυτόν, ύστερα από τόσους χρόνους; O λαός είναι εις την Bαβυλώνα, τέκνον, τώρα εβδομήκοντα χρόνους, επειδή έγιναν σκλάβοι από τον βασιλέα Nαβουχοδονόσορ. Kαι πώς εσύ οπού είσαι νέος, και ακόμη τότε δεν ήσουν γεννημένος, πώς, λέγω, συ ερωτάς διά εκείνους, τους οποίους ακόμη δεν έφθασες να ιδής; Tαύτα δε ακούσας ο Aβιμέλεχ, λέγει προς τον γέροντα. Aν δεν ήσουν γέρωντας, και αν δεν ήτον εμποδισμένον να ατιμάζη τινάς τον μεγαλίτερόν του (λέγει γαρ ο Σειράχ· «Mη ατιμάσης άνθρωπον εν γήρει αυτού», η΄, 6), εξάπαντος ήθελα σε περιγελάσω, και να σοι ειπώ, ότι είσαι τρελός. Eπειδή και λέγεις, ότι ο λαός επήγε σκλάβος εις την Bαβυλώνα. Bέβαια ανίσως ήθελαν ανοιχθούν οι καταρράκται του ουρανού, και αν οι Άγγελοι του Θεού ήθελαν καταβούν, διά να πάρουν αυτούς με δύναμιν και εξουσίαν, πάλιν δεν ήθελαν υπάγουν τόσον ογλίγωρα εις την Bαβυλώνα. Διότι πόση ολίγη ώρα επέρασεν, αφ’ ου με έστειλεν ο πατήρ μου Iερεμίας εις το αμπέλι του Aγρίππα, διά να πάρω ολίγα σύκα, και να δώσωμεν αυτά εις τους ασθενείς του λαού! Eγώ δε πηγαίνωντας υποκάτω εις δένδρον, από το καύμα εκοιμήθηκα ολίγον. Kαι νομίσας ότι αργοπόρησα, εξεσκέπασα τα σύκα, και ευρήκα οπού έσταζον γάλα, καθώς τότε οπού τα έκοψα από την συκήν. Συ δε πώς λέγεις, ότι εις τόσην ολίγην ώραν εσκλαβώθη ο λαός εις την Bαβυλώνα; Kαι διά να γνωρίσης, ότι δεν σοι λέγω ψεύματα, λάβε τα σύκα και ίδε. Bλέπωντας δε ο γέρων τα σύκα, είπεν. Ω τέκνον, δικαίου ανθρώπου είσαι υιός, και διά τούτο δεν ηθέλησεν ο Θεός να σοι δείξη την ερήμωσιν της πόλεως ταύτης. Aλλά έφερεν εις εσένα τοιαύτην έκστασιν. Iδού εβδομήκοντα χρόνους έχει ο λαός εις την Bαβυλώνα, από την ημέραν εκείνην κατά την οποίαν εσκλαβώθη. Kαι διά να μάθης τέκνον, ότι είναι αληθινά αυτά οπού σοι λέγω, σήκωσαι τα ομμάτιά σου και ίδε τα χωράφια, ότι ακόμη δεν εφάνη η αύξησις των γεννημάτων. Iδέ και τας συκίας, ότι ο καιρός των σύκων ακόμη δεν έφθασε. Kαι πληροφορήσου και πείσθητι εις τα λόγιά μου. Tότε ο Aβιμέλεχ ανανήψας ωσάν από μέθην, ήλθεν εις τον εαυτόν του και στοχασθείς την γην ακριβώς και τα εν αυτή δένδρα, είπεν. Eυλογητός ο Θεός του ουρανού και της γης, η ανάπαυσις των ψυχών των δικαίων. Έπειτα λέγει εις τον γέροντα. Tι μήνας είναι ούτος; O γέρων απεκρίθη. Δωδέκατος, τέκνον, ήτοι ο Φευρουάριος. Eίτα λαβών από τον Aβιμέλεχ ολίγα σύκα και ευχηθείς αυτόν, ανεχώρησεν».

Δίκαιος Αβιμέλεχ

 Όνομα Βασιλέων των Γεράρων. Φιλοξένησε τον Αβραάμ, που του παρουσίασε την γυναίκα του Σάρα ως αδελφή του. Ο Αβιμέλεχ όμως δεν την ιδιοποιήθηκε, επειδή πληροφορήθηκε την αλήθεια από όνειρο που είδε. Το περιστατικό αυτό, υπάρχει στο βιβλίο της Γένεσης της Παλαιάς Διαθήκης στα κεφάλαια 20 και 21.


Όσιος Γεώργιος Καρσλίδης ο Ομολογητής

 Ο Όσιος Γεώργιος Καρσλίδης γεννήθηκε το 1901 μ.Χ. στην Αργυρούπολη του Πόντου (έδρα της Ιεράς Μητρόπολης Χαλδίας) και το βαφτιστικό του όνομα ήταν Αθανάσιος.


Έμεινε από μικρός ορφανός και μάλιστα οι γονείς του πέθαναν την ίδια ημέρα. Όμως, αμέσως φανερώθηκαν τα σημεία της κλήσεως και της χάριτος. Γαλουχημένος από την ευσεβέστατη μάμμη του με την παραδειγματική ποντιακή ευσέβεια, μόλις στάθηκε στα πόδια του και άρχισε να μιλάει έδειξε ότι διέφερε των άλλων παιδιών και ότι ήταν αφοσιωμένος στον Θεό. Παιδί ακόμα, προσεύχονταν συνεχώς, έκανε νηστείες και επτά χρονών πήγε και προσκύνησε την Παναγιά του Σουμελά. Δόκιμος μοναχός έγινε σε ηλικία μόλις εννέα ετών.


Η κουρά του σε Μοναχό έγινε το 1919 μ.Χ. σε ηλικία 18 ετών και στην συνέχεια χειροτονήθηκε Διάκονος.


Τις τραγικές ημέρες του διωγμού της Εκκλησίας από τους κομμουνιστές στην Γεωργία, ο νεαρός Ιεροδιάκονος συνελήφθη ως «ἐχθρὸς τοῦ λαοῦ», υπέστη φυλακίσεις, ταπεινώσεις, ευτελισμούς, δημόσιες διαπομπεύσεις και ανήκουστους βασανισμούς. Καταδικάσθηκε μάλιστα σε θάνατο και τουφεκίστηκε, αλλά διεσώθη θαυματουργικώς!


Το 1925 μ.Χ. χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος και Πνευματικός, ενώ το 1929 μ.Χ. ήρθε, μετά από πολλές περιπέτειες στη Σίψα (στο συνοικισμό των Ταξιαρχών Δράμας) της Ελλάδας, όπου έζησε τα τελευταία τριάντα, από τα πενήντα οκτώ χρόνια της ζωής του.


Καταδικάσθηκε και πάλι σε θάνατο το 1941 μ.Χ. από τους εκ βορρά ομόδοξους εισβολείς και σώθηκε και πάλι θαυματουργικώς, για να συνεχίσει την Οσιακή του ζωή μέχρι την ημέρα της κοίμησης του, στις 4 Νοεμβρίου 1959 μ.Χ.


Ο Όσιος Γεώργιος συμβουλεύοντας τα πνευματικά του παιδιά τονίζει ότι πρέπει να νηστεύουν σωστά, γιατί η νηστεία είναι μια άσκηση για τον χριστιανό. Είναι λάθος να νηστεύεις, έλεγε, μια εβδομάδα στην αρχή και μια εβδομάδα στο τέλος της νηστείας. Πάνω σ’ αυτό το θέμα ανέφερε μια μέρα και το εξής παράδειγμα: «Όταν είσαι πάνω σε μια γέφυρα και βρέχει δυνατά κι έχεις απλωμένο ένα σχοινί κι αρχίζεις να το μαζεύεις, επειδή βρέχεσαι δεν το κόβεις για να φύγεις, αλλά περιμένεις να το μαζέψεις όλο κι άς βρέχεσαι.


Τόνιζε ακόμη ο π. Γεώργιος ότι οι ανάδοχοι δεν πρέπει να μαλώνουν και ότι ο κάθε χριστιανός πρέπει να βαφτίσει το λιγώτερο τρία παιδιά. Το καθήκον του νουνού, έλεγε, είναι να μαθαίνει στα βαφτιστικά του από μικρά να πηγαίνουν Εκκλησία, να κοινωνούν τακτικά, να ακολουθούν το σωστό δρόμο, να γίνουν καλοί άνθρωποι και χριστιανοί.


Η αγιοκατάταξη του Οσίου Γεωργίου, έγινε το 2008 μ.Χ. υπό του Παναγιωτάτου και Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ.Βαρθολομαίου στην Δράμα.



Ἀπολυτίκιον

Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον.

Αναλήψεως μάνδρας σεπτόν δομήτορα, χαροποιού πένθους μύστην, καρδιακής προσευχής, ταπεινώσεως και νήψεως το έσοπτρον, ύμνοις, Γεώργιον, πιστοί, ώσπερ ομολογητών, τιμήσωμεν νέον εύχος, βοώντες, φρούρει θεόθεν, σημειοφόρε, τους ικέτας σου.


Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.

Εκ Πόντου ανέτειλας, ώσπερ αστήρ φαεινός, την Δράμαν εφώτισας, ταις διδαχαίς σου σοφέ, τη ισαγγέλω πολιτεία σου. Όθεν τοις προσιούσι, τη αγία Μονή σου, νέμεις ειρήνην, και παντοίας ιάσεις’ ως έχων παρρησίαν προς Χριστόν, Γεώργιε, πατήρ ημών Όσιε.


Κοντάκιον

Τον ζηλωτήν Ηλίαν.

Αργυρουπόλεως ένθεον βλάστημα, και Γεωργίας σεπτόν ενδιαίτημα, ο εν τη Δράμα ασκήσας ως άσαρκος, και αγιάσας μονήν Αναλήψεως, ημών ίσθι φύλαξ, Γεώργιε.

Άγιος Ιωάννης ο Βατατζής ο ελεήμονας βασιλιάς

 Προφητείες, θρύλοι και διηγήσεις που ζωντανεύουν στις μνήμες μας τον μαρμαρωμένο βασιλιά συνδέονται άρρηκτα με θαύματα και γεγονότα που σχετίζονται με τον Άγιο βασιλιά Ιωάννη Βατάτζη! Ξετυλίγοντας το κουβάρι του θαυμαστού βίου του θα διαπιστώσουμε ότι ο ευσεβής βασιλέας Ιωάννης ο Βατάτζης, είχε θέσει προτεραιότητα στη ζωή του την ελεημοσύνη! Με βάση το έλεος και την αγάπη αντιμετώπισε με τη βοήθεια του Θεού ακανθώδη ζητήματα της εποχής του. Το χριστιανικό ήθος και η προσήλωσή του στο γράμμα του ευαγγελίου συνέβαλαν στο να επιλύσει το πρόβλημα της φτώχειας. Προβάλλοντας το έλεος συνάντησε τον Θεό, όπως λέγει η ρήση του προφήτη και βασιλιά Δαυίδ! Και έτσι επίλυσε οριστικά όπως αναφέρει ο βιογράφος του και το δικό του πρόβλημα, το πρόβλημα δηλαδή του πνευματικού θανάτου, όπως αποκαλύπτει το άφθαρτο σκήνωμά του.


Μία λοιπόν από τις μεγάλες φυσιογνωμίες που λάμπρυναν την Εκκλησία και την χριστιανική αυτοκρατορία είναι ο Άγιος Βασιλέας Ιωάννης ο 3ος, Δούκας Βατάτζης ο οποίος για τις μεγάλες ελεημοσύνες του έλαβε την προσωνυμία Ελεήμων. Γεννήθηκε στα 1193 μ.Χ. στο Διδυμότειχο και ήταν γόνος της επιφανούς οικογένειας του Βυζαντίου. Το 1204 μ.Χ., μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους σταυροφόρους, η βυζαντινή αυτοκρατορία διαιρέθηκε σε τέσσερα αντίπαλα βασίλεια, τη λατινική αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως, την αυτοκρατορία της Νίκαιας στη Μικρά Ασία, όπου κατέφυγε ο νόμιμος αυτοκράτορας και ο οικουμενικός Πατριάρχης, το Δεσποτάτο της Ηπείρου στη δυτική Ελλάδα και τέλος το βουλγαρικό βασίλειο του Ιωάννη του 2ου του Ασάνη. Στα 1222 μ.Χ., ο Ιωάννης Δούκας Βατάτζης διαδέχθηκε στο θρόνο της Νίκαιας τον θείο του Θεόδωρο Λάσκαρη και χάρη στην πολιτική του ικανότητα κατόρθωσε να αναδιοργανώσει τις βυζαντινές δυνάμεις κατά τα πρότυπα της παλαιάς αυτοκρατορίας. Ο Ιωάννης σαν αυτοκράτορας, επέδειξε τις εξαιρετικές ιδιότητες ενός πολιτικού αρχηγού και τις αρετές ενός χριστιανού ηγεμόνα. Χάρη σε μία σειρά από λαμπρές στρατιωτικές νίκες και έξυπνους χειρισμούς εξασφάλισε μέσα σε λίγα χρόνια τον έλεγχο της Μικράς Ασίας και ανέκτησε το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών που βρίσκονταν στα χέρια των Λατίνων. Κατέλαβε την Ανδριανούπολη, και το 1254 μ.Χ. όταν πέθανε, η αυτοκρατορία της Νικαίας περιελάμβανε στην πραγματικότητα τα εδάφη της βυζαντινής αυτοκρατορίας πριν τη φραγκική κατάκτηση. Δεν απέμενε πλέον παρά η κατάληψη της Βασιλεύουσας, η οποία επιτεύχθηκε από τον διάδοχό του, Μιχαήλ 8ο τον Παλαιολόγο το έτος 1261 μ.Χ. και η οποία από τους ιστορικούς χρεώνεται στον αυτοκράτορα Ιωάννη τον Βατάτζη.


Εμφορούμενος από φλογερό ζήλο για το καλό της Εκκλησίας, ο Ιωάννης ο 3ος ο Βατάτζης διεξήγαγε πολλές διαπραγματεύσεις με τον Πάπα Γρηγόριο τον 9ο. Ματαίως όμως, γιατί ο Πάπας επέμενε στις απόψεις του.


Ο ευσεβής ηγέτης της Νίκαιας Ιωάννης είχε ήπιο χαρακτήρα, απλό και φιλήσυχο. Όλοι μπορούσαν να τον πλησιάζουν για να βρουν σε αυτόν στήριξη και κατανόηση. Ήταν ένθερμος προστάτης των αδικημένων και ιδιαιτέρως των αγροτών που καταπιέζονταν από τους μεγάλους γαιοκτήμονες. Εκτός από τους πολέμους καταπιάστηκε επιπλέον και με την αναδιοργάνωση της γεωργίας και της κτηνοτροφίας. Μία ημέρα που συνάντησε τον ίδιο τον γιο του, ντυμένο με ακριβά ρούχα να πηγαίνει για κυνήγι, τον επιτίμησε αυστηρά λέγοντάς του:


«Πως μπορείς να ξοδεύεις έτσι το χρήμα των υπηκόων σου, σε τέτοιες μάταιες ασχολίες; Δεν γνωρίζεις ότι τα πολύτιμα τούτα ρούχα με τα χρυσά κεντήματα γίνονται από το αίμα των Ρωμιών, και ότι πρέπει να δίνεις σ’ αυτούς λογαριασμό για ότι ξοδεύεις, αφού ο πλούτος των βασιλέων είναι πλούτος των υπηκόων τους»;


Στις 4 Νοεμβρίου του 1254 μ.Χ. ο ευσεβής αυτοκράτορας της Νίκαιας Ιωάννης ο 3ος ο Βατάτζης παρέδωσε εν ειρήνη την ψυχή του στα χέρια του Θεού. Το τίμιο λείψανό του ενταφιάσθηκε στο Μοναστήρι του Σωτήρος Χριστού, που είχε κτίσει ο ίδιος στο Νυμφαίο της Βιθυνίας.


Στα επόμενα χρόνια δια αποκαλύψεως ο ίδιος ο Ιωάννης ζήτησε να μεταφερθεί το λείψανό του στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας. Όταν μετά από 7 χρόνια άνοιξαν τον τάφο του, μία γλυκειά ευωδία απλώθηκε τριγύρω. Έκπληκτοι διαπίστωσαν όλοι ότι και το σώμα του ήταν άφθαρτο, σαφές δείγμα αγιότητας. Δεν είχε κανένα απολύτως σημείο που να φανερώνει ότι ήταν νεκρός. Το χρώμα του σώματος ήταν όπως κάθε φυσιολογικού ανθρώπου, ακόμη κι αυτά τα ρούχα του είχαν διατηρηθεί επί 7 χρόνια άφθορα και έμοιαζαν σαν να τα είχαν ράψει εκείνη τη στιγμή. Έτσι αντιδοξάζει ο Θεός εκείνους που τον δοξάζουν στη γη.


Ο θρύλος του μαρμαρωμένου βασιλιά


Από τότε το τίμιο λείψανο του Αγίου Βασιλέως Ιωάννη του Βατάτζη του ελεήμονος, κατατέθηκε σε Ναό της Μαγνησίας. Μάλιστα όπως σημειώνει ο βιογράφος του, χριστιανοί που προσέφευγαν στον άγιο ανταμείβονταν θαυμαστά. Στο ιερό λείψανο ασθένειες θεραπεύονταν, διώκονταν δαίμονες....


Ο ιστορικός της εποχής αναφέρει ακόμα ότι επί βασιλείας του Ανδρόνικου του Παλαιολόγου κατά τις επιδρομές των Τούρκων στην Μαγνησία, ο καστροφύλακας παρατήρησε πολλές φορές μία αναμμένη λαμπάδα να περιφέρεται στα τείχη. Έστειλε ανθρώπους του να ερευνήσουν το φαινόμενο μα δεν τα κατάφεραν. Τέλος εστάλη ο κωφάλαλος αδελφός του καστροφύλακα. Σ’ αυτόν έγινε η αποκάλυψη και επιστρέφοντας του δόθηκε και η θεραπεία. Και έτσι διηγήθηκε ότι στο μέρος εκείνο που φαινόταν το φως της λαμπάδας, βρήκε έναν άνδρα μεγαλοπρεπή με βασιλικό παράστημα ο οποίος μεγαλοφώνως προέτρεπε τους χριστιανούς να συνεχίσουν την άμυνα. Την μορφή αυτή την αναγνώρισε στο ιερό σκήνωμα του Αγίου Βασιλέως Ιωάννη Βατάτζη. Από τότε αναγνωρίσθηκε ως Άγιος και η μνήμη του ορίσθηκε να τιμάται στις 4 Νοεμβρίου. Το άφθαρτο λείψανό του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη που είχε ήδη ελευθερωθεί από τους Φράγκους όπου και το τύλιξε ο θρύλος του Μαρμαρωμένου Βασιλιά. Κατά την άλωση της Πόλης από τους Τούρκους κρύφθηκε σε κάποια κατακόμβη. Κι από τότε καρτερεί την απελευθέρωση της Βασιλεύουσας. Ακόμη ο θρύλος λέγει ότι μαζί του ο Άγιος βασιλέας έχει τη σπάθη του μέσα στο θηκάρι της και ότι κάθε χρόνο η λεπίδα του σπαθιού ξεπροβάλλει μερικά χιλιοστά, μέχρι που να φθάσει η στιγμή να ξεπροβάλλει ολόκληρη η σπάθη τότε θα έρθει και η ώρα που καρτερεί η ρωμιοσύνη, να πάρει δηλαδή την Κωνσταντινούπολη. Σύγχρονος άγιος γέροντας ασκητής αναφέρει πως εδώ και λίγο καιρό ο Ελεήμων Άγιος βασιλιάς έχει αναστηθεί και πως το ξίφος βγήκε εντελώς από το θηκάρι του. Περιφέρεται με τη μορφή παλιάτσου στην Πόλη και κατευθύνει τις στρατιές των Αγίων ώστε να λάβουν θέση γύρω από τη Βασιλεύουσα. Υποστηρίζει μάλιστα πως το ιερό λείψανο φυλασσόταν από οικογένεια κρυπτοχριστιανών που διατηρούσε το μυστικό από γενιά σε γενιά. Αυτό ακριβώς το γεγονός που με τη μορφή διήγησης αναφέρει ο άγιος αυτός γέροντας ασκητής σηματοδοτεί σειρά γεγονότων που θα επαληθεύσουν τις προφητείες του Αγίου Κοσμά πολύ-πολύ γρήγορα. Αυτά κι άλλα πολλά λένε οι θρύλοι και οι διηγήσεις για το άφθαρτο λείψανο του Αγίου Βασιλέα Ιωάννη του 3ου του Βατάτζη, του Ελεήμονος.


Όλοι αυτοί οι θρύλοι και οι προφητείες ηχούν παράξενα στα αυτιά μας. Όπως και να είναι όμως οφείλουμε να τις εκλάβουμε ως βάση αξιολόγησης της προσωπικής αξίας του Αγίου Ιωάννη του Βατάτζη, του Ελεήμονος, του μαρμαρωμένου βασιλιά της ρωμιοσύνης. Βάση που συντελεί ώστε να τον ακολουθούν αιώνες αιώνων αναδεικνύοντας δια της αφθαρσίας του τιμίου λειψάνου και την αιωνιότητα της μνήμης του κι επαληθεύοντας το λόγο της Αγίας Γραφής ότι ο ελεήμων «εκ θανάτου ρύεται».



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Ταχὺς εἰς παράκλησιν τῶν προστρεχόντων εἰς σέ, ἀνάκτων ὑπέρτατε καὶ πενομένων τροφεῦ, Ἰωάννη ἀοίδιμε, εἴλκυσας σύ πρὸς πίστιν τῶν βαρβάρων τὰ πλήθη· ἔλαβες παραδόξως τοῦ ἰᾶσθαι τὰς νόσους τῶν πίστει προστρεχόντων σε. διὸ καὶ οἱ ἐv πίστει προστρέχουσί σε ἀφθόνως λαμβάνουσι τὴν ἴασιν.


Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Τὸν λαμπρὸν Βασιλέα καὶ πιστῶν μέγα καύχημα, καὶ τῆς Μαγνησίας τὸ κλέος, Ἰωάννην τιμήσωμεν, ἐν ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς, τὴν μνήμην ἐκτελοῦντες τὴν αὐτοῦ, ἵνα λάβωμεν πλουσίως τὴν ἀμοιβήν, συμφώνως ἀνακράζοντες· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.


Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Τὸν λαμπρὸν Βασιλέα καὶ Nικαίας τὸ καύχημα Κωνσταντινουπόλεως ρύστην, Ἰωάννην ὑμνήσωμεν, πτωχείᾳ γὰρ ἐδείχθη βασιλεύς, ὡς βάσις ἀδιάσειστος λαοῦ. Διὰ τοῦτο οἱ τιμῶντες Αὐτόν στερρῶς συμφώνως ἀνακράζομεν: Δόξα τῷ Σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ Σὲ ἀφθαρτίσαντι, δόξα τῷ ἐν ἐσχάτοις τοῖς καιροῖς μέλλοντι ἀναστῆσαι Σε.


Κοντάκιον

Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.

Ἰωάννης σήμερον, ὁ θεῖος Ἄναξ, βασιλείαν πρόσκαιρον, καταλιπὼν τὴν ἐπὶ γῆς, πρὸς Βασιλείαν Οὐράνιον, καὶ αἰωνίαν, ἀπῆρε γηθόμενος.


Έτερον Κοντάκιον

Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.

Πρόνοια θεοῦ τοῦ πάντων βασιλεύοντος ἑλέῳ αὐτοῦ ἐχρίσθης, παναοίδιμε· Ἰωάννη, κράτιστε τῶν ἀνάκτων, ἄναξ ὑπέρτατε, τῶν ἰαμάτων τὴν χάριν λαβών, νοσούντων ὑπάρχεις παραμύθιον.


Ὁ Οἶκος

Τίς ἱκανὸς διᾶραι τὰ χείλη αὐτοῦ, τὴν γλώσσαν ἀξίως κινῆσαι πρὸς εὐφημίαν τοῦ εὐσεβοῦς ἄνακτος ἢ δυνήσηται καταγγεῖλαι τῶν ἀρετῶν αὐτοῦ καὶ τῆς ἐλεημοσύνης τὸ πέλαγος; ἀλλὰ πόθῳ καρδίας τολμῶντες εὐφημοῦμεν σε, Ἰωάννη Δούκα μακάριε, ὅτι τὸν δεσπότην ὁλοψύχως ἀγαπήσας καὶ ἐν τοῖς ὑπηκόοις τὸ φιλάνθρωπον ἔνειμας καὶ μέγας ἐδείχθης τοῦ Κυρίου μαθητής· νοσούντων ὑπάρχεις παραμύθιον.


Έτερον Ὁ Οἶκος

Ὁ πρὶν τῆς γενέσεως αὐτοῦ Κύριος, προγνοὺς τὸ τῆς ψυχῆς εὐγενές, τὸ εὐθὲς τῆς καρδίας καὶ τὸ πρὸς ἀγαθὸν ἐπιῤῥεπὲς τῆς προαιρέσεως, ἐξελέξατο εἶναι βασιλέα πιστῶν Ἰωάννην Βατάτζην, τὸν τῆς ἐλεημοσύνης ἐπώνυμον· καὶ πολλοῖς αὐτὸν χαρίσμασι κατακοσμήσας, ἐν οὐρανῷ, καὶ ζῶντα καὶ μετὰ θάνατον πηγὴν θαυμάτων καὶ κρήνην τῶν ἰαμάτων ἀνέδειξεν, ὥστε καὶ τὸ ἱερὸν αὐτοῦ λείψανον πᾶσι τοῖς ἀσθενοῦσιν ἀναβλύζει τὰς ἰάσεις καὶ τὰ τῆς πλάνης πνεύματα ἀπελαύνειν. Εὐθαρσῶς γὰρ καὶ ἀνδρείως ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ τὸν δρόμον τελέσας καὶ τὴν πίστιν τηρήσας, πρὸς Βασιλείαν οὐράνιον καὶ αἰωνίαν ἀπῆρε γηθόμενος.


Κάθισμα

Ἦχος α΄. Τὸν τάφον Σου, Σωτήρ.

Μετὰ τὴν α΄ Στιχολογίαν

Ὡς ἥλιος λαμπρός, ὡς φαιδρὸς ἑωσφόρος, ἡ μνήμη σου σοφέ, βασιλεῦ Ἰωάννη, ἡμῖν πᾶσιν ἔλαμψε, καὶ εἰς αἴνεσιν ἤγειρε, τοῦ δοξάσαντος, Χριστοῦ ἐν γῇ καὶ ἐν πόλῳ, καὶ σὲ δείξαντος, πηγὴν θαυμάτων πλουσίαν, τοῖς πόθῳ τιμῶσί σε.


Έτερον Κάθισμα

Ἦχος δ΄. Κατεπλάγη Ἰωσήφ.

Μετὰ τὴν β΄ Στιχολογίαν

Ὡς παράδεισος φαιδρός, δένδροις παντοίοις τεθηλώς, σοῦ ὁ βίος ὁ λαμπρός, πᾶσιν ἐδείχθη, Βασιλεῦ, πεπυκασμένος ἐνθέοις ἔργοις καὶ λόγοις· διὸ καὶ ἐπευφραίνει ταῖς χάρισι, μυρίζει νοητῶς τοὺς τελοῦντάς σου, τὴν σεβασμίαν μνήμην, Ἰωάννη, καὶ σοὶ βοῶντας ἐκ πίστεως· μετάδος μάκαρ, τῶν ἀρετῶν σου καὶ ἡμῖν τοῖς ἱκέταις σου.


Έτερον Κάθισμα

Ἦχος πλ. δ΄. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.

Μετὰ τὸν Πολυέλεον

Ἡ πληθὺς τῶν θαυμάτων Ἄναξ τῶν σῶν, πάντα νοῦν καταπλήττει καὶ ἀκοήν, πῶς ἀναστρεφόμενος, τοῖς ἐν κόσμῳ ἀοίδιμε, μεγίστην χάριν ἔσχες, θεόθεν πανεύφημε· θεραπεύειν νόσους, ἰᾶσθαι παθήματα, πνεύματα τῆς πλάνης, ἀπελαύνων ἐκ πάντων, τῶν πίστει καὶ πόθῳ σου, προστρεχόντων τῇ λάρνακι, Ἰωάννη μακάριε· πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.


Έτερον Κάθισμα

Ἦχος πλ. δ΄. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.

Ἡ σορὸς τῶν λειψάνων σου Βασιλεῦ, ἰατρεῖον ὑπάρχει πνευματικόν, ὕδωρ ἀλεξίμορον, ἀμβροσία φερέσβιος, ἀρωμάτων κῆπος, μυρίπνους παραδείσος, κολυμβήθρα θεία, τὰ θαύματα βλύζουσα, Σιλωὰμ ἡ κρήνη, νάρδος κρόκον καὶ μύρον, φρέαρ ζῶντος ὕδατος, ἐκ Λιβάνου προῤῥέοντος. Διὰ τοῦτο βοῶμέν σοι· χάρισαι ἡμῖν, σεβαστὲ Ἰωάννη, τούτων τὰς ποιότητας, τοῖς μετὰ πόθου τιμῶσι, τὴν πάνσεπτον μνήμην σου.

Άγιος Πορφύριος ο Μίμος

 Ο Άγιος Πορφύριος έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Αυρηλιανού (περί το 270 μ.Χ.). Καταγόταν από την Έφεσο της Μικράς Ασίας και από μικρή ηλικία είχε ανατραφεί με τους μίμους στα θέατρα. Εξασκώντας την τέχνη του μίμου συχνά κορόιδευε τις χριστιανικές συνήθειες και τελετουργίες. Αλλά η Θεία επέμβαση έφερε μία απροσδόκητη μεταβολή.


Ο Πορφύριος είχε μία κόρη την οποία έχασε από αιφνίδιο θάνατο. Η απώλειά της έφερε ένα τεράστιο πλήγμα στην καρδιά του. Άφησε το επάγγελμά του μίμου και άρχισε να περιφέρεται θρηνώντας. Η παρηγοριά στην καρδιά του ήρθε από τους κόλπους των χριστιανών, που τόσο είχε εμπαίξει. Έτσι βρίσκοντας την γαλήνη βαπτίσθηκε χριστιανός και μετά με θάρρος αποκήρυξε την ειδωλολατρική πίστη.


Ο έπαρχος όταν το έμαθε τον κάλεσε και τον πρόσταξε να ασπαστεί τα είδωλα. Ο Άγιος Πορφύριος αρνήθηκε, γι' αυτό και αποκεφαλίστηκε.


Ο Άγιος Πορφύριος ο μίμος που εορτάζει στις 4 Νοεμβρίου δεν πρέπει να συγχέετε με τον Άγιο Πορφύριο τον μίμο που εορτάζει στις 15 Σεπτεμβρίου. Οι δύο Άγιοι είναι διαφορετικοί αφού και διαφορετικό δίστιχο έχουν και έζησαν σε διαφορετικές εποχές.

Άγιοι Νίκανδρος επίσκοπος Μύρων και Ερμαίος ο πρεσβύτερος

 Οι Άγιοι Νίκανδρος και Ερμαίος ήταν μαθητές του αποστόλου Τίτου , του τόσο αγαπητού συνεργάτη του αποστόλου Παύλου. Κήρυτταν το Ευαγγέλιο με περίσσιο ζήλο και αφοσίωση. Με το κήρυγμά τους πολλοί ειδωλολάτρες πίστεψαν την μία αληθινή πίστη του Ιησού Χριστού. Για το λόγο αυτό καταγγέλθηκαν στον άρχοντα της πόλης, τον Λιβάνιο. Παρουσιάστηκαν υπό της βίας μπροστά του και διακήρυξαν την αλήθεια του Ευαγγελίου. Ο Λιβάνιος εξοργισμένος διέταξε τον βασανισμό τους. Συγκεκριμένα διέταξε να τους ξεσκίσουν τις σάρκες τους, όμως με τη βοήθεια της Θείας Χάρης οι Άγιοι θεραπεύτηκαν. Το θαύμα αυτό αντί να συνετίσει τον άρχοντα, τον θύμωσε περισσότερο. Έτσι διέταξε το βασανισμό τους με πυρά και τον ενταφιασμό τους καθώς ήταν ζωντανοί ακόμα. Με αυτό το μαρτυρικό τρόπο παρέδωσαν το πνεύμα τους στον Κύριο.



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Γνῶσιν ἔνθεον, καρποφόρησαν, ὡς ὁμότροπος, τῶν Ἀποστόλων, ἐν ἱερεύσι πιστὸς ἐχρημάτισας καὶ μαρτυρίου τοὶς σκάμμασι Νίκανδρε, συγκοινωνὸν τὸν Ἑρμαῖον ἐκέκτησο, μεθ' οὐ πρέσβευε, Κυρίω τῷ σὲ δοξάσαντι, δωρήσασθαι ἠμιν τὸ μέγα ἔλεος.


Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ’.

Καὶ τρόπων μέτοχος, καὶ θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος,τὴν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν, διὰ τοῦτο τὸν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, καὶ τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Νίκανδρε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Όσιος Ιωαννίκιος ο Μεγάλος «ὁ ἐν Ὀλύμπῳ»

 Ο Όσιος Ιωαννίκιος γεννήθηκε στη Βιθυνία το 740 μ.Χ. Τον πατέρα του έλεγαν Μυριτρίκη και τη μητέρα του Αναστασώ. Και οι δύο ήταν ευσεβείς γονείς και παιδαγώγησαν το γιο τους σύμφωνα με τις επιταγές του Ευαγγελίου. Όταν ο Ιωαννίκιος στρατεύτηκε, αυτοκράτορας ήταν ο τραχύς εικονομάχος Κωνσταντίνος ο Ε'.


Ο Κωνσταντίνος ο Ε', διέπρεψε στους αγώνες του κατά των Βουλγάρων και είχε μεγάλη εκτίμηση από τους στρατιώτες του. Η ψυχολογία που καλλιεργήθηκε στα πεδία των μαχών, παρέσυρε τον Ιωαννίκιο και στο θρησκευτικό έδαφος, με αποτέλεσμα να γίνει εικονομάχος, σαν τον αυτοκράτορα.


Όταν, όμως, απολύθηκε από τις τάξεις του στρατού, δεν άργησε να καταλάβει την πλάνη του και σε τι μεγάλα σφάλματα τον είχε οδηγήσει αυτή. Μετανόησε ειλικρινά και εξομολογήθηκε το ολίσθημα του. Αφού καταρτίσθηκε ανάλογα, έγινε μοναχός στον Όλυμπο και πέθανε 94 χρονών στη Μονή Αντιδίου, διδάσκοντας στον κόσμο την Ορθοδοξία.



Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Tὴν ἐπίγειον δόξαν, πάτερ, κατέλειπες καταυγασθεὶς τῇ ἐλλάμψει τῆς ἐπινοίας Θεοῦ, ὅθεν ἔφανας ἐν γῇ ὡς ἄστρον ἄδυτον· θείας φωνῆς γὰρ ὡς Μωσῆς μυστικῶς ἀξιωθείς, ἰσάγγελος ἀνεδείχθης καὶ δωρημάτων ταμεῖον, Ἰωαννίκιε μακάριε.


Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος πλ. δ´.

Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαίς,τῆς ἐρήμου τὸ ἄγονον ἐγεώργησας· καὶ τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατὸν τοὺς πόνους ἐκαρποφόρησας· καὶ γέγονας φωστήρ, τῇ οἰκουμένῃ λάμπων τοῖς θαύμασιν, Ἰωαννίκιε Πατὴρ ἡμῶν Ὅσιε· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.


Κοντάκιον

Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ἀστὴρ ἐφάνης παμφαὴς ἐπὶ γῆς λαμπῶν, καὶ τοὺς ἐν ζόφῳ τῶν παθῶν περιαυγάζων, ἰατρὸς δὲ ἀρωγότατος τῶν νοσούντων, ἀλλ' ὡς χάριν εἰληφώς, τὴν τῶν ἰάσεων, τοῖς αἰτοῦσι σε παράσχου πᾶσαν ἴασιν, ἵνα κράζωμεν. Χαίροις Πάτερ, Ἰωαννίκιε.


Ὁ Οἶκος

Ἤστραψεν ἐν τῷ κόσμῳ ὁ θεόληπτος βίος τῶν σῶν κατορθωμάτων, Παμμάκαρ, καὶ ἀπήλασε πᾶσαν ἀχλὺν ψυχικῶν παθημάτων, καὶ φῶς ἄϋλον κατηύγασε, τοῖς πίστει σοὶ καὶ πόθῳ ἐκβοῶσι ταῦτα.


Χαίροις, τερπνὸν Μοναζόντων κλέος, χαίροις, φωστὴρ διαυγὴς τοῦ κόσμου.

Χαίροις, τῶν νοσούντων ταχεῖα παράκλησις, χαίροις, εὐρωστούντων ἀκλόνητον ἔρεισμα.

Χαίροις, ὅτι τὴν ἐπίγειον ἀπεβάλου στρατιάν, χαίροις, ὅτι τὰ οὐράνια ἀντηλλάξω τῶν φθαρτῶν.

Χαίροις, τῶν θείων ὄντως ἀρετῶν ὁ ταμίας, χαίροις τῶν ἀπορρήτων αὐτουργὸς θαυμασίων.

Χαίροις, παθῶν παντοίων καθαίρεσις, χαίροις, ἡμῶν προστάτης θερμότατος.

Χαίροις, παντὸς ἑτοιμότατος ῥύστης, χαίροις, παντὸς καταφύγιον κόσμου.

Χαίροις, Πάτερ Ἰωαννίκιε.


Κάθισμα

Ἦχος γ´. Τὴν ὡραιότητα.

Κόσμου τερπνότητα, προθύμως ἔλιπες, καὶ τῷ Δεσπότῃ σου, κατηκολούθησας, ἔρωτι θείῳ τὴν ψυχήν, τρωθείς, Ἰωαννίκιε· ὅθεν καὶ τὴν κάμινον, τῶν παθῶν ἐναπέσβεσας, δρόσω τῇ τοῦ Πνεύματος, τοῦ Ἁγίου πανόλβιε· διὸ σὺν τοῖς, Ἀγγέλοις χορεύεις, νῦν τούτων τὸν βίον μιμησάμενος.

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2024

ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ ΓΥΡΩ ΜΑΣ(Κυριακή Ε΄ Λουκά)

 π. Δημητρίου Μπόκου



Μια θαυμάσια παραβολή είπε ο Χριστός, για να δείξει ότι μπροστά στον Θεό ο πλούσιος δεν έχει κανένα πλεονέκτημα, αλλά και ο φτωχός κανένα μειονέκτημα. Ένας πλούσιος, ανώνυμος για τον Θεό, πέρασε τη ζωή του με άνεση, ενώ ένας φτωχός, ο Λάζαρος, έζησε στην απόλυτη στέρηση, ριγμένος στην πόρτα του πλούσιου. Μετά θάνατον όμως η κατάσταση αντιστράφηκε άρδην. Ο πλούσιος βρέθηκε στη φλόγα και τα βάσανα του Άδη, ενώ ο Λάζαρος στην άνεση και τη χαρά του Παραδείσου, στην αγκαλιά του Αβραάμ (Κυριακή Ε΄ Λουκά).


Ο πλούσιος δεν έκανε κάποιο ειδικό κακό στον Λάζαρο. Απλώς τον αγνόησε. Δεν θεώρησε πως άξιζε να ασχοληθεί μαζί του. Είχε τη δική του αξιολογική κλίμακα για τον καθένα. Μπροστά του δεν είχαν όλοι την ίδια αξία. Διαβάθμιζε τους ανθρώπους με κριτήρια διαφορετικά από αυτά του Θεού. Έτσι τον φτωχό Λάζαρο δεν τον είχε καν για άνθρωπο. Και ναι μεν, δεν προέβη σε κάποια ενέργεια εναντίον του, θα λέγαμε ότι τον ανέχτηκε κιόλας να ζητιανεύει στην πόρτα του, αλλά και δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ γι’ αυτόν. Για τον πλούσιο ο Λάζαρος απλώς δεν υπήρχε.


Ο Χριστός όμως έπραξε το αντίθετο. Διήνυσε την τεράστια απόσταση από τον ουρανό μέχρι τη γη, για να βρει τον φτωχό άνθρωπο. Ήρθε φτωχός ο ίδιος, ξένος και κατατρεγμένος από την στιγμή της Γέννησής του, για να δώσει ανάσα ζωής στους ανθρώπους που δεν είχαν στήριγμα και βοήθεια από πουθενά. «Ευαγγελίσαθαι πτωχοίς απέσταλκέ με» (Λουκ 4, 18). Ήρθα, λέει, για να φέρω στους φτωχούς το χαρμόσυνο νέο, ότι η Βασιλεία του Θεού είναι πλέον εδώ, παρούσα ήδη γι’ αυτούς. Ο Θεός δεν τους αποστρέφεται, αλλά τους τιμά ιδιαίτερα, καλώντας τους να γίνουν συνδαιτημόνες του, ομοτράπεζοι στο πανευφρόσυνο τραπέζι της Βασιλείας του. Τους θεωρεί όχι δούλους, αλλά αδελφούς του. Και μας καλεί να τους βλέπουμε με τον ίδιο τρόπο κι εμείς.


Γράφει ο γέροντας Τρύφωνας του Βάσον:


«Κατηφορίζαμε έναν δρόμο του Σαν Φρανσίσκο με έναν ηλικιωμένο επίσκοπο. Μισό τετράγωνο μπροστά ένας άνδρας με βρώμικα κουρελιασμένα ρούχα ερχόταν προς το μέρος μας. Από τα ξεχαρβαλωμένα παπούτσια του φαίνονταν οι πατούσες των ποδιών του. Έπιασα τον επίσκοπο από το μπράτσο για να τον κατευθύνω στο απέναντι πεζοδρόμιο. Εκείνος επέμενε να συνεχίσουμε όπως πηγαίναμε και τότε εγώ είπα, ότι ήταν ανάγκη να περάσουμε απέναντι για να αποφύγουμε τον άντρα με το «σαλεμένο» βλέμμα που μας πλησίαζε. Ο επίσκοπος όμως αγνόησε τις διαμαρτυρίες μου κι έτσι συνεχίσαμε την πορεία μας προς τον βρώμικο άστεγο.


Μόλις ήρθαμε πρόσωπο προς πρόσωπο, ο επίσκοπος σταμάτησε, έσκυψε προς το μέρος του, πήρε τα βρώμικα χέρια του ανθρώπου στα δικά του και του έδωσε ένα χαρτονόμισμα είκοσι δολαρίων: 

«Να πάρεις κάτι να φας». Ο άνδρας, που τόση ώρα κοίταζε το έδαφος, σήκωσε τα μάτια του και μας κοίταξε με τα πιο καθαρά γαλανά μάτια που είχα δει ποτέ στη ζωή μου, χαμογέλασε και πήρε τα χρήματα. Παρατήρησα, ότι εκείνα τα μάτια δεν ήταν μάτια κάποιου τρελού η εξαθλιωμένου ζητιάνου, αλλά μάτια ενός πανέξυπνου ανθρώπου. Ο επίσκοπος απάντησε: «Χωρίς να το καταλάβουμε, πέσαμε πάνω σ’ έναν άγγελο». (Μικρά Ἑωθινά, εκδ. Εν πλω, σ. 227).


Μπορούμε να βλέπουμε τον κάθε φτωχό σαν ένα άγγελο, σαν τον ίδιο τον Χριστό;

Η Παραβολή τού πλούσιου και του Λαζάρου

 Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος


Πολλά μπορεῖ κανείς νά παρατηρήσει μελετώντας τήν περίφημη αὐτή παραβολή τοῦ Χριστοῦ. Μπορεῖ νά ἀντιμετωπίσει τήν κοινωνική διάστασή της ἤ ἀκόμη νά βγάλει πολλά ἠθικά καί ἠθικολογικά συμπεράσματα. Ὅμως, θά ἐπιμείνουμε περισσότερο στά θέματα πού ἔχουν σχέση μέ τήν ζωή μετά τόν θάνατο, δηλαδή θά δοῦμε τήν ἐσχατολογική ἀνάλυση τῆς παραβολῆς.


Π ρ ῶ τ ο ν. Ὅπως φαίνεται στήν παραβολή δέν γίνεται λόγος γιά τήν ζωή μετά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά γιά τήν ζωή τῆς ψυχῆς πού παρεμβάλλεται μεταξύ τοῦ θανάτου τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή τῆς ἐξόδου τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, καί τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ. Πρόκειται γιά τό διάστημα ἐκεῖνο πού λέγεται μέση κατάσταση τῶν ψυχῶν. Ἄλλοι λόγοι τοῦ Χριστοῦ ἀναφέρονται στήν Δευτέρα Παρουσία Του, ὅταν θά ἔλθει γιά νά κρίνει τούς ἀνθρώπους, ἀφοῦ προηγουμένως γίνει ἀνάσταση τῶν σωμάτων καί οἱ ψυχές εἰσέλθουν ἐκ νέου στά σώματα, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά ἀπολαύσει ἐκεῖνα πού ἔπραξε στήν ζωή του.


Δ ε υ τ ε ρ ο ν. Ἀναφέρεται ὅτι ὑπάρχει ὁ θάνατος στήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Πλούσιος καί ὁ πτωχός Λάζαρος ἀπέθαναν. Θάνατος εἶναι ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα. Αὐτή ἡ κατάσταση λέγεται καί ὕπνος, γιατί ὁ θάνατος καταργήθηκε μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός μέ τά Πάθη, τόν Σταυρό καί τήν Ἀνάστασή Του κατήργησε ὀντολογικά τόν θάνατο καί ἔδωσε τήν δυνατότητα στόν ἄνθρωπο νά τόν ὑπερβεῖ ζώντας μέσα στήν Ἐκκλησία. Τό ὅτι ὁ θάνατος εἶναι ὕπνος, μία προσωρινή κατάσταση, φαίνεται ἀπό τόν τρόπο πού πεθαίνουν οἱ ἅγιοι, ἀφοῦ ἔχουν ὅλοι τους τήν ἐλπίδα στόν Χριστό, καθώς ἐπίσης φαίνεται καί στά ἄφθαρτα καί θαυματουργούντα λείψανα.


Δέν δημιούργησε ὁ Θεός τόν θάνατο, ἀλλά ὁ θάνατος εἶναι παρέμβλητος στήν φύση, γιατί εἶναι καρπός τῆς ἁμαρτίας τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς ἀπομακρύνσεώς του ἀπό τόν Θεό. Ὑπάρχει σωματικός καί ψυχικός θάνατος. Ψυχικός εἶναι ἡ ἄρση τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν ψυχή, καί σωματικός εἶναι ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα.


Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι γεύονται τό φοβερό μυστήριο τοῦ θανάτου, ἀφοῦ ὅλοι κληρονομοῦν τήν φθαρτότητα καί τήν θνητότητα, δηλαδή, γεννιόμαστε γιά νά πεθάνουμε. Ὁ θάνατος εἶναι τό πιό σίγουρο καί βέβαιο γεγονός στήν ζωή μας. Ἀκόμη καί σύγχρονοι ὑπαρξιστές φιλόσοφοι λένε ὅτι τό πιό ἀληθινό γεγονός εἶναι “τό ὑπάρχειν πρός θάνατον“.


Ἄν καί ὁ θάνατος εἶναι τό πιό βέβαιο γεγονός, ὅμως ἀβέβαιη εἶναι ἡ ὥρα καί ἡ ἡμέρα τοῦ θανάτου. Κανείς δέν ξέρει π ό τ ε θά πεθάνει. Τό θέμα εἶναι νά ζοῦμε σωστά, ὥστε τό π ῶ ς τοῦ θανάτου νά συνιστᾶ τήν αἰώνια ζωή.


Στό κείμενο τῆς παραβολῆς λέγεται: “ἐγένετο ἀποθανεῖν τόν πτωχόν…“, καθώς ἐπίσης “ἀπέθανε καί ὁ πλούσιος καί ἐτάφη“. Ἔτσι, ὁ θάνατος εἶναι ὁ μεγαλύτερος δημοκράτης, γιατί δέν κάνει καμμιά ἐξαίρεση.


Τ ρ ί τ ο ν. Ἡ ψυχή τοῦ Λαζάρου, μετά τήν ἔξοδό της ἀπό τό σῶμα, παρελήφθη ἀπό τούς ἀγγέλους καί ὁδηγήθηκε στούς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὑπάρχουν ἄγγελοι, καί φυσικά ὁ φύλακας ἄγγελος κάθε ἀνθρώπου, ὁ προσωπικός του φρουρός, οἱ ὁποῖοι παραλαμβάνουν τίς ψυχές τῶν δικαίων ἀνθρώπων καί τίς ὁδηγοῦν στόν Θεό.


Ἀντίθετα, σέ ἄλλη παραβολή λέγεται ὅτι τήν ψυχή τῶν ἀμετανοήτων ἁμαρτωλῶν τήν παραλαμβάνουν οἱ δαίμονες. Ὁ ἄφρων πλούσιος ἄκουσε φωνή ἀπό τόν Θεό: “Ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τήν ψυχήν ἀπαιτοῦσιν ἀπό σοῦ, ἅ δέ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;” (Λουκ. ιβ’, 20). Τό ρῆμα “ἀπαιτοῦσιν” ὑποδηλώνει τούς δαίμονας, οἱ ὁποῖοι ἀπαιτοῦν τήν ψυχή τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου, γιά νά τήν κρατοῦν αἰωνίως.


Ἑπομένως, κατά τήν φρικτή ὥρα τοῦ θανάτου, κατά τήν ὁποία ἡ ψυχή βιαίως χωρίζεται ἀπό τήν ἁρμονία μέ τό σῶμα, γίνονται φοβερά πράγματα. Τίς ψυχές τῶν ἁγίων τίς παραλαμβάνουν οἱ ἄγγελοι, καί τίς ψυχές τῶν ἁμαρτωλῶν οἱ δαίμονες. Στήν διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας γίνεται λόγος γιά τά λεγόμενα τελώνια, πού εἶναι οἱ δαίμονες, τά ἐναέρια πνεύματα, τά ὁποῖα θέλουν καί ἐπιδιώκουν νά κρατήσουν αἰωνίως τίς ψυχές ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Φυσικά, οἱ ψυχές τῶν ἁγίων, πού ἑνώθηκαν μέ τόν Χριστό καί ἔχουν τήν σφραγίδα τοῦ Παναγίου Πνεύματος, δέν μποροῦν νά ἐξουσιαστοῦν ἀπό τούς δαίμονες.


Μέ τά τελώνια, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐννοοῦν τόσο τό μίσος καί τήν ἐπιθετική μανία τῶν δαιμόνων, ὅσο καί τήν ὕπαρξη τῶν παθῶν, πού ζητοῦν ἱκανοποίηση, ἀλλά δέν μποροῦν νά ἱκανοποιηθοῦν, λόγῳ τῆς μή ὑπάρξεως τοῦ σώματος. Αὐτή ἀκριβῶς ἡ κατάσταση πνίγει τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία αἰσθάνεται τρομακτική δυσφορία. Τό βασανιστήριο αὐτό τῆς ψυχῆς ὁμοιάζει μέ τήν πλήρη ἀπομόνωση ἑνός ἀνθρώπου στήν φυλακή, χωρίς νά ἔχει τήν δυνατότητα, νά κοιμηθεῖ, νά τραφεῖ, νά συναντήσει ἄνθρωπο κ.λ.π. Τότε πραγματικά ἐξαγριώνονται τά πάθη καί ὅλη ἡ ὕπαρξή του.


Τό γεγονός ὅτι οἱ ψυχές τῶν ἀνθρώπων παραλαμβάνονται τόσο ἀπό τούς ἀγγέλους ὅσο καί ἀπό τούς δαίμονες ἔχει σχέση μέ τήν κατάστασή τους. Ὅπως λέγεται ἀπό τούς Πατέρες, οἱ ἄγγελοι καί οἱ ψυχές εἶναι πνεύματα νοερά, ἐν σχέσει μέ τό ὑλικό σῶμα, ἀλλά ἐν σχέσει μέ τόν Θεό ἔχουν κάτι ὑλικό. Γι’ αὐτό οἱ ἄγγελοι λέγονται αἰθέρια ὄντα καί δέν εἶναι καθ’ ὁλοκληρίαν ἄϋλα. Ἄλλωστε, ἡ ψυχή εἶναι κτιστή, δηλαδή, δημιουργημένη ἀπό τόν Θεό. Εἶναι ἀθάνατη κατά Χάριν, ἀφοῦ ἡ ἀθανασία εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ σέ αὐτήν. Κάθε κτιστό ἔχει ἀρχή καί τέλος. Ἡ ψυχή, ὡς κτιστή, ἔχει μία συγκεκριμένη ἀρχή, ἀλλά δέν ἔχει τέλος, γιατί ἔτσι τό θέλησε ὁ Θεός.


Τ έ τ α ρ τ ο ν. Ἐνῶ ἡ ψυχή τοῦ Λαζάρου πῆγε στούς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ καί ἡ ψυχή τοῦ Πλουσίου στόν ἅδη, ἐν τούτοις ὁ Χριστός στήν παραβολή λέγει ὅτι ὁ Λάζαρος πῆγε στούς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ καί ὁ συγκεκριμένος Πλούσιος πῆγε στόν ἅδη. Στήν συνέχεια λέγεται ὅτι ὁ Πλούσιος “ὁρᾶ τόν Ἀβραάμ ἀπό μακρόθεν καί Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ“.


Αὐτό ἔχει μεγάλη σημασία, γιατί σημαίνει ὅτι παρά τόν χωρισμό τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, ἐν τούτοις δέν καταργεῖται ἡ ὑπόσταση – πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου. Βέβαια, ἡ ψυχή δέν προϋπῆρχε τοῦ σώματος, ἀλλά δημιουργήθηκε ταυτόχρονα μέ τό σῶμα, καί ἀκόμη, μόνη της ἡ ψυχή δέν συνιστᾶ τόν ἄνθρωπο, οὔτε τό σῶμα μόνο του συνιστᾶ τόν ἄνθρωπο. Ὅμως, παρά τόν προσωρινό χωρισμό τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, δέν διαλύεται ὁ ἄνθρωπος. Αὐτό φαίνεται ἀπό τό ὅτι ἡ ψυχή διατηρεῖ τήν συνείδηση, καί ἀκόμη, ὅπως ἐξηγοῦν οἱ ἅγιοι Πατέρες, ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου γνωρίζει τά στοιχεῖα τοῦ δικοῦ της σώματος, πού παρέμειναν στήν γῆ, καί ἐνδεχομένως διεσκορπίστηκαν ἤ διαλύθηκαν στά στοιχεῖα ἀπό τά ὁποῖα ἀποτελέσθηκαν. Κατά τήν Δευτέρα Παρουσία ἡ ψυχή, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, θά ἐπανενώση τά στοιχεῖα τοῦ σώματος, θά ἀποτελεστεῖ ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος, καί, φυσικά, τότε τά σώματα τόσο τῶν δικαίων ὅσο καί τῶν ἀδίκων θά εἶναι πνευματικά, δηλαδή δέν θά ἔχουν ἀνάγκη τροφῆς, δέν θά περιορίζονται ἀπό ἀποστάσεις καί ἄλλους περιορισμούς. Ἡ ἀνάσταση εἶναι ἕνα δῶρο πού χορηγεῖται σέ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, δικαίους καί ἀδίκους.


Πρέπει νά παρατηρηθῆ ὅτι στήν παραβολή αὐτή ὁ Χριστός ἀναφέρει τό ὄνομα τοῦ πτωχοῦ, ἐνῶ τό ὄνομα τοῦ Πλουσίου τό ἀγνοεῖ. Αὐτό δείχνει ὅτι ὁ Λάζαρος, ἐπειδή ζοῦσε μέ τόν Θεό, ἦταν σωτηριολογικά πρόσωπο, ἀληθινή ὑπόσταση, ἐνῶ ὁ Πλούσιος, καίτοι ἦταν ἄνθρωπος, ἐν τούτοις δέν ἦταν ὑπόσταση σωτηριολογικά. Αὐτό σημαίνει ὅτι πραγματικός ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος πού ἔχει ψυχή, σῶμα, ἀλλά καί τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ μέσα στήν ψυχή καί τό σῶμα του. Ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος πού δέν ἔχει τό Ἅγιον Πνεῦμα, εἶναι ὀντολογικά πρόσωπο, ὅμως δέν εἶναι πρόσωπο ἐν σχέσει μέ τόν Θεό, γιά τόν ἁπλούστατο λόγο ὅτι ἔχει ὑποδουλωθεῖ στά πράγματα. Ὁ νοῦς του ἀντί νά στρέφεται στόν Θεό, στρέφεται στήν ὕλη καί ὑποδουλώνεται σέ αὐτήν.


Π έ μ π τ ο ν. Στήν παραβολή λέγεται ὅτι ὁ Πλούσιος εὑρισκόμενος στόν ἅδη εἶδε τόν Ἀβραάμ “καί Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ“. Μέ τό πρόσωπο τοῦ Ἀβραάμ ἐννοεῖται ὁ Θεός. Τό νά βρίσκεται κανείς στούς κόλπους τοῦ Θεοῦ σημαίνει νά ἔχει κοινωνία μέ τόν Θεό.


Στούς κόλπους, πίσω ἀπό τό στῆθος, εὑρίσκεται ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ καρδιά, πού εἶναι ἡ πηγή τῆς βιολογικῆς ζωῆς, εἶναι σύμβολο τῆς ἀγάπης. Ὅσο μεγαλύτερη εἶναι ἡ ἀγάπη τόσο καί μεγαλύτερη εἶναι ἡ γνώση, ἀφοῦ συνδέεται στενά ἡ γνώση μέ τήν ἀγάπη. Καί, βέβαια, αὐτή ἡ ἀγάπη συνιστᾶ τήν κοινωνία καί ἕνωση. Ἔτσι, τό νά βρίσκεται κανείς στούς κόλπους δηλώνει ὅτι συνδέεται μέ τόν ἀγαπώμενο, ὑπάρχει ἑνότητα μεταξύ τους.


Ἡ ἔκφραση, λοιπόν, ὅτι ὁ Λάζαρος βρισκόταν στούς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ δείχνει παραστατικά τήν κοινωνία του μέ τόν Θεό, ἡ ὁποία συνδέεται μέ τήν γνώση καί τήν ἀγάπη. Κάνοντας λόγο γιά τήν γνώση τοῦ Θεοῦ, ἐννοοῦμε τήν “κοινωνία ἐν τῇ ὑπάρξει“. Δέν πρόκειται γιά μία ἐγκεφαλική γνώση, ἀλλά γιά ἐκείνη πού συνδέεται μέ τήν ἀγάπη, μέ αὐτήν τήν ἴδια τήν ζωή.


Ὁ Λάζαρος δέν φαίνεται νά στενοχωρῆται γιά τήν φρικτή δοκιμασία τοῦ Πλουσίου, δέν βλέπει τήν Κόλαση, ἐνῶ ὁ Πλούσιος βλέπει τήν δόξα τοῦ Παραδείσου. Πραγματικά, ἐκεῖνος πού ζῆ μέσα στό ἄκτιστο Φῶς, στήν μεγάλη θεωρία τοῦ Θεοῦ, ὅπως λέγουν οἱ Πατέρες μας, ξεχνᾶ τόν κόσμο. Τό Φῶς εἶναι τόσο μεγάλο, τόσο ἐκτυφλωτικό πού δέν ἀφήνει νά δῆ κανείς καί κάτι ἄλλο διαφορετικό. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι οἱ ἅγιοι δέν προσεύχονται γιά ὁλόκληρο τόν κόσμο. Προσεύχονται καί παρακαλοῦν τόν Θεό, ἔχοντας, μάλιστα, μεγαλύτερη κοινωνία μαζί Του. Βρίσκονται ὅμως σέ μία κατάσταση πού δέν μποροῦμε νά ἐννοήσουμε. Μόνο ἄν τήν ἐξετάσουμε μέσα ἀπό τίς θεῖες ἐμπειρίες τῶν ἁγίων, τότε μποροῦμε νά τήν καταλάβουμε.


Ἕ κ τ ο ν. Ἐνῶ ὁ Λάζαρος βρισκόταν στούς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ, ὁ Πλούσιος φλεγόταν στόν ἅδη. Μάλιστα, θά παρακαλέσει τόν Ἀβραάμ νά στείλει τόν Λάζαρο γιά νά καταψύξη τήν γλώσσα του, γιατί, ὅπως εἶπε χαρακτηριστικά, “ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ“.


Ἐδῶ γίνεται λόγος γιά ἅδη καί ὄχι γιά Κόλαση. Γιατί ἡ Κόλαση θά ἀρχίσει μετά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ καί τό μελλοντικό δικαστήριο, ἐνῶ οἱ ψυχές τῶν ἁμαρτωλῶν, μετά τήν ἔξοδό τους ἀπό τό σῶμα, βιώνουν τόν ἅδη. Κατά τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων, ὁ ἅδης εἶναι ἕνας νοητός τόπος, εἶναι ἡ πρόγευση τῆς Κολάσεως, ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέχεται τήν καυστική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.


Ἔγινε μεγάλη συζήτηση γιά τά θέματα αὐτά στήν Σύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας καί διασώζονται οἱ ἀπόψεις καί ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, πού εἶναι ἀποκαλυπτικές. Τό πῦρ στό ὁποῖο φλεγόταν ὁ Πλούσιος δέν ἦταν τό λεγόμενο καθαρτήριο πῦρ τῶν Λατίνων, ἀπό τό ὁποῖο περνοῦν ὅλες οἱ ψυχές τῶν ἀνθρώπων, δέν ἦταν κτιστό πῦρ ἀλλά ἄκτιστο. Δηλαδή καί οἱ ἁμαρτωλοί δέχονται τίς ἀκτίνες τοῦ θείου Φωτός, ἀλλά ἐπειδή πέθαναν χωρίς μετάνοια, χωρίς νά θεραπευθοῦν, βιώνουν τήν καυστική ἐνέργεια τοῦ Φωτός. Ἔτσι, κατά τόν βαθμό τῆς θεραπείας ἤ τῆς ἀσθενείας, οἱ ἄνθρωποι δέχονται τήν ἴδια Χάρη ἤ ὡς φῶς ἤ ὡς πῦρ.


Πρέπει ἀκόμη νά παρατηρηθεῖ ὅτι ὁ Πλούσιος ἔβλεπε τόν Ἀβραάμ καί τόν Λάζαρο στούς κόλπους του, ἔβλεπε τήν δόξα τοῦ Ἀβραάμ, ἀλλά δέν εἶχε μέθεξη αὐτῆς τῆς δόξης. Ἀντίθετα ὁ Λάζαρος καί ἔβλεπε καί εἶχε μέθεξη. Αὐτό εἶναι πολύ σημαντικό σημεῖο, γιατί δείχνει ὅτι στήν ἄλλη ζωή ὅλοι θά δοῦν τόν Θεό, ἀλλά οἱ δίκαιοι θά ἔχουν κοινωνία, μέθεξη, ἐνῶ οἱ ἁμαρτωλοί δέν θά ἔχουν μέθεξη καί κοινωνία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εἶναι ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ γιά τήν μελλοντική δίκη. Ἐκεῖ ὅλοι θά δοῦν τόν Κριτή, ὅλοι θά συνομιλήσουν μαζί Του, ἀλλά ἄλλοι θά ἀπολαύσουν τήν δόξα Του, καί ἄλλοι θά βιώσουν τήν καυστική ἐνέργεια τῆς θείας Χάριτος.


Ἕ β δ ο μ ο ν. Ὁ Πλούσιος ἐνδιαφερόταν γιά τούς ζώντας στόν κόσμο ἀδελφούς του καί παρακαλοῦσε τόν Ἀβραάμ νά στείλει τόν Λάζαρο γιά νά τούς κηρύξει μετάνοια. Ἑπομένως, παρά τόν χωρισμό τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν παρόντα κόσμο, ὡστόσο ὑπάρχει γνώση καί κοινωνία, ἐκδηλώνεται ἕνα ἐνδιαφέρον.


Αὐτό τό γεγονός μαζί μέ ἄλλα στοιχεῖα δείχνει ὅ,τι λέγαμε προηγουμένως, ὅτι ἡ παραβολή τοῦ Πλουσίου καί τοῦ Λαζάρου δέν ἀναφέρεται στήν μετά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ ζωή, ἀλλά στήν ζωή μετά θάνατο μέχρι τήν Δευτέρα Παρουσία. Σαφῶς πρόκειται γιά τήν λεγομένη μέση κατάσταση τῶν ψυχῶν.


Οἱ ἅγιοι ἐνδιαφέρονται σωτηριολογικά γιά τόν κόσμο. Διὰ τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ ἀκοῦν τίς προσευχές μας, καί τίς ἀναβιβάζουν στόν Θεό. Γι’ αὐτό καί ἐμεῖς προσευχόμαστε στούς ἁγίους μας. Μέ τίς ἑορτές πού ἔχουμε καθιερώσει στήν μνήμη τους δείχνουμε ὅτι εἶναι ἅγιοι, ἑνώθηκαν μέ τόν Θεό, ἀναμένουν καί τήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων, τά ὁποῖα καί ἀπό τώρα δέχονται, μέ τήν ἀφθαρσία τους, τά προοίμια τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Καί ἐμεῖς ἐνδιαφερόμαστε γιά τούς κεκοιμημένους. Προσευχόμαστε στούς ἁγίους γιά νά προσεύχωνται γιά μᾶς στόν Θεό, ζητᾶμε τίς πρεσβεῖες τους, ἐνῶ προσευχόμαστε στόν Θεό γιά ὅλους τοὺς ἄλλους κεκοιμημένους γιά νά ἐλεηθοῦν. Αὐτό, ἐκτός τοῦ ὅτι εἶναι δεῖγμα κοινωνίας μεταξύ μας, συγχρόνως ἐκφράζει καί κάτι ἄλλο βαθύτερο.


Κατά τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων, ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἰσέλθει στήν μετάνοια, στό στάδιο τῆς καθάρσεως, συνεχῶς ἐξελίσσεται. Ὑπάρχει διαρκής τελείωση, τόσο στήν λεγομένη μέση κατάσταση τῶν ψυχῶν, ὅσο καί στήν μετά τήν Δευτέρα Παρουσία ζωή. Οἱ βαθμοί τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἡ κάθαρση, ὁ φωτισμός καί ἡ θέωση. Βέβαια, αὐτά δέν πρέπει νά νοηθοῦν ὡς στεγανοποιημένες καταστάσεις, ἀλλά ὡς μέθεξη τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἄν ὁ ἄνθρωπος ἀγωνίζεται νά καθαρθεῖ, τότε ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ πού τόν καθαρίζει λέγεται καθαρτική ἐνέργεια. Ὅταν ὁ νοῦς του εἶναι φωτισμένος, σημαίνει ὅτι δέχεται τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ πού τόν φωτίζει καί λέγεται φωτιστική ἐνέργεια. Καί ὅταν βρίσκεται στήν θέωση, αὐτό γίνεται μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ πού λέγεται θεοποιός. Ἡ πορεία εἶναι διαρκής. Ἔτσι, ὅσοι μετανόησαν, πρίν ἐξέλθει ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα, αὐτοί ἐξελίσσονται καί γίνονται χωρητικότεροι στήν ἄκτιστη Χάρη. Γι’ αὐτό τελοῦμε τά μνημόσυνα καί προσευχόμαστε γιά τούς κεκοιμημένους.


Ὅσοι, ὅμως, κατά τήν ἔξοδο τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, δέν μετανόησαν, αὐτοί, ἐπειδή δέν ἔχουν πνευματική ὅραση, βιώνουν μόνο τήν καυστική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, καί, βέβαια, δέν πρόκειται ποτέ νά ἔχουν μέθεξη στό ἀγαθό. Προσευχόμαστε ὅμως γιά ὅλους, γιατί δέν ξέρουμε τήν ἐσωτερική τους πνευματική κατάσταση.


Ὄ γ δ ο ο ν. Στήν παραβολή λέγεται ὅτι μεταξύ τοῦ τόπου πού βρισκόταν ὁ Ἀβραάμ καί τοῦ ἅδου, ὅπου βρισκόταν ὁ Πλούσιος, ὑπῆρχε “χάσμα μέγα”, καί δέν ἦταν δυνατόν νά γίνει μετάβαση τοῦ ἑνός πρός τόν ἄλλο.


Φυσικά, δέν πρόκειται περί ἰδιαιτέρου χώρου, ἀλλά, ὅπως ἀναφέραμε προηγουμένως, ἑνός ἰδιαιτέρου τρόπου ζωῆς. Ὑπάρχει σαφής διαφορά μεταξύ Παραδείσου καί Κολάσεως, ὡς ἰδιαιτέρων τρόπων ζωῆς.


Ὁ Παράδεισος καί ἡ Κόλαση δέν ὑπάρχει ἐξ ἐπόψεως Θεοῦ, ἀλλά ἐξ ἐπόψεως ἀνθρώπου. Ὁ Θεός στέλλει τήν Χάρη Του πρός ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἀφοῦ αὐτός “ἀνατέλλει τόν ἥλιον ἐπί δικαίους καί ἀδίκους καί βρέχει ἐπί πονηρούς καί ἀγαθούς“. Ἄν ὁ Θεός μᾶς δίνη ἐντολή νά ἀγαποῦμε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἀκόμη καί τούς ἐχθρούς μας, τό ἴδιο κάνει καί Ἐκεῖνος. Εἶναι ἀδύνατον νά μή ἀγαπᾶ καί τούς ἁμαρτωλούς. Ὅμως ὁ κάθε ἄνθρωπος, ἀνάλογα μέ τήν πνευματική του κατάσταση, αἰσθάνεται διαφορετικά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.


Τό φῶς ἔχει δύο ἰδιότητες, ἤτοι τήν φωτιστική καί τήν καυστική. Ἐάν κάποιος ἄνθρωπος ἔχη καλή ὅραση εὐεργετεῖται ἀπό τήν φωτιστική ἰδιότητα τοῦ ἡλίου, τοῦ φωτός, καί χαίρεται ὅλη τήν δημιουργία. Ἄν ὅμως κάποιος ἄλλος στερῆται ὀφθαλμοῦ, δέν ἔχει ὅραση, τότε αἰσθάνεται τήν καυστική ἰδιότητα τοῦ φωτός. Αὐτό θά γίνει καί στήν μέλλουσα ζωή, καθώς ἐπίσης καί στήν ζωή τῆς ψυχῆς μετά τήν ἔξοδό της ἀπό τό σῶμα. Ὁ Θεός θά ἀγαπᾶ καί τούς κολασμένους, ἀλλά αὐτοί θά ἀδυνατοῦν νά αἰσθανθοῦν αὐτήν τήν ἀγάπη ὡς φῶς. Θά τήν αἰσθάνωνται ὡς πῦρ, ἐπειδή δέν θά ἔχουν πνευματικό ὀφθαλμό καί πνευματική ὅραση.


Γίνεται κάτι ἀνάλογο μέ τήν θεία Κοινωνία. Ὅλοι μποροῦν νά κοινωνήσουν, ἀλλά γιά τούς προετοιμασμένους καί καταλλήλους γίνεται φῶς καί ζωή, γιά τούς ἀναξίως προσερχομένους γίνεται κρίμα καί κατακρίμα.


Αὐτό ἡ Ἐκκλησία τό παρουσιάζει στήν εἰκονογράφηση τῆς Δευτέρας Παρουσίας. Βλέπουμε ἐκεῖ ὅτι ἀπό τόν θρόνο τοῦ Θεοῦ ἐξέρχεται τό φῶς, μέσα στό ὁποῖο βρίσκονται οἱ ἅγιοι, καί ἀπό τόν ἴδιο θρόνο πηγάζει ὁ πύρινος ποταμός, μέσα στόν ὁποῖο βρίσκονται οἱ ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοί.


Γι’ αὐτό στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δίνουμε μεγάλη σημασία στήν θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα πνευματικό Νοσοκομεῖο, θεραπευτήριο, πού θεραπεύει τόν πνευματικό ὀφθαλμό, πού εἶναι ὁ νοῦς. Αὐτός νοσεῖ καί αὐτός πρέπει νά θεραπευθεῖ. Αὐτό εἶναι ὅλο τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας.


Ἔ ν α τ ο ν. Στήν παράκληση τοῦ Πλουσίου νά στείλει ὁ Ἀβραάμ τόν Λάζαρο στήν γῆ καί νά κηρύξει στούς ἀδελφούς του μετάνοια, ὁ Ἀβραάμ δέν ἀνταποκρίθηκε καί δικαιολόγησε αὐτή τήν θέση του λέγοντας ὅτι ἐφ’ ὅσον οἱ ἄνθρωποι δέν ἀκοῦν τόν Μωϋσῆ καί τούς Προφήτας, τότε “οὐδέ ἐάν τίς ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται“.


Ὁ σαρκικός ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά μετανοήσει ὅσα θαύματα κι’ ἄν δῇ στήν ζωή του. Ζεῖ μέσα σέ θανατηφόρο ὕπνο. Αὐτή εἶναι μία πραγματικότητα. Ἄν δέν ἐνεργοποιηθεῖ ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, δέν ὑπάρχει μετάνοια. Τά πάντα γίνονται μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί τήν συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου.


Ἄλλωστε, τό μεγαλύτερο γεγονός μέσα στήν ἱστορία εἶναι ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἀνάστασή Του, καί ἡ ἵδρυση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἶναι τό Σῶμα τοῦ ἀναστημένου Θεανθρώπου Χριστοῦ. Ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ἐμπνευσθεῖ ἀπό αὐτήν τήν συγκλονιστική πραγματικότητα, ἄν δέν μπορῆ νά πεισθεῖ ἀπό τήν ζωή τόσων ἁγίων, πού εἶναι μέλη τοῦ ἀναστημένου Σώματος τοῦ Χριστοῦ, δέν θά πεισθῆ μέ τό μεγαλύτερο θαῦμα.


Ἡ σωτηρία καί ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι ὑπόθεση ταχυδακτυλουργικῶν ἐνεργειῶν, ἀλλά καρπός ἐλευθέρας ἐκφράσεως τοῦ θελήματός του, καρπός πόνου, ἀγῶνος καί ἱδρώτων πολλῶν. Δυστυχῶς, πολλοί ἄνθρωποι στήν ἐποχή μας ἀρκοῦνται στά μαγικά, τά ἐξωτερικά γεγονότα. Τό νά πεισθεῖ κανείς γιά τήν ὕπαρξη τῆς ἄλλης ζωῆς εἶναι ὑπόθεση ἐσωτερικῆς πνευματικῆς εὐαισθησίας. Γιατί, κι’ ἄν ἀκόμη ἀναστηθεῖ ἕνας ἄνθρωπος, εἶναι ἐνδεχόμενο νά ἐκληφθεῖ ὡς φάντασμα.


Γίνεται πολύς λόγος σήμερα γιά τίς λεγόμενες ἐπιθανάτιες ἐμπειρίες. Μερικοί ἰσχυρίζονται ὅτι βγῆκε ἡ ψυχή τους ἀπό τό σῶμα ἤ ἀκόμη πλησίασε πρός τήν ἔξοδό της καί στήν συνέχεια ἐπέστρεψε στό σῶμα. Διηγοῦνται τά ὅσα φοβερά εἶδαν καί ἀντιμετώπισαν.


Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία λέμε ὅτι ὑπῆρξαν περιπτώσεις πού ἐπανῆλθε ἡ ψυχή στό σῶμα, ἀναστήθηκαν, δηλαδή, μέ τήν δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Αὐτά, ὅμως, εἶναι ἔκτακτα γεγονότα, πού δέν συμβαίνουν στόν καθένα. Ὑπάρχουν ἅγιοι πού εἶχαν τέτοιες φοβερές ἐμπειρίες, ἀφοῦ ἔζησαν στήν προσωπική τους ζωή τί εἶναι Κόλαση καί Παράδεισος, βίωσαν τίς φλόγες τοῦ ἅδου, εἶδαν ἀγγέλους καί δαίμονες. Ὅταν ἐπανῆλθαν στόν ἑαυτό τους, ἔζησαν ζωή μετανοίας καί κήρυτταν σέ ἄλλους τήν μετάνοια. Ὅμως λέμε ὅτι οἱ περισσότερες ἀπό αὐτές τίς ἐμπειρίες ἤ εἶναι δαιμονικές ἤ εἶναι καρποί ἀπωθημένων βιωμάτων καί ἐπιθυμιῶν ἤ εἶναι φαντασίες ἤ ἀκόμη εἶναι ἀποτελέσματα τῶν ἠρεμιστικῶν καί ναρκωτικῶν φαρμάκων, πού δίνονται γιά νά μή πονοῦν στήν φρικτή δοκιμασία τῶν ἀσθενειῶν τους. Πραγματικά, χρειάζεται μεγάλη διάκριση γιά νά μπορεῖ κανείς νά διακρίνει αὐτές τίς καταστάσεις, ἐάν προέρχονται ἀπό τόν Θεό, ἀπό τόν διάβολο ἤ ἀπό ψυχολογικές καί σωματικές ἀνωμαλίες.


Ἐμεῖς στήν Ἐκκλησία δέν περιμένουμε ἀναστάσεις ἁγίων ἤ ἐμπειρίες τέτοιων καταστάσεων γιά νά πιστεύσουμε, ἀλλά ἔχουμε τήν Ἁγία Γραφή, τούς βίους τῶν Προφητῶν, Ἀποστόλων καί ἁγίων, ἔχουμε τούς λόγους τους καί τίς διδασκαλίες τους, καθώς ἐπίσης ἔχουμε καί τά ἅγια λείψανά τους καί πιστεύουμε ὅτι ὑπάρχει αἰώνια ζωή. Μερικές δέ φορές ὁ καθένας μας ἀξιώνεται ἀπό τόν Θεό νά βιώσει μέσα στήν καρδιά του τί εἶναι Κόλαση καί τί εἶναι Παράδεισος.


Πέρα ἀπό αὐτά τηροῦμε τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ γιά νά θεραπευθοῦμε, ὥστε νά λύσουμε πολλά ὑπαρξιακά, διαπροσωπικά, κοινωνικά καί οἰκολογικά προβλήματα. Ἡ ἐφαρμογή τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ μᾶς καθιστᾶ ἰσορροπημένους ἀνθρώπους.


Δ έ κ α τ ο ν. Στήν παραβολή τοῦ Πλουσίου καί τοῦ Λαζάρου ὑποδεικνύεται καί ὁ τρόπος πού πρέπει νά χρησιμοποιήσουμε γιά νά θεραπευθοῦμε, καί ἔτσι μετά τόν θάνατο καί μετά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ νά βιώσουμε τόν Θεό ὡς φῶς καί ὄχι ὡς πῦρ. Ὁ Ἀβραάμ εἶπε στόν Πλούσιο: “ἔχουσι Μωϋσέα καί προφήτας, ἀκουσάτωσαν αὐτῶν“. Πρέπει νά τηροῦμε τόν νόμο καί νά ὑπακούουμε στούς Προφῆτες κάθε ἐποχῆς.


Προφήτης εἶναι αὐτός πού μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ βλέπει τά μυστήρια τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, γεύεται ἀπό τώρα τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Τέτοιοι Προφῆτες ὑπῆρχαν τόσο στήν Παλαιά ὅσο καί στήν Καινή Διαθήκη. Αὐτοί ἔλαβαν τήν Ἀποκάλυψη, αὐτοί ἔζησαν τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, γνώρισαν τά μυστήριά της καί στήν συνέχεια τά ἀπεκάλυψαν στόν λαό.


Οἱ Προφῆτες, πού ταυτίζονται μέ τούς πραγματικούς θεολόγους καί τούς πνευματικούς πατέρες, ἀναγεννοῦν τούς ἀνθρώπους καί τούς ὁδηγοῦν πρός τήν ζωή. Ἡ πνευματική καθοδήγηση συνδέεται καί ταυτίζεται μέ τήν πνευματική ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου. Πραγματικά, δέν μπορεῖ κανείς νά ἀναγεννηθεῖ, ἄν δέν συνδεθεῖ μέ ἕναν θεούμενο ἄνθρωπο, ἕναν Προφήτη.


Καί στήν ἐποχή μας ὑπάρχουν Προφῆτες πού κηρύττουν μετάνοια, στρέφουν τόν νοῦ μας πρός τόν Θεό, μᾶς ὑποδεικνύουν ἕναν ἄλλο τρόπο σκέψεως καί ζωῆς. Κι’ ἄν δέν μπορέσαμε νά συναντήσουμε ἕναν τέτοιο Προφήτη, ὅμως ὑπάρχουν οἱ λόγοι τῶν Προφητῶν καί μποροῦμε διαβάζοντάς τους νά μάθουμε τί εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί τί πρέπει νά κάνουμε γιά νά τήν ἀπολαύσουμε.


(Ἡ Ζωή μετά τόν θάνατον – Ἱερά Μονή Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου)

Η παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου – Δύο ψυχογραφίες

 π. Αθανάσιος Μυτιληναίος


[Λουκά, 16, 19-31]


Απομαγνητοφωνημένη ομιλία που εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 4-11-1995.


Η παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου, αγαπητοί μου, που ακούσαμε στη σημερινήν ευαγγελική περικοπή, είναι μία κατασκευασμένη ιστορία, που ο Κύριος ήθελε να δώσει μία απάντηση εις τους Φαρισαίους.


Σημειώνει ο ευαγγελιστής Λουκάς: «Ἤκουον δὲ ταῦτα πάντα καὶ οἱ Φαρισαῖοι φιλάργυροι ὑπάρχοντες, καὶ ἐξεμυκτήριζον αὐτόν». Κάθε κήρυγμα του Κυρίου, προπαντός περί πτωχείας, περί εκουσίου πτωχείας, όταν οι Φαρισαίοι άκουγαν αυτά, φιλάργυροι υπάρχοντες, ήσαν φιλοχρήματοι και φιλάργυροι άνθρωποι, τον εξεμυκτήριζον, τον κορόιδευαν τον Ιησούν. «Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ὑμεῖς ἐστε οἱ δικαιοῦντες ἑαυτοὺς ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων, ὁ δὲ Θεὸς γινώσκει τὰς καρδίας ὑμῶν· ὅτι τὸ ἐν ἀνθρώποις ὑψηλὸν, βδέλυγμα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ». «Σεις», λέει, «είσαστε εκείνοι οι οποίοι δικαιώνετε τους εαυτούς σας μπροστά στους ανθρώπους και δείχνετε ότι έχετε αγιότητα. Όμως ο Θεός γνωρίζει τις καρδιές σας, και εκείνο που είναι εις τους ανθρώπους υψηλόν, -δηλαδή υπερηφάνεια-, αυτό στον Θεό μπροστά είναι βδέλυγμα, είναι σίχαμα».


Κι έτσι ο Κύριος είπε την παραβολήν αυτήν, του πλουσίου και του Λαζάρου και ήθελε να τους δείξει ότι δεν πρέπει να καυχώνται δια τον πλούτον των, δια την τιμή των, δια την αξιοπρέπειά των κ.τ.λ., γιατί τα πράγματα αλλάζουν μετά τον θάνατον. Αλλάζει το σκηνικό. Και τους είπε ότι υπάρχουν δύο σκηνικά. Το ένα στη Γη, με την παρούσα ζωή. Το άλλο στον ουρανό, μετά τον θάνατο. Κι εκεί ακριβώς ο Κύριος οικοδομεί την παραβολήν αυτήν.


Όμως, όπως πάντα, κάθε λόγος του Κυρίου είναι πολυσήμαντος. Έτσι και η παραβολή αυτή, δεν θέλει μόνον απλώς να διδάξει ό,τι είπαμε, αλλά έχει και άλλες πολλές πλευρές, τις οποίες εξυπηρετεί. Ο λόγος του Θεού, ποτέ δεν εξαντλείται. Και το σημαντικόν, ότι σε κάθε εποχή κατανοείται ο λόγος του Θεού περισσότερο και περισσότερο, ανακαλύπτεται πάντοτε κάτι καινούριο, το οποίον έχει να μας δώσει ως απάντηση.


Εμείς ας μείνομε, στην αγάπη σας, σε μία ψυχογραφία σύντομη, των δύο προσώπων της παραβολής. Και πρώτα ο πλούσιος της παραβολής. Σημειώνει ο ευαγγελιστής: «Ἄνθρωπος δέ τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ᾿ ἡμέραν λαμπρῶς». «Κάποιος άνθρωπος», λέει, «ήτο πλούσιος. Και αυτός εντύνετο με πορφύραν, εξωτερικά ιμάτια, που ήσαν χρώματα βαθέος κοκκίνου», ένα χρώμα και μία ποιότητα υφάσματος, που φορούσαν την εποχή εκείνη οι βασιλείς. Και ο βύσσος είναι ένα βαμβακερόν εσωτερικότερον ένδυμα, από αιγυπτιακό βαμβάκι, βεβαίως την εποχή εκείνη πανάκριβο. Και το πρώτο και το δεύτερο. «Και ακόμη, έξω από την πολυτελή του ένδυση, ήτο ευφραινόμενος. Ευφραινόμενος κάθε μέρα. Και όχι μόνο κάθε μέρα, αλλά και λαμπρώς!».


Ένας πλούσιος άνθρωπος, όπως όλοι οι πλούσιοι άνθρωποι, έτσι κι αυτός ζούσε και επολιτεύετο. Το πώς βέβαια τώρα απέκτησε τον πλούτον αυτόν, αυτό εις την παραβολή δεν αναφέρεται. Μπορεί με απάτες. Μπορεί όμως και τίμια. Αλλά δεν έχει καμία σημασία αυτό. Η αμαρτία του δεν είναι εις τον πλούτον, γιατί κι ο Θεός είναι πλούσιος. Κι Εκείνος δίδει τον πλούτον. Και ο Αβραάμ, ο οποίος θα μπει σαν τρίτο πρόσωπο μέσα εις την παραβολήν του πλουσίου και του Λαζάρου, κι αυτός ήτο όχι απλώς πλούσιος, αλλά σφόδρα-σφόδρα πλούσιος. Πάρα πολύ πλούσιος. Αλλά ποτέ δεν έκανε σκοπό της ζωής του τον πλούτον ο Αβραάμ. Και ακόμη, επειδή δεν έκανε σκοπό της ζωής του τον πλούτον, γι’ αυτό και δεν προσεκολλήθη στον πλούτον τον επίγειον. Μας λέγει ο Απόστολος εις την προς Εβραίους επιστολήν του ότι ο Αβραάμ «ἐξεδέχετο γὰρ τὴν τοὺς θεμελίους ἔχουσαν πόλιν, ἧς -της οποίας- τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ὁ Θεός». Ποια είναι αυτή η πόλις, της οποίας τεχνίτης και δημιουργός είναι ο Θεός; Είναι η Βασιλεία του Θεού. Δηλαδή ζούσε στη Γη αλλά επολιτεύετο εις τον ουρανόν. Και εξεδέχετο και απεδέχετο και ανέμενε την βασιλείαν του Θεού. Κάπου αλλού θα μας πει ο Απόστολος Παύλος, ότι από πλευράς γης, δεν είχε αποκτήσει ούτε τόσην έκτασιν όση είναι η έκταση μιας ανθρωπίνης πατούσας, ποδός, πατούσας, πέλματος. Γιατί; Γιατί ο Αβραάμ έλεγε πάντοτε ότι είναι πάροικος και παρεπίδημος. Όχι στη γη Χαναάν, που του είπε ο Θεός να εγκατασταθεί μονίμως, αλλά εις τον παρόντα κόσμον. Και το σπουδαίον είναι ότι βρίσκομε τον Αβραάμ μες την παραβολή που είπε ο Κύριος, να υπάρχει εις τον Παράδεισον. Εδώ είναι το σπουδαίο. Ότι όντως ο Αβραάμ εκέρδισε τον Παράδεισον.


Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οικονομείται η παραβολή στη δομή της, ώστε να ανοιχθεί διάλογος ανάμεσα δύο πλουσίων. Του Αβραάμ και του πλουσίου, που μετά θάνατον βεβαίως επήγε όχι εις τον Παράδεισον, αλλά εις τον Άδη. Και οικονομείται, σας είπα, γιατί, όπως ακούσατε στην παραβολή και δεν μπορούμε να τα πούμε όλα, είναι πολυσήμαντη παραβολή, ότι «χάσμα μέγα», λέει, «ἐστήρικται ανάμεσα σε σας και σε μας. Δεν μπορούμε ούτε σε σας να περάσομε, ούτε σεις σε μας να έρθετε». Αλλά οικονομείται, δομείται η παραβολή για να ανοιχθεί διάλογος μεταξύ δύο πλουσίων! Είναι καταπληκτικό. Του Αβραάμ και του πλουσίου της παραβολής. Αυτό σημαίνει ότι ο πλούτος δεν είναι κάτι καθ’ εαυτό κακόν. Αλλά εκείνο που είναι κακό είναι η στάση του ανθρώπου απέναντι εις τον πλούτον. Ποια είναι η στάση που παίρνει απέναντι εις τον πλούτον.


Αφού λοιπόν ο πλούτος είχε γίνει για τον πλούσιον σκοπός της ζωής, επόμενον ήτο να απολαμβάνει ό,τι ο πλούτος μπορούσε να του δώσει, όλα τα αγαθά. Και πρώτα ησθάνετο και ήθελε και επιζητούσε ένα αίσθημα ασφαλείας ότι… «Ἒχω κείμενα πολλά ἀγαθά», όπως λέει και μία άλλη παραβολή. Ξέρετε ο πλούσιος έχει πάντοτε αυτό το αίσθημα της ασφαλείας. Ότι έχει χρήματα. Ό,τι πείνα και να ‘ρθει, όπως και αν γυρίσουν τα πράγματα, αυτός έχει χρήματα. Βεβαία αυτό είναι μία απάτη, γιατί ο πλούτος είναι μία ρόδα που γυρίζει. Και τα χρήματα είναι τα πιο άπιστα πράγματα. Αλλάζουν με πάσαν ευκολίαν τσέπη με τσέπη. Φεύγουν από την τσέπη μου και πηγαίνουν στην τσέπη του αλλουνού. Έτσι, ωστόσο, ζει ο πλούσιος αυτήν την αίσθηση. Γι΄αυτό θέλει να είναι πλούσιος. Για να έχει το αίσθημα της ασφάλειας. Αλλά και της ανέσεως, αλλά και της ευημερίας. Να τρώγει, να πίνει καλά. Έτσι, τι λέει; Πώς αισθάνεται; Όλα πηγαίνουν καλά. Όλα είναι για μας. Έτσι, σιγά σιγά δημιουργείται ένας εγωκεντρικός τύπος εις τον πλούσιον, που όλοι πρέπει να στρέφονται γύρω από αυτόν. Στον εγωκεντρισμό δεν υπάρχει περιθώριο ή χώρος ούτε ακόμη γι’ Αυτόν τον Θεόν. Δεν χωράει… Και ο Θεός πρέπει να στρέφεται, αντίθετα, να στρέφεται γύρω από τον άνθρωπο, για να τον ικανοποιεί διαρκώς. Έτσι ζητάει ο άνθρωπος ο πλούσιος τον Θεό· κάνει τον σταυρό του, ανάβει ένα κεράκι, για να εξασφαλίσει την εύνοια του Θεού. Για να μην λιγοστέψουν τα αγαθά του. Συνεπώς βλέπετε μίαν θρησκευτικότητα ιδιοτελέστατη. Μία θρησκευτικότητα η οποία βεβαίως στα μάτια του Θεού απορρίπτεται.


Ακόμη, πώς σκέπτεται; Όπως και τα σύγχρονα παιδιά που ζητούν χρήματα από τον πατέρα τους. Το είχα ακούσει αυτό… Να λέει ο ένας πιτσιρίκος στον άλλον πιτσιρίκο: «Κοίταξε, ο πατέρας σου που σε γέννησε, είναι υποχρεωμένος να σου δώσει χρήματα!». Έτσι και ο άνθρωπος, ο άφρων άνθρωπος, ο άφρων πλούσιος, τι λέγει; «Ο Θεός, ο Θεός είναι υποχρεωμένος να μου δώσει αγαθά». Γίνεται ακόμη και τύπος ηδονιστικός. Λέγει ο Θεοφύλακτος: «Καί οὐ μόνον ἐνεδίδετο πορφύραν καί βύσσον –όχι μόνο ντυνόταν όπως ντυνόταν– ἀλλά καί τήν ἂλλην τρυφήν ἐτρύφα πᾶσαν -αλλά και όλη την άλλη τρυφή ετρυφούσε– εὐφραινόμενος οὐ νῦν μέν νῦν δέ οὐ –όχι σήμερα κι όχι αύριο, μέρα παρά μέρα, μία φορά την εβδομάδα– ἀλλά καθ’ ἡμέραν– καθημερινά!. Καί οὐ μετρίως, ἀλλά λαμπρῶς- Και όχι μέτρια, αλλά με λαμπρότητα». Γι΄ αυτό, αυτό το «λαμπρῶς» ο ίδιος ο Θεοφύλακτος το αποδίδει: «ἀσώτως και πολυτελῶς». Και ο ηδονιστικός τύπος ουσιαστικά τι είναι; Είναι τύπος υλιστικός. Αυτός είναι υλιστής, είναι ειδωλολάτρης. Λατρεύει την ύλη. Λατρεύει τη σάρκα.


Είναι κατ’ εξακολούθησιν άσπλαχνος άνθρωπος. Δεν τον ενδιαφέρει τι κάνουν οι άλλοι. Μάλιστα, πόσον καιρό είχε, αλήθεια, ο άνθρωπος αυτός, έξω απ’ τον πυλώνα του σπιτιού του, τον φτωχό τον Λάζαρο; Πολύ καιρό. Εντούτοις, δεν συνεκινείτο που τον έβλεπε από το παράθυρο και από το μπαλκόνι του σπιτιού του να χορταίνει από τα ψίχουλα του τραπεζομανδήλου που τίναζαν οι υπηρέται. Δεν συνεκινείτο. Και ο άσπλαχνος είναι α-κοινώνητος. Δεν έχει κοινωνίαν. Μένει στον εαυτόν του. Είναι ακοινώνητος. Εντούτοις, εντούτοις διατηρούσε πολλές φορές, για να καθησυχάζεται η συνείδησις, διατηρούσε και μίαν υποτυπώδη θρησκευτικότητα. Διότι ανεφώνησε εις τον Άδη. Τι είπε; «Πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησόν με». Ανεγνώριζε τον Αβραάμ, πρόγονον και ζητούσε το έλεός του. Αλλά… είναι τόσο στοιχειώδες, δεν ήτο ικανό αυτό βεβαίως να τον βοηθήσει. Ακόμη διατηρούσε και μίαν φυσικήν αγάπην, αλλά στα σαρκικά του αδέλφια, εις τους στενούς του συγγενείς, όταν ενδιαφέρθηκε να μην φθάσουν κι εκείνοι εις εκείνον τον τόπον της βασάνου. Τι είπε; «Καλά, δεν μπορώ να ΄ρθω εγώ σε εσένα, ούτε εσύ σε μένα. Ούτε ο Λάζαρος να ‘ρθει σε μένα, για να μου δώσει μίαν λιγάκι κατάψυξη, μια ευχαρίστηση. Να βουτήξει– λέει- το μικρό του δαχτυλάκι μες το νερό και να ‘ρθει να μου το βάλει στα χείλη μου, τα φρυγμένα μου χείλη. Δεν είναι δυνατόν. Σε παρακαλώ όμως πάτερ Αβραάμ, αν είναι δυνατόν, στείλε τον Λάζαρο εις την Γη -δηλαδή να αναστηθεί ο Λάζαρος- και να πει στους αδελφούς μου, τους σαρκικούς μου αδελφούς, γιατί έχω πέντε αδέλφια, να προσέξουν τη ζωή τους, για να μην έρθουν κι αυτοί εδώ». Βλέπετε λοιπόν ότι υπήρχε μία αγάπη· τελείως περιορισμένη. Μόνον εις τον συγγενικόν κύκλον. Στον φτωχό Λάζαρο, που τον έβλεπε κάθε μέρα εκεί απέναντι στον πυλώνα του ουδεμία ευσπλαχνία, ουδέ μία αγάπη. Βλέπετε λοιπόν ότι είχε λίγη, στοιχειώδη ανθρωπιά. Δυστυχώς όχι ικανή να τον σώσει.


Η ζωή του ήταν έκφραση βίου αλαζονικού. Η παρουσία του βεβαίως ήταν πρόκλησις στην πτωχείαν. Είναι εκείνο που λέγει η Αγία Γραφή, είναι ο πλούτος που κάνει τους πτωχούς να εμπυρίζονται. Να παίρνουν φωτιά. Να πυρώνουν. Είναι η ζήλεια. Είναι το νεύρο εκείνο που κινεί τον φθόνον και την κακίαν, εναντίον εκείνου που απολαμβάνει τα αγαθά του ως πλούσιος κι ο άλλος δεν έχει να φάει. «Ὁ πτωχός», λέγει, «ἐμπυρίζεται», μας λέγει η Γραφή. Και το αξιοπαρατήρητον στην όλη ιστορία είναι το εξής: Δεν είχε όνομα. Πώς το έλεγαν; Λέγει, σχολιάζοντας ο Ιερός Χρυσόστομος: «Καί ποῦ τό ὂνομα τοῦ πλουσίου; -Πού είναι το όνομα του πλουσίου;-. Οὐδαμοῦ -Πουθενά-. Ἀνώνυμος γάρ ἐστίν (Δεν έχει όνομα. Είχε. Αλλά δεν αναφέρεται). Πόσος πλοῦτος! Και ὂνομα αὐτῷ οὐχ εὐρίσκεται–Τόσος πλούτος, ε; Το όνομά του δεν υπάρχει».


Και ένας άλλος ερμηνευτής, ο Θεοφύλακτος, λέγει: «Τόν μέν πλούσιον ἀνωνύμως ἐν τῇ παραβολῇ παρέλαβεν, οἶα μηδέ ἂξιον παρά Θεῷ ὀνομάζεσθαι». «Δεν ήταν άξιος ο άνθρωπος αυτός καν να ονομασθεί από τον  Θεό». Και ένας άλλος, τρίτος ερμηνευτής: «Γέγραπται γάρ περί τῶν πονηρῶν· οὐ μή μνησθῶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν διά χειλέων μου – Ο Θεός λέει: Δεν θέλω να θυμηθώ, ούτε καν να προσφέρω το όνομα των πονηρών ανθρώπων». Ο Θεός τα πάντα γνωρίζει. Εκείνο που λέει: «Δεν θέλω να θυμηθώ», όχι ότι ο Θεός ξεχνάει. Αλλά είναι μία έκφρασις που θα το λέγαμε κι εμείς. «Δεν θέλω να ξέρω το όνομά του!». Το ξέρομε. Το λέμε σαν έκφραση περιφρονήσεως. Ότι «δεν μπορεί αυτός ο άνθρωπος να έχει καμίαν σχέση με εμένα». Έτσι λοιπόν λέγει ο Θεός: «Δεν θέλω να θυμηθώ το όνομα του ασεβούς, του αμαρτωλού. Ούτε καν να το προφέρω με τα χείλη μου». Ο πλούσιος λοιπόν της παραβολής δεν είχε όνομα. Δηλαδή ξέρετε; Δεν είχε πρόσωπο. Το όνομα είναι εκείνο που δίδει το πρόσωπον.


Έχομε και την ψυχογραφία του φτωχού Λαζάρου. Γι’ αυτόν η παραβολή μάς αναφέρει αρκετά χαρακτηριστικά. Ήταν πτωχός. Από συγκυρία ή όχι, έτσι τα πράγματα ήρθαν, μας είναι άγνωστο. Πάντως δεν ήταν πτωχός από ασωτία· διότι είχε μίαν ευσέβειαν. Δεν ήταν λοιπόν πτωχός, γιατί ήταν άσωτος. Έτσι, πολλές φορές, η πτωχεία είναι ένας μόνιμος σύντροφος σε πολλούς ανθρώπους και χωρίς βέβαια αυτοί να ευθύνονται για την πτωχεία τους. Αλλά εκείνο που τον καθιστά πρόσωπον, τον φτωχόν, είναι ότι ήτο επώνυμος. Ελέγετο Λάζαρος. Και Λάζαρος, εδώ θέλω να προσέξομε κάτι, σημαίνει: «Ο Θεός είναι βοηθός μου». Θα ‘θελα να ρωτήσω: Αφού ο Θεός ήτο βοηθός του, γιατί δεν τον έβγαζε από την πτωχείαν; Γιατί δεν τον έβγαζε από την ασθένειαν; Από τις πληγές· που ήταν, λέγει, γεμάτος από έλκη. Γιατί; Πολλάκις το λέγω. Θα το πω άλλη μία φορά. Πρέπει να αλλάξομε αντίληψη περί θείας βοηθείας. Θεία βοήθεια δεν σημαίνει να με βγάλει ο Θεός από τη φτώχεια μου. Δεν σημαίνει να με βγάλει από την αρρώστιά μου. Να με βγάλει από τις αντίξοες καταστάσεις. Αλλά βοήθεια του Θεού είναι να μπορώ να υπομένω όλα αυτά, για να φθάσω να δω το πρόσωπό Του, το πρόσωπο του Θεού. Αυτό είναι η βοήθεια. Δηλαδή, να σωθώ. Και όπως λέγει εδώ ο Θεοφύλακτος: «Τοῦ πένητος ὀνομαστί μνημονεύει –Δίδει όνομα εις τον φτωχόν». Και ξέρετε ότι είναι το μόνο όνομα μέσα σε παραβολή; Σε καμία άλλη παραβολή δεν υπάρχει όνομα. Είναι η μοναδική περίπτωσις. Είναι κι άλλα πράγματα…


Επιτρέψατέ μου μία παρένθεση πολύ γρήγορα. Σας είπα, είναι πολυσήμαντη παραβολή. Ξέρετε ότι ο Λάζαρος, ο αδελφός της Μαρίας και της Μάρθας, ανεστήθη από τους νεκρούς. Τετραήμερος νεκρός ανεστήθη. Όχι μόνον δεν πίστεψαν οι Εβραίοι, αλλά έκαναν συμβούλιον να θανατώσουν το αντικείμενον του θαύματος του Ιησού Χριστού. Για να μην φαίνεται. Γιατί, λέει, πήγαινε όλη η Ιερουσαλήμ εκεί εις την Βηθανία, για να δουν τον Λάζαρο· που ανεστήθη. Και οι ταλαίπωροι σχεδιάζουν τον φόνον του Λαζάρου. Πίστεψαν; Όχι. Γι΄ αυτό βάζει όνομα ο Κύριος στην παραβολή. Σαν να ήθελε να τους πει: «Κι ο Λάζαρος ανεστήθη». Στην παραβολή χαλκεύεται το πράγμα, οικοδομείται ότι και αν, λέει, αναστηθεί, «Παιδάκι μου», του λέει, «τέκνον», του λέει ο Αβραάμ του πλουσίου, «δεν πρόκειται να πιστέψουν. Εάν δεν δεχθούν τον Μωυσέα και τον νόμο και τους προφήτας, δεν πρόκειται να πιστέψουν». Ο Λάζαρος ανεστήθη. Τους το ‘κανε αυτό. Τον είδαν. Πίστεψαν; Επαναλαμβάνω· επαναλαμβάνω: Ετοιμάζουν την δολοφονία του.


Έδωσε απάντηση ο Χριστός. Τοποθετημένος, να επανέλθω, εις τον πτωχόν της παραβολής, τοποθετημένος εις τον πυλώνα του πλουσίου, δημιουργεί μία ζωηρή αντιπαράθεση με τον πλούσιον ιδιοκτήτη του. Παρά ταύτα, δεν διαμαρτύρεται. Δεν επικαλείται κοινωνική ισότητα. Δεν βρίζει τον πλούσιο. Ή την κοινωνία μέσα στην οποία ζει. Δεν σήκωσε ποτέ τη γροθιά του. Αυτό το σύγχρονο σύμβολον της εκδικήσεως της κοινωνικής. Ποτέ δεν χόρτασε φαγητό. Και αυτό προήρχετο, που έτρωγε, από τα ψιχουλάκια, από τα σκουπίδια του πλουσίου σπιτιού. Αυτό τι δείχνει; Είχε πολλή ταπείνωση. Δεν ήταν απλώς πτωχός. Αλλά ήταν και άρρωστος. Κάτι περισσότερο. Ήταν πληγιασμένος. Αυτό τον έκανε να απομονούται από τους άλλους ανθρώπους. Τον εσιχαίνοντο. Γεμάτος από πληγές. Κι έτσι ανέπτυσσε και την αρετή της υπομονής. Συντροφιά του είχε τα αδέσποτα σκυλιά. Μόνον αυτά έδειχναν μία φιλική διάθεση απέναντί του. Φαίνεται ότι η πτωχεία στον άνθρωπο, τον καθιστά πιο κοντινό στη Δημιουργία. Όπως αυτή, κατά φυσικό τρόπο προσφέρεται. Το φτωχό παιδί θα παίξει με το χώμα. Πιο κοντά στη δημιουργία. Το πλουσιόπαιδο δεν ξέρω με τι παιγνίδια παίζει. Ο πλούτος, για σκεφθείτε το, απομακρύνει τον άνθρωπο από τη φύση. Η πτωχεία κάνει τον άνθρωπο να είναι πιο κοντά εις την φύσιν. Τον κάνει πιο φυσικόν άνθρωπον. Και οι τροφές του είναι πιο φυσικές. Ο τρόπος του είναι πιο φυσικός. Ο πλούτος δημιουργεί έναν τεχνητό κόσμο, έναν ψεύτικο κόσμο.


Στον φτωχό Λάζαρο ακόμη βρίσκομε και μία αξιοζήλευτη αρετή. Την αγία σιωπή! Στην αγία σιωπή, που πολλά έχει να πει, υπάρχει το μυστήριον της ανθρωπίνης προσωπικότητος. Βρίσκομε τον Ιησούν, ο Οποίος εσιώπα. «Δεν μου αποκρίνεσαι;», του λέει ο Πιλάτος. «Ὁ δέ Ἰησοῦς ἐσιώπα». Ακριβώς γιατί είχε πολλά να πει. Σιωπά εκείνος που έχει πολλά να πει.


Τέλος, η παρουσία του φτωχού απέναντι στον πλούσιο, ήταν μία πρόκληση στον πλούτο. Μία πρόκληση, που θα ΄πρεπε να κάνει αίσθηση και να προκαλεί την ντροπή. Ο πλούσιος έπρεπε να κρύβει το πρόσωπό του μπροστά στη φτώχεια του Λαζάρου. Αλλά όταν λείπει η ντροπή, τότε αναφαίνεται η πρόκληση.


Αγαπητοί, ο Κύριος σήμερα, μας παρουσίασε στην παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου, δύο πρόσωπα. Πρόκειται για δύο θέσεις στη ζωή. Για δύο στάσεις απέναντι στον Θεό και εις τους συνανθρώπους. Σε αυτές ο καθένας μας πρέπει να καθρεπτίζεται. Ούτε ο πλούτος είναι ικανός καθ’ εαυτόν, όπως είπαμε, ούτε η πτωχεία καθ’ εαυτή είναι καλή. Απλώς είναι δύο ευκαιρίες να αναπτύξει ο άνθρωπος την προσωπικότητά του. Και ο φτωχός και ο πλούσιος. Είναι δύο διαφορετικά επίπεδα, που δημιουργούν μία διαφορά δυναμικού θα λέγαμε· που αναπτύσσεται το ανθρώπινον ενδιαφέρον και η ανθρωπίνη αγάπη. Δεν φταίει η διαφοροποίηση στη ζωή. Αλλά η κοινωνική απομόνωση. Αυτή γέννησε τις κοινωνικές επαναστάσεις, τον φθόνο, το μίσος, τον πόλεμο. Η παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου, είναι, αγαπητοί μου, μία μικρογραφία δύο ψυχογραφιών· που πρέπει πάντοτε να μελετούμε και να μαθαίνομε πώς πρέπει να στεκόμαστε απέναντι στον Θεό και τους ανθρώπους.