Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ Πέμπτῃ τῆς ἕκτης Ἑβδομάδος ἀπὸ τοῦ Πάσχα, τὴν Ἀνάληψιν[1] ἑορτάζομεν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Όταν ο Ιησούς ήταν μαζί με τους μαθητές Του πριν απ’ το εκούσιο πάθος Του, τους υποσχέθηκε τον ερχομό του Παναγίου Πνεύματος με τα εξής λόγια: «Είναι συμφέρον σας να φύγω εγώ,[2] γιατί αν δε φύγω, δεν πρόκειται να έρθει ο Παράκλητος» (=ο Παρηγορητής, το Άγιο Πνεύμα). Κι άλλη φορά τους είπε κάτι σχετικό: «Όταν έλθη Εκείνος (ο Παράκλητος, το Άγιο Πνεύμα), θα σας διδάξει όλη την αλήθεια».
Μετά την Ανάστασή Του, λοιπόν, για σαράντα μέρες φανερωνόταν στους μαθητές Του, όχι πάντοτε, αλλά περιστασιακά. Έτρωγε κι έπινε μαζί τους κι έτσι τους βεβαίωνε καλύτερα για την Ανάστασή Του.[3] Τις τελευταίες μέρες μάλιστα τους μίλησε και τους υποσχέθηκε πολλά για τη Βασιλεία των Ουρανών. Τότε τους παρήγγειλε να μη φύγουν απ’ την Ιερουσαλήμ, αλλά να περιμένουν εκεί τον ερχομό του Παναγίου Πνεύματος, ώστε να βαπτισθούν μ’ Αυτό.[4]
Μέχρι τότε ήταν βαπτισμένοι μόνον με νερό (ἐν ὕδατι) απ’ τον Ιωάννη τον Βαπτιστή κι όχι με Άγιο Πνεύμα.[5] (Επομένως αργότερα λανθασμένα ο Άγιος Επιφάνιος[6] Κύπρου έγραψε ότι ο Ιωάννης ο Θεολόγος εβάπτισε τη Θεοτόκο κι ο Απόστολος Πέτρος τους υπολοίπους Αποστόλους).
Ο Κύριος τους έδωσε εντολή να μείνουν στην Ιερουσαλήμ και να εδραιώσουν εκεί το κήρυγμα του Ευαγγελίου, γιατί αν έφευγαν αμέσως για άλλους τόπους υπήρχε κίνδυνος να συκοφαντηθούν (ότι έφυγαν από φόβο για τη ζωή τους). Εξάλλου έπρεπε να προετοιμαστούν πρώτα με τα όπλα του Πνεύματος σαν στρατιώτες του Χριστού, και μετά να προχωρήσουν σε μάχη με τους εχθρούς.
Όταν έφθασε ο καιρός να αναληφθεί, πήρε τους Μαθητές Του και τους έβγαλε έξω από την πόλη της Ιερουσαλήμ, στο Όρος των Ελαιών – ονομάζεται έτσι, γιατί είναι κατάφυτο από ελιές. Συζήτησε πολλά μαζί τους για τη διάδοση του κηρύγματός Του στα πέρατα της γης και για τη μέλλουσα Βασιλεία Του, που θα είναι ακατάλυτη και δε θα έχει τέλος. Συζήτησε μαζί τους, γιατί ήξερε ότι ήθελαν να Τον ρωτήσουν για όλα αυτά. Μαζί τους ήταν κι η πανάμωμος αγία Μητέρα Του. Τότε παρουσιάστηκαν οι άγγελοι που επρόκειτο να συνοδεύσουν την άνοδό Του στους ουρανούς. Και πραγματικά, ενώ Τον έβλεπαν ανάμεσά τους, σηκώθηκε απ’ τη γη. Μία νεφέλη Τον σήκωσε μπροστά στα έκπληκτα βλέμματά τους. Έτσι έφυγε από ανάμεσά τους συνοδευόμενος απ’ τους αγγέλους, που μιλούσαν μεταξύ τους κι έλεγαν για το άνοιγμα των ουρανίων θυρών και για το ότι το σώμα Του είχε βαφεί κόκκινο από το αίμα Του (πρβλ. την φράση του Ησαΐα· «Διατὶ σου ἐρυθρὰ τὰ ἱμάτια;» Ανέβαινε, λοιπόν, προς τον ουρανό, μέχρι που Τον έχασαν από τα μάτια τους και, σαν Θεός και Υιός Θεού που ήταν, κάθισε στα δεξιά του Θεού Πατρός. Έτσι όμως θέωσε και τη δική μας σάρκα, με την οποία ήταν ενδεδυμένος, γιατί κάθισε και με την ανθρώπινη φύση μας στα δεξιά του θρόνου της μεγαλοσύνης του Θεού. Και δε θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι έτσι έκανε την φύση μας ομόθεη, γιατί την έβαλε δίπλα στο θρόνο του Θεού. Εξάλλου μ’ αυτόν τον τρόπο συμφιλιωθήκαμε και πάλι με το Θεό, γιατί διαλύθηκε η παλιά έχθρα που είχε δημιουργηθεί ανάμεσα σ’ Αυτόν και στους Πρωτοπλάστους.
Ανάληψη του Κυρίου
Τότε άγγελοι παρουσιάσθηκαν στους Αποστόλους με μορφή ανδρών και τους είπαν: «Άνδρες Γαλιλαίοι, τι σταθήκατε κατάπληκτοι με το βλέμμα προσηλωμένο στον ουρανό; Αυτός που βλέπετε ως Θεό με σάρκα, ο Ιησούς, θα ξαναρθεί κάποτε με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή με τη σάρκα Του. Μόνο που τότε δεν θα ’ρθει φτωχός και ταπεινός. Θα έρθει με δόξα μεγάλη, όπως τώρα βλέπετε να Τον συνοδεύει πλήθος αγγέλων».
Όταν πια οι Απόστολοι απόκαμαν να ατενίζουν στον ουρανό προς τα ’κει όπου ανέβηκε ο Ιησούς, επέστρεψαν από το όρος των Ελαιών. Αυτό βρίσκεται κοντά στην Ιερουσαλήμ σε απόσταση δύο χιλιάδων σαράντα βημάτων, γιατί τόση είναι η απόσταση που λέγεται από τους Ιουδαίους Σαββάτου οδός (δηλ. η απόσταση που μπορεί να βαδίζει κανείς το Σάββατο). Τέτοιο νόμο έλαβε ο Μωυσής, δηλ. τόσα βήματα να βαδίζουν οι Ιουδαίοι το Σάββατο, γιατί τόσα βήματα απείχε η Σκηνή του Μαρτυρίου απ’ το στρατόπεδο των Εβραίων. Τους επιτρεπόταν να πάνε να προσκυνήσουν ακόμα και την ημέρα του Σαββάτου, όχι όμως πιο μακριά από ’κει. Γι’ αυτό ονομάσθηκε «Σαββάτου οδός». Εξ αιτίας αυτού μερικοί υπέθεσαν ότι η Ανάληψη έγινε ημέρα Σάββατο, όμως αυτό είναι τελείως απίθανο.
Όταν επέστρεψαν οι Απόστολοι κλείστηκαν στο υπερώο, όπου έμεναν και προηγουμένως. Ήταν μαζί τους οι μυροφόρες γυναίκες κι η Μητέρα του Κυρίου. Εκεί αφιερώθηκαν στην προσευχή και την νηστεία και περίμεναν τον ερχομό του Αγίου Πνεύματος, όπως τους υποσχέθηκε[7] ο Κύριος».
Ὁ ἀναληφθεὶς ἐν δόξῃ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.
Ιερομ. Ιερώνυμος Δελημάρης, Τί γιορτάζουμε από το Τριώδιο έως την Πεντηκοστή; Τα συναξάρια του Τριωδίου και του Πεντηκοσταρίου σε απλή γλώσσα, 1η έκδ. Αδελφότης Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Ναυπάκτου, Ναύπακτος, 2001.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου