(Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος)
(Ιω. δ΄, 5-42) (Υπομνηματισμός των χωρίων Ιω. 4, 4-12)
(Επιλεγμένα αποσπάσματα από την ομιλία ΛΑ’ από το Υπόμνημα του Ιερού Χρυσοστόμου στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο)
«Ὡς οὖν ἔγνω ὁ Κύριος ὅτι ἤκουσαν οἱ Φαρισαῖοι ὅτι Ἰησοῦς πλείονας μαθητὰς ποιεῖ καὶ βαπτίζει ἢ Ἰωάννης- καίτοιγε Ἰησοῦς αὐτὸς οὐκ ἐβάπτιζεν, ἀλλ᾿ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ-ἀφῆκε τὴν Ἰουδαίαν καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν (: όταν λοιπόν έμαθε ο Κύριος ότι οι Φαρισαίοι πληροφορήθηκαν πως ο Ιησούς κάνει και βαπτίζει περισσότερους μαθητές παρά ο Ιωάννης – αν και δε βάπτιζε ο ίδιος ο Ιησούς, αλλά οι μαθητές Του – εγκατέλειψε την Ιουδαία και αναχώρησε για τη Γαλιλαία)» [Ιω. δ, 4].
«Γιατί λοιπόν αναχωρεί από την Ιουδαία;», θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος. Όχι από δειλία φυσικά, αλλά για να σταματήσει τη ζηλοτυπία των Ιουδαίων και να ανακόψει τον φθόνο τους. Είχε βέβαια τη δυνατότητα να τους αντιμετωπίσει εάν Του έκαναν επίθεση, αλλά δε θέλει να το πράττει αυτό συχνά, για να μην κινούνται αμφιβολίες για την πραγματικότητα της κατά σάρκα γεννήσεως του Υιού του Θεού. Διότι, εάν κάθε φορά που Τον συλλάμβαναν,
διέφευγε, ασφαλώς πολλοί θα σχημάτιζαν σχετικές υποψίες. Για τον λόγο αυτό, τις περισσότερες πράξεις Του τις έκανε σαν να ήταν ένας απλός άνθρωπος. Διότι όπως ήθελε να πιστέψουν στη θεϊκή Του υπόσταση, έτσι ήθελε να πιστέψουν επίσης ότι, αν και Θεός, έφερε σάρκα ανθρώπινη. Γι’ αυτό και ύστερα από την Ανάσταση έλεγε προς τους μαθητές· «ψηλαφήσατέ με καὶ ἴδετε, ὅτι πνεῦμα σάρκα καὶ ὀστέα οὐκ ἔχει καθὼς ἐμὲ θεωρεῖτε ἔχοντα (: ψηλαφήστε με με τα χέρια σας και δείτε ότι δεν είμαι πνεύμα, όπως νομίζετε, διότι το πνεύμα δεν έχει σάρκα και οστά, όπως βλέπετε εμένα να έχω)» [Λουκ. 24, 39]. Επίσης για τον ίδιο λόγο επιτίμησε τον Πέτρο όταν Του είπε «ἵλεώς σοι, Κύριε· οὐ μὴ ἔσται σοι τοῦτο (: Ο Θεός να σε φυλάξει, Κύριε, από όσα φοβερά μας είπες ότι θα σου συμβούν. Δεν πρέπει να σου συμβούν αυτά και να σε θανατώσουν)» [Ματθ. 16, 22]. Τόση σπουδαιότητα απέδιδε ο Κύριος στο θέμα αυτό, στο να πιστευτεί δηλαδή ότι έφερε και την ανθρώπινη σάρκα. Άλλωστε και μεταξύ των δογμάτων της Εκκλησίας δεν είναι μικρό το θέμα αυτό, ούτε για τη σωτηρία μας αποτελεί κάτι το ασήμαντο το κεφάλαιο αυτό, διά του οποίου έχουν γίνει και έχουν επιτευχθεί τα πάντα. Διότι έτσι και ο θάνατος καταλύθηκε και η αμαρτία συγχωρήθηκε και η κατάρα εξαφανίστηκε και άπειρα αγαθά εισήλθαν στη ζωή μας. Για τον λόγο αυτό ήθελε παρά πολύ να πιστέψουν οι άνθρωποι στην αλήθεια ότι η κατά σάρκα Γέννησή Του υπήρξε η ρίζα και η πηγή των αναρίθμητων αγαθών. Και ενώ φρόντιζε για την απόδειξη της ανθρώπινής Του φύσης, δεν άφηνε παράλληλα ούτε τη θεία να συσκιάζεται.
Αφού αναχώρησε λοιπόν από την Ιουδαία, έρχεται πάλι στα ίδια έργα που έκανε και προηγουμένως. Διότι δεν πήγαινε χωρίς αιτία στη Γαλιλαία, αλλά θέλοντας να κάνει σπουδαία πράγματα στους Σαμαρείτες και για να τα επιτύχει, όχι μόνο τα σχεδίαζε αυτά, αλλά ενεργούσε με τη σοφία που Τον διέκρινε, ώστε να μην αφήσει στους Ιουδαίους καμία πρόφαση αναίσχυντης δικαιολογίας.
Αυτό λοιπόν υπαινισσόμενος και ο Ευαγγελιστής έλεγε: «Ἔδει δὲ αὐτὸν διέρχεσθαι διὰ τῆς Σαμαρείας», διότι ήθελε να δείξει ότι αυτό το έκανε ο Ιησούς ως κάτι το πάρεργο κατά τη διάρκεια της πορείας Του προς τη Γαλιλαία. Το ίδιο έκαναν και ο Απόστολοι. Όπως δηλαδή εκείνοι, όταν τους καταδίωκαν οι Ιουδαίοι, τότε στρέφονταν και κήρυτταν προς τους ειδωλολάτρες, κατά όμοιο τρόπο και ο Χριστός, όταν Τον εκδίωξαν, τότε πλησίαζε και εκείνους, όπως έκανε και με τη Συροφοινίκισσα γυναίκα [τη Χαναναία δηλαδή εκείνη γυναίκα, της οποίας τη θυγατέρα θεράπευσε από δαιμόνιο] [βλ. Μαρκ. 7, 24-30]. Αυτό λοιπόν έγινε για να αφαιρέσει κάθε δικαιολογία από τους Ιουδαίους και να μην μπορούν να λένε ότι τους εγκατέλειψε και πήγε προς τους ειδωλολάτρες.
Για τον λόγο αυτό και οι μαθητές απολογούνταν και έλεγαν: «ὑμῖν ἦν ἀναγκαῖον πρῶτον λαληθῆναι τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ· ἐπειδὴ δὲ ἀπωθεῖσθε αὐτὸν καὶ οὐκ ἀξίους κρίνετε ἑαυτοὺς τῆς αἰωνίου ζωῆς, ἰδοὺ στρεφόμεθα εἰς τὰ ἔθνη (: Σε σας, σύμφωνα με το σχέδιο του Θεού, ήταν ανάγκη να κηρυχθεί πρώτα ο λόγος του Θεού. Επειδή όμως τον αποκρούετε και δεν τον δέχεσθε και οι ίδιοι δεν κρίνετε άξιους τους εαυτούς σας για την αιώνια ζωή, ιδού, στρεφόμαστε τώρα προς τους ειδωλολάτρες)» [Πραξ. 13, 46]. Και ο ίδιος ο Ιησούς λέγει πάλι: «οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ (: δεν έχω σταλεί παρά για τα χαμένα πρόβατα του Ισραηλιτικού λαού)» [Ματθ. 15, 24]. Και πάλι: «οὐκ ἔστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων καὶ βαλεῖν τοῖς κυναρίοις (: δεν είναι καλό να πάρει κανείς το ψωμί από τα τέκνα του και να το ρίξει στα σκυλάκια)» [Ματθ. 15, 26]. Όταν όμως έδιωξαν τον Ιησού, άνοιξαν θύρα στους εθνικούς [έδωσαν δηλαδή τις προϋποθέσεις για να στραφεί ο Ιησούς προς τους ειδωλολάτρες και να Τους φωτίσει με τη διδασκαλία Του].
Αλλά και κάτω από αυτές τις συνθήκες, δεν έρχεται με κύριο προορισμό Του ο Ιησούς εκείνους, αλλά καθώς διερχόταν από εκεί. Διερχόμενος λοιπόν, «ἔρχεται οὖν εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας λεγομένην Συχάρ, πλησίον τοῦ χωρίου ὃ ἔδωκεν Ἰακὼβ Ἰωσὴφ τῷ υἱῷ αὐτοῦ (: έρχεται λοιπόν σε μια πόλη της Σαμάρειας η οποία λεγόταν Συχάρ, πλησίον στο μέρος που είχε δώσει ο Ιακώβ στο γιο του τον Ιωσήφ. Εκεί λοιπόν υπήρχε και ένα πηγάδι το οποίο είχε ανοιχθεί από τον Ιακώβ)» [Ιω. 4, 5-6]. Γιατί όμως ο Ευαγγελιστής δίνει τόσες λεπτομέρειες για τον τόπο; Για να μην παραξενευτείς όταν θα ακούσεις τη γυναίκα να λέγει: «Ο πατέρας μας ο Ιακώβ μάς έδωσε το πηγάδι αυτό» [Ιω. 4, 12]. Διότι ο τόπος αυτός ήταν εκείνος στον οποίο διέπραξαν τον φοβερό εκείνον φόνο, εκδικούμενοι για την αρπαγή της αδερφής τους της Δείνας, ο Λευί και ο Συμεών [Η Δείνα ήταν θυγατέρα του πατριάρχου Ιακώβ από τη γυναίκα του τη Λεία. Αυτήν την αγάπησε και την άρπαξε ο Συχέμ, γιος του Εμμώρ, άρχοντας των Συκίμων, αλλά οι αδελφοί της Συμεών και Λευί φόνευσαν πατέρα και γιο και πήραν πίσω την Δείνα (Γεν. 30, 21)].
Αξίζει όμως να εξηγήσουμε από πού προήλθαν οι Σαμαρείτες· διότι όλη η περιφέρεια ονομάζεται Σαμάρεια. Από πού λοιπόν πήρε το όνομα αυτό; Σομόρ λεγόταν το όρος από τον κατακτητή της χώρας αυτής, όπως λέγει και ο Ησαΐας : «καὶ ἡ κεφαλὴ Ἐφραὶμ Σομόρων (: επί του παρόντος, πρωτεύουσα του βασιλείου του Ισραήλ θα είναι η Σαμάρεια)» [Ησ. 7, 9]. Οι κάτοικοι όμως δεν ονομάζονταν Σαμαρείτες, αλλά Ισραηλίτες. Με την πάροδο του χρόνου όμως ήλθαν σε αντίθεση με το θέλημα του Θεού. Και όταν έγινε βασιλιάς ο Φακεέ [βασιλιάς του Ισραήλ που αντιστάθηκε στην επέκταση των Ασσυρίων και οργάνωσε συμμαχία βασιλέων εναντίον τους, όμως η προσπάθεια αυτή απέτυχε], έκανε επίθεση εναντίον του ο Θεγλαθφαλλασάρ [βασιλιάς της Ασσυρίας που επέδραμε το 733 π.Χ. ενάντια στο Βασίλειο του Ισραήλ και οδήγησε πολλούς Ισραηλίτες αιχμάλωτους στην Ασσυρία] και κυρίευσε πολλές πόλεις και επιτέθηκε εναντίον του Ηλά και αφού τον φόνευσε, έδωσε τη βασιλεία στον Ωσηέ [ο τελευταίος βασιλιάς του βορείου βασιλείου, γιος του Ηλά· στηρίχθηκε στην εύνοια του Θεγλαθφαλλασάρ, στον οποίο ήταν φόρου υποτελής· στην προσπάθειά του όμως να συνασπισθεί με τους Αιγυπτίους κατά των Ασσυρίων συνελήφθη από τον Σαλαμανάσαρ τον Ε]. Εναντίον του στράφηκε ο Σαλαμανασάρ΄ [διάδοχος του Θεγλαθφαλλασάρ, πολιόρκησε τη Σαμάρεια για τρία χρόνια, και τελικά την κυρίευσε ο διάδοχός του ο Σενναχηρίμ το 722π. Χ.], ο οποίος και κυρίευσε άλλες πόλεις και τις κατέστησε φόρου υποτελείς [πρβλ. Δ΄Βασ. 17,1 κ. ε.]. Ο Ωσηέ όμως υποτάχτηκε μεν στην αρχή, αλλά αργότερα αποστάτησε και στράφηκε προς τη συμμαχία των Αιθιόπων. Το αντιλήφθηκε αυτό ο βασιλιάς της Ασσυρίας και εκστράτευσε εναντίον του και αφού τους κυρίευσε, δεν τους άφησε πλέον να κατοικούν στο χώρο εκείνο ως ξεχωριστό έθνος, επειδή είχε υποψίες για παρόμοιες μελλοντικές αποστασίες, αλλά τους μετέφερε στη Βαβυλώνα και την Μηδία και από εκεί συγκέντρωσε διάφορους λαούς και τους εγκατέστησε στη Σαμάρεια, ώστε να είναι ασφαλής η κυριαρχία του στο εξής, εφόσον θα κατείχαν τον τόπο οι δικοί του.
Όταν συνέβησαν αυτά, επειδή ήθελε ο Θεός να δείξει τη δύναμή Του και ότι δεν άφησε χωρίς βοήθεια τους Ιουδαίους από αδυναμία, αλλά εξαιτίας των αμαρτιών αυτών που είχαν αρπαχτεί αιχμάλωτοι από τους Ασσυρίους, έστειλε εναντίον των βαρβάρων λέοντες οι οποίοι λυμαίνονταν όλη την περιοχή. Αναγγέλθηκαν αυτά στον βασιλέα της Ασσυρίας και απέστειλε έναν ιερέα για να παραδώσει σε αυτούς τους νόμους του Θεού. Αλλά ούτε και τότε άφησαν εξ ολοκλήρου την ασέβεια, αλλά κατά το ήμισυ. Κατά το πέρασμα όμως του χρόνου, άφησαν τα είδωλα και λάτρευαν τον αληθινό Θεό.
Έτσι είχαν λοιπόν τα πράγματα, όταν επανήλθαν οι Ιουδαίοι [από την αιχμαλωσία της Βαβυλώνος] και αποστρέφονταν αυτούς, συμπεριφερόμενοι προς αυτούς με υπεροψία, διότι τους θεωρούσαν αλλόφυλους και εχθρούς και από το όρος τούς ονόμαζαν Σαμαρείτες. Για τους Ιουδαίους δεν υπήρξε μικρή η διαμάχη προς τους Σαμαρείτες στα επόμενα χρόνια· διότι οι Σαμαρείτες δεν παραδέχονταν όλα τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, παρά μόνο του Μωυσή, ενώ δεν απέδιδαν μεγάλη σημασία στα βιβλία των προφητών. Βρίσκονταν λοιπόν σε ανταγωνισμό μεταξύ τους, διότι οι Σαμαρείτες προσπαθούσαν να αποδείξουν την ιουδαϊκή τους καταγωγή και υπερηφανεύονταν για τον Αβραάμ και τον θεωρούσαν πρόγονό τους, επειδή ήταν από τη Χαλδαία. Επίσης και τον Ιακώβ τον ονόμαζαν πατέρα τους, επειδή και αυτός ήταν απόγονος του Αβραάμ. Οι Ιουδαίοι όμως μαζί με τους άλλους λαούς απεχθάνονταν και τους Σαμαρείτες.
Επομένως, για τους ίδιους λόγους περιέπαιζαν και τον Χριστό και Του έλεγαν: «οὐ καλῶς λέγομεν ἡμεῖς ὅτι Σαμαρείτης εἶ σὺ καὶ δαιμόνιον ἔχεις; (: Καλά δε λέμε εμείς ότι είσαι Σαμαρείτης, δηλαδή εχθρός των Ιουδαίων, και έχεις δαιμόνιο, που σε κινεί να λέγεις αυτές τις ύβρεις εναντίον μας;)» [Ιω. 8, 48]. Και στην παραβολή εκείνη του ανθρώπου, ο οποίος πήγαινε από τα Ιεροσόλυμα προς την Ιεριχώ και έπεσε σε ληστές, για τον ίδιο λόγο ο Χριστός παρουσιάζει τον Σαμαρείτη να του προσφέρει βοήθεια και να του δείχνει ευσπλαχνία [βλ. Λουκά 10, 33-37], ο οποίος Σαμαρείτης εθεωρείτο ασήμαντος, ευκαταφρόνητος και βδελυκτός από τους Ιουδαίους. Και στη θεραπεία των δέκα λεπρών επίσης, ο Ιησούς ονόμασε «ἀλλογενὴ» τον ένα λεπρό που επέστρεψε να Τον ευχαριστήσει για την ίασή του, για την ίδια αιτία (ήταν βέβαια Σαμαρείτης) [βλ. Λουκ. 17, 15-18: «εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ἰδὼν ὅτι ἰάθη, ὑπέστρεψε μετὰ φωνῆς μεγάλης δοξάζων τὸν Θεόν, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ· καὶ αὐτὸς ἦν Σαμαρείτης. ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ; οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μὴ ὁ ἀλλογενὴς οὗτος; καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀναστὰς πορεύου· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε (: Ένας από αυτούς, όταν είδε ότι θεραπεύτηκε, επέστρεψε δοξάζοντας και ευχαριστώντας τον Θεό με μεγάλη φωνή. Και έπεσε με το πρόσωπο κατά γης κοντά στα πόδια του Ιησού, ευχαριστώντας Αυτόν εκ βάθους ψυχής. Και αυτός ήταν Σαμαρείτης. Αποκρίθηκε δε ο Ιησούς και είπε: «Δεν καθαρίστηκαν από τη λέπρα και οι δέκα; Οι άλλοι εννέα πού είναι; Δε θεώρησαν καθήκον τους να επιστρέψουν και να δοξάσουν τον Θεό, εκτός από αυτόν που δεν είναι Ιουδαίος, αλλά κατάγεται από άλλο γένος;». Και είπε σε αυτόν: «Σήκω και πήγαινε, η πίστη σου εκτός από τη θεραπεία του σώματος, σου έχει δώσει και τη σωτηρία της ψυχής σου»)» αλλά και ο ίδιος ο Ιησούς με το ίδιο πνεύμα ομιλεί στους μαθητές Του και λέγει: «εἰς ὁδὸν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε καὶ εἰς πόλιν Σαμαρειτῶν μὴ εἰσέλθητε (: σε δρόμο που οδηγεί σε ειδωλολατρικά έθνη μην πορευθείτε και σε πόλη Σαμαρειτών να μην εισέλθετε)» [Ματθ. 10, 5].
Και δε μας υπενθύμισε ο Ευαγγελιστής τον τόπο του Ιακώβ, μόνο για την πλοκή της διηγήσεως, αλλά για να δείξει επίσης ότι από παλαιά είχαν εκβληθεί από εκεί οι Ιουδαίοι· διότι από την εποχή των προγόνων τους, τούς τόπους τους τούς είχαν εκείνοι αντί γι’ αυτούς. Πραγματικά εκείνα που κατείχαν οι πρόγονοί τους, χωρίς να είναι δικά τους, τα έχασαν αυτοί, αν και ήσαν δικά τους. Έτσι βλέπουμε ότι καμία ωφέλεια δεν προέρχεται από τους αγαθούς προγόνους, εάν δεν είναι αγαθοί και οι απόγονοί τους. Διότι οι βάρβαροι μόνο όταν δοκίμασαν την αγριότητα των λεόντων, επανήλθαν αμέσως στην ιουδαϊκή ευσέβεια· εκείνοι όμως, αν και υπέφεραν τόσες τιμωρίες, δε σωφρονίσθηκαν, ούτε με αυτόν τον τρόπο.
Έφθασε λοιπόν ο Χριστός εκεί, αποφεύγοντας πάντοτε τον μαλθακό και χαλαρό τρόπο ζωής και χρησιμοποιώντας παραδειγματικά τον αντίστοιχο κοπιαστικό και πλήρη εμποδίων. Διότι δεν είχε χρησιμοποιήσει υποζύγια, αλλά περιπατεί τόσο πολύ, ώστε να κουραστεί από την οδοιπορία. Και τούτο διδάσκει παντού, δηλαδή να εργάζεται ο καθένας για τον εαυτό του, να μη ζητεί τα περιττά και να μην έχει ανάγκη από πολλά. Διότι θέλει να είμαστε ξένοι προς τα περιττά τόσο, ώστε να περικόπτουμε και πολλά από τα αναγκαία. Για τον λόγο αυτό έλεγε· «αἱ ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσι καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ (: οι αλεπούδες έχουν τις φωλιές τους, όπου καταφεύγουν, και τα πτηνά του ουρανού επίσης τις δικές τους φωλιές· ο Υιός όμως του ανθρώπου δεν έχει πού να γείρει την κεφαλή – και επομένως καθένας που θέλει να Τον ακολουθήσει, θα υποβληθεί σε ταλαιπωρίες και στερήσεις)» [Ματθ. 8, 20]. Για τον λόγο αυτόν παραμένει ως επί το πλείστον στα όρη και τις ερήμους, όχι μόνο την ημέρα, αλλά και τη νύκτα.
Από όσα γράφονται εδώ πληροφορούμαστε και την αντοχή του Ιησού στις οδοιπορίες και την αδιαφορία Του για τις τροφές και ότι τις θεωρούσε δευτερεύουσας σημασίας. Και οι μαθητές λοιπόν διδάχτηκαν να συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο. Πραγματικά δεν έπαιρναν εφόδια μαζί τους. Και το φανερώνει αυτό και άλλος Ευαγγελιστής, ο οποίος λέγει ότι όταν ο Ιησούς τούς έκανε λόγο για τη ζύμη των Φαρισαίων, εκείνοι σκέπτονταν ότι δεν είχαν μαζί τους άρτους [Ματθ. 16, 5-12]· επίσης και όταν μας παρουσιάζει ο Ευαγγελιστής πεινασμένους τους μαθητές να μαδούν τα στάχια και να τρώνε [πρβλ. Ματθ. 12, 1· Μαρκ. 2, 23· Λουκά 6, 18] και όταν λέγει ότι ο Ιησούς από την πείνα πήγε προς τη συκιά, τίποτε άλλο δεν κάνει, παρά αυτό με όλα αυτά μας διδάσκει, να περιφρονούμε την κοιλία και να μη θεωρούμε σπουδαία τη λειτουργία της.
Το ίδιο διεκήρυσσε και ο Δαυίδ και έλεγε: «ἐκ χειμάῤῥου ἐν ὁδῷ πίεται (: Ο Μεσσίας αγωνιζόμενος υπέρ του λαού Του θα πιει με απλότητα νερό από τον χείμαρρο στο δρόμο)» [Ψαλμ. 109, 7], για να καταδείξει την αυστηρότητα και τη λιτότητα της ζωής Του. Αυτό υποδεικνύει και εδώ ο ευαγγελιστής Ιωάννης· «ὁ οὖν Ἰησοῦς κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο οὕτως ἐπὶ τῇ πηγῇ· ὥρα ἦν ὡσεὶ ἕκτη. ἔρχεται γυνὴ ἐκ τῆς Σαμαρείας ἀντλῆσαι ὕδωρ. λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· δός μοι πιεῖν. οἱ γὰρ μαθηταὶ αὐτοῦ ἀπεληλύθεισαν εἰς τὴν πόλιν ἵνα τροφὰς ἀγοράσωσι (: Ο Ιησούς λοιπόν, κουρασμένος καθώς ήταν από την οδοιπορία, κάθισε με απλότητα κοντά στο πηγάδι. Και η ώρα ήταν έξι από την ανατολή του ηλίου, δηλαδή δώδεκα το μεσημέρι. Την ώρα εκείνη έρχεται μια γυναίκα από τη Σαμάρεια, να βγάλει νερό. Της είπε ο Ιησούς: ‘’Δώσε μου να πιω’’. Διότι οι μαθητές Του που θα φρόντιζαν να βγάλουν νερό από το πηγάδι, είχαν πάει στην πόλη για να αγοράσουν τροφές)» [Ιω. 4, 6-8].
Κοίταξε λοιπόν αυτούς ότι και στην προκειμένη περίπτωση ούτε φέρουν τίποτε μαζί τους, ούτε πάλι από το πρωί αμέσως φροντίζουν γι’ αυτό, επειδή δεν έχουν τροφές, αλλά κατά την ώρα κατά την οποία όλοι οι άνθρωποι γευματίζουν, αγοράζουν τρόφιμα. Εμείς όμως δεν κάνουμε το ίδιο. Αντίθετα, αμέσως μόλις θα σηκωθούμε από το κρεβάτι, πριν από τα άλλα, γι’ αυτά φροντίζουμε, φωνάζουμε τους μαγείρους και τους υπηρέτες και με μεγάλο ενδιαφέρον ασχολούμαστε με αυτά και ύστερα δευτερευόντως προσέχουμε τα άλλα και μάλιστα έτσι που προτάσσουμε τα βιοτικά από τα πνευματικά και όσα έπρεπε να έχουμε δευτερεύοντα αυτά τα τιμάμε ως αναγκαία. Γι’ αυτό και γίνονται τα πάντα άνω κάτω. Έπρεπε όμως να συμβαίνει το αντίθετο, δηλαδή αφού ασχοληθούμε ιδιαιτέρως με όλα τα πνευματικά θέματα, ύστερα από την εκπλήρωση αυτών, να ενδιαφερθούμε και για τα βιοτικά.
Επίσης, εδώ πρέπει να παρατηρηθεί όχι μόνο ο επίπονος τρόπος της ζωής του Κυρίου, αλλά και η έλλειψη κάθε μορφής υπερηφάνειας, από το γεγονός ότι όχι μόνο κοπίασε και κάθισε στον δρόμο, αλλά και από το ότι απέμεινε τελείως μόνος και οι μαθητές Του απήλθαν. Βέβαια υπήρχε η δυνατότητα, εάν ήθελε, ή να μην τους αποστείλει όλους, ή αφού έφυγαν εκείνοι, να έχει άλλους υπηρέτες. Όμως δεν το θέλησε αυτό· διότι έτσι είχε συνηθίσει τους μαθητές Του, να καταπνίγουν κάθε είδος εγωισμού. Και τι το σπουδαίο, ίσως πει κάποιος, εάν φέρονταν με μετριοφροσύνη αυτοί που ήσαν αλιείς και σκηνοποιοί; Ήσαν βέβαια αλιείς και σκηνοποιοί, αλλά απότομα ανέβηκαν σε αυτήν την κορυφή του ουρανού και έγιναν λαμπρότεροι από όλους τους βασιλείς, εφόσον αξιώθηκαν να γίνουν μαθητές και οικείοι του Κυρίου της οικουμένης και να γίνουν ακόλουθοι του Διδασκάλου, ο οποίος θαυμαζόταν από όλους. Εξάλλου γνωρίζετε καλά ότι όσοι προέρχονται από κατώτερη τάξη, αυτοί προπάντων όταν αποκτήσουν αξιώματα, παρασύρονται ευκολότερα προς την υπεροψία, επειδή προηγουμένως στερούνταν τόσης μεγάλης τιμής. Τους συγκρατούσε λοιπόν στην ταπεινοφροσύνη αυτή και τους δίδασκε με όλες τις πράξεις Του να είναι συνεσταλμένοι και σε καμία περίπτωση να μη χρειάζονται υπηρέτες.
«Ὁ οὖν Ἰησοῦς κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο οὕτως ἐπὶ τῇ πηγῇ (: Ο Ιησούς κουρασμένος καθώς ήταν από την οδοιπορία, κάθισε με απλότητα κοντά στο πηγάδι)» [Ιω. 4, 6], λέγει ο Ευαγγελιστής. Βλέπεις ότι κάθισε από την κούραση, από τη ζέστη και για να περιμένει τους μαθητές Του; Γνώριζε βέβαια τι θα συνέβαινε με τους Σαμαρείτες, αλλά δεν ήλθε γι’ αυτήν κυρίως την αιτία. Και μολονότι δεν είχε έλθει για την αιτία αυτή, δεν ήταν λόγος να εκδιώξει από κοντά Του τη γυναίκα που ήλθε στο πηγάδι, η οποία έδειχνε τόση φιλομάθεια. Διότι οι μεν Ιουδαίοι, και όταν ερχόταν κοντά τους ο Ιησούς, Τον εκδίωκαν, ενώ οι εθνικοί, και όταν κατευθυνόταν προς άλλους, Τον προσέλκυαν κοντά τους. Και οι μεν Ιουδαίοι Τον φθονούσαν, οι δε εθνικοί Τον πίστευαν. Οι μεν πρώτοι Τον μισούσαν, οι δε δεύτεροι Τον θαύμαζαν και Τον λάτρευαν.
Τι λοιπόν; Μήπως έπρεπε να καταφρονήσει τη σωτηρία τόσων ανθρώπων και να εγκαταλείψει την τόσο μεγάλη προθυμία τους; Αυτό όμως δεν ταίριαζε στη φιλανθρωπία του Ιησού. Για τον λόγο αυτό και τακτοποιεί τα πάντα με τη σοφία που Τον διέκρινε. Καθόταν λοιπόν για να αναπαύσει και να ξεκουράσει το σώμα Του κοντά στο πηγάδι. Ήταν μεσημέρι, πράγμα που δήλωσε και ο Ευαγγελιστής, όταν είπε «ὥρα ἦν ὡσεὶ ἕκτη (: η ώρα ήταν έξι από την ανατολή του ηλίου, δηλαδή δώδεκα το μεσημέρι) [Ιω. 4, 6]· «ἐκαθέζετο οὕτως ἐπὶ τῇ πηγῇ (: κάθισε έτσι κοντά στην πηγή)». Τι σημαίνει η λέξη «οὕτως»; Δεν καθόταν, λέγει, σε θρόνο ούτε σε προσκέφαλο, αλλά απλώς επάνω στο έδαφος όπως έτυχε.
«ἔρχεται γυνὴ ἐκ τῆς Σαμαρείας ἀντλῆσαι ὕδωρ (: Την ώρα εκείνη έρχεται μία γυναίκα από τη Σαμάρεια, για να βγάλει νερό)» [Ιω. 4, 7]. Πρόσεξε ότι και η γυναίκα για άλλο σκοπό βγήκε από την πόλη και αποστομώνει με αυτό την αναίσχυντη αντιλογία των Ιουδαίων, για να μην ισχυριστεί κανείς ότι όσα πράττει, αντιτίθενται στο πρόσταγμά Του, επειδή είχε προστάξει να μην εισέρχονται στην πόλη των Σαμαρειτών, ενώ ο ίδιος συνομιλεί με τους Σαμαρείτες. Γι’ αυτό είπε ο Ευαγγελιστής ότι «οι μαθητές Του είχαν πάει στην πόλη για να αγοράσουν τρόφιμα», ώστε να δώσει πολλές αιτίες για το ότι ο Ιησούς συνομίλησε με αυτήν.
Τι έκανε λοιπόν η γυναίκα; Όταν άκουσε: «Δώσε μου να πιω», πολύ φρόνιμα χρησιμοποιεί τον λόγο του Ιησού για να ρωτήσει και λέγει: «πῶς σὺ Ἰουδαῖος ὢν παρ᾿ ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς, οὔσης γυναικὸς Σαμαρείτιδος; οὐ γὰρ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις. (: «Πώς εσύ ενώ είσαι Ιουδαίος, ζητείς νερό να πιεις από εμένα, η οποία είμαι Σαμαρείτισσα; Και το λέω αυτό επειδή οι Ιουδαίοι αποστρέφονται τους Σαμαρείτες και δεν θέλουν να έχουν καμία επικοινωνία και σχέση με αυτούς.)». Και πώς αντιλήφθηκε ότι ήταν Ιουδαίος; Ίσως από τα ενδύματα και από τον τρόπο της ομιλίας Του. Εσύ όμως παρατήρησε πόσο οξυδερκής ήταν η γυναίκα· διότι αν έπρεπε να προφυλαχθεί κάποιος, αυτός ήταν ο Χριστός και όχι εκείνη. Πραγματικά δεν είπε ότι οι Σαμαρείτες δεν έρχονται σε σχέσεις με τους Ιουδαίους, αλλά ότι οι Ιουδαίοι δεν πλησιάζουν τους Σαμαρείτες. Και όμως η γυναίκα, αν και ήταν απαλλαγμένη από την ενοχή, επειδή νόμισε ότι ο συνομιλητής της έπιπτε σε αυτήν, δε σιώπησε, αλλά όπως νομίζει, διορθώνει εκείνο που δε γινόταν σύμφωνα με τον νόμο.
Πιθανό όμως κάποιος είναι να διατυπώσει την ακόλουθη απορία: «Πώς ο Χριστός ζήτησε να πιει νερό από αυτήν, ενώ το απαγόρευε ο Νόμος;» Εάν κάποιος απαντήσει ότι το έπραξε αυτό, επειδή γνώριζε ότι δε θα Του δώσει, τότε γι’ αυτό ακριβώς δεν έπρεπε να ζητήσει νερό. Τι μπορούμε λοιπόν να πούμε; Ότι Του ήταν αδιάφορο πλέον να εκπληρώνει παρόμοιες απαγορεύσεις του μωσαϊκού νόμου· διότι αυτός που κατευθύνει τους άλλους να τις καταργούν, πολύ περισσότερο θα τις παρέβλεπε ο ίδιος: «οὐ τὸ εἰσερχόμενον εἰς τὸ στόμα κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον, ἀλλὰ τὸ ἐκπορευόμενον ἐκ τοῦ στόματος τοῦτο κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον (: Δε μολύνει τον άνθρωπο αυτό που εισέρχεται στο στόμα, αλλά εκείνο που βγαίνει από το στόμα)» [Ματθ. 15, 11].
Εξάλλου, η συνομιλία του Ιησού με τη Σαμαρείτιδα δε θα ήταν μικρή κατηγορία κατά των Ιουδαίων, διότι εκείνοι μεν, αν και πολλές φορές προσκαλούνταν από τον Ιησού και με τους λόγους και με τις πράξεις, εντούτοις δεν Τον δέχονταν, ενώ αυτή πρόσεξε πώς προσελκύεται από μια απλή ερώτηση· διότι ο μεν Χριστός δεν είχε σχεδιάσει από προηγουμένως αυτήν τη συνάντηση, ούτε αυτήν την πορεία· όταν όμως Τον πλησίαζαν ορισμένοι άνθρωποι, δεν τους εμπόδιζε· διότι στους μαθητές Του έλεγε απλώς να μην εισέλθουν σε πόλη των Σαμαρειτών, όχι όμως και να τους απομακρύνουν, εάν εκείνοι ήθελαν να προσέλθουν από μόνοι τους· διότι αυτό δεν ταίριαζε καθόλου στη φιλανθρωπία Του.
Γι’ αυτόν τον λόγο απαντά στη γυναίκα και της λέγει: «εἰ ᾔδεις τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ, καὶ τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι, δός μοι πιεῖν, σὺ ἂν ᾔτησας αὐτόν, καὶ ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν (: εάν γνώριζες τη δωρεά, την οποία ο Θεός δίνει στους ανθρώπους και ποιος είναι Αυτός που σου λέγει ‘’δώσε μου να πιω’’, εσύ θα ζητούσες από Αυτόν και θα σου έδινε πηγαίο νερό, που δε στειρεύει ποτέ [δηλαδή τις ανεκτίμητες δωρεές του Αγίου Πνεύματος, που καθαρίζουν, δροσίζουν και ζωογονούν την ψυχή και την κάνουν να ανθίζει και να καρποφορεί τον πλούτο των αρετών και των καλών έργων, τους πολύτιμους και ευάρεστους στον Θεό πνευματικούς καρπούς])» [Ιω. 4, 10]. Κατά πρώτον αποδεικνύει ότι ήταν άξια να ακούσει και όχι να περιφρονηθεί και τότε αποκαλύπτει τον εαυτό Του· διότι πραγματικά επρόκειτο αμέσως, όταν θα μάθαινε Ποιος είναι, να υπακούσει και να προσέξει σε Αυτόν και τη διδασκαλία Του, πράγμα το οποίο δε θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς για τους Ιουδαίους· διότι αυτοί, όταν Τον γνώρισαν, δε ζήτησαν τίποτε, ούτε επιθύμησαν να μάθουν κάτι χρήσιμο, αλλά Τον ύβριζαν και Τον εδίωκαν.
Η γυναίκα όμως όταν άκουσε αυτά τα λόγια, πρόσεξε με πόση λεπτότητα αποκρίνεται: «Κύριε, οὔτε ἄντλημα ἔχεις, καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθύ· πόθεν οὖν ἔχεις τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν; (: Κύριε, ούτε υδροδοχείο έχεις να αντλήσεις νερό και το πηγάδι είναι βαθύ. Από πού λοιπόν έχεις το τρεχούμενο νερό;)». Προ ολίγου την απάλλαξε από την ταπεινή αντίληψη και από την ιδέα ότι είναι ένας από τους πολλούς συνηθισμένους ανθρώπους· διότι εδώ δεν Τον ονομάζει «Κύριο» τυχαία, αλλά Του αποδίδει μεγάλη τιμή· ότι βέβαια έλεγε αυτό για να Τον τιμήσει, φαίνεται από τη συνέχεια· δηλαδή δεν Τον περιέπαιξε, ούτε Τον διακωμώδησε, αλλά απλώς διατύπωσε την απορία της. Εάν όμως δεν αντιλήφθηκε αμέσως τα πάντα, μην παραξενεύεσαι, διότι ούτε και ο Νικόδημος το πέτυχε αυτό. Τι λέγει εκείνος λοιπόν; «πῶς δύναται ταῦτα γενέσθαι; (: πώς είναι δυνατόν να γίνουν αυτά;)» [Ιω. 3, 4]· και πάλι: «πῶς δύναται ἄνθρωπος γεννηθῆναι γέρων ὤν; μὴ δύναται εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητρὸς αὐτοῦ δεύτερον εἰσελθεῖν καὶ γεννηθῆναι; (: πώς είναι δυνατόν να γεννηθεί πάλι ο άνθρωπος, και μάλιστα όταν είναι γέροντας; Μήπως μπορεί να εισέλθει για δεύτερη φορά στην κοιλιά της μητέρας του και να γεννηθεί πάλι;)» [Ιω. 3, 4]. Αυτή όμως ρωτά με μεγαλύτερο σεβασμό: «Κύριε, ούτε δοχείο έχεις να αντλήσεις νερό και το πηγάδι είναι βαθύ. Από πού λοιπόν έχεις το τρεχούμενο νερό;». Άλλα βέβαια έλεγε σε αυτήν και άλλα καταλάβαινε εκείνη, ούτε άκουσε τίποτε περισσότερο από τις λέξεις, ούτε ήταν σε θέση ακόμη να αντιληφθεί κάτι το υψηλό, αν και μπορούσε, εάν έδιδε αυθάδη απάντηση, να πει: «Εάν είχες το τρεχούμενο νερό, δε θα ζητούσες από εμένα, αλλά θα έδινες στον εαυτό σου πρώτα. Τώρα όμως απλώς κομπάζεις.». Δεν είπε όμως τίποτε από αυτά, αλλά αποκρίνεται με μεγάλη λεπτότητα και στην αρχή και στη συνέχεια. Πραγματικά στην αρχή λέγει: «Πώς εσύ, ο οποίος είσαι Ιουδαίος, ζητείς να πιεις από εμένα;». Και δεν είπε, εφόσον μιλούσε με έναν εχθρό και αλλόφυλο: «Μακάρι να μη μου συμβεί ποτέ να προσφέρω νερό σε έναν άνθρωπο που είναι εχθρός μου και απεχθάνεται το έθνος μου». Όμως και στη συνέχεια, όταν Τον άκουσε να λέγει μεγάλα πράγματα, για τα οποία προπάντων εξαγριώνονται οι εχθροί, ούτε τον καταγέλασε ούτε τον διέσυρε, παρά τι λέγει; «Μήπως είσαι εσύ ανώτερος από τον πατέρα μας τον Ιακώβ, ο οποίος έδωσε σε μας το πηγάδι αυτό και έπινε απ΄αυτό ο ίδιος και τα παιδιά του και τα ζώα του;» [Ιω. 4, 12].
Βλέπεις με ποιον τρόπο εισάγει τον εαυτό της στην ιουδαϊκή οικογένεια; Ό,τι επίσης λέει έχει την ακόλουθη σημασία: «Εκείνος το νερό αυτό χρησιμοποιούσε και δεν είχε τίποτε περισσότερο να μας δώσει». Τα έλεγε αυτά για να δείξει ότι από την πρώτη απάντηση δέχθηκε μεγάλο και υψηλό νόημα· διότι το «ο ίδιος έπινε από αυτό και τα παιδιά του και τα ζώα του» δεν φαίνεται να υπαινίσσεται μεν τίποτε άλλο παρά ότι είχε μεν την έννοια του καλύτερου νερού, αλλά ούτε το εύρισκε ούτε το γνώριζε καλά. Και για να μιλήσω περισσότερο καθαρά, αυτό που θέλει να πει είναι το ακόλουθο: «Δεν μπορείς βέβαια να υποστηρίξεις ότι ο Ιακώβ έδωσε σε μας μεν αυτό το πηγάδι, ενώ αυτός χρησιμοποιούσε άλλο· διότι και ο ίδιος και τα παιδιά του από αυτό έπιναν. Και δε θα έπιναν, εάν βέβαια είχε άλλο καλύτερο πηγάδι. Από αυτό λοιπόν το πηγάδι ούτε εσύ θα μπορέσεις να δώσεις, ούτε είναι δυνατόν να έχεις άλλο καλύτερο, παρόλο που ομολογείς ότι είσαι ανώτερος από τον Ιακώβ. Από πού λοιπόν θα πάρεις το νερό, το οποίο υπόσχεσαι να μας δώσεις;».
Οι Ιουδαίοι, αντίθετα, δε συζητούσαν με τον Ιησού τόσο φιλικά, αν και τους έκανε λόγο για το ίδιο θέμα και τους ανέφερε το ύδωρ αυτό [βλ. Ιω. 7, 37-38 «Ἐν δὲ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδατος ζῶντος (: Κατά την τελευταία δε μεγάλη ημέρα της εορτής στάθηκε ο Ιησούς και με ισχυρή φωνή είπε:’’εάν κανείς διψά πνευματικά και αιώνια αγαθά, λύτρωση, ειρήνη και χαρά, ας έλθει κοντά μου και ας πίνει την αλήθεια που προσφέρω, για να ικανοποιηθούν έτσι οι πλέον βαθείς και ευγενείς πόθοι του. Εκείνος που πιστεύει σε μένα, όπως είπε και η Γραφή, θα γίνει αστείρευτη πνευματική πηγή· και από την καρδιά του θα αναβλύζουν και θα τρέχουν ποταμοί από ολόδροσο τρεχούμενο νερό)»]. Επίσης όταν μίλησε για τον Αβραάμ, επιχείρησαν να Τον λιθοβολήσουν [βλ. Ιω. 8, 56-59 : «Ἀβραὰμ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἠγαλλιάσατο ἵνα ἴδῃ τὴν ἡμέραν τὴν ἐμήν, καὶ εἶδε καὶ ἐχάρη. εἶπον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι πρὸς αὐτόν· πεντήκοντα ἔτη οὔπω ἔχεις καὶ Ἀβραὰμ ἑώρακας; εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, πρὶν Ἀβραὰμ γενέσθαι ἐγώ εἰμι. ἦραν οὖν λίθους ἵνα βάλωσιν ἐπ᾿ αὐτόν. Ἰησοῦς δὲ ἐκρύβη, καὶ ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ διελθὼν διὰ μέσου αὐτῶν, καὶ παρῆγεν οὕτως (: Ο Αβραάμ, ο πατέρας σας, γεμάτος αγαλλίαση και χαρά πόθησε να δει την ημέρα της ενανθρωπήσεώς μου και την είδε και χάρηκε. Του είπαν τότε οι Ιουδαίοι: ‘’Δεν είσαι ακόμη ούτε πενήντα χρονών και είδες τον Αβραάμ, που έζησε εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια;’’. Τους είπε τότε ο Ιησούς: ‘’σας διαβεβαιώνω ότι πριν ο Αβραάμ λάβει ύπαρξη, εγώ υπάρχω’’. Αγανακτισμένοι τότε οι Ιουδαίοι πήραν λίθους, για να ρίξουν εναντίον Του. Ο δε Ιησούς χάθηκε από τα μάτια τους και βγήκε από τις αυλές του ναού, περπατώντας διαμέσου αυτών απαρατήρητος. Και βάδιζε έτσι, χωρίς να Τον βλέπουν)».
Η γυναίκα όμως αυτή δε συμπεριφέρεται με τον ίδιο τρόπο προς τον Ιησού, αλλά με μεγάλη λεπτότητα μέσα στη ζέστη και την ώρα του μεσημεριού λέγει και ακούει τα πάντα με πολλή προθυμία, χωρίς να σκέπτεται κάτι παρόμοιο, όπως ήταν φυσικό να πουν οι Ιουδαίοι, αν άκουγαν αυτά τα λόγια από τον Ιησού· δηλαδή «μαίνεται και τα έχει χαμένα αυτός, ο οποίος με κρατάει εδώ στην πηγή και το πηγάδι και δεν μου δίνει τίποτε παρά μόνον καυχάται με τα λόγια». Αντίθετα, κάνει υπομονή και παραμένει εκεί μέχρις ότου βρει εκείνο που ζητεί.
Εάν όμως η Σαμαρείτισσα γυναίκα δείχνει τόση προθυμία για να μάθει κάτι χρήσιμο και παραμένει πλησίον του Χριστού, αν και δεν Τον γνώριζε, ποια συγχώρεση θα έχουμε εμείς, οι οποίοι, αν και Τον γνωρίζουμε καλά και δεν είμαστε ούτε κοντά στο πηγάδι ούτε στην ερημιά, ούτε είναι μεσημέρι, ούτε μας καίει ο ήλιος, αλλά είναι πρωί και βρισκόμαστε κάτω από μία τόσο ωραία στέγη και απολαμβάνουμε τη σκιά και τη δροσιά, δεν έχουμε την υπομονή να ακούσουμε κάτι από τα λεγόμενα, αλλά μας κοιμίζει η αδιαφορία; Εκείνη όμως δε μοιάζει με μας, αλλά τόσο συνεπαίρνεται από τα λόγια του Ιησού, ώστε να προσκαλεί και άλλους. Οι Ιουδαίοι όχι μόνο δεν προσκαλούσαν άλλους, αλλά και εκείνους που ήθελαν να πλησιάσουν τον Ιησού, τους εμπόδιζαν και τους το απαγόρευαν. Γι’ αυτό και έλεγαν: «μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων; ἀλλ᾿ ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί εἰσι! (: Μήπως πίστεψε σε Αυτόν κανένας από τους άρχοντες ή από τους Φαρισαίους; Κανένας δεν πίστεψε, διότι αυτοί μόνοι γνωρίζουν την αλήθεια και έχουν ορθή κρίση. Αλλά πίστεψε αυτός ο αγράμματος όχλος, που δε γνωρίζει τον νόμο και γι’ αυτό είναι καταραμένοι!)» [Ιω. 7, 48-49].
Ας μιμηθούμε λοιπόν τη Σαμαρείτιδα, ας διαλεχθούμε με τον Χριστό, διότι και σήμερα βρίσκεται ανάμεσά μας και μας ομιλεί με τους προφήτες και τους μαθητές Του. Ας Τον ακούσουμε και ας πιστέψουμε. Μέχρι πότε θα ζούμε άσκοπα και μάταια; Διότι όταν δεν πράττουμε ό, τι αρέσει στον Θεό, είναι σαν να ζούμε άσκοπα. Μάλλον όμως δε ζούμε μόνο άσκοπα, αλλά ζούμε και για το κακό. Διότι όταν δαπανήσουμε τον καιρό που μας δόθηκε όχι όπως πρέπει, θα πεθάνουμε και θα υποστούμε την αυστηρότερη τιμωρία για την άσκοπο αυτή δαπάνη του χρόνου μας επάνω στη γη. Διότι δε θα δώσει βέβαια λόγο στον πιστωτή του μόνο εκείνος που πήρε χρήματα για να εμπορευθεί και τα κατέφαγε, ενώ εκείνος που σπατάλησε μία τόσο επίγεια μακρά ζωή χωρίς να μεριμνά καθόλου για την αιώνια ζωή κοντά στον Δημιουργό του, θα μείνει ατιμώρητος.
Ο Θεός δεν μας έφερε στην παρούσα ζωή και δεν μας έδωσε ψυχή για να τα χρησιμοποιήσουμε μόνο στη γη, αλλά για να πράττουμε τα πάντα αποβλέποντας προς τη μέλλουσα ζωή. Διότι τα άλογα ζώα είναι χρήσιμα μόνο στον επίγειο βίο, ενώ εμείς για τον λόγο αυτό έχουμε αθάνατη ψυχή, ώστε να ετοιμάζουμε τα πάντα για την προετοιμασία εκείνης της ουράνιας ζωής. Πραγματικά, εάν μας ρωτήσει κάποιος για την αναγκαιότητα των αλόγων, των όνων και των βοδιών και των άλλων παρόμοιων οικιακών ζώων, δε θα πούμε καμία άλλη ότι έχουν παρά ότι μας εξυπηρετούν στην παρούσα ζωή. Για εμάς όμως δεν είναι δυνατόν να πούμε το ίδιο, αλλά ότι η ανώτερη κατάσταση είναι η μετά την εδώ αποδημία μας και ότι πρέπει να πράττουμε τα πάντα, ώστε να λάμψουμε εκεί, ώστε να συμπεριληφθούμε στον χορό των αγγέλων και να στεκόμαστε συνεχώς πλησίον του Κυρίου στους απέραντους αιώνες. Διότι για τον λόγο αυτό πλάσθηκε αθάνατη η ψυχή και το σώμα θα καταστεί αθάνατο, για να απολαύσουμε τα ατελεύτητα αγαθά. Αν όμως παραμένεις προσκολλημένος στη γη, ενώ σου προσφέρονται οι ουρανοί, συλλογίσου πόσο μεγάλη προσβολή γίνεται σε Εκείνον που τα προσφέρει· διότι Εκείνος σου προτείνει τα ουράνια, ενώ εσύ δε δίνεις μεγάλη σημασία σε αυτά και τα ανταλλάσσεις με τη γη. Για τον λόγο αυτό και απείλησε με τη γέεννα, επειδή καταφρονούνταν, για να μάθεις από πόσα αγαθά αποστερείς τον εαυτό σου. Μακάρι όμως να μη συμβεί να γνωρίσουμε την κόλαση εκείνη, αλλά να φανούμε ευάρεστοι στον Χριστό και να αποκτήσουμε τα ουράνια αγαθά με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, μαζί με τον οποίο στον Πατέρα ανήκει η δόξα και στο Άγιο Πνεύμα συγχρόνως στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
***
(Υπομνηματισμός των χωρίων Ιω. 4, 13-20]
(Ομιλία ΛΒ΄από το Υπόμνημα του Ιερού Χρυσοστόμου στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο)
«ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν· ὃς δι᾿ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον (: Απάντησε ο Ιησούς και της είπε:’’ Καθένας που πίνει από το νερό αυτό, θα διψάσει πάλι. Εκείνος όμως που θα πιει από το νερό, το οποίο εγώ θα του δώσω, δε θα διψάσει ποτέ, αλλά το νερό που εγώ θα του δώσω, θα μεταβληθεί μέσα του σε αστείρευτη πηγή πνευματικού ύδατος, που θα αναβλύζει πάντοτε και θα του χαρίζει αιώνια ζωή’’)» [Ιω. δ’, 13-14].
Τη χάρη του Αγίου Πνεύματος η Αγία Γραφή άλλοτε μεν την ονομάζει «πῦρ», και άλλοτε «ὕδωρ», επειδή θέλει να δείξει ότι τα ονόματα αυτά δεν αντιπροσωπεύουν την ουσία, αλλά την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Διότι το Άγιο Πνεύμα δεν αποτελείται από διάφορες ουσίες, επειδή είναι αόρατο και μονοειδές. Το ένα όνομα το δίνει ο Ιωάννης ο Βαπτιστής όταν λέγει: «αὐτὸς ὑμᾶς βαπτίσει ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καὶ πυρί (: Αυτός θα σας βαπτίσει με Πνεύμα Άγιο και με το πυρ της χάριτος (που κατακαίει την αμαρτία, καθαρίζει και ζωογονεί την ψυχή)» [Ματθ. 3, 11], ενώ το άλλο το δίδει ο Χριστός: «ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδατος ζῶντος. τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν (: Εκείνος που πιστεύει σε εμένα, όπως είπε και η Γραφή, θα γίνει αστείρευτη πνευματική πηγή· και από την καρδιά του θα αναβλύζουν και θα τρέχουν ποταμοί από ολόδροσο τρεχούμενο νερό. Αυτό το είπε ο Κύριος για το Άγιο Πνεύμα, το οποίο έμελλαν να λάβουν όσοι θα πίστευαν σε Αυτόν, διότι η χάρις του Αγίου Πνεύματος, που αναγεννά και σώζει, δεν είχε ακόμη δοθεί σε κανένα, επειδή ο Ιησούς δεν είχε ακόμη δοξασθεί με τη μεγάλη θυσία και με την ένδοξη ανάληψή Του)» [Ιω. 7, 38-39].
Έτσι συνομιλώντας με τη Σαμαρείτιδα ονομάζει το Άγιο Πνεύμα «ὕδωρ»: «ὃς δι᾿ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα (: Εκείνος που θα πιει από το νερό, το οποίο εγώ θα του δώσω, δε θα διψάσει ποτέ)». Και αποκαλεί το Άγιο Πνεύμα έτσι, διότι με τη λέξη «πῦρ» υπαινίσσεται τη δύναμη και τη θερμότητα της χάριτος ενώ με τη λέξη «ὕδωρ» θέλει να δείξει τον καθαρμό που γίνεται από Αυτό και τη μεγάλη αναψυχή που παρέχει στις ψυχές που το δέχονται. Και δικαιολογημένα. Διότι ως ένα παράδεισο στολισμένο με κάθε είδους καρποφόρα και αειθαλή δέντρα, έτσι κάνει την πρόθυμη ψυχή και δεν την αφήνει να αισθανθεί ούτε λύπη, ούτε σατανική επιβουλή, διότι κατασβήνει εύκολα όλα τα φλογισμένα βέλη του πονηρού.
Εσύ όμως πρόσεξε τη σοφία του Χριστού με πόσο ήρεμο τρόπο προκαλεί την προσοχή και ανυψώνει πνευματικά τη γυναίκα αυτή. Δεν της είπε δηλαδή από την αρχή: «Εάν γνώριζες ποιος είναι εκείνος που σου λέγει, ‘’ Δώσε μου να πιω’’», αλλά όταν αυτή του έδωσε αφορμή με το να Τον αποκαλέσει Ιουδαίο, και Τον κατηγόρησε έτσι επειδή οι Σαμαρείτες αντιπαθούσαν τους Ιουδαίους, τότε για να αποκρούσει την κατηγορία, της είπε αυτά. Αφού είπε λοιπόν «εάν γνώριζες ποιος είναι εκείνος που σου λέγει’’ δώσε μου να πιω’’» και την ανάγκασε με τις μεγάλες επαγγελίες να θυμηθεί τον πατριάρχη Ιακώβ, έδωσε έτσι στη γυναίκα τη δυνατότητα να δει καλύτερα. Έπειτα, όταν εκείνη ανταπάντησε: «μὴ σὺ μείζων εἶ τοῦ πατρὸς ἡμῶν Ἰακώβ, ὃς ἔδωκεν ἡμῖν τὸ φρέαρ, καὶ αὐτὸς ἐξ αὐτοῦ ἔπιε καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ τὰ θρέμματα αὐτοῦ; (: Μήπως εσύ είσαι ανώτερος από τον πατέρα μας τον Ιακώβ, ο οποίος έδωσε το πηγάδι σε εμάς, και από το νερό του οποίου έπινε και αυτός και τα παιδιά του και όλα τα ζώα που έβοσκε;)» [Ιω. 4, 12], δεν της έδωσε την απάντηση: «Ναι, είμαι ανώτερος», διότι θα έδινε την εντύπωση ότι κομπάζει μόνο, αφού δεν υπήρχε η ανάλογη απόδειξη. Με όσα λέγει όμως αυτήν την απόδειξη προετοιμάζει. Πραγματικά δεν της είπε απλώς,’’θα σου δώσω νερό’’, αλλά προηγουμένως εξάλειψε την ιδέα της γυναικός για τον Ιακώβ και ύστερα εξυψώνει το δικό Του ύδωρ, επιθυμώντας να αποδείξει τη διαφορά των προσώπων που πρόσφεραν από τη διαφορά εκείνων που προσφέρονταν και την υπεροχή Του έναντι του πατριάρχου. «Εάν θαυμάζεις», λέγει, «τον Ιακώβ, επειδή σου έδωσε αυτό το νερό, τι θα πεις εάν σου δώσω εγώ πολύ ανώτερο; Άλλωστε πρόφτασες και παραδέχτηκες ότι είμαι ανώτερος από τον Ιακώβ όταν προέβαλες ως αντίρρηση και είπες ‘’Μήπως είσαι εσύ ανώτερος από τον Ιακώβ;’’», επειδή σου υποσχέθηκα ότι θα σου δώσω καλύτερο νερό. Αν λοιπόν λάβεις αυτό το νερό, θα ομολογήσεις παντοιοτρόπως ότι εγώ είμαι ανώτερος.
Βλέπεις την ακέραιη και αμερόληπτη κρίση της γυναικός, η οποία από τα ίδια τα πράγματα και τα γεγονότα αποκρυσταλλώνει την άποψή της και για τον Πατριάρχη και για τον Χριστό; Οι Ιουδαίοι όμως δεν έκριναν με τον τρόπο αυτόν, αλλά και όταν έβλεπαν τον Ιησού να εκδιώκει τους δαίμονες από τους ανθρώπους, όχι μόνο δεν Τον παραδέχονταν ως ανώτερο από τον πατριάρχη αλλά Τον ονόμαζαν και δαιμονισμένο. Η γυναίκα όμως δε σκέπτεται όπως αυτοί, αλλά από εκεί παίρνει την απόφαση, από όπου θέλει και ο Χριστός, δηλαδή από την απόδειξη των ίδιων των έργων. Διότι και ο ίδιος ο Ιησούς με τον τρόπο αυτό δικάζει και κρίνει, όταν λέγει «εἰ οὐ ποιῶ τὰ ἔργα τοῦ πατρός μου, μὴ πιστεύετέ μοι· εἰ δὲ ποιῶ, κἂν ἐμοὶ μὴ πιστεύητε, τοῖς ἔργοις πιστεύσατε, ἵνα γνῶτε καὶ πιστεύσητε ὅτι ἐν ἐμοὶ ὁ πατὴρ κἀγὼ ἐν αὐτῷ (: Εάν δεν εκτελώ τα υπερφυσικά έργα, τα οποία είναι έργα του Πατρός μου, τότε μην πιστεύετε σε εμένα. Εφόσον όμως τα εκτελώ, και εάν δεν πιστεύετε σε εμένα, πιστέψτε όμως στα έργα και τότε θα εννοήσετε καλά και θα πιστέψετε σε εμένα και θα βεβαιωθείτε ότι εγώ ζω και υπάρχω εν τω Πατρί, όπως και ο Πατήρ ζει και υπάρχει εν εμοί» [Ιω, 10, 37-38]. Έτσι και η γυναίκα οδηγείται προς την πίστη.
Γι’ αυτό και όταν άκουσε ο Ιησούς την ερώτησή της: ‘’Μήπως είσαι εσύ ανώτερος από τον πατέρα μας τον Ιακώβ;’’ Άφησε τη συζήτηση για τον Ιακώβ και κάνει λόγο για το νερό και λέγει‘’ Καθένας που πίνει από το νερό αυτό, θα διψάσει πάλι» και έτσι κάνει τη σύγκριση στηριζόμενος όχι στην κατηγορία, αλλά στην υπεροχή. Δε λέει δηλαδή ότι το νερό αυτό δεν αξίζει, ούτε ότι είναι ευτελές και ασήμαντο, αλλά εκείνο επικαλείται, το οποίο και η φύση μαρτυρεί: ‘’Καθένας που πίνει από το νερό αυτό, θα διψάσει πάλι. Εκείνος όμως που θα πιει από το νερό, το οποίο θα του δώσω εγώ, δε θα διψάσει ποτέ στον αιώνα’’.
Άκουσε βέβαια προηγουμένως η γυναίκα για το «ὕδωρ τό ζῶν», όμως δεν αντιλήφθηκε τη σημασία του. Πραγματικά επειδή «ὕδωρ ζῶν» ονομάζεται και το νερό που τρέχει συνέχεια και εκείνο που αναβλύζει χωρίς καμία διακοπή και δε στερεύουν καθόλου οι κρουνοί, νόμισε η γυναίκα ότι για το συγκεκριμένο νερό της έλεγε ο Ιησούς. Για τον λόγο αυτόν λοιπόν, για να καταστήσει περισσότερο σαφές το λεγόμενο, κάνει τη σύγκριση με βάση την υπεροχή και προσθέτει : «Εκείνος που θα πιει από το νερό, το οποίο θα του δώσω εγώ, δε θα διψάσει ποτέ στον αιώνα». Με τα λόγια αυτά, όπως είπα, αποδείκνυε την υπεροχή τη δική Του, αλλά και με όσα είπε στη συνέχεια· διότι το υλικό νερό δεν έχει τίποτε από αυτά που είπε. Και ποια είναι αυτά; «Θα μεταβληθεί μέσα σε όποιον το λάβει αυτό το νερό που θα του δώσει ο Ιησούς, σε μια εσωτερική πηγή ύδατος, που θα αναβλύζει και θα του παρέχει ζωή αιώνια». Όπως ακριβώς εκείνος που έχει μέσα του μια πηγή, δε θα διψάσει ποτέ, κατά όμοιο τρόπο και όποιος έχει το νερό αυτό του Ιησού.
Και η γυναίκα πίστεψε αμέσως, αποδειχθείσα πολύ πιο συνετή από τον Νικόδημο, και όχι μόνο πιο συνετή αλλά και πιο ανδρεία· διότι ο Νικόδημος, αν και άκουγε πολλές παρόμοιες διδασκαλίες, ούτε κάλεσε κανένα άλλο σε αυτές, ούτε ο ίδιος είχε το θάρρος να τις διακηρύξει, ενώ αυτή κάνει έργο αποστολικό και αναγγέλλει την ευχάριστη αγγελία προς όλους και προσκαλεί τους πάντες πλησίον του Ιησού και ακόμη προσελκύει τους κατοίκους μιας ολόκληρης πόλης προς Αυτόν. Και εκείνος μεν, όταν άκουσε τους λόγους του Κυρίου, έλεγε: «Πώς είναι δυνατόν να γίνουν αυτά;» [Ιω. 3, 9] και όταν ο Χριστός έφερε το σαφές παράδειγμα του ανέμου, δεν μπόρεσε ούτε και έτσι να καταλάβει τα λεγόμενα, η γυναίκα όμως δε συμπεριφέρθηκε με τον ίδιο τρόπο. Στην αρχή είχε μεν απορίες, έπειτα όμως δεν αποδέχθηκε υπό όρους τον λόγο, αλλά έλαβε σταθερή απόφαση και βιάζεται να λάβει αμέσως το νερό αυτό· διότι, όταν είπε ο Χριστός «ὃς δι᾿ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον. (: Εκείνος που θα πιει από το νερό αυτό, το οποίο εγώ θα του δώσω, δε θα διψάσει ποτέ, αλλά το νερό που εγώ θα του δώσω, θα μεταβληθεί μέσα του σε αστείρευτη πηγή πνευματικού ύδατος, που θα αναβλύζει πάντοτε και θα του χαρίζει αιώνια ζωή)», αμέσως λέγει η γυναίκα: «Κύριε, δός μοι τοῦτο τὸ ὕδωρ, ἵνα μὴ διψῶ μηδὲ ἔρχωμαι ἐνθάδε ἀντλεῖν (: Κύριε, δώσε μου αυτό το νερό, για να μη διψώ και να μην έρχομαι εδώ να βγάζω νερό)» [Ιω. 4, 15].
Βλέπεις με ποιο τρόπο ολίγον κατ’ ολίγον ανάγεται στο ύψος των δογμάτων η Σαμαρείτιδα; Κατά πρώτον νόμισε ότι ο Ιησούς είναι κάποιος Ιουδαίος που παραβαίνει τον νόμο. Έπειτα, όταν ο Κύριος απέκρουσε την κατηγορία αυτή, διότι το πρόσωπο, το οποίο επρόκειτο να την κατηχήσει σε τόσο υψηλές αλήθειες, δεν έπρεπε να γεννά υποψίες, επειδή άκουσε «ὕδωρ ζῶν» νόμισε ότι ομιλεί για το υλικό νερό. Στη συνέχεια αντιλήφθηκε ότι γινόταν λόγος για πνευματικά πράγματα και πίστεψε ότι το νερό αυτό έχει τη δύναμη να αφαιρέσει την αδυναμία της δίψας, δε γνώριζε όμως ακόμη τι ήταν αυτό, αλλά βρισκόταν σε απορία, έχοντας τη γνώμη ότι είναι ανώτερο από τα αισθητά, χωρίς να έχει σαφή γνώση του πράγματος.
Στο σημείο αυτό που είδε καθαρότερα, χωρίς όμως να αντιληφθεί τα πάντα («δώσε μου», λέγει, «το νερό αυτό, για να μη διψώ και για να μην έρχομαι εδώ και βγάζω νερό από το πηγάδι»), προτίμησε επί του παρόντος τον Κύριο από τον Ιακώβ. «Δε χρειάζομαι βέβαια αυτό το πηγάδι, εάν θα πάρω από εσένα το νερό εκείνο». Προσέχεις ότι βάζει τον Κύριο σε ανώτερη μοίρα από τον Πατριάρχη; Αυτό είναι χαρακτηριστικό της ευσεβούς ψυχής. Έδειξε πόση μεγάλη πίστη είχε στον Ιακώβ. Γνώρισε τον ανώτερο και δεν την εμπόδισε η προηγούμενή της γνώμη. Δεν ήταν εύπιστη η Σαμαρείτιδα (διότι δεν αποδέχτηκε αβασάνιστα και χωρίς κριτική επεξεργασία τα λόγια του Χριστού, αυτή που με τόση μεγάλη ακρίβεια τα εξέτασε), ούτε πάλι ήταν απειθής και εριστική. Και αυτό το απέδειξε από την παράκληση που έκανε. Βέβαια και στους Ιουδαίους είπε κάποτε ο Κύριος: «ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς· ὁ ἐρχόμενος πρός με οὐ μὴ πεινάσῃ, καὶ ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ διψήσῃ πώποτε (: “εγώ είμαι ο άρτος της ζωής (εγώ με την μετάληψη του σώματος και του αίματός μου, αλλά και με τη διδασκαλία μου και την χάρη του Αγίου Πνεύματος μεταδίδω την πραγματική και αιώνια ζωή). Εκείνος που έρχεται κοντά μου, ποτέ δεν θα πεινάσει πνευματικώς και εκείνος που πιστεύει σε εμένα, ποτέ δεν θα διψάσει)» [Ιω. 6, 35], αλλά όχι μόνο δεν πίστεψαν αλλά σκανδαλίστηκαν κιόλας. Η γυναίκα όμως δεν έπαθε κάτι παρόμοιο, αλλά παραμένει κοντά στον Ιησού και ζητεί το νερό αυτό. Στους Ιουδαίους λοιπόν έλεγε: «Εκείνος που πιστεύει σε εμένα, δε θα διψάσει ποτέ», στη γυναίκα όμως δεν ομιλεί με τον ίδιο τρόπο, αλλά κάπως περισσότερο αισθητά: «Εκείνος που θα πιει από το νερό αυτό, δε θα διψάσει». Οι λόγοι αυτοί ήταν επαγγελία πνευματικών πραγμάτων και όχι αισθητών.
Για τον λόγο αυτόν, αφού ανύψωσε τον νου της με τις υποσχέσεις, χρησιμοποιεί ακόμη ο Κύριος λέξεις με αισθητό περιεχόμενο, επειδή δεν μπορούσε ακόμη η γυναίκα να ξεχωρίσει την ακρίβεια των πνευματικών πραγμάτων· διότι εάν της έλεγε ότι, εάν πιστέψεις σε εμένα δε θα διψάσεις, δε θα αντιλαμβανόταν το λεγόμενο, επειδή δε γνώριζε ούτε Ποιος ήταν αυτός που της μιλούσε, ούτε για ποιου είδους δίψα έλεγε. Γιατί όμως δεν έκανε το ίδιο και στους Ιουδαίους; Διότι εκείνοι είχαν δει πολλά θαύματα, ενώ αυτή δεν είδε κανένα θαύμα παρά πρώτα άκουσε τα λόγια.
Γι’ αυτό λοιπόν αποκαλύπτει τη δύναμή Του ο Ιησούς με την προφητεία Του και δεν κάνει κατευθείαν τον έλεγχο, αλλά λέγει: «ὕπαγε φώνησον τὸν ἄνδρα σου καὶ ἐλθὲ ἐνθάδε (: Πήγαινε, φώναξε τον άντρα σου και έλα εδώ)» [Ιω. 4, 16]. Και εκείνη λέγει: «οὐκ ἔχω ἄνδρα (: Δεν έχω άντρα)». Και λέγει προς αυτήν ο Ιησούς: «καλῶς εἶπας ὅτι ἄνδρα οὐκ ἔχω· πέντε γὰρ ἄνδρας ἔσχες, καὶ νῦν ὃν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνήρ· τοῦτο ἀληθὲς εἴρηκας (: Καλά είπες ότι δεν έχεις άντρα· διότι πέντε άντρες είχες τον ένα κατόπιν του άλλου και τώρα αυτόν που έχεις δεν είναι νόμιμος σύζυγός σου· σε αυτό είπες αλήθεια)» [Ιω. 4, 18].
Απαντά προς Αυτόν η γυναίκα: «Κύριε, θεωρῶ ὅτι προφήτης εἶ σύ (: Κύριε, από όσα μου φανέρωσες, βλέπω ότι εσύ είσαι προφήτης)». Ω, πόσο μεγάλη είναι η φιλοσοφία της γυναικός… Με πόση πραότητα δέχεται τον έλεγχο… «Και πώς να μην τον δεχόταν;», θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος. Για ποιον λόγο; Πες μου, σε παρακαλώ, μήπως δεν έλεγξε πολλές φορές και τους Ιουδαίους και μάλιστα αυστηρότερα; Διότι δεν είναι το ίδιο να αποκαλύπτει κανείς τα απόκρυφα της ψυχής και της διανοίας και το να κάνει φανερό κάτι που γίνεται κρυφά. Διότι το πρώτο μεν είναι του Θεού μόνο και κανένας άλλος δε γνωρίζει, παρά μόνον Εκείνος που τα έχει στην ψυχή και στη σκέψη του, ενώ το δεύτερο το γνωρίζουν όλοι όσοι παίρνουν μέρος στη διάπραξη αυτού. Όταν όμως οι Ιουδαίοι ελέγχθηκαν από τον Ιησού δε δέχτηκαν με πραότητα τον έλεγχο, αλλά όταν τους είπε «οὐ Μωϋσῆς δέδωκεν ὑμῖν τὸν νόμον; καὶ οὐδεὶς ἐξ ὑμῶν ποιεῖ τὸν νόμον. τί με ζητεῖτε ἀποκτεῖναι; (:Ο Μωυσής δεν έδωσε σε σας τον νόμο; Και όμως, κανείς από εσάς δε φυλάσσει τον νόμο. Διότι εάν τηρείτε τον νόμο, τότε γιατί ζητείτε να με φονεύσετε, αφού ο νόμος ρητά απαγορεύει τον φόνο;)» [Ιω. 7, 19], όχι μόνο δεν εκδηλώνουν θαυμασμό, όπως η γυναίκα, αλλά Τον λοιδορούν και Τον υβρίζουν. Και εκείνοι βέβαια και από άλλα θαύματα είχαν την απόδειξη της δυνάμεως του Ιησού, ενώ αυτή μόνο αυτό είχε ακούσει, και όμως όχι μόνο δε θαύμασαν αλλά και Τον ύβρισαν λέγοντάς Του: «δαιμόνιον ἔχεις· τίς σε ζητεῖ ἀποκτεῖναι; (: Έχεις δαιμόνιο που σου σκοτίζει τον νου. Ποιος ζητεί να σε φονεύσει;)» [Ιω. 7, 20].
Η γυναίκα όμως όχι μόνο δεν Τον υβρίζει, αλλά και θαυμάζει και δοκιμάζει κατάπληξη και Τον θεωρεί ως προφήτη· αν και ο έλεγχος αυτός προσέβαλε περισσότερο τη γυναίκα, παρά εκείνος τους Ιουδαίους. Διότι αυτός ο έλεγχος προς τη Σαμαρείτιδα αποκάλυψε προσωπικό αμάρτημα, ενώ εκείνος ένα κοινό για όλους τους. Και είναι γεγονός ότι δε θιγόμαστε τόσο για τα κοινά αμαρτήματα, όσο για τα προσωπικά. Και εκείνοι μεν θεωρούσαν ότι θα έκαναν κάποιο μεγάλο κατόρθωμα, εάν θα φόνευαν τον Ιησού, ενώ το αμάρτημα της γυναίκας εθεωρείτο από όλους ως κακό. Και όμως δε στενοχωρήθηκε η γυναίκα, αλλά ένιωσε κατάπληξη και θαυμασμό.
Και στον Ναθαναήλ το ίδιο ακριβώς έκανε ο Ιησούς· διότι δεν προφήτευσε προηγουμένως, ούτε του είπε «ὄντα ὑπὸ τὴν συκῆν εἶδόν σε (: σε είδα κάτω από τη συκιά)», αλλά όταν εκείνος Τον ρώτησε «πόθεν με γινώσκεις; (: από πού με γνωρίζεις;)» [Ιω. 1, 49], τότε του πρόσθεσε την προφητεία. Ήθελε δηλαδή ο Ιησούς να παίρνει αφορμή και για τις προφητείες και για τα θαύματα από αυτούς που έρχονταν κοντά Του, ώστε και να δέχονται ευκολότερα αυτά που συνέβαιναν και ο Ίδιος να είναι απαλλαγμένος από την υποψία της κενοδοξίας. Το ίδιο λοιπόν κάνει και στην προκειμένη περίπτωση. Διότι το να ελέγξει προηγουμένως τη γυναίκα λέγοντάς της ότι δεν έχει άντρα, θα φαινόταν βαρύ και περιττό. Ενώ το γεγονός ότι πήρε αφορμή από την ίδια, διορθώνει όλα αυτά και φαίνεται πολύ φυσικό και καθιστά πραότερη τη γυναίκα.
Και ποια συνέπεια υπάρχει στη συζήτηση, θα μπορούσε να απορήσει κάποιος, με το να πει ο Ιησούς «Πήγαινε και φώναξε τον άντρα σου»; Ο λόγος αναφερόταν στην πνευματική δωρεά και χάρη, που υπερέβαινε την ανθρώπινη φύση. Επέμενε η γυναίκα και ήθελε να λάβει τη δωρεά και ο Ιησούς της λέγει «Φώναξε τον άντρα σου», δείχνοντάς της κατά κάποιον τρόπο ότι έπρεπε και αυτός να συμμετάσχει σε αυτά. Εκείνη λοιπόν βιάζεται να λάβει τη δωρεά και με την ιδέα ότι αποκρύπτει το αισχρό του πράγματος, επειδή νόμιζε ότι συζητεί με άνθρωπο, λέγει «δεν έχω άντρα». Όταν άκουσε αυτό ο Ιησούς, τότε στην κατάλληλη στιγμή κάνει τον έλεγχο και εκθέτει και τα δύο με ακρίβεια. Δηλαδή και τους προηγούμενους άντρες αρίθμησε όλους και αυτόν που εκείνη την περίοδο είχε ως σύντροφο και τον έκρυβε, της τον αποκάλυψε.
Τι έκανε λοιπόν η γυναίκα; Δε στενοχωρήθηκε, ούτε Τον άφησε και έφυγε, ούτε εξέλαβε το πράγμα ως προσβολή, αλλά Τον θαυμάζει περισσότερο και επιμένει ακόμη. Διότι «Κύριε, θεωρῶ ὅτι προφήτης εἶ σύ (: Κύριε, από όσα μου φανέρωσες, οδηγούμαι στον στοχασμό ότι είσαι προφήτης)», λέγει. Και πρόσεξε τη σύνεσή της. Δεν κατέληξε αμέσως στο συμπέρασμα αυτό, αλλά ακόμη ερευνά και θαυμάζει. Διότι το ρήμα «θεωρῶ» αυτήν την έννοια έχει· δηλαδή, «μου φαίνεται ότι είσαι προφήτης».
Έπειτα, όταν αποκρυστάλλωσε αυτήν τη γνώμη για τον Ιησού, δεν Τον ρωτά τίποτε το βιοτικό, ούτε για την υγεία του σώματος, ούτε για χρήματα, ούτε για πλούτο, αλλά αμέσως για τα δόγματα της πίστεως. Τι λέγει λοιπόν; «οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ ὄρει τούτῳ προσεκύνησαν· καὶ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐν Ἱεροσολύμοις ἐστὶν ὁ τόπος ὅπου δεῖ προσκυνεῖν (: Οι πατέρες μας λάτρευσαν τον Θεό σε τούτο εδώ το όρος, το Γαριζίν [εννοεί τον Αβραάμ, διότι σε εκείνο το όρος είχε πάει τον Ισαάκ για να τον θυσιάσει]. Εσείς όμως οι Ιουδαίοι λέτε ότι στα Ιεροσόλυμα είναι ο τόπος, όπου πρέπει να λατρεύουμε τον Θεό)».
Είδες πώς ανυψώθηκε η διάνοιά της; Εκείνη που φρόντιζε να μην κουράζεται για τη δίψα, τώρα πλέον ρωτά και για τα δόγματα. Τι έκανε όμως ο Χριστός; Δεν έλυσε το ζήτημα (διότι δεν ήταν αυτό η κύρια φροντίδα Του, να απαντά δηλαδή απλώς σε ό,τι Του έλεγαν, αυτό ήταν κάτι που είχε δευτερεύουσα σημασία), αλλά οδηγεί τη γυναίκα πάλι σε μεγαλύτερο ύψος. Και δεν της ομιλεί προηγουμένως για αυτά, παρά όταν παραδέχτηκε αυτή ότι είναι προφήτης Εκείνος που συζητούσε μαζί της, ώστε να ακούσει πλέον τα όσα λέγονται με μεγάλη βεβαιότητα. Διότι αυτή που πίστεψε στην προφητική ιδιότητα του Ιησού, δε θα είχε πλέον στο μέλλον καμία αμφιβολία για εκείνα που θα λέγονταν στη συνέχεια.
Ας νιώσουμε ντροπή και ας κοκκινίσουμε εμείς λοιπόν από το αίσθημα αυτό: Μία γυναίκα, που είχε πέντε άντρες διαδοχικώς, που ήταν Σαμαρείτιδα, δείχνει τόσο ενδιαφέρον για τα δόγματα και ούτε η ώρα της ημέρας, ούτε το γεγονός ότι ήλθε εκεί για άλλο σκοπό, ούτε τίποτε άλλο την απέτρεψε από τη συζήτηση για τα θέματα αυτού του είδους. Εμείς, αντιθέτως, όχι μόνο δε συζητούμε για τα δόγματα, αλλά για τα πάντα κατεχόμαστε από αστόχαστη και άσκοπη διάθεση. Για τον λόγο αυτό έχουν παραμεληθεί τα πάντα. Διότι ποιος από εσάς, πες μου σε παρακαλώ, όταν πήγε στο σπίτι του, πήρε στα χέρια του ένα χριστιανικό βιβλίο και μελέτησε το περιεχόμενό του και ερεύνησε την Αγία Γραφή; Κανένας δεν μπορεί να πει κάτι παρόμοιο, αλλά στους περισσότερους θα βρούμε πεσσούς και ζάρια και πουθενά βιβλία, παρά σε λίγους μονάχα. Αλλά και αυτοί είναι όμοιοι με εκείνους που δεν έχουν, διότι τα έδεσαν και τα έβαλαν διαπαντός μέσα σε κιβώτια και όλο το ενδιαφέρον τους για αυτά περιορίζεται στη λεπτότητα των μεμβρανών και το κάλλος των γραμμάτων και όχι στην ανάγνωση αυτών. Διότι δεν τα απέκτησαν για ωφέλεια και κέρδος ψυχικό αλλά φρόντισαν για αυτά για να κάνουν επίδειξη πλούτου και φιλοδοξίας, ω, πόση είναι η υπερβολή της κενοδοξίας… Πραγματικά δεν ακούω κανέναν να καυχάται ότι γνωρίζει το περιεχόμενο ενός βιβλίου, παρά ότι είναι γραμμένο με χρυσά γράμματα. Και ποιο το κέρδος; Πες μου. Διότι οι άγιες Γραφές δε μας δόθηκαν για τον λόγο αυτό, για να τις έχουμε δηλαδή ως βιβλία μόνο, αλλά για να τις γράψουμε μέσα στις καρδιές μας. Ο τρόπος βέβαια αυτός της κτήσεως αρμόζει στην ιουδαϊκή φιλοδοξία, να εναποθέτουν τις εντολές μόνο στα γράμματα. Σε εμάς όμως ο νόμος δε δόθηκε έτσι από την αρχή, αλλά στις σάρκινες πλάκες της καρδιάς μας.
Και αυτά δεν τα λέω για να εμποδίσω την απόκτηση των βιβλίων, αλλά αντίθετα το συμβουλεύω αυτό και ολοψύχως το εύχομαι. Επιθυμώ όμως από εκείνα να έχουμε συνεχώς στη διάνοιά μας και τα γράμματα και τα νοήματα, ώστε να γίνεται καθαρή, δεχόμενη τις ιδέες των όσων γράφονται. Διότι εάν δε θα τολμήσει ο διάβολος να πλησιάσει σε ένα σπίτι, μέσα στο οποίο υπάρχει το Ευαγγέλιο, πολύ περισσότερο δε θα εγγίσει ούτε θα κυριεύσει ο δαίμων ή η αμαρτία την ψυχή εκείνη, η οποία περικλείει τα νοήματα αυτού του είδους. Αγίασε λοιπόν την ψυχή σου, αγίασε το σώμα σου, έχοντας πάντα αυτά στην καρδιά και τη γλώσσα σου. Διότι εάν η αισχρολογία καταρρυπαίνει και προσκαλεί τους δαίμονες, είναι φανερό ότι η πνευματική ανάγνωση αγιάζει και προσελκύει τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Τα γράμματα αυτά είναι θεία άσματα. Ας τα ψάλλουμε λοιπόν στους εαυτούς μας και με αυτά ας κατασκευάζουμε τα φάρμακα για τα πάθη της ψυχής μας. Αν γνωρίσουμε καλά την αξία αυτών που διαβάζουμε, θα τα ακούσουμε με μεγάλη προθυμία.
Αυτά τα λέγω πάντοτε και δε θα πάψω να τα λέγω. Διότι πώς δεν είναι άτοπο οι μεν άνθρωποι της αγοράς να λέγουν τα ονόματα, τα γένη, τις πόλεις και τους τρόπους της ενέργειας των ηνιόχων και των χορευτών και να εξαγγέλλουν με ακρίβεια τα καλά και τα κακά γνωρίσματα και αυτών ακόμα των ίππων, ενώ όσοι έρχονται εδώ να μην εννοούν τίποτε από όσα γίνονται, αλλά να αγνοούν και αυτόν τον αριθμό των βιβλίων της Αγίας Γραφής; Εάν βέβαια επιδιώκεις εκείνα για χάρη της ηδονής, θα σου αποδείξω ότι εδώ υπάρχει σε μεγαλύτερο ποσοστό αυτή. Διότι, πες μου, σε παρακαλώ, τι είναι περισσότερο ευχάριστο, τι πιο θαυμαστό, να δεις άνθρωπο να παλεύει με άνθρωπο ή άνθρωπο να αγωνίζεται προς τον διάβολο και σώμα να συμπλέκεται με δύναμη ασώματη και να νικά; Σε αυτού του είδους την πάλη ας γινόμαστε θεατές (διότι αυτήν είναι ευπρεπές και ωφέλιμο να μιμούμαστε και μιμούμενοι υπάρχει η δυνατότητα να στεφανωθούμε ως νικητές) και όχι σε εκείνους τους αγώνες, η μίμηση των οποίων φέρει ντροπή στον μιμούμενο. Διότι εκείνην την πάλη την παρακολουθείς μαζί με τους δαίμονες, εάν βέβαια την παρακολουθείς, ενώ αυτήν μαζί με τους αγγέλους και τον Κύριο των αγγέλων. Διότι πες μου: Εάν είχες τη δυνατότητα να κάθεσαι και να απολαμβάνεις ένα θέαμα μαζί με τους άρχοντες ή τους βασιλείς, δε θα το θεωρούσες αυτό μεγάλη τιμή; Εδώ όμως που παρακολουθείς μαζί με τον Βασιλέα των αγγέλων και βλέπεις τον διάβολο να κατέχεται από το μέσο των νώτων και παρά τις προσπάθειες που καταβάλλει για να νικήσει, να μην κατορθώνει τίποτε, δεν τρέχεις στο θέαμα αυτό; «Και πώς είναι δυνατόν να γίνει αυτό;» θα ρωτούσε κάποιος. Αν έχεις το βιβλίο της Αγίας Γραφής στα χέρια σου· διότι μέσα σε αυτό θα δεις και τα σκάμματα και τους μακρούς αγωνιστικούς διαδρόμους και τις λαβές εκείνου και του δικαίου την τέχνη. Όταν βλέπεις αυτά, θα μάθεις και εσύ να παλεύεις με τον ίδιο τρόπο και θα απαλλαγείς από τους δαίμονες. Διότι τα όσα τελούνται εκτός της Εκκλησίας είναι πανηγύρεις δαιμόνων και όχι θέατρα ανθρώπων. Αφού δεν επιτρέπεται να εισέλθεις στο ναό των ειδώλων, πολύ περισσότερο δεν επιτρέπεται σε εορτή σατανική να συχνάζεις.
Αυτά τα λέγω και δε θα παύσω να σας ενοχλώ, μέχρις ότου να δω την επιστροφή σας. Διότι το να σας λέγω αυτά σε εμένα μεν δεν προκαλεί οκνηρία, σε εσάς όμως είναι ασφαλές. Μην ενοχλείσθε από την παραίνεση. Εάν έπρεπε κάποιος να ενοχλείται, αυτός είμαι εγώ, ο οποίος τα λέγω πολλές φορές και δε με ακούτε, και όχι εσείς, που συνεχώς τα ακούτε και πάντοτε τα παρακούτε.
Μακάρι όμως να μη συμβεί να κατηγορείστε διά παντός γι’ αυτά, αλλά να απαλλαγείτε από την αισχύνη αυτή και να καταξιωθούμε να απολαύσουμε την πνευματική θεωρία και τη μέλλουσα δόξα, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον οποίο στον Πατέρα ανήκει η δόξα και στο Άγιο Πνεύμα συγχρόνως στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
***
(υπομνηματισμός των χωρίων Ιω. 4, 21-27)
(επιλεγμένα αποσπάσματα από την ομιλία ΛΓ΄που εμπεριέχεται στο Υπόμνημα του Ιερού Χρυσοστόμου στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο)
«Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· γύναι, πίστευσόν μοι ὅτι ἔρχεται ὥρα ὅτε οὔτε ἐν τῷ ὄρει τούτῳ οὔτε ἐν Ἱεροσολύμοις προσκυνήσετε τῷ πατρί· ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὃ οὐκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὃ οἴδαμεν· ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐστίν. (: πίστεψέ με, γυναίκα, ότι έρχεται πολύ σύντομα καιρός, που ούτε στο όρος τούτο, ούτε στα Ιεροσόλυμα μόνο θα λατρέψετε τον ουράνιο Πατέρα. Εσείς οι Σαμαρείτες, που έχετε απορρίψει τα περισσότερα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, προσκυνείτε εκείνο, το οποίο πολύ λίγο γνωρίζετε. Εμείς οι Ιουδαίοι προσκυνούμε εκείνο που περισσότερο από εσάς και από τους άλλους λαούς γνωρίζουμε. Διότι ο Μεσσίας, ο οποίος θα δώσει τη σωτηρία σε όλους τους λαούς, προέρχεται από τους Ιουδαίους.)» [Ιω. 4, 21-22].
Σε κάθε περίπτωση, αγαπητοί μου, χρειαζόμαστε την πίστη, τη μητέρα των αγαθών και το φάρμακο της σωτηρίας. Χωρίς αυτήν δεν είναι δυνατόν να κατανοηθεί κανένα από τα μεγάλα δόγματα. Αλλά μοιάζουν με εκείνους οι οποίοι επιχειρούν να διαπλεύσουν ένα πέλαγος χωρίς πλοίο. Αυτοί για λίγο χρονικό διάστημα μπορούν να κολυμπούν χρησιμοποιώντας συγχρόνως χέρια και πόδια. Όταν όμως προχωρήσουν περισσότερο, γρήγορα καταποντίζονται από τα κύματα. Κατά όμοιο τρόπο, και όσοι στηρίζονται στη δική τους νοητική δύναμη και τους δικούς τους συλλογισμούς, προτού να μάθουν κάτι, υφίστανται ναυάγιο. Όπως και ο Απόστολος Παύλος λέγει: «Ταύτην τὴν παραγγελίαν παρατίθεμαί σοι, τέκνον Τιμόθεε, κατὰ τὰς προαγούσας ἐπὶ σὲ προφητείας, ἵνα στρατεύῃ ἐν αὐταῖς τὴν καλὴν στρατείαν, ἔχων πίστιν καὶ ἀγαθὴν συνείδησιν, ἥν τινες ἀπωσάμενοι περὶ τὴν πίστιν ἐναυάγησαν (: αυτήν την παραγγελία σού παραθέτω, τέκνο μου Τιμόθεε, σύμφωνα με τις προηγούμενες προφητείες για σένα, για να στρατεύεσαι με αυτές στην καλή εκστρατεία, έχοντας πίστη και αγαθή συνείδηση, την οποία μερικοί απώθησαν και ναυάγησαν ως προς την πίστη.)» [Α΄ Τιμοθ. 1, 19-20].
Για να μην πάθουμε και εμείς το ίδιο, ας κρατούμε καλά την ιερή άγκυρα, διά της οποίας ο Χριστός προσελκύει τώρα και τη Σαμαρείτιδα. Διότι όταν εκείνη είπε, «οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ ὄρει τούτῳ προσεκύνησαν· καὶ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐν Ἱεροσολύμοις ἐστὶν ὁ τόπος ὅπου δεῖ προσκυνεῖν (: οι πατέρες μας λάτρευσαν τον Θεό σε τούτο το όρος, το Γαριζίν. Εσείς όμως οι Ιουδαίοι λέγετε ότι στα Ιεροσόλυμα είναι ο τόπος, όπου πρέπει να λατρεύουμε τον Θεό)», ο Χριστός τής απάντησε «γύναι, πίστευσόν μοι ὅτι ἔρχεται ὥρα ὅτε οὔτε ἐν τῷ ὄρει τούτῳ οὔτε ἐν Ἱεροσολύμοις προσκυνήσετε τῷ πατρί (: πίστεψέ με, γυναίκα, ότι έρχεται πολύ σύντομα καιρός, που ούτε στο όρος τούτο ούτε στα Ιεροσόλυμα μόνο θα λατρέψετε τον ουράνιο Πατέρα)». Πολύ μεγάλο δόγμα της αποκάλυψε, πράγμα που δεν είπε ούτε στον Νικόδημο, ούτε στον Ναθαναήλ.
Αυτή λοιπόν προσπαθούσε να αποδείξει ότι η δική της λατρεία ήταν ανώτερη από αυτήν των Ιουδαίων και στήριζε την άποψή της στο κύρος των πατέρων, αλλά ο Χριστός δεν έδωσε απάντηση στην ερώτηση αυτήν. Διότι ήταν περιττό τη στιγμή αυτήν να αναλύσει και να εξηγήσει, για ποιο λόγο οι πατέρες λάτρευαν τον Θεό στο όρος Γαριζίν και για ποιο λόγο οι Ιουδαίοι Τον λάτρευαν στα Ιεροσόλυμα. Για τον λόγο αυτό και το αποσιώπησε. Με την κατάργηση όμως των πρωτείων και των δύο τύπων της λατρείας, εξυψώνει την ψυχή της και της αποδεικνύει ότι ούτε οι Ιουδαίοι ούτε εκείνοι έχουν να προσφέρουν κάτι το σπουδαίο για το μέλλον και τότε παρουσιάζει τη διαφορά. Αλλά και έτσι έδειξε ανώτερους τους Ιουδαίους, όχι επειδή προτιμούσε τον έναν τόπο αντί για τον άλλο, αλλά έδωσε το προβάδισμα σε αυτούς από το περιεχόμενο της πίστεως, σαν να έλεγε δηλαδή: «Οι Ιουδαίοι μόνο κατά τον τρόπο υπερέχουν των Σαμαρειτών, διότι «ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὃ οὐκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὃ οἴδαμεν· ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐστίν (: εσείς προσκυνείτε, οι Σαμαρείτες, που έχετε απορρίψει τα περισσότερα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης,)», λέγει, «(εκείνο για το οποίο δεν έχετε σαφή γνώση, ενώ εμείς οι Ιουδαίοι προσκυνούμε εκείνο που περισσότερο από εσάς και από τους άλλους λαούς γνωρίζουμε καλά· διότι ο Μεσσίας, ο οποίος θα δώσει τη σωτηρία σε όλους τους λαούς, προέρχεται από τους Ιουδαίους)» [Ιω. 4, 22].
Πώς όμως δε γνώριζαν οι Σαμαρείτες εκείνο που προσκυνούσαν; Διότι νόμιζαν ότι ο Θεός μπορεί να οριστεί σε έναν τόπο και να μεριστεί. Με την ιδέα αυτή Τον λάτρευαν και το ίδιο έλεγαν στους Πέρσες, όταν έστειλαν αγγελία με απεσταλμένους προς αυτούς, ότι δηλαδή «ο Θεός του τόπου τούτου αγανακτεί εναντίον σας» [πρβλ. Δ΄Βασιλ. 17, 26: «καὶ εἶπαν τῷ βασιλεῖ Ἀσσυρίων λέγοντες· τὰ ἔθνη, ἃ ἀπῴκισας καὶ ἀντεκάθισας ἐν πόλεσι Σαμαρείας, οὐκ ἔγνωσαν τὸ κρίμα τοῦ Θεοῦ τῆς γῆς, καὶ ἀπέστειλεν εἰς αὐτοὺς τοὺς λέοντας, καὶ ἰδού εἰσι θανατοῦντες αὐτούς, καθότι οὐκ οἴδασι τὸ κρίμα τοῦ Θεοῦ τῆς γῆς (: τότε προσήλθαν μερικοί στον βασιλέα των Ασσυρίων και του είπαν: ‘’οι λαοί, τους οποίους εσύ μετέφερες και εγκατέστησες αντί των Σαμαρειτών στις πόλεις της Σαμαρείας, δε φρόντισαν να μάθουν το θέλημα του Θεού της χώρας αυτής. Για τον λόγο αυτό ο Θεός έστειλε εναντίον τους τα λιοντάρια· και ιδού, ότι οι λέοντες τούς κατασπαράσσουν, διότι δε φρόντισαν οι άνθρωποι αυτοί να μάθουν και να τηρήσουν το θέλημα του Θεού της χώρας αυτής)», χωρίς να σκέπτονται τίποτε περισσότερο γι’ Αυτόν από ό,τι φαντάζονταν για τα είδωλα. Γι’ αυτό ακριβώς και συνέχιζαν να λατρεύουν και τους δαίμονες και τον Θεό, αναμειγνύοντας τα άμεικτα. Οι Ιουδαίοι όμως ήσαν απαλλαγμένοι από την αντίληψη αυτή και γνώριζαν, έστω και όχι όλοι, ότι ήταν Θεός ολόκληρης της οικουμένης. Για τον λόγο αυτό λέγει ο Κύριος στη Σαμαρείτιδα : «ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὃ οὐκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὃ οἴδαμεν (: Εσείς προσκυνείτε εκείνο για το οποίο δεν έχετε σαφή γνώση, ενώ εμείς προσκυνούμε εκείνο που γνωρίζουμε καλά)».
Να μην παραξενεύεσαι, βέβαια, επειδή συγκαταριθμεί τον εαυτό Του μεταξύ των Ιουδαίων, διότι ομιλεί ως προφήτης των Ιουδαίων σύμφωνα με την ιδέα που είχε η γυναίκα. Γι’ αυτό χρησιμοποιεί και το ρήμα «προσκυνοῦμεν»· διότι το ότι ο Ιησούς ανήκει στους προσκυνούμενους και όχι σε αυτούς που προσκυνούν είναι, νομίζω, φανερό στον καθένα. Πραγματικά η προσκύνηση είναι γνώρισμα της δημιουργίας και των κτισμάτων, ενώ το να προσκυνείται από τους άλλους είναι χαρακτηριστικό του Κυρίου της δημιουργίας. Στην προκειμένη περίπτωση, ωστόσο, ομιλεί ως Ιουδαίος· διότι το «εμείς» εδώ σημαίνει, «εμείς οι Ιουδαίοι». Με το να εξάρει λοιπόν την ιουδαϊκή θέση, πάλι καθιστά αξιόπιστο τον εαυτό Του και την πείθει να προσέχει περισσότερο σε όσα λέγονται από Αυτόν, αφού απαλλάσσει τον λόγο Του από την υποψία και αποδεικνύει ότι δεν επαινεί την πίστη των Ιουδαίων, επειδή ήταν ομόφυλοί Του. Πραγματικά Αυτός που είπε τόσα για τον τόπο της λατρείας, για τον οποίο προπάντων πίστευαν ότι είναι ανώτεροι όλων οι Ιουδαίοι, και έτσι κατέρριψε το καύχημά τους, είναι φανερό ότι δεν μιλούσε για να χαριστεί σε κάποιον, αλλά τα λεγόμενά του τα διέκρινε η αλήθεια και η προφητική δύναμη. Από τους συλλογισμούς αυτού του είδους [ότι δηλαδή χαρίζεται προς τους Ιουδαίους λόγω συγγενείας] την απομάκρυνε προ ολίγου, όταν της είπε: «Πίστεψέ με, γυναίκα» και πρόσθεσε «ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐστίν (: ότι η σωτηρία θα προέλθει από τους Ιουδαίους)» [Ιω. 4, 22].
Τα όσα λέγει έχουν την ακόλουθη σημασία: Ή ότι «τα αγαθά για την οικουμένη προήλθαν από τους Ιουδαίους»-διότι η γνώση του Θεού και η καταδίκη των ειδώλων από αυτούς άρχισε και όλα τα άλλα δόγματα και αυτή ακόμη η δική σας λατρεία, έστω και αν δεν είναι ορθή, από τους Ιουδαίους ξεκίνησε βέβαια. «Σωτηρίαν» λοιπόν ή τα παραπάνω ή τη δική Του παρουσία στη γη ονομάζει, μάλλον όμως δε θα πέσει έξω κανένας, εάν και τα δύο αυτά τα ονομάσει «σωτηρία», για την οποία είπε ότι προήλθε από τους Ιουδαίους. Το ίδιο υπαινισσόταν και ο απόστολος Παύλος, όταν έλεγε: «ηὐχόμην γὰρ αὐτὸς ἐγὼ ἀνάθεμα εἶναι ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν μου, τῶν συγγενῶν μου κατὰ σάρκα, οἵτινές εἰσιν Ἰσραηλῖται, ὧν ἡ υἱοθεσία καὶ ἡ δόξα καὶ αἱ διαθῆκαι καὶ ἡ νομοθεσία καὶ ἡ λατρεία καὶ αἱ ἐπαγγελίαι, ὧν οἱ πατέρες, καὶ ἐξ ὧν ὁ Χριστὸς τὸ κατὰ σάρκα, ὁ ὢν ἐπὶ πάντων Θεὸς εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν (: Θα ευχόμουνα να χωριστώ εγώ ο ίδιος από τον Χριστό και να γίνω ανάθεμα, εάν ήταν δυνατόν με την καταδίκη μου αυτήν να σωθούν οι κατά σάρκα αδελφοί μου, οι ομοεθνείς μου Ιουδαίοι. Αυτοί που είναι απόγονοι του Ιακώβ, στους οποίους ανήκει η υιοθεσία και η δόξα με τα τόσα θαύματα που έκανε προς χάρη τους ο Θεός· στους οποίους δόθηκαν οι συνθήκες, που είχε κάνει ο Θεός με τους προγόνους τους, και η νομοθεσία και η λατρεία και οι ανεκτίμητες υποσχέσεις. Αυτοί των οποίων οι πατέρες και οι πατριάρχες είναι επίσημοι και ένδοξοι και από τους οποίους κατάγεται κατά σάρκα ο Χριστός, ο οποίος είναι Θεός, Κύριος και εξουσιαστής όλων, άξιος να υμνείται και να δοξάζεται στους αιώνες. Αμήν.)» [Ρωμ. 9, 3-5]. Βλέπεις πώς στηρίζει και εξαίρει την Παλαιά Διαθήκη και αποδεικνύει ότι αυτή είναι η ρίζα των αγαθών; Επίσης με όλα αυτά καταφαίνεται ότι δεν είναι εξ ολοκλήρου αντίθετος προς τον νόμο, εφόσον θεωρεί ότι στους Ιουδαίους υπάρχει η αιτία όλων των αγαθών.
«ἀλλ᾿ ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ προσκυνήσουσι τῷ πατρὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ· καὶ γὰρ ὁ πατὴρ τοιούτους ζητεῖ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτόν (: Αλλά έρχεται ώρα, και μάλιστα η ώρα αυτή ήρθε τώρα, οπότε οι γνήσιοι και πραγματικοί προσκυνητές θα τιμήσουν και θα προσκυνήσουν τον ουράνιο Πατέρα με το φωτισμένο και καθαρό πλέον πνεύμα τους και με λατρεία όχι τυπική και συμβολική, αλλά αληθινή και σαφή· διότι ο Πατέρας ζητεί εκείνοι τέτοιοι να είναι, φωτισμένοι στον νου και καθαροί στην καρδιά, αυτοί που θα Τον λατρεύουν)» [Ιω. 4, 23].
«Υπερτερούν βέβαια οι Ιουδαίοι, από εσάς, γυναίκα», λέγει, «κατά τον τρόπο της λατρείας, αλλά και αυτή η λατρεία θα τελειώσει πλέον. Διότι δε θα αλλάξουν μόνο οι τόποι της λατρείας του Θεού, αλλά και οι τρόποι και η αλλαγή αυτή είναι πολύ κοντά μας. Έρχεται ώρα, και μάλιστα η ώρα αυτή ήλθε τώρα». Επειδή οι προφήτες προέλεγαν τα όσα κήρυτταν προ πολλών ετών, για να αφαιρέσει την ιδέα αυτή, είπε «και μάλιστα η ώρα αυτή ήλθε τώρα». Να μη νομίσεις, λέγει, ότι η προφητεία αυτή μοιάζει προς τις άλλες και ότι κατά συνέπεια θα πραγματοποιηθεί ύστερα από πολύ χρόνο. Τα γεγονότα έφθασαν πλέον και είναι κοντά μας η ώρα, κατά την οποία ο οι αληθινοί προσκυνητές θα προσκυνήσουν τον Πατέρα «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ». Λέγοντας «ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ» απέκλεισε ταυτόχρονα και τους Σαμαρείτες και τους Ιουδαίους· διότι αν και οι Ιουδαίοι υπερείχαν των Σαμαρειτών εκείνη τη στιγμή, εντούτοις θα υστερούσαν πολύ εν συγκρίσει προς τα μελλοντικά και μάλιστα θα υστερούσαν τόσο, όσο ο τύπος υστερεί από την αλήθεια. «Καὶ γὰρ ὁ πατὴρ τοιούτους ζητεῖ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτόν (: διότι και ο Πατέρας ζητεί τέτοιοι να είναι, φωτισμένοι στο νου και καθαροί στην καρδιά, αυτοί που θα Τον λατρεύουν)» [Ιω. 4, 23]. Κατά συνέπεια, εάν έτσι ήθελε αυτούς που θα Τον προσκυνούσαν ο Θεός, επέτρεψε σε εκείνους αυτόν τον τρόπο της λατρείας, όχι επειδή αυτή ήταν η θέλησή Του, αλλά από συγκατάβαση και με σκοπό να τους προσελκύσει και αυτούς στην πραγματική λατρεία.
Ποιοι είναι όμως οι αληθινοί προσκυνητές; Όσοι δεν περιορίζουν τη λατρεία σε ορισμένο τόπο και προσκυνούν τον Θεό ἐν πνεύματι. Καθώς λέγει και ο απόστολος Παύλος: «μάρτυς γὰρ μού ἐστιν ὁ Θεός, ᾧ λατρεύω ἐν τῷ πνεύματί μου ἐν τῷ εὐαγγελίῳ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, ὡς ἀδιαλείπτως μνείαν ὑμῶν ποιοῦμαι (: μάρτυράς μου ο Θεός, τον οποίο λατρεύω με όλη μου την ψυχή και την καρδιά, υπηρετώντας και κηρύσσοντας το ευαγγέλιο του Υιού Του, ότι συνεχώς και αδιακόπως σας θυμούμαι)» [Ρωμ. 1, 9]. Και σε άλλο πάλι σημείο: «Παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς, ἀδελφοί, διὰ τῶν οἰκτιρμῶν τοῦ Θεοῦ, παραστῆσαι τὰ σώματα ὑμῶν θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ, τὴν λογικὴν λατρείαν ὑμῶν (: σας παρακαλώ, λοιπόν, αδελφοί, και σας εξορκίζω στο όνομα της στοργής και της ευσπλαχνίας που δείχνει σε μας ο Θεός, να καταστήσετε και να παρουσιάσετε σαν άλλοι ιερείς με θυσιαστήριο, τον εαυτό σας, τα σώματά σας, θυσία ζωντανή, αγία, ευάρεστη στον Θεό, η οποία αποτελεί έτσι την πράγματι ορθή και πνευματική λατρεία σας, άξια του λογικού σας)» [Ρωμ. 12, 1].
Όταν επίσης λέγει ο Κύριος «πνεῦμα ὁ Θεός (: ο Θεός είναι Πνεύμα, πανυπερτέλειο και πανταχού παρόν και δεν κατοικεί σε ορισμένους μόνο τόπους [ερμηνεία Ιω. Κολιτσάρα])» [Ιω. 4, 24] δε φανερώνει τίποτε άλλο, παρά την ασώματη φύση Του. Πρέπει λοιπόν η λατρεία του Ασωμάτου να είναι ανάλογη και να προσφέρεται με το ασώματο στοιχείο που υπάρχει μέσα μας, δηλαδή με την ψυχή και με την καθαρότητα του νου. Για τον λόγο αυτόν, λέει: «Και εκείνοι που Τον προσκυνούν, πρέπει να Τον προσκυνούν ‘’ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ’’ ». Επειδή και οι Σαμαρείτες και οι Ιουδαίοι παραμελούσαν την ψυχή και φρόντιζαν κυρίως το σώμα, καθαρίζοντάς το με πολλούς τρόπους, τονίζει ο Κύριος ότι ο Ασώματος Θεός δε λατρεύεται με την καθαρότητα του σώματος, αλλά με την καθαρότητα εκείνου που μέσα μας είναι ασώματο, δηλαδή του νου.
Συνεπώς μη θυσιάζεις πρόβατα και μοσχάρια, αλλά ανάθεσε τον εαυτό σου με εμπιστοσύνη στον Θεό και γίνε ολοκαύτωμα. Αυτό σημαίνει το να «καταστήσετε και να παρουσιάσετε σαν άλλοι ιερείς με θυσιαστήριο, τον εαυτό σας τα σώματά σας, θυσία ζωντανή, αγία, ευάρεστη στον Θεό». Πρέπει βέβαια να Τον προσκυνούμε «ἐν ἀληθείᾳ», διότι η προηγούμενη λατρεία ήταν τύπος, όπως για παράδειγμα είναι η περιτομή, τα ολοκαυτώματα, τα σφάγια, τα θυμιάματα. Τώρα όμως δεν είναι τα ίδια πλέον, αλλά τα πάντα είναι αλήθεια. Πραγματικά, δεν είναι ανάγκη να περικόπτουμε με την περιτομή τη σάρκα, αλλά τους πονηρούς διαλογισμούς και να σταυρώνουμε τον εαυτό μας και να αφανίζουμε και να κατανεκρώνουμε τις άλογες επιθυμίες.
Η γυναίκα ένιωσε ίλιγγο μπροστά σε όσα ειπώθηκαν σε αυτήν και αισθάνθηκε αδυναμία από το ύψος των λόγων αυτών και βρισκόμενη σε αμηχανία, άκουσε τι λέγει: «λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· οἶδα ὅτι Μεσσίας ἔρχεται ὁ λεγόμενος Χριστός· ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα (: Λέγει προς Αυτόν η γυναίκα: ’’Γνωρίζω ότι έρχεται ο Μεσσίας, που ελληνικά λέγεται Χριστός. Όταν έλθει Εκείνος, θα μας τα αναγγείλει όλα’’)» [Ιω. 4, 25]. Και πώς είχαν οι Σαμαρείτες την προσδοκία του Μεσσία, αφού δέχονταν μόνο τα βιβλία του Μωυσή; Από τα ίδια τα συγγράμματα του Μωυσή· διότι ο Μωυσής στην αρχή του έργου του, στη «Γένεση», αποκάλυψε τον Υιό. Πραγματικά, το «καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν (: Στη συνέχεια ο Θεός είπε: ’’ας δημιουργήσουμε τώρα τον άνθρωπο, σύμφωνα με τη δική μας εικόνα, και να έχει τη δυνατότητα να ομοιάσει με εμάς)» [Γεν. 1, 26] προς τον Υιό ελέχθη. Και με τον φιλόξενο Αβραάμ στη σκηνή ο Υιός ήταν που μιλούσε [βλ. Γεν. 18, 1 κ.ε.]. Επίσης και ο Ιακώβ έλεγε, προφητεύοντας γι’ Αυτόν: «οὐκ ἐκλείψει ἄρχων ἐξ Ἰούδα καὶ ἡγούμενος ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ, ἕως ἐὰν ἔλθῃ τὰ ἀποκείμενα αὐτῷ, καὶ αὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν (: Δε θα λείψει άρχοντας από τη φυλή Ιούδα και αρχηγός από τους απογόνους του, μέχρις ότου έλθει Εκείνος, στα χέρια του οποίου απόκεινται οι εξουσίες. Αυτός θα είναι η ελπίδα και η προσμονή των λαών, ο Μεσσίας)» [Γεν. 49, 10]. Αλλά και ο ίδιος ο Μωυσής λέγει: «προφήτην ἐκ τῶν ἀδελφῶν σου ὡς ἐμὲ ἀναστήσει σοι Κύριος ὁ Θεός σου, αὐτοῦ ἀκούσεσθε (: Κύριος ο Θεός σου θα αναδείξει ανάμεσα από τους αδελφούς σου Ισραηλίτες έναν προφήτη σαν εμένα· σε Αυτόν πλέον θα υπακούετε)» [Δευτ. 18, 15]. Επίσης και το περιστατικό με τον χάλκινο όφι, με τη ράβδο του Μωυσή, τον Ισαάκ και το πρόβατο και πολλά άλλα γεγονότα μπορούμε να επιλέξουμε (από την Πεντάτευχο), τα οποία διακηρύσσουν την παρουσία του Ιησού.
«Και για ποιο λόγο», θα ρωτούσε ίσως κάποιος, «δεν καθοδήγησε και τη Σαμαρείτιδα με βάση τα παραπάνω ο Χριστός, ενώ στο Νικόδημο ανέφερε στη συζήτηση τον όφι;» [Ιω. 3, 14: «καὶ καθὼς Μωϋσῆς ὕψωσε τὸν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου (: Όπως ο Μωυσής κρέμασε υψηλά το χάλκινο φίδι στην έρημο, για να το αντικρύζουν με πίστη οι Ισραηλίτες και να σώζονται από το θανατηφόρο δηλητήριο των φιδιών της ερήμου, έτσι, σύμφωνα με το πάνσοφο σχέδιο του Θεού, πρέπει να κρεμασθεί και ο Υιός του ανθρώπου επάνω στο σταυρό)»] και στον Ναθαναήλ υπενθύμισε τις προφητείες [Ιω. 1, 46: «εὑρίσκει Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· ὃν ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται, εὑρήκαμεν, Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσὴφ τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ (: Βρίσκει ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ και του λέγει: ’’Αυτόν που έγραψε ο Μωυσής στον Νόμο και προανήγγειλαν οι προφήτες στα προφητικά τους βιβλία Τον βρήκαμε· είναι ο Ιησούς, ο υιός του Ιωσήφ, από τη Ναζαρέτ’’)»], σε αυτήν όμως δεν είπε τίποτε παρόμοιο; Για ποιο λόγο λοιπόν και προς ποιο σκοπό; Διότι εκείνοι μεν ήσαν άντρες και ασχολούνταν με θέματα αυτά και με τις Γραφές, ενώ αυτή ήταν γυναίκα πτωχή και αμαθής και δεν είχε καμία γνώση των Γραφών. Για αυτόν τον λόγο και ο Κύριος δεν ομιλεί σε αυτή με βάση την Αγία Γραφή, αλλά την προσελκύει με όσα της είπε για το νερό και με την προφητεία. Με αυτά την κάνει να θυμηθεί τον Χριστό και τότε πλέον αποκαλύπτει τον εαυτό Του. Εάν αυτό όμως το έκανε από την αρχή, χωρίς να το ζητήσει η γυναίκα, θα της έδινε την εντύπωση ότι φλυαρεί και λέγει ανόητα πράγματα. Τώρα όμως, αφού λίγο κατ’ ολίγον την οδήγησε να ενθυμηθεί τον Μεσσία, αποκάλυψε τον εαυτό Του στην κατάλληλη στιγμή.
Και στους Ιουδαίους μεν, οι οποίοι συνεχώς Του έλεγαν «ἕως πότε τὴν ψυχὴν ἡμῶν αἴρεις; εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστός, εἰπὲ ἡμῖν παῤῥησίᾳ (: ‘’έως πότε θα κρατείς την ψυχή μας μετέωρη; Έως πότε θα μας κρατείς σε απορία και αγωνία; Εάν εσύ είσαι πράγματι ο Χριστός που περιμένουμε, πες μας το καθαρά και φανερά)» [Ιω. 10, 24], δεν έδωσε σαφή απάντηση, σε αυτήν όμως φανερά είπε ότι είναι Αυτός. Διότι η διάθεση της γυναίκας ήταν περισσότερο ευσεβής από τη διάθεση των Ιουδαίων. Εκείνοι δε ζητούσαν για να μάθουν, αλλά για να Τον διακωμωδούν και να Τον διασύρουν συνεχώς. Διότι εάν ήθελαν να μάθουν και ήταν καλοπροαίρετοι, τους ήταν αρκετή η διδασκαλία και με τους λόγους και με τις Γραφές και με τα θαύματα. Η Σαμαρείτιδα όμως, ό,τι έλεγε, το έλεγε με ανυστερόβουλη γνώμη και αγνή διάθεση. Και αυτό αποδεικνύεται από τα όσα έπραξε στη συνέχεια. Διότι πραγματικά άκουσε και πίστεψε, αλλά και άλλους οδήγησε στην πίστη και σε κάθε εκδήλωση μπορούμε να διακρίνουμε την επιμέλεια και την πίστη της γυναίκας.
«καὶ ἐπὶ τούτῳ ἦλθον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ἐθαύμασαν ὅτι μετὰ γυναικὸς ἐλάλει· οὐδεὶς μέντοι εἶπε, τί ζητεῖς ἢ τί λαλεῖς μετ᾿ αὐτῆς; (: και αυτήν ακριβώς την ώρα ήλθαν οι μαθητές Του και απόρησαν διότι ο διδάσκαλός τους συνομιλούσε με γυναίκα σε δημόσιο τόπο – πράγμα το οποίο απαγόρευαν οι ραβίνοι των Ιουδαίων. Αλλά κανένας μαθητής δεν είπε: ‘’Τι ζητείς από αυτήν ή για ποιο θέμα συζητείς μαζί της;’’» [Ιω. 4, 27].
Ποιο ήταν το αντικείμενο του θαυμασμού και της απορίας τους; Το απροσποίητο και η υπερβολική ταπείνωση, διότι ενώ ήταν τόσο περίβλεπτος, καταδεχόταν να συζητεί με τόση ταπεινοφροσύνη προς μία γυναίκα πτωχή και μάλιστα Σαμαρείτισσα. Αλλά όμως αν και εξεπλάγησαν, δε ρώτησαν την αιτία, διότι ήσαν διδαγμένοι να διατηρούν την τάξη των μαθητών πάντοτε· τόσο ευλαβούνταν και σέβονταν τον Κύριο. Διότι, έστω και αν δεν είχαν ακόμη σχηματίσει την αντάξια για Αυτόν γνώμη, Τον πρόσεχαν ως κάποιο αξιοθαύμαστο πρόσωπο και Του απέδιδαν μεγάλο σεβασμό, μολονότι πολλές φορές φαίνονται να απευθύνονται προς Αυτόν με περισσότερο θάρρος, όπως για παράδειγμα όταν ο Ιωάννης έπεσε στο στήθος Του [Ιω. 13, 25: «ἐπιπεσὼν δὲ ἐκεῖνος ἐπὶ τὸ στῆθος τοῦ Ἰησοῦ λέγει αὐτῷ· Κύριε, τίς ἐστιν; (: Αφού λοιπόν έπεσε με στοργή και ευλάβεια εκείνος στο στήθος του Ιησού, Τον ρώτησε: ‘’Κύριε, ποιος είναι εκείνος που θα σε παραδώσει;’’)], όταν Τον πλησίασαν και Τον ρώτησαν «Ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ προσῆλθον οἱ μαθηταὶ τῷ Ἰησοῦ λέγοντες· τίς ἄρα μείζων ἐστὶν ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν; (: Εκείνη την ώρα προσήλθαν οι μαθητές στον Ιησού και είπαν: ’’ποιος άραγε είναι μεγαλύτερος στη βασιλεία των ουρανών;’’» [Ματθ. 18, 1] και όταν Τον παρακάλεσαν οι υιοί του Ζεβεδαίου να καθίσουν ο ένας στα δεξιά Του και ο άλλος στα αριστερά Του [Μαρκ. 10, 35-37: «Καὶ προσπορεύονται αὐτῷ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης υἱοὶ Ζεβεδαίου λέγοντες· διδάσκαλε, θέλομεν ἵνα ὃ ἐὰν αἰτήσωμεν ποιήσῃς ἡμῖν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· τί θέλετε ποιῆσαί με ὑμῖν; οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· δὸς ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου. (: Και έρχονται προς Αυτόν ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, τα παιδιά του Ζεβεδαίου, και λέγουν:’’ διδάσκαλε, θέλουμε να μας κάνεις αυτό που θα ζητήσουμε’’. Αυτός δε τους είπε: ’’Τι θέλετε να σας κάνω;’’. Εκείνοι απάντησαν: όταν ως ένδοξος βασιλιάς καθίσεις στο βασιλικό θρόνο της Ιερουσαλήμ, δώσε μας να καθίσουμε ένας εκ των δεξιών σου και ένας εξ αριστερών σου)»].
Για ποιο λόγο λοιπόν στην προκειμένη περίπτωση δε ρώτησαν τον Κύριο; Διότι τότε εκείνα τα θέματα αισθάνονταν την ανάγκη να εξετάζουν, επειδή ανήκαν σε αυτούς, ενώ εδώ τώρα δεν τους αφορούσε και τόσο αυτό που συνέβαινε. Αλλά και ο Ιωάννης ύστερα από πολύ χρόνο προς το τέλος της επί της γης ζωής του Κυρίου το έκανε αυτό και έπεσε στο στήθος Του, όταν πλέον είχε μεγαλύτερη παρρησία και του έδινε θάρρος η αγάπη του Χριστού, διότι «αυτός ήταν ο μαθητής τον οποίο αγαπούσε ο Ιησούς» [βλ. Ιω. 19, 26] και ποιος μακαρισμός θα μπορούσε να εξισωθεί με αυτόν;
***
(υπομνηματισμός των χωρίων Ιω. 4, 28-42)
(Επιλεγμένα αποσπάσματα από τις ομιλίες ΛΔ΄και ΛΕ΄από το Υπόμνημα του Ιερού Χρυσοστόμου στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο)
«Ἀφῆκεν οὖν τὴν ὑδρίαν αὐτῆς ἡ γυνὴ καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ λέγει τοῖς ἀνθρώποις· δεῦτε ἴδετε ἄνθρωπον ὃς εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα· μήτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός; (: Η δε γυναίκα άφησε από τη μεγάλη της συγκίνηση την στάμνα της στο πηγάδι και έφυγε για την πόλη, όπου και είπε στους ανθρώπους: ’’ελάτε να δείτε έναν άνθρωπο, ο οποίος μου είπε όλα όσα έχω κάνει. Μήπως αυτός είναι ο Χριστός;)» [Ιω. 4, 28].
Χρειαζόμαστε μεγάλη θερμότητα και άγρυπνο ζήλο, διότι χωρίς αυτόν δεν είναι δυνατόν να αποκτήσουμε τα αγαθά που έχουν εξαγγελθεί για εμάς. Και για να δείξει αυτό ο Χριστός άλλοτε μεν λέγει: «καὶ ὃς οὐ λαμβάνει τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἔστι μου ἄξιος (: και όποιος δεν παίρνει τη σταθερή απόφαση να υποστεί κάθε ταλαιπωρία και σταυρικό ακόμη θάνατο για την πίστη του σε εμένα και δε με ακολουθεί ως αρχηγό και υπόδειγμά του, δεν είναι άξιος για εμένα)» [Ματθ. 10, 38]· και άλλοτε: «Πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ τί θέλω εἰ ἤδη ἀνήφθη! (: Ήρθα να βάλω φωτιά στη γη, φλογερό ζήλο και ενθουσιασμό στις καρδιές των καλοπροαίρετων, ο οποίος όμως ζήλος θα ανάψει στους κακοπροαίρετους πυρκαγιά μίσους εναντίον εμένα και των οπαδών μου. Και τι άλλο θέλω, εάν τώρα έχει πλέον ανάψει αυτή η φωτιά!)» [Λουκ. 12, 49] Και με τις δύο αυτές παραβολικές εκφράσεις θέλει να μας παρουσιάσει τον διακαή και φλογερό μαθητή, ο οποίος είναι έτοιμος για κάθε κίνδυνο. Παρόμοια λοιπόν ήταν και η γυναίκα αυτή. Διότι τόσο πολύ διακαής ενθουσιασμός την κατέλαβε από τα λεχθέντα, ώστε και τη στάμνα να αφήσει και τον σκοπό για τον οποίο ήλθε και να τρέξει στην πόλη και να προσκαλέσει όλους τους ανθρώπους προς τον Ιησού. «Ελάτε», λέγει, «να δείτε έναν άνθρωπο, ο οποίος μου είπε όλα όσα έκανα».
Κοίταξε ζήλο και σύνεση. Ήλθε να βγάλει νερό και επειδή συνάντησε την αληθινή πηγή περιφρόνησε πλέον την αισθητή. Έτσι μας διδάσκει, έστω και με μικρό παράδειγμα, να αδιαφορούμε για τα βιοτικά και να μη φροντίζουμε καθόλου για αυτά, όταν πρόκειται να ακούσουμε την πνευματική διδασκαλία. Διότι εκείνο που έκαναν οι απόστολοι, το έκανε και αυτή σε μεγαλύτερο μάλιστα βαθμό. Εκείνοι μεν, αφού κλήθηκαν από τον Χριστό, άφησαν τα δίκτυα, ενώ αυτή από μόνη της αφήνει τη στάμνα, χωρίς να της το ζητήσει κανείς, και κάνει έργο Ευαγγελιστών, επειδή η ανεκλάλητή της χαρά τής έδωσε φτερά. Και δεν προσκαλεί ένα ή δύο πρόσωπα, όπως έκαναν ο Ανδρέας και ο Φίλιππος, αλλά αφού ξεσήκωσε πόλη ολόκληρη και τόσο πολύ κόσμο, έτσι τους οδήγησε προς τον Ιησού.
Και πρόσεξε με πόση σύνεση ομιλεί. Δεν είπε δηλαδή, ‘’ελάτε να δείτε τον Χριστό’’, αλλά με τον κατάλληλο τρόπο, όπως την προσείλκυσε ο Χριστός, προσκαλεί και αυτή τους ανθρώπους. Διότι λέγει : «Ελάτε να δείτε έναν άνθρωπο, ο οποίος μου είπε όλα όσα έκανα». Μπορούσε βέβαια να ομιλήσει διαφορετικά και να πει «Ελάτε να δείτε έναν προφήτη», αλλά όταν πυρωθεί μία ψυχή από το θείο πυρ, δεν προσέχει πλέον τίποτε το γήινο, ούτε τη δόξα ούτε την αισχύνη, αλλά είναι εξ ολοκλήρου αφοσιωμένη στη φλόγα που την κατέχει. «Μήπως είναι αυτός ο Χριστός;». Κοίταξε πάλι τη μεγάλη σοφία της γυναικός. Ούτε μίλησε σαφώς, ούτε και σιώπησε. Διότι ήθελε να μην προσελκύσει τους συνανθρώπους της με τη δική της απόφαση, αλλά με την ακρόαση του Κυρίου να τους καταστήσει κοινωνούς της αποφάσεως αυτής, πράγμα που έκανε περισσότερο ευπρόσδεκτο τον λόγο. Αν και δεν της αποκάλυψε ολόκληρη τη ζωή της, εντούτοις από τα λεχθέντα πείστηκε και για τα άλλα. Και δεν τους είπε «ελάτε να πιστέψετε», αλλά «ελάτε να δείτε», το οποίο ήταν ελαφρότερο από το πρώτο και περισσότερο τους προσείλκυε.
Βλέπεις τη σοφία της γυναικός; Διότι γνώριζε, το γνώριζε καλά ότι όταν θα γεύονταν από την Πηγή εκείνη, θα πάθαιναν το ίδιο με αυτήν. Αν και σε περίπτωση που στη θέση της θα ήταν κάποιος άλλος με μεγαλύτερη πνευματική ακαμψία, θα απέκρυπτε το παράπτωμά της, ενώ αυτή διαπομπεύει τη ζωή της και αποκαλύπτει τον Κύριο σε όλους, με σκοπό να σαγηνεύσει και να προσελκύσει τους πάντες. «Ἐν δὲ τῷ μεταξὺ ἠρώτων αὐτὸν οἱ μαθηταὶ λέγοντες· ῥαββί, φάγε (: Στο μεταξύ οι μαθητές παρακαλούσαν τον Διδάσκαλο και έλεγαν: ‘’Διδάσκαλε, φάγε’’)» [Ιω. 4, 31]. Το ρήμα «ἠρώτων» εδώ σημαίνει «παρακαλούσαν» στην τοπική διάλεκτό τους. Επειδή δηλαδή Τον έβλεπαν κουρασμένο από την οδοιπορία και από την επικρατούσα ζέστη, Τον παρακαλούσαν να φάει κάτι. Το ότι Τον παρακαλούσαν να λάβει τροφή δεν ήταν βέβαια ένδειξη αδιακρισίας και απερίσκεπτης παρορμητικότητας, αλλά ένδειξη στοργής προς τον Διδάσκαλο. Τι απάντησε λοιπόν ο Χριστός; «ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐγὼ βρῶσιν ἔχω φαγεῖν, ἣν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε (: Αυτός όμως, απορροφημένος από το υψηλό πνευματικό έργο Του και αδιάφορος για την υλική τροφή, τους είπε: ’’εγώ έχω φαγητό να φάγω, που εσείς δεν το ξέρετε’’.)»[Ιω. 4, 32]. «ἔλεγον οὖν οἱ μαθηταὶ πρὸς ἀλλήλους· μή τις ἤνεγκεν αὐτῷ φαγεῖν; (: Έλεγαν τότε μεταξύ τους οι μαθητές: ‘’μήπως Του έφερε κανείς να φάει;’’)» [Ιω. 4, 33]. Γιατί λοιπόν εκπλήττεσαι, επειδή η γυναίκα, όταν άκουσε για νερό, νόμιζε ακόμη ότι της ομιλεί για το φυσικό νερό, όταν βέβαια οι μαθητές παθαίνουν τα ίδια ακόμη και δεν αντιλαμβάνονται μέχρι τώρα τίποτε το πνευματικό, αλλά βρίσκονται σε απορία, αποδίδουν όμως στον Διδάσκαλό τους τον συνήθη σεβασμό και τιμή συζητώντας μεταξύ τους, χωρίς να Τον ρωτήσουν; Το ίδιο κάνουν και σε άλλες περιπτώσεις, που αισθάνονται την επιθυμία να Τον ρωτήσουν, αλλά δεν Τον ρωτούν.
Και ο Χριστός τι κάνει; Τους λέγει: «ἐμὸν βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με καὶ τελειώσω αὐτοῦ τὸ ἔργον (: Δική μου πολυτιμότατη τροφή είναι να πράττω το θέλημα Εκείνου, ο οποίος με έστειλε και να αποπερατώσω στον τέλειο βαθμό και με τον τέλειο τρόπο το έργο Του, δηλαδή τη σωτηρία των ανθρώπων)» [Ιω. 4, 34]. Τη σωτηρία των ανθρώπων την ονόμασε εδώ «βρῶσιν», για να δείξει το μέγεθος του ενδιαφέροντός Του για εμάς. Διότι όπως ακριβώς σε εμάς είναι ποθητό το φαγητό, έτσι και για Αυτόν η σωτηρία μας. Άκουσε λοιπόν με ποιον τρόπο σε κάθε περίπτωση δεν αποκαλύπτει εύκολα και αμέσως τα πάντα, αλλά κατά πρώτον εμβάλλει σε απορία τον ακροατή, ώστε, αφού αρχίσει να αναζητεί τη σημασία αυτού που ειπώθηκε, στη συνέχεια, βρισκόμενος σε κατάσταση απορίας και κοπιώδους προβληματισμού, να δεχθεί με μεγαλύτερη προθυμία τη λύση του ζητουμένου και να δείξει περισσότερο ενδιαφέρον για την ακρόαση. Πραγματικά γιατί δεν τους είπε ευθέως «Δική μου τροφή είναι να πράττω το θέλημα του Πατρός μου»; – μολονότι και αυτό δεν ήταν σαφές, αλλά οπωσδήποτε ήταν σαφέστερο του προηγουμένου – αλλά τι είπε; «Εγώ», λέγει, «έχω τροφή να φάγω, την οποία εσείς δεν γνωρίζετε». Προηγουμένως δηλαδή, όπως είπα, με την απορία επιθυμεί να τους καταστήσει περισσότερο προσεκτικούς και να τους συνηθίσει να ακούνε τα λεγόμενα και διαμέσου παρόμοιων αινιγματικών εκφράσεων.
Ποιο είναι λοιπόν το θέλημα του Πατρός; Το λέγει στη συνέχεια και το επεξηγεί: «οὐχ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἔτι τετράμηνός ἐστι καὶ ὁ θερισμὸς ἔρχεται; ἰδοὺ λέγω ὑμῖν, ἐπάρατε τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν καὶ θεάσασθε τὰς χώρας, ὅτι λευκαί εἰσι πρὸς θερισμὸν ἤδη (: Δε λέτε εσείς ότι τετράμηνος είναι ακόμη και ο θερισμός έρχεται; Εκτός όμως από τον υλικό θερισμό, υπάρχει και ο πνευματικός. Ιδού σας λέγω, σηκώστε τα μάτια σας και κοιτάξτε τους Σαμαρείτες που έρχονται και τις άλλες χώρες και θα δείτε ότι είναι έτοιμοι πλέον για τον θερισμό, όπως όταν από πράσινα σιτηρά ωριμάσουν και φαίνονται λευκά τα στάχυα, είναι έτοιμα για θερισμό)» [Ιω. 4, 36] .
Να λοιπόν που πάλι με τις συνηθισμένες λέξεις τούς εξυψώνει στην κατανόηση των μεγίστων ζητημάτων. Διότι, όταν είπε «τροφή», τίποτε άλλο δεν δήλωσε, παρά τη σωτηρία των ανθρώπων, που επρόκειτο σε λίγο να έρθουν [δηλαδή των Σαμαρειτών που πήγαινε να προσκαλέσει η γυναίκα εν τω μεταξύ για να γνωρίσουν και εκείνοι τον Μεσσία]. Επίσης η «χώρα» και ο «θερισμός» το ίδιο φανερώνουν, το πλήθος των ψυχών δηλαδή, οι οποίες είναι έτοιμες για να δεχθούν σε λίγο το κήρυγμα. Επίσης, με τη λέξη «ὀφθαλμοὺς» εδώ εννοεί και τους νοερούς και τους σωματικούς. Διότι έβλεπαν πλέον το πλήθος των Σαμαρειτών να έρχεται· επίσης, την ετοιμότητα της διαθέσεως και την καλή προαίρεση των Σαμαρειτών την ονομάζει «χωράφια» που είναι λευκά. Δηλαδή όπως ακριβώς τα στάχυα, όταν γίνουν λευκά, είναι έτοιμα για το θερισμό, ομοιοτρόπως τώρα και αυτοί, λέγει, είναι προετοιμασμένοι και πρόθυμοι για σωτηρία.
Και γιατί δεν τους είπε καθαρά ότι έρχονται οι άνθρωποι να πιστέψουν και είναι έτοιμοι να αποδεχθούν τον λόγο της σωτηρίας, επειδή κατηχήθηκαν από τους προφήτες και τώρα δίδουν τον καρπό της πνευματική σποράς, αλλά τους ονόμασε «χωράφια» και μίλησε για «θερισμό»; Τι επιδιώκει ο Κύριος με αυτά τα σχήματα του λόγου; Διότι όχι μόνο εδώ, αλλά και σε όλο το Ευαγγέλιο πράττει το ίδιο. Επίσης και οι προφήτες χρησιμοποιούν τον ίδιο τρόπο διδασκαλίας και πολλά λένε με μεταφορική σημασία. Ποια είναι η αιτία αυτού λοιπόν; Διότι η χάρη του Αγίου Πνεύματος δεν όρισε αυτόν τον τρόπο διδασκαλίας χωρίς αιτία. Αλλά για ποιο λόγο και προς ποιο σκοπό; Για δύο λόγους. Ο ένας είναι για να καταστήσει περισσότερο εμφαντικό και παραστατικό τον λόγο και να γίνουν περισσότερο κατανοητά τα λεγόμενα. Διότι ο νους, όταν συναντήσει εικόνα των πραγμάτων με τις γνωστές και συνήθεις λέξεις διατυπωμένη, διεγείρεται περισσότερο και όπως να βλέπει τα πράγματα σε πίνακα ζωγραφικής, σαγηνεύεται πολύ από αυτά. Αυτός είναι ο ένας λόγος. Ο δεύτερος είναι να κάνει θελκτικότερη τη διήγηση και να διατηρηθεί μονιμότερη η μνήμη των όσων λέγονται. Διότι πραγματικά δεν αιχμαλωτίζει και δεν καθοδηγεί τόσο τους περισσότερους ακροατές μία γνώμη, όσο η διήγηση που γίνεται με βάση τα πράγματα, καθώς και η απεικόνιση των όσων εκ πείρας γνωρίζουμε. Αυτό μπορούμε να το δούμε να γίνεται με μεγάλη σοφία στις παραβολές.
«καὶ ὁ θερίζων μισθὸν λαμβάνει καὶ συνάγει καρπὸν εἰς ζωὴν αἰώνιον, ἵνα καὶ ὁ σπείρων ὁμοῦ χαίρῃ καὶ ὁ θερίζων (: Και εκείνος, που θερίζει στον πνευματικό αυτόν αγρό, παίρνει τον μισθό του και χαίρεται, διότι προσκαλεί και συγκεντρώνει τους ανθρώπους για την αιώνια ζωή. Έτσι και στην πνευματική καλλιέργεια και εκείνος που σπείρει, δηλαδή εγώ, χαίρεται, όπως επίσης χαίρεστε και εσείς που θα θερίσετε)» [Ιω. 4, 36]. Διότι ο καρπός του επίγειου θερισμού δε γίνεται για την αιώνια ζωή αλλά προορίζεται για την εδώ πρόσκαιρη ζωή, ενώ ο πνευματικός για την αγέραστη και αθάνατη ζωή.
Βλέπεις ότι οι λέξεις είναι αντιληπτές με τις αισθήσεις, τα νοήματα όμως είναι πνευματικά και ότι με αυτές τις λέξεις ξεχωρίζει τα γήινα από τα ουράνια; Εκείνο δηλαδή που έκανε με το νερό, συζητώντας με τη Σαμαρείτιδα και ανέφερε το χαρακτηριστικό του γνώρισμα, όταν είπε «όποιος πίνει από το νερό αυτό, δε θα διψάσει», το ίδιο κάνει και στην προκειμένη περίπτωση, όταν λέγει ότι ο καρπός αυτός συγκεντρώνεται για τη ζωή την αιώνια.
«Για να χαίρονται ταυτόχρονα μαζί και αυτός που σπέρνει και αυτός που θερίζει». Ποιος είναι αυτός που σπέρνει και ποιος είναι αυτός που θερίζει; Οι προφήτες ήταν αυτοί που έσπειραν, δεν θέρισαν όμως αυτοί, αλλά οι Απόστολοι. Και όμως εξαιτίας αυτού δε στερήθηκαν την ευχαρίστηση και την αμοιβή των κόπων τους, αλλά ευχαριστούνται και χαίρονται μαζί μας, έστω και αν δε θερίζουν μαζί με εμάς. Διότι ο θερισμός δεν είναι η ίδια εργασία με τη σπορά. Όπου δηλαδή ο κόπος είναι λιγότερος και μεγαλύτερη η ευχαρίστηση, για το έργο αυτό σάς διατήρησα και σας όρισα, όχι για τη σπορά. Διότι σε αυτήν την εργασία απαιτείται μεγάλη ταλαιπωρία και κόπος· ενώ στο θερισμό η μεν συγκομιδή είναι άφθονη, ο δε κόπος όχι τόσο πολύς, αλλά και η ευκολία μεγαλύτερη.
Στην προκειμένη περίπτωση, με όσα λέγει, θέλει να δείξει ότι και των προφητών το θέλημα αυτό ήταν, να έλθουν δηλαδή οι άνθρωποι κοντά Μου. Αυτό άλλωστε το προετοίμαζε και ο νόμος. Για τούτο και έσπειραν, για να παραχθεί αυτός ο καρπός. Φανερώνει ότι και εκείνους Αυτός τους απέστειλε και ότι η συγγένεια της Καινής Διαθήκης με την Παλαιά είναι μεγάλη και με την παραβολή αυτή έφερε τα πάντα σε στενή σχέση.
Ανέφερε επίσης και μία παροιμία που ήταν σε μεγάλη χρήση: «ἐν γὰρ τούτῳ ὁ λόγος ἐστὶν ὁ ἀληθινός, ὅτι ἄλλος ἐστὶν ὁ σπείρων καὶ ἄλλος ὁ θερίζων (: Και στην περίσταση αυτή εφαρμόζεται η αληθινή παροιμία, που λέγει ότι άλλος έχει σπείρει και άλλος θερίζει. Εγώ έσπειρα, εσείς και οι διάδοχοί σας θα θερίσετε)» [Ιω. 4, 37]. Αυτά τα έλεγαν οι άνθρωποι, όσες φορές άλλοι υφίσταντο τους κόπους και άλλοι απολάμβαναν τους καρπούς και λέγει η παροιμία αυτή εφαρμόζεται επακριβώς σε αυτούς. Διότι κοπίασαν μεν οι προφήτες, εσείς όμως τους καρπούς, που θα παραχθούν από τους κόπους εκείνων, θα δρέψετε. Και δεν είπε, τους μισθούς – διότι και εκείνων ο πολύς κόπος δεν ήταν άμισθος – αλλά τους «καρπούς»· το ίδιο έκανε και ο Δανιήλ. Πραγματικά και αυτός χρησιμοποίησε παροιμία που έλεγε: «καθὼς λέγεται ἡ παραβολὴ ἡ ἀρχαία· ἐξ ἀνόμων ἐξελεύσεται πλημμέλεια· καὶ ἡ χείρ μου οὐκ ἔσται ἐπὶ σέ (: Όπως λέγει και κάποια αρχαία παροιμία: Από τους κακούς προέρχεται ως καρπός η κακία. Όμως εγώ δε θα απλώσω το χέρι πάνω σου)» [Α΄Βασ. 24, 14]. Επίσης και ο Δαβίδ στον θρήνο του θυμάται ανάλογη παροιμία.
Γι’ αυτό πρόφθασε ο Κύριος και είπε: «Για να χαίρονται μαζί και αυτός που σπέρνει και αυτός που θερίζει». Επειδή δηλαδή επρόκειτο να τους πει, ότι άλλος έσπειρε και άλλος θερίζει, για να μη σχηματίσει κανείς την εντύπωση, όπως είπα, ότι οι προφήτες έχουν στερηθεί τον μισθό τους, λέγει κάτι το νέο και το παράδοξο, το οποίο δε συμβαίνει στα υλικά και αισθητά πράγματα, αλλά χαρακτηρίζει ιδιαίτερα τα πνευματικά. Διότι στα πράγματα που υποπίπτουν στις αισθήσεις μας, εάν συμβεί άλλος να σπείρει και άλλος να θερίσει, όχι μόνο δε χαίρονται μαζί του και όσοι έσπειραν, αλλά και αγανακτούν, επειδή κοπίασαν για άλλους και μόνο όσοι θερίζουν χαίρονται. Στα πνευματικά όμως θέματα δεν είναι το ίδιο, αλλά και όσοι δε θερίζουν εκείνα που έσπειραν, χαίρονται εξίσου με αυτούς που θερίζουν. Συνεπώς είναι φανερό ότι και αυτοί συμμετέχουν στην αμοιβή.
«ἐγὼ ἀπέστειλα ὑμᾶς θερίζειν ὃ οὐχ ὑμεῖς κεκοπιάκατε· ἄλλοι κεκοπιάκασι, καὶ ὑμεῖς εἰς τὸν κόπον αὐτῶν εἰσεληλύθατε (: Εγώ σας έστειλα για να θερίσετε εκείνο για το οποίο εσείς δεν έχετε κοπιάσει. Άλλοι, εγώ και οι προφήτες πριν από εμένα, κοπίασαν, και εσείς έχετε εισέλθει στους κόπους τους, για να θερίσετε)» [Ιω. 4, 38]. Με όσα λέγει τους δίνει περισσότερο θάρρος. Επειδή δηλαδή εθεωρείτο ότι είναι επίπονο έργο το να περιέλθουν την οικουμένη και να κηρύξουν το Ευαγγέλιο, τους αποδεικνύει ότι είναι και εύκολο. Διότι το πάρα πολύ επίπονο ήταν εκείνο, το οποίο και απαιτούσε πολύ κόπο, το να πραγματοποιηθεί δηλαδή η σπορά και να οδηγηθεί σε θεογνωσία η αμύητη ψυχή.
Αλλά με ποιο σκοπό τα λέγει αυτά; Για να μην πανικοβάλλονται, όταν θα τους απέστελλε στο κήρυγμα, με την ιδέα ότι αποστέλλονται σε εργασία επίπονη. Διότι περισσότερο κοπιαστικό και δύσκολο ήταν το έργο των προφητών, λέγει, και σε απόδειξη των λεγομένων έρχεται το έργο, εφόσον εσείς ήλθατε στα εύκολα. Δηλαδή όπως στον θερισμό με ευκολία συγκεντρώνεται ο καρπός και σε μία και μόνη στιγμή γεμίζει το αλώνι από τα δέματα με τα στάχυα και δεν περιμένουν τις μεταβολές του καιρού, τον χειμώνα, την άνοιξη και τη βροχή, έτσι συμβαίνει και εδώ. Και αυτό το φωνάζουν τα ίδια τα έργα· διότι καθώς ο Ιησούς έλεγε αυτά, εξέρχονταν οι Σαμαρείτες και ο καρπός συγκεντρωνόταν με αφθονία. Γι’ αυτό και τους είπε: «ἐπάρατε τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν καὶ θεάσασθε τὰς χώρας, ὅτι λευκαί εἰσι πρὸς θερισμὸν ἤδη (: σηκώστε τα μάτια σας και δείτε τα χωράφια, επειδή είναι ήδη έτοιμα για θερισμό) [Ιω. 4, 35].
Αυτά λοιπόν είπε ο Κύριος και το πράγμα αποδείχτηκε, διότι τα λόγια επιβεβαιωθήκαν από τα έργα: «Ἐκ δὲ τῆς πόλεως ἐκείνης πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν τῶν Σαμαρειτῶν διὰ τὸν λόγον τῆς γυναικός, μαρτυρούσης ὅτι εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα. (: από την πόλη εκείνη πολλοί από τους Σαμαρείτες πίστεψαν σε Αυτόν εξαιτίας του λόγου της γυναικός που μαρτυρούσε ότι ‘’μου είπε όλα όσα έκανα’’)»[Ιω. 4, 38]. Έβλεπαν βέβαια ότι η γυναίκα δε θα επαινούσε Εκείνον ο οποίος της αποκάλυψε τα αμαρτήματά της, ούτε πάλι θα διαπόμπευε έτσι τη ζωή της για να κάνει τη χάρη σε κάποιον άλλο. Ας μιμηθούμε λοιπόν τη γυναίκα αυτή και εμείς και για τα αμαρτήματά μας να μην ντρεπόμαστε τους ανθρώπους, αλλά πρέπει να φοβούμαστε τον Θεό, ο οποίος και τώρα βλέπει αυτό που γίνεται, και τότε τιμωρεί όσους δε μετανοούν σήμερα. Διότι όποιος στην παρούσα ζωή προσέχει μόνο την ντροπή των ανθρώπων, χωρίς να ντρέπεται να πράξει κάτι το άτοπο, ενώ τον βλέπει ο Θεός και δε θέλει να μετανοήσει και να αλλάξει διαγωγή, αυτός κατά την ημέρα εκείνη, όχι ενώπιον ενός ή δύο ανθρώπων, αλλά της οικουμένης ολόκληρης πρόκειται να λάβει τιμωρία.
[…] «ὡς οὖν ἦλθον πρὸς αὐτὸν οἱ Σαμαρεῖται, ἠρώτων αὐτὸν μεῖναι παρ᾿ αὐτοῖς· καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ δύο ἡμέρας. καὶ πολλῷ πλείους ἐπίστευσαν διὰ τὸν λόγον αὐτοῦ, τῇ τε γυναικὶ ἔλεγον ὅτι οὐκέτι διὰ τὴν σὴν λαλιὰν πιστεύομεν· αὐτοὶ γὰρ ἀκηκόαμεν, καὶ οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστός (: Όταν λοιπόν ήλθαν σε Αυτόν οι Σαμαρείτες, Τον παρακαλούσαν να μείνει μαζί τους· και έμεινε εκεί δύο ημέρες. Και από τη διδασκαλία, που τους έκανε, πίστεψαν πολύ περισσότεροι σε Αυτόν. Και στη γυναίκα έλεγαν ότι στον Ιησού δεν πιστεύουμε πλέον από όσα εσύ μας είπες για Αυτόν, αλλά διότι εμείς οι ίδιοι Τον έχουμε ακούσει και γνωρίζουμε καλά ότι πράγματι Αυτός είναι ο Σωτήρας του κόσμου, ο Χριστός)». [Ιω. 4, 40-42].
Tίποτα δεν είναι χειρότερο από τον φθόνο και τη ζηλοτυπία. Αυτή συνήθως φθείρει τα πολλά αγαθά. Οι Ιουδαίοι δηλαδή, οι οποίοι είχαν περισσότερες θρησκευτικές γνώσεις και είχαν έλθει σε επαφή με τους προφήτες, φάνηκαν κατώτεροι. Διότι οι Σαμαρείτες από την πληροφορία της γυναικός και μόνο, χωρίς να δουν κανένα θαύμα, εξήλθαν και παρακαλούσαν τον Χριστό να παραμείνει μαζί τους, ενώ οι Ιουδαίοι, αν και είδαν τα θαύματα, όχι μόνο δεν Τον κράτησαν μαζί τους, αλλά και Τον εξεδίωκαν και τα πάντα έκαναν, ώστε να Τον απομακρύνουν και από τη χώρα τους, μολονότι η επί γης παρουσία του Κυρίου για αυτούς είχε γίνει. Αλλά εκείνοι μεν Τον εξεδίωκαν, ενώ αυτοί Του ζητούσαν να παραμείνει μαζί τους.
Πες μου, σε παρακαλώ, αυτούς, αν και Τον παρακαλούσαν και Τον ικέτευαν, δεν έπρεπε να τους πλησιάσει ο Κύριος, αλλά να μένει κοντά σε εκείνους που Τον εχθρεύονταν και Τον εκδίωκαν, ενώ σε όσους Τον αγαπούσαν και ήθελαν να Τον έχουν κοντά τους να μη δίνει τον εαυτό Του αλλά να τους εγκαταλείψει; Αλλά αυτό δεν θα ήταν αντάξιο προς την πρόνοια και το ενδιαφέρον Αυτού. Για τον λόγο αυτό δέχτηκε και παρέμεινε κοντά τους για δύο ημέρες. Αυτοί βέβαια ήθελαν να Τον κρατήσουν συνέχεια μαζί τους – διότι αυτό έδειξε ο Ευαγγελιστής όταν είπε: «Τον παρακαλούσαν να μείνει μαζί τους» – , ο Ιησούς όμως δεν το αρνιόταν, αλλά έμεινε μόνο δύο μέρες και κατά τη διάρκεια των ημερών αυτών πίστεψαν πολύ περισσότεροι.
Βέβαια ήταν φυσικό να μην πιστέψουν αυτοί, επειδή και κανένα θαύμα δεν είχαν δει και ήταν εχθρικώς διακείμενοι προς τους Ιουδαίους. Και όμως, επειδή έκριναν τα λεγόμενα με βάση την αλήθεια, δεν έλαβαν υπόψη την εχθρότητα αυτή, αλλά η σκέψη τους ήταν ανώτερη από τα εμπόδια και φιλοτιμούνταν να θαυμάζουν περισσότερο τον Ιησού. «Και στη γυναίκα έλεγαν ότι ‘’δεν πιστέψαμε πλέον για τα όσα μας είπες εσύ, διότι εμείς ι ίδιοι έχουμε ακούσει Αυτόν και γνωρίζουμε ότι Αυτός είναι αληθώς ο Σωτήρ του κόσμου, ο Χριστός’’».
Οι μαθητές υπερέβησαν τον Διδάσκαλο. Διότι αυτοί θα μπορούσαν δίκαια να κατηγορήσουν τους Ιουδαίους και με την πίστη τους και με την υποδοχή του Κυρίου. Οι Ιουδαίοι δηλαδή, χάριν των οποίων όλο το έργο Του έκανε ο Κύριος, συνεχώς Τον λιθοβολούσαν, ενώ οι Σαμαρείτες Τον προσείλκυσαν προς το μέρος τους, έστω και αν δεν κατευθυνόταν προς αυτούς. Και οι μεν παρά τα θαύματα μένουν αδιόρθωτοι, αυτοί όμως χωρίς θαύματα έδειξαν μεγάλη πίστη σε Αυτόν και συναγωνίζονται σε αυτό ακριβώς, να πιστέψουν δηλαδή χωρίς θαύματα, ενώ εκείνοι δεν παύουν και θαύματα να ζητούν και να Τον πειράζουν. Τόσο μονάχα χρειάζεται σε κάθε περίπτωση η ευσεβής και ευγνώμων ψυχή. Και όταν η αλήθεια συναντήσει παρόμοια ψυχή, εύκολα κυριαρχεί. Και αν δεν επικρατήσει, αυτό δεν οφείλεται στη δική της αδυναμία, αλλά στην αγνωμοσύνη της ψυχής. Διότι και ο ήλιος, όταν πέσει σε υγιείς οφθαλμούς, εύκολα φωτίζει. Και αν δε φωτίσει, το σφάλμα οφείλεται στην ασθένεια εκείνων και όχι στην αδυναμία αυτού.
Άκουσε λοιπόν τι λέγουν οι Σαμαρείτες: «Γνωρίζουμε ότι Αυτός είναι αληθώς ο Σωτήρας του κόσμου, ο Χριστός». Βλέπεις ότι αμέσως αντιλήφθηκαν ότι επρόκειτο να προσελκύσει την οικουμένη και ότι ήλθε να τακτοποιήσει την κοινή σωτηρία και ακόμη ότι δε σκόπευε να περιορίσει το ενδιαφέρον Του στους Ιουδαίους μόνο, αλλά ότι παντού θα έσπειρε τον λόγο Του; Όμως οι Ιουδαίοι δε συμπεριφέρονται τοιουτοτρόπως. Αντίθετα επιδιώκουν να στηρίξουν την δική τους δικαιοσύνη και δεν υποτάχτηκαν στη δικαιοσύνη του Θεού. Οι Σαμαρείτες όμως, παραδεχόμενοι ότι οι πάντες βρίσκονται υπό καταδίκη, υποδηλώνουν εκείνο τον αποστολικό λόγο που λέγει: «πάντες γὰρ ἥμαρτον καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, δικαιούμενοι δωρεὰν τῇ αὐτοῦ χάριτι διὰ τῆς ἀπολυτρώσεως τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ (: διότι όλοι ανεξαιρέτως αμάρτησαν και έχουν στερηθεί από τη δόξα, που έχει και μεταδίδει ο Θεός. Γίνονται δε όλοι δίκαιοι και παίρνουν τη σωτηρία δωρεάν με τη χάρη του Θεού, δια της εξαγοράς από την αμαρτία, όπως αυτή πραγματοποιήθηκε με τη θυσία του Ιησού Χριστού)». [Ρωμ. 3, 23-24]. Με το να πουν δηλαδή ότι είναι ο Σωτήρας του κόσμου, έδειξαν ότι είναι Σωτήρας του χαμένου και αμαρτωλού κόσμου και μάλιστα όχι απλώς Σωτήρας, αλλά Σωτήρας στα σπουδαιότατα και μέγιστα πράγματα. Ήλθαν βέβαια πολλοί με σκοπό να σώσουν, και προφήτες και άγγελοι, αλλά ο αληθινός Σωτήρας είναι αυτός, λέγει, ο οποίος προσφέρει την αληθινή σωτηρία και όχι την πρόσκαιρη μόνο.
Αυτό είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα της ειλικρινούς πίστεως, διότι οι Σαμαρείτες είναι άξιοι θαυμασμού και από τις δύο απόψεις. Αφενός μεν διότι πίστεψαν, αφετέρου δε διότι πίστεψαν χωρίς θαύματα· αυτούς μακαρίζει και ο Χριστός, όταν λέγει: «μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες (: Μακάριοι θα είναι από εδώ και πέρα στους αιώνες των αιώνων, εκείνοι οι οποίοι μολονότι δε με είδαν, πίστεψαν)» [Ιω. 20, 29] και μάλιστα η πίστη τους ήταν ειλικρινής. Αν και άκουσαν τη γυναίκα να τους λέγει με αμφιβολία: «Μήπως Αυτός είναι ο Χριστός;» [Ιω. 4, 29], δεν είπαν και αυτοί ότι «και εμείς έχουμε αυτήν την υποψία», ούτε ότι «νομίζουμε», αλλά ότι «γνωρίζουμε» και μάλιστα όχι απλώς «γνωρίζουμε» αλλά ότι «Αυτός είναι αληθώς ο Σωτήρας του κόσμου». Δεν παραδέχονταν βέβαια τον Χριστό ως έναν από τους πολλούς σωτήρες, αλλά ως τον όντως Σωτήρα. Και όμως ποιον είδαν να σώζεται; Τους λόγους άκουσαν μόνο και είπαν εκείνα ακριβώς τα οποία θα έλεγαν, εάν έβλεπαν και θαύματα πολλά και μεγάλα.
Και για ποιο λόγο δε μας αναφέρουν οι Ευαγγελιστές αυτούς τους λόγους και ότι τους ομίλησε κατά τρόπο θαυμαστό; Για να μάθεις ότι πολλά από τα σπουδαία και μεγάλα τα παραλείπουν. Άλλωστε από το τελική έκβαση απέδειξαν τα πάντα, διότι με τα λεχθέντα έπεισε λαό ολόκληρο και όλη την πόλη. Όπου όμως δεν πείθονται οι άνθρωποι, τότε αναγκάζονται οι Ευαγγελιστές να εκθέτουν και όσα ειπώθηκαν, για να μην κατηγορεί κανείς τον ομιλητή από την αγνωμοσύνη των ακροατών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου