Του π. Στεφάνου Φρήμαν
Ο Charles Williams, ένας από τους φίλους του C.S. Lewis έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο ‘Η κάθοδος στον Αδη’ στο οποίο παραθέτει την αργή και αδυσώπητη καταδίκη μιάς ψυχής. Τις επιλογές που έκανε ή δεν έκανε- περισσότερο ως μιά καταγραφή παραλυσίας παρά θεληματικής ανταρσίας. Αυτό το βιβλίο μάς παραθέτει πραγματική τροφή για σκέψη.
Υπάρχει μιά αντίληψη για τον Αδη που ξεπερνά την τυπική λίμνη φωτιάς και τη Γέεννα του πυρός. Αυτές οι εικόνες, παρότι βιβλικές, δεν μεταφέρουν μιά ολοκληρωμένη εικόνα του υπαρξιακού χαρακτήρα της κόλασης. Κι έτσι στις μέρες μας συνηθίζουμε να σκεφτόμαστε την κόλαση περίπου όπως τον παράδεισο, δηλαδή ως ακόμα μιά επιλογή για την ζωή μας μετά τον θάνατο. Καμιά από τις δύο καταστάσεις δεν θεωρείται ως επιλογή του παρόντος ούτε ότι έχει να κάνει τίποτε με την καθημερινότητά μας εκτός από τις ενδεχόμενες συνέπειές της.
Αυτό είναι τραγικό τόσο γιατί αποτυγχάνει να δώσει μιά πιό πιστική εικόνα για το γεγονός ότι η Βασιλεία του Θεού είναι «εντός υμών»( Λουκ. 17,21) όσο και γιατί συχνά παρουσιάζει μιά παρωδία κόλασης που δεν έχει να κάνει με τόσο πόσο κενή είναι η ανθρωπότητα μακρυά από το Θεό ( ακόμα και τώρα).
Η Ορθοδοξία, ειδικά μεσω των ακολουθιών, ασχολείται πολύ με την κάθοδο του Ιησού στον Άδη. Η λειτουργία του Μ. Σαββάτου αναφέρεται πολύ σ’ αυτή την κάθοδο, τονίζοντας τη νίκη του Χριστού πάνω στο θάνατο και τον Αδη, αρχίζοντας από την κόλαση.( Χρησιμοποιώ τις λέξεις ‘Αδης’ και ‘κόλαση’ ως να έχουν το ίδιο νόημα, κάτι σύνηθες στην εκκλησιαστική γλώσσα).
Ο πλησιέστερος ορισμός της κόλασης στις Γραφές δεν είναι η απεικόνηση της γέενας του πυρός αλλά αυτό που ο ίδιος ο Χριστός λέει στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη. «αὕτη δέ ἐστιν ἡ κρίσις ὅτι τὸ φῶς ἐλήλυθεν εἰς τὸν κόσμον καὶ ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποιμᾶλλον τὸ σκότος ἢ τὸ φῶς·» ( Ιω. 3, 19). Αυτή η εικόνα είναι για μένα πιό οδυνηρή από τη λίμνη του πυρός και τα υπόλοιπα. Αντίθετα η απεικόνηση της φωτιάς, ο τριγμός των οδόντων κλπ έχει μιά αδυναμία: την παθητικότητά της. Εύκολα μπορεί να παρανοηθεί ως κάτι που γίνεται σε μάς. Ακόμα τέτοιες εικόνες μπορεί και να υπονοήσουν ότι ο άνθρωπος θα επιθυμούσε να του συμβεί κάτι διαφορετικό.
Ωστόσο η φράση στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη υποστηρίζει ακριβώς το αντίθετο: η κόλαση ( η καταδίκη) είναι αυτό που είναι επειδή έτσι το θελήσαμε εμείς. Αυτός ο τρόπος παρουσίαςσης της καταδίκης είναι πιό βοηθητικός στην ποιμαντική. Δεν αφορά στην απειλή για το τι κάποιος ( ο Θεός) μπορεί να κάνει στους ανθρώπους, αλλά στην υπαρξιακή πραγματικότητα του τι μπορούμε να κάνουμε εμείς στους εαυτούς μας ακόμα και τώρα.
Για κάποιους, το να σκεφτονται την κόλαση ως επιλογή είναι ανόητο. Το αιτιολογούν κιόλας λέγοντας: «Και ποιός επιλέγει να πάει στην κόλαση;» Και σκέφτομαι και εγώ και απαντώ: «Πάρα πολλοί άνθρωποι. Τους συναντώ κάθε μέρα και κάποτε είμαι κι’ εγώ ένας απ’ αυτούς».
Στην Αγία Γραφή η ιστορία του νεαρού πλουσίου είναι η ιστορία κάποιου που συναντά το Χριστό, αγαπιέται απ΄Αυτόν, και προσκαλείται στην ομάδα των μαθητών Του από τον ίδιο τον Ιησού! Ωστόσο το αντίτιμο είναι όλα όσα έχει. Και μαθαίνουμε ότι έφυγε λυπημένος γιατί ήταν πλούσιος. Λυπημένος μεν, αλλά έφυγε. Οι άνθρωποι συχνά διαλέγουν κάτι άλλο αντί του Θεού, παρόλο που λυπούνται γι’ αυτό, γιατί αγαπούν το σκοτάδι περισσότερο από το φώς.
Αυτή ακριβώς είναι η ιστορία της καθόδου μας στον Άδη. Είναι η απομάκρυνσή μας από το Θεό, μακρυά από το φώς. Είναι μιά κάθοδος στο σκοτάδι, στην αποξένωση και στην αγάπη του εαυτού μας. Είναι μιά κόλαση που μολύνει τις ψυχές μας από τώρα και έχει την δυνατότητα να καθορίσει την κατάστασή τους και μετά το θάνατο.
Ομως ο εορτασμός της καθόδου του Χριστού στον Άδη παρουσιάζεται ως ιδιαίτερα χαρμόσυνος στη λειτουργία. Η αγάπη του Θεού ήταν τόση ώστε κατέβηκε στον ίδιο τον Άδη, δηλαδή στα βάθη του σκότους όπου πέσαμε εμείς. Η φράση «οι καθήμενοι εν σκότι είδον φώς μέγα» αναφέρεται όχι μόνο στους εθνικούς που μπορούν τώρα να ακούσουν τη χαρμόσυνη είδηση, αλλά και στις ψυχές στον Αδη που βλέπουν ανάμεσά τους το Φώς του Χριστού μέσα στο πυκνό τους σκοτάδι.
«Ο Άδης επικράνθει!» επαναλαμβάνεται στην Πασχαλινή ομιλία του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου. Το σκοτάδι δεν ήθελε να παραδώσει τους κρατούμενούς του.
Ο Αγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης ( +1938) άκουσε από τον ίδιο το Θεό: «Κράτα το νού σου στον Άδη και μη απελπίζου». Αυτό είναι από τα πιό παράδοξα αποφθεύγματα στις ζωές των αγίων. Γι’ αυτόν σήμαινε ότι έπρεπε να μπεί στην απόγνωση και το σκότος των συνανθρώπων του μέσω της προσευχής, χώρις ο ίδιος να πέφτει στην απόγνωση. Επρεπε να προσεύχεται για τον κόσμο ως να είμαστε υπέυθυνοι για τις αμαρτίες όλων. Επρεπε, όπως τον Χριστό, να φτάσει στην τελειότητα της αγάπης και να την επεκτείνει στο έπακρο. Αυτή είναι η αγάπη του Σταυρού: η αγάπη του Θεού που φτάννει ακόμα και στα τρίσβαθα του Άδη.
Αν δεν αρκεστούμε στην κυριολεκτική εικόνα αλλά αντίθετα αντιληφθούμε την έννοια του παραδείσου και της κόλασης ως την κατάσταση της ψυχής μας μπροστά στο Θεό, τότε μπορούμε να καταλάβουμε πολύ καλύτερα το μέγεθος της αγάπης Του. «ἐὰν ἀναβῶ εἰς τὸν οὐρανόν σὺ εἶ ἐκεῖ ἐὰν καταβῶ εἰς τὸν ᾅδην πάρει» ( Ψαλμ. 139, 8). Αυτό είναι και το μέτρο της αγάπης που αναμένεται να φτάσουμε και μεις. Γι’ αυτό και μάς έχει δωθεί η εντολή ν’ αγαπούμε ακόμα και τους εχθρούς μας.
Στην καθημερινότητά μας, μάς ζητείται να κατεβούμε στο σκοτάδι των γύρω μας και να προσευχόμαστε. Πρέπει να προσευχόμαστε για το Φώς, για τη συγχώρεση, για τη θεία χάρη ώστε να κάνει αυτή τη μυστηριώδη κάθαρση της ψυχής. Το να ακολουθούμε το δρόμο του Χριστού, πάντοτε σημαίνει να ακολουθούμε μιά σταυρική πορεία. Αλλά πρέπει να δούμε ότι ο Σταυρός στέκεται σταθερά στο μέσο του ανθρώπινου σκότους.
Δόξα στον Κύριο που μάς έδωσε το Φώς!
Ο Charles Williams, ένας από τους φίλους του C.S. Lewis έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο ‘Η κάθοδος στον Αδη’ στο οποίο παραθέτει την αργή και αδυσώπητη καταδίκη μιάς ψυχής. Τις επιλογές που έκανε ή δεν έκανε- περισσότερο ως μιά καταγραφή παραλυσίας παρά θεληματικής ανταρσίας. Αυτό το βιβλίο μάς παραθέτει πραγματική τροφή για σκέψη.
Υπάρχει μιά αντίληψη για τον Αδη που ξεπερνά την τυπική λίμνη φωτιάς και τη Γέεννα του πυρός. Αυτές οι εικόνες, παρότι βιβλικές, δεν μεταφέρουν μιά ολοκληρωμένη εικόνα του υπαρξιακού χαρακτήρα της κόλασης. Κι έτσι στις μέρες μας συνηθίζουμε να σκεφτόμαστε την κόλαση περίπου όπως τον παράδεισο, δηλαδή ως ακόμα μιά επιλογή για την ζωή μας μετά τον θάνατο. Καμιά από τις δύο καταστάσεις δεν θεωρείται ως επιλογή του παρόντος ούτε ότι έχει να κάνει τίποτε με την καθημερινότητά μας εκτός από τις ενδεχόμενες συνέπειές της.
Αυτό είναι τραγικό τόσο γιατί αποτυγχάνει να δώσει μιά πιό πιστική εικόνα για το γεγονός ότι η Βασιλεία του Θεού είναι «εντός υμών»( Λουκ. 17,21) όσο και γιατί συχνά παρουσιάζει μιά παρωδία κόλασης που δεν έχει να κάνει με τόσο πόσο κενή είναι η ανθρωπότητα μακρυά από το Θεό ( ακόμα και τώρα).
Η Ορθοδοξία, ειδικά μεσω των ακολουθιών, ασχολείται πολύ με την κάθοδο του Ιησού στον Άδη. Η λειτουργία του Μ. Σαββάτου αναφέρεται πολύ σ’ αυτή την κάθοδο, τονίζοντας τη νίκη του Χριστού πάνω στο θάνατο και τον Αδη, αρχίζοντας από την κόλαση.( Χρησιμοποιώ τις λέξεις ‘Αδης’ και ‘κόλαση’ ως να έχουν το ίδιο νόημα, κάτι σύνηθες στην εκκλησιαστική γλώσσα).
Ο πλησιέστερος ορισμός της κόλασης στις Γραφές δεν είναι η απεικόνηση της γέενας του πυρός αλλά αυτό που ο ίδιος ο Χριστός λέει στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη. «αὕτη δέ ἐστιν ἡ κρίσις ὅτι τὸ φῶς ἐλήλυθεν εἰς τὸν κόσμον καὶ ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποιμᾶλλον τὸ σκότος ἢ τὸ φῶς·» ( Ιω. 3, 19). Αυτή η εικόνα είναι για μένα πιό οδυνηρή από τη λίμνη του πυρός και τα υπόλοιπα. Αντίθετα η απεικόνηση της φωτιάς, ο τριγμός των οδόντων κλπ έχει μιά αδυναμία: την παθητικότητά της. Εύκολα μπορεί να παρανοηθεί ως κάτι που γίνεται σε μάς. Ακόμα τέτοιες εικόνες μπορεί και να υπονοήσουν ότι ο άνθρωπος θα επιθυμούσε να του συμβεί κάτι διαφορετικό.
Ωστόσο η φράση στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη υποστηρίζει ακριβώς το αντίθετο: η κόλαση ( η καταδίκη) είναι αυτό που είναι επειδή έτσι το θελήσαμε εμείς. Αυτός ο τρόπος παρουσίαςσης της καταδίκης είναι πιό βοηθητικός στην ποιμαντική. Δεν αφορά στην απειλή για το τι κάποιος ( ο Θεός) μπορεί να κάνει στους ανθρώπους, αλλά στην υπαρξιακή πραγματικότητα του τι μπορούμε να κάνουμε εμείς στους εαυτούς μας ακόμα και τώρα.
Για κάποιους, το να σκεφτονται την κόλαση ως επιλογή είναι ανόητο. Το αιτιολογούν κιόλας λέγοντας: «Και ποιός επιλέγει να πάει στην κόλαση;» Και σκέφτομαι και εγώ και απαντώ: «Πάρα πολλοί άνθρωποι. Τους συναντώ κάθε μέρα και κάποτε είμαι κι’ εγώ ένας απ’ αυτούς».
Στην Αγία Γραφή η ιστορία του νεαρού πλουσίου είναι η ιστορία κάποιου που συναντά το Χριστό, αγαπιέται απ΄Αυτόν, και προσκαλείται στην ομάδα των μαθητών Του από τον ίδιο τον Ιησού! Ωστόσο το αντίτιμο είναι όλα όσα έχει. Και μαθαίνουμε ότι έφυγε λυπημένος γιατί ήταν πλούσιος. Λυπημένος μεν, αλλά έφυγε. Οι άνθρωποι συχνά διαλέγουν κάτι άλλο αντί του Θεού, παρόλο που λυπούνται γι’ αυτό, γιατί αγαπούν το σκοτάδι περισσότερο από το φώς.
Αυτή ακριβώς είναι η ιστορία της καθόδου μας στον Άδη. Είναι η απομάκρυνσή μας από το Θεό, μακρυά από το φώς. Είναι μιά κάθοδος στο σκοτάδι, στην αποξένωση και στην αγάπη του εαυτού μας. Είναι μιά κόλαση που μολύνει τις ψυχές μας από τώρα και έχει την δυνατότητα να καθορίσει την κατάστασή τους και μετά το θάνατο.
Ομως ο εορτασμός της καθόδου του Χριστού στον Άδη παρουσιάζεται ως ιδιαίτερα χαρμόσυνος στη λειτουργία. Η αγάπη του Θεού ήταν τόση ώστε κατέβηκε στον ίδιο τον Άδη, δηλαδή στα βάθη του σκότους όπου πέσαμε εμείς. Η φράση «οι καθήμενοι εν σκότι είδον φώς μέγα» αναφέρεται όχι μόνο στους εθνικούς που μπορούν τώρα να ακούσουν τη χαρμόσυνη είδηση, αλλά και στις ψυχές στον Αδη που βλέπουν ανάμεσά τους το Φώς του Χριστού μέσα στο πυκνό τους σκοτάδι.
«Ο Άδης επικράνθει!» επαναλαμβάνεται στην Πασχαλινή ομιλία του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου. Το σκοτάδι δεν ήθελε να παραδώσει τους κρατούμενούς του.
Ο Αγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης ( +1938) άκουσε από τον ίδιο το Θεό: «Κράτα το νού σου στον Άδη και μη απελπίζου». Αυτό είναι από τα πιό παράδοξα αποφθεύγματα στις ζωές των αγίων. Γι’ αυτόν σήμαινε ότι έπρεπε να μπεί στην απόγνωση και το σκότος των συνανθρώπων του μέσω της προσευχής, χώρις ο ίδιος να πέφτει στην απόγνωση. Επρεπε να προσεύχεται για τον κόσμο ως να είμαστε υπέυθυνοι για τις αμαρτίες όλων. Επρεπε, όπως τον Χριστό, να φτάσει στην τελειότητα της αγάπης και να την επεκτείνει στο έπακρο. Αυτή είναι η αγάπη του Σταυρού: η αγάπη του Θεού που φτάννει ακόμα και στα τρίσβαθα του Άδη.
Αν δεν αρκεστούμε στην κυριολεκτική εικόνα αλλά αντίθετα αντιληφθούμε την έννοια του παραδείσου και της κόλασης ως την κατάσταση της ψυχής μας μπροστά στο Θεό, τότε μπορούμε να καταλάβουμε πολύ καλύτερα το μέγεθος της αγάπης Του. «ἐὰν ἀναβῶ εἰς τὸν οὐρανόν σὺ εἶ ἐκεῖ ἐὰν καταβῶ εἰς τὸν ᾅδην πάρει» ( Ψαλμ. 139, 8). Αυτό είναι και το μέτρο της αγάπης που αναμένεται να φτάσουμε και μεις. Γι’ αυτό και μάς έχει δωθεί η εντολή ν’ αγαπούμε ακόμα και τους εχθρούς μας.
Στην καθημερινότητά μας, μάς ζητείται να κατεβούμε στο σκοτάδι των γύρω μας και να προσευχόμαστε. Πρέπει να προσευχόμαστε για το Φώς, για τη συγχώρεση, για τη θεία χάρη ώστε να κάνει αυτή τη μυστηριώδη κάθαρση της ψυχής. Το να ακολουθούμε το δρόμο του Χριστού, πάντοτε σημαίνει να ακολουθούμε μιά σταυρική πορεία. Αλλά πρέπει να δούμε ότι ο Σταυρός στέκεται σταθερά στο μέσο του ανθρώπινου σκότους.
Δόξα στον Κύριο που μάς έδωσε το Φώς!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου